Η πολιτική εξουσία μετά την απομάκρυνση του Καραμανλή
των Γιάννη Μηλιού και Μάκη Σπαθή

1. Μια «αριστερή» ερμηνεία που κατέρρευσε

Μέχρι το πρωί του Σαββάτου 9 Μαρτίου ήταν πάρα πολλοί εκείνοι που διατείνονταν ότι κατείχαν μια πειστική ερμηνεία των πολιτικών εξελίξεων και μια αποτελεσματική κριτική της κυβερνητικής πολιτικής: Ο εκλογικός νόμος και η επικείμενη υπερψήφιση του Καραμανλή από το ΠΑΣΟΚ θεωρούνταν επαρκείς αποδείξεις για το ότι η κυβέρνηση συνέκλινε πλέον προς την πολιτική της Δεξιάς, για το ότι «θεσμοθετείται ένα δικομματικό παιχνίδι» ξένο προς τους στόχους της «Αλλαγής».

Την προβληματική αυτή, που προβλήθηκε από τα κόμματα της παραδοσιακής Αριστεράς και κυριάρχησε στα κάθε λογής έντυπα της εκτός ΠΑΣΟΚ Αριστεράς, είχαμε επιχειρήσει, ήδη τρεις μήνες πριν, να ανασκευάσουμε: «Η υπερψήφιση του Κ. Καραμανλή από το ΠΑΣΟΚ με κανένα τρόπο δεν προοιωνίζει κάποιο επαναπροσανατολισμό της «Αλλαγής» προς μια σύγκλιση με την πολιτική στρατηγική της Δεξιάς. Το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση μπορεί να υπάρξει μόνο σαν «Αλλαγή», σε ριζική αντιπαράθεση μαζί με την υπόλοιπη Αριστερά προς τα Δεξιά»1.

Σήμερα, μετά τη θεαματική μεταστροφή του ΠΑΣΟΚ στο ζήτημα της προεδρίας, η προβληματική περί «συναίνεσης των δύο μεγάλων κομμάτων» μένει μετέωρη. Το κενό ερμηνείας έρχεται τώρα να καλύψει είτε (στην καλύτερη περίπτωση) μια επιφανειακή εξήγηση που ανάγει τα πάντα στην «αποφασιστική πίεση» των δυνάμεων της «πραγματικής Αλλαγής» (ΚΚΕ), είτε (στη χειρότερη περίπτωση) μια απολίτικη προβληματική που αδυνατεί να παρακολουθήσει τις εξελίξεις και ασκεί κριτική «επί της διαδικασίας»: αιφνιδιασμός, αδιαφάνεια, έλλειψη δημοκρατικών διαδικασιών (ΚΚΕεσ.). Μια τρίτη εκδοχή, με φορείς κυρίως κάποιες ομάδες της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, διατείνεται πως πρόκειται απλά για μια ταχυδακτυλουργική ενέργεια προεκλογικού χαρακτήρα χωρίς κανένα πρόσθετο πολιτικό βάρος.

Η Αριστερά δεν έχει λοιπόν την ευχέρεια να ερμηνεύσει μια από τις πιο σημαντικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης κατά τα τελευταία χρόνια. Γιατί πραγματικά, όσο κι αν η θεαματική πρωτοβουλία του ΠΑΣΟΚ είναι «στρατηγικά δευτερεύουσα» καθόσον δεν αμφισβητεί τις αστικές κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις εξουσίας εντούτοις παράγει σημαντικά πολιτικά αποτελέσματα στη σημερινή φάση, αποτελέσματα που η εμβέλεια τους υπερβαίνει το ζήτημα των εκλογών. Συγχρόνως, έστω και με τρόπο στρεβλό, καταγράφει τη δυναμική του λαϊκού παράγοντα που αναγνωρίζει τον εαυτό του στην «Αλλαγή». Και ήταν αυτή τη δυναμική που είχαμε υποτιμήσει στις προηγούμενες αναλύσεις μας.

Πέρα λοιπόν από τα σχήματα που είτε φαντάζονται το ΠΑΣΟΚ σαν ένα εκκρεμές ανάμεσα στους «συνεπείς της Αλλαγής» και στη «δεξιά πολιτική», είτε αρκούνται στο να καταγγέλλουν τις «αντιδημοκρατικές διαδικασίες», το πραγματικό ζητούμενο βρίσκεται αλλού: Ποιοι πολιτικοί συσχετισμοί και ποιες διαδικασίες υπαγόρευσαν στο ΠΑΣΟΚ την επιλογή Καραμανλή αρχικά και τη μεταστροφή από την επιλογή αυτή στη συνέχεια;

Πριν προχωρήσουμε θα ήταν χρήσιμο να κάνουμε μια αναφορά στην πολιτική συγκυρία, όπως αυτή διαμορφώνεται μετά την απόφαση του ΠΑΣΟΚ για την προεδρία και την εκλογή του Χρ. Σαρτζετάκη.

2. Η νέα ιδεολογία

2.1. Μετά την απομάκρυνση του Καραμανλή

Το πρώτο ορατό αποτέλεσμα της πρωτοβουλίας του ΠΑΣΟΚ για την προεδρία είναι η εκ νέου επικύρωση της πόλωσης στην πολιτική σκηνή, όπως αυτή μορφοποιήθηκε μετά τις εκλογές του 1981.

Δεν αναφερόμαστε μόνο στην όξυνση της πολιτικής αντιπαράθεσης ανάμεσα στη Δεξιά και την «Αλλαγή», που έτσι κι αλλιώς αποτέλεσε κατά τα τελευταία χρόνια την κύρια διχοτομία της πολιτικής σκηνής. Αναφερόμαστε κυρίως στην επαναπροσέγγιση των εταίρων της «Αλλαγής», στην άμβλυνση των αντιπαραθέσεων ανάμεσα στο ΠΑΣΟΚ και την παραδοσιακή Αριστερά, παρότι φυσικά δεν εξέλειπαν οι λόγοι που κατά την αμέσως προηγούμενη περίοδο τροφοδότησαν διαμάχες και πολεμικές. Άρκεσε δηλαδή η απομάκρυνση του Καραμανλή για να τεθούν σε δεύτερη μοίρα οι πολεμικές για το άρθρο 4, τις βάσεις και κυρίως τον εκλογικό νόμο. Πρόκειται για ένα αποτέλεσμα που υποδηλώνει την πολιτική σημασία της πρωτοβουλίας του ΠΑΣΟΚ.

Το πολιτικό κλίμα θυμίζει λοιπόν και πάλι την περίοδο των εκλογών του 1981. Εντούτοις είναι προφανής η ιδιαιτερότητα των σημερινών πολιτικών αντιπαραθέσεων σε σχέση με το παρελθόν. Αυτή η ιδιαιτερότητα συνδέεται πρώτα απ' όλα με το γεγονός ότι τείνει να κυριαρχήσει μια πρωτοφανής για τα δεδομένα των τελευταίων χρόνων κινδυνολογία.

Πρώτα απ' όλα πρόκειται για την κινδυνολογία της Δεξιάς. Η Ν.Δ. δεν έπαψε βέβαια ποτέ να κινδυνολογεί, ιδιαίτερα κατά τις προεκλογικές περιόδους. Πάντοτε, μάλιστα η κινδυνολογία της είχε ένα αμυντικό

χαρακτήρα, ήταν μια προειδοποίηση για τις «κρυμμένες προθέσεις» του αντιπάλου, πέρα από κάθε θετική τοποθέτηση υπέρ της δικής της πολιτικής. (Έτσι το 1981 ακούγαμε το σύνθημα «ψηφίστε Ν.Δ. για να μην είναι η τελευταία φορά που ψηφίζετε»). Σε αντίθεση όμως με το παρελθόν, η Δεξιά μπόρεσε αμέσως μετά την απομάκρυνση του Καραμανλή να ισχυριστεί ότι βρισκόμαστε ήδη σε μια πολιτική θεσμική και πολιτειακή κρίση: Ο «ανεξέλεγκτος πραξικοπηματισμός» που επέδειξε, σύμφωνα με τη Ν.Δ., ο Α. Παπανδρέου επιδιώκει να αποκαθηλώσει εκτός από τον Καραμανλή και τη «φιλελεύθερη δημοκρατία».

«Τέλος οι αυταπάτες και οι υπεκφυγές. Η κατάσταση ξεκαθάρισε απόλυτα. Απ' τη μια πλευρά η Δημοκρατία και η ελευθερία και από την άλλη ο Παπανδρέου με το Κρεμλίνο και τον Καντάφι ως μοντέλα υποταγής των Ελλήνων σ' ένα ολοκληρωτικό καθεστώς πολιτικής μονοφωνίας, οικονομικής διαλύσεως, ανθρώπινης εξαθλίωσης και εθνικού μαρασμού», έγραφε η Βραουνή στις 12 Μαρτίου. «Έτσι άρχισε ο Χίτλερ» δηλώνει ο Μητσοτάκης, ενώ για τον Ράλλη η κινδυνολογία του 81 τώρα δικαιώνεται2. Η κινδυνολογία της Δεξιάς μπορεί λοιπόν τώρα να φθάνει στα άκρα.

Όμως η ιδιοτυπία των αντιπαραθέσεων που χαρακτήρισε την πρώτη φάση που εγκαινίασε η πρωτοβουλία του ΠΑΣΟΚ δεν εξαντλείται μόνο στον ακραίο τόνο της δεξιάς κινδυνολογίας. Είναι εξίσου χαρακτηριστικό ότι ηπιότεροι τόνοι κινδυνολογίας εκπέμφθηκαν τόσο από μια μερίδα του συμπολιτευόμενου ή αριστερού τύπου, όσο και από ορισμένες προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις.

Ήδη η πρώτη απόφαση του Ε.Γ. του ΚΚΕεσ. τονίζοντας τον αιφνιδιαστικό χαρακτήρα της απόφασης του ΠΑΣΟΚ και την «έλλειψη διαφάνειας» συνιστά νηφαλιότητα και υπευθυνότητα για «να αποφευχθούν αδιέξοδα». (Αυγή 10 3 85).

Τη λογική «του αιφνιδιασμού» θα οδηγήσει ένα βήμα παραπέρα ο Πλωρίτης στο Βήμα (17 3 85): «Σε τέτοιες περιπτώσεις οι "τρόποι" γίνονται "ουσία" και τα "αήθη μέσα" υπονομεύουν ακόμα και τους πιο "νόμιμους σκοπούς"... προκαλούν "ισχυρούς κλονισμούς" στον απλό πολίτη για την αξιοπιστία, τη συνέπεια, την ειλικρίνεια της κυβέρνησης, για τη "διαγωγή" της και προς τα "άνω" και προς τα "κάτω"».

Το «φιλοσοφικό στοχασμό» του Πλωρίτη θα διατυπώσει με τρόπο «πολιτικό» στην ίδια εφημερίδα ο Λιναρδάτος: «...Αποφεύγουμε τον κίνδυνο να γίνει η δημοκρατία μας από προεδρευομένη προεδρική. Δεν αποφεύγουμε όμως τον κίνδυνο να γίνει πρωθυπουργική ή να ενισχυθούν στο μέλλον τα φαινόμενα της «αλαζονείας της εξουσίας» και του μονοκομματισμού» (Βήμα 17/3/85).

Μια βδομάδα αργότερα και πάλι από τις στήλες του Βήματος (24/3/85) ο Μαρωνίτης θα εξάρει τον «άψογο συλλογισμό» του Πλωρίτη για να καταλήξει: «Μακάρι η έκβαση να είναι άλλη από αυτή που φοβούνται η δική μου γλώσσα και η δική μου σκέψη και κάποιων άλλων που ασφαλώς δεν είναι καραμανλικοί».

Όμως πάντα τολμηρότερος απ' όλους, ο γνωστός Μασσαβέτας της Ελευθεροτυπίας προχωράει ακόμα περισσότερο: Δεν εκφράζει απλώς φόβους, αλλά με βεβαιότητα διακηρύσσει ότι τώρα «αρχίζει η πορεία για την εγκαθίδρυση ενός σοσιαλιστικού καθεστώτος». Και για να μην έχουμε αμφιβολίες περί τίνος πρόκειται, μας εξηγεί ότι το ΠΑΣΟΚ έβαλε τέρμα σε μια περίοδο που «μπορεί να κατηγορηθεί για οτιδήποτε εκτός από ένα: Ότι δεν εξασφάλιζε ομαλές πολιτικές εξελίξεις». (Ελευθεροτυπία 10/3/84).

Αν οι αρθρογράφος του «προοδευτικού χώρου» μπόρεσαν να αναπτύξουν μια προβληματική και μια κινδυνολογία τόσο συγγενική με αυτή της Δεξιάς χωρίς να κινδυνεύουν ιδιαίτερα να εκτεθούν ή έστω να απομονωθούν3, αυτό οφείλεται σε δύο λόγους: Κατ' αρχήν πρόκειται για το αποτέλεσμα του «αιφνιδιασμού», τη δυσκολία δηλαδή να αναλυθούν οι όροι που υπαγόρευσαν τη μεταστροφή του ΠΑΣΟΚ. Απ' την άλλη πρόκειται πολύ συχνά και για την εκτίμηση ότι με την απομάκρυνση του Καραμανλή εγκαινιάστηκε μια πολιτική τομή με αβέβαιη έκβαση, μια «επικίνδυνη τομή» που αφορά τόσο τις διαμορφωμένες ισορροπίες ανάμεσα στα κέντρα της εξουσίας (κυβέρνηση προεδρία ή «κατεστημένο» κυβέρνηση λαός) όσο και τους εκλογικούς λαϊκούς συσχετισμούς.

Το έδαφος γι' αυτή τη σύγχυση σχετικά με το τι ακριβώς συνέβη και την «αβεβαιότητα» για το τι πρόκειται να συμβεί, είχε όμως καλλιεργηθεί στην αμέσως προηγούμενη περίοδο από την κυβέρνηση και το φιλοκυβερνητικό τύπο. Προϋπήρχε δηλαδή του «αιφνιδιασμού» μια «λανθάνουσα κινδυνολογία» με κύριο φορέα την κυβερνητική πολιτική, μέσα από την οποία θεμελιωνόταν η απόφαση για υπερψήφιση του Καραμανλή. Η απομάκρυνση του Καραμανλή ονοματιζόταν «άκαιρη ρήξη», ενώ παράλληλα γίνονταν συνεχώς αναφορές στους «συσχετισμούς» και τις «ισορροπίες» που, υποτίθεται, δεν άφηναν κανένα άλλο περιθώριο στην «Αλλαγή» από τον «τακτικό συμβιβασμό» της υπερψήφισης του Καραμανλή4. Την ερμηνεία αυτή ο φιλοκυβερνητικός τύπος προσπαθούσε επί μήνες να υπερασπιστεί και να «εξειδικεύσει».

Η απόφαση του ΠΑΣΟΚ διέψευσε λοιπόν την προηγούμενη «λογική» του για το «εφικτό» και τους «συσχετισμούς». Η πρώτη αμηχανία όσων για λογαριασμό της «Αλλαγής» διαχειρίστηκαν τη φιλολογία των υπέρ του Καραμανλή συσχετισμών, άφησε ανοιχτό το έδαφος για την κινδυνολογία όσων, με πρόσχημα την «ομαλότητα» και την «δημοκρατικότητα», υπερασπίζονται τον «καραμανλισμό», δηλαδή εκείνη τη μορφή διαχείρισης της εξουσίας που μετά το '74 ταυτίστηκε με το πρόσωπο του Καραμανλή.

Το κλίμα της κινδυνολογίας διατηρήθηκε αν και με τροποποιημένες μορφές και μετά την εκλογή του Χρ. Σαρτζετάκη στην προεδρία. 2.2. Μετά την εκλογή του Χρ. Σαρτζετάκη

Η εκλογή, με το όριο των 180 ψήφων του Χ ρ. Σαρτζετάκη από τη Βουλή, μετά τη «μίνι αποστασία» 2 βουλευτών της «Αλλαγής», συγκεκριμενοποίησε τα δεδομένα των πολιτικών αντιπαραθέσεων.

Η Δεξιά απόκτησε ένα ακόμα συγκεκριμένο «πειστήριο» για τον «ολοκληρωτισμό» του ΠΑΣΟΚ: Την «πραξικοπηματική» εκλογή του προέδρου με την «άκυρη» ψήφο του Γ. Αλευρά. Για «πράσινο φασισμό made in... ΠΑΣΟΚ» γράφει τώρα η Μεσημβρινή (30/3/85). Η Ν.Δ. με «θεμελιωμένη» πλέον τη θέση της για την πολιτική, θεσμική και πολιτειακή κρίση που προκάλεσε το ΠΑΣΟΚ με την απόφαση του να απομακρύνει τον Καραμανλή, απαιτεί την άμεση προσφυγή στις εκλογές για να ξεπεραστεί η «ανωμαλία».

Η κυβέρνηση έχει όμως τώρα την ευχέρεια να χειριστεί την πρόκληση της Δεξιάς και να επισπεύσει τις εκλογές για να επικυρώσει τις πρόσφατες πολιτικές πρωτοβουλίες της, αποσυνδέοντας βέβαια παράλληλα αυτή την επίσπευση από το ζήτημα της εγκυρότητας των προεδρικών εκλογών, που θεωρείται και είναι δεδομένη. Παράλληλα μπορεί να καταγγέλλει τώρα τη Ν.Δ. ότι αυτή υπονομεύει τους θεσμούς, γιατί «αρνείται να αναγνωρίσει» τον πρόεδρο της Δημοκρατίας. Το κλίμα μοιάζει να αντιστρέφεται: Τώρα η Ν.Δ. «υπονομεύει τους θεσμούς».

Πραγματικά, η εκλογή του Χρ. Σαρτζετάκη δεν μπορεί να αμφισβητηθεί καθόσον, ανεξάρτητα από τη μια η την άλλη νομική επιχειρηματολογία, επικυρώθηκε από τους υπαρκτούς πολιτικούς συσχετισμούς. Γιατί βέβαια είναι αυτοί οι συσχετισμοί που κρίνουν κάθε φορά την «έγκυρη ερμηνεία» των «αμφισβητούμενων» διατάξεων των Συνταγμάτων. Είναι λοιπόν «προφανώς σωστά» τα επιχειρήματα της κυβέρνησης, που την επομένη της κρίσιμης ψηφοφορίας πρόβαλλε ο συμπολιτευόμενος τύπος, ότι δηλαδή η Δεξιά πολιτεύεται με βάση «ένα νομικίστικο επιχείρημα, το οποίο δια της κοινής λογικής καταρρίπτεται... Οι 180 ψήφοι με τις οποίες εξελέγη ο νέος πρόεδρος της Δημοκρατίας, αντιπροσωπεύουν σίγουρα και σύμφωνα με την τελευταία λαϊκή ετυμηγορία πάνω από το 60% του εκλογικού σώματος... Είναι δυνατόν να έχουμε Πρόεδρο διεθνούς αναγνωρίσεως και να του την αρνείται το κόμμα της μειοψηφίας; Αυτό θα φαντάζει τουλάχιστον κωμικό». (Ελευθεροτυπία, 30/3/85).

Το θεσμικό κανονιστικό πλαίσιο που ορίζει το Σύνταγμα αποτελεί συμπύκνωση κάποιων ιστορικά διαμορφωμένων ταξικών και πολιτικών συσχετισμών. Αντανακλά λοιπόν την ιστορική διαμόρφωση των κοινωνικών σχέσεων εξουσίας. Για το λόγο αυτό βρίσκεται υπεράνω της «τρέχουσας πολιτικής», της οποίας οριοθετεί τα πλαίσια δράσης.

Η «αυθεντική ερμηνεία» του Συντάγματος επικυρώνει λοιπόν τους ιστορικά διαμορφωμένους ταξικούς συσχετισμούς. Δεν πηγάζει από το «αιώνιο δίκαιο». Οι «οριακές» περιπτώσεις όμως, οι ρυθμίσεις δηλαδή για τις οποίες αναδεικνύονται «από τα πράγματα» (δηλ. μέσα σε μια συγκεκριμένη συγκυρία) περισσότερες της μιας συνταγματικές ερμηνείες, δεν δείχνουν παρά τις επιμέρους τροποποιήσεις που μπορεί να επιβάλει η «τρέχουσα πολιτική» πάνω στους σε συνταγματικό επίπεδο ιστορικά διαμορφωμένους ταξικούς συσχετισμούς. Και πάλι, δεν είναι το «αιώνιο δίκαιο» που θα δώσει την «αυθεντική ερμηνεία», όπως φάνηκε ότι πιστεύουν ορισμένοι προοδευτικοί συνταγματολόγοι, δέσμιοι αυτοί της αστικής νομικής ιδεολογίας, την οποία ως «πανεπιστημιακοί δάσκαλοι» θεραπεύουν. Είναι στη συγκεκριμένη περίπτωση ο πολιτικός συσχετισμός των δυνάμεων μέσα στη συγκυρία που θα καθορίσει ποια ερμηνεία είναι η συνταγματικά «νόμιμη». Η ψήφος του Γ. Αλευρά δεν παραβίασε τη συνταγματική νομιμότητα. Επιβλήθηκε ως συνταγματικά νόμιμη λύση, Η εκλογή του Χρ. Σαρτζετάκη συγκεκριμενοποίησε τα πολιτικά μέτωπα και για ένα επιπλέον λόγο: Καθώς το μόνο κρίσιμο πολιτικό γεγονός της αμέσως επόμενης περιόδου είναι οι εκλογές, καθώς η «ομαλότητα» διαταράσσεται μόνο από την «εξαλλοσύνη» της Δεξιάς που αμφισβητεί τον πρόεδρο της Δημοκρατίας, οι φιλολογίες για πιθανά σενάρια, «φόβους» και «κινδύνους» αρχίζουν να ατονούν. Οι αρθρογράφοι της «Αλλαγ'ής» που «αιφνιδιάστηκαν» από την «αδιαφάνεια» της πρωτοβουλίας του ΠΑΣΟΚ επιστρέφουν και πάλι στις παραινέσεις, τις συμβουλές και φυσικά την υποστήριξη προς την κυβέρνηση. Χαρακτηριστικά ο Λουκάκος θα γράψει τώρα στην Ελεθευροτυπία (31/3/85): «Τους κανόνες τους παραβίασε το ΠΑΣΟΚ με τις μεθοδεύσεις των τελευταίων ημερών. Τους παραβιάζει τώρα η Νέα Δημοκρατία, παραλαμβάνοντας τη σκυτάλη, μη αποδεχόμενη την εκλογή του κ. Σαρτζετάκη. Και το μόνο που μπορεί κανείς να ευχηθεί είναι να μη συνεχιστεί η ιδιότυπη αυτή "σκυταλοδρομία"». Τη μοναδική ίσως εξαίρεση εξακολούθησαν να αποτελούν ορισμένοι αρθρογράφοι και παράγοντες από το χώρο του ΚΚΕεσ., ίσως γιατί από την κινδυνολογία και μόνο μπορούν να αντλήσουν κάποια επιχειρήματα σαν κριτική της κυβέρνησης. Έτσι μια μέρα μετά την ορκομωσία του Χρ. Σαρτζετάκη στις 31/3/85, την ίδια μέρα που ο Π. Κανελλόπουλος με συνέντευξη του στα Μα δήλωνε «θεωρώ νόμιμη την εκλογή», ο Κύρκος έδινε συνέντευξη στη Βραδινή για να δηλώσει: «Κίνδυνος να κατρακυλήσει η χώρα στην άβυσσο.. ..Κανένας δεν δέχεται την ερμηνεία που έδωσε ο Πρόεδρος της Βουλής για τα μπλε ψηφοδέλτια... Το ΠΑΣΟΚ δεν είχε δικαίωμα να χειριστεί το θέμα Καραμανλή μ' αυτό τον απαράδεκτο τρόπο... εμείς θέλαμε να εκλεγεί ο κ. Σαρτζετάκης και με τη συναίνεση όλης ή μέρους της Ν.Δ.». Τα σχόλια νομίζουμε περιττεύουν.

3. Η «Αλλαγή» και το λαϊκό κίνημα

Είναι καιρός να επανέλθουμε στο ερώτημα που διατυπώσαμε στο πρώτο κεφάλαιο αυτού του άρθρου: Ποιοι «συσχετισμοί» υπαγόρευσαν αρχικά στην «υπαρκτή Αλλαγή» τη λύση Καραμανλή όταν αρκούσε η απόφαση της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ, χωρίς καμιά ιδιαίτερη προετοιμασία του εδάφους για να αποπεμφθεί ο Καραμανλής και να τεθεί το ζήτημα της αναθεώρησης του Συντάγματος; Ποιοι «συσχετισμοί» υπαγόρευσαν την τελευταία λύση:

Χρειάζεται, για να θεμελιώσουμε μια απάντηση, να αναφερθούμε και πάλι στα σημερινά χαρακτηριστικά της πολιτικής εξουσίας, στο χαρακτήρα της «τομής» που εγκαινίασε η «Αλλαγή» μετά το 1981.

Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ εντάσσεται στο εσωτερικό των πολιτικών σχέσεων εξουσίας, στο εσωτερικό του πολιτικού συστήματος που εγκαινιάστηκε με τη μεταπολίτευση του 1974. Ανεξάρτητα από τα σοσιαλιστικά οράματα ή την «κυβερνητική βούληση», τα όρια των μετασχηματισμών που μπορεί να επιβάλει το ΠΑΣΟΚ καθορίζονται από τα δομικά χαρακτηριστικά του αστικού κράτους και της πολιτικής εξουσίας. Η στρατηγική της «υπαρκτής Αλλαγής» όπως και η στρατηγική της υπόλοιπης Αριστεράς επαγγέλλεται τον κοινωνικό μετασχηματισμό μέσα και με κέντρο το αστικό κράτος, χωρίς δηλαδή να εγγράφει στον ορίζοντα της την ανατροπή των δομικών χαρακτηριστικών αυτού του κράτους και της νομιμότητας του. Πρόκειται γι' αυτό που σχηματικά ονομάσαμε «συνταγματικό δρόμο στο σοσιαλισμό». Η «Αλλαγή» εντάσσεται λοιπόν στο εσωτερικό των στρατηγικών διαχείρισης της αστικής εξουσίας, καθόσον ακριβώς το αστικό κράτος δεν είναι παρά η πολιτική συμπύκνωση και το κέντρο άσκησης αυτής της εξουσίας. Γιατί η καπιταλιστική εξουσία οργανώνεται και ασκείται με βάση το αστικό κράτος κι όχι με βάση απλά και μόνο κάποιο ή κάποια αστικά κόμματα. Τα κόμματα ορίζονται σαν αστικά μόνο με βάση την ικανότητα τους να «λειτουργούν» το αστικό κράτος, δηλαδή ακριβέστερα, να «κυβερνούν» μέσα στα όρια του αστικού κράτους. Αν το πούμε σχηματικά, το πραγματικό «κόμμα» του αστισμού, ο οργανωτής των μακροπρόθεσμων συμφερόντων του είναι το αστικό κράτος. Και η «Αλλαγή» κυβερνάει μέσα στα όρια αυτού του κράτους.

Η «Αλλαγή» εγγράφεται λοιπόν στο εσωτερικό μιας «συνέχειας» που αποτελεί και την κύρια πλευρά των πραγμάτων. Πρόκειται για το αστικό «κράτος δικαίου», το «αποπολιτικοποιημένο» κράτος, που έχει την ικανότητα να εμφανίζεται σαν η θεσμική ενσάρκωση της ισοπολιτείας και κατ' επέκταση η «πολιτική» ενσάρκωση του κοινού συμφέροντος των πολιτών του. Είναι η μορφή κράτους που θεμελιώνεται με τη μεταπολίτευση και που υποκαθιστά μία περισσότερο «πολιτικοποιημένη» μορφή άσκησης της εξουσίας: Το αντικομμουνιστικό κράτος των έκτακτων νόμων και των θεσμικών διακρίσεων (με πολιτικά κριτήρια), ανάμεσα στους «εθνικόφρονες» και τα «μιάσματα», το «κράτος των εθνικοφρόνων»5. Η μετάβαση από το «κράτος των εθνικοφρόνων» στο «κράτος δικαίου» σημαίνει ανάμεσα στα άλλα και μια μετατόπιση του βάρους των πόλων άσκησης της «τρέχουσας πολιτικής» μέσα στο κράτος. Υποβαθμίζεται λοιπόν ο πολιτικός ρόλος του στρατιωτικού μηχανισμού και από το πλέγμα κυβέρνηση παλάτι στρατός περνάμε στο δίπολο κυβέρνηση προεδρία.6

Η «Αλλαγή» εγκαινιάζει μια τομή στο εσωτερικό του «κράτους δικαίου», χωρίς να αμφισβητεί βέβαια τη «συνέχεια» των κοινωνικών σχέσεων εξουσίας.

Στο επίπεδο της κυβερνητικής πολιτικής η τομή αυτή αφορά τρεις κυρίως άξονες. Τον άξονα «ολοκλήρωσης της δημοκρατίας», τον άξονα της «κοινωνικής δικαιοσύνης» και τον άξονα της «εθνικής ανεξαρτησίας».7

Στο επίπεδο της πολιτικής σκηνής η τομή συνίσταται στην εγκαθίδρυση, σαν μόνιμου χαρακτηρισμού, της πόλωσης ανάμεσα στις δυνάμεις της Δεξιάς από τη μία και στις δυνάμεις της «Αλλαγής» κάτω από την ηγεμονία της «υπαρκτής Αλλαγής» από την άλλη.

Στο επίπεδο των κοινωνικών συσχετισμών η βασική τροποποίηση συνίσταται στην ενίσχυση των θέσεων των λαϊκών δυνάμεων, παράλληλα με την οικοδόμηση μιας νέου τύπου συναίνεσης. Οι θεσμικές αλλαγές που προωθεί το ΠΑΣΟΚ, ενώ δεν αμφισβητούν τον καπιταλιστικό χαρακτήρα των κοινωνικών δομών, εντούτοις ανακατανέμουν τους συσχετισμούς ανάμεσα στις δρώσες κοινωνικές δυνάμεις. Οι μεταρρυθμίσεις προωθούνται δηλαδή σε αντιπαράθεση με κάποια παραδοσιακά στηρίγματα της εξουσίας (στο πανεπιστήμιο οι τακτικοί καθηγητές, στην Υγεία οι «μεγαλογιατροί» και οι ιδιοκτήτες κλινικών, στη δημόσια διοίκηση οι παραδοσιακές κορυφές, στην ύπαιθρο ορισμένες κατηγορίες πλούσιων αγροτών κλπ.) και σε συμπαράταξη με κάποιους νέους συμμάχους κοινωνικά στηρίγματα της εξουσίας. Στο εργοστάσιο οικοδομείται μια αντίστοιχη νέα μορφή συναίνεσης της εργατικής τάξης προς την εξουσία, καθώς η κυβερνητική πολιτική επεμβαίνει ανασχετικά προς όλες εκείνες τις τάσεις των κεφαλαιοκρατών για αύξηση της εκμετάλλευσης μέσα από την ενίσχυση της εργασιακής πειθαρχίας, την τρομοκρατία, την καθήλωση των μισθών, τις απολύσεις κλπ., και προωθεί αποκλειστικά την τάση για αύξηση της εκμετάλλευσης μέσα από την αύξηση της σχετικής υπεραξίας (αύξηση της παραγωγικότητας).

Η «Αλλαγή» (κι αυτό ισχύει τόσο για την «υπαρκτή» όσο και για τη «συνεπή» εκδοχή της), δεν είναι λοιπόν απλά μια «άλλη κυβέρνηση» σε σχέση με τη Δεξιά, ή ακόμα περισσότερο ένας νέος τρόπος «εξαπάτησης» των λαϊκών τάξεων. Δεν πρόκειται για δύο παραπλήσια κόμματα που η εναλλαγή τους στην εξουσία απλά νομιμοποιεί το αστικό πολιτικό παιχνίδι. Η «Αλλαγή» αποτελεί μια διαφορετική, «αριστερή», διαχείριση της εξουσίας που αναδιοργανώνει τις σχέσεις εξουσίας λαϊκών τάξεων, δηλαδή που διαχειρίζεται τη δυναμική του λαϊκού κινήματος και επιχειρεί να την εντάξει στην προοπτική ανάκαμψης του ελληνικού καπιταλισμού, με μέσο τη διασφάλιση κάποιων άμεσων λαϊκών συμφερόντων και κατακτήσεων. Έχουμε επομένως να κάνουμε με μια υπαρκτή (όσο κι αν είναι «στρεβλή», γιατί δεν προωθεί τα μακροπρόθεσμα λαϊκά συμφέροντα) σχέση εκπροσώπησης και «αυτοαναγνώρισης» του λαϊκού κινήματος στη στρατηγική της «Αλλαγής», που είναι διαφορετικού τύπου από την υποστήριξη που παρέχουν κάποια τμήματα των λαϊκών τάξεων στη Δεξιά.

Δεν είναι του παρόντος να αναλύσουμε ουσιαστικότερα αυτές τις υπαρκτές σχέσεις ανάμεσα στα λαϊκά κινήματα και τις πολιτικές δυνάμεις της «Αλλαγής». (Άλλωστε τα κατ' αρχή εμπειρικά δεδομένα, π.χ. η συνδικαλιστική παρουσία του ΠΑΣΟΚ και των κομμάτων της παραδοσιακής Αριστεράς, δεν μπορούν να χρησιμεύσουν παρά σαν «πρώτη ύλη» για τη θεωρητική ανάλυση). Αξίζει πάντως να σημειώσουμε ότι πρόκειται για μια διάσταση της πολιτικής φάσης μετά το 1981, για μια διάσταση αυτού που περιγράψαμε με τον όρο «τομή μέσα στη συνέχεια», που στις προηγούμενες αναλύσεις μας είχαμε υποτιμήσει.

4. Από την επιλογή Καραμανλή στην αναθεώρηση του Συντάγματος

Με βάση τη σκιαγράφηση του πολιτικού σκηνικού που επιχειρήσαμε στα προηγούμενα, είναι τώρα δυνατό να ερμηνεύσουμε τις πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις, θυμίζουμε πάλι ένα κεντρικό συμπέρασμα μας: Σαν αποτέλεσμα της τομής που εγκαινιάζει η «Αλλαγή» στη διαχείριση της αστικής εξουσίας, είναι ανέφικτα τα (υποτιθέμενα) «συναινετικά» σενάρια. Μ' άλλα λόγια, το ΠΑΣΟΚ μπορεί να υπάρξει σαν κυβέρνηση (αλλά ακόμα και σαν κόμμα) μόνο μέσα στα πλαίσια της πόλωσης της πολιτικής σκηνής σε Δεξιά και «Αλλαγή», μόνο σαν ο ηγεμόνας των «δυνάμεων της Αλλαγής».8

Το ΠΑΣΟΚ δηλαδή, από τη θέση του στο πεδίο των πολιτικών αλλά και των κοινωνικών αντιπαραθέσεων, δεν επρόκειτο ποτέ να εγκαταλείψει την πολιτική της αντιπαράθεσης με τη δεξιά (πολιτική). Αυτή ήταν η πρώτη επιλογή που του επέβαλλαν «τα πράγματα», δηλαδή οι πολιτικές σχέσεις εξουσίας και οι πολιτικοί (και κοινωνικοί) συσχετισμοί.

Η δεύτερη επιλογή του ΠΑΣΟΚ στη σημερινή προεκλογική συγκυρία ήταν ως γνωστόν η υπερψήφιση του Καραμανλή. Στην επιλογή αυτή κατέληξε το ΠΑΣΟΚ γιατί, με δεδομένη την προς τα δεξιά στροφή του εκλογικού σώματος, η επανεκλογή του Καραμανλή φαινόταν να εγγυάται τη σταθεροποίηση των εκλογικών συσχετισμών στα επίπεδα των ευρωεκλογών του 1984 και επομένως την επανεκλογή του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση.

Η επιλογή αυτή δεν φαινόταν να είναι κατ' αρχή ακυρωτική για τη στρατηγική της «Αλλαγής». Γιατί η «Αλλαγή», το απόδειξε στα τριάμισυ χρόνια που βρίσκεται στην κυβέρνηση, δεν αμφισβητεί την αστική νομιμότητα της οποίας ο Καραμανλής ήταν το σύμβολο. Η «Αλλαγή» συνυπήρξε με τον Καραμανλή, άρα θα μπορούσε να συνεχίσει να συνυπάρχει μαζί του και στο μέλλον χωρίς να παρεκκλίνει από τη στρατηγική της, ισχυρίστηκε το ΠΑΣΟΚ.

Για να στηριχθεί βέβαια αυτή η θέση έπρεπε να συγκαλυφθεί το γεγονός ότι η επιλογή Καραμανλή ήταν εφικτή ακριβώς επειδή η «Αλλαγή» δεν αμφισβητεί τις πολιτικές και κοινωνικές σχέσεις εξουσίας.9 Ακόμα περισσότερο ο Καραμανλής έπρεπε να παρουσιαστεί σήμερα σαν περίπου «μη πολιτικό πρόσωπο», ή πρόσωπο με περιορισμένες πολιτικές αρμοδιότητες, γιατί διαφορετικά (και αν ακόμα δεν γίνονταν φανερά τα κοινωνικά όρια της «Αλλαγής») η απόφαση για την εκλογή του θα ενείχε το χαρακτήρα ενός συμβιβασμού με τη δεξιά πολιτική10. Σε κάθε περίπτωση αναγνωριζόταν πάντως πως πρόκειται για μια (αναγκαία) τακτική υποχώρηση, γιατί η παρουσία του Καραμανλή θα μπορούσε να δυσχεράνει το έργο της «Αλλαγής».11

Η δυνατότητα του ΠΑΣΟΚ να υπάρχει και παράλληλα να διατηρεί την εκλογική υπεροχή του απέναντι στη Ν.Δ. φαινόταν λοιπόν να διασφαλίζεται μέσα από δύο «επιλογές»: α) Επικύρωση της πόλωσης στην πολιτική σκηνή, όπου το ΠΑΣΟΚ διατηρεί το ρόλο του «ηγεμόνα της Αλλαγής», β) Υπερψήφιση του Καραμανλή.

Όρος για να ισχύουν ταυτόχρονα και οι δύο επιλογές ήταν να προσλάβει η προεδρική εκλογή μικρή πολιτική σημασία, να «αποδειχθεί» επομένως ότι η πρωτοβουλίες βρίσκονται στα χέρια της κυβέρνησης και γι' αυτό είναι περίπου αδιάφορο ποιος είναι ο πρόεδρος της Δημοκρατίας.

Τον όρο αυτό ακύρωσε όμως η αντίθεση προς τον Καραμανλή των λαϊκών δυνάμεων που αναγνωρίζονται στην «Αλλαγή». Η αντίθεση αυτή ήταν ευρύτατη. Δεν αφορούσε μόνο τα κόμματα της παραδοσιακής Αριστεράς και τους παράγοντες του Κέντρου που την κατέγραψαν στην πολιτική σκηνή. Δεν περιοριζόταν ακόμα μόνο στα οργανωμένα μέλη και στελέχη του ΠΑΣΟΚ που «πίεζαν» την ηγεσία τους. Αφορούσε τα λαϊκά στηρίγματα της «Αλλαγής», έτεινε να αποσταθεροποιήσει τις (στρεβλές) σχέσεις εκπροσώπησης ανάμεσα στη λαϊκή δυναμική και την υπαρκτή «Αλλαγή».

Την αντίθεση αυτή επιχείρησε να «διασκεδάσει» ο κομματικός μηχανισμός του ΠΑΣΟΚ με τις αναλύσεις για τη δευτερεύουσα σημασία του προέδρου, τους «συσχετισμούς» που επέβαλλαν τον «τακτικό συμβιβασμό» κλπ. Η έκταση της αντίθεσης ήταν όμως τέτοια που η ερμηνεία αυτή κατέρρευσε. Στις προεδρικές εκλογές αποδόθηκε «από τα πράγματα» μια ιδιαίτερα σημαντική πολιτική σημασία. Άρα η λύση Καραμανλή προσέλαβε «από τα πράγματα» το χαρακτήρα ενός σημαντικού συμβιβασμού με Γ τη Δεξιά. Την εκδοχή αυτή ενίσχυε και μια μεγάλη μερίδα του φιλοκυβερνητικού τύπου που πάντα επιδίωκε να οδηγήσει (ή να οδηγηθεί) το ΠΑΣΟΚ σε μια σύγκλιση με την πολιτική της Δεξιάς.

Βέβαια, οι διαδικασίες που περιγράφουμε δεν προσέλαβαν το περιεχόμενο μιας λαϊκής παρέμβασης που θα αμφισβητούσε ή θα ξεπερνούσε τα όρια του «συνταγματικού δρόμου». Δεν επρόκειτο για μια επαναστατική κριτική προς την «Αλλαγή», αλλά για μια διάχυτη, πλην όμως ρητή, λαϊκή αντίθεση τοποθέτηση που αναδείκνυε την απομάκρυνση του Καραμανλή σαν τον όρο που πιστοποιεί, αλλά και κάνει δυνατή, την εμμονή της κυβέρνησης στη διακηρυγμένη πολιτική στρατηγική της.

Μέσα από τη ρητή λαϊκή αντίθεση και την κατάρρευση της κυβερνητικής εκδοχής ότι οι προεδρικές εκλογές είχαν μικρή μόνο πολιτική σημασία, δεν υπονομευόταν απλώς η ικανότητα του ΠΑΣΟΚ να ξανακερδίσει τις εκλογές. Πολύ ευρύτερα, αποσταθεροποιούνταν οι μέχρι σήμερα σχέσεις της «υπαρκτής Αλλαγής» με τις λαϊκές δυνάμεις και συνακόλουθα άνοιγε ο δρόμος για την αποσταθεροποίηση ολόκληρου του πολιτικού σκηνικού. Οι μετασχηματισμοί αφορούσαν άμεσα τις εκλογές, αλλά συγχρόνως «δρομολογούσαν» διαδικασίες πολύ ευρύτερες. Το ζήτημα δεν εξαντλείται σε μια «αντίθεση από τ' αριστερά» που θα αποψίλωνε την εκλογική βάση του ΠΑΣΟΚ. Ακόμα δηλαδή και να κέρδιζε το ΠΑΣΟΚ τις εκλογές, θα είχε πλέον καταγραφεί σαν κάτι διαφορετικό από την «Αλλαγή» του 1981. θα είχαν τροποποιηθεί οι σχέσεις του με τις μάζες, τα μέτωπα του στην πολιτική σκηνή, η ιδεολογική εμβέλεια του μεταρρυθμισμού του. θα είχε υπονομευθεί η ικανότητα του να συνεχίσει την πολιτική στρατηγική που στα προηγούμενα περιγράψαμε σαν <*αριστερή διαχείριση» της εξουσίας.

Προς ποια κατεύθυνση θα οδηγούσε η αποσταθεροποίηση του πολιτικού σκηνικού που εμπεδώθηκε το 1981 δεν είναι δυνατό να το προβλέψουμε. Το σίγουρο είναι ότι οι εξελίξεις θα διευκόλυναν την ουσιαστικότερη πολιτική παρουσία του προέδρου, την ενίσχυση του ρόλου του στην πολιτική διακυβέρνηση της χώρας.

Με την αποπομπή του Καραμανλή η διαδικασία μετασχηματιομού του πολιτικού σκηνικού ανακόπτεται, καθώς μόνο έτσι επικυρωνουν οι σχέσεις εκπροσώπησης της «υπαρκτής Αλλαγής» με τα λαϊκά στηρίγματα της. Το ΠΑΣΟΚ αναβαπτίζεται ως «ηγεμόνας της Αλλαγής» και η διάταξη των μετώπων στην πολιτική σκηνή διατηρεί τα χαρακτηριστικά της πόλωσης που εγκαθίδρυσαν οι εκλογές του 1981. Η κυβερνητική πολιτική διατηρεί λοιπόν την ικανότητα να εμφανίζεται σαν η εναλλακτική εκδοχή απέναντι στη δεξιά πολιτική

Η αποπομπή του Καραμανλή δεν σημαίνει λοιπόν μεταστροφή της πορείας της «Αλλαγής». Πρόκειται για τη μεταστροφή μιας συγκυριακής πολιτικής που επιτρέπει τη συνέχιση της «Αλλαγής» ως «αριστερής διαχείρισης» της εξουσίας. Πρόκειται λοιπόν, το ξαναλέμε, για μια πολιτική πρωτοβουλίες που δεν εξαντλείται στις επερχόμενες εκλογές αλλά τις υπερβαίνει. Το ΠΑΣΟΚ διευρύνει βέβαια την προς τ' αριστερά επιρροή του. Παράλληλα, όσο κι αν οι προβλέψεις είναι παρακινδυνευμένες, η πολιτική εκμηδένιση του Καραμανλή και η τελική «σταθεροποίηση» Σαρτζετάκη στην προεδρία ελαχιστοποιούν μάλλον τις απ' τα δεξιά1 απώλειες της εκλογικής του βάσης. Όμως πέρα απ' όλα αυτά, το ΠΑΣΟΚ μπορεί να παραμένει η συνέχεια της «Αλλαγής» του 1981.

Αν η κύρια πλευρά των πραγμάτων είναι η αποκατάσταση της δυνατότητας για συνέχιση της «Αλλαγής», υπάρχει εντούτοις και μια δευτερεύουσα αλλά όχι ασήμαντη πλευρά: Η μεταρρύθμιση του Συντάγματος έχει το χαρακτήρα μιας περιορισμένης δημοκρατικής τομής, εγγράφει κάποια καινούργια στοιχεία στην πολιτική συγκυρία.

5. Η νέα πολιτική συγκυρία

Όταν υποστηρίζουμε ότι η πρωτοβουλία του ΠΑΣΟΚ δεν συνιστά μια μεταστροφή της πορείας της «Αλλαγής», αλλά όρο για τη συνέχιση της, αυτό δεν σημαίνει ότι παραγνωρίζουμε τα σημαντικά πολιτικά αποτελέσματα που αυτή η πρωτοβουλία δημιουργεί μέσα στη συγκυρία. Αντίθετα, όπως ήδη τονίσαμε, η αποπομπή του Καραμανλή ανέκοψε μια πορεία μετασχηματισμού του πολιτικού σκηνικού, αναδιαμόρφωσε τα μέτωπα στην πολιτική σκηνή, επανασταθεροποίησε τις σχέσεις εκπροσώπησης ανάμεσα στη λαϊκή δυναμική και την «υπαρκτή Αλλαγή». Με την έννοια αυτή η απομάκρυνση του Καραμανλή εγκαινίασε μια νέα πολιτική συγκυρία. Η νέα αυτή συγκυρία καθορίζεται δευτερευόντως και από την προοπτική αναθεώρησης του Συντάγματος.

Η θέση που μόλις διατυπώσαμε οριοθετείται με σαφήνεια από μια σειρά «δημοφιλείς» ερμηνείες και «κριτικές» προς την κυβερνητική πολιτική:

α) Είναι ανεδαφική και ελάχιστα πολιτική η κριτική προς το ΠΑΣΟΚ για «αδιαφάνεια» των επιλογών του και πραξικοπηματική διάθεση. Η μεταστροφή στο ζήτημα της προεδρίας υπαγορεύτηκε από διαδικασίες πολύ ευρύτερες από αυτές που άμεσα μπορούσε να επηρεάσει ή να διευθετήσει ο κομματικός μηχανισμός του ΠΑΣΟΚ. Μπόρεσε όμως να τις «αφουγκραστεί». Οι ηγέτες του ΠΑΣΟΚ «πριν αιφνιδιάσουν αιφνιδιάστηκαν», όπως εύστοχα παρατήρησε ο Λ. Φιλιππάτος στα Νέα (23/3/85). Στην καλύτερη περίπτωση, η κριτική για «αδιαφάνεια» συγκαλύπτει την αδυναμία ανάλυσης της συγκυρίας. Στη χειρότερη περίπτωση εκφράζει την αγανάκτηση κάποιων διανοουμένων που δεν είχαν την ευκαιρία να «ερωτηθούν» ή να «εκφράσουν τη γνώμη τους».12

β) Η πρωτοβουλία του ΠΑΣΟΚ δεν άνοιξε το δρόμο για κάποια «πολιτική κρίση». Αντίθετα είχε σαν κύριο ζητούμενο και αποτέλεσμα (παρά τη «μίνι αποστασία») τη σταθεροποίηση του πολιτικού σκηνικού που διαμορφώθηκε μετά τις εκλογές του 1981. Η θέση αυτή υποδεικνύει παράλληλα ότι δεν έχουμε να κάνουμε μ' ένα «αριστερό τέχνασμα» για να ευκολυνθεί μια δεξιά στροφή «στα μεγάλα προβλήματα του τόπου», όπως ακριβώς δεν έχουμε να κάνουμε με μια «νέα αριστερή στρατηγική» του ΠΑΣΟΚ. Διαφωνούμε λοιπόν με το «Αντί» (15/3/85) όταν ισχυρίζεται ότι πραγματοποιήθηκε «ένα ουσιώδες βήμα για την αποκατάσταση και ολοκλήρωση της πολιτικής δημοκρατίας στην Ελλάδα» με το αιτιολογικό ακριβώς ότι ο Καραμανλής ήταν «ο ουσιαστικός ηγέτης της Δεξιάς, ο άνθρωπος που στο πρόσωπο του (...) ενοποιούνταν το αστικό μπλοκ οι οικονομικοί και κρατικοί παράγοντες, οι ιδεολογικοί και πολιτικοί εκπρόσωποι της άρχουσας τάξης». Η δική μας ανάλυση θεωρεί σαν κύριο αποτέλεσμα της πρωτοβουλίας του ΠΑΣΟΚ τη διατήρηση των πάγιων χαρακτηριστικών της διακυβέρνησης που σχηματικά περιγράψαμε με τον όρο «αριστερή διαχείριση της αστικής εξουσίας». Η εξουσία δεν ασκείται από το προεδρικό μέγαρο ή τις αίθουσες συνεδριάσεων των κομματικών ηγεσιών. Ασκείται με κέντρο το κράτος και τους μηχανισμούς του. Η πολιτική δεν πηγάζει από τα πρόσωπα, αλλά από τους πολιτικούς και κοινωνικούς συσχετισμούς, που επιβάλλονται στα πρόσωπα.

γ) Η τομή που εγκαινιάζει το ΠΑΣΟΚ με την απομάκρυνση του Καραμανλή και την αναθεώρηση του Συντάγματος δεν μπορεί να ερμηνευθεί με βάση την υποτιθέμενη αντίθεση ανάμεσα στο «νομοθετικό» και το «εκτελεστικό». Δεν ενισχύει το ρόλο του κοινοβουλίου ή του νομοθετικού, μειώνοντας τις αρμοδιότητες του εκτελεστικού. Ούτε βέβαια κάνει το αντίθετο. Κι αυτό κυρίως γιατί μια τέτοια μετατόπιση που την οραματίζονται επίμονα οι φιλελεύθεροι αστοί διανοούμενοι και οι φιλελεύθεροι συνταγματολόγοι είναι όλως διόλου ανέφικτη στη σημερινή φάση ανάπτυξης του καπιταλισμού: Όπως έδειξε ο Ν. Πουλαντζάς, η οργάνωση του μπλοκ εξουσίας των κυρίαρχων τάξεων κάτω από την ηγεμονία της μονοπωλιακής μερίδας συντελείται προνομιακά μέσα από τις λειτουργίες του «εκτελεστικού», το οποίο αποκτά έτσι, στο μονοπωλιακό στάδιο του καπιταλισμού, μια μόνιμη πρωτοκαθεδρία σε σχέση με το «νομοθετικό»13. Η πρωτοκαθεδρία αυτή του «εκτελεστικού» με κανένα τρόπο δεν συνεπάγεται «λιγότερη δημοκρατία», όπως θέλουν να πιστεύουν οι φιλελεύθεροι: «Δεν υπάρχει τίποτα πιο λαθεμένο από αυτό: στο πλαίσιο του ταξικού καπιταλιστικού κράτους, η κοινοβουλευτική νομιμότητα δεν είναι καθόλου "πιο κοντά στο λαό" από την αντίστοιχη νομιμότητα όπου επικρατεί το εκτελεστικό»14.

δ) Από τα παραπάνω μπορούμε επίσης να συνάγουμε ότι είναι σχηματική και λανθασμένη μια προβληματική που αντιλαμβάνεται τη σύγκρουση Δεξιάς ΠΑΣΟΚ και ακόμα την «αντίθεση Παπανδρέου Καραμανλή» σαν αντανάκλαση μιας σύγκρουσης ανάμεσα σε δύο αστικές μερίδες για την ηγεμονία στο συνασπισμό εξουσίας. Στην πραγματικότητα πρόκειται κατά κύριο λόγο για τη σύγκρουση ανάμεσα σε δύο στρατηγικές διαχείρισης της εξουσίας που αφορούν πρωτίστως τις σχέσεις ανάμεσα στην εξουσία και τις λαϊκές τάξεις. Μόνο μέσα απ' αυτή την οπτική γωνία μπορούμε να μιλήσουμε για τις επιπτώσεις που έχει η κάθε μια αστική στρατηγική στο εσωτερικό του μπλοκ εξουσίας. Μπορούμε δηλαδή να υποστηρίξουμε οι ανασχετικές επιδράσεις που ασκεί η κυβερνητική πολιτική σε «παραδοσιακές» και «άγριες» μορφές αύξησης της εκμετάλλευσης, ισχύει μακροπρόθεσμα τη θέση του μεγάλου κεφαλαίου που έτσι κι αλλιώς είναι περισσότερο «εκσυγχρονισμένο» και προσανατολίζεται κυρίως, αν το πούμε σχηματικά, στην αύξηση της σχετικής υπεραξίας σε βάρος του μικρού και μεσαίου κεφαλαίου του οποίου η βιωσιμότητα συχνά συναρτάται με την ικανότητα του, και πάλι σχηματικά μιλάμε, να αυξάνει την απόλυτη υπεραξία.

Σε καμιά περίπτωση πάντως δεν μπορούμε να ερμηνεύσουμε τις πρόσφατες εξελίξεις σαν μια «ενδοαστική διαμάχη για την ηγεμονία στο μπλοκ εξουσίας», η οποία μάλιστα εγκυμονεί μια «πολιτική κρίση» ανάλογη με εκείνη της περιόδου 65-67.

Ας στρέψουμε όμως και πάλι την προσοχή μας στη νέα πολιτική συγκυρία. Αν το κύριο ζητούμενο και το κύριο αποτέλεσμα της απομάκρυνσης του Καραμανλή ήταν η σταθεροποίηση του «μπλοκ της Αλλαγής» και των σχέσεων του με τη λαϊκή δυναμική, εντούτοις η πρωτοβουλία του ΠΑΣΟΚ είχε και πρόσθετα πολιτικά αποτελέσματα.

Το πρώτο ορατό τέτοιο αποτέλεσμα είναι βέβαια η αναδιάταξη των αρμοδιοτήτων ανάμεσα στους πόλους της «άμεσης εξουσίας»: Η αποδυνάμωση της προεδρίας και η συγκέντρωση της «άμεσης εξουσίας» στην εκλεγμένη κυβέρνηση. Το στοιχείο αυτό αποτελεί χωρίς αμφιβολία μια δημοκρατική τομή, παρότι βέβαια τα όρια αυτής της τομής είναι περιορισμένα.

Από το δίπολο κυβέρνηση προεδρία, η άσκηση της «τρέχουσας πολιτικής» περνάει αποκλειστικά στα χέρια της άμεσα εκλεγόμενης κυβέρνησης. Το ότι η κυβέρνηση ήταν έτσι κι αλλιώς, σε περιόδους «απόλυτης ομαλότητας», ο ισχυρός πόλος του «δίπολου» δεν θα πρέπει να μας κάνει να παραγνωρίσουμε το υπαρκτό περιεχόμενο της μεταρρύθμισης που προωθείται, καθώς καταργείται η δυνατότητα που μέχρι σήμερα αντικειμενικά είχε ο πρόεδρος να επηρεάζει άμεσα ή έμμεσα την πολιτική και τους νόμους της κυβέρνησης.

Με την πρόθεση του να αναθεωρήσει το άρθρο 110, το ΠΑΣΟΚ επιδίωκε όχι μόνο να ανοίξει μια διαδικασία ουσιαστικότερης αναθεώρησης του Συντάγματος, όσο κυρίως να ενισχύσει ακόμα περισσότερο τη θέση της κυβέρνησης στην κρατική οργάνωση, με την αποδυνάμωση των δικαστικών μηχανισμών «ελέγχου της συνταγματικότητας». Παρακάμπτουμε την κριτική της αστικής νομικής ιδεολογίας και των «κανόνων» της σχετικά με το «πως πρέπει» να αναθεωρούνται τα Συντάγματα, για να παρατηρήσουμε απλά και μόνο ότι μια τέτοια ρύθμιση θα διεύρυνε τις δυνατότητες για μια «προοδευτικότερη χρήση» του Συντάγματος, που συχνά προσκρούει στους δικαστικούς μηχανισμούς. Αντίθετα οι μηχανισμοί αυτοί δεν είναι κατά κανόνα σε θέση να ανακόψουν μια «δεξιά χρήση» του Συντάγματος (ή μια ντεφάκτο αναθεώρηση του μέσα από την έκτακτη νομοθεσία) και προς το παρόν ας θυμηθούμε μόνο ότι το ιταλικό Σύνταγμα, «το πιο δημοκρατικό Σύνταγμα του κόσμου» (Τολιάτι) δεν εμπόδισε στο ελάχιστο την εμπέδωση της κρατικής τρομοκρατίας και του «καλοτζερισμού»15.

|Ήταν πάντως σημαντική η συζήτηση γύρω από την πρόταση αναθεώρηI σης του άρθρου 110 (όπως αργότερα και η συζήτηση για την «εγκυρότητα»Ι της εκλογής Σαρτζετάκη) γιατί αποκάλυψε την απόλυτη κυριαρχία της αστικής νομικής ιδεολογίας, κυρίως πάνω σε εκείνες τις δυνάμεις και τους διανοούμενους που επιμένουν να επικεντρώνουν την κριτική τους προς τηνι κυβέρνηση «επί της διαδικασίας». Ίσως να πρόκειται για μια ένδειξη κάποιων εν εξελίξει μετασχηματισμών στο πολιτικό σκηνικό. Ίσως ακόμα η προσκόλληση παραγόντων του ΚΟΔΗΣΟ στη Δεξιά να είναι μια δεύτερη ένδειξη γι' αυτές τις κυοφορούμενες εξελίξεις. Είναι δηλαδή πιθανό η πρωτοβουλία του ΠΑΣΟΚ επειδή ακριβώς συνδέεται και με τρόπο έστω στρεβλό καταγράφει τη λαϊκή δυναμική να λειτουργήσει σαν αφετηρία μετασχηματισμού όχι μόνο των συσχετισμών, αλλά και των μετώπων στην πολιτική σκηνή.

Επίλογος

Η επερχόμενη εκλογική αναμέτρηση είναι μια από τις κρίσιμες (εκλογικές) μάχες της μετεμφυλιοπολεμικής περιόδου. Η διατήρηση της δύναμης των κομμάτων της «Αλλαγής» θα σημαίνει ότι το λαϊκό κίνημα καταφέρνει να διατηρήσει τα σημερινά του κεκτημένα μέσα στη συγκυρία, δηλαδή τις θέσεις που του διασφαλίζει η «αριστερή διαχείριση» της (καπιταλιστικής) εξουσίας.

Το ουσιαστικό ερώτημα για την αριστερή στρατηγική θα (πρέπει να) μπορέσει να τεθεί αμέσως μετά: Ποιοι είναι οι πολιτικοί όροι που θα επιτρέψουν στο λαϊκό κίνημα να θέσει το ζήτημα του κοινωνικού μετασχηματισμού, να προχωρήσει πέρα απ' τα όρια του «συνταγματικού δρόμου», να απεγκλωβιστεί από τη λογική της «αριστερής διαχείρισης» της εξουσίας. Το ερώτημα θα τίθεται όσο η Αριστερά θα καταφέρνει να απεγκλωβίζεται από τη λογική της «συνέπειας στην Αλλαγή» και από τη λογική κριτικής «επί της διαδικασίας».

31/3/85

1.. Γ. Μηλιού, Μ. Σπαθή: «Κυπριακό, προεδρικές εκλογές, εκλογικός νόμος. Προς τη δεύτερη φάοη της "Αλλαγής"», Θέσεις, τ. 10, ΓενάρηςΜάρτης 85 σελ. 15, 17

2. Ο Ράλλης δήλωσε για την απομάκρυνση του Καραμανλή: «Όταν το βράδυ της 18ης Οκτωβρίου 1981 παρέδιδα την εξουσία, ευ;·· ίηκα στον ελληνικό λαό να μην το μετανιώσει. Δεν πίστευα ποτέ ότι θα φθάσουμε στο σημερινό οδυνηρό για τη Δημοκρατία γεγονός». Με το ίδιο περίπου σκεπτικό ο Πεσμαζόγλου δήλωνε ότι η απόφαση του ΠΑΣΟΚ «ισοδυναμεί με εμπαιγμό του δημοκρατικού κόσμου και αναπότρεπτα οδηγεί σε περιπέτειες». Το Βήμα (10/3/85)

3. Χαρακτηριστική του κλίματος είναι η άποψη του Γ. Καρρά στον δεκαπενθήμερο Πολίτη (22/3/85), σύμφωνα με την οποία «διαβάζουμε άρθρα της Καθημερινής που, στο βαθμό που μιλούν αυστηρά για τα δικαιώματα του πολίτη και την ανάγκη των θεσμών για αντικειμενικότητα, ελάχιστα έχουμε να τα τροποποιήσουμε».

4. Μιλώντας σε στελέχη του ΠΑΣΟΚ, ο Α. Παπανδρέου, αφού κατηγόρησε τον τύπο της Δεξιάς ότι υπονομεύει τις σχέσεις κυβέρνησηςπρόεδρου, κατέληξε: «Όλα αυτά δείχνουν ότι κάποιοι προσπαθούν να προετοιμάσουν συνθήκες άκαιρων ρήξεων και "τυφλών" αδιεξόδων» (Τα Νέα, 161284).

5. Βλ. Γ. ΜηλιοΟ: «"Εκσυγχρονισμός" ή (και) οικονομική ανάπτυξη. Η σταθεροποίηση του "κράτους δικαίου"»·, θέσεις τ. 1, 1982.

6.. Δ. Χαραλάμπη: «Η θέση του στρατού στη δομή της κρατικής εξουσίας στην Ελλάδα μετά το δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο», Θέσεις τ. 4, 1983. Του ίδιου: «Στρατός και πολιτική εξουσία», Εξάντας 1985.

7. Τ. Μαστραντώνη: «Ένας χρόνος κυβέρνηση της Αλλαγής», Θέσεις τ. 1 1982.

8. Βλ. Γ. Μηλιού και Μ. Σπαθή ο.π.

9.. Το αντίθετο φυσικά δεν ισχύει. Οι σχέσεις εξουσίας μπορούν να διαφυλαχθούν και χωρίς τον Καραμανλή. Είναι άλλωστε σήμερα 78 χρονών.

10.. Για να αποκλείσει μια τέτοια ερμηνεία ο Α. Παπανδρέου υποστήριζε: «...η όποια προβλεπόμενη «εξουσία» για το θεσμό του προέδρου της Δημοκρατίας συνδέεται άρρηκτα με τους υπαρκτούς και επικυρωμένους λαϊκούς συσχετισμούς και τη δυναμική τους» (Τα Νέα, 16/12/84).

11.. «Είναι όμως (ακόμα και για το "συνταγματικό δρόμο") υποχώρηση η επανεκλογή του Καραμανλή. Γιατί στη στρατηγική της "Αλλαγής" εγγράφεται πάντα η μεταρρύθμιση των θεσμών του αστικού κράτους, η "διερεύνηση" της αστικής συνταγματικής νομιμότητας. Με την παράλληλη διατήρηση βέβαια των δομικών χαρακτηριστικών της. Σε μια (ευνοϊκή) μετεκλογική συγκυρία δηλαδή, το ΠΑΣΟΚ θα μπορούσε άνετα να υιοθετήσει ένα μέρος από τη σημερινή κριτική του ΚΚΕ: "Δεν έγινε τίποτα για τη δημοκρατική αναθεώρηση του Συντάγματος. Αναθεώρηση που θα στοχεύει, πέρα από το να περιοριστούν οι υπερεξουσίες του Προέδρου, και στη διεύρυνση των δημοκρατικών δικαιωμάτων του λαού, στην κατάργηση των συνταγματικών προνομίων του ξένου κεφαλαίου κλπ." (Ν. Καλούδης, Το Βήμα 18/11/84). Η παρουσία του Κ. Καραμανλή στην προεδρία θα μπορούσε να δυσχεράνει ακόμα κι αυτή τη μεταρρυθμιστική προοπτική». Μηλιού Σπαθή όπ. π. σελ. 18.

Βλ. και την ανάλυση του Β. Βενιζέλου γύρω από το ίδιο ζήτημα: «Η πρόταση για αναθεώρηση του Συντάγματος και η πολιτική συγκυρία». (Αντί, 15/3/85).

12. Ο Μαρωνίτης εκφράζοντας την αγανάκτηση των διανοουμένων που δεν ανέχονται να τους αγνοεί η εξουσία, θα γράψει στις 24/3/85 στο Βήμα ότι η εξαφάνιση της διαφάνειας «κινδυνεύει εμάς (!) να μας εξαφανίσει στο σχέδιο των αφανών χειρισμών» και άρα «η έκφραση "έλλειψη διαφάνειας" δεν μας (!) σώζει, χρειάζονται κινήσεις αυτοάμυνας κι αυτές εκφράζονται σε άλλη γλώσσα» (Οι υπογραμμίσεις και τα θαυμαστικά δικά μας, Γ.Μ. Μ.Σ.).

13. Βλ. Ν. Πουλαντζά: «Πολιτική εξουσία και κοινωνικές τάξεις», τόμος 2, σελ. 184-202, θεμέλιο 1975.

14. Οπ.π. σελ. 189.

15. Βλ. Μπάμπη Ανθόπουλου: «Ανθρώπινα δικαιώματα, Σύνταγμα και "κοινωνία των πολιτών", Θέσεις, τ. 8, 1984.

15. Βλ. Μπάμπη Ανθόπουλου: «Ανθρώπινα δικαιώματα, Σύνταγμα και "κοινωνία των πολιτών", Θέσεις, τ. 8, 1984.