Πόλωση της συσσώρευσης και διεθνοποίηση του κεφαλαίου
του Γιάννη Μηλιού

1. Εισαγωγή

Ενώ διανύουμε τη δεύτερη δεκαετία κρίσης του καπιταλισμού, έχουν γίνει προφανείς μια σειρά μετασχηματισμοί της καπιταλιστικής παραγωγής. Απ' τη μια πρόκειται για τη μαζική εισαγωγή της αυτοματοποίησης στην παραγωγή (Ιωακείμογλου 1983). Από την άλλη πρόκειται για τις αλλαγές που παρατηρούνται στη χωροθέτηση της βιομηχανίας, για μετασχηματισμούς στα χαρακτηριστικά της πόλωσης της συσσώρευσης, σε πολλές χώρες της Δύσης (Κομνηνός 1985) και για την κλαδική αναδιάρθρωση της βιομηχανικής παραγωγής αποτέλεσμα του ότι η κρίση πλήττει άνισα τους διαφορετικούς βιομηχανικούς κλάδους (Busch, 1985, 1). Τέλος αυξάνει η συμμετοχή ενός μικρού αριθμού χωρών του Τρίτου Κόσμου των «νεοανερχόμενων βιομηχανικών χωρών», ΥΒΧ στις διεθνείς ανταλλαγές ορισμένων βιομηχανικών κλάδων (υφαντουργία, ένδυση υπόδηση, χαλυβουργία, ναυπηγεία, ηλεκτρονικά) (Γιαννίτσης 1984).

Οι μετασχηματισμοί αυτοί, κυρίως όταν αφορούν αναδιαρθρώσεις της συνολικής οικονομικής δομής κάποιων χωρών, φέρνουν πάλι στην επικαιρότητα, υπό νέους όρους, τη συζήτηση για τον ιμπεριαλισμό και τη διεθνοποίηση του κεφαλαίου.

Το ερώτημα που μ' άλλα λόγια τίθεται, είναι το κατά πόσο και με ποιο τρόπο οι μετασχηματισμοί που βρίσκονται σε εξέλιξη απορρέουν από τις «νομοτέλειες», τις «τάσεις εξέλιξης» ή τις αντιφάσεις του παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού συστήματος.

Κ σημασία του ερωτήματος είναι και πάλι περισσότερο πολιτική παρά θεωρητική. Αυτό δηλαδή που κατά κύριο λόγο επιδιώκεται, είναι να διατυπωθεί μια «εθνική στρατηγική» διεξόδου από την κρίση. Αυτή μάλιστα τη φορά, στην «εθνική προσπάθεια» για την καπιταλιστική οικονομική ανάκαμψη, το παρόν δίνουν και οι διανοούμενοι της Αριστεράς (Κυπριανίδης 1985).

Δύο ειδών προβληματικές αναδεικνύονται μέσα στη σημερινή συγκυρία: Η πρώτη έχει τις καταβολές της στις θεωρίες «μητρόπολης-περιφέρειας» και στην αντίληψη για το «παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα» που προβάλλουν αυτές οι θεωρίες. Η δεύτερη έχει σαν κύριο αντικείμενο τις πολυεθνικές εταιρίες και την τάση τους να μεταθέτουν την παραγωγή με βάση τα δικά τους «διεθνικά» συμφέροντα και επιλογές.

Σ' αυτό το άρθρο θα ξεκινήσουμε από την κριτική των παραπάνω προβληματικών για να επιχειρήσουμε στη συνέχεια να διατυπώσουμε κάποια πρώτα συμπεράσματα για τους εσωτερικούς και τους διεθνείς όρους που υπαγορεύουν τις τάσεις εξέλιξης και την πόλωση της συσσώρευσης του κεφαλαίου. Τα συμπεράσματα αυτά θα μας χρησιμεύσουν για να προσεγγίσουμε ορισμένες πλευρές της μεταπολεμικής ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού.

2. Ο «νέος διεθνής καταμερισμός εργασίας»

Η πρώτη δημοφιλής προβληματική σχετικά με τις δομικές αναδιαρθρώσεις της καπιταλιστικής παραγωγής ξεκινάει από το θεμελιώδες πόρισμα των θεωριών «μητρόπολης-περιφέρειας» σύμφωνα με το οποίο οι κάθε είδους εθνικές διαδικασίες δεν αποτελούν παρά ένα παράγωγο ή ένα στοιχείο των διεθνών διαδικασιών. Κι αυτό γιατί, όπως υποστηρίζουν, ο καπιταλισμός δεν νοείται παρά μόνο ως παγκόσμιο σύστημα.

Οι περισσότεροι συγγραφείς αυτής της κατεύθυνσης υιοθετούν την προβληματική του Im. Wallerstein, βασικά πορίσματα της οποίας είναι ότι η παγκόσμια οικονομία από την εποχή της σύστασης της (δηλαδή χοντρικά από τον 16ο αιώνα) υπήρξε καπιταλιστική, πολωμένη σε μητρόπολη και περιφέρεια με την ύπαρξη παράλληλα κάποιων ενδιάμεσων «ημιπεριφερειών» και κυριαρχείτο από μονοπωλιακές δομές. Σύμφωνα με τον Wallerstein, ο καπιταλισμός «ήταν απ' την αρχή του μια υπόθεση της παγκόσμιας οικονομίας, όχι μια υπόθεση των εθνικών κρατών». (Βλ. Μηλιός 1983, 1, και τις βιβλιογραφικές σημειώσεις που παρατίθενται εκεί).

Με βάση λοιπόν αυτό το θεωρητικό πλαίσιο για την «παγκόσμια οικονομία», οι αναδιαρθρώσεις που διαπιστώνονται κατά τα τελευταία χρόνια σε διάφορες χώρες, θεωρούνται σαν απλές υποπεριπτώσεις ενός μετασχηματισμού του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, που οδηγείται σήμερα προς ένα «νέο διεθνή καταμερισμό εργασίας».

Όπως εξηγούν οι Fröbel, Heinrichs και Kreye 1983, σελ. 2831: «Για πρώτη φορά στην ιστορία της παγκόσμιας οικονομίας εδώ και πεντακόσια χρόνια, μπορεί σήμερα να αναπτυχθεί, σε μεγάλη και αυξανόμενη κλίμακα, μια αποδοτική για την παγκόσμια αγορά μεταποιητική βιομηχανία στις αναπτυσσόμενες χώρες (...) Αυτή την ποιοτικά νέα εξέλιξη της παγκόσμιας οικονομίας ονομάζουμε νέο διεθνή καταμερισμό εργασίας».

Ο «νέος διεθνής καταμερισμός εργασίας» προέκυψε, σύμφωνα μ' αυτή τη προβληματική, από την τάση του παγκόσμιου καπιταλισμού να μεγιστοποιεί τα κέρδη του. Αποτελεί τη διαδικασία με την οποία ο παγκόσμιος καπιταλισμός επιχειρεί να ξεπεράσει τη σημερινή κρίση του Με τη μετάθεση της παραγωγής ορισμένων εμπορευμάτων στον Τρίτο Κόσμο μειώνεται το κόστος παραγωγής τους, ακριβώς γιατί οι μισθοί στον Τρίτο Κόσμο παραμένουν εξαιρετικά χαμηλοί. Το «ανεξάντλητο δυναμικό» της φτηνής εργατικής δύναμης θεωρείται λοιπόν ως ο κύριος όρος για τη μετάθεση της παραγωγής στον Τρίτο Κόσμο. Την κατεύθυνση αυτή διευκολύνουν επίσης τόσο η κατάτμηση της παραγωγικής διαδικασίας, με βάση τις νέες τεχνολογίες, σε επιμέρους διαδικασίες, πολλές από τις οποίες μπορούν να εκτελεστούν από εργατικές δυνάμεις χαμηλής ειδίκευσης, όσο και η ανάπτυξη των μεταφορών και επικοινωνιών, που επιτρέπουν τη διασπορά της συνολικής παραγωγικής διαδικασίας σε περισσότερες χώρες.

Από μια παρόμοια προβληματική διαπνέεται και η προσέγγιση του Α. Lipietz (1983). Με αφετηρία και πάλι τη θέση ότι «οι γενικοί νόμοι του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής δεν ισχύουν παρά στην κλίμακα του παγκόσμιου συστήματος» (σελ. 56) ο Lipietz θα υποστηρίξει ότι «η έξοδος του ιμπεριαλισμού από την κρίση απαιτεί το στήσιμο μιας νέας διαίρεσης της εργασίας που θα κατανέμει τις χώρες σε τρεις κατηγορίες:

μια μητρόπολη που κρατάει την προχωρημένη τεχνολογία και τα στρατηγικά προϊόντα: οι ΗΠΑ

χώρες ειδικών κατασκευών.

χώρες συναρμολόγησης και μαζικής αποειδικευμένης παραγωγής» (σελ. 95).

Ο Lipietz θεωρεί στη συνέχεια ότι το σχήμα του «διεθνούς καταμερισμού εργασίας» μπορεί να εφαρμοστεί και στο εσωτερικό των μητροπολιτικών κοινωνικών σχηματισμών, όπου, σαν αποτέλεσμα της άρθρωσης των διαφορετικών τρόπων παραγωγής, δημιουργούνται διαφορετικοί τύποι περιφερειών, θα υποστηρίξει λοιπόν ότι «έτσι φτάνουμε να κατατάξουμε τις (εθνικές Γ.Μ.) περιφέρειες σε τρεις κατηγορίες:

Ι. Αυτές που παρουσιάζουν ένα ψηλό τεχνολογικό επίπεδο, με στενές σχέσεις μεταξύ των επιχειρηματικών κέντρων, τα κέντρα μηχανολογίας και τα ιδρύματα έρευνας και τεχνικής και επιστημονικής διδασκαλίας (...)

Π. Αυτές που παρουσιάζουν μια πυκνότητα υπερειδικευμένου εργατικού δυναμικού, πράγμα που προϋποθέτει μια βιομηχανική παράδοση που αντιστοιχεί τουλάχιστον στο στάδιο της μεγάλης βιομηχανίας (...)

IIL Αυτές που παρουσιάζουν αποθέματα εργατικού δυναμικού που μπορεί να χαρακτηριστεί σαν μη ειδικευμένο και με πολύ χαμηλή αξία αναπαραγωγής», (σελ. 8485).

Το ξαναζέσταμα όμως των σχημάτων που προβάλλουν οι θεωρίες «μητρόπολης περιφέρειας» ελάχιστα μπορεί να συνεισφέρει στην επιστημονική προσέγγιση των οικονομικών και κοινωνικών διαδικασιών.

Στο παρελθόν είχαμε επιχειρήσει να ανασκευάσουμε τα βασικά πορίσματα των θεωριών «μητρόποληςπεριφέρειας» και πρώτα απ' όλα την υπόθεση ότι το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα μπορεί να θεωρηθεί ως μια ενοποιημένη ταξική καπιταλιστική δομή, ότι οι γενικοί νόμοι του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (στο εξής κ.τ.π.) αποκτούν ισχύ στο παγκόσμιο επίπεδο. (Μηλιός 1983, 1 και 1983, 2). Εδώ θυμίζουμε ένα βασικό συμπέρασμα της ανάλυσης μας:

Ο ιμπεριαλισμός, η κυριαρχία του μονοπωλιακού καπιταλισμού, συνυπάρχει αναγκαστικά με τη διεθνοποίηση της καπιταλιστικής ; παραγωγής που βασική έκφανση της είναι οι εξαγωγές κεφαλαίου. Αυτή η διεθνοποίηση του κεφαλαίου δεν σημαίνει ότι παύουν τα εθνικά κράτη να αποτελούν την κατ' εξοχήν βαθμίδα όπου συγκεφαλαιώνεται η ταξική εξουσία, ούτε ότι η πάλη των τάξεων παύει να διεξάγεται πρώτα απ' όλα στα πλαίσια του κάθε εθνικού κοινωνικού σχηματισμού. Η ιμπεριαλιστική διεθνοποίηση του κεφαλαίου σημαίνει ότι δημιουργείται μια νέου τύπου διαπλοκή ανάμεσα στους ξεχωριστούς κοινωνικού σχηματισμούς. Διαμορφώνεται δηλαδή η παγκόσμια ιμπεριαλιστική αλυσίδα που οι κρίκοι της είναι ριζικά ετεροβαρείς, άνισα ανεπτυγμένοι, και αναπτύσσονται με άνισους ρυθμούς.

Η καπιταλιστική ανάπτυξη ταυτίζεται με την ανάπτυξη κάποιων συγκεκριμένων κοινωνικών σχέσεων εξουσίας και δομών, συνδέεται με μια σειρά από οικονομικές, πολιτικές, νομικές, θεσμικές, και ιδεολογικές προϋποθέσεις. Η διαμόρφωση αυτών των προϋποθέσεων κρίνεται από τις εσωτερικές διαδικασίες, δηλαδή την πάλη των τάξεων και τις κοινωνικές σχέσεις εξουσίας στο εσωτερικό κάθε κοινωνικού σχηματισμού. Η εξάρτηση δεν προϋπάρχει, δεν διαμορφώνει, αλλά διαμορφώνεται σε αναφορά μ' αυτές τις σχέσεις εξουσίας. Το γενικό σχήμα της «παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας» και της «παγκόσμιας ταξικής πάλης» που προτείνουν οι θεωρίες μητρόπολης-περιφέρειας, όχι μόνο δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη συγκεκριμένη ταξική ανάλυση των επιμέρους κοινωνικών σχηματισμών, αλλά επιπλέον διαστρεβλώνει την ιστορική εξέλιξη και αποκρύβει τις πραγματικές κοινωνικές ταξικές αντιθέσεις. Όμως η αντίληψη για το «νέο διεθνή καταμερισμό εργασίας» δεν πάσχει μόνο στο επίπεδο των θεωρητικών αφετηριών της. Ολόκληρη αυτή η θεωρητική. κατασκευή και οι περιγραφικοί όροι στους οποίους στηρίζεται, όπως π.χ. «μετάθεση της παραγωγής» στις Ν.Β.Χ., διογκώνει απλά το φαινόμενο της βελτίωσης της ανταγωνιστικής θέσης στην παγκόσμια αγορά ορισμένων χωρών. Στην πραγματικότητα δεν μπορούμε να μιλάμε όμως για «μετάθεση» της παραγωγής στον Τρίτο Κόσμο. «Από το 1973 ως το 1980 ανέβηκε το μερίδιο(στο διεθνές εμπόριο, Γ.Μ.) των μη πετρελαιοεξαγωγών αναπτυσσομένων χωρών από 6,7% στο 8,7% και μάλιστα κύρια σε βάρος των σοσιαλιστικών χωρών, των οποίων το μερίδιο έπεσε από 10% στο 8,5%, αλλά επίσης σε βάρος των καπιταλιστικών βιομηχανικών χωρών, που το μερίδιο τους μειώθηκε από 82,2% σε 81,4%. Στους τομείς σιδήρου και χάλυβα όπως επίσης υφαντουργίας και ένδυσης σημείωσαν οι καπιταλιστικές βιομηχανικές χώρες σ' αυτή την περίοδο απώλεσες πάνω από το μέσο όρο, τα μερίδια τους στις παγκόσμιες εξαγωγές έπεσαν εδώ από 83,6% στα 81,7% και από 66,9% στα 61,8% αντίστοιχα. Αντίθετα επεκτάθηκαν πάνω από το μέσο όρο οι αναπτυσσόμενες χώρες στους τομείς σιδήρου και χάλυβα, υφαντουργίας και ένδυσης, αλλά επίσης στους εξοπλισμούς μηχανολογίας και μεταφορών όπως επίσης και στα «άλλα καταναλωτικά αγαθά». Αξίζει να παρατηρήσουμε παράλληλα τα μερίδια τους στις παγκόσμιες εξαγωγές στους τομείς υφαντουργίας και ένδυσης, που αυξήθηκαν από 21,9% το 1973 σε 26,7% και στον τομέα «άλλα καταναλωτικά αγαθά», όπου τα ανάλογα στοιχεία είναι 15,1% και 16,3% αντίστοιχα» (Busch 1985, 1).

Η βελτίωση της ανταγωνιστικής θέσης ορισμένων χωρών στην παγκόσμια αγορά συναρτάται με την εξέλιξη της πάλης των τάξεων στο εσωτερικό τους, με το βάθαιμα δηλαδή εκεί της κεφαλαιακής σχέσης, την αύξηση του ποσοστού υπεραξίας κλπ. Μόνο κάτω από αυτούς τους όρους μπορεί να υπεισέλθει το επίπεδο των μισθών ως παράγων του ανταγωνισμού σε διεθνή κλίμακα. (Βλ. και Busch, 1983). Όμως εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με ένα «νέο» φαινόμενο, όπως ισχυρίζονται οι συγγραφείς που προαναφέραμε. Πολύ ουσιαστικότεροι μετασχηματισμοί στο επίπεδο της παγκόσμιας αγοράς και της παγκόσμιας παραγωγής συντελέστηκαν για παράδειγμα στο τέλος του 19ου αιώνα μέχρι τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά και κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου. Μια σειρά από «αγροτικές» (ευρωπαϊκές κυρίως) χώρες εντάχθηκαν στον χώρο των αναπτυγμένων καπιταλιστικών (ιμπεριαλιστικών) χωρών, μέσα από ριζικές αναδιαρθρώσεις των κοινωνικών και παραγωγικών δομών τους. Παράλληλα μετασχηματίστηκαν ριζικά οι διεθνείς οικονομικοί και πολιτικοί συσχετισμοί δύναμης ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές χώρες. (Ιωακείμογλου 1985,Hurtienne 1981).

Είναι νομίζω χαρακτηριστικό του οικονομισμού τεχνικισμού που διέπει τις θεωρίες του «νέου διεθνούς καταμερισμού», το γεγονός ότι αντιλαμβάνονται μόνο μια «μετάθεση» της παραγωγής, με στόχο να μειωθεί το κόστος, προς τις χαμηλόμισθες χώρες. Σύμφωνα δηλαδή μ' αυτό το σχήμα οι βιομηχανικοί κλάδοι έντασης εργασίας θα έπρεπε να επιδεικνύουν την τάση να μετεγκατασταθούν προς τις χώρες του Τρίτου ·Κόσμου. Στην πραγματικότητα όμως λαμβάνουν χώρα δύο διακριτές διαδικασίες. Απ' τη μια πραγματοποιούν τα κεφάλαια των παραγωγικότερων κλάδων των περισσότερο αναπτυγμένων βιομηχανικών χωρών (π.χ. ΗΠΑ) άμεσες παραγωγικές επενδύσεις κυρίως προς τις λιγότερο αναπτυγμένες βιομηχανικές χώρες (π.χ. Δυτ. Ευρώπη) και δευτερευόνως προς της ΥΒΧ. Από την άλλη βελτιώνεται πράγματι η ανταγωνιστική θέση των ΥΒΧ (κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά, σ' ότι αφορά τους κλάδους έντασης εργασίας), γεγονός που όμως δεν έχει σαν συνέπεια μια τάση για μετατόπιση των θιγομένων κλάδων προς τις ΥΒΧ, αλλά τη θέσπιση από τις κυβερνήσεις των αναπτυγμένων χωρών ενός πρωτοφανούς για τα μεταπολεμικά δεδομένα δασμολογικού συστήματος προστασίας αυτών των θιγομένων από τον ανταγωνισμό κλάδων.

Δεν επαληθεύθηκε έτσι η πρόβλεψη των θεωριών που εξετάζουμε εδώ για αύξηση των άμεσων επενδύσεων στον Τρίτο Κόσμο κατά την τελευταία δεκαετία. Από τις συνολικές άμεσες αμερικανικές επενδύσεις στο εξωτερικό εισέρευσε στον Τρίτο Κόσμο το 1960 μόλις το 36,8%. Το ποσοστό αυτό μειώθηκε στο 28, 9% το 1970 και στο 21,7% το 1980. Από τις συνολικές γερμανικές επενδύσεις στο εξωτερικό, το 1960 κατευθύνθηκε το 39% στον Τρίτο Κόσμο, ποσοστό που μειώθηκε στο 29,4% το 1970 και στο 25,9% το 1980. Ανάλογη μείωση σημειώνει και το ποσοστό των βρετανικών επενδύσεων που κατευθύνεται προς τον Τρίτο Κόσμο: 36,8% το 1960, 28,9% το 1970, 21,7% το 1980 (Busch κ.ά. 1984). Ακόμα από τις άμεσες βιομηχανικές επενδύσεις στον Τρίτο Κόσμο μόνο το 20%30% κατευθύνεται σε κλάδους «έντασης εργασίας» (Busch 1983).

Η θεωρία του «νέου διεθνούς καταμερισμού εργασίας» αποδεικνύεται λοιπόν υπερβολικά σχηματική και γι' αυτό ελάχιστα χρήσιμη για τη μελέτη των τάσεων μετασχηματισμού της καπιταλιστικής παραγωγής.

3. Η θεωρία της «εταιρικής ολοκλήρωσης»

Περισσότερο ενδιαφέρουσα είναι η θεωρία της «εταιρικής ολοκλήρωσης», που επικεντρώνει την προσοχή της στην κυρίαρχη μεταπολεμική μορφή της διεθνοποίησης του κεφαλαίου, τις πολυεθνικές εταιρίες.

Μια πρώτη εκδοχή βέβαια της προσέγγισης αυτής (Hymer 1974), διαφοροποιείται ελάχιστα από το πλαίσιο των θεωριών «μητρόπολης-περιφέρειας». Υποστηρίζει δηλαδή ότι το «παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα» διαμορφώνεται μέσα από τη λειτουργία των πολυεθνικών εταιριών, λειτουργία που ενοποιεί τους μεμονωμένους εθνικούς κοινωνικούς σχηματισμούς σε μια παγκόσμια «πυραμίδα εξουσίας». Το «παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα» που δημιουργείται από τη διεθνοποίηση του κεφαλαίου, μέσω των πολυεθνικών εταιριών, έρχεται σε σύγκρουση με την ύπαρξη των εθνικών κρατών. Ο καπιταλισμός τείνει λοιπόν να υπερβεί και να καταργήσει τα εθνικά σύνορα (όπ.π. σελ. 34).

Η περισσότερο διαδεδομένη και έγκυρη όμως εκδοχή της «εταιρικής ολοκλήρωσης», ξεφεύγει από το πλαίσιο των θεωριών «μητρόπολης-περιφέρειας». Η προσέγγιση αυτή εντοπίζει τους μετασχηματισμούς που συντελούνται σήμερα στη διεθνοποίηση του κεφαλαίου μέσω των «διεθνικών επιχειρήσεων» (ΔΕΕ) και υποστηρίζει ότι η ΔΕΕ «έχει εξελιχθεί σε θεσμό που το μέγεθος των εσωτερικών λειτουργιών του, αναιρεί τα θεμέλια του πλουραλισμού πάνω στα οποία έχει στηριχθεί το σύστημα της αγοράς». Στο σύστημα της εταιρικής ολοκλήρωσης "οι επενδύσεις" στην αλλοδαπή είναι εμπόριο μιας ειδικής μορφής, δηλ. εσωτερικοποιημένο εμπόριο» (Βαΐτσος 1982, σελ. 43, 39).ι

Ο σημερινός καπιταλισμός θεωρείται λοιπόν ότι αποκτά μια «δυαδική δομή». Από τη μια οι εξωτερικές σχέσεις ανάμεσα στις διεθνικές εταιρίες, οι σχέσεις που υπακούουν στους κανόνες της αγοράς και επηρεάζονται από τα μέτρα που θεσπίζουν οι διαφορετικές κυβερνήσεις. Από την άλλη οι εσωτερικές σχέσεις ανάμεσα στις θυγατρικές της ίδιας διεθνικής εταιρίας, σχέσεις που δεν υπόκεινται στο μηχανισμό της αγοράς, αλλά στοχεύουν στο να εξασφαλίσουν το ευνοϊκότερο δυνατό οικονομικό αποτέλεσμα για το συνολικό σύστημα της διεθνικής εταιρίας. Οι εσωτερικές αυτές σχέσεις «βασίζονται στον κεντρικό σχεδιασμό και τον έλεγχο, καθώς και στη διακριτική διαδικασία λήψης αποφάσεων, σύμφωνα με το δικό τους σύστημα της εταιρικής ολοκλήρωσης» (οπ. σελ. 56). Ο κεντρικός σχεδιασμός περιλαμβάνει αποφάσεις για τον τόπο εγκατάστασης, τη δομή της παραγωγής, την πολιτική τιμών, το εύρος της παραγωγής σε κάθε χώρα, την κατανομή των δαπανών για έρευνα, κεντρική διοίκηση, μάρκετιγκ κλπ. (Vaitsos 1974). Σε αντίθεση με τις θεωρίες «μητρόπολης-περιφέρειας», η θεωρία της «εταιρικής ολοκλήρωσης» δεν υποτιμά το ρόλο του κράτους, εν ονόματι ενός υποτιθέμενου «παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος». Η εταιρική ολοκλήρωση, σημειώνει ο Κ. Βαΐτσος (1982), «δεν συνεπάγεται μείωση της σημασίας των εθνικών κρατών και του ρόλου τους, όπως συμπεραίνουν ορισμένες ιδεολογικές ερμηνείες. Απεναντίας, ο ρόλος τους μπορεί, και πρέπει, να θεωρηθεί ότι αποκτά μεγαλύτερη σημασία» (σελ. 28).

Είναι προφανές ότι η θεωρία της «εταιρικής ολοκλήρωσης», εντοπίζει μια σειρά από υπαρκτούς μετασχηματισμούς που συνδέονται με τη σημερινή μορφή διεθνοποίησης του κεφαλαίου. Εντούτοις, επειδή μένει εγκλωβισμένη στο επίπεδο της διεθνικής εταιρίας, δηλαδή στο επίπεδο του μεμονωμένου ατομικού κεφαλαίου, επειδή μ' άλλα λόγια από ολόκληρη την προβληματική της θεωρίας αυτής απουσιάζει η έννοια του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου, δεν είναι σε θέση να προσεγγίσει τις νομοτέλειες με βάση τις οποίες διαμορφώνεται η συνολική εικόνα της μεταπολεμικής διεθνοποίησης του κεφαλαίου. Από τη θεωρία της «εταιρικής ολοκλήρωσης» διαφεύγει ακριβώς το ουσιώδες: οι κεφαλαιακές σχέσεις που λειτουργούν «πίσω απ' τις πλάτες των μεμονωμένων παραγωγών» (Μαρξ) και καθορίζουν τις «επιλογές» τους.

Η επιστημονικότητα της μαρξιστικής θεωρίας έγκειται στο γεγονός ότι κατάφερε να δείξει πως «στην εξωτερική κίνηση των κεφαλαίων εμφανίζονται οι εσωτερικοί νόμοι της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, που επιβάλλονται σαν αναγκαστικοί νόμοι του συναγωνισμού και που γι' αυτό τους συνειδητοποιεί σαν κίνητρα ο ατομικός κεφαλαιοκράτης... Η επιστημονική ανάλυση του συναγωνισμού είναι δυνατή μόνο όταν έχει κατανοηθεί η εσωτερική φύση του κεφαλαίου, ακριβώς όπως η φαινομενική κίνηση των ουρανίων σωμάτων γίνεται κατανοητή μόνο σε εκείνον που γνωρίζει την πραγματική, αισθητά όμως μη αντιληπτή κίνηση τους» (Το Κεφάλαιο, τόμος Ι, σελ. 329, Αθήνα 1963) Η θεωρία της «εταιρικής ολοκλήρωσης» αναφέρεται μονάχα στην «εξωτερική κίνηση των κεφαλαίων», και θεωρεί ότι η «κίνηση» αυτή προκύπτει αυτόματα από «τους περιορισμούς ή ευκαιρίες που πρέπει να συνυπολογιστούν», στα πλαίσια της εταιρικής ολοκλήρωσης. Πώς μπορούμε όμως να αντιληφθούμε τη συγκεκριμένη δομή των διεθνών κινήσεων του κεφαλαίου (από τις περισσότερο αναπτυγμένες βιομηχανικές χώρες προς τις λιγότερο αναπτυγμένες βιομηχανικές χώρες, από τον Τρίτο Κόσμο προς τις βιομηχανικές χώρες με τη μορφή της επανεξαγωγής των κερδών κλπ.) και τις νομοτέλειες που διέπουν την πόλωση της συσσώρευσης στο εσωτερικό ενός κοινωνικού σχηματισμού, αν θεωρήσουμε ότι τα πάντα καθορίζονται απλά και μόνο με βάση το «σχεδιασμό» και τις «επιλογές» του κάθε ατομικού κεφαλαίου; Αν μ' άλλα λόγια αγνοήσουμε τους παράγοντες που υπαγορεύουν στους κεφαλαιοκράτες, στην κεφαλαιοκρατική τάξη, τις επιλογές «της», αν δεν στηριχθούμε στις έννοιες που πηγάζουν από την κατηγορία του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου, όπως π.χ. η έννοια του ποσοστού υπεραξίας ή του ποσοστού κέρδους.

Φαίνεται λοιπόν ότι τα νέα προβλήματα και η νέα προβληματική που εισάγει η θεωρία της «εταιρικής ολοκλήρωσης» μπορεί να βοηθήσει στην προσέγγιση της σημερινής διεθνοποίησης του κεφαλαίου, μονάχα αν ενταχθεί στο σύστημα των εννοιών που εγκαθίδρυσε η μαρξική κριτική της πολιτικής οικονομίας. (Βλ. για παράδειγμα την ανάλυση του Ν. Πουλαντζά (1981) με βάση τις έννοιες νομική κυριότητα, οικονομική κυριότητα και κατοχή, σελ. 142180).

4. Καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής και διεθνοποίηση του κεφαλαίου

Από τις στήλες των θέσεων έχουμε επανειλημμένα παρουσιάσει τη θεωρία της τροποποίησης του νόμου της αξίας στην παγκόσμια αγορά (Busch 1983, 1985, Μηλιός 1983, 2, σελ. 4758), θεωρία που αναπτύχθηκε στη Δυτ. Γερμανία από τις αρχές της δεκαετίας του 70, με βάση τις αναλύσεις μιας ομάδας μαρξιστών οικονομολόγων, όπως η Ch. Neusüss, o Β. Senf και κυρίως ο Κ. Busch. H προσέγγιση αυτή βασίζεται αυστηρά πάνω στις κατηγορίες της μαρξικής κριτικής της πολιτικής οικονομίας, αποφεύγει τις συμπληγάδες του οικονομισμού και του «πολιτικισμού» των αποκλίσεων δηλαδή που κυριαρχούν στις τριτοκοσμικές θεωρίες και στη θεωρία του «κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού» και καταφέρνει έτσι να διατυπώσει την πιο ολοκληρωμένη θεωρία σχετικά με τη μεταπολεμική διεθνοποίηση του κεφαλαίου.

Μέσα από την ανάλυση της ιστορικής διαδικασίας μετάβασης από την απολυταρχία στον καπιταλισμό, η θεωρία αυτή ερμηνεύει γιατί ακριβώς η δομική σχέση ανάμεσα στο οικονομικό και το πολιτικό επίπεδο που προσιδιάζει στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, υλοποιήθηκε μόνο στο εσωτερικό των εθνικών κρατών (Ύπαρξη απολυταρχικού κράτους, ασύγχρονο των αστικών επαναστάσεων κλπ.). Το κεφάλαιο συγκροτείται λοιπόν ως συνολικό κοινωνικό κεφάλαιο μόνο στο επίπεδο του εθνικού κράτους. Ο άμεσος συναγωνισμός των κεφαλαίων και το ενιαίο ως προς την τάση του, ποσοστό κέρδους έχει ως τόπο υλοποίησης την εσωτερική αγορά. Αντίθετα, στο παγκόσμιο επίπεδο, οι οικονομικές σχέσεις διαμεσολαβούν ταυτόχρονα και την ύπαρξη των διαφορετικών εθνικών κρατών. Η παγκόσμια αγορά δεν είναι παρά το άθροισμα των διαφορετικών (εθνικών) σφαιρών κυκλοφορίας, οι οποίες στην ιδανικότερη περίπτωση (δηλαδή στις συγκυρίες που απουσιάζουν οι δασμοί και οι φόροι των εισαγωγών, οι επιδοτήσεις των εξαγωγών κλπ.), διαχωρίζονται μεταξύ τους με βάση τις διαφορετικές τιμές του συναλλάγματος και τις διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών. «Όταν εγκαταλείπουν τα εμπορεύματα μιας χώρας την εθνική σφαίρα κυκλοφορίας για να πραγματοποιηθούν στην παγκόσμια αγορά, υπόκεινται στη μεταμόρφωση, που κατ' αρχήν εμφανίζεται ως εξωτερική, του να εκφράσουν την τιμή τους, το χρηματικό τους όνομα, όχι πλέον σε εθνικό νόμισμα, αλλά σε διεθνές ή ξένο νόμισμα». (Busch, 1974).

Ο διεθνής καπιταλιστικός ανταγωνισμός προσομοιάζει έτσι προς τον ενδοκλαδικό ανταγωνισμό (διαφοροποιημένα ποσοστά κέρδους για το κάθε εθνικό κεφάλαιο στο εσωτερικό του ίδιου βιομηχανικού κλάδου), αλλά υπόκειται στην τροποποίηση της κατάργησης του πρόσθετου κέρδους των περισσότερο αναπτυγμένων εθνικών κεφαλαίων, μέσα από τις διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Σ' αυτή την τροποποίηση, έχει κατά κύριο λόγο τη ρίζα της η διεθνοποίηση του κεφαλαίου στο χώρο των βιομηχανικών κρατών, με την εξαγωγή κεφαλαίων από την περισσότερο αναπτυγμένη προς τη λιγότερο αναπτυγμένη βιομηχανική χώρα (Βλ. αναλυτικότερα, Busch κ.ά. 1985, σ' αυτό το τεύχος των θέσεων).

Μέσα από την προσέγγιση αυτή μπορούμε όχι μόνο να κατανοήσουμε τις νομοτέλειες της ιμπεριαλιστικής διεθνοποίησης του κεφαλαίου, αλλά και να αντιληφθούμε την επικαιρότητα μιας κλασικής μαρξιστικής θέσης: «Στην πραγματικότητα, κράτος, έθνος και κεφάλαιο εμφανίζονται την ίδια στιγμή. Το ένα δεν προηγείται του άλλου: είναι τρεις όψεις ενός και του αυτού συστήματος οργάνωσης της κοινωνίας (...) Το κράτος δεν είναι ένας «μηχανισμός» εξωτερικός και δευτερεύων σε σχέση με την «οικονομία», αλλά η πολιτική μορφή μιας ειδικής κοινωνικής κυριαρχίας» (Miaule 1983, σελ. 234 και 256).

Η θέση που πιο πάνω διατυπώσαμε έχει και μια επιπλέον συνέπεια: ο χώρος ως τόπος των κοινωνικών πρακτικών, ως «αποτέλεσμα και προϋπόθεση εμφάνισης των κοινωνικών δομών», χαρακτηρίζεται καίρια από την εθνική του διάσταση. «Κράτος και σύνορα είναι δυο όψεις της μιας και μοναδικής πολιτικής οργάνωσης του καπιταλισμού στη διαδικασία γέννησης του». (Miaule 1983, σελ. 238).

Ο χώρος είναι λοιπόν πρώτιστα εθνικός, γιατί η συγκρότηση του στο πεδίο των κοινωνικών σχέσεων δεν καθορίζεται όπως θα το ήθελε η προβληματική του «παγκόσμιου συστήματος» μόνο από τη συνάρθρωση των διαφορετικών τρόπων παραγωγής, κάτω από την κυριαρχία του κ.τ.π. Καθορίζεται αποφασιστικά από τη συγκεφαλαίωση της συνολικής ταξικής κυριαρχίας στα πλαίσια του εθνικού κράτους, από τη συνολική κρατική λειτουργία, που συμβάλλει αποφασιστικά στη δημιουργία των γενικών όρων που είναι απαραίτητοι για την αναπαραγωγή της κεφαλαιακής σχέσης· από την τάση πολιτικής, διοικητικής, δικαιακής, θεσμικής, πολιτιστικής ομογενοποίησης που είναι συνυφασμένη με την κρατική εξουσία και τα σύνορα της· από τις συγκεκριμένες (εθνικές) πολιτικές διαχείρισης της εργασιακής δύναμης, τις πολιτικές κινήτρων και τις κάθε είδους παρεμβάσεις για την αύξηση της κερδοφορίας του συνολικού (εθνικού) κοινωνικού κεφαλαίου και για την επέκταση του στο διεθνή χώρο, εις βάρος των άλλων εθνικών κεφαλαίων από το ενιαίο νόμισμα και το συγκεκριμένο θεσμικό και νομοθετικό πλαίσιο που διασφαλίζει, την «ενότητα» και την «ελευθερία» της εθνικής αγοράς, τον άμεσο συναγωνισμό των «εντός των συνόρων» κεφαλαίων μεταξύ τους. Κάτω απ' αυτούς τους εθνικούς όρους αναπαράγεται λοιπόν, στις επαρκείς μορφές της, η κυριαρχία του κ.τ.π. και ο καπιταλιστικός καταμερισμός εργασίας. Σ' αυτό το πλαίσιο, οι περιφερειακές και τομεακές ανισότητες, απ' τη μια αποτελούν έκφανση της συνάρθρωσης και υποταγής των μη καπιταλιστικών τρόπων παραγωγής στον κ.τ.π., ενώ από την άλλη αποτελούν όρο και όψη του κεφαλαιακού συναγωνισμού και της τάσης εξίσωσης του ποσοστού κέρδους, στην εσωτερική αγορά, μέσα από την κινητικότητα του κεφαλαίου και της εργασίας. Όμως εδώ πρόκειται για άλλου είδους και άλλου μεγέθους «ανισότητες» σε σύγκριση με αυτές που παρατηρούμε στο διεθνή χώρο. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Ελλάδα το κατά κεφαλή εισόδημα υπερβαίνει μόνο σε 7 νομούς το μέσο όρο της χώρας». Εντούτοις, το κατά κεφαλή εισόδημα στον «φτωχότερο» νομό (Άρτας) φθάνει στο 60%αυτού του μέσου όρου (βλ. και Μηλιός 1984).

Το συμπέρασμα που συνεπάγεται από τα παραπάνω είναι, ότι όταν αναφερόμαστε στην πόλωση της συσσώρευσης, θα πρέπει να διακρίνουμε τις διαδικασίες που η κύρια όψη τους αναφέρεται στη διεθνοποίηση του κεφαλαίου, από τις διαδικασίες που αφορούν τη συγκρότηση και ανάπτυξη ενός κοινωνικού σχηματισμού, δηλαδή την πάλη των τάξεων στο εσωτερικό του. Οι τελευταίες, δηλαδή οι σχέσεις εξουσίας στο εσωτερικό κάθε εθνικού κοινωνικού σχηματισμού, όχι μόνον έχουν την προτεραιότητα σε σχέση με τις διαδικασίες διεθνοποίησης του καπιταλισμού, αλλά καθορίζουν και τον τρόπο με τον οποίο το «εθνικό» εντάσσεται στο «διεθνές». Για παράδειγμα το (εθνικό) ποσοστό κέρδους, σαν αποτέλεσμα συμπύκνωση ενός ιστορικά διαμορφωμένου ταξικού και πολιτικού συσχετισμού, είναι ο δείκτης που κατ' εξοχήν καθορίζει το ρόλο και τη θέση του κοινωνικού σχηματισμού στη διεθνή κίνηση του κεφαλαίου.

Με την τελευταία αυτή διατύπωση μας δεν θέλουμε βέβαια να ισχυριστούμε ότι τα εθνικά σύνορα διαφοροποιούν ποιοτικά τις κοινωνικές δομές των διαφορετικών καπιταλιστικών κοινωνικών σχηματισμών. Η κυριαρχία του κ.τ.π. ταυτίζεται με την κυριαρχία ενός συγκεκριμένου τύπου κοινωνικών δομών και σχέσεων. Συνδέεται για παράδειγμα, σ' ότι αφορά το χώρο, με τη διαρκή αναπαραγωγή της διάκρισης πόλης υπαίθρου, με την επέκταση των αστικών συγκεντρώσεων, που αποτελούν τον τυπικά καπιταλιστικό «τρόπο με τον οποίο πραγματοποιείται η κοινωνικοποίηση της εργασιακής δύναμης και ο προσδιορισμός των εργαζομένων ως αφηρημένων εργαζομένων» (Στογιαννίδου 1985), καθόσον ακριβώς η πόλη αποτελεί τον τυπικά καπιταλιστικό τόπο ενοποίηση σ'τη σ λειτουργίας των ιδεολογικών και αναπαραγωγικών μηχανισμών του αστικού κράτους. (Βλ. επίσης Castells, 1973, Κομνηνός 1984). Εκείνο λοιπόν που στα προηγούμενα επιχειρήσαμε, ήταν απλώς να καταλάβουμε τις συνέπειες της θέσης ότι το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα αποτελεί μια «αλυσίδα» από εθνικούς καπιταλιστικούς σχηματισμούς (την ιμπεριαλιστική αλυσίδα σύμφωνα με τη διατύπωση του Λένιν) κι όχι μια ενοποιημένη καπιταλιστική κοινωνική δομή.

5. Εισροή ξένου κεφαλαίου και πόλωση της συσσώρευσης στη μεταπολεμική Ελλάδα

5.1. Το πρόβλημα

Η πόλωση της συσσώρευσης στην Ελλάδα έχει περιγραφεί από αρκετές μελέτες (βλ. π.χ. Κώττης 1980, Κατοχιανού 1984). Πολύ συχνά η πόλωση της συσσώρευσης περιγράφεται μέσα από την αναφορά στον υδροκεφαλισμό της Πρωτεύουσας, που το 1978 συγκεντρώνει το 32% του ελληνικού πληθυσμού και το 42% των απασχολουμένων στη μεταποίηση. Ο υδροκεφαλισμός αυτός της μεταπολεμικής ανάπτυξης θεωρείται κατά κανόνα από την Αριστερά ως άμεσο αποτέλεσμα του «μοντέλου ανάπτυξης» που ακολούθησε η μεταπολεμική πολιτική εξουσία, μοντέλου που υπαγορεύτηκε και έκφρασε τον εξαρτημένο χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλισμού. Η «εξάρτηση» είναι λοιπόν, σύμφωνα με την κυρίαρχη αντίληψη στο χώρο της Αριστεράς, η αιτία της «στρεβλής» ανάπτυξης της ελληνικής «οικονομίας και κοινωνίας» και μια από τις χαρακτηριστικότερες εκφάνσεις αυτής της «στρεβλότητας» 'είναι η συγκέντρωση της ανάπτυξης στις τρεις μεγαλύτερες πόλεις της χώρας και κυρίως στην Αθήνα.

Όμως, αν κοιτάξουμε τα πράγματα με μια περισσότερο διεισδυτική ματιά, δεν θα καταφέρουμε να ανακαλύψουμε την τόσο δεδομένη για την Αριστερά σχέση αιτιότητας ανάμεσα στους παράγοντες που υποτίθεται ότι χαλκεύουν την εξάρτηση (π.χ. το ξένο κεφάλαιο, ή η συγκεκριμένη κλαδική διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας) και στα χαρακτηριστικά της μεταπολεμικής πόλωσης της συσσώρευσης.

5.2. Η μεταπολεμική πόλωση της συσσώρευσης

Ανάμεσα στην προπολεμική και τη μεταπολεμική εικόνα της πόλωσης της συσσώρευσης στη χώρα μας υπάρχει μια ευδιάκριτη τομή. Η ανάπτυξη του καπιταλισμού πριν από τον Πόλεμο, ακόμα κι όταν συντελείται με πολύ γρήγορους ρυθμούς, όπως στο Μεσοπόλεμο, αυξάνει ραγδαία τον πληθυσμό της Πρωτεύουσας και των δυο τριών άλλων μεγάλων πόλεων παράλληλα όμως με μια ανάλογη αύξηση των αστικών συγκεντρώσεων σ' ολόκληρη τη χώρα. Η ανάπτυξη ήταν έτσι πολύ περισσότερο «ισόρροπη», δεν είχε την εικόνα του μεταπολεμικού υδροκεφαλισμού. Το 1928, τελευταία προπολεμική χρονιά που έχουμε επαρκή στοιχεία, υπήρχαν σ' όλη τη χώρα 368 χιλ. απασχολούμενοι στη μεταποίηση. Σε σχέση με το 1880, το 1928 ο ελληνικός πληθυσμός είχε τετραπλασιαστεί, η μεταποιητική απασχόληση είχε εξαπλασιαστεί, ο αστικός πληθυσμός είχε εντεκαπλασιαστεί κι ο αριθμός των εργοστασίων είχε γίνει 390 φορές μεγαλύτερος. Στο ίδιο διάστημα ο πληθυσμός της Αθήνας είχε οκταπλασιαστεί, όμως η Πρωτεύουσα συγκέντρωνε μόλις το 17,3% των απασχολουμένων στη μεταποίηση. Ακόμα και σε σχέση μόνο με την παλιά Ελλάδα, το ποσοστό αυτό δεν ξεπερνούσε το 30% (Κατοχιανού, 1984).

Αμέσως μετά τον πόλεμο και τον εμφύλιο, το 1951, η εικόνα έχει μετασχηματιστεί: Η Αθήνα συγκεντρώνει το 39,4% της μεταποιητικής απασχόλησης, ποσοστό που φθάνει στο 42,3% το 1958, στο 46,8% το 1963, παραμένει σχεδόν στάσιμο για μια δεκαετία (46,3% το 1973) και μειώνεται στο 42,0% το 1978. Την ίδια χρονιά ο νομός Αττικής συγκεντρώνει το 57% της βιομηχανικής παραγωγής και το 51,7% των απασχολουμένων στη βιομηχανία.

Ο μετασχηματισμός στα χαρακτηριστικά της πόλωσης της συσσώρευσης φαίνεται και από τις ισομεγέθεις καμπύλες μεταποιητικής απασχόλησης στους νομούς, που παρουσιάζουμε εδώ. Μετά τον πόλεμο και τον εμφύλιο, οι περιοχές με απασχόληση στη μεταποίηση μεγαλύτερη από δέκα χιλιάδες εργαζόμενους, βρίσκονται αποκλειστικά γύρω από την Αθήνα τη Θεσσαλονίκη και την Πάτρα. Η κατανομή αυτή διατήρησε τα βασικά χαρακτηριστικά της, με αξιοπρόσεκτες βέβαια βελτιώσεις, μέχρι τη δεκαετία του '80. Αντίθετα το 1928, παρά την πολύ χαμηλότερη βιομηχανική ανάπτυξη της χώρας, οι περιοχές με μεταποιητική απασχόληση άνω των δέκα χιλιάδων εργαζομένων είναι εξαιρετικά ευρύτερες. Σ' όλους μάλιστα σχεδόν τους νομούς της χώρας, η μεταποιητική απασχόληση ξεπερνά το 1928 τους πέντε χιλιάδες εργαζόμενους.


Τα αίτια γι' αυτό το μετασχηματισμό στα χαρακτηριστικά της πόλωσης της συσσώρευσης, θα πρέπει να τα αναζητήσουμε κατά κύριο λόγο στις δημογραφικές ανακατατάξεις που επέφερε η δεκαετία του πολέμου, της κατοχής και του εμφυλίου και λιγότερο στις αναδιαρθρώσεις της παραγωγής κατά την τελευταία προπολεμική δεκαετία. Οι τελευταίες λίγο μόνο επηρέασαν τα χαρακτηριστικά της προπολεμικής πόλωσης της συσσώρευσης, καθότι αφορούσαν κυρίως τη μείωση του ειδικού βάρους δύο μόνο κλάδων (καπνού και ένδυσης υπόδησης). Αντίθετα, η άμεσα μεταπολεμική συγκυρία και οι συνθήκες του εμφυλίου πολέμου δυσχέραιναν τη συσσώρευση του κεφαλαίου σε περιοχές μακριά από τα μεγάλα αστικά κέντρα. Στην άμεσα μεταπολεμική συγκυρία, οι περιοχές που συγκέντρωναν τους αναγκαίους υλικούς, τεχνικούς και κοινωνικούς όρους για την καπιταλιστική ανάπτυξη είχαν συρρικνωθεί στο χώρο γύρω από λίγα μεγάλα αστικά κέντρα. Δημιουργήθηκε έτσι ένας μικρός μόνο αριθμός πόλων της καπιταλιστικής ανάπτυξης (κυρίως Αθήνα Θεσσαλονίκη Πάτρα), μια νέα μορφολογία της πόλωσης της συσσώρευσης του κεφαλαίου, που τα χαρακτηριστικά της διατηρήθηκαν, διαρκώς βέβαια τροποποιούμενα, μέχρι και σήμερα.

Η συγκεκριμένη λοιπόν μεταπολεμική μορφή της πόλωσης της συσσώρευσης δεν μπορεί να ερμηνευθεί απλώς με βάση τη λειτουργία των οικονομικών νόμων, ούτε προκύπτει νομοτελειακά από κάποια (προϋπάρχουσα) «άρθρωση» των τρόπων παραγωγής. Αποτελεί προϊόν και έκφραση της συνολικής πάλης των τάξεων σ' όλα τα επίπεδα του κοινωνικού σχηματισμού. Γίνεται, λοιπόν, στο σημείο αυτό προφανής η θεωρητική βαρύτητα της θέσης που διατυπώσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο για την εθνική διάσταση που κατέχει ο χώρος, ως στοιχείο των κοινωνικών σχέσεων και πρακτικών. Δεν πρόκειται γενικά για το χώρο όπου κυριαρχεί ο κ.τ.π., ή για το χώρο άρθρωσης των τρόπων παραγωγής. Πρόκειται για το χώρο μιας συγκεκριμένης (εθνικής) ταξικής εξουσίας.

5.3. Καπιταλιστική ανάπτυξη και ξένο κεφάλαιο

Τα μεταπολεμικά χαρακτηριστικά της πόλωσης της συσσώρευσης στη χώρα μας δεν καθορίστηκαν από την παρουσία του ξένου κεφαλαίου. Η εισροή του ξένου κεφαλαίου ουσιαστικά αρχίζει στη δεκαετία του 60, όταν έχει πλέον παγιωθεί η μεταπολεμική μορφή της πόλωσης της συσσώρευσης. Η εισροή του ξένου κεφαλαίου επηρεάζει εντούτοις τη διαδικασία της μεταπολεμικής καπιταλιστικής ανάπτυξης, επομένως συνδέεται με τις τροποποιήσεις, κατά την τελευταία τριακονταετία, των πάγιων χαρακτηριστικών της μεταπολεμικής πόλωσης της συσσώρευσης στη χώρα μας. Τονίζοντας και πάλι ότι πρόκειται για μια διαδικασία που εντάσσεται στη μεταπολεμική διεθνοποίηση του κεφαλαίου στον ευρωπαϊκό χώρο (Μαύρης Τσεκούρας 1983), αξίζει να επιμείνουμε σ' ορισμένες σημαντικές πλευρές των άμεσων επενδύσεων ξένου κεφαλαίου στην Ελλάδα.

Το· ποσοστό των άμεσων ξένων επενδύσεων που κατευθύνθηκε στη βιομηχανία, σε σχέση με τις συνολικές συσσωρευμένες ξένες επενδύσεις στη χώρα, είναι εξαιρετικά υψηλό. Για το 1973 υπολογίστηκε σε 80% (Ρουμελιώτης 1978). Αντίθετα για τις μη ευρωπαϊκές χώρες της Μεσογείου το ποσοστό αυτό κυμαίνεται ανάμεσα στο 4% (Αλγερία) και το 50% (Ισραήλ).

To 77,2% του συνόλου των ξένων επενδύσεων στη βιομηχανία εισέρευσε (στοιχεία μέχρι το 1973,1, Χασσίδ 1980) σε πέντε μόνο βιομηχανικούς κλάδους: χημική βιομηχανία, βιομηχανία ελαστικού πλαστικού, προϊόντα πετρελαίου, βασική μεταλλουργία, μεταφορικά μέσα. Το ποσοστό αυτό φθάνει στο 89,5% αν συνυπολογίσουμε τους κλάδους μη μεταλλικών ορυκτών και ηλεκτρικών μηχανών.

Οι πέντε κλάδοι στους οποίους κατά κύριο λόγο εισέρευσε το ξένο κεφάλαιο, είτε κατέχουν μια παραγωγικότητα εργασίας που είναι σαφώς υψηλότερη από τη μέση παραγωγικότητα της εργασίας στην ελληνική βιομηχανία, είτε συνδέονται άμεσα με τις διεθνοποιημένες μερίδες του ελληνικού κεφαλαίου. Συγκεκριμένα οι κλάδοι χημείας, ελαστικού πλαστικού και η βασική μεταλλουργία βρίσκονται ήδη κατά τη δεκαετία του 60 σε πλεονεκτική θέση απέναντι στους ευρωπαίους ανταγωνιστές τους, σ' ο,τι αφορά την παραγωγικότητα της εργασίας. Το 1963 η παραγωγικότητα της εργασίας στην ελληνική βιομηχανία σαν σύνολο (ως προστιθέμενη αξία ανά απασχολούμενο) αποτελούσε μόλις το 35,6% της βρετανικής παραγωγικότητας της εργασίας, το 45,6% της βελγικής και το 48,2% της ιρλανδικής παραγωγικότητας της εργασίας στη βιομηχανία. Σύμφωνα με στοιχεία που παραθέτει ο Χασσίδ (1980), την ίδια χρονιά η παραγωγικότητα της εργασίας στην ελληνική χημική βιομηχανία ήταν το 161,3% της αντίστοιχης αγγλικής και το 254,4% της αντίστοιχης ιρλανδικής. Στους κλάδους χημείας, ελαστικού πλαστικού και προϊόντων πετρελαίου μαζί, η ελληνική παραγωγικότητα της εργασίας ήταν το 77,9% της αντίστοιχης βελγικής παραγωγικότητας της εργασίας. Στη βασική μεταλλουργία η ελληνική παραγωγικότητα της εργασίας, έφθανε το 98,3% της βρετανικής.

Δέκα χρόνια αργότερα, το 1973, η παραγωγικότητα της εργασίας στην ελληνική βιομηχανία σαν σύνολο είχε μειώσει την απόσταση που τη χώριζε από την παραγωγικότητα της εργασίας στις άλλες ευρωπαϊκές βιομηχανίες, έφθανε το 58,6% της βρετανικής, το 62,3% της βελγικής το 71,8% της ιρλανδικής και το 47,4% της δανέζικης παραγωγικότητας της εργασίας. Παρά όμως και πάλι τη διαφορά στο επίπεδο της συνολικής βιομηχανίας, στον κλάδο ελαστικού πλαστικού η ελληνική παραγωγικότητα της εργασίας ήταν το 111% της αντίστοιχης δανέζικης και το 120,7% της αντίστοιχης βρετανικής. Στη χημεία η ελληνική παραγωγικότητα της εργασίας ήταν το 201% της δανέζικης, το 195% της βρετανικής και το 242% της ιρλανδικής. Στους κλάδους ελαστικό πλαστικό, χημεία, προϊόντα πετρελαίου από κοινού η ελληνική παραγωγικότητα της εργασίας ήταν το 93% της αντίστοιχης βελγικής. Η ελληνική παραγωγικότητα της εργασίας, στη βασική μεταλλουργία,. ήταν την ίδια χρονιά το 240,2% της αντίστοιχης δανέζικης και το 286% της αντίστοιχης βρετανικής παραγωγικότητας της εργασίας.

Τα παραπάνω στοιχεία επιβεβαιώνουν το βασικό πόρισμα της θεωρίας της τροποποίησης του νόμου της αξίας στην παγκόσμια αγορά. Η εισροή ξένου κεφαλαίου στην Ελλάδα αφορά κυρίως τους κλάδους με παραγωγικότητα της εργασίας πάνω από τον εθνικό μέσο όρο. Οι κλάδοι αυτοί επωφελούνται ιδιαιτέρως από τους συναλλαγματικούς μηχανισμούς μέσα από τους οποίους προστατεύεται η ελληνική βιομηχανία κατά τον ανταγωνισμό της με τις βιομηχανίες των περισσότερο αναπτυγμένων' βιομηχανικών χωρών. Οι συναλλαγματικοί μηχανισμοί στερούν, όπως είδαμε, από την περισσότερο αναπτυγμένη χώρα τα πρόσθετα κέρδη στην παγκόσμια αγορά, προστατεύοντας έτσι «κατά μέσο όρο» τη βιομηχανία της λιγότερο αναπτυγμένης χώρας. Επειδή όμως ακριβώς «οι συναλλαγματικές ισοτιμίες αντικατοπτρίζουν το μέσο επίπεδο παραγωγικότητας ενός έθνους», οι κλάδοι της λιγότερο αναπτυγμένης χώρας που παράγουνε με ένα επίπεδο παραγωγικότητας πάνω από το μέσο, μπορούν μέσα από τη συναλλαγματική προστασία, να επεκταθούν εις βάρος των ανταγωνιστών τους στην παγκόσμια αγορά, πράγμα που τους καθιστά ιδιαίτερα «ελκυστικούς» για τα κεφάλαια των περισσότερο αναπτυγμένων χωρών.

Αντίθετα με την παραπάνω εικόνα, οι δύο από τους πέντε κλάδους που κατά κύριο λόγο προσέλκυσαν το ξένο κεφάλαιο, η βιομηχανία μεταφορικών μέσων και τα προϊόντα πετρελαίου, δεν έχουν να επιδείξουν μια προφανή υπεροχή σ' ότι αφορά την παραγωγικότητα της εργασίας, ούτε σε σχέση με τη μέση παραγωγικότητα της εργασίας στην ελληνική βιομηχανία, ούτε σε σχέση με τις διεθνείς συγκρίσεις. Και στις δυο περιπτώσεις όμως, (διυλιστήρια, ναυπηγεία), είναι γνωστή η σύνδεση των σημαντικότερων επενδύσεων σε ξένο συνάλλαγμα και ως εκ τούτου των σημαντικότερων βιομηχανικών μονάδων των δύο κλάδων με το ελληνικό εφοπλιστικό κεφάλαιο. Ίσως λοιπόν στους κλάδους αυτούς ο «εσωτερικός σχεδιασμός» του ομίλου και οι «εσωτερικές ροές και ανταλλαγές» τις οποίες υποδεικνύει η θεωρία της «εταιρικής ολοκλήρωσης» (είτε αυτές έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση του κόστους μεταφοράς της πρώτης ύλης, είτε τη μείωση του κόστους ναυπήγησης και επισκευής των πλοίων) να αποτελούν το κλειδί για να ερμηνεύσουμε το ενδιαφέρον του «ξένου» κεφαλαίου.

Η ανάλυση που προηγήθηκε σχετικά με την εισροή του ξένου κεφαλαίου στην Ελλάδα, επιβεβαιώνει αβίαστα μια από τις θέσεις που διατυπώσαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο: Δεν είναι οι διεθνείς διαδικασίες, η διεθνοποίηση του κεφαλαίου και η «εξάρτηση» που καθορίζουν την εξέλιξη του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Αντίθετα, με βάση την ίδια την ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού, διαμορφώνονται οι συγκεκριμένες σχέσεις και εξαρτήσεις του ελληνικού κεφαλαίου και του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού στα πλαίσια του παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού συστήματος.

Στους κλάδους λοιπόν της ελληνικής βιομηχανίας στους οποίους εισρέει από τη δεκαετία του 60 το ξένο κεφάλαιο, θα εντοπίσουμε τις πιο έντονες τάσεις μετασχηματισμού της παραγωγικής δομής της χώρας. Η συμμετοχή των πέντε κλάδων στη συνολική βιομηχανική προστιθέμενη αξία αυξάνει από 17,6% το 1963, σε 26,8% το 1975. Παράλληλα, με βάση μια ανάλυση απόκλισης συμμετοχής (shift and share) η Δ. Κατοχιανού (1984) κατατάσσει και τους πέντε κλάδους, που μας απασχόλησαν εδώ, στους επτά περισσότερο δυναμικούς κλάδους της ελληνικής βιομηχανίας.

Τέλος, σ' ότι αφορά την πόλωση της συσσώρευσης, η ανάπτυξη των πέντε κλάδων που προσέλκυσαν το ξένο κεφάλαιο δεν ενίσχυσε τις τάσεις υδροκεφαλισμού γύρω από τα δύο μεγάλα αστικά κέντρα, αλλά μάλλον την τάση δημιουργίας νέων πόλων της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης, τάση που έγινε ιδιαίτερα εμφανής κατά την τελευταία δεκαετία. Είναι χαρακτηριστικό ότι κατά τη δεκαετία 1963 1973, κατά την οποία η μεταποιητική απασχόληση στην περιοχή της πρωτεύουσας παραμένει σταθερή, ως ποσοστό στη συνολική μεταποιητική απασχόληση, οι 4 από τους 5 κλάδους, που μας ενδιαφέρουν εδώ, παρουσιάζουν σαφείς τάσεις αποκέντρωσης. Έτσι, ενώ το 1963 το 90,7% των απασχολουμένων στον κλάδο ελαστικούπλαστικού συγκεντρωνόταν στους νομούς Αττικής και Θεσσαλονίκης, το 1973 το πόστο αυτό μειώθηκε σε 83,7%. Ανάλογη μείωση της συγκέντρωσης της απασχόλησης στους δύο νομούς κατά τη δεκαετία 6373 παρατηρείται και για τη χημική βιομηχανία, από 90,8% σε 82,9%, για τη βιομηχανία παραγώγων πετρελαίου, από 89,3% σε 80,9% και για τη βασική μεταλλουργία, από 99,6% το 1963 σε 70% το 1973. Μόνο η συγκέντρωση της απασχόλησης στον κλάδο μεταφορικών μέσων αυξήθηκε στους δυο νομούς κατά το ίδιο χρονικό διάστημα από 70,1% σε 74,8%(Κώττης 1980).

Επίλογος

Ας ξαναγυρίσουμε τώρα στο ερώτημα που θέσαμε στην εισαγωγή αυτού του κειμένου: Για να αντιληφθούμε τους μετασχηματισμούς που συντελούνται στο σύγχρονο καπιταλισμό, θα πρέπει να τοποθετήσουμε στο επίκεντρο της ανάλυσης μας τις κοινωνικές σχέσεις εξουσίας και την πάλη των τάξεων, πρώτα απ' όλα στο εσωτερικό του (ελληνικού) κοινωνικού σχηματισμού. Τότε όμως δεν θα μπορέσουμε πια να φλυαρούμε για την ανάγκη εξόδου της «χώρας» ή της «κοινωνίας» από την κρίση· θα αναγκαστούμε, ως αριστεροί, να μιλήσουμε για την αντικαπιταλιστική έξοδο από την κρίση.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Κ. Vaitsos (1974): «Einkommensverteilung und transnationale Unternehmen» στο Ο. Kreye (Hrsg), Multinationale Konzerne, Reihe Hanser. K. Βαιτσος (1982): «Εταιρική ολοκλήρωση στην παγκόσμια παραγωγή και το παγκόσμιο εμπόριο», στο Κ. Βαΐτσος D. Seers, Κοινή Αγορά και Άνιση Ανάπτυξη, Εκδ. Παπαζήση.

Κ. Busch (1974): «Die Multinationalen Konzerne. Zur Analyse der Weltmarktbewegung des Kapitals» Ed. Suhrkamp.

K. Busch (1983): «H συζήτηση στην Ο.Δ. Γερμανίας για την παγκόσμια αγορά», θέσεις τ.5.

Κ. Busch, G. Grünen, W. Tobergte (1984): «Strukturen der kapitalistischen Weltökonomie», Breitenbach Publishers.

X. Busch (1985,1): «Προστατευτικές τάσεις στο διεθνές εμπόριο και η πολιτική των συνδικάτων», θέσεις, τ. 11

ΑΓ. Busch, G. Grunert, W. Tobergte (1985,2): «H διεθνοποίηση του κεφαλαίου», θέσεις, τ. 12.

Τ. Γιαννίτσης (1984): «Διεθνής ειδίκευση και καταμερισμός εργασίας μεταξύ Ελλάδας και νεοανερχόμενων βιομηχανικών χωρών», ΚΕΠΕ, θέματα Προγραμματισμού 2

F. Fröbel, J. Heinrichs, O. Kr eye (1983), «Die neue internationale Arbeitsteilung», Rowohlt.

Th. Hurtienne (1981): «Peripherer Kapitalismus und autozentrierte Entwicklung», PROKLA No 44.

5. Hymer (1974): «Die Internationalisierung des Kapitals», στο Ο. Kreye (Hrsg) Multinationale Konzerne, Reihe Hanser.

H. Ιωακείμογλου (1983): «Αυτοματοποίηση της παραγωγής και συλλογικός εργάτης», θέσεις τ. 4.

Η. Ιωακείμογλου (1985): «Για την αντικαπιταλιστική έξοδο από την κρίση», θέσεις τ. 11.

Μ. Castells: «La question urbaine», Fr. Maspero Ed. Ν. Κομνηνός (1985): «Κρίση και χωρική αναδιάρθρωση», θέσεις τ. 11. Ν. Κομνηνός (1984): «Η πόλωση της συσσώρευσης του κεφαλαίου» θέσεις τ. 7. Τ. Κυπριανίδης (1985): «Προστατευτισμός ή ελεύθερες ανταλλαγές;»,θεσε σ 11.

Δ. Κατοχιανού (1974): «Κλαδικήχωρική ανάλυση της ελληνικής μεταποίησης», ΚΕΠΕ, Επιστημονικές Μελέτες 12.

Γ.Χ. Κώττης (1980): «Βιομηχανική αποκέντρωσις και περιφερειακή ανάπτυξις», Ι.Ο.Β.Ε.

A. Lipietz (1983): «Le capital et son espace», la decouverte maspero.

Γ. Μαύρης, θ. Τσεκούρας (1983): «Το ξένο κεφάλαιο και η ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού», θέσεις τ.2.

Γ. Μηλιός (1983,1): «Ο ιμπεριαλισμός και οι θεωρίες μητρόπολης- περιφέρειας. Μέρος πρώτο: Συγκλίνουσες θεωρίες και αντιφάσεις» θέσεις, τ.4.

Γ. Μηλιός (1983,2): «Ο ιμπεριαλισμός και οι θεωρίες μητρόπολης-περιφέρειας. Μέρος δεύτερο: Κριτική», θέσεις τ.5.

Γ. Μηλιός (1984): «Περιφερειακές ανισότητες και κρατική παρέμβαση» στο Εισηγήσεις Συνεδρίου Αποκέντρωση Περιφερειακή Ανάπτυξη, Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος, Τμ. Κ. Μακεδονίας.

M. Miaule (1983): «Το κράτος του δικαίου», Εκδ. Παρατηρητής

Ν. Πουλαντζάς (1981): «Οι τάξεις στο σύγχρονο καπιταλισμό», Εκδ. Θεμέλιο.

Ρουμελιώτης (1978): «Πολυεθνικές επιχειρήσεις και υπερκοστολογήσεις υποκοστολογήσεις στην Ελλάδα», Εκδ. Παπαζήση.

Μ. Στογιαννίδου (1985): «Καπιταλιστική πόλη και αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης», θέσεις τ. 11.

Ι. Χασσίδ (1980): «Ελληνική βιομηχανία και ΕΟΚ», Ι.Ο.Β.Ε.