ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑΣ
ΣΤΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
ΤΩΝ JOSEPH SCHUMPETER ΚΑΙ FRANZ OPPENHEIMER
της Μαρίας Μαρκαντωνάτου
Το άρθρο συζητάει συγκριτικά δυο σημαντικά για τη θεωρία του κράτους κείμενα, το Η κρίση του φορολογικού κράτους (1918) του Joseph Schumpeter και Το κράτος (1909) του Franz Oppenheimer. Επιβεβαιώνεται από τα εν λόγω κείμενα ότι η θεωρία του κράτους έχει συνέπειες για μια σειρά από επιπρόσθετα ζητήματα και δεν αφορά μόνο το κράτος αλλά προσδένεται σε συγκεκριμένες ιστορικές συγκυρίες και πολιτικά ζητούμενα, αποτυπώνοντας επίσης ιδεολογικές αφετηρίες. Πρόκειται για κείμενα ιστορικο-κοινωνιολογικής ανάλυσης, ενδεικτικά ορισμένων προβληματισμών που απασχολούσαν τη συζήτηση στις αρχές του 20ού αιώνα, τα οποία συνδυάζουν τη θεωρία του κράτους με συγκεκριμένα πολιτικά ζητήματα, αυτό του εποικισμού από εβραϊκούς πληθυσμούς παλαιστινιακών εδαφών από τις αρχές του 20ού αιώνα στην περίπτωση του Oppenheimer, και αυτό της ανοικοδόμησης της Αυστρίας μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μέσω ενός μοντέλου ανάπτυξης βασισμένου στις μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις στην περίπτωση του Schumpeter.
1. Εισαγωγή
Τα κείμενα Η κρίση του φορολογικού κράτους (1918) του Αυστριακού οικονομολόγου Joseph Schumpeter (1883-1950) και Το κράτος (1909) του Γερμανού εβραϊκής καταγωγής κοινωνιολόγου (πρώην γιατρού) Franz Oppenheimer (1864-1943) είναι σημαντικά, καθώς είναι ενδεικτικά των ιδεών που απασχολούσαν τη συζήτηση στις αρχές του 20ού αιώνα και που περαιτέρω έθεσαν ορισμένα ζητήματα για τη θεωρία του κράτους στην περίοδο του Μεσοπολέμου. Οι Schumpeter και Oppenheimer είναι θεωρητικοί διαφορετικού βεληνεκούς, με το έργο του πρώτου να γνωρίζει από την εποχή του και πέρα ευρύτερη αποδοχή και να ασκεί μακράν μεγαλύτερη επιρροή από εκείνο του δεύτερου. Ενώ η συνεισφορά του Schumpeter, με γνωστότερο έργο το Καπιταλισμός, Σοσιαλισμός και Δημοκρατία υπήρξε καθοριστική για τα οικονομικά (εμπνέοντας νέους κλάδους, όπως π.χ. τα «οικονομικά της καινοτομίας»), τη θεωρία της δημοκρατίας και την κοινωνιολογία (π.χ. τη δημοσιονομική και οικονομική κοινωνιολογία), αυτή του Oppenheimer υπήρξε πιο αμφιλεγόμενη και πιο περιορισμένη. Παρότι ένα ορισμένο νέο ερευνητικό ενδιαφέρον έχει πρόσφατα υπάρξει γύρω από τη ζωή και το έργο του Oppenheimer, 1 τα έργα του, με βασικότερο το εκτενές Σύστημα κοινωνιολογίας (System der Soziologie), μέρος του οποίου αποτελεί Το κράτος, παρουσίασαν ως τώρα μεγαλύτερο ενδιαφέρον για την κοινωνιολογία κυρίως από πλευράς ιστορίας των ιδεών.
Τόσο ο Schumpeter όσο και ο Oppenheimer ήταν αναγνώστες του έργου του Μαρξ και ταυτόχρονα μη μαρξιστές. Παρά τις βαθιές διαφορές τους, κοινός παρονομαστής είναι ότι σε μια εποχή που η τάση στις κοινωνικές επιστήμες ήταν αυτή του κατακερματισμού και της αυξανόμενα στενότερης ειδίκευσης των επιμέρους γνωστικών πεδίων, οι δυο θεωρητικοί κινούνταν ενάντια σε αυτό το ρεύμα και ζητούσαν να γεφυρώσουν το όλο και μεγαλύτερο χάσμα ανάμεσα σε οικονομικά και κοινωνιολογία (Haselbach 2000: 75). Ο Oppenheimer επιχειρούσε να ενώσει αυτά τα δυο πρώην μέρη της «επιστήμης του κράτους» (Staatswissenschaft), εισάγοντας στα οικονομικά, τα οποία στο μεταξύ αποκτούσαν μαθηματικό προσανατολισμό και στρέφονταν στη μοντελοποίηση, στοιχεία κοινωνικής ανάλυσης, ιστορίας και εθνογραφίας, επιδιώκοντας τις επιστημονικές συνθέσεις (ό.π.: 57), με κάποιες σχετικές επεξεργασίες να εμπνέονται από τις συνθέσεις αυτές, π.χ. στο πεδίο των οικονομικών της υγείας (Backhaus 2010). Ομοίως, για τον Schumpeter η κοινωνιολογική οπτική ήταν ιδιαίτερα σημαντική, και σε αυτήν έβλεπε την οικονομική ανάλυση ως θεμελιώδες και συγκροτητικό μέρος παρά ως απλό συμπλήρωμα ή αντίποδα (Trigilia 2002: 177), κάτι που αντανακλούσε την πίστη του σε μια «οικουμενική κοινωνική επιστήμη» (Universalsozialwissenschaft) (Michaelides/Milios 2009: 496).
Επιπλέον ομοιότητα αποτελεί η ιστορική ανάλυση του κράτους, τυπική επίσης για αρκετούς διανοητές της περιόδου, σύμφωνα με την τότε τάση να είναι η ιστορικοποίηση προϋπόθεση για τη θεωρητικοποίηση του κράτους. Ως εκ τούτου, το ratio essendiτου κράτους, οι λόγοι ύπαρξης και συγκρότησής του απασχολούν τους Schumpeter και Oppenheimer, οι οποίοι βρίσκονται στα κείμενά τους αντιμέτωποι με τα προβλήματα του ορισμού και της πολυσυνθετότητας και συχνά απροσπελασιμότητας της οντολογίας του κράτους, από την οποία ξεκινούσαν και οι περισσότερες σχετικές αντιπαραθέσεις. Προκύπτει ότι αυτά τα προβλήματα που, εξάλλου, παραμένουν ως σήμερα κεντρικά για κάθε θεωρία του κράτους (Jessop 2016: 16) δεν ήταν καθόλου άγνωστα, όπως θα φανεί παρακάτω, στους στοχαστές της περιόδου που έριζαν για την «ουσία» του κράτους ή αποδομούσαν σχετικές προσεγγίσεις.
2. Η οντολογία του κράτους
Χαρακτηριστικό του προβλήματος της οντολογίας του κράτους είναι ότι ο Oppenheimer (2002: 17-19) απέρριπτε ως ακατάλληλους πάνω από δέκα, τότε επικρατούντεςορισμούς του κράτους. Το κράτος κατά τον Oppenheimer δεν προήλθε «από την ανάγκη για ένωση», ούτε από τη «φύση» (έτσι αποδίδει τον Πλάτωνα στην πρώτη περίπτωση και τον Αριστοτέλη στη δεύτερη). Δεν δημιουργήθηκε, συνέχιζε ο Oppenheimer όπως η γλώσσα, από ορμή για κοινωνικότητα, από τον «πόλεμο όλων εναντίον όλων» (Hobbes) ή από το «κοινωνικό συμβόλαιο» (Rousseau, Locke), ούτε αποτελούσε δικαίωμα διακυβέρνησης «πολλών νοικοκυριών μαζί» (Bodin). Ήταν μεν «μέσο» κοινωνικής αναπαραγωγής που συγκροτούνταν ως έθνος (Fichte), αλλά κατά τον Oppenheimer, άνευ ειδικής στοχοθεσίας. Δεν συνιστούσε την «πραγμάτωση της ηθικής ιδέας» (Hegel), το «ηθικό βασίλειο της ανθρώπινης κοινότητας», τον φορέα μιας «δίκαιης κοινωνίας», ένα «λαϊκό πρόσωπο», έναν «υπερ-οργανισμό» ή μια «κοινωνική ένωση» (Jellinek). Πώς λοιπόν όριζε ο Oppenheimer το κράτος; Για τον δικό του ορισμό του κράτους κεντρικός ήταν ο διαχωρισμός ανάμεσα σε «οικονομικό» και «πολιτικό μέσο»:
«Το “κράτος” είναι η πεμπτουσία όλων των σχέσεων που συνάπτουν οι άνθρωποι μεταξύ τους μέσω του πολιτικού μέσου, ενώ η “κοινωνία” η πεμπτουσία όλων αυτών μέσω του οικονομικού» (Oppenheimer 2002: 170).
Με το «οικονομικό μέσο» περιέγραφε «τη μεν ατομική εργασία και την ισότιμη ανταλλαγή της με την ξένη εργασία» και με το «πολιτικό» μέσο «την αναποζημίωτη ιδιοποίηση της ξένης εργασίας για την ικανοποίηση αναγκών» (ό.π.: 25). Ότι δεν κατανόησε αυτόν τον διαχωρισμό ψέγει μάλιστα και τον Μαρξ, θεωρώντας ότι ο Μαρξ είδε εσφαλμένα τη σκλαβιά ως μια «οικονομική κατηγορία» και τη βία ως μια «οικονομική δύναμη». Με βάση αυτή τη διάκριση («οικονομικό και πολιτικό μέσο») ο Oppenheimer εξηγούσε όλες τις κατ’ αυτόν μορφές κράτους και παρείχε μια σειρά από εθνολογικές και ανθρωπολογικές αναλύσεις για τους αρχαϊκούς «λαούς χωρίς κράτος», για την οργάνωση ποιμενικών και νομαδικών φυλών, για το πρωτόγονο κατακτητικό κράτος, το θαλάσσιο κράτος, τα διάφορα στάδια ανάπτυξης του φεουδαρχικού κράτους και τέλος για το συνταγματικό κράτος. Σε επόμενη ενότητα θα συζητηθεί πως ο Oppenheimer οραματιζόταν την πλήρη κατίσχυση του «οικονομικού μέσου» και την εξαφάνιση του «πολιτικού».
Ο Schumpeter (2003: 179), ομοίως, προσέκρουε στο πρόβλημα του ορισμού, επισημαίνοντας ανάμεσα σε άλλα τον άγονο χαρακτήρα πολλών αντιπαραθέσεων γύρω από το κράτος, λόγω της τάσης οι αντιτιθέμενες πλευρές αναγκαστικά να μην βλέπουν μια συγκεκριμένη κρατική λειτουργία ή επίδραση, ανάλογα με την αφετηρία τους (το κατά Jessop [2016: 7] πρόβλημα στη θεωρία του κράτους του «τυφλού σημείου»). Απέρριπτε θεωρήσεις που έβλεπαν το κράτος «παντού», δηλαδή ως μια υπερδιευρυμένη εξουσία που περιέκλειε εντός της τη συνολική κοινωνική οργάνωση, τους θεσμούς και όλους τους κοινωνικούς κανόνες καθώς και τις νομικές-δικαιικές αντιλήψεις, τασσόμενος υπέρ της ανάλυσης της ιστορικής καταγωγής του κράτους, τουλάχιστον ως αφετηρία αν και όχι ως τελική θεωρία του κράτους.
Έχοντας αφομοιώσει μια τυπικά γερμανική θεώρηση περί κράτους ως δομή διοίκησης με δυνητικά δικά της συμφέροντα, ο Schumpeter την υπερβαίνει με μια, όπως το θέτει ο Γκιούρας (2003: 117, έμφαση Γκιούρα) «innuce θεωρία σχετικής αυτονομίας του κράτους […] υπό την προοπτική του ερωτήματος περί των εμπράγματων προϋποθέσεων της νεωτερικής εξουσίας ως εξουσίας που εκδιπλώνεται σε πλαίσιο κεφαλαιοκρατικής αξιοποίησης του κοινωνικού πλούτου». Από τη μαρξιστική θεώρηση oSchumpeter δεχόταν τη σημασία της εξέτασης των διαφόρων συμφερόντων που εξυπηρετούνταν σε μια ορισμένη συγκυρία, αλλά θεωρούσε τόσο την εργαλειακή θεώρηση περί ταξικού κράτους όσο και αυτή περί κράτους ως υπερταξικού φορέα και οργανωμένης ολότητας όχι άνευ υπόβαθρου, αλλά τελικά απορριπτέες. Προέκρινε μια αντίληψη περί κράτους που διαμορφωνόταν ανάλογα με τις ιστορικές συνθήκες και αντανακλούσε κοινωνικές σχέσεις εξουσίας εν τέλει υπερβαίνοντάς τες:
«Δεν θα έπρεπε κανείς να λέει: το κράτος κάνει αυτό ή εκείνο. Θα πρέπει πάντα να γνωρίζει ποιου ή ποιων συμφέροντα είναι εκείνα που θέτουν την κρατική μηχανή σε ενέργεια και εκφράζονται μέσω αυτής. Μια τέτοια αντίληψη θα πρέπει να είναι αποκρουστική σε κάποιον που θεωρεί το κράτος το ανώτατο αγαθό του λαού […]. Εντούτοις, μόνον αυτή η αντίληψη δικαιώνει την πραγματικότητα. Εμπεριέχει, επίσης, αυτό που είναι σωστό στην καθ’ αυτήν λανθασμένη θεωρία, ότι το κράτος δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα μέσον εκμετάλλευσης της κυρίαρχης τάξης. Ούτε η ιδέα του ταξικού κράτους, αλλά ούτε και η ιδέα του κράτους ως μιας υπόστασης που ίσταται πάνω από όλα τα κόμματα και τις τάξεις και είναι απλώς η οργανωμένη “ολότητα”, αντιστοιχούν στην ουσία του κράτους. Αλλά καμία από τις δύο ιδέες δεν γεννήθηκαν εκ του μηδενός: Το κράτος αντανακλά τις εκάστοτε κοινωνικές σχέσεις δύναμης, αν και το ίδιο δεν είναι απλώς μια αντανάκλασή τους∙ το κράτος εξαναγκάζει τη γέννηση μιας κρατικής ιδέας, στην οποία οι λαοί εντάσσονται κατά το μάλλον ή ήττον, ανάλογα με τις συνθήκες, αν και το ίδιο δεν είναι το τέκνο μιας αφαιρετικής κρατικής ιδέας που συμπεριλαμβάνει το κοινωνικό όλο» (Schumpeter 2003: 180).
Τόσο για τον Oppenheimer όσο και για τον Schumpeter, ο ορισμός του κράτους λειτουργεί ως υπόβαθρο στις θεωρήσεις τους, αλλά στον Oppenheimer ο ορισμός έχει έναν περίκλειστο χαρακτήρα και είναι ενταγμένος στο προσωπικό του ιδεοσύστημα σαν εννοιολογικό εργαλείο στήριξης της θεωρητικής του κατασκευής. Ο Schumpeter βρίσκεται σε έναν πιο ανοικτό διάλογο με τις κυρίαρχες προσεγγίσεις του κράτους της εποχής, αλλά και με σημαντικές θεωρητικές σχολές που από τα μέσα του 19ου αιώνα επιχειρούσαν να αποτελέσουν απάντηση τόσο στην κλασική οικονομική σκέψη όσο και στον μαρξισμό, όπως η Γερμανική Ιστορική Σχολή (βλ. Michaelides/Milios 2009: 497) και με εκπροσώπους της Σχολής αυτής όπως οι W. Sombart2 , M. Weber3 και G. Schmoller, 4 οι οποίοι άσκησαν επιρροή στον Schumpeter. Η καθιέρωσή του μάλιστα ως αυθεντικού στοχαστή μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, σε μια εποχή που η γερμανική οικονομική σκέψη είχε εξασθενίσει και μαθηματικοποιηθεί, ήταν σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της άγνοιας στον αγγλοσαξονικό χώρο της παλιάς γερμανόφωνης συζήτησης, που αποτελούσε υπόβαθρο για το έργο του Schumpeter, χωρίς πάντα ο ίδιος να αναφέρεται στους πρωταγωνιστές της (ό.π.: 512).
Κατά τη διένεξη πάντως στη Γερμανία των αρχών του 20ού αιώνα γύρω από την επιστημονική μεθοδολογία (Methodenstreit), ο Schumpeter έβρισκε βάσιμες τόσο την εμπειρική όσο και την ιστορική/θεωρητική προσέγγιση (ό.π.: 511). Γενικά τασσόταν υπέρ της όσο το δυνατόν πιο ενδελεχούς ιστορικής παρατήρησης πριν την όποια διατύπωση γενικών θεωριών, παρά υπέρ της βεμπεριανής μεθόδου κατασκευής «ιδεατών τύπων», παρότι, ωστόσο, για την κατανόηση του κράτους προβαίνει τελικά, με άξονα τη φορολογία, στη δική του ιδεατοτύπηση του κράτους (Musgrave 1992: 109), η οποία συνοψίζεται παρακάτω.
4. Το «φορολογικό κράτος» (J. A. Schumpeter)
Ζήτημα του Schumpeter στο Η κρίση του φορολογικού κράτους (1918) είναι η ανοικοδόμηση του αυστριακού κράτους μεταπολεμικά, με αφετηρία ότι το μοντέλο της ελεύθερης αγοράς προπολεμικά δεν είχε εφαρμοστεί σε καθαρή μορφή αλλά ήταν
«ένα μείγμα έντονα αντιτιθέμενων στοιχείων διαφορετικού πνεύματος, που μόνο με μια τολμηρή αφαίρεση θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως οικονομία του ελεύθερου ανταγωνισμού, αλλά το οποίο, εντούτοις, όφειλε ό, τι είχε να επιδείξει σε “έλξη” και επιτυχία [ακριβώς] στο πεδίο της ελευθερίας του ανταγωνισμού (…)» (Schumpeter 2003: 132).
Μέσα από μια ανάλυση της ιστορικής συγκρότησης του κράτους ως διακριτού φορέα εξουσίας στη βάση των φορολογικών του λειτουργιών, δηλαδή ως φορολογικού κράτους, που ως τέτοιο διαχωρίζεται από άλλες ιστορικές πολιτικές μορφές καθώς επίσης και των περιορισμών της φορολογικής λειτουργίας του κράτους στην οικονομία της ελεύθερης αγοράς, ο Schumpeter καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η ανοικοδόμηση – παρά το βάρος των πολεμικών χρεών που είχαν συσσωρευτεί – θα προχωρούσε μόνο μέσα από το αστικό φορολογικό κράτος και όχι με μια συνολική αλλαγή κατεύθυνσης, όπως υποστήριζαν μαρξιστικά προσανατολισμένοι συγκαιρινοί του. Αυτή ήταν η περίπτωση του R. Goldscheid, ο οποίος στο βιβλίο του Κρατικός σοσιαλισμός ή κρατικός καπιταλισμός: μια συμβολή της δημοσιονομικής κοινωνιολογίας προς λύση του προβλήματος του κρατικού χρέους (1917) πρώτος επιχειρηματολόγησε υπέρ της ανάγκης συγκρότησης μιας νέας επιστήμης «δημοσιονομικής κοινωνιολογίας» και εισήγαγε τον όρο, εμπνέοντας μεν τον Schumpeter προς αυτήν την κατεύθυνση5 αλλά και δίνοντάς του έναυσμα για κριτική αντιπαράθεση.
Τα γεγονότα του πολέμου, η κατάσταση της οικονομίας και η ανάγκη μεταπολεμικής ανασυγκρότησης έκαναν κατά τον Goldscheid επιτακτική μια ρήξη με το προηγούμενο μοντέλο και την κυρίαρχη νομική προσέγγιση του κράτους καθώς και την εστίαση στη δημοσιονομική δομή του και στις συνεπαγόμενες ταξικές συνέπειες. Στοιχεία της θεώρησης του Goldscheid, ο οποίος επεδίωκε να συγκροτήσει ένα είδος κανονιστικής επιστήμης της οικονομικής πράξης μέσα από μια δική του ανάγνωση του μαρξισμού, ήταν: η συσχέτιση κράτους και δημόσιων οικονομικών, η ενοχοποίηση της σχάσης χρηματικής και πραγματικής οικονομίας ως υπαίτιας για την κρίση, η έμφαση στον ρόλο των ιδιωτικών συμφερόντων, η σπουδαιότητα του κρατικού προϋπολογισμού και των δημόσιων οικονομικών για τη θεωρούμενη ως αποστολή του κράτους στην ανασυγκρότηση της οικονομίας και την αλλαγή μοντέλου από το χρηματοπιστωτικό σε αυτό της πραγματικής οικονομίας, με το κράτος παρεμβατικό φορέα στη διαχείριση του κοινωνικού πλούτου (για τα παραπάνω και για λεπτομερή συζήτηση των θέσεων Goldscheid και την αντιπαράθεση με τον Schumpeter, Γκιούρας 2003: 100-11).
Με έναυσμα τον Goldscheid, ο Schumpeter αντέκρουε την άποψη ότι όλο το σύστημα όφειλε να μετασχηματιστεί, υποστηρίζοντας ότι το δίπτυχο καπιταλιστική οικονομία - φορολογικό κράτος είχε εμπεδωθεί ιστορικά και θεσμικά μέσα από μια μακρά πορεία, και άρα, ήταν εύλογο να διατηρηθεί μεταπολεμικά. Έτσι απέρριπτε την ιδέα μιας ενδεχόμενης χρήσης της κρίσης και της εύθραυστης μεταπολεμικής κατάστασης ως ευκαιρίας υιοθέτησης ενός δυνητικά σοσιαλιστικού μοντέλου, με την έννοια που προσέδιδαν σε ένα τέτοιο μοντέλο οι μαρξιστές (εξουσία εργατικής τάξης, δικτατορία του προλεταριάτου κ.ά.).6 Το ζήτημά του ήταν «εάν το φορολογικό κράτος και η οργανωτική μορφή της οικονομικής ελευθερίας θα μπορέσουν να διαχειριστούν τη μεταπολεμική κατάσταση χωρίς κατάρρευση» (Schumpeter 2003: 171, έμφαση Schumpeter) και σε αυτό απαντούσε ξεκάθαρα καταφατικά. Οι καταστροφές του πολέμου, η κρατική υπερχρέωση ή οι συγκυριακές κακοδιαχειρίσεις δεν αποτελούσαν γι’ αυτόν επαρκείς λόγους μιας κοινωνικής απομάκρυνσης από το κράτος της αγοράς. Αρνούμενος να συνδέσει τον πόλεμο με τον καπιταλισμό ή τον πόλεμο με τις κρατικές αποτυχίες, όπως από μαρξιστική και φιλελεύθερη αφετηρία αντίστοιχα έκαναν διάφοροι αναλυτές, τους οποίους ειρωνευόταν ότι οι απόψεις τους ήταν απλοϊκά ιδεολογικές, έβλεπε πόλεμο και οικονομική κρίση ως μεν δραματικά ιστορικά επεισόδια, αλλά και τα προκληθέντα τραύματα ως επουλώσιμα και όχι επαρκώς βαθιά για μια συστημική αλλαγή πλεύσης.7
Άτοπη θα ήταν σε αυτό το πλαίσιο η αλλαγή παραδείγματος προς
«“τη διοικητική οικονομία” του σήμερα – το πιο αντιδημοκρατικό που υπάρχει, αυτό το βήμα πίσω από την ανταγωνιστική οικονομία, η οποία, μόνον αυτή, μπορεί να εξελίξει τις προϋποθέσεις του αληθινού σοσιαλισμού» (ό.π.).
Τον σοσιαλισμό, τον οποίο αντιλαμβανόταν ως κρατική-νομική ιδιοκτησία των μεγάλων επιχειρήσεων με κάποιο οικονομικό σχεδιασμό, θεωρούσε αναπόφευκτο, αλλά μόνο άπαξ και ο καπιταλισμός είχε ολοκληρώσει την ιστορική του αποστολή του οικονομικού εξορθολογισμού και της μεγιστοποίησης της ανάπτυξης, που σύμφωνα με τον ίδιο και αντίθετα από μαρξιστικές αντιλήψεις, είχε ευεργετικά αποτελέσματα και σήμαινε άνοδο του βιοτικού επιπέδου κυρίως για την κοινωνική πλειοψηφία παρά για τις ελίτ.8 Αλλά, η στιγμή για την οικονομική επιβράδυνση και τον σοσιαλισμό, ιδίως σε συνθήκες νομισματικής αστάθειας, δεν είχε ακόμα φτάσει:
«[Ο σοσιαλισμός] σημαίνει απελευθέρωση του βίου από την οικονομία, αποστροφή από αυτήν. Αυτή η ώρα δεν έχει έλθει. Ο πόλεμος την ώθησε πιο μακριά. Η υπάρχουσα στιγμή ανήκει στην ιδιωτική επιχείρηση, στην οικονομική εργασία μέχρι την τελευταία ρανίδα της ύπαρξης της. Και μαζί με την ιδιωτική επιχείρηση ανήκει και στο φορολογικό κράτος» (ό.π.: 172, έμφαση Schumpeter).
Για να τεκμηριώσει αυτήν τη θέση του, ο Schumpeter αναλαμβάνει μια ανάλυση της ιστορικής καταγωγής του κράτους. Το φορολογικό κράτος ήταν κατ’ αυτόν η ουσία του καπιταλιστικού κράτους και είχε διαμορφωθεί με την παρακμή της φεουδαρχίας για μια σειρά από λόγους. Δεν ήταν μόνο η κακοδιαχείριση των γαιών από την πλευρά των ηγεμόνων που προκαλούσε οικονομικές αντιξοότητες και αυξανόμενο δανεισμό ή τα έξοδα συντήρησης των αυλικών (απαραίτητοι για το κύρος που προσέδιδαν στον ηγεμόνα απέναντι σε άλλες τάξεις). Αυτά τα ζητήματα ήταν, κατά τον Schumpeter, χαρακτηριστικά σχετικά συνηθισμένων δημοσιονομικών κρίσεων που μπορούσαν να επιλυθούν εντός του ίδιου συστήματος που τα γέννησε:
«Κάθε δημοσιονομικό σύστημα μπορεί ενίοτε να καταρρεύσει. Αυτό δεν σημαίνει όμως διόλου και την κατάρρευση της αρχής του» (ό.π.: 139, έμφαση Schumpeter).
Οι δημοσιονομικές κρίσεις δεν ήταν δηλαδή ικανές από μόνες τους να προκαλέσουν μετασχηματισμό του συστήματος (του είδους που θα ενδιέφερε λιγότερο ιστορικούς και περισσότερο κοινωνιολόγους, απ’ τους οποίους παρεμπιπτόντως ο Schumpeter ανέμενε σφαιρική ανάλυση των σχέσεων εξουσίας). Δεν μπορούσαν, επίσης, να θεωρηθούν καθοριστικά σημάδια μιας αλλαγής πορείας, εφόσον δεν συνέδραμαν ιδιαίτερα στον χωρισμό δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας που στην οπτική του αποτελούσε τη βάση του φορολογικού κράτους και άρα και του νεωτερικού:
«Η έννοια του κράτους δεν είναι εφαρμόσιμη για τις τότε σχέσεις, όχι όμως με την έννοια ότι αυτό που αντικρίζουμε σήμερα στη σφαίρα της κρατικής υπόστασης εξέλειπε και είχε απομείνει μόνον η ιδιωτική σφαίρα, αλλά με την έννοια ότι οι μορφές οργάνωσης εκείνης της εποχής συνδύαζαν τόσο αυτό που εμείς αποδίδουμε σήμερα στη δημόσια σφαίρα, όσο και αυτό που αποδίδουμε στην ιδιωτική [αλλά] σε μια διαφορετικά διαρθρωμένη ενότητα» (ό.π.: 138).
Ο μετασχηματισμός τελείται βαθμιαία όταν παγιώνεται μια ξεχωριστή φορολογική διάσταση και κοινοί σκοποί, η ανάγκη χρηματοδότησης των οποίων υπερέβαινε την εξουσία του ηγεμόνα. Παρουσιάστηκε δηλαδή σταδιακά στους τοπικούς άρχοντες από τον 14ο στον 16ο αιώνα, η ανάγκη να μετακυλήσουν τα έξοδα διεξαγωγής πολέμου, τα οποία ως τότε αποτελούσαν προσωπική τους δαπάνη από δικά τους κέρδη και πατριμονικά εισπρακτικά δικαιώματα. Όταν κατέστη αδύνατο ο στρατός να συνεχίσει να συντηρείται κατά βάση με το χρέος που συσσώρευαν οι ηγεμόνες και όταν αυτοί αναγκάστηκαν να στραφούν στις ευρύτερες τάξεις της κοινότητας για να συλλεχθεί πολεμικός φόρος που θα ανταποκρινόταν σε επείγουσες ανάγκες αντιμετώπισης μεγάλου στρατού αντιπάλων, ένα θεμέλιο για τη μετάβαση προς το κράτος είχε ήδη τεθεί (ό.π.: 140-141).
Δεν ήταν, δηλαδή, κατά τον Schumpeter (ό.π.: 140) η έλλειψη εξελιγμένων όπλων του στρατού που ατονούσε τις επιδόσεις του, αλλά περισσότερο οι υψηλές μισθοφορικές δαπάνες στο πλαίσιο μάλιστα μιας γενικότερης διαδικασίας αποσύνθεσης του φεουδαλικού κοινωνικού δεσμού – η ίδια εξάλλου διαδικασία έκανε όσους κατείχαν τιμάρια που είχαν αποκτήσει κληρονομικά να χάνουν σταδιακά την πίστη τους σε ένα σύστημα που δεν τους αναγνώριζε ως ανεξάρτητους ιδιοκτήτες. Κρίσιμη ήταν, έτσι, η παραδοχή εκ μέρους των ηγεμόνων της αυξανόμενης ανικανότητάς τους να ανταπεξέλθουν σε όλο και πιο σύνθετα προβλήματα καθώς και η εντεινόμενη κοινωνική δυσπιστία προς αυτούς για το αν ήταν πράγματι σε θέση να αναλάβουν υποθέσεις κοινής αναγκαιότητας όπως ο πόλεμος αλλά και σταδιακά σε άλλους τομείς, π.χ. στην εκπαίδευση, τον πολιτισμό κτλ.:
«Οι νομοκατεστημένες τάξεις δεν εμπιστεύονταν τον τοπικό ηγεμόνα. Πολύ συχνά οδηγούσαν τα συλλεχθέντα χρήματα με δικούς τους επιτρόπους στον αντίστοιχο σκοπό, και πάντα αρνούνταν […] την επέμβαση του τοπικού ηγεμόνα στον τρόπο είσπραξης του συγκεκριμένου ποσού. Έτσι δημιουργήθηκε μια νομικοταξική φορολογική οργάνωση […] η οποία είχε την ακμή της στο δεύτερο μισό του 16ου αιώνα και κατέστη θεμέλιο μιας νομικοταξικής αυτοδιοίκησης και σε άλλα πεδία: Το νεοσύστατο κράτος απέκτησε ένα σταθερό σκελετό, δημιούργησε για τον εαυτό του όργανα, κατέστη ιδιαίτερη δύναμη» (ό.π.: 142).
Η ανάπτυξη της φορολογικής διοίκησης και η ενσωμάτωσή της στο πεδίο της εξουσίας του ηγεμόνα αποτελεί τη βάση του νεωτερικού, γραφειοκρατικού κράτους, με το κράτος αυτό, όμως, να φέρει υπολείμματα της πρότερης πατρογονικής, δικαιωματικής εξουσίας. Στην ερμηνεία του Schumpeter (ό.π.: 143), η εμφάνιση της «δημοσιονομικής ανάγκης», χωρίς την οποία «θα εξέλειπε η άμεση αφορμή για τη δημιουργία του σύγχρονου κράτους», απορρέει από την παρακμή των μεσαιωνικών βιοτικών μορφών και τη βαθμιαία μετάβαση στην «ελεύθερη ατομική οικονομία των μεμονωμένων οικογενειών», ωθώντας έτσι στην οικονομική αναδιοργάνωση. Ο φόρος, με τη σειρά του, έθεσε το θεμέλιο για τη δημιουργία, τη διαμόρφωση και τον κεντρικό ρόλο του κράτους στο νέο οικονομικό μοτίβο της «ιδιωτικής οικονομίας». Με την αναγωγή της ίδιας της κρατικής υπόστασης στη φορολογία δικαιολογείται για τον Schumpeter η διακριτότητα του κράτους από άλλες ιστορικές μορφές, με τη συζήτηση περί «ουσίας» του κράτους να καθίσταται έτσι στην οπτική του δευτερεύουσας σημασίας ή άγονη.
Το ότι απέρριπτε μια μεταπολεμική ανοικοδόμηση προς σοσιαλιστικές μορφές κράτους, αντανακλούσε επίσης την πίστη του – κόντρα σε αντιλήψεις περί τέλειου ανταγωνισμού που κατ’ αυτόν δεν είχε υπάρξει ποτέ ούτε επρόκειτο – στην υπεροχή του συστήματος των μονοπωλιακών ιδιωτικών επιχειρήσεων. Η τεχνολογική τους υπεροχή τις καθιστούσε τις μόνες ικανές να αποσπάσουν μεγαλύτερο από το μέσο κέρδος, το οποίο ήταν σε θέση να επανεπενδύσουν και να χρησιμοποιήσουν για καινοτομίες προς επίτευξη μιας ανάπτυξης βάσει αύξησης της παραγωγικότητας και ευρύτερης τεχνικής προόδου – μια ιδέα που από άλλη αφετηρία και με άλλες θεωρητικές συνέπειες μοιραζόταν με τον R. Hilferding (για σύγκριση Schumpeter και Hilferding ως προς αυτήν και άλλες θέσεις, βλ. Michaelides/Milios 2005:103).
Ένα χρόνο μετά τη δημοσίευση του κειμένου Η κρίση του φορολογικού κράτους, το 1919, αναλαμβάνει για οκτώ μήνες υπουργός Οικονομικών σε κυβέρνηση συνασπισμού που σχημάτισαν οι σοσιαλδημοκράτες της Αυστρίας. Σύμφωνα με τον Musgrave (1992: 93), το σχέδιό του ήταν να προωθήσει έναν φόρο κεφαλαίου (με τα έσοδα του οποίου θα αποπληρώνονταν δάνεια), αλλά ταυτόχρονα να διευρύνει τη φορολογική βάση προστατεύοντας τα υψηλά εισοδήματα καθώς και να αυξήσει τους έμμεσους φόρους – μια πολιτική που στόχευε στην προστασία του παράγοντα «κεφάλαιο» στην ανοικοδόμηση και η οποία, ωστόσο, δεν έβρισκε παρά ελάχιστη στήριξη από τους σοσιαλιστές του υπουργικού συμβουλίου, οι οποίοι προσανατολίζονταν κυρίως στη μερική εθνικοποίηση της οικονομίας. Το 1925 ανέλαβε μια θέση καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Βόννης, κατόπιν επισκέφθηκε το 1927-28 και το 1930 αυτό του Χάρβαρντ, όπου εγκαταστάθηκε μόνιμα μετά το 1932, ενώ μετά τη θητεία του ως υπουργός Οικονομικών, ο Schumpeter δεν ασχολήθηκε ξανά με την πολιτική (για τις πολιτικές του παρεμβάσεις Swedberg 1991).
Την άποψη πάντως ότι κράτος, ατομική ιδιοκτησία και φορολογία αποτελούν «έννοιες ριζωμένες στον κόσμο της εμπορευματικής κοινωνίας, όπως ακριβώς οι ιππότες και τα φέουδα ήταν ριζωμένα στον κόσμο της φεουδαρχίας» (Schumpeter 2006: 204) και ότι αυτά έπρεπε να διατηρηθούν μέχρι να ολοκληρωθεί η βιομηχανική ανάπτυξη, όταν και πιθανώς θα μπορούσε, υπό σειρά προϋποθέσεων, να επιχειρηθεί μια μετάβαση στον σοσιαλισμό, διατήρησε και σε μεταγενέστερα έργα του.9
5. Το «οικονομικό» και το «πολιτικό μέσο» (F. Oppenheimer)
Η προσέγγιση του Oppenheimer γίνεται πιο ξεκάθαρη αν ενταχθεί στο πλαίσιο των «θεωριών τρίτου δρόμου», όπως ο Haselbach ονομάζει διάφορα εγχειρήματα της περιόδου, που προσπαθούσαν να εφεύρουν και να δικαιολογήσουν εκδοχές συστημάτων ανάμεσα σε καπιταλισμό και κομμουνισμό ή σε θεωρούμενες ως ακραίες εκδοχές της πολιτικής Αριστεράς και Δεξιάς. Οι θεωρίες του τρίτου δρόμου κατά τον Haselbach (2000: 67), στόχευαν «σε οικονομίες της αγοράς χωρίς καπιταλισμό, χωρίς συγκέντρωση εξουσίας, χωρίς μονοπώλια, χωρίς Κοινωνικό Ζήτημα» και έτσι αντιμάχονταν ταυτόχρονα και τον σοσιαλισμό, αφού «αν ο συντονισμός της αγοράς ήταν εφικτός χωρίς τα μειονεκτήματα του καπιταλισμού, κάθε προσπάθεια σοσιαλιστικής πολιτικής [θα έχανε] το νόημά της» (ό.π.).
Στο κύριο ζήτημα της περιόδου, της αποτυχίας δηλαδή του φιλελευθερισμού να μειώσει τις κοινωνικές αντιθέσεις και τις αντιστάσεις, δυο πολιτικο-ιδεολογικές απαντήσεις εμφανίστηκαν, αφενός ο κατά Haselbach (ό.π.: 65) «φιλελεύθερος αναθεωρητισμός» και αφετέρου ο «μεσσιανικός φιλελευθερισμός» (ό.π.: 65): ο πρώτος αναζητούσε πιο αποτελεσματικές κρατικές πρακτικές για την εφαρμογή του φιλελευθερισμού και ο δεύτερος ενδιαφερόταν για τρόπους προσαρμογής της κοινωνίας στο φιλελεύθερο πρόγραμμα. Αν ο «φιλελεύθερος αναθεωρητισμός» επεδίωκε μέσω της κρατικής παρέμβασης να παρέχει λύσεις υπέρ της βιωσιμότητας της αγοράς, αυτό δεν συνέβαινε με τον μεσσιανικό φιλελευθερισμό και μάλιστα της γραμμής του Oppenheimer, ο οποίος είχε απορρίψει ταυτόχρονα το κράτος και τον μαρξισμό, ζητώντας
«να ξαναγράψει τη φιλελεύθερη οικονομική θεωρία με μια ιδιαίτερα αντικαπιταλιστική τοποθέτηση, αλλά αναζωογονώντας τη φιλελεύθερη ουτοπία και μεθερμηνεύοντας την έννοια του καπιταλισμού» (ό.π.: 64).
Ο Polanyi (χ.χ.) περιελάμβανε στα μέσα της δεκαετίας του 1930 την προσέγγιση του Oppenheimer όχι στην «οικονομική» (μαρξιστική) αλλά στην «πολιτική θεωρία του κράτους». Αυτή , η οποία ερμήνευε το κράτος με εθνοπολιτικούς όρους ή με βάση την πολιτική κατάκτηση (π.χ. ο Saint-Simon ερμήνευε την εξέλιξη του κράτους στη Γαλλία με βάση την «ταξική σκλάβωση» μιας ομάδας από άλλη, με αφετηρία ότι οι τάξεις υπήρχαν ανέκαθεν και ότι η μισθωτή εργασία δεν συνιστούσε παρά τη συνέχεια τάξεων σε άλλη μορφή). Παρομοίως ο Dühring (περισσότερο γνωστός από την κριτική που του άσκησε ο Engels, παρά από την ανασκευή της σοσιαλιστικής θεωρίας που διατεινόταν πως επιτύγχανε) είχε μια θέση περί «μη-οικονομικής εξουσίας» και μετασχηματισμού μιας «πρωταρχικής βίας» σε καταναγκασμό, με την οικονομική εκμετάλλευση να τελείται είτε μέσω κατάκτησης (π.χ. υποταγή του εχθρού) είτε μέσω νόμου (π.χ. η σκλάβωση με διάφορους νομικούς τρόπους των οφειλετών). Στην «πολιτική θεωρία του κράτους» των Dühring και Oppenheimer, σημειώνει ο Polanyi (χ.χ.: 3), «η οικονομική εκμετάλλευση γινόταν αντιληπτή ως προερχόμενη από την πολιτική υποταγή». Η «πρωταρχική βία» του Dühring γινόταν με τις λέξεις του Oppenheimer, στην προσπάθεια δικαιολόγησης μιας «καθαρής» μορφής ελεύθερης αγοράς, ως υπεριστορικό «πολιτικό μέσο».
Έτσι, η διάκριση «οικονομικού» και «πολιτικού» μέσου ήταν για τον Oppenheimer βασική για την εξέταση διαφόρων ιστορικών φάσεων. Κατ’ αυτόν υπήρχαν ανέκαθεν δυο βασικές τάξεις, η εξουσιαστική η οποία καρπωνόταν το μεγαλύτερο μέρος της συνολικής εργασίας (του «οικονομικού μέσου») και μια εξουσιαζόμενη που εξαιτίας του «πολιτικού μέσου» επωφελείτο πολύ λιγότερο. Για παράδειγμα, στη Γερμανία η ανώτερη τάξη αποτελείτο από μεγαλογαιοκτήμονες, ιδιοκτήτες βιομηχανιών ή μεταλλείων και μεγαλοτραπεζίτες, ενώ η κατώτερη από εργάτες γης και βιομηχανίας, μικρούς χειροτέχνες και χαμηλότερους ιεραρχικά υπαλλήλους, με διάφορες ενδιάμεσες ταξικές διαβαθμίσεις να μην αλλάζουν κατά τον Oppenheimer (ό.π.: 160-161) το βασικό τοπίο. Καθότι Επειδή κάθε τάξη επιζητούσε όλο και μεγαλύτερα μερίδια από το συνολικό προϊόν της εργασίας, ήταν «η πάλη των τάξεων» (ό.π.: 161) που διαμόρφωνε «το περιεχόμενο όλης της ιστορίας του κράτους». Αυτή έπαιρνε τη μορφή α) της «πάλης των κομμάτων», αφού τα διάφορα κόμματα εκπροσωπούσαν απλώς τα συμφέροντα της μίας ή της άλλης τάξης (η διάσπαση μιας τάξης θα προκαλούσε και την αντίστοιχη διάσπαση του κόμματος και αν μια ταξική αντίθεση εξαφανιζόταν θα συμπαρέσυρε αντίστοιχες εξελίξεις στα κόμματα) και β) της «μισθολογικής πάλης» σε επίπεδο επαγγελματικών ενώσεων ανάμεσα σε προλεταριάτο και προνομιούχους (ό.π.: 161-162).
Το συνταγματικό κράτος ήταν επίσης συγκρίσιμο με τα προγενέστερα: είχε την κυριαρχία ως μορφή, και την εκμετάλλευση του οικονομικού μέσου ως περιεχόμενο και δεν διαφοροποιείτο από άλλα παρά μόνο ως προς το ότι «ένα καινούριο στοιχείο [είχε] προστεθεί, η υπαλληλία» (ό.π.: 159, έμφαση Oppenheimer). Οι γραφειοκράτες στη δημόσια διοίκηση εξυπηρετούσαν την ανώτερη τάξη κυρίως διότι προέρχονταν από την τάξη αυτή, η οποία αποκτούσε τελικά εργαλειακό ρόλο:
«Για όσο καιρό εξουσιάζει η αριστοκρατία, η ίδια εκμεταλλεύεται το κράτος όπως ένα τσιφλίκι, αμέσως μόλις η μπουρζουαζία ανέβει στην εξουσία, το εκμεταλλεύεται όπως μια φάμπρικα» (ό.π.: 163).
Περαιτέρω πίστευε ότι φτωχότερες χώρες συγκροτούσαν μια πιο αμερόληπτη γραφειοκρατία, σε αντίθεση με «την πλουτοκρατική ανάπτυξη» που «παρασύρει το άτομο στη δίνη και του αφαιρεί μέρος της αντικειμενικότητάς του (…)» (ό.π.: 165).
Καθώς συχνά δανειζόταν και παράλλαζε τη μαρξιστική φρασεολογία, επαναλάμβανε ότι «όλη η ιστορία μέχρι σήμερα είναι ιστορία των κρατών» (ό.π.: 169). Θεωρούσε όμως ισχυρή την τάση κατάργησης του κράτους, βάσει της ίδιας εξελικτικής διαδικασίας που διαμόρφωνε την «πρόοδο από την πολεμική δραστηριότητα στην ειρηνική εργασία» του Saint-Simon και «την εξέλιξη από την ελευθερία στην ανελευθερία» του Hegel (αναφέρονται από τον Oppenheimer ό.π: 170). Η κατάργηση θα επερχόταν, έτσι, μέσω της «εξέλιξης» και όχι μέσω της «επανάστασης» όπως κατ’ αυτόν εσφαλμένα διατεινόταν η «προλεταριακή θεωρία». Εσφαλμένο θεωρούσε, επιπλέον, ότι η «αναρχική θεωρία» δεν διαχώριζε οικονομία και κράτος και ζητούσε να μην θυσιαστούν με την κατάργηση του κράτους «τα οφέλη της μεγάλης προερχόμενης από τον καταμερισμό της εργασίας κοινωνικής οικονομίας» (ό.π.: 171). Σε αυτό ακολουθούσε ορισμένους «κοινωνικά φιλελεύθερους ή φιλελεύθερους σοσιαλιστές» και οραματίζονταν μια κοινωνία θεωρητικά «δίχως ταξική κυριαρχία», ικανής όμως να εγγυηθεί την «οικονομική ελευθερία κίνησης του ατόμου» (ό.π.).
Το «δίκαιο του οικονομικού μέσου, το δίκαιο της ισότητας και της ειρήνης» όπως εξελίχθηκε μάλιστα «αρχικά από την ανταλλαγή φωτιάς, μετά μέσω της ανταλλαγής γυναικών και τελικά μέσω της ανταλλαγής αγαθών» (ό.π.: 172), επρόκειτο κατά τον Oppenheimer να κατισχύσει τελικά, αφού το κράτος άφησε «αυτήν την ειρηνική οργάνωση» να εισβάλλει εντός του και να περιορίζει σταδιακά το «δικαίωμά του να ασκεί βία». Η αναπόδραστη πορεία της αγοράς φανερωνόταν ήδη από την ανάπτυξη της βιοτεχνικής πόλης που υπονόμευσε το φεουδαρχικό κράτος και μετέτρεψε βαθμιαία τον αστεακό σε εθνικοκρατικό πληθυσμό:
«Το εμπορικό δίκαιο γίνεται δίκαιο της πόλης∙ υπονομεύει μέσω της εμπορευματικής και χρηματικής του οικονομίας το φεουδαρχικό κράτος, το ανεπτυγμένο πολιτικό μέσο∙ ο πληθυσμός της πόλης τελικά εξολοθρεύει με ανοικτό αγώνα τα πολιτικά κατάλοιπα του φεουδαρχικού κράτους και ολόκληρος ο πληθυσμός του κράτους αποκτά με αγώνες ξανά την ελευθερία και το δίκαιο της ισότητας» (ό.π.: 172).
Αυτή η εξελικτική πορεία θα ωθούσε στην εξάπλωση των διεθνών ανταλλακτικών σχέσεων και στην υπερίσχυσή τους έναντι των «πολεμικο-πολιτικών σχέσεων» (ό.π.: 173). Επρόκειτο για ιστορική τάση της αγοράς που θα επιτύγχανε «τον πλήρη αποκλεισμό του πολιτικού μέσου και των δημιουργιών του και την πλήρη νίκη του οικονομικού» (ό.π.). Το εμπόδιο στη διά παντός κατίσχυση του οικονομικού μέσου ήταν, όμως, ο θεσμός της μεγάλης γαιοκτησίας, «η πρώτη δημιουργία και το τελευταίο οχυρό του πολιτικού μέσου» και ήταν η «οικονομική ανάπτυξη» αυτή που θα την εξοστράκιζε (ό.π., έμφαση Oppenheimer). Με αυτό εξηγούσε κάθε στρέβλωση του καπιταλισμού και στη λύση του έβλεπε έναν ολόκληρο κοινωνικό μετασχηματισμό ιστορικών διαστάσεων:
«Ο μεσαίωνας είχε ανακαλύψει το σύστημα της ελεύθερης εργασίας, αλλά δεν το είχε αναπτύξει ακόμη μέχρι την πλήρη ικανότητα απόδοσής του. Η καινούρια σκλαβιά του καπιταλισμού έπρεπε πρώτα επίσης να ανακαλύψει και να διαμορφώσει το ασύγκριτα πιο αποτελεσματικό σύστημα της συνεργατικής εργασίας, τον καταμερισμό εργασίας, προκειμένου να στέψει τον άνθρωπο κύριο των φυσικών δυνάμεων. (…) [Σήμερα] το πολιτικό μέσο εξαφανίζεται μέσα στην πιο παλιά και ανθεκτική δημιουργία της κοινωνικής ζωής: μαζί με τη μεγάλη γαιοκτησία και τη γαιοπρόσοδο παρακμάζει και ο καπιταλισμός» (ό.π.: 177).
Η κριτική της μεγάλης γαιοκτησίας, γύρω από την οποία στρεφόταν το συνολικό του έργο, ήταν και η βασική id é e fixe του Oppenheimer, όπως την χαρακτηρίζει ο Haselbach (2000: 73), ότι δηλαδή υπήρχε μονοπώλιο και άρα ταξικός έλεγχος πάνω στην ιδιοκτησία γης που στρέβλωνε τη λειτουργία της ελεύθερης αγοράς, στερώντας από ακτήμονες και μικρο-ιδιοκτήτες γης και τις οικογένειές τους τη δυνατότητα της επιβίωσης και μαζί της κοινωνικής ισότητας. Με την εξαφάνιση του φεουδαρχικού κατάλοιπου της μεγάλης γαιοκτησίας και τη δημιουργία συνεργατικών οικισμών σε «ελεύθερη γη», το δίλημμα ανάμεσα σε καπιταλισμό και σοσιαλισμό θα εξαφανιζόταν υπέρ της, δίνοντας τη θέση του στη φιλελεύθερη «καθαρής οικονομίας» ή «κοινωνικής οικονομίας».
Με το πρόβλημα της μεγάλης γαιοκτησίας ο Oppenheimer εξηγούσε επίσης και το ζήτημα του πλεονάζοντος πληθυσμού των εργατών. Αρνούνταν τόσο τη μαλθουσιανή προσέγγιση ότι αυτό απέρρεε από την υπεργεννητικότητα των φτωχών, όσο και τη μαρξιστική που συνέδεε τον εφεδρικό στρατό της ανεργίας με τη διαδικασία της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Έκανε λόγο για έναν «κοινωνιολογικό νόμο» (ό.π.: 174), ότι δηλαδή όσο διευρυνόταν η μεγάλη γαιοκτησία τόσο αυξανόταν η μετανάστευση και, αντιστρόφως, η μετανάστευση μειωνόταν όσο μεγάλωνε η ιδιοκτησία των αγροτών. Εκεί όπου θα εξέλειπε η μεγάλη γαιοκτησία, θα παρουσιαζόταν η «καθαρή οικονομία» που θα πλησίαζε τη μορφή κράτους των «ελεύθερων πολιτών» (ό.π.: 175).
Στην πρακτική του διάσταση, το όραμα αυτό έπαιρνε τη μορφή των αγροτικών κοινοτήτων, την ίδρυση των οποίων ο Oppenheimer δεν σταμάτησε ποτέ να υπερασπίζεται και να επιδιώκει, ζητώντας χρηματοδοτήσεις, διατυπώνοντας προτάσεις και τελικά κατορθώνοντας να εξασφαλίσει πόρους για να οργανώσει ορισμένες αγροτικές κοινότητες κυρίως στην Ανατολική Πρωσία, σε κάποια κτήματα κοντά στο Βερολίνο αλλά και στη Γαλλία (Haselbach 2000: 80). Κυρίως, ο Παγκόσμιος Σιωνιστικός Οργανισμός βάσισε, και χρηματοδότησε, σχέδια για κιμπούτς που εφαρμόστηκαν μερικώς σε περιοχές του Ισραήλ πάνω στις ιδέες περί «αποικιών ελεύθερης γης» του Oppenheimer, τις οποίες διατύπωνε σε διάφορα κείμενά του από τη δεκαετία του 1890 μέχρι Το κράτος. Είχε συμμετάσχει στο Σιωνιστικό Συνέδριο το 1903 με μια πρόταση για δημιουργία οικισμών στην Παλαιστίνη, η οποία τον καθιέρωσε ως κεντρική φιγούρα του σιωνιστικού κινήματος για τις επόμενες δεκαετίες (Lichtblau 2015: 167).
Το σχέδιο εφαρμόστηκε όχι με τη μορφή μεγάλων μονάδων παραγωγής, αλλά κοινοτήτων κλίμακας χωριού όπου κάθε άτομο κατείχε μια φάρμα και συνεργαζόταν με άλλους σε ανταλλακτική βάση και το οποίο συνάντησε σειρά κωλυμάτων (BarOr 2010: 35). Στο ζήτημα του τρόπου κοινωνικής οργάνωσης αυτών των κοινοτήτων ο Oppenheimer τασσόταν κατά μιας κομμουνιστικής προοπτικής με το σκεπτικό ότι τέτοιες ενώσεις «δεν θα μπορούσαν να στεφθούν με επιτυχία ακόμα και με τις καλύτερες εξωτερικές συνθήκες» επειδή ο κομμουνισμός είχε χρεοκοπήσει «τόσο θεωρητικά, όσο και πρακτικά» (Oppenheimer, αναφέρεται στο BarOr 2010: 36). Προωθούσε την ιδέα της «εθνικής ενότητας» απέναντι στους Άραβες ως αντίβαρο στην ταξικότητα και την «κατάρα της καπιταλιστικής καταστροφής».10 Εδαφικές βλέψεις για το Ισραήλ, θεολογικές αξίες και ιδανικά ισότητας μέσω της αγροτικής κοινοτικοποίησης συνέθεταν τη συνολική προσέγγιση του Oppenheimer.11
6. Συγκριτικά σχόλια
Με βάση το υπάρχον υλικό, προκύπτει ότι τουλάχιστον μία φορά οι Oppenheimer και Schumpeter διαφώνησαν πάνω στην κεντρική θέση του πρώτου μέσω της ανταλλαγής ορισμένων κειμένων. H διαφωνία έγκειτο στη λύση στο «πρόβλημα τηςδιανομής» που ισχυριζόταν ότι παρείχε ο Oppenheimer, δηλαδή την κατάργηση του μονοπωλίου πάνω στη γη (Bodenmonopol), με τον Schumpeter να γράφει τα εξής:
«[…] η απόρριψη των σκέψεων για το μονοπώλιο γης, που μου φαίνεται αναπόφευκτη, δεν με εμποδίζει από το να θαυμάσω το συνολικό ταλέντο που ακτινοβολεί το έργο του Oppenheimer και να αναγνωρίσω ότι έχει κάνει περισσότερα από οποιονδήποτε άλλον για να εγείρει ένα νέο ενδιαφέρον για τη θεωρητική εργασία στη Γερμανία» (Schumpeter αναφέρεται στο Caspari 2014: 4).
Κατά τον Schumpeter, ο Oppenheimer είχε έναν πολύ ευρύ ορισμό του μονοπωλίου και ταύτιζε άκριτα γενικά την ιδιοκτησία γης με το μονοπώλιο. Ο Oppenheimer απαντούσε επαναλαμβάνοντας ότι οι άνεργοι ιδιοκτήτες γης βρίσκονταν σε καλύτερη θέση από τους άκληρους εργάτες: οι πρώτοι κέρδιζαν από τη γη τους, ενώ οι δεύτεροι εξαρτούσαν την επιβίωση τους από αυτούς, με τον Schumpeter να μην συνεχίζει τη διαφωνία (βλ. Caspari 2014: 4).
Τόσο ο Schumpeter όσο και ο Oppenheimer προασπίζουν, από διαφορετική αφετηρία, μια δική τους εκδοχή οικονομίας της ελεύθερης αγοράς. Χαρακτηριστική είναι π.χ. τόσο η κριτική του Schumpeter στον Keynes, που αν και δεν έπασχε από την ιδεολογική μυωπία του F. A. Hayek ή του J. Buchanan ήταν δριμεία, όσο και η εκμετάλλευση των αντικρατικών αντανακλαστικών του Oppenheimer από νεοφιλελεύθερα ή αναρχοκαπιταλιστικά ρεύματα ή θεωρίες αναρχισμού της ατομικής ιδιοκτησίας (π.χ. για την επιρροή του Oppenheimer στον M. Rothbard, βλ. Hoppe 2001).
Η καρδιά του επιχειρήματος του Schumpeter (και της διαφωνίας του με θεωρήσεις όπως του Goldscheid) ήταν η αποδυνάμωση της προοπτικής αλλαγής οικονομικού μοντέλου. Αλλά μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η πολιτική δεν στράφηκε στον σοσιαλισμό και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στράφηκε στο προνοιακό κράτος κεϋνσιανού τύπου, κατεύθυνση με την οποία ο Schumpeter διαφωνούσε εξίσου. Ομοίως, η ορντοφιλελεύθερη κρατική μορφή, η γερμανική μεταπολεμική «κοινωνική οικονομία της αγοράς» δεν έβρισκε τον Oppenheimer υπέρμαχο, ακόμα και αν μαθητές του υπήρξαν από τους βασικότερους υποστηρικτές αυτού του μοντέλου (π.χ. ο υπουργός Οικονομικών της Δυτικής Γερμανίας από το 1949 ως το 1963 και καγκελάριος από το 1963 ως 1966 L. Erhard, βλ. σχετικά Haselbach 2000: 79).
Ενώ η πιθανότητα του σοσιαλισμού στον Schumpeter «δεν έχει τα υπόρρητα χαρακτηριστικά της μεσσιανικής ή εσχατολογικής εκπλήρωσης που διάφοροι συγγραφείς πίστεψαν ότι ανακάλυψαν στο μαρξικό επιχείρημα […]» (Γκιούρας 2003: 117), το όραμα της «καθαρής οικονομίας» του Oppenheimer έχει έναν σαφή μεσσιανικό χαρακτήρα, συνδεδεμένο επίσης με τη μέσω εποικισμού ιδέα ίδρυσης κράτους στο Ισραήλ. Αν «ο Schumpeter δεν έπαυσε να υποστηρίζει ότι το ζήτημα του σοσιαλισμού είναι ένα ζήτημα αντικειμενικών δυνατοτήτων και όχι αυθόρμητης και αυθαίρετης βούλησης κάποιας επαναστατικής ομάδας» (ό.π.), παρομοίως για τον Oppenheimer, η οικονομική ανάπτυξη και ο καπιταλισμός εγκυμονούσαν μέσα στη δυναμική τους τον αντικειμενικά αναπόδραστο παραγκωνισμό του κράτους προς την επικράτηση μιας αστρέβλωτης μορφής ελεύθερης αγοράς σε κοινοτικό επίπεδο και την εξάλειψη του θεωρούμενου ως περιβλήματος ή επιφαινομένου του καπιταλισμού, δηλαδή της ταξικής κυριαρχίας.
Με άλλα λόγια, το τέλος της μορφής καπιταλισμού που οι ίδιοι βίωναν, το φαντάζονταν ως αντικειμενική κατάληξη, άπαξ και είχε εκπληρωθεί ο υποτιθέμενα ιστορικός ρόλος του καπιταλισμού, η μεγιστοποίηση της επιχειρηματικά ωθούμενης ανάπτυξης στην περίπτωση του Schumpeter και ένας βαθμός εξάπλωσης των κοινοτικών οικονομικών σχέσεων στην περίπτωση του Oppenheimer. Με αυτήν την έννοια, η δυναμική εξελικτικότητα που ο Oppenheimer βλέπει να χαρακτηρίζει το «οικονομικό μέσο» μπορεί να παρομοιαστεί με ένα είδος «δημιουργικής καταστροφής» ή να την εμπεριέχει. Αλλά ενώ για τον Schumpeter η «δημιουργική καταστροφή» ανήκει αποκλειστικά στον καπιταλισμό σαν ιστορικό οικονομικό σύστημα, 12 ο Oppenheimer εφευρίσκει μια αντίστοιχη διαδικασία μακροϊστορικού χαρακτήρα πριν και κατά τη διάρκεια του καπιταλισμού, η οποία προδιαγράφει την εξέλιξη προς τον απώτατο σκοπό μιας απολίτικης μορφής αγοράς.
Τα κείμενα των Schumpeter και Oppenheimer είναι ενταγμένα στην ιστορική συγκυρία κατά την οποία γράφτηκαν και έχουν μια ιδεολογική διάσταση. Έχουν μια πολιτική εργαλειακότητα και μπορούν να συγκριθούν με αντίστοιχα κείμενα όπως π.χ. Το Χρηματιστήριο του Μ. Weber, μιαεκλαϊκευτική μελέτη που προοριζόταν να διαβαστεί από εργάτες. Η «αξιολογική ουδετερότητα» που συνήθως του αποδίδεται, δεν χαρακτηρίζει το εν λόγω κείμενο, αφού σε αυτό ο Weber έπαιρνε ξεκάθαρα θέση για διάφορα ζητήματα. Ξεκινούσε θεωρητικοποιώντας το χρηματιστήριο ως μέρος της ρασιοναλιστικής και απρόσωπης λειτουργίας των θεσμών στην καπιταλιστική οικονομία, την οποία αντιλαμβανόταν ως σύστημα και όχι ως απόρροια βούλησης ή επιβολής μεμονωμένων προτιμήσεων των κεφαλαιούχων:
«Η ιδιοτυπία του σημερινού συστήματος προσόδων είναι ο απρόσωπος χαρακτήρας των σχέσεων ανάμεσα σ’ εκείνον που εισπράττει και σε εκείνον που καταβάλλει τον τόκο. Γι’ αυτό μιλάμε για κυριαρχία του “κεφαλαίου” και όχι για κυριαρχία των κεφαλαιούχων» (Weber 2014: 32, έμφαση Weber).
Αλλά, η αντίληψή του περί απρόσωπου κεφαλαίου τροποποιείτο δραστικά όταν εξέταζε τις επιμέρους (δυσ)λειτουργίες του χρηματιστηρίου. Για την κερδοσκοπία, τις αβάσιμες ή επίπλαστες φήμες, την απάτη και τις προκληθείσες κρίσεις, ο Weber έψεγε όχι τον απρόσωπο καπιταλισμό αλλά την ηθική των προσώπων που το στελέχωναν:
«(…) δεν υπάρχουν μορφές συναλλαγών και χειρισμών καθαυτό “έντιμες” ή “ανέντιμες”, παρά μόνο έντιμοι ή ανέντιμοι επιχειρηματίες που τις χρησιμοποιούν. Τα πάντα εξαρτώνται από τα πρόσωπα» (Weber, έμφαση Weber 2014: 66).
Αφού λοιπόν δεν ήταν ζήτημα τρόπου λειτουργίας αλλά ηθικής στάσης, άστοχη θα ήταν για τον Weber η κρατική εποπτεία. Αντί αυτής πρότεινε ένα είδος πειθαρχικού συμβουλίου, χωρίς ιδιαίτερα διευρυμένες δυνατότητες παρέμβασης, καθώς και τις ακόλουθες κατευθύνσεις:
α) Η αυτορρύθμιση της αγοράς του χρηματιστηρίου από μια ομοιογενή εθνική ανώτερη τάξη με μεγάλα κεφάλαια ώστε να αποτραπεί η είσοδος ξένων κεφαλαίων.13
β) Η ηθικότητα των συμμετεχόντων στο χρηματιστήριο για την αποφυγή κρίσεων.14
γ) Η μη-συμμετοχή αδαών μικροκεφαλαιούχων που θα προκαλούσαν στρεβλώσεις.15
δ) Η ανάγκη παραδοχής εκ μέρους της κοινωνίας ότι το χρηματιστήριο αποτελούσε αρένα δράσεων και συμφερόντων της ανώτερης τάξης, διαπιστώνοντας ότι δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά.16
Ως κείμενο, απηχούσε το αυξανόμενο ενδιαφέρον της γερμανικής κοινής γνώμης για το χρηματιστήριο σε μια εποχή που η χώρα είχε αποκτήσει ενιαία κρατική οργάνωση και προωθείτο το άνοιγμα στις διεθνείς αγορές. Επρόκειτο για διαδικασία που έπληττε τα συμφέροντα παραδοσιακών τάξεων όπως των μεγαλογαιοκτημόνων (π.χ. με την πτώση των τιμών στα δημητριακά το 1891), οι οποίοι, επιζητώντας δασμολογικά προστατευτικά μέτρα, παρουσίαζαν το χρηματιστήριο ως τόπο κερδοσκοπίας (και μάλιστα των Εβραίων) και οικονομικά καταστροφικής απάτης (Γκιούρας 2015: 213). Οι δραστηριότητες στο χρηματιστήριο δεν επέφεραν απλώς νέες οικονομικές προκλήσεις, αλλά σηματοδοτούσαν επίσης τον μετασχηματισμό της γερμανικής οικονομίας σε καπιταλιστική-βιομηχανική (ό.π.: 214), ένα είδος εκσυγχρονισμού στον οποίο ο Weber τασσόταν ανοικτά υπέρ. Επεδίωκε, έτσι, να διαλύσει τις κατ’ αυτόν πλάνες και παρανοήσεις γύρω απ’ τους τρόπους λειτουργίας και τους σκοπούς του χρηματιστηρίου και αποτιμούσε τη συνολική συνεισφορά του ως άκρως θετική για την εδραίωση και αναπαραγωγή της καπιταλιστικής εθνικής οικονομίας, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα συμμετείχαν άτομα κατώτερων κοινωνικών τάξεων και ότι ο έλεγχος του χρηματιστηρίου θα αφηνόταν στα ίδια τα προερχόμενα μόνο απ’ την ανώτερη τάξη μέλη του χρηματιστηρίου, με προϋπόθεση την ηθικότητά τους.
Εξίσου πολιτικό χαρακτήρα με το κείμενο του Weber έχουν και τα κείμενα των Schumpeter και Oppenheimer. Πρόκειται για κείμενα ανάλυσης, τα οποία συνδέονται με συγκεκριμένες συγκυρίες και πολιτικά ζητούμενα, αυτό του εποικισμού από εβραϊκούς πληθυσμούς παλαιστινιακών εδαφών στην περίπτωση του Oppenheimer και αυτό της ανοικοδόμησης της Αυστρίας μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μέσω ενός μοντέλου ανάπτυξης βασισμένου στις μεγάλες, θεωρούμενες ως καινοτόμες ιδιωτικές επιχειρήσεις στην περίπτωση του Schumpeter.
7. Τελικές παρατηρήσεις
Αν στην εποχή του Schumpeter ήταν αποδεκτή, τουλάχιστον, η συζήτηση περί σοσιαλισμού, σήμερα, σε εποχή θριάμβου του πολιτικού καπιταλισμού και του νεοφιλελευθερισμού, αυτή θεωρείται άκαιρη ή ανεδαφική. Η υπερεξάπλωση του «οικονομικού μέσου», την οποία προέβλεπε ο Oppenheimer πράγματι τελέστηκε, αλλά όχι και η εξάλειψη της ταξικής κυριαρχίας που θα τη συνόδευε και κυρίως, όχι του κράτους, το οποίο υποτίθεται πως θα εκτόπιζε η αγορά. Αυτή η υπερξάπλωση του φιλελεύθερου μοντέλου, ώθησε, έναν αιώνα μετά τον Oppenheimer και άλλους σε συναφείς προβλέψεις και αναλύσεις περί «παρακμής του κράτους» (π.χ. μια απ’ τις πιο συστηματικές τέτοιες αναλύσεις είναι του Creveld 2003).17 Αλλά, τόσο οι παλιές όσο και οι πιο πρόσφατες προβλέψεις για παρακμή του κράτους δεν επιβεβαιώθηκαν, για τον λόγο ότι το κράτος ήταν εξαρχής και παραμένει συγκροτητικό μέρος της διαδικασίας της αγοράς και παρεμβατικό (ή μη) υπέρ αυτής, αποκρυσταλλώνοντας θεσμικά και εξουσιαστικά τις σχέσεις εντός μιας κοινωνίας που έχει παγιωθεί ως κοινωνία της αγοράς (Polanyi 2001).
Η παραγνώριση του ρόλου του κράτους κάνει τη θεώρηση του Oppenheimer άγονη και την εντάσσει στη σφαίρα της θεολογίας της αγοράς. Τούτο δεν ισχύει για την ιδεατοτύπηση του «φορολογικού κράτους» του Schumpeter, η οποία διατηρεί την επικαιρότητά της, αφού η φορολογία ακόμα αποτελεί πεδίο κοινωνικο-ταξικών διενέξεων και δείκτη των διαφορετικών κατευθύνσεων της οικονομικής πολιτικής που μπορεί να αυξήσει ή να μειώσει τη φορολογική προθυμία, να προκαλέσει πολιτική κρίση, να οδηγήσει σε αποπροσανατολισμό ή αποηθικοποίηση της διοίκησης καθώς και να κλονίσει σε σημείο κρίσης εκπροσώπησης τον δεσμό κράτους-κοινωνίας (Jessop 2016: 71). Νέα σπουδαιότητα αποκτά επίσης ο ιδεότυπος του φορολογικού κράτους ενόψει της τρέχουσας περιόδου νομισματικής αβεβαιότητας, της πρόσφατης δημοσιονομικής κρίσης του κράτους και του προβλήματος του δημόσιου (ή πρώην ιδιωτικού) χρέους, το οποίο ασκεί τεράστιες πιέσεις σε κράτος και κοινωνία.
Με τον μάλλον τραχύ διαχωρισμό «οικονομικού» και «πολιτικού» μέσου και την εξιδανίκευση του πρώτου υπέρ της απριορίστικης απόρριψης του δεύτερου, από την προσέγγιση του Oppenheimer χάνεται πλήρως η σημασία των προνοιακών και προστατευτικών κρατικών λειτουργιών, κάτι που δεν ισχύει για τον Schumpeter. Όπως και ο Polanyi (για σύγκριση μεταξύ Schumpeter και Polanyi, βλ. Trigilia 2004: 161-195), ο Schumpeter (2006: 82) δεν παραγνώριζε τη σημασία των προστατευτικών πολιτικών και θεσμών, π.χ. στο ζήτημα της ανεργίας, για το οποίο θεωρούσε πως το σύστημα θα έπρεπε να μπορεί να παρέχει εγγυήσεις και ασκούσε κριτική σε απόψεις ότι τέτοιες εγγυήσεις ήταν ασύμβατες με την ελεύθερη αγορά. Μολονότι ο Schumpeter (ό.π.) κατήγγειλε τις «αντικαπιταλιστικές πολιτικές που υπερέβαλλαν εαυτές» ως υποτιθέμενες αιτίες της κρίσης της δεκαετίας του 1930 (κάτι στο οποίο κάθε άλλο παρά συμφωνούσε ο Polanyi), δεν υποτιμούσε, ωστόσο, την τάση του καπιταλιστικού συστήματος να «υπονομεύει τους κοινωνικούς θεσμούς που το προστατεύουν» (ό.π.: 72).
Αξιοσημείωτο είναι, επίσης, ότι η θεώρηση του Schumpeter διαφοροποιείται από αυτήν ορισμένων σημερινών φιλελεύθερων, οι οποίοι (π.χ. τασσόμενοι υπέρ του νέου θεσμικού πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης στην ευρωζώνη) αξιώνουν μέχρι και την πλήρη απόσυρση του κράτους από τη δημοσιονομική πολιτική, και (π.χ. στο πλαίσιο διαφόρων εκδοχών θεωριών δημόσιας επιλογής με το επιχείρημα του δαπανηρού κράτους πρόνοιας, που θεωρείται ότι απλώς απολήγει στην αναπαραγωγή πελατειακών σχέσεων ανάμεσα στο ψηφοθηρικό κράτος και τους εκλογείς του) δαιμονοποιούν μέχρι και την ίδια την ιδέα της προνοιακής πολιτικής και της κοινωνικής προστασίας, παρότι αυτά εξαρχής εξυπηρέτησαν την αναπαραγωγή της οικονομίας της αγοράς.
Από πλευράς θεωρίας κράτους, οι θεωρήσεις των Schumpeter και Oppenheimer επιβεβαιώνουν τη διαπίστωση ότι το αναλυτικό αντικείμενο των θεωρητικών του κράτους δεν είναι ποτέ απλώς «το κράτος» (Jessop 2016: 308), αλλά όλα τα συνδεόμενα με την κρατική εξουσία ζητήματα, η μορφολογία των θεσμών, η σχέση κράτους-διοίκησης, κράτους-κοινωνικών ενώσεων και κράτους-οικονομίας και οι σχετικοί ταξικοί ανταγωνισμοί.
Από πλευράς θεωρίας κράτους, οι θεωρήσεις των Schumpeter και Oppenheimer επιβεβαιώνουν τη διαπίστωση του Jessop (2016: 308) ότι «το αναλυτικό αντικείμενο των θεωρητικών του κράτους δεν είναι το κράτος, αλλά η κρατική εξουσία», και ότι «η θεωρία του κράτους αφορά πάντα περισσότερα από το κράτος», εννοώντας ότι γύρω από τη σχετική συζήτηση εμπλέκονται σειρά παραμέτρων, οι εξουσιαστικοί ανταγωνισμοί, η μορφολογία των θεσμών, η σχέση κράτους-διοίκησης, κράτους-εκκλησίας, κράτους-κοινωνικών ενώσεων κτλ. Κυρίως, όπως φαίνεται από τις τοποθετήσεις των Schumpeter και Oppenheimer, η θεωρία κράτους μπορεί να ενταχθεί στο οπλοστάσιο πολιτικών προγραμμάτων διαμόρφωσης των κοινωνικών και ταξικών συσχετισμών δυνάμεων, υπέρ της μίας ή της άλλης κατεύθυνσης, ως προς τη σχέση κράτους-οικονο
Βιβλιογραφία
Backhaus Ursula (2010), Franz Oppenheimer’s (1864-1943) Social Economic Approach to Health, The American Journal of Economics and Sociology, vol. 69: 3, July.
Bar Or Galia (2010), The Initial Phases: A Test Case, in Bar Or Galia (ed.), Kibbutz: Architecture Without Precedents, The Israeli Pavilion, The 12th International Architecture Exhibition.
Caspari Volker, Klaus Lichtblau (2014), Franz Oppenheimer: Ökonom und Soziologe der ersten Stunde, Societäts-Verlag, Frankfurt am Main.
Caspari Volker (2014), Franz Oppenheimer als Ökonom, ομιλίαστις 31.03 στοGoethe Universität, Frankfurt,
https://www.uni-frankfurt.de/50345037/Oppeneheimer_Vernissage.pdf
Γκιούρας Θανάσης (2003), Δημοσιονομική Κοινωνιολογία και Θεωρία του Κράτους: Παρατηρήσεις με βάση το κείμενο του J. A. Schumpeter Η κρίση του φορολογικού κράτους, Τετράδια Πολιτικής Επιστήμης, τεύχος 3.
Γκιούρας Θανάσης (2015), Χρονικό του Βιβλίου: Το Χρηματιστήριο του MaxWeber, Ουτοπία, τεύχος 112, Μάιος-Ιούνιος.
CreveldMartinvan (2003), Η άνοδος και η πτώση του κράτους, μετάφραση Κ. Κολιόπουλος, Εκδόσεις Κ. Τουρίκη, Αθήνα.
Haselbach Dieter (2000), Franz Oppenheimer’s Theory of Capitalism and of a Third Path, in Koslowski, Peter (Ed.), The Theory of Capitalism in the German Economic Tradition: Historism, Ordo-Liberalism, Critical Theory, Solidarism, Springer Verlag, Heidelberg.
Hoppe Hans-Hermann (2001), Anarcho-Capitalism: An Annotated Bibliography, 31.12., http://archive.lewrockwell.com/hoppe/hoppe5.html
Jessop Bob (2016), The State: Past, Present, Future, Polity Press, Cambridge.
Lichtblau Klaus (2015), Franz Oppenheimer: Chronik, Februar, http://www.fb03.uni-frankfurt.de/54043985/Oppenheimer_Chronik_06_02_2015.pdf
Michaelides Panayotis, John Milios (2005), Did Hilferding Influence Schumpeter?, History of Economics Review, 41.
Michaelides Panayotis, John Milios (2009), Joseph Schumpeter and the German Historical School, Cambridge Journal of Economics, 33.
Musgrave Richard Abel (1992), Schumpeter’s Crisis of the Tax State: an Essay in Fiscal Sociology, Journal of Evolutionary Economics, vol. 2.
OppenheimerFranz (2002), Το κράτος, μετάφραση Γ. Καραπαπάς, Εκδόσεις Τροπή, Αθήνα.
Oppenheimer Franz (1944), We haven’t yet fully achieved our goal, Karnenu, National Fund, Jerusalem, June.
Polanyi Karl (χ.χ.), Contemporary Problems and Social and Political Theory, Morley College, Notes and Syllabus, Karl Polanyi Institute of Political Economy, αρχείο15-04.
Polanyi Karl (2001), Ο μεγάλος μετασχηματισμός, μετάφραση Κ. Γαγανάκης, Αθήνα: Νησίδες.
SchumpeterJoseph Α. (2003), Η κρίση του φορολογικού κράτους, μετάφραση Θ. Γκιούρας, Τετράδια Πολιτικής Επιστήμης, τεύχος 3.
SchumpeterJoseph Α. (2006), Καπιταλισμός, Σοσιαλισμός και Δημοκρατία, μετάφραση Χ. Τσαμπρούνης, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα.
Swedberg Richard (1991), Joseph. A. Schumpeter: His Life and Work, Polity Press, Cambridge.
TrigiliaCarlo (2004), Οικονομική Κοινωνιολογία: κράτος, αγορά και κοινωνία στον σύγχρονο καπιταλισμό, μετάφραση Χ. Τσαμπρούνης, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα.
WeberMax (2014), Το Χρηματιστήριο, μετάφραση Θ. Δρίτσας, Κ. Σπαθαράκης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Αθήνα/Ηράκλειο.
1 Βλ. το ερευνητικό πρόγραμμα στο Πανεπιστήμιο Γκαίτε της Φρανκφούρτης Leben und Werk Franz Oppenheimers (http://www.fb03.uni-frankfurt.de/46165626/Forschungsprojekt-Franz-Oppenheimer), με δημοσιεύσεις όπως Caspari/Lichtblau (2014).
2 Sombart και Schumpeter είχαν κοινή όχι μόνο μια σε βάθος κατανόηση του μαρξισμού αλλά και την αντίληψη ότι ο καπιταλισμός, που και για τους δυο συνιστούσε διαδικασία εξορθολογισμού, παρήκμαζε λόγω της γραφειοκρατικοποίησης της μεγάλης επιχείρησης που απέρρεε από τη μηχανοποίηση της παραγωγής. Αλλά ενώ για τον Sombart ο καπιταλισμός θα κατέρρεε λόγω στασιμότητας και αποτυχίας, για τον Schumpeter η καταστροφή του θα οφειλόταν στην επιτυχία του, αφού, μαζί με την ανάπτυξή του, γεννούσε προβλήματα και δυναμικές που υπέσκαπταν την ίδια του την υπόσταση (Michaelides/Milios 2009: 498-502).
3 Weber και Schumpeter έβλεπαν τον καπιταλισμό ως σύστημα που προκαλούσε ρήξη με παραδοσιακές οικονομίες στασιμότητας. Η εμφάνιση του «δυναμικού» και «ενεργού» επιχειρηματία, βασικού φορέα του «πνεύματος» του καπιταλισμού, που δρούσε όχι από ηδονιστικά κίνητρα αλλά από μια αίσθηση καθήκοντος (Weber) ή βάσει ορθολογικών επιδιώξεων (Schumpeter), ήταν παράγοντας διατάραξης της προκαπιταλιστικής κυκλικής ροής. Επίσης, εξω-οικονομικοί παράγοντες ήταν στην οπτική τους απαραίτητοι για τη μετάβαση στον σύγχρονο καπιταλισμό, η προτεσταντική ηθική για τον Weber και παράγοντες ψυχολογικής φύσης για τον Schumpeter (Michaelides/Milios 2009: 502-507).
4 Schmoller και Schumpeter επιχειρηματολογούσαν υπέρ μιας πολυπαραγοντικής προσέγγισης για τη μελέτη της οικονομικής συμπεριφοράς, η οποία θα περιελάμβανε ψυχολογικούς και ηθικούς παράγοντες και θεωρούσαν τις «ηγετικές» προσωπικότητες φορείς αλλαγής και «καινοτομίας». Μοιράζονταν επίσης την πίστη ότι ιστορικά δεδομένα και μια ιστορική προσέγγιση στη μελέτη οικονομικών θεμάτων ήταν απαραίτητη και συνιστούσε ξεχωριστό ερευνητικό πρόγραμμα (Michaelides/Milios 2009: 507-510).
5 «Θα παραμείνει προσφορά του Goldscheid ότι ήταν ο πρώτος που έθεσε το απαραίτητο βάρος σε αυτό το είδος παρατήρησης της δημοσιονομικής ιστορίας, ότι ανακοίνωσε σε ευρείς κύκλους την αλήθεια πως ο προϋπολογισμός είναι ο “ξεγυμνωμένος από κάθε απατηλή ιδεολογία σκελετός” του κράτους – ένα πλήθος σκληρών, γυμνών δεδομένων, τα οποία μένουν ακόμη να τοποθετηθούν στο πεδίο της κοινωνιολογίας» (Schumpeter 2003: 134).
6 Ο δικός του ορισμός του σοσιαλισμού είναι ο εξής: «Με τον όρο σοσιαλιστική κοινωνία εννοούμε το θεσμικό μοντέλο στο οποίο ο έλεγχος των μέσων παραγωγής αλλά και της ίδιας της παραγωγής ανήκει σε μια κεντρική αρχή – ή όπως θα λέγαμε, στο οποίο τα οικονομικά ζητήματα της κοινωνίας ανήκουν, για λόγους αρχής, στη δημόσια και όχι στην ιδιωτική σφαίρα» (Schumpeter 2006: 202). Προσθέτει ότι ο ορισμός του αποκλείει τον «συντεχνιακό» και «συνδικαλιστικό» σοσιαλισμό (ό.π.). Περαιτέρω βλέπει τον σοσιαλισμό στο οικονομικό πεδίο να «κληρονομεί ένα “μονοπωλιακό” και όχι έναν “ανταγωνιστικό” τύπο καπιταλισμού» (ό.π.: 230) και στο πολιτισμικό να χαρακτηρίζεται από «πολιτισμική απροσδιοριστία» (ό.π.: 205) και να μην προβλέπεται τι στοιχεία κληρονομεί.
7 «[Ο πόλεμος] δεν λειτουργεί στο σουμπετεριανό επιχείρημα ως μαιευτήρας της νέας, φερέλπιδος κοινωνικής μορφής, αλλά ως καταστροφικό διάλειμμα που μπορεί (και πρέπει) να χρησιμοποιηθεί ως διδακτική “ύλη” προς επίτευξη του ευκταίου και εφικτού επιπέδου κοινωνικού πλούτου – όπως και, πράγμα ιδιαίτερα σημαντικό για τον Schumpeter, νομισματικής σταθερότητας. Η κρίση, και δη η πολεμική κρίση, αποτελεί για τον Schumpeter “εξωτερικό” παράγοντα σ’ αυτό που ο ίδιος έχει ορίσει στο συνολικό έργο του ως κεφαλαιοκρατική οικονομία» (Γκιούρας 2003: 119).
8 «Αν κοιτάξουμε αυτές τις πλημμυρίδες από καταναλωτικά αγαθά, θα διαπιστώσουμε ξανά ότι αποτελούνται από είδη μαζικής κατανάλωσης και ότι αυξάνουν την αγοραστική δύναμη του δολαρίου των μισθωτών περισσότερο από οποιουδήποτε άλλου – συμπεραίνουμε με άλλα λόγια, ότι η καπιταλιστική διαδικασία ανεβάζει σταδιακά το επίπεδο των μαζών όχι τυχαία, αλλά λόγω του ίδιου του μηχανισμού» (Schumpeter 2006: 79).
9 «Μπορούμε βεβαίως να το ορίσουμε [το κράτος] βάσει του κριτηρίου της κυριαρχίας και κατόπιν να μιλήσουμε για σοσιαλιστικό κράτος. Αν όμως η έννοια του κράτους έχει κάποια ουσία και δεν αποτελεί απλώς νομική ή φιλοσοφική αερολογία, τότε δεν θα πρέπει να της επιτραπεί η είσοδος στη συζήτηση περί φεουδαρχικής ή σοσιαλιστικής κοινωνίας, διότι καμία από αυτές δεν παρουσίασε, ούτε θα παρουσιάσει, τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ ιδιωτικής και δημόσιας σφαίρας στην οποία το κράτος οφείλει το μεγαλύτερο μέρος της ύπαρξής του» (Schumpeter 2006: 204).
10 Σε κείμενο με τίτλο Κοινή και ιδιωτική ιδιοκτησία γης και εδάφους το 1913 ο Oppenheimer (αναφέρεται στο Lichtblau 2015: 34) σημειώνει: «Αυτά που κάνει σήμερα το Εθνικό Ταμείο […] βρίσκονται ακριβώς στο πνεύμα των Γραφών της Βίβλου για τη Γη. Ο σκοπός πρέπει να είναι να κατασκευάσουμε σε μόνιμη βάση την παλιά συντροφική ισότητα του λαού, με την οποία έφτασε στην Παλαιστίνη και την οποία διατήρησε για αιώνες. Δεν θέλουμε να εισάγουμε στην Ιερή Γη την κατάρα της καπιταλιστικής καταστροφής και του ταξικού μίσους, αρκεί η φυλετική αντίθεση ανάμεσα σε μας και τους Άραβες και τους Τούρκους».
11 «Όταν πριν πάνω από σαράντα χρόνια περιέγραψα στο Συνέδριο στη Βασιλεία το πρόγραμμα γης για την εβραϊκή αποικιοποίηση στην Παλαιστίνη, αιωρούνταν στο μυαλό μου το όραμα μιας τέτοιας δημοκρατίας [σύμφωνης με το Τορά] […]. Είμαστε για πάντα υπόχρεοι στο Εθνικό Ταμείο για το γεγονός αυτό – παρά τις αποτυχίες και τα εμπόδια – η Γη του Ισραήλ δεν απέχει σήμερα πολύ απ’ αυτόν τον στόχο. […] Μια αληθινή δημοκρατία, ωστόσο, δεσμεύεται να πραγματοποιήσει πλήρη ισότητα ευκαιριών για κάθε πολίτη της: μια οικονομική δημοκρατία. Και μια τέτοια ισότητα υπάρχει μόνο εκεί που η γη είναι ελεύθερη και ο καθένας που θέλει να την καλλιεργήσει δικαιούται να κατέχει το μερίδιό του. Αυτή ήταν η πρώτη κοινωνική σοφία του ισραηλινού Τορά και είναι πια η τελευταία λέξη της σύγχρονης οικονομικής επιστήμης» (Oppenheimer 1944).
12 «Το άνοιγμα των καινούργιων αγορών, εγχώριων ή ξένων, και η οργανωσιακή ανάπτυξη από το εργαστήριο και το εργοστάσιο στο σχηματισμό συγκροτημάτων όπως η U.S. Steel, αναπαριστούν την ίδια διαδικασία βιομηχανικής μετάλλαξης […] η οποία επαναστατικοποιεί τη δομή της οικονομίας εκ των έσω, καταστρέφει αδιάκοπα την παλαιά και δημιουργεί συνεχώς τη νέα. Η διαδικασία αυτή της δημιουργικής καταστροφής είναι το θεμελιώδες γεγονός του καπιταλισμού» (Schumpeter 2006: 98).
13 «Αλλά καθώς η συμβολή τους [των μεγάλων κεφαλαιούχων] είναι από την άλλη απολύτως απαραίτητη και δεδομένου ότι μια εθνική οικονομία δίχως υψηλή συγκέντρωση κεφαλαίων εξαρτάται από ξένους κεφαλαιούχους, ο μικροκερδοσκόπος του χρηματιστηρίου […] δεν επιτρέπει να δημιουργηθεί μια τάξη χρηματιστών ομοιογενής ως προς τη γενική της συγκρότηση, εκπαίδευση και λειτουργία, μια τάξη ικανή να διαμορφώσει με τις δικές της δυνάμεις έναν “κώδικα δεοντολογίας” για τη λειτουργία των πειθαρχικών δικαστηρίων, τα οποία θα είχαν έτσι τη δύναμη να διαπαιδαγωγούν κατάλληλα και να επιβάλλουν τις απαιτήσεις τους» (Weber 2014: 69, έμφαση Weber).
14 «[…] Θα ήταν πιθανότατα λάθος η δικαιοδοσία να μην περιέλθει στα μέλη της ίδιας της επαγγελματικής τάξης των χρηματιστών. Αν δεν μπορεί να ελπίζει κανείς ότι ολόκληρη η τάξη αυτή θα διαποτίζεται εσωτερικά από το υψηλότερο αίσθημα επαγγελματικής εντιμότητας, τότε όλος ο θεσμός είναι μια κωμωδία και θα ήταν προτιμότερο να μην υφίσταται» (Weber 2014: 71).
15 «Το χρηματιστήριο αποτελεί όντως μονοπώλιο των πλουσίων και δεν υπάρχει τίποτα πιο ανόητο απ’ το να προσπαθεί κανείς να συγκαλύψει αυτήν την πραγματικότητα επιτρέποντας την είσοδο σε οικονομικά ανίσχυρους κερδοσκόπους και δίνοντας έτσι τη δυνατότητα στο μεγάλο κεφάλαιο να μετακυλύει τις ευθύνες του σε αυτούς» (Weber 2014: 70).
16 «Η δύναμη κάθε κοινωνικού οργανισμού είναι το αίσθημα τιμής των μελών του. Στο δικό μας, όπως και σε κάθε χρηματιστήριο, κυριαρχεί εκ των πραγμάτων ο οικονομικά ισχυρότερος. Δεν μπορεί να γίνει αλλιώς. Επομένως, θα μπορούσε κανείς να παραδώσει το πεδίο και τυπικά σε αυτόν, και να περιορίσει την πρόσβαση στο χρηματιστήριο, θεσπίζοντας υψηλότερες χρηματικές εγγυήσεις» (Weber 2014: 69, έμφαση Weber).
17 Μέσα από την ιστορική ανάλυση από τον 14ο ως τον 20ό αιώνα των πολιτικών προσταδίων, της πορείας και των βασικών διαδικασιών που ώθησαν στη δημιουργία του νεωτερικού κράτους, ο Creveld (2003), διατυπώνει στο Η άνοδος και η πτώση του κράτους το επιχείρημα της οριστικής εγκατάλειψης της κυρίαρχης θέσης που το κράτος είχε κατακτήσει στην περίοδο 1945-1975 και μιας έκτοτε όλο και διευρυνόμενης παρακμής του. Σημείο καμπής αποτελεί η απόσυρση του κράτους από τις προνοιακές αρμοδιότητες, είτε λόγω της ανικανότητας αντιμετώπισης των αυξημένων ελλειμμάτων κατά τις προηγούμενες δεκαετίες (δημοσιονομική κρίση), είτε λόγω αλλαγών στα τεχνολογικά και εργασιακά μοτίβα που προκάλεσαν ή συνέπεσαν με αναδιαρθρώσεις στις κοινωνικές σχέσεις εξουσίας διευκολύνοντας την ιδιωτικοποίηση δημόσιων αγαθών και πρώην κρατικών υπηρεσιών, καθώς και την παγκοσμιοποίηση μέσω της άρσης εμποδίων για τη βάθυνση της φιλελευθεροποίησης. Ο νέος κόσμος των αποδυναμωμένων κρατών και των επερχόμενων μετασχηματισμών συγκρίνεται κατά τον Creveld με την προ του 1648 περίοδο, στην οποία ετερογενείς πολιτικοί δρώντες αλληλεπιδρούσαν και συγκρούονταν απευθείας ή μέσω τρίτων. Το μάλλον απλοϊκό συμπέρασμά του είναι ότι το κατά πόσο οι συνέπειες της υποχώρησης του κράτους «θα είναι καλές ή κακές για κάθε άτομο εξαρτάται από το φύλο του, τις οικογενειακές σχέσεις του, την οικονομική κατάστασή του, την κοινωνική θέση του, το επάγγελμα του, τους δεσμούς του με διάφορους οργανισμούς κ.ο.κ.», και ότι «οι κίνδυνοι και οι ευκαιρίες είναι πιθανότατα περίπου ίσες» (Creveld 2003: 483).