Σημειώσεις για τους ταξικούς αγώνες στην Κύπρο. Μέρος 2ο
του Θανάση Τσεκούρα
1. Εισαγωγή
Σίγουρα, η ενασχόληση με το Κυπριακό, για οποιονδήποτε αριστερό, (πρέπει να) τροφοδοτείται από μια άμεση και επείγουσα πολιτική ανάγκη. Να τοποθετηθεί και να αντιπαρατεθεί σε έναν από τους βασικότερους μύθους, που ακυρώνουν συνεχώς την πολιτική και ιδεολογική του ύπαρξη ως αριστερού.
Σήμερα μάλιστα, που η κρατική πολιτική, βγαλμένη κατευθείαν από τους «καημούς» και τους «πόθους» της Αριστεράς, προσπαθεί να μας πείσει ότι ο εθνικισμός είναι η «βασιλική οδός» για τον σοσιαλισμό και ταυτόχρονα η πεμπτουσία της μαρξιστικής σκέψης.
Χώρια που ο τουρκικός επεκτατισμός, ανάγεται τελικά σε κατ' εξοχήν εμπόδιο για τη νίκη των σοσιαλιστικών δυνάμεων, από το οποίο αν δεν απαλλαγούμε σύντομα, δεν θα μας έχει μείνει σε λίγο ούτε τετραγωνικό εδάφους για να οικοδομήσουμε το σοσιαλισμό που διακαώς σκεπτόμαστε και επιθυμούμε.
Και με τι λέξεις να μιλήσει κανείς όταν ο σοσιαλισμός, μαθαίνουμε ότι σημαίνει λίγη περισσότερη δημοκρατία και πολλή «εθνική περηφάνια», ενώ η ταξική πάλη έχει υποχρεωθεί, εδώ και πολύ καιρό, να υπογράφει «κοινωνικά συμβόλαια».
Παρ' όλους αυτούς τους λόγους ίσως και για όλους αυτούς να χρειάζεται, ειδικά σήμερα, να ασχοληθούμε με το Κυπριακό ζήτημα.
Συνεχίζοντας το προηγούμενο άρθρο μας1, εδώ ασχολιόμαστε κυρίως με τη γέννηση και την ενηλικίωση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Προδιαγράφοντας σχηματικά το πλαίσιο της ανάλυσης μας, θα λέγαμε ότι μια εσωτερική και δεδομένη αντίθεση μεταξύ της ελληνικής και τουρκικής αστικής τάξης της Κύπρου με τις αντίστοιχες κοινωνικές συναρθρώσεις, αποτελούν το υπόβαθρο της «κυπριακής κρίσης» και των διαδοχικών μορφών που πήρε. Στη συνέχεια, η διεθνοποίηση της «κυπριακής κρίσης», επικαθορίστηκε και από την επάλληλη όξυνση της ελληνοτουρκικής αντίθεσης, που αυτή είχε σε μεγάλο βαθμό προκαλέσει, ενώ παράλληλα εντάχθηκε στις αντιθέσεις του ιμπεριαλιστικού συστήματος, εκείνης της περιόδου. Αλλά για όλα αυτά θα μιλήσουμε, αναλυτικά και με την σειρά τους πιο κάτω.
2. Οι αντιθέσεις στο εσωτερικό της νεογέννητης Κυπριακής Δημοκρατίας
2. Α. Διαμόρφωση της πολιτικής σκηνής
Με την κατάπαυση του «ενωτικού αγώνα», την ίδρυση και την θεσμοθέτηση του Ανεξάρτητου Κράτους, είναι φυσικό, να μεταβάλλεται σημαντικά η δέσμη των πολιτικών και κοινωνικών συναρτήσεων, το πλαίσιο των αντιθέσεων και συγκρούσεων που σημαδεύουν την νεογέννητη Κυπριακή Δημοκρατία.
Μετά την πρώτη σύγχυση, από την υπογραφή των συμφωνιών της Ζυρίχης και του Λονδίνου, αρχίζει να διαγράφεται σταδιακά η διάταξη της πολιτικής σκηνής του νησιού, τα κοινωνικά ρεύματα που εκπροσωπούνται σ' αυτήν, οι αντιθέσεις, οι συμμαχίες και οι ηγεμονικές δυνάμεις που την χαρακτηρίζουν.
Μάλιστα, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι σε μικρό χρονικό διάστημα, η συνολική στρατηγική που έχει σαν βασικούς φορείς τον Μακάριο και τους πολιτικούς συμμάχους του αποκτά μια αναμφισβήτητη ηγεμονική δύναμη, που με αξιοσημείωτη σταθερότητα θα αναπαράγεται όλη την επόμενη δεκαετία.
Ο πρώτος σκόπελος για την Μακαριακή πολιτική, θα προέλθει από την ομάδα των σκληρών ενωτικών, που βγαίνοντας έξω από το μπλοκ των κριτικών ή μη υποστηριχτών των συμφωνιών και του Ανεξάρτητου Κράτους, προπαγανδίζουν ανοιχτά για την «προδοσία της Ένωσης» από τον Μακάριο. Το πολιτικό αυτό ρεύμα έλκει την καταγωγή του από τις πιο ακραίες εθνικιστικές μερίδες που υπήρξαν στον συνασπισμό του ενωτικού αγώνα, όπως δείξαμε στο προηγούμενο άρθρο μας.
Εδώ είναι σημαντικό να δείξουμε, ότι περιθωριοποιείται πολύ γρήγορα γιατί σιγά-σιγά απογυμνώνεται από τα βασικά του κοινωνικά ερείσματα (δηλαδή την παράδοση και την κληρονομιά της αγροτικής αστικής τάξης), με τη συνεχή ανάπτυξη του κυπριακού καπιταλισμού, αλλά και γιατί απομονώνεται από τους μέχρι τότε συμμάχους του σε πολλά ζητήματα, εθνικιστές της Γριβικής παράταξης. Πράγματι, η πολιτική του Μακάριου, αμέσως μετά τις συμφωνίες πριμοδοτούσε την ενσωμάτωση της μεγαλύτερης μάζας των εθνικιστών της ΕΟΚΑ για τη στήριξη της πολιτικής του. Σ' αυτή την κατεύθυνση και εκεί αποσκοπούσαν μια σειρά πρωτοβουλίες που παίρνει αυτή την περίοδο: συμμετοχή πολλών εθνικιστών στο Υπουργικό Συμβούλιο στελέχωση του κρατικού μηχανισμού από «αγωνιστές», και τέλος, η δημιουργία του Ενιαίου Δημοκρατικού Μετώπου Αναδημιουργίας (Μάρτης 1959), για το οποίο έγραφε χαρακτηριστικά στον Γρίβα: «Κατόπιν συνεννοήσεως μετά των τομεαρχών της ΕΟΚΑ επραγματοποιήθει χθες η ίδρυσις του ΕΔΜΑ το οποίον ως ελπίζω, θα περιλάβει όλα τα μέλη της ΕΟΚΑ ήτις θα αποτελέσει την σπονδυλικήν στήλην του Μετώπου...»2
Αργότερα, ξεπερνώντας κάποιες αιτιάσεις αβεβαιότητας και του ίδιου του Γρίβα, και μετά τη θεαματική τους συνάντηση στη Ρόδο (Οκτώβριος 1959)3, που κατέληξε σε υπόσχεση συμπαράστασης του Γρίβα προς τον Μακάριο, η δεξιά πλευρά του μπλοκ της Μακαριακής πολιτικής παρουσιαζόταν αρκετά διευρυμένη και ομαλοποιημένη. Οι Προεδρικές εκλογές του Δεκεμβρίου του '59 και η άνετη πλειοψηφία που εξασφαλίζει ο Μακάριος, επικυρώνουν τα λαϊκά ερείσματα για την ηγεμονική κυριαρχία της πολιτικής που εκφράζε. *
Μάλιστα, αμέσως μετά τις προεδρικές εκλογές, ακολουθεί η θεαματική στροφή του ΑΚΕΛ και η υποστήριξη στον Μακάριο, που καταλήγει σε κοινή κάθοδο με ενιαίο ψηφοδέλτιο στις επερχόμενες βουλευτικές εκλογές.
Έτσι, στις αρχές της δεκαετίας του '60, η «εθνική ενότητα» του κυπριακού λαού είναι συγκροτημένη στο πρόσωπο του Μακάριου, και στην υποταγή στην ηγεμονική δύναμη της πολιτικής του. Η αξιοσημείωτη σταθερότητα της θα αποδειχτεί πολλές φορές στη διάρκεια της επόμενης περιόδου.
Είναι όμως ενδιαφέρον να προσπαθήσουμε να συλλάβουμε τους άμεσους όρους που καθόρισαν την ηγεμονία αυτής της πολιτικής, και εξασφάλισαν την εμβέλεια της πολυσυλλεκτικής της ικανότητας.
Κατά τη γνώμη μας, βρίσκονται στις δύο κεντρικές πολιτικές προτεραιότητες που εκφράζε με τον καλύτερο και πιο φερέγγυο τρόπο η Μακαριακή πολιτική: επιθετικές πρωτοβουλίες για την ακύρωση στην πράξη των συμφωνιών της Ζυρίχης και κύρια, η ανοιχτή καταπίεση της τουρκοκυπριακής κοινότητας σε όλα τα επίπεδα από την μια και αδέσμευτη ανεξάρτητη πολιτική στις διεθνείς σχέσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας από την άλλη. Ο καθορισμός αυτών των δύο πολιτικών προτεραιοτήτων δημιουργούσε μια τεράστια συναινετική δύναμη απ' όλες τις πολιτικές δυνάμεις της Κύπρου: για την δεξιά πλευρά του Μακαριακού μπλοκ, τους ενσωματωμένους εθνικιστές της ΕΟΚΑ, η καταπίεση των τουρκοκυπρίων αποδυναμώνοντας τον παράγοντα που «ματαίωσε» και συνεχίζει να «ματαιώνει» την ένωση, έπειθε ότι το Ανεξάρτητο Κράτος ήταν ένα αναγκαίο μεταβατικό στάδιο, το τελικό σκαλοπάτι πριν από την Ένωση. Ταυτόχρονα, εκτιμούσε σωστά ότι αυτή η πολιτική είχε σαν αποτέλεσμα συνεχώς την όξυνση της ελληνοτουρκικής αντίθεσης και των προβλημάτων της ατλαντικής συμμαχίας, και ως εκ τούτου μέσα σ' αυτό το πλαίσιο θα κυριαρχούσαν μόνιμα οι προσπάθειες κατάσβεσης αυτού του επικίνδυνου πυροδότη. Έτσι λοιπόν, συναινούσαν εύκολα στην αδέσμευτη και ανεξάρτητη πολιτική του Μακαρίου, που επιχειρούσε να ακυρώσει αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο. Για την αριστερή πλευρά του μπλοκ η πολιτική μετάθεση ήταν σχεδόν αντίστροφη, αλλά εξίσου αποτελεσματική: η αδέσμευτη πολιτική και οι καλές σχέσεις με το ανατολικό στρατόπεδο, φάνταζε σαν συνεπής αντιιμπεριαλισμός που νομιμοποιούσε ακόμη και κάποιες «άκομψες» ενέργειες απέναντι στους συνοίκους, αυτή την μόνιμη πηγή, άλλωστε, του «εθνικού κινδύνου».
Η συγκρότηση αυτής της τεράστιας ηγεμονικής δύναμης, δεν οφείλεται βέβαια, ούτε σε ταχυδακτυλουργίες του Μακάριου, ούτε στους «έξυπνους» ελιγμούς που είχε την ικανότητα να κάνει. Οι διεργασίες που πριν κάνουν «ικανή», έκαναν «αναγκαία» αυτή την πολιτική, πρέπει να αναζητηθούν έξω από το επίπεδο της πολιτικής σκηνής, στην ιστορία και την εξέλιξη του κυπριακού καπιταλισμού, γιατί οι δυναμικές αντιθέσεις και συγκρούσεις που κρύβονται εκεί είναι οπωσδήποτε πιο πειστικά και σίγουρα επιχειρήματα από τη διορατικότητα ή αντίθετα τον αφελή μακιαβελισμό που διέκριναν τον Μακάριο.
2. Β. Ελληνικός και τουρκικός εθνικισμός
Η μορφή και ο τρόπος σχηματισμού του Ανεξάρτητου Κυπριακού Κράτους σίγουρα δεν διακρίνεται για την ομαλότητα, την ομοιογένεια και για τη διασφάλιση της σταθερότητας του. Ο δρόμος για την Ζυρίχη, όπως δείξαμε, οδήγησε σε μια «ασταθή ισορροπία των συμβιβασμών» ανάμεσα σε πολλούς και ανταγωνιζόμενους εταίρους. Η ετερογένεια, όμως, και ο δυαδισμός που διαπερνούσε από πάνω μέχρι κάτω όλους τους θεσμούς και τις διαδικασίες του κρατικού μηχανισμού, είναι αφέλεια να χρεωθεί στις σκευωρίες και τις μηχανορραφίες των «μεγάλων δυνάμεων» και στην κακιά μοίρα της κυπριακής υπόθεσης. Ήταν σίγουρο ότι εύρισκε ανταπόκριση στην ίδια την πραγματικότητα και τις αντιθέσεις της κυπριακής κοινωνίας, και πάνω απ' όλα στην κυρίαρχη αντίθεση του ελληνικού και του τουρκικού εθνικισμού, και των ταξικών συσχετισμών που είχαν σαν υπόβαθρο.
Βέβαια, είναι σωστό ότι η μορφή που πήρε κατ' αρχήν το ανεξάρτητο κράτος, δεν αντανακλούσε πιστά αυτούς τους συσχετισμούς, και ούτε ήταν δυνατόν να γίνεται κάτι τέτοιο, αφού στην συγκρότηση της «ασταθούς ισορροπίας», ήταν καθορισμένο ένα πολύ γενικότερο πλαίσιο, για τους τελικούς συμβιβασμούς: η συγκυρία του διεθνούς ιμπεριαλισμού, το ελληνικό και το τουρκικό κράτος, καθώς επίσης η Βρετανία και η Αμερική, η δεσπόζουσα δύναμη του μεταπολεμικού καπιταλιστικού κόσμου, δημιουργούσαν μια πιο πολύπλοκη κατάσταση.
Όλη αυτή λοιπόν η σύνθετη πραγματικότητα καταγραφόταν στη μορφή που πήρε τελικά το κυπρ. κράτος και γι' αυτό η πορεία του δεν φαινόταν τόσο εύκολη. Η ύπαρξη του, από δω και πέρα, καθορίζεται κατά κύριο λόγο από την αντίθεση του ελληνικού και τουρκικού εθνικισμού, για την οποία μιλήσαμε προηγούμενα και θα προσπαθήσουμε εδώ να μελετήσουμε πιο συγκεκριμένα.
Ο κυπριακός καπιταλισμός εμφανίζει την εξής ιδιομορφία: στο εσωτερικό του αναπαράγονται δυο μερίδες της αστικής τάξης πολύ καθαρά διαχωρισμένες, άνισα αναπτυγμένες και με ανταγωνιστικές σχέσεις μεταξύ τους, η ελληνοκυπριακή και η τουρκοκυπριακή αστική τάξη. Αυτό που έχει σημασία είναι η ανυπαρξία σχέσεων συνεργασίας μεταξύ τους και η συνεχής και αμοιβαία εχθρότητα σε όλα τα επίπεδα - να πώς περιγράφει την κατάσταση, ο Α. Ζιαρτίδης στο 13ο Συνέδριο του ΑΚΕΛ: «... η ελληνική κυπριακή αστική τάξη δεν επεδίωξε, αντίθετα απέφυγε, ίσως μάλιστα να αρνήθηκε την οικονομική συγχώνευση των δύο κοινοτήτων. Ούτε μικτές εμπορικές επιχειρήσεις, ούτε μικτές βιομηχανίες, ούτε μικτές υπηρεσίες, ούτε Τούρκοι μέτοχοι στις κυπριακές τραπεζικές επιχειρήσεις, ούτε καν Τούρκοι υπάλληλοι»4. Οι διαπιστώσεις αυτές δεν απέχουν καθόλου από την πραγματικότητα· μάλιστα, εκτός από την ανυπαρξία συνεργασίας, η ελληνική αστική τάξη εμφανίζεται σημαντικά πιο αναπτυγμένη από την αντίστοιχη τουρκοκυπριακή. Η εικόνα αυτή του διαχωρισμού και της άνισης ανάπτυξης, είναι καθαρή στα παρακάτω στοιχεία: στο σύνολο της ακαθάρ. παραγωγής της βιομηχανίας και των μεταλλείων (1962) στους ελληνοκύπριους (Ε Κ) ανήκει το 93,9% και αντίστοιχα το υπόλοιπο 6,1% στους τουρκοκύπρίους (ΤΚ). Επίσης τα ανάλογα ποσοστά στις εισαγωγές είναι 96,1% και 3,9% αντίστοιχα, ενώ στις εξαγωγές εγχωρίων προϊόντων οι ΤΚ ελέγχουν το 0,5% και το υπόλοιπο 99,5% ανήκει στους Ε Κ5. Από τη σύγκριση αυτών των στοιχείων, και κύρια από το μικρό ποσοστό των ΤΚ εξαγωγών φαίνεται ότι η πραγματική θέση των ΤΚ αστών, στο οικονομικό επίπεδο, ήταν ακόμα χειρότερη · ο μεγαλύτερος αριθμός ήταν στην ουσία μικρές μονάδες της μικροαστικής τάξης και των πιο αδύναμων τμημάτων του κεφαλαίου, χωρίς τους όρους και τις δυνατότητες για σημαντικές εξαγωγές, κύρια προσανατολισμένες στην τοπική εσωτερική αγορά. Είναι ενδεικτικό ότι μόνο 11% των καταστημάτων της μεταποίησης που απασχολούν πάνω από 5 άτομα ανήκουν σε ΤΚ και η συμμετοχή τους στην ακαθάριστη προστιθέμενη αξία του τομέα είναι της τάξης του 2%6. Είναι φανερό ότι στην ανάπτυξη του κυπριακού καπιταλισμού, η μερίδα του λέοντος ανήκει αναμφισβήτητα στο ελληνοκυπριακό κεφάλαιο. Όπως δείξαμε στο προηγούμενο άρθρο, πριν από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και κυρίως έως την δεκαετία 1930-40 στον κυπριακό καπιταλισμό κυριαρχεί η αγροτική αστική τάξη που σχεδόν κατ' αποκλειστικότητα είναι ελληνική. Μάλιστα στην διαμόρφωση της παίζει σημαντικό ρόλο η Εκκλησία, όχι μόνο σαν πολιτικός και ιδεολογικός υποστηριχτής, αλλά άμεσα στο οικονομικό επίπεδο, σαν φορέας καθορισμένων γαιοκτητικών και τοκογλυφικών, κύρια, σχέσεων εκμετάλλευσης, τονίζοντας ακόμη περισσότερο την ελληνική ταυτότητα της αγροτικής αστικής τάξης. (Είναι χαρακτηριστικό απ' αυτή την πλευρά να σημειώσουμε, ότι ακόμη και μετά την ίδρυση του ανεξάρτητου κράτους, η Εκκλησία δεν ενοικιάζει αγρούς και καταστήματα στους τουρκοκύπριους). Έτσι λοιπόν και στην Κύπρο, παρατηρείται το ίδιο φαινόμενο με τα άλλα κατεχόμενα, από την Οθωμανική Αυτοκρατορία εδάφη· η αστική τάξη των υποταγμένων εθνών, με προεξέχουσα την ελληνική, να αναπτύσσεται σημαντικά και με γρήγορους ρυθμούς και πολλές φορές να κυριαρχεί οικονομικά σε διάφορες περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σε αντίθεση με την πολιτικά κυρίαρχη, αλλά μπλοκαρισμένη και αδύναμη τουρκική αστική τάξη. Δεν σκοπεύουμε να καταπιαστούμε με αυτό το θέμα, αλλά μας χρησιμεύει για να αντιληφθούμε την εύκολη κυριαρχία της αγροτικής αστικής τάξης με καθαρά ελληνική ταυτότητα από τις πρώτες φάσεις ανάπτυξης του κυπριακού καπιταλισμού.
Στα χρόνια της τουρκικής κατοχής της Κύπρου και με αρχικό πυρήνα την Εκκλησία τίθενται οι βάσεις για την ανάπτυξη της ελληνικής αγροτικής αστικής τάξης και της κυριαρχίας της στην καπιταλιστική οικονομία του νησιού. Οι διαδικασίες μέσα από τις οποίες δημιουργήθηκε αυτή η πραγματικότητα, δεν νομίζουμε ότι έχουν μεγάλες διαφορές από τις άλλες περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπου αναπτύσσεται και κυριαρχεί ουσιαστικά, από τα μέσα του Που αι. και μετά, η ελληνική αστική τάξη. Ίσως η σπουδαιότερη διάκριση, έγκειται στο ότι η ελληνική αστική τάξη της Κύπρου, παρουσιάζει τονισμένα «γαιοκτητικά» χαρακτηριστικά, ενώ αντίθετα δεν παρουσιάζει αξιόλογες επιδόσεις στη ναυτιλία, όπως σε άλλες περιοχές.
Όταν γίνεται η οριστική προσάρτηση της Κύπρου στην Βρεττανική Αυτοκρατορία το μέλλον της άρχουσας τάξης των τουρκοκυπρίων δεν προμηνύεται ιδιαίτερα καλό· ο σχηματισμός του τουρκικού εθνικού κράτους την ίδια περίπου περίοδο και, η κεμαλική πολιτική της αναδίπλωσης στο εσωτερικό του κράτους και η δηλωμένη αδιαφορία για την υποστήριξη τουρκικών πληθυσμών που συνέχιζαν να ζουν έξω από την επικράτεια του κράτους, άφηνε αβοήθητη στην ουσία την ΤΚ άρχουσα τάξη από την εξωτερική στήριξη της «Μητέρας Πατρίδας». Είναι ενδεικτικό ότι μέχρι το 1925 5.000 ΤΚ αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στην Τουρκία.
Παράλληλα, το Εκβάφ, ένας βασικός πυρήνας μιας δυνάμει τουρκοκυπριακής αγροτικής αστικής τάξης λόγω της σημαντικής γαιοκτησίας που κατείχε, δεν κατάφερε να εξελιχθεί. Σ' αυτό σίγουρα συνέτεινε το γεγονός ότι το Εκβάφ παρέμεινε κάτω από την εποπτεία της Βρεττανικής διοίκησης, χωρίς καμία αυτονομία απ΄ αυτήν7. Την ίδια περίοδο, η ελληνική αγροτική αστική τάξη, χάρις σ' αυτή την αυτονομία, και πολλές φορές την ανοιχτή αντίθεση με τη Βρεττανική Διοίκηση κατάφερε να αναπτύσσεται με σημαντικούς ρυθμούς. Έτσι λοιπόν η συνεργασία αυτή δε βοήθησε τους τουρκοκύπριους να βελτιώσουν τη θέση τους, και αυτή η στασιμότητα συνεχίστηκε μέχρι την ανεξαρτησία. Η όποια ανάπτυξη τους οφείλεται είτε στην μικροεκμετάλλευση του ανταγωνισμού των Ελλήνων αστών με τους Βρεττανούς καταφέρνοντας έτσι να αναρριχηθούν σε κάποιες υψηλές θέσεις των κρατικών μηχανισμών, κύρια των κατασταλτικών οργάνων του, είτε με διαδοχικές εθνικιστικές καμπάνιες μποϋκοτάζ των ελληνικών προϊόντων του τύπου «από Τούρκο σε Τούρκο», είτε τέλος στις παρυφές και στα κενά που άφηνε η ανάπτυξη του ελληνοκυπριακού κεφαλαίου, διατηρώντας όμως πάντα τον αναίμακτο και αδύναμο χαρακτήρα της.
Το φαινόμενο της μεγάλης στασιμότητας δεν ήταν βέβαια αποκλειστικό «προνόμιο» των τουρκοκυπρίων αστών· η εξαθλίωση των ΤΚ λαϊκών τάξεων ήταν πολύ μεγαλύτερη. Οι τουρκοκύπριοι, παρ' ότι αποτελούσαν το 18% του πληθυσμού, ιδιοποιούνταν μόνο το 7% του εθνικού εισοδήματος. Για το 1962, υπολογίζεται ότι το μέσο κατά κεφαλήν ακαθάριστο εθνικό προϊόν ήταν για μεν τους ΕΚ περίπου 220 στερλίνες και για τους ΤΚ μόλις 64 στερλίνες περίπου8.
Στην πλειοψηφία τους αποτελούσαν τη φτωχή αργατιά της κυπριακής κοινωνίας· είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ το ποσοστό ιδιοκτησίας γης είναι περίπου ίδιο με την πληθυσμιακή τους αναλογία, το μάξιμουμ ποσοστό συμμετοχής τους, στην συνολική παραγωγή της γεωργίας είναι αισθητά μικρότερο, και φτάνει το 12,6% του συνόλου για το 1963. Φτωχοί αγρότες λοιπόν της υπαίθρου, με τα χειρότερα χωράφια στην κατοχή τους από άποψη φυσικής γονιμότητας, τις πιο απαρχαιομένες καλλιέργειες, με χαμηλή παραγωγικότητα και μικρή ποσότητα επενδυμένου κεφαλαίου. Η αξία των χωραφιών των ελληνοκυπρίων αγροτών ήταν πολύ μεγαλύτερη, και κατά μέσο όρο μια σκάλα της γης του ελληνοκύπριου άξιζε 40-50% περισσότερο από την αντίστοιχη ενός τουρκοκύπριου. Γι αυτό και το ρεύμα μετανάστευσης προς τις πόλεις είναι αρκετά μεγαλύτερο σ' αυτούς. Και εκεί βέβαια τα πράγματα δεν ήταν και πολύ καλύτερα· σε κανονικές συνθήκες οι Έλληνες εργοδότες απασχολούσαν το 80% του ΤΚ εργατικού δυναμικού. Όπως εύστοχα παρατηρεί ο Ν. Ψυρούκης, «οι Τουρκοκύπριοι των πόλεων στην πλειοψηφία τους αποτελούν φτηνή ανειδίκευτη εργατική δύναμη»9. Το καθεστώς είναι να καταλαμβάνουν τις χειρότερες και με την λιγότερη ειδίκευση θέσεις στον καταμερισμό εργασίας, και με συστηματικό κανόνα την ανισομισθία με τους αντίστοιχους ελληνοκύπριους10.
Δεν απέχει από την πραγματικότητα, νομίζουμε η διαπίστωση ότι τα διαδοχικά «οικονομικά θαύματα» του κυπριακού καπιταλισμού, συστηματικά άφηναν απ' έξω κάποιους από τους συντελεστές τους, και αυτοί κατά κύριο λόγο ήταν τουρκοκύπριοι.
Έχουμε λοιπόν τώρα, σε γενικές γραμμές σχηματίσει το φόντο της «διακοινοτικής σύγκρουσης», γιατί πράγματι τέτοια φορά πήραν τα γεγονότα, και πολύ γρήγορα μάλιστα: δυο αντιμαχόμενα εθνικά μπλοκ, δυο στρατοί σε συνεχή διάταξη μάχης, και αργότερα δυο «κοινωνίες» πάνω σ' ένα πολύ μικρό νησί.
Αλλά ας θέσουμε ένα ερώτημα πολύ εύλογο, αν και λίγο παράκαιρο και αναδρομικό, και γι αυτό ίσως, πολιτικά άκυρο: γιατί το ελληνοκυπριακό κεφάλαιο να μην ρίξει γέφυρες συνεργασίας, συνεταιρικής εκμετάλλευσης με το αντίστοιχο τουρκοκυπριακό; Βέβαια το ερώτημα είναι κάπως μεταφυσικό, τουλάχιστον, αλλά διευκολύνει να δείξουμε και κάποια άλλη πλευρά των πραγμάτων: τον αναπόφευκτο και αναγκαίο συνδυασμό των δύο «καθυστερήσεων», τόσο των τουρκοκυπρίων αστών, όσο και των ομοεθνών τους λαϊκών τάξεων. Το ελληνοκυπριακό κεφάλαιο οφείλει πολλά στην εξαθλιωτική εκμετάλλευση των τουρκοκυπρίων, και είναι φυσικό να αγωνίζεται για τη διατήρηση της. Άλλωστε, δεν κάνει τίποτε άλλο, παρά να ακολουθεί τον πιο κοινό και συνηθισμένο δρόμο επίλυσης των διαφορών ανάμεσα σε εθνικές ομάδες, για όλα τα διεθνικά ή πολυεθνικά καπιταλιστικά κράτη: η κυρίαρχη, πολιτικά, οικονομικά και ιδεολογικά, εθνική ομάδα, να καταπιέζει και να εκμεταλλεύτεται υπέρμετρα σε όλα τα επίπεδα τις πιο αδύναμες και υποτελείς, θα ήταν ατέλειωτοι οι κρίκοι της αλυσίδας, που θα σχηματίζονταν, αν αναφέραμε ξεχωριστά κάθε τέτοια εθνική περίπτωση. Είναι χαρακτηριστικό, ότι ο Λένιν, σε ακόμη παλιότερες εποχές όταν διαπίστωνε αυτόν τον κανόνα, ανάφερε και σαν σχεδόν μοναδική του εξαίρεση, την περίπτωση της Ελβετίας, και τόνιζε προειδοποιητικά: «Πάλη ενάντια σε κάθε εθνική καταπίεση ασφαλώς ναι. Πάλη για κάθε λογής εθνική ανάπτυξη, για τον «εθνικό πολιτισμό» γενικά ασφαλώς όχι. Η οικονομική ανάπτυξη της καπιταλιστικής κοινωνίας μας δίνει σ' όλο τον κόσμο παραδείγματα εθνικών κινημάτων, που δεν έφτασαν σε πλήρη ανάπτυξη, παραδείγματα σχηματισμού μεγάλων εθνών από μια σειρά μικρά έθνη ή σε βάρος ορισμένων μικρών εθνών, παραδείγματα αφομοίωσης εθνών. Αρχή του αστικού εθνικισμού είναι η ανάπτυξη της εθνότητας γενικά και από δω απορρέει η αποκλειστικότητα του αστικού εθνικισμού, από δω και η χωρίς διέξοδο εθνική φαγωμάρα»11. Από δω απορρέει και η αναγκαιότητα της σύγκρουσης ανάμεσα στις αστικές τάξεις των δύο εθνικών ομάδων: η εξαθλιωτική εκμετάλλευση των τουρκοκυπριακών μαζών, δεν ήταν δυνατόν να συνοδεύεται από διαθέσεις συνεργασίας με την τουρκ. αστική τάξη. Και για έναν λόγο ακόμη· μια τέτοια διάθεση συνεργασίας από τη μεριά των τελευταίων, θα δυσχέραινε περισσότερο τη θέση τους, αφού θα τους ακύρωνε και το τελευταίο χαρτί που είχαν στα χέρια τους, δηλ. την πολιτική δύναμη που κατέχτησαν μέσα από την ηγεμονία στη δική τους εθνική ομάδα, και μάλιστα με αρκετά γνωστές για μας διαδικασίες.
Όπως έχουμε δει προηγούμενα, η ηγεμονία του ελληνοκυπριακού κεφαλαίου υλοποιήθηκε μέσα από την διαχείριση της προϋπάρχουσας «πρώτης ύλης», του εθνικού ενστίκτου των ελληνοκυπρίων, την κατάλληλη συγκυρία και κάτω από την πλήρη κυριαρχία της. θα ήταν αφέλεια να πιστεύαμε ότι το αντίστοιχο εθνικό ένστικτο δεν υπήρχε στις τουρκοκυπριακές μάζες, και ότι οι όροι δημιουργίας και σταδιακής διαμόρφωσης του, όπως ήταν φυσικό, θα χαρακτηρίζονταν από την ανοιχτή συμπάθεια και ενσωμάτωση, στην «μητρική» τουρκική συνείδηση, και αργότερα στο τουρκικό εθνικό κράτος. Η διαχείριση αυτής της πρώτης ύλης, εκ μέρους της άρχουσας τάξης των ΤΚ, θα της επιτρέψει να γίνει ηγεμονική δύναμη στο δικό της εθνικό μπλοκ, και να κερδίσει έτσι την πολιτική δύναμη που στήριζα την διαπραγματευτική της δύναμη στις μεταπολεμικές εξελίξεις του Κυπριακού. Οι όροι άρα της δημιουργίας τόσο του ελληνικού, όσο και του τουρκικού εθνικισμού μοιάζουν, λοιπόν, αρκετά αν και ξεκινούν από διαφορετικές αναγκαιότητες και από ένα σημείο και μετά ενδυναμώνονται μέσα από την αμοιβαία αντίθεση τους. Γι αυτό το λόγο, όταν ο ελληνικός εθνικισμός παίρνει τη μορφή ανοιχτού αγώνα για την Ένωση, δίνει την καλύτερη ευκαιρία στον τουρκικό εθνικισμό να σταθεροποιήσει και να διευρύνει την ηγεμονία του με στόχο την πάλη ενάντια στο κίνημα της Ένωσης12.
Για να συμπεράνουμε σ' αυτό το σημείο, πιστεύουμε ότι η αντίθεση ΕΚ και ΤΚ από τη μια, και η εξαθλιωτική εκμετάλλευση των τουρκοκυπριακών μαζών από την άλλη, είναι αδύνατο να διαχωρισθούν. Αν οι ελληνοκύπριοι αστοί, δεν ήταν πρόθυμοι να απαρνηθούν τα σημαντικά τους οφέλη, από την εκμετάλλευση και την σκληρή καταπίεση των ΤΚ λαϊκών τάξεων, έπρεπε ταυτόχρονα να έχουν εξασφαλίσει την αναιμικότητα και την καχεξία των ΤΚ κυρίαρχων τάξεων. Γι αυτό πολύ γρήγορα κατάλαβαν την αναγκαιότητα αυτής της πολιτικής, και την ακολούθησαν με τόση θαυμαστή συνέπεια, έως το τέλος.
2. Γ. Δυο διαφορετικές ερμηνείες της Ζυρίχης
Οι συμφωνίες της Ζυρίχης και η σύσταση του ανεξάρτητου κυπριακού κράτους μετατοπίζουν σ' ένα καινούργιο πλαίσιο την αντίθεση του ελληνικού και τουρκικού εθνικισμού και των κυρίαρχων ταξικών συμφερόντων που αρθρώνονται σ' αυτούς. Με λίγα λόγια το νέο πλαίσιο χαρακτηρίζεται από την όξυνση της πάλης, ανάμεσα στην ελληνοκυπριακή και τουρκοκυπριακή αστική τάξη, και των αντίστοιχων κοινωνικών«εθνικών» συμμαχιών τους, για τον έλεγχο της κυπριακής κρατικής εξουσίας, θα επιχειρήσουμε, τώρα, να αναλύσουμε τη θέση που προτείναμε παραπάνω.
Ένας κοινός τόπος, στις πιο διαδεδομένες απόψεις για το Κυπριακό, είναι ο οργισμένος αναθεματισμός των συμφωνιών της Ζυρίχης, στην οποία αποδίδονται στο μεγαλύτερο βαθμό, τα «πνεύματα του διαβόλου», που κατεύθυναν την κυπριακή ιστορία. Για μας τα πράγματα είναι λιγότερο απόλυτα. Η Ζυρίχη είναι απλά ένας σταθμός, από τους πιο σημαντικούς βέβαια, μιας διαδικασίας με πολύ μεγαλύτερη πολυπλοκότητα· μια στιγμή κατά την οποία συγκεφαλαιώνεται μια μακρόχρονη περίοδος της ταξικής πάλης, συσταίνεται κάτω από τους όρους και τις σχέσεις δύναμης εκείνης της συγκυρίας, μια «ασταθής ισορροπία συμβιβασμών», και στήνεται ένα καινούργιο σκηνικό, για να συνεχιστεί μια νέα φάση της ταξικής πάλης, με όλους τους φορείς της τοποθετημένους σε νέες θέσεις.
Το πρώτο και σημαντικότερο σημείο, που πρέπει να δούμε, είναι κατά πόσον ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, το «προνομιακό status» που απόσπασαν από τη Ζυρίχη οι τουρκοκύπριοι· ρίχνοντας μια επιφανειακή ματιά στα πράγματα, είναι σχεδόν προφανής μια καταφατική απάντηση στο ερώτημα. Μια μειονότητα της τάξης του 18% του πληθυσμού, βρίσκεται εξοπλισμένη με παντοειδή veto και αποφασιστικές αρμοδιότητες για τα σημαντικότερα πολιτικά θέματα της κρατικής πολιτικής, και εκτός αυτού συμμετέχει με αρκετά αυξημένα ποσοστά στους θεσμούς της κρατικής μηχανής. Επιχείρημα εντυπωσιακό και πασίδηλο, από αυτά που χαρακτηρίζονται αυτονόητα. Αν μιλήσουμε όμως διαφορετικά, θα δούμε ότι είναι ολότελα διαβλητό· η πραγματικότητα είναι ότι ο τουρκοκύπριος πολίτης, στο σύνολο της κοινωνικής ζωής, ανεξάρτητα από συμφωνίες και εγγυήσεις ανήκει στις χαμηλότερες θέσεις της κοινωνικής ιεραρχίας και υπόκειται στις χειρότερες και πιο άγριες μορφές εκμετάλλευσης. Η πραγματικότητα αυτή, δημιουργημένη από τη μορφή ανάπτυξης του κυπριακού καπιταλισμού, όπως δείξαμε, είναι φυσικό να μην ανατρέπεται από οποιεσδήποτε, νομικές και θεσμικές ρυθμίσεις, και οι τουρκοκυπριακές μάζες να παραμένουν πολίτες β' κατηγορίας σ' όλα τα επίπεδα του κυπριακού καπιταλισμού. Η λύση του «συνεπούς δημοκρατισμού» σαν οριακή περίπτωση, και σαν μοναδική «λύση του εθνικού ζητήματος, εφόσον γενικά είναι δυνατή η λύση του στον κόσμο του καπιταλισμού»'3, κατά τον Λένιν, μια λύση δηλαδή «ελβετικού τύπου», μοιάζει να μην βρήκε και μεγάλη επιδοκιμασία στην πραγματικότητα του κυπριακού καπιταλισμού.
Παρ' όλα αυτά και μόνο εξ αντανακλάσεως τα προνόμια της Ζυρίχης μπορούν να αποδοθούν στους τουρκοκυπρίους· σαν προνόμια και προστατευτικές εγγυήσεις στην τουρκοκυπριακή αστική τάξη και τους φορείς της.
Και σαν προνόμια δικαιολογημένα μπορούν να χαρακτηριστούν αφού η θέση των ΤΚ αστών στο επίπεδο της πολιτικής εξουσίας, από τον συμβιβασμό της Ζυρίχης, δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματική κοινωνική δύναμη, που είχαν κατακτήσει στην διαμόρφωση του κυπριακού καπιταλισμού, θα ήταν τουλάχιστον απλουστευτική οποιαδήποτε ανάλυση δεν έκανε τη διάκριση ανάμεσα σ' αυτές τις δυο καταστάσεις. Για την ΤΚ αστική τάξη, η θέση της στην πολιτική εξουσία, εμφάνιζε μια ιδιαίτερη ασυμμετρία με την πραγματική της θέση, πράγμα που εύκολα καταλάβαινε και η ίδια· ήταν διατεθειμένη λοιπόν να χρησιμοποιήσει τις συμφωνίες της Ζυρίχης σαν «προστατευτικό θερμοκήπιο» για να ξεπεράσει έτσι την πάγια αδυναμία της.
Από την άλλη μεριά η ΕΚ αστική τάξη, είχε κι αυτή σαφή συνείδηση αυτής της ασυμμετρίας - δε νομίζουμε, ότι ο υπερβολικός τονισμός κάποιου μεμονωμένου παράγοντα, είτε αυτός είναι η υστεροβουλία της Μ. Βρετανίας, είτε η αδιαφορία του ελληνικού κράτους, είτε η υποτιθέμενη συμπαράταξη της Αμερικής στο πλευρό της Τουρκίας, την έσπρωξαν να αποδεχθεί αυτή την ασυμμετρία, υπογράφοντας τις συμφωνίες. Είναι πιο πειστική μια ανάλυση που συλλαμβάνει την αλληλεπίδραση όλων των παραγόντων, που ανταγωνίζονταν ανοικτά, με επίκεντρο την Κύπρο, όπως προσπαθήσαμε να κάνουμε στο προηγούμενο άρθρο, δίνοντας όμως την κεντρική θέση στον «εσωτερικό παράγοντα», δηλαδή στην πραγματική στρατηγική στόχευση του ενωτικού κινήματος, που δεν ήταν άλλη, παρά τις σημαντικές αντιθέσεις, από την στρατηγική του ανεξάρτητου κράτους.
Και γι' αυτό, μετά την ίδρυση του ανεξάρτητου κράτους, ήταν πολύ καλά προετοιμασμένη για το επόμενο βήμα· στηριγμένη στην ολοκληρωτική κυριαρχία της, σ' όλα τα επίπεδα του κυπριακού καπιταλισμού, θα αποδείκνυε πολύ σύντομα, ότι η «δύναμη της πραγματικότητας» υπερτερούσε της «δύναμης των συμφωνιών». Η στρατηγική της αποκρυσταλλώνεται σταδιακά, σ' ένα ακήρυχτο πόλεμο θέσεων, που στόχευε στην κατάργηση στην πράξη, του προνομιακού status της τουρκοκυπριακής αστικής τάξης, δηλαδή ενός μέρους των συμφωνιών της Ζυρίχης, με απώτερο σκοπό τον αποκλειστικό έλεγχο απ' αυτήν της κρατικής εξουσίας στην Κύπρο. Έτσι λοιπόν, η προϊούσα αντίθεση του ελληνικού και τουρκικού εθνικισμού μπαίνει σε μια καινούργια φάση: στην πάλη για τη μορφή και τον έλεγχο της πολιτικής εξουσίας, και στη διάρκεια αυτής της περιόδου, την πρωτοβουλία και το ρόλο του επιτιθέμενου θα κερδίσει ανεπιφύλακτα η ελληνοκυπριακή πλευρά.
Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο, μπορεί να κατανοηθεί η ανοιχτή διαμάχη μεταξύ των δύο κοινοτήτων για την «ερμηνεία» των συμφωνιών, που φτάνει ως την ανοιχτή ρήξη τα Χριτούγεννα του '63. Η Μακαριακή ηγεσία διαχειρίστηκε και ανέδειξε σ' όλα τα επίπεδα τη στρατηγική του ελληνοκυπριακού κεφαλαίου, δηλ. την αμφισβήτηση και την ακύρωση τελικά τη θέσης των ΤΚ αστών στην κεντρική πολιτική εξουσία. Η διαδικασία αυτή, αφού γίνεται κυρίαρχη στις πολιτικές δυνάμεις της ελληνικής κοινότητας, οργανώνεται μεθοδικά προτάσσοντας μια δική της και αρκετά αυθαίρετη «ερμηνεία» της Ζυρίχης, και το Δεκέμβρη του '63 κορυφώνεται σε μια μετωπική, πολιτική και στρατιωτική επίθεση απέναντι στους τουρκοκύπριους.
Χαρακτηριστικό είναι το θέμα του χωρισμού των Δήμων: ενώ οι συμφωνίες της Ζυρίχης ήταν σαφείς και πρόβλεπαν τη «δημιουργία στις πέντε μεγαλύτερες πόλεις χωριστών δημαρχείων για τους Τούρκους κατοίκους» (αρ. 20), και η ίδια διάταξη περιλαμβανόταν στο Σύνταγμα (αρ. 173), η πολιτική ηγεσία και ο Μακάριος εμπόδιζαν την εφαρμογή τους14.
Το δικαίωμα veto του τούρκου αντιπροέδρου άρχισε να μην λαμβάνεται καθόλου υπόψιν (ένταξη στο κίνημα των Αδεσμεύτων και ανοιχτή διαφωνία του αντιπροέδρου). Η διάταξη των συμφωνιών, που πρόβλεπε αναλογία 70-30% μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων στις Δημόσιες Υπηρεσίες ποτέ δεν υλοποιήθηκε. Μάλιστα, το γεγονός αυτό στάθηκε αφορμή για την αποχώρηση των Τούρκων Βουλευτών από το Κοινοβούλιο, όταν εξέπνευσε η προθεσμία που είχαν ορίσει για την υλοποίηση της. Στις διεθνείς σχέσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας η εκπροσώπηση ήταν εξ ολοκλήρου ελληνική, παρά τις διατάξεις των συμφωνιών.
Οι σωβινιστικοί λόγοι των Ελλήνων πολιτικών ηγετών, η ανάκρουση του ελληνικού εθνικού ύμνου στα ταξίδια του Προέδρου Μακαρίου, ο επίσημος γιορτασμός των εθνικών επετείων έντυναν με το αναγκαίο συμβολικό πλέγμα, την «εθνική» σημασία της κυρίαρχης πολιτικής.
Παράλληλα, διάφορες παρακρατικές οργανώσεις με κέντρα επιφανείς προσωπικότητες της κυβέρνησης και του Μακαριακού μπλοκ προετοιμάζονταν για το «τελικό ξεκαθάρισμα» με τους τουρκοκυπρίους - η δυναμικότερη απ' αυτές, η «Οργάνωση», με αρχηγό τον υπουργό Γεωρκάτζη, δρώντας κάτω από την υψηλή, ανεπίσημη βέβαια, εποπτεία του Μακαρίου, κατάστρωνε πολιτικά σχέδια, που δυστυχώς, όπως αποδείχτηκε, δεν απείχαν και πολύ από την πραγματικότητα. Σ' ένα απ' αυτά, εγκεκριμένο και επικυρωμένο από τον Μακάριο, διαβάζουμε: «Πρώτου καθιερωθή να γίνη αποδεκτόν το δικαίωμα μιας μονομερούς τροποποιήσεως του Συντάγματος πρέπει να αποφευχούν ενέργειαι και αποφάσεις αϊ οποίαι απαιτούν δυναμική ενέργεια εκ μέρους μας, π.χ. ενοποίησις Δήμων. Τοιαύτη απόφασις επιβάλλει εις την Κυβέρνησιν να επέμβη δυναμικώς και δια να επιφέρει ενοποίησιν και κατάληψιν της δημοτικής περιουσίας δια της βίας, πράγμα το οποίο θα επιβάλλει εις τους Τούρκους, πιθανώς, δυναμικήν αντίδρασιν. Αντιθέτως είναι ευκολότερον δι ημάς δια νομικής πράξεως να τροποποιήσωμεν π.χ. την πρόνιαν περί 70:30, οπότε οι Τούρκοι θα είναι εκείνοι οι οποίοι θα χρειάζονται θετικήν δυναμικήν ενέργειαν, ενώ δϊ ημάς η πράξις θα είναι ουχί ενέργεια, αλλά «άρνησις». Το ίδιο και δια τας χωριστός φορολογικός πλειοψηφίας. Τα μέτρα τούτα έχουσι ήδη μελετηθεί και αποφασίσθηκε σειρά επί μέρους συναφών μέτρων προς εφαρμογήν των. Αφού διό μερικών τοιούτων ενεργειών επικυρωθή ντε φάκτο το δικαίωμα μας περί μονομερούς τροποποιήσεως του Συντάγματος τότε δυνάμεθα να προχωρήσωμεν κατά την κρίσιν και δύναμίν μας πλέον δυναμικώς»15.
Όλα τα επί μέρους στοιχεία λοιπόν, συναρθρώνονται σε μια ενιαία και συνολική στρατηγική κατεύθυνση, σ' έναν αποφασιστικό «πόλεμο θέσεων» κάτω από την αναμφισβήτητη πολιτική διεύθυνση της Μακαριακής ηγεσίας.
Όταν η συγκυρία θα φανεί ευνοϊκή, ο Μακάριος θα προχωρήσει στη τελική επιθετική κίνηση: την μονομερή καταγγελία μερικών διατάξεων του συντάγματος και την ταυτόχρονη υποβολή 13 σημείων για την αναθεώρηση του16.
Μια προσεκτική ανάγνωση στα «13 σημεία» φανερώνει τον αληθινό τους στόχο, την κατάργηση του προστατευτικού θερμοκηπίου με το οποίο η Ζυρίχη είχε εξοπλίσει την ΤΚ κυρίαρχη τάξη και εξ αντανακλάσεως, συνολικά την ΤΚ κοινότητα. Η κρίση του Δεκέμβρη του '63 είναι το άμεσο αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής, και θα πάρει πολύ γρήγορα και στρατιωτικό χαρακτήρα, με τη συμμετοχή όχι κάποιων «εξτρεμιστών» και «θερμοκέφαλων» από τις δύο κοινότητες όπως πολλοί ισχυρίζονται, αλλά του συνόλου των δυνάμεων, επίσημων ή ανεπίσημων των κοινοτήτων κάτω από τον άμεσο έλεγχο των αντίστοιχων πολιτικών ηγεσιών. Μόνο που αυτή τη φορά η ηγεσία των τουρκοκυπρίων βρίσκεται στη θέση του πιο αδύνατου πόλου· όπως θα δείξουμε παρακάτω, η παραδοσιακή της αδυναμία θα συνοδευτεί από την ανικανότητα της Τουρκίας να παρέμβει αποφασιστικά. Γι αυτό και η απάντηση της θα είναι αμυντική χωρίς να μπορεί να ανατρέψει τα δεδομένα της κατάστασης. Απλώς, αρνείται να νομιμοποιήσει τη μετωπική επίθεση των ελληνοκυπρίων με το να αποδεχθεί τους όρους τους, εγκαταλείπει στην κυριολεξία τη θέση της στον κρατικό μηχανισμό, αλλά και στο σύνολο της κοινωνικής ζωής του νησιού, και προσπαθεί να συσπειρώσει την πλειονότητα των ομοεθνών της σε μικρές, κλειστές και ελεγχόμενες εδαφικές ζώνες, τους επονομαζόμενους αργότερα τουρκοκυπριακούς θύλακες.
Είναι δύσκολο να πειστούμε ότι αυτή η πολιτική της ΤΚ ηγεσίας ήταν εκ των προτέρων σχεδιασμένη και αποτελούσε ένα βήμα συνειδητό και επιλεγμένο για τη διχοτόμηση του νησιού. Για μας, είναι μια πολιτική «ανάγκης» για την ΤΚ ηγεσία, μια αμυντική απάντηση που της επιβλήθηκε, στην ουσία, από την οργανική καχεξία που την χαρακτήριζε και την αδυναμία της να ανατρέψει τις εκδηλωμένες επιθετικές πρωτοβουλίες της ΕΚ πλευράς.
Έτσι λοιπόν, λιγότερο από μια πενταετία μετά τη Ζυρίχη, η Κύπρος γινόταν πάλι το επίκεντρο μιας ανοιχτής σύγκρουσης και καλούσε όλα τα «ενδιαφερόμενα» μέρη σε ένα καινούργιο θέατρο, να αναλάβουν τους ρόλους τους. Και όπως θα δούμε παρακάτω, η αυλαία δεν έμελλε να πέσει νωρίτερα, από τον Ιούλη του '74.
3. Η διεθνοποίηση της κυπριακής κρίσης
3. Α. Οι πρώτες επιπτώσεις της κυπριακής κρίσης
Η όξυνση της κυπριακής κρίσης έχει σαν άμεση συνέπεια την εμπλοκή σ' αυτήν κατ' αρχάς των δύο αντίστοιχων εθνικών κρατών, της Ελλάδας και της Τουρκίας και την ενεργοποίηση, εκ νέου, της ελληνοτουρκικής αντίθεσης.
Είναι σημαντικό να δείξουμε, ότι για μια μακρόχρονη περίοδο η ελληνοτουρκική αντίθεση έχει έναν ιδιόμορφο χαρακτήρα: το επίδικο αντικείμενο της περιορίζεται στην εκατέρωθεν διαχείριση της κυπριακής κρίσης, και πολύ αργότερα, κατά την περίοδο 1973-74 και μετά επεκτείνεται και σε άλλα επίπεδα, παίρνοντας τη μορφή που διατηρεί έως και σήμερα.
Εκτός αυτού, η όξυνση της εκείνη την περίοδο είναι κατά κάποιο τρόπο, αποτέλεσμα της όξυνσης των διακοινοτικών αντιθέσεων, στο εσωτερικό της κυπριακής κοινωνίας. Τόσο το ελληνικό, όσο και το τουρκικό κράτος οδηγήθηκαν στην όξυνση των σχέσεων τους, μια περίοδο, που οι κυρίαρχες πολιτικές και στρατηγικές επιλογές τους δεν συναινούσαν, ίσως και να αντιτίθενταν, σ' αυτήν την προοπτική. Από τη στιγμή όμως που ξέσπασε ανοιχτά η κυπριακή κρίση, η εμπλοκή τους γινόταν, κατά κάποιον τρόπο, αντικειμενική αναγκαιότητα, γιατί σ' αντίθετη περίπτωση, δηλ. αν άφηναν απροστάτευτα τα αντίστοιχα εθνικά σύνολα τους στην τύχη τους, θα φαίνονταν ανίκανα να διαχειριστούν τα «εθνικά συμφέροντα» των χωρών του και θα έμπαινε σε κρίση, το σημαντικότερο ίσως συστατικό της οργάνωσης της ηγεμονίας τους, πάνω στις υπόλοιπες τάξεις, δηλ. η ικανότητα από τη μεριά των ιθυνουσών τάξεων και του αστικού κράτους να υπερασπίζουν το «έθνος» απέναντι στις οποιεσδήποτε επιβουλές. Βέβαια στην πορεία των πραγμάτων η διαχείριση, από τα δυο εθνικά κράτη, του κυπριακού ζητήματος, οργανώθηκε σε καινούργια και πιο σταθερή βάση, αλλά με αυτό θα ασχοληθούμε στη συνέχεια.t
Ένας αρκετά σωστός χαρακτηρισμός της ελληνικής πολιτικής απέναντι στην κυπριακή κρίση, δίνεται από τον Γ. Κρανιδιώτη, που γράφει: «Οι προτεραιότητες της ελληνικής κυβέρνησης ήταν τότε, η οικονομική κατάσταση της χώρας και η σύνδεση της με την ΕΟΚ. Μετά την εξεύρεση της συμβιβαστικής λύσης της Ζυρίχης και του Λονδίνου η ελληνική κυβέρνηση επεδίωκε την ομαλότητα και δεν ήταν διατεθειμένη να εμπλακεί σε μια νέα περιπέτεια εξ αιτίας του κυπριακού»17. Η ανάγκη της ομαλότητας απέρρεε από την κυρίαρχη στρατηγική του ελληνικού κράτους που ήταν η διεθνοποίηση του ελληνικού καπιταλισμού, η οικονομική ανάπτυξη, και η ένταξη του στο κέντρο του αναπτυγμένου καπιταλιστικού κόσμου18. Γι αυτό δεν φαινόταν διατεθειμένο να εμπλακεί σε μια ανεξέλεγκτη ελληνοτουρκική κρίση που θα παρενοχλούσε και θα διατάρασσε τη σταθερότητα της κυρίαρχης στρατηγικής του. Από τη δυνατότητα σύγκλισης αυτών των δυο προοπτικών, έτσι ώστε η ανάμιξη στο Κυπριακό να μην διαταράσσει την κυρίαρχη στρατηγική του, αλλά αντίθετα να συμπληρώνεται μ' αυτήν επιβοηθητικά, θα καθοριστεί αργότερα όταν η κρίση μοιάζει αδύνατο να αποφευχθεί και η ενεργητική ανάμιξη του ελληνικού κράτους και η διατύπωση της «εθνικής πολιτικής» του.
Έτσι λοιπόν, η κυβέρνηση Καραμανλή προσπαθεί να ανακόψει και να περιορίσει την επιθετικότητα της ΕΚ πολιτικής ηγεσίας απειλώντας μάλιστα ότι, «εάν επιδιωχθεί μονομερής κατάργησις των συμφωνιών, ή μέρους αυτών, από την Κύπρον, η Ελλάς θα διαχωρίσει τα ευθύνας της», όπως γράφει ο υπ. Εξωτερικών Ε. Αβέρωφ σε επιστολή του προς τον Μακάριο, τον Απρίλιο του '6319. Στο ίδιο πνεύμα κινείται και το διάβημα της κυβέρνησης Παπανδρέου αμέσως μετά την υποβολή από τον Μακάριο των 13 τροποποιητικών σημείων του Συντάγματος, χωρίς κανένα όμως ουσιαστικά αποτέλεσμα.
Από την άλλη πλευρά και η κατάσταση του τουρκικού καπιταλισμού δεν ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκή εκείνη την περίοδο για εξωτερικές περιπέτειες. Όλη αυτή η περίοδος χαρακτηρίζεται από μια έντονη κυβερνητική αστάθεια, διαδοχές κοινοβουλευτικών ή αντικοινοβουλευτικών λύσεων και μια μόνιμη και ενδημική πολιτική κρίση που δημιουργούσε συνεχώς αποσταθεροποιτικές καταστάσεις. Τα γεγονότα είναι ιδιαίτερα ενδεικτικά: παύση της κυβέρνησης Μεντερές, στρατιωτικό πραξικόπημα του '60, εκλογές του '61 που δεν οδηγούν σε κυβερνητική σταθερότητα, και στη συνέχεια διάφοροι αποτυχημένοι κυβερνητικοί συνασπισμοί έως τις εκλογές του '65.
Ο Τ. Κεϋντέρ αναλύοντας τους παράγοντες της έκρυθμης λειτουργίας του πολιτικού συστήματος εκείνη την περίοδο, καταλήγει σε ένα σημαντικό συμπέρασμα: «... Η μη ανάδυση ενός μπλοκ εξουσίας κάτω από τη σταθερή κυριαρχία μιας ομάδας της αστικής τάξης μεταφράζονταν σε ενδημικές πολιτικές κρίσεις από τις αρχές της δεκαετίας του '60.», και δίνει μια αρκετά καθαρή εικόνα της ηγεμονικής αστάθειας και των συνεχών ενδοαστικών ανταγωνισμών, που δημιουργούσαν αυτή την σχεδόν μόνιμη πολιτική κρίση του τουρκικού καπιταλισμού, όλη αυτή την περίοδο20.
Μόνο που αυτή η κατάσταση είχε ένα διπλό αποτέλεσμα για τις ηγετικές πολιτικές δυνάμεις του τουρκικού καπιταλισμού· από τη μια, δημιουργούσε επισφαλείς καταστάσεις για την ανάληψη οποιασδήποτε επιθετικής πρωτοβουλίας στο εξωτερικό λόγω της αβέβαιος πορείας και κατάληξης της. Από την άλλη, όμως, η αντικειμενική ανάμιξη στο Κυπριακό για την «προστασία» της τουρκοκυπριακής μειονότητας λειτουργούσε σαν ένα ιστορικό στοίχημα με επίζηλο πολιτικό κέρδος για τις πολιτικές δυνάμεις που θα το κατακτούσαν.
Η ικανότητα σε μια πετυχημένη διαχείριση της «εθνικής υπόθεσης», έδινε ένα σημαντικό προβάδισμα στο συνεχιζόμενο παιχνίδι της ηγεμονίας στο πολιτικό σύστημα του τουρκικού καπιταλισμού. Όπως θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε αργότερα, το ιστορικό αυτό στοίχημα, έπαιξε σημαντικό ρόλο, και υπερκαθόρισε την απόφαση για την εισβολή.
Έτσι λοιπόν η διακοινοτική σύγκρουση στην Κύπρο και η κρίση των προηγούμενων ισορροπιών δημιουργούσαν, για μια ακόμη φορά, ένα πλατύτερο και συνολικότερο πλαίσιο συγκρούσεων και ανταγωνισμών. Η όξυνση της ελληνοτουρκικής αντίθεσης, ήταν φυσικό να αναπαράγεται και στο εσωτερικό της Ατλαντικής Συμμαχίας και στο σύστημα των διεθνών σχέσεων της περιοχής. Η διεθνοποίηση λοιπόν της κυπριακής κρίσης, καθιστούσε αναγκαία την παρέμβαση της Ατλαντικής Συμμαχίας και κύρια της δεσπόζουσας δύναμης μέσα σ' αυτήν των Ηνωμένων Πολιτειών, με κύριο σκοπό τον έλεγχο της κρίσης και αν ήταν δυνατό την μόνιμη εξάλειψη αυτής της επικίνδυνης εστίας αναταραχής. Τα ειδικότερα στοιχεία της διεθνοποιημένης πλέον, κυπριακής κρίσης, είναι χρήσιμο να εξετάσουμε, στη συνέχεια.
3. Β. Η κυπριακή κρίση στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα
Στις αρχές του - 64 η κυπριακή κρίση έχει πάρει σημαντικές διαστάσεις. Η όξυνση της αντίθεσης των κυρίαρχων δυνάμεων των δύο εθνικών ομάδων, έχει οδηγήσει σε ανοιχτή διακοινοτική σύγκρουση και στον ουσιαστικό διαχωρισμό των δύο κοινοτήτων. Η ελληνοκυπριακή αστική τάξη και οι πολιτικοί φορείς της ελέγχουν ολοκληρωτικά την κρατική εξουσία και η συνεχής ανάπτυξη του κυπριακού καπιταλισμού δεν ανακόπτεται σημαντικά, από την πορεία της σύγκρουσης. Στην κρίση όμως έχουν εμπλακεί θέλοντας και μη τα αντίστοιχα εθνικά κράτη, και κατ' αυτό τον τρόπο έχει μεταφερθεί στο εσωτερικό του στρατηγικού συστήματος του καπιταλιστικού κόσμου.
Είναι φυσικό όλοι οι παράγοντες που, άμεσα ή έμμεσα, συμπλέκονται με επίκεντρο το Κυπριακό ζήτημα, να διαρθρώνονται σε ένα συνεκτικό πλαίσιο με καθορισμένες σχέσεις δύναμης, συγκλίσεις, τυπικές και άτυπες συμμαχίες, με βάση τόσο τη σχετική αυτονομία του κάθε παράγοντα, όσο και τις «εξαρτήσεις» και τις δυνατότητες που επιβάλλει η συγκυρία.
Η ανοιχτή παρέμβαση των Η.Π.Α., σαν δεσπόζουσας δύναμης του καπιταλιστικού κόσμου, στόχευε κατ' αρχήν στο ξεπέρασμα της κρίσης και στην εξομάλυνση των αντιθέσεων, για να διαφυλαχθούν τα γενικότερα και μακροπρόθεσμα συμφέροντα του ιμπεριαλιστικού συστήματος στην περιοχή. Να πάψει η Κύπρος να αποτελεί μια μόνιμη εστία αναταραχής, και να αναδιατυπωθούν οι όροι της «ελληνοτουρκικής φιλίας» που είχε επικίνδυνα θιγεί.*
Δύο παράλληλες και αμοιβαίες κινήσεις της αμερικανικής πολιτικής, νομίζουμε ότι χαρακτηρίζουν τους σκοπούς της και την οπτική της στη διαχείριση της κυπριακής κρίσης: Τον Ιούνιο του '64 στέλνεται η επιστολή Τζόνσον προς τον Ινονού, όπου με καθαρό και απροκάλυπτο τρόπο, αποτρέπεται οποιαδήποτε σκέψη για «δυναμική» ανάμιξη της Τουρκίας στην Κύπρο21.
Κατόπιν, ανατίθεται στον πρώην υπουργό Εξωτερικών Ντην Άτσεσον να διερευνήσει τους όρους για μια συμβιβαστική επίλυση της κρίσης.
Η φιλολογία για την αμερικανική παρέμβαση που κατέληξε αργότερα στην εκπόνηση του Σχεδίου Άτσεσον είναι τεράστια, αλλά πολύ λίγο κατατοπιστική. Για μας, δεν είναι ιδιαίτερα σημαντικές οι αναλύσεις που προσπαθούν να εξηγήσουν την ιστορία αντλώντας από τις βουλήσεις των πολιτικών ανδρών και των εκάστοτε κυβερνήσεων, από τις εκ των υστέρων εκμυστηρεύσεις, ή από τα απόκρυφα των διπλωματικών παρασκηνίων. Παρ' όλα αυτά θα επιμείνουμε λίγο στη σχετική φιλολογία, γιατί σ' αυτήν κατά κύριο λόγο στηρίζεται ένας ατράνταχτος και αποτελεσματικός μύθος: ο μύθος του ανθελληνικού και φιλοτουρκικού χαρακτήρα της αμερικανικής πολιτικής.
Και όμως τουλάχιστον την περίοδο που εξετάζουμε τα πράγματα παρουσιάζονται πολύ διαφορετικά. Η αμερικανική παρέμβαση αναθέτει τον προνομιακό ρόλο στη διαχείριση και την εξομάλυνση της κυπριακής κρίσης, στο ελληνικό κράτος, συναινώτας ουσιαστικά στην ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.
Το επίκεντρο των διαπραγματεύσεων για ολόκληρη την περίοδο, μέχρι περίπου την επιβολή της απριλιανής δικτατορίας, δεν είναι άλλο από τον χαρακτήρα που θα έπαιρνε η ένωση και την ποιότητα των ανταλλαγμάτων που θα αποσπούσε η Τουρκία για να δικαιολογήσει τη συμφωνία της.
Οι βασικές πρόνοιες του Σχεδίου Άτσεσον είναι οι εξής: άμεση ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, με αναγνώριση πλήρους κυριαρχίας του Ελληνικού Στέμματος, της ελληνικής κυβέρνησης, της ελληνικής νομοθεσίας και του ελληνικού Δημοσίου στο νησί, και ο ορισμός υπουργού, μέλους της ελληνικής κυβέρνησης σαν Γενικού Διοικητή. Εκμισθώνεται για μια πεντηκονταετία στην Τουρκία βάση στην Καρπασία, της οποίας η έκταση δεν υπερβαίνει το 4,5% της συνολικής εδαφικής έκτασης της Κύπρου. Για τους Τούρκους του νησιού καθορίζεται μειονοτικό καθεστώς, σαν αυτό που ισχύει για την τουρκική μειονότητα της Δ. Θράκης, καθώς επίσης στις δύο από τις οκτώ επαρχίες της Κύπρου, ορίζονται Τούρκοι έπαρχοι από την ελληνική κυβέρνηση. Στην Καπρασία θα επεκτείνεται η ελληνική κυριαρχία, παρά την εκμίσθωση της στρατιωτικής βάσης22.
Στην κατεύθυνση της αποδοχής του σχεδίου από την Τουρκία, η αμερικανική πολιτική είχε σημειώσει αποφασιστική πρόοδο. Αντίθετα πολλά προβλήματα υπάρχουν στην άλλη πλευρά· η ελληνική κυβέρνηση, κατ' αρχάς αποδέχεται τη συμφωνία, για να αλλάξει γνώμη όταν συναντά την αδιάλλακτη άρνηση της κυπριακής ηγεσίας, η οποία στην ουσία δεν διαφωνεί μόνο στο συγκεκριμένο Σχέδιο, αλλά συνολικά σε οποιαδήποτε λύση Ένωσης με την Ελλάδα, όπως θα φανεί στη συνέχεια. Το «προφανές» επιχείρημα της κυπριακής ηγεσίας ήταν, ότι η εκμίσθωση της στρατιωτικής βάσης στην Τουρκία, δημιουργούσε ένα καθεστώς συγκαλυμμένης «διπλής ένωσης» στην Κύπρο. Μια πιο πειστική εξήγηση όμως δίνεται από μια άλλη κατεύθυνση: «Το ότι η Τουρκία θα διατηρούσε μόνιμα ή για ένα χρονικό διάστημα, βάση στη Κύπρο δεν μπορούσε να μετατρέψει αυτό το βασικό δεδομένο, ότι η Κύπρος θ' αποτελούσε πια τμήμα της Ελλάδας η οποία θα μπορούσε πολύ εύκολα να εξουδετερώσει τη στρατηγική αξία της τουρκικής βάσης στην Κύπρο, θάπρεπε επίσης εδώ να παρατηρήσει κανείς ότι η Τουρκία διέθετε στην πραγματικότητα ήδη το 1964, όταν διεξήγοντο οι διαπραγματεύσεις στη Γενεύη, στρατιωτική βάση στην Κύπρο... Επρόκειται για μια στρατιωτική βάση «αόρατη» ίσως, αλλά πραγματική, της οποίας ο ρόλος υπήρξε πρωταρχικός στην συγκρότηση του τουρκοκυπριακού στρατού και στη διατήρηση των τουρκοκυπριακών καντονιών από το 1964 μέχρι το 1974. Μια «επίσημη», όμως ορατή τουρκική βάση στην Κύπρο, σε χώρο καθορισμένο, δεν θα είχε τις ίδιες δυνατότητες»23.
Ένα πολύ σημαντικό σημείο, που πρέπει να τονίσουμε εδώ είναι ότι «η αλλεργία που προκαλούσε σ' αυτήν (την ελληνοκυπριακή ηγεσία, ενν.) κάθε σχέδιο που είχε σαν βάση την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα»24, ήταν η βάση της ανοιχτής σύγκρουσης των κυβερνήσεων Αθήνας Λευκωσίας, που κατόπιν γίνεται μόνιμη επωδός της κυπριακής υπόθεσης. Ταυτόχρονα μια σειρά πολιτικές κινήσεις και από τις δυο πλευρές, βρίσκουν μια αρκετά πειστική εξήγηση.
Τον Απρίλιο του '64 η κυπριακή κυβέρνηση καταγγέλλει επίσημα τις συνθήκες της Συμμαχίας και Εγγύησης σαν άκυρες. Αποφασίζεται η συγκρότηση της Εθνικής Φρουράς με την επιβολή υποχρεωτικής θητείας. Με κάθε τρόπο η κυπριακή πολιτική ηγεσία προσπαθεί να στηρίξει την στρατηγική της Ανεξαρτησίας φτάνοντας σε ανοικτό προβοκάρισμα των διαπραγματεύσεων στη βάση της Ένωσης, δημιουργώντας και νέα ένταση στο νησί με τις συνεχείς επιθέσεις της Εθνοφρουράς ενάντια στις τουρκοκυπριακές δυνάμεις στην περιοχή Μανσούρας, Τηλλυρίας κ.α.25 Παράλληλα η ελληνική κυβέρνηση πιέζει προς την δική της κατεύθυνση· η αποστολή στρατιωτικών δυνάμεων στην Κύπρο δεν σκοπεύει μόνο να αποτρέψει μια δυναμική ανάμιξη της Τουρκίας, αλλά ταυτόχρονα να ελέγξει και να ασκήσει πίεση στην Κυπριακή πολιτική ηγεσία.
Χαρακτηριστική είναι και η επίσκεψη του υπ. Αμύνης Π. Γαρουφαλλιά στην Κύπρο, που προτείνει με την ευκαιρία, κάποιες τροποποιήσεις του Σχεδίου Άτσεσον. Οι προτάσεις Γαρουφαλλιά αποβλέπουν στον μετριασμό των συνεπειών της Ένωσης και στη θεσμοθέτηση κάποιας αυτονομίας του κυπριακού χώρου, προστατευτικές για τους κρατικούς, οικονομικούς κ.ά. θεσμούς του, μετά την ενσωμάτωση στο ελληνικό κράτος.
Το σκηνικό λοιπόν της κυπριακής κρίσης, παρουσιάζεται αρκετά πιο περίπλοκο, απ' όσο θεωρείται συνήθως. Κατ' αρχάς, η αμερικανική παρέμβαση αναθέτει τον προνομιακό ρόλο στην εξομάλυνση της κρίσης, στο ελληνικό κράτος. Η Τουρκία, περιθορωποιείται σημαντικά και βρίσκεται μόνιμα σε μια αμυντική θέση, χωρίς να μπορεί να ανατρέψει τα αντικειμενικά δεδομένα· τα ανταλλάγματα που προσπαθεί να αποσπάσει έχουν μεγαλύτερη σπουδαιότητα για να «εξηγήσει» τη στάση της και να διαφυλάξει το «κύρος» της, έτσι ώστε να μην πληγεί ανεπανόρθωτα ίσως η ηγεμονία της στο εσωτερικό του τουρκικού καπιταλισμού. Αντίθετα, η κυπριακή πολιτική ηγεσία αντιπολιτεύεται σφοδρά οποιαδήποτε λύση βασίζει την προοπτική της Ένωσης με την Ελλάδα και διακηρύσσει με κάθε τρόπο την ανεξαρτησιακή στρατηγική και την ανάγκη στήριξης του διεθνούς ρόλου του αδέσμευτου Κυπριακού κράτους.
Αν θέλαμε με σχηματικό τρόπο, να περιγράψουμε την διεθνοποίηση και την μορφή της κυπριακής κρίσης, την περίοδο που εξετάζουμε, θα λέγαμε ότι παρατηρείται αντικειμενική σύγκλιση της στρατηγικής της σταθεροποίησης των γενικών και μακροπρόθεσμων συμφερόντων του ιμπεριαλισμού στην περιοχή, όπως εκφράζεται από την αμερικανική πολιτική και της στρατηγικής του ελληνικού κράτους, και γι' αυτόν το λόγο ανατίθεται σ' αυτό ο προνομιακός ρόλος στην εξομάλυνση της κυπριακής κρίσης. Αν καταφέραμε να περιγράψουμε σωστά αυτή την φαινομενικά παράδοξη πραγματικότητα, είναι σκόπιμο τώρα να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τις διαδικασίες από τις οποίες δημιουργήθηκε και που σίγουρα δεν μοιάζουν να είναι τόσο παράδοξες.
3. Γ. Η στρατηγική αντίθεση «Αθήνας Λευκωσίας»
Αλλά για ποιο λόγο η ιμπεριαλιστική στρατηγική απέδιδε τον προνομιακό ρόλο στη διαχείριση της κρίσης, στο ελληνικό κράτος; Το ερώτημα αυτό πρέπει να εξετάσουμε τώρα. Ο ελληνικός και ο τουρκικός καπιταλισμός συμμετέχουν στη διαμόρφωση του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος σε καθορισμένες θέσεις· αποτελούν κρίκους, με ιδιόμορφη οπωσδήποτε ιστορία και ανισομερή ισχύ στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, όπως αυτή διαμορφώνεαι μεταπολεμικά. Είναι σκόπιμο να παρατηρήσουμε, ότι στις περιοχές έντασης και διαταραχών του ιμπεριαλιστικού συστήματος, η άνιση ανάπτυξη των κρίκων της αλυσίδας είναι ένα αποφασιστικό κριτήριο στην «κατανομή» των ρόλων και των περιθωρίων κίνησης του καθένα. Εννοούμε αυτό που υπαινίσσεται η θεωρία του υποϊμπεριαλισμού, χωρίς να το εξηγεί με σωστό τρόπο κατά τη γνώμη μας. Κατά κανόνα, στους ισχυρότερους κρίκους της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας ανατίθεται ο προνομιακός ρόλος στην ευρύτερη περιοχή, και μέσα απ' αυτούς διαμεσολαβείται η ηγεμονική στρατηγική για την αναπαραγωγή της ιμπεριαλιστικής σταθερότητας. Τέτοιοι προνομιακοί κρίκοι υπάρχουν σ' όλα τα διακριτά επίπεδα της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας, ανάλογα πάντοτε με τη διεθνή και τοπική συγκυρία. Αυτός είναι ένας βασικός λόγος που δεν μπορούμε, όταν εξακριβώνουμε την ύπαρξη τέτοιων κρίκων στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα σε κάποιες περιοχές της, και δεν είναι λίγοι Ν. Αφρική, Ιράν, Βραζιλία, κλπ. να τους συγκαταλέγουμε σε μια ενιαία ομάδα χωρών με κοινή θέση στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Μ' αυτό τον τρόπο δεν καταφέρνουμε, παρά να συγχέουμε τα διαφορετικά επίπεδα της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας και την εκάστοτε συγκυρία, και ταυτόχρονα να αχρηστεύουμε το κύριο κριτήριο της, πάντοτε, άνισης και ιεραρχημένης ανάπτυξης των κρίκων της.
Αυτή την ανάλυση θα προσπαθήσουμε να εξειδικεύσουμε, τώρα, στα καθημάς. Πιστεύουμε, ότι καθοριστικό ρόλο στην ανάθεση προνομιακού ρόλου στον ελληνικό καπιταλισμό έπαιξε η ανώτερη θέση που κατείχε στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, σε σχέση με τον τουρκικό καπιταλισμό, το γεγονός δηλαδή, ότι αποτελούσε ισχυρότερο κρίκο της. Ο ελληνικός καπιταλισμός, κύρια τη δεκαετία 1960-70, καταφέρνει και ενσωματώνεται στο κέντρο των ιμπεριαλιστικών μητροπόλεων, έστω και στην κατώτερη βαθμίδα του, ιεραρχώντας σε πολύ ψηλότερο σημείο την θέση του, απέναντι στον ανταγωνιστή του την ίδια περίοδο, τον τουρκικό καπιταλισμό. Βέβαια ο τουρκικός καπιταλισμός δεν μένει στάσιμος, αντίθετα παρουσιάζει κατά περιόδους σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Η ενσωμάτωση του ελληνικού καπιταλισμού στο ιμπεριαλιστικό κέντρο καθορίστηκε αρκετά από τη μορφή της διεθνοποίησης του κεφαλαίου μεταπολεμικά· το διεθνές κεφάλαιο διείσδυσε στον ελληνικό καπιταλισμό, όπου λειτούργησε σαν αναπτυξιακό, εθνικό και άμεσα παραγωγικό κεφάλαιο. Κάτι τέτοιο δε γίνεται στον τουρκικό καπιταλισμό, αφού η εισροή του διεθνούς κεφαλαίου και ποσοτικά ασήμαντη ήταν και έχει πάντα έναν περιθωριακό ρόλο στην τουρκική οικονομία. Επίσης το τουρκικό κεφάλαιο δεν καταφέρνει να διεθνοποιηθεί και να παίξει έναν σημαντικό ρόλο στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, όπως την ίδια περίοδο γίνεται από τις δυναμικότερες μερίδες του ελληνικού κεφαλαίου, και κύρια από το εφοπλιστικό κεφάλαιο. Όλες αυτές οι διαδικασίες αποτυπώθηκαν στην δομή του τουρκικού καπιταλισμού, η οποία αποκλείνει σημαντικά από τη δομή των χωρών του καπιταλιστικού κέντρου· χαμηλό ακαθάριστο προϊόν, κατά κεφαλήν, μεγάλη απασχόληση εργατικού δυναμικού στον πρωτογενή τομέα, ασήμαντο εξωτερικό εμπόριο και μεγάλο ποσοστό αγροτικών προϊόντων στο σύνολο των εξαγωγών κλπ.
Ένα σημαντικό πρόβλημα του τουρκικού καπιταλισμού είναι μια σχεδόν συνεχής και παρατεταμένη κατάσταση πολιτικής κρίσης που οδηγεί σε αποσταθεροποίηση, όλη την μεταπολεμική περίοδο. Ο Τ. Κεύντέρ, στη μελέτη που προαναφέραμε επισημαίνει σωστά την ηγεμονική αστάθεια και τις συνεχείς συγκρούσεις στο εσωτερικό του άρχοντος συγκροτήματος, σαν βασική πηγή των πολιτικών κρίσεων και τονίζει την «ανικανότητα όλων των ομάδων της αστικής τάξης να εγκαθιδρύσουν ηγεμονική κυριαρχία». Σ' αυτό συνέτεινε η παραδοσιακή αδυναμία της βιομηχανικής αστικής τάξης να σταθεροποιήσει την πολιτική και οικονομική κυριαρχία της, πράγμα που κατά τον ίδιο γίνεται, μόνο μετά το πραξικόπημα του '7126.
Έτσι, την δεκαετία 1960-70, ο τουρκικός καπιταλισμός, όχι μόνο δεν καταφέρνει να ανεβάσει την θέση του στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα και πολύ περισσότερο να ενσωματωθεί στο χώρο του καπιταλιστικού κέντρου, αλλά ταυτόχρονα παλινδρομεί έντονα σε μια παρατεταμένη ηγεμονική αστάθεια. Η κατακόρυφη άνοδος των λαϊκών αγώνων, κύρια προς τα τέλη της δεκαετίας, ήρθε να επισφράγισα και να οξύνει ταυτόχρονα αυτή την κατάσταση.
Ο ελληνικός καπιταλισμός, λοιπόν, έπαιρνε ένα σημαντικό προβάδισμα, στην διεκδίκηση του προνομιακού ρόλου στην εξομάλυνση της κρίσης, εξ αιτίας της ανώτερης θέσης που κατείχε στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Μάλιστα η προϊστορία της κυπριακής υπόθεσης του πρόσφερε ένα ακόμη σημαντικό αποτέλεσμα: την απόλυτη νομιμοποίηση της παρέμβασης του. Ήταν εύκολο για το ελληνικό κράτος να χρήσει την πολιτική του σαν «εθνική αποστολή» απέναντι στο «αλύτρωτο», εθνικό θέμα της Κύπρου, εκμεταλλευόμενος τώρα, για λογαριασμό του, όλη την παράδοση και την φορτισμένη κληρονομιά του ενωτικού κινήματος. Μ' αυτό τον τρόπο εξαργύρωνε την υποθήκη που είχε εγγράψει, όταν πρόσφερε την δειλή αλλά πραγματική υποστήριξη του στους ελληνοκύπριους, σε καιρούς αρκετά δυσκολότερους από τους τωρινούς.
Έτσι το ελληνικό κράτος, παρακάμπτοντας τους πρώτους δισταγμούς, αναλάμβανε τον ενεργό ρόλο για την εξομάλυνση της κυπριακής κρίσης, που εκείνη την περίοδο εκφραζόταν κύρια, με μια ρεαλιστική και πειστική προοπτική ενσωμάτωσης της Κύπρου στον «εθνικό κορμό». Η σύγκλιση αυτής της παρέμβασης, με τα γενικά και μακροπρόθεσμα συμφέροντα του ιμπεριαλισμού, απέτρεπε τους οποιουσδήποτε κινδύνους να διαταραχθούν οι κεντρικές πλευρές της στρατηγικής του για την ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού και οι μακροπρόθεσμες προοπτικές του. Μόνο που κάποιος δεν φαινόταν να συμφωνεί και πολύ μ' αυτά τα «σχέδια»: το κυπριακό κράτος, που δεν έχανε ευκαιρία να εκφράζει την αλλεργία του σε κάθε προοπτική ένωσης με την Ελλάδα. Πράγμα μόνο φαινομενικά παράδοξο. Παράδοξο φαίνεται για όσους κρίνουν το ενωτικό κίνημα, από την δική του «αυτοσυνείδηση», και μετά είναι δύσκολο να καταλάβουν την ολοκληρωτική απόρριψη της προηγούμενης «αυτοσυνείδησης». Ευτυχώς μάλιστα, που υπάρχουν μερικά εύχρηστα μότο, όπως, π.χ., ότι η αστική τάξη στον ιμπεριαλιστικό κόσμο, εγκαταλείπει τον εθνικό ενωτικό ρόλο της, γίνεται κοσμοπολίτικη και αντεθνική, προδίδοντας ανοιχτά το «έθνος» της, και σώζουν κάπως την κατάσταση.
Κατά τη γνώμη μας, η τωρινή αλλεργία του ελληνοκυπριακού κεφαλαίου απέναντι στην Ένωση έχει μεγάλο παρελθόν. Από την αρχή, η κυρίαρχη στρατηγική του ενωτικού κινήματος ήταν η στρατηγική του ανεξάρτητου κράτους, όπως προσπαθήσαμε να εξηγήσουμε στο προηγούμενο άρθρο μας. Και αν δεν γίνει κατανοητό αυτό είναι αδύνατο να εξηγήσουμε την πάνδημη υποστήριξη που οι ελληνοκύπριοι πρόσφεραν στο ανεξάρτητο κράτος «τους».
Ας δούμε περισσότερο αναλυτικά τι θα σήμαινε η Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα: στην ουσία, ενσωμάτωση ενός καπιταλιστικού σχηματισμού, σε έναν ευρύτερο και ισχυρότερο καπιταλιστικό σχηματισμό. Μόνο που σε λίγο χρόνο, η ενσωμάτωση θα σήμαινε πραγματική ακύρωση των χαρακτηριστικών του κυπριακού καπιταλισμού, και υποταγή στα χαρακτηριστικά του περισσότερο αναπτυγμένου και ισχυρότερου ελληνικού καπιταλισμού, θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε τι εννοούμε. Το κυπριακό κεφάλαιο αναπτυσσόταν με ταχύτατους ρυθμούς στα πλαίσια του κυπριακού κράτους, όπως θα δούμε παρακάτω. Η ένωση σήμαινε την ενσωμάτωση του στα πλάσια μιας ευρύτερης εθνικής αγοράς (της ελληνικής), στην οποία για να επιζήσει έπρεπε να καταφέρει να ανταγωνιστεί το ισχυρότερο ελληνικό κεφάλαιο, χωρίς καμμιά ιδιαίτερη προστασία και σύμφωνα με τους άτεγκτους και φυσικούς όρους της αγοράς. Οι σχέσεις δύναμης όμως ήταν τέτοιες που καθιστούσαν ιδιαίτερα επικίνδυνη κάθε τέτοια προοπτική για το κυπριακό κεφάλαιο· εγγραφόταν μπροστά του ο κίνδυνος να ενταχθεί στις πιο αδύναμες μερίδες και στις χειρότερες θέσεις της ιεραρχίας του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Η ένταξη του αυτή ακύρωνε επίσης κατά πολύ τον συγκεκριμένο τρόπο διεθνοποίησης και ένταξης στην παγκόσμια αγορά, που για ιστορικούς λόγους είχε ακολουθήσει μέχρι τώρα και με κερδοφόρα αποτελέσματα. Διεθνοποιημένο, κυρίως στο εσωτερικό των χωρών της Βρετανικής Κοινοπολιτείας, απολάμβανε ένα ιδιαίτερο και προνομιακό προτιμησιακό καθεστώς στα εξαγόμενα εμπορεύματα του, που ήταν αδύνατο να διατηρηθεί.
Ανάλογοι φόβοι υπήρχαν και για τις άλλες κυρίαρχες κοινωνικές ομάδες του κυπριακού καπιταλισμού - να χάσουν την ιδιαίτερη και προνομιακή τους θέση, όταν ενσωματωθούν σε ευρύτερα και ισχυρότερα κοινωνικά σύνολα, κάτι που φαίνεται πολύ χαρακτηριστικά στις ανθενωτικές εκρήξεις της κυπριακής κρατικής γραφειοκρατίας και του πολιτικού προσωπικού27.
Έτσι, οι κυρίαρχες τάξεις της κυπριακής κοινωνίας εμφανίζονται εκ διαμέτρου αντίθετες, σε κάθε ενωτική προοπτική. Η συνεχής λοιπόν αντίθεση Αθήνας και Λευκωσίας εκφράζει στην ουσία δύο διαφορετικές κοινωνικές πραγματικότητες και δύο αποκλίνουσες πολιτικές στρατηγικές.
Η πολιτική στρατηγική των κυρίαρχων τάξεων της ελληνοκυπριακής κοινότητας απέβλεπε ανεπιφύλακτα στην εδραίωση και την υπεράσπιση του ανεξάρτητου κράτους. Και το σημαντικό ήταν, ότι αυτή η στρατηγική εύρισκε τεράστια ανταπόκριση σε όλη την κλίμακα της κυπριακής κοινωνίας, χωρίς να αφήνει κανένα σημαντικό κοινωνικό έρεισμα που να στηρίζει με πειστικότητα, οποιαδήποτε ενωτική πολιτική λύση.
Στηριγμένη λοιπόν σ' αυτήν την ενεργητική συναίνεση, η στρατηγική των κυρίαρχων τάξεων θα συνέχιζε την πορεία της. Ο στόχος της, στηριγμένος πλέον στην αποκλειστική κυριαρχία της στο σύνολο της κοινωνικής ζωής του νησιού και στην εξαθλιωτική θέση των τουρκοκυπρίων, ήταν η νομιμοποίηση της κατάστασης που, με τις επιθετικές της πρωτοβουλίες, είχε προκύψει.
Η τουρκοκυπριακή κυρίαρχη τάξη, σαν αμυντική κίνηση, είχε συσπειρώσει την πλειονότητα των ομοεθνών της σε κλειστούς και απομονωμένους θύλακες. Κατ' αυτό τον τρόπο, προσπαθούσε να βγει έξω από την ακτίνα των πρωτοβουλιών των κυρίαρχων ελληνοκυπρίων, αφού δεν είχε την ικανότητα να τις ανατρέψει. Στην επικράτεια των θυλάκων οργάνωσε την ηγεμονία της, σπερματικές μορφές κρατικής οργάνωσης, και στοιχειώδεις και αναιμικούς τρόπους καπιταλιστικής συσσώρευσης στο εσωτερικό μιας κλειστής και απομονωμένης οικονομίας. Αλλά αυτό αποδείχτηκε αδύνατο. Η εξαθλίωση στους τουρκοκυπριακούς θύλακες διευρύνθηκε και έγινε σχεδόν μόνιμος τρόπος ζωής, ενώ η οικονομική ανάπτυξη των τουρκοκυπρίων αστών, δεν στηριζόταν κύρια σε εσωτερικές διαδικασίες συσσώρευσης, αλλά στην αποστολή οικονομικής βοήθειας από το τουρκικό κράτος. Η οικονομική βοήθεια από την Τουρκία ανέβηκε με γρήγορους ρυθμούς: από 212 χιλ. λίρες Κύπρου που ήταν το 1963, έφτασε τα 5 εκατ. λίρες το 1967 και τα 9 εκατ. λίρες το 1971. Συγκριτικά αναφέρουμε ότι ο ετήσιος προϋπολογισμός «ήταν κατά πολύ μικρότερος (περίπου 1,5 εκατ. λίρες), ενώ η φορολογική επιβάρυνση, παρ' ότι ήταν μεγάλη για την οικονομική κατάσταση των τουρκοκυπρίων, είχε χαμηλή απόδοση (250 χιλ. λίρες, για το 1971)28.
Η προσπάθεια των τουρκοκυπρίων για χωριστή και προστατευμένη οικονομική ανάπτυξη, δεν είχε σημαντικά αποτελέσματα. Μια αμυντική ενέργεια, στην οποία αναγκάστηκαν από την συγκυρία, με μόνη ορατή εξέλιξη, τη συνεχή χειροτέρευση της θέσης τους. Μάλιστα η διάγνωση αυτής της πραγματικότητας από την ελληνοκυπριακή ηγεσία, ενδυνάμωνε την επιθετικότητα της στρατηγικής τους που βασιζόταν στην ντε γιούρε νομιμοποίηση των τετελεσμένων.
Έτσι, όταν ο Έλληνας συνταγματολόγος Μ. Δεκλερής, κατέρχεται στην Κύπρο, για την έναρξη των ενδοκυπριακών συνομιλιών, θα βρεθεί μπροστά σε μια όχι και τόσο ...πανικοβλημένη, κυπριακή πολιτική ηγεσία, από την κρισιμότητα της κατάστασης, και μπροστά σε μια ψύχραιμη και ανοιχτά διατυπωμένη στρατηγική: «Έτσι, πιο σημαντική για την πορεία του διαλόγου ήταν όχι η σχέση Αθήνας Άγκυρας, αλλά η σχέση Αθήνας Λευκωσίας. Υπήρξε δε μεταξύ Ελλάδος και Κύπρου μια ουσιώδης διαφορά εκτιμήσεως ως προς τις δυνατότητες του ενδοκυπριακού διαλόγου: Η κυπριακή κυβέρνηση, δηλ. ουσιαστικά ο Μακάριος, πίστευε: α) ότι η συνέχιση τη de facto καταστάσεως στην Κύπρο ευνοούσε τους Έλληνες και όχι τους Τούρκους, β) ότι κίνδυνος τουρκικής επέμβασης ήταν απίθανος, και γ) ότι το όφελος από την επίδειξη σκληρής διαπραγματευτικής τακτικής θα μπορούσε να μεγιστοποιήσει το όφελος από το διάλογο, με στόχο μια παραλλαγή του σχεδίου Plaza και ιδίως την κατάργηση των συνθηκών εγγυήσεως και συμμαχίας. Συγκρίνοντας δε τις τουρκικές παραχωρήσεις με τους στόχους αυτούς, ήταν φυσικό να υποτιμά την αξία τους και έτσι να είναι πολύ φειδωλή στις δικές της υποχωρήσεις»29.
Αλλά και ο Μακάριος ο ίδιος, σε άλλη ευκαιρία δε θα διστάσει να διατυπώσει, με τον πιο κυνικό τρόπο, αυτή τη στρατηγική: «Οι Τούρκοι λοιπόν ευρίσκονται σήμερον υπό πολύ δυσμενείς συνθήκας. Ευρίσκονται εις στρατόπεδα συγκεντρώσεως, τα οποία εκείνοι εδημιούργησαν... Δια πόσον όμως καιρόν θα κράτηση αυτή η κατάστασις; Ημπορεί να κράτηση δια πάντα; Ημπορεί ο χρόνος να μην τους πείραζα, ημπορεί όμως και να έχουν βαρεθεί αυτό το καθεστώς. Δϊ ημάς η ζωή συνεχίζεται. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιον και με εκείνους, οι οποίοι δεν κάμουν κανέναν επάγγελμα και κάθονται συνεχώς με το χέρι στην σκανδάλη. Τι νέα γενεά τουρκική θα δημιουργηθεί εις την Κύπρον, όταν όλα ευρίσκονται στα χέρια των Ελλήνων; πόσον καιρόν θα ανθέξουν;... Το ηθικόν των είναι πολύ χαμηλόν... Και απόδειξις του πόσο πάνε άσχημα είναι και όλα τα τελευταία επεισόδια τα οποία εδημιούργησαν μεταξύ τους. Εις την Λευκωσίαν έχουν σκοτωθεί τελείως μεταξύ των. Καυγάς μεγάλος μεταξύ της ηγεσίας των. ..»30.
Η στρατηγική της ελληνοκυπριακής ηγεσίας, έτσι ωμά διατυπωμένη, διέθετε μια πειστικότητα, γιατί στηριζόταν σε πολύ συγκεκριμένες σχέσεις δύναμης, και έμοιαζε απόλυτα πεισμένη για την προοπτική της. Η σταθερότητα της όμως ήταν συνυφασμένη, με την ικανότητα να αποκρούει τις συνδυασμένες και συγκλίνουσες πιέσεις που εξασκούνταν από την πλευρά του ιμπεριαλιστικού συστήματος και τον προνομιακό διαμεσολαβητή του σ' αυτή την συγκυρία, δηλ. το ελληνικό κράτος. Η αδέσμευτη, πολυδιάστατη και ανεξάρτητη πολιτική του Μακαρίου απαντούσε στην αναγκαιότητα ακύρωσης αυτού του ασφυκτικού πλαισίου, μέσα στο οποίο ο συσχετισμός των δυνάμεων ήταν εξ' αρχής ιδιαίτερα αρνητικός για τη στρατηγική του κυπριακού κράτους. Στον κίνδυνο «νατοποίησης» του κυπριακού, απαντούσε με μια πολιτική ολόπλευρης «διεθνοποίησης» του προβλήματος, αναγωγής του σε ένα άλλο επίπεδο που πρόσφερε περισσότερα περιθώρια ελιγμών και εξισορροπήσεων για το κυπριακό κράτος.
Μόνο που η αδέσμευτη και πολυδιάστατη πολιτική, δεν ήταν απλά μια «έξυπνη» ταχυδακτυλουργία του Μακάριου· ήταν μια δυνατότητα που παρείχε η ίδια, η μορφή ανάπτυξης του κυπριακού καπιταλισμού, τα τελευταία χρόνια. Επίσης, έδειχνε μια σωστή αντίληψη για τη συγκυρία του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος, καθώς και μια προσπάθεια να εκμεταλλευτεί τις αντιθέσεις στο εσωτερικό του ιμπεριαλιστικού συστήματος εκείνη την περίοδο, που όπως θα δούμε ήταν ιδιαίτερα οξυμένες. Με την μελέτη αυτών των δύο αντικειμενικών δυνατοτήτων, θα ασχοληθούμε τώρα.
3. Δ. Η ανάπτυξη του κυπριακού καπιταλισμού και η διεθνής ανάδειξη του
Η στρατηγική της στήριξης του ανεξάρτητου κράτους, του ολοκληρωτικού ελέγχου της κρατικής εξουσίας και του αντιτουρκικού εθνικισμού συμπύκνωνε, με τον καλύτερο τρόπο, τα συμφέροντα όλων των μερίδων της κυπριακής αστικής τάξης, ενοποιώντας τες σε ένα συνολικό προσανατολισμό. Ας μη νομισθεί, ότι αυτή η ενοποίηση στηριζόταν, απλά και μόνο, στην αρνητική τοποθέτηση της αστικής τάξης στις εναλλακτικές λύσεις που αναδείκνυε η συγκυρία και βασικά στη λύση της Ένωσης. Όπως αποδείχτηκε, την δεκαετία 196070 το ανεξάρτητο κράτος κατέστη ένα πρώτης τάξεως εφαλτήριο για τη συσσώρευση κεφαλαίου και τη δυναμική καπιταλιστική ανάπτυξη της Κύπρου, ενώ ταυτόχρονα εδραίωνε την ταξική ηγεμονία, πάνω στις υποτελείς τάξεις, χωρίς σημαντικές αντιστάσεις.
Πράγματι οι ρυθμοί ανάπτυξης της κυπριακής οικονομίας είναι από τους πιο εντυπωσιακούς αυτή την περίοδο. Μάλιστα, η ανοδικότητά τους σε τίποτα δεν επηρεάζεται από τον τουρκοκυπριακό αποκλεισμό. Το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν, σε τρέχουσες τιμές αγοράς εμφανίζει μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης, 7,6% την πενταετία 19621966, και 11% την πενταετία 196772. Η αξία των συνολικών εξαγωγών αυξάνεται από 37 εκατ. ΚΛ το 1968, σε 60,4 εκατι ΚΛ, το 1973. Επίσης άνοδο παρουσιάζει ο σχηματισμός ακαθάριστου πάγιου κεφαλαίου, που από 31,3 εκατ. το 1967, φτάνει τα 80,2 εκατ. ΚΛ το 1973.
Η ανάπτυξη της κυπριακής οικονομίας εκφράζεται και στις διαρθρωτικές μεταβολές της προέλευσης του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος, όπως φαίνεται στον παρακάτω πίνακα:
Τομείς οικον. Δραστηριότητας 1960 1970 1973
Ι. Πρωτογενείς τομείς 25,323,917,0
II. Δευτερογενείς τομείς 21,222,225,1
III. Τριτογενείς τομείς 53,553,957,9
Μεταξύ των ετών 1968 και 1973 εντυπωσιάζει ο μέσος ρυθμός ανάπτυξης της μεταποίησης που είναι 16,6%, που ανεβάζει το ποσοστό του τομέα στο συνολικό προϊόν, από 11,1% που είναι το 1967, σε 14,6% το 1973. Η ανάπτυξη του κυπριακού καπιταλισμού, είναι φυσικό, να στηρίζεται στις δικές της ιδιαίτερες διαδικασίες, που καθορίζονται από την προηγούμενη ιστορική εξέλιξη.
Ο κυπριακός καπιταλισμός συνεχίζει να βασίζεται στις παραδοσιακές κατευθύνσεις που εδραιώθηκαν τα τελευταία χρόνια της αποικιοκρατίας. Κατ' αρχήν στηρίζεται στις σημαντικές επιδόσεις και τις αυξητικές τάσεις μιας δυναμικής αγροτικής παραγωγής. Στη γεωργία απασχολείται ένα αρκετά μεγάλο κομμάτι του ενεργού πληθυσμού, με πολύ μικρό ρυθμό μείωσης· από 98.249 άτομα ή 44,9% του ενεργού πληθυσμού για το 1961, φτάνει τα 96.200 άτομα ή 40,9% του ενεργού πληθυσμού για το 1971, εμφανίζοντας μια μικρή μείωση της τάξης του 0,3% ετήσια, όλη την δεκαετία. Η συνολική παραγωγή της γεωργίας από 34,2 εκατ. ΚΛ το 1967, φτάνει τα 41,6 εκατ. το 1971 ενώ επίσης το ποσοστό της αξίας των γεωργικών προϊόντων στο σύνολο των εξαγωγών ανέβηκε από 35,8% το 1960, σε 60,8% το 1971, που πρέπει να ήταν και η καλύτερη χρονιά για την κυπριακή γεωργία.
Η κυπριακή αγροτική παραγωγή ανέδειξε κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που εξηγούν τους εντυπωσιακούς ρυθμούς της: η ήττα της αγροτικής αστικής τάξης άφησε να κυριαρχήσει το μοντέλο της μικροϊδιοκτητικής οικογενειακής εκμετάλλευσης. Στην ίδια διαδικασία αναπτύχθηκαν οι μηχανισμοί ελέγχου της αγροτικής παραγωγής από την καπιταλιστική τάξη και οι διαδικασίες απόσπασης του πλεονάσματος από τα χέρια των μικροδιοκτητών παραγωγών. Όπως είδαμε στο προηγούμενο άρθρο, η ήττα της αγροτικής αστικής τάξης και η «απελευθέρωση» των αγροτών από το δίκτυο της συντελέσθηκε κάτω από την κυριαρχία της «νέας» αστικής τάξης, εμπορικής, τραπεζιτικής και βιομηχανικής, που κύρια μέσα από τον Συνεργατισμό εδραίωνε τους νέους τρόπους εκμετάλλευσης. Ο έλεγχος του κεφαλαίου, κύρια μέσω των Συνεργατικών εταιρειών, πάνω στην αγροτική παραγωγή, ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματικός. Συγκροτήθηκε ένα ολοκληρωμένο σύστημα που μονοπωλούσε την δανειοδότηση του αγροτικού κόσμου, την προμήθεια καταναλωτικών αγαθών, γεωργικών λιπασμάτων, φαρμάκων, εργαλείων κλπ., την μεταποίηση γεωργικών προϊόντων, ενώ ταυτόχρονα έλεγχε το εξαγωγικό εμπόριο των αγροτικών προϊόντων. Έτσι, η κατάσταση αυτή αύξαινε συνεχώς την εμπορευματοποίηση της αγροτικής παραγωγής και εξασφάλιζε την οικειοποίηση και τη μεταφορά του πλεονάσματος στην αστική τάξη. Ταυτόχρονα ο Συνεργατικός έλεγχος είχε τη δυνατότητα να κατευθύνει το εξαγωγικό εμπόριο της Κύπρου και να προσάρμοζα ανάλογα την αγροτική παραγωγή. Η ένταξη της Κύπρου στη Βρετανική Κοινοπολιτεία και το προτιμησιακό καθεστώς που απολάμβαναν εκεί τα προϊόντα της δημιουργούσε ευνοϊκές συνθήκες στις αγροτικές εξαγωγές. Έτσι οι πιο δυναμικές καλλιέργειες κατευθύνονταν στην εξωτερική αγορά: το ποσοστό εξαγωγής προς τη συνολική παραγωγή για μερικά αγροτικά προϊόντα ήταν πολύ ψηλό και έφτανε το 78,8% για τα πορτοκάλια 70,9% για τα λεμόνια, 77,1% για τις πατάτες, 75,3% για τα γκρέηπφρουτ, κλπ. Ο εκμηχανισμός της γεωργίας προχωρούσε με σημαντικούς ρυθμούς· την περίοδο 1966-73 εισάχθηκαν περίπου 11500 τρακτέρ στην Κύπρο, 7500 καλλιεργητικές μηχανές, και 800 χιλ., περίπου, τόννοι διαφόρων ειδών γεωργικών φαρμάκων και λιπασμάτων. Η γεωργική ανάπτυξη συμβάδιζε με τη βιομηχανική ανάπτυξη, στους τομείς της μεταποίησης των αγροτικών προϊόντων - κατά το 1972, οι βιομηχανίες αυτές συνεισέφεραν το 30% της συνολικής προστιθεμένης αξίας των εξαχθέντων βιομηχανικών προϊόντων31.
Συμπερασματικά, η άνοδος της αγροτικής παραγωγής, όλη αυτή την περίοδο, ευνόησε την αύξηση των κερδών για το σύνολο της κυπριακής αστικής τάξης, που με την κυριαρχία της στους μηχανισμούς ελέγχου της αγροτικής οικονομίας, κατάφερνε να συλλαμβάνει και να συσσωρεύει το αγροτικό πλεόνασμα, των μικροϊδιοκτητών παραγωγών.
Την ίδια περίοδο, η προστιθέμενη αξία της μεταποιητικής βιομηχανίας αυξάνεται από 8,5 εκατ. ΚΛ περίπου, το 1962, σε 17 εκατ. ΚΛ το 1967, και στα 32 εκατ. ΚΛ το 1973, δηλ., τετραπλασιάζεται σχεδόν στη διάρκεια μιας δεκαετίας.
Ένας άλλος τομέας της κυπριακής οικονομίας με εντυπωσιακές επιδόσεις, είναι ο τομέας των κατασκευών. Η ακαθάριστη παραγωγή του τομέα από 11,2 εκατ. λίρες που είναι το 1961, φτάνει τα 17,9 εκατ. το 1966 και τα 28,2 εκατ. το 1971, με ετήσιο ρυθμό αύξησης 9,5%, για όλη την περίοδο, απασχολώντας το 10% περίπου, του ενεργού πληθυσμού. Η δυναμικότητα του κατασκευαστικού κεφαλαίου φαίνεται από το υψηλό ποσοστό επενδύσεων παγίου κεφαλαίου, που απορροφά την ίδια περίοδο· το 1967, συμμετέχει με ποσοστό 60,7% στη διαμόρφωση του συνολικού ακαθάριστου πάγιου κεφαλαίου, και με 67%, αντίστοιχα το !97332. Παράλληλα, το κυπριακό κεφάλαιο επενδύεται και στη βιομηχανία των θαλάσσιων μεταφορών, και έτσι το 1971 ο κυπριακός εφοπλισμός συγκέντρωνε τον τέταρτο εμπορικό στόλο της Μεσογείου. Ο κυπριακός στόλος εκείνη την περίοδο, αποτελείται από 251 φορτηγά, 10 δεξαμενόπλοια και 16 διαφόρων τύπων, πλοία με συνολική χωρητικότητα, 1,5 εκατ. τόννων περίπου. Το κατασκευαστικό και εφοπλιστικό κεφάλαιο, είχαν αναπτύξει αρκετά καλές σχέσεις από τότε, με τα αραβικά καθεστώτα της περιοχής, αφού διευκολύνονταν σ' αυτό από την αδέσμευτη πολιτική της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ο κυπριακός εφοπλισμός ιδίως είχε καταφέρει να αποσπάσει ένα σημαντικό μερίδιο στον αυξανόμενο όγκο μεταφορών που προκαλούσε το αυξανόμενο εμπόριο ανάμεσα στην ΕΣΣΔ και στις χώρες του Τρίτου Κόσμου33.
Σημαντική συνεισφορά στην ανάπτυξη του κυπριακού καπιταλισμού είχαν ακόμη η συνεχής αύξηση του τουρισμού και η παρουσία των στρατιωτικών βρετανικών βάσεων στο νησί. Τα συναλλαγματικά οφέλη απ' αυτές τις δραστηριότητες κάλυπταν ένα σημαντικό τμήμα του εμπορικού ελλείμματος της Κύπρου. Χαρακτηριστικά για το 1973, ενώ οι συνολικές εξαγωγές έφεραν στην Κύπρο 51,3 εκατ. ΚΛ συνάλλαγμα, τα έσοδα από τον τουρισμό έφτασαν τα 23,8 εκατ., ενώ οι στρατιωτικές δαπάνες, από τις βρετανικές βάσεις και την ειρηνευτική δύναμη, και οι συγγενείς πόροι, έφτασαν τα 42,4 εκατ. ΚΛ.
Η ανάπτυξη του κυπριακού καπιταλισμού γίνεται φανερή και συνεχίζεται ολόκληρη την πρώτη δεκαετία της ανακήρυξης και της εγκαθίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Μπορούμε να πούμε, ότι συνεχίζει, πάνω σε πιο ευνοϊκό έδαφος βέβαια, να ακολουθεί τις διαδικασίες που χαράκτηκαν και κυριάρχησαν, από την αρχή της μεταπολεμικής περιόδου. Δε σηματοδοτούνται «τομές» και «απογειώσεις», αλλά οι καιροί δεν έθεταν τέτοια καθήκοντα. Το ελληνοκυπριακό κεφάλαιο, ακολούθησε την «πεπατημένη», αλλά και σίγουρη, οδό, γιατί είδε τα κέρδη του να αυξάνονται, τις διαδικασίες συσσώρευσης να προχωρούν απρόσκοπα, καθώς και την κοινωνική θέση του να εδραιώνεται και να αναβαθμίζεται. Η πειστικότητα και η φερεγγυότητα της στρατηγικής υπεράσπισης του ανεξάρτητου κράτους εύρισκε τη μεγαλύτερη δικαίωση στην πραγματικότητα της ανάπτυξης του κυπριακού καπιταλισμού. Γι αυτό το λόγο λοιπόν, η ανεξάρτητη στρατηγική κατάφερνε να συμπυκνώνει και να δίνει ενιαίο προσανατολισμό, στα μακροπρόθεσμα συμφέροντα όλων των μερίδων του ελληνοκυπριακού κεφαλαίου, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα μια τεράστια ενεργητική συναίνεση.
Ταυτόχρονα, η ανεξαρτησιακή στρατηγική έδειχνε ικανή να χορεύει στους ρυθμούς της συγκυρίας. Με άλλα λόγια η συγκυρία του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος εκείνη την εποχή, έδινε έδαφος για να αναπτυχθεί και να επιβιώσει με επιτυχία μια στρατηγική τέτοιου τύπου.
Έτσι λοιπόν, αν η στρατηγική του ελληνοκυπριακού κεφαλαίου ξεκινούσε από τις αντικειμενικές ανάγκες και δυνατότητες του κυπριακού καπιταλισμού, την ίδια στιγμή συγχρονιζόταν απόλυτα με την κρίση του ιμπεριαλιστικού συστήματος, σαν σύνολο, την ίδια περίοδο. Τα περιθώρια αυτονομίας και αμοιβαίας εξισορρόπησης των επιρροών, μέσα από την εκμετάλλευση των ανοιχτών και αρκετά οξυμένων αντιθέσεων του ιμπεριαλισμού, επέτρεπαν την ανάδειξη και την βιωσιμότητα αυτής της στρατηγικής.
Ας μιλήσουμε πιο συγκεκριμένα. Στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα, την δεκαετία 196070 γίνονται αισθητοί κραδασμοί σ' όλα τα επίπεδα. Στο εσωτερικό του ιμπεριαλιστικού κέντρου, η ρευστή αντίθεση ΗΠΑ Ευρώπης, χωρίς να οδηγεί σε αμφισβήτηση της αμερικανικής ηγεμονίας, θέτει σε κρίση τους έκτακτους όρους της μεταπολεμικής ισορροπίας και αναζητείται μια νέα, συνολική εξισορρόπηση με αναβαθμισμένη τη θέση των ευρωπαϊκών αστικών τάξεων στο εσωτερικό της αμερικανικής ηγεμονίας.
Το τέλος του «ψυχρού πολέμου», επανεγγράφει στο προσκήνιο τη σύγκρουση Ανατολής και Δύσης, κάτω από άλλες συνθήκες. Ο Ν. Πουλαντζάς αναλύοντας τη νέα ποιότητα της σύγκρουσης, γράφει: «Αυτή η ισορροπία του συσχετισμού δυνάμεων είναι δυναμική και κατεξοχήν ασταθής, γιατί σε καμία περίπτωση δεν καταργεί τις σημαντικές αντιφάσεις Ηνωμένων Πολιτειών και ΕΣΣΔ. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια συνεχή επανισορρόπηση του συσχετισμού δυνάμεων μέσα από τις εμπλοκές που προκαλούν οι ίδιες οι αντιφάσεις. Απ' αυτή την άποψη το καινούργιο και σημαντικό στοιχείο είναι η άμεση εδώ και μερικά χρόνια παρουσία της ΕΣΣΔ σε μια περιοχή που ήταν αποκλειστικό φέουδο των ΗΠΑ παρουσία δύναμης πρώτου μεγέθους κατά την αραβοϊσραηλινή διένεξη. Η σοβιετική παρουσία στη Μεσόγειο είναι συστατικό στοιχείο της νέας επανισορρόπησης του συσχετισμού δυνάμεων: ενώ προκαλεί απόπειρες, από την πλευρά των ΗΠΑ, για εντατικότερο έλεγχο των χωρών του NATO, ταυτόχρονα καθιστά τις μαζικές και ανοιχτές επεμβάσεις τους στην περιοχή περισσότερο παρακινδυνευμένες από πριν»34.
'Αλλωστε η κρίση του ιμπεριαλισμού στην περιοχή της λεκάνης της Μεσογείου δεν εξαντλείται στο Κυπριακό· περιλαμβάνει τα αποτελέσματα της σύνθετης κατάστασης που προκάλεσε η εξάπλωση των δυνάμεων του «αραβισμού της Αριστεράς» στην περιοχή της Αραβικής χερσονήσου, στις δεκαετίας του '50 και του '60, όπως εκφράστηκε κύρια από το Νασερισμό και το Μπααθισμό. Βέβαια, οι εξελίξεις αυτές δεν ξεκίνησαν καμμιά πορεία προς το σοσιαλισμό· φέρνοντας όμως στην επιφάνεια νέες κοινωνικές συμμαχίες και νέες μορφές ταξικής κυριαρχίας δημιουργούσαν σημαντικές ρήξεις στην προηγούμενη ισορροπία του ιμπεριαλιστικού συστήματος στην περιοχή. Οι ρήξεις αυτές απορροφήθηκαν πολύ αργότερα, κυρίως μετά τον πόλεμο του '67, όταν μια καινούργια ισορροπία εγκαθιδρύεται, με την ήττα του «αραβισμού της Αριστεράς», και την ισχυροποίηση της θέσης των κυρίαρχων τάξεων των πετρελαιοπαραγωγών χωρών, που καταφέρνουν να αποσπάσουν ένα μεγαλύτερο μερίδιο από το συνολικά παραγόμενο πλεόνασμα, μέσα από τις αυξήσεις στην τιμή του πετρελαίου35.
Τα περιθώρια ελιγμών, λοιπόν για το ανεξάρτητο κυπριακό κράτος, εγγράφονται στις αντιφατικές σχέσεις που διέπουν το ιμπεριαλιστικό σύστημα, εκείνη την εποχή, στο σύνολο του. Πράγματι, η ιμπεριαλιστική παρέμβαση είναι αναγκασμένη να λάβει υπόψη της μια αλυσίδα σχετιζόμενων παραγόντων. Μια άμεση και φανερή επέμβαση στην Κύπρο, είναι δυνατόν να διαταράξει σε επικίνδυνο βαθμό και άλλες αποδιαρθρωμένες και εύθραστες ισορροπίες, πληρώνοντας πολύ σημαντικό κόστος. Η συμπαράταξη του Μακαρίου με τον Νάσερ και ο πρωταγωνιστικός ρόλος του στο κίνημα των αδεσμεύτων, η καλλιέργεια καλών σχέσεων με τις Ανατολικές χώρες, η πίεση του Χρουτσώφ στον Τζόνσον να αποτρέψει τη δυναμική παρέμβαση της Τουρκίας, η καλλιέργεια στενών σχέσεων με την Ευρώπη, η πιο πλατειά διεθνοποίηση του Κυπριακού δικαιώνουν το χαρακτηρισμό του Μακαρίου σαν τον «πρωτομάστορα της πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής». Μέσα από τέτοιες διαδικασίες, το ανεξάρτητο κυπριακό κράτος, παρότι συγκρούσθηκε με πολλούς ταυτόχρονα, μπόρεσε να επιβιώσει χωρίς να υποστείλει ποτέ τις στρατηγικές επιδιώξεις του. Κάποιοι χαρακτήρισαν την Κύπρο «αβύθιστο αεροπλανοφόρο» της Μεσογείου. Και όμως στην αυγή της δεκαετίας του '70 αυτό το μικρό νησί έδειχνε να μπορεί να μένει «αβύθιστο», χωρίς ποτέ να καταντά «αεροπλανοφόρο».
4. Η κρίση της πολιτικής
Μετά απ' αυτά, είναι φυσικό να γεννηθεί ένα ερώτημα· πώς φτάσαμε στην εισβολή και μετά, στην επιδείνωση των όρων του πολιτικού παιχνιδιού, ύστερα από ένα διάστημα «λαμπρών επιτυχιών». Είναι εύκολο να δοθεί μια απάντηση στο ερώτημα - η άφρων πολιτική της χούντας, ο βάρβαρος επεκτατισμός των Τούρκων, ο μακιαβελισμός του αμερικανικού ιμπεριαλισμού και πολλά ανάλογα κλισέ, γαρνιρισμένα με αναμφισβήτητα ιστορικά ντοκουμέντα και τη δράση των μυστικών υπηρεσιών είναι μια σίγουρη συνταγή για «ακλόνητες» και «εθνικής σημασίας», ιστορικές αναλύσεις. Δε θα ακολουθήσουμε αυτό το δρόμο.
Η πολιτική των κυρίαρχων τάξεων της Κύπρου μπήκε σε κρίση, από τις ίδιες τις εσωτερικές αντιφάσεις της, όπως γίνεται και με κάθε άλλη πολιτική. Η ανάδυση και η όξυνση των εσωτερικών αντιφάσεων συγχρονίστηκε και επικαθορίστηκε από την επενέργεια του συνόλου των υπόλοιπων αντιφάσεων, που παρ' ότι κατά κάποιο τρόπο ήταν «εξωτερικές» συλλειτουργούσαν τόσα χρόνια, στο ευρύτερο πλαίσιο της κυπριακής κρίσης.
Η βασικότερη από τις τελευταίες, ήταν η ανοιχτή και συνεχής αντίθεση της Κύπρου με το ελληνικό κράτος, με τη μορφή που παίρνει μετά την εδραίωση της απριλιανής δικτατορίας στην Ελλάδα.
Η πολιτική της δικτατορίας για το Κυπριακό συνέχισε να τοποθετείται σ' ένα. από παλιότερα συνταγμένο πλαίσιο: το ελληνικό κράτος αναλάμβανε να διαμεσολαβήσει προνομιακά για την εξομάλυνση της κυπριακής κρίσης, με στρατηγική σύμπλευση με τα γενικότερα συμφέροντα του ιμπεριαλισμού. Η προηγούμενη μορφή της εξομάλυνσης, μέσα από την απ' ευθείας Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, είχε οδηγηθεί σε παταγώδη αποτυχία, κύρια λόγω της πετυχημένης αντίστασης του κυπριακού κράτους. Η πολιτική της δικτατορίας, παίρνοντας υπόψη της αυτό το δεδομένο, ήταν αναγκασμένη να επανατοποθετήσει εκ νέου το πλαίσιο και τη μορφή της δικής της παρέμβασης. Και αυτό δεν άργησε να γίνει.
Η αποχώρηση των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων από την Κύπρο, το Δεκέμβρη του '67, είναι το συμβολικό τέλος και μαζί η κατάδειξη της αποτυχίας, της προηγούμενης πολιτικής του ελληνικού κράτους. Από δω και στο εξής, η πολιτική του ελληνικού κράτους στοχεύει στην υπόσκαψη και την εκ των ένδον αποσταθεροποίηση της Μακαριακής πολιτικής. Παράλληλα μ' αυτό, πριμοδοτείται ο παραμερισμός του κυπριακού κράτους και, ει δυνατόν, η απ' ευθείας συνεννόηση της Ελλάδας και της Τουρκίας για την λύση του Κυπριακού. Έτσι εξηγούνται οι συνεχείς προσπάθειες της χούντας για την αναθέρμανση της «ελληνοτουρικής φιλίας». Σε δηλώσεις του Γ. Παπαδόπουλου προς τον ;,1;:
Τούρκο δημοσιογράφο Τοκέρ, που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα Μιλλιέτ, της 30ης Μαίου 1971, διαβάζουμε χαρακτηριστικά: «Πρωτίστως θα πρέπει να πείσωμεν τας Κοινότητας μας ότι ημείς δεν είμεθα διατεθειμένοι να διαταράξωμεν τας μεταξύ ημών υφιστάμενος σχέσεις και ότι δεν προτιθέμεθα να φιλονικήσωμεν προς χάριν των. Συνεπώς θα πρέπει να διευθετήσουν τας διαφοράς των και μάλιστα κατά τρόπον που θα είναι αποδεκτός και από μέρους μας. Εάν πεισθούν ότι ημείς είμεθα αποφασισμένοι να διατηρήσωμεν καλάς σχέσεις, τότε και αυτοί, «τα παιδιά», θα συνέλθουν και θα προσπαθήσουν να συμφιλιωθούν... Επιμένω επί του σημείου αυτού, διότι τούτο αποτελεί την πλέον βασικήν πλευρά του όλου θέματος»36.
Η πολιτική της απ' ευθείας συνεννόησης, διατυπωνόταν επίσημα λίγο αργότερα στη συνάντηση των δύο υπουργών Εξωτερικών της Ελλάδας και της Τουρκίας Παλαμά και Ολτσάϋ που πραγματοποιήθηκε στη Λισσαβώνα, τον Ιούνιο του '71. Εκεί συμφωνήθηκε η Ελλάδα και η Τουρκία να προχωρήσουν σε λύση του Κυπριακού με απευθείας διαπραγματεύσεις, χωρίς την παρουσία της Κύπρου, αν οι συνεχιζόμενες διακοινοτικές συνομιλίες δεν οδηγούσαν σε οριστική λύση, μέχρι τέλους του '7137.
Η πολιτική της «ελληνοτουρκικής φιλίας» σκόπευε στον παραγκωνισμό του κυπριακού κράτους και έμμεσα στην αμφισβήτηση και την ακύρωση του κύρους και της διεθνούς ανάδειξης του. Επίσης η επανατοποθέτηση του Κυπριακού στο στενό ενδοατλαντικό πλαίσιο, προσπαθούσε να καταργήσει τη «διεθνοποίηση» του, και μαζί μ' αυτήν τα περιθώρια αυτονομίας και ελιγμών που έδινε η εκμετάλλευση των διεθνών αντιθέσεων της συγκυρίας. Μάλιστα, η πολιτική αυτή γινόταν περισσότερο αποτελεσματική για έναν άλλο, ανεξάρτητο λόγο: την άμβλυνση των αντιθέσεων και τη σταδιακή επανισορρόπηση που συντελείτο στη νότια περιοχή της λεκάνης της Μεσογείου την ίδια σχεδόν περίοδο, με την ήττα των παραδοσιακών συμμάχων και ερεισμάτων του κυπριακού κράτους και την δημιουργία μιας καινούργιας και περισσότερο «ελεγχόμενης» κατάστασης. Αλλά η πολιτική της «ελληνοτουρκικής φιλίας» ερχόταν να συνδεθεί και να υποβοηθήσει τον κεντρικότερο και βασικότερο στόχο της, δηλαδή την, εκ των ένδον, αποσταθεροποίηση της στρατηγικής των κυρίαρχων τάξεων της Κύπρου, όπως εκφραζόταν από τη Μακαριακή πολιτική. Σ' αυτή την κατεύθυνση, η δικτατορία προσπαθούσε να στηρίξει και να ενισχύσει εκείνες τις πολιτικές δυνάμεις της Κύπρου που έρχονταν σε διαφωνία ή και ανοιχτή αντίθεση με την κυρίαρχη Μακαριακή πολιτική, σκοπεύοντας να διαταράξει τις εσωτερικές ισορροπίες του Μακαριακού μπλοκ και τις καθορισμένες σχέσεις δύναμης μέσα σ' αυτό. Το βασικό που πρέπει να τονίσουμε εδώ, είναι ότι η χούντα δεν μπορούσε να δημιουργήσει από μόνη της αυτές τις αντιφάσεις, απλά προσπάθησε να εκμεταλλευτεί τις ήδη υπάρχουσες, σπρώχνοντας έτσι τα πράγματα προς μια ορισμένη κατεύθυνση. Το δεύτερο είναι να δείξουμε την πραγματική διάσταση των αντιφάσεων που υπήρχαν. Στην Κύπρο, ποτέ δεν δημιουργήθηκε κατάσταση πολιτικής κρίσης, και ποτέ δεν διαπιστώνεται ρήξη του δεσμού εκπροσώπησης μερίδων ή του συνόλου της αστικής τάξης, με την κυρίαρχη στρατηγική που έκφραζαν οι Μακαριακές πολιτικές δυνάμεις. Παρ' όλα αυτά από τις αρχές της δεκαετίας του '70 και μετά, γίνονται ορατές κάποιες πολιτικές μετατοπίσεις στο εσωτερικό του Μακαριακού στρατοπέδου. Στις γενικές βουλευτικές εκλογές του Ιουλίου του 1970 στη θέση του διαλυμένου Πατριωτικού Μετώπου, δημιουργούνται τρία καινούργια κόμματα· η ΕΔΕΚ του Β. Λυσσαρίδη (ιδρύεται» το 1970), το Ενιαίο Κόμμα Γ. Κληρίδη (1969), η Προοδευτική Παράταξη (1970), και το Προοδευτικό Κόμμα του Ν. Σαμψών (1969). Μ' αυτό το τρόπο, δεν γίνεται τίποτε άλλο παρά να μεταγραφούν σε αυτόνομους κομματικούς σχηματισμούς οι παλιότερες πολιτικές τάσεις που συνυπήρχαν στο, πάλαι πότε, ενιαίο Πατριωτικό Μέτωπο. Παράλληλα, κάποιες άλλες πολιτικές κίνησης, όπως η μυστική κάθοδος του Γρίβα στο νησί (Αύγουστος του 1971), και η έναρξη της δράσης της ΕΟΚΑ Β, το εκκλησιαστικό, κ.ά., δημιουργούν μια ανώμαλη κατάσταση στην Κύπρο38. Παρ' όλα αυτά δεν δημιουργείται πολιτική κρίση και η ηγεμονία των Μακαριακών δυνάμεων και της πολιτικής στρατηγικής που έκφραζαν δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ουσιαστικά. Όμως η πολιτική κατάσταση είναι αρκετά διαφορετική και σίγουρα περισσότερο ρευστή, απ' ότι ήταν στη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας. Η ΕΟΚΑ Β' και η κίνηση των τριών Μητροπολιτών, παρά τις θεαματικές ενέργειες που επιλέγουν, ακυρώνονται γρήγορα, γιατί τους λείπει οποιοδήποτε κοινωνικό έρεισμα για να στηριχθούν και να αναπαράγονται39. Οι ουσιαστικότερες και περισσότερο ενδιαφέρουσες διαδικασίες, συντελούνται στο εσωτερικό των πολιτικών δυνάμεων του Μακαριακού μπλοκ, και κύρια είναι αυτές που από κάποιο σημείο και μετά εκφράζονται στο πρόσωπο του Μακαρίου και του Κληρίδη. Η πολιτική του Κληρίδη τοποθετούμενη πάντα στο εσωτερικό της κυρίαρχης στρατηγικής της υποστήριξης του ανεξάρτητου κράτους και του αντιτουρκικού εθνικισμού, προτείνει μια μετριοπαθέστερη γραμμή για το ξεπέρασμα της διακοινοτικής κρίσης.
Η πολιτική του στόχευε στην επανσωμάτωση των τουρκοκυπρίων μέσα από κάποιες υποχωρήσεις της ελληνοκυπριακής πλευράς. Όπως διατυπώνεται από τον Έλληνα αντιπρόσωπο στις διακοινοτικές συνομιλίες, έβλεπε «καθαρά εκείνο που δεν πρόσεχαν πάντοτε όλοι οι Ελληνοκύπριοι: ότι δηλαδή η μεν πραγματική ανάγκη των Ελληνοκυπρίων ήταν η διάλυση των θυλάκων και η αποκατάσταση της συνταγματικής ομαλότητας, η δε πραγματική ανάγκη των Τούρκων ήταν η διευκόλυνση της οικονομικής αναπτύξεως τους και η εμπέδωση αισθήματος ασφαλείας. Οι δύο αυτές ανάγκες δεν ήταν αντίθετες και επομένως η ταυτόχρονη ικανοποίηση τους ήταν δυνατή»40. Και σε κάποιο άλλο σημείο, γράφει: «Αντίθετα με τον Μακάριο, ο Κληρίδης πίστευε σωστά ότι ο χρόνος έτρεχε σε βάρος των Ελλήνων και ότι η ρύθμιση του συνταγματικού ήταν επείγουσα ανάγκη. Η φόρμουλα του για τη λύση του προβλήματος αυτού, ήταν ότι η Κυπριακή Δημοκρατία έπρεπε να αναδιοργανωθεί σαν ενιαίο κράτος με ανάλογη συμμετοχή και των δύο κοινοτήτων»41. Η πολιτική του Κληρίδη είχε σημαντικά κοινωνικά ερείσματα όλη αυτή την περίοδο - μάλιστα κατάφερε να αντιπροσωπεύει σε μεγάλο βαθμό τις ανησυχίες και τις προοπτικές των δυναμικότερων τμημάτων του βιομηχανικού κεφαλαίου της Κύπρου. Πράγματι, το κόστος αναπαραγωγής της κυπριακής εργατικής δύναμης ήταν ιδιαίτερα ανεβασμένο, πράγμα που φαινόταν από το υψηλό βιοτικό επίπεδο που η εργατική τάξη είχε κατακτήσει. Ταυτόχρονα η διατήρηση μιας πολύ αναπτυγμένης και ανοδικής αγροτικής παραγωγής, είχε σαν αποτέλεσμα πολύ χαμηλούς ρυθμούς αγροτικής εξόδου, και κατ' επέκταση ακύρωνε τη διαδικασία δημιουργίας σημαντικού βιομηχανικού στρατού εφεδρείας για να διατηρεί στάσιμους ή να ρίχνει τους μισθούς της εργατικής τάξης, που διατηρούνταν σε υψηλό επίπεδο. Την ίδια στιγμή στους τουρκοκυπριακούς θύλακες, έμεναν αποκλεισμένοι και ουσιαστικά άνεργοι, η πλειονότητα των τουρκοκυπρίων, οι οποίοι σε άλλες συνθήκες θα ήταν πρόθυμοι, ή καλύτερα αναγκασμένοι, να προσφέρουν τη φτηνή εργατική δύναμη τους στο βιομηχανικό κεφάλαιο. Ήταν φυσικό λοιπόν, το βιομηχανικό κεφάλαιο να έχει πλέον τη μεγαλύτερη αγωνία, από τις άλλες μερίδες του κυπριακού κεφαλαίου, με τη συνέχιση αυτής της κατάστασης, και να επιθυμεί πιο έντονα, την προοπτική μιας κατάληξης42.
Έτσι λοιπόν καταληκτικά, το «εσωτερικό μέτωπο» της Κύπρου εμφανιζόταν περισσότερο αδυνατισμένο, απ' ότι την προηγούμενη δεκαετία. Η πολιτική ρευστότητα, από την οποία χαρακτηριζόταν, αποτέλεσε το κατάλληλο έδαφος για να αναπτυχθεί η αποσταθεροποιητική πολιτική του ελληνικού κράτους, που με τη σειρά της ανατροφοδοτούσε και αύξαινε την πολιτική ρευστότητα. Η δικτατορία δεν εξάντλησε την υποστήριξη της σε ένα συγκεκριμένο πολιτικό ρεύμα· υποκίνησε την παρέμβαση του Γρίβα, αλλά δεν δίστασε να τον εγκαταλείψει αργότερα, όταν έγινε φανερή η αποτυχία του. Υποστήριξε από το παρασκήνιο τις κινήσεις των τριών Μητροπολιτών, χωρίς να παραμελεί να δείχνει αρκετή συμπάθεια στη μετριοπαθή και ρεαλιστική πολιτική του Κληρίδη. Παρ' όλα αυτά η ενότητα και οι στρατηγικοί προσανατολισμοί των κυρίαρχων τάξεων της κυπριακής κοινωνίας, δεν είχαν θιγεί αποφασιστικά - απλά, έδειχναν να χάνουν τους έκτακτους ρυθμούς που είχαν στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, γιατί οι συνθήκες παρουσιάζονταν τότε αρκετά διαφορετικές. Συνάμα, η κυπριακή κρίση και οι «παρενέργειες» της συνέχιζαν να παραμένουν στο προσκήνιο, αντιστεκόμενες πεισματικά σε κάθε προσπάθεια εξομάλυνσης, απειλώντας άμεσα τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και έμμεσα τη σταθερότητα του ιμπεριαλιστικού συστήματος συνολικά στην περιοχή.
Και όπως ξέρουμε, όπου οι πολιτικές διαδικασίες μπλοκάρονται, το έδαφος για την ανάπτυξη του τυχοδιωκτισμού είναι ιδιαίτερα ευνοϊκό. Η κυβέρνηση του Ιωαννίδη προχώρησε στα όρια της και στο ακρότατο σημείο την προγενέστερη πολιτική του ελληνικού κράτους στο Κυπριακό με το πραξικόπημα που προκάλεσε τη βίαιη ανατροπή του Μακαρίου. Ήταν μια πολιτική απόλυτα τυχοδιωκτική, γιατί δεν υπολόγιζε τους πραγματικούς συσχετισμούς των δυνάμεων, σε κανένα επίπεδο, καθώς και τα περιθώρια κίνησης που καθόριζαν. Ταυτόχρονα, από μόνη της ανέτρεπε εξ' ολοκλήρου τις συντεταγμένες ισορροπίες στην περιοχή, χωρίς να έχει τη δύναμη να επιβάλλει καινούργιες. Με μια και μόνο κίνηση, τόσο το ελληνικό, όσο και το κυπριακό κράτος, δημιούργησαν τις καλύτερες προϋποθέσεις για την τουρκική επέμβαση. Γιατί η τουρκική εισβολή δεν ήταν δυνατόν να εκδηλωθεί, αν δεν έμπαιναν σε κρίση οι προηγούμενες ισορροπίες· η κρίση των πολιτικών των κυρίαρχων τάξεων, στην Ελλάδα και στην Κύπρο κατάφεραν να δημιουργήσουν αυτή την κατάλληλη προϋπόθεση, και από τη μεριά της δεν έμενε τίποτε άλλο, παρά να την εκμεταλλευτεί με τον καλύτερο τρόπο και αυτό πράγματι έκανε.
Μάλιστα, η πολιτική της δικτατορίας για την απ' ευθείας συνεννόηση της Ελλάδας και της Τουρκίας, δηλ. ο παραμερισμός της Κύπρου με την αναθέρμανση της «ελληνοτουρκικής φιλίας» είχε εξασφαλίσει τη νομιμότητα της τουρκικής παρέμβασης. Στην προηγούμενη συγκυρία το τουρκικό κράτος ήταν περισσότερο περιθωριοποιημένο από το συσχετισμό των δυνάμεων που δημιουργούσε η ελληνοατλαντική σύγκλιση και η ανάθεση του προνομιακού διαμεσολαβητικού ρόλου, στο ελληνικό κράτος και γι' αυτό η πολιτική του είχε κατ' εξοχήν αμυντικό χαρακτήρα. Τώρα, έμμεσα βρισκόταν νομιμοποιημένο για περισσότερο σημαντικούς ρόλους. Από την άλλη, η συνεχής και εντεινόμενη όξυνση των σχέσεων Ελλάδας και Κύπρου, και η κρίση των πολιτικών των κυρίαρχων τάξεων τους, άφηναν περιθώρια και άνοιγαν το δρόμο, στο τουρκικό κράτος να εκμεταλλευτεί τις υπάρχουσες αντιθέσεις για τα δικά του στρατηγικά συμφέροντα. Δεν είναι τυχαία λοιπόν η αδιαλλαξία που δείχνουν οι πολιτικοί ηγέτες των τουρκοκυπρίων και το ουσιαστικό μπλοκάρισμα των διακοινοτικών συνομιλιών, στη διάρκεια του '73 και μετά, ούτε ότι η Τουρκία, για πρώτη φορά μεταπολεμικά, ανοίγει με επίσημο τρόπο και μια σειρά άλλα μέτωπα στο ελληνικό κράτος (Αιγαίο, υφαλοκρηπίδα, κλπ.)43. Είχε δείξει, με τον πιο καθαρό τρόπο, ότι ήταν αποφασισμένη να εκμεταλλευτεί, με την κατάλληλη αφορμή, την αδυναμία και την κρίση της άλλης πλευράς. Γι αυτούς τους λόγους, ενώ είναι πολύ εύκολο να ρίχνουμε όλες τις ευθύνες στην «άφρονα» και «προδοτική» πολιτική του Ιωαννίδη, μ' αυτό τον τρόπο απομακρυνόμαστε πολύ από την αλήθεια.
Η τυχοδιωκτική πολιτική του Ιωαννίδη, ήταν απλά και μόνο μια οριακή κίνηση στα πλαίσια όμως μιας πολιτικής, που δεν ήταν άλλη από την πολιτική του ελληνικού κράτους όλη την προηγούμενη περίοδο. Και η πολιτική του ελληνικού κράτους, επίσης, δεν ήρθε παρά για να εξομαλύνει μια κατάσταση κρίσης, στην οποία είχε εμπλακεί η κυπριακή κοινωνία από τις ίδιες τις εσωτερικές αντιφάσεις της. Και κει στο βάθος, η επιθετικότητα του κυπριακού καπιταλισμού και οι φιλοδοξίες του ελληνοκυπριακού κεφαλαίου και των πολιτικών εκφραστών του, δείχνουν την άκρη της αλυσίδας.
Και όποιος δεν θέλει να διαλύσει αυτή την αλυσίδα και όλους τους κρίκους της, ας μην παραπονιέται όταν νιώθει κάποιο σφίξιμο.
1. θ. Τσεκούρα, Κυπριακό: Από την Ένωση στη Ζυρίχη, Σημειώσεις για τους ταξικούς αγώνες στην Κύπρο, θέσεις 7, σελ. 83-104.
2. Ν. Κρανιδιώτη, Δύσκολα Χρόνια, σελ. 413, Βιβλιοπωλείο της Εστίας.
3. όπ. π., σελ. 431, κε.
4. Α. Ζιατρίδη, Ομιλίες, διαλέξεις, δηλώσεις, σελ. 62.
5.. Τα στοιχεία προέρχονται από συνέντευξη του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων Τ. Παπαδόπουλου στην εφημερίδα «ΑΓΩΝ», της 5ης Αυγούστου 1964.
6. Μ. Attalides, Cyprus, Nationalism and International Politics, σελ. 88, Press Edinburg 1979.
7.. Για τα χαρακτηριστικά του Εκβάφ και τις σχέσεις του με τη Βρετανική Διοίκηση, Βλ. Μ. Attalides, όπ. π., σελ. 41 κ.ε. Επίσης μια χρήσιμη ανάλυση του ελλην. και τουρκ. εθνικισμού γίνεται από τον Tom Nairn: Cyprus and the theory of nationalism, στο συλλογικό έργο: Small states in the modern world. Revised Edition.
8. Ν. Ψυρούκη, Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας, τόμος Β, σελ. 231.
9. όπ. π., σελ. 230.
10. Συνέντευξη Τ. Παπαδόπουλου, όπ. π.
11. Β. Ι. Λένιν, Κριτικά σημειώματα για το εθνικό ζήτημα, Άπαντα, τ. 24, σελ. 131, εκδ. Σύγχρονης Εποχής.
12.. Για την πορεία διαμόρφωσης του τουρκικού εθνικισμού, κύρια μεταπολεμικά και τις διαδοχικές μορφές του, βλ. M. Attalides, όπ. π., σελ. 36 κ.
13. Β. Ι. Λένιν, όπ. π., σελ. 136.
14. Για την αυθαίρετη «ερμηνεία» της ελληνοκυπριακής πολιτικής ηγεσίας, ο τότε, υπ. Εξωτερικών, Ε. Αβέρωφ, γράφει: «Αλλά η μη εφαρμογή της ρητής διατάξεως των συμφωνιών για το χωρισμό των πέντε δήμων δε στηριζόταν σε κανένα επιχείρημα... Ο Αρχιεπίσκοπος, που άλλοτε παρά την κατηγορηματική αντίθετη γνώμη μας είχε επιβάλλει την δέσμευση, δεν ήθελε πια με κανένα τρόπο αυτόν τον χωρισμό. Στην αρχή τον ανέβαλλε με διάφορες δικαιολογίες, και όσο περνούσε ο καιρός έδειχνε σαφώς ότι δεν εννοούσε να το κάμει», Ε. Αβέρωφ, Ιστορία χαμένων ευκαιριών, τ. Β., σελ. 275.
15.. Τα αποσπάσματα από το Σχέδιο Ακρίτα, που προαναφέραμε και στοιχεία για την υπόλοιπη δράση της «Οργάνωσης» αναφέρονται από τον Π. Σέρβα, Κυπριακό Ευθύνες, τόμος Β, ημιτόμος Α, σελ. 295 κε.
16. Για ολόκληρο το κείμενο των 13 σημείων, όπ. π., σελ. 291.«.„..«
17.. Γ. Κρανιδιώτη, Το κυπριακό πρόβλημα, σελ. 54, θεμέλιο.
18.. Για την ανάπτυξη και τη στρατηγική του ελληνικού καπιταλισμού, εκείνη την περίοδο, βλ. Γ. Μαύρη, θ. Τσεκούρα, Το ξένο κεφάλαιο και η ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού, θέσεις 2, και Γ. Μηλιού, Η σταθεροποίηση του κράτους δικαίου, θέσεις 1.
19.. Αναφέρεται από τον Γ. Πεσμαζόγλου: Μια δεκαετία, 1967-1976, σελ. 140.
20.. Τσαγλάρ Κεϊντέρ, Τουρκία: Δικτατορία και δημοκρατία, σελ. 70, Στοχαστής.
21.. Η επιστολή Τζόνσον αναφέρεται από το Ν. Σαρρή, Η άλλη πλευρά, σελ. 423, όπου περιέχονται χρήσιμα στοιχεία για την διατάραξη των αμερικανοτουρκικών σχέσεων εκείνη την περίοδο. Για το ίδιο θέμα επίσης, βλ. Μεχμέτ Αλή Μπιράντ, Απόφαση Απόβαση, Αθήνα 1984.
22.. Το σχέδιο Άτσεσον αναφέρεται από τον Γ. Πεσμαζόγλου όπ. π., σελ. 298 κε. Μεγάλη σημασία επίσης έχουν και τα εξής: ομιλία του Ντην Άτσεσον στο Σικάγο, το Μάρτιο του 1965, και το υπόμνημα του πρέσβη Ι. Σωσσίδη στον Γ. Παπανδρέου, τον Αύγουστο του 1964. Και τα δύο περιέχονται από τον Α. Κωνσταντινίδη, θα επιβιώσει η Κύπρος μέχρι το 1984; σελ. 139 κε, και συνιστούμε την ανάγνωση τους, μια και μας είναι δύσκολο να τα παραθέσουμε ολόκληρα.
23.. Αλέκου Κωνσταντινίδη, Το Κυπριακό: Μυθολογία και πραγματικότητα, σελ. 12 κε., Αθήνα 1976.
24.. όπ. π., σελ. 14.
25.. Ν. Κρανιδιώτη, Οι διεθνείς διαστάσεις του Κυπριακού, σελ. 21 κε., θεμέλιο, όπου περιέχονται και οι διαδοχικές επιστολές Γ. Παπανδρέου Μακαρίου, που καταδείχνουν τις ουσιαστικές διαφωνίες που είχαν προκύψει. Ενδεικτικό του δημιουργημένου κλίματος είναι το παρακάτω απόσπασμα, από το βιβλίο του τότε υπ. Εθνικής Αμύνης Π. Γαρουφαλλιά: «Ενώ στο σημείο αυτό βρισκόταν τα πράγματα, ενώ ο Άτσεσον συνέχιζε τις προσπάθειες του για την εξεύρεση συμπεφωνημένης λύσεως και ενώ η κατάσταση στην Νήσο εμφανιζόταν ήρεμη και η ατμόσφαιρα ήταν ειρηνική και γαλήνια, διευκολύνουσα τις μεσολαβητικές προσπάθειες της Γενεύης, εξαπολύθηκαν αιφνιδιαστικά, με πρωτοβουλία του Αρχ. Μακαρίου και με πλήρη άγνοια της ελληνικής κυβέρνησης και με απώτερο προφανώς σκοπό τον τορπιλισμό του Άτσεσον για συμπεφωνημένη λύση, αι γνωσταί επιχειρήσεις της Τηλλυρίας, των οποίων ο αντικειμενικός σκοπός διευρύνθηκε μετά την επιστροφή στη Λευκωσία και την ανάληψη της διεξαγωγής των από τον Στρατηγόν Γρίβα», όπως παρατίθεται από τον Π. Σέρβα, ΚυπριακόΕυθύνες, ημιτόμος 2, σελ. 474.
26.. Τ. Κεϋντέρ, όπ. π., σελ. 79.
27.. Ανάλογη αντίληψη εκφράζεται από τον Π. Τερλεξή που γράφει: «Μεταξύ των παραγόντων που συνετέλεσαν στην επανεξέταση της ιδέας της ενώσεως από τους Ελληνοκυπρίους μπορούμε να αναφέρουμε τα αυξανόμενα συμφέροντα της νέας γραφειοκρατίας, η οποία δημιουργήθηκε μετά την ανεξαρτησία, την έλλειψη ενός γενικού καλώς οργανωμένου σχεδίου, από μέρους της Ελλάδος, που να κατοχυρώνει τα υπάρχοντα αγροτικά, βιομηχανικά, εμπορικά και άλλα συμφέροντα των Κυπρίων σε περίπτωση Ενώσεως...», στο βιβλίο του, Διπλωματία και Πολιτική του Κυπριακού, σελ. 419.
28.. Μιχαήλ Δεκλερή, Κυπριακό 1972-1974: Η τελευταία ευκαιρία, σελ. 82.
29.. όπ. π., σελ. 54.
30.. Από τα πρακτικά του Συμβουλίου του Στέμματος στην Αθήνα, 6 Φεβρουαρίου 1976, που περιέχονται στο Γ. Κρανιδιώτη, όπ. π., σελ. 374 κε.
31.. Τα στοιχεία, που αναφέρονται περιέχονται στις εξής πηγές: Ε. Ράγκου, Όψεις κοινωνικής μεταβολής, Γεωγραφική και επαγγελματική κινητικότητα στη σύγχρονη κυπριακή κοινωνία, Λευκωσία 1983, Χ. Χατζηιωσήφ, Στοιχεία για την κυπριακή οικονομία, Πολίτης 5, και Economie Report, 1973 Nicosia.
32.. Ε. Κουλουμπή, Τα προβλήματα του κατασκευαστικού τομέα στην Κύπρο, Οικονομικός Ταχυδρόμος, 12 2 1976.
33.. Κυπριακό: πρόβλημα εθνικό, διεθνές ή ταξικό; Η Μαμή 2.
34.. Ν. Πουλαντζά, Η κρίση των δικτατοριών, σελ. 55.
35.. Για τη συγκυρία της Μ. Ανατολής, βλ. Μ. Ρόντινσον, Το Ισραήλ και οι Άραβες, ΑΥΡΙΟ, του ιδίου, Οι Άραβες, θεμέλιο, καθώς επίσης του Φρεντ Χαλινταίη, Η Αραβία χωρίς σουλτάνους, Στοχαστής.
36.. Γ. Πεσμαζόγλου, όπ. π., σελ. 216 κε.
37.. Κ. Κρανιδιώτη, Οι διεθνείς διαστάσεις του Κυπριακού, σελ. 60.
38.. Για το πολιτικό κλίμα εκείνη την εποχή στην Κύπρο, βλ. Π. Κιτρομηλίδη, Το ιδεολογικό πλαίσιο της πολιτικής ζωής της Κύπρου. Κριτική θεώρηση, που περιέχεται στον συλλογικό τόμο, Κύπρος: Ιστορία, προβλήματα και αγώνες του λαού της.
39.. Ν. Κρανιδιώτη, όπ. π., σελ. 74 κε.
40.. Μ. Δεκλερή, όπ. π., σελ. 129.
41.. όπ. π,, σελ. 89.
42.. Στην Κύπρο, εκείνη την περίοδο δεν υπήρχε ουσιαστικό πρόβλημα ανεργίας. Αντίθετα, υπάρχουν 8884 κενές θέσεις που σημειώθηκαν από τα τοπικά γραφεία του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων από τις οποίες το 38,1%, δηλ. 4272 θέσεις αντιστοιχούν σε τεχνίτες, εργάτες παραγωγής και ανειδίκευτους εργάτες, όπως αναφέρεται από την Ε. Ράγκου, όπ. π., σελ. 24. Την ίδια περίοδο, το τουρκοκυπριακό εργατικό δυναμικό αποτελείτο από 45000 άτομα, εκ των οποίων 33000 είναι εργάτες, και απ' όλους αυτούς μόνο 5000 άτομα απασχολούνται σε ελληνοκυπριακές επιχειρήσεις, έξω από τους θύλακες. Η παράλληλη αυτή κατάσταση είναι φυσικό να δημιουργεί ιδιαίτερη αγωνία στο βιομηχανικό κεφάλαιο, βλ. Μ. Ατταλίδη, Οι σχέσεις των ελληνοκυπρίων με τους τουρκοκυπρίους, στο συλλογικό τόμο, Κύπρος: Ιστορία, προβλήματα και αγώνες του λαού της, σελ. 411 κε.
43.. Για την στάση των τουρκοκυπρίων ηγετών στις διακοινοτικές συνομιλίες, βλ. Μ. Δεκλερή, όπ. π., σελ. 212 κε. Επίσης για την επάλληλη όξυνση της τουρκικής πολιτικής γενικότερα, βλ. Σ. Μαρκεζίνη, Αναμνήσεις 1972-1974, σελ. 534 κε.