Εν ονόματι του Έθνους: Ο εκσυγχρονισμός του στρατιωτικού μηχανισμού και οι παρεμβάσεις της Αριστεράς
του Χρήστου Θεοχαρά
Εισαγωγή
Κατά τα τελευταία χρόνια η κριτική της εσωτερικής δομής και λειτουργίας του στρατού κερδίζει συνεχώς έδαφος, ιδιαίτερα ανάμεσα στους στρατευμένους. Στις συνθήκες αυτές η κυβερνητική εξουσία αλλά και η παραδοσιακή Αριστερά έσπευσαν να διακηρύξουν την αναγκαιότητα του εκδημοκρατισμού των ενόπλων δυνάμεων, με ζητούμενο την ανανέωση της συναίνεσης των στρατευμένων προς το στρατιωτικό μηχανισμό και την εξασφάλιση μιας ουσιαστικότερης, «συνειδητής», πειθαρχίας. Μόνο οι δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς εξακολούθησαν να καταγγέλλουν τον καπιταλιστικό χαρακτήρα του στρατού και να οραματίζονται ένα επαναστατικό «κίνημα» για το στρατό. Εντούτοις οι παρεμβάσεις αυτές των «εξωκοινοβουλευτικών» παρέμεναν περιθωριακές, καθώς παράλληλα περιθωριοποιούταν και μετασχηματιζόταν και η συνολικότερη παρουσία τους στην ελληνική κοινωνία. Είναι γνωστό ότι ο χώρος της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, έτσι όπως είχε συγκροτηθεί τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, είχε ήδη εισέλθει σε μια φάση πολιτικής κρίσης και οργανωτικής αποσύνθεσης πριν από την εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ, τον Οκτώβριο του 81.
Αυτό βέβαια δεν σήμαινε πως εξέλειπε το κενό που άφηνε προς «τα αριστερά» της η απορρόφηση της Αριστεράς από τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Το αντίθετο μάλιστα: Η κρίση της Αριστεράς βάθαινε καθώς ο μαρξιστικός λόγος εξασθένιζε την κριτική του στάση απέναντι στο κράτος, καθώς ο πολιτικός λόγος της Αριστεράς έτεινε να αποτελεί μια από τις εκδοχές του ίδιου του κρατικού λόγου. Στις συνθήκες αυτές άρχισαν να κερδίζουν στο χώρο της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς έδαφος οι ιδεολογίες εκείνες που περισσότερο ή λιγότερο συγκαλυμμένα υποκλίνονταν σε πρακτικές «ατομικής πρόκλησης», θεωρώντας τις σαν τις αυθεντικά ριζοσπαστικές μορφές κοινωνικής κριτικής. Ένας «νέος» «αυτόνομος», αναρχικός ή αναρχίζων λόγος διεκδικεί πλέον για λογαριασμό του την επαναστατική κριτική του κράτους ιδιαίτερα μάλιστα του κατασταλτικού του μηχανισμού με τον οποίο έρχεται σε καθημερινή σύγκρουση.
Ο κατασταλτικός μηχανισμός: τα ΜΕΑ, η Αστυνομία, ο στρατός. Τα τελευταία χρόνια η παραδοσιακή Αριστερά μας καλούσε να ξεχάσουμε ότι περί αυτού πρόκειται. Και αν, αναφορικά με την αστυνομία και τις φυλακές περιορίστηκε σε σιωπή, αναφορικά με το στρατό ανέλαβε την ευθύνη της συγκρότησης της δικής της άποψης και «κριτικής υποστήριξης».
1. Σύντομη αναδρομή
Με την κυβερνητική αλλαγή του '81 εγκαινιάζεται μια νέα περίοδος στις σχέσεις των κομμάτων της Αριστεράς με ένα ευρύ σύνολο προβλημάτων που στρέφονται γύρω από τον άξονα στρατός εθνική άμυνα.
Ας προσπαθήσουμε να αποδώσουμε σε αδρές γραμμές την πορεία μεταλλαγής αυτών των σχέσεων. Σ' όλη την διάρκεια της διακυβέρνησης της χώρας από τη Δεξιά (197481) τα κόμματα της παραδοσιακής Αριστεράς και το ΠΑΣΟΚ περιορίζονται, όσον αφορά στα ζητήματα στρατού άμυνας, στη διατύπωση και προβολή κάποιων θέσεων αρχής που χοντρικά συνοψίζονται σε δύο κεντρικά αιτήματα: α) Το αίτημα της αποχουντοποίησης κάθαρσης του στρατιωτικού μηχανισμού από τους νοσταλγούς της ανωμαλίας, που ορίζεται ως η βασικότερη ίσως προϋπόθεση θωράκισης της δημοκρατίας απέναντι σε δικτατορικές παρεκτροπές και αποκατάστασης της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ λαού και στρατού, β) Το αίτημα της οριστικής και αμετάκλητης εξόδου της χώρας από το στρατιωτικό (τουλάχιστον) σκέλος του NATO και της άμεσης (ή σταδιακής) απομάκρυνσης των αμερικανικών βάσεων, που θεωρείται ως η αποφασιστική συνθήκη για τη χάραξη εκείνης της αμυντικής πολιτικής που θα εξυπηρετεί τα συμφέροντα της χώρας και θα είναι σε θέση να απαντήσει αποτελεσματικά στις προκλήσεις της τουρκικής επιθετικότητας. Παράλληλα σ' όλη αυτή την περίοδο τα κόμματα της Αριστεράς αποφεύγουν να εμπλακούν σε κάθε είδους θεωρητικές ή πολιτικές αναλύσεις για το εσωτερικό καθεστώς του στρατού, αποφεύγουν να αναλάβουν την ευθύνη της δημοσιοποίησης των τρομερών, εκείνη την εποχή, προβλημάτων για τους στρατευμένους με τα οποία ήταν συνώνυμη η θητεία. Συνεχίζοντας έτσι σ' αυτό το ζήτημα μια παράδοση που κρατούσε ήδη από την επαύριο του εμφυλίου, τα κόμματα της Αριστεράς φαίνονταν να έλκονται από την άποψη ότι η μακρόχρονη και εξουθενωτική θητεία των 30 και 32 μηνών ήταν η αναπόφευκτη συνέπεια της παράτασης της εθνικής κρίσης και το αναγκαίο τίμημα με ο οποίο εξαγοραζόταν ο σεβασμός της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας και των κυριαρχικών της δικαιωμάτων πάνω στο Αιγαίο από εχθρούς και φίλους. Εξ ίσου συμβατή με τη γενική τοποθέτηση της Αριστεράς πάνω στο ζήτημα φαινόταν και η περισσότερο λαϊκή άποψη που επικαλείται μια ατελείωτη αλυσίδα ανέκδοτων περιστατικών από την εμπειρία του κάθε φαντάρου για να υποστηρίξει πολύ απλά το γνωστό «εκεί που αρχίζει ο στρατός τελειώνει η λογικής».
Με την ανάληψη των κυβερνητικών ευθυνών από το ΠΑΣΟΚ το σκηνικό αλλάζει συνολικά. Κατ' αρχήν το ΠΑΣΟΚ «κατεβαίνει» από το βάθρο της τοποθέτησης αποκλειστικά σε ζητήματα αρχής και αναλαμβάνει πλέον να επεξεργαστεί μια συγκροτημένη αμυντική πολιτική και να διαχειριστεί τις αντιθέσεις μέσα στο στρατό, αναζητώντας τα δικά του στηρίγματα και προχωρώντας σ' εκείνες τις μεταρρυθμίσεις στο status του στρατιωτικού σώματος που η συγκυρία έχει ανάδειξα σε αναγκαίες. Είναι σήμερα γνωστό ότι η «προσγείωση» αυτή εξανάγκασε την κυβέρνηση σε σημαντικές υπαναχωρήσεις σε σχέση με τις προγραμματικές της θέσεις (μείωση του χρόνου της στρατιωτικής θητείας, ελεύθερο διάβασμα εφημερίδων στις μονάδες κλπ. από τη μια, συνέχιση του καθεστώτος με NATOβάσεις από την άλλη).
Παράλληλα αλλάζει και ο τρόπος προσέγγισης του ζητήματος από την παραδοσιακή Αριστερά που από το '81 βρίσκεται σε μια συνεχόμενη διαδικασία διαλόγου με την πολιτική εξουσία. Οι θέσεις αρχής παραχωρούν εδώ τη θέση τους σε μια επιχειρηματολογία με προτάσεις «επί του πρακτέου». Το ΚΚΕ αντιπροτείνει στο σχέδιο εκσυγχρονισμού της πολεμικής μηχανής της χώρας, τα αεροπλάνα καθέτου απογείωσης. Απέναντι στην επιλογή δημιουργίας επίλεκτου σώματος μισθοφόρων χειριστών των σύγχρονων οπλικών συστημάτων, αντιτάσσει την πρόταση αξιοποίησης του επιστημονικού δυναμικού των εφέδρων. Βέβαια, η προβληματική που στηρίζει τις αναλύσεις και τις θέσεις της παραδοσιακής Αριστεράς παραμένει άθικτη. Το ΚΚΕ αντιτίθεται στην «αγορά του αιώνα» όχι γιατί αυτή σαν επιλογή με πολιτικό χαρακτήρα συνδέεται άμεσα με τη φύση της ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού τα τελευταία χρόνια, αλλά γιατί ο εξοπλισμός «γίνεται σύμφωνα με τα αμερικανονατοϊκά σχέδια, στοχεύει στην παραπέρα πρόσδεση της χώρας στο άρμα του ιμπεριαλισμού και αναπόφευκτα λυγίζει οικονομικά το λαό».
Εξ άλλου, στην περίοδο που ανοίγεται με την κυβερνητική αλλαγή του '81, οι πολιτικές δυνάμεις της Αριστεράς ασχολούνται για πρώτη φορά σοβαρά με το εσωτερικό καθεστώς του στρατιωτικού μηχανισμού. Επισημαίνουν τον αντιδημοκρατικό αντισυνταγματικό χαρακτήρα των δομών του στρατού, θύματα των οποίων είναι οι στρατευμένοι αλλά και οι ίδιοι οι αξιωματικοί, και προωθούν το αίτημα του εκδημοκρατισμού τους, αίτημα που αποτελεί την αναγκαία προϋπόθεση για τη βελτίωση του αξιόμαχου των ενόπλων δυνάμεων. Αυτή όμως η αντίληψη για τον εκδημοκρατισμό και ιδιαίτερα η άρνηση των 2 ΚΚΕ να προβάλουν το αίτημα του συνδικαλιστικού δικαιώματος των στρατευμένων (ακόμα κι όταν αυτό τοποθετείται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο!) απαγορεύουν στην Αριστερά να αποτελέσει την πολιτική έκφραση των διεκδικητικών κινήσεων μέσα στο στρατό και οι πρωτοβουλίες της πέφτουν στο κενοί.
Η συνάντηση της Αριστεράς μετά το '81 με τα προβλήματα που θέτει η παρουσία του στρατού στην Ελλάδα, οι σχέσεις του στρατού με το κράτος και την εξουσία, ο εκσυγχρονισμός της οργάνωσης και της λειτουργίας του, μένει μέχρι σήμερα άκαρπη, χωρίς αισιόδοξο μέλλον.
Βέβαια η αντίληψη σύμφωνα με την οποία ο στρατός αποτελεί είτε μηχανισμό οργάνωσης της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης της χώρας ενάντια στα λαϊκά και εθνικά συμφέροντα, είτε μηχανισμό εξασφάλισης και κατοχύρωσης της εθνικής ανεξαρτησίας βρίσκει την θέση της στα πλαίσια της προβληματικής της III Διεθνούς, ιδιαίτερα της φάσης μετά το 8ο Συνέδριο, της προβληματικής δηλ. εκείνης που αρνείται τις πλέον βασικές θέσεις της μαρξιστικής ανάλυσης για το κράτος.
Είναι γνωστό πως στην Ελλάδα η προβληματική αυτή κυριάρχησε στους κόλπους του Κομμ. Κόμματος κατά κράτος και μπόρεσε να παράγει κάποιες θέσεις την επαύριο του εμφυλίου. Στο ψυχροπολεμικό κλίμα εκείνης της εποχής η Αριστερά «αμύνθηκε» απέναντι στις κατηγορίες του «ξενοκίνητου», της «εθνικής προδοσίας» και τις πολιτικές διώξεις που αυτές συνεπάγονταν, αντιστρέφοντας τις. Απέδωσε δηλ. τις ίδιες τις κατηγορίες του «ξενοκίνητου» κλπ στην Δεξιά προσπαθώντας ταυτόχρονα να αναδειχθεί σε έγκυρη εθνική δύναμη2 . Η προσπάθεια αυτή όπως είναι γνωστό σήμαινε παραίτηση από κάθε κριτική των αξιών που συνέθεταν τον εθνικισμό της μετεμφυλιακής περιόδου («πατρίς θρησκεία οικογένεια ελληνοχριστιανικός πολιτισμός»).
Στις συνθήκες αυτές ο στρατός, υπέρτατη αξία της ιδεολογίας του «έθνους» του εθνικισμού, στεφανωμένος με τις δάφνες της κατίσχυσης της «κομμουνιστικής ανταρσίας» και εγγυητής της εθνικής ασφάλειας από τον «εκ βορρά κίνδυνο», καθίσταται «ταμπού» για την Αριστερά.
Στη συνέχεια θα αναφερθούμε σ' ένα περιορισμένο αντικείμενο: Τη συγκυρία στο εσωτερικό του στρατιωτικού μηχανισμού τη στιγμή της ανόδου του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία και τις παρεμβάσεις μέσα σ' αυτήν της πολιτικής εξουσίας και των αριστερών εταίρων της Αλλαγής.
2. Κρίση νομιμοποίησης και μεταρρύθμιση
Δεν αποτελεί πρωτοβουλία της παραδοσιακής Αριστεράς η ανάδειξη του ζοφερού καθεστώτος των στρατώνων σε πολιτικό ζήτημα απέναντι στο οποίο όλες οι πολιτικές δυνάμεις όφειλαν να πάρουν θέση. Η δημοσιοποίηση των προβλημάτων της ζωής στους στρατώνες ξεκίνησε σε μια ευνοϊκή συγκυρία στο μεταβατικό στάδιο πριν αναδιαταχθούν οι πολιτικοί συσχετισμοί και αποσαφηνιστούν οι πραγματικές προθέσεις της νέας σοσιαλιστικής πολιτικής ηγεσίας των ενόπλων δυνάμεων από πρωτοβουλίες αριστερών στρατιωτών που κινούνταν έξω από τους κομματικούς μηχανισμούς των δύο ΚΚ. Απέναντι στις πρωτοβουλίες αυτές τοποθετήθηκε αρνητικά όχι μόνο η Κυβέρνηση και το ΠΑΣΟΚ, μέσω των γνωστών γνωμοδοτήσεων Δροσογιάννη, αλλά και το ίδιο το ΚΚΕ χαρακτηρίζοντας τις ως προβοκατόρικες κλπ. Στη συνέχεια και κάτω από το βάρος των προβλημάτων και των πιέσεων που προέρχονταν κυρίως από την στρατευμένη κομματική βάση, που φαινόταν να μην πείθεται από την προβοκατορολογία της ηγεσίας και αναζητούσε μορφές συνεργασίας με τις επιτροπές στρατιωτών, το ΚΚΕ αποφασίζει να παρουσιάσει τη δική του εκδοχή για το διεκδικητικό κίνημα στο στρατό μέσω της ίδρυσης της ΚΕΕΔ. Κάτω από ανάλογες περιστάσεις ιδρύεται η Επιτροπή για τα δικαιώματα των φαντάρων από το ΚΚΕεσ. Για να αξιολογηθεί ωστόσο η παρέμβαση της ΚΕΕΔ και της επιτροπής του ΚΚΕεσ., μια ανάλυση των δεδομένων της συγκυρίας μέσα στο στρατό είναι απαραίτητη.
Ήδη από το 1980 οι κοινωνικές αντιφάσεις διαπλέκονται κατά τέτοιο τρόπο που οδηγούν τον στρατιωτικό μηχανισμό σε μια «κρίση νομιμοποίησης». Από διάφορες κατευθύνσεις, κυρίως όμως από την πλευρά των στρατευμένων, ακούγονται όλο και εντονότερα φωνές διαμαρτυρίας κατά της αυθαιρεσίας ανωτέρων, κατά της διοικητικής και συχνά και διανοητικής ανεπάρκειας των μονίμων, για το ότι η εξουσία των τελευταίων πάνω στους εφέδρους δεν γνώριζε φραγμούς και όρια κλπ. Η συνεχώς ογκούμενη δυσαρέσκεια και ένταση στις σχέσεις μεταξύ εφέδρων μονίμων αντιμετωπιζόταν με μια παράλληλη ένταση της καταστολής, δημιουργώντας ένα φαύλο κύκλο, συμπαρασύροντας μια αντίστοιχα ογκούμενη αίσθηση παραλόγου και παθητική αντίσταση από την πλευρά των στρατευμένων. Παράλληλα τα ίδια τα μέτρα καταστολής κινδύνευαν να γίνουν ολοένα και πιο αναποτελεσματικά, αφού φαίνονται να απορρέουν από την απεριόριστη εξουσία των μονίμων. Η καθημερινή επικύρωση της τελευταίας μέσω των κατασταλτικών μέτρων φαίνονταν να είναι ο μοναδικός σκοπός ύπαρξης τους, δίνοντας τους έτσι το χαρακτήρα πρόκλησης και απωθώντας την ιδέα ότι υπηρετούν κάποια αναγκαία για το στράτευμα έννοια πειθαρχίας.
Αυτές είναι οι αντιφάσεις τις οποίες επιχειρούν να διαχειριστούν οι επί της Εθνικής Άμυνας υπεύθυνοι της Αλλαγής. Η απαγόρευση του ατομικού καψονιού, η δυνατότητα ελέγχου της αυθαιρεσίας, της υπέρβασης των νόμιμων εξουσιών και της κάθε μορφής παρεκτροπής των μονίμων, δυνατότητα που παρέχεται άτυπα στους στρατευμένους όχι όμως χωρίς πρακτικό αποτέλεσμα, μέσω του τύπου, η προσπάθεια ορθολογικοποίησης του συστήματος των ποινών, η προσπάθεια τέλος θέσπισης κάποιας μορφής αξιοκρατίας στο εσωτερικό του σώματος των εφέδρων, αποτελούν ορισμένες από τις συνιστώσες της μεταρρύθμισης του ΠΑΣΟΚ. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές στόχευαν να ξεπεράσουν τη κρίση νομιμοποίησης του στρατιωτικού μηχανισμού, να αναβαπτίσουν την συναίνεση των στρατευμένων προς την ιεραρχία, να κάμψουν την παθητική τους αντίσταση, να ανανεώσουν την ιδέα της θητείας ως ύψιστου πατριωτικού δικαιώματος και αποστολής. Αυτό που γίνεται από τα παραπάνω προφανές είναι ότι η μεταρρύθμιση του ΠΑΣΟΚ δεν είχε προοπτική της την χαλάρωση μιας υποτιθέμενης υπερβολικής καταπίεσης μέσα στους στρατώνες, αλλά την αποτελεσματικότερη πρόσδεση των στρατευμένων στον στρατιωτικό μηχανισμό και τον εκσυγχρονισμό και ορθολογικοποίηση της λειτουργίας του τελευταίου. Παράλληλα, η διαγραφή της θεωρίας των «εσωτερικών κινδύνων» και της απαγόρευσης των «αναρχικών ιδεολογιών» από το νέο Στρατιωτικό Κανονισμό, μαζί με την απαγόρευση της αντικομμουνιστικής διαπαιδαγώγησης των στρατευμένων, τείνουν να αποπολιτικοποιήσουν την λειτουργία του στρατού και να εδραιώσουν την ιδέα της εθνικής και δημοκρατικής του αποστολής.
Εδώ θα πρέπει να αναφερθεί ότι ορισμένες μεταρρυθμίσεις με την ίδια στόχευση, είχαν ήδη τεθεί σε κίνηση επί κυβερνήσεων Ν. Δημοκρατίας. Η αναδιοργάνωση όλων των Σχολών Μονίμων Αξιωματικών και Υπαξιωματικών, η αναβάθμιση τω Σχολών Υπαξιωματικών με τη μετατροπή τους από μονοετούς σε διετούς φοίτησης, η κατ' έτος αυξανόμενη δυσκολία εισαγωγής σ' αυτές, επιδίωκαν να προετοιμάσουν μόνιμα στελέχη ικανά να ανταποκριθούν στα καθήκοντα διαχείρισης ενός διαφορετικού ανθρώπινου δυναμικού.
Τέλος, θα ήταν λάθος να νομιστεί ότι οι μεταρρυθμίσεις που επιχειρούνται από το ΠΑΣΟΚ στο στρατό στρέφονται γύρω από ορισμένες διατάξεις του Στρατιωτικού Κανονισμού, θα ήταν σοβαρό λάθος να παραβλεφθούν οι συνέπειες για τον ίδιο το στρατιωτικό μηχανισμό της ώθησης της πολεμικής βιομηχανίας τα τελευταία χρόνια.
Πράγματι, οι εκπρόσωποι του ελληνικού καπιταλισμού φαίνεται να γοητεύονται από την ιδέα μιας πολεμικής βιομηχανίας που κατά τα πρότυπα των δυτικοευρωπαϊκών κρατών θα αποτελέσει την.«ατμομηχανή» της οικονομικής ανάπτυξης της χώρας συγκεντρώνοντας περισσότερο από το 25% των άμεσα παραγωγικών επενδύσεων και πάνω από το 50% των επενδύσεων σε ερευνητικά προγράμματα.3
Στις συνθήκες αυτές ο στρατός σαν πρώτος και κύριος αγοραστής και χρηματοδότης της ελληνικής πολεμικής βιομηχανίας τείνει να καταλάβει ένα νέο σημαντικά αναβαθμισμένο ρόλο στο εσωτερικό της δομής των κρατικών μηχανισμών όπου αυτό που μέχρι τώρα ήταν «δαπάνες» για το «στρατό» θα είναι στο μέλλον «επένδυση», «εφαρμοσμένη έρευνα» και «εργατική απασχόληση». Ασφαλώς, η αποπολιτικοποίηση του ρόλου του στρατού και η εδραίωση μιας τεχνοκρατικής ιδεολογίας με κεντρική έννοια το «αξιόμαχο», προετοιμάζουν τις ένοπλες δυνάμεις της χώρας στο νέο τους ρόλο.
3. Συνειδητή πειθαρχία και τιμητικά καθήκοντα
Μπορούμε τώρα να περάσουμε στην εξέταση της κριτικής που απευθύνεται από την Αριστερά προς την ΠΑΣΟΚική μεταρρύθμιση και της λογικής των δικών της προτάσεων. Ας σημειώσουμε, κατ' αρχήν, ότι μια ορισμένη αριστερή παράδοση θεωρεί σαν «συνεπή» κριτική τον ισχυρισμό ότι τίποτα δεν άλλαξε στο στρατό: «Απλή μεταγλώττιση στη δημοτική ο νέος ΣΚ». Από την άλλη όμως μια απλή ανάγνωση των κειμένων της ΚΕΕΔ, είναι σε θέση να καταδείξει την σύμπτωση των κατευθύνσεων στις οποίες κινούνται οι μεταρρυθμιστικές αντιλήψεις της παραδοσιακής Αριστεράς και της πολιτικής εξουσίας. Κατά τρόπο ανάλογο με την στρατιωτικοπολιτική ηγεσία, η ΚΕΕΔ διαπιστώνει ότι «η μορφή της πειθαρχίας που βασίζεται στον εξαναγκασμό και τη φοβία, που τα όρια της είναι περιορισμένα μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι του προϊσταμένου, περιόριζα την πρωτοβουλία, καλλιεργεί τη «λούφα», μειώνει έτσι την μαχητική ικανότητα του στρατεύματος». Δεν είναι υπερβολικό να υποστηρίξουμε ότι όλες οι προτάσεις της ΚΕΕΔ ξεκινούν από την πιο πάνω διαπίστωση. Για την ΚΕΕΔ και το ΚΚΕ το πρόβλημα βρίσκεται στη δημιουργία εκείνου του είδους πειθαρχίας που τα όρια της θα είναι πολύ ευρύτερα από την εμβέλεια του ματιού του προϊσταμένου, της πειθαρχίας εκείνης που θα συνοδεύει τον στρατευμένο ως τις πιο προσωπικές του στιγμές μέσα στο στρατόπεδο, ίσως μάλιστα και έξω από αυτό. Το περιεχόμενο αυτής της πειθαρχίας ορίζεται επακριβώς από την ΚΕΕΔ: «Συνειδητή, υπεύθυνη συμμετοχή του στρατευμένου στην οργανωμένη στρατιωτική ζωή και δραστηριότητα, ανάληψη της ευθύνης και των καθηκόντων που αυτή συνεπάγεται4 ». Πώς όμως μπορεί να εδραιωθεί μια τέτοια πειθαρχία παρά τη θέληση των στρατευμένων και ενάντια στις ποικιλόμορφες πρακτικές μαθητικής τους αντίστασης; Σύμφωνα με την ΚΕΕΔ σημαντικές θεσμικές αλλαγές που θα τροποποιήσουν τις σημερινές ιδεολογικές σχέσεις είναι επιβεβλημένες: Η συνειδητή και υπεύθυνη συμμετοχή προϋποθέτει ότι αποδίδονται στους στρατευμένους κάποια σαφώς ορισμένα δικαιώματα και ελευθερίες σύμφωνα με κάποιο σύνολο καθολικά αποδεκτών κανονισμών.
α) Η απόλυτη εξουσία των μονίμων πρέπει προφανώς να υπόκειται στους περιορισμούς των κανονισμών αυτών: «Έχει λοιπόν κάθε δικαίωμα η νεολαία που φορά το χακί αλλά και οι μόνιμοι στρατιωτικοί να διεκδικήσουν: Ο ΝΕΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΡΙΟΡΙΖΕΙ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ ΤΗΝ ΑΥΘΑΙΡΕΣΙΑ»4 . «Οι αυθαίρετες προσβολές της προσωπικότητας και οι αναπολόγητες τιμωρίες ούτε την τόνωση της συνειδητής πειθαρχίας ευνοούν ούτε το αξιόμαχο των ενόπλων δυνάμεων ενισχύουν»5 . Γιατί: «Η αυθαιρεσία αντικειμενικά καλλιεργεί τη δυσπιστία κι αποτελεί σοβαρό εμπόδιο στην ανάπτυξη σωστών σχέσεων ανωτέρου κατωτέρου»6 .
β) Στους ίδιους τους στρατευμένους πρέπει να αναγνωρίζονται τα δικαιώματα εκείνα που απορρέουν από την ιδιότητα τους σαν ελεύθερα όντα και που είναι συνυφασμένα με την υπεύθυνη εκπλήρωση της αποστολής τους: «ελεύθερη ενημέρωση από τον τύπο, ελευθερία συνείδησης, ελεύθερη συμμετοχή στην κοινωνική και πολιτική ζωή του τόπου, αναφαίρετο δικαίωμα για συνδικαλιστική έκφραση». Και η επεξήγηση: «Το δικαίωμα της συνδικαλιστικής έκφρασης,... όχι μόνο δεν υπονομεύει την πειθαρχία αλλά αντίθετα συμβάλλει και ενισχύει τη συνειδητή πειθαρχία του ρόλου και της αποστολής του στρατιωτικού. ..»7 .
γ) Η οριοθέτηση της εξουσίας των μονίμων στα πλαίσια της καθολικά αποδεκτής νομιμότητας και η απόδοση στους στρατευμένους των δικαιωμάτων που αρμόζουν σε υπεύθυνους πολίτες δημιουργούν τις προϋποθέσεις για τη χαλάρωση της έντασης στις σχέσεις μονίμων εφέδρων, για την όλο και στενότερη μεταξύ τους συνεργασία. Η ΚΕΕΔ έχει επιδείξει αξιόλογο ζήλο στην ενίσχυση και προβολή γιορτών οργανωμένων από τους στρατευμένους σε συνεργασία με τους μόνιμους αξιωματικούς προς τιμή των απολυομένων σειρών ή ακόμα και εκδηλώσεων όπως αυτή της ημέρας των Εν. Δυνάμεων, της 28ης Οκτωβρίου κ.ά.
Το γεγονός ότι η ΚΕΕΔ και το ΚΚΕ προσεγγίζει τον «εκδημοκρατισμό» στις ένοπλες, δυνάμεις από τη σκοπιά της ενίσχυσης της πειθαρχίας και του αξιόμαχου του στρατού και όχι από αυτήν της πολιτικοποίησης του ριζοσπαστισμού των στρατευμένων, οδηγεί πολύ φυσικά στην τελική συνάθροιση των αιτημάτων για πολιτικές και συνδικαλιστικές ελευθερίες για τους στρατευμένους με τα συνδικαλιστικά αιτήματα του κλάδου των μονίμων (αναδιοργάνωση των επικουρικών ταμείων και ασφαλιστικών φορέων, εφαρμογή ωραρίου, αναγνώριση των αναγκαίων υπερωριών κλπ). Έχουμε να κάνουμε εδώ με μια από τις ακραίες ίσως περιπτώσεις όπου το «κόμμα της εργατικής τάξης» εμφανίζεται με τη σημαία του «εκδημοκρατισμού» και της «εξυγείανσης», σαν ο συνεπέστερος υπερασπιστής όχι μόνο όλων ανεξαιρέτως των αιτημάτων επαγγελματικών κλάδων, όπως οι μόνιμοι αξιωματικοί, αλλά και μη εκφρασμένων αιτημάτων, που αυτό εφευρίσκει. Ασφαλώς οι επιτροπές στρατιωτών από τον περιορισμένο χώρο άντλησης των εμπειριών τους δεν θα μπορούσαν ποτέ να ανοίξουν ανάλογους πολιτικούς ορίζοντες.
Ας μην επεκταθούμε όμως στην ανάλυση της λογικής «εκδημοκρατισμού» του ΚΚΕ. Τα όσα προηγήθηκαν είναι πιστεύουμε αρκετά για να θεμελιώσουν τις θέσεις μας:
Ο «εκδημοκρατισμός» που προτείνει το ΚΚΕ για το στρατό κινείται στην ίδια μεταρρυθμιστική λογική με αυτή της σημερινής πολιτικής εξουσίας. Τείνει να αναθερμάνει τη συναίνεση των στρατευμένων προς τις επιλογές και τα πρότυπα διοίκησης και εκπαίδευσης της στρατιωτικής ιεραρχίας, να ακυρώσει τον ριζοσπαστισμό και την κριτική διάθεση προς την εξουσία που εκπροσωπούν οι μόνιμοι, να νομιμοποιήσει τους μόνιμους φορείς της εξουσίας σαν στελέχη με δύσκολη εθνική δημοκρατική αποστολή, να επανεδραιώσει στη συνείδηση των στρατευμένων τις κλονισμένες αξίες της «πειθαρχίας» και της «υπακοής προς τους ανωτέρους», να αμβλύνει τις κοινωνικές συγκρούσεις που εισβάλλουν στο εσωτερικό του στρατού, να παρουσιάσει τη θητεία σαν το ύψιστο πατριωτικό «τιμητικό καθήκον για κάθε Έλληνα», να αποκρύψει τα ταξικά χαρακτηριστικά του στρατιωτικού μηχανισμού, να εκλογικεύσει την καταστολή, να ακυρώσει τις ίδιες τις συνθήκες που θρέφουν τον ριζοσπαστισμό των στρατευμένων και ευνοούν την ανάπτυξη του κινήματος αμφισβήτησης μέσα στο στρατό.
4. Ριζοσπαστισμός των φαντάρων και πολιτικοποίηση
Αν όμως η παραδοσιακή Αριστερά, δέσμια των διλημμάτων του εθνικισμού και των αστικών ιδεολογιών για το κράτος, αδυνατεί να συλλάβει την ενότητα και τους απώτερους στόχους των μεταρρυθμιστικών επεμβάσεων της πολιτικής εξουσίας πάνω στο στρατό, και να διαφοροποιηθεί από αυτήν, αν πράγματι η παρέμβαση της μόνο το ξεπέρασμα της κρίσης νομιμοποίησης της στρατιωτικής εξουσίας μπορεί να προωθεί, η συγκρότηση της παρέμβασης της «άλλης» Αριστεράς παραμένει στο μεγαλύτερο μέρος της ένα ζητούμενο.
Μπορούν ωστόσο να γίνουν εδώ κάποιες επισημάνσεις.
Όπως υπαινιχτήκαμε σε προηγούμενη παράγραφο, αριστερή παρέμβαση στο στρατό δεν μπορεί να νοηθεί παρά μόνο από τη σκοπιά των στρατευμένων και του εργατικού κινήματος. Η αριστερή δηλ. παρέμβαση στο στρατό δεν μπορεί να χάνει από τα μάτια της δυο βασικά χαρακτηριστικά:
α) τον χαρακτήρα του στρατού ως μηχανισμού καταστολής του αστικού κράτους, του οποίου η εσωτερική συνοχή διασφαλίζεται από την κυριαρχία του εθνικισμού στο σύνολο της κοινωνίας, μέσα κι έξω από το στρατό, από την κυριαρχία των αστικών ιδεολογικών αντιλήψεων για τον ρόλο του στρατού ως προασπιστή και εγγυητή της εθνικής ασφάλειας και ανεξαρτησίας και τέλος από την κυριαρχία των αστικών αντιλήψεων για την πειθαρχία, την ιεραρχική δόμηση κλπ.
β) τη βασική αντίθεση που διατρέχει το σώμα του στρατού, αντίθεση στην
οποία αποκρυσταλλώνεται ο στρατιωτικός καταμερισμός εργασίας και εξουσίας. Στους δυο πόλους της θα βρούμε: από δω τους μόνιμους αξιωματικούς και υπαξιωματικούς φορείς της εξουσίας και της γνώσης, από κει τους έφεδρους οπλίτες εκπαιδευόμενους διοικουμένους.ι
Στο πλαίσιο αυτό ανοίγονται συγκεκριμένες κατευθύνσεις κριτικής παρέμβασης.
Κάθε κριτική των ιδεολογημάτων του εθνικισμού, αποτελεί παρέμβαση στο στρατό. Η θέση αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία σήμερα που διάφορες πρωτοβουλίες ενίσχυσης της στρατιωτικής παρουσίας της Ελλάδας στην Α. Μεσόγειο παρουσιάζονται σαν επιλογές που απλώς φιλοδοξούν να προστατεύσουν τον τόπο από τους καιροφυλακτούντες υπερεξοπλισμένους Τούρκους.
Η πολιτικοποίηση και ανάδειξη των αυθόρμητων πρακτικών των στρατευμένων που καταγράφουν μορφές αντίστασης και αμφισβήτησης του στρατιωτικού μοντέλου πειθαρχίας αποτελεί επίσης παρέμβαση στο στρατό και μάλιστα καίρια.
Πραγματικά, σύμφωνα με το στρατιωτικό μοντέλο πειθαρχίας ο στρατευμένος είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται σε όλες τις στιγμές του 24ώρου, είτε είναι σε υπηρεσία, είτε όχι, σύμφωνα με ένα σύνολο από κανονισμούς και νόρμες που αναφέρονται σ' όλες τις λεπτομέρειες του ντυσίματος της εμφάνισης (μαλλιά, ξύρισμα, όχι γυαλιά ηλίου κλπ.) των κινήσεων (χαιρετισμός προς ανωτέρους και τα σύμβολα), του βαδίσματος (απαγορεύεται. το «νωχελικό» βάδισμα, τα χέρια στις τσέπες, το τσιγάρο κλπ.) το βλέμμα. Οι κανονισμοί αυτοί δεν περιορίζονται μόνο στο σώμα του στρατευμένου αλλά αφορούν εξ ίσου το κρεβάτι του, το σακίδιο του, το όπλο το αυτοκίνητο που χρεώνεται κλπ. Είναι γνωστό ότι αυτοί ακριβώς οι κανονισμοί αποτελούν το καθημερινό σημείο τριβής μεταξύ διοίκησης και στρατευμένων. Από τη μια πλευρά η στρατιωτική διοίκηση (με τις συνεχείς έγγραφες αναφορές των ανωτέρων κλιμακίων προς τα κατώτερα) επιμένει στη με θρησκευτική ευλάβεια τήρηση τους, σε σημείο που να δίνεται η εντύπωση ότι η πειθάρχιση των στρατευμένων εξαντλείται στα θέματα αυτά. Από την άλλη πλευρά οι στρατευμένοι συνολικά παρουσιάζονται 'διαίτερα δύστροποι και απρόθυμοι να πειθαρχήσουν στους κανονισμούς αυτούς, ακόμα και σ' αυτούς που φαινομενικά παρουσιάζουν ένα ελάχιστο γι' αυτούς κόστος, όπως π.χ. ο χαιρετισμός προς τους ανωτέρους. Οι στρατευμένοι ασφαλώς από την εμπειρία τους αντιλαμβάνονται ότι το πλέγμα των κανονισμών στους οποίους υπόκεινται και για την τήρηση των οποίων μπορούν να ελεγχθούν ανά πάσα στιγμή του 24ώρου και σε οποιοδήποτε σημείο του στρατοπέδου, ακόμα και έξω από αυτό, πέρα από οποιαδήποτε άλλη τεχνική αναγκαιότητα υλοποιούν την αδιάκοπη υποταγή τους, την απαλλοτρίωση από κάθε έλεγχο πάνω στο σώμα και τις κινήσεις τους, την στέρηση τους από τον ελάχιστο ιδιωτικό χώρο, από κάθε δικαίωμα ιδιαιτερότητας.
Σήμερα χάρη κυρίως στις εργασίες του Φουκώ γνωρίζουμε ότι το σύνολο των αντιλήψεων σχετικά με την «στρατιωτική πειθαρχία» και όλοι οι κανονισμοί που συνδέονται με αυτές πηγάζουν από μιαν ανομολόγητη αναγκαιότητα: το «ντρεσσάρισμα» (dressage) του σώματος και του «πνεύματος» του στρατιώτη σύμφωνα με τα στρατιωτικά πρότυπα. Το ντρεσσάρισμα πραγματώνεται μέσα από ένα πλέγμα διαπροσωπικών σχέσεων εξουσιασμού του στρατευμένου με τους ανώτερους του, αλλά και με τους με νεώτερη στρατιωτική ηλικία ομοιόβαθμούς του, που ο Φουκώ αποδίδει με τον όρο «μικροφυσική της εξουσίας». Από αυτή την άποψη ο «αντισυνταγματικός» χαρακτήρας του στρατιωτικού κανονισμού δεν αίρεται με κανενός είδους τροποποίηση του: αφού σε κάθε περίπτωση έχουμε να κάνουμε με μια βίαιη επέμβαση πάνω στο σώμα και τον ψυχικό κόσμο και τον τρόπο σκέψης του στρατευμένου που συνδέονται με μια μερική «αναστολή λειτουργίας» των κανόνων του δικαίου. Αυτή η ανομολόγητη αναγκαιότητα που προϋποθέτει παραίτηση του στρατευμένου από κάθε έλεγχο πάνω στο σώμα, τις κινήσεις και (δυνητικά) τον τρόπο σκέψης του, είναι η αιτία που κάνει τους στρατώνες (τουλάχιστον τα κέντρα κατάταξης) τόσο εκπληκτικά όμοιους με όλα τα «σωφρονιστικά» ιδρύματα της αστικής κοινωνίας (αναμορφωτήρια, φυλακές, ψυχιατρεία)8 .
Ασφαλώς η πολιτικοποίηση των πρακτικών αντίστασης των στρατευμένων στην καταναγκαστική λογική μιας τέτοιας στρατιωτικής πειθαρχίας που μερικοί αριστεροί την θέλουν και συνειδητή, η ανάδειξη των πρακτικών διεκδίκησης του απαλλοτριωμένου ιδιωτικού χώρου, διεκδίκησης του δικαιώματος στην ανομοιομορφία, άρνησης της δήλωσης εκούσιας υποταγής προς τους ανωτέρους μέσω του χαιρετισμού, ενέχουν ένα πολιτικό χαρακτήρα άμεσο, αφού αντιστρατεύονται τις βασικές πρωταρχικές υποθέσεις στις οποίες στηρίζεται ο στρατιωτικός μηχανισμός του αστικού κράτους. Γι αυτό και ο χαρακτήρας τέτοιων παρεμβάσεων στο στρατό είναι σήμερα πολύ πιο «πολιτικός» από το υπερπολιτικοποιημένο αίτημα ελεύθερης ανάγνωσης του πολιτικού τύπου σε μονάδες, όπου αυτός έτσι ή αλλιώς μένει στην σκιά των ενδιαφερόντων των στρατευμένων.
Τέλος, η ίδια η συνδικαλιστική οργάνωση των στρατευμένων αποκτά όλο της το περιεχόμενο μόνο στο μέτρο που προωθεί την αυτόνομη συγκρότηση τους σε αντίθεση προς την στρατιωτική ιεραρχία, στο μέτρο επομένως που προωθεί την ενότητα και αμφισβητεί το αυτονόητο του όποιου καταμερισμού εξουσιών στους κόλπους των στρατευμένων. Επειδή ακριβώς η κριτική της ιεραρχίας «από τα μέσα» παραμένει και σήμερα όπως και χθες αμφιλεγόμενη, η κριτική πολιτική στάση απέναντι στον καταμερισμό εργασίας και εξουσίας που αποκρυσταλλώνεται στη διάκριση του σώματος των στρατευμένων σε έφεδρους βαθμοφόρους και στρατιώτες, αποτελεί μια πολιτική αναγκαιότητα. Και επειδή πιθανά ο καταμερισμός αυτός και τα πρότυπα στα οποία στηρίζεται είναι περισσότερο ευάλωτα απ' ό,τι ο καταμερισμός εργασίας π.χ. μέσα στο εργοστάσιο, η συμμετοχή των έφεδρων βαθμοφόρων στα συνδικάτα στρατιωτών ας μη θεωρείται εκ των προτέρων δεδομένη.
Επίλογος.
Η αποτυχία πολιτικοποίησης των αυθόρμητων αντιστάσεων και σύνδεσης με τις ποικίλες μορφές ριζοσπαστικής αμφισβήτησης μέσα στο στρατό είναι γενική για όλη την Αριστερά και εν πάσει περιπτώσει ξεπερνάει τα όρια της Αριστεράς εκείνης που είναι προσβλημένη από κοινωνικό συντηρητισμό. Αφορά όλες τις αριστερές δυνάμεις που από την επαύριο ήδη του εμφύλιου δεν έπαψαν ποτέ να μιλούν εν ονόματι του Έθνους και να απευθύνονται σ' αυτό προτείνοντας άλλοτε τους «Στόχους του Έθνους» και άλλοτε τις «Εθνικές Δημοκρατικές Διεξόδους».ι
Αυτή ακριβώς η εμμονή στην αναζήτηση της «πρωτοπορίας» στον αγώνα για προώθηση των «εθνικών συμφερόντων», είναι ο ουσιαστικός λόγος που απαγόρευσε στην Αριστερά να παρέμβει στις υπαρκτές κοινωνικές αντιθέσεις, να αναδειχτεί σε αντίπαλο δέος των αστικών πολιτικών δυνάμεων. Είναι δηλ. ο ουσιαστικότερος λόγος που ακυρώνει κάθε δυνατότητα μαρξιστικής κριτικής του αστικού κράτους, που ακυρώνει τον ίδιο τον αριστερό χαρακτήρα του πολιτικού της λόγου.
1. Βλ. π.χ. το ρεπορτάζ του Σ. Μαλλινούλη με τίτλο «Είμαστε κουφοί...» στο Σχολιαστή τ. 21. Επίσης την εύστοχη ανάπτυξη του Α. Τάρπαγκου, «Σταθερότητα και μεταλλαγές στο καθεστώς και τη φυσιογνωμία του στρατού», θέσεις τ. 7.
2. Βλ. ιδιαίτερα: Τ. Μαστραντώνης, Γ. Μηλιός: «Η θεωρία της Αριστεράς για την εξάρτηση του Ελληνικού Καπιταλισμού», θέσεις, τ. 2 και Γ. Μηλιός: «Οι αριστερές θεωρίες για την «εξάρτηση» και οι εξαρτήσεις του ελληνικού καπιταλισμού», θέσεις, τ. 9.
3. Βλ. Γ. Μαύρη, «Πόλεμος και ανάπτυξη», Σχολιαστής τ. 19.
4. Ενημερωτική έκδοση της ΚΕΕΔ για τον Εκδημοκρατισμό των Ενόπλων Δυνάμεων Σεπτέμβρης 1984.
5. Κανονισμός λειτουργίας της ΚΕΕΔ.
6. Ενημ. έκδοση της ΚΕΕΔ, όπ. παρ.
7. Απόφαση της Α' Πανελλαδνικής Συνδιάσκεψης της ΚΕΕΔ, Μάρτης '84. Είναι εξ άλλου γνωστή (βλ. «Μια ανήθικη ιστορία», Σχολιαστής τ. 20) η καταψήφιση από τους ευρωβουλευτές του ΚΚΕ του ψηφίσματος που κατέθεσε η Σοσιαλιστική Ομάδα στο Ευρωπαϊκό. Κοινοβούλιο περί του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι των στρατιωτικών.
8. Βλ. M. Foucault, «Surveiller et Punir», Gallimard, 1976