«ΑΡΙΣΤΕΡΟΣ» ΚΕΪΝΣΙΑΝΙΣΜΟΣ

ΚΑΙ ΜΑΡΞΙΚΗ ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ


του Γιώργου Πανταζόπουλου


Διανύουμε μία περίοδο κρίσης και κοινωνικών αλλαγών, η οποία χαρακτηρίζεται από έντονη αντιφατικότητα και συνιστά σημείο ιστορικής καμπής. Αναπόφευκτα, βιώνουμε μία μεγάλη συζήτηση όχι μόνο για την κρίση και τα αίτιά της, αλλά και για τα απαραίτητα βήματα στη συνέχεια. Οι πολιτικές εκπλήξεις και αλλαγές καθιερώνονται στην ημερήσια διάταξη, ενώ όλα δείχνουν ότι η εξέλιξη της σημερινής κατάστασης θα καθορίσει το τοπίο για αρκετά χρόνια.

Η παρακάτω ανάλυση1 συνίσταται σε δύο πράξεις: σύγκριση και επιλογή πλευράς. Επιδιώκει να παρουσιάσει και να αναλύσει βασικά σημεία της κεϊνσιανής θεωρίας και των «ετερόδοξων» μετακεϊνσιανών προσεγγίσεων, από τη μία, καθώς και το μαρξικό θεωρητικό σύστημα της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας, με έμφαση στις έννοιες της αξίας, του χρήματος, του κεφαλαίου και της πίστης στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, από την άλλη. Στην πορεία της ανάλυσης, καθίσταται σαφές ότι οι απαντήσεις στα ερωτήματα και στα διλήμματα, που θέτει η συγκυρία, δεν είναι δεδομένες, αλλά έχουν ιδεολογικό και πολιτικό πρόσημο.

Η επιλογή πλευράς, όμως, είναι συγκρουσιακή πράξη ταξικής στράτευσης. «Στο πεδίο της μάχης ενός κόσμου ήδη κατειλημμένου», όπως σημείωνε ο Αλτουσέρ στην «Υποστήριξη της Αμιένης» (Αλτουσέρ Λ., 1999: 124), οι διάφορες ερμηνείες της πραγματικότητας και οι συνεπαγόμενες επιλογές έρχονται σε αντίθεση με άλλες. Η θεωρία του Μαρξ για τον καπιταλισμό και την κομμουνιστική στρατηγική είναι εξ ορισμού συγκρουσιακή.


1. Ο Κέινς και ο κεϊνσιανισμός


«Είναι βέβαιο ότι ο κόσμος δε θα ανεχτεί περισσότερο την ανεργία, η οποία, εκτός από σύντομα διαλείμματα υπερδιέγερσης, συνδέεται – και κατά τη γνώμη μου αναπόφευκτα – με το σημερινό καπιταλιστικό ατομικισμό. Μπορεί, όμως, να είναι δυνατό, με τη σωστή ανάλυση του προβλήματος, να θεραπεύσουμε την ασθένεια, ενώ θα διασώζουμε την αποτελεσματικότητα και την ελευθερία». John Maynard Keynes, Η γενική θεωρία της απασχόλησης, του τόκου και του χρήματος, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2010: 396.


1.1. Η συγκυρία της εμφάνισης του Keynes και οι πρώτες επεξεργασίες


Κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, όπως και στη διάρκεια του 19ου αιώνα, η Αγγλία αποτέλεσε πεδίο σύγκρουσης διαφορετικών οικονομικών θεωριών, πειραματικό εργαστήριο διαφορετικών, συχνά αντικρουόμενων, προσεγγίσεων της αντιφατικής πραγματικότητας. Την περίοδο του Μεσοπολέμου, διεξαγόταν στην Αγγλία μία έντονη δημόσια συζήτηση (ή καλύτερα αντιπαράθεση) γύρω από τα ζητήματα της ορθής οικονομικής πολιτικής που έπρεπε να ακολουθήσει η χώρα, ιδιαίτερα από το ξέσπασμα της μεγάλης συστημικής κρίσης της δεκαετίας του 1930 και μετά. Τα δύο βασικότερα ζητήματα ήταν η επιστροφή στον Κανόνα του Χρυσού (δηλαδή ένα διεθνές σύστημα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών) και το πρόβλημα της μεγάλης ανεργίας. Στη βάση αυτών των ζητημάτων ξεκίνησε η αντιπαράθεση του J. M. Keynes με τις κυρίαρχες οικονομικές αντιλήψεις της εποχής. Η αντιπαράθεση αυτή, όπως ήταν φυσικό, δεν παρέμεινε σε ακαδημαϊκό επίπεδο, αλλά έλαβε σαφείς πολιτικές διαστάσεις.

Αρχής γενομένης από το έργο του «Δοκίμιο για νομισματική μεταρρύθμιση» (“A tract onmonetary reform”) το 1923, ο Κέινς αντιτάχθηκε στον Κανόνα του Χρυσού, τονίζοντας ότι η επιστροφή σε αυτόν εγκυμονεί τον κίνδυνο οικονομικής ύφεσης. Ωστόσο, ο Κανόνας εδραιώθηκε ξανά το 1925, οπότε ο Κέινς συνέχισε την κριτική του προς αυτόν μέσα από το έργο Οι οικονομικές συνέπειες του κ. Τσόρτσιλ (The economic consequences of Mr . Churchill), όπου ανέλυσε τις αρνητικές συνέπειες του συνδυασμού της υπερτιμημένης στερλίνας σε σχέση με το δολάριο και της επιστροφής στον Κανόνα του Χρυσού, αναφορικά με τις εξαγωγικές επιδόσεις της χώρας στον τομέα της βιομηχανίας. Παράλληλα, απέναντι στο πρόβλημα της ανεργίας, το οποίο έτεινε να λάβει έντονες κοινωνικές διαστάσεις, υποστήριξε ακλόνητα τα προγράμματα δημόσιων επενδύσεων. Χαρακτηριστικό είναι το έργο του Το τέλος του laissez - faire (The end of laissez - faire)2 το 1926, στο οποίο ασκεί κριτική στην κυρίαρχη οικονομική ορθοδοξία της εποχής περί ελεύθερου εμπορίου (ScrepantiE., Zamagni S., 2004, Β΄ τόμος: 94-95).

Τα χρόνια μετά από την έκδοση του γνωστού έργου του Πραγματεία περί χρήματος (A treatise on money), το 1930, ήταν αυτά στα οποία ο Κέινς ανέπτυξε πλήρως τη θεωρία του. Στην Πραγματεία εστίασε στον καθορισμό του τρόπου με τον οποίο λειτουργούσε η κυρίαρχη τότε ποσοτική θεωρία του χρήματος. Ερεύνησε την επίδραση των μεταβολών της ποσότητας χρήματος στα διάφορα οικονομικά μεγέθη, προσπαθώντας να αποδομήσει τα συμπεράσματα και τις προβλέψεις της ποσοτικής θεωρίας. Σύμφωνα με την ποσοτική θεωρία, το χρήμα συνιστά, σε μακροπρόθεσμη βάση, ένα εξωγενές ως προς την οικονομία στοιχείο, το οποίο δεν επηρεάζει τις βασικές διαδικασίες της οικονομίας. Εντούτοις, η θεωρία αυτή δεν εξέταζε τη βραχυπρόθεσμη περίοδο και, το σημαντικότερο, δεν θεμελίωνε στέρεα την επιχειρηματολογία περί εξωγενούς χαρακτήρα του χρήματος. Η ποσοτική θεωρία προϋποθέτει στον πυρήνα της μία οικονομία απλών και συνεχών ανταλλαγών, οι οποίες λαμβάνουν χώρα μεταξύ των διάφορων συντελεστών υπό το καθεστώς του αντιπραγματισμού (άμεσης ανταλλαγής αγαθού έναντι αγαθού). Στη βάση αυτή, το χρήμα διαδραματίζει ένα βοηθητικό ρόλο, «εισάγεται», δηλαδή, εξωτερικά προκειμένου να διευκολύνει και να επιταχύνει τις ανταλλακτικές διαδικασίες. Η λογική συνέπεια, στην οποία καταλήγει η ποσοτική θεωρία, είναι ότι η προσφορά (ποσότητα) χρήματος επηρεάζει μόνο τις τιμές των εμπορευμάτων, ενώ τα «θεμελιώδη» μεγέθη της οικονομίας, όπως η επενδυτική δραστηριότητα και η απασχόληση, καθορίζονται στο σύστημα του αντιπραγματισμού, το οποίο παράγει «πραγματικές» αξίες και εισοδήματα.

Καθότι η εμβάθυνση στην επιχειρηματολογία του Κέινς στην Πραγματεία ξεφεύγει από τους στόχους του παρόντος κειμένου, αρκεί να σταθούμε στον πυρήνα της πολιτικής για τη νομισματική διαχείριση που υποστήριξε ο Κέινς στη δεκαετία του 1920, όπως αυτή αποτυπώθηκε στην Πραγματεία. «Οι αρχές δεν θα έπρεπε να ασχολούνται αποκλειστικά με την σταθερότητα των τιμών, αλλά κυρίως με την δημιουργία αποταμιεύσεων. Αν οι δύο στόχοι έρχονται σε σύγκρουση, θα πρέπει να θυσιαστεί η σταθερότητα των τιμών. Μέσω του πληθωρισμού, οι νομισματικές αρχές θα μπορέσουν να προσφέρουν τα ανάλογα κίνητρα στους επιχειρηματίες για να δημιουργήσουν θέσεις απασχόλησης» (Screpanti E., Zamagni S., 2004, Β΄ τόμος: 97).


1.2. Η Γενική θεωρία και η «ρήξη» της με τη νεοκλασική θεωρία


Η Γενική θεωρία της απασχόλησης, του τόκου και του χρήματος (The g eneral t heory of e mployment, i nterest and m oney) συνιστά, κατά κοινή ομολογία, το θεμελιώδες έργο του Κέινς, το οποίο περιλαμβάνει πολλές διαφωνίες και ρήξεις με τις κυρίαρχες οικονομικές απόψεις της εποχής (αλλά και μεταγενέστερες απόψεις), καθώς και σημαντικές αντιφάσεις, με αποτέλεσμα την ανυπαρξία μονοσήμαντης ανάγνωσης του έργου αυτού. Ο Κέινς πραγματοποίησε τη θεωρητική τομή του εγκαταλείποντας την ανάλυση περί ανισορροπίας στην Πραγματεία και υιοθετώντας μία προσέγγιση μακροοικονομικής ισορροπίας.

Κομβική, στο σημείο αυτό, είναι η κατανόηση της κριτικής του Κέινς προς το νόμο του Say. Σύμφωνα με το νόμο αυτό, τον οποίο αποδέχονται τόσο η κλασική όσο και η νεοκλασική οικονομική θεωρία, υπάρχουν μόνο μερικές και αμοιβαία αναιρούμενες ανισορροπίες στην οικονομία, διότι «ένα προϊόν δεν δημιουργείται νωρίτερα από τη στιγμή που δημιουργεί μια αγορά άλλων προϊόντων αξίας συνολικά ίσης με την αξία του» (Μηλιός Γ., 1997: 136). Ο Κέινς εστίασε την κριτική του στην αιτιώδη σχέση μεταξύ παραγωγής και δαπάνης, υποστηρίζοντας ότι «δεν είναι η παραγωγή που δημιουργεί τη δαπάνη και τη ζήτηση, αλλά οι αποφάσεις για δαπάνη που δημιουργούν ζήτηση», ενώ, στη συνέχεια, «η παραγωγή προσαρμόζεται στη ζήτηση» (Screpanti E., Zamagni S., 2004, Β΄ τόμος: 99). Άρα, η δημιουργία κατανάλωσης εκ των εισοδημάτων μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα δεν είναι αυτόματη και δεδομένη. Συνέπεια αυτών αποτελεί η μετατροπή της ανάλυσης σε ανάλυση ισορροπίας, μέσω της υπόθεσης ότι η παραγωγή προσαρμόζεται στη ζήτηση με αρκετά γρήγορο τρόπο. Επίσης, η ταχεία προσαρμογή της παραγωγής στη ζήτηση μας επιτρέπει να αγνοήσουμε τις διάφορες αλλαγές στη διάρθρωση της παραγωγικής διαδικασίας. Ακόμα, το επίπεδο της απασχόλησης καθορίζεται από τη δαπάνη, η οποία, μέσω του παραπάνω σχήματος, οδηγεί στην αύξηση ή μείωση της παραγωγής.

Μη αποδεχόμενος το νόμο του Say, ο Κέινς απέρριψε τις φιλελεύθερες απόψεις περί αυτορρυθμιζόμενης αγοράς και έλλειψης αναταραχών και ανισορροπιών σε αυτήν. Στη βάση του καθορισμού της οικονομικής δραστηριότητας από τη δαπάνη και τη ζήτηση, υποστήριξε ότι σε περιόδους οικονομικής στασιμότητας και κρίσης, ο περιορισμός της παραγωγικής διαδικασίας από τις επιχειρήσεις, οι περικοπές μισθών και οι απολύσεις οδηγούν σε εμβάθυνση της κρίσης. Αυτό διότι, σε περιβάλλον ανασφάλειας, τα νοικοκυριά τείνουν να περιορίσουν τις δαπάνες τους, έχουμε δηλαδή σημαντική πτώση της κατανάλωσης αγαθών, γεγονός που οδηγεί σε περαιτέρω μείωση της επενδυτικής δραστηριότητας μέσα από ένα φαύλο κύκλο (DiLeo P., 2009).

Στο πλαίσιο αυτό δόμησε την αντίληψή του για την αναγκαιότητα του κρατικού παρεμβατισμού στην οικονομία, μέσω του ελέγχου των επιτοκίων, ώστε να περιοριστούν φαινόμενα πληθωρισμού ή αποπληθωρισμού, αλλά και μέσω στρατηγικών τόνωσης της ενεργού ζήτησης. Το ακόλουθο απόσπασμα είναι χαρακτηριστικό:


«Αν το Υπουργείο Οικονομικών αποφάσιζε να γεμίσει φιάλες με τραπεζογραμμάτια, να τις θάψει σε κατάλληλο βάθος σε μη χρησιμοποιούμενα ανθρακωρυχεία, τα οποία ύστερα γέμιζε με απορρίμματα των πόλεων και επέτρεπε στις ιδιωτικές επιχειρήσεις, σύμφωνα με τις γνωστές αρχές του laissez-faire, να ξεθάψουν τα τραπεζογραμμάτια πάλι (αφού αποκτήσουν, βεβαίως, το δικαίωμα να το κάνουν, υποβάλλοντας προσφορές σε πλειοδοτικό διαγωνισμό), δεν θα υπήρχε πλέον ανεργία και, με τη συνδρομή των επιπτώσεων, το πραγματικό εισόδημα της κοινωνίας, καθώς επίσης και ο πλούτος της, θα αυξάνονταν, πιθανώς αρκετά περισσότερο από ό, τι σήμερα. Θα ήταν, ασφαλώς, λογικότερο να ανεγερθούν οικίες και να γίνουν ανάλογα έργα, αλλά αν υπάρχουν πολιτικές και πρακτικές δυσκολίες γι’ αυτό, τα παραπάνω θα ήταν καλύτερα από το τίποτε»3 (KeynesJ. M., 2010: 169, οι υπογραμμίσεις δικές μου).


Στη Γενική θεωρία του ο Κέινς ασχολήθηκε επιπρόσθετα με τις επενδύσεις και τους παράγοντες που τις επηρεάζουν, την οριακή αποδοτικότητα μίας επένδυσης, το επιτόκιο, που το θεώρησε ως μία νομισματική και όχι ως μία πραγματική μεταβλητή, και με τη ρευστότητα, αναφορικά με την αλληλεξάρτησή της με άλλους παράγοντες μίας καπιταλιστικής οικονομίας. Ωστόσο, θα επιλέξουμε να εστιάσουμε σε μία λίγο έως πολύ γνωστή, αλλά συχνά θελκτική για την Αριστερά, πλευρά της ανάλυσης του κεϊνσιανού έργου: αυτή του ρόλου του χρηματοπιστωτικού συστήματος και των λεγόμενων ραντιέρηδων.

Στο σημείο αυτό, ας δώσουμε το λόγο στον ίδιο το συγγραφέα της Γενικής θεωρίας: «Θεωρώ, συνεπώς, τη ραντιέρικη πλευρά του Καπιταλισμού μεταβατική φάση που θα εξαλειφθεί όταν θα έχει κάνει τη δουλειά της. Με την εξάλειψη της ραντιέρικης όψης του πολλά άλλα θα υποστούν ριζική μεταμόρφωση. Επιπλέον, θα είναι προς όφελος της διαδοχής των γεγονότων που υπερασπιζόμαστε, ότι η ευθανασία του ραντιέρη, του μη λειτουργικού επενδυτή, δεν θα είναι απότομη, αλλά βαθμιαία και παρατεταμένη συνέχιση αυτού που πρόσφατα έχουμε βιώσει στη Μεγάλη Βρετανία και, επομένως, θα επέλθει χωρίς να απαιτηθεί επανάσταση» (Keynes J. M., 2010: 392-393, οι υπογραμμίσεις δικές μου). Πρόκειται για τον πυρήνα της αντίληψης του Κέινς για το ρόλο και τη λειτουργία της χρηματοπιστωτικής σφαίρας στον καπιταλισμό, αντίληψης που θεμελιώνεται στο διαχωρισμό μεταξύ «παραγωγικής-πραγματικής» οικονομίας και «παρασιτικού» χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ο διαχωρισμός αυτός, όπως θα δούμε στη συνέχεια, βρίσκεται στον πυρήνα της ανάλυσης και των μετακεϊνσιανών οικονομολόγων, έχει δε όχι μόνο στενά θεωρητικές αλλά και πολιτικές συνέπειες.

Τέλος, προτού περάσουμε στην ενότητα των συνεχιστών του Κέινς, αλλά και ως προοίμιο της ακόλουθης κριτικής, οφείλουμε να ερμηνεύσουμε τα εισαγωγικά στη λέξη «ρήξη», στον τίτλο της παραγράφου αυτής. Η ρήξη με κάθε οικονομική θεωρία, η οποία τοποθετείται στο πλαίσιο της κυρίαρχης ιδεολογίας και, είτε ρητά είτε άρρητα, αρνείται οποιαδήποτε ταξική ανάλυση των καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας και εκμετάλλευσης (περί αυτών πρόκειται), προϋποθέτει ένα πλαίσιο ανάλυσης που δεν μπορεί να είναι άλλο από τη μαρξιστική θεωρία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Εξάλλου, ο ίδιος ο Κέινς ήταν σαφής σε αυτό: «Η κριτική της αποδεκτής κλασικής οικονομικής θεωρίας (σημείωση δική μου: εννοεί τη φιλελεύθερη νεοκλασική οικονομική θεωρία) δεν συνίσταται τόσο στον εντοπισμό λογικών σφαλμάτων στην ανάλυσή της όσο στην επισήμανση ότι οι σιωπηρές της υποθέσεις σπανίως ικανοποιούνται ή δεν ικανοποιούνται ποτέ, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να λύσει τα οικονομικά προβλήματα του πραγματικού κόσμου. Αν όμως οι κεντρικοί μας έλεγχοι πετύχουν να παραγάγουν ένα συνολικό όγκο προϊόντος που να αντιστοιχεί όσο το δυνατόν περισσότερο σε πλήρη απασχόληση, από το σημείο αυτό και μετά επανέρχεται ξανά στο προσκήνιο η κλασική θεωρία» (Keynes J. M., 2010: 394, οι υπογραμμίσεις δικές μου).


2. Οι μετακεϊνσιανοί οικονομολόγοι


«Ο καπιταλισμός θριάμβευσε επειδή είναι ένα σύστημα ανθεκτικό στον κυνισμό, το οποίο υποθέτει ότι κάθε άνθρωπος ζει για τον εαυτό του. Για το μεγαλύτερο μέρος του περασμένου ενάμιση αιώνα οι άνθρωποι ονειρεύτηκαν κάτι καλύτερο, μία οικονομία που θα στόχευε στην καλύτερη φύση του ανθρώπου. Αλλά τα όνειρα, αποδεικνύεται, δεν μπορούν να συντηρήσουν ένα σύστημα μακροπρόθεσμα. Ο εγωισμός μπορεί». PaulKrugman, Ο μυστηριώδης θρίαμβος του καπιταλισμού.


2.1. Μετακεϊνσιανή θεωρία και νεοκλασική θεωρία


Η ιστορικών διαστάσεων κρίση, την οποία διανύουμε, έχει δημιουργήσει σημαντικά ρήγματα στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο οργάνωσης του «αναπτυγμένου» κόσμου. Η σημερινή περίοδος συνιστά κρίση του υποδείγματος της παντοκρατορίας των αγορών και της χρηματιστικοποίησης (financialization), το οποίο κυριάρχησε τις τελευταίες τρεις δεκαετίες. Ως συνέπεια, η ιδεολογία του νεοφιλελευθερισμού και το κύρος της νεοκλασικής σύνθεσης έχουν κλονιστεί, γεγονός που συνδέεται άμεσα με την ανανέωση του παγκόσμιου ενδιαφέροντος προς προσεγγίσεις εναλλακτικές, αν όχι ριζικά διαφορετικές, σε σχέση με αυτές που απορρέουν από τον κυρίαρχο δογματισμό. Οι προσεγγίσεις των μετακεϊνσιανών οικονομολόγων παρουσιάζουν μία βασική ασυμβατότητα με τη νεοκλασική θεωρία. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι θεωρητικές αναλύσεις του Κέινς αλλά και αυτές των συνεχιστών του οδηγούν σε έντονες αντιπαραθέσεις με το νεοκλασικό θεωρητικό σύστημα.

Βεβαίως συνεχίζεται ο παραγκωνισμός των οικονομολόγων που εντάσσονται στα λεγόμενα «ετερόδοξα» οικονομικά και η διαρκής προσπάθεια αποκλεισμού τους από τα επιστημονικά περιοδικά. Στην περίοδο του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού και της αποθέωσης της «ελεύθερης» αγοράς, αλλά σε μία ιστορική συγκυρία παγκόσμιας κρίσης και αμφισβήτησης του κυρίαρχου μοντέλου προσέγγισης της οικονομικής πραγματικότητας, μία πρώτη γραμμή άμυνας σε θεωρητικό επίπεδο, απέναντι σε όσους δεν ευθυγραμμίζονται με τη νεοκλασική οικονομική θεωρία και τα δόγματα του νεοφιλελευθερισμού, είναι η συνεχής προβολή του υποτιθέμενα «ορθού» μοντέλου. Εντούτοις, το μαθηματικά σύνθετο και έντονα τεχνοκρατικό περιεχόμενο της οικονομικής «ορθοδοξίας» δεν αρκεί για να αποκρύψει τη στρατηγική αμηχανία των ελίτ απέναντι στις αυξανόμενες τάσεις αμφισβήτησης της νεοκλασικής ορθοδοξίας, αλλά και πιο πρακτικά, των πολιτικών της λιτότητας, ιδιαίτερα στην Ευρώπη.

Οι κύκλοι των μετακεϊνσιανών οικονομολόγων, παρά τις όποιες διαφορές τους, απορρίπτουν τη νεοκλασική σύνθεση και ενοποιούνται στη βάση της εξάρτησης της προσφοράς πιστωτικού χρήματος από τη ζήτηση για πιστωτικό χρήμα, του καθοριστικού ρόλου της σύναψης δανείων για την αύξηση των τραπεζικών ρευστών διαθεσίμων και της εξωγενούς ρύθμισης του επιτοκίου από την κεντρική τράπεζα. Τα σημεία αυτά συγκροτούν και πεδία σύγκρουσης με την «ορθόδοξη» οικονομική θεωρία.

Παρά την ύπαρξη ενός κοινού θεωρητικού πλαισίου, οι διάφοροι μετακεϊνσιανοί οικονομολόγοι δε συγκροτούν ιστορικά μία σαφώς προσδιορισμένη σχολή οικονομικής σκέψης. Πρόκειται για οικονομολόγους με ετερογενείς απόψεις, ακόμα και όσον αφορά την ανάγνωση του έργου του ίδιου του Κέινς. Θα μπορούσαμε, μάλιστα, να διακρίνουμε δύο ομάδες-κατηγορίες μετακεϊνσιανών οικονομολόγων: τους Ευρωπαίους και τους Αμερικανούς. Οι πρώτοι βασίζονται σε άμεσες αναφορές στην παράδοση του Κέινς και ενοποιούνται γύρω από το Πανεπιστήμιο του Cambridge. Χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι είναι ο RichardKahn (1905-1989), η JoanRobinson (1903-1983), ο NicholasKaldor (1908-1986) και ο LuigiPasinetti (γ. 1930). Οι δεύτεροι έχουν ως σημείο αναφοράς το περιοδικό Journal of Post - Keynesian economics, με πιο χαρακτηριστικά μέλη τους PaulDavidson (γ. 1930), HymanMinsky (1919-1996) και SidneyWeintraub (1914-1984).

Ωστόσο, ο παραπάνω διαχωρισμός προκύπτει κυρίως από το πεδίο έρευνας της κάθε ομάδας, τη μεγέθυνση και διανομή για τους Ευρωπαίους και τη νομισματική δυναμική για τους Αμερικανούς, και όχι τόσο από κάποια σημεία διαφωνίας και ρήξης (Screpanti E., Zamagni S. (2004): 235-236). Πρόκειται, δηλαδή, για θεωρίες κατά βάση συμπληρωματικές και όχι αντικρουόμενες. Οι δύο ομάδες ενοποιούνται στη βάση της απόρριψης της νεοκλασικής σχολής και της προσπάθειας εντοπισμού των «καθαρά» κεϊνσιανών στοιχείων στο έργο του Κέινς, σύμφωνα πάντα με το κοινό θεωρητικό πλαίσιο που αναφέραμε.

Η ανάδειξη και ανάπτυξη των διαφορετικών ως προς τη νεοκλασική θεωρία στοιχείων του κεϊνσιανού έργου, παράλληλα με την απόρριψη των σημείων «υποχώρησης» προς την οικονομική «ορθοδοξία» αποτελούν βασικά χαρακτηριστικά της μεθόδου προσέγγισης των γραπτών του Κέινς από τους συνεχιστές τους. Δεν είναι διόλου τυχαία η συνεχής προσπάθειά τους να απαλλαγούν από τις διάφορες αντιφάσεις των κειμένων του Κέινς, στις οποίες βασίζονται οι πολέμιοί του, προκειμένου να υποστηρίξουν αυτό που ονομάζουν «κεϊνσιανή επανάσταση». Είναι χαρακτηριστική η ρήση της JoanRobinson για τις δυσκολίες σύλληψης «του πραγματικού χαρακτήρα της επανάστασης του Keynes» ακόμα και από τον ίδιο (RobinsonJ., 1980: 170). Η Ρόμπινσον αποκαλούσε, μάλιστα, το μη απαλλαγμένο από τα στοιχεία του νεοκλασικού μοντέλου κεϊνσιανισμό ως «μπάσταρδο» κεϊνσιανισμό.

Ένα θεμελιώδες ζήτημα αντιπαράθεσης των μετακεϊνσιανών οικονομολόγων με την «ορθόδοξη» σχολή των μονεταριστών συνίσταται στο ρόλο της κεντρικής τράπεζας σχετικά με τη ρύθμιση της προσφοράς χρήματος και κατ’ επέκταση στο χαρακτήρα του χρήματος στον καπιταλισμό. Η κυρίαρχη σχολή του μονεταρισμού και του νεοφιλελεύθερου μοντέλου, στην κατεύθυνση της παράδοσης του γνωστού Milton Friedman, υποστηρίζει ότι η προσφορά χρήματος αποτελεί μία οικονομική διαδικασία που καθορίζεται εξωγενώς. Το χρήμα εκλαμβάνεται ως μία οντότητα εξωτερική ως προς την οικονομία, η ποσότητα της οποίας εισάγεται και ρυθμίζεται κατά βούληση από την κεντρική τράπεζα. Σε αντίθεση με την οπτική αυτή, οι μετακεϊνσιανοί θεωρούν το χρήμα ως εσωτερικό-ενδογενές στοιχείο μίας καπιταλιστικής οικονομίας. Συνεπώς, αρνούνται τον καθορισμό της προσφοράς χρήματος από δυνάμεις εξωτερικές ως προς την οικονομία, υποστηρίζοντας τη θέση της ενδογένειας του χρήματος στις σύγχρονες οικονομίες. Αντιλαμβάνεται κανείς, στη βάση και του πλαισίου ενοποίησης της μετακεϊνσιανής σκέψης, ότι το χρήμα έχει για τους συνεχιστές του Κέινς άμεση σχέση με κάθε είδους οικονομική δραστηριότητα, γεγονός που απαγορεύει οποιαδήποτε ανάλυση για το χρήμα και την πίστη χωριστά από την καπιταλιστική οικονομία.4 Τίθεται, έτσι, το ερώτημα του τι είναι το χρήμα σύμφωνα με τις μετακεϊνσιανές θέσεις.


2.2. Ο ενδογενής χαρακτήρας του χρήματος στον καπιταλισμό


Η ανάγνωση των κειμένων των μετακεϊνσιανών συντείνει, σε πρώτη φάση, προς το συμπέρασμα ότι το χρήμα για το ρεύμα αυτό έχει μεγάλη σημασία και δεν αποτελεί απλά ένα εξωτερικά εισαγόμενο, από τις κρατικές αρχές, μέσο διευκόλυνσης των ανταλλαγών εμπορευμάτων, όπως υποστηρίζει η αντίληψη περί αντιπραγματισμού. Αντίθετα, συνιστά ένα αναπόσπαστο στοιχείο κάθε καπιταλιστικής οικονομίας, η ύπαρξη του οποίου δεν είναι «ουδέτερη». Το υπόβαθρο για την υποστήριξη των μετακεϊνσιανών θέσεων για το χρήμα είναι ημιεμπειρικό, καθώς έχουμε να κάνουμε με μία προσπάθεια περιγραφικής «θεμελίωσης» αυτών που θα παρουσιάσουμε στη συνέχεια, μέσα από την απλή παρατήρηση όψεων των σύγχρονων καπιταλιστικών οικονομιών, τη συλλογή εμπειρικών δεδομένων και μετρήσεων και την εύρεση αλληλοσυσχετίσεων μεταξύ επιμέρους παραγόντων και μεταβλητών. Πρόκειται για παρόμοιες μεθόδους με αυτές που χρησιμοποιούν οι κύκλοι των «ορθόδοξων» οικονομικών, με αποτέλεσμα, αρκετά συχνά, οι νεοκλασικοί θεωρητικοί να καταλήγουν σε θέσεις αντίθετες με αυτές των μετακεϊνσιανών, μέσα από ανάλογου χαρακτήρα μοντελοποιήσεις της οικονομικής πραγματικότητας.

Οι μετακεϊνσιανοί ορίζουν το χρήμα με τρόπο ημιεμπειρικό κυρίαρχα από τις ιδιότητές του και τις λειτουργίες που προκύπτουν από την ύπαρξή του σε μία καπιταλιστική οικονομία. Ο πυρήνας της μετακεϊνσιανής ανάλυσης για το χρήμα συγκροτείται στη βάση της ενδογένειας του χρήματος, καθώς θεωρείται ότι το χρήμα έρχεται να καλύψει τις ανάγκες της «πραγματικής» οικονομίας. Με τα λόγια του Pollin R., 1991: 366): «Σε αντίθεση με την απλοϊκή νεοκλασική αντίληψη ότι η προσφορά χρήματος αναπτύσσεται αυστηρά από τις αρχές της κεντρικής τράπεζας – δηλαδή μέσα από διαδικασίες εξωγενείς ως προς τις πιέσεις των χρηματαγορών – οι μετακεϊνσιανοί έχουν αναπτύξει την άποψη ότι οι πιέσεις, οι οποίες αναπτύσσονται εντός των χρηματαγορών, είναι ο καθοριστικός παράγοντας για τις διακυμάνσεις στην ανάπτυξη τόσο της προσφοράς χρήματος όσο και, ευρύτερα, της διαθεσιμότητας της πίστης». Άρα, στις σύγχρονες αναπτυγμένες οικονομίες που βασίζονται στην πίστη, το χρήμα δημιουργείται ενδογενώς μέσα από την οικονομική δραστηριότητα καθεαυτή και σε αντιστοιχία με τις επενδυτικές, κατά κύριο λόγο, δαπάνες, ενώ τα τραπεζικά ρευστά διαθέσιμα αυξομειώνονται με στόχο την ικανοποίηση της ζήτησης για πιστωτικό χρήμα.

Η συστηματική παρατήρηση (και όχι η εις βάθος ανάλυση) της εξέλιξης των καπιταλιστικών οικονομιών οδηγεί τους μετακεϊνσιανούς στο να ορίζουν κάποιες χαρακτηριστικές ιδιότητες του χρήματος. Κατ’ αρχάς, το χρήμα συνιστά ένα κοινωνικά αποδεκτό μέσο ανταλλαγής, καθώς μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορεί να διαμεσολαβεί το σύνολο των ανταλλαγών εμπορευμάτων. Με άλλα λόγια, το καθεστώς της γενικευμένης και πολυδαίδαλης εμπορευματικής παραγωγής αποκλείει, κατά τη σκέψη των μετακεϊνσιανών, οποιαδήποτε μορφή αντιπραγματισμού. Ακριβώς για το λόγο αυτό, όμως, προκειμένου να μπορεί να αποτυπώσει την αξία όλων των εμπορευμάτων, το ίδιο το χρήμα είναι ένα καθολικό μέσο ανταλλαγής χωρίς τιμή. Επιπλέον, ο καθολικός χαρακτήρας του και η επικράτησή του στο σύνολο των οικονομικών δραστηριοτήτων σε μία καπιταλιστική οικονομία το καθιστούν γενικό μέσο αποθήκευσης της αγοραστικής δύναμης. Ο Moore σημειώνει χαρακτηριστικά: «Το χρήμα αντιπροσωπεύει ένα αποθηκευτικό μέσο γενικευμένης αγοραστικής δύναμης. Ποτέ δεν το αρνείται κανείς (δηλαδή, δεν υπάρχει ποτέ κάποιος που να μην το ζητάει) σε αντάλλαγμα για εμπορεύματα, ανεξάρτητα από το πόσο υψηλή ή πόσο χαμηλή είναι η επιστροφή σε χρήμα, ή το πόσο χρήμα κατέχει ήδη ο οικονομικός παράγοντας» (MooreB. J., 2001: 18). Ωστόσο, οι μετακεϊνσιανοί οικονομολόγοι δε μένουν μόνο σε αυτές τις ιδιότητες. Μελετώντας την έντονη διάδοση των χρεογράφων στον καπιταλισμό, τα οποία έρχονται να καλύψουν το χάσμα που αντιμετωπίζει ο κεφαλαιοκράτης, μεταξύ της επένδυσης και της πραγματοποίησης του κέρδους, βρίσκονται μπροστά στην πίστη, την οποία αναγνωρίζουν ως έμφυτη στις καπιταλιστικές οικονομίες. Εδώ εντάσσεται και η προσπάθεια του κεφαλαιοκράτη να περιορίσει την αβεβαιότητα, που δημιουργείται λόγω του δανεισμού και της έκθεσής του στην ενδεχομενικότητα των μελλοντικών εξελίξεων (βλ. και CottrellA. 1994).

Στην κατεύθυνση της αποτύπωσης των μετακεϊνσιανών θέσεων για τον ενδογενή χαρακτήρα του χρήματος στις καπιταλιστικές οικονομίες, μπορούμε να πούμε ότι αυτές συμπυκνώνονται στα πέντε ακόλουθα σημεία (SabriNayan et al., 2013: 49):

  • Η σχέση αιτιότητας της ποσοτικής θεωρίας, σύμφωνα με την οποία η ονομαστική προσφορά χρήματος μεταβάλλει το επίπεδο των τιμών, αντιστρέφεται. Είναι η προσδοκία για κέρδος (ΠΚ), δηλαδή το αναμενόμενο εισόδημα των επιχειρήσεων, που προκαλεί τη ζήτηση για πιστωτικό χρήμα (ΖΠ) και, στη συνέχεια, τη δημιουργία (έκδοση) χρήματος (ΔΧ). Έτσι, οδηγούμαστε στη δημιουργία ενεργού ζήτησης (ΕΖ), όχι αντίστροφα. Η αιτιότητα, δηλαδή, ακολουθεί την εξής πορεία: ΠΚ→ΖΠ→ΔΧ→ΕΖ.

  • Η διαδικασία δημιουργίας χρήματος καθορίζεται από τη σύναψη δανείων εκ μέρους των επιχειρήσεων, η οποία οδηγεί στην αύξηση των καταθέσεων και, τελικά, στην αύξηση των τραπεζικών ρευστών διαθεσίμων. Πρόκειται για αντιστροφή του βέλους αιτιότητας των «ορθόδοξων» οικονομικών και απόρριψη του μονεταριστικού μοντέλου του πολλαπλασιαστή χρήματος, με την αιτιότητα να εκκινεί από τα (αυξανόμενα) δάνεια (Δ), να προκαλεί (αυξανόμενες) καταθέσεις (Κ) και να καταλήγει σε (αυξανόμενα) τραπεζικά ρευστά διαθέσιμα (Ρ): Δ→Κ→Ρ. Με άλλα λόγια, τα ρευστά διαθέσιμα των τραπεζών δεν επηρεάζουν τη διαδικασία δανειοδότησης (βλ. και MooreB. J., 2001).

  • Η χρηματοδότηση της επενδυτικής δραστηριότητας δεν προκύπτει από την αύξηση των αποταμιεύσεων. Έχουμε, και πάλι, αντιστροφή της αιτιακής σχέσης που υποστηρίζει η κυρίαρχη οικονομική αντίληψη. Καθώς το χρήμα προκύπτει ενδογενώς σε μία καπιταλιστική οικονομία, η αύξηση των επενδύσεων (ΕΠ) προκαλεί τη δημιουργία εισοδήματος (ΕΙΣ), οπότε και την αύξηση της αποταμίευσης (ΑΠ): ΕΠ→ΕΙΣ→ΑΠ. Άρα:


    «οι αποταμιεύσεις των επιχειρήσεων δεν καθορίζουν τις επενδύσεις τους, ενώ αν τα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων αυξηθούν χωρίς μία αντίστοιχη αύξηση στις επενδύσεις, η αξιοποίηση των παραγωγικών δυνατοτήτων τους θα ελαττωθεί, γεγονός που θα μειώσει την απασχόληση και τις επενδύσεις» (ShapiroN., 2005: 548). Εξάλλου, «σε όλες τις οικονομίες που βασίζονται στο πιστωτικό χρήμα, οι περισσότερες αποταμιεύσεις είναι αυτόματες, δηλαδή μη σκοπούμενες, μη συνειδητές ή μη προσωπικές» (MooreB. J., 2001: 26).


  • Το επιτόκιο συνιστά εξωγενή μεταβλητή, καθότι δεν προσδιορίζεται από τους μηχανισμούς της αγοράς, αλλά ούτε από την προσφορά και τη ζήτηση αποταμιεύσεων ή την προσφορά και τη ζήτηση χρήματος. Απεναντίας, το ονομαστικό επιτόκιο καθορίζεται με εξωτερικό ως προς τις παραπάνω μεταβλητές τρόπο από την κεντρική τράπεζα, σύμφωνα με εσωτερικούς και εξωτερικούς οικονομικούς στόχους (βλ. και Moore B. J., 2001).5

  • Η προσφορά πιστωτικού χρήματος προσδιορίζεται στο πλαίσιο του χρηματοπιστωτικού συστήματος και συνιστά αποτέλεσμα της ζήτησης για πιστωτικό χρήμα (βλ. και MooreB. J., 2001). Το χρήμα ως ροή (και όχι απλά ως απόθεμα) είναι αποτέλεσμα της ζήτησης για πιστωτικό χρήμα, το οποίο συμβάλλει καθοριστικά στην πραγματοποίηση των επενδυτικών πλάνων των επιχειρήσεων στον καπιταλισμό. Η ίδια η προσφορά πιστωτικού χρήματος έχει ενδογενή χαρακτήρα και καθορίζεται από τις εμπορικές τράπεζες, καθώς η χρηματοπιστωτική σφαίρα αποτελεί τον «αιμοδότη» κάθε καπιταλιστικής επιχείρησης.

    Οι παραπάνω θέσεις καθιστούν σαφή τη στράτευση των συνεχιστών του Κέινς υπέρ του ενδογενούς χαρακτήρα του χρήματος στον καπιταλισμό, γεγονός που παράγει ορισμένες κομβικές συνέπειες, αναφορικά με το ρόλο της κεντρικής τράπεζας, τη διαδικασία δημιουργίας χρήματος και τη μονεταριστική θεώρηση. Κατ’ αρχήν, η κεντρική τράπεζα ενός κοινωνικού σχηματισμού έχει την απαράβατη και δομικά απαραίτητη υποχρέωση να ικανοποιεί τη ζήτηση για χρήμα, ανεξάρτητα από την άσκηση πολιτικής. Στην πραγματικότητα, οι μετακεϊνσιανοί τονίζουν ότι η κεντρική τράπεζα δεν έχει την επιλογή του ελέγχου επί της ζήτησης για χρήμα, παρά μόνο την επιλογή για ρύθμιση του επιτοκίου με το οποίο θα καλυφθεί η ζήτηση αυτή. Το επιτόκιο ορίζεται ως κυρίαρχο εργαλείο της νομισματικής πολιτικής. Καθώς η ζήτηση για χρήμα πηγάζει από τις διαδικασίες δανειοδότησης, ενώ οι εμπορικές τράπεζες δεν έχουν, ουσιαστικά, την επιλογή να εμποδίσουν τη σύναψη δανείων με τις επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα, λόγω των τάσεων για υπερανάληψη και προκαθορισμό των τρόπων χρηματοδότησης, η κεντρική τράπεζα αδυνατεί να επικαθορίσει την όλη διαδικασία του βέλους αιτιότητας Δ→Κ→Ρ που αναφέρθηκε.6 Εξάλλου, στην υποθετική περίπτωση που η κεντρική τράπεζα αρνούνταν να ικανοποιήσει τις ανάγκες των τραπεζών για χρηματικά διαθέσιμα, το μέγεθος του χρηματοπιστωτικού πανικού, που θα προέκυπτε, θα τράνταζε τα θεμέλια της οικονομίας. Η μόνη λύση για τον περιορισμό της χρηματικής επέκτασης, που παραμένει στις αρχές της κεντρικής τράπεζας, είναι η ρύθμιση των όρων για την παροχή ρευστότητας (βλ. και CottrellA., 1994).

    Στη βάση αυτή, προκύπτει ένα θεμελιώδες πεδίο σύγκρουσης των «ετερόδοξων» οικονομολόγων με τη μονεταριστική θεώρηση, η οποία κυριαρχεί στις μέρες μας. Σύμφωνα με την κυρίαρχη θεώρηση, σε συνθήκες ύφεσης η λύση βρίσκεται στο δραστικό περιορισμό της παροχής χρήματος, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η άνοδος των τιμών. Πρόκειται για την πάγια οικονομική πολιτική στη Ζώνη του Ευρώ και το (φαινομενικά) απαράβατο πλαίσιο λειτουργίας της ΕΚΤ, με αποτελέσματα την παγίδα του αποπληθωρισμού και την περαιτέρω εμβάθυνση της κρίσης. Αντίθετα, οι μετακεϊνσιανοί θεωρούν ότι η αντίληψη αυτή αδυνατεί να συλλάβει την πραγματικότητα. Πιο συγκεκριμένα, η περιοριστική οικονομική πολιτική μεταφράζεται, αρχικά, στην αύξηση του κόστους δανεισμού, δηλαδή των επιτοκίων, με σταδιακό αποτέλεσμα τη συρρίκνωση της επενδυτικής δραστηριότητας και την αύξηση της ανεργίας. Με αυτόν τον τρόπο, μειώνονται οι μισθοί και περιορίζεται σε κάποιο βαθμό ο πληθωρισμός. Τελικά, επηρεάζεται αρνητικά η ζήτηση για χρήμα και περιορίζεται η προσφορά χρήματος. Ωστόσο, στο σημείο αυτό, οι μετακεϊνσιανοί υποστηρίζουν ότι η πιστωτική συρρίκνωση συνιστά παράπλευρη μόνο συνέπεια (και, κρίνοντας από τη σημερινή πραγματικότητα, όχι απαραίτητο πυροδότη της μείωσης των τιμών με υποτιθέμενο στόχο την αύξηση των εξαγωγών) της διαδικασίας αποπληθωρισμού και της επικράτησης μίας κατάστασης διαρκούς ύφεσης και υψηλής ανεργίας. Η «ετερόδοξη» θεώρηση δε διστάζει να χαρακτηρίσει τη μονεταριστική θεώρηση ως μέρος μιας « πολιτικής λειτουργίας [που επιδιώκει] να καταστεί η πολιτική της υψηλής ανεργίας σεβαστή» (αναφ. στο CottrellA., 1994).


    2.3. Ο Hyman Minsky και η χρηματοοικονομική αστάθεια του σύγχρονου καπιταλισμού


    Στο πλαίσιο της αναζήτησης απαντήσεων για την κρίση εντάσσεται και η ανανέωση του ενδιαφέροντος σχετικά με τον οικονομολόγο Hyman Minsky, το έργο του οποίου μπορούμε να πούμε ότι συμπυκνώνει την απόρριψη, εκ μέρους της μετακεϊνσιανής σκέψης, των νεοκλασικών αντιλήψεων περί ισορροπίας της οικονομίας και αυτορρύθμισης των αγορών. Ο Αμερικανός οικονομολόγος επηρεάστηκε έντονα από τον καθηγητή του JosephSchumpeter και, φυσικά, από τον Κέινς.

    Ο Μίνσκι μελέτησε τις εξελίξεις του μεταπολεμικού καπιταλισμού, τον οποίο ονόμασε «χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό», λόγω των έντονων τάσεων χρηματιστικοποίησης. Κατά τον Μίνσκι, βασικά χαρακτηριστικά της παγκόσμιας οικονομίας, μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, είναι ο παρεμβατισμός μέσω των κυβερνήσεων και των κεντρικών τραπεζών, αλλά και η σταδιακή αποσταθεροποίησή της, παρά τις διακηρύξεις για εξάλειψη των κρίσεων. Πρόκειται για τον πυρήνα της κριτικής του Μίνσκι στην «ορθόδοξη» αντίληψη για το εξισορροπητικό «αόρατο χέρι» της αγοράς. Σε αντίθεση με την προσέγγιση της οικονομίας μέσω του μοντέλου του αντιπραγματισμού, το έργο του Μίνσκι υποστηρίζει ότι, περισσότερο από ποτέ, ο σύγχρονος καπιταλισμός έχει χρηματικό και ασταθή χαρακτήρα. Στη βάση της εγγενούς αστάθειας της «ελεύθερης αγοράς», προβάλλεται η αναγκαιότητα των θεσμικών περιορισμών και παρεμβάσεων για τη σταθεροποίηση της καπιταλιστικής οικονομίας.

    Η θεωρία του αντισυμβατικού αυτού οικονομολόγου, σχετικά με την εγγενή στο σύστημα αστάθεια και την υπαρκτή πιθανότητα οικονομικής κατάρρευσης, αποτυπώνεται στη γνωστή «υπόθεση της χρηματοοικονομικής αστάθειας», η οποία αποτελεί μία θεωρία για τις επενδύσεις, τους επιχειρηματικούς κύκλους, τις χρηματαγορές και τις κρίσεις. Η θεμελίωση της θεωρίας αυτής «εκκινεί από το χαρακτηρισμό της οικονομίας ως καπιταλιστικής οικονομίας με ακριβά κεφαλαιουχικά στοιχεία και ένα σύνθετο, εξελιγμένο χρηματοπιστωτικό σύστημα» (Minsky H., 1992: 2). Με βάση τη σχέση μεταξύ του λειτουργικού εισοδήματος και της αποπληρωμής του χρέους των δανειστών, ο Μίνσκι διακρίνει τρία είδη χρηματοδότησης (PapadimitriouD., Wray R., 1999: 10):

  • Hedge: Οι εισροές εισοδήματος καλύπτουν όλες τις εκροές αποπληρωμής χρέους.

  • Speculative: Οι εισροές εισοδήματος καλύπτουν μόνο τις εκροές για την πληρωμή τόκων.

  • Ponzi: Οι εισροές εισοδήματος δεν καλύπτουν ούτε τις εκροές για την πληρωμή τόκων.

    Με βάση τις παραπάνω καταστάσεις, ο Μίνσκι αναλύει τις φάσεις του οικονομικού κύκλου μίας καπιταλιστικής οικονομίας. Στην ανοδική φάση της οικονομικής μεγέθυνσης, λόγω του συνδυασμού του αισθήματος οικονομικής ασφάλειας που επικρατεί και της αύξησης των περιθωρίων ρίσκου, αυξάνονται ο δανεισμός και οι δεσμεύσεις στις ροές ρευστού. Σε περιόδους οικονομικής επιβράδυνσης, παρατηρείται μία συνολική μετατόπιση προς μη βιώσιμα πρότυπα χρηματοδότησης. Αρκετοί χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί περνούν από την πιο ασφαλή χρηματοδότηση τύπου hedge στη speculative χρηματοδότηση, ενώ πολλοί οργανισμοί της δεύτερης κατηγορίας καταλήγουν στην κατάσταση Ponzi. Συνεπώς, ο Μίνσκι υποστηρίζει ότι είναι η ίδια η φαινομενική σταθερότητα, κατά τη φάση της ανόδου, που ενισχύει την κερδοσκοπία και την αύξηση του ρίσκου που λαμβάνουν οι επιχειρήσεις και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται χρηματοοικονομικές «φούσκες» και να οδηγούνται οι οικονομίες στην κατάρρευση (Πολυχρονίου Χ. Ι., 2013).

    Οδηγούμαστε, έτσι, στο ότι η χρηματοπιστωτική ευθραυστότητα, η οποία μπορεί να εκφραστεί μέσω του λόγου του χρέους προς το εισόδημα που παράγεται από τις επιχειρήσεις, είναι σύμφυτη με την οικονομική επέκταση. Στη φάση της οικονομικής ανόδου, το αυξανόμενο ρίσκο, το οποίο προκύπτει από τη διαδικασία εξυπηρέτησης των μακροπρόθεσμων χρεών με βραχυπρόθεσμα χρέη, συνεπάγεται την αύξηση της χρηματοπιστωτικής ευθραυστότητας. Η κατάσταση αυτή είναι ικανή να προκαλέσει προσδοκίες για καθοδική πορεία της οικονομίας, με αποτέλεσμα να πυροδοτηθεί οικονομική κρίση. Ωστόσο, λόγω του υψηλού όγκου χρεών και της αλληλοσύνδεσης επιχειρήσεων και χρηματοπιστωτικών οργανισμών, οποιαδήποτε μεμονωμένη προσπάθεια ενίσχυσης της θέσης ρευστότητας, βασιζόμενη στην ελάττωση των δαπανών, θα επιδράσει αρνητικά στην οικονομία. Επίσης, μπορεί να προκύψει αύξηση της προσφοράς μακροπρόθεσμων τίτλων και μείωση της αξίας τους, λόγω προσπαθειών να γίνουν τα χαρτοφυλάκια πιο ρευστά, γεγονός που θα αυξήσει το κόστος χρηματοδότησης και θα ασκήσει αποπληθωριστική πίεση στην οικονομία. Τα παραπάνω θα οδηγήσουν πιθανότατα σε συνολικές μειώσεις των επενδυτικών δραστηριοτήτων και περιορισμό της δυνατότητας χρηματοδότησης της οικονομίας, με το φάσμα των αλυσιδωτών χρεοκοπιών και του χρηματοπιστωτικού πανικού να γίνεται πλέον ορατό. Άρα, ο Μίνσκι επιχειρηματολογεί για την πιθανότητα κατάρρευσης, στην οποία μπορεί να καταλήξει μία οικονομία, ξεκινώντας ακόμα και από μία μικρή ύφεση του οικονομικού κύκλου (ScrepantiE., Zamagni S. (2004: Β΄ τόμος: 249).

    Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η «υπόθεση της χρηματοοικονομικής αστάθειας» συμπυκνώνεται μέσω δύο θεωρημάτων. Σύμφωνα με το πρώτο, «η οικονομία διαθέτει χρηματοδοτικά καθεστώτα κάτω από τα οποία είναι σταθερή, καθώς και χρηματοδοτικά καθεστώτα στα οποία είναι ασταθής» (Minsky H., 1992: 9). Το δεύτερο θεώρημα μας λέει ότι «κατά τη διάρκεια περιόδων παρατεταμένης ευημερίας, η οικονομία μεταβαίνει από χρηματοοικονομικές σχέσεις, οι οποίες τη σταθεροποιούν, σε χρηματοοικονομικές σχέσεις, οι οποίες την αποσταθεροποιούν» (Minsky H., 1992: 9). Το συμπέρασμα που απορρέει από τα δύο θεωρήματα είναι ότι, σε μία καπιταλιστική οικονομία, οι διακριτές χρονικότητες συνδέονται μεταξύ τους όχι μόνο μέσω των κεφαλαιουχικών στοιχείων και της εργασιακής δύναμης, αλλά και μέσω των χρηματοοικονομικών σχέσεων. Η «υπόθεση της χρηματοοικονομικής αστάθειας» βασίζεται στον εγγενώς αποσταθεροποιητικό ρόλο των χρηματοοικονομικών δομών στον καπιταλισμό, καθώς κάθε αντιμετώπιση μίας κρίσης οδηγεί σε περαιτέρω ανάληψη ρίσκου.

    Καθίσταται σαφές ότι η θεωρία του Μίνσκι, προκειμένου να μελετήσει την αστάθεια του σύγχρονου καπιταλισμού, λαμβάνει σοβαρά υπόψη τη χρηματοπιστωτική σφαίρα, το χρέος και την αποτίμηση του κινδύνου. Οι οικονομικοί κύκλοι οφείλονται στην εγγενή αστάθεια του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Μάλιστα παρότι υπάρχει επίγνωση της αστάθειας της οικονομίας, η αβεβαιότητα ενισχύεται, σε μεγάλο βαθμό, από τα λανθασμένα μοντέλα που χρησιμοποιούνται για προβλέψεις. Για τους λόγους αυτούς, ο Μίνσκι έρχεται σε εμφανή αντίθεση με την ποσοτική θεωρία του χρήματος, η οποία υποστηρίζει ότι το χρήμα συνιστά ένα βοηθητικό μέσο, η ταχύτητα κυκλοφορίας του οποίου είναι σχεδόν σταθερή. Άρα, οι αλλαγές στην προσφορά χρήματος δεν αποτελούν εργαλείο για τη βέβαιη ρύθμιση των τιμών, όπως υποστηρίζουν οι μονεταριστές. Δεν είναι, λοιπόν, τυχαία τα όσα γράφονταν το 2008 στο αμερικανικό περιοδικό New Yorker: «Στην πραγματικότητα, τόνιζε (εννοείται: ο Μίνσκι) ότι οι τραπεζίτες, οι έμποροι και οι άλλοι χρηματοδότες παίζουν ανά χρονικά διαστήματα το ρόλο των εμπρηστών, τυλίγοντας στις φλόγες το σύνολο της οικονομίας. Η Wall Street ενθαρρύνει τις επιχειρήσεις και τους ιδιώτες να λαμβάνουν υπερβολικά μεγάλο ρίσκο, πίστευε, κάτι που δημιουργεί καταστροφικές φάσεις έξαρσης και ύφεσης. Ο μόνος τρόπος για να σπάσει αυτό το υπόδειγμα είναι η κυβέρνηση να παρέμβει και να ελέγξει τους “κυνηγούς” του χρήματος» (CassidyJ., 2008, οι υπογραμμίσεις δικές μου).

    Ο Μίνσκι, αναγνωρίζοντας την ανικανότητα της «ελεύθερης αγοράς» να αυτορρυθμίζεται και να επιτυγχάνει την πλήρη απασχόληση, ώστε οι κοινωνίες να ρέπουν προς τη σταθερότητα και την ευημερία, αναπόφευκτα τάσσεται υπέρ του κρατικού παρεμβατισμού, όπως και όλες οι τάσεις των μετακεϊνσιανών οικονομολόγων, στην κατεύθυνση της παράδοσης του Κέινς. Ο κρατικός παρεμβατισμός, μέσω των κυβερνήσεων ως ενισχυτών της απασχόλησης, των κεντρικών τραπεζών ως δανειστών έσχατης καταφυγής και άλλων θεσμών, καθίσταται απαραίτητος για τον περιορισμό της σύμφυτης με το σύστημα οικονομικής αστάθειας (βλ. και PapadimitriouD., Wray R. 1999). Επιπλέον, τα προγράμματα δημόσιων επενδύσεων και οι πολιτικές πρόνοιας προβάλλονται ως η μόνη οδός για την αντιμετώπιση της φτώχειας, των κοινωνικών ανισοτήτων και της ανεργίας. Αντιλαμβάνεται κανείς ότι για τον Μίνσκι, όπως και για τους μετακεϊνσιανούς συνολικά, το κράτος καλείται να διαδραματίσει το ρόλο του ρυθμιστή του χρηματοπιστωτικού συστήματος, του ελεγκτή της ασυδοσίας των κερδοσκόπων τραπεζιτών και του εγγυητή της ομαλής οικονομικής ανάπτυξης. Συνεπώς, επανερχόμαστε στην κριτική του Κέινς προς τις κερδοσκοπικές τάσεις και τον παρασιτικό ρόλο των μη παραγωγικών επενδυτών, των λεγόμενων ραντιέρηδων ή εισοδηματιών. Η κριτική αυτή έρχεται να μας θυμίσει κυρίαρχες αντιλήψεις και βασικά αιτήματα σε όλους τους χώρους της Αριστεράς, στην περίοδο της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας και της χρηματιστικοποίησης.


    2.4. Ο νεοφιλελευθερισμός ως η ηγεμονία των εισοδηματιών: Ο «παρασιτικός» χαρακτήρας του καπιταλισμού «καζίνο»


    Όπως εύστοχα παρατηρούσε ο Δ. Σωτηρόπουλος, στο πρώτο διάστημα της σημερινής κρίσης, ο Κέινς «προέβλεψε την οριστική εξάλειψη (“ευθανασία”, όπως την αποκάλεσε) των εισοδηματιών “εντός μιας ή δύο γενεών”. Εντούτοις, οι οπαδοί του υποστηρίζουν ότι τρεις γενιές αργότερα, κατά τη δεκαετία του 1970, οι εισοδηματίες […] επέστρεψαν με σκοπό να ηγεμονεύσουν. Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, ο νεοφιλελευθερισμός μάλλον συνιστά την “εκδίκηση των εισοδηματιών”. Οι τελευταίοι υποτίθεται ότι έχουν κυριαρχήσει σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο, διαμορφώνοντας την ατζέντα των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων όπως ακριβώς ορίζουν τα συμφέροντά τους» (Σωτηρόπουλος Δ., 2009, οι υπογραμμίσεις δικές μου, το πρώτο μέρος του τίτλου της παραγράφου 2.4 είναι δανεισμένο από το εν λόγω κείμενο). Σύμφωνα με την ανάλυση αυτή, ο νεοφιλελευθερισμός συνιστά την αποθέωση του «παρασιτικού» ρόλου της χρηματοπιστωτικής σφαίρας, η οποία λειτουργεί εις βάρος των δραστηριοτήτων της «πραγματικής» οικονομίας, καθώς τη θέση των αναπτυξιακών και παραγωγικών επιλογών καταλαμβάνουν οι επιλογές για «κερδοσκοπία».

    Η σύγχρονη οικονομική φιλελευθεροποίηση εκλαμβάνεται ως μία φάση του καπιταλισμού, κατά την οποία οι κάτοχοι του χρήματος και οι ελίτ των πιστωτικών ιδρυμάτων (τα λεγόμενα «golden boys») ηγεμονεύουν στη λήψη των αποφάσεων και στη ρύθμιση των οικονομικών δραστηριοτήτων. Πιο συγκεκριμένα, όπως συνοψίζεται και υπό την έννοια της χρηματιστικοποίησης, ο χρηματοπιστωτικός τομέας και οι χρηματαγορές καθορίζουν την πορεία της οικονομίας, εις βάρος των παραγωγικών κλάδων, τα «πλασματικά» κέρδη αντικαθιστούν τα «πραγματικά» κέρδη, οι εισοδηματικές ανισότητες αυξάνονται λόγω της «αλόγιστης» δράσης των τραπεζών και η χρηματοοικονομική αστάθεια του συστήματος επιδεινώνεται δραματικά εξαιτίας της «κερδοσκοπίας», γεγονός που αποτυπώνεται στην έκρηξη των χρεών των επιχειρήσεων, των νοικοκυριών και των κρατών. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με την ανάλυση αυτή (η οποία στο σημείο αυτό γίνεται ακόμα πιο θελκτική για την Αριστερά), έχει δημιουργηθεί ένα χάσμα (μία ταξική διαφοροποίηση στη «μαρξική» εκδοχή) στο εσωτερικό των σύγχρονων επιχειρήσεων, μεταξύ των μεγαλομετόχων και των κατόχων του χρήματος, από τη μία, και των ενεργών καπιταλιστών, των μάνατζερ, των εργαζομένων και της κοινωνίας εν γένει, από την άλλη. Φαινόμενα όπως η τιτλοποίηση και η ραγδαία διάδοση των χρηματοπιστωτικών παραγώγων εντάσσονται στο πλαίσιο αυτό.

    Οι προσεγγίσεις αυτές, σε όλες τις αποχρώσεις τους, εμφανίζουν το νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα ως διαδικασία «υπερδιόγκωσης» της χρηματοπιστωτικής σφαίρας (με αποτέλεσμα τις συχνές οικονομικές «φούσκες»), έξαρσης της «κερδοσκοπίας» μακριά από τη σφαίρα της παραγωγής (στη σφαίρα της κυκλοφορίας), απουσίας «ρύθμισης» των χρηματαγορών και κυριαρχίας της «απληστίας» και του «ανορθολογισμού».


    3. Η μέθοδος και οι έννοιες της θεωρίας του Μαρξ


    3.1. Αντικείμενο και μέθοδος του Μαρξ στο Κεφάλαιο


    Αντικείμενο του Μαρξ στο Κεφάλαιο δεν είναι η καπιταλιστική Βρετανία της εποχής του, ούτε κάποια άλλη χώρα ή ιστορική εποχή. Είναι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής (ΚΤΠ), δηλαδή οι δομικές σχέσεις που αναγκαστικά θα χαρακτηρίζουν κάθε καπιταλιστική χώρα. Με τα λόγια του Heinrich, «ο Μαρξ προσπαθεί μάλλον να απεικονίσει τις θεμελιώδεις αλληλεξαρτήσεις του καπιταλισμού ή, όπως ο ίδιος το θέτει στο τέλος του τρίτου τόμου του Κεφαλαίου, “τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής στον ιδεατό του μέσο όρο” […] Ο Μαρξ δεν ενδιαφέρεται για ένα συγκεκριμένο, εμπειρικό καπιταλισμό, αλλά για τις δομές που συνιστούν τον πυρήνα κάθε ιδιαίτερου καπιταλισμού» (HeinrichM., 2007).

    Ο Χάινριχ δίνει έμφαση στον τρόπο με τον οποίο εξελίσσει τις θεωρητικές κατηγορίες ο Μαρξ στο έργο του. Όπως γράφει, αυτό «σημαίνει ότι προσπαθεί να καταστήσει σαφές ότι οι κατηγορίες σε ένα επίπεδο περιγραφής είναι αναγκαία ατελείς και, ως εκ τούτου, είτε επιτάσσουν περαιτέρω κατηγορίες είτε ότι το επίπεδο στο οποίο είχε ως εκείνο το σημείο επιχειρηματολογήσει πρέπει να εγκαταλειφθεί» (HeinrichM., 2007). Συνεπώς, το τρίτομο έργο του Κεφαλαίου αποτελεί ένα όλο, το οποίο οφείλει να μελετηθεί από την αρχή μέχρι το τέλος, προκειμένου να αντιληφθεί κανείς πλήρως και σωστά την ανάλυση του Μαρξ για τον ΚΤΠ. Διαφορετικά, οποιαδήποτε αποσπασματική ανάγνωση, ακόμα και αν αυτή περιλαμβάνει την ανάγνωση ολόκληρου του πρώτου τόμου (σύνηθες φαινόμενο), είναι καταδικασμένη a priori να οδηγήσει στην ελλιπή κατανόηση ή και διαστρέβλωση των εννοιών της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας.


    3.2. Η μαρξική χρηματική θεωρία της αξίας


    Προκειμένου να επιστρέψουμε στη θεωρία του Μαρξ, πρέπει να αντιληφθούμε τη χρηματική θεωρία της αξίας ως σημείο «κλειδί» για την αποκρυπτογράφηση της κεφαλαιακής σχέσης, σε αντίθεση με κάθε άλλη αντίληψη για την αξία των καπιταλιστικώς παραγόμενων εμπορευμάτων. Παρατηρώντας ότι στον καπιταλισμό όλα τα διαφορετικά είδη εργασίας καθίστανται ισοδύναμα, καθώς τα παραγόμενα εμπορεύματα ανταλλάσσονται μεταξύ τους, η θεωρία του Μαρξ αναζητά την ερμηνεία αυτής της διαδικασίας κοινωνικής ομογενοποίησης των επιμέρους παραγωγικών διαδικασιών. Στην κατεύθυνση αυτή, η εργασία, είτε παράγει υλικά είτε άυλα αγαθά, θεωρείται ως διφυής, διότι συνιστά συγκεκριμένη εργασία που παράγει αξίες χρήσης για την ικανοποίηση ανθρώπινων αναγκών (χαρακτηριστικό κάθε τρόπου παραγωγής), αλλά και αφηρημένη εργασία, δηλαδή κοινωνικά όμοια εργασία, που παράγει αξίες καπιταλιστικών εμπορευμάτων ώστε αυτά «να αντικρίζονται σε μια ποσοτική σχέση ανταλλαγής» (HeinrichM., 2012). Το ακόλουθο απόσπασμα από τον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου είναι ενδεικτικό:


    «Κάθε εργασία είναι από τη μια ξόδεμα ανθρώπινης εργατικής δύναμης με τη φυσιολογική έννοια, και μ’ αυτή την ιδιότητα της όμοιας ανθρώπινης ή αφηρημένης ανθρώπινης εργασίας αποτελεί την αξία του εμπορεύματος. Κάθε εργασία είναι από την άλλη ξόδεμα ανθρώπινης εργατικής δύναμης με την ιδιαίτερη καθορισμένα σκόπιμη μορφή, και με την ιδιότητα αυτή της συγκεκριμένης ωφέλιμης εργασίας παράγει αξίες χρήσης» (Μαρξ Κ., 2002: 60).


    Πολλές φορές, η αφηρημένη εργασία, έννοια που εισήγαγε πρώτος ο Μαρξ («Αυτή τη διφυή φύση της εργασίας που περιέχεται στο εμπόρευμα την απόδειξα πρώτος εγώ κριτικά» – Μαρξ Κ., 2002: 55), ταυτίζεται με το χρόνο εργασίας, δηλαδή με ένα συγκεκριμένο είδος δαπάνης εργασίας. Κάτι τέτοιο, όμως, οδηγεί σε διαστρέβλωση των θεμελίων της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας, καθώς «το σημείο αυτό είναι το κεντρικό σημείο που γύρω του περιστρέφεται η κατανόηση της πολιτικής οικονομίας» (Μαρξ Κ., 2002: 55). Η αξία δε μετριέται με χρονόμετρο, όπως νόμισαν οι κλασικοί οικονομολόγοι, επειδή η ουσία της είναι η αφηρημένη εργασία. Όπως σωστά τονίζει ο Χάινριχ, η έννοια της αφηρημένης εργασίας ταυτίζεται «με μια κατηγορία κοινωνικής διαμεσολάβησης: σκοπεύει να καταδείξει τον ειδικό κοινωνικό χαρακτήρα της ιδιωτικώς δαπανούμενης εργασίας η οποία παράγει εμπορεύματα» (Heinrich M., 2007, οι υπογραμμίσεις δικές μου). Επομένως, η αφηρημένη εργασία είναι εργασία που εκτελείται υπό καπιταλιστικές συνθήκες και παράγει την αξία του κάθε εμπορεύματος. Αποτελεί, μάλιστα, χαρακτηριστικό κάθε συγκεκριμένης εργασίας στον ΚΤΠ, εκφράζοντας την κυριαρχία της κεφαλαιακής σχέσης.

    Στο σημείο αυτό πρέπει να επιμείνουμε στο γεγονός ότι η έννοια της αφηρημένης εργασίας, την οποία εισήγαγε ο Μαρξ, είναι μία αφαίρεση από τον άμεσα αντιληπτό κόσμο, δηλαδή δεν πρόκειται για ένα εμπειρικά μετρήσιμο μέγεθος. Η έννοια αυτή καθιστά δυνατή την κατανόηση της διαδικασίας κοινωνικής ομογενοποίησης της εργασίας αποκλειστικά στον ΚΤΠ, μέσω της κοινωνικής αλληλοσυσχέτισης όλων των επιμέρους παραγωγικών δραστηριοτήτων. Η ιδιαίτερη αυτή διαδικασία κοινωνικής ομογενοποίησης στον ΚΤΠ «αποκτά υπόσταση στη διαδικασία ανταλλαγής» (Heinrich M. (2003).

    Ο Μαρξ δομεί τη θεωρία του για την αξία, η οποία εμφανίζεται ως χρήμα, αναπτύσσοντας την ανάλυσή του σταδιακά. Εκκινεί από την απλή, μεμονωμένη ή τυχαία μορφή της αξίας, ενώ, στη συνέχεια, χρησιμοποιεί δύο ενδιάμεσες νοητικές μορφές, την ολική ή αναπτυγμένη μορφή της αξίας και τη γενική μορφή της αξίας. Οδηγείται, έτσι, στη χρηματική μορφή της αξίας, μέσω της οποίας απορρίπτει κάθε μοντέλο αντιπραγματισμού, θεωρώντας ότι το χρήμα αναγκαστικά διαμεσολαβεί οποιαδήποτε ανταλλαγή στον καπιταλισμό (για μία αναλυτική παρουσίαση βλ. Μηλιός Γ., Δημούλης Δ., Οικονομάκης Γ., 2005: 51-57)7 . Η αξία του κάθε εμπορεύματος βρίσκει τη γενικότερη και καθολική έκφρασή της μόνο αν συσχετιστεί με μία, κοινωνικά αποδεκτή, ανεξάρτητη ενσάρκωση της αξίας. Το χρήμα καλείται να επιτελέσει αυτόν το ρόλο στον καπιταλισμό, συνιστώντας τη μοναδική μορφή εμφάνισης και πραγμάτωσης της αξίας ενός εμπορεύματος, μέσω της τιμής του. Γίνεται σαφές ότι το χρήμα δεν είναι απλά ένα «βοηθητικό εργαλείο», το οποίο απλοποιεί την ανταλλακτική διαδικασία, αλλά, αντίθετα, «είναι κυρίως το μέσο με το οποίο οι μεμονωμένοι ατομικοί παραγωγοί εμπορευμάτων μπορούν να συσχετιστούν ο ένας με τον άλλον» (HeinrichM., 2012). Η αξία εκφράζει τα δομικά χαρακτηριστικά του ΚΤΠ και όχι την εργασία γενικά. Γι’ αυτό, άλλωστε, ο Μαρξ τονίζει ότι:


    «Η έννοια της αξίας ανήκει ολότελα στην πιο σύγχρονη οικονομία, γιατί είναι η πιο αφηρημένη έκφραση του ίδιου του κεφαλαίου και της παραγωγής που βασίζεται σ’ αυτό. Στην έννοια της αξίας προδίνεται το μυστικό του κεφαλαίου» (Μαρξ Κ., 1990: 596, οι υπογραμμίσεις δικές μου).


    Εφόσον το χρήμα αποκτά θεμελιώδη ρόλο στον καπιταλισμό, μπορούμε να πούμε ότι έχει «κοινωνικές ιδιότητες και κοινωνικές δυνάμεις» (HeinrichM., 2012). Το γεγονός ότι το χρήμα εμφανίζεται να έχει μία «κοινωνική δύναμη» είναι αποτέλεσμα του φετιχισμού, ο οποίος αποκρύπτει ότι το χρήμα προκύπτει αυτοφυώς στο κύκλωμα του ΚΤΠ. Έτσι, η παραγωγή εμπορευμάτων στον καπιταλισμό είναι αδύνατη χωρίς την ύπαρξη του χρήματος. Ο απλός εμπειρισμός δεν είναι ικανός να ξεδιαλύνει αυτό το ιστορικά ιδιαίτερο κοινωνικό φαινόμενο. Άρα, η κατάργηση του χρήματος είναι νοητή μόνο με την κατάργηση του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων που δημιουργούν την αναγκαιότητα του χρήματος, δηλαδή των καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας.8


    3.3. Το χρήμα ως κεφάλαιο


    Το χρήμα στο εννοιολογικό σύστημα του Κεφαλαίου αποκτά μία εντελώς νέα «ποιότητα», προκειμένου να αναλυθεί ο ΚΤΠ. Ο Μαρξ αποδίδει στο χρήμα όχι απλά το ρόλο του μέτρου των αξιών των εμπορευμάτων και του μέσου της εμπορευματικής κυκλοφορίας, σύμφωνα με το κλασικό εννοιολογικό σχήμα, αλλά και το ρόλο του μέσου θησαυρισμού, του μέσου πληρωμής στη βάση συμβολαίου και του παγκόσμιου χρήματος. Οι τρεις τελευταίες λειτουργίες συντείνουν προς το γεγονός ότι το χρήμα λειτουργεί ως αυτοσκοπός. Το χρήμα στον ΚΤΠ διαφοροποιείται από το χρήμα στους προκαπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής, όπου ο ρόλος του ήταν περιθωριακός, ενσαρκώνοντας πλέον τις ειδικά καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις. Με άλλα λόγια, «το χρήμα είναι η “αντικειμενοποίηση” της κεφαλαιακής σχέσης (η ενσάρκωση της “αυτο-αξιοποιούμενης αξίας”) και το όχημα της διευρυνόμενης αναπαραγωγής της» (Μηλιός Γ., Δημούλης Δ., Οικονομάκης Γ., 2005: 101).9

    Ωστόσο, προκειμένου το χρήμα να λειτουργήσει «ως χρήμα» (αυτοσκοπός), πρέπει κυριαρχεί στη σφαίρα της παραγωγής, ενωματώνοντάς την στο κύκλωμά του. Καθώς γενικεύεται η εμπορευματική παραγωγή, το χρήμα γίνεται κεφάλαιο και έτσι έχουμε την εδραίωση του ΚΤΠ, όπου, μέσα από την κυκλοφορία του χρήματος, παράγεται όλο και περισσότερο από αυτό. Με αυτόν τον τρόπο, η παραγωγή εμπορευμάτων στοχεύει στη δημιουργία περισσότερου χρήματος, με αποτέλεσμα να κυριαρχεί η σχέση Χρήμα→Χρήμα΄, ή αλλιώς Χ→Χ΄, με Χ΄=Χ+ΔΧ, ΔΧ>0. Αυτό σημαίνει ότι στο κύκλωμα Χρήμα→Εμπόρευμα→Χρήμα΄, ή απλούστερα Χ→Ε→Χ΄, οι διαδικασίες παραγωγή-κυκλοφορία-συσσώρευση είναι αναπόσπαστες μεταξύ τους. Σύμφωνα με την ανάλυση του Χάινριχ: «Η γενίκευση της εμπορευματικής παραγωγής είναι δυνατή μόνο όταν η παραγωγή μετασχηματίζεται σε καπιταλιστική παραγωγή, όταν ο πολλαπλασιασμός και η αύξηση του αφηρημένου πλούτου γίνεται ο άμεσος σκοπός της παραγωγής και όλες οι άλλες κοινωνικές σχέσεις υπάγονται σε αυτό το σκοπό» (HeinrichM., 2012).

    Η θεωρία για το κεφάλαιο δεν μπορεί να διατυπωθεί ανεξάρτητα από τη θεωρία για την αξία και το χρήμα. Το κεφάλαιο συνιστά αξία ιδιοποιημένη από την τάξη των κεφαλαιοκρατών, ενώ εμφανίζεται ως χρήμα και ως εμπόρευμα. Ως κεφάλαιο λειτουργούν τα μέσα παραγωγής, δηλαδή το σταθερό κεφάλαιο, και η εργασιακή δύναμη, δηλαδή το μεταβλητό κεφάλαιο. Πιο συγκεκριμένα, «Ο καπιταλιστής εμφανίζεται στην αγορά ως ιδιοκτήτης του χρήματος (Χ) αγοράζοντας εμπορεύματα (Ε), τα οποία αποτελούνται από μέσα παραγωγής (Μπ) και εργασιακή δύναμη (Εδ). Στη διαδικασία παραγωγής (Π) καταναλώνει παραγωγικά τα Ε, για να δημιουργήσει μια εκροή εμπορευμάτων, ένα προϊόν (Ε΄) του οποίου η αξία ξεπερνά αυτή του Ε. Τελικά πουλά αυτήν την εκροή για να εισπράξει ένα ποσό χρήματος (Χ΄) υψηλότερο σε σχέση με το (Χ).» (Μηλιός Γ., Δημούλης Δ., Οικονομάκης Γ., 2005: 80). Συνεπώς, η μετατροπή του χρήματος σε κεφάλαιο καθιστά την παραγωγή εμπορευμάτων μία αποφασιστική φάση του συνολικού κυκλώματος του κοινωνικού κεφαλαίου:

    Χ→Ε (=Μπ+Εδ)→Π→Ε΄→Χ΄.

    Στην ενότητα 2, αναλύθηκε η, θεμελιώδης για τη σκέψη των μετακεϊνσιανών, θέση για την ενδογένεια του χρήματος στον καπιταλισμό. Ωστόσο, καθίσταται σαφές ότι η σχετική επιχειρηματολογία αδυνατεί να ξεφύγει από τα στενά όρια του εμπειρισμού, γεγονός που επιτρέπει στους νεοκλασικούς θεωρητικούς να οδηγούνται στις αντίθετες θέσεις μέσα από παρόμοιες «αποδεικτικές» διαδικασίες. Η μαρξική χρηματική θεωρία του κεφαλαίου παρέχει ένα συνεκτικό θεωρητικό σύστημα για τη θεμελίωση του ενδογενούς χαρακτήρα του χρήματος και την οριστική ρήξη με τις κυρίαρχες οικονομικές θεωρίες, οι οποίες αποκόπτουν το χρήμα από τις καπιταλιστικές σχέσεις εξουσίας. Ας δώσουμε έμφαση στο εξής απόσπασμα: «Δεν είναι η δημιουργία και κυκλοφορία του χρήματος ενδογενής στη διαδικασία παραγωγής και κυκλοφορίας εμπορευμάτων, αλλά, αντιστρόφως, η παραγωγή και κυκλοφορία των εμπορευμάτων είναι ενδογενής στο συνολικό κοινωνικό κύκλωμα του χρήματος, του οποίου η κίνηση καθορίζεται από τη λειτουργία του ως κεφαλαίου» (Μηλιός Γ., Δημούλης Δ., Οικονομάκης Γ., 2005: 101, οι υπογραμμίσεις δικές μου).

    Η παραπάνω θέση δεν αντιστρέφει απλά τη θέση των μετακεϊνσιανών για την ενδογένεια του χρήματος. Καθώς η κίνηση του χρήματος εκφράζει τα δομικά χαρακτηριστικά του ΚΤΠ, συνιστώντας απαραίτητη διαδικασία για την εκμετάλλευση της εργασίας από το κεφάλαιο, η παραγωγή και η κυκλοφορία των εμπορευμάτων αποτελούν μία (καθοριστική) συνιστώσα του συνολικού κοινωνικού κυκλώματος του χρήματος που λειτουργεί ως κεφάλαιο. Η θεωρία του Μαρξ, παρά τις συχνές διαστρεβλώσεις της, απορρίπτει ρητά τις αντιλήψεις για τη διχοτομία μεταξύ «παραγωγικής-πραγματικής» οικονομίας και «παρασιτικού» χρήματος και χρηματοπιστωτικού συστήματος. Πηγή αυτών των διαστρεβλώσεων αποτελεί «ο διαχωρισμός της σφαίρας της αξίας και του κεφαλαίου από τη μια πλευρά και της σφαίρας του χρήματος, της πίστης και της κερδοσκοπίας από την άλλη πλευρά» (Heinrich M. (2003). Με άλλη διατύπωση, είναι η διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου στο συνολικό κοινωνικό επίπεδο, η οποία δημιουργεί το χρήμα και προσδιορίζει, σε τελική ανάλυση, τις αποφάσεις των χρηματοπιστωτικών αρχών και των κρατικών μηχανισμών. Οι μετακεϊνσιανοί αναλυτές ψηλαφούν την αδυναμία των κεντρικών τραπεζών να ρυθμίζουν κατά βούληση τις ροές του χρήματος, αλλά δε διαθέτουν το απαραίτητο θεωρητικό υπόβαθρο για την ανάλυση του ΚΤΠ, προκειμένου να εντοπίσουν τι πραγματικά κρύβεται κάτω από το επιφαινόμενο. Η αυτονομία των νομισματικών αρχών είναι απλώς σχετική, ενώ η λειτουργία κάθε αρχής συμβάλλει, ανεξάρτητα από τη βούληση των προσώπων, στη διευρυμένη αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας και εκμετάλλευσης.

    Άρα, η μαρξική θεωρία ορίζει το κεφάλαιο ως μία ιστορικά συγκεκριμένη σχέση εκμετάλλευσης και εξουσίας που έχει χαρακτήρα αυτο-αξιοποιούμενης αξίας, η οποία εμφανίζεται και αναπαράγεται διευρυμένα αναγκαστικά μέσω του χρήματος. Το χρήμα συνιστά την υλική ενσάρκωση της κεφαλαιακής σχέσης, της βασικής σχέσης κάθε καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού. Στο τρίτομο έργο του Κεφαλαίου δεν αναπτύσσεται απλά η χρηματική θεωρία της αξίας, αλλά συνολικά η χρηματική θεωρία του κεφαλαίου.


    3.4. Η σημασία της πίστης στον καπιταλισμό


    Όπως σημειώνει ο Χάινριχ, στα πρώτα τέσσερα κεφάλαια του πρώτου τόμου του Κεφαλαίου ο Μαρξ αποδίδει έναν κεντρικό ρόλο στο χρήμα, καθώς μάλιστα το κεφάλαιο δεν μπορεί να οριστεί ξεχωριστά από το χρήμα. Προσθέτει, όμως, ότι στο υπόλοιπο του πρώτου τόμου και στο τμήμα του τρίτου τόμου, όπου ο Μαρξ, μετά την ανάλυση για το νόμο της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους, πραγματεύεται τις κρίσεις, ο κεντρικός ρόλος του χρήματος φαίνεται να αναιρείται. Τονίζει, ακόμα, την αντίληψη πολλών μαρξιστών ότι το πέμπτο τμήμα του τρίτου τόμου, με θέματα τον τόκο και την πίστη, αποτελεί ένα είδος συμπληρωματικού παραρτήματος χωρίς ιδιαίτερη σημασία. Παρ’ όλα αυτά, σπεύδει να υπογραμμίσει την εξής συνολική θέση: «Ακριβώς όπως δεν μπορούμε να συλλάβουμε την αξία ανεξάρτητα από το χρήμα, με τον ίδιο τρόπο δεν μπορούμε να συλλάβουμε το κεφάλαιο χωρίς το πιστωτικό σύστημα. Η κίνηση του κεφαλαίου, δηλαδή η συνεχής αξιοποίηση της αξίας, η οποία συμπεριλαμβάνει ολόκληρη την οικονομία και περιέχει τη διαδικασία συνεχούς συσσώρευσης κεφαλαίου, δεν είναι δυνατή χωρίς την πίστη» (Heinrich M., 2003).

    Η κεφαλαιακή συσσώρευση, δηλαδή η μετατροπή της υπεραξίας σε κεφάλαιο, απαιτεί την ύπαρξη της πίστης. Πρέπει να προσέξουμε ότι στο τρίτο τμήμα του δεύτερου τόμου, όπου ο Μαρξ θεωρεί ως προϋπόθεση της πραγματοποίησης της υπεραξίας στο επίπεδο του συνολικού-κοινωνικού κεφαλαίου την ύπαρξη ενός θησαυρού, έχουμε να κάνουμε με ένα επίπεδο ανάλυσης, στο οποίο δεν έχει εισαχθεί ακόμα η έννοια της πίστης. Τα πράγματα αποκαθίστανται στον τρίτο τόμο, όπου ο Μαρξ αποδεικνύει «ότι η ύπαρξη της πίστης είναι απαραίτητη για την ευελιξία της διαδικασίας συσσώρευσης», καθώς μέσω αυτής «ανεξαρτητοποιείται η διαδικασία συσσώρευσης σε έναν κλάδο από την υπεραξία που παράγεται σ’ αυτόν» (Heinrich M., 2003). Επιπλέον, καθώς μέσω του χρήματος ενσαρκώνεται υλικά η πιο γενική μορφή του κεφαλαίου, πρέπει να απορριφθούν οι θεωρίες περί εισαγωγής του χρήματος στην οικονομία από τις κρατικές αρχές. Η διαδικασία διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου αποτελεί την πηγή δημιουργίας του χρήματος. Για το λόγο αυτό, η μαρξική θεωρία καθιστά σαφές ότι το πιστωτικό χρήμα είναι η κύρια μορφή χρήματος, γεγονός που αποδεικνύεται περίτρανα στο σύγχρονο κόσμο. Το χαρτονόμισμα ή ακόμα και το ιστορικά ξεπερασμένο «εμπορευματικό» χρήμα βρίσκονται σε δευτερεύουσα θέση, διότι η κεφαλαιακή συσσώρευση έχει άμεση σύνδεση με τη δημιουργία πιστωτικού χρήματος.

    Οι θέσεις του Μαρξ για την πίστη, στο Κεφάλαιο, είναι ρητές. Καθώς η διευρυμένη αναπαραγωγή του συνολικού-κοινωνικού κεφαλαίου απαιτεί την πίστη, η κυριαρχία του πιστωτικού χρήματος, έναντι των άλλων μορφών χρήματος, συμβαδίζει με την υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο και την εμπέδωση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Η αποτελεσματική κεφαλαιακή συσσώρευση είναι αναπόσπαστη από τις πιστωτικές σχέσεις. Πιο συγκεκριμένα, το πιστωτικό σύστημα δρα ως διευθυντικό κέντρο της κεφαλαιακής συσσώρευσης και ρυθμίζει την όλη διαδικασία. Η κατανομή του κεφαλαίου στους διάφορους κλάδους της παραγωγής, δηλαδή η πορεία της συσσώρευσης, ρυθμίζεται μέσω του τόκου και των τιμών των μετοχών, δηλαδή, σε τελική ανάλυση, μέσω της πίστης. Επιπλέον, το ζήτημα της παραγωγικής τοποθέτησης του χρηματικού κεφαλαίου ή του «αποθησαυρισμού» του στη χρηματοπιστωτική σφαίρα (πλασματικό κεφάλαιο) ορίζεται και πάλι από την πίστη (Heinrich M., 2003). Βλέπουμε, δηλαδή, ότι οι μηχανισμοί των κρίσεων πρέπει να αναζητηθούν και στη χρηματοπιστωτική σφαίρα.10 Με άλλα λόγια, «το πιστωτικό σύστημα δεν είναι επομένως ένα τυχαίο συνοδευτικό της καπιταλιστικής παραγωγής (δηλαδή μια προσθήκη, που κατά βάση θα μπορούσε και να απουσιάζει), αλλά αποτελεί ένα συστατικό τμήμα του καπιταλιστικού συστήματος, με καθοδηγητικό-διευθυντικό ρόλο» (Heinrich M., 2003).

    Στη βάση αυτή, η καπιταλιστική ανάπτυξη δεν μπορεί να ειδωθεί ανεξάρτητα από την πίστη. Η ανάπτυξη της καπιταλιστικής παραγωγής και η διεύρυνση της πίστης αποτελούν αλληλοτροφοδοτούμενες και αναπόσπαστες διαδικασίες. Άρα, ο καπιταλισμός συνιστά ένα σύστημα «στο οποίο όλη η συνοχή του προτσές αναπαραγωγής στηρίζεται στην Πίστη» (Μαρξ Κ., 1978: 617), πρόκειται, δηλαδή, για την οικονομία της πίστης.11 Τα παραπάνω μπορούν να συμπυκνωθούν στην ακόλουθη θεμελιώδη θέση: «Η πίστη δεν αποτελεί απλώς την απαίτηση του δανειστή σε μελλοντικές αξίες (σε μια μελλοντική παραγωγή). Στο πλαίσιο των συνολικών καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων, αποτελεί απαίτηση της ιδιοκτησίας έναντι της εργασίας, η οποία παίρνει τη μορφή μιας “φετιχιστικής” φυσικής τάξης πραγμάτων» (Μηλιός Γ., 2003), οι υπογραμμίσεις δικές μου). Ο Μαρξ τονίζει χαρακτηριστικά: «Στο τοκοφόρο κεφάλαιο, όμως, ολοκληρώνεται η αντίληψη του κεφαλαίου-φετίχ, η αντίληψη που αποδίδει στο συσσωρευμένο προϊόν της εργασίας, το παγιωμένο επιπλέον με τη μορφή του χρήματος, τη δύναμη να παράγει, χάρη σε μια έμφυτη μυστική ιδιότητα, σαν καθαρό αυτόματο, υπεραξία σε γεωμετρική πρόοδο, έτσι που αυτό το συσσωρευμένο προϊόν εργασίας [...] έχει από καιρό ήδη προεξοφλήσει για πάντα όλο τον πλούτο του κόσμου σαν να του αναλογεί και να του ανήκει δικαιωματικά» (Μαρξ Κ., 1978: 502-503, οι υπογραμμίσεις δικές μου).

    Είμαστε σε θέση, πλέον, να απορρίψουμε τον κεϊνσιανής έμπνευσης διαχωρισμό μεταξύ των «παραγωγικών» καπιταλιστών και των εισοδηματιών, ο οποίος έχει μετατραπεί σε «εργαλείο» ερμηνείας του νεοφιλελευθερισμού όχι μόνο για τους μετακεϊνσιανούς οικονομολόγους, αλλά, αρκετά συχνά, και για τη μαρξιστική Αριστερά. Η θέση του κεφαλαίου μπορεί να προσωποποιηθεί σε δύο υποκείμενα: στον ενεργό καπιταλιστή και στον καπιταλιστή του χρήματος. Η παρακάτω ανάλυση συνοψίζει την επιχειρηματολογία του Μαρξ στο σημείο αυτό και αποτυπώνεται στο σχήμα που ακολουθεί: «Κατά την τέλεση του δανεισμού, ο καπιταλιστής του χρήματος Α γίνεται αποδέκτης και κάτοχος ενός χρεογράφου ή αξιογράφου Α, δηλαδή μιας γραπτής υπόσχεσης πληρωμής (που αναγκαστικά έχει ενδεχομενικό χαρακτήρα) από τον ενεργό καπιταλιστή Β. Η υπόσχεση αυτή πιστοποιεί ότι ο Α εξακολουθεί να παραμένει ιδιοκτήτης του χρηματικού κεφαλαίου Χ. Δεν μεταβιβάζει το κεφάλαιό του στον B, αλλά του εκχωρεί τη δυνατότητα να το χρησιμοποιήσει για κάποιο διάστημα. Θα αναγνωρίσουμε δύο γενικούς τύπους χρεογράφων: τα ομόλογα ΑΟ και τις μετοχές ΑΜ. Στην πρώτη περίπτωση η επιχείρηση δεσμεύεται να καταβάλει σταθερές και προσυμφωνημένες χρηματοοικονομικές πληρωμές ανεξάρτητα από την οικονομική της κερδοφορία. Στη δεύτερη περίπτωση εξασφαλίζει δανειακό κεφάλαιο πουλώντας τμήμα της ιδιοκτησίας της, γεγονός που τη δεσμεύει να αποδίδει μερίσματα ανάλογα με τα κέρδη της. Εάν η εταιρία είναι εισηγμένη στο χρηματιστήριο και αναφερόμαστε στην έκδοση μετοχών, ο κεφαλαιοκράτης Β αντιπροσωπεύει τον μάνατζερ ενώ ο κεφαλαιοκράτης Α το νομικό ιδιοκτήτη» (Σωτηρόπουλος Π. Δ., 2009), από εκεί και το ακόλουθο σχήμα).



    Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η θεωρία του Μαρξ θεωρεί τις καπιταλιστικές σχέσεις εξουσίας απρόσωπες, με την έννοια ότι οι κινήσεις και η θέληση των ατόμων καθορίζεται από την κοινωνική θέση τους. Στην προκειμένη περίπτωση, το χρήμα, λειτουργώντας ως η πιο γενική μορφή του κεφαλαίου, περνά από τον καπιταλιστή του χρήματος στον ενεργό καπιταλιστή, με στόχο την οργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας και την εκμετάλλευση της εργασίας. Η θέση του κεφαλαίου, στην αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας, καταλαμβάνεται τόσο από τους ενεργούς καπιταλιστές, οι οποίοι τοποθετούνται στο «εσωτερικό» της επιχείρησης, όσο και από τους καπιταλιστές του χρήματος, οι οποίοι τοποθετούνται «εξωτερικά» της επιχείρησης. Αντικειμενικά, η μισθωτή εργασία έχει απέναντί της το «σύνολο» του κεφαλαίου, δηλαδή την τάξη των καπιταλιστών συνολικά. Οποιεσδήποτε αντιφάσεις μεταξύ των μάνατζερ των επιχειρήσεων και των κατόχων του χρήματος έχουν δευτερεύουσα σημασία. Εξάλλου, θα ήταν αφελές, από μαρξική σκοπιά, να θεωρήσουμε την επιδίωξη του κέρδους, δηλαδή την κερδοσκοπία, ως κάτι «ξένο» προς τον καπιταλισμό. Οι καπιταλιστές, είτε κατέχουν χρεόγραφα είτε δραστηριοποιούνται ως μάνατζερ, είναι υποχρεωμένοι να επιδιώκουν το μέγιστο δυνατό κέρδος μέσα από την εκμετάλλευση της εργασίας. Σύμφωνα με τον Χάινριχ, «χωρίς χρηματοπιστωτικό τομέα και κερδοσκοπία [..] η καπιταλιστική παραγωγή είναι αδύνατη» (Heinrich M., 2012).


    4. Για μία στρατηγική αμφισβήτησης του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού


    «Πριν απ’ όλα η αστική τάξη παράγει τους νεκροθάφτες της», Καρλ Μαρξ-Φρίντριχ Ένγκελς, Μανιφέστο του κομμουνιστικού κόμματος


    Η συγκυρία, στην οποία γράφεται το παρόν κείμενο, είναι εξαιρετικά αντιφατική. Η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου και η ολομέτωπη και πολυεπίπεδη επίθεση των δυνάμεων του κεφαλαίου στις δυνάμεις της εργασίας καθορίζουν το σημερινό τοπίο της πάλης των τάξεων. Μπροστά στην Αριστερά ανοίγονται δύο προοπτικές, ανάλογα με την πολιτική γραμμή, το πολιτικό σχέδιο, που θα επιλέξει να υλοποιήσει.

    Η πρώτη προοπτική, αυτή του «αριστερού» κεϊνσιανισμού, εκπορευόμενη από μετακεϊνσιανής έμπνευσης, «ετερόδοξες» ως προς το νεοφιλελεύθερο φονταμενταλισμό, προσεγγίσεις, αντιλαμβάνεται την κρίση ως πρόβλημα ζήτησης αλλά και ως ευκαιρία περιορισμού της ασυδοσίας των αγορών και μείωσης των κοινωνικών αδικιών, μέσα από τη χαλάρωση της λιτότητας και την ενίσχυση της απασχόλησης, πάντα στη βάση του «πολιτικού ρεαλισμού». Οι οποιεσδήποτε αλλαγές δεν πρέπει να θίγουν τον πυρήνα της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής. Στο σημείο αυτό, υποστηρίζουμε ότι η προοπτική αυτή είναι καταδικασμένη να ενσωματωθεί στην κυρίαρχη στρατηγική, μέσα από μία εξισορροπητική διαδικασία απόσβεσης των φυγόκεντρων τάσεων, με στόχο τη διαμόρφωση και την παγίωση ενός νέου «βιώσιμου» υποδείγματος. Ο ρόλος της «αξιολόγησης» είναι κομβικός στην κατεύθυνση αυτή.

    Η δεύτερη προοπτική, χρησιμοποιώντας τα μαρξικά αναλυτικά «εργαλεία», αντιλαμβάνεται την κρίση ως πρόβλημα υπεραξίας, όπου το υπερσυσσωρευμένο κεφάλαιο απαιτεί εκρηκτική αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης (ακόμα και μέσω της ανεργίας), με το νεοφιλελευθερισμό να λειτουργεί ως αποτελεσματικό μοντέλο πειθαρχίας στην εξουσία του κεφαλαίου. Η κρίση παρουσιάζεται ως σημείο καμπής και επιτάχυνσης του ιστορικού χρόνου, που δίνει την ευκαιρία στις κυρίαρχες τάξεις να εμπεδώσουν, μέσα από τη «δημιουργική καταστροφή» που επιφέρει η λιτότητα, την παντοκρατορία του κεφαλαίου.

    Συνεπώς, από μαρξική σκοπιά, κάθε διαδικασία «αξιολόγησης» εντάσσεται στη συνολικότερη διαδικασία εκτίμησης της αποτελεσματικότητας του κεφαλαίου. Εφόσον, όμως, το κεφάλαιο είναι σχέση με στόχο την εκμετάλλευση μίας τάξης από μία άλλη, αποτελεσματικότητα του κεφαλαίου σημαίνει καθυπόταξη της εργασίας.

    Σε συνθήκες διαρκούς έκθεσης των ατομικών κεφαλαίων στο διεθνή ανταγωνισμό, οι χρηματαγορές διαδραματίζουν το ρόλο των δομών διαρκούς εποπτείας και διεύθυνσης, αξιολογώντας και ποσοτικοποιώντας τα αποτελέσματα της αξιοποίησης των ατομικών κεφαλαίων, πάντα στην κατεύθυνση των συμφερόντων του συνολικού-κοινωνικού κεφαλαίου. «Σαν αποτέλεσμα, ο διεθνής κεφαλαιακός ανταγωνισμός οξύνεται, ενώ αντίστοιχα εντείνεται η διεθνής κινητικότητα του κεφαλαίου όπως και η πίεση που ασκείται επάνω στην εργασία» (Σωτηρόπουλος Δ. (2009).12 Σε συνθήκες νεοφιλελευθερισμού, ο διευθυντικός ρόλος του χρηματοπιστωτικού συστήματος, ως απαίτηση του κεφαλαίου έναντι της εργασίας, «απογειώνεται» αποκτώντας νέα «ποιότητα».

    Η διαδικασία αυτή συντελείται και σε επίπεδο κυβερνήσεων και κρατών μέσα από τον έλεγχο της ικανότητας των κυβερνήσεων να κινούνται εντός του νεοφιλελεύθερου πλαισίου. Ο τρόμος του «πιστωτικού γεγονότος» και της «φυγής» κεφαλαίων κρέμεται πάνω από κάθε κοινωνικό σχηματισμό. Η αξιολόγηση της χώρας μας από τους «θεσμούς» συνιστά ακριβώς αυτό.

    Αν κρίνουμε από την ήττα του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος, τη μετατόπιση του συσχετισμού δυνάμεων υπέρ του κεφαλαίου, την πολυδιάσπαση και τη στρατηγική αμηχανία της Αριστεράς στην Ευρώπη και όχι μόνο, τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, ιδιαίτερα μετά την πτώση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», ο νεοφιλελευθερισμός δε στερείται ορθολογισμού ούτε είναι κάποια αστοχία που απαιτεί διόρθωση, αλλά μία ιδιαίτερα ηγεμονική στρατηγική του κεφαλαίου που διέλυσε τις τάσεις αμφισβήτησης της κυριαρχίας του και ενσωμάτωσε τις προσδοκίες των εργαζόμενων τάξεων στο πλαίσιό του. Πρέπει να τονίσουμε ότι πρόκειται για τις καπιταλιστικές σχέσεις εξουσίας και όχι για την «απληστία» ορισμένων «κερδοσκόπων». Η ανάγνωση αυτή, σε αντίθεση με τις μετακεϊνσιανές αναγνώσεις που αδυνατούν να αποδεσμευτούν από τις διαδικασίες ιδεολογικής απόκρυψης των καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας, προϋποθέτει και στηρίζεται στην ταξική ανάλυση της κοινωνικής εξέλιξης. Η Αριστερά δεν μπορεί να αγωνίζεται για έναν καπιταλισμό απαλλαγμένο από την «ασυδοσία» των αγορών και τον «παρασιτισμό» του χρήματος, διότι κάτι τέτοιο απλά δεν υφίσταται. Το πρόβλημα δεν είναι η επιμέρους «ρύθμιση» των χρηματαγορών, αλλά ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός ως οργανωμένο σύστημα ταξικής κυριαρχίας και εκμετάλλευσης, το οποίο έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα αποτελεσματικό από ταξική σκοπιά μέχρι σήμερα. Επομένως, «εάν θέλουμε να ασκήσουμε κριτική στον καπιταλισμό, πρέπει να τον θέσουμε στο στόχαστρό μας ως σύνολο, κι όχι να φανταζόμαστε ότι μπορούμε να στρέψουμε το ένα μέρος του ενάντια στο άλλο» (Heinrich M., 2003).

    Η πολιτική των μνημονίων στην Ελλάδα συμπυκνώνει τη στρατηγική κατεύθυνση της αστικής τάξης για βίαιη και ριζική αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων υπέρ του κεφαλαίου. Η κατεύθυνση αυτή παγιώνεται μέσα από ένα νέο πλέγμα σχέσεων εξουσίας, μηχανισμών και θεσμικών μετασχηματισμών, μία συνολική αναδιάρθρωση του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού σε αντιδραστική κατεύθυνση. Γενικά μιλώντας, οι αλλαγές αυτές χαρακτηρίζουν τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Σε αυτό το νεοφιλελεύθερο τοπίο της ακραίας λιτότητας, η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ συνιστά την αναγκαία συνθήκη για την ενίσχυση του κόσμου της εργασίας στην Ελλάδα, μέσα από μία ριζική τομή στο σχέδιο του αντιπάλου, και η διάδοση του «ιού» της ανατροπής σε όλη την Ευρώπη. Όχι γιατί μπορούμε να ελπίζουμε σε κάποια «βέβαιη» νομοτέλεια που θα «παρακάμψει» τον ενδεχομενικό χαρακτήρα της δυναμικής της πάλης των τάξεων, αλλά γιατί οι κοινωνικές ανάγκες μπορούν να τεθούν στο προσκήνιο μόνο μέσα από την ανατροπή της σημερινής πραγματικότητας. Οι αγώνες της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών τάξεων, αλλά και οι πολιτικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης το επόμενο διάστημα θα κρίνουν κατά πόσο η «αναγκαία συνθήκη» θα αποδειχθεί και «ικανή».


    Βιβλιογραφία


    Στα ελληνικά


    Αλτουσέρ Λ. (1999), Θέσεις, Αθήνα: Θεμέλιο.

    AlthusserL., Balibar É., EstabletR., MachereyP., RancièreJ. (2002), Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο, Θέσεις, βιβλία.

    Δημούλης Δ. (1998), «Ο Γκράμσι του Αλτουσέρ: προσεγγίσεις και αποστάσεις», Θέσεις, τ. 64.

    HeinrichM. (2003), «Χρηματική θεωρία της αξίας, χρήμα και πίστη», Θέσεις, τ. 82 (http://www.theseis.com/index.php?option=com_content&view=article&id=807).

    HeinrichM. (2007), «Invaders from Marx – Για τη χρήση της μαρξικής θεωρίας και τις δυσκολίες μιας σύγχρονης ανάγνωσης», Θέσεις, τ. 98

    (http://www.theseis.com/index.php?option=com_content&view=article&id=970).

    HeinrichM. (2012), «Ένα πράγμα με υπερβατικές ιδιότητες: Το χρήμα ως κοινωνική σχέση στον καπιταλισμό», Θέσεις, τ. 120

    (http://www.theseis.com/index.php?option=com_content&view=article&id=1194)

    KeynesJ. M. (2010), Η γενική θεωρία της απασχόλησης, του τόκου και του χρήματος, Αθήνα: Παπαζήσης, Βιβλία που άλλαξαν τον κόσμο – Βήμα.

    Λαπατσιώρας Σ., Μηλιός Γ. (2008-α), «Χρηματοπιστωτική κρίση και “οικονομική ρύθμιση” – Μέρος Α΄», Θέσεις, τ. 103

    (http://www.theseis.com/index.php?option=com_content&view=article&id=1020)

    Λαπατσιώρας Σ., Μηλιός Γ. (2008-β), «Χρηματοπιστωτική κρίση και “οικονομική ρύθμιση” – Μέρος Β΄», Θέσεις, τ. 104

    (http://www.theseis.com/index.php?option=com_content&view=article&id=1042)

    Μαρξ Κ. (1978), Το Κεφάλαιο – Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, τόμος τρίτος, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.

    Μαρξ Κ. (1990), Grundrisse – Βασικές γραμμές της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας, τόμος Β΄, Αθήνα: Στοχαστής.

    Μαρξ Κ. (2002), Το Κεφάλαιο – Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, τόμος πρώτος, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.

    Μαρξ Κ., Ένγκελς Φ. (2001), Μανιφέστο του κομμουνιστικού κόμματος, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.

    Μηλιός Γ. (1997), Τρόποι παραγωγής και μαρξιστική ανάλυση, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

    Μηλιός Γ. (2003), «Η Μαρξική θεωρία της αξίας και ο ενδογενής χαρακτήρας του χρήματος», Θέσεις, τ. 84

    (http://www.theseis.com/index.php?option=com_content&view=article&id=823).

    Μηλιός Γ., Δημούλης Δ., Οικονομάκης Γ. (2005), Η θεωρία του Μαρξ για τον καπιταλισμό - Πλευρές μιας θεωρητικής και πολιτικής ρήξης, Αθήνα: Νήσος.

    Πολυχρονίου Χ. Ι. (2013), «Ο οικονομολόγος που αποκαθήλωσε το νεοφιλελευθερισμό», Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 23/7.

    ScrepantiE., ZamagniS. (2004), Η ιστορία της οικονομικής σκέψης, Αθήνα: Τυπωθήτω - Γιώργος Δαρδάνος.

    Σωτηρόπουλος Δ. (2009), «Κατανοώντας τη νεοφιλελεύθερη μορφή του καπιταλισμού: ο φετιχισμός της κρίσης και η διαρκής στιγμή του Proudhon», Θέσεις, τ. 106 (http://www.theseis.com/index.php?option=com_content&view=article&id=1059)


    Ξενόγλωσσα


    Cassidy J. (2008), “The Minsky moment - Subprime mortgage crisis and possible recession”, New Yorker, February 4.

    Cottrell A. (1994), “Post Keynesian monetary economics: a critical survey”, στο Cambridge journal of economics, Vol. 18, issue 6: 587-605.

    DiLeo P. (2009), “The return of Keynes?”, International Socialist Review, issue 63.

    Hein E. (2010), “The rate of interest as a macroeconomic distribution parameter: Horizontalism and Post-Keynesian models of distribution of growth”, Working Paper No. 7/2010, στο Institute for International Political Economy.

    Minsky H. (1992), “The Financial Instability Hypothesis”, στο The Jerome Levy Economics Institute, working paper No. 74 (http://www.levyinstitute.org/pubs/wp74.pdf).

    Minsky H. (2008), John Maynard Keynes, McGraw-Hill eBooks.

    Moore B. J. (2001), “Some reflections on endogenous money”, στο Rochon L.-P., Vernengo M. (2001): 11-30.

    Papadimitriou D., Wray R. (1999), “Minsky’s analysis of financial capitalism”, στο The Jerome Levy Economics Institute, working paper No. 275,

    (http://www.levyinstitute.org/pubs/wp/275.pdf).

    Pollin R. (1991), “Two theories of money supply endogeneity: some empirical evidence”, στο Journal of Post Keynesian economics, Vol. 13, No. 3: 366-396.

    Procedia economics and finance (2013), International Conference on Economics and Business Research 2013 (ICEBR 2013), vol. 7.

    Robinson J. (1980), Collected economic papers, vol. 5, Cambridge, Massachusetts: The MIT press.

    Rochon L.-P., Vernengo M. (2001), Credit, interest rates and the open economy: essays on horizontalism, Cheltenham: Edward Elgar.

    Sabri Nayan et al. (2013), “Post Keynesian endogeneity of money supply: panel evidence”, στο Procedia economics and finance (2013): 48-54.

    Shapiro N. (2005), “Competition and aggregate demand”, στο Journal of Post Keynesian Economics, Vol. 27, No. 3: 541-549.

    1 Αφορμή για το παρόν άρθρο υπήρξε εργασία για το μάθημα «Ιστορία οικονομικών θεωριών» (ΕΜΠ, ΣΕΜΦΕ, Τομέας Ανθρωπιστικών και Κοινωνικών Επιστημών και Δικαίου), με τίτλο «Η μέθοδος και οι έννοιες που θεμελίωσε ο Μαρξ, σύμφωνα με τον MichaelHeinrich». Επιβλέπων: Καθηγητής Γιάννης Μηλιός.

    2 Με τον όρο laissez-faire εννοείται η απουσία οποιασδήποτε μορφής κρατικής παρέμβασης στην ελεύθερη λειτουργία των αγορών.

    3 Ενδεικτικό της αγωνίας του Κέινς για την ανεργία είναι και το εξής χωρίο: «Όταν από τα 10 εκατομμύρια που θέλουν και μπορούν να εργαστούν, εργάζονται τα 9 εκατομμύρια, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι η εργασία αυτών των 9 εκατομμυρίων διευθύνεται εσφαλμένα. Η μομφή κατά του παρόντος συστήματος δεν εστιάζεται στο ότι αυτά τα 9 εκατομμύρια έπρεπε να απασχολούνται σε διαφορετικές εργασίες, αλλά στο ότι θα έπρεπε να υπάρχει εργασία και για το υπόλοιπο 1 εκατομμύριο. Το παρόν σύστημα έχει υποστεί ρήγματα στον προσδιορισμό του όγκου και όχι της κατεύθυνσης της πραγματικής απασχόλησης» (Keynes J. M., 2010: 169, οι υπογραμμίσεις δικές μου).

    4 Το θεμελιώδες ζήτημα περί ενδογένειας του χρήματος δεν ξεφεύγει από τις αντιφάσεις του έργου του Κέινς. Η επιχειρηματολογία του στη Γενική θεωρία προϋποθέτει ένα εξωγενές χρηματικό απόθεμα, κάτι που έρχεται σε αντίθεση με την τοποθέτηση των συνεχιστών του υπέρ του ενδογενούς χαρακτήρα του χρήματος στις σύγχρονες οικονομίες (Cottrell A., 1994).

    5 Το ζήτημα του χαρακτήρα του επιτοκίου και του τρόπου καθορισμού του, αναφορικά με τη λειτουργία της κεντρικής τράπεζας και των εμπορικών τραπεζών, αποτελεί ένα σημείο διαφωνίας εντός των κόλπων των μετακεϊνσιανών οικονομολόγων. Χαρακτηριστική είναι η διαφωνία μεταξύ των «οριζόντιων» μετακεϊνσιανών (“horizontalists”), όπως οι Kaldor, Lavoie και Moore, και των «στρουκτουραλιστών» μετακεϊνσιανών (“structuralists”), όπως οι Herr, Howells, Minsky, Palley και Wray. Για μία κριτική παρουσίαση των απόψεων αυτών βλ. ενδεικτικά (HeinE., 2010).

    6 Είναι χαρακτηριστική η επιμονή των μετακεϊνσιανών στο σημείο αυτό, σε αντίθεση με τον ίδιο τον Κέινς, ο οποίος θεωρούσε ότι το τραπεζικό σύστημα μίας χώρας μπορεί να επιβάλει περιορισμούς στην παροχή ρευστότητας προς τις επιχειρήσεις, ρυθμίζοντας έτσι το επίπεδο της επενδυτικής δραστηριότητας με τρόπο διακριτό ως προς το θεωρητικό όριο που τίθεται λόγω της επίτευξης πλήρους απασχόλησης. Οι μετακεϊνσιανοί υποστηρίζουν, δηλαδή, ότι οι τράπεζες διαδραματίζουν απλώς παθητικό ρόλο στην όλη διαδικασία.

    7 Σε αντίθεση με τη μαρξιστική θεωρία, η κλασική σχολή, ο κεϊνσιανισμός, η νεοκλασική σχολή και διάφορες άλλες οικονομικές θεωρίες αντιλαμβάνονται ως ουσιώδες χαρακτηριστικό της καπιταλιστικής οικονομίας την ανταλλαγή εμπορεύματος με εμπόρευμα στα πλαίσια του αντιπραγματισμού και όχι τη χρηματική κυκλοφορία. Το ακόλουθο απόσπασμα από τον Adam Smith είναι ενδεικτικό: «Το χρήμα από χρυσό και άργυρο που κυκλοφορεί σε κάθε χώρα θα μπορούσε κυριολεκτικά να συγκριθεί με έναν αμαξιτό δρόμο, ο οποίος, ενώ επιτρέπει την κυκλοφορία και μεταφορά στην αγορά της χλόης και των σιτηρών της υπαίθρου, δεν παράγει ούτε μια φούχτα χλόης ή σιτηρών» (Μηλιός Γ., Δημούλης Δ., Οικονομάκης Γ., 2005: 62).

    8 Ο Μαρξ αναφέρει χαρακτηριστικά στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου για το Γάλλο θεωρητικό του αναρχισμού, Pierre-JosephProudhon: «ο Προυντόν, ο συγγραφέας που του αρέσει να εντυπωσιάζει και που ήθελε να εξακολουθεί να υπάρχει η εμπορευματική παραγωγή και να καταργήσει το χρήμα» (Μαρξ Κ., 1978: 759).

    9 Γίνεται σαφές ότι η μαρξική θεωρία είναι μία χρηματική θεωρία, όπου το χρήμα διαφέρει από το χρήμα των προκαπιταλιστικών τρόπων παραγωγής, καθόσον συνιστά την υλική ενσάρκωση της σχέσης κεφαλαίου-εργασίας, αποτελεί δηλαδή «ακρογωνιαίο λίθο» του καπιταλιστικού συστήματος εκμετάλλευσης και φορέα ιστορικά συγκεκριμένων σχέσεων εξουσίας. Χωρίς το χρήμα στον ΚΤΠ, είναι αδύνατη η πραγμάτωση της αξίας του εκάστοτε καπιταλιστικού εμπορεύματος μέσω της διαδικασίας της ανταλλαγής. Για το λόγο αυτό, ο Μαρξ σημειώνει: «Φάνηκε στην πορεία της παρουσίασής μας το πώς η αξία, που εμφανίστηκε σαν αφαίρεση, είναι δυνατή σαν τέτοια αφαίρεση μόνο από τη στιγμή που έχει τοποθετηθεί το χρήμα» (Μαρξ Κ., 1990: 596).

    10 «Όσον καιρό ο κοινωνικός χαρακτήρας της εργασίας εμφανίζεται σαν η χρηματική ύπαρξη του εμπορεύματος, και, επομένως, σαν ένα πράγμα έξω από την πραγματική παραγωγή, είναι αναπόφευκτες οι χρηματικές κρίσεις, είτε ανεξάρτητα από τις πραγματικές κρίσεις, είτε σαν όξυνση πραγματικών κρίσεων. Εξάλλου είναι καθαρό ότι, όσον καιρό δεν έχει κλονιστεί η Πίστη μιας τράπεζας, η τράπεζα αυτή σε τέτοιες περιπτώσεις καταπραΰνει τον πανικό, αυξάνοντας το πιστωτικό χρήμα, ή τον εντείνει, αποσύροντάς το από την κυκλοφορία» (Μαρξ Κ., 1978: 650).

    11 «Αυτός ο κοινωνικός χαρακτήρας του κεφαλαίου πετυχαίνεται και πραγματοποιείται πέρα για πέρα μόνο με την πλήρη ανάπτυξη του πιστωτικού και τραπεζικού συστήματος. […] Το τραπεζικό σύστημα, υποκαθιστώντας το χρήμα με διάφορες μορφές πιστωτικής κυκλοφορίας, δείχνει ακόμα, ότι το χρήμα δεν είναι στην πραγματικότητα τίποτα άλλο από μια ιδιαίτερη έκφραση του κοινωνικού χαρακτήρα της εργασίας και των προϊόντων της» (Μαρξ Κ., 1978: 758, οι υπογραμμίσεις δικές μου).

    12 Για μία λεπτομερή ανάλυση της νεοφιλελεύθερης ρύθμισης, των χρηματοπιστωτικών παραγώγων, των χρηματαγορών και της κρίσης, βλ. Λαπατσιώρας Σ., Μηλιός Γ., 2008-α, Λαπατσιώρας Σ., Μηλιός Γ., 2008-β και Σωτηρόπουλος Δ. 2009.