Της Σύνταξης
Τα αποτελέσματα των φετινών εκλογών επιβεβαίωσαν μια σειρά διαπιστώσεις που κατ'επανάληψη είχαμε προβάλει από τις στήλες των θέσεων: την κοινωνική πόλωση, που εκφράζεται στο επίπεδο της πολιτικής σκηνής ως πόλωση ανάμεσα στις «δυνάμεις της Αλλαγής» και τη Δεξιά, τη σταθεροποίηση της ηγεμονίας του ΠΑΣΟΚ πάνω στις «δυνάμεις της Αλλαγής» - μετά την απομάκρυνση του Καραμανλή και την πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος. Ήταν έτσι αναμενόμενη η αποτυχία των 2 Κ.Κ. να παρουσιάσουν, κατά την προεκλογική περίοδο, το ΠΑΣΟΚ σαν τον αποστάτη της «Αλλαγής».
Οι εκλογές εγκαινίασαν λοιπόν μια νέα φάση της κρίσης της Αριστεράς. Απ ' τη μια σταθεροποίησαν τη μεταρρυθμιστική στρατηγική του συνταγματικού «δρόμου στο σοσιαλισμό» που ενσαρκώνει το ΠΑΣΟΚ (όπως και η παραδοσιακή Αριστερά), από την άλλη ανέδειξαν μια πρωτοφανή - για την περίοδο μετά τη μεταπολίτευση - κρίση της πολιτικής των Κ.Κ. Για πρώτη φορά, δηλαδή, παρουσιάζεται η παραδοσιακή Αριστερά τόσο ανίσχυρη να καθορίσει την πορεία της «Αλλαγής», αλλά και τις τρέχουσες πολιτικές εξελίξεις. Ο περιορισμός της εκλογικής επιρροής της παραδοσιακής Αριστεράς, έφερε παράλληλα στην επιφάνεια, την απουσία από τη μεριά της, μιας εναλλακτικής πολιτικής στρατηγικής για το σοσιαλισμό.
Η παραδοσιακή Αριστερά δεν είναι όμως σε θέση να εγκαινιάσει μία ουσιαστική διαδικασία αυτοκριτικής. Εμμένει στα προεκλογικά της ερμηνευτικά σχήματα και στις πάγιες πολιτικές της θέσεις και επιχειρεί μέσα από υπεραπλουστευτικές διακηρύξεις του τύπου: ΠΑΣΟΚ = Κέντρο ή ΠΑΣΟΚ = δεξιά πολιτική, να επιδείξει την υποτιθέμενη ιδεολογική της καθαρότητα και αριστερή συνέπεια.
Σ' αυτές τις συνθήκες γίνονται εμφανείς κάποιοι όροι πολιτικής σύγκλισης ανάμεσα στα 2 Κ.Κ. Επιπλέον, μέσα στη μετεκλογική συγκυρία, ατονεί μια «δημοφιλής» πριν τις εκλογές προβληματική του χώρου της ανανεωτικής Αριστεράς, σύμφωνα με την οποία το κύριο πολιτικό πρόβλημα έγκειται στο ότι το ΠΑΣΟΚ υπονομεύει τους δημοκρατικούς θεσμούς, καθόσον ρέπει προς τον «ολοκληρωτισμό».
Η προβληματική αυτή, που ελάχιστα διαφοροποιείται από τον αντιπολιτευτικό πολιτικό λόγο της Δεξιάς, θα ήταν ολέθρια για την ανανεωτική Αριστερά, αν τά φερνε να κυριαρχήσει.
Η ήττα της Δεξιάς στις εκλογές δείχνει πάντως, πέρα από κάθε αμφιβολία, ι το λαϊκό κίνημα καταφέρνει να αμύνεται απέναντι στις επιθετικές πολιτικές στρατηγικές των κυρίαρχων τάξεων, απέναντι στα άμεσα και «στενά» συμφέρον του κεφαλαίου, για συντριβή των συνδικαλιστικών και κοινωνικών κατακτήσεων των εργαζομένων, για καθήλωση των εισοδημάτων, για «λιγότερο κράτος» και περισσότερη «επιχειρηματική ελευθερία», δηλαδή για περισσότερη εκμετάλλευση.
Με δεδομένη την απόκρουση της επίθεσης της «ιδιωτικής πρωτοβουλίας» και ΐς Δεξιάς, το ζητούμενο για το εργατικό και το λαϊκό κίνημα, στη νέα φάση ου ανοίγεται μετά τις εκλογές, είναι κάτι εντελώς διαφορετικό: Να μπορέσει να περάσει από την άμυνα στην επίθεση, όχι απλά για να διευρύνει κάποιες επιμέρους κατακτήσεις του, όχι για να αυξήσει τη συναίνεση προς κάποια φιλεργατική» ή «φιλολαϊκή» κρατική πολιτική, αλλά για · να συγκροτήσει πολιτικά την αντικαπιταλιστική δυναμική του, για να αμφισβητήσει έμπρακτα τη λογική», τους θεσμούς και τους μηχανισμούς της κεφαλαιοκρατικής εκμετάλλευσης και εξουσίας, για να συγκροτηθεί σε κίνημα και στρατηγική σοσιαλιστικό μετασχηματισμού.
Το δωδέκατο τεύχος των θέσεων είναι αφιερωμένο σε δύο ειδών ζητήματα:
Πρώτον, σε ζητήματα που αφορούν τις εκλογές και τη νέα πολιτική φάση που εγκαινίασαν.
Δεύτερον, σε ζητήματα που αναφέρονται στην κρίση του καπιταλισμού και ττη μαρξιστική θεωρία της κριτικής της πολιτικής οικονομίας.
Με τα ζητήματα που άμεσα αναφέρονται στην πολιτική συγκυρία, όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά τις εκλογές, ασχολείται διεξοδικά το άρθρο των Τάσου ϋυπριανίδη και Θανάση Τσεκούρα, ΠΑΣΟΚ: μύθος και ιστορία Παράλληλα, το άρθρο των Χρήστου Θεοχαρά και Γιάννη Μηλιού, Πέρα από την όξυνση της πολιτικής αντιπαράθεσης, έχει σαν αντικείμενο του ορισμένα καίρια ζητήματα της ιδεολογικής συγκρότησης και της θεωρίας της Αριστεράς και υποδεικνύει τη σύγκλιση, παρά τις υπαρκτές διαφορές, ανάμεσα στις πολιτικές στρατηγικές του ΠΑΣΟΚ και της παραδοσιακής Αριστεράς.
Το κείμενο των Klaus Busch,Günther Grunert και Walter Tobergte: H διεθνοποίηση του κεφαλαίου, συμπυκνώνει τις βασικές θέσεις της θεωρίας της τροποποίησης του νόμου της αξίας στην παγκόσμια αγορά, σ' ότι αφορά τις εξαγωγές κεφαλαίου - τόσο στο χώρο των βιομηχανικών κρατών, όσο και προς τον Τρίτο Κόσμο. Πρόκειται για μια θεωρητική προσέγγιση που στηρίζεται εξ' ολοκλήρου στις κατηγορίες της μαρξικής κριτικής της πολιτικής οικονομίας.
Το άρθρο του Γιάννη Μηλιού, Πόλωση της συσσώρευσης και διεθνοποίηση του κεφαλαίου, προσεγγίζει ορισμένα ζητήματα που σχετίζονται απ ' τη μια, με τις άμεσες επενδύσεις ξένου κεφαλαίου στη χώρα και από την άλλη, με τη μορφή που προσέλαβε μεταπολεμικά η πόλωση της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης. Παράλληλα ασκεί κριτική σ' ορισμένες επίκαιρες θεωρητικές προβληματικές που αναφέρονται στα ζητήματα αυτά,
Ο Ηλίας Ιωακείμογλου με το άρθρο του Για την αντικαπιταλιστική έξοδο από την κρίση. Ο καπιταλισμός της σχετικής υπεραξίας: Κρίση και ολοκλήρωση, παρουσιάζει το δεύτερο μέρος της μελέτης του πάνω στις οικονομικές κρίσεις του καπιταλισμού. Με κύρια αναφορά στην περίοδο του Μεσοπολέμου, ασκεί κριτική στα θεωρήματα της «αγοραίας πολιτικής οικονομίας» για την οικονομική ανάπτυξη και την κρίση.
Το άρθρο τέλος του Ανέστη Ταρπάγκου, Η Κατασκευαστική βιομηχανία και η κρατική παρέμβαση, σκιαγραφεί τη διαδικασία ανάπτυξης του ελληνικού κατασκευαστικού καπιταλισμού και τις τάσεις επέκτασης του στο χώρο της Μ. Ανατολής και Β. Αφρικής. Παράλληλα αναλύει το χαρακτήρα της κρατικής παρέμβασης στον κατασκευαστικό τομέα, παρέμβασης που στοχεύει όχι να μετασχηματίσει αλλά να σταθεροποιήσει τις κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής.
2 /7 /85