ΓΙΑ ΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΚΡΙΣΗ

(ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟ ΤΟΥ

ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΑΝΑΓΚΩΝ)



των Δημήτρη Δημούλη και Soraya Lunardi



Des citoyens communistes, des communistes citoyens ou des communistes de la citoyenneté sont toujours là.

Étienne Balibar



Το κείμενο παρουσιάζει σκέψεις στο σημείο σύνδεσης της θεωρίας του κράτους με την πολιτική αντίστασης. Η θεωρία του κράτους αποτελεί σύνολο θεωρητικών λόγων ετερογενών και βρίσκεται σε κατάσταση μαρασμού.1 Ωστόσο το μικρό ενδιαφέρον των θεωρητικών δεν σημαίνει ότι η θεωρία του κράτους παύει να είναι αναγκαία για να διατυπώσει διαγνώσεις για τη σημερινή κατάσταση και λειτουργία των κρατών, για να ανασυγκροτήσει και να συγκρίνει τις ερμηνείες που προτείνονται.

Η επίσημη απολογητική θεωρεί ότι η σημερινή κρίση της κρατικής δράσης συνδέεται με τεχνικά προβλήματα που μπορεί να επιλυθούν υπό την αιγίδα των ειδημόνων της οικονομίας, σαν να επρόκειτο για ασθένεια ή φυσική καταστροφή, οι συνέπειες της οποίας μπορεί να αντιμετωπισθούν με βάση τη συντονισμένη δράση των τεχνικών του αντίστοιχου τομέα.

Θα εξετάσουμε στο παρόν κείμενο ερμηνείες και δεδομένα γύρω από τη δράση του ελληνικού κράτους. Η αποδιάρθρωση των κοινωνικών πολιτικών, η ρυθμιστική και άμεση δράση του στην οικονομία που επιφέρει την απαξίωση της εργασίας και η επίταση της καταστολής αποτελούν τρία σημεία αναφοράς των αναλύσεων. Και δείχνουν ότι ο μόνος υπεύθυνος και «ειδήμων» για την αντιμετώπιση της μνημονιακής κρίσης είναι ο λαός των εργαζομένων.

1. Διαγνώσεις για την κρίση του ελληνικού κράτους


1.1. Ο κυρίαρχος λόγος. Σπατάλη, χρέος, νοικοκύρεμα2


Οι μνημονιακές κυβερνήσεις, τα περισσότερα ΜΜΕ και πολλοί άνθρωποι εννοούν τη σημερινή κρίση ως απόρροια εσφαλμένων επιλογών. Το ελληνικό κράτος είναι σπάταλο, επειδή ξοδεύει περισσότερα από όσα εισπράττει. Συνεπώς υπερχρεώνεται χωρίς δυνατότητα εξυπηρέτησης του χρέους και οδηγείται σε οικονομικό αδιέξοδο. Αιτία της κρίσης αυτής είναι οι «λαϊκιστικές» πολιτικές παροχών και η «διαφθορά» του κρατικού πολιτικού προσωπικού. Η λύση βρίσκεται στην άμεση και δραστική μείωση δαπανών, με σκοπό να δημιουργηθούν πλεονάσματα και να αντιστραφεί ο φαύλος κύκλος χρεών-δανεισμού. Απολύσεις, ιδιωτικοποιήσεις, μείωση μισθών του δημόσιου τομέα, μείωση του επιπέδου κοινωνικών παροχών. «Νοικοκύρεμα».

Το ίδιο διαγιγνώσκει ο επίσημος λόγος σε μικροκλίμακα για τις οικογένειες. Υπερχρεώνονται λόγω «καταναλωτισμού» και παρόμοιων οικονομικών ελαττωμάτων, αδυνατούν να εξοφλήσουν τα χρέη τους και για να λυθεί το πρόβλημα και να μην καταρρεύσει το τραπεζικό σύστημα, πρέπει να αντιστραφεί η τάση. Είναι αναγκαίο οι οφειλέτες να μειώσουν δραστικά την κατανάλωση, υποβαθμίζοντας το επίπεδο διαβίωσής τους, να δουλέψουν σκληρότερα και να ρευστοποιήσουν περιουσιακά στοιχεία (ιδίως την κατοικία τους), με σκοπό να πληρώσουν τους δανειστές και τα οφειλόμενα στο κράτος. «Νοικοκύρεμα» και «εργατικότητα-επιχειρηματικότητα».

Όσον αφορά τις ιδιωτικές τράπεζες, αυτή η άποψη επίσης διαγιγνώσκει υπερχρέωση και μη χρηστή διαχείριση πόρων, αλλά εν όψει της ανάγκης να λειτουργήσει το τραπεζικό σύστημα θεωρεί ότι το κράτος οφείλει να αναλάβει τα χρέη των τραπεζών («εξυγίανση»), επειδή αυτή η δαπάνη είναι δικαιολογημένη σε αντίθεση με όλες τις λοιπές που κρίνονται ως σπατάλη.

Ανασυγκροτούμε αυτή την εμφανώς ιδεολογική ανάγνωση για να σχολιάσουμε ορισμένα χαρακτηριστικά της.

Πρώτον, την τεράστια δύναμη προφάνειας που έχει στα δύο βασικά της σκέλη. Αυτό αφορά τη χρήση του Εμείς. Το κρατικό και τραπεζικό χρέος και τα εξ αυτού προβλήματα είναι «δικά μας». Χρωστάει η Μαρία, ο Γιώργος και οι υπόλοιποι Έλληνες πολίτες, οι αλλοδαποί κάτοικοι της χώρας, ίσως και οι απόδημοι Έλληνες (που επανειλημμένα κλήθηκαν να στείλουν εισφορές σε κρατικούς τραπεζικούς λογαριασμούς για να μειωθεί το χρέος).

Αυτό το Εμείς και το συμμετρικό Εκείνοι (οι δανειστές) δεν αντέχει σε ορθολογικό έλεγχο. Η χρηματοδότηση του κρατικού και των τραπεζικών χρεών γίνεται κυρίως από τις λαϊκές τάξεις και τους μικροϊδιοκτήτες που δεν σύναψαν κανένα δάνειο με τις αγορές και δεν είχαν δυνατότητα επιρροής στις αποφάσεις του κράτους και των τραπεζών που δημιούργησαν τα χρέη. Παρομοίως, το Εκείνοι δεν δηλώνει κάποιους ανώνυμους και δαιμόνιους αλλοδαπούς που πίνουν το αίμα μας, αλλά σε μεγάλο βαθμό Έλληνες επενδυτές (συμπεριλαμβανομένων ελληνικών τραπεζών) που είναι δανειστές του ελληνικού κράτους και άλλων τραπεζών. Εάν μετατοπίσουμε τα υποκείμενα αυτά, δείχνοντας ποιοι είναι όντως οι δανειστές και σε ποιους όντως έπεσε το βάρος της πληρωμής, κατανοούμε ότι το σχήμα Εμείς και Εκείνοι δεν έχει οικονομική βάση.

Δεύτερον, η παιδαριώδης κατανόηση του κρατικού χρέους ως λογιστικού προβλήματος άδειου ταμείου, εξοικονομήσεων και «νοικοκυρέματος». Πρόκειται για την οπτική που ονομάσαμε κρατικό ανθρωπομορφισμό και η οποία κατανοεί τα δημόσια οικονομικά ως πολλαπλασιασμό των ατομικών.3 Είναι όμως γνωστό ότι υπάρχουν κράτη με χρέος πολύ υψηλότερο από το ελληνικό στην αρχή του Μνημονίου. Αυτά τα κράτη αντιμετωπίζουν το χρέος χωρίς να προβαίνουν σε μείωση κρατικών δαπανών ή σε μαζικό εξωτερικό δανεισμό με ανάληψη εξωδανειστικών υποχρεώσεων. Αυτό δείχνει ότι το ελληνικό χρέος κατασκευάστηκε ως πρόβλημα από τη συντονισμένη δράση των ελληνικών και ορισμένων αλλοδαπών κυβερνήσεων και διεθνών οργανισμών. Είναι εξίσου γνωστό ότι ο δανεισμός των τελευταίων ετών είχε ως συνέπεια την τεράστια αύξηση του κρατικού χρέους, κάτι που δείχνει ότι σκοπός του ήταν η ένταξη σε μνημονιακές συμφωνίες και όχι η αντιμετώπιση του χρέους.

Ο Σταυρακάκης διατυπώνει μια καίρια ρητορική ερώτηση: «Και αν το χρέος δεν ήταν απλώς ένα πρόβλημα, αλλά και ένας μηχανισμός κυριάρχησης, με άλλα λόγια μια ψευδολύση;»4


1.2. Παροχές + καταστολή = κράτος; (θέση εκφασισμού)

Για την ερμηνεία της ελληνικής κρίσης προτάθηκε επίσης η θέση του εκφασισμού ή θέση της Βαϊμάρης.5 Σε κοινωνικά κράτη που προστατεύουν τους πολίτες και ικανοποιούν τις βιοτικές ανάγκες τους, η συναίνεση πηγάζει αυθόρμητα. Όταν το κοινωνικό κράτος αποδομείται, το κράτος γίνεται βίαιο με σκοπό να πειθαρχήσει τους δυσαρεστημένους πολίτες με το φόβο και την καταστολή. Δημιουργούνται έτσι πολώσεις και ακραίες αντιδράσεις βίαιων ομάδων με συχνό αποτέλεσμα τον εκφασισμό.6

Η θέση αυτή έχει συντηρητικά πολιτικά αποτελέσματα. Αν ο εκφασισμός θεωρηθεί ως κύρια απειλή, πρέπει να καταπολεμηθούν με απόλυτη προτεραιότητα οργανώσεις τέτοιου τύπου, στην Ελλάδα εμβληματικά η Χρυσή Αυγή. Αυτό δε θα γίνει σε συνεργασία με τον συνασπισμό εξουσίας του «μετριοπαθούς» καπιταλισμού. Σε ακόμη πιο συντηρητική κατεύθυνση, η θέση εκφασισμού υποστηρίζει ότι δεν πρέπει να αντισταθούμε στο συνασπισμό εξουσίας για να αποφύγουμε τα χειρότερα που θα ήταν η φασιστική εκτροπή, ακόμη και ο εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των «άκρων».

Εκτός από τα πολιτικά της προβλήματα, η θέση αυτή δεν έχει θεωρητική στήριξη για δύο λόγους.

Πρώτον, διότι θεωρεί ότι οι κλασικές ατομικές ελευθερίες (έκφραση, ιδιωτικότητα, συναθροίσεις, ατομική ιδιοκτησία κλπ.) έχουν το προβάδισμα έναντι των κοινωνικών δικαιωμάτων. Σε συνθήκες οικονομικής κρίσης ο αγώνας πρέπει να επικεντρωθεί στην υπεράσπιση των πρώτων για να αποφευχθεί η αναίρεση αμφοτέρων και ο αυταρχισμός.7 Αυτή η θέση βασίζεται στο συλλογισμό ότι αφού τα κοινωνικά δικαιώματα υποχωρούν de facto, το να τα ταυτίσουμε με τις ατομικές ελευθερίες σημαίνει ότι αποδεχόμαστε τη συρρίκνωση και των δεύτερων. Αλλά δεν λαμβάνει υπόψη ότι τα κλασικά φιλελεύθερα δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένης της ατομικής ιδιοκτησίας, έχουν πάντοτε πολιτική προτεραιότητα στα καπιταλιστικά καθεστώτα και αυτό συμβαίνει με σκοπό την εκμετάλλευση και περιθωριοποίηση των λαϊκών τάξεων.

Αυτή η θεώρηση αποδέχεται την αναδίπλωση των διεκδικήσεων σε συνθήκες κρίσης, ενώ μας φαίνεται πολιτικά ορθό το ακριβώς αντίθετο. Κατά τον επίσημο πολιτικό και συνταγματικό λόγο, το ελληνικό κράτος υπάρχει αποκλειστικά και μόνο για να εγγυάται τα δικαιώματα του λαού. Η στέρηση οποιουδήποτε δικαιώματος συνιστά παραβίαση των κρατικών υποχρεώσεων, επειδή δεν υπάρχουν δικαιώματα λιγότερο ή περισσότερο επείγοντα ή «ανέξοδα».

Από θεωρητική άποψη, η αποδοχή της δευτεροταξίας των κοινωνικών δικαιωμάτων αγνοεί την εγελιανή (και πάγια αριστερή) διαπίστωση ότι ουδείς μπορεί να ασκήσει ικανοποιητικά ατομικές ελευθερίες εάν δεν έχει την αναγκαία υλική βάση, εάν δηλαδή δεν ικανοποιούνται πρώτα οι βιολογικές και κοινωνικές ανάγκες του. Το να θεωρήσουμε τον αγώνα ενάντια στην παραβίαση της ελευθερίας γνώμης ως προτεραιότητα που «δεν κοστίζει τίποτε»8 χάνει τη δικαιολόγησή της όταν η πλειοψηφία στερείται εργασίας και ικανοποιητικής σίτισης διότι αυτό το μέρος του λαού δεν έχει διάθεση και ικανότητα να εκφρασθεί δια του τύπου, να αγοράσει εφημερίδες ή να πληρώσει εξοπλισμό και δαπάνες σύνδεσης με το ίντερνετ. Για ποιο λόγο αυτά τα «υλικά» δικαιώματα είναι δευτερεύοντα σε σχέση με την ελευθερία έκφρασης;

Όπως έγραψε ο Αλαίν Μπαντιού,


«στις κυρίαρχες σήμερα κοινωνίες, η ελευθερία που έχει καταστεί ως γνωστόν δημοκρατικό φετίχ είναι στην πραγματικότητα πλήρως κυριαρχούμενη από την ιδιοκτησία. [...] Όποιος χάνει τη δυνατότητα να αποκτήσει πράγματα δεν έχει στην πράξη καμιά απολύτως ελευθερία».9


Τα ατομικά δικαιώματα «ελευθερίας» δεν είναι λοιπόν πιο επείγοντα ή πιο σημαντικά. Πειστική είναι η θέση της συγχρονίας ή αδιαιρετότητας των δικαιωμάτων που προκύπτει τόσο από την προαναφερθείσα εγελιανή οπτική όσο και από τα συνταγματικά κείμενα που δεν δίνουν προτεραιότητα στις ατομικές ελευθερίες.

Δεύτερον, η θέση του εκφασισμού συνδέεται με τον γκραμσιανό ορισμό του κράτους ως συνδυασμού ηγεμονίας και καταστολής, ήτοι συναίνεσης και υποταγής δια του φόβου. Αυτή η οπτική έδωσε το έναυσμα για την εξίσου διάσημη αλτουσεριανή θέση περί κράτους ως αθροίσματος κατασταλτικών και ιδεολογικών μηχανισμών.10 Στη γενικότητά της, η θέση των δύο φιλοσόφων φαίνεται ικανοποιητική. Το ερώτημα είναι όμως τι σημαίνει στην πράξη ο ορισμός του κράτους. Αν δείχνει απλά τα συστατικά μέρη του κράτους (τα κράτη λειτουργούν με ιδεολογία και βία σε απρόβλεπτους συνδυασμούς), δεν διαφωτίζει ιδιαίτερα. Ας δούμε τι συμβαίνει εάν θεωρηθεί ως εξίσωση, όπως υπονοεί η θέση της Βαϊμάρης:


Κράτος = Κοινωνική προστασία (ικανοποίηση λαϊκών αναγκών, άρα συναίνεση) + Καταστολή (καταπίεση, βία, εκφοβισμός, άρα παθητική στάση αποδοχής).


Η εξίσωση δηλώνει ότι για να υπάρχει κράτος πρέπει αυτοί οι δύο παράγοντες να είναι μετρήσιμοι και να έχουν το ίδιο πάντα άθροισμα. Ακριβώς όπως 6 + 4 = 9 + 1= 10, υπονοείται ότι αν το Κράτος = 10, τότε η Κοινωνική προστασία 6, περιορίζει την Καταστολή στο 4. Όταν σε επόμενη περίοδο οι Κοινωνική προστασία περιορίζεται στο 1, η Καταστολή πρέπει να φτάνει στο 9, αλλιώς δεν υπάρχει εξίσωση. Πρόκειται για θεωρία των συγκοινωνούντων δοχείων.

Είναι συχνή η διάγνωση ότι στη μνημονιακή Ελλάδα έχουμε συνύπαρξη νεοφιλελευθερισμού και κρατικής πολιτικής «τάξης και ασφάλειας με έμφαση στην καταστολή αλλοδαπών».11 Αυτό είναι ορθό, αλλά δεν δείχνει κάτι ειδικό για τη λειτουργία του κράτους. Σε ορισμένες χώρες της ΕΕ ασκούνται σήμερα βίαιες πολιτικές καταστολής αλλοδαπών και λαϊκών τάξεων, ενώ σε άλλες υπάρχει κοινωνική ηρεμία, καίτοι ακολουθείται η ίδια νεοφιλελεύθερη πολιτική. Δεν προκύπτει π.χ. ότι στην Πορτογαλία ή στην Ιρλανδία αυξήθηκε η καταστολή στα χρόνια της μνημονιακής κρίσης. Η συναίνεση εξασφαλίζεται με ποικίλα σχήματα προπαγάνδας και οικονομικού καταναγκασμού. Έχουμε επίσης πάμπολλα ιστορικά παραδείγματα βίαιων κρατών σε συνθήκες ευημερίας. Αρκεί να σκεφτούμε την άγρια καταστολή και περιθωριοποίηση των μεταναστών στην Ελλάδα στα «χρυσά» χρόνια του ΠΑΣΟΚ. Η εξίσωση δεν ισχύει ιστορικά.

Εκτός αυτού, το σχήμα του εκφασισμού αγνοεί την πολλαπλότητα της κοινωνικής βίας. Η μη ικανοποίηση ανθρώπινων αναγκών είναι μια μορφή βίας που ο Galtung ανέλυσε ως δομική.12 Αυτή η μορφή βίας καταστρέφει ζωές χωρίς άσκηση άμεσου καταναγκασμού. Η φτωχή μετανάστρια που ζεσταίνεται με μαγκάλι και πεθαίνει από αναθυμιάσεις στη Θεσσαλονίκη και τα παιδιά εργατικών οικογενειών που σε ολόκληρη την Ελλάδα περνούν τα σχολικά χρόνια με στερήσεις που θα επηρεάσουν την ανάπτυξή τους και αποφοιτούν από το Γυμνάσιο σχεδόν αναλφάβητοι, υφίστανται μορφές αφανούς αλλά έντονης βίας. Παρομοίως, η πολεμική βία και η αστυνομική-ποινική καταστολή αδύνατων κοινωνικών ομάδων συνιστά νόμιμη και «πολιτισμένη» βία, ανεξάρτητα από συγκυρίες και από την εκάστοτε κοινωνική κατάσταση.

Αυτά δείχνουν ότι το κράτος λειτουργεί ως ιστορικά απρόβλεπτος συνδυασμός στοιχείων και παραγόντων χωρίς να απαιτεί δεδομένη ποσότητα καταστολής ή κοινωνικών παροχών για να είναι αποτελεσματικό. Η θέση του εκφασισμού του ελληνικού κράτους στην περίοδο της κρίσης συντάσσεται με την κυρίαρχη πολιτική θεώρηση που μας συμβουλεύει να μη διαμαρτυρόμαστε για τις κακουχίες γιατί μπορεί να έρθουν χειρότερα. Για να μην ενισχυθούν τα «άκρα», μας προτείνει να αφήσουμε ανενόχλητο το «κέντρο» που σχεδόν πάντα κυβερνά.

1.3. Κρίση ηγεμονίας; (θέση κρατικής παράλυσης)


Ο Ηλίας Ιωακείμογλου υποστήριξε πρόσφατα ότι η ελληνική κρίση συνιστά κρίση ηγεμονίας.13 Η αστική τάξη ενδιαφέρεται μόνον να αυξάνει τα κέρδη της, μειώνοντας το μερίδιο της εργασίας, κάτι που προκαλεί εξαθλίωση των λαϊκών μαζών. Καταστρέφονται παραγωγικές δυνάμεις και μέσα παραγωγής, η οικονομία συρρικνώνεται. Με αυτή την επιλογή, η αστική τάξη δεν κατορθώνει πλέον να εξασφαλίσει τη συναίνεση των υπό εκμετάλλευση, διότι δεν ικανοποιεί τις ανάγκες τους και δεν μπορεί να εμφανίζει το αστικό συμφέρον για εκμετάλλευση ως γενικό συμφέρον («περίοδος κρίσης της πολιτικής ηγεμονίας της αστικής τάξης»).14

Μη ασκώντας την ηγεμονία, η αστική τάξη και ο καπιταλισμός στην Ελλάδα βρίσκονται κατά κάποιο τρόπο μετέωροι. Δύο προοπτικές εξέλιξης. Οι εκπρόσωποι των λαϊκών τάξεων θα κατακτήσουν την ηγεμονία και θα αλλάξουν ριζικά το σύστημα, επωφελούμενοι από την απώλεια της αστικής ηγεμονίας. Ή η αστική τάξη θα μεταβάλει τη δομή της κοινωνίας, επιβάλλοντας μακροπρόθεσμα την εξαθλίωση των μαζών.

Σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία το κράτος, παύει να ασκεί τη λειτουργία του ως οργανωτής των γενικών καπιταλιστικών συμφερόντων στην προοπτική αναπαραγωγής. Επέρχεται δηλαδή ένα είδος αποσταθεροποίησης (μαρασμού;) του κράτους.

Αυτή η θέση δεν αντιστοιχεί στη δράση του ελληνικού κράτους από το «Καστελόριζο» (Απρίλιος 2010) ως το τέλος της μνημονιακής κυβέρνησης (Ιανουάριος 2015). Οι κρατικές δράσεις στην περίοδο αυτή μπορεί να συνοψισθούν στα εξής:

(α) Ιδιωτικοποιήσεις,

(β) Απολύσεις και διαθεσιμότητες στον κρατικό τομέα με κατάργηση ή υπολειτουργία υπηρεσιών, διαρκή μείωση δαπανών και αποτέλεσμα τη χειροτέρευση της δημόσιας υγείας, εκπαίδευσης και πρόνοιας,

(γ) Μείωση μισθών, συντάξεων και εν γένει παροχών τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα με νόμους και συμβάσεις,

(δ) Διαρκής αύξηση φορολογίας παντός είδους για τις λαϊκές τάξεις και τους μικροϊδιοκτήτες.

Ένα κράτος που κατορθώνει να επιβάλλει αυτά τα σκληρά αντιλαϊκά μέτρα και να ελέγξει τις λαϊκές αντιδράσεις είναι εξαιρετικά επιτυχημένο από λειτουργική άποψη και εξαιρετικά ισχυρό από πολιτική. Οι στιγμές κρατικής αμηχανίας είναι ελάχιστες και εκδηλώνονται στη διάρκεια λαϊκών ξεσηκωμών, οδηγώντας σε αλόγιστη καταστολή, σε υποχωρήσεις ή σε αλλαγή κυβέρνησης. Αυτό συνέβη με σχετική συχνότητα στη μνημονιακή Ελλάδα αλλά ως τώρα (Ιανουάριος 2015) το κράτος ελέγχει την κατάσταση και εντάσσει την αμφισβήτηση σε κοινοβουλευτικά πλαίσια. Πρόκειται δηλαδή για νίκη και ηγεμόνευση του αστικού προσωπικού.

Η σημερινή στρατηγική μπορεί να θεωρηθεί μελλοντικά επιζήμια για το κεφάλαιο και ίσως να σαρωθεί από λαϊκές εξεγέρσεις (καίτοι δεν φαίνονται σχετικά σημάδια στον ορίζοντα). Αλλά δεν παύει να είναι μια μεθοδικά οργανωμένη και υπομονετικά εκτελούμενη πολιτικοοικονομική πολιτική της θριαμβεύουσας αστικής τάξης που απαξιώνει την εργασία και καταστρέφει τα μη ανταγωνιστικά κεφάλαια.

1.4. Κρίση εκπροσώπησης; (Θέση κομματικής παράλυσης)


Μια πιο ήπια εκδοχή των περί κρίσης ηγεμονίας είναι η θέση περί κρίσης εκπροσώπησης. Θεωρείται ότι τα μεγάλα κόμματα και το πολιτικό σύστημα εν γένει δεν εκφράζουν πλέον τις βουλήσεις της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού. Χιλιάδες ανθρώπων που βρίζουν και μουτζώνουν τους πολιτικούς θεωρούνται σύμβολο της κρίσης εκπροσώπησης: que se vayan todos, να φύγουν όλοι.

Είναι ενδιαφέρον ότι αυτή η άποψη υποστηρίζεται και από επαγγελματίες πολιτικούς που αντί να αναγνωρίσουν τη χρεωκοπία της δικής τους παράταξης αναφέρονται σπουδαιοφανώς σε κρίση εκπροσώπησης εν γένει (π.χ. η κ. Μπακογιάννη15 και ο κ. Κουβέλης16 ). Το γεγονός ότι οι ψηφοφόροι παύουν να υποστηρίζουν ορισμένο κόμμα και ενδεχομένως ιδρύουν κάποιο νέο είναι φυσιολογικό στην πολιτική ζωή.

Η ίδια θέση προβάλλεται και σε αριστερές αναλύσεις, 17 συνδυαζόμενη με τα κινήματα αμφισβήτησης των «αγανακτισμένων». Είναι ορθό ότι αυτά τα κινήματα δεν ενδιαφέρονται για προγραμματικές διαδικασίες και οργάνωση με σκοπούς και μέσα. Η αγανάκτηση και οι «κινήσεις» χωρίς πρόγραμμα είναι εξαιρετικά σημαντικές ως σημάδια της ζωτικότητας του λαού. Αλλά δεν έχουν ιστορική πρωτοτυπία ούτε αμφισβητούν το αντιπροσωπευτικό σύστημα. Δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσουμε ότι το αντιπροσωπευτικό σύστημα χαίρει υγείας και η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών επιλέγει ένα από τα νόμιμα κοινοβουλευτικά κόμματα, καινούργια ή παλιά, δείχνοντας ότι δεν υπάρχει κρίση εκπροσώπησης. Απλώς υπάρχουν νικητές και ηττημένοι.

2. Το ελληνικό κράτος ως αποτελεσματικός εκπρόσωπος

της αστικής τάξης. Κατανοώντας τις λειτουργίες του


Οι πολιτικές που υιοθετούνται στη μνημονιακή περίοδο είναι απόλυτα συνεκτικές και ορθολογικές, 18 καίτοι μοιάζουν (αυτο)καταστροφικές του κεφαλαίου ή και «προδοτικές» (υποταγή στις εντολές «του ΔΝΤ» ή «της Γερμανίας»). Πρόκειται για πρόγραμμα απαξίωσης της εργασίας και συμπίεσης των κοινωνικών αναγκών των υπό εκμετάλλευση στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Γίνεται συχνά λόγος για προσπάθεια δημιουργίας εργασιακών συνθηκών Κίνας στην Ευρώπη. Το καθοριστικό είναι πάντως η επίταση της εκμετάλλευσης με σκοπό την αύξηση των κερδών του κεφαλαίου.19 Και γι’ αυτό είναι πιο πρόσφορη η σύγκριση των πολιτικών που εφαρμόζει η ΕΕ (με αιχμή την Ελλάδα) με το μοντέλο ακραίας κοινωνικής ανισότητας της Λατινικής Αμερικής.20

Αυτό συνάγεται από τα στοιχεία που δείχνουν ότι το «νοικοκύρεμα» της ελληνικής οικονομίας έχει ως συνέπεια τη δραματική χειροτέρευση του δείκτη άνισης κατανομής εισοδήματος Gini και των λοιπών ποσοτικοποιήσεων της κοινωνικής ανισότητας.21 Σε απόλυτα μεγέθη, μεταξύ 2007 και 2010, οι κάτοικοι της Ελλάδας που αντιμετωπίζουν σοβαρές υλικές στερήσεις πέρασαν από 10% σε 20%, ενώ ο μέσος όρος της ΕΕ εξακολουθεί να βρίσκεται στο 10%.22 Και οι φτωχοί της Ελλάδας διπλασιάστηκαν από 16% το 2005 σε 32% το 2013.23

Απαξίωση της εργασίας και άθλιες συνθήκες ζωής για τους εργαζόμενους με σκοπό την επίταση των κοινωνικών ανισοτήτων. Ξεκινώντας από αυτή τη στατιστικά θεμελιωμένη αφετηρία θα εξετάσουμε στο παρόν κεφάλαιο τις μεταβολές που επήλθαν στη δράση του κρατικού μηχανισμού κατά τη μνημονιακή περίοδο.

Η ερώτηση «τι είναι ο κρατικός μηχανισμός» συνήθως απαντάται σε μαρξιστική προοπτική με την προαναφερθείσα αλτουσεριανή διάκριση ιδεολογικών και κατασταλτικού μηχανισμού.24 Αυτή η διάκριση είναι ορθή ως περιγραφή του τρόπου λειτουργίας ενός κρατικού μηχανισμού. Αλλά παράλληλα είναι αναγκαίες άλλες κατηγοριοποιήσεις.

Υπάρχει η κλασική νομική διάκριση μεταξύ ιδιωτικού και δημοσίου που δείχνει ποιοι μηχανισμοί είναι κρατικοί με στενή έννοια. Οι μαρξιστές υπέβαλαν σε πολλαπλές κριτικές αυτή τη νομική διάκριση. Εκείνο που επικρίνεται δεν είναι όμως η προσφορότητά της, αλλά τα ιδεολογικά της αποτελέσματα, το γεγονός ότι συγχέει το (πολιτικό) περιεχόμενο με τη (νομική) μορφή.25 Κράτος δεν είναι μόνον ό, τι διέπεται από το δημόσιο δίκαιο, αλλά οποιαδήποτε βαθμίδα ασκεί κρατικού τύπου λειτουργία κοινωνικής αναπαραγωγής. Ωστόσο, το νομικό καθεστώς του δημόσιου τομέα δεν είναι απλή μορφή (και κατά μείζονα λόγο δεν είναι απάτη). Η εν λόγω «μορφή» έχει πολλαπλές συνέπειες στον τρόπο λειτουργίας κάθε μηχανισμού και στα αποτελέσματά του. Μια κρατική θρησκεία με ιδιοποίηση δημοσίων πόρων, στήριξη από την κρατική καταστολή και κρατικούς υπαλλήλους ως ιερείς είναι τελείως διαφορετική στα αποτελέσματά της από την ομάδα πιστών μιας μειονοτικής θρησκείας που δεν διαθέτει περιουσία και στήριξη, καίτοι αμφότερες έχουν μεγάλη ομοιότητα στο περιεχόμενο. Προβάλλουν σύνολο αθεμελίωτων πεποιθήσεων και εγκαλούν θρησκευτικά τους πιστούς, είναι δηλαδή ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους. Το ίδιο ισχύει για τη σχέση μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου σχολείου. Ακόμη και εάν διδάσκουν τα ίδια, υπάρχουν σημαντικές κοινωνικές διαφορές στο κοινό λόγω της απαίτησης διδάκτρων στον ιδιωτικό τομέα, στην κατάσταση του προσωπικού (οικονομικές και λοιπές εγγυήσεις και δημοσίων υπαλλήλων) καθώς και στα πολιτικά αποτελέσματα. Ένα κράτος που προσφέρει δημόσια εκπαίδευση σε όλους είναι τελείως διαφορετικό από ένα κράτος με την εκπαίδευση στα χέρια των ιδιωτών και υποβαθμισμένα δημόσια σχολεία ως αποθήκες για τις λαϊκές τάξεις, όπως συμβαίνει σε πολλές χώρες της αμερικανικής ηπείρου. Αυτό σημαίνει ότι η διάκριση μεταξύ κράτους με στενή-νομική και με ευρεία-λειτουργική έννοια είναι σημαντική για την κατανόηση των κοινωνικών αποτελεσμάτων που παράγει κάθε μηχανισμός.

Η δεύτερη διάκριση αφορά τη λειτουργία που επιτελεί κάθε τμήμα του κρατικού μηχανισμού. Εδώ θεωρούμε σκόπιμη μια τετραμερή ομαδοποίηση των κρατικών μηχανισμών. Οι κατασταλτικοί μηχανισμοί αποτελούν τον σκληρό πυρήνα του κράτους με τη στενή-νομική έννοια. Δίπλα τους δρουν οι κρατικοί μηχανισμοί που διδάσκουν και διαχέουν ιδεολογία. Αυτό το «αλτουσερικό» δίδυμο χρειάζεται επέκταση.

Η τρίτη κατηγορία περιλαμβάνει τους κρατικούς μηχανισμούς που σχεδιάζουν και πραγματοποιούν κοινωνικές παροχές, το λεγόμενο κοινωνικό κράτος. Αυτές οι παροχές είναι άμεσα ή έμμεσα υλικές, βελτιώνοντας το επίπεδο ζωής των λαϊκών τάξεων και ασκώντας αναδιανεμητική λειτουργία που κυμαίνεται ανάλογα με συγκυρίες των ταξικών ανταγωνισμών. Το κοινωνικό κράτος λειτουργεί με βάση τη συναίνεση και όχι τον καταναγκασμό. Και αναμφίβολα διαχέει ιδεολογίες κοινωνικής ενσωμάτωσης και κοινού συμφέροντος. Ωστόσο, ο ΟΑΕΔ ή τα νοσοκομεία δεν ανήκουν στους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους. Η υλικότητα των παροχών που αποβλέπουν στην ικανοποίηση βιολογικών και κοινωνικών αναγκών δεν ταυτίζεται με την υλικότητα της ιδιωτικής εκπαίδευσης που δεν ικανοποιεί υλικές ανάγκες.

Η τέταρτη κατηγορία περιλαμβάνει τα κρατικά όργανα που ρυθμίζουν την οικονομική δραστηριότητα ή ασκούν άμεσα οικονομική λειτουργία στην καπιταλιστική οικονομία. Εδώ ανήκει η θέσπιση νομικών πλαισίων λειτουργίας, η επιτήρηση της οικονομίας με ενδεχόμενη τιμώρηση παραβατών (πρόστιμα, κλείσιμο επιχειρήσεων), η χρηματοδότηση καπιταλιστών (άμεσα ή έμμεσα) και η άμεση δράση του κράτους στην οικονομία (δημόσιες επιχειρήσεις με ευρεία έννοια).

Μεγάλο τμήμα των ιδεολογικών κρατικών μηχανισμών ανήκει στον ιδιωτικό τομέα (εκκλησίες, συνδικάτα, ΜΚΟ και προπάντων οικογένειες ως μηχανισμοί κοινωνικοποίησης). Αντιθέτως, οι άλλες τρεις κατηγορίες κρατικών μηχανισμών αποτελούνται σχεδόν αποκλειστικά από όργανα του κράτους με στενή-νομική έννοια. Αυτή η ασυμμετρία είναι σημαντική για την κατανόηση του τρόπου λειτουργίας του κράτους.

Για κάθε κατηγορία του κρατικού μηχανισμού πρέπει να γίνει συγκεκριμένη ανάλυση για να διαπιστωθεί η πορεία της στο χρόνο και η σημερινή λειτουργία. Αυτές οι αναλύσεις αποτελούν τον κορμό της μαρξιστικής θεωρίας του κράτους που δεν πρέπει να περιορίζεται σε γενικότητες. Ο αναγνώστης των Θέσεων θα βρει πλούσιο υλικό στις τρεις δεκαετίες δημοσιευμάτων για τη δράση του ελληνικού κράτους.26 Στη συνέχεια προτείνουμε μια συνοπτική περιγραφή που δείχνει τι «είναι» το ελληνικό κράτος στη μνημονιακή περίοδο.

Οι κατασταλτικοί μηχανισμοί του ελληνικού κράτους διατηρούν το γιγαντισμό τους. Στα χρόνια μνημονιακής κρίσης δεν μειώθηκε ο αριθμός στρατιωτικών, αστυνομικών και δικαστικών. Οι μισθοί τους μειώθηκαν λιγότερο από το μέσο όρο του δημόσιου τομέα και οι κοινωνικά περιττές δαπάνες για στρατιωτικούς εξοπλισμούς γνώρισαν μείωση πολύ μικρότερη από το μέσο όρο των δημοσίων δαπανών, ούσες σήμερα υψηλότερες από το μέσο όρο του ΝΑΤΟ.27

Η ερμηνεία είναι προφανής και διττή. Αφενός επιδιώκεται να υπάρχουν δυνάμεις καταστολής σε ετοιμότητα και αφετέρου διαμορφώνεται μια δεξαμενή ακροδεξιών στοιχείων (ιδίως μεταξύ των αστυνομικών) αφοσιωμένων στο κράτος. Πρόκειται για το «βαθύ κράτος» που εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων28 ουδείς αναλύει και το οποίο ανθεί στην περίοδο «κρίσης».

Οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους εξακολουθούν να λειτουργούν με ρυθμούς ανάλογους με τους προκρισιακούς. Παρά τις περικοπές δαπανών, η κυρίαρχα ιδιωτική τους ένταξη επιτρέπει την αποτελεσματική λειτουργία τους. Ένα σημαντικό ζήτημα θέτει το εκπαιδευτικό σύστημα. Στην οπτική του Αλτουσέρ, η εκπαίδευση εντάσσεται στους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους, ως κυρίαρχος μηχανισμός ιδεολογίας. Εάν λάβουμε υπόψη το ότι στους εκπαιδευόμενους προσφέρονται γνώσεις και δεξιότητες αναγκαίες για την επαγγελματική τους δράση και το ότι η δημόσια εκπαίδευση προσφέρει δωρεάν αυτά τα προσόντα, η εκπαίδευση μπορεί να ενταχθεί επίσης στους μηχανισμούς του κοινωνικού κράτους. Σε κάθε περίπτωση, η δημόσια εκπαίδευση γνώρισε τις περικοπές που χαρακτήρισαν το δημόσιο τομέα γενικά. Είναι διάχυτες οι μαρτυρίες για χειροτέρευση του συστήματος από πλευράς προσωπικού και υποδομής, αλλά δεν βρήκαμε στοιχεία για τις επιπτώσεις στους μαθητές, δεδομένου και του ότι η αξιολόγηση των αλλαγών στην εκπαίδευση δεν μπορεί να είναι βραχυπρόθεσμη.

Οι μηχανισμοί του κοινωνικού κράτους γνώρισαν μεγάλη συρρίκνωση στη μνημονιακή περίοδο. Μειώσεις μισθών, κλείσιμο υπηρεσιών, χειροτέρευση των υποδομών, ιδιωτικοποιήσεις, αποτελούν διαστάσεις μιας συνειδητής και διαρκούς πολιτικής για αποδόμηση εκείνου του δημόσιου τομέα που παρέχει δωρεάν υπηρεσίες, αναδιανέμοντας το εισόδημα. Πρόσφατες μελέτες δείχνουν την καταστροφική κατάσταση στον τομέα της υγείας29 και γενικά τη μείωση των κοινωνικών δαπανών, που έφτασε στο 27% μεταξύ 2009 και 2013.30 Προφανώς, η αποδόμηση του κοινωνικού κράτους, ως μόνου τομέα του κράτους που εξυπηρετεί τις ανάγκες των λαϊκών τάξεων, είναι το κεντρικό τμήμα του προγράμματος απαξίωσης της εργατικής δύναμης στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Ο κρατικός τομέας που ρυθμίζει την οικονομία και ασκεί οικονομική δραστηριότητα γνώρισε σημαντικές μεταβολές στη μνημονιακή περίοδο. Η νομοθετική και ρυθμιστική δραστηριότητα ήταν ιδιαίτερα εκτεταμένη, με λήψη πληθώρας μέτρων που απέβλεπαν στην απαξίωση της εργασίας με μείωση των μισθών και συντάξεων, αποδόμηση του κοινωνικού κράτους και διευκόλυνση των απολύσεων. Αυτά τα μέτρα είχαν ως συνέπεια τη μείωση των ονομαστικών αποδοχών κατά 16% στην τετραετία 2010-2013 και τη μείωση της αγοραστικής δύναμης κατά 22% στην ίδια περίοδο.31

Μια μακρά σειρά νομοθετικών προβλέψεων επέβαλε τη μείωση του κατώτατου μισθού σε επίπεδα φτώχειας, νομοθετικό μέτρο που δεν εφαρμόσθηκε σε καμιά άλλη χώρα της ΕΕ.32 Η διευκόλυνση των απολύσεων και η πτώση της κατανάλωσης είχαν επίσης ως αποτέλεσμα την εκρηκτική αύξηση της ανεργίας. Στην ΕΕ υπήρχαν 30 εκατομμύρια άνεργοι το 201333 με την ανεργία των νέων να φθάνει στο 23, 6%.34 Στην Ελλάδα η ανεργία υπερδιπλασιάσθηκε μεταξύ 2010 και 2013 και έφθασε στο 27% με πρόβλεψη αύξησης πάνω από 30% το 2014 και η ανεργία των νέων να υπολογίζεται στο πολιτικά εξωπραγματικό 60%.35

Επήλθε επίσης η νομική και de facto κατάργηση των δομών εργασιακής διαπραγμάτευσης με συμμετοχή συνδικάτων.36 Η κυβέρνηση επιβάλλει μονομερώς αποφάσεις, οι απεργίες καταστέλλονται ή αποτυγχάνουν υπό την πίεση της εργατικής ανασφάλειας. Πρόκειται για το «τέλος της διαπραγμάτευσης»37 που δείχνει τη βαθιά αντιλαϊκότητα του κράτους.

Εξίσου δραστήριοι ήταν οι μηχανισμοί φορολογικής νομοθέτησης και επιβολής άμεσων και έμμεσων φόρων στους εργαζομένους. Επισημαίνει το ερευνητικό ίδρυμα της ΓΣΕΕ:


«Ενώ το μέσο δηλωθέν εισόδημα των μισθωτών και των συνταξιούχων μειώθηκε κατά 18% (2011) σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος (2010) η μέση φορολογική τους επιβάρυνση αυξήθηκε κατά 52%. Από την άλλη πλευρά παρατηρείται ότι το μέσο δηλωθέν εισόδημα των ελεύθερων επαγγελμα­τιών μειώθηκε (2011) κατά 38, 5% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος (2010) και η μέση φορολογική τους επιβάρυνση μειώθηκε κατά 17, 7%».38


Το κράτος προσφέρει φοροαπαλλαγές στο κεφάλαιο και δεν αντιμετωπίζει την εκτεταμένη φοροδιαφυγή των επιχειρήσεων. Πρόκειται για πάγια επιλογή του κρατικού οικονομικού μηχανισμού στη μεταπολίτευση που είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του κρατικού χρέους παρά την ταυτόχρονη μεγάλη αύξηση του ΑΕΠ στην περίοδο 1997 και 2007.39 Και βέβαια η επιλογή αυτή επιβεβαιώθηκε πλήρως στη μνημονιακή περίοδο («δομική φοροδιαφυγή»).40

Εξίσου έντονη ήταν η οικονομική δράση του κρατικού μηχανισμού για τη στήριξη των τραπεζών, στις οποίες μεταβιβάσθηκε μεγάλο μέρος των εξωτερικών δανείων. Σκοπός είναι η διατήρηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος ως μέσου για την ευχερή κίνηση του κεφαλαίου και την αύξηση της κατανάλωσης μέσω δανεισμού των λαϊκών τάξεων. Σε αντίθεση συνεπώς με τις δημοσιογραφικές φλυαρίες περί «κερδοσκοπίας» και «παρασιτισμού», ο χρηματοπιστωτικός τομέας επιτελεί καίριες λειτουργίες.41 Στην οπτική που ενδιαφέρει εδώ, η στήριξη του τραπεζικού συστήματος από το κράτος δείχνει την αναγκαιότητα του κρατικού οικονομικού μηχανισμού που κάνει ρυθμιστικές παρεμβάσεις και όταν χρειασθεί χρηματοδοτεί το τραπεζικό σύστημα, αναδιανέμοντας πόρους υπέρ του κεφαλαίου. Δεν θεωρούμε υπερβολή να πούμε ότι το κράτος είναι των τραπεζών, αλλά οι τράπεζες δεν είναι του κράτους.

Σε σαφή αντίθεση με τα παραπάνω, η άμεση οικονομική δράση του κράτους γνώρισε σημαντικότατη μείωση λόγω των ιδιωτικοποιήσεων, της μείωσης προσωπικού και της χειροτέρευσης της υποδομής στις δημόσιες υπηρεσίες.

Σημαίνουν αυτά ότι «αποδομείται» το ελληνικό κράτος και εν γένει τα κράτη του ευρωπαϊκού Νότου; Υποστηρίχθηκε, συγκεκριμένα, η άποψη ότι η κρίση των Μνημονίων εκφράζει την επιδίωξη τραπεζιτών, επαγγελματιών πολιτικών και συνοδοιπόρων τους να καταργήσουν το δημόσιο χώρο, παραδίδοντας τα αγαθά και τις διαδικασίες παραγωγής της ζωής σε ιδιώτες. Ο νεοφιλελευθερισμός επιδιώκει την καταστροφή του κοινού.42

Αυτή η άποψη δεν είναι εσφαλμένη, αλλά επιβάλλει διευκρινίσεις. Υπήρξε «κοινότητα» στα αστικά κράτη του 20ού αιώνα; Προφανώς υπήρξε αίσθημα κοινότητας-αλληλεγγύης με βάση τον εθνικισμό. Υπήρξαν δηλαδή ιδεολογίες (πρακτικές) συνοχής με βάση τα ορατά στοιχεία που ο εθνικισμός παράγει και τα οποία, εν συνεχεία, τον νομιμοποιούν: εθνικά τυποποιημένη γλώσσα, εθνικολαϊκές «παραδόσεις», δημιουργία ταυτότητας μέσω αντιπαλότητας προς τους γείτονες, σχολικές διδασκαλίες, πολιτικο-στρατιωτικές τελετουργίες κλπ. Με αυτή την έννοια, η κοινότητα ως res publica είναι ιδεολογικό κατασκεύασμα κυρίαρχων συμφερόντων που επιβάλλεται, όπως ανέκαθεν επισήμαιναν οι μαρξιστές, για να καλύψει τις πραγματικές αντιφάσεις και, ιδίως, τις σχέσεις εκμετάλλευσης και εξουσίασης μεταξύ ομοεθνών «αδερφών», δηλαδή την έλλειψη ουσιαστικής κοινότητας συμφερόντων.

Με αυτή την έννοια, το ελληνικό «κοινό» (έθνος, γενικό συμφέρον, «αξίες») εξακολουθεί να υπάρχει στη μνημονιακή περίοδο. Γνωρίζουμε ότι ο φιλελευθερισμός συνδυάζεται πάγια με τις εθνικιστικές και δυνάμει ρατσιστικές «κοινοτιστικές» ιδεολογίες.43 Ο Αλτουσέρ επισήμανε ότι η κρατική ιδεολογία των αστικών κρατών συνδυάζει τέσσερα στοιχεία: τον εθνικισμό, τον οικονομικό φιλελευθερισμό, το γενικό συμφέρον «οικονομικής ανάπτυξης» και τον ανθρωπισμό.44 Αυτό δίνει νόημα σε φράσεις του τύπου «οι Έλληνες χρωστούν», «οι Γερμανοί κυριαρχούν στην ΕΕ», καίτοι η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων και Γερμανών δεν σχετίζεται με αυτές τις διαδικασίες.

Η δεύτερη έννοια του κοινού συνδέεται με τις σχέσεις αλληλεγγύης που αναπτύχθηκαν στο ιστορικό μόρφωμα που ο Μπαλιμπάρ ονόμασε εθνικοκοινωνικό κράτος (État national social), 45 δηλαδή στα εθνικά κράτη που δημιούργησαν πάγιες και αποτελεσματικές δομές προστασίας των κοινωνικά αδυνάτων, με κρατική παρέμβαση για αναδιανομή εισοδήματος, μετατρέποντας φόρους και κρατικά δάνεια σε κοινωνικές παροχές που βελτίωναν το επίπεδο ζωής του λαού. Πρόκειται για τα κράτη της Ευρώπης του 20ού αιώνα.

Ανάλογα με την εκάστοτε ταξική συμφωνία, οι δομές αυτές ήταν περισσότερο ή λιγότερο αποτελεσματικές και η χρηματοδότηση του συστήματος βάρυνε με διαφορετικό τρόπο τις τάξεις. Αλλά σε όλες τις περιπτώσεις υπήρξε κοινωνική αλληλεγγύη με δράση του μηχανισμού κοινωνικού κράτους. Αυτό το κοινωνικό «κοινό» επιχειρεί να διαλύσει η σημερινή ΕΕ, απαξιώνοντας την εργασία.

Υπάρχει μια τρίτη έννοια του «κοινού» με αναφορά στο κράτος εν γένει ως μηχανισμού αναπαραγωγής. Η ρώμη με την οποία λειτουργούν οι κατασταλτικοί και ιδεολογικοί μηχανισμοί και η πανταχού παρούσα κρατική δράση για ρύθμιση της οικονομίας δείχνουν ότι το «κοινό» υπάρχει στην Ελλάδα και το κράτος παραμένει ισχυρό. Εκείνο που αποδομείται είναι το κοινωνικό κράτος και ο κρατικός τομέας της οικονομίας που παραδίδεται σε ιδιώτες καπιταλιστές. Με μια λέξη το ισχυρό κράτος γίνεται όλο και αντιλαϊκότερο, εμπνεόμενο από τη Νότια Αφρική, τη Βραζιλία και ανάλογες κοινωνικές ερήμους και όχι από τη Δανία ή τη Νορβηγία.46


3. Λαός και δημοκρατία. Σημασιοδοτήσεις


Ο «λαός» είναι μια έννοια απόλυτα επίκαιρη, παρά τις κριτικές που υφίσταται.47 Είναι ωστόσο αναγκαίο να διευκρινίζεται κάθε φορά σε τι αναφερόμαστε. Θα επιχειρήσουμε μια πολιτική περιήγηση σε σημασίες με τη βοήθεια δύο στοχαστών.

Ο Ετιέν Μπαλιμπάρ πρότεινε να διακρίνουμε τέσσερις χρήσεις της λέξης «λαός» (peuple).48

- Ο λαός ως δήμος, δηλαδή ως προεχόντως πολιτική ένωση (Balibar 1).

- Ο λαός ως έθνος, ήτοι κοινότητα με ουσιαστικά χαρακτηριστικά ομοιογένειας (γλώσσα, κουλτούρα, παραδόσεις) (Balibar 2).

- Ο λαός ως πλήθος ή μάζα, συνώνυμο των αποκλεισμένων λαϊκών τάξεων (Balibar 3).

- Ο λαός ως νομικά και πολιτικά οργανωμένη «ιδεατή» ενότητα (κράτος), που είναι φορέας «αποστολής ή πεπρωμένου».49 (Balibar 4).

Ο Αλαίν Μπαντιού προτείνει μια διαφορετική, αλλά επίσης τετραμερή κατάταξη ορισμών του «λαού» (peuple).50

- Η φασιστική, που ορίζει το λαό με εθνικά ή/και φυλετικά κριτήρια και απαιτεί ένα αυταρχικό και επιθετικό κράτος που να επιβάλει αυτό το παραλήρημα (Badiou 1).

- Η νομική, που θεωρεί ότι ο λαός αποτελείται από τους υπηκόους ενός κράτους, ως οργάνωση νομιμοποιημένη και εγγυώμενη την ευημερία των πολιτών (το κράτος ως εκφραστής του κοινού καλού του λαού) (Badiou 2).

- Η εθνικοαπελευθερωτική, που συνίσταται στη διεκδίκηση πολιτικής αυτονομίας ενός πληθυσμού που βρίσκεται υπό κατοχή, αποικιοκρατία ή ιμπεριαλιστική υποταγή (Badiou 3).

- Η ταξικοαπελευθερωτική, που συνίσταται στην ένωση και αλληλεγγύη των αποκλεισμένων από το κράτος, καίτοι τυπικά είναι μέλη του λαού με την δεύτερη (νομική) έννοια. Πρόκειται για λαό «ταυτόχρονα εσωτερικό και εξωτερικό ως προς τον επίσημο λαό».51 (Badiou 4).

Ο φιλόσοφος θεωρεί τους δύο πρώτους ορισμούς «αρνητικούς» και τους λοιπούς «θετικούς».52 Έχουμε σοβαρές επιφυλάξεις για την πολιτική θετικότητα του Badiou 3, δεδομένου ότι αυτός ο ορισμός ιστορικά συνδέεται με τον εθνικισμό και τη βία εναντίον αλλοεθνών, καταπιεστών και καταπιεζομένων (Τι απέγιναν οι Τούρκοι ή Οθωμανοί αγρότες και μικρέμποροι που ζούσαν στην Ελλάδα στις αρχές του 19ου αιώνα; Τι συνέβη με τους Ινδιάνους της αμερικανικής ηπείρου μετά τις αντιαποικιακές-«απελευθερωτικές» επαναστάσεις;). Το βασικότερο είναι πάντως ότι δεν υπάρχει σαφής εννοιολογική διάκριση μεταξύ Badiou 2 και 3. Η εθνικοαπελευθερωτική διεκδίκηση έχει ως σκοπό σχεδόν πάντα να επιτύχει τη συγκρότηση ενός λαού με τη νομική έννοια, άρα υπάρχει ιστορική συνέχεια αμφοτέρων.

Είναι ενδιαφέρουσα η σύγκριση των οκτώ ορισμών. Αν εξαιρέσουμε το γεγονός ότι οι ορισμοί του Μπαλιμπάρ χρησιμοποιούν λεξιλόγιο πιο ουδέτερο και αισιόδοξο-ρεφορμιστικό) υπάρχουν σημαντικές ομοιότητες.

Ο Balibar 2 ταυτίζεται με τον Badiou 1. Πρόκειται για τον εθνικοφυλετικό λαό (Balibar-Badiou A).

Ο Balibar 3 ταυτίζεται με τον Badiou 4. Πρόκειται για τον αποκλεισμένο, «προλεταριακό» και δυνητικά επαναστατικό λαό (Balibar-Badiou B).

Οι Balibar 1 και 4 έχουν μεγάλη ομοιότητα με τον Badiou 2.

Στον Balibar δεν βρίσκουμε ορισμό αντίστοιχο του Badiou 3. Αν όμως δεχθούμε την ιστορικοεννοιολογική συνέχεια των Badiou 2 και 3, προκύπτει η εξίσωση: Balibar 1 + 4 = Badiou 2 + 3. Αυτός ο ενοποιημένος ορισμός μπορεί να διατυπωθεί ως εξής:

Ο λαός είναι η πολιτικονομική οργάνωση των υπηκόων ενός κράτους (ανεξάρτητα από καταγωγή και ομοιογένεια) που εκφράζεται τόσο ως διεκδίκηση όσο και ως θεσμική πραγματικότητα. Πρόκειται για τον λαό ενός αστικού κράτους με σαφείς εσωτερικές διακρίσεις και αποκλεισμούς (Balibar-Badiou C).

Μετά από την επιχείρηση αναγωγής των οκτώ ορισμών σε τρεις, διαπιστώνουμε ότι ο λαός ορίζεται σε αντιστοιχία με τις τρεις μεγάλες ιδεολογίες πολιτικής οργάνωσης και δράσης του 20ού και 21ου αιώνα:

- φασιστικός καπιταλισμός (λαός με την έννοια Balibar-Badiou A)

- σοσιαλισμός-κομμουνισμός (λαός με την έννοια Balibar-Badiou B)

- φιλελεύθερος καπιταλισμός (λαός με την έννοια Balibar-Badiou C).

Σε προηγούμενη μελέτη προτείναμε την εννοιολογική διαφοροποίηση ανάμεσα στο λαό ως αφηρημένο υποκείμενο της πολιτικής κυριαρχίας και επανάστασης και στο λαό ως συγκεκριμένο υποκείμενο που αποκτά πολιτική συνείδηση, διαμορφώνει πρόγραμμα δράσης με σαφείς σκοπούς και μέσα και αγωνίζεται για να κατακτήσει την πολιτική κυριαρχία.53 Η διάκριση αυτή δηλώνει τις δυο βασικές πολιτικές στιγμές του ορισμού Balibar-Badiou B.

Ο λαός με την έννοια Balibar-Badiou B είναι ένα αφηρημένο, πολιτικά αδρανές υποκείμενο. Εκφράζει τις τάξεις και στρώματα που ένας μαρξιστής θεωρητικός των τάξεων θα κατέτασσε στους υπό εκμετάλλευση και εξουσίαση. Αυτή είναι η κρίσιμη έννοια του λαού, το κριτήριο για πολιτική οργάνωση και εφαρμογή της πολιτικής των αναγκών που περιγράφουμε στο Κεφάλαιο 4. Στους κόλπους αυτού του αφηρημένου και αδρανούς «λαού» μπορεί να αναδυθεί ο λαός ως συγκεκριμένο υποκείμενο της πολιτικής δράσης με σκοπό την πολιτική κυριαρχία. Αυτή είναι η δεύτερη βασική και δραστική στιγμή του λαού με την έννοια Balibar-Badiou B.

Στις τρέχουσες πολιτικές συζητήσεις ο λαός δηλώνει το σύνολο των πολιτών-ψηφοφόρων. Αυτό αντιστοιχεί στην αστική έννοια των υπηκόων (Balibar-Badiou C) και είναι το γενικό πεδίο απεύθυνσης των πολιτικών προτάσεων. Τα πολιτικά κόμματα ζητούν προφανώς την ψήφο ολόκληρου του λαού του αστικού κράτους, αποδεχόμενα την αστική-εθνικιστική σύμβαση περί «Ελλήνων» και «Ελλάδας». Εκείνο που ενδιαφέρει όμως είναι η έννοια του λαού ως συνόλου των αποκλεισμένων, ως υλική βάση για την επεξεργασία και εφαρμογή μιας αριστερής πολιτικής. Όταν ένας αριστερός πολιτικός απευθύνεται στον «ελληνικό λαό» με τη θεσμική του έννοια, εννοεί το λαό των αποκλεισμένων (Balibar-Badiou B).

Ο λαός των αποκλεισμένων μετατρέπεται σε πολιτικά δραστικό υποκείμενο δρώντας σε τρία επίπεδα.

Το πρώτο βήμα είναι η μαζική υπερψήφιση ενός κόμματος με τέσσερις λαϊκές αρετές: (α) ριζοσπαστικές θέσεις για την οικονομία και την κοινωνική συμβίωση (αντισεξισμός, αντιεθνικισμός, αντιρατσιμός, κοινωνική πολιτική), (β) συνεπής ριζοσπαστική δράση με απόρριψη του πνεύματος συμβιβασμών και «ρεαλισμού» που είναι συνώνυμο της συνθηκολόγησης με την αστική πολιτική, (γ) πολιτική ειλικρίνεια και διαφάνεια (κάνουμε αυτά που υποσχόμαστε και λέμε πάντα τη αλήθεια στο λαό), (δ) δράση με αποκλειστικό γνώμονα τις ανάγκες του λαού (πολιτική των αναγκών). Ένα τέτοιο κόμμα είναι σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ – χωρίς τίποτε να εγγυάται ότι θα διατηρήσει αυτές τις πολιτικές αρετές στη διάρκεια της διακυβέρνησής του. Η ενδεχόμενη διάψευση των προσδοκιών του λαού των αποκλεισμένων δεν επηρεάζει τη διεκδίκηση για δημιουργία ενός πολιτικού κόμματος με αυτές ακριβώς τις αρετές. Ο λαός Balibar-Badiou B είναι προγενέστερος, σύγχρονος και μεταγενέστερος οποιοδήποτε πολιτικού κόμματος. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν «γίνει» ο λαός των αποκλεισμένων πρέπει να αλλάξουμε τον ΣΥΡΙΖΑ.

Το δεύτερο και παράλληλο βήμα είναι η διαρκής, έντονη και πολύμορφη κινητοποίηση του λαού ως συνόλου των αποκλεισμένων (Balibar-Badiou B). Ο λαός που βρίσκεται σε διαρκή επιφυλακή και δράση ασκεί πολιτική πίεση στα κόμματα της Αριστεράς για να μην εγκαταλείψουν τις προναφερθείσες τέσσερις πολιτικές αρετές. Ο λαός γίνεται συγκεκριμένο υποκείμενο της πολιτικής με την έννοια της άμεσης συμμετοχής και δημοκρατίας.

Το τρίτο βήμα συνίσταται σε πρωτοβουλίες λαϊκής αυτοοργάνωσης σε ανεξαρτησία από τα κόμματα του αντιπροσωπευτικού συστήματος. Δομές απλής εμπορευματικής οικονομίας, συνεταιρισμοί, οργανώσεις αλληλεγγύης σε ιατρικά, νομικά, βρεφοκομικά κλπ. θέματα στο πρότυπο της rote Hilfe.54 Εδώ απαιτείται λαϊκή πρωτοβουλία και φαντασία σε ρήξη με τις δομές του παρόντος. Ο λαός μπορεί να οργανώσει τις βιοτικές του σχέσεις και την ταυτότητά του σε μερική ανεξαρτησία από το κράτος, τα μήντια και (στο μέτρο του δυνατού) την καπιταλιστική αγορά. Ήδη έχουμε ένα πλούσιο ρεπερτόριο πρωτοβουλιών στην Ελλάδα.55

Εξίσου πολύσημος, λόγω της αδιάκοπης ιδεολογικής χρήσης, είναι ο όρος δημοκρατία. Δύσκολα θα βρούμε οργάνωση, συμπεριλαμβανομένων και των φασιστικών, που να μην αναφέρεται στη δημοκρατία ως αξία υπέρ της οποίας αγωνίζεται. Η δημοκρατία δηλώνει με εξαιρετικά αφηρημένο τρόπο ότι ο λαός (ποιος λαός;) ελέγχει την κοινωνική παραγωγή και τους δημόσιους θεσμούς. Αυτό βεβαίως δεν δείχνει ποια μερίδα και τι ποσοστό του λαού όντως ασκεί έλεγχο και – κυρίως – ποια η έκταση του ελέγχου. Τα κρίσιμα ερωτήματα είναι:

- Ο λαός ελέγχει αυτοπροσώπως τις πολιτικές διαδικασίες ή απλά επιλέγει αντιπροσώπους που δρουν ανεξάρτητα από λαϊκές εντολές; Ο λαϊκός έλεγχος είναι καθοριστικός για τον τρόπο λειτουργίας του κράτους. Ζητούμενο δεν είναι οι κρατικοποιήσεις με την έννοια αύξησης των δυνατοτήτων δράσης του πολιτικού προσωπικού. Σκοπός πρέπει να είναι η πραγματική λαϊκοποίηση του δημόσιου τομέα που θα αποδεικνύεται από τις δομές ελέγχου και λήψης αποφάσεων που θα δημιουργηθούν. Όροι όπως κοινωνικοποίηση και αυτοδιαχείριση είναι καθοριστικές αν λάβουν το πραγματικό τους όνομα και όχι τη γελοία εκδοχή που τους έδωσε η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία.

- Ποια είναι η έκταση του ιδιωτικού τομέα και του τομέα της οικονομίας και πολιτικής που ελέγχεται από διεθνείς οργανώσεις εκπροσώπων του κεφαλαίου; Όσο ευρύτεροι είναι αυτοί οι τομείς, τόσο μικρότερη η εμβέλεια-δραστικότητα του λαϊκού ελέγχου.

Με βάση τα συμβατικά κριτήρια ορισμού της δημοκρατίας δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Ελλάδα είναι δημοκρατική.56 Υπάρχει ικανοποιητική ελευθερία λόγου και πολιτικής δράσης. Διεξάγονται τακτικές εκλογές παρά τις στρεβλώσεις από τα μήντια και τους εκλογικούς νόμους. Οι κυβερνήτες εφαρμόζουν πολιτικές που προστατεύουν ορισμένα λαϊκά συμφέροντα.

Το ερώτημα που τίθεται είναι γιατί σε αυτή τη δημοκρατία λαμβάνονται με νόμιμο τρόπο οι πιο αντιλαϊκές αποφάσεις. Ο λαός δεν καταφέρνει να αντισταθεί σε αποφάσεις που λαμβάνονται από εκλεγμένους «αντιπροσώπους», σε αγαστή συνεργασία με διεθνείς οργανισμούς ούτε στις αποφάσεις που λαμβάνουν οι ατομικοί καπιταλιστές ως εργοδότες ή δανειστές. Οι τυπικά κυρίαρχοι, ίσοι και ελεύθεροι πολίτες βλέπουν το επίπεδο ζωής τους να καταρρέει (back to the 19th century?) ακριβώς διότι δεν μπορούν να ελέγξουν τις αποφάσεις αυτές.

Η σημερινή δημοκρατία λειτουργεί ως πολιτική ολιγαρχία που εκπροσωπεί τα συμφέροντα του κεφαλαίου. Η εναντίωση στην κατάσταση αυτή εκφράζει την επιδίωξη να περάσει στο λαό η διαχείριση της παραγωγής, συμπεριλαμβανομένου του καταμερισμού εργασίας και της διάθεσης του πλούτου. Αυτό συνδέεται με το καθεστώς άμεσης-πραγματικής δημοκρατίας που θα αντικαταστήσει τις αντιπροσωπευτικές δομές του σήμερα.57 Πρόκειται για τη δημοκρατία που αντιστοιχεί στον ορισμό του κομμουνισμού.

Δεκαετίες κενολογιών για την απειλή ή το «φάντασμα» του κομμουνισμού είχαν ως αποτέλεσμα να τοποθετήσουν την έννοια στο πεδίο των αιμοσταγών δικτατοριών και των ουτοπιών. Όσοι αναπαράγουν αυτές τις α-νοησίες (διότι ουδείς απέδειξε την ειδική σύνδεση του κομμουνισμού με τη βία ή τους λόγους που τον καθιστούν ανέφικτο) αποσιωπά τον ορισμό της έννοιας. Σε σημείο που να δικαιολογείται η οργάνωση διεθνούς συνεδρίου για να συζητηθεί η σημασία του κομμουνισμού σήμερα.58

Σε αποδραματοποιημένη οπτική, ο κομμουνισμός είναι η ανοιχτή και απόλυτα απρόβλεπτη διαδικασία συλλογικού αγώνα ενάντια στις ιεραρχίες και στην εκμετάλλευση, γράφουν με απόλυτη σύμπνοια οι Νέγκρι και Ρανσιέρ.59 Και ο Μπαντιού διευκρινίζει:


«το όνομα “κομμουνισμός” δηλώνει τη συνολική διαδικασία με την οποία η ελευθερία απελευθερώνεται από την άνιση υποταγή της στην ιδιοκτησία».60


Ο κομμουνισμός είναι λοιπόν το κίνημα αντίθεσης στο λόγο περί δικαιωμάτων που έχει ως πυρήνα την προστασία της ατομικής ιδιοκτησίας. Ιδιοκτησία που δεν είναι προστατευτέο δικαίωμα, αλλά αιτία των ανθρωπιστικών καταστροφών, των πολέμων και των ανισοτήτων.61

Πολλοί αριστεροί υιοθετούν λεξιλόγιο ανθρώπινων δικαιωμάτων και αυτοκατανοούνται ως υπερασπιστές των ανθρώπινων δικαιωμάτων, εμφανίζοντας την αριστερή πολιτική ως αποβλέπουσα στην απελευθέρωση, στην ισότητα, στην ισοελευθερία ή και στην προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.62 Το βασικό πρόβλημα αυτής της προοπτικής βρίσκεται στην εγγενή ασάφεια του λεξιλογίου των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Δεν εννοούμε τόσο την εννοιολογική κριτική (π.χ., το ερώτημα για ποιο λόγο ο φτωχός χάνει την αξιοπρέπειά του και με ποια έννοια ένας καπιταλιστής είναι αξιοπρεπέστερος από έναν άνεργο). Εκείνο που ενδιαφέρει είναι η μετάφραση του δικαιωματοκρατικού λεξιλογίου σε πολιτικές διεκδικήσεις. Ποια δικαιώματα και σε όφελος ποιων διεκδικεί η Αριστερά; Η απάντηση δεν δίνεται με αφηρημένες αναφορές σε «αξιοπρέπεια», αλλά στην προοπτική των λαϊκών αναγκών.

4. Προτάσεις για μια πολιτική των αναγκών


Ο Bruno Théret εξέφρασε με ευφυή απλότητα τη σχέση του κρατικού χρέους με το κοινωνικό κράτος.63 Τα αστικά κράτη συγκροτούνται και νομιμοποιούνται ως οφειλέτες του λαού τους, δεσμευόμενα να του εξασφαλίσουν παροχές ποικίλης μορφής για ικανοποίηση των αναγκών του. Πρόκειται για το κοινωνικό χρέος που έχει δύο χαρακτηριστικά. Είναι ανεξάλειπτο, εφόσον ο λαός δεν πρόκειται ποτέ να πάψει να έχει ανάγκες για εκπαίδευση, υγεία, κατοικία... Και είναι αμοιβαίο, εφόσον ο ίδιος λαός που θα λάβει τις παροχές έχει και την υποχρέωση να χρηματοδοτεί το κράτος. Σε αντίθεση με αυτά τα χαρακτηριστικά του κοινωνικού χρέους, το «κυριαρχικό»-κρατικό χρέος συνάπτεται παροδικά, με φορείς που δεν συμμετέχουν στη συγκρότηση του κράτους, οι οποίοι είναι αποκλειστικά δανειστές και αποσταθεροποιούν, αντί να νομιμοποιούν το κράτος.

Στη σημερινή συγκυρία της ΕΕ, τα κράτη επιλέγουν (και υποχρεώνονται νομικά από τους θεσμούς της Ζώνης του ευρώ) να εξυπηρετούν με απόλυτη προτεραιότητα το «κυριαρχικό» χρέος. Και παύουν να πληρώνουν το επείγον και ανεξάλειπτο κοινωνικό τους χρέος. Επιλέγουν δηλαδή να απεμπολήσουν τη βάση νομιμοποίησής τους και να μεταφέρουν κοινωνικούς πόρους σε εγχώριους και αλλοδαπούς καπιταλιστές. Το αποτέλεσμα είναι ένας «φαύλος κύκλος» ή «άπατο πηγάδι»64 πολιτικών λιτότητας για την εξυπηρέτηση ενός χρέους που δεν ικανοποιεί τις λαϊκές ανάγκες.

Σε πρόσφατα κείμενα, ο Γιάννης Μηλιός περιγράφει την ορθή αριστερή πολιτική στη μνημονιακή Ελλάδα ως πολιτική-στρατηγική των αναγκών.65 Η ικανοποίηση των αναγκών των λαϊκών τάξεων πρέπει να είναι κριτήριο και στόχος της πολιτικής. Με την προαναφερθείσα ορολογία, σκοπός του κράτους είναι η εξυπηρέτηση του κοινωνικού χρέους και όχι του κυριαρχικού. Στην πραγματική δημοκρατία έχουμε ταύτιση μέσων και σκοπών: «Μέσο είναι οι ανάγκες της μέγιστης πλειοψηφίας της κοινωνίας, για το σκοπό που είναι η κυριαρχία των αναγκών αυτών».66

Κάθε φορά που αποφασίζεται μια πολιτική τίθεται ένα απλό ερώτημα. Εξυπηρετεί τις ανάγκες των λαϊκών στρωμάτων, βελτιώνοντας άμεσα το επίπεδο ζωής τους; Εάν η απάντηση είναι αρνητική, το μέτρο είναι αντιλαϊκό, ακόμη και εάν κάποιος υπόσχεται ότι μελλοντικά η κοινωνία θα βελτιωθεί, η ανάπτυξη θα έρθει, η πίτα θα μεγαλώσει και ανάλογα αντιλαϊκά ψεύδη.

Με βάση το κριτήριο της πολιτικής των αναγκών, οι μνημονιακές πολιτικές είναι ακροδεξιές, διότι καταπιέζουν όλο και περισσότερο τις λαϊκές ανάγκες. Η καταπολέμησή τους προϋποθέτει τη δράση του λαού ως συγκεκριμένου πολιτικού υποκειμένου με διεθνή σύνδεση κινήσεων αμφισβήτησης: ζητούμενο είναι η δημιουργία διεθνούς αντίστασης για τη συγκρότηση μιας λαϊκής « αντι-εξουσίας» που να αποσυνδέει το δήμο από το έθνος.67

Στην προοπτική της πολιτικής των αναγκών, υπάρχει μια σειρά από αναγκαία μέτρα που να συγκρούονται με τις μνημονιακές πρακτικές πέρα από το άμεσα οικονομικό επίπεδο (κρατικό χρέος, επίπεδο μισθών, συνθήκες εργασίας, καθεστώς ιδιοκτησίας στις επιχειρήσεις).

Πρόκειται για μέτρα που στοχεύουν στα εξής: (α) εξειρήνευση της κοινωνίας, (β) εκπολιτισμός της συμβίωσης ενάντια στο ρατσισμό και στην ακραία ταξική επιλεκτικότητα και (γ) εξοικονόμηση πόρων.68 Είναι σημαντικό ότι τα μέτρα εξειρήνευσης και εκπολιτισμού κατά τεκμήριο επιφέρουν και την εξοικονόμηση σημαντικών πόρων, δεδομένου ότι μειώνουν τις δαπάνες για μηχανισμούς καταστολής.

Περιγράφουμε ορισμένα μέτρα, αναγνωρίζοντας ότι είναι αναγκαία η περαιτέρω επεξεργασία καθώς και η εκτίμηση του οικονομικού οφέλους κάθε μέτρου.

- Νομιμοποίηση-πολιτογράφηση όλων των αλλοδαπών εργαζομένων στην Ελλάδα. Οι μετανάστες πρέπει να γίνουν δεκτοί με ανοιχτές αγκάλες για ηθικοπολιτικούς λόγους αλληλεγγύης. Η Ελλάδα ανήκει σε όσους θέλουν να κατοικήσουν σε αυτή. Με τον τρόπο αυτό, η Αριστερά διαφοροποιείται έμπρακτα με όσους κάνουν παραχωρήσεις στη ρατσιστική σκέψη, υποθάλποντας ακραία φαινόμενα τύπου Χρυσής Αυγής.

Πρέπει να γίνουν νομοθετικές ρυθμίσεις για παροχή άδειας εργασίας με απλές και δωρεάν διαδικασίες για οποιονδήποτε αλλοδαπό εργάζεται στην Ελλάδα, ανεξάρτητα από τον τρόπο και χρόνο εισόδου του. Παράλληλα πρέπει να δοθεί η δυνατότητα πολιτογράφησης με απλές και δωρεάν διαδικασίες σε οποιοδήποτε αλλοδαπό αποδεικνύει ότι διαμένει επί ένα χρόνο στην Ελλάδα, ανεξάρτητα από το βαθμό πολιτιστικής και κοινωνικής αφομοίωσης που επιβάλλει η εθνικιστική σκέψη.

Με τον τρόπο αυτό εξοικονομούνται κρατικοί πόροι που σήμερα διασπαθίζονται για «φύλαξη συνόρων», συλλήψεις, κράτηση αθώων, απελάσεις και άλλα μέτρα καταστολής με τεράστιο κόστος για την υγεία ή και τη ζωή των αλλοδαπών. Μεταξύ 2008 και 2013 ξοδεύτηκαν 500 εκατομμύρια ευρώ για την καταστολή μεταναστών χωρίς να υπολογίζονται στο ποσό αυτό δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού για αμοιβές αστυνομικών κλπ. Το αποτέλεσμα ήταν η κακομεταχείριση ή και ο θάνατος αθώων ανθρώπων.69

- Ευρεία αποποινικοποίηση. Η εγκληματολογική θεωρία δείχνει ότι το ποινικό σύστημα δεν εκπληρώνει τους προληπτικούς σκοπούς που υπόσχεται η στέρηση ελευθερίας ως κύρια ποινή. Πρέπει να αποποινικοποιηθούν αδικήματα σχετιζόμενα με τα ναρκωτικά που δεν έχουν θύμα και γεμίζουν τις φυλακές με φτωχούς και αλλοδαπούς. Το ίδιο ισχύει για αδικήματα που έχουν ως υποκείμενο μόνο αλλοδαπούς. Τέλος, αδικήματα που τιμωρούνται με ανώτατη ποινή φυλάκισης ως τρία χρόνια ή που ανεξαρτήτως ποινής στρέφονται κατά της περιουσίας χωρίς άσκηση βίας πρέπει να μετατραπούν σε αστυνομικές παραβάσεις με παράλληλη υποχρέωση αποζημίωσης του θύματος και με βάση τελική απόφαση ενός διαιτητή εντός τριών μηνών.

Ταυτόχρονα με τη μείωση των κακουχιών και της βίας, το πρόγραμμα αποποινικοποίησης επιφέρει εξαιρετικά σημαντική οικονομία πόρων με την παύση των δικών-παρωδιών, των ατελεύτητων ενδίκων μέσων, τη μείωση δαπανών για δικαστικό και αστυνομικό προσωπικό και τη μείωση του αριθμού των φυλακισμένων (κόστος διατροφής και φύλαξης, και συντήρησης φυλακών). Οι φυλακές μπορεί να μετατραπούν σε πολιτιστικά κέντρα και πάρκα με δαπάνη που αντιστοιχεί σε μικρό τμήμα των προαναφερθεισών δαπανών καταστολής.

- Πλήρης ιδιωτικοποίηση της «Εκκλησίας της Ελλάδος». Μια απλή νομοθετική ρύθμιση πρέπει να απαγορεύει οποιαδήποτε ευνοϊκή μεταχείριση της Εκκλησίας της Ελλάδος και των μελών της. Επιμέρους μέτρα: άμεση συνταξιοδότηση όλων των θρησκευτικών λειτουργών που βρίσκονται σε κρατική υπηρεσία, απαγόρευση κρατικής δαπάνης για θρησκευτικούς λόγους, κατάργηση όλων των διατάξεων που προστατεύουν το «θείο», αφαίρεση της ιδιότητας ΝΠΔΔ από όλα τα μορφώματα της Εκκλησίας της Ελλάδος, φορολόγησή της με βάση την κοινή νομοθεσία, μετατροπή των Θεολογικών σε σχολές Πολιτιστικών Σπουδών και προστασία θρησκευτικών μειονοτήτων ως ομάδων με εθνική-πολιτιστική ταυτότητα. Και εδώ είναι προφανής η εξοικονόμηση πόρων με την παύση της χρηματοδότησης και τη φορολόγηση των θρησκευτικών οργανώσεων. Πρόκειται για τη μόνη αναγκαία ιδιωτικοποίηση που καμιά κυβέρνηση δεν θέλησε να κάνει...

- Ειρηνική εξωτερική πολιτική. Άμεσες διαπραγματεύσεις για σύναψη οριστικού συμφώνου Φιλίας και Ειρήνης με την Τουρκική Δημοκρατία. Οι διαπραγματεύσεις πρέπει να έχουν δεσμευτικό χρονοδιάγραμμα. Η Ελλάδα δεσμεύεται να δείξει καλή πίστη και υποχωρητικότητα. Παραιτείται από οποιαδήποτε αξίωση επί της Κύπρου και δεσμεύεται να αποδεχθεί κρίση διεθνών διαιτητών με απλουστευμένη διαδικασία για επίδικα ζητήματα. Καταργείται η υποχρεωτική στράτευση, μετατρεπόμενες οι Ένοπλες Δυνάμεις σε ολιγομελή επαγγελματική υπηρεσία. Γίνεται δραστικότατος περιορισμός των δαπανών για εξοπλισμούς στο απολύτως απαραίτητο για τη διατήρηση στρατιωτικής δύναμης ανάλογης σε μέγεθος και λειτουργία με εκείνη των φιλειρηνικών κρατών. Απαγόρευση συμμετοχής ελληνικών ενόπλων δυνάμεων σε πολεμικές («ειρηνευτικές») επιχειρήσεις στο εξωτερικό. Άμεση απόσυρση ελληνικών στρατευμάτων από την Κύπρο και κάθε άλλη ξένη χώρα.

Και εδώ είναι σαφές το δυναμικό εξοικονόμησης από μισθούς, δαπάνες συντήρησης και εξοπλισμούς, παράλληλα με την εξάλειψη ενός πυρήνα διαφθοράς λόγω του στρατιωτικού απορρήτου και το έμμεσο οικονομικό όφελος από τη δωρεάν εγγύηση της ειρήνης και ασφάλειας της χώρας.

- Εσωτερική ασφάλεια χωρίς όπλα και βία. Τα σώματα ασφαλείας πρέπει να έχουν ως μόνη αποστολή την αποτροπή συλλογικών ή ατομικών κινδύνων και την πολιτισμένη αντιμετώπιση επικίνδυνων ατόμων. Η δημιουργία μικρών σωμάτων κοινοτικής αστυνομίας θα επιφέρει σημαντικότατες οικονομίες σε προσωπικό και εξοπλισμό. Οι σημερινοί αστυνομικοί πρέπει να μεταταγούν σε ελλιπώς στελεχωμένες δημόσιες υπηρεσίες.

Αυτή είναι η αρνητική-«αποδομητική» πλευρά ενός αριστερού προγράμματος για την πολιτική των αναγκών. Έχει σαφή απελευθερωτικά χαρακτηριστικά και επιτρέπει το μετασχηματισμό του κράτους σε ειρηνική κατεύθυνση με σημαντική εξοικονόμηση πόρων και τάση μαρασμού των κατασταλτικού μηχανισμού.

Η θετική-«εποικοδομητική» πλευρά του προγράμματος συνίσταται στην εφαρμογή μιας φιλόδοξης κοινωνικής πολιτικής για ικανοποίηση αναγκών με ταυτόχρονη αλλαγή κρατικής οικονομικής παρέμβασης. Η αποδόμηση του κατασταλτικού μηχανισμού πρέπει να συνοδεύεται από την οικοδόμηση του κοινωνικού κράτους και από φιλολαϊκή οικονομική δράση με μέτρα όπως: (α) κρατικοποιήσεις, (β) αποτελεσματικοί έλεγχοι της ιδιωτικής ασυδοσίας, (γ) κατάργηση των έμμεσων φόρων, αναλογική φορολόγηση των πλουσίων με υψηλούς συντελεστές, έμπρακτη αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και κατάργηση κάθε φορολογικής απαλλαγής που εξυπηρετεί ιδιωτικά συμφέροντα και όχι κοινωνικές ανάγκες, (δ) πολιτική μεταρρύθμιση, αρχίζοντας από την ανακλητότητα των πολιτικών αντιπροσώπων.70

Πρόκειται για μέτρα εύλογα και εύκολα στην υλοποίησή τους που ωστόσο θα συναντήσουν λυσσαλέες αντιδράσεις της Ακροδεξιάς. Μόνον ο λαός ως συγκεκριμένο πολιτικό υποκείμενο μπορεί να τα επιβάλλει και να τα εγγυηθεί στο χρόνο.


Βιβλιογραφία


Althusser, L. (1995). Sur la réproduction. Paris: PUF.

Badiou, A. (2014). L’impuissance contemporaine. In Badiou, A. et al. Le symptôma grec. Paris: Lignes, 209-224.

Balibar, É (2001). Nous, citoyens d’Europe? Paris: La Découverte.

Balibar, É. (2010). La proposition de l'égaliberté. Paris: PUF.

Balibar, É. (2014). Comment résoudre l’aporie du “peuple européen”? In Badiou, A. et al. Le symptôma grec. Paris: Lignes, 17-30.

Douzinas, C. (2010). Adikia. In Douzinas, C., Zizek, S. (επιμ.). The Idea of Communism. London, Verso: 81-100.

Douzinas, C., Zizek, S. (επιμ.). 2010. The idea of communism. London, Verso.

European Commission (Directorate-General for Employment, Social Affairs and Inclusion) (2014). Employment and Social Developments in Europe 2013. Luxembourg.

European Commission (2013). EU Employment and Social Situation. Quarterly Review March 2013. Luxembourg.

FIDH (2014). Downgrading Rights. The Cost of Austerity in Greece. Paris.

Galtung, J. (1971). A Structural Theory of Imperialism. Journal of Peace Research, 8/2: 81-117.

Hering, S., Schilde, W. (2003) (επιμ.). Die Rote Hilfe: Die Geschichte der internationalen kommunistischen “Wohlfahrtsorganisation” und ihrer sozialen Aktivitäten in Deutschland (1921-1941). Opladen: Leske und Budrich.

Negri, A. (2010). Communism. Some thoughts on the concept and practice. In Douzinas, C., Zizek, S. (επιμ.). The idea of communism. London, Verso: 155-165.

Papageorgiou, E. (2014). La crise sociale totale ou le retour du fascisme. In Badiou, A. et al. Le symptôma grec. Paris: Lignes, 63-71.

Rancière, J. (2010). Communists without communism. In Douzinas, C., Zizek, S. (επιμ.). The Idea of Communism. London, Verso: 167-177.

Stavrakakis, Y. (2014). La societé de la dette. In Badiou, A. et al. Le symptôma grec. Paris: Lignes, 73-90.

Théret, B. (2014). Pour un fédéralisme monétaire européen. In Badiou, A. et al. Le symptôma grec. Paris: Lignes, 47-61.

Αθανασίου, Α. (2012). Η κρίση ως κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Αθήνα: Σαββάλας.

Αγγελίδης, Μ. κ. ά. (2012). Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης και οι σημερινές «αναβιώσεις» της. Αθήνα: Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς.

Δημούλης, Δ. (1998). «Ο Γκράμσι του Αλτουσέρ: προσεγγίσεις και αποστάσεις», Θέσεις, τ. 64: 91-119.

Δημούλης, Δ. (2008). «Στιγμές οικοδόμησης της μαρξιστικής θεωρίας του κράτους», Θέσεις, τ. 102: 17-32.

Δημούλης, Δ. (2011). «Ο βασιλιάς είναι γυμνός. Εννέα σημεία για την άμεση και πραγματική-ουσιαστική δημοκρατία», Θέσεις, τ. 116: 77-87.

Δημούλης, Δ. (2011-α). «Πρόταση ριζικής αναθεώρησης του Συντάγματος με σκοπό την άμεση και πραγματική/ουσιαστική δημοκρατία». rednotebook. http://www.rednotebook.gr/details.php?id=2678.

Δημούλης, Δ., Lunardi, S. (2012). «Η συντακτική εξουσία πέρα από τον αστικό συνταγματισμό και την αδυναμία του πλήθους». Θέσεις, τ. 120: 19-39.

ΙΝΕ/ΓΣΕΕ (2014). Έκθεση 2013. Αθήνα.

Ιωακείμογλου, Η. (2013). «Παραμένει ηγετική δύναμη η αστική τάξη;» Θέσεις, τ. 124: 15-29.

Ζησιμόπουλος, Γ., Οικονομάκης, Γ. (2013). «Εργασιακές σχέσεις στην Ελλάδα. Ο αντίκτυπος της αναδιάρθρωσης του δημόσιου τομέα». Θέσεις, τ. 122: 13-36.

Μηλιός, Γ. (2013). «Η έννοια της ηγεμονίας». Θέσεις, τ. 121: 13-24.

Μηλιός, Γ. (2014). Από την κρίση στην κυβέρνηση της Αριστεράς. Η στρατηγική των αναγκών. Αθήνα: Πεδίο.

Μπαλιμπάρ, Ε. (1993). «Η πρόταση της ισοελευθερίας». Θέσεις, τ. 42: 81-111.

Μπαρτσίδης, Μ., Τσιμπιρίδου, Φ. (2014). «Για την επιστροφή της “πολιτικής ηθικής”. Παγκοσμιοτοπικά κινήματα “αξιοπρέπειας”». Θέσεις, τ. 126: 43-74.

Σταύρου, Π. (2012).«Το πεδίο της ισοελευθερίας, η οικονομία και το πολιτικό υποκείμενο». rednotebook. http://www.rnbnet.gr/details.php?id=8167

Σωτηρόπουλος, Δ., Μηλιός, Γ., Λαπατσιώρας, Σ. (2014). «Η ορθολογικότητα των “ανορθολογικών” ευρωπαϊκών πολιτικών». Θέσεις, τ. 129: 15-27.

Χριστόπουλος, Δ. (2011). Πόσο αυτόνομος μπορεί να είναι ο αγώνας για τα δικαιώματα σε συνθήκες κρίσης; Προτεραιότητες και στρατηγικές. http://hlhr.gr/index.php?MDL=pages&SiteID=637.

Χριστόπουλος, Δ. (2012). «Η μεταρρύθμιση δεν είναι (απαραιτήτως) απορρύθμιση. Για τον επαναπατρισμό μιας αμφίσημης έννοιας στις δημόσιες πολιτικές». rednotebook. www.rednotebook.gr/details.php?id=8524.

Χριστόπουλος, Δ. (2013). Στο ρίσκο της κρίσης. Στρατηγικές της Αριστεράς των δικαιωμάτων. Αθήνα: Αλεξάνδρεια.

Χριστόπουλος, Δ. (2014). «Ελληνικό ακροδεξιό σύμπτωμα: Γιατί είναι τόσο ακραίο;» Η Αυγή, 15-6-2014.

Χριστόπουλος, Δ. (επιμ.) (2014). Το «βαθύ κράτος» στη σημερινή Ελλάδα και η Ακροδεξιά. Αστυνομία, Δικαιοσύνη, Στρατός, Εκκλησία. Αθήνα: Νήσος.

1 Σχολιάζουμε αυτή τη συγκυρία σε Δημούλη, 2008.

2 Βλ. αναλυτικότερη περιγραφή σε Σωτηρόπουλο, Μηλιό, Λαπατσιώρα, 2014: 17-19.

3 Δημούλης, 2011: 85.

4 Stavrakakis, 2014: 75.

5 Αγγελίδης κ.ά. (2012).

6 Papageorgiou, 2014. O Δημήτρης Χριστόπουλος αποδέχεται τη θέση του εκφασισμού, καίτοι επισημαίνει ότι δεν υπάρχει μονοσήμαντη αντιστοιχία (2014). Βλ. και Χριστόπουλο, 2012: «Έναντι άλλων, ένα μη παρεμβατικό (στην οικονομία) κράτος είναι κατ’ ανάγκην ένα επεκτατικό κράτος στις πολιτικές ιδεολογικής χειραγώγησης και ποινικής καταστολής. [...] Την ίδια στιγμή που η κοινωνία κατακερματίζεται με τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις εξασφαλίζονται παραδόξως πλατιές συναινέσεις διότι ο κόσμος, σε μεγάλο βαθμό, μοιράζεται τα ιδεολογήματα που είναι το λίπασμα του νεοφιλελευθερισμού. Έτσι ερχόμαστε ολοένα και πιο κοντά στην χομπσιανή φυσική κατάσταση, ονειρικό πεδίο επικράτησης του ναζιστικού ολοκληρωτισμού».

7 Αυτή η θέση υποστηρίζεται, με επιφυλάξεις, από τον Χριστόπουλο, 2013. Βλ. και Χριστόπουλο, 2011: «Αν σε όλα τα κοινωνικά κεκτημένα φορέσουμε το μανδύα του δικαιώματος, τότε η ίδια η έννοια (του δικαιώματος) υποβαθμίζεται στο περιεχόμενο μιας οποιασδήποτε συνδικαλιστικής διεκδίκησης αλλά και καθίσταται αλυσιτελής, καθώς η απόλαυσή του εξαρτάται άμεσα από οικονομικά μεγέθη τα οποία δεν επαρκούν. Άρα, μήπως στην προσπάθειά μας να κατοχυρώσουμε νομικά το περιεχόμενο των κοινωνικών δικαιωμάτων συμπαρασύρουμε στην απαξίωση και τα συμπαγώς κεκτημένα ατομικά; [...] Το ελαστικό, υπό διαρκή κοινωνική διαπραγμάτευση, κανονιστικό περιεχόμενο των κοινωνικών δικαιωμάτων δεν ταυτίζεται με τον πυρήνα των ατομικών δικαιωμάτων ο οποίος επιβιώνει ανεξάρτητα από οικονομικές πολιτικές. [...] Κατά κανόνα η απροϋπόθετη υπαγωγή τέτοιων διεκδικήσεων στη φαρέτρα των δικαιωμάτων ενέχει σοβαρούς κινδύνους απονομιμοποίησης του λόγου των δικαιωμάτων, κυρίως δε σε μια ιστορική συνθήκη απόλυτης απαξίωσης του χώρου κοινωνικής ευθύνης του κράτους και δραστικής του συρρίκνωσης».

8 Στην πραγματικότητα, όλα τα ατομικά δικαιώματα έχουν υψηλό δημόσιο κόστος, διότι η προστασία τους απαιτεί τη δράση και χρηματοδότηση του δικαστικού και διοικητικού-κατασταλτικού μηχανισμού.

9 Badiou, 2014: 217.

10 Ο Αλτουσέρ ασκεί οξύτατη κριτική στη θεώρηση του Γκράμσι που αποκαλεί ακόμη και γελοία. Αλλά οι ομοιότητες είναι πολλές, αποδεχόμενος ο Αλτουσέρ τόσο τον ευρύ (μη νομικό) ορισμό του κράτους όσο και την εξίσωση κράτος = κατασταλτικός + ιδεολογικοί μηχανισμοί. Βλ. αναλυτικά Δημούλη, 1998.

11 Douzinas, 2010: 100, Αθανασίου 2012: 54. Βλ. τα στοιχεία και αναλύσεις σε FIDH, 2014.

12 Galtung, 1971.

13 Ιωακείμογλου, 2013.

14 Ιωακείμογλου, 2013: 16.

15 http://www.kathimerini.gr/368154/article/epikairothta/politikh/va8ia-krish-politikhs-ekproswphshs.

16 http://www.star.gr/Pages/Politiki.aspx?art=223894&artTitle=kouvelis_nai_se_kyverniseis_synergasias_me_xekatharous_orous

17 Βλ. π.χ. κείμενο της Αναστασίας Ματσούκα σε http://rnbnet.gr/details.php?id=9730.

18 Σωτηρόπουλος, Μηλιός, Λαπατσιώρας, 2014: 23.

19 Μηλιός, 2014: 27, 39, Σωτηρόπουλος, Μηλιός, Λαπατσιώρας, 2014: 20-24.

20 Μηλιός, 2014: 76.

21 Γράφει ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας: «Σε όρους ανισότητας η Ελλάδα βρίσκεται στις υψηλότερες θέσεις μεταξύ των χωρών της ΕΕ (συντελεστής Gini, Ελλάδα: 34, 3, ΕΕ-28: 30, 4) με εξαίρεση την Ισπανία (35, 0), τη Λετονία (35, 9) και την Πορτογαλία (34, 5). Επιπλέον, το πλουσιότερο 20% των νοικοκυριών στη χώρα μας κατέχει 6, 6 φορές μεγαλύτερο μερίδιο εισοδήματος από ό, τι το φτωχότερο 20% (δείκτης S80/S20), ενώ ο αντίστοιχος λόγος λαμβάνει τιμή 5, 1 για το σύνολο των χωρών της ΕΕ-28» (www.bankofgreece.gr/BogEkdoseis/ekthdkth2013.pdf). Βλ. και European Commission, 2013: 41-43.

22 FIDH, 2014: 27.

23 www.bankofgreece.gr/BogEkdoseis/ekthdkth2013.pdf.

24 Althusser, 1995: 101-203.

25 Althusser, 1995: 111-112.

26 Βλ. εντελώς ενδεικτικά Ζησιμόπουλο και Οικονομάκη, 2013.

27 FIDH, 2014: 20.

28 Χριστόπουλος (επιμ.), 2014.

29 Βλ. τα στοιχεία σε European Commission (Directorate-General for Employment, Social Affairs and Inclusion), 2014, European Commission, 2013.

30 ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, 2014: 31.

31 ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, 2014: 22.

32 ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, 2014: 125-127, 170, 269-304.

33 European Commission (Directorate-General for Employment, Social Affairs and Inclusion), 2014: 36.

34 European Commission, 2013: 5, 21.

35 ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, 2014: 245-247.

36 Στοιχεία σε ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, 2014: 177-182.

37 Μηλιός, 2014: 48.

38 ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, 2014: 28.

39 Μηλιός, 2014: 77.

40 Αναλυτικά στοιχεία για το ύψος των άμεσων φόρων, τις απαλλαγές του κεφαλαίου και τη δομική φοροδιαφυγή που αποτελεί «ταξική συμμαχία» αστών και μικροαστών σε Ζησιμόπουλο και Οικονομάκη, 2013: 25-32.

41 Μηλιός, 2014: 16-21.

42 «Εκφυλισμό(ς) της πολιτικής κυριαρχίας ως ημι-αυτόνομης βαθμίδας αναπαραγωγής ισχύος και ανταγωνισμού στρατηγικών από ρυθμίσεις – και όχι απλώς απορυθμίσεις – που υπαγορεύονται αδιαμεσολάβητα από την αγορά» (Χριστόπουλος, 2012).

43 Βλ. και Μηλιό, 2013: 17.

44 Alhtusser, 1995: 168.

45 Balibar, 2001: 298 και 2010: 181-198.

46 Μια περίληψη της ταξικής νίκης στην ΕΕ με προσεγμένο λεξιλόγιο. “Fiscal tightening of public budgets affected employment through public sector employment and aggregate demand channels. Changes (sic) to the tax and benefits systems and cuts in public sector wages have led to significant reductions in the level of real household incomes, putting a heavy strain on the living standards of low income households. Spending cuts and tax hikes impacted differently on high and low income households. [...] Social protection spending played a prominent role in compensating households’ income losses in the early phase of the crisis and helped stabilise the economy. Since mid-2010 the impact declined and in 2012 it was negligible even in countries where unemployment kept rising. This reduction of social spending was much stronger than in past recessions, partly reflecting the exceptional need for fiscal consolidation in the context of the euro crisis. It neutralised the economic stabilisation function of social protection systems in many Member States, and may have contributed to aggravate the recession, at least in the short term”. European Commision, 2013: 45.

47 Συζήτηση θεωρητικών προτάσεων σε Δημούλης και Lunardi, 2012.

48 Ο Μπαλιμπάρ σημειώνει ότι η λέξη έχει ιστορικά καθορισμένες σημασιολογικές ιδιαιτερότητες στα γαλλικά (Balibar, 2014: 17). Η ιστορική συγκεκριμενοποίηση της λέξης είναι σαφής, όπως δείχνει μια σύγκριση με το γερμανικό Volk. Πάντως τόσο στα ελληνικά όσο και σε λατινογενείς γλώσσες δεν διαπιστώνουμε σημαντικές διαφορές με τη γαλλική έννοια.

49 Balibar, 2014, 18-19.

50 Badiou, 2014: 219-220.

51 Badiou, 2014: 220.

52 Badiou, 2014: 219.

53 Δημούλης και Lunardi, 2012: 35-37.

54 Hering και Schilde (επιμ.) (2003).

55 Βλ. την παρουσίαση σε http://www.solidarity4all.gr/el/structures?term_node_tid_depth=All.

56 Χριστόπουλος, 2012, επικρίνοντας τις περί αντιθέτου καταστροφολογίες.

57 Δημούλης, 2011.

58 Douzinas και Zizek (επιμ.), 2010.

59 Negri, 2010: 158-160, Rancière, 2010: 176-177.

60 Badiou, 2014: 218.

61 Δημούλης, 2008:21-23, Δημούλης και Lunardi, 2012: 35-37.

62 Τα θεμελιακά κείμενα έχουν γραφεί από τον Ετιέν Μπαλιμπάρ ως σκέψεις γύρω από την ισοελευθερία. Μπαλιμπάρ, 1992, Balibar, 2010. Παρόμοιες προοπτικές συναντούμε στην πρόσφατη ελληνική συζήτηση σε Douzinas, 2010, Αθανασίου, 2012: 20, 98, Σταύρου, 2012, Μπαρτσίδης και Τσιμπιρίδου, 2014.

63 Théret, 2014: 49-51.

64 Théret, 2014: 50.

65 Μηλιός 2013: 22-23, Μηλιός, 2014.

66 Μηλιός, 2013: 23.

67 Balibar, 2014: 23.

68 Δημούλης, 2011.

69 http://rednotebook.gr/2015/01/metaxi-zois-ke-thanatou-giati-prosfigiko-ke-metanasteftiko-den-ine-pronomiaka-pedia-gia-ti-nd-tou-dimostheni-papadatou-anagnostopoulou.

70 Βλ. σε Δημούλη 2011 και 2011-α με αναφορά στην έννοια της «δέσμης κοινωνικών αγαθών» που πρέπει να παρέχει το κράτος.