ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ
ΚΑΙ ΟΙ ΡΗΤΟΡΙΚΕΣ ΤΗΣ ΕΚΤΑΚΤΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ,
ΤΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
ΚΑΙ ΤΗΣ ΥΠΟΧΩΡΗΣΗΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ
της Μαρίας Β. Μαρκαντωνάτου
Το άρθρο εξετάζει τις σημασιολογικές αντιστροφές που συνοδεύουν ορισμένες ρητορικές που χρησιμοποιήθηκαν στην περίοδο της ελληνικής δημοσιονομικής κρίσης κατά την τριετία 2009-2011. Η επίκληση στο «κράτος έκτακτης ανάγκης» συνέβαλε στο να ληφθούν κατά το δυνατόν μονιμότερα μέτρα σε βάρος των εργατικών τάξεων. Ο «οικονομικός πόλεμος» που κηρύσσεται από ασαφείς εχθρούς π.χ. από τους διεθνείς κερδοσκόπους και απαιτεί «εθνικές θυσίες» για τη «σωτηρία της πατρίδας» χρησίμευσε ως μετονομασία μιας σύγκρουσης που έχει κυρίως ταξικά παρά εθνικά χαρακτηριστικά. Η «παγκόσμια διακυβέρνηση» χρησιμοποιήθηκε ως μοιραίο αίτιο παρακμής της «εθνικής κυριαρχίας», η οποία όμως αναβιώνει αναλόγως των συμφραζομένων, π.χ. ως προς τους μετανάστες ή τη γενικότερη ρητορική του νόμου/ τάξης και της ασφάλειας. Σε αυτό το πλαίσιο, εν όψει της ανάγκης επιβολής των μέτρων, μια σειρά από διαδικασίες που είχαν ξεκινήσει στην Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του 1990 επιταχύνονται ή και περατώνονται με την ευκαιρία της κρίσης: η νεοφιλελευθεροποίηση, η μεταδημοκρατία, η διεύρυνση μιας υπερκομματικής Νέας Δεξιάς καθώς και η πίεση επί των εργατικών τάξεων διά της έξωθεν απειλής, του εκφοβισμού και της ενοχοποίησης των συλλογικών διαδικασιών.
1. Κατάσταση έκτακτης ανάγκης και οικονομικός πόλεμος
Σύμφωνα με τον Agamben, η τάση κήρυξης με τον ένα ή τον άλλο τρόπο «κατάστασης έκτακτης ανάγκης», η οποία αντανακλά «έναν μετασχηματισμό των δημοκρατικών καθεστώτων» στην κατεύθυνση μιας «άνευ προηγουμένου γενίκευσης του παραδείγματος της δημόσιας ασφάλειας ως κανονικής τεχνικής διακυβέρνησης» ( Agamben 2007: 31), τείνει να γίνει η κυρίαρχη μορφή πολιτικής διαχείρισης στις περισσότερες δυτικές χώρες και μάλιστα για διαφορετικούς λόγους. Είτε πρόκειται για απρόβλεπτης έκβασης και διάρκειας οικονομικές κρίσεις, είτε πρόκειται για τον «πόλεμο ενάντια στην τρομοκρατία» ή την αντιμετώπιση εσωτερικών κοινωνικών κρίσεων, εν όψει καταστάσεων που ορίζονται ως έκτακτη ανάγκη, λαμβάνονται ακραία μέτρα και επιβάλλονται θεραπείες-σοκ για τη διασφάλιση της κανονικότητας, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό ώστε η ίδια η έκτακτη ανάγκη τείνει να γίνει μια συνθήκη κανονικότητας ( Zizek 2009: 76).
Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι νέες απειλές είναι συνήθως ασαφείς ή και αόρατες∙ φονταμενταλιστές Μουσουλμάνοι που απειλούσαν την πολιτισμένη Δύση μετά την 11η Σεπτέμβρη, νέοι που εξεγείρονται βίαια στα αστικά κέντρα και διαρρηγνύουν το νόμο και την τάξη, μετανάστες που εισέρχονται παράνομα σε χώρες και απειλούν την εθνική συνοχή, κερδοσκόποι των διεθνών αγορών που απειλούν τις οικονομίες των κρατών και μπορούν να τις καταστρέψουν. Σύντομα μετατρέπονται σε αφορμή για την ταχεία πειθάρχηση της κοινωνίας στο εσωτερικό. Ως αποτέλεσμα, με την επίκληση της έκτακτης ανάγκης, το κράτος στρέφεται εν τέλει ενάντια στην ίδια την εσωτερική κοινωνία, την οποία υποτίθεται πως καλείται να προστατεύσει.
Σε αυτό το πλαίσιο, τα ακραία μέτρα αστυνομικού ελέγχου και επιτήρησης και η περιστολή των συνταγματικών δικαιωμάτων και πολιτικών ελευθεριών μετά την 11η Σεπτέμβρη απαντούσαν στην εξωτερική απειλή των φονταμενταλιστών μουσουλμάνων. Τα ακραία μέτρα αστυνομικής καταστολής και η διεύρυνση των μεθόδων καταστολής πλήθους και διαδηλώσεων με συνέπεια το θόλωμα των ορίων ανάμεσα σε αστυνομικές και στρατιωτικές επιχειρήσεις, απαντούσαν σε απειλές ενάντια στο νόμο και την τάξη, δηλαδή σε αστικές εξεγέρσεις όπως στο Λος Άντζελες το 1992, στο Παρίσι το 2005, στην Αθήνα το 2008 και στο Λονδίνο το 2011. Τα ακραία μέτρα δημοσιονομικής πειθαρχίας που επιβάλλονται εν όψει της διεθνούς οικονομικής κρίσης, κατά τα οποία οι εργατικές τάξεις πληρώνουν το τίμημα με ανεργία, βιοτική εξαθλίωση και επισφαλειοποίηση ( precarisation ) της ζωής τους, όπως γίνεται σήμερα σε διαφορετικό βαθμό στην Ελλάδα, την Ισπανία, την Ιταλία, την Πορτογαλία, την Ιρλανδία και αλλού, απαντούν σε έναν απειλητικό καπιταλισμό των διεθνών αγορών και των κερδοσκόπων που επιτίθεται στα αδύναμα έθνη κράτη. Σε όλες τις περιπτώσεις οι κοινωνίες εγκαλούνται σε κάποιας μορφής πειθαρχία.
Όπως και αλλού, έτσι και στην περίπτωση της ελληνικής έκτακτης ανάγκης μεθοδεύεται μια άνευ προηγουμένου κοινωνική απορύθμιση με τη λιγότερο ή περισσότερο συνειδητή χρήση μιας σειράς εκφοβισμών, ηθικών πανικών, απειλών και επικλήσεων μοιραίων ιστορικών διλημμάτων. Η έκτακτη ανάγκη δεν εκδηλώνεται μόνο στην εντατικοποίηση της κοινωνικής καταστολής στη διάρκεια διαδηλώσεων (χαρακτηριστική η μέρα ψήφισης του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος Δημοσιονομικής Προσαρμογής), την έμφαση στην επιτήρηση, την κοινωνική δαιμονοποίηση των απεργιών ή ακόμα και σε μια «λανθάνουσα χρήση του άρθρου 48 του Συντάγματος περί κατάστασης πολιορκίας» (Μπελαντής 2011: 31), αλλά εξίσου χαρακτηριστική είναι και μια διάχυτη πολεμική ατμόσφαιρα, η οποία επιτάσσει εγρήγορση σχετικά με την εφαρμογή των δρακόντειων μέτρων, με τις νόρμες δικαίου να αχρηστεύονται ή να θεωρούνται ασήμαντη παράμετρος.
« Δεν έχει σημασία τι είναι δίκαιο ή άδικο, βρισκόμαστε σε πολεμική κατάσταση», απάντησε ο Μ. Χρυσοχοΐδης σε ερώτηση για το αν το μέτρο της επιβολής φόρου επί των ακινήτων μέσω των λογαριασμών της ΔΕΗ αποτελεί «δίκαιο μέτρο», 1επιβεβαιώνοντας τον Agamben (2007: 50) όταν αναφέρεται στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης ως μια κατάσταση που «τείνει να εμπερικλείεται στην έννομη τάξη και να παρουσιάζεται ως καθεαυτό νομική κατάσταση», και ως ένα «κενό δικαίου» που δεν αποτελεί «μια έλλειψη στο νομοθετικό κείμενο που πρέπει να συμπληρωθεί», αλλά «αφορά περισσότερο την αναστολή του ισχύοντος συστήματος προκειμένου να εξασφαλίσει την ύπαρξη του» ( Agamben 2007: 57).
Ομοίως και από άλλα κυβερνητικά στελέχη υιοθετήθηκε ο ίδιος τρόπος περιγραφής της κατάστασης. Από ζοφερές εικόνες με τανκς να φυλάσσουν τις τράπεζες γιατί η αστυνομία δεν θα επαρκούσε σε περίπτωση χρεοκοπίας της χώρας για τα μέτρα που συνδυάστηκαν με την 5η δόση του δανείου, 2μέχρι ότι η κυβέρνηση μπορούσε να υποσχεθεί μόνο ότι και ο Τσώρτσιλ στον πόλεμο, δηλαδή «ιδρώτα, δάκρυα και αίμα» για τα μέτρα της 6ης δόσης, 3ο πόλεμος κυριαρχεί. Πρόκειται για έναν «ασύμμετρο οικονομικό πόλεμο», για «νομισματικό πόλεμο» που πρέπει με κάθε κόστος να κερδηθεί. 4Σύμφωνα με την κυβερνητική περιγραφή του εν λόγω πολέμου, οι σύμμαχοι στο πλευρό της Ελλάδας είναι οι εταίροι της, η ΕΚΤ, η ΕΕ και το ΔΝΤ, οι οποίοι δρουν για τη «σωτηρία» της χώρας έναντι των νέων εχθρών του «οικονομικού πολέμου», οι οποίοι σχετίζονται με το μολυσματικό παγκόσμιο κεφάλαιο, που επιζητά την καταστροφή των ευάλωτων μετά την κρίση του 2008 οικονομιών της Ευρωζώνης. 5Στον πόλεμο αυτό, με συμμάχους την ΕΕ, την ΕΚΤ και το ΔΝΤ και εχθρούς τους κερδοσκόπους, πρέπει να γίνουν «θυσίες» από τους «Έλληνες πολίτες» για την «πατρίδα». Βασικό για τη νικητήρια έκβαση του πολέμου είναι η συναίνεση στους στόχους του Μνημονίου. Μάλιστα, μέχρι και οι διαφωνίες θα πρέπει να εκφράζονται προσεκτικά ως και καθόλου, καθότι οι αγορές «ακούνε». Με τη διαπίστωση ρωγμών στην κοινωνική συναίνεση, διαγιγνώσκεται αυτομάτως αδυναμία εφαρμογής των μέτρων και άρα παρουσιάζεται μια νέα ευκαιρία για κερδοσκοπική επίθεση, υποβάθμιση ή κακή αξιολόγηση. Γι’ αυτό, ακόμα και σύμφωνα με την αντιπολίτευση, αφού «βρισκόμαστε σε πόλεμο επιβίωσης, στα χαρακώματα δεν πρέπει να γίνονται λάθη» 6και άρα οι μεταρρυθμίσεις οφείλουν να είναι ταχείες και ριζικές.
O «οικονομικός πόλεμος» κατά την ελληνική κρίση δεν χρησιμοποιείται τόσο με την παραδοσιακή του έννοια, ως διακρατική επιβολή κυρώσεων όπως το εμπάργκο, ο αποκλεισμός, το μποϊκοτάζ, ή μεθόδων όπως ο ανταγωνισμός για εξαγωγές, η βιομηχανική κατασκοπεία, ο πόλεμος τιμών κ. ά. ( Boniface 2004: 170). Ο «οικονομικός πόλεμος» ως αναλυτικό/ θεωρητικό εργαλείο εξήγησης της κρίσης έχει εδώ κατά ειρωνικό τρόπο μια χροιά θεωρητικού μεταδομισμού (αν και ως προς την αντιμετώπισή του, οι λύσεις που προτείνονται αντλούν τελικά από την κλασική ρητορική του έθνους-κράτους). Προσιδιάζει στη θεώρηση του Baudrillard (1996: 35) περί «μολυσματικότητας» και «δυνητικής καταστροφής» (είτε πρόκειται για το διεθνές οικονομικό και χρηματιστηριακό κραχ, την πολεμική σύρραξη ή το παγκόσμιο χρέος), μιας βόμβας που «περιστρέφεται σαν δορυφόρος» απειλητικά πάνω απ’ τις κοινωνίες (ό. π.). Η οικονομία σε αυτόν τον πόλεμο, μοιάζει με τη «μη-οικονομία» του Baudrillard (1996: 44, έμφαση Baudrillard ):
«Η οικονομία δεν είναι πια η υποδομή της υλικής παραγωγής, ούτε η υπερδομή, αλλά η αποδόμηση της αξίας, η αποσταθεροποίηση των αγορών και των πραγματικών οικονομιών, ο θρίαμβος μιας οικονομίας απαλλαγμένης από τις ιδεολογίες, τις κοινωνικές επιστήμες και την ιστορία, μιας οικονομίας απαλλαγμένης από την Οικονομία και παραδομένης στην καθαρή κερδοσκοπία, μιας δυνητικής οικονομίας απαλλαγμένης από τις πραγματικές οικονομίες […], μιας μολυσματικής οικονομίας που συναντά έτσι όλες τις άλλες μολυσματικές διαδικασίες».
Ο Baudrillard αποδίδει αυτή τη μορφή της οικονομίας στην πλήρη αποσύνδεση της πραγματικής/ παραγωγικής από την πλασματική/ χρηματοοικονομική οικονομία, που αντιστοιχεί στην αποσύνδεση του εδαφικού/ ολικού πολέμου από τον δυνητικό/ δορυφορικό πόλεμο. Η αποσύνδεση έχει μάλιστα τέτοιο βάθος ώστε «ακόμα και οι σπασμοί στη σφαίρα των κυμαινόμενων και κερδοσκοπικών κεφαλαίων δεν αφήνουν ίχνη», με αποτέλεσμα αυτές οι μορφές να «εξορκίζονται» στην υπερβολή τους ( Baudrillard 1996: 36). Τούτο εξηγείται σύμφωνα με τον Baudrillard από το ότι, αντί μιας πραγματικής έκρηξης στον πόλεμο και στην οικονομία, εκείνο που τελέστηκε ιστορικά δεν ήταν η ευκταία αυτοκαταστροφή του καπιταλισμού, αλλά η «υπερπραγματοποίηση του μεγάλου χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου» και αντιστοίχως η «υπερπραγματοποίηση των μέσων καταστροφής». Αλλά, εκείνο το οποίο συμβαίνει κατά τον Baudrillard (ό. π.) είναι ταυτόχρονα ότι, αφού η «συμφιλίωση πλασματικής και πραγματικής οικονομίας είναι ουτοπική», η δορυφοριοποίηση του πολέμου και της οικονομίας αφήνει άθικτο τον κόσμο και τη ζωή. Λειτουργεί αποτρεπτικά, όπως τα πυρηνικά όπλα, που «είναι η καλύτερή μας προστασία» (ό. π.: 37). Άρα, προτείνει ο Baudrillard (ό. π.), «ας συνηθίσουμε να ζούμε στη σκιά αυτών των εκφυμάτων: της τροχιακής βόμβας, της χρηματιστικής κερδοσκοπίας, του παγκόσμιου χρέους».
Η άποψη περί «αποσύνδεσης» αποτελεί βέβαια μια συχνά επαναλαμβανόμενη άποψη. Αν στον Baudrillard αποτυπώνεται στα φιλοσοφικά της άκρα, 7γνωστή είναι και σε πιο σύγχρονες εκδοχές τόσο στην οικονομική θεωρία, όσο και στη θεωρία του πολέμου, από τη μακροϊστορική οικονομική ανάλυση ( Silver / Arrighi 2011) και τη νεοκεϋνσιανή σκέψη ( Calhoun 2011), μέχρι τις θεωρήσεις περί των «νέων πολέμων» ( Kaldor 2003) και της «μεταμοντερνοποίησης του πολέμου» ( Evans 2004).
Όπως η άποψη ότι οι παραδοσιακοί, εδαφικοί, εθνικοί πόλεμοι τείνουν να υποκαθίστανται από τους μη-διακρατικούς «νέους πόλεμους», όπου οι εχθροί τείνουν να δρουν όπως οι κερδοσκόποι στην οικονομία, αόρατα, ανήθικα, απρόβλεπτα και μολυσματικά τείνει να συσκοτίζει τα πολιτικά διακυβεύματα και τις σύνθετες πραγματικότητες των πολεμικών συγκρούσεων, έτσι και η διάκριση πραγματικής/ παραγωγικής και πλασματικής/ δυνητικής οικονομίας, τείνει να μυστικοποιεί τους τρόπους με τους οποίους οι δυο μορφές οικονομίας, όχι μόνο δεν είναι πρακτικά ξεχωρισμένες, αλλά αποτελούν συστατικό η μία της άλλης. Όπως αναφέρουν οι Greg, Gildin και Panitch (2010: 34), αυτή η απλούστευση υποτιμά το βαθμό ενότητας που υπάρχει ανάμεσα στις κυρίαρχες μερίδες του κεφαλαίου – είτε πρόκειται για το βιομηχανικό ενάντια στο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, είτε για το εθνικό ενάντια στο ξένο – και αγνοεί τις λειτουργίες που εξυπηρετούνται από τις χρηματοπιστωτικές αγορές προς τις μη, όπως η παροχή μηχανισμών ελέγχου ρίσκου, συγκρίσεων, αξιολογήσεων διαφορετικών επενδυτικών ευκαιριών κ. ά. (για περαιτέρω ανάλυση του ζητήματος βλ. Greg, Gildin, Panitch 2010: 15-22 και Μηλιός, Σωτηρόπουλος 2011: 289-503).
Σε αυτό το σύστημα αλληλοσυνδέσεων του κεφαλαίου, αυτός είναι και ο λόγος που μια κρίση στις τράπεζες αντιμετωπίζεται κατά βάση όπως και μια κρίση στις βιομηχανίες, δηλαδή κυρίως με κρατική παρέμβαση και πίεση των εργατικών τάξεων στη μορφή που αυτές οι τάξεις έχουν στο κάθε σύστημα. Έτσι, ακόμα και αν η κρίση τελείται σε σφαίρες που υποτίθεται πως αφήνουν ανεπηρέαστη την πραγματική εργασία, δεν πρόκειται εδώ για εξοβελισμό της χρηματοοικονομικής κυκλοφορίας έξω από τη σφαίρα της κοινωνικής πραγματικότητας της παραγωγής όπως υποστηρίζει ο Baudrillard, αλλά για μια κατάσταση όπου, όπως το θέτει γλαφυρά ο Zizek (2009: 30) «δεν μπορείς να κάψεις τα ξερά της χρηματοοικονομικής κερδοσκοπίας, χωρίς να καταστρέψεις και τα χλωρά της πραγματικής οικονομίας».
Όμως, το ζήτημα δεν είναι μόνο θεωρητικό, αλλά έχει και μια καίρια πολιτική συνέπεια τόσο για την κοινή γνώμη, όσο και για τα κόμματα και όχι μόνο τα κυβερνητικά. Όχι μόνο διότι προωθεί μια ουτοπική επιστροφή στον εθνικό κεϋνσιανισμό, αλλά και επειδή παρουσιάζει ως ριζικά διαφοροποιημένες εκείνες τις μορφές ρύθμισης που ουσιαστικά αποτελούν τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Όπως προκύπτει από την ανάλυση των Greg, Gildin και Panitch (2010: 33), η ποιοτική διάκριση και ο διαχωρισμός βιομηχανικού και χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου καλλιεργεί έμμεσα μια πολιτική ατζέντα, όπου το θέμα τίθεται με όρους εκμετάλλευσης των διαιρέσεων μεταξύ των καπιταλιστικών τάξεων και άρα σχηματισμού μιας προοδευτικής συμμαχίας μεταξύ εργατών και βιομηχάνων, ενάντια στο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, έτσι ώστε να επανέλθουν οι «καλές δουλειές και η κρατική ρύθμιση» (ό. π.).
Σε αυτό το πλαίσιο, στην περίπτωση της ελληνικής κρίσης, το εξής συνονθύλευμα ρητορικών καθίσταται στον πολιτικό λόγο κυρίαρχο: η ερμηνεία της κρίσης ανάγεται στο μεταδομιστικό σχήμα παραγωγική οικονομία διάφορη της χρηματοπιστωτικής το κράτος είναι αδύναμο απέναντι στη νέα χρηματοπιστωτική οικονομία. Η προτεινόμενη θεραπεία(-σοκ) της κρίσης ανάγεται σε πιο κλασσικά σχήματα, στην εθνική θυσία και την απόσπαση πολιτικής και κοινωνικής συναίνεσης για την ανεμπόδιστη εφαρμογή των μέτρων το κράτος οφείλει να πειθαρχήσει την κοινωνία στους κανόνες του ανταγωνισμού στο πλαίσιο της παγκόσμιας οικονομίας. Το υποβόσκον όραμα για το αναπτυξιακό μοντέλο χαρακτηρίζεται από μια κεϋνσιανή νοσταλγία σε συνδυασμό με ένα μείγμα νεοφιλελεύθερων μέτρων (από τη δημοσιονομική πειθαρχία με τους όρους των δανειστών, τις ιδιωτικοποιήσεις, τις επενδύσεις ξένων και μη με εξασφαλισμένες τις ευέλικτες συνθήκες εργασίας, τη διασφάλιση της ευρωστίας των τραπεζών, μέχρι την «πράσινη ανάπτυξη» και την κοινωνική οικονομία) το κράτος οφείλει να παρέμβει για να προασπίσει τη νέου τύπου ανάπτυξη.
Στο πλαίσιο αυτών των πολιτικών προγραμμάτων λαμβάνουν χώρα δυο αντιστροφές και μετονομασίες των κοινωνικών διαδικασιών. Η πρώτη αντιστροφή συνίσταται στο ότι η «έκτακτη ανάγκη» και τα έκτακτα μέτρα έχουν ακριβώς «μόνιμο» χαρακτήρα και αποσκοπούν σε μια πολύ βαθύτερη και δομική αναδιάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας, απ’ ό,τι υπονοεί η επίκληση του «έκτακτου». Η δεύτερη αφορά στο ότι ο «οικονομικός πόλεμος» δεν στρέφεται ενάντια σε έναν οικονομικό εξωτερικό εχθρό με τη συμμαχία εταίρων με κοινά συμφέροντα όπως υποστηρίζεται, αλλά αντίθετα στην εσωτερική ταξική αναδιάρθρωση με την έξωθεν απειλή των εταίρων. Απαιτεί δηλαδή την πειθάρχηση των φτωχών και ταξικά ασθενέστερων ομάδων στην πολιτική που επιτάσσει η παρούσα φάση της κοινωνικο-οικονομικής αναπαραγωγής, στο σύνθετο πλαίσιο της κρίσης στην Ευρωζώνη.
2. Παγκόσμια διακυβέρνηση και κρατική κυριαρχία
Εκτός του «οικονομικού πολέμου», η ίδια εναλλαγή ρητορικών παρατηρείται και στη θεματοποίηση της σχέσης κράτους-παγκοσμιοποίησης. Προκειμένου να διευκολυνθεί η εφαρμογή των πολιτικών της περιόδου του Μνημονίου χρειάστηκε να ενεργοποιηθεί μια ρητορική «παγκόσμιας διακυβέρνησης» αντιθετικά προς τα εθνικά κράτη. Στη ρητορική αυτή, ναι μεν η κυριαρχία παρουσιάζεται ως ελαττωμένη, αλλά ταυτόχρονα γεννάται ένα νέο «καλό της πατρίδας» και η αναγκαιότητα μιας «εθνικής θυσίας». Έτσι, τα μέτρα δεν αποτελούν απλώς δημοσιονομική προσαρμογή ενόψει του χρέους ή του ελλείμματος, αλλά και μοναδικό όρο επιβίωσης της «πατρίδας» στις νέες συνθήκες. Και πάλι, προωθείται η ιδέα του αδύναμου κράτους μαζίμε μια νεο-πατριωτική ρητορική της θυσίας και της ομόψυχης, υπερ-ταξικής προσπάθειας εφαρμογής των μέτρων.
Συνεπώς, στο πλαίσιο σύμπτυξης της ρητορικής της μειωμένης εθνικής κυριαρχίας με την έξωθεν παγκόσμια διακυβέρνηση, όσοι πλήττονται από τα μέτρα «δεν έχει νόημα να διαδηλώνουν». Όχι μόνο επειδή εμποδίζουν το γενικό καλό αλλά κυρίως επειδή απευθύνονται σε έθνη-κράτη που ακόμα και αν είχαν τέτοια βούληση, θα ήταν και πάλι ανίκανα να διαπραγματευτούν τα αιτήματά τους. Χαρακτηριστική είναι σχετικά η δήλωση του Γ. Παπανδρέου σε ομιλία του σε εκδήλωση της Τράπεζας της Ελλάδος, στις 01.06.2011:
«Όσοι διαδηλώνουν, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε τόσες πλατείες ανά τον κόσμο, απευθύνονται σε εθνικά συστήματα δημοκρατίας, που σήμερα είναι αδύναμα, πολύ πιο αδύναμα από ό,τι παλιά – πέρα δηλαδή από τις ενδογενείς τους ατέλειες, που πρέπει και αυτές να αλλάξουν ή να αντιμετωπιστούν – και αιχμάλωτα σε παγκόσμιες εξουσίες, αλλαγές και αδυναμίες ενός παγκόσμιου περιφερειακού συστήματος». 8
Σε αυτό το πλαίσιο, με την έξωθεν απειλή και τα νέα λεξιλόγια της ελαττωμένης κρατικής κυριαρχίας και της «παγκόσμιας διακυβέρνησης», όπως και σε άλλες περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, από τη μέρα εισόδου στο Μνημόνιο το Μάιο του 2010 κυριαρχεί στα ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού ενός είδους ψυχολογική τρομοκρατία, καθώς και η αίσθηση του πανικού και φόβου για τις επικείμενες εξελίξεις και συνέπειες. Πολιτικά στελέχη, σε συγχορδία με τα κυρίαρχα ΜΜΕ καλλιεργούν το φόβο σχετικά με μια πιθανή έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, σχετικά με τη στάση πληρωμών, την κατάσταση της οικονομίας με τα κριτήρια των διεθνών οίκων αξιολόγησης, το αν η Τρόικα και οι κυβερνήσεις της ΕΕ κρίνουν πως τηρούνται οι δεσμεύσεις του Μνημονίου, αν θα διακοπεί η εκταμίευση της επόμενης δανειακής δόσης, αν η χώρα θα βρεθεί αναπτυξιακά δεκαετίες πίσω, ή αν θα απολέσει την κυριαρχία της.
Συγκεκριμένα, το ερώτημα της εθνικής κυριαρχίας δεν απασχολεί μόνο συνταγματολόγους (στη βάση του άρθρου 14 παρ. 5 του Μνημονίου περί «παραίτησης της Ελλάδας από τις ασυλίες της εθνικής κυριαρχίας»), 9αλλά και μια σειρά πολιτικές αναλύσεις στα ΜΜΕ, στις οποίες διαπιστώνεται η υποχώρησή της. Ωστόσο, μια κοινωνιολογικά κονστρουκτιβιστική θεώρηση της κρατικής κυριαρχίας πλεονεκτεί εν προκειμένω σε σχέση με θεωρήσεις που την κατανοούν οντολογικά, σαν μια περατωμένη και συμπαγή ιδιότητα του κράτους, βασισμένη σε σαφείς και προδιαγεγραμμένες κρατικές δράσεις ή ακόμα και σε μια ουσία που προσκρούει ή όχι στο Σύνταγμα, κατά το ότι ερμηνεύει την κυριαρχία ως προς τα αποτελέσματά της. Έτσι, αν η κυριαρχία ειδωθεί όχι ως σημείο εκκίνησης, αλλά ως προς τα αποτελέσματα και τους τρόπους με τους οποίους αυτή συγκροτείται εξουσιαστικά ανά πάσα στιγμή, δηλαδή «ως διαρκώς εν τω γίγνεσθαι και ως ένα πάντα ημιτελές πρόγραμμα, του οποίου τα αποτελέσματα δεν μπορούν ποτέ να προεξοφληθούν» ( Doty 1996: 143), τότε αυτή δεν συνάδει ή συγκρούεται με έναν ορισμένο συσχετισμό εξουσίας, αλλά τον αποτυπώνει. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η κυριαρχία υποστασιοποιείται (ή ακόμα και εργαλειοποιείται) μόνο εντός ενός πολιτικού πλαισίου.
Για παράδειγμα, τον Δεκέμβριο του 2010, μέλη της κυβέρνησης ανακοίνωσαν την οικοδόμηση ενός φράκτη 13 χμ. στα χερσαία σύνορα της Ελλάδας με στόχο να εμποδίσουν παράνομους μετανάστες να εισέλθουν στη χώρα. 10Για το εξαγγελθέν μέτρο μηδενικής ανοχής έγινε άμεση επίκληση στην ανάγκη προστασίας της «εθνικής κυριαρχίας» ενάντια σε μια ακόμα έκτακτη ανάγκη, αυτή της εισόδου μεταναστών. Άρα, ενώ σύμφωνα με την κυβέρνηση η εθνική κυριαρχία έχει υποχωρήσει ως προς την οικονομική πολιτική και την παγκόσμια διακυβέρνηση, αυτή αναζωπυρώνεται και πάλι ως προς τη μεταναστευτική πολιτική. Δηλαδή, από τη μια προωθείται το μοντέλο «παγκοσμιοποίηση ενάντια στο κράτος», και από την άλλη μια νεο-σμιτιανή λογική εχθρού/ φίλου αναλαμβάνει να επαναθεσπίσει τη φαντασιακή κοινότητα του κοινωνικού εντόςκαι του απόβλητου εκτός.
Παρότι θα περίμενε κανείς πως ένα τέτοιο μέτρο θα είχε προταθεί από ένα κόμμα όπως το ΛΑΟΣ, αυτό ωστόσο εξέφρασε μια διαφορετική άποψη, γεγονός που αναδεικνύει και την πολιτική και ιδεολογική ευελιξία του εν λόγω κόμματος, ακόμα και για ζητήματα όπως η εθνική κυριαρχία και τα σύνορα. Εδώ έχουμε ένα συμφραζόμενο της κυριαρχίας ως μετρήσιμη δαπάνη καθεαυτή. Ναι μεν η κυριαρχία προσλαμβάνεται ως μια αυτονόητη «ουσία» του κράτους, αλλά είναι επίσης και ένα πρακτικό και μετρήσιμο θέμα από τη σφαίρα των δημόσιων οικονομικών. Για την παράμετρο αυτή θα έπρεπε να φροντίσει η Ευρώπη. Η δήλωση του Γ. Καρατζαφέρη (που σε πολλές άλλες περιπτώσεις έχει εκφράσει την «ευαισθησία» του για την υποχώρηση της εθνικής κυριαρχίας λόγω των μεταναστών και έχει προτείνει λύσεις από το δημοψήφισμα περί ιθαγένειας μέχρι τη μεταφορά μεταναστών από τα αστικά κέντρα σε αραιοκατοικημένα νησιά), είναι ενδεικτική του πώς συνταιριάζεται ωφελιμιστικά ο εθνικισμός με την ιδέα μιας προστατευτικής Ευρώπης, η οποία εξυπηρετεί τα συμφέροντα της κυριαρχίας, π.χ. με το να «μας εξασφαλίσει τα σύνορά μας»:
«Δεν τίθεται θέμα να χάσουμε την εθνική μας κυριαρχία αλλά να ενισχύσουμε την προώθηση των συμφερόντων της χώρας μέσα από μια κοινή ένωση και μια μέσα από μια προοδευτική Ευρώπη. […] Αυτό που ζητώ είναι να εξασφαλίσει η Ευρώπη το μηδενισμό των εξοπλιστικών μας προγραμμάτων. Είμαι ικανοποιημένος αν μας εξασφαλίσει τα σύνορά μας για να μην αναγκαζόμαστε να σπαταλάμε τα χρήματά μας». 11
3. Από τη σοσιαλδημοκρατική στη νεοφιλελεύθερη ρητορική
Το ότι ο κρατικός λόγος παραδοσιακά βασίζεται σε κατασκευές όπως «Ελλάδα», «πατρίδα», «πολίτες», «πρόοδος» κ. ά. προφανώς δεν είναι νέο. Αλλά το πώς τέτοιες έννοιες νοηματοδοτούνται εξαρτάται από τις κρατικές στοχοθεσίες ως προς τις ανάγκες της οικονομίας, από τις δυνάμεις εξουσίας εντός και εκτός κράτους και τους επιμέρους τρόπους με τους οποίους το κράτος επιφορτίζεται σε περιπτώσεις κρίσεων ή ύφεσης να εξυπηρετήσει την κοινωνικο-ταξική αναπαραγωγή.
Για παράδειγμα, καθώς – επηρεαζόμενη και από τη διεθνή κρίση του 1973 – η ελληνική οικονομία εισήλθε στη δεκαετία του 1980 με ύφεση, με μειωμένες τις επενδύσεις στη βιομηχανία και συρρίκνωση του βιομηχανικού τομέα, με σειρά πτωχεύσεων βιομηχανιών στον τομέα της μεταποίησης, των τροφίμων και των μεταλλικών προϊόντων στο διάστημα 1973-1983 (βλ. Σακελλαρόπουλος 1992: 22), έγινε σύντομα φανερό ότι οι προσπάθειες να λυθεί το πρόβλημα των ζημιογόνων επιχειρήσεων με πιστωτικά μέτρα (π.χ. κατά τη διακυβέρνηση της ΝΔ στην περίοδο 1977-81) δεν επαρκούσαν. Έτσι, το κράτος της περιόδου ανέλαβε με την ίδρυση το 1983 του Οργανισμού Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων (ΟΑΕ) την εξυγίανση των «προβληματικών» επιχειρήσεων που είχαν πτωχεύσει, διακόψει τη λειτουργία τους ή υπερχρεωθεί (ό. π.: 86). Αυτού του τύπου η παρέμβαση αποτελεί μια από τις πιο χαρακτηριστικές στιγμές όχι μόνο του ελληνικού κεϋνσιανισμού (εντός του οποίου αποτυπώθηκε ένας τριγμώδης συσχετισμός κορπορατικής εξουσίας ανάμεσα σε κράτος, βιομήχανους και εργατικά συνδικάτα), αλλά και του πώς αυτός αποκρίθηκε στην κρίση και με ποιους τρόπους επιχείρησε να διασώσει την αναπαραγωγή της καπιταλιστικής οικονομίας με τους όρους της συγκυρίας. Στη φάση αυτή και στο πνεύμα της κοινωνικο-εκλογικής απήχησης της «αλλαγής», τέθηκαν σε λειτουργία διάφορες ρητορικές, από την κοινωνικοποίηση των ΔΕΚΟ, την κρατικοποίηση, την ενίσχυση του εργατικού εισοδήματος και τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας, τη λαϊκή κυριαρχία και το κοινωνικό κράτος, μέχρι και τον «σοσιαλιστικό μετασχηματισμό» (για τις προβληματικές ως το 1985 βλ. Σακελλαρόπουλος 1992).
Ωστόσο, καθώς η κρίση κερδοφορίας του βιομηχανικού κεφαλαίου δεν αναχαιτίστηκε, η πολιτική αλλά και η ρητορική έπρεπε να αλλάξουν. Το κεφάλαιο της περιόδου άρχισε ολοένα και περισσότερο να εκτίθεται στο διεθνή ανταγωνισμό, δηλαδή να διεθνοποιείται και, όπως έδειξαν οι Μηλιός και Ιωακείμογλου (1992: 77), όχι να υποβαθμίζεται ή να αποβιομηχανοποιείται. Η αντεπίθεση και συσπείρωση των βιομηχάνων από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 αλλά και οι θεσμικές εμπλοκές, δυσλειτουργίες και πελατειακότητες που δημιουργούσε η υπερδιείσδυση του κομματικού κράτους στα συνδικάτα και τις ευρύτερες εργατικές ταξικές ομάδες, ώθησαν στην εξασθένιση της ρητορικής της «κοινωνικοποίησης», η οποία έδωσε τη θέση της από το 1985 ως το 1990 στην πολιτική που έμεινε γνωστή ως «λιτότητα». Σε αυτό το διάστημα μάλιστα, το 1986, εξαγγέλλονται στο πλαίσιο του νεο-ιδρυθέντος «Εθνικού Συμβουλίου Ανάπτυξης» από τον τότε υπουργό Εθνικής Οικονομίας Κ. Σημίτη μέτρα ευελικτοποίησης της εργασίας και ανταγωνιστικότητας, τα οποία όμως λόγω της τεταμένης πολιτικής ατμόσφαιρας δεν νομοθετούνται παρά από το 1990 και εντεύθεν (βλ. Κουζής 2010: 199).
Παρότι η ελληνική οικονομία ήταν κατά την περίοδο αυτή από τις λιγότερο χρεωμένες, ναι μεν η «λιτότητα» μπορεί να λειτουργούσε μερικώς ως εγγύηση προς τους δανειστές και να αύξανε τη δανειοληπτική ικανότητα του ελληνικού κράτους, αλλά δεν αποτελούσε παρά μέσο για μια ρύθμιση που υπάκουε όχι πια σε σοσιαλδημοκρατικές προτεραιότητες, αλλά σε αυτές της μακροπρόθεσμης καπιταλιστικής ανάπτυξης και μιας αναδιάρθρωσης που αποκρινόταν στην αποτυπωμένη στους οικονομικούς δείκτες κρίση του βιομηχανικού κεφαλαίου (βλ. Μηλιός/ Ιωακείμογλου 1986: 6). Η μείωση πραγματικών μισθών προκειμένου να αυξηθεί η κερδοφορία και να πραγματοποιηθούν ξένες επενδύσεις, προκάλεσε έναν φαύλο κύκλο ύφεσης, λιτότητας και ανεργίας (Μηλιός/ Ιωακείμογλου 1992: 77), που σηματοδότησε το τέλος της ελληνικής κεϋνσιανής-σοσιαλδημοκρατικής ρύθμισης. Έληξε έτσι ένας συγκυριακά ευνοϊκός προς τα – άκρως στερημένα κοινωνικών δικαιωμάτων και πολιτικής συμμετοχής κατά τη δικτατορία – εργατικά και μικροαστικά στρώματα συσχετισμός εξουσίας, η «αλλαγή», που δεν άργησε καθόλου να προσαρμοστεί στις υπέρ του κεφαλαίου αναγκαιότητες και στη φιλελεύθερη κατεύθυνση που δρομολογήθηκε έκτοτε και εντατικοποιήθηκε από το 1990 και μετά.
Δεδομένου ότι οι κεϋνσιανού τύπου παρεμβάσεις αποτελούν παρελθόν σχεδόν σε όλες τις δυτικές χώρες και ότι ο νεοφιλελευθερισμός έχει αποκτήσει μια ευρεία επιρροή κατά τις τελευταίες δεκαετίες, προφανές είναι ότι έννοιες όπως η «κοινωνικοποίηση», το «σοσιαλιστικό κράτος» και ο «σοσιαλιστικός μετασχηματισμός», έχουν ενσωματωθεί στον κυρίαρχο αστικό πολιτικό λόγο ως ο γραφικός ιδεολογικός απόηχος μιας περιόδου που τελείωσε ανεπιστρεπτί. Από την άλλη, ο νεοφιλελευθερισμός ως ιδεολογία, δηλαδή οι αξίες της αυτο-απορύθμισης του κράτους και του περιορισμού του στο law and order, η πριμοδότηση της επιχειρηματικής τάξης, της ελεύθερης αγοράς κ. ά. έτυχε πολύ μικρότερης κοινωνικής αποδοχής απ’ ό,τι στο οικονομικό επίπεδο. 12
Αυτός είναι ενδεχομένως ο λόγος για τον οποίο, είτε στις θεωρίες της ακυβερνησίας και υπερφόρτισης, είτε στη νεοδεξιά κριτική του κεϋνσιανού παρεμβατισμού και τη νεοσυντηρητική σκέψη (για την ανάλυση των θεωρήσεων αυτών βλ. Βούλγαρης 1994) έπρεπε να υιοθετηθεί μια υποτιθέμενα ανιδεολογική προσέγγιση πραγματισμού, ορθολογικότητας, λειτουργικότητας και αδήριτης αναγκαιότητας για μια «περιορισμένη διακυβέρνηση» ( limited governance ) απέναντι στο «υπερδιογκωμένο κράτος» και την «κρίση διακυβέρνησης» που δημιουργούνταν, κατά τις προσεγγίσεις αυτές, από το ότι ένα ετερογενές σύνολο ομάδων, συνδικάτων, ενώσεων, κομματικών δυνάμεων κ. ά. στρέφονταν στο κράτος και απαιτούσαν με την ισχύ των αιτημάτων τους την υπέρ αυτών διαμεσολάβησή του.
Η στροφή προς το συντηρητικό πολιτικό λόγο μπορεί να κορυφώνεται με την κρίση, αλλά προφανώς δεν αρχίζει από εκεί. Αντίθετα, είναι μια αργή και σταδιακή διαδικασία που ξεκινά στη δεκαετία του 1990 και εμπερικλείει μια σειρά από ρήξεις και κοινωνικές συγκρούσεις, π.χ. κατά την πρωτο-νεοφιλελεύθερη διακυβέρνηση Κ. Μητσοτάκη ως το 1993 με το πρώτο κύμα ιδιωτικοποιήσεων-φιλελευθεροποιήσεων (π.χ. πρώην προβληματικών όπως η ΑΓΕΤ-Ηρακλής, τραπεζών όπως η Τράπεζα Πειραιώς, η Ιονική κ. ά., η ΕΑΣ, οι άδειες κινητής τηλεφωνίας, ιδιωτικής τηλεόρασης κ. ά.), ιδιωτικών έργων υποδομών, μείωσης των εργαζομένων του δημοσίου και απολύσεων. Στο ίδιο διάστημα μειώθηκαν οι φορολογικοί συντελεστές των υψηλότερων κλιμακίων και των επιχειρήσεων, απαγορεύτηκαν οι μισθολογικές αυξήσεις στο δημόσιο τομέα (σε συνδυασμό με την κατάργηση της ΑΤΑ) και νομοθετήθηκαν σειρά αλλαγών στις εργασιακές σχέσεις (τέταρτη βάρδια, μερική απασχόληση κ. ά.) (Μαυρουδέας 2010: 102).
Η πολιτική ρητορική του «εκσυγχρονισμού» από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, η οποία είχε ως άξονα την ευρωπαϊκοποίηση με τα κριτήρια της ΟΝΕ και το «Πρόγραμμα Σύγκλισης», αντικατέστησε σε ένα βαθμό την εκλογική-πολιτική ρητορική των δημόσιων δαπανών με την ανάπτυξη της «ισχυρής Ελλάδας». Αυτού του είδους η ανάπτυξη ως και τα μέσα της δεκαετίας του 2000 (φιλελευθεροποίηση των πιστωτικών αγορών, απελευθέρωση τηλεφωνίας, ευρωπαϊκά κονδύλια για υποδομές και επενδύσεις, τουρισμός) πραγματοποιήθηκε με περαιτέρω ιδιωτικοποιήσεις, ελαστικοποίηση της εργασίας (που τονώθηκε ιδιαίτερα από τη χαμηλά αμειβόμενη εργασία των μεταναστών από χώρες των Βαλκανίων και της πρώην ΕΣΣΔ), τις ξένες επενδύσεις (π.χ. κατά την περίοδο της Ολυμπιάδας του 2004), αλλά και τις επενδύσεις ελληνικών επιχειρήσεων στα Βαλκάνια (Μαυρουδέας 2010: 103). Ενδεικτικό της απαρχής αυτής της οικονομικής πολιτικής είναι ότι το ΔΝΤ, κατά την επίσκεψή του στην Ελλάδα τον Αύγουστο του 1996, αφενός χαιρέτισε το πακέτο μέτρων που είχαν εξαγγελθεί ένα μήνα πριν στην κατεύθυνση των ιδιωτικοποιήσεων, της δομικής μεταρρύθμισης της δημόσιας διοίκησης, της ουσιαστικής σύγκλισης με την ΕΕ, τον εξορθολογισμό και το καλύτερο management στις ΔΕΚΟ κ. ά., και αφετέρου «σύστησε στην κυβέρνηση να επιδιώξει μια αυστηρή πολιτική για την εργασία και τους μισθούς στον δημόσιο τομέα, η οποία θα λειτουργούσε σαν μήνυμα ( signal ) για τον ιδιωτικό». 13
Η παρατήρηση αυτή του ΔΝΤ έχει ιδιαίτερη σημασία καθώς αποτυπώνει ένα διαχρονικό νεοφιλελεύθερο αίτημα, αυτό της διαμόρφωσης των εργασιακών συνθηκών στο δημόσιο τομέα με τους όρους του ιδιωτικού (και προφανώς επ’ ουδενί αντίστροφα). Επίσης, αντανακλά και ευρύτερα το αίτημα συγκρότησης της δημόσιας διοίκησης με κριτήρια ιδιωτικής επιχείρησης (ανταγωνιστικότητα, μετρησιμότητα αποτελεσμάτων, δείκτες αποδοτικότητας, διευρυμένη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα, η διοίκηση ως παραγωγός υπεραξίας κ. ά.), όπως προκύπτει και από την επιρροή του Νέου Δημόσιου Μάνατζμεντ (ΝΔΜ). 14Κατά την ελληνική κρίση, όχι μόνο το ισχύον Σύνταγμα θεωρήθηκε ως «γραμμή Μαζινό υπέρ της γραφειοκρατίας», 15αλλά και η ρητορική της διαμόρφωσης ενός «επιχειρηματικού» δημοσίου τομέα πυκνώνει τόσο στο διάστημα 2009-2011, που για τα επόμενα χρόνια κανένα κόμμα δεν φαίνεται πιθανό να συζητήσει με όρους δημόσιων δαπανών που κατευθύνονται στο κοινωνικό κράτος (αφού αυτό έχει ενοχοποιηθεί ως το κύριο μέρος του προβλήματος), ή ζητημάτων συνδεδεμένων με τα εργασιακά δικαιώματα και τις συνθήκες εργασίας (αφού αυτά εμφανίζονται τώρα ως λαϊκισμός, φρούδες υποσχέσεις, ανειλικρίνεια προς τους ψηφοφόρους κ. ά.). Η μείωση των κοινωνικών δαπανών, ο εξορθολογισμός με όρους σμίκρυνσης του δημοσίου τομέα, η μείωση του κόστους της εργασίας, του αριθμού των εργαζομένων, η αποκρατικοποίηση και η θέαση του δημοσίου ως εμποδίου στην απο-γραφειοκρατικοποίηση έγιναν με την κρίση η νέα πολιτική ορθοδοξία των κυρίαρχων κομμάτων. Αυτός είναι και ο λόγος που εκτός απαξίωση του τελευταίου προεκλογικού «λεφτά υπάρχουν» του Γ. Παπανδρέου, γίνεται δημοφιλές το σύνθημα του «να πούμε την αλήθεια στο λαό».
Αν όπως περιγράφει ο Zizek (2009: 36, έμφαση Zizek ) «το καθήκον της κυρίαρχης ιδεολογίας στην παρούσα κρίση είναι να επιβάλλει μιαν αφήγηση η οποία θα επιρρίψει την ευθύνη για την κατάρρευση όχι στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα καθαυτό, αλλά σε δευτερεύουσες και συγκυριακές παρεκκλίσεις (στις υπερβολικά ελαστικές φορολογίες, στη διαφθορά των μεγάλων χρηματοοικονομικών οργανισμών κ.ο.κ)», ομοίως η αφήγηση του πολιτικού λόγου της παρούσας κρίσης αναζητά τις ελληνικές «συγκυριακές παρεκκλίσεις». Στο ερώτημα ποιος ευθύνεται πραγματικά για την κατάσταση η συνήθης απάντηση είναι: οι ιδιοτελείς συντεχνίες.
Αναμφισβήτητο είναι, όπως αναφέρει ο Τσουκαλάς (2011) για την Ευρώπη των προηγούμενων δεκαετιών, ότι «τ ο κοινωνικό κράτος στηρίχτηκε στις οργανωμένες συντεχνίες» και επίσης ότι πλέον «αυτό εξαφανίστηκε και αίφνης η λέξη συντεχνία από αναγκαία προϋπόθεση έγινε ανάθεμα». Πράγματι, ενώ μεταπολιτευτικά και στη δεκαετία του 1980 οι συντεχνίες εντάσσονταν στο κοινωνικά διαδεδομένο κορπορατιστικό μοντέλο ρύθμισης της σχέσης ανάμεσα στην εργασία, το κράτος και το κεφάλαιο, ο όρος «συντεχνία» δαιμονοποιείται κατά την κρίση, σχεδόν ως γενεσιουργή της αιτία. Έτσι, στο πλαίσιο της καμπάνιας «ενάντια στις συντεχνίες», αυτές όχι μόνο χάνουν την ισχύ τους και απαξιώνονται σε επίπεδο διεκδικήσεων και διαπραγματευτικής ισχύος, αλλά παρουσιάζονται εντατικά ως καρικατούρες ενός σαθρού παρελθόντος και εξοστρακίζονται ως οχληρά, τοπικά προσκόμματα στο ευρύτερο εγχείρημα της θεσμικής μεταρρύθμισης.
Τα παραπάνω εκδηλώνονται ως ταυτόχρονη επίθεση σε διαφορετικές επαγγελματικές ομάδες και κοινωνικο-ταξικές κατηγορίες. Σε μια λογική «διαίρει και βασίλευε», διαφορετικά αιτήματα ποικίλων επαγγελματικών ομάδων και προβλήματα δεκαετιών στοιβάζονται κάτω απ’ τη συνολική σύγκρουση με τις συντεχνίες και τα «προνόμιά» τους. Σαφές είναι, ότι ανεξάρτητα από τα ζητήματα των επιμέρους συντεχνιών-θυτών, τα οποία προφανώς θα πρέπει να μελετηθούν κατά περίπτωση και ιστορικο-εμπειρικά ως προς τη σχέση τους με την αγορά και το κράτος, κρίσιμη είναι και εδώ η αλλαγή της πολιτικής ρητορικής και ιδεολογικής κατεύθυνσης. Όπως περιγράφει ο Τσουκαλάς (2011), αυτή η ενοχοποίηση συνιστά μια «ιδεολογική εκστρατεία που αποσκοπεί να καταστήσει διαβλητό οτιδήποτε συλλογικό και να εξιδανικεύσει μόνον την ατομική πρωτοβουλία. […] Αυτή ακριβώς είναι και η πεμπτουσία της κυρίαρχης ιδεολογίας. Όλα τα άλλα εμφανίζονται ως λαϊκισμός» (ό. π.). Αντίθετα, μια σειρά πολιτικών προταγμάτων εγκαλούν στην απο-ενοχοποίηση της ελεύθερης αγοράς, της επιχειρηματικότητας και ενός τύπου ανθρώπου που μοιάζει με τον «καπάτσο επιχειρηματία» του Schumpeter (2006: 160-161), ενώ παράλληλα κοινωνικοποιούν στις αξίες της ανάπτυξης με όρους δημοσιονομικής πειθαρχίας.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο «υπερδιογκωμένος» δημόσιος τομέας θεωρήθηκε ως μια ελληνική ιδιαιτερότητα και η αποδιάρθρωσή του ως ένα επιτακτικό ελληνικό πρόβλημα, συνδεδεμένο με τον χρόνιο κρατισμό. Όμως, διεθνή δημοσιεύματα δείχνουν πως ο δημόσιος τομέας δενβάλλεται μόνο στην Ελλάδα, αλλά και αλλού. Για παράδειγμα, σε άρθρο του Economistμε τον εύγλωττο τίτλο «Δημόσιοι Υπάλληλοι Όλου του Κόσμου Ενωθείτε!» (06.01.2011) με αναφορά στον υπερδιογκωμένο δημόσιο τομέα της Μ. Βρετανίας και των ΗΠΑ, αναπτύσσεται η ίδια επιχειρηματολογία: Η εργασία στο δημόσιο, αντίθετα από αυτή του ιδιωτικού όπου «κυριαρχεί ο ανταγωνισμός και η αναταραχή», αποτελεί ένα «καταφύγιο ασφάλειας και σταθερότητας», με ένα «παράδοξο αποτέλεσμα», δηλαδή ότι «ο τυπικός εργαζόμενος του δημοσίου είναι σε πολύ καλύτερη θέση απ’ ότι αυτοί τους οποίους υποτίθεται πως εξυπηρετεί». Πέραν της οκνηρίας και ευνοϊκής θέσης των δημοσίων υπαλλήλων, εκείνο που επίσης τονίζεται είναι ο ρόλος των συνδικάτων των υπαλλήλων του στενού και ευρύτερου δημοσίου τομέα ως παράγοντα παρεμπόδισης των κρατικών πολιτικών. 16
Στο ίδιο πλαίσιο, η καρδιά της κρίσης εντοπίστηκε στο υπεράριθμο των δημοσίων υπαλλήλων. Αν και τα στοιχεία διαφέρουν ανάλογα με το αν συνυπολογίζεται ο «στενός» ή ο «ευρύτερος» δημόσιος τομέας, ανάλογα δηλαδή με το αν οι δαπάνες εντάσσονται στην «Κεντρική Κυβέρνηση» (υπουργεία, Βουλή, διάφορα νομικά πρόσωπα), στη «Γενική Κυβέρνηση» (τοπική αυτοδιοίκηση, υπουργεία, ταμεία και οργανισμοί κοινωνικής ασφάλισης, νοσοκομεία, δήμοι και περιφέρειες) ή στην «Κεντρική Κυβέρνηση κατά ESA » ( European System of Accounts ) (στα προηγούμενα προστίθενται και οι ΔΕΚΟ), 17αναφορικά με τον αριθμό των απασχολούμενων στο δημόσιο τομέα και το προβεβλημένο «υπεράριθμο» του προσωπικού (η αρχική φημολογία υποστήριζε ότι ξεπερνούσαν το 1,5 εκατομμύριο, παρότι η απογραφή τον Ιούλιο του 2010 έδειξε ότι ήταν 768.009), αξιοσημείωτο είναι ότι αυτός βρίσκεται κοντά ή και χαμηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ανεξάρτητα με το αν ο αριθμός αυτός θα πρέπει να θεωρηθεί μικρός ή μεγάλος, με ποια/ποιων κριτήρια και αν το ποσοστό αυτό συζητιέται σε αναλογία προς το έλλειμμα ή αν θα πρέπει να συνυπολογιστούν και άλλοι δείκτες όπως η γήρανση του πληθυσμού κ. ά.
Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat (κατά ESA ) για τη δεκαετία 2001-2010, ο ευρωπαϊκός μέσος όρος του ποσοστού του ΑΕΠ για τις δαπάνες της Γενικής Κυβέρνησης ανέρχεται στο 47,4% (με ελαφρά αυξητική τάση από το 46,2% το 2001 στο 50,3% το 2010). Η Ελλάδα βρίσκεται σχεδόν ακριβώς στο ίδιο επίπεδο, συγκεκριμένα ελαφρώς χαμηλότερα, με τις αντίστοιχες δαπάνες να αυξάνονται από το 45,3% στο 49,5% κατά την προαναφερθείσα δεκαετία (μέσος όρος δεκαετίας: 46.9%). 18Αυτά τα στοιχεία δεν παραπέμπουν σε υπερτροφικές δημόσιες δαπάνες συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Αλλά και σύμφωνα με το Διεθνή Οργανισμό Εργασίας ( ILO ) ως προς τον αριθμό των εργαζομένων στο δημόσιο (που συνυπολογίζει και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα), η εικόνα της Ελλάδας σε σχέση με τις άλλες χώρες και πάλι δεν διαφέρει ριζικά. Για την Ελλάδα, το ποσοστό των δημοσίων υπαλλήλων επί της συνολικής απασχόλησης (δηλαδή χωρίς τους εν δυνάμει απασχολήσιμους ανέργους) για την περίοδο 2001-2009 κυμαίνεται μεταξύ 20 και 22%. Δηλαδή, στο ίδιο επίπεδο με τη Βρετανία, μικρότερο από το 29% της Γαλλίας, το 27% της Ολλανδίας και το 32-33% της Δανίας και της Σουηδίας, αν και μεγαλύτερο από το 15% της Γερμανίας. 19
4. Η κρίση ως επιτάχυνση προγενέστερων διαδικασιών νεοφιλελευθεροποίησης
Οι συνέπειες της ελληνικής κρίσης στο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό πεδίο κατά πάσα πιθανότητα θα είναι πολυσχιδείς και μακρόχρονες. Καθώς ο μετασχηματισμός της ελληνικής κοινωνίας είναι ακόμα εν εξελίξει, θα σημειώσουμε εδώ ορισμένες μόνο διαδικασίες, οι οποίες λαμβάνουν χώρα εδώ και τουλάχιστον δυο δεκαετίες και φαίνεται πως επιταχύνονται ή ολοκληρώνονται με την κρίση.
Η παγίωση της ελληνικής μεταδημοκρατίας: Ο Crouch (2006) χαρακτήρισε τη μετάβαση από την εξισωτική δημοκρατία κεϋνσιανού τύπου στο νεοφιλελεύθερο διεθνοποιημένο καθεστώς της εξατομίκευσης, των συρρικνωμένων κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων, της ιδιωτικοποίησης των δημόσιων αγαθών, της πενιχρής πολιτικής συμμετοχής κ. ά. ως «μεταδημοκρατία», παρότι, όπως αναγνωρίζει και ο ίδιος ο Crouch, ο όρος παρουσιάζει αδυναμίες (όπως και άλλα «μετά-»). Στην Ελλάδα αυτή η διαδικασία τίθεται σε λειτουργία στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και κορυφώνεται με την κρίση. Χαρακτηριστική είναι η μεταβολή από τη διείσδυση του «κόμματος στο κράτος» κατά τη δεκαετία του 1980, στη σταδιακή απορρόφηση του «κόμματος από το κράτος», έτσι ώστε, όπως αναφέρει ο Γκίβαλος (2010: 164), «τα κέντρα λήψης αποφάσεων να μετατίθενται στο κυβερνητικό θεσμικό πλαίσιο ή στις ηγετικές-κυβερνητικές ελίτ, με συνέπεια οι κομματικές αποφάσεις, ακόμα και σε επίπεδο Συνεδρίων, να έχουν απλώς επικυρωτικό χαρακτήρα και να παρέχουν πολιτικο-ιδεολογική στήριξη και νομιμοποίηση στις κυβερνητικές επιλογές». Παρομοίως, αν το δημοκρατικό έλλειμμα εντοπίζεται στη μετατόπιση από τη βάση στις κομματικές κορυφές, με την εμπλοκή στο Μνημόνιο και τη συνδιαχείριση των δημόσιων οικονομικών από την Τρόικα δημιουργείται ένα επιπλέον επίπεδο προς τα πάνω μετατόπισης της λήψης αποφάσεων, δηλαδή από τις κυβερνητικές/ κομματικές ελίτ στους υπερεθνικούς οικονομικούς φορείς (δυο από τους τρεις εταίρους της Τρόικα είναι τράπεζες/ ταμεία). Ευνόητο είναι ότι το χάσμα ανάμεσα σε αυτά τα κέντρα λήψης αποφάσεων και τις ευρύτερες κοινωνικές ομάδες βαθαίνει. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που τα πρωτοφανώς ακραία αυτά μέτρα ενάντια στην εργασία, που μόλις πριν μερικά χρόνια δεν θα μπορούσαν ούτε καν να διατυπωθούν, τείνουν να εφαρμόζονται ως μονόδρομος, παρά τη σοβαρότητα των κοινωνικών αντιδράσεων και των υφεσιακών συνεπειών.
Ενδυνάμωση της Νέας Δεξιάς: Χωρίς αυτό να σημαίνει πως νεοφιλελεύθερες ρητορικές και επιχειρήματα της Νέας Δεξιάς (ενίοτε και της Ακροδεξιάς) δεν έχαιραν αποδοχής προ Μνημονίου, παρατηρείται ωστόσο μια αναζωπύρωση της νεοδεξιάς ρητορικής, η οποία συχνά μάλιστα παρουσιάζεται και ως ηθική δικαίωση ενός υποτιθέμενα περιθωριοποιημένου λόγου που παραδοσιακά στρεφόταν ενάντια στον ελληνικό κρατισμό. Η ιδεολογία της Νέας Δεξιάς αντλεί από διαφορετικές αφετηρίες και αξιακά συστήματα. Συνδυάζει ρητορικές σμίκρυνσης του κράτους, εκσυγχρονισμού, ιδιωτικοποίησης, και πειθάρχησης της εργασίας στις αναγκαιότητες του νεοφιλελευθερισμού με μια σειρά από ρητορικές «ασφάλειας». Η «ασφάλεια» της Νέας Δεξιάς δεν έχει προφανώς την έννοια της κοινωνικής και προνοιακής ασφάλισης, η οποία τώρα θεωρείται πηγή πελατειακότητας και χαμηλής αποδοτικότητας του Δημοσίου. Αντίθετα, όπως σημειώνει ο Μαρβάκης (2011: 38, έμφαση Μαρβάκης), «η έννοια της ασφάλειας συρρικνώνεται σιγά σιγά στην αστυνομική διάστασή της». Τούτο φαίνεται όχι μόνο από την εντατικοποίηση της καταστολής και του κοινωνικού ελέγχου, αλλά και από την εμφάνιση όπως το περιγράφει ο Μαρβάκης (2011: 39) ενός «κράτος-τιμωρού». Εκείνο το οποίο τείνει να τιμωρείται όλο και περισσότερο είναι εκείνες οι κοινωνικές ομάδες που ήταν εξαρτημένες ή είχαν ανάγκη την κοινωνική ασφάλιση, οι επισφαλώς εργαζόμενοι με χαμηλά εισοδήματα, οι φτωχοί, οι άνεργοι (ιδίως οι γυναίκες και οι νέοι) και οι μετανάστες. Ανασύροντας ζητήματα από όλο το ιδεολογικό φάσμα, από την εκσυγχρονιστική, φιλελεύθερη σοσιαλδημοκρατία μέχρι τη λαϊκίστικη Ακροδεξιά, η Νέα Δεξιά έγινε με την αρωγή της έξωθεν απειλής η υπερκομματική ιδεολογική πλατφόρμα επεξεργασίας του μνημονιακού νεοφιλελευθερισμού. Ωστόσο, το ότι ο νέος λόγος συνδυάζει τη λογική της ελεύθερης αγοράς στο οικονομικό πεδίο με τον αυταρχικό κρατισμό στο κοινωνικο-πολιτικό πεδίο δεν είναι παράδοξο. Αντανακλά μια ήδη διαδεδομένη τάση και εκδηλώνει τη φύση του νεοφιλελευθερισμού: «ενώ η λογική του [σύγχρονου καπιταλισμού] είναι “απορυθμιστική”, “αντικρατιστική”, νομαδική, απεδαφικοποιητική κ.ο.κ., η [λογική αυτή] συνυπάρχει με και βασίζεται σε όλο και πιο αυταρχικές παρεμβάσεις του κράτους, και του νομικού και των άλλων μηχανισμών του. […]. Το κράτος, όχι μόνο δεν εξαφανίζεται, αλλά και ενισχύεται» ( Zizek 2009: 210).
Εντατικοποίηση της Απορύθμισης της Εργασίας.Η απορύθμιση της εργασίας και η έλλειψη επαρκούς θεσμικής και νομοθετικής προστασίας των εργαζομένων στην Ελλάδα αποτελεί μια διαδικασία που ξεκινά στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και αποχαλινώνεται με την κρίση, παραδοσιακά με το επιχείρημα της χαμηλής ανταγωνιστικότητας. Η εργασία στον ιδιωτικό τομέα υπολειπόταν συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές χώρες ήδη προ Μνημονίου (ανεξέλεγκτη ανασφάλιστη εργασία, συγκράτηση μισθών, ευελιξία, πενιχρές ασφαλιστικές δικλείδες υπέρ των εργαζομένων, γενιά των «700 ευρώ», υψηλή ανεργία, δυσαναλογία ανάμεσα στο μισθό και τα ωράρια κ. ά.). Αυτό αποδεικνύει και η επισκόπηση των νομοθετημάτων που αναλαμβάνει ο Κουζής (2010: 200-202). Ενδεικτικά: στον «πολυνόμο» του 1990 εισάγονται ρυθμίσεις για τη μερική απασχόληση, τη σύνδεση εργασίας με την παραγωγικότητα, ελαστικοποίηση του χρόνου εργασίας κ. ά.: Το 1998 θεσπίζεται η υπέρ του εργοδότη δυνατότητα ρύθμισης της εκ περιτροπής εργασίας, αίρονται οι κλαδικές συμβάσεις μέσα από τα Τοπικά Σύμφωνα Απασχόλησης, εισάγεται η εξατομίκευση των συμβάσεων. Το 2000 θεσπίζεται η μείωση των εργοδοτικών εισφορών, αυξάνεται το όριο ανά μήνα ελεύθερων απολύσεων. Το 2001 θεσπίζονται οι «εταιρείες προσωρινής απασχόλησης» (ΕΠΑ) για το δανεισμό ή την ενοικίαση εργαζομένων. Το 2003 και 2004 θεσμοθετείται η μειωμένη μερική απασχόληση στο δημόσιο τομέα κ.ο.κ. (ό.π.). Στο πλαίσιο αυτό, οι ακραίες επιθέσεις στην εργασία και τις συλλογικές συμβάσεις μετά το Μνημόνιο, μπορεί να είναι απροκάλυπτες, αλλά δεν αποτελούν έκπληξη, παρά την επίκληση της έκτακτης ανάγκης. Μέσα στο 2010 και στις αρχές του 2011, πραγματοποιήθηκαν ριζικές αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο της εργασίας, με την ψήφιση εννέα συνολικά, νόμων, πέντε εκ των οποίων με τη διαδικασία του κατεπείγοντος. 20Οι χιλιάδες απολύσεις, μη-ανανεώσεις συμβάσεων σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, η δημιουργία του θεσμού της «εργασιακής εφεδρείας», η μείωση των αποζημιώσεων απόλυσης, η κατάργηση επιδομάτων, οι καταιγιστικές περικοπές μισθών κ. ά. διαμορφώνουν, όπως παρατηρεί ο Κουζής (2010: 219) ένα τοπίο που μακράν απέχει από τον προ-κρίσης χαρακτηριζόμενο ως «εργασιακό μεσαίωνα», έτσι ώστε «ακόμα και η γενιά των 700 ευρώ θα φαίνεται προνομιούχα απέναντι στην επερχόμενη γενιά των 500 ευρώ» και με στόχο το να προωθείται ως «φυσιολογική» η πλέον ζοφερή πραγματικότητα για το μέλλον των εργαζόμενων.
5. Τελικές Παρατηρήσεις
Όπως προειπώθηκε, οι διαδικασίες αυτές δεν τίθενται σε λειτουργία με το ξέσπασμα της κρίσης, αλλά εντατικοποιούνται, επιταχύνονται και μερικές εξ’ αυτών περατώνονται διαμέσου αυτής. Το ότι ο συσχετισμός δύναμης στην ΕΕ έχει συντηρητικό/ νεοφιλελεύθερο χαρακτήρα είναι ένας κοινός τόπος, παραδεκτός και από κυβερνητικά στελέχη. Η στάση της ΕΕ στην παρούσα κρίση της Ευρωζώνης και της Ελλάδας αποτυπώνει τα χαρακτηριστικά αυτού του νεοφιλελεύθερου συσχετισμού δυνάμεων εις βάρος τόσο του (στην Ελλάδα ήδη αναιμικού) κοινωνικού κράτους όσο και της εργασίας. Ακόμα και αν η στάση αυτή διαπνέεται από αθέατους ανταγωνισμούς ή τριβές στα επιμέρους ζητήματα, σύμπνοια υπάρχει αναφορικά με την επιβολή δημοσιονομικής πειθαρχίας και τη φιλελευθεροποίηση, και κυρίως πάνω στην ανάγκη επιτήρησης και ελέγχου οικονομιών σε κρίση όπως της Ελλάδας, ή δυνητικά όλων των άλλων χωρών της ΕΕ.
Τελείται ένα κοινωνικό πείραμα που εφεξής θα μπορεί να αποτελέσει πλατφόρμα δράσης για οποιαδήποτε χώρα της ΕΕ φέρει αξιολογούμενα ως επικίνδυνα για επίδραση-ντόμινο ελλείμματα, χρέη κλπ. ή κατηγορηθεί για κρατισμό, απείθαρχα κοινωνικά κινήματα ή και συνδικάτα, ενώ ταυτόχρονα φαίνεται πως σε αυτό το παιχνίδι στήριξης-τιμωρίας το δίλημμα «δραχμή ή ευρώ» ίσως να μην παίζει στην παρούσα φάση τον κύριο ρόλο. Χαρακτηριστική είναι η δήλωση επ’ αυτού του προέδρου της Χριστιανοκοινωνικής Ένωσης ( CSU ), Horst Seehofer : « Ακόμα και αν η Ελλάδα φύγει από το ευρώ, αυτό δεν σημαίνει ότι θα εγκαταλείπαμε τη χώρα. Είμαστε έτοιμοι να βοηθήσουμε την Ελλάδα να προστατεύσει τις τράπεζές της και να αναπτύξει την οικονομία της». 21
Ωστόσο, – παρά τις περί του αντιθέτου αφετηρίες του μεθοδολογικού εθνικισμού – η «Ελλάδα» δεν αποτελεί ενότητα έξω από τάξεις και αντικρουόμενα συμφέροντα. Από τη δήλωση του Seehofer, όχι μόνο είναι σαφής η ανάγκη για διαρκή προστασία των τραπεζών (και οποιουδήποτε τμήματος του κεφαλαίου όπου μπορεί να εκδηλωθεί κρίση), αλλά και ότι αυτό σχετίζεται με τον τρόπο λειτουργίας του παγκόσμιου νεοφιλελευθερισμού ως σύστημα, του οποίου η Ελλάδα αποτελεί μέρος ανεξαρτήτως νομίσματος.
Παράλληλα, παρότι είναι το εθνικό κράτος που σε τελική ανάλυση προωθεί και επιβάλλει τα μέτρα, δεν μπορεί ωστόσο να υποτιμηθεί ότι οι πολιτικές διαδικασίες υπευθυνοποίησης και απο-υπευθυνοποίησης έχουν αλλάξει. Δηλαδή, έχει δημιουργηθεί ένα σύστημα κατά το οποίο από τη μια, πράγματι «δεν είναι ευδιάκριτα τα όρια της αναλογούσας ευθύνης ανάμεσα στους επιμέρους συντελεστές του Μνημονίου, του ΔΝΤ, της ΕΕ, της ΕΚΤ και της ελληνικής κυβέρνησης» (Κουζής 2010: 219), αλλά από την άλλη προωθείται ως πλήρως αντικειμενικό ποιος φέρει την ευθύνη για το σαθρό παρελθόν (οι συντεχνίες, ο ελληνικός εγωτισμός, ο καταναλωτισμός, οι αξιώσεις των εργαζόμενων κλπ.) και επίσης ποιος θα φέρει την ευθύνη για την αποτυχία του Μνημονίου. Στην περίπτωση αυτή, δεν θα έχουν την ευθύνη οι συνήθεις αόρατοι εχθροί, οι αγορές ή οι κερδοσκόποι, αλλά κατά βάση η ίδια η κοινωνία που δεν συναίνεσε επαρκώς στην εφαρμογή των μέτρων. Συνεπώς, σε έναν φαύλο κύκλο που μοιάζει με αυτόν της ύφεσης, οι εργατικές τάξεις θα πρέπει και πάλι να πειθαρχηθούν, να πιεστούν, να τιμωρηθούν.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο Γ. Παπανδρέου έχει δίκιο λέγοντας κατά την έκκληση του προς τους Γερμανούς βιομηχάνους (μια «συντεχνία» που σε αντίθεση με τις εγχώριες εργατικές είναι εθνικώς σωτήρια), ότι «αυτή η κρίση είναι ευκαιρίαγια να αρχίσουμε τις μεταρρυθμίσεις, είναι μια επένδυσηγια μία διαφορετική Ελλάδα». 22Σε αντίθεση με τις θεωρήσεις πολιτικού πλουραλισμού που έβλεπαν στο κράτος το σημείο συμβιβασμού και εξισορρόπησης αντικρουόμενων συμφερόντων, και σε αντίθεση με τις κοινωνικοσυμβολαιακές, φιλελεύθερες προσεγγίσεις περί κράτους ως προασπιστή των ατομικών δικαιωμάτων για το γενικό καλό, το κράτος της κρίσης, αποκαλύπτει τον (παραδοσιακά) ταξικό του χαρακτήρα και τη συσσώρευση εντός του ενός εχθρικού προς τα εργατικά στρώματα συσχετισμού δυνάμεων.
Όπως σε κάθε κρίση, ομοίως και κατά την ελληνική συντρέχουν μια σειρά sui generis συγκυρίες, π.χ. η πιθανότητα διασποράς της κρίσης στην Ευρωζώνη και τραπεζικού πανικού, τα αδιέξοδα του ελληνικού χρέους, ο δεσπόζων ρόλος της Γερμανίας στη διαχείριση της κρίσης, τα θεσμικά ελλείμματα της ΕΕ κλπ. Πρόκειται για συγκυρίες οι οποίες δεν μπορούν να αναλυθούν εδώ. Εκείνο όμως που γίνεται φανερό, πέραν των συγκυριών και του αντικειμενικού προβλήματος της ύφεσης, είναι ότι η κρίση παρέχει στο πολιτικό σύστημα μια ευκαιρία να διεκπεραιώσει με κατά το δυνατόν οριστικό τρόπο μια σειρά ανοιχτά ζητήματα, πολιτικά διλήμματα και αποφάσεις στην κατεύθυνση της νεοφιλελευθεροποίησης, που λόγω των προηγούμενων δυναμικών, κομματικών συσχετισμών, οργανωμένων συμφερόντων κλπ. έμεναν μετέωρα και ανεπίλυτα ή εφαρμόζονταν σπασμωδικά (αναφορικά με τις ιδιωτικοποιήσεις, το δημόσιο τομέα, το είδος των κρατικών παρεμβάσεων, τη σχέση κομμάτων-κοινωνίας κλπ.).
Όπως και αν ο εθνικός-διεθνής εξουσιαστικός συσχετισμός δύναμης ερμηνεύσει την κρίση (ως «έκτακτη ανάγκη», «οικονομικό πόλεμο» ή άμυνα απέναντι στην λόγω της κατάστασης «υποχώρηση της κρατικής κυριαρχίας»), με ή χωρίς την κεϋνσιανή/ σοσιαλδημοκρατική νοσταλγία ή ρητορική, αυτή αποτελεί μια από τις καλύτερες ευκαιρίες μεταπολιτευτικά να ολοκληρωθούν στο οικονομικό, πολιτικό και ιδεολογικό πεδίο οι διαδικασίες νεοφιλελευθεροποίησης, οι οποίες βέβαια προϋποθέτουν και συνεπάγονται έναν διευρυμένο κρατικό αυταρχισμό.
Βιβλιογραφία
Agamben, Giorgio, Κατάσταση Εξαίρεσης, Πατάκης, Αθήνα, 2007.
Baudrillard, Jean, Η Διαφάνεια του Κακού: Δοκίμιο πάνω στα Ακραία Φαινόμενα, Εξάντας-Νήματα, Αθήνα, 1996.
Boniface, Pascal, Οι Πόλεμοι του Αύριο, Παπαζήσης, Αθήνα, 2004.
Crouch, Colin, Μεταδημοκρατία, Εκκρεμές, Αθήνα, 2006.
Calhoun, Craig, “From the Current Crisis to Possible Futures” στο Business As Usual: The Roots of the Global Financial Meltdown, Calhoun, Craig, Derluguian, Georgi ( επιμ .), New York University Press, Νέα Υόρκη 2011.
Greg, Albo, Gindin, Sam, Panitch, Leo, In and Out of the Crisis: The Global Financial Meltdown and Left Alternatives,Oakland, Spectre, PM Press 2010.
Γκίβαλος, Μενέλαος, «Παγκοσμιοποίηση -Οικονομική Κρίση- Πολιτική: Σχέσεις Αντινομίας και Σύγκρουσης», στο Ο Χάρτης της Κρίσης: Το Τέλος της Αυταπάτης, Τόπος, Αθήνα, 2010.
Evans, Michael, “Clausewitz’s Chameleon: Military Theory and Practice in the early 21st Century”, in Future Armies, Future Challenges: Land Warfare in the Information Age, Evans, M., Ryan, A., Parkin, R. (eds.), Allen & Unwin, Crows Nest, 2004.
Kaldor, Mary, Global Civil Society: An Answer to War, Polity, Cambridge, 2003.
Κουζής, Γιάννης, «Η Νεοφιλελεύθερη Απορύθμιση και το Άλλοθι της Κρίσης», στο Ο Χάρτης της Κρίσης: Το Τέλος της Αυταπάτης, Τόπος, Αθήνα, 2010.
Μαρβάκης, Αθανάσιος, «Ιδεολογική Ηγεμονία, Καταστολή και Νέα Δεξιά», στο Ουτοπία, τ. 95, Μάιος-Ιούνιος 2011.
Μαρκαντωνάτου, Μαρία, « Κράτος και Νέο Δημόσιο Μάνατζμεντ: Η Προνοιακή Απορρύθμιση μέσα από την Επιχειρηματική Διακυβέρνηση, τις Καλές Πρακτικές και την ISO-Προτυποποίηση», στο Θέσεις, τ. 116, Ιούλιος-Σεπτέμβριος, 2011.
Μαυρουδέας, Σταύρος, «Ανάπτυξη και Κρίσεις: Η Ταραγμένη Διαδρομή του Ελληνικού Καπιταλισμού», στο Ο Χάρτης της Κρίσης: Το Τέλος της Αυταπάτης, Τόπος, Αθήνα, 2010.
Μηλιός, Γιάννης, Ιωακείμογλου, Ηλίας, «Κρίση και Λιτότητα: Η Ανάκληση του Σοσιαλδημοκρατικού Συμβολαίου», στο Θέσεις, τ. 14, Ιανουάριος-Μάρτιος 1986.
Μηλιός, Γιάννης, Ιωακείμογλου, Ηλίας, «Το Εξωτερικό Εμπόριο και οι Φάσεις Ανάπτυξης της Ελλάδας (1960-1990)», στο Σακελλαρόπουλος, Θόδωρος (επιμ.), Οικονομία και Πολιτική στη Σύγχρονη Ελλάδα, τόμος Α΄, Άματα, Αθήνα, 1992.
Μηλιός, Γιάννης, Σωτηρόπουλος Δημήτρης, Ιμπεριαλισμός, Χρηματοπιστωτικές Αγορές, Κρίση, Νήσος, Αθήνα, 2011.
Σακελλαρόπουλος, Θόδωρος, Προβληματικές Επιχειρήσεις: Κράτος και Κοινωνικά Συμφέροντα τη Δεκαετία του ’80, Κριτική, Αθήνα, 1992.
Schumpeter, Joseph, Καπιταλισμός, Σοσιαλισμός και Δημοκρατία, Παπαζήσης, Αθήνα, 2006.
Silver, Beverly J., Arrighi, Giovanni, “The End of the Long Twentieth Century”, στο Business As Usual: The Roots of the Global Financial Meltdown, Calhoun, Craig, Derluguian, Georgi ( επιμ .), New York University Press, Νέα Υόρκη 2011.
Τσουκαλάς, Κωνσταντίνος, «Έρμαια των Αγορών», Συνέντευξη στη Lifo, 6.7.2011, http://www.lifo.gr/mag/features/2738.
Zizek, Slavoj, Πρώτη Φορά σαν Τραγωδία και Μετά σαν Φάρσα, Scripta, Αθήνα, 2011.
1 Σε συνέντευξη στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων στο Mega Channel, 13.09.2011.
2 Θ. Πάγκαλος 26.06.2011, http://www.tovima.gr/politics/article/?aid=408241
3 Ε. Βενιζέλος, 18.09.2011 http://www.ethnosnews.com
4 Σύμφωνα με τον Ε. Βενιζέλο (12.09.2011), «Αυτός είναι ένα νομισματικός πόλεμος . Εάν κερδηθεί, οι πιο πολλοί θα θυμούνται μόνον τις θυσίες που έχουν υποστεί και θα μας καταλογίζουν το γεγονός ότι περικόψαμε μισθούς, συντάξεις ή ότι επιβάλαμε φόρους. Εάν χαθεί, η χώρα θα αλλάξει πρόσωπο, θα χάσει δεκαετίες δουλειάς και προόδου». http://www.naftemporiki.gr/news/cstory.asp?id=2054156
5 Σύμφωνα με τον Ε. Βενιζέλο (12.09.2011): «Είδατε πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα τους τελευταίους μήνες στις ΗΠΑ. Την αδυναμία να ληφθούν και εκεί θεσμικές αποφάσεις για τη διαχείριση του δημοσίου χρέους και του δημοσιονομικού ελλείμματος. Είδαμε να υποβαθμίζεται η ίδια η Αμερική από έναν οίκο αξιολόγησης. Ένας οίκος αξιολόγησης, μια μεσαίου μεγέθους ιδιωτική εταιρεία, έπληξε τον πυρήνα της εθνικής κυριαρχίας της υπερδύναμης. Αυτό είναι νομίζω η επιτομή του ασύμμετρου οικονομικού και νομισματικού πολέμου και η Ελλάδα βρίσκεται νομίζω μέσα στη δίνη αυτή» (βλ. http://www.evenizelos.gr/el/speechesintervention/2610-pasok).
6 Από την ομιλία του Α. Σαμαρά στη ΔΕΘ, 17.09.2011
7 Θεωρεί ότι όπως ο πόλεμος τίθεται σε δορυφορική τροχιά και, αντίθετα απ’ τον εδαφικό πόλεμο, απο-τοπικοποιείται και διαχέεται, έτσι και το χρέος «περιστρέφεται», «γίνεται ο δορυφόρος της Γης» και «όταν γίνεται πολύ οχληρό εκτοπίζεται σε ένα δυνητικό διάστημα, όπου μοιάζει με καταστροφή κατεψυγμένη στην τροχιά της» (ό. π.: 36). Ομοίως, και η ανεργία γίνεται ένας «τεχνητός δορυφόρος, ένας δορυφόρος αδράνειας […], ένα ολοένα και μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας που καταψύχεται» (ό. π.).
8 Βλ. http://www.naftemporiki.gr/podcast/listenclip.asp?id=38043
9 Το εν λόγω άρθρο έγινε αντικείμενο διαφορετικών συνταγματικών ερμηνειών. Τη μη-συνταγματικότητα της συμφωνίας υποστήριξαν οι Γ. Κατρούγκαλος, « Memoranda sunt Servanda? H συνταγματικότητα του νόμου 3845/2010 και του μνημονίου για τα μέτρα εφαρμογής των συμφωνιών με ΔΝΤ, ΕΕ και ΕΚΤ» (βλ. http://www.constitutionalism.gr/html/ent/653/ent.1653.asp) και Γ. Κασιμάτης, «Οι Συμφωνίες Δανεισμού της Ελλάδας με την ΕΕ και το ΔΝΤ» (http://www.constitutionalism.gr/html/ent/817/ent.1817.asp) . Αντίθετα, ο Α. Μανιτάκης με άρθρο του στην Καθημερινή(12.06.2011) που τιτλοφορείται « Το φάντασμα του Μνημονίου και η εθνική κυριαρχία» υποστηρίζει ότι «οι κίνδυνοι στην κρατική μας κυριαρχία είναι ανυπόστατοι έως φανταστικοί» (http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_12/06/2011_445590).
10 Βλ. http :// www . bbc . co . uk / news / world - europe -12109595
11 Βλ. http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=250385
12 Χωρίς να σημαίνει ότι το ιδεολογικό και το οικονομικό πεδίο είναι ανεξάρτητα, παρ’ όλα αυτά μπορεί να χρησιμοποιηθεί μια διάκριση όπως την εννοούν οι Albo, Gindin και Panitch (2010: 35): «Είναι κρίσιμο να διακρίνουμε ανάμεσα στο νεοφιλελευθερισμό ως μια ιδεολογικά καθοδηγούμενη στρατηγική για την απελευθέρωση των αγορών από τα κράτη, και ως ένα υλικά-καθοδηγούμενο σύνολο κοινωνικών πρακτικών και κανόνων που απαιτεί κρατική παρέμβαση και management για να φιλελευθεροποιηθούν οι αγορές».
13 IMF Annual Report 1997, βλ . http://www.imf.org/external/pubs/ft/ar/97/pdf/file05.pdf
14 Η απορρύθμιση του κεϋνσιανού κράτους πρόνοιας κατά τις τελευταίες δεκαετίες στην Ευρώπη συνδυάστηκε με την αξίωση για μια «μεταγραφειοκρατική» και «ευέλικτη» δημόσια διοίκηση. Στη ρητορική του ΝΔΜ των δεκαετιών 1980 και 1990, η δημόσια διοίκηση θα απαγκιστρωνόταν από οικονομικά πολυδάπανες και νομικά δύσκαμπτες διοικητικές δομές, οι οποίες δεν πληρούσαν κριτήρια όπως η αποδοτικότητα, ο εξορθολογισμός και η καινοτομία. Το μοντέλο βασίζεται στην ιδέα της ορθολογικής επιλογής των δρώντων, συμπεριλαμβανομένων και όσων παρέχουν ή τους παρέχονται δημόσιες υπηρεσίες. Κατά το ΝΔΜ των δεκαετιών 1980 και 1990, η αποτελεσματικότητα του κράτους στην παροχή υπηρεσιών θα πραγματοποιούνταν με την υιοθέτηση από το κράτος ιδιωτικοοικονομικών τρόπων λειτουργίας. Το «κράτος του μάνατζμεντ» θα λειτουργούσε υπό την «αρχή των τριών E» (Economy, Effectiveness, Efficiency), «Οικονομία, Αποτελεσματικότητα, Αποδοτικότητα» (για το ΝΔΜ βλ. Μαρκαντωνάτου 2011).
15 Α. Λοβέρδος, Βλ. http://www.tanea.gr/ellada/article/?aid=4655352
16 «(Government) workers of the world unite!», http://www.economist.com/node/17849199
17 Προϋπολογισμός 2011, Εισηγητική Έκθεση, http://www.minfin.gr/budget/2011/proyp/index.html
19 International Labor Office, http://laborsta.ilo.org/( Μενού Employment/Public Sector Employment)
20 Όσον αφορά τις αποδοχές των εργαζόμενων στο δημόσιο τομέα και τις θέσεις εργασίας εκεί: Αποδοχές: αρχικά μειώνονται κατά 7% οι αποδοχές εργαζόμενων σε ΝΠΙΔ που ελέγχονται από το Κράτος (Ν. 3833/10) και μετά κατά 3% (Ν. 3845/10). Οι ανώτατες μηνιαίες αποδοχές ορίζονται στα 4000 ευρώ και οι αποδοχές στις ΔΕΚΟ μειώνονται κατά 10% (νέα άρθρα σε Ν. 3845/10 και Ν. 3899/10). Εφεξής επιβάλλονται μηδενικές αυξήσεις (Ν. 3833/10). Επιδόματα Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας: αρχικά περικόπτονται κατά 30% (Ν. 3833/10), στη συνέχεια καθορίζονται σε 500, 250 και 250 (Ν. 3845/10) και τελικά σε 400, 200 και 200, αντίστοιχα (Ν. 3847/10). Άλλα επιδόματα: αρχικά μειώνονται κατά 12% (Ν. 3833/10), εν συνεχεία, για εργαζόμενους με σχέση ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο, κατά 8% (και ελλείψει επιδομάτων, περικόπτονται οι αποδοχές κατά 3%) (Ν. 3845/10). Τέλος, μειώνονται τα επιδόματα για όλους τους εργαζόμενους στις ΔΕΚΟ κατά 10% (νέα άρθρα σε Ν. 3845/10 και Ν. 3899/10). Προσλήψεις: Θεσπίζεται ο λόγος 1:5 για μόνιμους και αορίστου χρόνου (Ν. 3833/10), εκτός των τομέων παιδείας, υγείας και ασφάλειας, αλλά οι εξαιρέσεις καταργούνται με το Ν. 3899/10. Ο λόγος 1:5 θα ισχύει μέχρι και το 2015, αλλά ειδικά για το 2011, ισχύει ο λόγος 1:10 (Ν. 3986/11). Μειώνονται κατά 30% οι προσλήψεις συμβασιούχων ορισμένου χρόνου και έργου το 2010 (Ν.3833/10), κατά επιπλέον 15% το 2011 (Ν. 389/10) και τέλος, κατά 50% για το 2011 και κατά 10% για κάθε έτος μέχρι το 2015 (Ν. 3986/11) (σύμπτυξη στοιχείων από ΙΝΕ 2011: 307-323).
21 Συνέντευξη 20.09.2011 http://www.spiegel.de/international/germany/0,1518,787043,00.html
22 http://www.inews.gr/180/kalesma-papandreou-stous-germanous-viomichanous.htm