Οι αριστερές θεωρίες για την «εξάρτηση» και οι εξαρτήσεις του ελληνικού καπιταλισμού
του Γιάννη Μηλιού

1. Η θεωρητική ανεπάρκεια της Αριστεράς
Από τις σελίδες του περιοδικού αυτού είχαμε επανειλημμένα την ευκαιρία να ασκήσουμε κριτική στις θεωρίες της «εξάρτησης», που κυριαρχούν σήμερα στο εσωτερικό της Αριστεράς στη χώρα μας. Ισχυριστήκαμε δηλαδή στις κριτικές αυτές, ότι οι αριστερές θεωρίες της «εξάρτησης» από τη μια συσκοτίζουν τις κοινωνικές σχέσεις εξουσίας στο εσωτερικό του ελληνικού (καπιταλιστικού) κοινωνικού σχηματισμού, ενώ από την άλλη αποτυγχάνουν να προσεγγίσουν τις πραγματικές εξαρτήσεις του ελληνικού καπιταλισμού στα πλαίσια της σύγχρονης φάσης του ιμπεριαλισμού. Στο άρθρο αυτό θα επιχειρήσουμε να σκιαγραφήσουμε τις κύριες πλευρές αυτών των εξαρτήσεων. Προηγούμενα όμως θεωρούμε απαραίτητο να καταγράψουμε τα σημεία της κριτικής στις αριστερές θεωρίες της «εξάρτησης» που αποτελούν για τη δική μας προσέγγιση κοινό τόπο.

α) Οι θεωρίες της «εξάρτησης», τόσο στη σοσιαλιστική όσο και στην κομμουνιστική εκδοχή τους βασίζονται σε μια θεωρητική αντιστροφή: Αντί να προσεγγίσουν την εξάρτηση σαν ένα «αποτέλεσμα» των ταξικών σχέσεων εκμετάλλευσης και εξουσίας και της πάλης των τάξεων (κατ' αρχή στο εσωτερικό του κοινωνικού σχηματισμού), θεωρούν αντίστροφα ότι οι σχέσεις εξουσίας καθορίζονται από την «εξάρτηση».1 Καθώς λοιπόν αναγορεύουν την «εξάρτηση» σε κεντρικό κομβικό στοιχείο που επικαθορίζει τα πάντα, δηλαδή τόσο τις σχέσεις εξουσίας όσο και τις τάσεις εξέλιξης του ελληνικού καπιταλισμού, καθώς συνακόλουθα θεωρούν τον αγώνα για το σοσιαλισμό σαν συνέχεια ενός αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία, υποτιμούν και υποβιβάζουν την πάλη των τάξεων και τις κοινωνικές σχέσεις εξουσίας σε σχέσεις της «ελληνικής κοινωνίας» ή της «ελληνικής οικονομίας» με τους «ξένους» και τα «ξένα συμφέροντα». Σαν αποτέλεσμα αυτής της θεωρητικής αντιστροφής, υποκλίνεται και τελικά υιοθετεί η Αριστερά τα αστικά ιδεολογήματα της «ολόπλευρης ανάπτυξης του τόπου», της «ορθολογικής οργάνωσης της παραγωγής» κλπ. τα ιδεολογήματα δηλαδή που εξυμνούν τις διαδικασίες της καπιταλιστικής συσσώρευσης και ολοκλήρωσης, καθώς αποκρύβουν την ουσία τους, το κοινωνικό τους περιεχόμενο: το βάθεμα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.

β) Οι θεωρίες της «εξάρτησης» υποτιμούν το ρόλο του αστικού κράτους. Δεν αντιλαμβάνονται το κράτος σαν το κέντρο άσκησης της αστικής πολιτικής εξουσίας, σαν την κοινωνική σχέση που συμπυκνώνει πολιτικά την ταξική εξουσία στα πλαίσια του κοινωνικού σχηματισμού, θεωρούν ότι η πολιτική εξουσία διαμορφώνεται από τις επιλογές «ξένων κέντρων», ότι μάλιστα η πολιτική (και στρατιωτική) εξάρτηση αποτελούν σήμερα την κύρια όψη του προβλήματος. Τάσσονται λοιπόν υπέρ της ενίσχυσης της κρατικής εξουσίας, σε «ανεξαρτησιακή κατεύθυνση». Το αμέσως επόμενο βήμα είναι η υπόκλιση στον πολιτικό ιδεαλισμό, μέσα από τον ισχυρισμό ότι αυτή η «ανεξαρτησιακή κατεύθυνση» εξαρτάται από τη βούληση της (εκάστοτε) κυβέρνησης να διασφαλίσει την ανεξαρτησία της χώρας. Η «εξάρτηση» τείνει έτσι μέσα στις ίδιες τις αριστερές θεωρίες να εκφυλιστεί σε πρόβλημα «πολιτικής βούλησης» και «κυβερνητικών επιλογών», ενώ η ενίσχυση της (αστικής) κρατικής εξουσίας και του διεθνούς της ρόλου αναγορεύεται σε ζητούμενο του προοδευτικού κινήματος.

γ) Σαν τους κύριους παράγοντες που χαλκεύουν την «οικονομική εξάρτηση της χώρας» θεωρούν οι κυρίαρχες σήμερα αριστερές θεωρίες την παρουσία του ξένου κεφαλαίου στην Ελλάδα, και την τεχνολογική εξάρτηση. Η θεωρία της Αριστεράς για το ξένο κεφάλαιο συσκοτίζει το γεγονός ότι οι ξένες επενδύσεις έλαβαν χώρα στα πλαίσια της μεταπολιτικής διεθνοποίησης του παραγωγικού κεφαλαίου στο χώρο των δυτικών βιομηχανικών (ιμπεριαλιστικών) χωρών, ότι δηλαδή οι όροι που υπαγόρευσαν την εισροή ξένου κεφαλαίου ήταν ταυτόσημοι με αυτούς που οδήγησαν στην εισροή ξένων κεφαλαίων σ' όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, και συνδέονται με τις ευνοϊκές συνθήκες αξιοποίησης, στη χώρα υποδοχής του ξένου κεφαλαίου.2

Μ' άλλα λόγια, το κεφάλαιο αυτό, παρά την ξένη νομική ιδιοκτησία, λειτουργεί στο εσωτερικό παραγωγικά, σαν τμήμα του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Υπό την κυριαρχία της αστικής νομικής ιδεολογίας για το ξένο κεφάλαιο, η Αριστερά χάνει από τα μάτια της τις δευτερεύουσες αλλά υπαρκτές εξαρτήσεις που συνεπάγεται η ύπαρξη της ξένης νομικής ιδιοκτησίας: Στο επίπεδο του ατομικού μεμονωμένου κεφαλαίου, παραμένουν στο εξωτερικό, στα χέρια των μητρικών εταιριών, ορισμένες πλευρές της ουσιαστικής κυριότητας των μέσων παραγωγής τα οποία κατέχουν οι θυγατρικές τους στο εσωτερικό. Βέβαια κύρια πλευρά των διαδικασιών παραμένει πάντα η συσσώρευση του κεφαλαίου στο εσωτερικό της χώρας. Στο επίπεδο του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου η «πρωτοκαθεδρία» των μητρικών εταιριών επηρεάζει τον παγκόσμιο καπιταλιστικό κοινωνικό καταμερισμό εργασίας. Και πάλι η κύρια πλευρά των πραγμάτων δεν βρίσκεται στις «αποφάσεις» των πολυεθνικών, αλλά στις κοινωνικές σχέσεις, δηλαδή στους όρους αξιοποίησης του κεφαλαίου στο εσωτερικό της κάθε χώρας. Η Αριστερά προσκολλημένη στη φαντασίωση για τον «κυριαρχικό ρόλο του ξένου κεφαλαίου», δεν μπορεί να παρακολουθήσει ούτε καν τις εξελίξεις, τη συρρίκνωση της παρουσίας του ξένου κεφαλαίου στην Ελλάδα κατά τα τελευταία χρόνια.3 Επί πλέον είναι πάντα πρόθυμη να επικροτήσει την καπιταλιστική εκμετάλλευση που λαμβάνει χώρα κάτω από κρατικές νομικές μορφές ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής. Τέλος αδυνατεί εντελώς η Αριστερά να αντιληφθεί τον (ιμπεριαλιστικό) ρόλο του ελληνικού κεφαλαίου στο εξωτερικό και ιδίως της εφοπλιστικής, κατασκευαστικής και τραπεζικής μερίδας.4 Ομοίως οι αριστερές προσεγγίσεις στο ζήτημα της μεταφοράς τεχνολογίας παραμένει περιγραφική και επιφανειακή. Αποκρύβει τις συνθήκες της «τεχνολογικής επάρκειας» υπό τις οποίες συντελέστηκε η μεταπολεμική καπιταλιστική συσσώρευση στη χώρα, όπως και τους όρους παραγωγής, εμπορευματοποίησης και μεταφοράς τεχνολογίας στα πλαίσια της μεταπολεμικής διεθνοποίησης του βιομηχανικού κεφαλαίου. Η τεχνολογική εξάρτηση, όσο κι αν είναι μια υπαρκτή διάσταση της διεθνοποίησης του ελληνικού καπιταλισμού, παραμένει εντούτοις δευτερεύουσα. Άλλωστε, στις βασικές της όψεις αφορά όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες και την Ιαπωνία.5 Οι αριστερές θεωρίες για την «οικονομική εξάρτηση της χώρας» καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η «ξένη οικονομική επικυριαρχία» επέβαλε μια στρεβλή, «αντιπαραγωγική», ή και «περιφερειακή» δομή στην ελληνική οικονομία και μια ανάλογη περιθωριακή θέση στο διεθνή καταμερισμό εργασίας. Η προσέγγιση όμως αυτή, πέρα από το ότι βασίζεται σε κάποιες ανεπαρκείς και αντιεπιστημονικές θεωρίες,6 πέρα από το ότι δεν φωτίζει αλλά διαστρεβλώνει χονδροειδώς την πραγματικότητα του σύγχρονου ελληνικού καπιταλισμού, υπαινίσσεται ακόμα ρητά ότι το ζητούμενο για το προοδευτικό κίνημα, ο στόχος της «αλλαγής», ταυτίζεται με την «ολόπλευρη ανάπτυξη» του ελληνικού καπιταλισμού, με την ικανότητα του να αναπαράγεται διευρυμένα χωρίς «μονόπλευρες εξαρτήσεις», με την ικανότητα του τέλος να διεκδικήσει μια σημαντικότερη θέση στα πλαίσια του διεθνούς (ιμπεριαλιστικού) καταμερισμού εργασίας. δ) Τέλος, η αντίληψη της Αριστεράς για την πολιτιστική «εξάρτηση», την κυριαρχία των «ξένων πολιτιστικών προτύπων», του «αμερικάνικου τρόπου ζωής» κλπ. υποκλίνεται και σε ορισμένες περιπτώσεις ταυτίζεται με τις πιο συντηρητικές εκδοχές της κυρίαρχης ιδεολογίας. Αναζητώντας την «ελληνικότητα» και τις «ρίζες» της, παραιτείται από το προοδευτικό και το επαναστατικό στοιχείο στις πολιτιστικές πρακτικές και συμπαρατάσσεται με τον εθνικισμό και το ρατσισμό.7

2. Η πολιτική αναποτελεσματικότητα της Αριστεράς Η κυριαρχία των θεωριών της «εξάρτησης» στο εσωτερικό της Αριστεράς δεν αποτελεί βέβαια απλά και μόνο ένα θεωρητικό πρόβλημα. Πολύ περισσότερο πρόκειται για ένα πρόβλημα πολιτικό, καθόσον οι θεωρίες αυτές σε μεγάλο βαθμό μοιάζουν να καθορίζουν την πολιτική παρουσία και παρέμβαση της Αριστεράς. Και η πολιτική αυτή παρέμβαση, παρά τη σημαντική αύξηση των εκλογικών ποσοστών της Αριστεράς κατά την τελευταία δεκαετία, οδηγείται «με συνέπεια» είτε στη «ρεαλιστική προσαρμογή» και την ενσωμάτωση στις λειτουργίες του αστικού κράτους, είτε στην περιθωριοποίηση. Αυτή η πορεία «προσαρμογής» ή και περιθωριοποίησης της Αριστεράς δεν συντελείται βέβαια ομαλά. Συντελείται μέσα από αντιφάσεις, καθώς η πολιτική πραγματικότητα διαψεύδει διαρκώς τα ερμηνευτικά σχήματα, τις κομματικές διακηρύξεις και αποφάσεις, τις πολιτικές προβλέψεις της Αριστεράς. Πίσω απ' αυτή την πολιτική αναποτελεσματικότητα της Αριστεράς, πίσω από την αδυναμία της να συγκροτήσει τον επαναστατικό αντίπαλο πόλο της αστικής εξουσίας, δεν θα δυσκολευτούμε να ανακαλύψουμε τη χρεοκοπία των θεωριών της «εξάρτησης» να αναλύσουν τη συγκεκριμένη κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα. Το «κριτήριο της πράξης» κάθε άλλο παρά δικαίωσε τις θεωρίες της «εξάρτησης». Αντίθετα μάλιστα, η δεκαετία που μεσολάβησε από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα θα μπορούσε κάλλιστα να χαρακτηριστεί σαν «δεκαετία των εκπλήξεων», τουλάχιστον για την Αριστερά. Αξίζει λοιπόν νομίζω τον κόπο να κάνουμε μια σύντομη αναδρομή σε ορισμένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της δεκαετίας που πέρασε. Η Αριστερά χαρακτήρισε αρχικά τη μεταπολίτευση σαν «αλλαγή νατοϊκής φρουράς». Στη συνέχεια δεν μπόρεσε όχι μόνο να καθορίσει τις εξελίξεις, αλλά ούτε καν να παρακολουθήσει τα γεγονότα. Οι πολιτικές πρωτοβουλίες παρέμειναν αποκλειστικά στα χέρια της Δεξιάς και του «εθνάρχη» της. Το γεγονός ότι η μεταπολίτευση έγινε «απ' τα πάνω» δεν σήμαινε βέβαια ότι δεν επρόκειτο για μια βαθύτατη πολιτική και πολιτειακή τομή, για το οριστικό τέλος της δικτατορίας. Σήμαινε όμως ότι έμενε αναλλοίωτος ο χαρακτήρας των ταξικών σχέσεων εξουσίας στη χώρα. Η Αριστερά εγκλωβισμένη στην αντίληψη της για την «εξάρτηση» δεν μπορούσε παρά να υποθέσει ότι η «από τα πάνω» μεταβολή θα άφηνε αναλλοίωτη την «εξάρτηση». Η εκτίμηση για «αλλαγή νατοϊκής φρουράς» ήταν έτσι συνεπής με τη λογική της.8 Αντί να δει τη συνέχεια της κοινωνικής εξουσίας, η Αριστερά είδε μόνο τη συνέχεια της «εξάρτησης», γιατί μονάχα η «εξάρτηση» βρισκόταν μέσα στο οπτικό της πεδίο.9 Ταυτόχρονα, επειδή θεωρούσε τις πολιτικές μορφές παράγωγα όχι της πάλης των τάξεων αλλά της «εξάρτησης» (οι συνταγματάρχες θεωρούνταν όχι εκπρόσωποι της καπιταλιστικής εξουσίας, αλλά μαριονέτες της CIA), δεν αντιλήφθηκε την πολιτική τομή (και τους νέους πολιτικούς συσχετισμούς των δυνάμεων) και άφησε τις πρωτοβουλίες αποκλειστικά στα χέρια των συντηρητικών κοινοβουλευτικών δυνάμεων. Την ίδια περίοδο ακολούθησε μια ακόμα έκπληξη για τη λογική της «εξάρτησης και της «αμερικανοκρατίας»: Η αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του NATO. Η κίνηση ήταν άμεσο αποτέλεσμα της κρίσης στην Κύπρο και το Αιγαίο και αποσκοπούσε κατά κύριο λόγο στο να αναπροσανατολιστεί ο στρατιωτικός - αμυντικός μηχανισμός του ελληνικού κράτους από τον «από Βορρά κίνδυνο» προς την Τουρκία. Αυτή η υποχρεωτική αναδιάταξη των στρατιωτικών δυνάμεων της χώρας, υπό την πίεση της απειλής ενός νατοϊκού «συμμάχου», δεν ήταν δυνατό να συντελεστεί αν δεν εξασφαλιζόταν το εθνικό απόρρητο και η στεγανότητα των στρατιωτικών μηχανισμών λήψης αποφάσεων της χώρας.10 Η Αριστερά και πάλι δεν μπόρεσε να ελέγξει τα γεγονότα. Η θεωρία της «εξάρτησης» δεν της άφηνε κανένα άλλο περιθώριο από το να θεωρήσει την αποχώρηση από το στρατιωτικό μέλος του NATO σαν ένα «τακτικό ελιγμό» για να ασκηθεί πίεση στους «επικυρίαρχους» αμερικανούς να προωθήσουν μια δίκαιη επίλυση του Κυπριακού και των ελληνοτουρκικών διαφορών. Η επανένταξη έτσι στο στρατιωτικό σκέλος του NATO μερικά χρόνια αργότερα, (χωρίς να έχουν εκλείψει οι λόγοι για τους οποίους έγινε, υποτίθεται, η αποχώρηση), ερμηνεύθηκε από την Αριστερά σαν μια απλή «υπαναχώρηση υπό την πίεση του ιμπεριαλισμού». Το ίδιο περιθωριακή και αναποτελεσματική ήταν η στάση της Αριστεράς απέναντι στη στρατηγική επιλογή του ελληνικού αστισμού για ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ. Το ΠΑΣΟΚ και το ΚΚΕ πολύ απλά θεώρησαν την ένταξη σαν μια επιλογή των δυνάμεων της «εξάρτησης» με στόχο την αύξηση της «εξάρτησης».11 Η ένταξη όμως στην ΕΟΚ συνέπεσε χρονικά με την εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ, νίκη που σύμφωνα με τις εκτιμήσεις ολόκληρης της Αριστεράς θα μπορούσε να αποτέλεσα αφετηρία για την εθνική ανεξαρτησία. Για άλλη μια φορά λοιπόν η Αριστερά ή έστω το μεγαλύτερο τμήμα της διαψεύδεται: Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί πλέον πειστικά ότι μετά την ένταξη στην ΕΟΚ, δηλαδή μετά το 1981, «βαθαίνει η εξάρτηση από τα ξένα κέντρα».12 Καθώς βέβαια η σημερινή ιδεολογικοπολιτική συγκρότηση (ολόκληρης) της Αριστεράς δεν την αφήνει να αντιληφθεί την ΕΟΚ σαν αυτό που πραγματικά είναι, τελωνειακή ένωση και «πλαίσιο» οικονομικών και πολιτικών «συνεργασιών» που στηρίζεται στη σύγκλιση συμφερόντων των ευρωπαϊκών αστικών τάξεων, καθώς δηλαδή θεωρούν δεδομένη την πορεία προς την ευρωπαϊκή πολιτική «ολοκλήρωση», ο πολιτικός ιδεαλισμός θα εξακολουθεί και στο μέλλον να τροφοδοτεί συζητήσεις και «αναλύσεις». Απ' τη μια τα «κοιναγορίτικα» διευθυντήρια και μονοπώλια θα απειλούν να υποδουλώσουν τη χώρα «μας». Και από την άλλη οι «θεσμοί της ΕΟΚ» θα αναπλάθονται δημοκρατικά για να μας οδηγήσουν στην «ΕΟΚ των εργαζομένων». Ας διατυπώσουμε λοιπόν ρητά το βασικό μας συμπέρασμα: Με ιδεολογικό εφόδιο το σχήμα της «ολόπλευρης εξάρτησης», η Αριστερά «παρακολουθεί» τα γεγονότα χωρίς να αντιλαμβάνεται την εσωτερική λογική τους. Δεν αποτυγχάνει μόνο στο να αλλάξει, αλλά ακόμα και στο να ερμηνεύσει τον «κόσμο», τις κοινωνικές σχέσεις εξουσίας και τη δυναμική της κοινωνικής απελευθέρωσης.13 Της απομένει μόνο να καταγγέλλει τον ιμπεριαλισμό και τις μηχανορραφίες του. Ή να διαχειρίζεται με τρόπο «εναλλακτικό» τα στρατηγικά συμφέροντα της κεφαλαιοκρατικής εξουσίας. 3. Η προϊστορία των θεωριών της εξάρτησης Στο παρελθόν είχαμε υποστηρίξει14 ότι η απόδοση στις αναλύσεις της Αριστεράς της αρχιακής θέσης στην «εξάρτηση» και η παραγνώριση των σχέσεων εξουσίας, δηλαδή η θεωρητική αντιστροφή για την οποία μιλήσαμε στο πρώτο κεφάλαιο, παγιώθηκε κατά τη μεταπολεμική περίοδο, υπό το βάρος της ήττας της Αριστεράς στον εμφύλιο πόλεμο, και σαν άμυνα στην πίεση της αστικής προπαγάνδας που έθετε έξω από τον εθνικό κορμό την Αριστερά και τους αριστερούς (ανθέλληνες, εαμοβούλγαροι κλπ.). Μια ανάλογη κατάσταση είχε διαμορφωθεί βέβαια στο ΚΚΕ και κατά το Μεσοπόλεμο, μετά την 3η Ολομέλεια της ΚΕ το Γενάρη του 1934, αλλά κυρίως μετά την εγκαθίδρυση στο ΚΚΕ της «λαϊκομετωπικής» γραμμής. (Φθινόπωρο 1934 5η Ολομέλεια 1935). Όμως σ' όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου και της ΕΑΜικής αντίστασης, μέχρι το 7ο Συνέδριο του ΚΚΕ το 1945, οι αντιλήψεις για την εξάρτηση βρίσκονται σε μια ασταθή ισορροπία με την κλασική μαρξιστική προβληματική, που απόδιδα την προτεραιότητα στις κοινωνικές σχέσεις εξουσίας. Το 1930, λίγο πριν την επέμβαση της Διεθνούς στο ΚΚΕ, μια απόφαση του κόμματος συγκεφαλαιώνει τις θέσεις των κομμουνιστών για τον ελληνικό καπιταλισμό, την εξάρτηση και το χαρακτήρα της επανάστασης: Ο ελληνικός καπιταλισμός θεωρείται ιμπεριαλιστικός, κάτω από την ηγεμονία όμως και τον έλεγχο του διεθνούς χρηματιστικού κεφαλαίου, ενώ ο χαρακτήρας της επανάστασης θεωρείται προλεταριακός.15 Μετά την παρέμβαση της Διεθνούς στα τέλη του 1934 και την εγκαθίδρυση της ζαχαριαδικής ηγετικής ομάδας, η εικόνα, σ' ό,τι αφορά την ιδεολογική συγκρότηση και τις αναλύσεις του ΚΚΕ δεν μεταβάλλεται. Οι κομματικές αποφάσεις μέχρι το 1934 καταγγέλλουν τις «πολεμικές προπαρασκευές του ελληνικού ιμπεριαλισμού» και καλούν το λαό «για την επαναστατική ανατροπή της μπουρζουαζίας... για την Εργατοαγροτική κυβέρνηση, για τη Σοβιετική Ελλάδα».16 Η 6η Ολομέλεια του Γενάρη 1934 επανεκτιμά το χαρακτήρα της επανάστασης σαν «αστικοδημοκρατικό» (που γρήγορα θα «μετατραπεί» σε σοσιαλιστική) και σαν αιτίες για αυτή την επανεκτίμηση προβάλλει την ύπαρξη «φεουδαρχικών υπολειμμάτων» στην ύπαιθρο και την «εξάρτηση» από το ξένο κεφάλαιο, που «εμποδίζει την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας». Παρά τις προφανείς ομοιότητες, η θεωρία της εξάρτησης δεν έχει συγκροτηθεί και δεν έχει κυριαρχήσει στο ΚΚΕ με τη σημερινή μορφή της. Εξάλλου, την περίοδο αυτή εξακολουθεί να κυριαρχεί η γραμμή του «σισιαλφασισμού» στη Διεθνή και το ΚΚΕ.17 Έτσι το ΚΚΕ και μετά την βη Ολομέλεια εξακολουθεί να υποστηρίζει πως, «όλοι οι αγώνες των μαζών στη χώρα μας πρέπει να αναπτυχθούν κάτω από το σύνθημα της πάλης: Για τη Σοβιετική Εξουσία. Για τη Σοβιετική Ελλάδα». (5ο Συνέδριο ΚΚΕ, 23/4/1934). Μετά την κυριαρχία της λαϊκομετωπικής δημητρωφικής γραμμής (1935), το ΚΚΕ επιχειρεί να συγκροτήσει το λαϊκό αντιφασιστικό μέτωπο με τα σοσιαλιστικά, αγροτικά αλλά και αστικά αντιμοναρχικά κόμματα. Οι πολιτικοί στόχοι είναι τώρα η απόκρουση του φασισμού, η δημοκρατία και η αποτίναξη της εξάρτησης. Την περίοδο αυτή λοιπόν, μέχρι την κατοχή και την αντίσταση, η θεωρία της «εξάρτησης» μοιάζει να αποκτά μια κυρίαρχη θέση στις αναλύσεις του ΚΚΕ, σε αναλογία με τα σημερινά δεδομένα. Όπως και στη μεταπολεμική περίοδο έτσι και τώρα πρόκειται για μια αντιστροφή των σχημάτων της αστικής ιδεολογίας για τις «εθνικές» και τις «αντεθνικές» δυνάμεις, που εκτοπίζει την ταξική ανάλυση και συντελείται κάτω από την πίεση του κυρίαρχου αστικού πολιτικού λόγου: «Μας κατηγορούν ότι είμαστε κόμμα ξενικό, όχι ελληνικό, γιατί, λένε, καθοδηγούμαστε και εμπνεόμαστε απ' έξω... Το ΚΚΕ δεν είναι Κόμμα ξενικό... Πράκτορες και υπηρέτες των ξένων ιμπεριαλιστών είναι άλλοι. Αυτοί που την Ελλάδα την έφεραν στα σημερινά της χάλια» (Ανακοίνωση της ΚΕ του ΚΚΕ, 1-6-1936). Όπως και μεταπολεμικά έτσι και στην περίοδο 1935-1940, η κυριαρχία της προβληματικής για την «εξάρτηση» συνεπάγεται την πλήρη ανικανότητα της Αριστεράς να αναλύσει τη συγκεκριμένη πολιτική και κοινωνική συγκυρία. Έτσι ολόκληρη την περίοδο 1936-1939 το ΚΚΕ θεωρεί ότι η δικτατορία Μεταξά χαλκεύει την «εξάρτηση» της Ελλάδας από τον Άξονα: «Τους έφτασαν τέσσερες μήνες για να μετατρέψουν την Ελλάδα σε φέουδο του γερμανικού φασισμού» (Ριζοσπάστης 25-12-36). «Μέσα σ' ένα χρόνο ο μοναρχοφασισμός ξεπούλησε τη χώρα στο γερμανικό χιτλερισμό» (12-9-37). «Η Ελλάδα κάτω από τη μοναρχοφασιστική διακυβέρνηση απειλείται να μετατραπεί ολοκληρωτικά σε προτεκτοράτο των γερμανοϊταλών φασιστών και όργανο στην εξυπηρέτηση των πολεμικών κατακτητικών σκοπών τους» (26-2-38). «Ο Μεταξάς ο αρχικατάσκοπος του φασιστικού άξονα στην Ελλάδα» (20-4-39). Το 1940, για να δικαιολογήσει το ΚΚΕ την έξοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό των συμμάχων είναι υποχρεωμένο να οδηγήσει στα άκρα τον πολιτικό ιδεαλισμό της προβληματικής του για την «εξάρτηση»: «Μόλις ο Μεταξάς αντιλήφθηκε πως οι αγγλογάλλοι χρειάζονταν να παίξουν και το πιόνι της Ελλάδας στο σκάκι τους, ανησύχησε μήπως απαιτούσαν από τον πράκτορά τους Γλύξμπουργκ να τους εξασφαλίσει μια κυβέρνηση από άλλα πρόσωπα, της απόλυτης εμπιστοσύνης τους. Έτρεξε λοιπόν να προλάβει ενδεχόμενη "αντικατάστασή" του κ' έθεσε στη διάθεσή τους τη χώρα μας» (Ριζοσπάστης 2-5-40). Όλα τα αποσπάσματα δημοσιεύονται στα Επίσημα Κείμενα του ΚΚΕ, τ. 4ος. Βέβαια, όπως ήδη είπαμε, η κυριαρχία στο ΚΚΕ της προβληματικής για την «εξάρτηση» κατά την περίοδο ακριβώς πριν τον Πόλεμο είναι ασταθής και συχνά αναιρείται από θέσεις που περισσότερο θυμίζουν το ιδεολογικό και πολιτικό παρελθόν του ΚΚΕ. Η βαρύτητα της προβληματικής για την «εξάρτηση» θα μειωθεί σημαντικά κατά τη διάρκεια του ΕΑΜικού κινήματος, παρά τον εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα του αγώνα, γιατί ακριβώς την περίοδο αυτή η πολιτική στρατηγική προσανατολίζεται (και οραματίζεται) και πάλι, την κατάληψη της εξουσίας από τις λαϊκές δυνάμεις, τη λαοκρατία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η μπροσούρα του Δ. Γληνού «Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ», όπου απουσιάζει σχεδόν ολοκληρωτικά η προβληματική της «εξάρτησης». Χαρακτηριστική είναι επίσης, αν και περισσότερο αντιφατική στο θέμα που μας ενδιαφέρει, η εισήγηση του Ν. Ζαχαριάδη στο 8ο συνέδριο του ΚΚΕ το 1945, την εποχή της ωμής επέμβασης των Άγγλων, όπου διαβάζουμε: «Μια χούφτα εκμεταλλευτών, λίγα πλουτοκρατικά τζάκια, αυτά που απαρτίζουν τη χρηματιστική ολιγαρχία στην Ελλάδα και που τον πυρήνα τους αποτελεί το συγκρότημα της Εθνικής Τράπεζας, κρατάν όλη την οικονομική ζωή της χώρας, συνεργάζονται στενά με το ξένο κεφάλαιο και μαζί αποφασίζουν για την τύχη, οικονομική και πολιτική, της Ελλάδας». Και σε άλλο σημείο: «Οι συνθήκες οι ελληνικές, οι εσωτερικοί όροι και νόμοι ανάπτυξης έκαναν απόλυτα δυνατό ένα ειρηνικό πέρασμα στη λαϊκή δημοκρατία ύστερα από το διώξιμο του καταχτητή. Ο εσωελληνικός συσχετισμός των ταξικών δυνάμεων έκανε πέρα για πέρα βάσιμη και πραγματοποιήσιμη μια τέτοια προοπτική».18

4. Η κυριαρχία της αστικής ιδεολογίας Θεώρησα απαραίτητο να κάνουμε την παραπάνω σύντομη αναφορά στην προϊστορία των αριστερών θεωριών για την «εξάρτηση» γιατί νομίζω ότι απ' τη μια αναδεικνύει την κριτική που διατυπώσαμε στα πρώτα κεφάλαια αυτού του άρθρου, ενώ από την άλλη μας βοηθάει να αντιληφθούμε την κυρίαρχη πλευρά των πραγμάτων, τους ιδεολογικούς και πολιτικούς όρους που επέτρεψαν την επικράτηση των θεωριών αυτών: Η πίεση της αστικής προπαγάνδας δεν θα ήταν «αποτελεσματική», η Αριστερά δεν θα αναπαρήγε αντεστραμμένα τα σχήματα της αστικής ιδεολογίας για τις «εθνικές» και τις «αντεθνικές» δυνάμεις (στη θέση της θεωρίας για την πάλη των τάξεων), αν δεν είχε κυριαρχήσει στο εσωτερικό των ΚΚ ένα συγκεκριμένο πολιτικοϊδεολογικό πλαίσιο απόκλισης από το μαρξισμό. Αναφερόμαστε στην κυριαρχία του οικονομισμού και του εξελικτισμού,19 που άμεσο αποτέλεσμα της είναι η υποκατάσταση της ταξικής ανάλυσης από τα μηχανιστικά σχήματα για την «ολιγαρχία» και το «λαό», καθώς και η απεμπόληση της στρατηγικής για τη σοσιαλιστική επανάσταση με την υιοθέτηση των θεωριών για την «αντιμονοπωλιακή δημοκρατία». Το κεφαλαιοκρατικό μπλοκ εξουσίας εξαφανίζεται στα πλαίσια αυτών των αναλύσεων και τη θέση του παίρνουν η «μονοπωλιακή ολιγαρχία», «τα (πιο αντιδραστικά) μονοπώλια», οι «200 οικογένειες» κλπ. Ομοίως εξαφανίζονται και οι αντιθέσεις ανάμεσα στις λαϊκές τάξεις, άρα δεν μπορούν να επιλυθούν οι αντιθέσεις αυτές στα πλαίσια μιας επαναστατικής στρατηγικής για την ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας. Στο προσκήνιο προβάλλει μια μηχανιστική εικόνα ενός ομογενή «λαού» που «αντικειμενικά» και πάντα παλεύει «για τον περιορισμό της ασυδοσίας των μονοπωλίων». Η «εξάρτηση» δεν αποτελεί λοιπόν μια «αυτοδύναμη» θεωρία, που κυριάρχησε στην Αριστερά. Αντίθετα αποτελεί το αποτέλεσμα, πιστοποιεί την κυριαρχία της οικονομιστικής - εξελικτικής απόκλισης πάνω στη μαρξιστική θεωρία. Ακριβέστερα θα μπορούσαμε να πούμε ότι η «εξάρτηση» συμπυκνώνει τη «δεξιά» εκδοχή στα πλαίσια της σταλινικής οικονομιστικής απόκλισης, όταν πλέον, παράλληλα με τον οικονομισμό, είναι ιδιαίτερα έντονο και κυρίαρχο το στοιχείο του εξελικτισμού, η προβληματική δηλαδή για την εξελικτική πορεία του λαού προς την εξουσία, μέσα από μια αλυσίδα αλληλοδιάδοχων σταδίων. Πρόκειται για μια «δεξιά» απόκλιση από τη μαρξιστική θεωρία που μέσα στη διεθνή συγκυρία της πάλης των τάξεων, «εισήχθη» με τη γραμμή των λαϊκών μετώπων στο Μεσοπόλεμο και κυριάρχησε απόλυτα μετά τον Πόλεμο, στο σύνολο σχεδόν των ΚΚ του αναπτυγμένου καπιταλισμού και του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Είναι έτσι χαρακτηριστικό, ότι η στρατηγική της «αντιμονοπωλιακής δημοκρατίας» είναι σήμερα κοινός τόπος για όλα τα δυτικά ΚΚ (ευρωκομμουνιστικά και μη) ανεξάρτητα από το αν αναγορεύουν την «εξάρτηση» σε αρχιακή θέση της ανάλυσης τους ή όχι (π.χ. ΚΚ Ο.Δ.Γερμανίας, ΚΚ Η.Π.Α. κλπ.). Όταν λοιπόν για παράδειγμα το ΚΚΕ «στην πολιτική της αυξανόμενης εξάρτησης της οικονομίας του τόπου αντιπαρατάσσει μια πολιτική ισότιμων οικονομικών σχέσεων με όλες τις χώρες του κόσμου» (θέση 47 του 10 Συνεδρίου του ΚΚΕ), είναι προφανές ότι, στηριγμένο στην προβληματική της «εξάρτησης», αντικαθιστά την ασυμφιλίωτη αντίθεση κεφαλαίου - εργασίας με την αστική κατηγορία της «εθνικής οικονομίας» (την οποία πρέπει να αναπτύξουμε)· αποκρύβει επίσης τις κοινωνικές σχέσεις εξουσίας πίσω από τη φιλολογία για τον «τόπο». Όμως αυτή η υιοθέτηση των «εθνικών στόχων» δεν εισάγεται με τις θεωρίες της «εξάρτησης». Έχει ήδη εγκαθιδρυθεί μαζί με την οικονομιστική εξελικτική απόκλιση, που θέλει τη «μονοπωλιακή ολιγαρχία» να φρενάρει την «ορθολογική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και του τόπου», να υποδουλώνει «το έθνος» και την «κοινωνία» κλπ. Ας διατυπώσουμε λοιπόν το τελικό μας συμπέρασμα: Τα σχήματα για την «Εξάρτηση» δεν εισάγουν αλλά επιβεβαιώνουν την απόκλιση των ΚΚ από το μαρξισμό. Η οικονομιστική - εξελικτική απόκλιση αποτελεί τον όρο που έκανε δυνατή την υιοθέτηση από την Αριστερά των (αντεστραμένων) σχημάτων της κυρίαρχης ιδεολογίας για την πάλη ανάμεσα στις «εθνικές» και τις «αντεθνικές» δυνάμεις. 5. Εξαρτήσεις της διαδικασίας αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου Η κυρίαρχη ιδεολογία στο εσωτερικό της Αριστεράς συνδέεται λοιπόν με κάποιες ιδιαίτερα σημαντικές αναδιατάξεις των εννοιών που συγκροτούν την αριστερή θεωρία και τις αριστερές πολιτικές αναλύσεις. Πρόκειται κατ' αρχήν για τον εξοβελισμό από το εσωτερικό των αριστερών αναλύσεων της έννοιας του συνολικού - κοινωνικού κεφαλαίου, της κατ' εξοχήν έννοιας δηλαδή που αποδίδει τη συγκρότηση του κεφαλαίου σε κοινωνική σχέση εξουσίας και εκμετάλλευσης. Στη θέση των κοινωνικών σχέσεων εξουσίας μπορεί τώρα να εμφανίζεται η βούληση των μονοπωλίων ή των ξένων.20 Αντίθετα μ' αυτή την «αντιμονοπωλιακή παράδοση», κάθε προσπάθεια για να προσεγγίσουμε τις εξαρτήσεις του ελληνικού καπιταλισμού στα πλαίσια του διεθνούς (ιμπεριαλιστικού) καταμερισμού εργασίας, θα πρέπει να ξεκινάει από τις έννοιες του συνολικού - κοινωνικού κεφαλαίου και της διευρυμένης αναπαραγωγής του. Στο άρθρο αυτό δεν είναι φυσικά δυνατό να επιχειρήσουμε μια ανάλυση του ελληνικού καπιταλισμού σαν σύνολο. Πρόθεση μας είναι απλώς να προτείνουμε κάποιες θέσεις που μπορεί να χρησιμεύσουν στην παραπέρα έρευνα. Φυσικά δεν θα αναφερθούμε ξανά σ' εκείνες τις (δευτερεύουσες) εξαρτήσεις στις οποίες αναφερθήκαμε στα προηγούμενα κεφάλαια, στα πλαίσια της κριτικής μας στις αριστερές θεωρίες για την «εξάρτηση». 5.1 Το ισοζύγιο πληρωμών Η ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού συνδέθηκε, αναγκαστικά, με ριζικές δομικές αλλαγές τόσο στο εσωτερικό της χώρας (συρρίκνωση πρωτογενούς παραγωγής, ανάπτυξη βιομηχανίας και υπηρεσιών, συνεχής αύξηση του ειδικού βάρους της βαρείας βιομηχανίας), όσο και στις διεθνείς οικονομικές σχέσεις (πολλαπλασιασμός του όγκου των εμπορικών συναλλαγών, εισροή ξένου κεφαλαίου, ενδυνάμωση του διεθνούς ρόλου του ελληνικού κεφαλαίου εφοπλιστικό, κατασκευαστικό, τραπεζικό, βιομηχανικό ανάπτυξη του τουρισμού κλπ.). Αν κατ' αρχήν μείνουμε στις διεθνείς σχέσεις του ελληνικού καπιταλισμού, μπορούμε να καταγράψουμε μια πρώτη ανισομέρεια. Το «άνοιγμα» ανάμεσα στις εισαγωγές από το εξωτερικό και τις ελληνικές εξαγωγές. Έτσι την επταετία 1975-1981 οι εξαγωγές αποτελούσαν μόνο το 40% των εισαγωγών. Η φετινή αύξηση των εξαγωγών έχει ανεβάσει το ποσοστό αυτό στο 46% για το πρώτο εξάμηνο του 1984 (52% χωρίς τα καύσιμα), χωρίς όμως ν' αλλάξει την εικόνα σαν σύνολο. Βέβαια, παράλληλα με την αύξηση των ελληνικών εισαγωγών (και εξαγωγών) αυξάνει συνεχώς και το ποσοστό της εγχώριας ζήτησης που καλύπτεται από την εγχώρια παραγωγή21. Εντούτοις το άνοιγμα ανάμεσα στις εισαγωγές και τις εξαγωγές είναι μια σημαντική πλευρά των διεθνών σχέσεων του ελληνικού καπιταλισμού που αξίζει περισσότερη προσοχή. Ας σημειώσουμε ότι δεν παρατηρείται ένα ανάλογο αρνητικό «άνοιγμα» του εμπορικού ισοζυγίου σε καμιά άλλη χώρα της ΕΟΚ. Από τις χώρες του ΟΟΣΑ ομοιότητες στο μικρό ποσοστό κάλυψης των εισαγωγών από τις εξαγωγές παρατηρείται μόνο στην Πορτογαλία (40,8% το 1978), την Τουρκία (30,4% το '78), την Ισπανία (57% το '78), και λιγότερο τη Νορβηγία (67,7% το '78) (Στοιχεία βλ. Οικ. Πορεία 6, 1979). Πώς καλύπτεται λοιπόν η συνολική δαπάνη της ελληνικής οικονομίας με δεδομένο αυτό το μόνιμο έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου; Καλύπτεται ως γνωστόν από το θετικό ισοζύγιο των αδήλων (άδηλοι πόροι - άδηλες πληρωμές), από την καθαρή εισροή κεφαλαίων και από το δημόσιο δανεισμό. Έτσι λοιπόν η εξάρτηση του ελληνικού καπιταλισμού από τις εισαγωγές μοιάζει να σημαίνει ταυτόχρονα εξάρτηση από τους άδηλους πόρους, από το ξένο κεφάλαιο και από το δημόσιο χρέος. Όμως αν μέναμε στην παραπάνω διατύπωση δεν θα κάναμε τίποτε άλλο από το να αναπαράγουμε τα περιγραφικά σχήματα της πολιτικής οικονομίας. Χρειάζεται δηλαδή να προσεγγίσουμε πιο συγκεκριμένα τις κοινωνικές διαδικασίες που κρύβονται πίσω από οικονομικούς δείκτες όπως άδηλοι πόροι, ή δημόσιο χρέος. Οι άδηλοι πόροι συναπαρτίζονται από διάφορα κονδύλια, τα πιο σημαντικά από τα οποία είναι το τουριστικό συνάλλαγμα, το ναυτιλιακό και το μεταναστευτικό - εργατικό. Όμως ο τουρισμός δεν συνιστά κάποια «εξάρτηση» από το εξωτερικό, με την έννοια που περιγράφει η κυρίαρχη ιδεολογία την «εξάρτηση», σαν μηχανισμό δηλαδή καθορισμού από το εξωτερικό (με βάση τα συμφέροντα των ξένων), των εσωτερικών δομών και εξελίξεων της χώρας. Πρόκειται για ένα καπιταλιστικό οικονομικό κλάδο με τη δική του εσωτερική δυναμική καπιταλιστικής συσσώρευσης. (Βλ. σχετικά το άρθρο του Γ. Μαύρη σ' αυτό το τεύχος). Τα οικονομικά αποτελέσματα του τουρισμού έχουν το χαρακτήρα ελληνικών εξαγωγών εμπορευμάτων και «συντελεστών παραγωγής».22 Το ναυτιλιακό συνάλλαγμα εξάλλου, δεν είναι παρά αποτέλεσμα της διευρυμένης αναπαραγωγής του ελληνικού εφοπλιστικού κεφαλαίου, ενός κλάδου που εντάσσεται στο εγχώριο κοινωνικό κεφάλαιο, που τα οικονομικά αποτελέσματα του έχουν δηλαδή τον ίδιο χαρακτήρα με εκείνα των άλλων βιομηχανικών κλάδων.23 θα ήταν αστείο να χρεώνουμε στο «ναυτιλιακό συνάλλαγμα» ιδιότητες «μηχανισμού εξάρτησης». Τέλος, το μεταναστευτικό εργατικό συνάλλαγμα είναι προϊόν μιας ιδιομορφίας της ελληνικής μεταπολεμικής ανάπτυξης: της «εξαγωγής εργατικής δύναμης». Σημειώνουμε κατ' αρχή ότι το φαινόμενο δεν χαρακτηρίζει κάποια «ελληνική υπανάπτυξη», δεν αποτελεί καν κάποια ελληνική ή νοτιοευρωπαϊκή ιδιομορφία. Πρόκειται αντίθετα για κάποιους πολύ συνθετότερες διαδικασίες που αφορούν τη μεταπολεμική καπιταλιστική συσσώρευση σ' ολόκληρη την Ευρώπη. Έτσι το 1977 υπήρχαν στις ευρωπαϊκές χώρες που δέχονταν μετανάστες 105 χιλιάδες Αυστριακοί μετανάστες, 610 χιλιάδες Γιουγκοσλάβοι, 416 χιλ. Ισπανοί, 866 χιλ. Ιταλοί, 449 χιλ. Πορτογάλοι, 654 χιλ. Τούρκοι, 106 χιλ. Φινλανδοί, 44 χιλ. Γάλλοι, 43 χιλ. Ολλανδοί, 25 χιλ. Βρετανοί και 188 χιλ. Έλληνες μετανάστες εργάτες. (Οικ. Πορεία 6/79). Το μεταναστευτικό συνάλλαγμα έχει κατ' αρχήν χαρακτήρα μεταβιβαστικοί πληρωμών, δηλαδή πληρωμών από το εξωτερικό χωρίς αντάλλαγμα.24 Στην ουσία, δεν πρόκειται παρά για τα έξοδα αναπαραγωγής των οικογενειών των μεταναστών, και σαν σύνολο η διαδικασία αυτή θα πρέπει να αναλυθεί στα πλαίσια της μεταπολεμικής διεθνοποίησης των σχέσεων παραγωγής στον ευρωπαϊκό χώρο. Σε καμιά περίπτωση πάντως τα μεταναστευτικά εμβάσματα δεν χαλκεύουν κάποια «μονόπλευρη εξάρτηση από τους ξένους». Για την «καθαρή εισροή κεφαλαίων» από το εξωτερικό δεν χρειάζεται να προσθέσουμε τίποτα στα όσα έχουμε ήδη αναφέρει. Είτε πρόκειται για επενδύσεις στη χώρα ελληνικών κεφαλαίων που λειτουργούν (και) στο εξωτερικό, είτε πρόκειται για άμεσες επενδύσεις ξένου κεφαλαίου, έχουμε να κάνουμε με διαδικασίες συσσώρευσης που αφορούν τη σύγχρονη διεθνοποίηση της καπιταλιστικής παραγωγής κι όχι για μια αποικιακού τύπου σχέση της χώρας με τον ιμπεριαλισμό. Ας έρθουμε τώρα στο δημόσιο δανεισμό. Και εδώ πρόκειται περισσότερο για κάποιες διαδικασίες που αφορούν περισσότερο τη διεθνοποίηση του χρηματιστικού κεφαλαίου και λιγότερο κάποια «υπαγωγή στους διεθνείς χρηματιστικούς οργανισμούς», παρότι είναι πράγματι υπαρκτή και αυτή η τελευταία διάσταση των πραγμάτων. Ο ισχυρισμός μας γίνεται προφανής αν λάβουμε υπ' όψη μας ότι, παρά τη φιλολογία που έχει πρόσφατα αναπτυχθεί, το δημόσιο χρέος της Ελλάδας δεν ξεπερνά τη δυναμική της εγχώριας καπιταλιστικής συσσώρευσης, δηλαδή δεν υπάρχουν προβλήματα για την απρόσκοπτη εξυπηρέτηση του. Σε απόλυτους αριθμούς η αύξηση του δημόσιου χρέους είναι πολύ γρήγορη κατά τα τελευταία χρόνια. Από 3,3 δις. δολλάρια κατά το τέλος του 1978, έφθασε τα 8,1 δις. στο τέλος του 1983, δηλαδή από 10,4% του ΑΕΠ έφθασε στα 23,8 % του ΑΕΠ το 1983.25 Όμως η αύξηση αυτή δεν αντικατοπτρίζει παρά μια διεθνή τάση που προκύπτει σαν αποτέλεσμα από την οικονομική κρίση. Έτσι από τις βιομηχανικές χώρες του ΟΟΣΑ, μόνο το Ην. Βασίλειο, η Ιταλία, η Ισπανία και η Ιαπωνία έχουν χαμηλότερο κατά κεφαλή χρέος από την Ελλάδα. Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουμε και από τη διεθνή σύγκριση του λόγου του κατά κεφαλήν χρέους ως προς το κατά κεφαλήν ΑΕΠ.26 Το πιο έγκυρο κριτήριο για το ύψος του εξωτερικού χρέους φαίνεται όμως να είναι ο λόγος ανάμεσα στα ποσά που δαπανώνται ετησίως από μια χώρα και στην αξία των ετήσιων εξαγωγών της χώρας αυτής. Ο τελευταίος αυτός δείκτης συσχετίζει δηλαδή τα οικονομικά αποτελέσματα του χρέους για ένα εθνικό κεφάλαιο με τη διεθνή δυναμική αυτού του εθνικού κεφαλαίου. Έτσι για το 1983 οι πληρωμές των επιτοκίων σαν ποσοστό στις εξαγωγές δεν ξεπερνούσαν στην Ελλάδα το 14%, βρίσκονταν δηλαδή σ' ένα σχετικά χαμηλό επίπεδο, ενώ για παράδειγμα για τις χώρες της Λατινικής Αμερικής (με τα γνωστά προβλήματα εξυπηρέτησης του χρέους) πλησίαζαν το 40% (Βήμα 15/4/84).27 Μπορούμε νομίζω τώρα να διατυπώσουμε το πρώτο μας συμπέρασμα: Οι εξαρτήσεις της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας, δηλαδή τελικά η θέση του ελληνικού καπιταλισμού στο διεθνή καταμερισμό εργασίας, του επιτρέπουν να στηρίζει τη διευρυμένη αναπαραγωγή του σ' ένα όγκο εισαγωγών που υπερβαίνει σε αξία το διπλάσιο των εξαγωγών. 5.2 Εξαρτήσεις του τομέα παραγωγής μέσων παραγωγής Οι δομικές αλλαγές που συνόδευσαν την ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού δεν περιορίστηκαν μόνο στην ανάπτυξη της βιομηχανίας και τη συρρίκνωση της αγροτικής παραγωγής. Στο εσωτερικό της βιομηχανίας αυξήθηκε αισθητά το ειδικό βάρος εκείνου του τομέα της παραγωγής που ο Μαρξ ονόμασε τομέα παραγωγής μέσων παραγωγής, ή τομέα Ι (που τα εμπορεύματα που παράγει καταναλώνονται παραγωγικά, στη διάρκεια μιας παραγωγικής διαδικασίας) και μειώθηκε η βαρύτητα του τομέα παραγωγής μέσων για την ατομική κατανάλωση (τομέας II). Η εξέλιξη αυτή είναι φυσικό αποτέλεσμα της καπιταλιστικής συσσώρευσης, δηλαδή προκύπτει από τις σχέσεις που διέπουν την αναπαραγωγή της καπιταλιστικής παραγωγής σε διευρυμένη κλίμακα.28 Η παραδοσιακή Αριστερά δεν αμφισβητεί την τάση για γρηγορότερη αύξηση της παραγωγής μέσων παραγωγής στη χώρα μας. θεωρεί εντούτοις ότι, σαν αποτέλεσμα της «εξάρτησης», το ειδικό βάρος του τομέα Ι σε σχέση με τον τομέα II παραμένει ακόμα μικρό.29 Βέβαια, εδώ κατ' αρχή έχουμε να κάνουμε μ' ένα ιδεολογικό πρόβλημα. Η παραδοσιακή Αριστερά οραματίζεται πάντα και συχνά συγχέει με το σοσιαλισμό ένα (καπιταλιστικό) οικονομικό σύστημα με κυριαρχική τόσο τη νομική κρατική ιδιοκτησία πάνω στα μέσα παραγωγής, όσο και την υπεροχή του τομέα Ι πάνω στον τομέα II. Πέρα όμως από το ιδεολογικό αυτό ζήτημα αξίζει να σημειώσουμε ότι η σχέση ανάμεσα στους τομείς Ι και Π στην ελληνική βιομηχανία βρίσκεται στα ίδια επίπεδα με τις αντίστοιχες σχέσεις στις άλλες ευρωπαϊκές βιομηχανίες. Υπολογίζοντας με βάση την προστιθέμενη αξία κάθε διψήφιου βιομηχανικού κλάδου σε τρέχουσες τιμές για το 197330 συνάγουμε ότι στην Ελλάδα ο τομέας Ι συγκεντρώνει το 72,6% περίπου της παραγωγής. Την ίδια χρονιά το ποσοστό αυτό ήταν: 76,9% για το Ην. Βασίλειο, 66,1% για τη Δανία, 70,5% για το Βέλγιο και 54,8% για την Ιρλανδία.31 Η εικόνα της διεθνούς σύγκρισης δεν αλλάζει σημαντικά αν δεν συνυπολογίσουμε την υφαντουργία. (14,4% της προστιθέμενης βιομηχανικής αξίας στην Ελλάδα, 9,0% στην Ιρλανδία, 7,5% στο Βέλγιο, 5,6% στο Ην. Βασίλειο, 4,5% στη Δανία). Όμως και αν χρησιμοποιήσουμε το κριτήριο της «βαρείας και χημικής βιομηχανίας», σαν ποσοστό στη συνολική προστιθέμενη βιομηχανική αξία32 και πάλι η δομή της ελληνικής βιομηχανίας δεν διαφοροποιείται σημαντικά από τη δομή άλλων βιομηχανικών χωρών. Το ποσοστό, στην προστιθέμενη βιομηχανική αξία, της «βαρείας και χημικής βιομηχανίας» ήταν το 1973 για την Ελλάδα 46,5%, όσο δηλαδή ακριβώς και στη Δ. Γερμανία (1969), έναντι ποσοστού 50,9% στη Δανία (1972), 53,3% στις ΗΠΑ (1969), και 40,4% στην Ιρλανδία (1972). Το ίδιο ποσοστό ήταν 39,0% το 1975 για τη Νότια Κορέα, που ο δυναμισμός της βαρείας βιομηχανίας της πολλές φορές έχει συγκινήσει τους αρθρογράφους του ελληνικού οικονομικού τύπου.33 Ενώ λοιπόν δεν παρατηρείται κάποια «ατροφία» του τομέα παραγωγής μέσων παραγωγής σαν σύνολο, παρατηρείται εντούτοις μια σημαντική ανισομέρεια στο εσωτερικό αυτού του τομέα. Οι κλάδοι των μεταλλικών ορυκτών, η βασική μεταλλουργία, η χημική βιομηχανία και η κλωστοϋφαντουργία εμφανίζουν ένα υψηλό δυναμισμό (σε ευρωπαϊκή σύγκριση), ενώ υστερούν σημαντικά οι βιομηχανίες μηχανημάτων και προϊόντων από μέταλλο. Υστερούν δηλαδή οι νευραλγικοί κλάδοι παραγωγής μέσων εργασίας. Παρότι οι ανισομέρειες αυτού του τύπου είναι μάλλον ο κανόνας για τι μικρές ευρωπαϊκές χώρες, δεν παύουν να έχουν σαν συνέπεια μια σημαντικ1 εξάρτηση της αναπαραγωγής του ελληνικού καπιταλισμού από τις εισαγωγές. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ η παραγωγή των ελληνικών χημικών βιομηχανιών κάλυπτε το 1975 το 67% της εγχώριας ζήτησης σε προϊόντα του κλάδου, ενώ ακόμα περισσότερο, όλοι οι άλλοι κλάδοι του τομέα Ι αθροιστικά, κάλυπταν την ίδια χρονιά το 96% της εγχώριας ζήτησης που τους αντιστοιχούν (στοιχεία από Ι. Χασσίδ, όπ. π.), οι κλάδοι μηχανών, ηλεκτρικών μηχανών κα| μεταφορικών μέσων (κλάδοι που προμηθεύουν το 50% περίπου των παγίων)! κάλυπταν μόνο το 38,8% της εγχώριας ζήτησης. Βέβαια οι συνολικές εισαγωγές «κεφαλαιουχικών αγαθών» μόλις υπερβαίνουν το 1/5 της συνολικής δαπάνης για εισαγωγές, ενώ οι εισαγωγές καυσίμων πλησιάζουν το 1/3 και οι εισαγωγές πρώτων υλών πλησιάζουν επίσης το 1/5 της συνολικής δαπάνης για εισαγωγές, (Συγκεκριμένα, το 1979 οι εισαγωγές κεφαλαιουχικών αποτελούσαν το 24,4% και το 1983 το 20,1% της συνολικής δαπάνης για εισαγωγές. Βλ. άρθρο του Π Κλαυδιανού στον Οικ. Ταχυδρόμο 2/8/84). Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε πως, ενώ είναι πέρα για πέρα λανθασμένη η άποψη ότι η ελληνική βιομηχανία είναι προσανατολισμένη προς τα «καταναλωτικά αγαθά», όπως επιμένει να υποστηρίζει η Αριστερά, εντούτοις η ατροφία ορισμένων νευραλγικών κλάδων της βιομηχανίας παραγωγής μέσων| εργασίας, προσδίδει στον ελληνικό καπιταλισμό ένα ηγεμονευόμενο ρόλο στο εσωτερικό της ευρωπαϊκής Δύσης, ένα ρόλο ανάλογο μ' αυτόν των άλλων μικρών ευρωπαϊκών κρατών. 5.3 Οι πολιτικοστρατιωτικές εξαρτήσεις Οι πολιτικοστρατιωτικές εξαρτήσεις του ελληνικού κράτους έχουν σαν κομβικό σημείο την ένταξη της Ελλάδας στο NATO. H Αριστερά σωστά κατ' αρχή υποστήριξε ότι η ένταξη στο NATO πιστοποιεί την εναρμόνιση της εξωτερικής πολιτικής και των διεθνών συμφερόντων του ελληνικού κράτους με τη διεθνή πρακτική και τα συμφέροντα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Η παρουσία μάλιστα των αμερικάνικων βάσεων στη χώρα πιστοποιεί την πολιτικοστρατιωτική ηγεμονία του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στην περιοχή. Όμως η Αριστερά, στηριγμένη στις θεωρίες της για την «εξάρτηση», ανέπτυξε αυτές τις κατ' αρχή σωστές διαπιστώσεις προς μια ιδεαλιστική κατεύθυνση, θεώρησε ότι η ένταξη στο NATO (και οι αμερικάνικες βάσεις) μετατρέπει την Ελλάδα σε «εξάρτημα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού», ότι της στερεί κάθε περιθώριο για μια ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική, ότι παρεμποδίζει ακόμα και αυτή «την οικονομική ανάπτυξη του τόπου», θα άξιζε στο σημείο αυτό να παρακολουθήσουμε τη σκέψη ενός επιφανούς διανοουμένου της παραδοσιακής Αριστεράς πάνω στην ύπαρξη των αμερικάνικων βάσεων στη χώρα: «Η εγκατάσταση των αμερικάνικων βάσεων στο ελληνικό έδαφος... σημαίνει ότι δεν μπορούμε να έχουμε δική μας εξωτερική πολιτική... Τελούμε κάτω από ουσιαστική κατοχή. Και αυτός είναι ένας καίριος στόχος της ιμπεριαλιστικής βάσης... Οι βάσεις είναι όπλο για να ξεπουλήσουν οι ιμπεριαλιστές τη χώρα που τις φιλοξενεί... είναι ταυτόχρονα και κέντρα από τα οποία διαδίδεται, συστηματικά και σκόπιμα, η διαφθορά, η κοινωνική αποσύνθεση, το μικρόβιο ηθικής και ιδεολογικής αποσύνθεσης της χώρας που δέχεται τις βάσεις».34 Το καταπληκτικό σ' αυτού του τύπου τις διατυπώσεις είναι ότι δεν αντιλαμβάνονται τις χονδροειδείς αντιφάσεις τους. Ενώ δηλαδή όλες οι ευρωπαϊκές χώρες που ανήκουν στο NATO θεωρούνται ότι συγκροτούν ένα «δεύτερο ιμπεριαλιστικό κέντρο» (βλ. π.χ. τα ντοκουμέντα του 10ου Συνεδρίου του ΚΚΕ), η Ελλάδα ειδικά «καταδικάζεται» από το NATO σε «εξάρτημα των ιμπεριαλιστών». Γιατί όμως, σύμφωνα ακόμα και μ' αυτή τη λογική για το NATO και τις βάσεις, να είναι ιμπεριαλιστική π.χ. η Δ. Γερμανία, (που στο έδαφος της βρίσκονται 209 χιλιάδες αμερικανοί στρατιώτες με 3 χιλιάδες τανκς και 48,5 χιλιάδες Γάλλοι στρατιώτες35 και που η ιστορική εμπειρία έδειξε ότι λόγω της γεωπολιτικής της θέσης έχει ελάχιστα περιθώρια να διαφοροποιείται από την επίσημη νατοϊκή πολιτική), ενώ αντίθετα η Ελλάδα, (παρά την πρόσφατη κίνηση αποχώρησης από το στρατιωτικό σκέλος του NATO, ή την ακύρωση νατοϊκών ασκήσεων στο Αιγαίο, και με συγκριτικά πολύ μικρότερη αμερικανική παρουσία στο έδαφος της), να τελεί υπό «ουσιαστική κατοχή» που την «σκλαβώνει»; Στο άρθρο αυτό δεν είναι δυνατόν να επεκταθούμε στα ζητήματα που αφορούν την πολιτικοστρατιωτική θέση της χώρας ή την εξωτερική της πολιτική. Είναι όμως αναγκαίο να τονίσουμε την κύρια πλευρά των πραγμάτων: To NATO εκφράζει στο στρατιωτικό (και πολιτικό) επίπεδο τη στρατηγική συμμαχία, τη σύγκλιση ανάμεσα στα στρατηγικά συμφέροντα των κυρίαρχων αστικών τάξεων των βορειοαμερικανικών και ευρωπαϊκών χωρών, για τη διαφύλαξη των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων και των καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας σ' ολόκληρη την περιοχή του αναπτυγμένου καπιταλισμού. (Δεν είναι τυχαίο που το NATO δεν επεκτείνεται σε άλλες «πιστές» στις ΗΠΑ χώρες, όπως κάποια κράτη της Λ. Αμερικής, μέχρι πρόσφατα το Ιράν κλπ.). Η ηγεμονία των ΗΠΑ στο NATO συνδέεται με τη συνολική (οικονομική, πολιτική, στρατιωτική) ηγεμονία του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού μέσα στο (δυτικό) ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο, όπως αυτό διαμορφώθηκε μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο ιδιαίτερης μελέτης ο χαρακτήρας και η σημασία των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων που αφορούν το ελληνικό κράτος, καθώς και των εσωτερικών κοινωνικών αντιθέσεων που τροφοδοτούν πρωτοβουλίες στην εξωτερική πολιτική. Εκτός αν πιστεύουμε ότι οι καθημερινές «προστριβές» Ελλάδας - NATO, ακόμα και σε ζητήματα που δεν αφορούν τις ελληνοτουρκικές διαφορές, στερούνται υλικής βάσης και πηγάζουν είτε από την «εξαλλοσύνη» του ΠΑΣΟΚ, είτε από μια προσπάθεια «να εντυπωσιαστεί ο λαός» (παρότι εξακολουθεί η «αμερικανονατοϊκή κατοχή»).


Επίλογος

Η μεταπολεμική διεθνοποίηση του κεφαλαίου, η τροποποιημένη λειτουργία του νόμου της αξίας στην παγκόσμια αγορά,36 οι άνισοι ρυθμοί ανάπτυξης στο χώρο της Δύσης και η τάση σύγκλισης ανάμεσα στα εθνικά επίπεδα συσσώρευα σης των δυτικών καπιταλισμών, ο συντονισμός τέλος των εθνικών οικονομικών κύκλων, έχουν τροποποιήσει σημαντικά τη σημερινή εικόνα του «αναπτυγμένου! καπιταλισμού» σε σχέση με την προπολεμική περίοδο. Βρισκόμαστε σε μια νέα1 ιστορική φάση που το κύριο χαρακτηριστικό της είναι η ηγεμονία του αμερικάνικου κεφαλαίου (στο οικονομικό όσο και στο πολιτικό επίπεδο) στο διεθνές καπιταλιστικό στερέωμα. Η ηγεμονία όμως του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού στην Ευρώπη, ή οι ενδοευρωπαϊκές αντιθέσεις και η ηγεμονία των μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών πάνω στα μικρά κράτη, όπως και οι τάσεις «ενοποίησης» και «διεύρυνσης» στον| ευρωπαϊκό χώρο, ενώ μετασχημάτισαν, εντούτοις δεν άλλαξαν τα βασικά χαρακτηριστικά των καπιταλισμών της Ευρώπης. Η δυτική Ευρώπη εξακολουθεί να παραμένει ιμπεριαλιστική και σ' αυτόν τον δυτικοευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό εντάσσεται πλέον αμετάκλητα και ο ελληνικός καπιταλισμός. Αμετάκλητα, δηλαδή όσο δεν τίθεται στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα του επαναστατικού μετασχηματισμού των κοινωνικών σχέσεων εξουσίας. Οι εξαρτήσεις του ελληνικού καπιταλισμού δεν στοιχειοθετούν την «υποταγή της χώρας σε ξένα κέντρα αποφάσεων», αλλά συνδέονται με την (ηγεμονευόμενη) θέση και τις (ανισοβαρείς) συμμαχίες της ελληνικής κεφαλαιοκρατικής εξουσίας μέσα στα πλαίσια του δυτικοευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού.


1. Τ. Μαστραντώνη και Γ. Μηλιού, «Η θεωρία της Αριστεράς για την εξάρτηση του ελληνικού καπιταλισμού» Θέσεις τ. 2.

2. Γ. Μαύρη και Θ. Τσεκούρα, «Το ξένο κεφάλαιο και η ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού» Θέσεις τ. 2 Βλ. επίσης Klaus Busch, «Die Multinationalen Konzerne: Zur Analyse der Weltmarktbewegung des Kapitals» Ed. Suhrkamp 1974, και του ιδίου: α) «Η συζήτηση για την παγκόσμια αγορά στην Ο.Δ. Γερμανίας» Θέσεις τ. 5, β) «Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα σε κρίση» θέσεις τ. 8.

3. Η ποσοστιαία συμμετοχή του ξένου κεφαλαίου στις συνολικές βιομηχανικές επενδύσεις μειώνεται συνεχώς: 33% στο διάστημα 1963-65, 12% στο διάστημα 1969-74.

4. Γ. Μαύρη και θ. Τσεκούρα όπ.π. σελ. 73-82. 5. Βλ. Γ. Μηλιού, «Ο ιμπεριαλισμός και οι θεωρίες μητρόπολης περιφέρειας» θέσεις τ. 5 σελ. 36.

6. Γ. Μηλιού, όπ.π. και «Ο ιμπεριαλισμός και η θεωρία του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού» στον Αγώνα για την κομμουνιστική ανανέωση τ. 2 (1978) και τ. 9 (1980).

7. Γ. Μηλιού, θ. Μικρούτσικου, «Στην υπηρεσία του έθνους» θέσεις τ. 8.

8. Παρά τη διάψευση των θέσεων για «αλλαγή νατοϊκής φρουράς» το ΚΚΕ εξακολούθησε να συνδέει τη μεταπολίτευση με «επιλογές ξένων κέντρων»: «Η μεταβολή του Ιούλη 1974... πραγματοποιήθηκε στη βάση ενός συμβιβασμού ανάμεσα στη χούντα, τους αμερικάνους και άλλους νατοϊκούς ιμπεριαλιστές και το συντηρητικό κόσμο της χώρας» θέση 8 της Κ.Ε. του ΚΚΕ για το 10ο Συνέδριο (1978).

9. Εξαίρεση στις εκτιμήσεις για την «αλλαγή νατοϊκής φρουράς» αποτέλεσε η τοποθέτηση του ΚΚΕες. Περισσότερο όμως πρόκειται για ένα αποτέλεσμα της πολιτικής επιλογής της τότε ηγεσίας του ΚΚΕεσ. να μη συγκρουστεί με την αστική πολιτική εξουσία, παρά για μια διαφορετική αντίληψη στο ζήτημα της «εξάρτησης» ή στο χαρακτήρα της τομής του Ιούλη 1974. Είναι χαρακτηριστικό ότι το ΚΚΕεσ. είχε παραιτηθεί από την οξεία πολιτική αντιπαράθεση ακόμα και με τη δικτατορική κυβέρνηση Μαρκεζίνη. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο τότε γραμματέας του ΚΚΕεσ. Μπ. Δρακόπουλος δήλωνε στις 19/10/73 για την παρωδία «εκλογών» που ετοίμαζε η δικτατορία για να νομιμοποιηθεί στο λαό: «Όσο λάθος θα ήταν μια βιαστική απόφαση από τώρα για συμμετοχή στις εκλογές, άλλο τόσο λάθος θα ήταν ο εκ των προτέρων αποκλεισμός της συμμετοχής σ' αυτές... Αν τελικά στις συγκεκριμένες συνθήκες σταθμιστεί και κριθεί σκόπιμη η συμμετοχή στις εκλογές, η καλύτερη αξιοποίηση μπορεί να γίνει με τη δημιουργία μιας ενιαίας αντιδικτατορικής παράταξης.... από την Αριστερά ως τη Δεξιά». Ο ίδιος δήλωνε στον Τύπο στις 16/11/73 για τη λαϊκή εξέγερση του Πολυτεχνείου: «Οι φοιτητές εζήτησαν δημοκρατικές λύσεις στα σπουδαστικά τους αιτήματα. Η κυβέρνηση τις απέρριψε και ανέλαβε την ευθύνη για την εξέλιξη. Ενώ όφειλε και οφείλει (!!!, Γ.Μ.) να τις υιοθετήσει.» (ΚΟΜΕΠ 4, Σεπτέμβρης - Νοέμβρης 1973)

10. Βλ. και Δ. Χαραλάμπη, «Η θέση του στρατού στη δομή της κρατικής εξουσίας μετά το δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο» Θέσεις τ. 4.

11. «Η ένταξη στην ΕΟΚ θα επιδεινώσει το πρόβλημα όχι μόνο της οικονομικής αλλά και της πολιτικοστρατιωτικής εξάρτησης της χώρας. Η εθνική ανεξαρτησία θα δεχθεί βαρύτατο πλήγμα. Τα κέντρα λήψης αποφάσεων σε βασικά θέματα της οικονομικής κοινωνικής και πολιτικής ζωής της χώρας μας θα μεταφερθούν σε πολύ μεγαλύτερο από σήμερα βαθμό, έξω από την Ελλάδα». Από τη θέση 50 των θέσεων της ΚΕ του ΚΚΕ για το 10ο Συνέδριο. Βλ. και Γ. Μηλιού, «ΕΟΚ και Αριστερά. Η ιστορία μιας μυθολογίας» στο Σχολιαστή τ. 15.

12. Βλ. Γ. Μηλιού όπ. π.

13. Την πρώτη περίοδο μετά τη μεταπολίτευση, η πολιτική λογική του «αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία» κατάληγα και σ' ένα «ιδεολογικό αποτέλεσμα» που αξίζει να ξαναθυμηθούμε: Στη συζήτηση που ανοίγει μέσα στην Αριστερά για το χαρακτήρα της καπιταλιστικής εξουσίας στη χώρα μας, την ένταξη στην ΕΟΚ, τη στρατηγική του λαϊκού κινήματος, επιβλήθηκε μια τραγελαφική προβληματική που ουσιαστικά έκλεινε κάθε δυνατότητα για γνώση της πραγματικότητας: Η προβληματική για την «αμερικανόδουλη» και την «ευρωπαιόφιλη» μερίδα της αστικής τάξης. Η ιδεολογία της εξάρτησης οδηγείται εδώ στις ακραίες της συνέπειες. Το κεφάλαιο από κοινωνική σχέση εκμετάλλευσης και εξουσίας, από ταξική κυριαρχία με στρατηγικά συμφέροντα και διεθνείς συμμαχίες, μετατρέπεται σε απλό διαμετακομιστή κάποιων συγκεχυμένων διεθνών ανταγωνισμών. Οι ενδοαστικές αντιθέσεις αποσυνδέονται από την πάλη των τάξεων και παρουσιάζονται να μεταφέρουν απλά στο εσωτερικό της χώρας τους (διακρατικούς) ανταγωνισμούς των «ξένων». Φυσικά, ολόκληρη αυτή η φιλολογία εξατμίστηκε εν μια νυκτί, όταν κρίθηκε το ζήτημα της ένταξης της χώρας στην ΕΟΚ.

14. Τ. Μαστραντώνη και Γ. Μηλιού, όπ.π.

15. «Το ντόπιο χρηματιστικό κεφάλαιο συμμετέχοντας εκούσια στη βαθειά διείσδυση του ξένου χρηματιστικού κεφαλαίου, δεχόμενο την ηγεμονία και τον έλεγχό του, δεν παύει να αναπτύσσει δικές του ιμπεριαλιστικές τάσεις, προσαρμόζοντάς τις με τις τάσεις του ξένου χρηματιστικού κεφαλαίου. Συνεπώς η Ελλάδα δεν ανήκει στην κατηγορία των μισοαποικιακών, αλλά των εξαρτημένων χωρών. .. Η επανάσταση στην Ελλάδα θα είναι επανάσταση προλεταριακή που θάχει να εκπληρώσει και καθήκοντα αστικοδημοκρατικά μεγάλης ευρύτητας» (Απόφαση πάνω στο χαρακτήρα της επανάστασης στην Ελλάδα, Ριζοσπάστης 16-4-1930, Το ΚΚΕ. Επίσημα κείμενα, τ. Γ΄. 16. Το ΚΚΕ. Επίσημα κείμενα, τ. Γ΄, σ. 560 και 596.

17. Βλ. και Α. Ελεφάντη, «Η επαγγελία της αδύνατης επανάστασης», εκδ. Θεμέλιο. 12

18. Το 7ο Συνέδριο του ΚΚΕ, Ντοκουμέντα του ελληνικού προοδευτικού κινήματος, τεύχη Γ' και Ε'.

19. Χ. Θεοχαρά, «Παραδοσιακή Αριστερά - «αντιαυταρχική» Αριστερά: τα ουο πρόσωπα της κρίσης», θέσεις τ. 7.

20. Γ. Μηλιού, «Ο ιμπεριαλισμός...» θέσεις τ. 2. Για την περίοδο του Μεσοπολέμου βλ. Ν. Πουλαντζά, «Φασισμός και Δικτατορία» εκδ. Ολκός 1975.

21. Η ελληνική βιομηχανία κάλυπτε το 1963 το 66,9% της εγχώριας ζήτησης σε βιομηχανικά προϊόντα. Το 1975 το ποσοστό αυτό αυξήθηκε σε 76,7%. Εξάλλου το 1963 εξαγόταν μόλις το 2,6% της βιομηχανικής παραγωγής, ενώ το 1975 το εξαγόμενο ποσοστό έφθασε στο 14,7%. Βλ. Ι. Χασσίδ, «Ελληνική Βιομηχανία και ΕΟΚ» Ι.Ο.Β.Ε. 1980.

22. Βλ. Γ. Σταμάτη, «Εισαγωγή στην Πολιτική Οικονομία» (Αθήνα 1984) μέρος Ιο κεφ. VI.

23. Με την κριτική των θεωριών της παραδοσιακής Αριστεράς για το εφοπλιστικό κεφάλαιο είχαμε ασχοληθεί στο παρελθόν. Συμπερασματικά τονίζουμε μόνο ότι πρόκειται για ένα κλάδο της εγχώριας βιομηχανίας με σημαντικότατο διεθνή (ιμπεριαλιστικό) ρόλο. (Βλ. Μαύρη - Τσεκούρα όπ. π. θέσεις 2). Το 1980 η αξία του ελληνικού και ελληνόκτητου εμπορικού στόλου εκτιμάτο σε 7,5 δισεκατομμύρια δολλάρια, δηλαδή στο διπλάσιο περίπου των συνολικών ελληνικών εξαγωγών για το ίδιο έτος. Βλ. «Αργώ» Ιούνιος 1980 σ. 34.

24. Γ. Σταμάτη, όπ. π.

25. Βλ. άρθρο Π.Λ. Ρυλμόν στον Οικονομικό Ταχυδρόμο 5784.

26. Το βήμα 11784. «Η σχέση του κατά κεφαλήν χρέους με το κατά κεφαλήν εθνικό προϊόν... παρουσιάζει πλεονεκτήματα: όταν το χρέος ανά κάτοικο φτάνει στο μισό του κατά κεφαλήν ΑΕΠ, τότε οι εμπειρογνώμονες αρχίζουν να ανησυχούν. Μ' αυτό το κριτήριο η Ελλάδα δεν έχει φθάσει σε κρίσιμο σημείο, αν και το χρέος ανά Έλληνα αντιπροσωπεύει ήδη το 1/3 του κατά κεφαλήν ΑΕΠ».

27. Βλ. Το Βήμα 15484. Το ποσοστό αυτό θα ήταν βέβαια μικρότερο αν στις εξαγωγές υπολογίζαμε και τις «εξαγωγές εμπορευμάτων» που πραγματοποιεί ο τουρισμός.

28. Βλ. Κ. Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», τόμος II, μέρος τρίτο. Επίσης Β.Ι. Λένιν «Η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία», άπαντα τόμος 3ος. Μια συνοπτική και πυκνή θεωρητική παρουσίαση του ζητήματος της αναπαραγωγής του συστήματος παραγωγής δίδεται στο: Γ. Σταμάτη «Εισαγωγή στην Πολιτική Οικονομία» κεφ. V.

29. Όπως χαρακτηριστικά θα πει ένας θεωρητικός της παραδοσιακής Αριστεράς, ο Γ. Δραγασάκης, «απαιτείται πολύ μεγαλύτερος βαθμός ανάπτυξης της υποδιαίρεσης Ι σε σχέση με την II» στο Γ.Δ., «Διαρθρωτικά προβλήματα και εξάρτηση της ελληνικής βιομηχανίας», Τεχνικό Επιμελητήριο της Ελλάδος, «Η βιομηχανία στην Ελλάδα» τόμος 1.

30. Στον τομέα Ι υπολογίσαμε τους εξής διψήφιους κλάδους: 23 (υφαντικές), 25 (ξολοφελλός), 27 (χαρτοβιομηχανία), 29 (δέρματα), 30 (προϊόντα ελαστικού και πλαστικά), 31 (χημικές), 32 (παράγωγα πετρελαίου και άνθρακα), 33 (μη μεταλλικά ορυκτά), 34 (βασικές μεταλλουργικές), 35 (μεταλλικά προϊόντα), 36 (μηχανές), 37 (ηλεκτρικές μηχανές), 38 (μεταφορικά μέσα) και 39 (λοιπές βιομηχανίες). Ο υπολογισμός αποτελεί απλώς προσέγγιση της πραγματικότητας γιατί μέρος από τα εμπορεύματα που παράγουν ορισμένοι από τους πιο πάνω κλάδους (π.χ. οι κλάδοι 31, 32, 35, 36, 37, 38, 39), καταναλώνονται ατομικά.

31. Βλ. και Γ. Μηλιού, «Νέοι μύθοι...» όπ.π. Ο Γ. Δραγασάκης υπολογίζει το σχετικό βάρος του τομέα Ι για το 1973 σε 50%. Το λάθος του έγκειται στο ότι υπολογίζει με βάση την ακαθάριστη αξία παραγωγής και όχι με βάση την προστιθέμενη αξία. Όμως η ακαθάριστη αξία παραγωγής περιέχει και τις ενδιάμεσες εισροές, δηλαδή τα εμπορεύματα του τομέα Ι «τα οποία εισέρχονται (κατά την ίδια περίοδο παραγωγής) στη διαδικασία παραγωγής του τομέα που τα παρήγαγε ή σ' αυτήν άλλων τομέων». Έτσι αν βασιστούμε στην ακαθάριστη αξία παραγωγής θα υπολογίζουμε την αξία ορισμένων εμπορευμάτων που παρήγε ο τομέας Ι (π.χ. τα υφαντουργικά) τόσο στον τομέα Ι (και σωστά), όσο και στον τομέα II (εδώ είναι το λάθος), στον οποίο εισέρχονται ως ενδιάμεσες εισροές (στο παράδειγμα μας τα υφαντουργικά αποτελούν ενδιάμεσες εισροές των βιομηχανιών έτοιμου ενδύματος). Πρόκειται για αθέλητο λάθος ή για σκόπιμη παραποίηση;

32. Βλ. και: Sung - Jo Park, Taiwhan Shin, Ki Zun Zo (Editors), «Economic Developmenl and Social Change in Korea», Campus, Frankfurt / New York. Στην κατηγορία της «βαρείας και χημικής βιομηχανίας» κατατάσσονται οι διψήφιοι κλάδοι 3138. Βλ. σημ. 29.

33. Η απόσταση που χωρίζει τον ελληνικό καπιταλισμό από τα μέσα επίπεδα των ευρωπαϊκών καπιταλισμών είναι υπαρκτή. Ο ελληνικός καπιταλισμός βρίσκεται εντούτοις στα επίπεδα ανάπτυξης των «ασθενέστερων» ευρωπαϊκών καπιταλισμών και όχι σε κάποια «περιφερειακή» θέση. Επειδή εξάλλου η θέση μιας χώρας στην παγκόσμια ιμπεριαλιστική αλυσίδα δεν διαμορφώνεται με βάση κάποιους ποσοτικούς «δείκτες ανάπτυξης», αλλά καθορίζεται με βάση το συνολικό οικονομικό και γεωπολιτικό ρόλο της χώρας αυτής σε διεθνές επίπεδο, δεν έχει καμιά επιστημονική ακρίβεια η θέση της παραδοσιακής Αριστεράς ότι ο ελληνικός καπιταλισμός είναι «μεσαίου επιπέδου», «ανάμεσα» στις ιμπεριαλιστικές και τις «αναπτυσσόμενες» χώρες.

34. Από τον πρόλογο του Κ. Χατζηαργύρη στο βιβλίο του Κ. Σειρηνίδη, «Η στρατιωτική παρουσία των ΗΠΑ στην Ελλάδα» Σύγχρονη Εποχή 1984.

35. Στοιχεία από το Military Balance 82-83 του Int. Institute of Strategic Studies, Gr. Britain.

36. Βλ. K. Busch όπως και στη σημ. 2 και Γ. Μηλιού όπ. π., Θέσεις 5.