Η ΚΕΦΑΛΑΙΑΚΗ ΣΧΕΣΗ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΟΥ ΜΑΡΞ

του Δημήτρη Παπαφωτίου

1. Εισαγωγή


α) Στόχος του κειμένου


Το παρακάτω άρθρο γράφτηκε στο πλαίσιο μιας ευρύτερης θεωρητικής αναζήτησης και εξέτασης του φαινομένου των σοβιετικών σχηματισμών. Μέρος του θεωρητικού διαλόγου πάνω στο ζήτημα της φύσης της Σοβιετικής Ένωσης παρουσιάστηκε ήδη σε προηγούμενο άρθρο (Παπαφωτίου 2014). Στο παρόν κείμενο θα αναμετρηθούμε με ερωτήματα που αφορούν στη θεωρία του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Η αναμέτρηση αυτή περνά μέσα από μια επανανάγνωση του έργου του Μαρξ και ειδικά του ωριμότερου οικονομικού του συγγράμματος, που είναι φυσικά ο πρώτος τόμος του έργου του Το Κεφάλαιο. Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, γνωστός και ως Το Κεφάλαιο (Μαρξ 2005). Την αναμέτρηση με μια τέτοια επανανάγνωση του Κεφαλαίου επιχειρεί το παρόν κείμενο.

Η σύνδεση μιας ιδιαίτερης ανάγνωσης του Κεφαλαίου με τις προσπάθειες ερμηνείας της φύσης των σοβιετικών σχηματισμών είναι στενότατη, καίτοι μη προφανής. Η Σοβιετική Ένωση ερμηνεύτηκε διαχρονικά από πλήθος μαρξιστών ως ένα καθεστώς ιστορικά ιδιότυπου κρατικού καπιταλισμού, από προσεγγίσεις των οποίων η καταγραφή, ταξινόμηση και ανάλυση υπερβαίνει τους σκοπούς του παρόντος κειμένου. Οι προσεγγίσεις αυτές, καθώς και ο κριτικός διάλογος γύρω από αυτές, επικεντρώθηκαν διαχρονικά σε μαρξικές έννοιες σχετικές με τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής. Αλλά και η ερμηνεία της Σοβιετικής Ένωσης ως ενός sui generis εκμεταλλευτικού τρόπου παραγωγής με τους δικούς του ιδιαίτερους εσωτερικούς καθορισμούς, που επίσης υποστηρίχθηκε από μερίδα μαρξιστών διαχρονικά, άντλησε στοιχεία από την μαρξική θεωρία και αναμετρήθηκε με το μαρξικό εννοιολογικό πλαίσιο. Οι διάφορες εκδοχές αυτής της ερμηνείας βασίστηκαν στην υπόθεση ότι στη Σοβιετική Ένωση επικράτησε ένα νέο, καινοφανές ιστορικά σύστημα εκμετάλλευσης, στο οποίο διεξαγόταν παραγωγή αξιών χρήσης και όχι αξιών.1 Αντιθέτως δεν υπάρχει στη διεθνή μαρξιστική βιβλιογραφία μια πλήρης μαρξιστική ερμηνεία της Σοβιετικής Ένωσης ως ενός sui generis τρόπου παραγωγής ο οποίος να βασίζεται στην παραγωγή αξιών. Όπως θα δούμε, το παρόν κείμενο θέτει τη θεωρητική βάση για μια τέτοια προσέγγιση, κάτι που αποτελεί στόχο μελλοντικής θεωρητικής εργασίας.2


β) Μεθοδολογική αφετηρία


Σύμφωνα με τον Isaak I. Rubin η μεθοδολογία του Κεφαλαίου βασίζεται στην ανάπτυξη τριών διακριτών θεωριών: της αξιακής θεωρίας, της χρηματικής θεωρίας και της κεφαλαιακής θεωρίας (Rubin 2013: 42). Το ενδιαφέρον δεν επικεντρώνεται τόσο σε αυτή τη διαπίστωση όσο στην αλληλοσυσχέτιση και ιεράρχηση των θεωριών την οποία υποστηρίζει ο Rubin: «Η θεωρία του κεφαλαίου προϋποθέτει τη θεωρία της αξίας, η οποία παρουσιάζεται από τον Μαρξ χωρίς αναφορά σε προϋποθέσεις που στηρίζουν την πρώτη. Αντιθέτως, η χρηματική θεωρία όχι μόνον προκύπτει από την αξιακή, αλλά και η αξιακή δεν μπορεί να αναπτυχθεί χωρίς τη χρηματική, η οποία συνιστά την ολοκλήρωσή της» (Rubin 2013: 42– υπογράμμιση δική μου). Ο Rubin εδώ θέτει έναν σαφή διαχωρισμό μεταξύ της αξιακής (και μαζί χρηματικής) θεωρίας και της κεφαλαιακής θεωρίας, διαχωρισμός που δεν είναι σε καμία περίπτωση ιστορικός – καθώς εδώ έχουμε να κάνουμε με διάρθρωση εννοιών και θεωριών και όχι με την ιστορική τους εκδήλωση – αλλά εννοιολογικός.

Ποιος είναι λοιπόν ο διαχωρισμός μεταξύ αξιακής θεωρίας και κεφαλαιακής θεωρίας που προτείνει ο Rubin; «Βεβαίως και η κεφαλαιακή θεωρία συνδέεται με τη θεωρία της αξίας και δεν μπορεί να κατανοηθεί χωρίς αυτή. Ωστόσο εξετάζει μια μορφή σχέσεων παραγωγής μεταξύ καπιταλιστών και μισθωτών εργαζομένων διαφορετική και πιο περίπλοκη απ’ ό, τι η αξιακή θεωρία που αναλύει την απλούστερη σχέση παραγωγής μεταξύ ανθρώπων ως ανεξάρτητων παραγωγών εμπορευμάτων» (Rubin 2013: 42 – υπογράμμιση δική μου).

Αυτή είναι και η αφετηρία του παρόντος άρθρου: Η αξιακή θεωρία αναλύει τα αποτελέσματα μιας θεωρητικής3 δομής σχέσεων παραγωγής που περιγράφονται ως απλή εμπορευματική παραγωγή – ως ένα σύστημα ανεξάρτητων ιδιωτών εμπορευματοπαραγωγών. Έτσι, οι κατηγορίες της αξίας, της ανταλλακτικής αξίας, της αφηρημένης εργασίας, του εμπορεύματος και του χρήματος ως μέσου ανταλλαγής ορίζονται αυτοτελώς στο πλαίσιο της απλής εμπορευματικής παραγωγής, όπως περιγράφει ο Rubin στη συνέχεια του κειμένου του. Με άλλα λόγια, θα ισχυριστούμε ότι η αξία (της οποίας αντικείμενο αποτελεί η αξιακή θεωρία) αποτελεί μια οικονομική κατηγορία που ανήκει στο σώμα της απλής εμπορευματικής παραγωγής. Αντιθέτως, η κεφαλαιακή σχέση έχει ως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της όχι την αξία αλλά την αξιοποίηση, την παραγωγή δηλαδή υπεραξίας.


2. Το κοινωνικό προτσές παραγωγής


α) Το υλικό προτσές κοινωνικής παραγωγής


Ο Μαρξ εκκινεί την υλιστική του μέθοδο από την παραδοχή ότι κάθε παραγωγική διαδικασία υπάρχει καταρχήν ως ένα υλικό προτσές παραγωγής. Στην υλική αυτή υπόσταση της παραγωγικής διαδικασίας εκδηλώνεται η διαχρονική, φυσική σχέση του ανθρώπου με τα μέσα, εργαλεία και υλικά στοιχεία της παραγωγής. Εδώ το αποτέλεσμα της παραγωγικής διαδικασίας «οφείλεται πάντα σε μια ειδική, σκόπιμη παραγωγική δραστηριότητα που ορισμένες ύλες της φύσης τις προσαρμόζει σε ορισμένες ανάγκες του ανθρώπου» (Μαρξ 2005: 57). Ο στόχος της παραγωγικής διαδικασίας είναι άμεσος∙ είναι η παραγωγή προϊόντων συγκεκριμένων ιδιοτήτων, η παραγωγή αξιών χρήσης αδιαμεσολάβητα, με σκοπό δηλαδή την άμεση κατανάλωσή τους. Τα προϊόντα εδώ παράγονται για την άμεση κατανάλωσή τους.

Το υλικό προτσές παραγωγής συγκροτείται ως κοινωνικό προτσές παραγωγής σε κάθε προκαπιταλιστικό (εκμεταλλευτικό ή μη) τρόπο παραγωγής. Για παράδειγμα, στον φεουδαρχικό τρόπο παραγωγής το προϊόν δεν λαμβάνει τη μορφή του εμπορεύματος∙ κι όμως, «ο κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας καθώς και η κυκλοφορία και η κατανομή των προϊόντων της εργασίας προγραμματίζονται και οργανώνονται άμεσα και συνειδητά από την κοινωνία και δεν διαμεσολαβούνται από την ανταλλαγή» (Σταμάτης 1988: 16). Εδώ έχουμε ένα σύστημα παραγωγής και κατανομής πλούτου όπου η κοινωνική παραγωγική διαδικασία προσανατολίζεται στην παραγωγή συγκεκριμένων προϊόντων, των οποίων τα χαρακτηριστικά, το είδος και η ποσότητα καθορίζονται άμεσα. Η παραγωγή συγκροτείται με τη μορφή πολλών επιμέρους προτσές παραγωγής και έχει ως άμεσο στόχο την ικανοποίηση αναγκών, χωρίς δηλαδή την παρεμβολή κάποιας διαδικασίας (χρηματικής) ανταλλαγής. Η εργασία σε αυτή την περίπτωση δεν είναι αφηρημένη εργασία, είναι όμως κοινωνικά ομογενοποιημένη εργασία (Σταμάτης 1988: 16), στο βαθμό που αποτελεί τη βάση μιας κοινωνικής διαδικασίας παραγωγής.


β) Το αξιακό προτσές κοινωνικής παραγωγής


Πίσω από το υλικό προτσές παραγωγής και μέσω της συστηματικής ανταλλαγής προϊόντων κάτω από δοσμένες ιστορικές συνθήκες, η κοινωνική παραγωγική διαδικασία λαμβάνει τη μορφή ενός αξιακού προτσές παραγωγής. Ένα κοινωνικό προτσές το οποίο συντελείται πίσω από την υλική, επιφαινόμενη κοινωνική παραγωγή και το οποίο εκκινεί από την (αλλά δεν εξαντλείται στην) ανταλλαγή προϊόντων μετατρέπει σταδιακά την κοινωνική παραγωγική διαδικασία σε ένα σύστημα παραγωγής αξιών. Το φαινόμενο αυτό, το οποίο εδώ το πραγματευόμαστε στη γενική κοινωνική του μορφή, υπονοεί έναν δυισμό της κοινωνικής παραγωγής, καθώς η τελευταία έχει μια διττή υπόσταση: αποτελεί ταυτόχρονα ένα υλικό προτσές και ένα αξιακό προτσές. Η υλική υπόσταση και η αξιακή υπόσταση της κοινωνικής παραγωγής θα πρέπει καταρχήν να ιδωθούν ως δυο ιδιότητες που φέρει η κοινωνική παραγωγική διαδικασία. Ο δυισμός αυτός δεν θα πρέπει να νοείται ως η ύπαρξη δυο αυτόνομων και παράλληλων προτσές παραγωγής∙ αντιθέτως, η «αξιακή» λειτουργία της κοινωνικής παραγωγής εδράζεται πάντα στην υλική της υπόσταση.


3. Η διττή φύση του εμπορεύματος


Από τις πρώτες σελίδες του Κεφαλαίου ο Μαρξ περιγράφει όψεις ενός δυισμού της παραγωγικής διαδικασίας, δυισμός ο οποίος γίνεται αντιληπτός καταρχήν στο επίπεδο της εμπειρικής πραγματικότητας μέσω της μελέτης του εμπορεύματος. Ένα προϊόν που αποτελεί ταυτόχρονα και εμπόρευμα έχει μια ωφελιμότητα, μια χρηστικότητα, ένα υλικό περιεχόμενο που το καθιστά αξίας χρήσης (Μαρξ 2005: 50) και ταυτόχρονα ένα αξιακό περιεχόμενο, δηλαδή φέρει αξία, η οποία γίνεται καταρχήν αντιληπτή στην εμπειρική πραγματικότητα μέσω της μορφής εμφάνισής της, της ανταλλακτικής αξίας (Μαρξ 2005: 51). Η ανταλλακτική αξία είναι η ιδιότητα ενός προϊόντος να ανταλλάσσεται με άλλα προϊόντα σε συγκεκριμένη αναλογία, αναλογία που αλλάζει στο πέρασμα του χρόνου και από τόπο σε τόπο (Μαρξ 2005: 50).

Ο δυισμός αυτός της φύσης του εμπορεύματος προκύπτει από τη διφυή φύση της εργασίας σε συνθήκες εμπορευματικής παραγωγής. Η αξία χρήσης κατά τον Μαρξ παράγεται από εργασία φέρουσα συγκεκριμένες ιδιότητες, από εργασία με ειδικά χαρακτηριστικά, από συγκεκριμένη εργασία. Η συγκεκριμένη εργασία, έχοντας ιδιότητες απτές, υλικές, αισθητές, ασκείται από έναν άμεσο παραγωγό με συγκεκριμένο στόχο: την επενέργεια στη φύση και στη μορφή της ώστε να παραχθεί ένα χρήσιμο αντικείμενο. Αντίθετα η αξία που ενυπάρχει σε ένα εμπόρευμα και η οποία έχει ως μορφή εμφάνισης την ανταλλακτική αξία είναι αποτέλεσμα, «αποκρυστάλλωμα» μιας κοινωνικής ουσίας κοινής για όλα τα προϊόντα που παράγονται σε συνθήκες εμπορευματικής παραγωγής. Παράγεται από εργασία χωρίς καμία συγκεκριμένη υλική ιδιότητα, χωρίς κάποιο χαρακτηριστικό γνώρισμα που να τη διαχωρίζει από άλλες εργασίες, είναι απλή ανθρώπινη εργασία, πήγμα αδιάκριτης ανθρώπινης εργασίας, αφηρημένη εργασία (Μαρξ 2005: 52).

Η παραγωγή περιλαμβάνει υλικά στοιχεία της φύσης και συγκεκριμένη εργασία η οποία επενεργεί στα στοιχεία αυτά αλλάζοντας τη μορφή τους. Ο Μαρξ υποστηρίζει ότι μαζί με αυτές τις υλικές ιδιότητες της κοινωνικής παραγωγής συντελείται ταυτόχρονα «ένα κοινωνικό προτσές πίσω από την πλάτη των παραγωγών» (Μαρξ 2005: 58-59), ένα προτσές το οποίο συνδέει και συνενώνει τις διάφορες εργασίες που παράγουν προϊόντα, τα οποία προϊόντα καθίστανται άμεσα ανταλλάξιμα, γίνονται εμπορεύματα που φέρουν μια αξία. Είναι αυτή η κοινωνική μορφή της εμπορευματικής παραγωγής που αναπτύσσεται ταυτόχρονα με την αξιακή μορφή, γεννά την αφηρημένη εργασία ως εργασία με άμεσα κοινωνική μορφή (Μαρξ 2005: 72-73). Το προτσές αυτό, διακριτό από το προτσές εργασίας, το ονομάζουμε αξιακό προτσές.

Το σύστημα αυτό παραγωγής και ανταλλαγής προϊόντων και η συνεπαγόμενη μεταμόρφωση των τελευταίων σε εμπορεύματα, προϋποθέτει καταρχήν την αμοιβαία αναγνώριση των κατόχων εμπορευμάτων ως τέτοιων, με τον καθέναν να «θέλει να εκποιήσει το εμπόρευμά του, ανταλλάσσοντάς το μόνο με ένα άλλο εμπόρευμα, που η αξία του χρήσης να ικανοποιεί τη δική του ανάγκη» (Μαρξ 2005: 100). Η γενίκευση της ανταλλαγής των εμπορευμάτων οδηγεί στη μετατροπή των εργασιών που παράγουν τα εμπορεύματα αυτά σε αφηρημένες εργασίες και οδηγεί στην ανάδυση του χρήματος ως μέτρου της αξίας. «Το ιστορικό πλάταιμα και βάθαιμα της ανταλλαγής αναπτύσσει την αντίθεση ανάμεσα στην αξία χρήσης και στην αξία. […] στον ίδιο βαθμό που τα προϊόντα της εργασίας μετατρέπονται σε εμπορεύματα, συντελείται η μετατροπή του εμπορεύματος σε χρήμα» (Μαρξ 2005: 101).

Ο δυισμός του προϊόντος που εμφανίζεται ταυτόχρονα σαν εμπόρευμα (Μαρξ 2005: 49), που είναι ταυτόχρονα αξία χρήσης και φορέας ανταλλακτικής αξίας (Μαρξ 2005: 51), που είναι το αποτέλεσμα τόσο συγκεκριμένης όσο και αφηρημένης ανθρώπινης εργασίας (Μαρξ 2005: 52) αντιστοιχεί ακριβώς στην διττή, ταυτόχρονα υλική και αξιακή φύση της κοινωνικής παραγωγής που ορίσαμε πιο πάνω. Σε αυτό το σημείο θα διατυπώσουμε την βασική υπόθεση του άρθρου μας.

Η μετατροπή των προϊόντων σε εμπορεύματα, ο δυισμός της εργασίας σε αφηρημένη και συγκεκριμένη εργασία, με λίγα λόγια η αξιακή ιδιότητα της κοινωνικής παραγωγής, πέρα από το ερώτημα των ιστορικών όρων ανάδυσής της, αποτελεί καταρχήν ένα φαινόμενο που μπορεί να μελετηθεί αυτοτελώς. Με άλλα λόγια, θα επιχειρήσουμε να μελετήσουμε τις έννοιες που το συγκροτούν χωρίς να προσφύγουμε στην έρευνα του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, κάνοντας δηλαδή την υπόθεση ότι η εμπορευματική φύση της κοινωνικής παραγωγής παρουσιάζει μια εννοιολογική αυτονομία. Περιγράφοντας επαρκώς το αυτόνομο αυτό θεωρητικό σώμα της εμπορευματικής παραγωγής θα μπορέσουμε τελικά να προσδιορίσουμε και τη φύση της κεφαλαιακής σχέσης πριν και πέρα από τις εμπορευματικές της ιδιότητες.

Η αυτονόμηση που επιχειρούμε εδώ του επιπέδου της εμπορευματικής παραγωγής από την κεφαλαιακή σχέση δεν γίνεται από ιστορική σκοπιά αλλά από θεωρητική. Αντιστοιχεί στην αρχική μας υπόθεση περί σχετικής αυτοτέλειας της αξιακής θεωρίας στο μαρξικό σύστημα. Η αξιακή υπόσταση της κοινωνικής παραγωγής εμφανίζεται καταρχήν ως μια ιδιότητα της οικονομικής της βάσης(δηλαδή η ιδιότητα του να παράγει προϊόντα που είναι ταυτόχρονα και φορείς αξίας).4 Αυτή η «αξιακή» ιδιότητα της κοινωνικής παραγωγής μελετάται από τον Μαρξ κάνοντας χρήση ενός θεωρητικού εργαλείου το οποίο θα περιγράψουμε αμέσως πιο κάτω: πρόκειται για τον τρόπο της απλής εμπορευματικής παραγωγής, τη μήτρα της αξιακής θεωρίας.


4. Οι δυο εκδοχές εμπορευματικής παραγωγής


Ο Μαρξ εξηγεί ότι στο βαθμό που η παραγωγή εμπορευμάτων επεκτείνεται σε μεγαλύτερα τμήματα της κοινωνικής παραγωγής, το «προτσές ανταλλαγής των εμπορευμάτων» (Μαρξ 2005: 116, 118, 375) γενικεύεται και παίρνει μια καθολική (Rubin 2013: 43), κοινωνική μορφή που ο Μαρξ ονομάζει κυκλοφορία των εμπορευμάτων (Μαρξ 2005: 123, 128, 369), ή εμπορευματική κυκλοφορία (Μαρξ 2005: 140, 143-144, 147, 159)». Η γενίκευση αυτή της ανταλλαγής εμπορευμάτων ισοδυναμεί με τη μετάβαση από μεμονωμένες πράξεις ανταλλαγής σε ένα προτσές κυκλοφορίας. Έτσι «η κυκλοφορία των εμπορευμάτων δεν διαφέρει μόνο τυπικά, μα και ουσιαστικά από την άμεση ανταλλαγή προϊόντων» (Μαρξ 2005: 124). Η κυκλοφορία των εμπορευμάτων δομείται ως ένας «κύκλος φυσικών κοινωνικών αλληλουχιών που δεν μπορούν να ελεγχθούν από τα δρώντα πρόσωπα» (Μαρξ 2005: 125). Το χρήμα (Χ) εδώ εμφανίζεται καταρχήν με τη μορφή του μέσου κυκλοφορίας (Μαρξ 2005: 116-126), καθώς ως ισοδύναμο εμπόρευμα έχει καθοριστικό ρόλο στην πορεία που διαγράφουν τα προϊόντα ως εμπορεύματα (Ε) από τον κάτοχό τους στον αγοραστή τους, δηλαδή σε αυτό που ο Μαρξ περιγράφει ως Ε-Χ-Ε. Ονομάζουμε τη μορφή Ε-Χ-Ε άμεση μορφή της εμπορευματικής κυκλοφορίας ή απλή εμπορευματική κυκλοφορία (Μαρξ 2005: 160, 161, 162, 170).

Ταυτόχρονα, ο Μαρξ χρησιμοποιεί την έννοια της εμπορευματικής παραγωγής (Μαρξ 2005: 56, 86, 87, 88, 89, 90, 91, 153, 159, 172, 199, 209, 361, 367). Η εμπορευματική παραγωγή αποτελεί μια από τις πιο «χαλαρά» ορισμένες έννοιες∙ τείνει δε να παρουσιαστεί ως μια ιστορικά προσδιορισμένη οικονομική κατηγορία (Μαρξ 2005: 159, Μαρξ 1978: 1091-1117). Διαβάζοντας κανείς προσεκτικά τα δυο πρώτα μέρη του Κεφαλαίου (Μαρξ 2005: 49 - 189) θα παρατηρήσει ότι η εμπορευματική παραγωγή άλλοτε παρουσιάζεται ιστορικά ως μια μορφή ανταλλακτικής οικονομίας που συνενώνει διάφορους τρόπους και μορφές παραγωγής και άλλοτε θεωρητικά ως ένας τρόπος παραγωγής με τη στενή θεωρητική έννοια. Θα αναλύσουμε τώρα τις δύο αυτές «εκδοχές» εμπορευματικής παραγωγής και τις θεωρητικές συνέπειες που έχει η ανάλυσή τους.


α) Η εμπορευματική παραγωγή ως ανταλλακτική οικονομία


Η μια «εκδοχή» εμπορευματικής παραγωγής στο έργο του Μαρξ είναι διατυπωμένη ως μια μορφή παραγωγής στην οποία τα προϊόντα παράγονται όχι για κατανάλωση άλλα για την αγορά, δηλαδή ως μια μορφή οικονομίας που προσανατολίζεται στην παραγωγή προϊόντων με σκοπό την ανταλλαγή τους. Εδώ οι οικονομικές σχέσεις των ανθρώπων εκδηλώνονται με τη διαμεσολάβηση της ανταλλαγής των προϊόντων. Μέσω αυτής της ανταλλαγής τα προϊόντα μετατρέπονται σε εμπορεύματα, ενώ η γενική ανταλλαξιμότητα των εμπορευμάτων αποτελεί μια συνθήκη κοινωνικής ομογενοποίησης όχι μόνο του προϊόντος της εργασίας, αλλά και της ίδιας της εργασίας. Στο βαθμό λοιπόν που τα εμπορεύματα «χάνουν» τις υλικές τους ιδιότητες, γίνονται απλοί φορείς μιας κοινής ουσίας και καθίστανται ανταλλάξιμα μεταξύ τους σε συγκεκριμένες ποσοτικές αναλογίες, οι εργασίες που τα παράγουν χάνουν επίσης κάθε συγκεκριμένη υλική ή εμπειρική ιδιότητα που έχουν, ομογενοποιούνται και μετατρέπονται σε αφηρημένη κοινωνική εργασία.

Μια τέτοια εκδοχή της εμπορευματικής παραγωγής έχει ως κεντρική έννοια το εμπόρευμα και ως φορείς «τους φύλακές τους, τους κατόχους των εμπορευμάτων» (Μαρξ 2005: 98 – υπογράμμιση δική μου). Οι κάτοχοι εμπορευμάτων συσχετίζονται μεταξύ τους όντας αμοιβαία ανεξάρτητοι φορείς. Η ιδιότητα αυτή της ανεξαρτησίας αποτελεί έκφραση του γεγονότος ότι ο κάτοχος αποτελεί τον ατομικό ιδιοκτήτη του εμπορεύματός του: «[...] φτάνει οι άνθρωποι να αντικρύσουν σιωπηρά ο ένας τον άλλο σαν ατομικοί ιδιοκτήτες αυτών ων εκποιήσιμων πραγμάτων και επομένως σαν πρόσωπα ανεξάρτητα το ένα από το άλλο» (Μαρξ 2005: 101). Η έννοια της ιδιοκτησίας περιορίζεται εδώ στο επίπεδο της κατοχής του εμπορεύματος∙ «τα πρόσωπα υπάρχουν εδώ μόνο το ένα για το άλλο σαν εκπρόσωποι εμπορευμάτων και επομένως σαν κάτοχοι εμπορευμάτων» (Μαρξ 2005: 98-99 – υπογράμμιση δική μου). Η ιδιότητα του κατόχου του εμπορεύματος εδώ είναι μεν μια οικονομική κατηγορία, δεν εκπορεύεται όμως άμεσα από κάποια γνωστή και σαφώς προσδιορισμένη οικονομική σχέση. Με απλά λόγια, σε αυτό το επίπεδο ανάλυσης δεν γνωρίζουμε γιατί το πρόσωπο έχει αυτή την ιδιότητα του κατόχου του εμπορεύματος.

Στο δεύτερο κεφάλαιο του Κεφαλαίου με τίτλο «Το προτσές της ανταλλαγής» (Μαρξ 2005: 98 - 106) αναλύονται οι ιδιότητες ενός τέτοιου προτσές ανταλλαγής μεταξύ κατόχων εμπορευμάτων, χωρίς όμως καμία αναφορά στις σχέσεις παραγωγής που «υλοποιούν» ένα τέτοιο προτσές ανταλλαγής. Ο Μαρξ εδώ αρκείται στο να υπενθυμίζει ότι αυτό το γενικό κοινωνικό προτσές ανταλλαγής (Μαρξ 2005: 100) εξισώνει διαφορετικά στο είδος τους προϊόντα εργασίας (Μαρξ 2005: 101), αποδεικνύοντας έτσι την ύπαρξη μιας όμοιας (αφηρημένης) ανθρώπινης εργασίας που περιέχεται σε κάθε εμπόρευμα. Η εμπορευματική παραγωγή εδώ αποτελεί μια μορφή ανταλλακτικής οικονομίας που αντιδιαστέλλεται στη φυσική οικονομία∙5 είναι δε ευνόητο ότι μπορεί να συνδυάζεται με μια πλειάδα μορφών και τρόπων παραγωγής. Πρόκειται για «το αποτέλεσμα του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας και της ύπαρξης αμοιβαία ανεξάρτητων παραγωγών» (Σταμάτης 1988: 15). Έτσι, εμπορευματικές σχέσεις μπορούν να αναπτύσσονται μεταξύ αυτόνομων παραγωγών, βιομηχανικών μονάδων καπιταλιστικού τύπου, συνεταιριστικών ή κρατικών παραγωγών ή να περιλαμβάνουν προϊόντα διαφορετικών τρόπων παραγωγής, με τη μόνη προϋπόθεση να υπάρχει αμοιβαία ανεξαρτησία των παραγωγών, διότι «η ανεξαρτησία δεν ενέχει αναγκαστικά ιδιωτική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και στα προϊόντα της εργασίας» (Σταμάτης 1988: 17).

Η «εκδοχή» αυτή εμπορευματικής παραγωγής εντοπίζει την ουσία της στην ανταλλαξιμότητα των προϊόντων-εμπορευμάτων, δηλαδή περιγράφει το αποτέλεσμα της συγκρότησης των εμπορευματικών κατηγοριών όπως αυτό εμφανίζεται στη σφαίρα της κυκλοφορίας. Η εμπορευματική παραγωγή λοιπόν εδώ αποτελεί μια ημιτελή κατηγορία, μια κατηγορία που προκύπτει από την απλή ανάλυση του εμπορεύματος και που καταλήγει να υπονοεί απλά μια συσχέτιση μεταξύ αφηρημένης εργασίας (της οποίας η φύση δεν προσδιορίζεται ακόμη) και ανταλλακτικής αξίας.

Υποστηρίζουμε ότι η παραπάνω εκδοχή εμπορευματικής παραγωγής, η οποία απαντάται συχνά σε μαρξιστικές αναλύσεις αλλά και στο ίδιο το έργο του Μαρξ, έχει πολύ περιορισμένη επιστημονική ισχύ. Περιγράφει όψεις μιας διευρυμένης ανταλλακτικής διαδικασίας όπως αυτή εμφανίζεται (και) στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, μας εμποδίζει όμως να διατυπώσουμε οποιαδήποτε θεωρία όσον αφορά τη γένεση της κεφαλαιοκρατικής σχέσης στο επίπεδο της παραγωγής. Συγκεκριμένα, μια τέτοια εκδοχή της εμπορευματικής οικονομίας αναδεικνύει τη διττή φύση της ουσίας του εμπορεύματος, ως φορέα τόσο αξίας χρήσης όσο και ανταλλακτικής αξίας, πλην όμως αποκρύπτει στοιχεία που θα βοηθούσαν τον Μαρξ να φτάσει στον πυρήνα της αξιακής θεωρίας που είναι η προέλευση της αξίας ως ιδιότητας που τα προϊόντα αποκτούν μέσα στην παραγωγική διαδικασία και όχι κατά την ανταλλαγή τους. Το ερώτημα της προέλευσης της αξίας δεν απαντάται, καθώς η ομογενοποίηση της εργασίας παρουσιάζεται να βασίζεται στην ομογενοποίηση των αποτελεσμάτων της εργασίας, των εμπορευμάτων.

Η εμπορευματική παραγωγή νοούμενη ως μια ανταλλακτική οικονομία είναι προϊόν της ανάλυσης του εμπορεύματος και δεν μπορεί να προσφέρει παρά μια εικόνα της «επιφανειακής ορατής πραγματικότητας της καπιταλιστικής οικονομίας» (Μηλιός, Οικονομάκης, Λαπατσιώρας 2000). Όμως «όσο αναγκαία και αν είναι η χρήση της αναλυτικής μεθόδου στο πρώτο στάδιο της επιστημονικής έρευνας, δεν μπορεί να είναι ικανοποιητική από μόνη της και πρέπει να συμπληρωθεί από μια άλλη μέθοδο [...]» (Rubin 1993). Ο Rubin εδώ εννοεί τη συνθετική μέθοδο, η οποία συνίσταται στο να δείξουμε «αρχίζοντας από τις πιο αφηρημένες έννοιες, πώς αυτές αναπτύσσονται για να μας οδηγήσουν στις πιο συγκεκριμένες μορφές, στις πιο συγκεκριμένες έννοιες» (Rubin 1993). Το θεωρητικό εργαλείο, για να συγκροτήσουμε, να συνθέσουμε τις εμπορευματικές κατηγορίες είναι ο λεγόμενος τρόπος της απλής εμπορευματικής παραγωγής.


β) Ο τρόπος της απλής εμπορευματικής παραγωγής


Η δεύτερη εκδοχή εμπορευματικής παραγωγής στο έργο του Μαρξ δεν περιγράφει απλά μια μορφή ανταλλακτικής οικονομίας αλλά έναν θεωρητικό τρόπο παραγωγής, τον τρόπο της απλής εμπορευματικής παραγωγής. Ας μελετήσουμε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτού του τρόπου παραγωγής, αφού πρώτα τον ορίσουμε σε ένα αυστηρό μαρξικό πλαίσιο.

Σύμφωνα με τον Οικονομάκη, η ειδοποιός διαφορά κάθε τρόπου παραγωγής συνίσταται στον ειδικό και ιστορικά ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο συγκροτούνται οι σχέσεις παραγωγής στο εσωτερικό του. Οι σχέσεις αυτές σε ένα υψηλό επίπεδο αφαίρεσης αποτελούν τη «μήτρα» του κάθε τρόπου παραγωγής και αποτελούνται οι ίδιες από τις εξής τρεις συνθέτουσες6 (Οικονομάκης 2000: 37):

- τη νομή ως η ικανότητα χρήσης, τη δεξιότητα χειρισμού των μέσων παραγωγής και εργασίας,

- την κατοχή των μέσων παραγωγής και εργασίας, δηλαδή τη δυνατότητα διεύθυνσης/ελέγχου των αντικειμένων της παραγωγικής διαδικασίας και οικειοποίησης αποτελεσμάτων της χρήσης των μέσων παραγωγής και εργασίας,

- την κυριότητα των μέσων παραγωγής και εργασίας, δηλαδή την εξουσία επί των αντικειμένων της παραγωγικής διαδικασίας και επί των αποτελεσμάτων της.

Στον τρόπο της απλής εμπορευματικής παραγωγής φορέας δεν είναι ο κάτοχος του εμπορεύματος. Φορέας είναι ο ανεξάρτητος ιδιώτης εμπορευματοπαραγωγός, ως φορέας νομής (όντας ο άμεσος παραγωγός) και φορέας κατοχής (ως αυτός ο οποίος θέτει σε κίνηση και ελέγχει την παραγωγική διαδικασία), ενώ η κυριότητα συγκροτείται με τη μορφή της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Στο επίπεδο λοιπόν της παραγωγικής διαδικασίας έχουμε έναν μοναδικό φορέα. Με άλλα λόγια, στον τρόπο της απλής εμπορευματικής παραγωγής έχουμε την κλασική συγκρότηση μιας ιδιαίτερης σχέσης μεταξύ άμεσου παραγωγού και μέσων παραγωγής (Μαρξ 2003: 46) δεν έχουμε όμως τη συγκρότηση ταξικής εκμεταλλευτικής σχέσης στο επίπεδο της παραγωγής.

Ο κάθε ανεξάρτητος ιδιώτης εμπορευματοπαραγωγός δεν είναι εδώ απλώς κάτοχος του εμπορεύματος. Το εμπόρευμά του περιέχει μια αξία που «καθορίζεται από το χρόνο εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή του» (Μαρξ 2005: 105), πλην όμως πρόκειται για την ίδια την εργασία του. Η αξία του εμπορεύματός του «περιέχει ένα ορισμένο ποσό της δικής του εργασίας που μετριέται σύμφωνα με καθορισμένους κοινωνικούς νόμους» (Μαρξ 2005: 178 – υπογράμμιση δική μου). Έτσι ο ανεξάρτητος ιδιώτης εμπορευματοπαραγωγός ως «κάτοχος εμπορευμάτων μπορεί με την εργασία του να δημιουργεί αξίες, δεν μπορεί όμως να δημιουργεί αξίες που αυτοαξιοποιούνται» (Μαρξ 2005: 178 – υπογράμμιση δική μου). Η ιδιότητα του κατόχου του παραγόμενου εμπορεύματος δεν είναι εδώ μια δοσμένη κατηγορία αλλά μια παραγόμενη ιδιότητα, διότι στον τρόπο της απλής εμπορευματικής παραγωγής αντιστοιχεί ένας ειδικός τύπος ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής που περιγράφεται στον Μαρξ ως «ατομική ιδιοκτησία που βασίζεται στην προσωπική εργασία»7 (Μαρξ 2005: 787).

Ο τρόπος της απλής εμπορευματικής παραγωγής δεν έχει ως αφετηρία την ανταλλαγή καθαυτή, το απλό γεγονός της σύγκρισης δυο προϊόντων (Rubin 2013: 46). Απεναντίας συνίσταται στην ανταλλαξιμότητα ενός εύρους προϊόντων ανεξάρτητα από τις υλικές τους ιδιότητες και τα ατομικά χαρακτηριστικά των αγοραστών και πωλητών (γεγονός που καθιστά αναγκαία την εμφάνιση του χρήματος – Μαρξ 2005: 125, 127). Στο βαθμό που η ανταλλαγή παύει πια να απαιτεί «ορισμένου τύπου εμπορεύματα και συγκεκριμένους ανταλλάκτες» αλλά αφορά ένα πλήθος εμπορευμάτων και παραγωγών, συντελείται μια «καθολική εξίσωση των εμπορευμάτων» (Rubin 2013: 43), η γενικευμένη εμπορευματική παραγωγή, η οποία αποτελεί συγκροτητικό στοιχείο του τρόπου της απλής εμπορευματικής παραγωγής.

Οι σχέσεις κυριότητας και κατοχής με τα μέσα παραγωγής συγκροτούνται εδώ σε ατομικό επίπεδο και καθιστούν τους ιδιώτες παραγωγούς ανεξάρτητους (Σταμάτης 1988: 18). Οι εμπορευματοπαραγωγοί εδώ, ως κάτοχοι του εμπορεύματός τους, έρχονται σε επαφή μεταξύ τους μόνο μέσω της ανταλλαγής των εμπορευμάτων τους. Βλέπουμε λοιπόν ότι ακόμη και η έννοια της ανεξαρτησίας των αυτόνομων παραγωγών δεν αναλύεται σύμφωνα με τα επιφαινόμενα κατά την ανταλλαγή αλλά «παράγεται» ως οικονομική κατηγορία.

Η άμεση συσχέτιση εμπορευμάτων διαμέσου της ανταλλαγής αντιστοιχεί σε μια έμμεση συσχέτιση όλων των εργασιών μεταξύ τους. Τα εμπορεύματα φέρουν μια κοινή κοινωνική ουσία που δεν είναι άλλη από την κοινωνική αφηρημένη εργασία. «Για να παράγει κανείς ένα προϊόν [ενν. στην απλή εμπορευματική παραγωγή] [...] η εργασία του πρέπει να είναι συστατικό τμήμα και κλάσμα του αθροίσματος της συνολικά δαπανώμενης εργασίας στην κοινωνία. Η εργασία του πρέπει να υπάγεται στον καταμερισμό εργασίας στην κοινωνία. Δεν είναι τίποτα χωρίς τα άλλα τμήματα και απαιτείται να τα συμπληρώνει με το μερίδιό του» (Ρούμπιν 2013: 49). Δεν είναι η ανταλλαγή που καθιστά τα προϊόντα ομοειδή εμπορεύματα αλλά αντιθέτως είναι η κοινή ουσία, η αξία, που καθιστά τα προϊόντα ανταλλάξιμα.

Εδώ διακρίνουμε μια ακόμη ιδιαιτερότητα του τρόπου της απλής εμπορευματικής παραγωγής. Θυμίζουμε ότι στην εμπορευματική παραγωγή, νοούμενη ως μια ανταλλακτική οικονομία, έχουμε την εκδήλωση της αξίας με τη μορφή ανταλλακτικής αξίας κατά την ανταλλαγή του εμπορεύματος στην αγορά. Αντίθετα, στον τρόπο της απλής εμπορευματικής παραγωγής παράγονται προϊόντα-ανταλλακτικές αξίες αμφίδρομα αντικαταστάσιμες (Rubin 2013: 44). Θα πρέπει δηλαδή να αντικρίσουμε τα εμπορεύματα ως προϊόντα που φέρουν μια κοινωνική ιδιότητα, αυτή της ανταλλαξιμότητας (Rubin 2013: 48). Η αξιακή τους ιδιότητα υπάρχει ανεξάρτητα από το αν ανταλλάσσονται, διότι λαμβάνουν αυτή την (αξιακή) ιδιότητα κατά το προτσές δημιουργίας αξίας.


γ) Το προτσές δημιουργίας αξίας


Το προτσές δημιουργίας αξίας (Μαρξ 2005: 199, 207, 208) περιγράφεται από τον Μαρξ σε μια στενή σχέση με το προτσές αξιοποίησης (το οποίο θα αναλύσουμε πιο κάτω). Εδώ θα αναλύσουμε το προτσές δημιουργίας αξίας ως το προτσές που αντιστοιχεί στον τρόπο της απλής εμπορευματικής παραγωγής.

Η εργασία στον τρόπο της απλής εμπορευματικής παραγωγής ως συγκεκριμένη εργασία, ως σκόπιμη δραστηριότητα (Μαρξ 2005: 191) καταναλώνει πρώτες και βοηθητικές ύλες (Μαρξ 2005: 194), εργαλεία και μέσα παραγωγής, προϊόντα δηλαδή προηγουμένων προτσές (Μαρξ 2005: 194). Η συγκεκριμένη εργασία λοιπόν μεταβιβάζει αξία των υλικών στοιχείων της παραγωγής που καταναλίσκονται (Μαρξ 2005: 212). Ταυτόχρονα, ως αφηρημένη εργασία δημιουργεί αξία για όσο χρονικό διάστημα ασκείται, προσθέτει αξία στο παραγόμενο προϊόν. Η αξία του εμπορεύματος καθορίζεται από την αξία των μέσων παραγωγής και πρώτων υλών η οποία μεταβιβάζεται συν την «αξία της εργασίας» που δημιουργεί η εργασία του εμπορευματοπαραγωγού κατά το προτσές. Η ταυτόχρονη μεταβίβαση και δημιουργία αξίας εξηγείται από το διπλό χαρακτήρα της εργασίας στην εμπορευματική παραγωγή ως ειδική παραγωγική εργασία και ως αφηρημένη κοινωνική εργασία (Μαρξ 2005: 212 - 213). Το προτσές αυτό μεταβίβασης και δημιουργίας αξίας ορίζεται από τον Μαρξ ως προτσές δημιουργίας αξίας.

Στον τρόπο της απλής εμπορευματικής παραγωγής λοιπόν δεν υφίσταται η έννοια της αξίας της εργασίας με την έννοια του «αξιακού περιεχομένου» που ισχύει για τα εμπορεύματα∙ η μόνη κατηγορία που υπάρχει είναι η δημιουργηθείσα αξία που δημιουργεί αυτή η εργασία. Η εργασία δεν έχει αξιακό περιεχόμενο∙ η εργασία είναι η αξία. Η εργασία του ιδιώτη εμπορευματοπαραγωγού αποτελεί «ενέργεια», δράση του ίδιου του ιδιώτη παραγωγού∙ δεν είναι εμπόρευμα. Για να περιέχει η εργασία αξία πρέπει να είναι η ίδια ανταλλάξιμο εμπόρευμα και κάτι τέτοιο βρίσκεται εκτός πλαισίου του τρόπου της απλής εμπορευματικής παραγωγής. Ως αμοιβή του εμπορευματοπαραγωγού αντιστοιχεί η ποσότητα αξίας που δημιούργησε η εργασία του.

Στο παραπάνω προτσές απουσιάζει ο μηχανισμός αύξησης της αξίας σε συνολικό κοινωνικό επίπεδο, καθώς ικανοποιείται μόνο ένας κύκλος δημιουργίας αξίας, ανταλλαγής και κατανάλωσης. «Η αξία που προκαταβάλλεται δεν αξιοποιείται, δεν παράγει υπεραξία, επομένως το χρήμα δεν μετατρέπεται σε κεφάλαιο», διότι η αξία του προϊόντος είναι σε αυτή την περίπτωση το άθροισμα των αξιών που είναι προηγουμένως κατανεμημένες σε πρώτες ύλες, μηχανήματα και εργασία και «από μια τέτοια άθροιση υπαρχουσών αξιών δεν μπορεί να προκύψει υπεραξία ούτε τώρα ούτε ποτέ» (Μαρξ 2005: 203). Αυτή η παρατήρηση έχει ιδιαίτερη σημασία για το δεύτερο από τα δυο συμπεράσματα τα οποία θα καταγράψουμε αμέσως τώρα.


δ) Συμπέρασμα Ι - Μορφή ή τρόπος απλής εμπορευματικής παραγωγής;


Θα σχολιάσουμε εδώ μια ενδιαφέρουσα διαμάχη που αφορά τη θεώρηση της εμπορευματικής παραγωγής ως «μορφή παραγωγής» ή ως «τρόπο παραγωγής». Σύμφωνα με διάφορες προσεγγίσεις, παραγωγικές διαδικασίες που δεν αντιστοιχούν σε σχέσεις εκμετάλλευσης δεν αποτελούν τρόπο παραγωγής αλλά μορφές παραγωγής (Πουλαντζάς 1975, Μηλιός 2005). Χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας τέτοιας «μορφής παραγωγής» είναι, κατά την αντίληψη αυτή, η απλή εμπορευματική παραγωγή ως η παραγωγή που συγκροτείται από ανεξάρτητους αυτόνομους ιδιώτες παραγωγούς, μια παραγωγή που δεν περιλαμβάνει άμεσες σχέσεις παραγωγής μεταξύ ανθρώπων και που συνεπώς στερείται οποιασδήποτε εκμεταλλευτικής φύσης. «Κοινωνικές μορφές που δεν αντιστοιχούν σε σχέσεις εκμετάλλευσης, όπως είναι π.χ. η περίπτωση του αυτοαπασχολούμενου παραγωγού (απλή εμπορευματική παραγωγή), δεν αντιστοιχούν σε κάποιο τρόπο παραγωγής, αλλά αποτελούν μια μορφή παραγωγής» (Μηλιός 1990).

Η άποψη με την οποία συντάσσεται και στην οποία βασίζεται το παρόν άρθρο είναι, όπως ήδη περιγράφτηκε, η εξής: η απλή εμπορευματική παραγωγή αποτελεί (θεωρητικό) τρόπο παραγωγής στο βαθμό που οι σχέσεις νομής, κατοχής και κυριότητας που περιγράφτηκαν πιο πάνω, δηλαδή «οι τρεις σχέσεις που συνθέτουν το ουσιώδες περιεχόμενο των σχέσεων παραγωγής [...] συντίθενται με ειδικό ιστορικά τρόπο» (Οικονομάκης 2000: 115). Η περιορισμένη ιστορικά εμφάνιση του τρόπου της απλής εμπορευματικής παραγωγής δεν αναιρεί το γεγονός ότι σε ένα υψηλό επίπεδο αφαίρεσης αποτελεί τον τρόπο παραγωγής ο οποίος αποτελεί τη θεμελιακή δομή πάνω στην οποία συγκροτούνται οι αξιακές ιδιότητες της κοινωνικής παραγωγής.8


ε) Συμπέρασμα ΙΙ –Η αναπαραγωγή του τρόπου της απλής εμπορευματικής παραγωγής είναι αδύνατη


Είδαμε ότι ο τρόπος της απλής εμπορευματικής παραγωγής είναι μια δομή ανεξάρτητων προτσές δημιουργίας αξίας. Αντιθέτως, η συνολική του κίνηση, η συνάρθρωση δηλαδή των διαδοχικών προτσές Ε-Χ-Ε, εξαντλείται σε έναν κύκλο παραγωγής εμπορευμάτων, ανταλλαγής και κατανάλωσής τους. Ενώ τα επιμέρους προτσές προσθέτουν αξία στο σύστημα, στο συνολικό κοινωνικό προτσές αυτή η τάση αντί να αθροίζεται σβήνει (Μαρξ 2005: 118-119). Έχουμε δηλαδή μια αντινομία: ο τρόπος της απλής εμπορευματικής παραγωγής δομείται πάνω σε μηχανισμούς δημιουργίας αξίας, όμως ως κοινωνικό σύστημα δεν καταλήγει να συσσωρεύει την αξία αυτή. Ας εξηγήσουμε αυτή την αντινομία, ανατρέχοντας στις έννοιες της παραγωγικότητας και της εντατικότητας της εργασίας.

Η εργασία, ως στοιχείο του προτσές δημιουργίας αξίας, δηλαδή ως κατηγορία που έχει διττή υπόσταση, υλική και αξιακή, περιγράφεται μέσω της έννοιας της παραγωγικότητας και της εντατικότητας. Ως παραγωγικότητα της εργασίας στον Μαρξ ορίζεται ο ρυθμός παραγωγής αξιών χρήσης, υλικών δηλαδή προϊόντων. Είναι σαφές με βάση τα όσα ειπώθηκαν ότι η παραγωγικότητα της εργασίας αποτελεί μια οικονομική κατηγορία που αντιστοιχεί στη φυσική, υλική παραγωγή, την παραγωγή αξιών χρήσης, «ανήκει» δηλαδή στο υλικό προτσές παραγωγής. Σχετίζεται δε κυρίως με τη τεχνική βάση της παραγωγής, καθώς η ίδια εργασία εκδηλώνει διαφορετική παραγωγικότητα ανάλογα με τα μέσα παραγωγής τα οποία θέτει σε κίνηση. Συνεχίζοντας, η εντατικότητα της εργασίας στον Μαρξ ορίζεται ως ο ρυθμός με τον οποίον η εργασία δημιουργεί αξία. Η εντατικότητα εδώ αποτελεί κατηγορία που «ανήκει» στο αξιακό προτσές παραγωγής. Θέτοντας σε κίνηση τα ίδια μέσα παραγωγής η εργασία μπορεί να δημιουργεί αξία με μεγαλύτερο ή μικρότερο ρυθμό ανάλογα με την εντατικότητά της.

Αν θεωρήσουμε ένα σύστημα κοινωνικής παραγωγής στο οποίο κυριαρχεί ο τρόπος της απλής εμπορευματικής παραγωγής, παρατηρούμε ότι ο αυτόνομος ιδιώτης ανεξάρτητος παραγωγός, στο βαθμό που η «αμοιβή» του ισούται με την ποσότητα αξίας που ο ίδιος παράγει και ανταλλάσσει στην αγορά, έχει ως κίνητρο την αύξηση της ποσότητας αξίας που παράγει καθημερινά. Αυτό μπορεί να συμβεί είτε με αύξηση της εντατικότητας της εργασίας του είτε με αύξηση του ημερήσιου χρόνου εργασίας. Αντιθέτως, μια αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας του δεν τον αφορά∙ αυξάνει το πλήθος των προϊόντων που παράγει ημερησίως, πλην όμως αυτή η αυξημένη παραγωγή περιέχει την ίδια ποσότητα εργασίας και άρα αξίας (κατανεμημένη σε περισσότερα και φτηνότερα προϊόντα). Με άλλα λόγια, στον τρόπο της απλής εμπορευματικής παραγωγής δεν εμφανίζεται η τάση για αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας και άρα δεν υπάρχει το κίνητρο της μεταβολής (αύξησης, ανάπτυξης) της τεχνικής βάσης.9

Δεν υφίσταται λοιπόν προτσές διευρυμένης αναπαραγωγής στον τρόπο της απλής εμπορευματικής παραγωγής. Η εμπορευματική παραγωγή στην αφηρημένη της μορφή αποτελεί μια στατική δομή, μια οικονομική δομή που δεν έχει καμία ενδογενή τάση μεγέθυνσης. Αυτός είναι και ο λόγος που πραγματευόμαστε την απλή εμπορευματική παραγωγή σαν μια θεωρητική δομή, σαν μια μήτρα η οποία παράγει τα (αξιακά) αποτελέσματά της στην κοινωνική παραγωγή.

Περιγράψαμε μέχρι εδώ τον τρόπο της απλής εμπορευματικής παραγωγής∙ ορίσαμε τις βασικές έννοιες που αντιστοιχούν σε αυτόν, τις εσωτερικές αναγκαίες σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των ιδιαίτερων κατηγοριών του και αποδείξαμε ότι ο τρόπος αυτός παραγωγής εμπεριέχεται στις επεξεργασίες του Μαρξ στο πρώτο μέρος του Κεφαλαίου του. Με άλλα λόγια, δείξαμε τη στενή σχέση της αξιακής τους θεωρίας με αυτό τον θεωρητικό τρόπο παραγωγής. Το πέρασμα από έναν τέτοιο θεωρητικό τρόπο παραγωγής σε μια θεωρία αυτοαξιοποίησης της αξίας, το πέρασμα δηλαδή από την αξιακή στην κεφαλαιακή θεωρία οδηγεί τον Μαρξ στη συγκρότηση της θεωρίας του για τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής.10 Ας δούμε λοιπόν πώς δομείται το αντικείμενο της κεφαλαιακής θεωρίας του Μαρξ, η κεφαλαιακή σχέση. Πρώτα θα μελετήσουμε τον τρόπο με τον οποίο ο Μαρξ εξάγει την έννοια της κεφαλαιακής σχέσης από το σύστημα εννοιών της απλής εμπορευματικής παραγωγής. Θα οδηγηθούμε με αυτό τον τρόπο στην ειδοποιό διαφορά της κεφαλαιακής σχέσης πριν και πέρα από τη σχέση της με την απλή εμπορευματική παραγωγή, δηλαδή στη φύση της κεφαλαιακής σχέσης.


5. Εξάγοντας τη μισθωτή σχέση
από τις κατηγορίες της απλής εμπορευματικής παραγωγής


Έχουμε ορίσει θεωρητικά την απλή εμπορευματική παραγωγή και κυκλοφορία ως μια θεωρητική παραγωγική δομή που περιγράφεται στο πρώτο μέρος του Κεφαλαίου. Η παρουσίαση αυτής της θεωρητικής παραγωγικής δομής ολοκληρώνεται με την άμεση μορφή της εμπορευματικής κυκλοφορίας Ε-Χ-Ε (Μαρξ 2005: 160). Ας δούμε τώρα τον τρόπο με τον οποίο ο Μαρξ διατυπώνει, στη βάση της αξιακής του θεωρίας, την κεφαλαιακή του θεωρία. Η κεφαλαιακή σχέση, ο πυρήνας της κεφαλαιακής θεωρίας του Μαρξ, δεν διατυπώνεται ρητά αλλά αναπτύσσεται σταδιακά στο Κεφάλαιο, αρχικά σε συνάρτηση με τις εμπορευματικές και αξιακές κατηγορίες. Στόχος μας εδώ είναι να αναδείξουμε αυτή την πορεία μέχρι την τελική απομόνωση της ουσίας της κεφαλαιακής σχέσης, πριν και πέρα από τις εμπορευματικές ιδιότητες με τις οποίες αυτή βρίσκεται αναμεμειγμένη στο Κεφάλαιο.

Το προτσές της εμπορευματικής κυκλοφορίας Ε-Χ-Ε έχει ως «άκρα» εμπορεύματα, δηλαδή το χρήμα λειτουργεί ως μέσο και η απόκτηση εμπορευμάτων ως αυτοσκοπός, ως το πέρας του προτσές για τον κάτοχο του εμπορεύματος. Το εμπόρευμα κυκλοφορεί και το χρήμα «ξοδεύεται οριστικά» (Μαρξ 2005: 161). Σε αυτή την άμεση μορφή της εμπορευματικής κυκλοφορίας Ε-Χ-Ε, ο Μαρξ εξηγεί ότι ενυπάρχει η μορφή Χ-Ε-Χ, δηλαδή ένα προτσές το οποίο «ξεκινά από το χρήμα και ξαναγυρνάει τελικά στο ίδιο το χρήμα» (Μαρξ 2005: 162). Εδώ το εμπόρευμα λειτουργεί ως το μέσο και η κυκλοφορία του χρήματος αυτοσκοπός. Το προτσές αυτό έχει νόημα μόνο εφόσον το χρήμα προκαταβάλλεται και στο τέλος του προτσές προσαυξάνεται ποσοτικά, δηλαδή, εφόσον παίρνει τη μορφή Χ-Ε-Χ΄. Στην περίπτωση αυτή έχουμε αυτό που ο Μαρξ περιγράφει ως μετατροπή του χρήματος σε κεφάλαιο (Μαρξ 2005: 163). «Η αξία γίνεται εδώ το υποκείμενο ενός προτσές […] παίρνοντας πότε τη μορφή του χρήματος και πότε του εμπορεύματος αλλάζει διαρκώς το ίδιο το μέγεθός της και αυτοαξιοποιείται» (Μαρξ 2005: 167). Το χρήμα λοιπόν μετατρέπεται σε αυτή την περίπτωση σε κεφάλαιο διότι «απέκτησε την απόκρυφη ιδιότητα να γεννάει αξία επειδή η ίδια είναι αξία» (Μαρξ 2005: 167 – υπογράμμιση δική μου).

Η ιδιότητα του χρήματος να αυτοαξιοποιείται, να μετατρέπεται σε κεφάλαιο, περιγράφεται ως «απόκρυφη», μη εμφανής ως προς τη φύση της στην ως εδώ περιγραφόμενη εμπειρική πραγματικότητα της εμπορευματικής κυκλοφορίας. Ο Μαρξ, ενώ τη σχέση Ε-Χ-Ε την ονομάζει ρητά «απλή εμπορευματική κυκλοφορία» και την μελετά σε συνάρτηση με την εμπορευματική παραγωγή, αντιθέτως δεν δίνει καμία ονομασία στη σχέση Χ-Ε-Χ΄. Αυτή του την ανακάλυψη την περιγράφει ως «μορφή Χ-Ε-Χ΄» (Μαρξ 2005: 161), ως «κυκλοφορία Χ-Ε-Χ'» (Μαρξ 2005: 161), ως «κύκλο Χ-Ε-Χ΄» (Μαρξ 2005: 162) και εντέλει ως «προτσές Χ-Ε-Χ΄» (Μαρξ 2005: 162-164). Η ιδιότητα του χρήματος να παίρνει τη μορφή του κεφαλαίου, ιδιότητα της οποίας τη φύση δεν έχει ακόμη εξιχνιάσει και απλά διακρίνει κατά την εμφάνισή της ως Χ-Ε-Χ΄ μέσα στη γενικευμένη κίνηση Ε-Χ-Ε, εκδηλώνεται λοιπόν μέσα στο προτσές της εμπορευματικής κυκλοφορίας, δεν ταυτίζεται όμως με αυτήν∙ «ο τύπος Χ-Ε-Χ΄ είναι στην πραγματικότητα ο γενικός τύπος του κεφαλαίου όπως εμφανίζεται άμεσα στη σφαίρα της κυκλοφορίας» (Μαρξ 2005: 168 – υπογράμμιση δική μου).


α) Η μισθωτή εργασία11 ως κατηγορία της εμπορευματικής κυκλοφορίας


Ο Μαρξ ξετυλίγει το νήμα της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής ξεκινώντας από την εμφάνιση του κατόχου της εργασιακής δύναμης12 στη σφαίρα της εμπορευματικής κυκλοφορίας (Μαρξ 2005: 179). Βρισκόμαστε εδώ στο έδαφος της απλής εμπορευματικής παραγωγής, καθώς συντελείται μια ανταλλαγή: Ο κάτοχος εργασιακής δύναμης ανταλλάζει το εμπόρευμά του με το χρήμα του κατόχου χρήματος. Ο κάτοχος εμπορεύματος «θέλει να το εκποιήσει για να πάρει σε αντάλλαγμα ένα άλλο εμπόρευμα, του οποίου η αξία χρήσης να τον ικανοποιεί» (Μαρξ 2005: 99). Τα εμπορεύματα αυτά είναι ανταλλάξιμα επειδή περιέχουν ίσες ποσότητες ομοειδούς εργασίας και έτσι η ανταλλαγή πραγματοποιείται στη βάση της ποσοτικής αναλογίας των αφηρημένων εργασιών που αυτά περιέχουν ανεξάρτητα από τις ποιοτικές διαφορές τους ως προς τις αξίες χρήσης τους∙ η ανταλλαγή πραγματοποιείται δηλαδή στη βάση της ανταλλακτικής τους αξίας (Μαρξ 2005: 100).

Η εργασιακή δύναμη, όπως όλα τα ανταλλάξιμα εμπορεύματα, φέρει ταυτόχρονα μια αξία και μια αξία χρήσης. Κατά την πώλησή της εκδηλώνει το αξιακό της περιεχόμενο, που «καθορίζεται από το χρόνο εργασίας που είναι αναγκαίος για την παραγωγή, επομένως και για την αναπαραγωγή» της (Μαρξ 2005: 183), ενώ κατά την συμμετοχή της στο παραγωγικό προτσές εκδηλώνει την αξία χρήσης της, όντας «ένα εμπόρευμα που η ίδια η αξία του χρήσης έχει την ιδιόμορφη ιδιότητα να είναι πηγή αξίας» (Μαρξ 2005: 180). Έτσι ο εργάτης παρουσιάζεται ως κάτοχος ενός εμπορεύματος το οποίο, σε αυτό το επίπεδο ανάλυσης, περιγράφεται αποκλειστικά με όρους εμπορευματικής ανταλλαγής, ένα εμπόρευμα που είναι «μη-αξία χρήσης για τον κάτοχό της και αξία χρήσης για τον μη κάτοχό της» (Μαρξ 2005: 99).

Ο Μαρξ σε αυτό το σημείο υπογραμμίζει ότι η ανάλυση της μισθωτής εργασίας στο επίπεδο της εμπορευματικής κυκλοφορίας μπορεί να ιδωθεί μόνο ως μια πράξη εμπορευματικής ανταλλαγής, η οποία «δεν περικλείνει άλλες σχέσεις εξάρτησης εκτός από αυτές που απορρέουν από τη φύση της» (Μαρξ 2005: 180). Οι ιδιότητες κάθε εμπορεύματος λοιπόν θα πρέπει να απαντώνται και στο ιδιαίτερο αυτό εμπόρευμα, την εργασιακή δύναμη.

Ο Μαρξ παρατηρεί ότι η εργασιακή δύναμη αποτελεί ένα πολύ ιδιαίτερο εμπόρευμα, αν κανείς το ερευνήσει από τη σκοπιά των τριών θεμελιωδών ιδιοτήτων του εμπορεύματος που ο ίδιος ορίζει: Πρώτον, κάτι αποτελεί εμπόρευμα εφόσον αποτελεί ένα εξωτερικό για τον κάτοχό του αντικείμενο (Μαρξ 2005: 101). Δεύτερον, κατά την εμπορευματική ανταλλαγή, το αντικείμενο-εμπόρευμα αλλάζει ιδιοκτήτη με την πώλησή του, εκχωρείται η ιδιοκτησία του, χωρίς να παραχωρείται η αξία του, καθώς για την τελευταία καταβάλλεται ένα χρηματικό ισοδύναμο (Μαρξ 1978: 436). Τρίτον, από την υλική της πλευρά, η ανταλλαγή έχει ως έκβαση την τελική κατανάλωση του εμπορεύματος. Είναι προφανές ότι η εργασιακή δύναμη δεν ικανοποιεί με τη «στενή έννοια» κανένα από αυτά τα τρία κριτήρια.


β) Το προτσές αξιοποίησης


Ο Μαρξ αφήνει πίσω του τις έννοιες της απλής εμπορευματικής παραγωγής όταν μεταβαίνει από την έννοια του κατόχου του εμπορεύματος εργασιακή δύναμη στον ελεύθερο εργάτη:


«ελεύθερο με διπλή έννοια, από τη μια με την έννοια ότι σαν ελεύθερο πρόσωπο διαθέτει την εργατική του δύναμη σαν εμπόρευμά του και από την άλλη με την έννοια ότι δεν έχει άλλα εμπορεύματα να πουλήσει, ότι σαν το ελεύθερο πουλί είναι ελεύθερος από όλα τα πράγματα που χρειάζονται για να πραγματοποιήσει την εργατική του δύναμη» (Μαρξ 2005: 181-182).


Ας δούμε από κοντά αυτή την ιδιότητα της ελευθερίας του εργάτη: Ενώ ο «κάτοχος του εμπορεύματος εργασιακή δύναμη» παραπέμπει απευθείας σε κατηγορίες της απλής εμπορευματικής παραγωγής, ο ελεύθερος εργάτης αποτελεί μια οικονομική κατηγορία εντελώς ξένη στον τρόπο της απλής εμπορευματικής παραγωγής. Δεν είναι ο εργάτης ελεύθερος διότι εμφανίζεται ως κάτοχος του εμπορεύματος εργασιακή δύναμη, αλλά το αντίστροφο: ο εργαζόμενος κατέχει την εργασιακή του δύναμη ως εμπόρευμα επειδή είναι ελεύθερος. Επίσης, ο αγοραστής της εργασιακής δύναμης είναι στη σφαίρα της εμπορευματικής κυκλοφορίας ένας κάτοχος χρήματος. Η πραγματική του φύση, αυτή του κεφαλαιοκράτη, απορρέει από ιδιότητες που εντοπίζονται επίσης εκτός εμπορευματικής κυκλοφορίας, ο ίδιος δε, ως κάτοχος χρήματος, αγνοεί τα αίτια που οδηγούν την εργασία να εμφανίζεται μπροστά του σαν εμπόρευμα. «Το ζήτημα γιατί ο ελεύθερος αυτός εργάτης παρουσιάζεται μπροστά του στη σφαίρα της κυκλοφορίας δεν ενδιαφέρει τον κάτοχο του χρήματος, που την αγορά εργασίας τη βρίσκει σαν ένα ειδικό τμήμα της αγοράς εμπορευμάτων» (Μαρξ 2005: 182 υπογράμμιση δική μου).

Ας δούμε σε αυτό το σημείο αν ικανοποιούνται οι τρεις βασικές ιδιότητες του εμπορεύματος τις οποίες περιγράψαμε πιο πάνω. Πρώτον, η εργασιακή δύναμη δεν είναι ένα αντικείμενο εξωτερικό ως προς τον κάτοχό της, τον εργάτη, δεν μπορεί να απομακρυνθεί από αυτόν όπως συμβαίνει με τα υπόλοιπα εμπορεύματα από τον κάτοχό τους. Δεύτερον, δεν συντελείται μια οριστική παραχώρηση της ιδιοκτησίας της εργασιακής δύναμης∙ αν γινόταν κάτι τέτοιο, ο εργάτης θα γινόταν δούλος του εργοδότη του. Ο εργάτης ενοικιάζει, «παραχωρεί μόνο το δικαίωμα εκμετάλλευσης της εργασιακής του δύναμης για ένα καθορισμένο χρονικό διάστημα και σε έναν καθορισμένο τόπο» (Macherey 2013: 19). Εκποιώντας την εργασία του «δεν παραιτείται από το δικαίωμα ιδιοκτησίας πάνω της» (Μαρξ 2005: 181). Τρίτον, η έκβαση της ανταλλαγής δεν είναι η απλή κατανάλωση του εμπορεύματος εργασιακή δύναμη, η υλική της ενσωμάτωση δηλαδή στο τελικό προϊόν. Δεν έχουμε εδώ ατομική κατανάλωση του εμπορεύματος από τον αγοραστή του αλλά αυτό που ο Μαρξ ονομάζει παραγωγική κατανάλωση (Μαρξ 2005: 196, 586, 591-592) του εμπορεύματος εργασιακή δύναμη.

Από πού απορρέουν αυτές οι ιδιαιτερότητες της συγκεκριμένης ανταλλαγής; Από το γεγονός ότι δεν εκδηλώνεται εδώ η σχέση μεταξύ ανεξάρτητων παραγωγών (όπως θα συνέβαινε στη βάση της απλής εμπορευματικής παραγωγής). Αυτό που εκδηλώνεται εδώ είναι κάτι διαφορετικό. Είναι η λεγόμενη μισθωτή σχέση, μια άλλη δομή σχέσεων παραγωγής, της οποίας προς το παρόν οι ιδιότητες εκδηλώνονται στη σφαίρα της εμπορευματικής κυκλοφορίας. Ας εξηγήσουμε πώς μέσω της μισθωτής σχέσης παραλλάσσονται οι τρεις ιδιότητες του εμπορεύματος που πιο πάνω περιγράψαμε.

Στην πρώτη φάση της μισθωτής σχέσης ο εργάτης παραχωρεί με αντάλλαγμα ένα μισθό το δικαίωμα χρήσης της εργασιακής του δύναμης, της ιδιότητάς του δηλαδή να μεταφέρει και να προσθέτει αξία ταυτόχρονα, κατά την συμμετοχή του σε ένα παραγωγικό προτσές (Macherey 2013: 19-20). Η σχέση αυτή εκδηλώνεται, εμφανίζεται στη σφαίρα της εμπορευματικής κυκλοφορίας. Η δύναμή του να μεταφέρει και να προσθέτει ταυτόχρονα αξία «χωρίζεται εμπράκτως από τις συνθήκες ενεργοποίησής της» (Macherey 2013: 20), παραχωρείται και μαζί της παραχωρείται το δικαίωμα στον κάτοχο χρήματος να μπορεί να τη θέσει σε λειτουργία υπό καθορισμένες συνθήκες, σε ένα προτσές παραγωγής στο οποίο ο ίδιος ο κάτοχος της δύναμης αυτής δεν μπορεί να συμμετέχει παρά μόνο υπό τους όρους που θέτει ο κάτοχος χρήματος (Macherey 2013: 21). Η αποσύνδεση αυτή του εργαζόμενου από την παραγωγική διαδικασία, η ένταξή του σε αυτήν μόνο αφού η δύναμή του για εργασία έχει χωριστεί υλικά από τη χρήση της (Macherey 2013: 25) μετασχηματίζει όλα τα στοιχεία της περιγραφόμενης αυτής σχέσης. Ο κάτοχος χρήματος μετατρέπεται σε κεφαλαιοκράτη, το χρήμα του σε κεφάλαιο, ενώ η εργασία που αγοράζεται, ακριβώς επειδή αγοράζεται στην πρώτη αυτή φάση και τίθεται σε κίνηση στη δεύτερη φάση που θα περιγράψουμε αμέσως παρακάτω, μετατρέπεται σε εργασιακή του δύναμη.

Στη δεύτερη φάση της μισθωτής σχέσης μεταφερόμαστε από την εμπορευματική κυκλοφορία στο προτσές παραγωγής. Εκεί η εργασιακή δύναμη τίθεται σε κίνηση κάτω από δοσμένες συνθήκες παραγωγής, συνδυαζόμενη με πρώτη ύλη και μέσα παραγωγής που είναι πια αποξενωμένα από τον εργάτη. Η εργασιακή δύναμη, κατά την συμφωνημένη εργάσιμη ημέρα, συμμετέχει στο αξιακό προτσές με τον ίδιο τρόπο που παρουσιάστηκε στην απλή εμπορευματική παραγωγή: μεταβιβάζει την αξία των πρώτων υλών και των μέσων παραγωγής στο παραγόμενο εμπόρευμα, ενώ ταυτόχρονα δημιουργεί αξία η οποία ενσωματώνεται στην αξία του εμπορεύματος. Έτσι η αξία της εργασιακής του δύναμης δεν μεταφέρεται στο εμπόρευμα με τον τρόπο που γίνεται αυτό κατά την υλική ενσωμάτωση στο εμπόρευμα της πρώτης ύλης ή κατά την κατανάλωση του μέσου παραγωγής. Ο εργάτης δημιουργεί αξία ίση με την αξία του, αναπληρώνει την αξία της εργασιακής του δύναμης παράγοντας ίση νέα αξία. Το χρονικό διάστημα στο οποίο ο εργάτης αναπληρώνει την αξία της εργασιακής του δύναμης τον ονομάζουμε αναγκαίο χρόνο εργασίας και την εργασία που ξοδεύεται στο διάστημά της αναγκαία εργασία (Μαρξ 2005: 228). Βλέπουμε ότι κατά τη διάρκεια του αναγκαίου χρόνου εργασίας το αξιακό αποτέλεσμα του προτσές είναι εξωτερικά όμοιο με το προτσές δημιουργίας αξίας που αντιστοιχεί στον απλό εμπορευματικό τρόπο παραγωγής και το οποίο περιγράψαμε πιο πάνω. Έτσι η δεύτερη αυτή φάση της μισθωτής σχέσης ταυτίζεται ποσοτικά με το προτσές δημιουργίας αξίας, το αξιακό προτσές δηλαδή της απλής εμπορευματικής παραγωγής.

Αφού ολοκληρωθεί η αναπλήρωση της αξίας της εργασιακής δύναμης, με το πέρας δηλαδή του αναγκαίου χρόνου εργασίας, το προτσές παραγωγής συνεχίζεται όσο διαρκεί η υπόλοιπη εργάσιμη ημέρα. Η τρίτη αυτή φάση της μισθωτής σχέσης αντιστοιχεί στο χρόνο πέραν του αναγκαίου χρόνου εργασίας, που ο Μαρξ ονομάζει χρόνο υπερεργασίας. Ο εργάτης συνεχίζει όπως πριν να μεταβιβάζει αξία και να δημιουργεί νέα αξία, πλην όμως η νέα αυτή αξία δεν αναπληρώνει την αξία της εργασιακής δύναμης, είναι απλά πλεονάζουσα αξία που ενσωματώνεται στο παραγόμενο εμπόρευμα, αξία που παράγεται από τον εργάτη πέραν της αξίας των μέσων παραγωγής ή της εργασιακής δύναμής του, δηλαδή υπερεργασία, απλήρωτη εργασία, υπεραξία. Ο Μαρξ ονομάζει προτσές αξιοποίησης το σύνολο της δεύτερης και της τρίτης φάσης της μισθωτής σχέσης που περιγράφεται παραπάνω. Η δομή αυτή του προτσές αξιοποίησης βασίζεται στο γεγονός ότι πια «η αξία της εργατικής δύναμης και η αξιοποίησή της, η αξία που μπορεί να παράγει στο προτσές εργασίας, είναι δυο διαφορετικά μεγέθη» (Μαρξ 2005: 206).


γ) Σχέση προτσές δημιουργίας αξίας και προτσές αξιοποίησης


Ας δούμε από πιο κοντά τη σχέση μεταξύ του προτσές δημιουργίας αξίας, το οποίο θεωρητικά αντιστοιχεί στην απλή εμπορευματική παραγωγή, και του νέου προτσές, που είναι το προτσές αξιοποίησης. Ο Μαρξ διασαφηνίζει ότι το προτσές αξιοποίησης περιέχει το προτσές δημιουργίας αξίας, κάτι που καταρχήν παρουσιάζεται ως μια ποσοτική σχέση:


«Αν τώρα συγκρίνουμε το προτσές δημιουργίας της αξίας με το προτσές αξιοποίησης, θα δούμε ότι το προτσές αξιοποίησης δεν είναι παρά ένα προτσές δημιουργίας αξίας που έχει παραταθεί πέρα από ένα ορισμένο σημείο. Αν το τελευταίο διαρκεί μόνο ως το σημείο που η πληρωμένη από το κεφάλαιο αξία της εργατικής δύναμης αναπληρώνεται με ένα νέο ισοδύναμο, τότε είναι απλό προτσές δημιουργίας αξίας. Αν το προτσές δημιουργίας αξίας συνεχιστεί πέρα από το σημείο αυτό, τότε γίνεται προτσές αξιοποίησης» (Μαρξ 2005: 207-208 – υπογράμμιση δική μου)


Πλάι σε αυτή την ποσοτική συσχέτιση του προτσές δημιουργίας αξίας και του προτσές αξιοποίησης, συσχέτιση της οποίας οι ποσοτικοί όροι αναλύονται διεξοδικά από τον Μαρξ (Μαρξ 2005: 201-207), υπάρχει μια ποιοτική διαφορά που υποκρύπτεται και που αφορά την ίδια τη σχέση απλής εμπορευματικής παραγωγής και κεφαλαιοκρατικής παραγωγής:

«Σαν ενότητα του προτσές εργασίας και του προτσές δημιουργίας αξίας, το προτσές της παραγωγής είναι προτσές παραγωγής εμπορευμάτων∙ σαν ενότητα του προτσές εργασίας και του προτσές αξιοποίησης είναι κεφαλαιοκρατικό προτσές παραγωγής, κεφαλαιοκρατική μορφή της εμπορευματικής παραγωγής» (Μαρξ 2005: 209)


Είναι φανερή εδώ η ανάδυση μιας ιδιαίτερης σχέσης απλής εμπορευματικής παραγωγής και κεφαλαιοκρατικής παραγωγής. Η σχέση αυτή δεν μπορεί να υποβιβαστεί σε μια απλή ποσοτική διαφοροποίηση «παράτασης του προτσές δημιουργίας αξίας», συνεπώς θα πρέπει να απαντήσουμε στο ερώτημα του ποιοτικού μετασχηματισμού της απλής εμπορευματικής παραγωγής σε κεφαλαιοκρατική παραγωγή, δηλαδή να εντοπίσουμε την ουσία της κεφαλαιακής σχέσης. Για να γίνει όμως αυτό αναγκαστικά «εγκαταλείπουμε αυτήν τη θορυβώδικη σφαίρα που βρίσκεται στην επιφάνεια και είναι προσιτή σ’ όλα τα μάτια, την εγκαταλείπουμε μαζί με τον κάτοχο χρήματος και τον κάτοχο της εργασιακής δύναμης για να ακολουθήσουμε και τους δυο στον απόκρυφο τόπο της παραγωγής που στο κατώφλι του είναι γραμμένο: No admittance except on business [Απαγορεύεται η είσοδος εις τους μη έχοντας εργασίαν]» (Μαρξ 2005: 188). Εδώ οι οικονομικές κατηγορίες του κεφαλαιοκράτη και του εργάτη φανερώνονται αδιαμεσολάβητες, απαλλαγμένες από την εμπορευματική μορφή των «κατόχων» χρήματος και εμπορεύματος.


6. Η σχέση μεταξύ απλής εμπορευματικής και κεφαλαιοκρατικής παραγωγής


α) Η συνέχεια


Είδαμε ότι η δισυπόστατη φύση των αποτελεσμάτων της κεφαλαιοκρατικής παραγωγικής διαδικασίας, η παραγωγή δηλαδή προϊόντων τα οποία είναι ταυτόχρονα και εμπορεύματα, δεν εμφανίζεται αποκλειστικά στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, αποτελεί όμως τόσο μια σημαντική ιστορική προϋπόθεση για την ανάδυσή του όσο και ένα στοιχείο που είναι ενσωματωμένο στη δομή του. Η αξία δεν είναι ιδιαίτερη κατηγορία του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής αλλά της εμπορευματικής παραγωγής εν γένει. Όπως ισχυρίζεται και ο Μαρξ: «παρ’ όλο που η μορφή της εργασίας σαν μισθωτής εργασίας είναι αποφασιστικής σημασίας για τη διαμόρφωση του όλου προτσές και για τον ειδικό τρόπο της ίδιας της παραγωγής, η μισθωτή εργασία δεν καθορίζει την αξία» (Μαρξ 1978: 1082 – υπογράμμιση δική μου).

Η εμπορευματική παραγωγή αποτελεί ιστορική προϋπόθεση και αναπόσπαστο στοιχείο της δομής του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής στο βαθμό που «αγκαλιάζει» ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνικής παραγωγής. Όταν δεν συμβεί αυτό, η εμπορευματική παραγωγή και όλες οι ιδιαίτερες κατηγορίες της, η αφηρημένη εργασία, η ανταλλακτική αξία, ακόμη και διάφορες μορφές λειτουργίας του χρήματος, εκδηλώνονται ιστορικά χωρίς να οδηγούν στην ανάδυση κεφαλαιοκρατικών σχέσεων. Όπως αναφέρει και ο Μαρξ για τις οικονομικές μορφές της εμπορευματικής παραγωγής:


«αρκεί μια σχετικά αδύνατα αναπτυγμένη κυκλοφορία εμπορευμάτων για να δημιουργηθούν όλες αυτές οι μορφές. Διαφορετικά έχει το ζήτημα με το κεφάλαιο. Επειδή υπάρχει η κυκλοφορία των εμπορευμάτων και του χρήματος δεν σημαίνει καθόλου ότι υπάρχουν οι ιστορικοί όροι ύπαρξής του» (Μαρξ 2005: 182-183, υπογράμμιση δική μου).


Η σχέση εμπορευματικής παραγωγής και κεφαλαιοκρατικής παραγωγής λοιπόν παρουσιάζεται συχνά από τον Μαρξ ως μια σχέση ιστορικής συνέχειας. Η κεφαλαιοκρατική παραγωγή εκδηλώνει την ουσία της σε απόλυτη συμφωνία με τους νόμους της εμπορευματικής παραγωγής και κυκλοφορίας, διότι η τελευταία αποτελεί δομικό της στοιχείο. «Ο νόμος δεν παραβιάζεται, απεναντίας αποκτά μόνο τη δυνατότητα να δρα διαρκώς» (Μαρξ 2005: 606). Ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής «παραλαμβάνει» ιστορικά τις κατηγορίες της εμπορευματικής παραγωγής, τις γενικεύει και τις αναπτύσσει:


«Αν ερευνούσαμε παραπέρα για να βρούμε κάτω από ποιες συνθήκες όλα τα προϊόντα ή έστω μόνο η πλειονότητά τους παίρνουν τη μορφή του εμπορεύματος, θα βρίσκαμε ότι αυτό γίνεται μόνο πάνω στη βάση ενός ολότελα ειδικού τρόπου παραγωγής, του κεφαλαιοκρατικού» (Μαρξ 2005: 182).


Ας δούμε τώρα τις επιπτώσεις μιας τέτοιας ανάλυσης «συνέχειας» μεταξύ εμπορευματικής και κεφαλαιοκρατικής παραγωγής. Προφανώς μια τέτοια αντίληψη απορρέει από την πρόσληψη της εμπορευματικής παραγωγής ως μια ανταλλακτική μορφή οικονομίας, η οποία αναπτύσσεται και εξαπλώνεται όταν «υφίσταται μια τροποποίηση με την εμφάνιση της κεφαλαιοκρατικής μορφής της παραγωγής» (αναφέρεται από Ένγκελς σε Μαρξ 1978: 1105). Μια τέτοια ιστορικιστική ανάγνωση του μαρξικού έργου, η οποία απαντάται σε παραδοσιακές «σοβιετικές» εκδοχές μαρξισμού, 13 αγνοεί τομές που επιτελούνται στο επίπεδο της δομής του τρόπου παραγωγής. «Η απλή εμπορευματική παραγωγή […] στη βάση της είναι ομοιότυπη με την κεφαλαιοκρατική παραγωγή, μια και στηρίζεται στην ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής» (Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ χ.χρ.: 67 – υπογράμμιση δική μου). «Η απλή εμπορευματική παραγωγή είναι μια πραγματική πλευρά της καπιταλιστικής παραγωγής, περιλαμβάνει τις αρχικές της παραγωγικές σχέσεις» (Παυλίδης 1986: 23 - υπογράμμιση δική μου). Η πλήρης αυτή σύγχυση και ταύτιση απλής εμπορευματικής και κεφαλαιοκρατικής παραγωγής προκύπτει από την αποθέωση των νομικών μορφών ιδιοκτησίας, ίδιον του σοβιετικού μαρξισμού. Αντιθέτως, όπως θα δείξουμε αμέσως πιο κάτω, οι μορφές ιδιοκτησίας14 της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής δεν αποτελούν συνέχεια αυτών της απλής εμπορευματικής παραγωγής, καίτοι αμφότερες ατομικές. Το πέρασμα από τις μεν στις δε όχι μόνο δεν είναι ομαλό, «συνεχές», αλλά «περικλείνει μέσα του μιαν ολόκληρη παγκόσμια ιστορία» (Μαρξ 2005: 183).


β) Η τομή


Είδαμε πιο πάνω ότι κατά την περιγραφή της εμπορευματικής ανταλλαγής ο Μαρξ μεταφέρει σταδιακά την ανάλυσή του από τον «κάτοχο του εμπορεύματος» (Μαρξ 2005: 98-99-100, 107, 178) στον ανεξάρτητο ιδιώτη παραγωγό, ο οποίος παράγει αξίες με τη δική του εργασία (Μαρξ 2005: 178) και κατέχει τα μέσα παραγωγής του. Η κατοχή αυτή των μέσων παραγωγής από τον άμεσο παραγωγό συνιστά μια ενότητα μέσων παραγωγής και άμεσου παραγωγού, μια μορφή παραγωγής η οποία δεν βασίζεται στην εκμετάλλευση αλλά στην ιδιοκτησία από τους άμεσους παραγωγούς των μέσων παραγωγής. Η κεφαλαιοκρατική παραγωγή αναδύεται στη βάση της διάλυσης αυτής της μορφής ιδιοκτησίας.

Το κεφάλαιο δεν εφηύρε την ιδιοκτησία. Με τη νομική της έννοια, η ιδιοκτησία παρελήφθη από την προκαπιταλιστική περίοδο και συγκεκριμένα από το ρωμαϊκό δίκαιο (Μαρξ 1990: 362). Με την οικονομική της έννοια και πέρα από τις νομικές της εκφράσεις, η ιδιοκτησία θα πρέπει να ιδωθεί ως η «αντίθεση προς την κοινωνική, συλλογική ιδιοκτησία» (Μαρξ 2005: 785). Συγκεκριμένα, ο Μαρξ αναφέρεται σε δυο «νόμους» ιδιοκτησίας. «Ο πρώτος [νόμος] είναι η ταυτότητα εργασίας και ιδιοκτησίας» (Μαρξ 1990: 356-357), δηλαδή η ιδιοκτησία η οποία «στηρίζεται στην προσωπική εργασία του παραγωγού» (Μαρξ 2005: 789)∙ ο δεύτερος νόμος είναι «η εργασία σαν ιδιοκτησία που έχει αναιρεθεί» (Μαρξ 1990: 357), η ιδιοκτησία σαν «εκμετάλλευση ξένης εργασίας» (Μαρξ 2005: 789). Σύμφωνα με το δεύτερο αυτό νόμο «ο εργάτης δεν ιδιοποιείται το προϊόν της ίδιας του της εργασίας [..] το προϊόν του εργάτη εμφανίζεται σαν ξένη ιδιοκτησία∙ αντίστροφα, η ξένη εργασία εμφανίζεται σαν ιδιοκτησία του κεφαλαίου» (Μαρξ 1990: 356-357). Η κεφαλαιοκρατική ιδιοκτησία «προϋποθέτει την καταστροφή της ατομικής ιδιοκτησίας που στηρίζεται στην προσωπική εργασία» (Μαρξ 2005: 798). Έτσι «ο χωρισμός της ιδιοκτησίας από την εργασία γίνεται η αναγκαία συνέπεια ενός νόμου, που όπως φαίνεται ξεκίνησε από την ταυτότητά τους» (Μαρξ 2005: 605).

Ο Μαρξ υποστηρίζει ότι η εμφάνιση της κεφαλαιακής σχέσης ιστορικά, παρόλο που αναδύεται μέσα από την εμπορευματική παραγωγή, συνοδεύεται από μια μεταβολή των όρων ιδιοκτησίας. Δεν γεννάει την ατομική ιδιοκτησία αλλά μια ειδική μορφή της, καταστρέφοντας κάθε άλλη.


«Η ατομική ιδιοκτησία, που αποκτήθηκε με τη δουλειά και που στηρίζεται σαν να λέμε στη σύμφυση του μεμονωμένου, ανεξάρτητα εργαζόμενου ατόμου με τους όρους δουλειάς του, παραμερίζεται από την κεφαλαιοκρατική ατομική ιδιοκτησία που βασίζεται στην εκμετάλλευση ξένης, μα τυπικά ελεύθερης εργασίας […] Ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής και συσσώρευσης, επομένως και η κεφαλαιοκρατική ατομική ιδιοκτησία προϋποθέτουν την καταστροφή της ατομικής ιδιοκτησίας που στηρίζεται στην προσωπική εργασία, δηλαδή προϋποθέτουν την απαλλοτρίωση του εργάτη» (Μαρξ 2005: 786, 798 – υπογράμμιση δική μου).


Αυτή η τοποθέτηση αποτελεί το θεωρητικό συμπλήρωμα αυτού που οι Μαρξ και Ένγκελς θέτουν ως πολιτικό πρόταγμα των κομμουνιστών ήδη από την εποχή του Κομμουνιστικού Μανιφέστου: «Κατηγόρησαν εμάς τους κομμουνιστές πως θέλουμε τάχα να καταργήσουμε την ιδιοκτησία που αποκτήθηκε με την ατομική, προσωπική εργασία […] Αυτή δεν χρειάζεται να την καταργήσουμε εμείς, η ανάπτυξη της βιομηχανίας την κατήργησε και την καταργεί καθημερινά. […] Τρομάζετε επειδή θέλουμε να καταργήσουμε την ατομική ιδιοκτησία. Μα στη σημερινή σας κοινωνία, η ατομική ιδιοκτησία έχει καταργηθεί για τα εννέα δέκατα του πληθυσμού και υπάρχει για σας, ακριβώς γιατί δεν υπάρχει για τα εννιά δέκατα» (Μαρξ 2014: 68).


7. Πέρα από το εμπόρευμα∙
η κεφαλαιακή σχέση ως σχέση χωρισμού και υπαγωγής


α) Η μισθωτή εργασία


«Οποιεσδήποτε και αν είναι οι κοινωνικές μορφές της παραγωγής, συντελεστές της παραμένουν πάντα οι εργάτες και τα μέσα παραγωγής και οι πρώτοι και τα δεύτερα είναι μόνο δυνάμει συντελεστές της παραγωγής. Για να γίνει γενικά παραγωγή, πρέπει να ενωθούν. Ο ειδικός τρόπος με τον οποίο πραγματοποιείται αυτή η ένωση κάνει να διακρίνονται οι διάφορες οικονομικές εποχές της κοινωνικής διάρθρωσης» (Μαρξ 1979: 34 – υπογράμμιση δική μου)


Επισημάναμε πιο πάνω ότι ο Μαρξ αναγνωρίζει ως γενικό τύπο του κεφαλαίου τη μορφή Χ-Ε-Χ΄ (Μαρξ 2005: 168). Η μορφή αυτή υποδηλώνει την ουσία της κεφαλαιακής σχέσης, η οποία είναι η χρησιμοποίηση ενός ποσού αξίας (με τη μορφή χρήματος - κεφαλαίου) με σκοπό την άντληση ενός μεγαλύτερου ποσού αξίας από το αρχικό. «Το προτσές το οποίο παράγει αυτό το μεγαλύτερο ποσό αξίας είναι η κεφαλαιοκρατική παραγωγή» (Μαρξ 1978: 60).

Ο κεφαλαιοκράτης εισέρχεται, ως κάτοχος χρήματος, στη σφαίρα της εμπορευματικής κυκλοφορίας. Το χρηματικό ποσό που διαθέτει χωρίζεται σε δυο μέρη, από τα οποία το ένα αγοράζει εργασιακή δύναμη και το άλλο μέσα παραγωγής (Μαρξ 1979: 24). Το μέρος του χρήματος - κεφαλαίου που μετατρέπεται σε μέσα παραγωγής ονομάζεται σταθερό κεφάλαιο, ενώ το μέρος του που μετατρέπεται σε εργασιακή δύναμη ονομάζεται μεταβλητό κεφάλαιο. Η διάκριση αυτή στη μορφή του κεφαλαίου αντιστοιχεί σε μια διάκριση εντός του προτσές εργασίας. Τα ίδια μέρη του παραγωγικού προτσές που από την άποψη του προτσές αξιοποίησης, ως συστατικά του κεφαλαίου, διακρίνονται σαν σταθερό και μεταβλητό κεφάλαιο, από την άποψη του προτσές εργασίας διακρίνονται σαν αντικειμενικοί και υποκειμενικοί παράγοντες ή αντικειμενικοί και υποκειμενικοί όροι της παραγωγής (Μαρξ 2005: 221 και Μαρξ 1983: 47). Οι αντικειμενικοί όροι, τα μέσα παραγωγής, αποτελούν στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής προϊόντα παρελθόντων προτσές αξιοποίησης. Έτσι φέρουν μια αξία – προϊόν αποκρυσταλλωμένης (Μαρξ 2005: 52), παρωχημένης (Μαρξ 2005: 200, 403, 629) (Μαρξ 1984: 58, 187, 188, 403) υλοποιημένης στα μέσα παραγωγής (Μαρξ 1984, 187, 442), πραγματοποιημένης (Μαρξ 1990: 189), αντικειμενοποιημένης (Μαρξ 2005: 206, 553) (Μαρξ 1990: 189, 200), νεκρής εργασίας (Μαρξ 2005: 207, 226). Εξάλλου, ο εργάτης φέρει εργασιακή δύναμη η οποία αποτελεί και αυτή προϊόν παρωχημένης εργασίας, καθώς και αυτή αναπαράγεται στη βάση της κατανάλωσης προϊόντων παρελθούσης εργασίας. Στο προτσές αξιοποίησης η εργασιακή δύναμη συμμετέχει στην αξία του προϊόντος με διττό τρόπο: α) Καταναλώνει τους αντικειμενικούς όρους του προτσές μεταφέροντας, μεταβιβάζοντας νεκρή εργασία από τα μέσα παραγωγής στο τελικό προϊόν, β) καταναλώνεται η ίδια ως εργασία κατά τη διάρκεια του προτσές αξιοποίησης προσθέτοντας, κατά την κατανάλωσή της ως εργασία, ζωντανή εργασία (Μαρξ 2005: 244, 439, 553, 604, 627, 629), εργασία που ξοδεύεται άμεσα (Μαρξ 2005: 200) και που ενσωματώνεται στο τελικό προϊόν.

Δεν είναι λοιπόν η ανταλλαγή νεκρής, αντικειμενοποιημένης εργασίας (χρήμα) με ζωντανή εργασία (μισθωτή εργασία) στην αγορά που χαρακτηρίζει την κεφαλαιακή σχέση. Η ουσία της κεφαλαιακής σχέσης δεν εντοπίζεται στην ιδιότητα της εργασίας να ανταλλάσσεται με χρήμα. Εκεί «ανταλλάσσονται ισοδύναμα, στη βάση του νόμου αξίας της ανταλλαγής εμπορευμάτων» (Μαρξ 1983: 86). «Η ανταλλαγή αντικειμενοποιημένης εργασίας με ζωντανή εργασία δεν συγκροτεί ακόμα ούτε στη μια πλευρά το κεφάλαιο ούτε στην άλλη τη μισθωτή εργασία» (Μαρξ 1990: 353). Η εργασία δεν συγκροτείται ως μισθωτή εργασία στη βάση της ανταλλαγής της ή έστω της ανταλλαξιμότητάς της. «Η σχέση της ανταλλαγής ανάμεσα στον κεφαλαιοκράτη και τον εργάτη γίνεται μονάχα μια επίφαση που ανήκει στο προτσές κυκλοφορίας, απλή μορφή, ξένη προς το ίδιο το περιεχόμενο και που μόνο το συγκαλύπτει. Η διαρκής αγορά και πώληση της εργατικής δύναμης είναι η μορφή. Το περιεχόμενο είναι πως ο κεφαλαιοκράτης ανταλλάσσει διαρκώςένα μέρος της αντικειμενοποιημένης πια ξένης εργασίας, που την ιδιοποιείται ακατάπαυστα χωρίς να καταβάλλει έναντι ένα ισοδύναμο, με μια μεγαλύτερη ποσότητα ζωντανής ξένης εργασίας» (Μαρξ 2005: 604). Ως «διαρκή ανταλλαγή» εδώ ο Μαρξ περιγράφει αυτό που συμβαίνει στη σφαίρα της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, την «ανταλλαγή περισσότερης ζωντανής εργασίας με λιγότερη αντικειμενοποιημένη εργασία» (Μαρξ 1983: 86). Πίσω από το εμπορευματικό προτσές ανταλλαγής ανάμεσα σε χρήμα-μεταβλητό κεφάλαιο και ικανότητα εργασίας-εργασιακή δύναμη κρύβεται το κεφαλαιακό προτσές «απορρόφησης» της ζωντανής εργασίας από την αντικειμενοποιημένη εργασία (Μαρξ 1983: 86). Απαντάται έτσι εδώ το οριστικό πέρασμα του Μαρξ από τις εμπορευματικές κατηγορίες στην κεφαλαιακή σχέση, από την αξιακή του θεωρία στην κεφαλαιακή του θεωρία. Η προσέγγιση της έννοιας της απορρόφησης ζωντανής εργασίας (σχέση εκμετάλλευσης) μέσω μιας σχέσης ανταλλαγής (σχέση ισοδυνάμων) αποτελεί μια από τις βασικές διαφοροποιήσεις του Μαρξ από την κλασική πολιτική οικονομία (για μια πλήρη παρουσίαση βλ Μαρξ 1983: 84 - 91).

Πώς ορίζεται λοιπόν η μισθωτή εργασία, η εργασία που μετέχει στην κεφαλαιακή σχέση; Ορίζεται ως η εργασία που «παράγει και αξιοποιεί κεφάλαιο» (Μαρξ 2005:636), ως «αυτοαξιοποιούμενη αξία» (Μαρξ 1982: 440), ως αξία που μετατρέπεται άμεσα σε κεφάλαιο (Μαρξ 1982: 439), «που ανταλλάσσεται άμεσα με κεφάλαιο, [...] αξιοποιεί το κεφάλαιο σαν δραστηριότητα που δημιουργεί αξία» (Μαρξ 1984: 443-444). Με μια εναλλακτική διατύπωση, οι εργάτες, απελευθερωμένοι από τους όρους εργασίας και πουλώντας την εργασιακή τους δύναμη για να παράγουν εμπορεύματα, ήτοι «την εργασία που σαν δραστηριότητα δημιουργεί αξίες» (Μαρξ 1990: 202) προς όφελος του αγοραστή της εργασιακής δύναμης – κατόχου αυτών των όρων εργασίας – είναι μισθωτοί εργάτες «με την αυστηρή οικονομική έννοια». Δεν είναι λοιπόν η μεταβίβαση αξίας αυτή που προσδιορίζει την εργασία ως μισθωτή εργασία. Η μεταβίβαση αξίας αποτελεί μια ιδιότητα του αξιακού προτσές η οποία ανήκει στη σφαίρα της απλής εμπορευματικής παραγωγής. Η μισθωτή εργασία ορίζεται ως η εργασία η οποία παράγει υπεραξία λόγω της ιδιότητάς της να αποτελείται από ένα μέρος πληρωμένης εργασίας και ένα μέρος απλήρωτης εργασίας. Από εδώ απορρέει και η ουσία της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής που είναι η παραγωγή υπεραξίας μέσω της απλήρωτης εργασίας και η μετατροπή της σε κεφάλαιο, η συνεχής παραγωγή και αναπαραγωγή του κεφαλαίου, «η παραγωγή της υπεραξίας σαν άμεσος σκοπός και καθορίζον κίνητρο της παραγωγής. Το κεφάλαιο παράγει στην ουσία κεφάλαιο και το κάνει αυτό μόνο εφόσον παράγει υπεραξία» (Μαρξ 1978: 1081).

Το ερώτημα που προκύπτει λοιπόν είναι: Κάτω από ποιες συνθήκες η εργασία μετατρέπεται σε μισθωτή εργασία, σε εργασία που παράγει υπεραξία; Ποια είναι η ουσία της κεφαλαιακής σχέσης; Είναι η ειδικά κεφαλαιοκρατική σχέση χωρισμού της εργασίας από τα μέσα παραγωγής και υπαγωγής σε αυτά.


β) Η φύση της κεφαλαιακής σχέσης


Ο χωρισμός αυτός έχει ως αφετηρία αυτό που περιγράψαμε πιο πάνω ως διάλυση της προκεφαλαιοκρατικής ατομικής ιδιοκτησίας. Στη βάση του χωρισμού του άμεσου παραγωγού από τα μέσα παραγωγής του ο Μαρξ εντοπίζει την ανάδυση της κεφαλαιακής σχέσης, η οποία εκδηλώνεται στη σφαίρα της εμπορευματικής κυκλοφορίας με την εμφάνιση του κατόχου χρήματος (αγοραστή εργασιακής δύναμης) και του ελεύθερου εργάτη (ως πωλητή εργασιακής δύναμης), με την εμφάνιση δηλαδή μιας ασυνήθιστης, «πολωμένης» σχέσης ανταλλαγής. «Το προτσές που δημιουργεί τη σχέση του κεφαλαίου δεν μπορεί να είναι άλλο από το προτσές χωρισμού του εργάτη από την ιδιοκτησία στους όρους εργασίας του, ένα προτσές που από τη μια μετατρέπει σε κεφάλαιο τα μέσα συντήρησης και [....] από την άλλη τους άμεσους παραγωγούς σε εργάτες» (Μαρξ 2005: 739).

Αν μείνουμε στο στοιχείο της αλλαγής ιδιοκτησίας (απαλλοτρίωσης για την ακρίβεια) των μέσων παραγωγής και εργαλείων από τον άμεσο παραγωγό, θα συμπεράνουμε ότι ο χωρισμός αυτός αποτελεί μια ιστορική προϋπόθεση, μια αναγκαία συνθήκη για τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής η οποία πυροδοτεί μια διαδικασία σταδιακού καπιταλιστικού μετασχηματισμού. Στην πραγματικότητα όμως ο Μαρξ εδώ δεν περιγράφει μια προϋπόθεση, το έναυσμα του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής αλλά την ουσία του. «Από τη στιγμή που η κεφαλαιοκρατική παραγωγή στέκει πια στα δικά της πόδια, δεν διατηρεί μόνο αυτό τον χωρισμό, μα και τον αναπαράγει σε ολοένα αυξανόμενη κλίμακα» (Μαρξ 2005: 739). Η κλιμάκωση αυτή δεν αφορά μόνο στη γεωγραφική εξάπλωση της καπιταλιστικής σφαίρας (την απαλλοτρίωση δηλαδή ενός ολοένα και μεγαλύτερου μέρους της κοινωνίας). Δεν υπονοείται εδώ μόνο μια εκτατική ανάπτυξη, μια «διάδοση» της κεφαλαιακής σχέσης αλλά το συνεχές βάθεμά της, η διαρκής αναπαραγωγή της. Ας δούμε το ζήτημα από πιο κοντά.

Ο Μαρξ ορίζει την ειδικά κεφαλαιοκρατική σχέση παραγωγής ως τη σχέση χωρισμού και υπαγωγής του εργάτη στα μέσα παραγωγής, «τη διάσπαση της πρωταρχικής ενότητας που υπήρχε ανάμεσα στον εργαζόμενο και τα μέσα εργασίας» (Μαρξ 2003: 46). «Οι αντικειμενικοί όροι εργασίας (μέσα παραγωγής) και υποκειμενικοί όροι εργασίας (μέσα συντήρησης) αντιπαρατίθενται στον εργάτη σαν κεφάλαιο και είναι αποξενωμένοι από αυτόν, μονοπωλημένοι από τον αγοραστή της ικανότητας εργασίας του. Όσο πιο ολοκληρωμένοι είναι αυτοί οι όροι εργασίας που του αντιπαρατίθενται σαν ξένη ιδιοκτησία, τόσο πιο ολοκληρωμένα πραγματοποιείται τυπικά η σχέση κεφαλαίου και μισθωτής εργασίας» (Μαρξ 1983: 109-110 – υπογράμμιση δική μου). Αυτός ο χωρισμός έχει ως ιστορική αφετηρία την απαλλοτρίωση της ατομικής ιδιοκτησίας άμεσων παραγωγών, η απαλλοτρίωση αυτή όμως δεν θα πρέπει να ιδωθεί ως μια πράξη αποστέρησης αλλά ως η γέννηση μιας νέας σχέσης παραγωγής.


«Ο χωρισμός του ελεύθερου εργάτη από τα μέσα παραγωγής του αποτελεί τη δοσμένη αφετηρία […] [Ε]νώνονται οι δυο αυτοί συντελεστές στα χέρια του κεφαλαιοκράτη – δηλαδή ενώνονται σαν παραγωγικός τρόπος ύπαρξης του κεφαλαίου του» (Μαρξ 1979: 34). Το μέσο παραγωγής μετατρέπεται σε κεφάλαιο μόνο στο βαθμό που «ορθώνεται απέναντι στον εργάτη σαν κεφάλαιο, σαν νεκρή εργασία, που εξουσιάζει και απομυζά τη ζωντανή εργατική δύναμη» (Μαρξ 2005: 439).

Ας δούμε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτού του διαχωρισμού, αναλύοντας εκ νέου τη μισθωτή εργασία, αυτή τη φορά όμως διεισδύοντας στον πυρήνα της σχέσης παραγωγής, πέρα από την εμπορευματική ανταλλαγή.

Εξηγήσαμε ήδη ότι η «πώληση» μισθωτής εργασίας δεν είναι παρά η πρώτη φάση της σχέσης κεφαλαίου-εργασίας. Έτσι η πράξη αυτή, που με όρους εμπορευματικής κυκλοφορίας περιγράφτηκε πιο πάνω ως μια σχέση ανταλλαγής, αποκτά εδώ ειδικά χαρακτηριστικά. «Αυτό που πουλιέται άμεσα εδώ δεν είναι ένα εμπόρευμα, στο οποίο έχει ήδη υλοποιηθεί η εργασία, αλλά η χρησιμοποίηση της ίδιας της εργατικής δύναμης [...] Δεν πρόκειται λοιπόν για ανταλλαγή εργασίας που συντελείται μέσω της ανταλλαγής» (Μαρξ 1984: 444 – υπογραμμίσεις δικές μου).

Στη δεύτερη και τρίτη φάση της μισθωτής σχέσης, υπό την προϋπόθεση του χωρισμού του εργάτη από τα μέσα παραγωγής, ο εργάτης χρησιμοποιείται στο προτσές παραγωγής ως εξάρτημα της παραγωγής (Μαρξ 2005: 277, 593, 439). Συμμετέχει όντας χωρισμένος από τα μέσα παραγωγής, δηλαδή εμπλέκεται στην παραγωγική διαδικασία σε μια σχέση υπαγωγής σε αυτά. Αυτός ο ιδιαίτερος ιστορικά συνδυασμός χωρισμού και υπαγωγής οδηγεί σε ένα προτσές απαλλοτρίωσης της νέας αξίας που ο εργάτης παράγει, σε μια διάσπαση της αμοιβής του από το αποτέλεσμα της εργασίας του, σε μια απαλλοτρίωση της νεοδημιουργηθείσας αξίας και στη μετατροπή της πλεονάζουσας αξίας που παράγεται, δηλαδή της υπεραξίας, σε κεφάλαιο, δηλαδή στη μετατροπή της ζωντανής εργασίας σε νεκρή εργασία.


«Επομένως, η πραγματικά δοσμένη βάση, η αφετηρία του κεφαλαιοκρατικού προτσές παραγωγής είναι ο χωρισμός ανάμεσα στο προϊόν της εργασίας και στην ίδια την εργασία, ανάμεσα στους αντικειμενικούς όρους της εργασίας και στον υποκειμενικό παράγοντα – την εργατική δύναμη. [...] Από τη μια μεριά, το προτσές της παραγωγής μετατρέπει διαρκώς τον υλικό πλούτο σε κεφάλαιο, σε μέσα αξιοποίησης και κατανάλωσης για τον κεφαλαιοκράτη. Από την άλλη, ο εργάτης βγαίνει πάντα από το προτσές όπως ήταν όταν μπήκε σ’ αυτό – σαν προσωπική πηγή του πλούτου, απογυμνωμένος όμως απ’ όλα τα μέσα που θα του έδιναν τη δυνατότητα να πραγματοποιήσει για τον εαυτό του αυτό τον πλούτο. Επειδή προτού μπει στο προτσές η δική του εργασία έχει αποξενωθεί απ’ αυτόν τον ίδιο, έχει ιδιοποιηθεί από τον κεφαλαιοκράτη κι έχει προσαρτηθεί στο κεφάλαιο, για το λόγο αυτό στη διάρκεια του προτσές αντικειμενοποιείται διαρκώς σε νέα προϊόντα. […] Ο ίδιος ο εργάτης παράγει ακατάπαυστα τον αντικειμενικό πλούτο σαν κεφάλαιο, σαν μια δύναμη ξένη προς αυτόν που τον εξουσιάζει και τον εκμεταλλεύεται, και ο κεφαλαιοκράτης παράγει εξίσου ακατάπαυστα την εργατική δύναμη σαν υποκειμενική πηγή πλούτου, χωρισμένη από τα δικά της μέσα αντικειμενοποίησης και πραγματοποίησης, σαν αφηρημένη πηγή που υπάρχει μόνο στο σώμα του εργάτη, με δυο λόγια παράγει τον εργάτη σαν μισθωτό εργάτη» (Μαρξ 2005: 590-591 – υπογραμμίσεις δικές μου).


Η διαδικασία αυτή διαχωρισμού και υπαγωγής ξεδιπλώνεται και βαθαίνει όσο αναπτύσσεται η κεφαλαιακή σχέση. Η απώλεια της ιδιοκτησίας αποτελεί το θεμέλιο αυτής της σχέσης χωρισμού. «Ο αποχωρισμός της ιδιοκτησίας από την εργασία εμφανίζεται σαν αναγκαίος νόμος της ανταλλαγής ανάμεσα σε κεφάλαιο και εργασία» (Μαρξ 1990: 217). Η σχέση όμως αυτή χωρισμού και υπαγωγής του εργάτη συνεχίζεται και διαπερνά κάθε πτυχή του προτσές. Το βάθεμά της συνιστά το βάθεμα της κυριαρχίας του κεφαλαίου πάνω στην εργασία (Μαρξ 2005: 381), το οποίο επιτελείται με την εξόλκευση από την εργασία όλων των μέχρι τώρα ιδιοτήτων της πριν η τελευταία ενταχθεί στο παραγωγικό προτσές ως μισθωτή εργασία.

Η υπαγωγή του εργάτη στην παραγωγική διαδικασία εξελίσσεται διαρκώς. Η εργασία του χάνει κάθε ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της, αποκτά πλάι στις άλλες εργασίες μια ομοιομορφία, μια κανονικότητα, μια ομοιογένεια χαρακτηριστικών, προσαρμόζεται στους όρους και το ρυθμό της παραγωγής σε βαθμό που οι διάφορες ιδιότητες της εργασίας (εντατικότητα, παραγωγικότητα) παρουσιάζονται ως ιδιότητες, ως τεχνικοί νόμοι του ίδιου του προτσές παραγωγής (Μαρξ 2005: 361). Το κεφάλαιο βρίσκει νέους τρόπους αποδοτικότερου και αποτελεσματικότερου χωρισμού και υπαγωγής του εργάτη, «δημιουργεί νέους όρους για την κυριαρχία του κεφαλαίου πάνω στην εργασία» (Μαρξ 2005: 381). Οι παραδοσιακές δεξιότητες του άμεσου παραγωγού αποσπώνται από το σώμα του εργάτη πριν αυτός ενσωματωθεί (υπαχθεί) στο παραγωγικό προτσές. Έτσι ήδη από τα πρώτα του βήματα ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής «δημιουργεί μια τάξη των λεγόμενων ανειδίκευτων εργατών» (Μαρξ 2005: 366). Ακόμη, οι δεξιότητες του εργάτη, οι πνευματικές δυνάμεις του και το συσσωρευμένο αποτέλεσμα της γνώσης και εμπειρίας του απαλλοτριώνεται «αντιπαρατίθενται σε αυτόν σαν ξένη ιδιοκτησία και σαν δύναμη που τον εξουσιάζει» (Μαρξ 2005: 377). Η επιστήμη προκύπτει ως το αποτέλεσμα της εξόλκευσης της πνευματικής δύναμης της εργασίας από τον εργάτη και τη μετατροπή της σε αυτοτελή παραγωγική δύναμη στην υπηρεσία του κεφαλαίου (Μαρξ 2005: 377). Η αυτοτελής αυτή παραγωγική δύναμη αναπτύσσεται ως τέτοια στο βαθμό που εξαφανίζεται ως ατομική παραγωγική δύναμη του μερικού εργάτη (Μαρξ 2005: 377-378).


8. Επίλογος


Βλέπουμε λοιπόν ότι με την ερμηνεία της κεφαλαιακής σχέσης παραγωγής ως μιας σχέσης χωρισμού-υπαγωγής στα μέσα παραγωγής, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του εργάτη - φορέα της εργασιακής δύναμης παύουν να ορίζονται στη βάση των ιδιοτήτων της τελευταίας ως εμπόρευμα. Σε επόμενο άρθρο θα πραγματευτούμε την έννοια του εργάτη ως του ενός πόλου αυτής της σχέσης διαχωρισμού και υπαγωγής, πάντα αντλώντας το σύνολο των επιχειρημάτων μας από το Κεφάλαιο του Μαρξ. Θα αποδείξουμε ότι η κεφαλαιακή σχέση περιέχει έναν μετασχηματισμό του ίδιου του φορέα της εργασιακής δύναμης. Έτσι, ενώ ως κάτοχος ενός εμπορεύματος που ανταλλάσσεται όπως όλα τα άλλα ο εργάτης διατηρεί την αυτοτέλεια κατά την πράξη της πώλησης της εργασιακής του δύναμης, ως φορέας της κεφαλαιακής σχέσης χάνει την αυτοτέλειά του∙ η ατομικότητά του, η υπόστασή του ως μονάδα εξαφανίζεται και συγκροτείται ως συλλογικός εργάτης.


Βιβλιογραφία


Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ (χ.χρ.), Πολιτική Οικονομία - Εγχειρίδιο, Τόμος Α΄, Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις.

Chattopadhyay P. (1994), The Marxian Concept of Capital and the Soviet Experience, Praeger.

Harnecker M. (χ.χρ.), Βασικές έννοιες του ιστορικού υλισμού, Εκδόσεις Παπαζήση.

Κλιφ, Τ. (2005), Κρατικός καπιταλισμός στη Ρωσία. Μια ανάλυση των σταλινικών σοβιετικών καθεστώτων, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο.

Μαρξ Κ. (1983), Αποτελέσματα της άμεσης διαδικασίας παραγωγής. VI ανέκδοτο κεφάλαιο, Εκδόσεις Α/συνέχεια.

Μαρξ Κ. (1990), Grundrisse. Βασικές γραμμές της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας. Τόμος Β΄, Εκδόσεις Στοχαστής.

Μαρξ Κ. (1984), Θεωρίες για την υπεραξία. Μέρος Πρώτο, Σύγχρονη Εποχή.

Μαρξ Κ. (1982), Θεωρίες για την υπεραξία. Μέρος Δεύτερο, Σύγχρονη Εποχή.

Μαρξ Κ. (2005), Το Κεφάλαιο. Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας. Τόμος Πρώτος, Σύγχρονη Εποχή.

Μαρξ Κ. (1979), Το Κεφάλαιο. Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας. Τόμος Δεύτερος, Σύγχρονη Εποχή.

Μαρξ Κ. (1978), Το Κεφάλαιο. Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας. Τόμος Τρίτος, Σύγχρονη Εποχή.

Μαρξ Κ. - Ένγκελς Φ. (2014), Το μανιφέστο του κομμουνιστικού κόμματος, Θεμέλιο.

Μαρξ Κ. (2003), Μισθός, τιμή και κέρδος, Σύγχρονη Εποχή.

Macherey P. (2013), Φουκώ και Μαρξ. Το παραγωγικό υποκείμενο, Εκδόσεις Εκτός Γραμμής.

Μηλιός Γ., Δημούλης Δ., Οικονομάκης Γ. (2005), Η θεωρία του Μαρξ για τον καπιταλισμό. Πλευρές μιας θεωρητικής και πολιτικής ρήξης, Εκδόσεις Νήσος.

Μηλιός Γ., Οικονομάκης Γ., Λαπατσιώρας Σ. (2000), «Η Μαρξική θεωρία της αξίας», Θέσεις τ. 73: 57-88.

Μηλιός Γ. (1996), Ο μαρξισμός ως σύγκρουση τάξεων, Εναλλακτικές Εκδόσεις / Δοκίμια.

Μηλιός Γ., Οικονομάκης Γ. (1999), «Σημειώσεις για τη Μαρξική Πολιτική Οικονομία», Θέσεις τ. 68: 121-150.

Μηλιός Γ. (1990), «Τρόποι παραγωγής και κοινωνικές σχέσεις στην ύπαιθρο (19ος και 20ός αιώνας)», Επιστημονική Σκέψη, τ. 47: 43-52.

Μπετελέμ Σ. (1972), Μορφές ιδιοκτησίας στο μεταβατικό στάδιο προς το σοσιαλισμό, Εκδόσεις Ράππα.

Μπετελέμ Σ. (1974), Οι ταξικοί αγώνες στην ΕΣΣΔ – 1η Περίοδος 1917 - 1923. Εκδόσεις Κέδρος.

Οικονομάκης Γ. (2000), Ιστορικοί τρόποι παραγωγής, καπιταλιστικό σύστημα και γεωργία, Ελληνικά Γράμματα.

Παπαφωτίου Δ. (2014), «Μαρξισμός και ΕΣΣΔ», Θέσεις, τ. 127: 55-98.

Παυλίδης Σ. (1986), Εμπορευματική παραγωγή, Σύγχρονη Εποχή.

Πουλαντζάς, Ν. (1975), Πολιτική εξουσία και κοινωνικές τάξεις, τ. α΄, Θεμέλιο.

Πουλαντζάς, Ν. (1982), Οι κοινωνικές τάξεις στον σύγχρονο καπιταλισμό, Θεμέλιο.

Rubin I.I. (1993), «Αφηρημένη εργασία και αξία στο σύστημα του Μαρξ», Θέσεις τ. 44: 33-67.

Rubin I.I. (2013), «Μελέτες για τη θεωρία του χρήματος στον Μαρξ (Μέρος Α΄)», Θέσεις, τ. 123: 41-55.

Σταμάτης Γ. (1988), Σχέδιο και αγορά στις σοσιαλιστικές οικονομίες, Εκδόσεις Κριτική.

1 Ακόμη και ο Τόνι Κλιφ, εμβληματική μορφή της θεωρίας του σοβιετικού «κρατικού καπιταλισμού» απέρριπτε την υπόθεση παραγωγής αξιών στο σοβιετικό σχηματισμό (Κλιφ 2005). Κατά τον Cliff, στο βαθμό που δεν υπήρχε εσωτερική αγορά, το σύστημα βασιζόταν στην παραγωγή αξιών χρήσης. Για το θεωρητικό αδιέξοδο αυτής της ανάλυσης βλ Παπαφωτίου 2014.

2 Για μια ανάλυση τέτοιων θεωριών βλ. Παπαφωτίου 2014.

3 και όχι ιστορικής όπως θα εξηγήσουμε αναλυτικά πιο κάτω.

4 Εδώ λοιπόν προκύπτει μια σαφής διαφοροποίηση από απόψεις που έχουν αναπτυχθεί στο περιοδικό Θέσεις. Η εμπορευματική παραγωγή δεν αποτελεί απλά μια «προκαταρτική νοητική κατασκευή» (Μηλιός, Οικονομάκης, Λαπατσιώρας 2000) αλλά, όπως θα δούμε πιο κάτω, μια δομή που παράγει τις αξιακές ιδιότητες της κοινωνικής παραγωγής. Προτάσσουμε δηλαδή μια εννοιολογική ανεξαρτησία της εμπορευματικής παραγωγής από την κεφαλαιοκρατική παραγωγή. Δεν μπορούμε να δεχθούμε λοιπόν την άποψη ότι «αξία είναι η “ιδιότητα” που αποκτούν τα προϊόντα της εργασίας στον καπιταλισμό» (Μηλιός, Οικονομάκης 1999) ή ότι «η αξία αποτελεί έκφραση των σχέσεων που χαρακτηρίζουν αποκλειστικά τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής» (Μηλιός, Οικονομάκης, Λαπατσιώρας 2000).

5 Ως «φυσική οικονομία» εννοούνται εδώ οι περιπτώσεις παραγωγής αποκλειστικά αξιών χρήσης, δηλαδή παραγωγικές μορφές ή τρόποι όπου η κοινωνικοποίηση και ο καταμερισμός της εργασίας γίνεται με άμεσες μορφές και όχι έμμεσα, μέσω της ανταλλαγής. Στην φυσική οικονομία παράγονται υλικά προϊόντα σε ποσότητες που καθορίζονται κοινωνικά αλλά όχι ως αξίες. Δεν εννοούμε εδώ ως φυσική οικονομία την μη εκμεταλλευτική σχέση του ανθρώπου με τη φύση.

6 Το σχήμα αυτό των τριών συνθετουσών το συναντάμε παραλλαγμένο, για παράδειγμα στον Μπετελέμ∙ ο Μπετελέμ στον όρο «κυριότητα» εντάσσει στοιχεία τόσο της κατοχής όσο και της κυριότητας όπως τα περιγράφουμε στο δικό μας κείμενο (Μπετελέμ 1978: 94 - 97). Παρόμοιες προσεγγίσεις βρίσκουμε σε Harnecker χ.χρ και Πουλαντζάς 1982. Οι διαφοροποιήσεις αυτές δεν μεταβάλλουν το βασικό επιχείρημα του κειμένου.

7 Στον τρόπο της απλής εμπορευματικής παραγωγής αντιστοιχεί ένας ιδιαίτερος τύπος ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Αναλύουμε πιο κάτω τη θεωρητική αξία αυτής της διαπίστωσης του Μαρξ.

8 Αν δεν υποστηρίζαμε αυτή την άποψη, θα ήμασταν άλλωστε αναγκασμένοι να απορρίψουμε τη θεωρητική πιθανότητα να υπάρχει κομμουνιστικός τρόπος παραγωγής, με την αιτιολογία ότι σε μια κομμουνιστική κοινωνία δεν υπάρχουν εκμεταλλευτικές σχέσεις.

9 Αυτό εξηγεί τις ταξικές πρακτικές, τους όρους ταξικής συγκρότησης των μικροαστικών στρωμάτων στον καπιταλισμό. Η δυναμική επενδύσεων, οικονομικής μεγέθυνσης και συσσώρευσης κεφαλαίου είναι στοιχεία που ανήκουν αποκλειστικά στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής. Απεναντίας, τα μικροαστικά στρώματα, οι αυτοαπασχολούμενοι κλπ. αντιδρούν σε κάθε μεταβολή του οικονομικού περιβάλλοντος με την προσπάθεια αύξησης της εντατικότητας της εργασίας τους, διεύρυνση των ωρών εργασίας και ποτέ με πρακτικές που προσιδιάζουν σε κεφαλαιοκράτη. Η αμοιβή τους είναι η ποσότητα εργασίας τους.

10 Το ότι η αξία μπορεί να αναπαραχθεί διευρυμένα μόνο στο πλαίσιο του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής είναι μια γενική παραδοχή του μαρξικού έργου που δεν αμφισβητείται σε αυτή τη φάση. Παρ’ όλα αυτά, στο πλαίσιο της έρευνας της φύσης των σοβιετικών σχηματισμών και σύμφωνα με την ανάλυση που ήδη κάναμε, τίθεται το εξής ερώτημα: Είναι δυνατόν οι αξιακές κατηγορίες, όπως θεωρητικά περιγράφονται μέσω του τρόπου της απλής εμπορευματικής παραγωγής, να συνδυαστούν με κάποιο άλλο σύστημα σχέσεων παραγωγής και να συγκροτηθεί ένας suigeneris τρόπος παραγωγής με τους δικούς του ιδιαίτερους εσωτερικούς προσδιορισμούς; Εμφανίστηκε ένας τέτοιος (εκμεταλλευτικός) τρόπος παραγωγής στους σοβιετικούς σχηματισμούς;

11 Η μισθωτή εργασία σε αυτό το κείμενο αφορά αποκλειστικά την εργατική τάξη στον καπιταλισμό, σε ένα υψηλό επίπεδο αφαίρεσης. Αποφεύγουμε δηλαδή να θέσουμε ζητήματα που «έπονται» του Πρώτου Τόμου του Κεφαλαίου, όπως για παράδειγμα την ύπαρξη στρωμάτων μισθωτής εργασίας στον καπιταλισμό τα οποία δεν ανήκουν στην εργατική τάξη (Οικονομάκης 2005).

12 Προτιμήσαμε τον όρο «εργασιακή δύναμη» έναντι του όρου «εργατική δύναμη» διότι ο όρος «εργασιακή δύναμη» δεν δίνει τόσο έμφαση στον εργάτη όσο στην «ενέργεια» της εργασίας του, στη δραστηριότητα που αυτή αναπτύσσει εντός του κεφαλαιοκρατικού προτσές παραγωγής, η οποία δεν είναι άλλη από την μεταφορά και δημιουργία αξίας σε συνθήκες μισθωτής εργασίας, όπως θα δούμε αμέσως παρακάτω.

13 Για μια συνοπτική κριτική παρουσίαση αυτού που ονομάζουμε εδώ σοβιετική εκδοχή μαρξισμού ή «σοβιετικό μαρξισμό», βλ. Μηλιός 1996: 35-45 και Μπετελέμ 1974: 32-46.

14 Δεν πρόκειται εδώ για την νομική ιδιοκτησία αλλά την οικονομική ιδιοκτησία (Chattopadhyay 1994: 21-22). Η έννοια της οικονομικής ιδιοκτησίας, με όρους θεωρίας τρόπου παραγωγής, αφορά τόσο στην κυριότητα, στην εξουσία δηλαδή επί των αντικειμένων και των αποτελεσμάτων της παραγωγικής διαδικασίας όσο και στην κατοχή, τη δυνατότητα διεύθυνσης και ελέγχου της παραγωγικής διαδικασίας και οικειοποίησης των αποτελεσμάτων της (Οικονομάκης 2000: 47).