Ορθολογισμός, Ανορθολογισμός και Αιτιότητα στη Φυσική
του Τάσου Κυπριανίδη

1. Ιδεολογία και Επιστήμη
Σε πρόσφατο άρθρο μας1 υπερασπιστήκαμε το ρόλο των θεμελιακών επιστημονικών εννοιών στην καθιέρωση ενός επιστημονικού πεδίου την εξέλιξη και δομική συγκρότηση του. Προσπαθήσαμε να δείξουμε ότι ο προσδιορισμός του αντικειμένου της επιστήμης και η συγκρότηση της κεντρικής επιστημονικής έννοιας σε αναφορά μ' αυτό, ακόμη και σε ατελή και προκαταρκτική μορφή, αποτελεί σημείο μη επιστροφής που σημαδεύει τη γένεση μιας νέας επιστήμης. Στα παραδείγματα που δώσαμε σχετικά, διαπιστώσαμε ότι η κεντρική επιστημονική έννοια αποτελεί ουσιαστικό όπλο για την διαδικασία συγκρότησης του επιστημονικού αντικειμένου, και ότι η ανάπτυξη αυτής της διαδικασίας έχει αναγκαστικά σοβαρές επιπτώσεις στη δομή αυτής της ίδιας της έννοιας. Παραπέρα καταδείξαμε τις συνέπειες που έχει η εξάλειψη της κεντρικής επιστημονικής έννοιας, και η υποκατάσταση της από ιδεολογικούς κοινούς τόπους ή και φορμαλιστικές υπεκφυγές, πάνω στη γνώση των φαινομένων στα πλαίσια μιας επιστημονικής δραστηριότητας. Πράγματι το κενό που προκύπτει από την εξάλειψη ή απόρριψη της κεντρικής επιστημονικής έννοιας, πληρούται αμέσως από τα «προφανή» σχήματα της κυρίαρχης ιδεολογίας, τον «κοινό νου» μιας εμπειριστικής αντανάκλασης της άμεσης πρακτικής. Αν δούμε λίγο εκτενέστερα το ζήτημα αυτό θα διαπιστώσουμε ότι οι σχέσεις «Ιδεολογίας - Επιστήμης» είναι και σήμερα ένα από τα ανοιχτά ζητήματα στη μαρξιστική επιστήμη και φιλοσοφία. Όχι γιατί δεν διαθέτουμε μερικές γενικές φιλοσοφικές θέσεις που να διαγράφουν τις αρχές κίνησης αυτής της αντίφασης. Ο Αλτουσέρ στην «Αυτοκριτική» του θα γράψει: «Η επιστήμη βγαίνει μέσα από την προϊστορία της με τη συνηθισμένη έννοια... Γεννιέται μέσα από την απρόβλεπτη απίστευτα σύνθετη και παράδοξη και ωστόσο αναγκαία μέσα στη συμπτωματικότητά της συνεργεία διαφόρων «στοιχείων» - ιδεολογικών, πολιτικών, επιστημονικών (που ανήκουν σε άλλες επιστήμες), φιλοσοφικών τα οποία, κάποια στιγμή «ανακαλύπτουν» εκ των υστέρων όμως, ότι το ένα αναζητούσε το άλλο, αφού συναντιούνται χωρίς να αναγνωρίζονται μεταξύ τους, μέσα στη θεωρητική μορφή μιας επιστήμης που γεννιέται».2 «Παράμενα γεγονός, ωστόσο, ότι υποβιβάζοντας και ανυψώνοντας την «τομή» σ' αυτή μόνον την αντίθεση ανάμεσα στην επιστήμη και την ιδεολογία... υιοθετούσα άκριτα την άποψη που έχει «η» επιστήμη για τον εαυτό της (και όχι μόνο για τον εαυτό της βέβαια!)· ή μάλλον επειδή αυτή η διατύπωση παραμένει ιδεαλιστική υιοθετούσα την άποψη που έχουν οι «φορείς» της επιστημονικής πρακτικής για τη δική τους πρακτική και την ιστορία των αποτελεσμάτων της... οι οποίοι, στο ξεκίνημα μιας επιστήμης, δεν βλέπουν τίποτε άλλο από την κατηγορηματική αντίθεση μεταξύ του μετά και του πριν, μεταξύ της (ή ακόμα των) αλήθειας (ων) που ανακαλύφθηκε (αν) και των σφαλμάτων που απορρίφθηκαν»3. Οι διατυπώσεις αυτές λοιπόν στις γενικές τους γραμμές δίνουν ορισμένες κατευθύνσεις που πρέπει να αποφεύγουν τη θετικιστική «ουδετερότητα» της επιστήμης, παράγωγη του θεωρητικίστικου σχήματος του ασυμφιλίωτου δίπολου ιδεολογία - επιστήμη. Το ζήτημα όμως δεν μπορεί να εξαντλείται στη γενική αναφορά, γιατί ο επιστημονικός προσδιορισμός της σχέσης αυτής δεν μπορεί παρά να είναι η μελέτη του συγκεκριμένου, δηλ. μιας συγκεκριμένης επιστήμης σε σχέση με το σύνολο πλέγμα των ιδεολογικών σχέσεων μέσα στο οποίο διατυπώνεται και λειτουργεί, μιας συγκεκριμένης επιστημονικής θεωρίας σε αναφορά με τα ιδεολογικά στοιχεία που την συνοδεύουν ή με τα οποία είναι συνυφασμένη κλπ. Και πάλι το ζήτημα που κατ' αρχήν διατυπώσαμε ως πρόβλημα ιδεολογίας - επιστήμης, παραμένει το ίδιο, απλά αλλάζει μορφή και συσκευασία. Συγκεκριμένα το σημείο στο οποίο συμπυκνώνεται το παραπάνω πρόβλημα, είναι η μορφή των σχέσεων ανάμεσα στα ιδεολογικά και επιστημονικά στοιχεία, μέσα στην επιστημονική θεωρητική δομή: Πρόκειται δηλ. για σχέσεις εξωτερικής αλληλοσυσχέτισης μεταξύ προϋπαρχόντων στοιχείων, όπως συνήθως υποτίθεται, ή για κάποιου άλλου είδους προσδιορισμό; Και η απάντηση στο ερώτημα αυτό πρέπει κατ' ανάγκη να είναι αρνητική στο πρώτο του σκέλος, μια και η παραδοχή αυτού του εξωτερικού αλληλοσχετισμού επιστημονικού και ιδεολογικού αναγκαία οδηγεί στο αρχικό διπολικό σχήμα: Ότι αρκεί δηλαδή να αποσυσχετίσουμε τα επιστημονικά από τα ιδεολογικά στοιχεία, και θα αποκτήσουμε το ανόθευτα επιστημονικό χωρίς τις ιδεολογικές προσμίξεις. Οι διασυνδέσεις «σωστών» με «εσφαλμένα» - ιδεολογικά μέρη του όλου αποκόβονται και το θεωρητικίστικο σχήμα του ορθολογισμού αναδύεται πάλι στην επιφάνεια. Πρέπει λοιπόν να απορρίψουμε την αντίληψη για αμιγώς επιστημονικά στοιχεία και να εκτιμήσουμε την άποψη του Αλτουσέρ που συνεπάγεται ότι κάθε επιστημονική πρόταση εγκαθιδρύεται στα πλαίσια μιας ιδεολογίας, της κυρίαρχης ιδεολογίας που πληρεί τις συντεταγμένες στις οποίες το επιστημονικό αναφέρεται. Η ιδεολογία αυτή αποτελεί μέρος του συνεκτικού στοιχείου του επιστημονικού, ταυτόχρονα συγκροτώντας και προσδιορίζοντας τα όρια του. Μετατροπή της αποδοτικότητας του επιστημονικού συνεπάγεται κριτική και μετασχηματισμό των γενικών ιδεολογικών συντεταγμένων μέσα στις οποίες η επιστημονική πρόταση διατυπώνεται. Απόλυτα συνδεδεμένη με τα παραπάνω είναι μια πρόσφατη μελέτη του Ε. Balibar με θέμα την ιδέα της ταξικής πολιτικής στον Μαρξ, όπου ο συγγραφέας διαπιστώνει τη λειτουργικότητα των αντιφάσεων που εγγράφονται στα πλαίσια επιστημονικών εννοιών και την επίδραση που αυτές οι αντιφάσεις εξασκούν στην ερμηνευτική δυνατότητα αυτών των ίδιων των εννοιών, σε αναφορά με τις έννοιες «προλεταριάτο» και «πολιτική». Αυτή η έρευνα θα αναδείξει δυο θεμελιακές, δόκιμες φιλοσοφικές θέσεις που πιστεύουμε ότι η εμβέλεια τους είναι ευρύτερη και γι' αυτό τις παραθέτουμε: 1)Σχέσεις ιδεολογικού - επιστημονικού: «Το ιδεολογικό «παιχνίδι» δεν είναι μια στατική ισορροπία, ισορροπία αμοιβαίων μεταλλαγών: είναι μια διαδικασία αναπαραγωγής της οποίας ο ιστορικός δυναμισμός μετριέται με την αντίσταση που αυτή (η διαδικασία) είναι σε θέση (ή όχι) να αντιπαρατάξει στο απρόβλεπτο, στην εκδήλωση μιας πραγματικότητας που ξεπερνά και αντιτίθεται στις αναπαραστάσεις της που (αυτή) οργανώνει. Αυτό που κατά συνέπεια είναι ιστορικά σημαντικό είναι τα αποτελέσματα μετατόπισης εννοιών ή στρέψης του λόγου της κυρίαρχης ιδεολογίας, που σε μια δοσμένη συγκυρία αποσταθεροποιούν την συνοχή της. Είναι το γεγονός ότι αν κανένας λόγος δε μπορεί να διατυπωθεί έξω από το κυρίαρχο ιδεολογικό χώρο (αυτός ο χώρος, στην πραγματικότητα δεν έχει κάποιο «εξωτερικό»), κάθε λόγος μέσα σε μια συγκυρία ή σε ένα δοσμένο συσχετισμό δυνάμεων παρ' όλα αυτά δεν ανάγεται σε αυτό το χώρο, δεν λειτουργεί παρ' όλα αυτά ως στιγμή της αναπαραγωγής του. Είναι γεγονός ότι ο Μαρξισμός (ή κάτι τι από το λόγο του Μαρξ) σε μια συγκυρία από την οποία δεν έχουμε εξέλθει, λειτουργεί ως εμπόδιο, παράγει αυτό το ομοίωμα στρέψης και ότι οι αποφασιστικής σημασίας έννοιες, πρώτα απ' όλα αυτές που ρητοποιούν στο Κεφάλαιο τη λογική της εκμετάλλευσης, εμφανίζονται σαν ξένο σώμα στο χώρο της κυρίαρχης ιδεολογίας και δεν ανάγονται στη «συναίνεση» που αυτή παράγει, υποχρεώνοντας σε μια διαρκή εργασία ανασκευής, ερμηνείας και αναδιατύπωσης...»4. 2) Για το ρόλο των επιστημονικών εννοιών: Διαπιστώνοντας ότι η έννοια του προλεταριάτου διαγράφει τον πολιτικό χαρακτήρα των αναλύσεων του Μαρξ, «ως αναγκαία τάση διασύνδεσης της θεωρίας της εκμετάλλευσης και εκείνης της επανάστασης», και σημειώνοντας ταυτόχρονα την απουσία αυτής της έννοιας από το Κεφάλαιο και την υποκατάσταση της από άλλες ο Ε. Balibar θα συμπεράνει: «Αυτό στην ουσία σημαίνει ότι η καθοριστική έννοια της ανάλυσης, δεν μπορεί να εμφανισθεί κάτω από το όνομα της παρά μόνο σε θέση σχετικής εξωτερικότητας και μάλιστα ότι (η έννοια) πρέπει να συσχετιστεί μ' αυτήν (την ανάλυση) εκ των υστέρων»5. Αυτές οι δυο φιλοσοφικές θέσεις πιστεύουμε λοιπόν ότι αποτελούν γενικότερες δόκιμες φιλοσοφικές προτάσεις που μπορούν να αποδειχθούν ιδιαίτερα ωφέλιμες σε προβλήματα επιστημολογικά που σχετίζονται με εξελίξεις της νεώτερης φυσικής επιστήμης. Μιλάμε συγκεκριμένα για τα προβλήματα και τις αντιφάσεις που αναδεικνύονται στο πεδίο της Κβαντομηχανικής από την ανορθολογική προσέγγιση της Σχολής της Κοπεγχάγης, που στηρίζεται σε μια συγκεκριμένη ανάγνωση των θεμελιακών κβαντικών εξισώσεων και που σύμφωνα με την άποψη αυτή λειτουργούν απαγορευτικά ως προς τη δυνατότητα χωροχρονικής απόδοσης των κβαντικών διαδικασιών.. Μιλάμε ακόμη για την προσπάθεια εναλλακτικής ορθολογικής θεμελίωσης της κβαντικής θεωρίας που διατηρεί τη χωροχρονική απόδοση των φαινομένων, και τα αδιέξοδα που αυτή αντιμετώπισε. Κάτω από το πρίσμα των παραπάνω φιλοσοφικών θέσεων και συνεκτιμώντας ορισμένα πρόσφατα αποτελέσματα σχετικά με τις κβαντικές στατιστικές θα προσπαθήσουμε να διατυπώσουμε κάποια γενικά επιστημολογικά συμπεράσματα που καταγράφουν ορισμένες βασικές τάσεις για την επιστημονική γνώση της φυσικής πραγματικότητας.

2. Τα προβλήματα της μικροφυσικής...
Η διαμάχη στην κβαντομηχανική επικεντρώνεται γύρω από ένα βασικό ζήτημα, τη δυνατότητα ή μη χωροχρονικής απόδοσης των διαδικασιών, στην ουσία αν η επιστημονική έννοια του χωροχρόνου διατηρεί την κεντρική θέση της και σε μικροσκοπική κλίμακα ή αν εξαφανιζόμενη υποδηλώνει μια θεμελιακή αναιτιοκρατία στο μικρόκοσμο. Η σχολή της Κοπεγχάγης διατυπώνει, στηριζόμενη στις αρχές απροσδιοριστίας του Heisenberg, την αρχή της συμπληρωματικότητας που περιορίζει ή καταργεί εντελώς τη δυνατότητα χωροχρονικής απόδοσης των φαινομένων. Η συλλογιστική είναι απλή και μπορεί να αποδοθεί συνοπτικά με βάση τις αρχές απροσδιοριστίας θέσης - ορμής και χρόνου - ενεργείας. Οι αρχές απροσδιοριστίας επιβάλλουν στα μέλη των δύο ζευγών αντίστοιχα το αδύνατο ταυτόχρονου επακριβούς προσδιορισμού τους. Εάν λοιπόν επιλέξω την χωροχρονική απόδοση των φαινομένων, δηλ. προσδιορίσω επακριβώς θέση και χρόνο, το άλλο σκέλος των ζευγών, δηλ. ορμή και ενέργεια γίνονται εντελώς απροσδιόριστα. Δεδομένου ότι οι αρχές διατήρησης ορμής - ενέργειας, που επιβάλλουν την αιτιακή συμπεριφορά των φυσικών νοημάτων, χάνουν κάθε νόημα αν τα μεγέθη αυτά αποβαίνουν απροσδιόριστα, καταλαβαίνει κανείς πως συνάγεται το βασικό δόγμα της σχολής της Κοπεγχάγης: Εάν αποκτήσω χωροχρονική απόδοση των φαινομένων, τότε παραιτούμαι από την αιτιακή απόδοση των διαδικασιών, ή και το αντίστροφο. Χωροχρονική απόδοση και αιτιότητα αποτελούν ασύμβατες ιδιότητες ή καλύτερα μερικά μόνο συμβιβαστές δηλ. συμπληρωματικές έννοιες όσον αφορά το μικρόκοσμο. Αντίθετα η ρεαλιστική - ορθολογική προσέγγιση στην Κβαντική θεωρία αρνιόταν από την αρχή τη συμπληρωματικότητα και επέμενε στο πλήρως συμβιβαστό αιτιότητας και χωροχρονικής δομής των φαινομένων. Οι σχέσεις απροσδιοριστίας εθεωρούνταν ότι διατηρούν στατιστική μόνο ισχύ, και δεν ισχύουν για ένα μεμονωμένο μικροσύστημα. Βασικό σημείο σύγκρουσης των δύο προσεγγίσεων παρέμεινε, πέρα από τα πολυσυζητημένα πειράματα συμβολής σωματείων και άλλα παρεμφερή ζητήματα, το πρόβλημα των κβαντικών στατιστικών που μπορεί να διατυπωθεί συνοπτικά ως εξής: Για να συναχθούν οι εξισώσεις στατιστικής συμπεριφοράς κβαντικών συνόλων, εισάγεται η έννοια της μη - διακριτότητας των στοιχείων του συνόλου, έννοια ανύπαρκτη και μάλλον ακατανόητη στα κλασικά στατιστικά πλαίσια. Πράγματι τα σώματα στο πλαίσιο της κβαντικής φυσικής είναι διακριτά τουλάχιστον με βάση την ατομική τους διακριτή ιστορία, δηλ. τη χωροχρονική τους πορεία, ακόμη και αν είναι εντελώς ταυτόσημα σε όλες τις υπόλοιπες ιδιότητες τους. Εάν η αρχή της διακριτότητας δεν αρμόζει στο κβαντικό επίπεδο, ή μάλλον η άρνηση της είναι αναγκαία για την συναγωγή της ορθής κβαντικής στατιστικής συμπεριφοράς, τότε αυτό έχει απαραίτητα συνέπειες για την χωροχρονική απόδοση των διαδικασιών. Ακριβέστερα: μη διακριτές κβαντικές οντότητες δεν μπορούν να επιδεχθούν χωροχρονική απόδοση. Δεν είναι αυτό μια άμεση εσωτερική επιβεβαίωση των διακηρύξεων της σχολής της Κοπεγχάγης, ένας επιστημονικά τεκμηριωμένος ανορθολογισμός. Η ρεαλιστική σχολή που στόχο είχε μια αιτιακή χωροχρονική απόδοση των φαινομένων αντιλαμβανόταν το πρόβλημα αλλά δεν διέθετε λύση: είτε παρέκαμπτε το πρόβλημα με αποσιώπηση ή γενικές διατυπώσεις, είτε το διατύπωνε ως πρόβλημα, όπως π.χ. ο Einstein: «H στατιστική του κ. Böse και του εαυτού μου (η κβαντική στατιστική Böse - Einstein, T.K.) δεν είναι καθόλου υπεράνω αμφιβολιών, αλλά φαίνεται να δικαιώνεται μόνον a posteriori από την επιτυχία της για την περίπτωση της ακτινοβολίας... (Οι διαφορές ανάμεσα σε κλασικές και κβαντικές στατιστικές) εκφράζουν έμμεσα μια κάποια υπόθεση αμοιβαίου επηρεασμού των μορίων η οποία για την ώρα είναι αρκετά μυστήριας υφής.... Τα κβάντα και μόρια αντίστοιχα δεν θεωρούνται στατιστικά ανεξάρτητα, ένα γεγονός που δεν τονίζεται με ιδιαίτερη έμφαση στις δημοσιεύσεις μας»6. Το πρόβλημα παρέμενε ως πρόβλημα ανοιχτό, δεν διέψευσε βέβαια τη ρεαλιστική προσέγγιση, αλλά σίγουρα αποτελούσε σημείο αμηχανίας ή και αβεβαιότητας που απειλούσε συνεχώς τη συνοχή και αξιοπιστία της προσέγγισης στο σύνολο της.

3.. ..και οι λύσεις τους
Ισχυριζόμαστε λοιπόν ότι υπάρχουν ενδείξεις αν όχι αποδείξεις για τη λύση αυτού του αδιεξόδου που μόλις περιγράψαμε από πρόσφατες εξελίξεις στο θέμα των κβαντικών στατιστικών. Κατ' αρχήν, όπως συνήθως συμβαίνει σε αμφισβητούμενες περιπτώσεις, μια καθαρά μαθηματική (δηλ. τυπική - φορμαλιστική) προσέγγιση έδειξε την εξής επιστημονική πρόταση: οι κβαντικές στατιστικές μπορεί να συναχθούν για ένα σύνολο διακριτών στοιχείων εάν εισάγει κανείς μια μαθηματικά πιθανή αλλά όχι αναγκαία συναγόμενη υπόθεση: οι καταστάσεις των στοιχείων του συνόλου δεν είναι αυστηρά προσδιορισμένες (όπως στην κλασική φυσική) αλλά διακυμαίνονται τυχαιακά - στοχαστικά και οι στατιστικές ιδιότητες του συνόλου μπορούν να συναχθούν με τον υπολογισμό στατιστικών μέσων όρων επί των στοχαστικών διακυμάνσεων. Είναι προφανές ότι μαθηματικά αυτή η διαδικασία δεν είναι απορριπτέα, αλλά δεν μπορεί να υποστηριχτεί παρά μόνο αν συνδεθεί με κάποιες φυσικά τεκμηριωμένες αντιλήψεις. Αυτή η σύνδεση εξασφαλίζεται στα πλαίσια της αιτιατής στοχαστικής ερμηνείας της Κβαντικής Μηχανικής.7. Πράγματι τα εξής από φυσική άποψη σημαντικά σημεία θα άξιζε να αναφερθούν: Το φυσικό επιχείρημα της διακριτότητας των στοιχείων υποδεικνύει απερίφραστα τη δυνατότητα χωροχρονικής απόδοσης των διαδικασιών στο κβαντικό επίπεδο και εξουδετερώνει το βασικό αδύνατο σημείο στον μέχρι τώρα προσεγγίσεων. Η εισαγόμενη στοχαστικότητα, αναδεικνύει μια αλληλοεξάρτηση των στοιχείων της στατιστικής, πράγμα που είχαμε σε ποιοτική μορφή ως ένδειξη από την παρατεθείσα διατύπωση του Αϊνστάιν. Οι κβαντικές οντότητες δεν είναι πλέον ανεξάρτητες όπως στην κβαντική στατιστική, αλλά είναι συσχετισμένες ακόμη και όταν λείπουν φυσικές αλληλεπιδράσεις που τις συνδέουν. Σ' αυτό το μοντέλο, οι συσχετισμοί μεταξύ «ελεύθερων» σωματείων διαμεσολαβούνται από το Κβαντικό δυναμικό, που λειτουργώντας ως στοχαστικό δυναμικό εγκαθιδρύει μια αιτιακή μη τοπική δράση από απόσταση ανάμεσα τους. Και μάλιστα το στοιχείο αυτό της μη τοπικότητας αναδεικνύεται ως το βασικά διαφοροποιό στοιχείο ανάμεσα στις κβαντικές διαδικασίες και στις κλαδικές αντίστοιχες. Η μη περαιτέρω αναγώγιμη κβαντική στοχαστικότητα αναδύεται ως συνέπεια του γεγονότος ότι τα «ελεύθερα» σωμάτια είναι εμβαπτισμένα μέσα σε ένα χαοτικό και σχετιστικά αμετάβλητο «κενό», που όντας μίγμα σωματίων και αντισωμάτιων υφίσταται διαρκώς διαταραχές από την παρουσία των κβαντικών στοιχείων και διαμεσολαβεί την περίεργη, μη τοπική διασύνδεση και συσχετισμό μεταξύ τους. Η κατάσταση είναι τώρα γνώσιμη και δεν υπάγεται στις νομοτέλειες του ανορθολογισμού της Σχολής της Κοπεγχάγης. Δεν χρειάζεται να απαλλαγούμε ή να καταστρέψουμε καθιερωμένες και χρήσιμες επιστημονικές έννοιες, όπως π.χ. τη χωροχρονική απόδοση των φαινομένων. Εκείνο που σε πρώτη ανάγνωση διαφαίνεται ως αναγκαίο είναι η συμπλήρωση της έννοιας αυτής από ένα νέο χαρακτηριστικό, τη θεμελιακή στοχαστικότητα που είναι αντανάκλαση της παραδοχής ενός υλικού, χαοτικού «κενού», ως στίβου διεξαγωγής των διαδικασιών. Εκείνο που παραμένει είναι να διερευνήσουμε τις συνέπειες αυτού του θεωρητικού σχήματος πάνω στη διαμόρφωση του αντικειμένου της φυσικής επιστήμης και των νομοτελειών που διέπουν την εξέλιξη του.

4. Φιλοσοφικός ανορθολογισμός και Κβαντομηχανική
Ένας τρόπος προσέγγισης για το ζήτημα της κβαντικής αναιτιοκρατίας και της εχθρότητας απέναντι σε μια χωροχρονική απόδοση των κβαντικών φαινομένων είναι να το ανάγει κανείς ολοκληρωτικά στην ιδεολογική και φιλοσοφική συγκυρία στα χρόνια που πρωτοδιατυπώθηκε η Κβαντομηχανική. Αυτή η αντιμετώπιση έχει το προτέρημα ότι επισημαίνει αδρά το ρόλο της ιδεολογίας στη σύγχρονη φυσική, ένα πεδίο που ο κοινός ' νους θεωρεί εντελώς αποιδεολογικοποιημένο. Υπογραμμίζει ακόμη τα ιστορικά πλαίσια που λειτουργούν κατά τη διατύπωση επιστημονικών θεωριών. Αλλά μετατοπίζει το πρόβλημα στο ζήτημα του «ποια είναι η κυρίαρχη ιδεολογία της φυσικής σε μια συγκεκριμένη περίοδο» επιβάλλοντας ένα μηχανιστικό μοντέλο σε ότι αφορά τις σχέσεις κοινωνία/κυρίαρχη ιδεολογία από τη μια και φυσική επιστήμη/επιστημονικές φυσικές θεωρίες από την άλλη. Παραπέρα μια βασική απορία παραμένει: Εάν ο κοινωνικός ανορθολογισμός σε μια περίοδο κοινωνικής κρίσης, είναι υπαίτιος για την διαμόρφωση και διατύπωση μιας φυσικής θεωρίας (δηλ. χρησιμοποιώντας μια ιστορικιστική προσέγγιση), γιατί τότε περνώντας από μια συγκυρία σε μια άλλη π.χ. τη μεταπολεμική κοινωνική ανάπτυξη και ευμάρεια, και την υπερίσχυση ενός ορθολογιστικού μοντέλου σκέψης, οι εναλλακτικές (ορθολογικές) διατυπώσεις δεν κερδίζουν σε αξιοπιστία, δεν πείθουν για την ορθότητα τους; Οι επιστημονικές θεωρίες όμως δεν είναι απλά άμεσες αντανακλάσεις της πραγματικότητας ούτε κατά συνέπεια μονοσήμαντα καθοδηγούνται από τις κοινωνικές ιδεολογίες με τρόπο προσδιορισμένο. Αυτή η διατύπωση βέβαια πολύ θυμίζει τη λεγόμενη αδράνεια των επιστημονικών θεωριών, απέναντι σε ξαφνικές αλλαγές, που η ακαδημαϊκή επιστημολογία προπαγανδίζει κατ' αναλογία της γνωστής φυσικής αρχής. Στην πραγματικότητα και αυτή η εξήγηση δεν προχωρεί πέρα από μια απλή φαινομενολογική καταγραφή της συγκυρίας. Αυτό που πραγματικά συμβαίνει είναι ότι μια επιστημονική θεωρία, που είναι πάντοτε κάτι το ατελές και ανοιχτό, έχει τα εξής βασικά χαρακτηριστικά8. Διατηρεί μια σχετική αυτονομία σε αναφορά με την γενική κοινωνική συγκυρία μέσα στην οποία διατυπώνεται, εξ αιτίας της σχετικής αυτονομίας και της εσωτερικότητας του κριτηρίου της πράξης που συγκροτεί μια επιστημονική διαδικασία. Η επιστήμη παραμένοντας πάντοτε προσδεδεμένη στην πραγματικότητα αποτελεί μια πάντοτε ατελή, όχι μηχανιστική αντανάκλαση αυτής της πραγματικότητας, μια «αντανάκλαση χωρίς καθρέφτη» (Lecourt) του πραγματικού στη διαδικασία νοητικής ιδιοποίησης. Κάθε φυσική θεωρία αναγκαία διατυπώνεται μέσα στα πλαίσια ενός συστήματος από κοινές απόψεις, προκαταλήψεις της κληρονομημένης πρότερης γνώσης και των φιλοσοφικών προϊδεάσεων, στο οποίο απέναντι στέκεται κριτικά αναδομεί και αναδιαμορφώνει. Ουδέποτε όμως δεν βρίσκεται σε ασυμφιλίωτη εχθρότητα μαζί τους, μια και όπως αρχικά διατυπώσαμε δεν υπάρχει αποδεκτή αντίθεση ανάμεσα σε επιστήμη και ιδεολογία, όπως αυτό τίθεται στα πλαίσια του ορθολογικού σχήματος της σύγκρουσης αλήθειας - ψεύδους. Εδώ ακριβώς αναγνωρίζουμε τη σημασία της πρώτης πρότασης του Balibar, ότι καμιά διατύπωση δεν τοποθετείται, έξω από το χώρο της κυρίαρχης ιδεολογίας, άρα φέρει τα σημάδια της χωρίς βέβαια να ανάγεται ολοκληρωτικά σ' αυτήν. Αυτή η θέση δεν απαξιώνει τους λόγους που αντιστρατεύονται την κυρίαρχη ιδεολογία, μόνο δείχνει τα όρια τους, που απορρέουν από την εσωτερική συνάρθρωση του συστήματος των αντιφάσεων τους. Ας δούμε σαν παράδειγμα την έννοια του σχετικιστικού χωροχρόνου όπως αυτή διαμορφώθηκε από τον A. Einstein. Είναι βέβαια αληθινό ότι ένα παρόμοιο εγχείρημα βασίστηκε σε προεργασία, όπως π.χ. στην κριτική του Mach για τις έννοιες του χώρου και χρόνου στην νευτωνική κοσμοαντίληψη, αλλά και σε γενικότερες φιλοσοφικές ανακατατάξεις που θα έχουμε την ευκαιρία να εξετάσουμε στη συνέχεια. Αλλά η νέα, δυναμική σχετικιστική έννοια του χωροχρόνου δεν είναι, σε καμιά περίπτωση, η επιστημονική διατύπωση μιας νέας φιλοσοφικής αντίληψης, ούτε απλή θεωρητική συναγωγή στα πλαίσια μιας νέας θεωρίας. Η έννοια αυτή, ευθύς ως συγκροτείται, παράγει νέα «δεδομένα», συγκροτεί μέσα από τις ενδογενείς επιστημονικές διαδικασίες νέα επιστημονική γνώση. Όμως, μια τάση να ενταχτεί και η νέα αυτή έννοια σε κάποια ορθολογικά πλαίσια, ως μια νέα τελειωτική αλήθεια, θα αναδείξει τις ελλείψεις και τα όρια της λειτουργικότητας της. Αλλά όχι μόνον αυτό: όπως θα δούμε, η υπαγωγή της στα ορθολογικά πλαίσια θα παράγει στο χώρο της κβαντομηχανικής αδιέξοδα που θα θέσουν σε αμφισβήτηση την ίδια την ύπαρξη και χρησιμότητα της στο σύνολο της φυσικής επιστήμης. Πώς όμως ο φυσικός και φιλοσοφικός ανορθολογισμός καταφέρνει να εδραιώνεται σε διαδικασίες όπως είναι η φυσική επιστήμη, που κατά κανόνα και γενικά θεωρείται άντρον του «ορθού λόγου» και υπόδειγμα φιλοσοφικής ουδετερότητας; Εδώ νομίζουμε ότι η δεύτερη πρόταση του Ε. Balibar δίνει εύστοχα την απάντηση που αρμόζει. Αυτό που σε πρώτη ανάγνωση ξενίζει, δηλ. η σχετική εξωτερικότητα της κεντρικής έννοιας που συγκροτεί το αντικείμενο της φυσικής επιστήμης, βρίσκεται στη βάση των δυσκολιών της σύγχρονης φυσικής. Εάν αποδώσουμε χαρακτήρα κεντρικής έννοιας σε κάποια μορφή χώρου - χρόνου, τότε θα πρέπει να δεχτούμε ότι αυτή διατηρεί μια σχετική εξωτερικότητα και ότι μάλιστα συσχετίζεται με τις διαδικασίες εκ των υστέρων. Πράγματι στην κλασική φυσική, όπου υφίσταται σωρεία μερικών «αντικειμένων» και αντίστοιχων εννοιών, ο χώρος - χρόνος παίζει το ρόλο εξωτερικής παραμέτρου, μιας onditio sine qua non, αλλά παρ' όλα αυτά μιας απλής μαθηματικής παραμέτρου. Ξεχνιέται ότι όλη η φυσική ανάγεται στη βάση μερικών θεμελιακών αξιωμάτων που αφορούν ιδιότητες του χωροχρονικού συνεχούς. Οι συνέπειες όμως της θεωρητικής συγκυρίας είναι εμφανείς στην κβαντομηχανική, όπου η κυρίαρχη ερμηνεία απαιτεί την εξάλειψη της χωροχρονικής απόδοσης, ως όρο «κατανόησης» (=υπολογισμού) των φαινομένων. Εδώ η σχετική εξωτερικότητα δεν προωθεί μιαν αντίληψη ότι ο χωρόχρονος είναι ένα μαθηματικό αξεσουάρ· ο φορμαλισμός οδηγεί σε εξάλειψη του βάσει υποτιθέμενων εσωτερικών κριτηρίων πράξης ή αυτοσυνέπειας του σχήματος. Και στις δυο περιπτώσεις η μη αναγνώριση της θεμελιακής ιδιότητας της κεντρικής έννοιας στον χωρόχρονο, έχει λειτουργίες μετάθεσης ή εξάλειψης, που σε όλες τις περιπτώσεις υποθάλπονται από μια αυθόρμητη εμπειριστική, μηχανιστική ιδεολογία. Όπως θα προσπαθήσουμε να δείξουμε στη συνέχεια αυτό το δεύτερο σημείο είναι βασικής σημασίας και βρίσκεται στη βάση των δυσκολιών που έχουν με την κβαντομηχανική τόσο οι ορθολογικές όσο και οι ανορθολογικές προσεγγίσεις. Εάν η Σχολή της Κοπεγχάγης απλά εξαλείφει την έννοια του χωροχρόνου, οδηγούμενη από μια, τελικά, θετικιστική και αγνωστικιστική φιλοσοφία, η ρεαλιστική ορθολογική προσέγγιση δεν λαβαίνει επίσης σοβαρά υπόψη της το γεγονός ότι η κεντρική έννοια δεν εμφανίζεται στην ανάλυση με το όνομα της. Πράγματι εάν αυτή η τελευταία πρέπει να συσχετιστεί με την ανάλυση α posteriori και να αποκωδικοποιηθεί από τα αποτελέσματα που εμφανίζονται στην κβαντοθεωρία, τότε η κοινά παραδεκτή ασυνήθιστη και γριφοειδής μορφή των κβαντικών φαινομένων, θα πρέπει να είναι η εξωτερίκευση μιας περισσότερο πολύπλοκης και μεταμφιεσμένης μορφής του χωροχρόνου. Τα κβαντικά παράδοξα, όπως δείχνουν τα κλασικά πλέον παραδείγματα (πείραμα δυο οπών, κβαντική στατιστική), δεν διαλύονται με την εφαρμογή ενός άκαμπτου σχετικιστικού χωροχρόνου. Πρέπει αντίθετα η δομή αυτού του άγνωστου «χωροχρόνου», να συναχτεί από τις περίεργες κβαντικές εξωτερικεύσεις τους. Με αυτή την έννοια η κριτική που έγινε στα πρώτα κβαντικά εναλλακτικά μοντέλα των λανθανουσών παραμέτρων, ότι δηλ. είναι «αφελή» και «απλοϊκά», δεν φαίνεται να είναι ολότελα αστήρικτη, θα επανέλθουμε στο σημείο αυτό σε επόμενη ενότητα. Πριν όμως προχωρήσουμε στις εννοιολογικές συνέπειες των κβαντικών ιδιομορφιών, χρήσιμη είναι μια φιλοσοφική παρακαμπτήριος που σκοπεύει να ρητοποιήσει τις αρχές και το ιδεολογικό περιεχόμενο των φιλοσοφικών κατηγοριών του χώρου και του χρόνου. Μια και η φιλοσοφία ενεργά παρεμβαίνει στη διαμόρφωση των εννοιών στη φυσική επιστήμη, τούτο δεν θα είναι μια καθυστέρηση αλλά αντίθετα μια διευκόλυνση στον προσδιορισμό των παραμέτρων εκείνων που επηρεάζουν τη διαμόρφωση επιστημονικών εννοιών και την πορεία των επιστημονικών διεργασιών στη φυσική.

5. Ο χώρος και ο χρόνος
5.1 Από τις φιλοσοφικές κατηγορίες... Οι έννοιες του χρόνου και του χώρου πολύ απέχουν από τον χαρακτήρα ουδέτερων φυσικών ή κοινωνικών παραμέτρων που μια επιπόλαιη και αληθοφανής προσέγγιση τους προσδίδει. Εκείνο που τουλάχιστον πρέπει να αναγνωρίσει κανείς είναι ότι χρωματίζονται εκάστοτε από κάποιο ιδιαίτερο φιλοσοφικό λόγο που καθοδηγεί τη λειτουργικότητα τους. Σωστότερα: οι δυο αυτές έννοιες εγκαθιδρύονται κάθε φορά στα πλαίσια μιας δομής με δεσπόζον στοιχείο έναν φιλοσοφικό λόγο που αποτελεί συμπύκνωση των σχέσεων κυριαρχίας/υποταγής (σχέσεων εξουσίας) των συστημάτων ιδεών που βρίσκονται σε διαπάλη. Άρα οι δυο αυτές έννοιες που συνδιαμορφώνουν τη νοητική απόδοση του γνωστικού αντικειμένου της φυσικής επιστήμης, απέχουν πολύ από μια ουδέτερη τυπική και αντικειμενικά προσδιορίσιμη υπόσταση. Αυτή την ουσιαστική και θεμελιακή παρέμβαση της φιλοσοφίας στον καθορισμό τους, ή μάλλον καλύτερα τη φιλοσοφική δομή που τις επικαθορίζει, πρόκειται να εξετάσουμε στη συνέχεια αναλυτικότερα. Κατ' αρχήν ας στρέψουμε την προσοχή μας στο χρόνο. Εννοούμε το χρόνο ως εσωτερικό ρυθμό κίνησης των διαδικασιών, ως «μέτρηση» της εξέλιξης ενός πράγματος, φαινομένου ή διαδικασίας. Η πρώτη προσέγγιση που γίνεται στο ζήτημα αυτό είναι η εμπειριστική καταγραφή στα πλαίσια της εγελιανής αντίληψης: «θα μπορούσε να απομονώσει κανείς δυο ουσιαστικά χαρακτηριστικά του εγελιανού ιστορικού χρόνου: την ομοιογενή συνέχεια και την συγχρονικότητα του χρόνου.
1. Η ομοιογενής συνέχεια του χρόνου.. Ο χρόνος λοιπόν μπορεί να θεωρηθεί ως συνεχές μέσα στο οποίο εκδηλώνεται η διαλεκτική συνέχεια της διαδικασίας ανάπτυξης της ιδέας. Το σύνολο πρόβλημα της επιστήμης της Ιστορίας συνίσταται λοιπόν σ' αυτό το επίπεδο, σε ένα τεμαχισμό αυτού του συνεχούς σύμφωνα με μια περιοδοποίηση που αντιστοιχεί στη διαδοχή μιας διαλεκτικής ολότητας με μια άλλη...
2. Η συγχρονικότητα του χρόνου, η κατηγορία του ιστορικού παρόντος. Αυτή η δεύτερη κατηγορία είναι η συνθήκη δυνατότητας ύπαρξης της πρώτης, και είναι αυτή που θα μας αποδώσει την πλέον βαθειά σκέψη του Hegel. Εάν ο ιστορικός χρόνος είναι η υπόσταση της κοινωνικής ολότητας, πρέπει να προσδιορίσουμε ακριβώς ποια είναι η δομή αυτής της υπόστασης... Η δομή της ιστορικής υπόστασης είναι τέτοια ώστε όλα τα στοιχεία του όλου συνυπάρχουν στον ίδιο χρόνο, στο ίδιο παρόν, και συνεπώς είναι συγχρονικά τα μεν με τα δε στο αυτό παρόν»9. Σαν συνέχεια όλων αυτών η διαχρονικότητα των γεγονότων είναι απλά το γίγνεσθαι του παρόντος στην διαδοχή της συνέχειας του χρόνου, μια κατά κάποιο τρόπο σύμπτωση τυχαιοτήτων που παράγουν τα νέα γεγονότα. Ποια είναι όμως τα στοιχεία που προσδιορίζουν και συγκροτούν αυτή την εγελιανή αντίληψη; «....είναι φανερό ότι αυτή η αντίληψη του ιστορικού χρόνου δεν είναι παρά αντανάκλαση της σύλληψης που ο Hegel πραγματοποιεί για τον τύπο ενότητας που συγκροτεί τους δεσμούς ανάμεσα στο σύνολο των στοιχείων, οικονομικών, πολιτικών, θρησκευτικών, αισθητικών, φιλοσοφικών κλπ. του κοινωνικού όλου. Επειδή το εγελιανό όλο είναι ένα «πνευματικό όλο», με το νόημα του Leibniz, ενός όλου όπου όλα τα μέρη του «συνωμοτούν» μεταξύ τους, του οποίου κάθε μέρος είναι pars totalis, γι' αυτό και η ενότητα αυτής της διπλής όψης του ιστορικού χρόνου (ομοιογενής, συνέχεια/συγχρονικότητα) είναι αναγκαία και ικανή»10. Αυτή ακριβώς η αντίληψη για την κοινωνική πραγματικότητα διαμορφώνει με τη διαμεσολάβηση του φιλοσοφικού την αντίληψη για το χρόνο που υπακούει στις προφάνειες του εμπειρισμού και τις επιταγές του κοινού νου όπως αυτές συγκροτούνται φιλοσοφικά από τον Hegel. Ο Althusser θα μας προτείνει την οδό για την ανασυγκρότηση της έννοιας του χρόνου με γνώμονα μια μαρξιστική προβληματική: «Γνωρίζουμε ότι το μαρξιστικό όλο διακρίνεται χωρίς δυνατότητα σύγχισης από το εγελιανό όλο: είναι ένα όλο του οποίου η ενότητα που απέχει πολύ από την εκφραστική ή «πνευματική» ενότητα του όλου κατά Leibniz ή Hegel εγκαθιδρύεται μέσω μιας συμπλεκτικής δομής της ενότητας ενός δομημένου όλου, που επιτρέπει αυτό που θα μπορούσε να ονομάσει κανείς διακριτές και «σχετικά αυτόνομες» βαθμίδες ή επίπεδα, που συνυπάρχουν μέσα σ' αυτή τη συμπλοκή δομημένη ενότητα με το να συναρθρώνονται σύμφωνα με ειδικούς τρόπους προσδιορισμού, που ορίζονται σε τελευταία ανάλυση από το επίπεδο ή βαθμίδα της οικονομίας». Και οι συνέπειες του σχήματος: «Μπορούμε, σε πρώτη προσέγγιση, να συνάγουμε από την ειδική δομή του μαρξιστικού όλου, ότι δεν είναι πλέον δυνατό να σκεφτεί κανείς στον ίδιο ιστορικό χρόνο τη διαδικασία ανάπτυξης των διαφορετικών επιπέδων του όλου. Ο τύπος ιστορικής υπόστασης αυτών των διαφορετικών επιπέδων δεν είναι ο ίδιος. Αντίθετα πρέπει να αποδώσουμε σε κάθε επίπεδο έναν ιδιαίτερο χρόνο, σχετικά αυτόνομο, άρα σχετικά ανεξάρτητο, ακόμη και στην εξάρτηση του από τους «χρόνους» των άλλων επιπέδων. Μπορούμε και πρέπει να πούμε: «υπάρχει για κάθε τρόπο παραγωγής ένας ιδιαίτερος χρόνος και μια ιστορία της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων διαμορφωμένη με ιδιόμορφο τρόπο· ένας ιδιαίτερος χρόνος και ιστορία των παραγωγικών σχέσεων διαμορφωμένα με ειδικό τρόπο... Κάθε μια από τις ιδιαίτερες ιστορίες διαμορφώνεται σύμφωνα με τους ιδιαίτερους ρυθμούς και δεν μπορεί να γίνει γνωστή παρά υπό τον όρο να προσδιοριστεί η έννοια της ιδιομορφίας της ιστορικής του χρονικότητας και των διαμορφώσεων του (συνεχής ανάπτυξη, επαναστάσεις, τομές κλπ.)... Η ιδιομορφία αυτών των χρόνων και των ιστοριών είναι διαφορική, διότι βασίζεται πάνω στις διαφορικές σχέσεις που υπάρχουν στο όλο μεταξύ των διαφορετικών επιπέδων: ο τρόπος και ο βαθμός ανεξαρτησίας του κάθε χρόνου και της κάθε ιστορίας προσδιορίζονται λοιπόν αναγκαία από τον τρόπο και τον βαθμό εξάρτησης κάθε επιπέδου μέσα στο σύνολο των αρθρώσεων του όλου»11. Οι παρατηρήσεις αυτές του Αλτουσέρ, που θίγουν ουσιαστικά στοιχεία των φιλοσοφικών λόγων που δομούν την αντίληψη για το χρόνο, αποτελούν χρήσιμο οδηγό για την μελέτη και καταγραφή του αντίστοιχου εμπειριστικού λόγου σε σχέση με το χώρο, καθώς και για μια προσπάθεια συγκρότησης μιας μαρξιστικής προβληματικής επί τούτου. Μια πρώτη σχετική προσέγγιση γίνεται από τον A. Lipietz12. Με προγραμματική πρόθεση την κριτική «της εμπειριστικής αντίληψης που κάνει το «χώρο» και το «χρόνο» ουδέτερες πραγματικότητες, δοσμένες, όπου έρχονται να συναντηθούν άλλες πραγματικότητες (σχέσεις, ποσότητες, συμβάντα) για να εγγραφούν και να διαδραματιστούν μέσα τους», ο A.Lipietz θα διατυπώσει κατά μεταφορά της αλτουσεριανής κριτικής τα εξής βασικά σημεία: Στην εμπειριστική αντίληψη για το χώρο υπάρχει: 1. Η ιδέα για την ομοιογενή συνέχεια του χώρου δηλ. τον συνεχή και ομοιογενή χώρο όπου εγγράφονται τα πράγματα. 2. «Αλλά προφανώς περισσότερο σημαντική είναι η «συντοπικότητα του χώρου» (η ιδέα ότι μπορεί κανείς να κατατμήσει μια περιοχή ή να εντοπίσει μια δραστηριότητα «μέσα στο χώρο»), που πρέπει να κτυπηθεί ως όρος που επιτρέπει την εμπειριστική σύλληψη του χώρου και ως αντανάκλαση μιας συγκεκριμένης αντίληψης για την κοινωνική ολότητα,13 δηλ. της εγελιανής. Αυτή η αντίληψη που συγκροτεί τα ζεύγη συγχρονίας - διαχρονίας, αναπαράγει σε χωρική διάσταση αντίστοιχα ζεύγη «συντοπικότητας» - «διατοπικότητας» όπως π.χ.: σπουδές μιας περιοχής/σχέσεις μεταξύ περιοχής κλπ. και συγκροτεί αντίστοιχα ιδεολογήματα σε χωρική έκταση όπως, κατ' αναλογίαν, και σε χρονική. Μια μαρξιστική προσέγγιση στο ζήτημα της συγκρότησης της έννοιας του χώρου καθοδηγείται από την μαρξιστική αντίληψη για την κοινωνική δομή και θεωρεί ότι ο συγκεκριμένος κοινωνικό - οικονομικός χώρος μπορεί να αναλυθεί με όρους συνάρθρωσης των ιδιαίτερων χωρικοτήτων (spatiatitcs) με καθορισμένες σχέσεις μέσα στις διάφορες βαθμίδες των διάφορων τρόπων παραγωγής, που υπάρχουν στον κοινωνικό σχηματισμό. Σε τι συνίσταται αυτή η «χωρικότητα», δεν είναι τίποτε άλλο παρά η χωρική διάσταση της μορφής υλικής ύπαρξης που συγκροτεί η εξεταζόμενη σχέση. Συνίσταται σε μια αντιστοιχία μεταξύ «παρουσίας/απόστασης» (μέσα στο χώρο) και «συμμετοχής/αποκλεισμού» (μέσα στη δομή ή την εξεταζόμενη σχέση). Ή ακόμη ανάμεσα στην κατανομή «θέσεων» στο χώρο και την κατανομή «θέσεων» μέσα στη σχέση (ας αναλογιστούμε εδώ τι μας κοστίζουν οι εύκολες χωρικές μεταφορές για να ορίσουμε τις «σχέσεις»!). Παράδειγμα, ο «διαχωρισμός του άμεσου παραγωγού απ' τα μέσα παραγωγής του» έχει μια προφανή χωρική διάσταση. Παράδειγμα ακόμη, η «σχέση εργάτη αφεντικού στο εργοστάσιο» έχει μια χωρική διάσταση που ρυθμίζει η χορογραφία της εργασίας... και της απεργίας, όπως όλοι οι καλοί κινηματογραφιστές γνωρίζουν.» Αυτή η αντίληψη μας υποχρεώνει να αποδεχθούμε ότι υπάρχουν πολλές χωρικές κλίμακες που η ύπαρξη και διαμόρφωση τους καθορίζεται από τον τρόπο συνάρθρωσης των τρόπων παραγωγής και των. κοινωνικών σχέσεων μέσα στον κοινωνικό σχηματισμό. Πρέπει να συγκροτήσουμε λοιπόν την έννοια ενός διαφορικού χώρου που αποτελεί αντανάκλαση των διαφορών των μορφών χωρικής υπόστασης που αντικειμενικά προσδιορίζονται από την φύση των εξεταζόμενων κοινωνικών σχέσεων Ο χώρος λοιπόν έχει ιδιότητες όπως: πολυπλοκότητα, διαφορικότητα, ασυνέχεια δηλ. στοιχεία που ριζικά αντιβαίνουν στις «προφανείς» διαπιστώσεις κάθε εμπειριστικής ιδεολογίας και της πολύ συγγενικής εγελιανής κοσμοθεώρησης. 5.2 στις επιστημονικές έννοιες. Η συγκρότηση των επιστημονικών εννοιών του χώρου και του χρόνου, έχει ως. απαραίτητη προϋπόθεση την εγκαθίδρυση της φυσικής ως επιστημονικής· πρακτικής, άρα την ύπαρξη εσωτερικών κριτηρίων επιστημονικότητας της γνώσης, αλλά και την κατάλληλη παρέμβαση της φιλοσοφίας. Όπως ήδη αναπτύξαμε σε άλλο σημείο8 η εγκαθίδρυση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής ως δεσπόζοντος τρόπου παραγωγής και η συγκρότηση του καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού, επιτρέπουν ή και κάνουν δυνατή την κριτική της εγελιανής αντίληψης του χρόνου και υποβάλλουν την ανισομέρεια και ανομοιογένεια της κατηγορίας του χρόνου, ως αποτέλεσμα διαμεσολάβησης της ιεραρχικά δομημένης και με άνισους και ανισομερείς «ρυθμούς» εξελισσόμενης παραγωγικής διαδικασίας. Παραδειγματικά αναφέρουμε, το πέρασμα από την απόλυτη στη σχετική υπεραξία, σαν κύρια μορφή καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, καθώς και την υπαγωγή στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής άλλων τρόπων παραγωγής που υπαγορεύουν έναν διαφορετικό χρονικό ρυθμό. Μ' αυτή την έννοια μια νέα κατάσταση διαμορφώνεται όπου κανείς είναι κατ' αρχήν σε θέση να συλλάβει την συνύπαρξη διαφορετικών, σχετικά αυτόνομων και ιεραρχικά δομημένων κοινωνικών χρόνων, και να εγκαταλείψει την συγχρονική ομοιογενή εγελιανή χρονική σύλληψη. Κάτι το αντίστοιχο συμβαίνει και με το χώρο όπου η διαφορικότητα του χώρου με την εγκαθίδρυση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής γίνεται εμφανής, είτε με την μορφή διττώ σχημάτων τοπολογίας ανισότητας, στη βάση άνισης ανάπτυξης ή εντοπισμού ανομοιογενών παραγωγικών διαδικασιών, π.χ. οι αντιθέσεις χωριού - πόλης, αστικών - εργατικών περιοχών κλπ., είτε και την υλική αλλά και συμβολική χωρική διάσταση των διάφορων δομικών ρυθμίσεων στα πλαίσια της καπιταλιστικής παραγωγικής διαδικασίας. Ο χώρος στα πλαίσια του καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού συγκροτείται ως κοινωνικά ενιαία έννοια στη μήτρα της οποίας εγγράφονται πλέον όλες οι διαφορικές σχέσεις ανομοιογένειας που συγκροτούνται ως απόρροια των θεμελιακών και παράγωγων κοινωνικών σχέσεων εξουσίας. Η διαμόρφωση συγκεκριμένων συγκυριών λοιπόν στον καπιταλιστικό κοινωνικό σχηματισμό διαμεσολαβεί φιλοσοφικά τη δυνατότητα κριτικής του κλασικού εμπειριστικού χωροχρονικού υποδείγματος. Βέβαια η φιλοσοφική αυτή διαμεσολάβηση μπορεί να διαδραματίζει μόνο ρόλο κινητήριας δύναμης ή εναύσματος, αλλά ποτέ ρόλο υποκατάστασης επιστημονικών διαδικασιών. Με αυτή την έννοια η εσωτερική επιστημονική κριτική του κλασικού χωροχρονικού μοντέλου, στη θεωρία της σχετικότητας παράγει μια νέα μη γραμμική και ανομοιογενή χωροχρονική έννοια, που πολύ απέχει από τις προφάνειες κάποιανου εμπειρισμού. Ρόλο εναύσματος σίγουρα έπαιξε η φιλοσοφική αμφισβήτηση και των εμπειριστικών βάσεων της κβαντοχωροχρονικής δομής. Το κριτήριο όμως ισχύος της νέος χωροχρονικής συγκρότησης δεν ήταν ούτε μπορούσε να είναι κάποια αντιστοιχία με μια νέα αντίληψη για τις έννοιες του κοινωνικού χώρου και χρόνου. Ήταν το κριτήριο της πράξης, είτε με τη μορφή των επαληθεύσιμων ή μη πειραματικών προβλέψεων, είτε με τη μορφή της εσωτερικής αυτοσυνέπειας της θεωρίας και των παραγώγων της. Αυτό το σημείο εικονογραφεί για μια ακόμη φορά τις δυνατότητες αλλά και τα όρια της φιλοσοφικής παρέμβασης στο χώρο των επιστημών, και ειδικότερα στην φυσική επιστήμη: Ο επαναπροσδιορισμός των εννοιών του κοινωνικού χώρου και χρόνου, συγκροτεί στο χώρο της φιλοσοφίας, ρεύματα θεωρητικά που μπορεί να συνεισφέρουν στη διαμόρφωση των φιλοσοφικών κατηγοριών που αντιστοιχούν στις έννοιες του φυσικού χρόνου και χώρου. Αυτό υποδηλώνει εξ άλλου η παράτολμη και επαναστατική επιστημονική αμφισβήτηση των καλά θεμελιωμένων δεδομένων στην κλασική φυσική αφού θα έχει τις ρίζες της σε μια επαναστατική φιλοσοφική προδιάθεση η οποία υπερβαίνει τις εμπειρικές προφάνειες. Δεν πρόκειται βέβαια εδώ για μια απλή φιλοσοφική αντανάκλαση των κοινωνικών διεργασιών, που μετά κατανέμεται σε όλους τους επιστημονικούς τομείς, δημιουργώντας μια άποψη για τη φιλοσοφία ως επιστήμης των επιστημών. Πρόκειται για πολύπλοκες διαδικασίες διαμεσολάβησης όπου σύμφωνα με την αντίληψη του Αλτουσέρ ότι η φιλοσοφία διαδραματίζει σε τελευταία ανάλυση τον ρόλο της πολιτικής στη θεωρία, μπορεί να παίζει ρόλο συμπυκνωτικό για ορισμένες αντιθέσεις και να αναδεικνύεται σε χώρο προνομιακών αναδομήσεων καθιερωμένων αντιλήψεων. Αυτό δεν υποβιβάζει το επιστημονικό επίτευγμα της ανακάλυψης, την επιστημονική επανάσταση, απλά και μόνο υποδηλώνει αδρά μερικές πιθανές «λανθάνουσες παραμέτρους» των απρόσμενων εξελίξεων στη διαδικασία εξερεύνησης μιας επιστημονικής ηπείρου.

6. Η αποτυχία μιας εξίσωσης.
Όλα τα παρακλάδια της σύγχρονης ακαδημαϊκής επιστημολογίας στηρίζουν τη λειτουργικότητα τους στην επιβολή κάποιου ορθολογικού σχήματος στην ιστορική ανέλιξη των επιστημονικών θεωριών. Μάλιστα τα πιο ευέλικτα από αυτά τα σχήματα π.χ. Kühn, ενώ για την συνολική εκτίμηση της επιστημονικής πορείας προκρίνουν μια αγνωστικιστική τάση, εγκαθιδρύουν και επανεπιβεβαιώνουν την πρωτοκαθεδρία του ορθολογισμού στις επιμέρους φάσεις επιστημονικής δραστηριότητας (κανονική επιστήμη). Συνήθως σ' όλες τις επιστημολογικές αποχρώσεις η επιστημονική πρόοδος ταυτίζεται με την εξάπλωση του ορθού λόγου (έστω και στην αντεστραμμένη μορφή του) σε όλα τα πεδία επιστημονικής δραστηριότητας, με τη συσσώρευση επί πλέον τεμαχιδίων αλήθειας στα πλαίσια κάποιου ερμηνευτικού διαμορφώματος. Αυτή την αγαστή σύμπνοια των πλέον ετερόκλητων κατευθύνσεων, (ιδεαλιστικών, θετικιστικών, «αντιθετικιστικών» κλπ.) έρχεται να διαταράξει η συγκεκριμένη φιλοσοφική αποτίμηση των φυσικών αποτελεσμάτων στο χώρο της Κβαντοθεωρίας. Η Σχολή της Κοπεγχάγης με τον δεδηλωμένο ανορθολογισμό της είναι μια όψη της έμπρακτης αμφισβήτησης του ορθολογισμού. Η πρακτική και τα αδιέξοδα της ρεαλιστικής ορθολογικής προσέγγισης (οι παλιές θεωρίες λανθανουσών παραμέτρων) πιστοποιούν με τον τρόπο τους επίσης, τα αδιέξοδα μιας ορθολογικής προσέγγισης στηριγμένης στα θέματα των αριστοτελικών συλλογιστικών σχημάτων και της αναζήτησης μιας και μόνης «αλήθειας» της επιστημονικής εξέλιξης. Εξηγούμαστε: Το σχήμα ορθολογισμός = επιστημονική πρόοδος φαίνεται να χρεοκοπεί όχι πλέον στη βάση μιας ανορθολογικής επίθεσης, αλλά ως απόρροια εσωτερικών φυσικών διαδικασιών. Και πιο συγκεκριμένα: Η έννοια ενός άκαμπτου σχετικιστικού χωροχρόνου σε συνδυασμό με κάποιες αντιστροφές συλλογιστικών σχημάτων παράγει αδιέξοδες σχέσεις στην αλυσίδα αιτίου - αιτιατού. Έτσι αντί για τον αρχικό στόχο της υπεράσπισης της φυσικής αιτιοκρατίας, δηλωμένη πρόθεση των ρεαλιστικών προσεγγίσεων στην Κβαντομηχανική, το αποτέλεσμα είναι η αθέλητη υπονόμευση αυτής της ίδιας της αιτιοκρατίας. Η απαίτηση διαφύλαξης της αιτιότητας που συνιστά βασικό μέλημα κάθε ρεαλιστικής φυσικής θεωρίας, είναι θεμελιακό στοιχείο της εναλλακτικής προσέγγισης στην Κβαντομηχανική. Όμως το σχετικιστικό αξίωμα της παγκοσμιότητας της ταχύτητας του φωτός ανεξάρτητα από το σύστημα αναφοράς του παρατηρητή, διαλύει ορισμένες αυτονόητες αρχές της κλασικής φυσικής: την παγκόσμια συγχρονικότητα του χρόνου και την ουδετερότητα και ομοιογένεια του χώρου (πρβλ. συυχωρικότητα). Οι συνέπειες του νέου σχήματος είναι ουσιαστικές: ενώ στον κλασικό χωρόχρονο, λόγω των προαναφερθέντων ιδιοτήτων, η απαίτηση αιτιότητας ικανοποιείται αυτόματα για κάθε είδους αλληλεπίδραση, ακόμη και για στιγμιαίες δράσεις από απόσταση, στη σχετικιστική δυναμική τα πράγματα διαφοροποιούνται. Η αιτιακή σχέση ικανοποιείται αυτόματα για κάθε υστερητική αλληλεπίδραση, δηλ. με ταχύτητα διάδοσης κατώτερη ή ίση της ταχύτητας φωτός. Έτσι: ζιγκ - ζαγκ στον χρόνο, δηλ. αιτιακά παράδοξα, αποφεύγονται και η σχέση αιτίου - αιτιατού παραμένει αμετάβλητη, ανεξάρτητα από τον παρατηρητή. Αυτή η ιδιότητα της υστερητικής σύνδεσης φαινομένων αποδίδεται με τον όρο της τοπικότητας και το συμπέρασμα που μόλις διατυπώσαμε είναι σε κωδική μορφή. Κάθε τοπική θεωρία είναι σχετιστικά αιτιακή. Άρα σύμφωνα με τη ρεαλιστική φυσική θεωρία της τοπικότητας είναι ικανή συνθήκη για την (σχετικιστική) αιτιότητα. Όμως εκείνο που συνέβη στην κοινή γνώμη των ρεαλιστών φυσικών είναι η ακόλουθη προέκταση, που ποτέ δεν αποδείχτηκε: Η τοπικότητα είναι και αναγκαία συνθήκη, δηλ. μια αντιστροφή της πρότασης: Κάθε σχετικιστικά αιτιακή θεωρία είναι και τοπική. Αυτή η αντιστροφή που ουσιαστικά συνιστά άκριτη προέκταση ισχύος μιας επιστημονικής πρότασης εκτός των ορίων που αυτή συνήχθη, αποτέλεσε τον ακρογωνιαίο λίθο μιας διπλής «εστίας κρίσης» στη σύγχρονη φυσική. Διπλή κρίση για τον ακόλουθο λόγο: Οι μεν ιρρασιοναλιστές της Κοπεγχάγης βρήκαν την τελειωτική απόδειξη για την αναιτιοκρατική φύση του μικρόκοσμου. Εφ' όσον η Κβαντομηχανική, κατ' αυτούς συνεπάγεται το μη διαχωρίσιμο των σύνθετων συστημάτων, δηλ. μια μορφή μη τοπικότητας, το συμπέρασμα είναι προφανές: Η Κβαντομηχανική όντας μη τοπική είναι αναιτιοκρατική. Οι δε ρασιοναλιστές των πρώτων εναλλακτικών προσεγγίσεων παρασύρθηκαν σε μια προσπάθεια να απαξιώσουν ή και να καταστρέψουν την Κβαντομηχανική, βάσει της αρχής ότι εφ' όσον ο κόσμος είναι αιτιακός, πρέπει να διακρίνεται από τοπικότητα. Άρα το φαινομενικά αδιαχώριστο των κβαντικών διαδικασιών είναι ένα στρεβλό επιφαινόμενο, στην ουσία ένα «λάθος». Βάση για όλη αυτή την «κρίση» δίνουν αρχικά ορισμένα παραδείγματα μη τοπικών αλληλεπιδράσεων που παραβιάζουν τη σχετικιστική αιτιότητα, και η άκριτη προέκταση τους σε αρχή γενικής ισχύος. Όμως ένας κλάδος της Σχετιστικής Μηχανικής πρόσφατα έδειξε ότι υπάρχουν μη - τοπικές θεωρίες, που εμπεριέχουν δράση από απόσταση χωρίς υστέρηση, απόλυτα συμβιβαστές με την σχετικιστική αιτιότητα, αρκεί να εμφανίζουν συμπληρωματικά δευτερεύοντα χαρακτηριστικά. Νομίζουμε ότι εδώ είμαστε σε θέση να προσδιορίσουμε το κλειδί αυτής της στρεβλής εικόνας της πραγματικότητας που η ρεαλιστική σχολή πρόβαλε ως αντίδοτο στον κυρίαρχο κβαντικό ανορθολογισμό. Παρέλαβε το διπολικό ερμηνευτικό όχημα της Κοπεγχάγης δηλ. ότι το κβαντικό μη διαχωρίσιμο των διαδικασιών συνεπάγεται αναιτιοκρατία και το αντέστρεψε με την μορφή αιτιακού δόγματος: ο κόσμος είναι αιτιοκρατούμενος άρα είναι τοπικός ακόμη και στη μικροσκοπική κλίμακα. Και οι δυο απόψεις βασίζονται στην ορθολογική αποτίμηση μιας πραγματικής υλικής φυσικής ιδεολογίας (άκριτα αποδεκτής γνώσης) ότι αιτιότητα και τοπικότητα είναι απόλυτα ταυτόσημες έννοιες. Τι κρύβεται λοιπόν πραγματικά στη διαμάχη αυτή για τα θεμέλια της Κβαντομηχανικής; Είναι σίγουρα η αποδοχή ενός φαινομενικά ασυμφιλίωτου διπολικού σχήματος αντιθετικών κατηγοριών: ορθολογισμός - ανορθολογισμός και ως φυσικό υποκατάστατο «αιτιοκρατία» - «αναιτιοκρατία». Οι ρεαλιστές φυσικοί χρησιμοποιούν το πρώτο σκέλος του δίπολου ενάντια στο δεύτερο. Έχει δειχθεί όμως ότι ένα θεμελιακό χαρακτηριστικό της κυρίαρχης ιδεολογίας είναι η λειτουργία της με τα αντιθετικά διπολικά σχήματα και η αναγωγή της διαλεκτικής πολυπλοκότητας κάθε φαινομένου, διαδικασίας ή πράγματος σε μια απλή «ασυμφιλίωτη» αντίθεση. Το ρεαλιστικό ρεύμα στην Κβαντομηχανική δέχτηκε αυτό το δίλημμα και πολέμησε τον ανορθολογισμό με μια ορθολογική φυσική ιδεολογία. Είναι κι αυτό εικονογράφηση του γεγονότος που προαναφέραμε, ότι κάθε «κίνημα διαμαρτυρίας» κάθε εναλλακτική προσέγγιση φέρει επάνω της τα σημάδια της κυρίαρχης ιδεολογίας. Άλλα σύμφωνα με την ίδια φιλοσοφική θέση, η εναλλακτική λύση παρά τις ατέλειες της δεν αποτελεί απλά στιγμή της αναπαραγωγής της κυρίαρχης ιδεολογίας. Και τούτο είναι αρκετά προφανές για τη ρεαλιστική τοπική προσέγγιση στην Κβαντική θεωρία, μια και η τελευταία έχει εντελώς διαφορετική λειτουργικότητα. Κατ' αρχήν επιχειρεί να διατυπώσει για πρώτη φορά ρητά και επιστημονικά το ζήτημα της σχέσης αιτιότητας και τοπικότητας. Και στη συνέχεια, έστω και αν παράγει αδιέξοδο, στην προσπάθεια της να διαψεύσει καθιερωμένα αποτελέσματα επιτρέπει να τεθεί το ζήτημα με την τοπικότητα: Μια και ο κόσμος είναι αιτιακός, και η έννοια της τοπικότητας είναι αδόκιμη για την ερμηνεία των κβαντικών δεδομένων, πρέπει να υποβληθεί σε αυστηρή κριτική η έννοια αυτή, αν εμμένουμε στον αιτιακό χαρακτήρα του κόσμου. Αυτή η δυνατότητα, αυτή η συνεισφορά και μόνο, δηλ. η διατύπωση ενός προβλήματος αδιανόητου στο προηγούμενο πλαίσιο, την καθιστά κάτι διαφορετικό από μια παραλλαγή της κυρίαρχης ιδεολογίας στη φυσική. Η αποτυχία όμως των τοπικών λανθανουσών παραμέτρων, αυτής της εναλλακτικής θεμελίωσης, είναι συνέπεια του γεγονότος ότι η θεμελιακή έννοια δεν εμφανίζεται με το όνομα της, πράγμα που μας επαναφέρει στη δεύτερη φιλοσοφική θέση του Ε. Balibar. Ενώ από τη μέχρι τώρα αποτίμηση είναι φανερό ότι ο χωρόχρονος και η τοπικότητα δεν συγκροτούν το αντικείμενο της Κβαντοθεωρίας, η αναζήτηση του τελευταίου μπορεί να βρει σημαντικά στηρίγματα στην αιτιακή επίλυση του ζητήματος των κβαντικών στατιστικών, πράγμα που συνοπτικά παρουσιάσαμε στην αρχική ενότητα. Σε πρώτη απλοϊκή προσέγγιση θα λέγαμε ότι επιπρόσθετα στον σχετικιστικό χώρο - χρόνο πρέπει να υποτεθεί η ύπαρξη ενός πραγματικού στοχαστικού κενού, κάποιου σχετιστικού «αιθέρα», δηλ. μιας θεμελιακής και μη περαιτέρω αναγώγιμης στοχαστικότητας. θα πρέπει μάλλον να το διατυπώσουμε περισσότερο προσεκτικά: εκείνο που συνάγουμε απ' τα μέχρι τώρα δεδομένα είναι η ανεπάρκεια της έννοιας του χωροχρόνου να αποδώσει τις κβαντικές διεργασίες χωρίς την εισαγωγή των μη - τοπικών στοχαστικών αλληλοσυσχετίσεων. Η πραγματική κεντρική έννοια που συγκροτεί το αντικείμενο της φυσικής στο μικρόκοσμο ίσως πρέπει να συγκροτηθεί από τις αποσπασματικές όψεις της που εμφανίζονται με διαταραγμένη και πιθανώς στρεβλή μορφή στην έρευνα. Συγκεκριμένα: ο σχετικιστικός χωρόχρονος και η στοχαστικότητα, μπορεί να είναι όψεις της βασικής έννοιας και η συγκρότηση της να είναι ζήτημα που προϋποθέτει την προώθηση της επιστημονικής θεωρητικής και πρακτικής έρευνας κατά πολύ ακόμη στα ζητήματα του κενού, των μη τοπικών αλληλοσυσχετίσεων κλπ. Στην παρούσα φάση μπορούμε μόνο να καταλάβουμε γιατί: (α) Τα υποδείγματα με τοπική αλληλεπίδραση αδυνατούν να αναπαράγουν τις κβαντικές ιδιομορφίες και ιδιαίτερα την κβαντική στατιστική. (β) Η αποδοχή μη τοπικότητας είναι απαραίτητη για την αιτιακή χωροχρονική απόδοση των κβαντικών φαινομένων. θα κλείσουμε τώρα με μνα σειρά παρατηρήσεις που αποτιμούν φιλοσοφικά γενικότερες τάσεις και κατευθύνσεις της σύγχρονης έρευνας στη μικροφυσική.

7. Φιλοσοφικές θέσεις και φυσικές υποθέσεις Έχοντας υπόψη ότι η εγκαθίδρυση ενός επιστημονικού πεδίου είναι κάτι σαν την «ανακάλυψη ηπείρου» (Αλτουσέρ) και όχι κλειστή, κωδικοποιημένη γνώση σε κάποιο κανονιστικό πλαίσιο, μπορούμε να εκτιμήσουμε πραγματικά, τις δυο ιδιαίτερα χρήσιμες παρατηρήσεις του Balibar που αποτέλεσαν έναυσμα για την ερευνά μας: Την αντιφατική σχέση των αντίπαλων θεωριών με την κυρίαρχη ιδεολογία και τον εξωτερικό και αποσπασματικό τρόπο που εμφανίζεται η κεντρική επιστημονική έννοια στη θεωρία, την πορεία της οποίας καθοδηγεί. Έχοντας αυτές τις δύο θέσεις δεδομένες γνωρίζουμε πλέον ότι η ανασυγκρότηση της κεντρικής επιστημονικής έννοιας από τις διαθέσιμες όψεις της και ο τρόπος που θα οδηγήσει στην επιτυχία του εγχειρήματος είναι ζητούμενα, που θα ανακαλυφθούν μέσα από προσεκτική «ανάγνωση» των επιστημονικών αποτελεσμάτων, μέσα από συνεχή μάχη. Ενάντια στον «κοινό νου» και αντίθετα στις εμπειριστικές προφάνειες. Και όλα αυτά επειδή η επιστημονική γνώση είναι μόνο μια ατελής και μη μηχανιστική αντανάκλαση της πραγματικότητας, μια «αντανάκλαση χωρίς καθρέφτη», και η εικόνα που βλέπουμε δεν είναι παρά η (παραμορφωμένη) θέα της πραγματικότητας, που έχουμε την τάση να την ταυτίζουμε με την ίδια την πραγματικότητα. Εάν λοιπόν σ' αυτό το σημείο επιλέγουμε να κλείσουμε το κείμενο αυτό με κάποιες εικασίες, αυτό γίνεται μόνο με την έννοια ότι το αντικείμενο της μικροφυσικής και η έννοια που θα το αποδίδει πολύ απέχουν από το να είναι προσδιορισμένα, διατυπωμένα και χαρακτηριζόμενα σε όλο τους το εύρος και πολυπλοκότητα. Δεν πρόκειται για εικοτολογίες αλλά για μεθοδικές και δόκιμες προεκτάσεις με αφετηρία την αντιφατική και παραποιημένη εικόνα του αντικειμένου της μικροφυσικής που διαθέτουμε σήμερα. Το τέλος της φυσικής προκηρύχθηκε τόσες φορές μέχρι σήμερα, αρχίζοντας από τις κλασικές μηχανιστικές απόψεις μέχρι τον σύγχρονο κβαντικό ιρρασιοναλισμό. Ισχυριζόμαστε ότι κάτι διδαχτήκάμε απ' αυτές τις επιστημονικά «αυτάρκεις» στάσεις, ώστε να προτιμάμε να διατυπώσουμε εικασίες, παρά να δηλώσουμε κατοχή του αντικειμένου, που κατά τη γνώμη μας σήμερα μόνο κατά προσέγγιση εντοπίζεται. Κατ' αρχήν μια βασική διαπίστωση: Η φυσική επιστήμη δεν μπορεί να συρρικνωθεί σε μια φαινομενική σύγκρουση δυο ρευμάτων: «Φυσική αιτιοκρατία» (δηλ. φιλοσοφικός ορθολογισμός), «φυσική αναιτιοκρατία» (δηλ. φιλοσοφικός ανορθολογισμός), που αποτελούν ένα από τα δίποδα της κυρίαρχης ιδεολογίας στη Φυσική. Ο D. Bohm έχει δείξει με έξοχο τρόπο πως μπορεί να περάσει κανείς με τη μεγαλύτερη άνεση από την «αιτιοκρατία» (κλασική φυσική) στην «αναιτιοκρατία» (κβαντική θεωρία) έχοντας ως οδηγό μια μηχανιστική άποψη και αναζητώντας μια μονιστική απόδοση των φαινομένων ως ανακλάσεις της πραγμάτωσης μιας και μόνης θεμελιακής αρχής. Η στοχαστική προσέγγιση στη κβαντική θεωρία μπορεί να κάνει κατανοητά τα κβαντικά παράδοξα, όπως τις στατιστικές ιδιομορφίες, την απροσδιοριστία κλπ. στα πλαίσια ενός αιτιακού μοντέλου, προϋποθέτοντας την ύπαρξη υλικού κενού, ενός αιθέρα. Αυτό δεν αναστηλώνει τον κλασικό αιτιοκρατισμό αλλά υπερβαίνει την αναιτιοκρατία της Κοπεγχάγης, και το σύνολο σωματίου και κενού έχει αιτιακή προβλέψιμη συμπεριφορά. Αυτό δεν αναιρεί βέβαια π.χ. τις σχέσεις απροσδιοριστίας που τώρα είναι σχέσεις στοχαστικής διασποράς φυσικά κατανοητές διαδικασίες και γίνονται οδηγός για έρευνα. Αλλοιώς, όσο μένει κανείς εγκλωβισμένος στα γνωστά διπολικά σχήματα, εκείνη που τελικά αποφασίζει για την πορεία της έρευνας και της φυσικής είναι η κυρίαρχη ιδεολογία μέσα στην ίδια τη Φυσική. Και κάτι ακόμη: η αιτιακή δομή είναι απαραίτητο ουσιαστικό των φυσικών θεωριών. Όχι μόνο γιατί τίποτε μέχρι σήμερα δεν έχει παρατηρηθεί που να παραβιάζει την ανεξαρτησία της αιτιακής αλυσίδας από το σύστημα αναφοράς του παρατηρητή. Ούτε ακόμα γιατί οι προσπάθειες για την εξάλειψη της στηρίζονται από τους πλέον σκοταδιστικούς και μυστικιστούς κύκλους. Ούτε μόνο τέλος γιατί ήταν μια από τις βασικές φιλοσοφικές κατηγορίες που εξασφάλισε την απαγγίστρωση της φυσικής επιστήμης από τις θρησκευτικές και μεταφυσικές ιδεολογίες. Στο φιλοσοφικό επίπεδο η αιτιότητα αποδείχτηκε δόκιμη καθόσον εγγυάται την εσωτερική συνοχή και εγκυρότητα των φυσικών θεωριών. Η αιτιότητα, συγκροτούμενη ως αναγκαία φυσική αρχή, αποδείχτηκε χρήσιμο όπλο στη φιλοσοφική μάχη του υλισμού ενάντια στις ιδεαλιστικές αποκλίσεις κάθε απόχρωσης. Ποια είναι όμως τελικά η συσχέτιση μεταξύ χωροχρονικής δομής και μη αναγώγιμης στοχαστικότητας στην Κβαντομηχανική; Η πρώτη απλοϊκή προσέγγιση είναι αυτή που επισημάναμε: Ένας σχετικιστικός χωρόχρονος και η στοχαστικότητα να συνάγεται από την δράση του κενού· δυο διακριτές οντότητες ανεπηρέαστες η μια από την άλλη. Αυτή είναι και η στάση της στοχαστικής προσέγγισης στην Κβαντοθεωρία που τόσο στις υποθέσεις της όσο και στο υπολογιστικό μέρος επιδεικνύει ενθαρρυντικά αποτελέσματα μέχρι στιγμής. Αυτό βέβαια δεν συνεπάγεται επιβεβαίωση της άποψης για δυο διακριτές μικροφυσικές θεμελιακές οντότητες. Γνωρίζοντας ότι η έννοια μπορεί να εμφανιστεί σε συγκαλυμένη μορφή, μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι δυο αυτές οντότητες που σήμερα κατέχουμε, είναι όψεις μερικές της κεντρικής εννοιακής δομής, που θα μπορέσει να ανακαλυφτεί σε πιο προηγμένο στάδιο της έρευνας. Το ότι αυτό δεν είναι απλά ένα ζήτημα φιλοσοφικό φαίνεται από τις διαφορετικές ερευνητικές στρατηγικές που μπορεί να.χαραχθούν στη βάση του:Ήδη ομάδες ερευνητικές στηρίζουν τις προσπάθειες συγκρότησης του μικροφυσικού αντικειμένου με την παραδοχή ενός στοχαστικού χωροχρόνου δηλ. μιας έννοιας νεοπαγούς χωρίς φυσικό προηγούμενο. Μπορεί βεβαίως η λύση να μη βρίσκεται σε μια σύνθεση τέτοιου τύπου. Επειδή όμως κάθε φιλοσοφική προϋπόθεση συνεπάγεται και μια κάπως διαφοροποιημένη ερευνητική γραμμή, πρέπει να επανεξετάσουμε κριτικά το εννοιολογικό οπλοστάσιο μας στις διάφορες φάσεις του εγχειρήματος με τρόπο αυστηρό και συστηματικό, χωρίς να ξεγελιόμαστε από την αποτελεσματικότητα του υπολογιστικού μηχανισμού μας. Η διαδικασία οριοθέτησης πρέπει να διατηρείται διαρκώς άσβεστη. Όμως και η θεωρία του κενού θέτει προβλήματα που απαιτούν φιλοσοφική παρέμβαση. Με ποιο άλλο τρόπο θα αποφασιστεί σε ποια βάση θα οικοδομήσει κανείς θεωρία για χώρο που διαφεύγει της έστω και αρκετά έμμεσης εμπειρίας; Παράδειγμα: Το κενό θα θεωρηθεί κλασικό, δηλ. με συνεχή δομή (σαν κλασικό πεδίο), και τα κβαντικά συμβάντα θα είναι ασυνεχείς διεγέρσεις του; Ή θα θεωρηθεί ότι έχει ασυνεχή θεμελιακή δομή πράγμα που «φυσιολογικά» θα διαμεσολαβεί ται και στο ασυνεχές κβαντικό επίπεδο; Δυο υποθέσεις, μη άμεσα επαληθεύσιμες, με εντελώς διαφορετικό τρόπο συγκρότησης και εσωτερική δομή, ίσως με ίδιες μέχρι στιγμής παρατηρήσιμες συνέπειες, αλλά με εντελώς διάφορο φιλοσοφικό και θεωρητικό περιεχόμενο. Η ορθολογική επιστημολογική σχολή που προπαγάνδιζα ουδετερότητα της επιστημονικής πρακτικής και τα αδιαμφισβήτητα ενιαία και παγκόσμια επιστημονικά (διακλαδικά) κριτήρια, θα έχει σίγουρα δυσκολία να μας καθοδηγήσει στο ζήτημα, του πώς συγκεκριμένα ο φυσικός αποφασίζει στο παραπάνω δίλημμα.

8. «Νομοτέλειες» του ορθολογισμού και επιστημονικοί νόμοι Ίσως βέβαια (και τούτο θα συμβεί μάλλον) η οδός διαφυγής θα στηριχτεί στην προβολή του διλήμματος γύρω από τον ορθολογισμό, και την επιστημολογική εμμονή σε προσδιορισμένους, σαφείς και απόλυτα καθορισμένους φυσικούς νόμους. Μιλάμε εδώ για τη '«ρεαλιστική» ακαδημαϊκή επιστημολογία, που στην κανονιστική και ταξινομητική της «μανία» θα λειτουργήσει στο παραπάνω δίλημμα ή και σε όποιο σχετικό ζήτημα προκύπτει στη συνέχεια βάσει του ορθολογικού ονείρου για την συναγωγή και ταυτότητα των φυσικών νόμων: «Οι νόμοι θα πρέπει να είναι σχέσεις προσδιορισμένες από τα χαρακτηριστικά και τις ιδιότητες της ύλης, αντανάκλαση κάποιας θεμελιακής αιτιακής αλυσίδας». Το ζήτημα δεν είναι απλά ακαδημαϊκό, μια και η σύγκριση των αποτελεσμάτων της έρευνας με το παραπάνω δόγμα επανορθώνει και τροποποιεί τις κατευθύνσεις της έρευνας. Ούτε και εξόφθαλμα εσφαλμένο είναι μια και ανταποκρίνεται σε μια αντανακλαστική αντίδραση στην ανορθολογική επίθεση που θέλει τους νόμους και τις αρχές να είναι απόρροια της συνειδητής παρέμβασης - του παρατηρητή, μια και κατ' αυτήν την άποψη θεμελιακή είναι η αναιτιοκρατική αυθαιρεσία των βασικών στοιχείων. Αυτή η τελευταία άποψη για τον φυσικό νόμο που βρίσκεται και στη βάση κάθε ιρρασιοναλιστικής προσέγγισης στο επιστημονικό, μια λιτή επιστημονίζουσα έκφραση ενός αγοραίου ανθρωπολογισμού, έχει γίνει συχνότατα αντικείμενο κριτικής, γι αυτό και δεν θα σταθούμε παραπάνω σ' αυτό το ζήτημα. Οι αδυναμίες και η φιλοσοφική υστέρηση της άποψης είναι προφανείς, θα αφιερώσουμε κάποιες σκέψεις στην πρώτη επιστημολογική προσέγγιση στο ζήτημα του φυσικού νόμου που πιστεύουμε ότι εμπεριέχει υπεραπλουστεύσεις ίσως λιγότερο εμφανείς που στρεβλώνουν την εικόνα του φυσικού νόμου όπως αυτός είναι στην πραγματικότητα. Κάθε φυσικός νόμος συνιστά ταυτόχρονα μια σχετική αφαίρεση από το συγκεκριμένο φαινόμενο που παριστά και ταυτόχρονα αποτελεί ένα «συγκεκριμένο •της νόησης», ένα συγκεκριμένο νοητικό αντικείμενο, που συγκροτείται από ορισμένες απόλυτα προσδιορισμένες προϋποθέσεις. Αυτές οι συνθήκες ύπαρξης του νοητικού συγκεκριμένου αποτελούν ταυτόχρονα όρους ύπαρξης του συναγόμενου νόμου αλλ (και όρια ισχύος ή συνθήκες συγκρότησης του. Η νοητική ιδιοποίηση του πραγματικού και τα πλαίσια γνώσης που επιβάλλει, προξενούν την εντύπωση μιας μηχανιστικής αιτιότητας, αλλά στην πραγματικότητα συγκροτούν τάσεις που η επιστημονική διαδικασία ανέδειξε κυρίαρχες στη διαδικασία κατανόησης φαινομένων και συγκρότησης του γνωστικού αντικειμένου. Παράδειγμα: Ο νόμος της ελεύθερης πτώσης και οι όροι - συνθήκες που τον συνοδεύουν: Έλλειψη τριβής, σταθερότητα της βαρυτικής επιτάχυνσης. Αυτές επιβάλλουν την ισχύ της νομοτέλειας, και όχι η όποια επιβεβαίωση από το πείραμα, που αν το εξετάσουμε σοβαρά επιβεβαιώνει ακριβώς το αντίθετο: Τα βαρεία σώματα πέφτουν γρηγορότερα. Συνακόλουθα οι «καθαρά» «αιτιοκρατικοί» νόμοι δεν είναι παρά αποκυήματα της φαντασιακής βούλησης των ταξινομητών, ίσως ένα χρήσιμο εργαλείο για τη μακροσκοπική κλίμακα σε αρκετές περιοχές φαινομένων, αλλά παρ' όλα αυτά μία εσφαλμένη αντίληψη. Αυτό φαίνεται να είναι αρκετά κατανοητό στην περίπτωση της κλασικής φυσικής αλλά πάλι φαίνεται να στερείται βάσης για την κβαντική θεωρία, όπου φαινομενικά η βουλησιαρχία του παρατηρητή κυριαρχεί στη διαδικασία μέτρησης, παράδοξα εμφανίζονται και ακόμη και η αιτιακή στοχαστική προσέγγιση πρέπει να αποδεχτεί ένα λανθάνον στοχαστικό ρεζερβουάρ προκειμένου να συλλάβει την νομοτελειακή υφή των φαινομένων. Πώς μπορούμε λοιπόν κάτω από αυτές τις συνθήκες να μιλάμε για φυσικούς νόμους; Εδώ όντως πρέπει να αποδεχτούμε ότι υπάρχει κάποιο ζήτημα. Εάν αποζητά κανείς οι νόμοι να είναι η φυσική απεικόνιση ή αντανάκλαση των μαθηματικών εξισώσεων, τότε οι «αιτιακοί» νόμοι (κατ' αυτή την έννοια) δεν υπάρχουν. Και αυτό δεν είναι κβαντικό σύνδρομο αλλά ενυπάρχει ήδη από την κλασική Φυσική. Εάν με αιτιακό δεν νοούμε το μηχανιστικό στοιχείο, αλλά την παγκοσμιότητα της διαδοχικής σειράς αιτίων - αιτιατών, την ανεξαρτησία της από τον παρατηρητή, άρα και την αδυναμία παρέμβασης του τελευταίου στη συγκρότηση των νόμων, τότε πιστεύουμε ότι η Κβαντομηχανική ως αιτιακή θεωρία συμπληρωμένη από την μη αναγώγιμη στοχαστικότητα» του υποκβαντικού αιθέρα, στηρίζει την άποψη μας. Στην παρούσα φάση της «συζήτησης, έστω και με αποσπασματική τη θεωρία του υποκβαντικού επιπέδου, οι θεωρίες των στοχαστικών προσεγγίσεων στην Κβαντοθεωρία, μας παρέχουν πλαίσια όπου οι νόμοι αποκτούν αντικειμενική ισχύ και δεν είναι αποτέλεσμα παρέμβασης της συνείδησης του παρατηρητή όπως προπαγανδίζει η Σχολή της Κοπεγχάγης. Οι κβαντικές στατιστικές, μέχρι προ τίνος οχυρό του ανορθολογισμού, αποδείχτηκαν ισχυρό επιχείρημα για την κβαντική αιτιότητα και αντικειμενικότητα των κβαντικών νόμων. Επιπλέον, αυτό που μέχρι τώρα θεωρούσαμε αδύνατο σημείο των κβαντικών προσεγγίσεων, αποσαφηνίζει κάποιο θεμελιακό χαρακτηριστικό κάθε φυσικού νόμου. Η φαινομενική αναιτιοκρατία, στην ουσία η ύπαρξη της μη αναγώγιμης στοχαστικότητας, που συγκροτεί σύνολο μη συσχετισμένων και συγχρονικών αιτιακών προσδιορισμών, αποτελεί μια πραγματικότητα: τη φυσική. Ο φυσικός νόμος που είναι ένα «συγκεκριμένο της σκέψης» είναι μια μεθοδική επέμβαση της νοητικής διαδικασίας που διαχωρίζει τα κυρία, ουσιαστικά (ή βατά) μέρη μιας σχέσης από τα δευτερεύοντα επουσιώδη (ή απρόσβατα) μέρη, και μάλιστα κατά περίπτωση συγκροτεί και ορισμένους νόμους για τα τελευταία. Αυτή η προσέγγιση στο πρόβλημα δεν απαξιώνει την έννοια του φυσικού νόμου, απλά καταδείχνει τα όρια του και επανατοποθετεί το νόμο ως «νόμο - τάση» ως νόμο με τη μορφή γενικών τάσεων και όχι ως «καθαρό» μηχανιστικό σχήμα που επιβάλλεται στα πράγματα. Α υτό είναι προφανές τόσο στην κβαντική θεωρία όσο και στο νόμο της ελεύθερης πτώσης. Οι στοχαστικές διαδικασίες του κβαντικού επιπέδου είναι η εικονογράφηση μιας προσέγγισης για απρόσβατες προς το παρόν υποκβαντικές διαδικασίες. Η γνωστική διαδικασία έχει μπροστά της αντικειμενικούς περιορισμούς και όχι την υποκειμενική βουλησιαρχία των μικροσυστημάτων. Η ύπαρξη αυτών των γενικών όρων/συνθηκών στη γνωστική διαδικασία συγκροτεί τους νόμους ως νόμους τάσεις, ως δηλ. τη βασική μορφή των νόμων στη φυσική επιστήμη. «Κομίζομεν γλαύκα εις Αθήνας» βέβαια. Ο D. Bohm εδώ και χρόνια έδειξε την αλληλοσυσχέτιση ανάμεσα σε αιτιότητα και τυχαιότητα στους φυσικούς νόμους, με το σχήμα της οργάνωσης της γνώσης της ύλης σε επίπεδα όπου το τυχαιακό και το αιτιακό είναι σχετικοί όροι που εξαρτιώνται από το ανώτερο ή κατώτερο επίπεδο οργάνωσης και δεν λειτουργούν ποτέ ως αυτόνομες γνωστικές κατηγορίες. Το μόνο ίσως προτέρημα αυτής της παρουσίασης συνίσταται στο γεγονός ότι κάνει ένα σαφέστερο διαχωρισμό ανάμεσα στις νοητικές και τις πραγματικές φυσικές διαδικασίες, ανάμεσα στο γνωστικό και το πραγματικό συγκεκριμένο. Και τούτο σε δυο προεκτάσεις του: Πρώτα, στο ζήτημα, ότι οι φυσικές διαδικασίες συγκροτούνται από σύμπλοκους δομικούς προσδιορισμούς, ενώ η αντίστοιχη νοητική ιδιοποίηση υποκαθιστά τη διαλεκτική πολυπλοκότητα με προσδιορισμένα συστήματα αναφοράς και συνθήκες ύπαρξης που θα αναδεικνύουν την επιστημονικά προσδιορισμένη σχετικά κυρίαρχη σχέση, ως θεμελιακή τάση στο νοητικό οικοδόμημα. Είναι οι νόμοι - τάσεις που συγκροτούν τη νοητική ιδιοποίηση του πραγματικού. Ύστερα, είναι γεγονός ότι η φυσική πραγματικότητα όντας απόλυτα διακριτή από το όποιο γνωστικό αντικείμενο που της αντιστοιχεί, δεν μπορεί παρά να αδιαφορεί για την όποια συνείδηση του παρατηρητή. Στη γνωστική διαδικασία, το γνωστικό αντικείμενο δεν έχει τίποτε που να μπορεί να επηρεάσει τη συγκρότηση του πραγματικού, αυτό δηλ. για το οποίο ο Αλτουσέρ χαρακτηριστικά παρατήρησε: «Η γνώση του πραγματικού «αλλάζει» κάτι στο πραγματικό, αφού του προσθέτει τη γνώση του, αλλά και όλα γίνονται σαν να ακυρωνόταν η πρόσθεση αυτή μέσα στο αποτέλεσμα της... Όταν παράγεται η γνώση αυτή ενσωματώνεται αυτοδικαίως στο πραγματικό και εξαφανίζεται μέσα του... Η διάκριση ανάμεσα στο αντικείμενο γνώσης και στο πραγματικό αντικείμενο παρουσιάζει έτσι το παράδοξο χαρακτηριστικό, να τίθεται για να ακυρωθεί. Δεν είναι όμως άκυρη: επειδή για να ακυρώνεται πρέπει να τίθεται συνεχώς. Είναι φυσικό, είναι ο ατελείωτος κύκλος κάθε γνωστικής διαδικασίας που δεν προσθέτει στο πραγματικό τη γνώση του παρά μόνο για να του την αποδώσει».14 Ίσως τέλος ένα υποπροϊόν της όλης συζήτησης να είναι ότι θετά σε αμφισβήτηση όλα εκείνα τα θέσφατα των μαρξολόγων και επιστημονιζόντων κενολόγων που αντιπαράβαλαν την υποτιθέμενη ακρίβεια και το υποτιθέμενο αιτιοκρατικό και μονοσήμαντο των θετικών επιστημών με την ασυγχώρητη ασάφεια και το μη ικανοποιητικό των όρων και «νόμων» που ο μαρξισμός χρησιμοποιεί: Εάν το στατιστικά προβλεπόμενο λειτουργεί ως νόμος τάση στην επιστήμη του κοινωνικού και γίνεται αντικείμενο χλεύης από τους πανεπιστήμονες του «συγκεκριμένου», θα επιθυμούσαμε πολύ να έχουμε τη γνώμη τους διατυπωμένη με την ίδια επιστημολογική αυστηρότητα και για τους νόμους - τάσεις που λειτουργούν στη διαδικασία νοητικής ιδιοποίησης του φυσικού κόσμου που μας περιβάλλει, καθώς και σε ζητήματα επιστημονικότητας των «ανορθολογικών» περιοχών της Φυσικής. Γιατί είναι όντως αξιοσημείωτο, ότι όλοι οι επιστημολόγοι που δεν έχασαν ευκαιρία να αφορίσουν τη θεωρητική και επιστημονική ανεπάρκεια του μαρξισμού, στη βάση της «αντιφατικότητας» των νόμων και συμπερασμάτων που συνήγε, ήταν ιδιαιτέρως επιεικείς και συγκρατημένοι στις κρίσεις τους για την επιστημονικότητα ακόμη και των πλέον αμφισβητούμενων και ανορθολογικών συμπερασμάτων στη Φυσική. Επειδή δεν πιστεύουμε ότι η εν λόγω στάση σχετίζεται με μια εκτίμηση του ρόλου των αντιφάσεων, στην εξέλιξη των επιστημονικών θεωριών, έχουμε μάλλον την τάση να νομίζουμε ότι τα περίφημα ενιαία διαχρονικά και διακλαδικά επιστημολογικά κριτήρια αποτελούν περισσότερο νομιμοποιητικές λειτουργίες στα πλαίσια της απολογητικής της αστικής ιδεολογίας, παρά φιλοσοφική αποτίμηση των επιστημονικών πεπραγμένων. Ή, απλά και μόνο «μάχονται» για τον εξοβελισμό του Μαρξισμού έξω από το επιστημονικό... Νέοι μέθοδοι στην υπηρεσία ενός παλιού (ταξικού) στόχου....

1. Τ. Κυπριανίδη, Μαρξισμός και Επιστημονικές έννοιες, θέσεις 6, Ιαν. 84
2. Λ. Αλτουσέρ, Στοιχεία αυτοκριτικής σ. 24-25, εκδ. Πολύτυπο, Αθήνα 1983
3. ο.π. ς. 37
4. Ε. Balibar, «L' idee d' une politique de classe chez Marx», Colboque Marx 69 Dec. 1983, σ. 24 5. ο.π. ς. 17 6. A. Einstein, Sitzungsber. Preuss. Akad. Wiss Phys. Math. Ki. (1925) σ. 3,18.
8. βλ. και Τ. Κυπριανίδη, Δ. Σαρδελή «Διαλεκτικός Υλισμός και Φυσική», Θέσεις 2 και σχετική βιβλιογραφία που εκτίθεται εδώ.
9. L. Althuser - E.Balibar, Lire le Capilal, Maspero, Paris, t. I. s. 116. 10. o.π. σ. 119. 11. ο.π. σ. 121124 12. A. Lipietz «Le capitale et son espace» Paris, Masreto 1983 Cl7. 13. ο.π. σ. 18. 114 14. Λ. Αλτοοσέρ. «Υποστήριξη της Αμιένης» στο ΘΕΣΕΙΣ, εκδ. θεμέλιο, Αθήνα 1977, σ. 153-124