Το κείμενο που ακολουθεί είναι ο Πρόλογος του διάσημου βιβλίου Για τον Μαρξ, με το οποίο ο Γάλλος κομμουνιστής φιλόσοφος Λουί Αλτουσέρ εισέβαλε εκρηκτικά στο προσκήνιο της μαρξιστικής συζήτησης το 1965. Το βιβλίο πρόκειται να κυκλοφορήσει (σε νέα μετάφραση) τον Μάιο από τις εκδόσεις Εκτός Γραμμής.

Το Για τον Μαρξ περιλαμβάνει εφτά δοκίμια, που γράφτηκαν και κυκλοφόρησαν πρώτη φορά στα γαλλικά από το 1960 ως το 1965, συνιστώντας – όπως δηλώνει ήδη ο τίτλος του βιβλίου – μια μελέτη για τον Μαρξ και ταυτόχρονα ένα μανιφέστο υπέρ του.

Γραμμένο το 1965, το «Σήμερα», ως προλογικό σημείωμα του Αλτουσέρ στη συλλογή, φέρει στο ακέραιο το αποτύπωμα της περιόδου στην οποία εμφανίστηκε το βιβλίο, και συνοψίζει τις ορίζουσες των θεωρητικών επιδιώξεων του συγγραφέα του. Πρόκειται ίσως για το καταλληλότερο κείμενο σκιαγράφησης της «στιγμής Αλτουσέρ», μια πραγματική «μαρτυρία» του ίδιου του συγγραφέα για την περίοδο και τις προκλήσεις της. Ως εκ τούτου, αποτελεί κατά τη γνώμη μας και τον πιο αντιπροσωπευτικό τρόπο για να παρουσιαστεί στο ελληνικό κοινό το πρώτο δείγμα από το εγχείρημα των εκδόσεων Εκτός Γραμμής να προσφέρουν στην ελληνική γλώσσα μια πλήρη σειρά με τα σημαντικότερα κείμενα του Γάλλου μαρξιστή στοχαστή, σε νέες, σύγχρονες μεταφράσεις.

Με το κείμενο αυτό εγκαινιάζεται επίσης η σειρά προδημοσιεύσεων στις Θέσεις, στις σελίδες των οποίων πρόκειται να παρουσιαστούν αποσπάσματα των υπό έκδοση βιβλίων του Λουί Αλτουσέρ από τις εκδόσεις Εκτός Γραμμής.


εκδόσεις Εκτός Γραμμής

Μάρτιος 2015




ΣΗΜΕΡΑ


του Λουί Αλτουσέρ

μετάφραση Τάσος Μπέτζελος


Ι

Παίρνω την πρωτοβουλία να δημοσιεύσω τη συλλογή αυτών των λίγων σημειώσεων που εμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων ετών σε διάφορες επιθεωρήσεις. Ορισμένα από αυτά τα άρθρα είναι πλέον ανεύρετα: ιδού ο πρώτος λόγος που επικαλούμαι, απολύτως πρακτικός. Αν έχουν κάποιο νόημα, στο πλαίσιο της αναζήτησης και του ανολοκλήρωτου χαρακτήρα τους, αυτό θα έπρεπε να προκύψει από τη συγκέντρωσή τους: ιδού ο δεύτερος λόγος. Τέλος, τα παραδίδω ως αυτό που είναι: τεκμήρια μιας ορισμένης ιστορίας.

Σχεδόν όλα αυτά τα κείμενα γεννήθηκαν από κάποια συγκυρία: σχολιασμός μιας εργασίας, απάντηση σε κάποια κριτική ή σε ενστάσεις, ανάλυση ενός θεάματος κλπ. Φέρουν την ημερομηνία και τη σφραγίδα της γέννησής τους, ακόμα και στις ταλαντεύσεις τους, τις οποίες δεν θέλησα να διορθώσω. Αφαίρεσα ορισμένα χωρία πολύ προσωπικής πολεμικής· αποκατέστησα τις λίγες λέξεις, σημειώσεις ή σελίδες που όφειλα τότε να κρατήσω στην άκρη είτε για να μη θίξω τις ευαισθησίες ορισμένων προκατειλημμένων είτε για να περιορίσω τις αναπτύξεις μου στην αρμόζουσα έκταση· διευκρίνισα επίσης κάποιες παραπομπές.

Καθένα από αυτά τα κείμενα γεννήθηκε από κάποια ιδιαίτερη περίσταση, και εντούτοις αποτελούν όλα προϊόν της ίδιας εποχής και της ίδιας ιστορίας. Είναι, με τον τρόπο τους, μαρτυρίες μιας μοναδικής εμπειρίας, την οποία υποχρεώθηκαν να βιώσουν όσοι φιλόσοφοι της ηλικίας μου επιχείρησαν να στοχαστούν μέσα στον Μαρξ: της αναζήτησης της φιλοσοφικής σκέψης του Μαρξ, που ήταν απαραίτητη για να βγούμε από το θεωρητικό αδιέξοδο στο οποίο μας είχε εκτοπίσει η ιστορία.

Η ιστορία: κυρίευσε την εφηβεία μας, από το Λαϊκό Μέτωπο και τον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο, για να μας εντυπώσει, με τον Πόλεμο νέτα σκέτα, την τρομερή παιδεία των γεγονότων. Μας αιφνιδίασε κατά την έλευσή μας στον κόσμο και, από φοιτητές αστικής ή μικροαστικής καταγωγής που ήμασταν, μας μετέτρεψε σε ανθρώπους που γνωρίζουν για την ύπαρξη των τάξεων, την πάλη τους και το διακύβευμά της. Αντλήσαμε το συμπέρασμα από τις προδηλότητες που μας επέβαλε και προσχωρήσαμε στην πολιτική οργάνωση της εργατικής τάξης, το Κομμουνιστικό Κόμμα.

Ήταν αμέσως μετά τον πόλεμο. Αίφνης, ριχτήκαμε στις μεγάλες πολιτικές και ιδεολογικές μάχες που έδινε το κόμμα: οφείλαμε τότε να σταθμίσουμε την επιλογή μας και να αναλάβουμε τις συνέπειές της.

Εκείνος ο καιρός μένει στην πολιτική μνήμη μας ως ο καιρός των μεγάλων απεργιών και των μαζικών διαδηλώσεων, ο καιρός της «Έκκλησης της Στοκχόλμης» και του Κινήματος της Ειρήνης – όταν κατέρρευσαν οι τεράστιες προσδοκίες που γέννησε η Αντίσταση και ξεκίνησε ο τραχύς και μακροχρόνιος αγώνας που επρόκειτο να απωθήσει στον ορίζοντα του Ψυχρού Πολέμου τη σκιά της καταστροφής, σπρωγμένη από αναρίθμητα ανθρώπινα χέρια. Εκείνος ο καιρός μένει στη φιλοσοφική μνήμη μας ως ο καιρός των οπλισμένων διανοουμένων που ιχνηλατούσαν το σφάλμα σε κάθε πιθανό κρησφύγετο, ο καιρός των φιλοσόφων χωρίς έργα, που ήμασταν εμείς, οι οποίοι όμως έκαναν πολιτική με κάθε έργο και χώριζαν τον κόσμο – τέχνες, λογοτεχνίες, φιλοσοφίες, επιστήμες – με τη μοναδική λεπίδα της ανηλεούς τομής των τάξεων, ο καιρός τον οποίο εν είδει γελοιογραφίας μια φράση συνοψίζει ακόμη, λάβαρο υψωμένο που ανεμίζει στο κενό: «αστική επιστήμη, προλεταριακή επιστήμη».

Κάποιοι ηγέτες, για να προασπιστούν ενάντια στη μανία των αστικών επιθέσεων έναν μαρξισμό που είχε μπει τότε σε επικίνδυνες περιπέτειες με τη «βιολογία» του Λυσένκο, είχαν επαναφέρει αυτή την παλαιά αριστερίστικη διατύπωση, που ήταν άλλοτε σύνθημα του Μπογκντάνοφ και της Προλετκούλτ. Αφ’ ης στιγμής διακηρύχτηκε, κυριάρχησε παντού. Υπό την επιτακτική γραμμή της, ό, τι λογιζόταν τότε ως φιλοσοφία δεν είχε άλλη επιλογή παρά μόνο ανάμεσα στο σχόλιο και στη σιωπή, σε μια πεφωτισμένη ή εξαναγκασμένη πεποίθηση και στην αμήχανη βουβαμάρα. Παραδόξως, χρειάστηκε μόνο ο Στάλιν, του οποίου το μεταδοτικό και αμείλικτο σύστημα διακυβέρνησης και σκέψης οδηγούσε σε αυτά τα παραληρήματα, για να αναδιπλωθεί εκείνη η τρέλα σε μια διάσταση Λόγου. Ανάμεσα στις γραμμές μερικών απλών σελίδων όπου μεμφόταν τον ζήλο όσων αξίωναν με κάθε τρόπο να μετατρέψουν τη γλώσσα σε εποικοδόμημα, διείδαμε ότι η χρήση του ταξικού κριτηρίου δεν ήταν απεριόριστη και ότι μας ωθούσε να μεταχειριζόμαστε την επιστήμη, ο τίτλος της οποίας κάλυπτε τα ίδια τα έργα του Μαρξ, σαν την πρώτη τυχούσα ιδεολογία. Έπρεπε να κάνουμε πίσω και σε κατάσταση ημισύγχυσης να επανέλθουμε στα στοιχειώδη.

Γράφω τούτες τις γραμμές εξ ονόματός μου και ως κομμουνιστής που δεν αναζητεί στο παρελθόν μας παρά μόνο στοιχεία ικανά να διαφωτίσουν το παρόν μας και ακολούθως να φωτίσουν το μέλλον μας.

Δεν υπενθυμίζω τούτο το επεισόδιο ούτε από ευχαρίστηση ούτε από πίκρα, αλλά για να το επιβεβαιώσω με μια επισήμανση που το υπερβαίνει. Είχαμε την ηλικία του ενθουσιασμού και της εμπιστοσύνης. Ζούσαμε σε μια εποχή όπου ο αντίπαλος ήταν ανελέητος και μιλούσε τη γλώσσα των ύβρεων για να υποστηρίξει την επίθεσή του. Είναι όμως γεγονός ότι παραμείναμε επί μακρόν σαστισμένοι εξαιτίας αυτής της περιπέτειας, όταν ορισμένοι ηγέτες όχι απλώς δεν μας συγκράτησαν από τη ροπή στον θεωρητικό «αριστερισμό», αλλά μας ώθησαν κιόλας με αποφασιστικότητα – δίχως οι υπόλοιποι να κάνουν φαινομενικά τίποτα για να τους περιορίσουν, για να μας πληροφορήσουν ή να μας προειδοποιήσουν. Αφιερώναμε τότε τον περισσότερο χρόνο μας στον αγώνα, όταν έπρεπε επίσης να υπερασπιστούμε το δικαίωμά μας και την υποχρέωσή μας να γνωρίζουμε, και πολύ απλά να μελετούμε προκειμένου να παράγουμε. Δεν είχαμε χρόνο για τέτοια πράγματα, έστω. Αγνοούσαμε τον Μπογκντάνοφ και την Προλετκούλτ και τον ιστορικό αγώνα του Λένιν εναντίον του πολιτικού και θεωρητικού αριστερισμού· αγνοούσαμε το ίδιο το γράμμα των κειμένων της ωριμότητας του Μαρξ, πανευτυχείς και βιαστικοί να ξαναβρούμε στην ιδεολογική φλόγα των Νεανικών Έργων του Μαρξ το δικό μας ορμητικό πάθος. Αλλά οι μεγαλύτεροί μας; Όσοι είχαν την ευθύνη να μας κατευθύνουν, πώς ζούσαν και αυτοί επίσης με την ίδια άγνοια; Όλη αυτή η μακροχρόνια θεωρητική παράδοση, που διαμορφώθηκε μέσα από τόσες διαμάχες και δοκιμασίες, που σφραγίστηκε από τόσο σπουδαία κείμενα-μαρτυρίες, πώς γίνεται να αποτελούσε γι’ αυτούς σχεδόν νεκρό γράμμα;

Καταλήξαμε έτσι να αναγνωρίσουμε ότι, υπό την προστασία του επικρατούντος δογματισμού, μια άλλη αρνητική παράδοση, γαλλική τούτη τη φορά, είχε υπερισχύσει επί της πρώτης, μια άλλη παράδοση, ή μάλλον ό, τι θα μπορούσαμε να ονομάσουμε, απηχώντας τη “deutsche Misere” του Χάινε, δική μας «γαλλική αθλιότητα»: η επίμονη και βαθιά απουσία μιας πραγματικής θεωρητικής παιδείας στην ιστορία του γαλλικού εργατικού κινήματος. Αν το γαλλικό Κόμμα μπόρεσε να προχωρήσει σε τέτοιον βαθμό και να προσδώσει στη γενική θεωρία των δύο επιστημών τη μορφή ριζικής διακήρυξης, αν κατάφερε να τη μετατρέψει σε δοκιμασία και απόδειξη του αναμφισβήτητου πολιτικού θάρρους του, τούτο συνέβη επίσης διότι ζούσε με πενιχρές θεωρητικές εφεδρείες: εκείνες που είχε κληρονομήσει από ολόκληρο το παρελθόν του γαλλικού εργατικού κινήματος. Πράγματι, πέρα από τους ουτοπιστές Σαιν-Σιμόν και Φουριέ, που ο Μαρξ αρέσκεται τόσο να επικαλείται, πέρα από τον Προυντόν, που δεν ήταν μαρξιστής, και τον Ζωρές, που ήταν λίγο μαρξιστής, πού είναι οι θεωρητικοί μας; Η Γερμανία είχε τον Μαρξ και τον Ένγκελς, και τον πρώτο Κάουτσκυ· η Πολωνία, τη Ρόζα Λούξεμπουργκ· η Ρωσία, τον Πλεχάνοφ και τον Λένιν· η Ιταλία, τον Λαμπριόλα, ο οποίος αντιστοιχούσε επί ίσοις όροις στον Ένγκελς (όταν εμείς είχαμε τον Σορέλ!), και μετά τον Γκράμσι. Πού είναι οι θεωρητικοί μας; Ο Γκεντ; Ο Λαφάργκ;

Θα χρειαζόταν ξεχωριστή ιστορική ανάλυση για να εξηγηθεί αυτή η φτώχεια που έρχεται σε αντιδιαστολή με τον πλούτο άλλων παραδόσεων. Χωρίς να ισχυριζόμαστε ότι ξεκινούμε μια τέτοια ανάλυση, μπορούμε τουλάχιστον να προσδιορίσουμε κάποια σημεία αναφοράς. Μια θεωρητική παράδοση (θεωρία της ιστορίας, φιλοσοφική θεωρία) στο εργατικό κίνημα του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα δεν μπορεί να παραβλέψει τα έργα των διανοούμενων εργαζομένων. Διανοούμενοι θεμελίωσαν τον ιστορικό υλισμό και τον διαλεκτικό υλισμό (Μαρξ και Ένγκελς), διανοούμενοι ανέπτυξαν τη θεωρία του (Κάουτσκυ, Πλεχάνοφ, Λαμπριόλα, Ρόζα Λούξεμπουργκ, Λένιν, Γκράμσι). Δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά, ούτε στις απαρχές ούτε πολύ μετά, δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά ούτε τώρα ούτε στο μέλλον: εκείνο που άλλαξε και θα αλλάξει είναι η ταξική καταγωγή των διανοούμενων εργαζομένων, όχι όμως η ιδιότητα που έχουν ως διανοούμενοι.1 Έτσι, για λόγους αρχής ο Λένιν, μετά τον Κάουτσκυ, επέστησε την προσοχή μας: αφενός η «αυθόρμητη» ιδεολογία του εργατικού κινήματος δεν μπορούσε, παραδομένη στον εαυτό της, να παραγάγει παρά μόνο τον ουτοπικό σοσιαλισμό, τον τρεϊντγιουνιονισμό, τον αναρχισμό και τον αναρχοσυνδικαλισμό· αφετέρου ο μαρξιστικός σοσιαλισμός, ο οποίος προϋποθέτει τη γιγαντιαία θεωρητική εργασία συγκρότησης και ανάπτυξης μιας επιστήμης και μιας φιλοσοφίας χωρίς προηγούμενο, δεν θα μπορούσε παρά να είναι το έργο ανθρώπων που διαθέτουν βαθιά ιστορική, επιστημονική και φιλοσοφική μόρφωση, διανοουμένων πολύ μεγάλης αξίας. Αν τέτοιοι διανοούμενοι εμφανίστηκαν στη Γερμανία, στη Ρωσία, στην Πολωνία και στην Ιταλία, είτε για να θεμελιώσουν τη μαρξιστική θεωρία είτε για να γίνουν οι δάσκαλοί της, αυτό δεν οφείλεται σε μεμονωμένες τυχαιότητες: αλλά στο γεγονός ότι οι κοινωνικές, πολιτικές, θρησκευτικές, ιδεολογικές και ηθικές συνθήκες που επικρατούσαν σε αυτές τις χώρες καθιστούσαν πολύ απλά αδύνατη τη δραστηριότητα των διανοουμένων, στους οποίους οι κυρίαρχες τάξεις (φεουδαρχία και αστική τάξη, συμβιβασμένες και ενωμένες στα ταξικά συμφέροντά τους και στηριγμένες στις Εκκλησίες) δεν προσέφεραν ως επί το πλείστον παρά μόνο τις ασχολίες της δουλοπρέπειας και της χλεύης. Εκεί, οι διανοούμενοι δεν μπορούσαν να αναζητήσουν ελευθερία και μέλλον παρά μόνο στο πλευρό της εργατικής τάξης, της μόνης επαναστατικής τάξης. Αντιθέτως, στη Γαλλία η αστική τάξη είχε υπάρξει επαναστατική, ήξερε και μπόρεσε από παλιά να συνδέσει τους διανοούμενους με την επανάσταση που είχε κάνει και να τους κρατήσει σύσσωμους στο πλευρό της μετά την κατάληψη και τη σταθεροποίηση της εξουσίας. Η γαλλική αστική τάξη ήξερε και μπόρεσε να ολοκληρώσει την επανάστασή της, μια σαφή και καθαρή επανάσταση, να εξαλείψει τη φεουδαρχική τάξη από την πολιτική σκηνή (1789, 1830, 1848), να επισφραγίσει επί βασιλείας της την ενότητα του έθνους μέσα στην ίδια την επανάσταση, να πολεμήσει την Εκκλησία, ακολούθως να την υιοθετήσει, αλλά την κατάλληλη στιγμή να χωριστεί από αυτήν και να καλυφθεί πίσω από συνθήματα περί ελευθερίας και ισότητας. Ήξερε να χρησιμοποιεί τις θέσεις ισχύος της και συγχρόνως όλους τους τίτλους που είχε κατακτήσει στο παρελθόν της για να προσφέρει στους διανοούμενους αρκετό μέλλον και χώρο, αρκούντως έντιμα καθήκοντα, επαρκή περιθώρια ελευθερίας και ψευδαισθήσεων, ώστε να τους συγκρατήσει υπό τον νόμο της και να τους διατηρήσει υπό τον έλεγχο της ιδεολογίας της. Εκτός από κάποιες σπουδαίες εξαιρέσεις, που ήταν ακριβώς εξαιρέσεις, οι Γάλλοι διανοούμενοι αποδέχτηκαν τη συνθήκη τους και δεν αισθάνθηκαν τη ζωτική ανάγκη να αναζητήσουν τη σωτηρία τους στο πλευρό της εργατικής τάξης: και όταν συντάχθηκαν με αυτή, δεν κατάφεραν να απεκδυθούν ριζικά την αστική ιδεολογία που τους είχε σφραγίσει, και επιβίωσε στον ιδεαλισμό τους και στον ρεφορμισμό τους (Ζωρές) ή στον θετικισμό τους. Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι το γαλλικό Κόμμα υποχρεώθηκε να καταβάλλει γενναίες και υπομονετικές προσπάθειες για να περιορίσει και να καταστρέψει το αντανακλαστικό «εργατίστικης» δυσπιστίας προς τους διανοούμενους, το οποίο εξέφραζε με τον τρόπο του την πείρα και την απογοήτευση, που δεν έπαψαν να επανακάμπτουν, μιας μακράς ιστορίας. Ως εκ τούτου, οι ίδιες οι μορφές της αστικής κυριαρχίας στέρησαν επί μακρόν από το γαλλικό εργατικό κίνημα τους διανοούμενους που ήταν απαραίτητοι για τη διαμόρφωση μιας αυθεντικής θεωρητικής παράδοσης.

Χρειάζεται άραγε να προσθέσουμε εδώ και έναν εθνικό λόγο; Παραπέμπει στη θλιβερή ιστορία της γαλλικής φιλοσοφίας κατά τα εκατόν τριάντα χρόνια που ακολούθησαν την Επανάσταση του 1789, στη σπιριτουαλιστική εμμονή της, που δεν ήταν απλώς συντηρητική αλλά αντιδραστική, από τον Μαιν ντε Μπιράν και τον Κουζέν ως τον Μπερξόν, στην περιφρόνησή της για την ιστορία και τον λαό, στους κραταιούς και στενούς δεσμούς της με τη θρησκεία, στην παράφορη μανία της εναντίον του μόνου άξιου ενδιαφέροντος διανοητή που η ίδια έβγαλε, του Αυγούστου Κοντ, και στην απίστευτη αμορφωσιά και άγνοιά της. Εδώ και τριάντα χρόνια τα πράγματα έχουν πάρει τελείως διαφορετική τροπή. Ωστόσο, το βάρος ενός μακρού αιώνα επίσημης φιλοσοφικής αποβλάκωσης συνέτεινε, και αυτό επίσης, τα μέγιστα στη σύνθλιψη της θεωρίας μέσα στο ίδιο το εργατικό κίνημα.

Το γαλλικό Κόμμα γεννήθηκε σε αυτές τις συνθήκες θεωρητικού κενού, και μεγάλωσε σε πείσμα τούτου του κενού, καλύπτοντας όσο καλύτερα μπορούσε τις υπάρχουσες ελλείψεις και τροφοδοτούμενο από τη μόνη αυθεντική εθνική παράδοσή μας, για την οποία ο Μαρξ έτρεφε τον βαθύτερο σεβασμό: την πολιτική παράδοση. Εξακολουθεί να σφραγίζεται από αυτή την πολιτική παράδοση, και κατά συνέπεια από μια ορισμένη παραγνώριση του ρόλου της θεωρίας, λιγότερο εξάλλου της πολιτικής και της οικονομικής θεωρίας και περισσότερο της φιλοσοφικής θεωρίας. Αν κατάφερε να συσπειρώσει γύρω του διάσημους διανοούμενους, επρόκειτο προπάντων για μεγάλους συγγραφείς, μυθιστοριογράφους, ποιητές και καλλιτέχνες, για σπουδαίους ειδικούς των επιστημών της φύσης, και επίσης για κάποιους ιστορικούς και ψυχολόγους υψηλού επιπέδου – και τούτο κυρίως για πολιτικούς λόγους· πολύ σπάνια όμως επρόκειτο για ανθρώπους αρκετά μορφωμένους φιλοσοφικά ώστε να θεωρούν ότι ο μαρξισμός όφειλε να είναι όχι μόνο μια πολιτική διδασκαλία, «μέθοδος» ανάλυσης και δράσης, αλλά επίσης, ως επιστήμη, ο θεωρητικός τομέας μιας θεμελιώδους έρευνας, η οποία είναι απαραίτητη όχι μόνο για να αναπτυχθεί η επιστήμη των κοινωνιών και οι διάφορες «επιστήμες του ανθρώπου» αλλά και οι επιστήμες της φύσης και η φιλοσοφία. Το γαλλικό Κόμμα όφειλε να γεννηθεί και να μεγαλώσει σε αυτές τις συνθήκες· χωρίς το κεκτημένο και τη συνδρομή μιας θεωρητικής εθνικής παράδοσης και άρα, ως αναπόφευκτη συνέπεια, χωρίς μια θεωρητική σχολή απ’ όπου θα μπορούσαν να βγουν δάσκαλοι.

Ιδού η πραγματικότητα που έπρεπε να μάθουμε να συλλαβίζουμε και να τη συλλαβίζουμε τελείως μόνοι. Μόνοι, διότι δεν είχαμε στα μέρη μας αληθινούς και μεγάλους δασκάλους στη μαρξιστική φιλοσοφία για να καθοδηγήσουν τα βήματά μας. Ο Πολιτζέρ, που θα μπορούσε να είναι ένας από αυτούς αν δεν είχε θυσιάσει το μεγάλο φιλοσοφικό έργο που έφερε μέσα του σε επείγοντα οικονομικά καθήκοντα, δεν μας είχε αφήσει παρά μόνο τα ευφυή σφάλματα της Κριτικής των θεμελίων της ψυχολογίας. Είχε πεθάνει, δολοφονημένος από τους ναζί. Δεν είχαμε δασκάλους. Δεν μιλάω για καλές προθέσεις ούτε για πολύ καλλιεργημένους διανοητές, για ειδήμονες, μορφωμένους και άλλους. Μιλάω για δασκάλους στη μαρξιστική φιλοσοφία, βγαλμένους από την ιστορία μας, προσιτούς και κοντινούς σε εμάς. Η τελευταία συνθήκη δεν συνιστά περιττή λεπτομέρεια. Διότι μαζί με τούτο το θεωρητικό κενό είχαμε κληρονομήσει από το εθνικό παρελθόν μας έναν τερατώδη φιλοσοφικό και πολιτιστικό επαρχιωτισμό (τον σοβινισμό μας), που έχει επακόλουθο να αγνοούμε τις ξένες γλώσσες και, πρακτικά, να θεωρούμε μηδαμινά όσα μπορεί πράγματι να σκέφτονται και να παράγουν αφ’ ης στιγμής διασχίσουμε τη γραμμή των βουνών, το ρεύμα ενός ποταμού ή την έκταση μιας θάλασσας. Είναι άραγε τυχαίο ότι η μελέτη και ο σχολιασμός των έργων του Μαρξ παρέμειναν τόσον καιρό στα μέρη μας έργο ορισμένων γενναίων και επίμονων γερμανιστών; Είναι άραγε τυχαίο ότι το μόνο όνομα που μπορούμε να παρουσιάσουμε πέραν των συνόρων μας είναι εκείνο του Αυγούστου Κορνύ, ενός γαλήνιου μοναχικού ήρωα που, αγνοημένος από το Γαλλικό Πανεπιστήμιο, ακολούθησε επί σειρά ετών λεπτομερείς μελέτες για το αριστερό νεοεγελιανό κίνημα και τον Νεαρό Μαρξ;

Τούτες οι σκέψεις θα μπορούσαν να ρίξουν φως στην ανέχειά μας, όχι όμως να την καταργήσουν. Στον Στάλιν χρωστούμε, μέσα στο ίδιο το κακό για το οποίο φέρει την ύψιστη ευθύνη, το πρώτο σοκ. Στον θάνατό του χρωστούμε το δεύτερο σοκ: στον θάνατό του και στο 20ό Συνέδριο. Στο μεταξύ όμως η ζωή επίσης είχε επιτελέσει, ανάμεσά μας, το έργο της.

Δεν μπορεί να δημιουργηθεί από τη μια μέρα στην άλλη ή με απλό διάταγμα ούτε πολιτική οργάνωση ούτε αληθινή θεωρητική παιδεία. Πόσοι και πόσοι νεαροί φιλόσοφοι που ενηλικιώθηκαν στον πόλεμο ή στη μεταπολεμική περίοδο αναλώθηκαν σε εξαντλητικά πολιτικά καθήκοντα, χωρίς να στερήσουν από αυτά τον χρόνο της επιστημονικής εργασίας! Είναι επίσης ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα της κοινωνικής ιστορίας μας ότι οι διανοούμενοι μικροαστικής καταγωγής που εντάχθηκαν τότε στο κόμμα αισθάνθηκαν υποχρεωμένοι να εξοφλήσουν με καθαρή δραστηριότητα, αν όχι με πολιτικό ακτιβισμό, το φαντασιακό Χρέος που θεωρούσαν ότι έχουν συνάψει επειδή δεν γεννήθηκαν προλετάριοι. Ο Σαρτρ μπορεί, με τον τρόπο του, να μας χρησιμεύσει ως έντιμος μάρτυρας γι’ αυτό το βάπτισμα της ιστορίας: ανήκαμε κι εμείς επίσης στη δική του φυλή· και είναι σαφώς ένα όφελος των καιρών ότι οι νεότεροι σύντροφοί μας φαίνονται να έχουν απαλλαγεί από αυτό το Χρέος, το οποίο πληρώνουν ίσως με διαφορετικό τρόπο. Φιλοσοφικά μιλώντας, η γενιά μας θυσιάστηκε, και τη θυσίασαν αποκλειστικά στις πολιτικές και ιδεολογικές μάχες· εννοώ ότι θυσιάστηκε σε ό, τι αφορά τα διανοητικά και επιστημονικά έργα της. Μερικοί επιστήμονες, ενίοτε μάλιστα και ιστορικοί, και δη κάποιοι ελάχιστοι άνθρωποι των γραμμάτων, κατάφεραν να ξεμπλέξουν χωρίς ζημιές ή με μικρό κόστος. Για έναν φιλόσοφο δεν υπήρχε διέξοδος. Αν μιλούσε ή έγραφε φιλοσοφία χάριν του κόμματος, ήταν ταγμένος σε σχολιασμούς και σε πενιχρές παραλλαγές επί των Διάσημων Παραθεμάτων για εσωτερική χρήση. Δεν είχαμε ακροατές μεταξύ των ομοίων μας. Ο αντίπαλος μας πετούσε κατάμουτρα ότι ήμασταν απλώς πολιτικοί· οι πιο φωτισμένοι συνάδελφοί μας, ότι έπρεπε να ξεκινήσουμε μελετώντας τους συγγραφείς μας προτού τους κρίνουμε, ότι έπρεπε να αιτιολογήσουμε αντικειμενικά τις αρχές μας προτού τις διακηρύξουμε και τις εφαρμόσουμε. Για να υποχρεώσουν τους καλύτερους συνομιλητές τους να τους ακούσουν κάπως πιο προσεκτικά, ορισμένοι μαρξιστές φιλόσοφοι αναγκάστηκαν, και μάλιστα με μια φυσική διεργασία όπου δεν υπεισερχόταν καμία προμελετημένη τακτική, να μεταμφιεστούν – να μεταμφιέσουν τον Μαρξ σε Χούσερλ, τον Μαρξ σε Χέγκελ, τον Μαρξ σε ηθικό ή ανθρωπιστή Νεαρό Μαρξ – με κίνδυνο κάποια μέρα να εκλάβουν το προσωπείο για πρόσωπο. Δεν υπερβάλλω, αναφέρω τα γεγονότα. Βιώνουμε ακόμα και σήμερα τις επιπτώσεις τους. Ήμασταν πολιτικά και φιλοσοφικά πεπεισμένοι ότι είχαμε προσεγγίσει τη μόνη στέρεη γη στον κόσμο, αλλά καθώς δεν μπορούσαμε να αποδείξουμε φιλοσοφικά ούτε την ύπαρξή της ούτε τη στερεότητά της, στην πραγματικότητα δεν είχαμε για κανέναν στέρεη γη κάτω από τα βήματά μας: είχαμε μόνο πεποιθήσεις. Δεν αναφέρομαι στην ακτινοβολία του μαρξισμού, που ευτυχώς μπορεί να γεννηθεί από άλλες σφαίρες πέραν του φιλοσοφικού άστρου· αναφέρομαι στην παραδόξως επισφαλή ύπαρξη της μαρξιστικής φιλοσοφίας ως τέτοιας. Εμείς που θεωρούσαμε ότι κατέχουμε τις αρχές κάθε δυνατής φιλοσοφίας, και της αδυνατότητας κάθε φιλοσοφικής ιδεολογίας, δεν καταφέρναμε να υποστηρίξουμε την αντικειμενική και δημόσια δοκιμασία της αποδεικτικότητας των πεποιθήσεών μας.

Αφ’ ης στιγμής διαπιστώθηκε η θεωρητική ματαιότητα του δογματικού λόγου, δεν είχαμε στη διάθεσή μας παρά μόνο ένα μέσο για να επωμιστούμε την αδυνατότητα στην οποία είχαμε περιέλθει να στοχαστούμε αληθινά τη φιλοσοφία μας: να στοχαστούμε την ίδια τη φιλοσοφία ως αδύνατη. Γνωρίσαμε τότε τον μεγάλο και επιδέξιο πειρασμό του «τέλους της φιλοσοφίας», για το οποίο μας πληροφορούσαν τα αινιγματικώς σαφή κείμενα της Νεότητας (1840-45) και της τομής (1845) του Μαρξ. Οι πιο μαχητικοί και οι πιο γενναίοι επιδίδονταν στο «τέλος της φιλοσοφίας» μέσω της «πραγμάτωσής» της και εξυμνούσαν τον θάνατο της φιλοσοφίας μέσα στη δράση, στην πολιτική πραγμάτωσή της και στην προλεταριακή εκπλήρωσή της, θέτοντας χωρίς επιφυλάξεις στην υπηρεσία τους την περίφημη εκείνη θέση για τον Φόυερμπαχ, όπου μια θεωρητικά διφορούμενη γλώσσα αντιτάσσει τον μετασχηματισμό του κόσμου στην εξήγησή του. Από εκεί έως τον θεωρητικό πραγματισμό δεν έμενε, και πάντα δεν μένει, παρά μόνο ένα βήμα. Κάποιοι άλλοι, περισσότερο επιστημονικού πνεύματος, διακήρυσσαν το «τέλος της φιλοσοφίας» με το ύφος ορισμένων θετικιστικών διατυπώσεων της Γερμανικής ιδεολογίας, όπου πλέον δεν επιφορτίζονται με την πραγμάτωση, και άρα με τον θάνατο της φιλοσοφίας, το επαναστατικό προλεταριάτο και η επαναστατική δράση, αλλά η απλή και καθαρή επιστήμη: ο ίδιος ο Μαρξ δεν μας καλεί άραγε να πάψουμε να φιλοσοφούμε, δηλαδή να αναπτύσσουμε ιδεολογικές ονειροπολήσεις, για να περάσουμε στη μελέτη της ίδιας της πραγματικότητας; Πολιτικά μιλώντας, η πρώτη ανάγνωση ήταν εκείνη στην οποία προέβαιναν οι περισσότεροι αγωνιστές φιλόσοφοι που, καθώς είχαν αφοσιωθεί καθ’ ολοκληρίαν στην πολιτική, μετέτρεπαν τη φιλοσοφία σε θρησκεία της δράσης τους· αντιθέτως, η δεύτερη ανάγνωση ήταν εκείνη στην οποία προέβαιναν οι κριτικοί που ήλπιζαν ότι ο πλήρης επιστημονικός λόγος θα κάλυπτε τις κενές διακηρύξεις της δογματικής φιλοσοφίας. Αν όμως αμφότεροι κατάφερναν έτσι να αποκαταστήσουν σχέσεις ειρήνης ή ασφάλειας με την πολιτική, το πλήρωναν αναγκαστικά με μια ένοχη συνείδηση έναντι της φιλοσοφίας: ένας πραγματιστικός-θρησκευτικός θάνατος της φιλοσοφίας και ένας θετικιστικός θάνατος της φιλοσοφίας δεν συνιστούν αληθινά φιλοσοφικούς θανάτους της φιλοσοφίας.

Σκαρφιστήκαμε τότε να προσφέρουμε στη φιλοσοφία έναν θάνατο αντάξιό της: έναν φιλοσοφικό θάνατο. Σε αυτήν επίσης την περίπτωση στηριζόμασταν σε άλλα κείμενα του Μαρξ και σε μια τρίτη ανάγνωση των πρώτων κειμένων του. Προχωρούσαμε υπονοώντας ότι το τέλος της φιλοσοφίας δεν μπορεί να είναι, όπως διακηρύσσει και ο υπότιτλος του Κεφαλαίου σχετικά με την Πολιτική Οικονομία, παρά μόνο κριτικό: ότι πρέπει να φτάσουμε στα ίδια τα πράγματα, να τελειώνουμε με τη φιλοσοφική ιδεολογία και να αρχίσουμε τη μελέτη του πραγματικού – αλλά, και αυτό ακριβώς θεωρούσαμε ότι μας προφυλάσσει από τον θετικισμό, στρεφόμενοι κατά της ιδεολογίας, τη βλέπαμε συνεχώς να απειλεί την «κατανόηση των θετικών πραγμάτων», να πολιορκεί τις επιστήμες και να θολώνει τα πραγματικά γνωρίσματα. Αναθέταμε τότε στη φιλοσοφία τη διηνεκή κριτική περιστολή των απειλών της ιδεολογικής αυταπάτης και, για να της εμπιστευτούμε τούτο το καθήκον, μετατρέπαμε τη φιλοσοφία σε απλή και καθαρή συνείδηση της επιστήμης, ανάγοντάς την έτσι καθ’ ολοκληρίαν στο γράμμα και στο σώμα της επιστήμης, απλώς όμως στραμμένη, ως άγρυπνη συνείδησή της, ως έξωθεν συνείδησή της, προς αυτό το αρνητικό έξω, προκειμένου να το εκμηδενίσει. Τελειώναμε έτσι πραγματικά με τη φιλοσοφία, εφόσον ολόκληρο το σώμα και το αντικείμενό της συγχέονταν με το σώμα και το αντικείμενο της επιστήμης, και όμως εξακολουθούσε να υπάρχει, ως η φευγαλέα κριτική συνείδησή της, για όσον ακριβώς χρόνο χρειάζεται ώστε να προβάλει τη θετική ουσία της επιστήμης επί της απειλητικής ιδεολογίας, για όσον ακριβώς χρόνο χρειάζεται ώστε να καταστρέψει όλες τις ιδεολογικές φαντασιώσεις του επιτιθέμενου, προτού επιστρέψει στη θέση της για να βρεθεί πάλι μεταξύ των οικείων της. Αυτός ο κριτικός θάνατος της φιλοσοφίας, ο οποίος ήταν ταυτόσημος με τη φευγαλέα φιλοσοφική ύπαρξή της, μας παρείχε επιτέλους τους τίτλους και τις χαρές ενός αληθινού φιλοσοφικού θανάτου, εκπληρωμένου κατά την αμφίσημη πράξη της κριτικής. Η φιλοσοφία είχε τότε μοναδικό πεπρωμένο να επιτελέσει τον κριτικό θάνατό της κατά την αναγνώριση του πραγματικού, και κατά την επιστροφή στο ίδιο το πραγματικό, το πραγματικό της ιστορίας, της μητέρας των ανθρώπων, των πράξεών τους και των σκέψεών τους. Να φιλοσοφούμε σήμαινε να επαναλάβουμε για δικό μας λογαριασμό την κριτική οδύσσεια του Νεαρού Μαρξ, να διασχίσουμε το στρώμα αυταπατών το οποίο μας αποκρύπτει το πραγματικό και να αγγίξουμε τη μόνη γενέθλια γη: τη γη της ιστορίας, για να βρούμε επιτέλους την ηρεμία της πραγματικότητας και της επιστήμης, συνταιριασμένων υπό τη διηνεκή επαγρύπνηση της κριτικής. Σε μια τέτοια ανάγνωση δεν μπορούσε να τεθεί ως ερώτημα η ιστορία της φιλοσοφίας: και πώς θα μπορούσε να υπάρχει μια ιστορία των φαντασιώσεων που διαλύθηκαν, μια ιστορία των σκοταδιών που διασχίστηκαν; Υπάρχει μόνο η ιστορία του πραγματικού, που μπορεί υπόκωφα να αφυπνίσει στον κοιμώμενο ονειρικές ασυναρτησίες, χωρίς ποτέ τα όνειρά του, ριζωμένα στη συνέχεια αυτού του βάθους, να μπορούν να συνθέσουν δικαιωματικά την ήπειρο μιας ιστορίας. Ο ίδιος ο Μαρξ μάς το είχε πει στη Γερμανική ιδεολογία: «Η φιλοσοφία δεν έχει ιστορία». Όταν θα διαβάζουμε το κείμενο «Για τον Νεαρό Μαρξ», θα κρίνουμε κατά πόσο παραμένει εν μέρει δέσμιο αυτής της μυθικής προσδοκίας για μια φιλοσοφία που επιτυγχάνει το φιλοσοφικό τέλος της μέσω του παρατεινόμενου θανάτου της κριτικής συνείδησης.


*

Υπενθυμίζω αυτές τις αναζητήσεις και αυτές τις επιλογές επειδή με τον τρόπο τους φέρουν το ίχνος της ιστορίας μας. Και επιπλέον, επειδή το τέλος του σταλινικού δογματισμού δεν τις διέλυσε ως απλώς περιστασιακά αντανακλαστικά, αφού εξακολουθούν να αποτελούν προβλήματά μας. Όσοι καταλογίζουν στον Στάλιν, εκτός από τα εγκλήματα και τα λάθη του, όλες τις απογοητεύσεις μας, τα σφάλματά μας και τις συγχύσεις μας, σε κάθε τομέα, διατρέχουν τον κίνδυνο να περιπέσουν σε μεγάλη αμηχανία διαπιστώνοντας ότι το τέλος του φιλοσοφικού δογματισμού δεν μας απέδωσε τη μαρξιστική φιλοσοφία στην ακεραιότητά της. Τελικά δεν μπορούμε να απελευθερώσουμε, ακόμα και από τον δογματισμό, παρά μόνο κάτι που υπάρχει. Το τέλος του δογματισμού παρήγαγε μια πραγματική ελευθερία έρευνας και επίσης έναν πυρετό, οπότε ορισμένοι βιάστηκαν λίγο να ανακηρύξουν σε φιλοσοφία τον ιδεολογικό σχολιασμό του αισθήματος απελευθέρωσής τους και της κλίσης τους στην ελευθερία. Οι πυρετοί πέφτουν το ίδιο σίγουρα όσο και οι πέτρες. Το τέλος του δογματισμού μάς απέδωσε το δικαίωμα να προβούμε στον ακριβή υπολογισμό αυτών που κατέχουμε, να αποκαλέσουμε με το όνομά τους τόσο τον πλούτο μας όσο και την ανέχειά μας, να στοχαστούμε και να θέσουμε μεγαλοφώνως τα προβλήματά μας και να ξεκινήσουμε με αυστηρούς όρους μια πραγματική έρευνα. Το τέλος του επέτρεψε να βγούμε εν μέρει από τον θεωρητικό επαρχιωτισμό μας, να αναγνωρίσουμε και να γνωρίσουμε όσους υπήρχαν και υπάρχουν έξω από εμάς, και κοιτώντας αυτό το έξω να αρχίσουμε να κοιτάζουμε εμάς τους ίδιους εκ των έξω, να γνωρίσουμε τον τόπο που καταλαμβάνουμε στη γνώση και στην άγνοια του μαρξισμού, και έτσι να αρχίσουμε να γνωρίζουμε τον εαυτό μας. Το τέλος του δογματισμού μάς έθεσε ενώπιον αυτής της πραγματικότητας: ότι η μαρξιστική φιλοσοφία, την οποία θεμελίωσε ο Μαρξ κατά την ίδια την πράξη με την οποία θεμελίωνε τη θεωρία του για την ιστορία, μένει ακόμη κατά μεγάλο μέρος να συγκροτηθεί, εφόσον όπως έλεγε ο Λένιν έχουν τεθεί μόνο οι ακρογωνιαίοι λίθοι της· ότι οι θεωρητικές δυσκολίες με τις οποίες παλεύαμε κάτω από τη νύχτα του δογματισμού δεν ήταν απ’ άκρου εις άκρον τεχνητές δυσκολίες αλλά προέρχονταν επίσης κατά μεγάλο μέρος από την ανεπεξέργαστη κατάσταση της μαρξιστικής φιλοσοφίας· ή μάλλον ότι στις στερεότυπες και γελοιογραφικές μορφές που είχαμε υποστεί ή διατηρήσει, και μέχρι το θεωρητικό τερατούργημα των δύο επιστημών, ήταν πραγματικά παρούσα μια πλευρά ενός αδιευθέτητου προβλήματος, με μια παρουσία τυφλή και αλλόκοτη – αρκούμαι να αναφέρω ως μαρτυρίες τις εργασίες του θεωρητικού αριστερισμού που μόλις δημοσιεύτηκαν (του νεαρού Λούκατς και του Κορς)· και τελικά ότι η μοίρα μας και το καθήκον μας σήμερα είναι, πολύ απλά, να θέσουμε και να αντιμετωπίσουμε αυτά τα προβλήματα στο φως της μέρας, αν θέλουμε να προσδώσουμε ολίγη ύπαρξη και θεωρητική συνεκτικότητα στη μαρξιστική φιλοσοφία.


ΙΙ

Ας μου επιτραπεί να υποδείξω σε ποια κατεύθυνση κινούνται οι σημειώσεις που πρόκειται να διαβαστούν.

Το κείμενο «Για τον Νεαρό Μαρξ», που εξακολουθεί να είναι δέσμιο του μύθου μιας φευγαλέας κριτικής φιλοσοφίας, περιείχε εντούτοις το ουσιαστικό ερώτημα, το οποίο είχαν εγείρει αμετάκλητα μέσα μας οι δοκιμασίες μας, οι αποτυχίες μας και οι ίδιες μας οι αδυναμίες: Τι συμβαίνει με τη μαρξιστική φιλοσοφία; Έχει θεωρητικά δικαίωμα στην ύπαρξη; Και αν υπάρχει δικαιωματικά, πώς μπορεί να οριστεί η ειδοποιός διάστασή της; Αυτό το ουσιαστικό ερώτημα εγειρόταν πρακτικά μέσω ενός φαινομενικά ιστορικού, αλλά στην πραγματικότητα θεωρητικού ερωτήματος: του ερωτήματος για την ανάγνωση και την ερμηνεία των Νεανικών Έργων του Μαρξ. Δεν είναι τυχαίο που φάνηκε απαραίτητο να υποβληθούν σε σοβαρή κριτική εξέταση τούτα τα διάσημα κείμενα των οποίων είχαν καλυφθεί όλα τα λάβαρα και όλες οι χρήσεις, τούτα τα ευθέως φιλοσοφικά κείμενα στα οποία είχαμε πιστέψει, αυθόρμητα κατά το μάλλον ή ήττον, ότι διαβάζουμε αυτοπροσώπως τη φιλοσοφία του Μαρξ. Όταν κανείς έθετε το ερώτημα της μαρξιστικής φιλοσοφίας και της ειδοποιού διάστασής της σε σχέση με τα Νεανικά Έργα του Μαρξ, αυτό σήμαινε κατ’ ανάγκην ότι έθετε το ερώτημα των σχέσεων του Μαρξ με τις φιλοσοφίες που είχε ενστερνιστεί ή διασχίσει, τις φιλοσοφίες του Χέγκελ και του Φόυερμπαχ, και συνεπώς ότι έθετε το ερώτημα της διαφοράς του.

Η ίδια η μελέτη των νεανικών έργων του Μαρξ με είχε ωθήσει αρχικά στην ανάγνωση του Φόυερμπαχ και στη δημοσίευση των σημαντικότερων θεωρητικών κειμένων του της περιόδου 1839-45. Ο ίδιος ακριβώς λόγος επρόκειτο, απολύτως φυσικά, να με ωθήσει να αρχίσω να μελετάω, στη λεπτομέρεια των αμοιβαίων εννοιών τους, τη φύση των σχέσεων ανάμεσα στη φιλοσοφία του Χέγκελ και τη φιλοσοφία του Μαρξ. Το ερώτημα της ειδοποιού διαφοράς της μαρξιστικής φιλοσοφίας προσέλαβε έτσι τη μορφή του ερωτήματος αν υπήρχε ή όχι, στη διανοητική ανάπτυξη του Μαρξ, μια επιστημολογική τομή που να σηματοδοτεί την ανάκυψη μιας νέας αντίληψης για τη φιλοσοφία – και του σύστοιχου ερωτήματος για τον επακριβή τόπο αυτής της τομής. Στο πεδίο αυτού ακριβώς του ερωτήματος, η μελέτη των Νεανικών Έργων του Μαρξ απέκτησε αποφασιστική σημασία, τόσο θεωρητική (ύπαρξη της τομής;) όσο και ιστορική (τόπος της τομής;).

Βεβαίως, δεν τίθεται θέμα να αποδεχτούμε, για να επιβεβαιωθεί η ύπαρξη μιας τομής και να οριστεί ο τόπος της, παρά μόνο ως δήλωση προς εξέταση – αναίρεση ή επίρρωση –, τη φράση με την οποία ο Μαρξ πιστοποιεί και τοποθετεί αυτή την τομή (το «ξεκαθάρισμα των λογαριασμών με την παλαιότερη συνείδησή μας») το 1845, στο επίπεδο της Γερμανικής ιδεολογίας. Για να εξεταστούν οι τίτλοι αυτής της δήλωσης χρειαζόταν μια θεωρία και μια μέθοδος· έπρεπε να εφαρμοστούν στον ίδιον τον Μαρξ οι μαρξιστικές θεωρητικές έννοιες με βάση τις οποίες μπορεί να μελετηθεί η πραγματικότητα των θεωρητικών σχηματισμών εν γένει (φιλοσοφική ιδεολογία, επιστήμη). Πράγματι, χωρίς τη θεωρία μιας ιστορίας των θεωρητικών σχηματισμών δεν θα μπορούσαμε να συλλάβουμε και να ορίσουμε την ειδοποιό διαφορά που διακρίνει δύο διαφορετικούς θεωρητικούς σχηματισμούς. Θεώρησα ότι μπορώ να δανειστώ γι’ αυτόν τον σκοπό την έννοια της προβληματικής από τον Ζακ Μαρτέν, ώστε να προσδιορίσω την ειδοποιό ενότητα ενός θεωρητικού σχηματισμού, και κατά συνέπεια τον τόπο στον οποίο παραπέμπει αυτή η ειδοποιός διαφορά, και την έννοια της «επιστημολογικής τομής» από τον Γκαστόν Μπασελάρ, για να στοχαστώ τη μεταβολή της θεωρητικής προβληματικής, η οποία είναι σύγχρονη με τη θεμελίωση ενός επιστημονικού κλάδου. Το γεγονός ότι χρειάστηκε να κατασκευάσω μια έννοια και να δανειστώ μια άλλη έννοια ουδόλως σήμαινε ότι αυτές οι δύο έννοιες ήταν αυθαίρετες ή ξένες στον Μαρξ· τουναντίον, μπορούμε να δείξουμε ότι είναι παρούσες και επί το έργον στην επιστημονική σκέψη του Μαρξ, ακόμα και αν η παρουσία τους παραμένει τις περισσότερες φορές σε πρακτική κατάσταση.2 Με βάση αυτές τις δύο έννοιες εξασφάλισα το ελάχιστο απαιτούμενο θεωρητικό επίπεδο που επιτρέπει μια προσήκουσα ανάλυση αναφορικά με τη διαδικασία του θεωρητικού μετασχηματισμού του Νεαρού Μαρξ και οδηγεί σε κάποια επακριβή συμπεράσματα.

Ας μου επιτραπεί να συνοψίσω εδώ, σε άκρως περιληπτική μορφή, κάποια από τα αποτελέσματα μιας μελέτης που διεξήχθη σε μήκος αρκετών ετών και για την οποία τα κείμενα που δημοσιεύω αποτελούν μόνο εν μέρει μαρτυρίες.

1. Μια αναμφίβολη «επιστημολογική τομή» παρεμβαίνει πράγματι στο έργο του Μαρξ, στο σημείο όπου την τοποθετεί ο ίδιος ο Μαρξ, στην αδημοσίευτη ενόσω ζούσε εργασία του, η οποία υποβάλλει σε κριτική την παλαιά (ιδεολογική) φιλοσοφική συνείδησή του: στη Γερμανική ιδεολογία. Οι Θέσεις για τον Φόυερμπαχ, που είναι μόνο λίγες φράσεις, σηματοδοτούν το ακραίο πρότερο χείλος αυτής της τομής, το σημείο όπου διαφαίνεται ήδη η νέα θεωρητική συνείδηση εντός της παλαιάς συνείδησης και της παλαιάς γλώσσας, και επομένως με διατυπώσεις και έννοιες αναγκαστικά χωρίς ισορροπία και διφορούμενες.

2. Αυτή η «επιστημολογική τομή» αφορά από κοινού δύο διακριτούς θεωρητικούς κλάδους. Καθώς ο Μαρξ θεμελίωνε τη θεωρία της ιστορίας (ιστορικός υλισμός), ερχόταν συγχρόνως σε ρήξη με την προηγούμενη ιδεολογική φιλοσοφική συνείδησή του και θεμελίωνε μια νέα φιλοσοφία (διαλεκτικός υλισμός). Υιοθετώ σκοπίμως την καθιερωμένη τρέχουσα ορολογία (ιστορικός υλισμός, διαλεκτικός υλισμός), για να προσδιορίσω αυτή τη διπλή θεμελίωση με μία μόνο τομή. Και επισημαίνω δύο σημαντικά προβλήματα που είναι εγγεγραμμένα σε αυτή την κατ’ εξαίρεση συνθήκη. Το γεγονός ότι μια νέα φιλοσοφία γεννιέται από την ίδια τη θεμελίωση μιας επιστήμης, και ότι αυτή η επιστήμη είναι η θεωρία της ιστορίας, θέτει φυσικά ένα κεφαλαιώδες θεωρητικό πρόβλημα: με βάση ποια επί της αρχής αναγκαιότητα η θεμελίωση της επιστημονικής θεωρίας της ιστορίας έπρεπε να ενέχει και να περιλαμβάνει ipso facto μια θεωρητική επανάσταση στη φιλοσοφία; Η ίδια περίσταση είχε επίσης μια διόλου ασήμαντη πρακτική συνέπεια: η νέα φιλοσοφία ενεχόταν σε τέτοιον βαθμό από τη νέα επιστήμη και στη νέα επιστήμη που θα μπορούσε να μπει στον πειρασμό να συγχέεται μαζί της. Η Γερμανική ιδεολογία επικυρώνει πράγματι αυτή τη σύγχυση, καθώς μετατρέπει, όπως είπαμε, τη φιλοσοφία στην ισχνή σκιά που συνοδεύει την επιστήμη, αν όχι στην κενή γενικότητα του θετικισμού. Αυτή η πρακτική συνέπεια είναι ένα από τα κλειδιά της ιδιάζουσας ιστορίας της μαρξιστικής φιλοσοφίας, από τις απαρχές της ως τις μέρες μας.

Θα εξετάσω ακολούθως αυτά τα δύο προβλήματα.

3. H «επιστημολογική τομή» διαιρεί επομένως τη σκέψη του Μαρξ σε δύο μεγάλες βασικές περιόδους: στην ακόμη «ιδεολογική» περίοδο, που είναι προγενέστερη της τομής του 1845, και στην «επιστημονική» περίοδο, που είναι μεταγενέστερη της τομής του 1845. Η δεύτερη περίοδος μπορεί αυτή η ίδια να διαιρεθεί σε δύο στιγμές: στη στιγμή της θεωρητικής ωρίμανσης και στη στιγμή της θεωρητικής ωριμότητας του Μαρξ. Για τη διευκόλυνση της φιλοσοφικής και ιστορικής εργασίας που μας περιμένει, θα ήθελα να προτείνω μια προσωρινή ορολογία που καταγράφει αυτή την περιοδολόγηση.

α) Προτείνω να προσδιορίζουμε τα έργα της πρώτης περιόδου, συνεπώς όλα τα κείμενα του Μαρξ από τη διδακτορική διατριβή του έως τα Χειρόγραφα του 1844, συμπεριλαμβανομένης της Αγίας Οικογένειας, με την ήδη καθιερωμένη έκφραση: Έργα της Νεότητας του Μαρξ.

β) Προτείνω να προσδιορίζουμε τα κείμενα της τομής του 1845, δηλαδή τις Θέσεις για τον Φόυερμπαχ και τη Γερμανική ιδεολογία, όπου εμφανίζεται πρώτη φορά η νέα προβληματική του Μαρξ, αλλά ως επί το πλείστον με μορφή ακόμη εν μέρει αρνητική και έντονα πολεμική και κριτική, με μια νέα έκφραση: Έργα της τομής.

γ) Προτείνω να προσδιορίζουμε τα έργα της περιόδου 1845-57 με μια νέα έκφραση: Έργα της ωρίμανσης. Αν μπορούμε πράγματι να αποδώσουμε στην τομή που χωρίζει το ιδεολογικό (προγενέστερο του ’45) από το επιστημονικό (μεταγενέστερο του ’45) την κομβική χρονολογία των έργων του ’45 (Θέσεις για τον Φόυερμπαχ, Γερμανική ιδεολογία), πρέπει να συγκρατήσουμε ότι αυτή η μεταβολή δεν μπόρεσε να παραγάγει αμέσως, με ολοκληρωμένη και θετική μορφή, τη νέα θεωρητική προβληματική που εγκαινιάζει, τόσο στη θεωρία της ιστορίας όσο και στη θεωρία της φιλοσοφίας. Πράγματι, η Γερμανική ιδεολογία συνιστά ως επί το πλείστον τον αρνητικό και τον κριτικό σχολιασμό των διαφόρων μορφών της ιδεολογικής προβληματικής που απέρριψε ο Μαρξ. Ήταν αναγκαία μια μακρά εργασία θετικού στοχασμού και θετικής επεξεργασίας, μια μακρά περίοδος την οποία χρησιμοποίησε ο Μαρξ για να παραγάγει, να σφυρηλατήσει και να παγιώσει μια εννοιακή ορολογία και μια εννοιακή συστηματική που να αρμόζουν στο επαναστατικό θεωρητικό σχέδιό του. Μόνο σταδιακά η νέα προβληματική απέκτησε την οριστική μορφή της. Γι’ αυτό ακριβώς προτείνω να προσδιορίζουμε τα Έργα που είναι μεταγενέστερα της τομής του ’45 και προγενέστερα των πρώτων δοκιμών σύνταξης του Κεφαλαίου (προς το 1855-57), συνεπώς το Μανιφέστο, την Αθλιότητα της φιλοσοφίας, το Μισθός, τιμή, κέρδος κ.λπ., ως Έργα της θεωρητικής ωρίμανσης του Μαρξ.

δ) Προτείνω επομένως να προσδιορίζουμε όλα τα έργα που είναι μεταγενέστερα του 1857 ως Έργα της ωριμότητας.

Θα είχαμε τότε την ακόλουθη ταξινόμηση:

1840-1844: Νεανικά Έργα.

1845: Έργα της τομής.

1845-1857: Έργα της ωρίμανσης.

1857-1883: Έργα της ωριμότητας.

4. Η περίοδος των Νεανικών Έργων του Μαρξ (1840-45), δηλαδή των ιδεολογικών έργων του, μπορεί αυτή η ίδια να υποδιαιρεθεί σε δύο στιγμές:

α) στην ορθολογιστική-φιλελεύθερη στιγμή των άρθρων στην Εφημερίδα του Ρήνου (έως το 1842)·

β) στην ορθολογιστική-κοινοτιστική στιγμή των ετών 1842-45.

Όπως επισημαίνω εν τάχει στο κείμενο «Μαρξισμός και ανθρωπισμός», τα έργα της πρώτης στιγμής προϋποθέτουν μια προβληματική καντιανού-φιχτεανού τύπου. Αντιθέτως, τα κείμενα της δεύτερης στιγμής εδράζονται στην ανθρωπολογική προβληματική του Φόυερμπαχ. Η εγελιανή προβληματική εμπνέει ένα απολύτως μοναδικό κείμενο, το οποίο επιχειρεί με αυστηρό τρόπο να διενεργήσει, με την ακριβή έννοια του όρου, την «αναστροφή» του εγελιανού ιδεαλισμού στον ψευτοϋλισμό του Φόυερμπαχ: πρόκειται για τα Χειρόγραφα του 1844. Απ’ όπου προκύπτει το εξής παράδοξο αποτέλεσμα: κυριολεκτικά μιλώντας (πέραν της ακόμη ακαδημαϊκής άσκησης της διατριβής), ο Νεαρός Μαρξ δεν υπήρξε ποτέ εγελιανός, εξαιρουμένου του σχεδόν ύστατου κειμένου της ιδεολογικής-φιλοσοφικής περιόδου του, αλλά αρχικά καντιανός-φιχτεανός και ακολούθως φοϋερμπαχιανός. Συνεπώς, η ευρέως διαδεδομένη θέση για τον εγελιανισμό του Νεαρού Μαρξ, εν γένει, είναι μύθος. Αντιθέτως, όλα συμβαίνουν για τον Μαρξ, κατά τις παραμονές της ρήξης με την «παλαιότερη φιλοσοφική συνείδησή» του, ως εάν να είχε παραγάγει, ανατρέχοντας για μία και μοναδική φορά στη νεότητά του στον Χέγκελ, μια καταπληκτική θεωρητική «εκτόνωση» που ήταν απαραίτητη για να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του με την «παραληρηματική» συνείδησή του. Μέχρι τότε δεν είχε σταματήσει να παίρνει αποστάσεις από τον Χέγκελ, και αν θα θέλαμε να εξετάσουμε την κίνηση με την οποία πέρασε από τις εγελιανές πανεπιστημιακές μελέτες του σε μια καντιανή-φιχτεανή προβληματική, και ακολούθως σε μια φοϋερμπαχιανή προβληματική, θα έπρεπε να πούμε όχι απλώς ότι ο Μαρξ δεν πλησίαζε τον Χέγκελ, αλλά ότι δεν σταματούσε να απομακρύνεται από αυτόν. Με τον Φίχτε και τον Καντ εμβάθυνε, προς τα πίσω, στα τέλη του 18ου αιώνα, και με τον Φόυερμπαχ οπισθοδρομούσε στην καρδιά του θεωρητικού παρελθόντος αυτού του αιώνα, αν αληθεύει ότι ο Φόυερμπαχ μπορεί με τον τρόπο του να αντιπροσωπεύει τον «ιδεώδη» φιλόσοφο του 18ου αιώνα, τη σύνθεση του αισθησιοκρατικού υλισμού και του ηθικού-ιστορικού ιδεαλισμού, την πραγματική ένωση του Ντιντερό και του Ρουσσώ. Δεν θα μπορούσαμε να μην αναρωτηθούμε εάν με την αιφνίδια και ολική ύστατη επιστροφή των Χειρογράφων του 1844 στον Χέγκελ, αυτή τη μεγαλοφυή σύνθεση του Φόυερμπαχ και του Χέγκελ, ο Μαρξ δεν έθεσε ενώπιος ενωπίω, στο πλαίσιο μιας εκρηκτικής εμπειρίας, τα σώματα των δύο άκρων του θεωρητικού πεδίου στο οποίο σύχναζε μέχρι τότε, και εάν με αυτή την εμπειρία εξαιρετικής αυστηρότητας και συνείδησης, με την πιο ριζική απόπειρα «αναστροφής» του Χέγκελ που έχει ποτέ επιχειρηθεί, σε αυτό το κείμενο που ο ίδιος ο Μαρξ δεν δημοσίευσε ποτέ, δεν βίωσε πρακτικά και δεν ολοκλήρωσε τον μετασχηματισμό του. Αν θέλουμε να καταλήξουμε σε μια ορισμένη ιδέα για τη λογική αυτής της καταπληκτικής μεταβολής, θα πρέπει να την αναζητήσουμε στην εξαιρετική θεωρητική ένταση των Χειρογράφων του 1844, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι το κείμενο της σχεδόν τελευταίας νύχτας είναι παραδόξως το πιο απομακρυσμένο κείμενο που υπάρχει, θεωρητικά μιλώντας, από τη μέρα που επρόκειτο να ανατείλει.

5. Τα Έργα της Τομής θέτουν περίπλοκα προβλήματα ερμηνείας σε συνάρτηση ακριβώς με τη θέση τους στη θεωρητική διαμόρφωση της σκέψης του Μαρξ. Οι σύντομες λάμψεις των Θέσεων για τον Φόυερμπαχ περιλούζουν με φως όλους τους φιλοσόφους που τις πλησιάζουν, γνωρίζουμε όμως όλοι ότι μια λάμψη περισσότερο τυφλώνει παρά φωτίζει, και ότι τίποτα δεν είναι πιο δύσκολο να τοποθετηθεί στον χώρο της νύχτας από μια φωτεινή λάμψη που τη διακόπτει. Θα πρέπει πράγματι μια μέρα να καταστεί ορατός ο αινιγματικός χαρακτήρας αυτών των έντεκα δήθεν διαφανών Θέσεων. Όσο για τη Γερμανική ιδεολογία, παρουσιάζει πραγματικά μια σκέψη σε κατάσταση ρήξης με το παρελθόν της, καθώς υποβάλλει σε ένα ανηλεές παιχνίδι κριτικής σφαγής όλες τις παλαιές θεωρητικές προπαραδοχές της: εν πρώτοις τον Χέγκελ και τον Φόυερμπαχ, όλες τις μορφές μιας φιλοσοφίας της συνείδησης και μιας ανθρωπολογικής φιλοσοφίας. Εντούτοις, αυτή η νέα σκέψη, η οποία είναι τόσο στέρεη και τόσο ακριβής στο κατηγορητήριο κατά του ιδεολογικού σφάλματος, δεν ορίζεται η ίδια χωρίς δυσκολίες και διφορούμενα. Δεν έρχεται κανείς μονομιάς σε ρήξη με ένα θεωρητικό παρελθόν: χρειάζονται πάντως λέξεις και έννοιες για να έρθει κανείς σε ρήξη με λέξεις και έννοιες, και συχνά οι παλαιές λέξεις είναι εκείνες που επιφορτίζονται με το πρωτόκολλο της ρήξης για όσο καιρό διαρκεί η αναζήτηση νέων λέξεων. Η Γερμανική ιδεολογία παρουσιάζει έτσι το θέαμα εννοιών ανακληθεισών εξ εφεδρείας που καταλαμβάνουν τη θέση νέων εννοιών οι οποίες ακόμη εκπαιδεύονται… Και καθώς είναι εύλογο να κρίνονται αυτές οι παλαιές έννοιες με βάση την όψη τους, να εκλαμβάνονται κατά λέξη, μπορούμε εύκολα να παρεκτραπούμε είτε σε μια θετικιστική αντίληψη (τέλος κάθε φιλοσοφίας) είτε σε μια ατομικιστική-ανθρωπιστική αντίληψη του μαρξισμού (τα υποκείμενα της ιστορίας είναι οι «συγκεκριμένοι, πραγματικοί άνθρωποι»). Ή μπορεί επίσης να παρασυρθούμε από τον αμφίσημο ρόλο του καταμερισμού της εργασίας, που διαδραματίζει σε αυτό το κείμενο τον πρώτο ρόλο, τον οποίο κατείχε η αλλοτρίωση στα νεανικά κείμενα, και ο οποίος διέπει όλη τη θεωρία της ιδεολογίας και όλη τη θεωρία της επιστήμης. Για όλους αυτούς τους λόγους, που οφείλονται στην άμεση εγγύτητα με την τομή, η Γερμανική ιδεολογία απαιτεί από μόνη της μια ολόκληρη κριτική εργασία προκειμένου να διακρίνουμε την εφεδρική θεωρητική λειτουργία ορισμένων εννοιών από αυτές τις ίδιες τις έννοιες. Θα επανέλθω.

6. Η τοποθέτηση της τομής στο 1845 δεν στερείται σημαντικές θεωρητικές συνέπειες σε ό, τι αφορά όχι μόνο τη σχέση του Μαρξ με τον Φόυερμπαχ αλλά επίσης τη σχέση του Μαρξ με τον Χέγκελ. Πράγματι, ο Μαρξ δεν αναπτύσσει μια συστηματική κριτική του Χέγκελ μόνο μετά το ’45, αλλά ήδη από τη δεύτερη στιγμή της νεανικής περιόδου του, όπως μπορούμε να διαπιστώσουμε στην Κριτική της εγελιανής φιλοσοφίας του κράτους (Χειρόγραφο του 1843), στον πρόλογο στην Κριτική της εγελιανής φιλοσοφίας του δικαίου (1843), στα Χειρόγραφα του 1844 και στην Αγία Οικογένεια. Ωστόσο, αυτή η κριτική του Χέγκελ δεν είναι τότε τίποτε άλλο, ως προς τις θεωρητικές αρχές της, από την επανάληψη, τον σχολιασμό, ή την ανάπτυξη και την επέκταση της έξοχης κριτικής του Χέγκελ την οποία έχει διατυπώσει επανειλημμένα ο Φόυερμπαχ. Είναι μια κριτική της εγελιανής φιλοσοφίας ως θεωρησιολογίας, ως αφαίρεσης, μια κριτική που διεξάγεται στο όνομα των αρχών της ανθρωπολογικής προβληματικής της αλλοτρίωσης: μια κριτική που επικαλείται το συγκεκριμένο-υλιστικό αντί του αφηρημένου-θεωρησιακού, δηλαδή μια κριτική που παραμένει εξαρτημένη από την ίδια την ιδεαλιστική προβληματική από την οποία θέλει να απελευθερωθεί, και επομένως μια κριτική που ανήκει εκ δικαίου στη θεωρητική προβληματική με την οποία θα έρθει σε ρήξη ο Μαρξ το ’45.

Όπως είναι κατανοητό, για την αναζήτηση και τον ορισμό της μαρξιστικής φιλοσοφίας, προέχει να μην συγχέεται η μαρξιστική κριτική του Χέγκελ με τη φοϋερμπαχιανή κριτική του Χέγκελ, ακόμα κι αν ο Μαρξ την επαναλαμβάνει για λογαριασμό του. Διότι αναλόγως αν ανακηρύξουμε ή δεν ανακηρύξουμε αληθινά μαρξιστική την κριτική (στην πραγματικότητα φοϋερμπαχιανή απ’ άκρου εις άκρον) του Χέγκελ την οποία εκθέτει ο Μαρξ στα κείμενα του ’43, θα σχηματίσουμε πολύ διαφορετική ιδέα για την τελική φύση της μαρξιστικής φιλοσοφίας. Επισημαίνω αυτό το σημείο ως αποφασιστικής σημασίας για τις σημερινές ερμηνείες της μαρξιστικής φιλοσοφίας, και αναφέρομαι σε σοβαρές, συστηματικές έρευνες που εδράζονται σε πραγματικές φιλοσοφικές, επιστημολογικές και ιστορικές γνώσεις και σε αυστηρές μεθόδους ανάγνωσης, και όχι απλώς σε γνώμες, από τις οποίες μπορούν επίσης να φτιαχτούν βιβλία. Για παράδειγμα, το τόσο σημαντικό, κατά τη γνώμη μου, έργο του Ντέλλα Βόλπε και του Κολλέττι στην Ιταλία, τόσο σημαντικό επειδή είναι το μόνο μέχρι σήμερα που θέτει συνειδητά στο επίκεντρο των ερευνών του την ασυμφιλίωτη θεωρητική διάκριση που χωρίζει τον Μαρξ από τον Χέγκελ, καθώς και τον ορισμό της προσίδιας ειδοποιού διάστασης της μαρξιστικής φιλοσοφίας, αυτό το έργο αποδέχεται πράγματι την ύπαρξη μιας τομής ανάμεσα στον Χέγκελ και τον Μαρξ, ανάμεσα στον Φόυερμπαχ και τον Μαρξ, αλλά τοποθετεί τούτη την τομή στο ’43, στο επίπεδο του προλόγου στην Κριτική της εγελιανής φιλοσοφίας του δικαίου! Αυτή η απλή μετατόπιση της τομής αντηχεί βαθιά στις επακόλουθες θεωρητικές συνέπειες και όχι μόνο στην αντίληψη για τη μαρξιστική φιλοσοφία, αλλά επίσης, όπως θα δούμε σε προσεχή εργασία, στην ανάγνωση και στην ερμηνεία του Κεφαλαίου.


*

Προχώρησα σε αυτές τις παρατηρήσεις για να φωτίσω το νόημα των σελίδων που είναι αφιερωμένες στον Φόυερμπαχ και στον Νεαρό Μαρξ και για να καταδείξω την ενότητα του προβλήματος που κυριαρχεί σε αυτές τις σημειώσεις, δεδομένου ότι και τα δοκίμια για την αντίφαση και τη διαλεκτική αφορούν ομοίως τον ορισμό της απερίσταλτης ειδοποιού διάστασης της μαρξιστικής θεωρίας.

Το γεγονός ότι αυτός ο ορισμός δεν μπορεί να διαβαστεί άμεσα στα κείμενα του Μαρξ και ότι απαιτείται ολόκληρη προκαταρκτική κριτική για να προσδιοριστεί ο τόπος όπου διαμένουν οι έννοιες που προσιδιάζουν στον Μαρξ κατά την ωριμότητά του· ότι ο προσδιορισμός αυτών των εννοιών είναι αδιαχώριστος από τον προσδιορισμό του τόπου τους· ότι όλη αυτή η κριτική εργασία, ως απόλυτος προκαταρκτικός όρος για κάθε ερμηνεία, προϋποθέτει αφ’ εαυτής τη χρησιμοποίηση ενός ελάχιστου αριθμού προσωρινών μαρξιστικών θεωρητικών εννοιών αναφορικά με τη φύση των θεωρητικών σχηματισμών και την ιστορία τους· ότι επομένως η ανάγνωση του Μαρξ έχει προκαταρκτική συνθήκη μια μαρξιστική θεωρία της διαφορικής φύσης των θεωρητικών σχηματισμών και της ιστορίας τους, επομένως μια θεωρία της επιστημολογικής ιστορίας, που είναι η ίδια η μαρξιστική φιλοσοφία· ότι αυτό το εγχείρημα αποτελεί αυτό καθ’ εαυτό έναν απαραίτητο κύκλο όπου η εφαρμογή της μαρξιστικής φιλοσοφίας στον Μαρξ εμφανίζεται ως η απόλυτη προκαταρκτική συνθήκη για την κατανόηση του Μαρξ, και συγχρόνως ως προϋπόθεση για τη συγκρότηση και την ανάπτυξη της μαρξιστικής φιλοσοφίας, όλα αυτά είναι σαφή. Ωστόσο, ο κύκλος αυτού του εγχειρήματος δεν είναι, όπως κάθε κύκλος αυτού του είδους, παρά μόνο ο διαλεκτικός κύκλος του ερωτήματος που τίθεται σε ένα αντικείμενο αναφορικά με τη φύση του, με βάση μια θεωρητική προβληματική που, καθώς θέτει σε δοκιμασία το αντικείμενό της, τίθεται η ίδια υπό τη δοκιμασία του αντικειμένου της. Το γεγονός ότι ο μαρξισμός μπορεί και πρέπει να είναι το αντικείμενο της επιστημολογικής διερώτησης και ότι αυτή η επιστημολογική διερώτηση δεν μπορεί να τεθεί παρά μόνο σε συνάρτηση με τη μαρξιστική θεωρητική προβληματική αποτελούν αναγκαιότητα για μια θεωρία η οποία ορίζεται διαλεκτικά, όχι μόνο ως επιστήμη της ιστορίας (ιστορικός υλισμός) αλλά επίσης και συγχρόνως ως φιλοσοφία, ικανή να εξηγήσει τη φύση των θεωρητικών σχηματισμών και της ιστορίας τους, συνεπώς ικανή να εξηγήσει εαυτόν, εξετάζοντας ως αντικείμενο τον εαυτό της. Ο μαρξισμός είναι η μόνη φιλοσοφία που έρχεται θεωρητικά αντιμέτωπη με αυτή τη δοκιμασία.

Επομένως, όλη αυτή η κριτική εργασία δεν είναι απαραίτητη μόνο για να μπορέσουμε να διαβάσουμε τον Μαρξ διαφορετικά από μια άμεση ανάγνωση που θα παγιδευόταν είτε στις ψευδείς προδηλότητες των ιδεολογικών εννοιών της Νεότητας είτε στις ενδεχομένως ακόμα πιο επικίνδυνες ψευδείς προδηλότητες των φαινομενικά οικείων εννοιών των έργων της Τομής. Αυτή η αναγκαία για να διαβάσουμε τον Μαρξ εργασία συνιστά συγχρόνως, με την αυστηρή έννοια, την εργασία θεωρητικής επεξεργασίας της μαρξιστικής φιλοσοφίας. Η θεωρία που επιτρέπει να δούμε καθαρά μέσα στον Μαρξ, να διακρίνουμε την επιστήμη από την ιδεολογία, να στοχαστούμε τη διαφορά τους στο πλαίσιο της ιστορικής σχέσης τους, την ασυνέχεια της επιστημολογικής τομής στο συνεχές μιας ιστορικής διαδικασίας, η θεωρία που επιτρέπει να διακρίνουμε μια λέξη από μια έννοια, να διακρίνουμε την ύπαρξη ή τη μη ύπαρξη μιας έννοιας κάτω από μια λέξη, να ξεχωρίσουμε την ύπαρξη μιας έννοιας με βάση τη λειτουργία μιας λέξης στον θεωρητικό λόγο, να ορίσουμε τη φύση μιας έννοιας με βάση τη λειτουργία της στην προβληματική και άρα με βάση τον τόπο που καταλαμβάνει στο σύστημα της «θεωρίας», αυτή λοιπόν η θεωρία, η μόνη που επιτρέπει μια αυθεντική ανάγνωση των κειμένων του Μαρξ, μια ανάγνωση ταυτοχρόνως επιστημολογική και ιστορική, δεν είναι πράγματι τίποτε άλλο από την ίδια τη μαρξιστική φιλοσοφία.

Ξεκινήσαμε να την αναζητούμε. Και να που αρχίζει να γεννιέται μαζί με την πρώτη στοιχειώδη απαίτησή της: τον απλό ορισμό των όρων αναζήτησής της.


Μάρτιος 1965


1 Ασφαλώς, ο όρος «διανοούμενοι» δηλώνει έναν πολύ ειδικό τύπο, και από πολλές απόψεις πρωτότυπο, αγωνιστών διανοουμένων. Πρόκειται για πραγματικούς ειδήμονες, εξοπλισμένους με την πιο αυθεντική επιστημονική και θεωρητική παιδεία, γνώστες της επαχθούς πραγματικότητας και των μηχανισμών όλων των μορφών της κυρίαρχης ιδεολογίας, σε διαρκή επαγρύπνηση εναντίον τους, και ικανούς να ακολουθήσουν, στη θεωρητική πρακτική τους – αντίρροπα προς όλες τις «επίσημες αλήθειες» –, τους γόνιμους δρόμους που έχει ανοίξει ο Μαρξ, τους οποίους όμως απαγορεύουν και φράζουν όλες οι επικρατούσες προκαταλήψεις. Ένα εγχείρημα τέτοιας φύσης και αυστηρότητας είναι αδιανόητο χωρίς ακατάβλητη και διαυγή εμπιστοσύνη στην εργατική τάξη και χωρίς άμεση συμμετοχή στον αγώνα της.

2 Σε σχέση με το διπλό θέμα της προβληματικής και της επιστημολογικής τομής (η οποία σηματοδοτεί τη μεταβολή μιας προεπιστημονικής προβληματικής σε επιστημονική προβληματική) μπορούμε να ανατρέξουμε στις εξαιρετικής θεωρητικής βαθύτητας σελίδες του Ένγκελς, στον πρόλογο που συνέταξε για τον δεύτερο τόμο του Κεφαλαίου. Θα παρουσιάσω ένα σύντομο σχόλιο σχετικά με αυτό στον δεύτερο τόμο τού Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο.