Σημείωμα του μεταφραστή
Το ρωσικό πρωτότυπο δημοσιεύθηκε το 1929 σε δύο μέρη με τίτλο Экономика и правовое регулирование (Ekonomika i pravovoe regulirovanie) στο περιοδικό Революция права (Revoliutsiia prava), τ. 4: 12-32 και τ. 5: 20-37.
Η παρούσα μετάφραση έγινε από τα αγγλικά με βάση το κείμενο που δημοσίευσε ο Peter B. Maggs σε Evgeny Pashukanis, Selected Writings on Marxism and Law, London 1980: 237-272 (ηλεκτρονικά διαθέσιμη σε https://pages.law.illinois.edu/p-maggs/pch6.htm και https://www.marxists.org/archive/pashukanis/1929/xx/economics.htm).
Η αγγλική μετάφραση εμφανίζει το φιλολογικό μειονέκτημα ότι μεταφράζει τους τίτλους των παραπεμπόμενων έργων στα αγγλικά χωρίς να διατηρεί την πρωτότυπη μορφή τους. Στη δική μας μετάφραση ακολουθούμε τους εξής κανόνες:
α) Αναφέρουμε τον τίτλο έργων στο πρωτότυπο (ή/και στη ρωσική μετάφραση που παραπέμπει ο ίδιος ο Πασουκάνις).
β) Διατηρούμε τον ελλειπτικό τρόπο βιβλιογραφικών παραπομπών που επέλεξε ο Πασουκάνις στις υποσημειώσεις.
γ) Διορθώνουμε σιωπηρά τα (πολλά) λάθη σε ονόματα, χρονολογίες και τίτλους.
δ) Δίνουμε βιβλιογραφική παραπομπή ορισμένων έργων που ο Πασουκάνις αναφέρει αλλά δεν παραπέμπει, στο βαθμό που αυτό μας ήταν δυνατόν.
ε) Προστέθηκε στο κείμενο βιβλιογραφικός κατάλογος, στον οποίο συμπληρώνονται, κατά το δυνατόν, τα στοιχεία των παραπεμπόμενων έργων.
Δικές μας προσθήκες στις υποσημειώσεις επισημαίνονται ως ΣτΜ.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ
του Γιεβγκένι Πασουκάνις
μετάφραση Δημήτρης Δημούλης
I
Όταν άρχισα να μελετώ το λεγόμενο φαινόμενο αντίδρασης των υπερδομών στη βάση αντιμετώπισα ένα πρόβλημα. Τι καινούργιο μπορεί να ειπωθεί επ’ αυτού, πέρα από την αναπαραγωγή θέσεων που έχουν διατυπωθεί και θεμελιωθεί εδώ και πολύ καιρό; Μήπως διατρέχουμε τον κίνδυνο να επαναλάβουμε με δικά μας λόγια πασίγνωστες αλήθειες; Πρόκειται για ένα συχνό και λυπηρό φαινόμενο και η φυσιολογία διδάσκει ότι η διαρκής επανάληψη του ίδιου ερεθισμού μειώνει την ευαισθησία του νευρικού συστήματος.
Ενόψει αυτού έθεσα την εξής ερώτηση στον εαυτό μου. Υπάρχει κάτι νέο στο θέμα; Μια απλώς επιφανειακή βιβλιογραφική έρευνα έδειξε ότι υπάρχουν πολλά νέα στοιχεία. Αυτό μετέβαλε την ανησυχία μου. Ο κίνδυνος είναι πλέον να μην μπορέσω να καλύψω σε αυτό το σύντομο δοκίμιο όλες τις πλευρές και λεπτομέρειες του προβλήματος που εξετάζουμε.
Η επιρροή του κράτους στην οικονομία, μια ιδιαίτερη πλευρά της οποίας είναι η νομική επιρροή, πρέπει να εξετασθεί πλέον στο φως της εμπειρίας του ιμπεριαλιστικού σταδίου της καπιταλιστικής ανάπτυξης, και ιδίως στο φως των ιμπεριαλιστικών προσπαθειών για έλεγχο και ρύθμιση των εθνικών οικονομιών στην περίοδο του Παγκοσμίου Πολέμου.1 Αυτές οι απόπειρες έδωσαν αφορμή για την εμφάνιση μιας ευρείας βιβλιογραφίας που, πρέπει να ομολογήσουμε, δεν έχει ακόμη εξετασθεί από εμάς. Ενώ, για παράδειγμα, η εμπειρία της Γερμανίας είναι σε γενικές γραμμές γνωστή και μελετημένη, είναι πολύ λιγότερο γνωστές εδώ οι εξίσου ενδιαφέρουσες προσπάθειες ελέγχου και ρύθμισης της εθνικής οικονομίας που έγιναν από την αγγλική κυβέρνηση. Προσωπικά θα είχα δυσκολίες να εντοπίσω ένα έργο που να είναι αφιερωμένο στη ρύθμιση της αγγλικής οικονομίας στην περίοδο εκείνη, καίτοι στο εξωτερικό δεν είναι αμελητέος ο αριθμός σχετικών δημοσιεύσεων.
Ένα άλλο γεγονός κολοσσιαίας σημασίας είναι η δική μας εμπειρία οικοδόμησης του σοσιαλισμού. Παρατηρούμε τη βαθύτατη επιρροή της υπερδομής στη βάση, η οποία συνοδεύεται από το γεγονός ότι η υπερδομική οργάνωση – το κράτος – έγινε μέρος της βάσης. Ο σχεδιασμός της εθνικής οικονομίας αποτελεί συνδυασμό συνειδητών και βουλητικών στοιχείων, επιστημονικής πρόβλεψης και επιθυμητών ρυθμίσεων. Αυτό δίνει μια νέα διάσταση στο πρόβλημα και αναδεικνύει πληθώρα αποχρώσεων που δεν είχαν προσεχθεί προηγουμένως. Στη σοβιετική βιβλιογραφία, αυτά τα ζητήματα πρέπει να εξετασθούν υπό το φως των προσπαθειών να ορισθούν τα όρια και η φύση της δράσης του νόμου της αξίας στην οικονομία μας. Έγινε συζήτηση με αναφορά στις απόψεις του Πρεομπραζένσκι που πρότεινε την έννοια του νόμου της πρωταρχικής σοσιαλιστικής συσσώρευσης, τον οποίο αντιδιέστειλε προς το νόμο της αξίας.
Η οξυδέρκεια των επιχειρημάτων οφείλεται σίγουρα στο ότι το θέμα συνδέεται με τα πιο πιεστικά προβλήματα της οικονομικής πολιτικής. Ωστόσο αμφότερες οι πλευρές διατύπωσαν βαρύνουσες ενστάσεις σε καθαρά μεθοδολογικό επίπεδο. Συγκεκριμένα, ο Πρεομπραζένσκι θεώρησε ότι οι επικριτές του τείνουν να αγνοούν τον ιστορικό υλισμό και υιοθετούν τη θεώρηση του Stammler.
Όπως θα διαπιστώσουμε, άλλες δύο συζητήσεις μεταξύ μαρξιστών οικονομολόγων σχετίζονται με το ζήτημα που εξετάζουμε εδώ. Πρόκειται για τη συζήτηση σχετικά με το αντικείμενο της θεωρητικής πολιτικής οικονομίας και τη συνεχιζόμενη ακόμη συζήτηση σχετικά με το βιβλίο του Ι. Ρούμπιν «Δοκίμια για τη μαρξική θεωρία της αξίας».
Στην αστική οικονομική θεωρία έχουμε σειρά έργων αφιερωμένων στην αλληλεπίδραση οικονομικών νόμων και των λεγομένων κοινωνικών επιρροών. Η πιεστικότητα του προβλήματος άρχισε να γίνεται σαφής ήδη πριν από τον Παγκόσμιο Πόλεμο και πριν την επίταση της κρατικής ρύθμισης. Σε αυτό έπαιξε σημαντικό ρόλο η επίταση των ταξικών ανταγωνισμών που είναι εγγενής στην ιμπεριαλιστική φάση και ο αυξανόμενος ρόλος της κρατικής οργάνωσης. Οι αστοί οικονομολόγοι αισθάνθηκαν την ανάγκη να στραφούν στη μελέτη του κοινωνικού στοιχείου στα οικονομικά φαινόμενα. Είναι χαρακτηριστική επ’ αυτού η περίπτωση ενός από τους διάσημους εκπροσώπους της ατομικιστικής, υποκειμενικής-ψυχολογικής προσέγγισης στην πολιτική οικονομία, του επικεφαλής της Αυστριακής Σχολής Μπεμ-Μπάβερκ. Στο κείμενό του «Ισχύς ή οικονομικός νόμος;» που γράφτηκε στα χρόνια του πολέμου του 1914-1918 ο συγγραφέας επισημαίνει ότι η οικονομική επιστήμη έχει ένα κενό στο ζήτημα μελέτης των κοινωνικών επιδράσεων:
«Αυτό το κενό ήταν ανέκαθεν ορατό, αλλά έγινε πιο εμφανές την τελευταία δεκαετία, δεδομένου ότι επιτείνεται διαρκώς η επέμβαση παραγόντων κοινωνικής εξουσίας στην πιο πρόσφατη οικονομική μας εξέλιξη. Ενώσεις επιχειρήσεων, καρτέλ, κοινοπραξίες και μονοπώλια από τη μια πλευρά. Συνδικάτα εργατών με πρακτικές καταναγκασμού στις απεργίες και στα μποϊκότ από την άλλη πλευρά. Αμφότεροι ασκούν πίεση, προσπαθώντας να επιβάλλουν τα συμφέροντά τους στη διαμόρφωση των τιμών και τη διανομή. Και σ’ αυτό προστίθενται οι διαρκώς αυξανόμενες επιρροές που προέρχονται από την κρατική οικονομική πολιτική».2
Στις τελευταίες δεκαετίες η αστική οικονομική θεωρία, κυρίως η γερμανική, διαμόρφωσε μια ολόκληρη σχολή που τονίζει με μεγάλη έμφαση την ανάγκη να εξετασθεί η κοινωνική ρύθμιση ως διάσταση της μελέτης των οικονομικών φαινομένων. Ο Karl Diehl ανήκει σε αυτή την ομάδα, στην οποία διακρίνονται επίσης οι Stolzman, Amonn, Oppenheimer, Spann και άλλοι. Η παραγωγικότητα αυτής της τάσης όχι μόνον δεν μειώθηκε, αλλά αντιθέτως αυξήθηκε σημαντικά στη μεταπολεμική περίοδο. Τα προβλήματα των σχέσεων κοινωνίας και οικονομίας άρχισαν να απασχολούν και τους ορθοδόξους μαρζιναλιστές. Θα αναφέρω εδώ μόνον το έργο του Strigl.3 Αλλά και αρκετά κεφάλαια στο έργο του Βέμπερ για την οικονομική και πολιτική οργάνωση είναι αφιερωμένα στο θέμα.4 Επίσης, ο Dobretsberger αναφέρει συνοπτικά τις διάφορες θεωρήσεις για το ζήτημα των σχέσεων οικονομίας και δικαίου.5
Τέλος πρέπει να λάβουμε υπόψη ως νέο στοιχείο την επαναστατική πρακτική και τη μαρξιστική κριτική της θεωρίας του δικαίου που εξετάζει τα ειδικά στοιχεία της δικαιικής υπερδομής με τρόπο πολύ σαφέστερο τα τελευταία χρόνια. Ενώ, για παράδειγμα, στην προσοβιετική περίοδο ήταν συχνή η απόφανση ότι ο σοσιαλισμός θα έχει ως αποτέλεσμα μια άνευ προηγουμένου ανάπτυξη της νομικής υπερδομής, πλέον ουδείς μαρξιστής θα συμφωνήσει με αυτή τη θέση. Θεωρούμε βέβαιο ότι η αύξηση της σημασίας της συνειδητής ρύθμισης της οικονομικής διαδικασίας και γενικά η ανάπτυξη μιας συνειδητής συλλογικής βούλησης στη βάση του ιστορικού υλισμού καθώς και τα βασικά χαρακτηριστικά της σοσιαλιστικής κοινωνίας επ’ ουδενί λόγω επιφέρουν την αύξηση του ρόλου του δικαίου. Αντιθέτως, συνοδεύονται από τον αναπόφευκτο μαρασμό (withering away) του δικαίου.
Με την πιο γενική διατύπωση, το πρόβλημα των σχέσεων οικονομίας και δικαίου ή, ευρύτερα, οικονομίας και κοινωνικών-ρυθμιστικών επιδράσεων αποτελούσε ανέκαθεν πεδίο μάχης για την υλιστική θεώρηση της ιστορίας. Στο πλαίσιο αυτό, ο μαρξισμός πρέπει να υπερασπισθεί τη θέση του από επιθέσεις που δέχεται από τις πιο ποικίλες εκδοχές του φιλοσοφικού ιδεαλισμού. Η προαναφερθείσα κοινωνική τάση στην πολιτική φιλοσοφία έχει αναμφίβολη ιδεολογική συγγένεια με τη φιλοσοφία του νεοκαντιανισμού, ιδίως με τις φιλοσοφικές κατασκευές του Ρούντολφ Στάμμλερ. Είναι γνωστό ότι ο Στάμμλερ προσπάθησε να αντικρούσει την υλιστική αντίληψη της ιστορίας, υποστηρίζοντας ότι η νομική ρύθμιση αποτελεί λογική προϋπόθεση της οικονομικής διαδικασίας. Η επόμενη διατύπωση είναι από τις πιο χαρακτηριστικές της σκέψης του:
«Όλες οι έρευνες εθνικής οικονομίας (nationalökonomische), δηλαδή όλες οι μελέτες της πολιτικής οικονομίας (Volkswirtschaft) σε κοινωνική προοπτική, θεμελιώνονται με απολύτως αναγκαίο τρόπο σε μια ορισμένη νομοθετική (ή εθιμική) ρύθμιση με την έννοια ότι αυτή η συγκεκριμένη νομική ρύθμιση είναι η λογική προϋπόθεση της εξεταζόμενης έννοιας και αρχής εθνικής οικονομίας. Και από τη στιγμή που κάποιος απομακρύνει από τη σκέψη του αυτή τη συγκεκριμένη και πάντα αναγκαστικά προϋποτιθέμενη ρύθμιση, καταρρέει πλήρως η εξεταζόμενη έννοια και αρχή εθνικής οικονομίας».6
Η κατάδειξη του προβληματικού χαρακτήρα των προτάσεων του φιλοσοφικού ιδεαλισμού δεν επιλύει βεβαίως το πρόβλημα. Η ουσία του έγκειται στο εξής. Υπάρχει μια σειρά αυθόρμητων και πλήρως αντικειμενικών κανονικοτήτων οικονομικής τάξεως που εκφράζονται σε οικονομικές κατηγορίες. Από την άλλη πλευρά, στη βάση αυτών των οικονομικών κανονικοτήτων αναπτύσσονται κάποιοι λιγότερο ή περισσότερο υποκειμενικοί παράγοντες με τη μορφή επιρροής των οργανωμένων ταξικών δυνάμεων και κυρίως του κράτους ως της πλέον σφαιρικής οργάνωσης της κυρίαρχης τάξης. Μπορεί να ρωτήσει κανείς πώς πρέπει να γίνει νοητή η σχέση των θεμελιωδών νόμων της οικονομίας με την καταναγκαστική παρέμβαση των κοινωνικών οργανώσεων.
Κατ’ αρχήν είναι βέβαιο ότι το Οικονομικό και το Μη-Οικονομικό πρέπει να θεωρηθούν ως ένα είδος ενότητας. Οι κοινωνικές δυνάμεις δεν επηρεάζουν την οικονομική διαδικασία με τρόπο επιδερμικό ούτε ως από μηχανής θεός. Το Κοινωνικό, όπως ορθά επισήμανε ο Μπουχάριν στην πολεμική του προς τον Τουγκάν-Μπαρανόβσκι, είναι το alter ego του Οικονομικού. Είναι παράλογο να θεωρούμε, όπως ο Μπεμ-Μπάβερκ, ότι το Οικονομικό και το Κοινωνικό είναι αντίθετα μεταξύ τους. Ωστόσο, είναι εξίσου εσφαλμένο να δώσουμε έμφαση στην ενότητά τους, σε σημείο που να θεωρηθούν ταυτόσημα. Είναι αδύνατο να αποδεχθούμε τη θέση ότι η ταξική πάλη εγκλείεται ήδη στις οικονομικές κατηγορίες. Η διαλεκτική μέθοδος επιβάλλει να θεωρήσουμε τα κοινωνικά και οικονομικά φαινόμενα ως ενότητα των αντιθέτων. Το Οικονομικό δεν εγκλείει πλήρως τα στοιχεία της ταξικής πάλης, αλλά και τα λαμβάνει εκ των έξω, ως θεμελιώδη και ως αντίθετα που περιλαμβάνονται στην ίδια ενότητα. Το Οικονομικό συμπληρώνει τη δυναμική του με το Μη-Οικονομικό («η πολιτική είναι συμπυκνωμένη οικονομία»). Όχι μόνον καθορίζει το alter ego του, αλλά και καθορίζεται επίσης από εκείνο. Οι κοινωνικοπολιτικές διαδικασίες δεν αντανακλούν απλώς αλλαγές που ήδη επήλθαν στην οικονομική βάση, αλλά και προοιωνίζουν μελλοντικές αλλαγές. Εδώ έγκειται η σημασία της προλεταριακής επανάστασης και της δικτατορίας του προλεταριάτου.
Βρίσκουμε μια εξαιρετικά σημαντική ένδειξη του πώς αντιλαμβανόταν ο Μαρξ τις οικονομικές κατηγορίες στο γράμμα προς τον Ένγκελς της 10ης Οκτωβρίου 1868:
«Κατά τύχη βρήκα σε ένα μικρό παλαιοπωλείο το Report and Evidence για το ιρλανδικό tenant right 1867 που εξέδωσε η Βουλή των Λόρδων. Πραγματικός θησαυρός. Ενώ οι κύριοι οικονομολόγοι αντιμετωπίζουν το θέμα ως δογματική αντιπαράθεση των θέσεων για το εάν η έγγεια πρόσοδος αποτελεί πληρωμή για τις φυσικές διαφορές στην ποιότητα του εδάφους ή είναι απλώς τόκος για το κεφάλαιο που επενδύθηκε στη γη, εδώ βρίσκουμε έναν πρακτικό αγώνα ζωής και θανάτου μεταξύ καλλιεργητή και τσιφλικά, για το σε ποιο βαθμό η πρόσοδος πρέπει να περιλαμβάνει εκτός από την αμοιβή για τη διαφορά της ποιότητας του εδάφους και τους τόκους για το κεφάλαιο που επένδυσε στο έδαφος όχι ο τσιφλικάς, αλλά ο μισθωτής. Ο μόνος τρόπος για να γίνει η πολιτική οικονομία μια θετική επιστήμη είναι να μπούνε στη θέση των συγκρουόμενων δογμάτων, τα συγκρουόμενα γεγονότα και οι πραγματικές αντιθέσεις που συνιστούν το απόκρυφο θεμέλιό τους».7
Τι συνάγεται από αυτό το γράμμα; Πρώτον, το ότι ο Μαρξ προτείνει να μελετηθεί η ταξική πάλη εκεί όπου οι δογματικοί διαβλέπουν μόνο την ανάγκη ορισμού οικονομικών κατηγοριών. Δεύτερον, το οικονομικό αποτέλεσμα και ο βαθμός στον οποίο θα εκφρασθεί καθαρά από τη μια ή την άλλη κατηγορία εξαρτάται από το πρακτικό αποτέλεσμα της ταξικής πάλης. Οι αφηρημένες κατηγορίες της πολιτικής οικονομίας δίνουν γενικές ενδείξεις και έχουν μεγάλο εύρος. Η πιο συγκεκριμένη κανονικότητα καθορίζεται από την ταξική πάλη και μπορεί να διαπιστωθεί μόνον εάν λάβουμε υπόψη όλες τις συνθήκες της.
Φαίνεται ότι οι οικονομολόγοι δεν αφομοίωσαν ακόμη πλήρως τη σκέψη του Μαρξ. Καίτοι σε λίγο-πολύ αφηρημένες οικονομικές μελέτες διεξάγεται συζήτηση για τις αντιθέσεις, αυτές γίνονται συνήθως νοητές ως αγοραίος ανταγωνισμός, ως ανταγωνισμός μεταξύ παρομοίων επιχειρήσεων, στον οποίο κερδίζει όποιος έχει υψηλότερη παραγωγικότητα εργασίας ή καλύτερη τεχνολογία. Με μια λέξη, το ζήτημα κρίνεται από τα χαμηλά κόστη και τις χαμηλές τιμές αγοράς. Ωστόσο, ο αγοραίος ανταγωνισμός είναι απλώς μια από τις μορφές οικονομικής πάλης.
Στο έργο «Οικονομία της περιόδου μετάβασης», 8 ο Μπουχάριν διακρίνει μεταξύ «κάθετου, οριζόντιου και συνδυασμένου ανταγωνισμού». Η μέθοδος των χαμηλότερων τιμών βρίσκει πλήρη εφαρμογή μόνο στον οριζόντιο ανταγωνισμό που διεξάγεται μεταξύ παρομοίων επιχειρήσεων που διεκδικούν μια αγορά. Αλλά αυτή η μέθοδος δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις αντιπαραθέσεων για τη δευτερογενή διανομή υπεραξίας μεταξύ επιχειρήσεων που έχουν οριζόντια σχέση (πρώτες ύλες, ημιεπεξεργασμένο προϊόν, τελικό προϊόν). Το ίδιο ισχύει και για την αντιπαράθεση μεταξύ μεγάλων και μικρών αγροκαλλιεργητών καθώς και μεταξύ μονοπωλιακών οργανώσεων για την πρόσβαση σε πρώτες ύλες και σε πεδία κεφαλαιακών επενδύσεων. Όλα αυτά τα φαινόμενα αντανακλώνται βεβαίως σε τιμές και άρα συνδυάζονται με κάποιο τρόπο με την αγορά, αλλά δεν συνιστούν αγοραία φαινόμενα.
Η μεγάλη πλειοψηφία των αστών οικονομολόγων επιχειρεί να παραμείνει στη σφαίρα του ανταγωνισμού της αγοράς και να περιορισθεί στους νόμους διαμόρφωσης των τιμών. Αυτοί οι νόμοι θεωρούνται ως το ειδικό θέμα της «καθαρής» οικονομικής θεωρίας. Η Αυστριακή σχολή βασίζεται στη συναγωγή αυτών των νόμων από τις πλέον θεμελιακές παραδοχές: η σπουδαιότητα της ζήτησης και της προσφοράς αγαθών δίνει την πιο ολοκληρωμένη μορφή σε μια οικονομική θεωρία που δεν θέλει να έχει τίποτε κοινό με την πραγματικότητα και τους νόμους εξέλιξής της.
Ο ιμπεριαλισμός είναι ένα από τα παραδείγματα που καθιστούν σαφή τη διαφορά ανάμεσα στη μαρξιστική θεωρία και στις «καθαρές οικονομικές» θεωρίες των αστών οικονομολόγων. Έχουμε αφενός την οικονομική θεωρία του ιμπεριαλισμού όπως τη διατύπωσε ο Λένιν, ως θεωρία που περιέχει μια μεγάλη σειρά πολύ συγκεκριμένων στοιχείων, το βαθμό συγκέντρωσης της παραγωγής, το μετασχηματισμό του ρόλου των τραπεζών, την εξαγωγή κεφαλαίων, το μονοπωλιακό χωρισμό του κόσμου κλπ. Από την άλλη πλευρά έχουμε, για παράδειγμα, τα συμπεράσματα που διατυπώνει ένας πολύ επιφανής αστός οικονομολόγος όπως ο Schumpeter, που αναφέρει ότι η συγκέντρωση και η συγκεντροποίηση του κεφαλαίου είναι οικονομικά επικερδείς μόνον εντός ορισμένων λογικών ορίων. Και ξεπερνούν αυτά τα όρια όταν στις αμιγώς οικονομικές αιτίες προστίθενται άλλες, μη οικονομικής φύσης:
«Το ότι όμως εμφανίζονται κοινοπραξίες και γιγάντιες επιχειρήσεις που κυριαρχούν στην παραγωγή ολόκληρων χωρών και ακόμη παραπέρα, το ότι η οικονομία του ελεύθερου ανταγωνισμού διευκολύνει όλο και περισσότερο τον ανταγωνισμό μεγάλων μονοπωλίων, αυτό οφείλεται σε άλλες αιτίες, μη καθαρώς οικονομικές. Πρόκειται κυρίως για την επιρροή εθνικιστικών, μιλιταριστικών, ιμπεριαλιστικών ενστίκτων που δεν είναι δυνατό να ερμηνευθούν με βάση την οικονομική κατάσταση της εποχής μας. Με άλλα λόγια, μια κρατική πολιτική μετασχηματίζει καταναγκαστικά την οικονομία μας, μέσω δασμολογικών μέτρων που ευνοούν ορισμένα εμπορεύματα και κεφάλαια – και μετέτρεψε την παγκόσμια οικονομία μας σε κάτι διαφορετικό από εκείνο που θα είχε συμβεί ως αποτέλεσμα του εγωιστικού οικονομικού υπολογισμού μεμονωμένων προσώπων που δρουν ατομικά».9
Διαπιστώνουμε ότι για τον Schumpeter οι οικονομικές κανονικότητες δεν προσφέρονται για να ερμηνεύσουν το πιο σημαντικό συμβάν της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Η οικονομική του θεωρία σταματά εδώ.
Ένας άλλος εκπρόσωπος της αυστριακής σχολής, ο Strigl προχωρεί πολύ περισσότερο, αρνούμενος ότι το κοινωνικό στοιχείο έχει την οποιαδήποτε επιρροή στην οικονομική θεωρία. Είναι σαφές πως μια τέτοια οικονομική θεωρία δεν μπορεί να ερμηνεύσει τίποτε από τα όσα συμβαίνουν στην πραγματική οικονομική διαδικασία. Και ούτε καν το επιδιώκει. Τα συμπεράσματα του Strigl δείχνουν ότι η μεθοδολογία της αυστριακής σχολής συνιστά reductio ad absurdum. Οι καθαρά οικονομικοί νόμοι καθίστανται άχρηστοι. Δεν αποτελούν το κλειδί που ανοίγει την πόρτα κατανόησης της πραγματικότητας, αλλά αντιθέτως, όπως είπε ο σύντροφος Στεπάνοφ «απλώς το κλειδί ενός μελλοντικού τίτλου ευγενείας που η αστική τάξη δίνει στους ιερείς της επιστήμης της».
II
Μια οικονομική θεωρία άξια του ονόματός της πρέπει να βασίζεται σε κάποια κοινωνιολογική θεώρηση. Μόνον σε αυτή την περίπτωση μπορεί να δοθεί προκαταβολικά μια απάντηση στο ερώτημά μας για τη σχέση μεταξύ οικονομικών και μη οικονομικών στοιχείων. Η αστική πολιτική οικονομία, όπως είδαμε, δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί σε αυτό το καθήκον. Είτε προσπαθεί να αποκόψει την οικονομία από το κοινωνικό της πλαίσιο και να διατυπώσει οικονομικούς νόμους αγνοώντας την κοινωνική παραγωγή τους, είτε εισάγει κοινωνικά στοιχεία που την μετατρέπει πάραυτα σε ιδεαλισμό και αφελή τελεολογία.
Το τεράστιο πλεονέκτημα του μαρξισμού είναι ότι η οικονομική του θεωρία στηρίζεται στα ισχυρά θεμέλια του ιστορικού υλισμού συνιστώντας ένα διακριτό Όλο. Σε μαρξιστική προοπτική, οι οικονομικές κατηγορίες αποτελούν αντανάκλαση ενός ειδικού συστήματος σχέσεων παραγωγής. Σε κάθε ανταγωνιστική κοινωνία, οι ταξικές σχέσεις εξακολουθούν να δρουν και συγκεκριμενοποιούνται στη σφαίρα του πολιτικού ανταγωνισμού, στην κρατική δομή και στην έννομη τάξη. Από την άλλη πλευρά, το ιδιαίτερο και μη δεκτικό αναγωγής χαρακτηριστικό της οικονομίας – ως ολότητας των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής – δεν εξαλείφει ούτε την ενότητα αυτών των σχέσεων ούτε την υλική διαδικασία παραγωγής ως διαδικασία μεταξύ ανθρώπου και φύσης. Το ποιοτικό και ποσοτικό χαρακτηριστικό αυτής της διαδικασίας, που βρίσκεται στην έννοια των παραγωγικών δυνάμεων, είναι καθοριστικό σε τελική ανάλυση. Η οικονομία πρέπει συνεπώς να ερευνηθεί στη διαλεκτική της σχέση τόσο με την καθαρά υλική διαδικασία παραγωγής όσο και με τις σχέσεις υπερδομής στις οποίες είναι εμμενές το δυναμικό της. Πράγματι ενώ η θεμελιακά καντιανή μεθοδολογία των αστών οικονομολόγων και πολιτικών επιστημόνων αναζητά σχέσεις αιτιότητας με βάση την τυπική λογική, η μαρξιστική διαλεκτική οφείλει να ανακαλύψει την πραγματική εξάρτηση, την πραγματική κίνηση των ίδιων των πραγμάτων.
Δεν πρόκειται για κάτι εύκολο, δεδομένου ότι οι πραγματικές σχέσεις είναι πολύ συνθετότερες από τα προδεδομένα σχήματα αλληλεξάρτησης. Δεν πρέπει λοιπόν να προκαλεί εντύπωση το ότι η μαρξιστική θεωρία μας καλείται να αφιερώσει μεγάλο μέρος της προσοχής της σε κάποια προκαταρκτικά ζητήματα. Αντί να προσπαθήσει να χρησιμοποιήσει αμέσως τα αναμφίβολα επιστημονικά της πλεονεκτήματα, η μαρξιστική θεωρία της πολιτικής οικονομίας πρέπει να εξετάσει το πώς θα χρησιμοποιηθούν αυτά τα πλεονεκτήματα. Έχουμε τη φιλοδοξία να παρέμβουμε σε αυτή τη συζήτηση διότι τα προβλήματα που θέτει δεν είναι στενά οικονομικά, αλλά έχουν γενική μεθοδολογική φύση και συνδέονται στενότατα με το θέμα μας.
Αφετηρία της συζήτησης ήταν η θέση του Μπογκντάνωφ που θεωρήθηκε για πολύ καιρό χαρακτηριστική της σύνδεσης της μαρξιστικής θεωρίας της πολιτικής οικονομίας με τον ιστορικό υλισμό. Γι’ αυτό το λόγο το «Συνοπτικό Εγχειρίδιο Οικονομικής Επιστήμης»10 θεωρείτο τόσο σημαντικό από τον Λένιν. «Η εξαιρετική σημασία του Εγχειριδίου του κ. Μπογκντάνωφ», έγραφε ο Λένιν, «έγκειται στο ότι προσχωρεί με συνέπεια στον ιστορικό υλισμό».11
Ωστόσο ένα περαιτέρω βήμα στην ανάπτυξη της μαρξιστικής οικονομικής επιστήμης μπορεί να γίνει μόνον εάν ασκήσουμε κριτική στη θεώρηση του Μπογκντάνωφ και την υπερβούμε. Πράγματι, στην αρχή δεν ήταν σαφής η σύνδεση της αντιμαρξιστικής φιλοσοφίας του Μπογκντάνωφ με τη θεώρησή του για τα βασικά θέματα της οικονομικής θεωρίας (πόσο μάλλον που οι φιλοσοφικές αντιλήψεις του δεν είχαν πάρει στα τέλη της δεκαετίας του 1890 την ολοκληρωμένη μορφή του αντιυλιστικού συστήματος που δημιούργησε στην περίοδο του εμπειριομονισμού και της τεκτολογίας). Ωστόσο, στη συνέχεια η διαφορά κατέστη σαφής. Είναι αδύνατον να οικοδομήσουμε και να αναπτύξουμε μια μαρξιστική θεωρία της πολιτικής οικονομίας απορρίπτοντας τον υλισμό και τη διαλεκτική. Η αντιδιαλεκτική και χυδαία μηχανιστική θεώρηση του Μπογκντάνωφ στο πεδίο της πολιτικής οικονομίας επηρέασε περισσότερο από κάθε τι την αντίληψή του για τη θεωρία της αξίας. Στον Μπογκντάνωφ εξαφανίζεται το ειδικό χαρακτηριστικό αυτής της κατηγορίας που αντιστοιχεί σε ειδικές κοινωνικές σχέσεις. Η αξία χάνει την ιστορικά καθορισμένη και παροδική υφή της και εξισώνεται με τη φυσιολογία και την ενέργεια. Μια τέτοια έννοια δεν είναι παρά εκχυδαϊσμός και διαστρέβλωση της οικονομικής θεωρίας του Μαρξ.
Θεωρείται ότι η αντιπαράθεση με τον μπογκντανοφισμό τελείωσε στο πλαίσιο της οικονομικής θεωρίας με την περί αυτού συζήτηση που διεξήχθη το 1925 στο εσωτερικό της Κομμουνιστικής Ακαδημίας. Αλλά όπως συνήθως συμβαίνει, το τέλος αυτό έδωσε έναυσμα για τη διεξαγωγή μιας νέας, εξίσου έντονης συζήτησης μεταξύ των αντιπάλων του Μπογκντάνωφ.12 Αυτό μπορεί να σημαίνει δύο πράγματα. Είτε τα σφάλματα του Μπογκντάνωφ και οι αντιδιαλεκτικές θέσεις του εξακολουθούν να φωλιάζουν σε μαρξιστές, είτε κατά τον αγώνα εναντίον αυτών των λαθών, διαπράχθηκαν νέα σφάλματα και αποκλίσεις από τη μαρξιστική μέθοδο, καθιστώντας αναγκαία την άμεση διόρθωση. Πρέπει να πω ότι μου φαίνεται ορθή η δεύτερη εκδοχή που υποστηρίχθηκε από τους επικριτές του Ρούμπιν, καίτοι εκείνοι δεν έβγαλαν όλα τα αναγκαία συμεράσματα. Για να γίνω σαφέστερος, η λεγόμενη ρουμπινική θεώρηση με όλα τα σφάλματά της αποτελεί το λογικό συμπέρασμα της θέσης ότι αντικείμενο της θεωρητικής πολιτικής οικονομίας είναι αποκλειστικά η έννοια του εμπορεύματος στην καπιταλιστική οικονομία και οι αντιστοιχούσες σε αυτό σχέσεις παραγωγής. Θεωρώ, αντιθέτως ότι ο αγώνας για μια μαρξιστική, δηλαδή ιστορική κατανόηση των κατηγοριών της αξίας δεν συμβιβάζεται με τον ελλειπή ορισμό του αντικειμένου της πολιτικής οικονομίας.13
Καίτοι έχει λεχθεί κατηγορηματικά ότι το ερώτημα για το αντικείμενο της πολιτικής οικονομίας απαντήθηκε οριστικά και αμετάκλητα και αυτή η άποψη, με μια έννοια, έχει γίνει δεκτή από όλες τις μαρξιστικές αυθεντίες, θεωρώ δυνατό και αναγκαίο να τεθεί ξανά το ζήτημα προς όφελος της μαρξιστικής διαλεκτικής, η οποία βρίσκεται στο κέντρο του ενδιαφέροντός μας. Είναι θετικό το να αντικαθίσταται η χυδαία μηχανιστική αντίληψη από τη μαρξιστική διαλεκτική, αλλά είναι ανησυχητικό το ότι ένας αστός οικονομολόγος όπως ο Amonn, καθίσταται οδηγός των μαρξιστών στον αγώνα κατά του μπογκντανοφισμού και κάνει τους οικονομολόγους να θεωρούν ότι το επιστημονικό τους αντικείμενο δεν προκύπτει από την υλική ενότητα των μελετώμενων φαινομένων, αλλά δομείται με βάση την ενότητα και συνωνυμία λογικών παραδοχών.
Στην πραγματικότητα, η έννοια της ιστορικής ιδιαιτερότητας των κατηγοριών της αξίας απαιτεί από τον μαρξιστή διαλεκτικό όχι μόνον την ικανότητα να πραγματεύεται αυτές τις κατηγορίες στην τελική τους μορφή, αλλά και την ικανότητα να εντοπίζει την ιστορική τους προέλευση και άρα να δείχνει τη σύνδεση του εμπορεύματος-χρήματος και του εμπορεύματος της καπιταλιστικής οικονομίας με προηγούμενους οικονομικούς σχηματισμούς. Η οικονομική θεωρία δεν πρέπει να εγκαταλείψει αυτό το καθήκον αν θέλει να ακολουθήσει την προοπτική του Μαρξ και να μελετήσει τα οικονομικά φαινόμενα στην κίνηση και εξέλιξή τους, εντοπίζοντας τους νόμους κίνησης από τη μια μορφή στην άλλη, από το ένα σύστημα σχέσεων στο άλλο. Τι σημαίνει, για παράδειγμα, η μελέτη του καπιταλιστικού συστήματος στην γένεση, ανάπτυξη και παρακμή του; Δεν μπορεί να σημαίνει τον περιορισμό στην αφηρημένη ανάλυση των αξιακών μορφών. Οι μορφές της αξίας στην πλήρως αναπτυγμένη μορφή τους προϋποθέτουν τον παγιωμένο καπιταλισμό. Όπως επισήμαινε ο Λένιν, «η αφηρημένη θεωρία του καπιταλισμού θεωρεί ότι υπάρχει μόνον ο πλήρως αναπτυγμένος και παγιωμένος καπιταλισμός και διαγράφει το ζήτημα της προέλευσής του». Το ίδιο αφορά βεβαίως και την παρακμή και διάλυση της καπιταλιστικής τάξης.
Περαιτέρω, όταν ο Μαρξ επισημαίνει ότι η έννοια της έγγειας προσόδου μάς αποκαλύπτει την ουσία της φεουδαλικής επίμορτης αγροληψίας και του φόρου δεκάτης, η επισήμανση παραμένει ανεξήγητη εάν θεωρήσει κανείς ότι αντικείμενο της πολιτικής οικονομίας είναι μόνον η πραγμοποιημένη μορφή των κοινωνικών σχέσεων, δηλαδή η αξία. Στη μη εγχρήματη οικονομία, αυτή η μορφή απουσιάζει βεβαίως. Μήπως πρέπει να θεωρήσουμε ότι ο Μαρξ δεν είχε στο νου του την οικονομική ουσία της επίμορτης αγροληψίας και του φόρου δεκάτης, αλλά κάτι διαφορετικό; Τι μπορεί να εννοούσε; Δεν είναι εύκολο να δοθεί ικανοποιητική απάντηση. Ορισμένοι συγγραφείς προσπάθησαν να αντιπαραβάλουν τις οικονομικές κανονικότητες που αφορούν μόνον την παραγωγή εμπορευμάτων με τους γενικούς κοινωνιολογικούς νόμους που εφαρμόζονται σε σχηματισμούς προ-ανταλλακτικούς ή μετα-ανταλλακτικούς. Θεωρούμε ότι αυτή η διάκριση δεν συμβιβάζεται με το μαρξισμό γενικά και ιδίως με τον ιστορικό υλισμό.
Η παραμόρφωση που προκαλεί η μερική μόνον πραγμάτευση του αντικειμένου της πολιτικής οικονομίας γίνεται απολύτως σαφής αν εξετάσουμε μια χαρακτηριστική κατηγορία, την εκμετάλλευση. Κανένας δεν θα αμφισβητήσει ότι η εκμετάλλευση είναι μια οικονομική κατηγορία και ουδείς μπορεί να πιστέψει ότι οι σχέσεις εκμετάλλευσης περιορίζονται στα όρια της αξιακής μορφής. Μέχρι τώρα θεωρούσαμε ότι η συμβολή του Μαρξ συνίσταται τόσο στην κατάδειξη της ειδικής φύσης της καπιταλιστικής μορφής εκμετάλλευσης όσο και στην επισήμανση των σχέσεών της με τις λοιπές μορφές (δουλεία, δουλοπαροικία). Και τώρα θα πρέπει να δεχθούμε ότι η μαρξιστική οικονομική θεωρία τελειώνει με την ανάλυση των ειδικών χαρακτηριστικών της αξιακής μορφής. Κάθε προσπάθεια να προχωρήσει κανείς πέρα από τα όρια των πραγμοποιημένων σχέσεων και να εξετάσει τη φυσική οικονομία και την εμπορευματική-καπιταλιστική ως δύο φάσεις εξέλιξης καταλήγει στον μπογκντανοφισμό και προαναγγέλλει την ανάλυση των κοινωνικών σχέσεων με όρους φυσιολογίας και ενεργειακού προσανατολισμού.
Ας εξετάσουμε μια θέση που διατύπωσε ο σ. Osinsky στη συζήτηση με τον I.I. Skvortsov-Stepanov: «Στο μέτρο που δεν διεξάγεται ανταλλαγή, δεν υφίσταται εθνική οικονομία και στον ίδιο βαθμό δεν υφίσταται η πολιτική οικονομία».14
Εδώ, οι έννοιες κοινωνικές σχέσεις και ανταλλακτικές σχέσεις θεωρούνται ταυτόσημες και ισόμορφες. Στην πραγματικότητα όμως, η πρώτη είναι ευρύτερη. Όλα τα συστήματα φυσικής εκμετάλλευσης, στο αρχαίο αιγυπτιακό κράτος ή στο κράτος των Ίνκας χαρακτηρίζονταν από μεγάλες μάζες ανθρώπων με οικονομικές σχέσεις, καίτοι οι σχέσεις τους δεν διαμεσολαβούνταν από την αγορά ή από την ανταλλαγή. Άρα, η θέση ότι μόνον η ανταλλαγή δημιουργεί την έννοια της εθνικής οικονομίας δεν ανταποκρίνεται στην ιστορική πραγματικότητα. Εκτός αυτού, όταν η ανταλλαγή εισάγεται ως έννοια που «συγκροτεί» το αντικείμενο της πολιτικής οικονομίας, αυτό δεν σημαίνει ότι εγκλείει όλα τα χαρακτηριστικά ενός ιστορικού φαινομένου που ακολούθησε συγκεκριμένο δρόμο εξέλιξης. Αυτό το φαινόμενο συνδέεται με τη φυσική οικονομία που πέρασε από χιλιάδες μεταλλαγές διαφορετικής έντασης, από την ανταλλαγή του υπερπροϊόντος και κάποιων σπανιότατων εμπορευμάτων μέχρι την αναπτυγμένη εμπορευματική ανταλλαγή. Η ανταλλαγή λαμβάνεται ως κάτι ανέκαθεν παγιωμένο, ως σύμπλεγμα τυπικών χαρακτηριστικών, ως λογική προϋπόθεση για την ανάπτυξη των θεωρητικών προβλημάτων της πολιτικής οικονομίας.
Εάν εξετάσουμε την ανταλλαγή σε ιστορική προοπτική δεν είναι δυνατό να περιορισθούμε στα όρια της κατηγορίας της αξίας, δεδομένου ότι πρέπει να ερευνήσουμε τη διαδικασία που έπλασε αυτή την κατηγορία. Εάν η ανταλλαγή αντιμετωπισθεί ως λογική βάση που προσφέρει ενότητα στο αντικείμενο της θεωρητικής οικονομίας, διατρέχουμε τον κίνδυνο να γλιστρήσουμε ανεπαίσθητα στη λογική θεώρηση αστών οικονομολόγων όπως ο Diehl, ο Amonn και άλλοι. Ο Amonn για παράδειγμα θεωρεί ως αφετηρία για τα θεωρητικά προβλήματα της οικονομικής επιστήμης την ατομική ελευθερία των συμμετεχόντων στην ανταλλαγή.
«Ας υποθέσουμε ότι δεν υπάρχει αυτή η ελευθερία (η ελευθερία καθορισμού της σχέσης ποσοτικής ανταλλαγής των ανταλλασσόμενων αντικειμένων) και ότι παίρνει τη θέση της μια συγκεκριμένη αναλογία ανταλλαγής που η κοινωνική τάξη επιβάλλει στα άτομα και καθορίζει τις τιμές ανεξάρτητα από την ατομική ρύθμιση. Τότε, το θεωρητικό πρόβλημα της πολιτικής οικονομίας, το πρόβλημα της τιμής εξαφανίζεται κυριολεκτικά λόγω αυτής της κατάστασης».15
Η τάση συσταλτικής θεώρησης του αντικειμένου της πολιτικής οικονομίας συνδέεται με την υπεραπλουστευμένη αντίθεση μεταξύ της οργανωμένης (προ- και μετα-ανταλλακτικής) οικονομίας και της μη οργανωμένης (ανταλλακτικής). Υπεραπλούστευση με την έννοια ότι η οργανωμένη οικονομία εμφανίζεται σε όλες τις σχέσεις και σε όλη την ανάπτυξή της ως γενικά και απόλυτα εξαρτώμενη από μια συλλογική ή άλλη κυρίαρχη βούληση. Αυτό δε το συμπέρασμα οδηγεί στο ότι δεν μπορεί να υπάρξουν εν γένει αντικειμενικοί νόμοι ανάπτυξης της οργανωμένης κοινωνίας και ότι το μόνο γνωστικό αντικείμενο στην περίπτωση αυτή είναι η απλή περιγραφή και διαπίστωση της ύπαρξης ορισμένων κανονιστικών συστημάτων.
Σε αναφορά προς την προανταλλακτική κοινωνία, δηλαδή τις πρωτόγονες μορφές της φυσικής και ημιφυσικής οικονομίας είναι πλήρως κατανοητό το ότι, κατά τη μελέτη της μετάβασης από αυτές τις μορφές στις πιο σύνθετες, πρέπει να περιορισθούμε στην περιγραφική μέθοδο χωρίς να προβαίνουμε σε γενικεύσεις (είναι δυνατό να μην αναφερθούμε σε «κανονιστικό σύστημα», δεδομένου ότι μάλλον κανείς δεν θα υποστήριζε ότι, για παράδειγμα, η παρακμή της φυσικής οικονομίας αποτελούσε προβολή κάποιων προκαθορισμένων κανόνων).
Αυτό σημαίνει πως μόνον ένα πράγμα είναι ορθό. Οι διαπιστούμενες κανονικότητες δεν εμπεριέχονται στον νόμο της αξίας, δεδομένου ότι η αξιακή μορφή δεν είχε πάρει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της. Εάν εξετάσουμε την οικονομία της περιόδου μετάβασης στον σοσιαλισμό, δεν είναι δυνατόν να αρνηθούμε με παρόμοιο τρόπο την ύπαρξη αντικειμενικών κανονικοτήτων στην οικονομική τάξη, καίτοι αυτές οι κανονικότητες δεν ανάγονται στη μορφή του νόμου της αξίας. Τέλος, στον αναπτυγμένο σοσιαλισμό, οι σχέσεις παραγωγής θα καθορίζονται κυριαρχικά από τη συνειδητή βούληση της συλλογικότητας. Συνεπώς έχουμε κάθε λόγο να υποστηρίξουμε ότι η κοινωνική τεχνολογία είναι η επιστήμη του μέλλοντος. Ωστόσο, θα ήταν αφελές να θεωρήσουμε ότι η κοινωνική τεχνολογία θα μπορέσει μόνη της να αντικαταστήσει την επιστήμη των αντικειμενικών νόμων της κοινωνικής ανάπτυξης. Πράγματι, οι τεχνολογίες συνιστούν απλώς πρακτική εφαρμογή των νόμων κάποιας επιστήμης, της φυσικής, της χημείας, της βιολογίας κλπ. Ερωτάται πώς μπορεί η κοινωνική τεχνολογία να αναπτυχθεί εάν δεν συνοδεύεται από τη δυναμική ανάπτυξη της κοινωνικής επιστήμης. Και, αντιστρόφως, πώς μπορεί να διανοηθεί κανείς τη διεξαγωγή ενός κοινωνικού πειράματος (η τεχνολογία είναι ανύπαρκτη χωρίς πείραμα) που να μην περιλαμβάνει μια βαθύτερη, πιο λεπτομερή και ακριβή κατανόηση των αντικειμενικών σχέσεων και συνδέσεων.
Ορισμένοι σύντροφοι νομίζουν ότι αυτές οι αντικειμενικές κανονικότητες πρέπει να ονομασθούν «γενικές-κοινωνιολογικές». Το ερώτημα είναι πώς μπορεί να διατηρηθούν γενικές κοινωνικές κανονονικότητες εάν εξαφανισθούν οι οικονομικές κανονικότητες. Στο μέτρο που οι κοινωνικές σχέσεις (με τα χαρακτηριστικά και τις μεταβολές τους) υποτάσσονται σε κάποια ανάγκη, είναι αυτονόητο ότι υποτάσσονται στην ανάγκη που εγκλείει η οργανωμένη παραγωγή, η εργασιακή σχέση. Εάν όλοι οι αντικειμενικοί νόμοι εξαφανισθούν στον τομέα αυτό, ερωτάται με ποια έννοια μπορεί να διατηρηθεί κάποια γενική κοινωνική κανονικότητα. Το πρόβλημα έγκειται στο ότι η αναφορά του Ένγκελς στο «άλμα από το βασίλειο της ανάγκης στο βασίλειο της ελευθερίας»16 γίνεται νοητή απλουστευτικά και κατά λέξη.17
Ο ευρύτερος και πλέον συνεκτικός εξορθολογισμός της πολιτικής οικονομίας δεν μπορεί να άρει το γεγονός ότι η ενοποίηση του λαού δεν αποτελεί προϊόν ελεύθερης και συνειδητής απόφασης, όπως πίστευε ο Ρουσσώ, αλλά επιβάλλεται από τις συνθήκες ύπαρξής του. Αυτές οι συνθήκες επιβάλλουν και τη μορφή ένωσης. Όταν η αναγκαιότητα αυτή παύει να είναι τυφλή και αναγνωρίζεται σαφώς από τους ανθρώπους, αυτό δεν σημαίνει ότι εξαλείφεται πλήρως. Η μη αναγνώριση αντικειμενικών νόμων δεν αναιρεί το αποτέλεσμά τους. Ακόμη και σε συνθήκες ανεπτυγμένου σοσιαλισμού οι νόμοι παραμένουν ή και εντείνονται. Άρα είναι αναγκαία μια επιστήμη που να μελετά τους αντικειμενικούς νόμους της κίνησης και εξέλιξης των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής που βρίσκονται στη βάση της κοινωνικής εξέλιξης συνολικά. Εάν η μελέτη των οικονομικών κανονικοτήτων περιορισθεί αποκλειστικά στην αφηρημένη ανάλυση των κατηγοριών της αξίας, θα μείνει απολύτως ακατανόητη για μας η πραγματοποιούμενη διαδοχή των οικονομικών μορφών. Και παράλληλα θα χάσει πλήρως το δυναμισμό της η οικονομική θεωρία του Μαρξ. Ας πάρουμε ως παράδειγμα την απαλλοτρίωση των μικροπαραγωγών που αποτελεί προϋπόθεση της ανάπτυξης του καπιταλισμού ή της ανάπτυξης του μονοπωλιακού καπιταλισμού. Είναι άραγε δυνατό να τη συνάγουμε από την αφηρημένη ανάλυση των κατηγοριών μιας εμπορευματικής-καπιταλιστικής οικονομίας;
Είναι αξιοσημείωτο ότι η Ρόζα Λούξεμπουργκ προσπάθησε να διαμορφώσει μια θεωρία του ιμπεριαλισμού με βάση την ανάλυση των αφηρημένων σχημάτων αναπαραγωγής και απέτυχε παντελώς. Αντιθέτως, η «περιγραφή» του Λένιν αποκάλυψε την ουσία της εξέλιξης του προμονοπωλιακού καπιταλισμού σε μονοπωλιακό.
Δώσαμε υπερβολικά μεγάλη σημασία στο νόμο της αξίας. Για παράδειγμα, η δόμηση της θεωρίας για την οικονομία στην περίοδο μετάβασης περιορίσθηκε σχεδόν αποκλειστικά στο θέμα των ορίων εφαρμογής του νόμου της αξίας στην οικονομία μας. Το μεθοδολογικό πρόβλημα της τύχης που θα έχουν οι κατηγορίες της εμπορευματικής-καπιταλιστικής οικονομίας στις συνθήκες της δικής μας οικονομίας έλαβε δυσανάλογη έκταση και επισκίασε άλλα ζητήματα. Η ορθή επίλυση του προβλήματος είναι βεβαίως καίριας σημασίας, αλλά δεν μας αποκαλύπτει τις κανονικότητες που χαρακτηρίζουν την εξέλιξη της σοβιετικής οικονομίας. Αυτές μπορεί να διαπιστωθούν μόνον μέσα από τη μελέτη και γενίκευση εμπειρικού υλικού που αφορά τα εν λόγω ζητήματα, για παράδειγμα, την αυξανόμενη παραγωγικότητα της εργασίας στις σοβιετικές συνθήκες και τις μεθόδους περαιτέρω αύξησής της, την αύξηση της ζήτησης εκ μέρους των εργαζομένων μαζών και την επίδρασή της στην οικονομία, τη νέα σχέση μεταξύ της λεγόμενης κρατικής και της λεγόμενης λαϊκής οικονομίας, την οικονομία των συνεταιρισμών και της κολλεκτιβοποίησης και άλλα. Δυστυχώς, τόσο ο Μπουχάριν όσο και ο Πρεομπραζένσκι απλώς μας υποσχέθηκαν το δεύτερο, ουσιαστικό μέρος των μελετών της σοβιετικής οικονομίας. Και οι νόμοι που ισχύουν στην εξέλιξη της οικονομίας κατά τη μεταβατική περίοδο μπορεί να διαπιστωθούν μόνο σε αυτό το ουσιαστικό μέρος.
Οι διαμάχες για τη σημασία του νόμου της αξίας στη σοβιετική οικονομία προέκυψε σε αναφορά προς το γνωστό έργο του Πρεομπραζένσκι. Και εκεί συναντούμε ένα πρόβλημα μεγάλης σημασίας για τους νομικούς. Παραπέμπω μόνον τη μαρτυρία του καθηγητή Venediktov:
«Στο σεμινάριο για το δίκαιο της οικονομίας που πραγματοποιήθηκε στην Οικονομική Σχολή του Πολυτεχνείου Λένινγκραντ επιχείρησα να αναλύσω, μαζί με τους συμμετέχοντες, το θέμα “Σχέδιο και Δίκαιο” σε άμεση σύνδεση με το πρόβλημα της αξίας στη σοβιετική οικονομία. Αυτή η απόπειρα έδειξε όλη τη δυσχέρεια της νομικής ανάλυσης του προβλήματος ενόψει των έντονων διαφωνιών για τους “ρυθμιστές” της σοβιετικής οικονομίας που συναντώνται στην οικονομική βιβλιογραφία».18
Ο Πρεομπραζένσκι επεξεργάσθηκε, ως γνωστόν, την έννοια του νόμου της πρωταρχικής σοσιαλιστικής συσσώρευσης που, κατά την άποψή του, εφαρμόζεται στην περίοδο κατά την οποία ο σοσιαλιστικός τομέας της κοινωνίας μας δεν είναι ακόμη τόσο ισχυρός ώστε να ανταγωνισθεί τον τομέα της ιδιωτικής οικονομίας σε συνθήκες πλήρως ελεύθερου ανταγωνισμού. Αυτός ο νόμος, κατά τον συγγραφέα, «επιβάλλει, με εξωτερικό καταναγκασμό, συγκεκριμένα ποσοστά συσσώρευσης για το σοβιετικό κράτος», σε αντίθεση και σε σύγκρουση προς το νόμο της αξίας.
Αυτή η σύλληψη του Πρεομπραζένσκι ενέχει μια σειρά ασαφειών και αμφισημιών. Αφενός, η αντιπαράθεση με το νόμο της αξίας μπορεί να σημαίνει την πλήρη εξάλειψη της ιστορικής μορφής πραγμοποίησης των κοινωνικών σχέσεων, δηλαδή την τελική νίκη της σχεδιασμένης και κολλεκτιβιστικής οικονομίας επί της οικονομίας της αγοράς. Αφετέρου, μπορεί να σημαίνει τη διαστρέβλωση από τη μια ή την άλλη πλευρά (με κρατική επέμβαση ή με τη βοήθεια των μονοπωλίων) των ανταλλακτικών αναλογιών που θα προέκυπταν από τον ελεύθερο ανταγωνισμό. Το πρώτο αναφέρεται στο ξερίζωμα των θεμελίων του καπιταλισμού, στη διάλυση της παραγωγής εμπορευμάτων σε μικρή κλίμακα που «αναγκαστικά παράγει τον καπιταλισμό». Η πλήρης και απεριόριστη εφαρμογή του νόμου της αξίας σημαίνει καλπάζοντα ανταγωνισμό, ανελέητη σύγκρουση ιδιωτικών συμφερόντων ως αποτέλεσμα της οποίας ορισμένοι μικροπαραγωγοί τοποθετούνται στο πλευρό του προλεταριάτου και άλλοι στο πλευρό των καπιταλιστών. Η βασική πολιτική της σοβιετικής κυβέρνησης αποβλέπει στο μετασχηματισμό της αγροτικής οικονομίας από καπιταλιστική σε σοσιαλιστική κατεύθυνση. Αλλά αυτή η διαδικασία δεν περιγράφεται πλήρως από την αναφορά σε «πρωταρχική σοσιαλιστική συσσώρευση». Δεν έχει νόημα, για παράδειγμα, να υποστηρίξουμε ότι η κολλεκτιβιστική οργάνωση της αγροτικής παραγωγής είναι απόρροια του νόμου της πρωταρχικής σοσιαλιστικής συσσώρευσης. Ο όρος αφορά άλλη πλευρά του ζητήματος και η αντίθεση προς το νόμο της αξίας έχει άλλη σημασία εν προκειμένω. Πρόκειται για μέτρα που αποβλέπουν στην επίτευξη του μέγιστου βαθμού συσσώρευσης στο σοσιαλιστικό κέντρο, κάτι που θα ήταν αδύνατο υπό συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού. Άρα το κέντρο βάρους βρίσκεται εδώ στον επηρεασμό των συγκεκριμένων σχέσεων ανταλλαγής, δηλαδή στην πολιτική τιμών και όχι στη σύγκρουση μεταξύ της βάσης του σχεδιασμού και της αξιακής μορφής καθεαυτής. Ο επηρεασμός αυτός συναντάται σε κάθε βήμα της πρακτικής των αστικών κρατών, δεδομένου ότι πουθενά στον κόσμο δεν πραγματοποιείται η διανομή της υπεραξίας με βάση το νόμο της αξίας, ακόμη και στην σύνθετη μορφή των τιμών παραγωγής. Η πραγματική δυναμική της ανάπτυξης ενός νέου οικονομικού σχηματισμού αντανακλάται πάντα στην παραβίαση των «καθιερωμένων» κανονικών ποσοστών αναπαραγωγής. Αυτή η παραβίαση επέρχεται λόγω της πίεσης που ασκούν οι οργανωμένες ταξικές δυνάμεις και πρωταρχικά το κράτος (η πολιτική είναι συμπυκνωμένη οικονομία).
Ο καπιταλισμός αυτοχρηματοδοτείται με όλο και πιο γενναιόδωρο τρόπο ενόσω αναπτύσσεται. Αυτό δεν περιορίζεται στο γεγονός ότι η αστική τάξη πάλεψε ενάντια στους περιορισμούς και ανασχέσεις της φεουδαλικής-συντεχνιακής κοινωνίας. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, ένας τέτοιος αγώνας δεν ήταν γενικά αναγκαίος (αν εξαιρέσει κανείς την ήττα του Νότου στη δεκαετία του 1860). Ωστόσο, η πάλη στον τομέα της νομισματικής κυκλοφορίας, της πίστης, της τελωνειακής πολιτικής και των σιδηροδρόμων ενέκειτο ειδικά στη δημιουργία πιο ευνοϊκών συνθηκών για το μεγάλο κεφάλαιο εις βάρος των λοιπών κοινωνικών τάξεων και ομάδων. Το κεφάλαιο (τα μέσα παραγωγής) ποτέ δεν μετακινούνται από τον ένα τομέα στον άλλο με βάση αναλογίες καθοριζόμενες από την απλή εφαρμογή του νόμου της αξίας, ούτε και στη μορφή των τιμών παραγωγής. Η βαριά βιομηχανία, για παράδειγμα, είχε πάντοτε προνομιακή θέση. Αρκεί να σκεφθούμε τις δημόσιες επενδύσεις με μορφή κυβερνητικών πολιτικών, προστατευτισμού, χρηματικών επιστροφών, τελωνειακής πολιτικής κλπ.
Η αυθόρμητη δράση του νόμου της αξίας είναι απολύτως επαρκής για τη διαρκή αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων στον τομέα της μικρής εμπορευματικής παραγωγής. Ωστόσο, αυτή η αυθόρμητη δράση είναι ανεπαρκής για να εξασφαλίσει μια τελική και απόλυτη νίκη, να ενισχύσει την κυριαρχία των βασικών κλάδων της βιομηχανίας, του ισχυρού βιομηχανικού και χρηματιστικού κεφαλαίου. Η εγγενής οικονομική ισχύς και η συγκεντροποιημένη οικονομία πάντοτε χρειάζονται βοήθεια, δεδομένου ότι η πολιτική της κυρίαρχης τάξης και του κράτους βρίσκονται στη διάθεσή τους. Η αντιπαράθεση προς το νόμο της αξίας με αυτή την έννοια ανήκει στη ρουτίνα των καπιταλιστικών κρατών. Στον Πρεομπραζένσκι φαίνεται ότι η μεταβολή στα ποσοστά συσσώρευσης λόγω συγκεκριμένης πολιτικής είναι δυνατή μόνον προς όφελος της μεγέθυνσης του σοσιαλιστικού τομέα. Αυτό δεν είναι ορθό, αφού αυτή η πρακτική χρησιμοποιήθηκε και εξακολουθεί να χρησιμοποιείται από το μεγάλο κεφάλαιο προς όφελός του.
Η αντιπαράθεση του συλλογικού και του ατομικού τομέα δεν μπορεί λοιπόν να θεωρηθεί ως αντιπαράθεση προς το νόμο της αξίας, δεδομένου ότι η μεταφορά πόρων δεν γίνεται μόνον μέσω της αγοράς. Ας υποθέσουμε ότι οικονομικός πλούτος μεταφέρεται από το συλλογικό στον ιδιωτικό οικονομικό τομέα έξω από την αγοραία ανταλλαγή και χωρίς εφαρμογή του νόμου της αξίας. Αυτό θα ήταν προφανώς αρνητικό για μας και θα μας απειλούσε με την παλινόρθωση των αστικών οικονομικών σχέσεων. Αλλά δείχνει ότι το πρόβλημα δεν περιορίζεται στο αποτέλεσμα του νόμου της αξίας. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι το δικό μου παράδειγμα είναι ακραίο, ενώ ο Πρεομπραζένσκι έχει κατά νου οικονομικούς νόμους. Ωστόσο δεν πρόκειται παρά για τη φετιχοποίηση των οικονομικών νόμων. Στην πραγματικότητα τα πάντα ανάγονται στην πίεση που υφίσταται η προλεταριακή δικτατορία από τις αρχικές εκδηλώσεις του καπιταλισμού που είναι αναπόφευκτες όσο υπάρχει μικρή εμπορευματική παραγωγή. Αρκεί να σκεφθούμε πως αν η δικτατορία του προλεταριάτου εξασθενήσει κάπως, το αναπόφευκτο αποτέλεσμα θα είναι η μεταφορά κοινωνικών πόρων κάθε είδους στα χέρια των ιδιωτών επιχειρηματιών, των κουλάκων κλπ.
Δεν έχουμε λόγους να διαχωρίσουμε την πολιτική προστασίας των συλλογικών αγαθών από την πολιτική επιτάχυνσης της μεγέθυνσης του σοσιαλιστικού τομέα. Ωστόσο, έχουμε μπροστά μας μέτρα που δεν συνδέονται με τον επηρεασμό των σχέσεων ανταλλαγής, αλλά συνήθως αποσύρουν πλήρως από την κυκλοφορία ορισμένα αντικείμενα (εθνικοποίηση γαιών). Αυτό σημαίνει πως είχαν ορθότερη άποψη οι σύντροφοι που διαφώνησαν με τον Πρεομπραζένσκι, προτείνοντας να μην θεωρούμε βασικό φαινόμενο της οικονομίας στη μεταβατική περίοδο τη διαμάχη της πρωταρχικής σοσιαλιστικής συσσώρευσης με το νόμο της αξίας, αλλά τη διαμάχη μεταξύ του σοσιαλιστικού και του ιδιωτικού-καπιταλιστικού τομέα. Εδώ περιλαμβάνονται οι πολιτικές της κολλεκτιβοποίησης και της συνεταιριστικής οργάνωσης, οι οποίες επίσης δεν εξαντλούνται στην επέμβαση στις αυθόρμητα προκύπτουσες σχέσεις ανταλλαγής.
Δεν θα αναφερθούμε εδώ στο βασικό σφάλμα της θεώρησης του Πρεομπραζένσκι που έγκειται στο ότι θεωρεί τις αντιφάσεις της οικονομίας μας ως καπιταλιστικές αντιφάσεις, αγνοώντας τα στοιχεία ενότητας που την χαρακτηρίζουν και έκφραση των οποίων είναι η ενότητα της εργατικής τάξης με τους αγρότες (συνάγοντας από αυτό την ιδιόρρυθμη ομοιότητα της αγροτικής οικονομίας με τις αποικίες, κλπ.).
Μιλώντας γενικά, ο «νόμος της πρωταρχικής σοσιαλιστικής συσσώρευσης» περιορίζεται στην ανάγκη να προστατεύσει για ορισμένο χρονικό διάστημα τη μη ισοδύναμη ανταλλαγή μεταξύ πόλης και χωριού. Αλλά παράλληλα με αυτή την ανάγκη υπάρχει σημαντικός αριθμός εξίσου αναγκαίων νόμων. Για παράδειγμα, η ανάγκη αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας, η ανάγκη αύξησης του ετήσιου εισοδήματος των εργαζομένων, η ανάγκη προστασίας της συλλογικής ιδιοκτησίας. Είναι ακατανόητο γιατί το σύνολο των αντικειμενικών όρων που συνδέονται με την οικοδόμηση του σοσιαλισμού πρέπει να ενσωματωθεί αποκλειστικά και μόνο στην ανάγκη μη ισοδύναμης ανταλλαγής.
Τέλος, διαπιστώνουμε ένα όχι λιγότερο σημαντικό σφάλμα του συντρόφου Πρεομπραζένσκι αναφορικά με το νόμο της αναλογικής διανομής των δαπανών για εργασία. Αρχικά, η αναφορά και μόνο αυτού του νόμου, καίτοι συνοδευόταν από ένα σαφές παράθεμα του Μαρξ, έδωσε λαβή για να διατυπώσει ο Πρεομπραζένσκι σκληρές κατηγορίες περί μπογκντανοφισμού, αδυναμίας κατανόησης της ιστορικά υπερβάσιμης υφής της κατηγορίας της αξίας κλπ. Όταν όμως φάνηκε αδύνατο να επιλυθεί το πρόβλημα με κραυγές, επιχείρησε μια επεξήγηση στη δεύτερη έκδοση της Νέας Οικονομίας.
Έγραψε ότι οι αντίπαλοί του υιοθετούν μια
«νατουραλιστική, ιστορική αντίληψη του νόμου της αξίας, δεδομένου ότι συγχέουν τη μορφή ρύθμισης της οικονομικής διαδικασίας με το ρυθμιστικό ρόλο του κράτους στην οικονομία των δαπανών κοινωνικής εργασίας γενικά και του ρόλου που παίζουν και θα παίζουν σε κάθε σύστημα κοινωνικής παραγωγής αυτές οι δαπάνες».19
Συνοψίζοντας, ο νόμος των δαπανών για εργασία υφίσταται και μάλιστα λειτουργεί και θα λειτουργεί σε κάθε σύστημα κοινωνικής παραγωγής. Αλλά η σχέση του με το νόμο της αξίας παραμένει ασαφής. Επ’ αυτού πρέπει να επιστρέψουμε στον Μαρξ που σε ένα γράμμα στον Κούγκελμαν της 11ης Ιουλίου 1868 γράφει:
«Όσον αφορά το Centralblatt, ο συγγραφέας κάνει τη μέγιστη παραχώρηση, ομολογώντας ότι προκειμένου να δώσουμε κάποια σημασία στην έννοια της αξίας πρέπει να αποδεχτούμε τα δικά μου συμπεράσματα. Δεν κατανοεί ο δυστυχής ότι ακόμη και εάν το βιβλίο μου δεν περιείχε κεφάλαιο για την “αξία”, η ανάλυση των πραγματικών σχέσεων που παρουσιάζω θα καταδείκνυε και θα αποδείκνυε την πραγματική αξιακή σχέση. Οι φλυαρίες περί ανάγκης απόδειξης της έννοιας της αξίας θεμελιώνονται στην πιο απόλυτη άγνοια τόσο για το πράγμα καθεαυτό όσο και για την επιστημονική μέθοδο. Τα παιδιά γνωρίζουν ότι οποιοδήποτε έθνος θα καταστρεφόταν εάν έπαυε να εργάζεται όχι για ένα χρόνο αλλά και μόνον για λίγες εβδομάδες. Εξίσου γνωστό είναι ότι οι μάζες προϊόντων που αντιστοιχούν στις διάφορες μάζες αναγκών απαιτούν διαφορετικές και ποσοτικά ορισμένες μάζες της συνολικής κοινωνικής εργασίας. Είναι αυτονόητο ότι αυτή η αναγκαιότητα κατανομής της κοινωνικής εργασίας σε συγκεκριμένες αναλογίες δεν αναιρείται από τη συγκεκριμένη μορφή κοινωνικής παραγωγής, αλλά μόνον μπορεί να μεταβάλλει τη μορφή εμφάνισής της. Οι φυσικοί νόμοι δεν μπορεί να αναιρεθούν. Το μόνο που μπορεί να μεταβληθεί σε ιστορικά διαφορετικές συνθήκες είναι η μορφή με την οποία επιβάλλονται οι εν λόγω νόμοι. Και η μορφή με την οποία επιβάλλεται αυτή η αναλογική κατανομή της εργασίας σε μια κοινωνική κατάσταση, στην οποία η συνοχή της κοινωνικής εργασίας επέρχεται ως ιδιωτική ανταλλαγή ατομικών προϊόντων εργασίας, είναι η ανταλλακτική αξία αυτών των προϊόντων».20
Ο Μαρξ επισημαίνει σαφέστατα ότι ο νόμος της αξίας συνιστά τη μορφή έκφρασης ενός γενικότερου νόμου των αναλογιών μεταξύ δαπανών για εργασία. Σημαίνει αυτό ότι οι συγκεκριμένες ποσοτικές αναλογίες που καθορίζουμε στο πλάνο μας μεταξύ διαφορετικών κλάδων της οικονομίας οφείλει αναγκαία να επαναλαμβάνει και μάλιστα σε καθαρή μορφή τις αναλογίες που προκύπτουν από το νόμο της αξίας, δηλαδή από τις συνθήκες του ελεύθερου ανταγωνισμού; Είναι προφανής και αναμφίβολη η αρνητική απάντηση. Αλλά ερωτάται πώς μπορεί να συνδεθεί με την αδιαμφισβήτητη διαπίστωση ότι ο νόμος των αναλογιών της δαπάνης εργασίας έδρασε σε όλους τους κοινωνικούς σχηματισμούς, δρα σήμερα και «εν γένει δεν μπορεί να καταργηθεί»; Ο Πρεομπραζένσκι δεν απαντά, καίτοι η απάντηση είναι προφανής. Ο νόμος αυτός δείχνει μόνον τις πιο γενικές συνθήκες ισορροπίας, το ευρύ πλαίσιο, στο οποίο είναι δυνατές αποκλίσεις από τη μια ή την άλλη πλευρά. Η γενικότητα του νόμου δεν επιτρέπει τον προσδιορισμό συγκεκριμένων ποσοτικών αναλογιών. Οι αναλογίες αυτές καθορίζονται με συγκεκριμένη μέθοδο από τον μηχανισμό της αγοραίας αξίας και από άλλο μηχανισμό στο πλάνο που χαρακτηρίζει την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Για να εξηγήσουμε πώς αντιλαμβανόμαστε τη σχέση μεταξύ αυτών των «ρυθμιστών» θα χρησιμοποιήσουμε μια αναλογία. Η διατροφική διαδικασία καθορίζεται κυρίως από την ανάγκη περιοδικής ανανέωσης της ενέργειας που δαπανά ένας οργανισμός. Το αίσθημα της πείνας είναι η μορφή με την οποία αισθανόμαστε αυτή τη φυσιολογική ανάγκη. Παράλληλα, με όρους ποσότητας, ποιότητας και χρονικότητας, η συνειδητή ρύθμιση της διατροφής συνιστά διαφορετική υπερδομή. Αυτά τα στοιχεία δεν βρίσκονται σε αντιστοιχία μεταξύ τους. Υπάρχουν παραδείγματα ανορεξίας ενώ ο οργανισμός έχει βιολογική πείνα, όπως και παραδείγματα βουλιμίας. Ο αντικειμενικός νόμος και η εμφάνισή του μπορεί να διαφέρουν, ακριβώς όπως η συνειδητή ρύθμιση της διατροφής δεν εξαρτάται αποκλειστικά από την εκδήλωση υποκειμενικών ερεθισμών. Τέλος, στο πλαίσιο των γενικών νόμων της φυσιολογίας, η συνειδητή ρύθμιση της διατροφής μπορεί να γίνεται με διαφορετικούς τρόπους, ποικίλοντας στην ποσότητα και ποιότητα και στον προγραμματισμό.
Η οικονομία μας δίνει μια σύνθετη εικόνα. Ο νόμος των αναλογιών κατανομής των δαπανών εργασίας δηλώνει τις πλέον γενικές συνθήκες ισορροπίας, στα πλαίσια των οποίων καθορίζονται συγκεκριμένα ποσοστά ανταλλαγής με την ισχυρότατη και πολλαπλή επιρροή της οικονομικής πολιτικής του προλεταριακού κράτους. Τέλος, η αξία, ως ειδική μορφή εκδήλωσης του νόμου των δαπανών για εργασία θα περνά από φάσεις μαρασμού (withering away) σε συνάρτηση με τις επιτυχίες που θα γνωρίζει η ανάπτυξη της σοσιαλιστικής σχεδιασμένης οικονομίας. Ωστόσο δεν δικαιολογείται η αναγωγή της σύνθετης εικόνας στην απλοποιημένη μορφή της αντιπαράθεσης μεταξύ νόμου της αξίας και «νόμου της πρωταρχικής σοσιαλιστικής συσσώρευσης».
III
Στη διάρκεια του πολέμου δόθηκε ένα εντυπωσιακό παράδειγμα ρύθμισης της εθνικής οικονομίας σε καπιταλιστικά κράτη. Η μελέτη αυτής της εμπειρίας δεν πραγματοποιήθηκε ακόμη με ικανοποιητικό τρόπο στην ΕΣΣΔ, καίτοι εμφανίζει μεγάλο θεωρητικό και ταυτόχρονα βαθιά πρακτικό ενδιαφέρον. Είναι δε αναμφίβολο ότι στις επερχόμενες παγκόσμιες συγκρούσεις, το πρόβλημα της οργάνωσης της οικονομίας θα τεθεί στο προσκήνιο και η επιτυχής ή μη επίλυσή του θα είναι ένα από τα σημεία που θα κρίνουν τη νίκη. Στην ΕΣΣΔ έχει μελετηθεί με κάποια πληρότητα η γερμανική βιβλιογραφία που έχει αξιόλογα έργα. Αλλά δυστυχώς λίγο μελετήθηκε η εμπειρία της Αγγλίας που είναι εξίσου, αν όχι περισσότερο σημαντική. Η ρύθμιση της οικονομικής ζωής στην Αγγλία ήταν, υπό ορισμένη άποψη, πιο επιτυχής από τη γερμανική. Η προσφορά δεν μειώθηκε ποτέ στην Αγγλία όπως συνέβη στη Γερμανία. Η παγκόσμια αγορά πρώτων υλών και τροφίμων ελέγχεται πλήρως από την Αγγλία. Και γι’ αυτό το λόγο, η Αγγλία δεν βρέθηκε υπό ισχυρή πίεση και μπόρεσε να εφαρμόσει ρυθμιστικά μέτρα, ιδίως στο δελτίο τροφίμων και να επιβάλλει σταθερές τιμές. Από την άλλη πλευρά, η μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα της ρύθμισης συνδέεται με το ότι η Αγγλία λάμβανε τα τέσσερα πέμπτα των τροφίμων και ουσιαστικά όλες τις πρώτες ύλες της από τη θάλασσα, κάτι που διευκόλυνε πολύ τον έλεγχο.
Σε κάθε περίπτωση, τα συμπεράσματα που συναγάγαμε από τη γερμανική εμπειρία ήταν εξαιρετικά βεβιασμένα. Για παράδειγμα, ο Μπουχάριν, στην Οικονομία της περιόδου μετάβασης, 21 εμφανίζει την κατάρρευση των σταθερών τιμών λόγω κερδοσκοπίας ως αναπόφευκτο φαινόμενο. Ωστόσο, σύσσωμη η βιβλιογραφία επισημαίνει τη διατήρηση των σταθερών τιμών στην Αγγλία και το ότι η ρύθμιση είχε επιτυχία χάρη στην ενεργητική υποστήριξη που δέχθηκε όχι μόνο από τους καταναλωτές, αλλά και από τους επιχειρηματίες, που δεν υπονόμευαν τη δράση των ανταγωνιστών τους.
Ένα ζήτημα που αξίζει της ίδιας προσοχής είναι η τύχη της ρύθμισης στη μεταπολεμική περίοδο. Στο ίδιο βιβλίο, ο Μπουχάριν εμφάνισε μια αρμονική εικόνα του κρατικού καπιταλισμού που προέκυψε από τη ρύθμιση του πολέμου. Η πραγματικότητα διαψεύδει αυτή την εικόνα, δεδομένου ότι επήλθε μια ταχεία και ολοκληρωτική διάλυση όλων των μορφών κρατικής επιτήρησης και επέμβασης στην οικονομική ζωή. Ωστόσο δεν πρέπει να αρκεστούμε στη διαπίστωση ότι υπερτιμήσαμε τη δυναμική του κρατικού καπιταλισμού. Η διαδικασία διάλυσης της «καταναγκαστικής οικονομίας» πρέπει να μελετηθεί σε όλες τις λεπτομέρειές της, εξετάζοντας τα επιχειρήματα υπέρ και κατά, τα συμφέροντα που κρύβονται πίσω από αυτά τα επιχειρήματα καθώς και την ουσία της διαμάχης. Και εδώ γνωρίζουμε κυρίως τη γερμανική βιβλιογραφία, ιδίως την αναφερόμενη σε ζητήματα κοινωνικοποίησης της οικονομίας, όπου η συστηματική οργάνωση της οικονομίας συνδέεται άμεσα με την επίλυση των προβλημάτων σχετικά με την τύχη της οργάνωσης που προέκυψε στη διάρκεια του πολέμου. Ωστόσο μπορεί να βρούμε πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία και στην αγγλική βιβλιογραφία.22
Άρα η απόλυτη διατύπωση της θέσης ότι το κράτος δεν έχει την ικανότητα να ρυθμίσει τις τιμές, όπως πιστευόταν προπολεμικά, αντικαθίσταται από μια σχετική διατύπωση: η ρύθμιση είναι δυνατή εντός ορισμένων ορίων, τα οποία πρέπει να διαπιστώνονται εμπειρικά σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση.
Η αγγλική κυβέρνηση, εποπτεύοντας τη βιομηχανία συνεργάσθηκε με κάθε είδους επίσημες και ημιεπίσημες οργανώσεις, συμβούλια, επιτροπές κλπ. Ορισμένες από αυτές τις οργανώσεις ασχολούνταν αποκλειστικά με το να διαπραγματεύονται με το κράτος. Άλλες δρούσαν συμβουλευτικά ή λειτουργούσαν ως δευτεροβάθμιο όργανο σε περίπτωση διαφωνίας κράτους και συγκεκριμένων επιχειρήσεων και, τέλος, άλλες ασκούσαν ευθέως διοικητικές αρμοδιότητες, διένειμαν πρώτες ύλες, έδιναν εντολές κλπ. Σε αυτές τις οργανώσεις της ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης είχε κάποια συμμετοχή και το ανώτερο στρώμα της εργατικής τάξης μέσω εκπροσώπησής του από τα συνδικάτα. Η αστική τάξη έκανε αυτό το πείραμα, οργανώνοντας στρατιωτικο-βιομηχανικές επιτροπές με τη συμμετοχή εκπροσώπων των εργαζομένων. Στην περίοδο του πολέμου, η οργάνωση της προσφοράς και της διανομής υπό ορισμένες απόψεις απλώς αντέγραφε σε μεγαλύτερη κλίμακα την πρακτική που ακολουθούσαν μεγάλα μονοπώλια. Για παράδειγμα, το εμπόριο προϊόντων πετρελαίου, καπνού και γάλακτος ήταν οργανωμένο και παλιότερα με τρόπο που επέτρεπε τη διανομή αγαθών με βάση στατιστικούς υπολογισμούς της ζήτησης σε διάφορες αγορές. Υπήρχε πλάνο διανομής για κάθε διαμέρισμα και τα προϊόντα πωλούνταν με σταθερές τιμές που δεν θα μπορούσαν να διατηρηθούν με σταθερή προσφορά σε αγορές μικρής κλίμακας.
Είναι ενδιαφέρον να εξετάσουμε τη νομική βάση που χρησιμοποίησε η αγγλική κυβέρνηση για τη ρύθμιση της οικονομικής ζωής. Δόθηκαν ειδικές αρμοδιότητες από τον Act on the Defence of the Realm (DORA). Αλλά αυτές περιορίζονταν στην αρμοδιότητα να επιτάσσει γη, εργοστάσια και άλλα αγαθά απαραίτητα για πολεμικούς σκοπούς. Το ζήτημα των τιμών έμεινε ανοιχτό. Αρχικά αποφασίσθηκε η εφαρμογή δίκαιων τιμών αγοράς. Αλλά αυτή η επιλογή δεν μπορούσε προφανώς να αντιμετωπίσει την αύξηση των τιμών αγοράς. Ακολούθως, η αγγλική κυβέρνηση αναζήτησε νομική θεμελίωση για τον καθορισμό τιμών και ακολούθησε μια μεσαιωνική θεωρία, σύμφωνα με την οποία το Στέμμα μπορεί να δημεύει οποιοδήποτε τμήμα περιουσίας δυνάμει βασιλικού προνομίου και, συνεπώς, η καταβολή αποζημίωσης είναι χαριστική δυνατότητα. Με βάση αυτή τη θεωρία, η αγγλική κυβέρνηση άρχισε να ρυθμίζει τις τιμές, καίτοι στην αρχή το έκανε πολύ δειλά, επιδιώκοντας συμφωνίες περί τιμών και μόνο σταδιακά προχώρησε στον αναγκαστικό καθορισμό τους. Η θεωρία της άρνησης του δικαιώματος αποζημίωσης των ιδιοκτητών ακολουθήθηκε σε όλη τη διάρκεια του πολέμου και αναγνωρίσθηκε με απόφαση του Δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου το 1915 στην υπόθεση Shoreham Airport Case.23 Μόλις το 1920 η θεωρία αυτή απορρίφθηκε με απόφαση της Βουλής των Λόρδων. Ωστόσο, οι συνέπειες του δεδικασμένου ακυρώθηκαν από την Bill on Indemnity που εκδόθηκε επίσης το 1920. Κατά τη συζήτηση για την Bill αυτή στη Βουλή των Κοινοτήτων ειπώθηκε ότι εάν η απόφαση της Βουλής των Λόρδων δεν ανατρεπόταν νομοθετικά, η κυβέρνηση θα έπρεπε να αντιμετωπίσει αγωγές αποζημίωσης αξίας εκατοντάδων εκατομμυρίων στερλινών. Μια ειδική επιτροπή αποτίμησης ζημιών (Defence of the Realm Losses Commission), που έδρασε με βάση την προαναφερθείσα θεωρία, αποφάσισε ότι αιτήσεις αποζημίωσης είναι παραδεκτές μόνον εάν λήφθηκε συγκεκριμένο μέτρο εναντίον δεδομένου ιδιοκτήτη. Εάν η ζημία προκλήθηκε από μια ρύθμιση γενικής και όχι ειδικής υφής, όσοι την υπέστησαν δεν έχουν δικαίωμα αποζημίωσης. Το βασιλικό προνόμιο είχε συνεπώς θεμελιώδη ρόλο στη δικαιολόγηση του δικαιώματος επέμβασης στην οικονομία. Ένας συγγραφέας επισήμανε πώς «μόνο με τη βοήθεια μιας θεωρίας από την περίοδο της απολυταρχίας, κατέστη δυνατή η υπερνίκηση της τυραννίας των αγοραίων τιμών».24
Την πρώτη πράξη αμφισβήτησης των τιμών αγοράς αποτέλεσε το λεγόμενο Decree 2B του Φεβρουαρίου 1916. Το διάταγμα προέβλεπε πώς η τιμή επίταξης για τον παραγωγό συνίσταται στα κόστη παραγωγής συν ένα μέσο κέρδος. Για τον έμπορο συνίσταται στην τιμή αγοράς (purchase price), αλλά μόνον εάν αυτή δεν ήταν υπερβολική αλλά εύλογη. Εκτός αυτού, όποιος κατείχε εμπορεύματα που δεν είχε αποκτήσει στα πλαίσια των συνηθισμένων οικονομικών του πράξεων, δεν είχε δικαίωμα σε κέρδος. Το ίδιο διάταγμα προέβλεπε το δικαίωμα καθορισμού ανώτατων τιμών. Η σχολαστικότητα των Άγγλων νομικών ήταν τόσο έντονη την περίοδο εκείνη ώστε θεώρησαν ανεπίτρεπτο να υπάρξουν στην ίδια νομοθετική πράξη ρυθμίσεις για επιτάξεις και για καθορισμό τιμών. Γι’ αυτό το λόγο εξέδωσαν δύο διαδοχικές νομοθετικές πράξεις, η πρώτη για την επίταξη αγαθών, η δεύτερη για τον καθορισμό ανώτατων τιμών για τα επιταγμένα.
Μόνον στα τέλη του πολέμου, η σχολαστικότητα παραμερίστηκε και άρχισε να εφαρμόζεται ευρέως η πρακτική του καθορισμού ανώτατων τιμών με αποφάσεις συγκεκριμένων κυβερνητικών οργάνων. Πλέον τα διατάγματα δεν προκαλούσαν διαμαρτυρίες και θεωρήθηκαν νόμιμα από όλα τα δικαστήρια. Το 1915 η πρακτική αυτή θεωρείτο «αντισυνταγματική και νομικά αδύνατη». Ένα περαιτέρω βήμα έγινε με την αρμοδιότητα της κυβέρνησης να καθορίζει τα κόστη παραγωγής με οποιαδήποτε μέθοδο, συμπεριλαμβανομένου και του ελέγχου των βιβλίων των επιχειρήσεων, το λεγόμενο Decree 7. Κατά συνέπεια καταργήθηκε το απόρρητο της παραγωγής και του εμπορίου. Πρέπει επίσης να αναφέρουμε τα Decrees 30A και 2E. Το πρώτο διατύπωνε έναν γενικό κανόνα ρύθμισης του εμπορίου και έθετε σε ισχύ μια διαδικασία αδειοδότησης. Η αρχή έγινε με το εμπόριο όπλων και σταδιακά η πρακτική επεκτάθηκε σε όλους τους εμπορικούς κλάδους. Το δεύτερο διάταγμα έδινε την αρμοδιότητα για κρατική ρύθμιση σε οποιοδήποτε κλάδο του εμπορίου ή της βιομηχανίας, με τη θέση ποικίλων περιορισμών και απαγορεύσεων, θέτοντας προϋποθέσεις για την αδειοδότηση, η μη τήρηση των οποίων επέφερε ποινικές ευθύνες. Στη βάση του Decree 2E θεσπίσθηκε η ρύθμιση του εμπορίου τροφίμων.
Πρέπει να πούμε ότι η θρυλική αγάπη των Άγγλων για τη νομιμότητα γνώρισε έντονες διακυμάνσεις στα χρόνια του Πολέμου. Ο Lloyd που ήδη παραπέμψαμε επανειλημμένα αφιέρωσε ειδικό κεφάλαιο στη «νομική βάση του ελέγχου», με το εξής γενικό συμπέρασμα:
«Όντως, στις περισσότερες περιπτώσεις δεν ενδιαφέρει η νομιμότητα ή παρανομία των όσων έγιναν. Σημαντική είναι η έκταση στην οποία επιτεύχθηκε γενική συναίνεση και το εάν η εφαρμογή έγινε με τρόπο αμερόληπτο και με σεβασμό της γενικής ισότητας».25
Είναι ενδιαφέρον να αποτιμήσουμε γενικά τα αποτελέσματα της κρατικής ρύθμισης στην περίοδο του Πολέμου. Όλοι συμφωνούν ότι είναι αδύνατη η διεξαγωγή ενός σύγχρονου πολέμου με παράλληλη διατήρηση της λεγόμενης ελεύθερης οικονομίας. Το σύστημα της κρατικής ρύθμισης απεδείχθη αναμφίβολα πρόσφορο. Ο Baker θεωρεί πως έσωσε τη ζωή των ΗΠΑ και της Αγγλίας.26 Αυτό θέτει όμως ένα σημαντικό ερώτημα. Γιατί αυτά τα πλεονεκτήματα δεν μπορεί να υπάρξουν και σε περίοδο ειρήνης; Οι απόψεις διίστανται έντονα. Ο Gray, που δημοσίευσε το βιβλίο του το 1919, δηλαδή αμέσως μετά τον Πόλεμο εκφράζεται με μεγάλη επιφύλαξη:
«Δεν μπορεί να προβλεφθεί στην παρούσα στιγμή ποιες θα είναι οι μακροπρόθεσμες συνέπειες της κρατικής επέμβασης. (...) Αλλά αυτό που συνέβη θα χρησιμεύσει ως εμπειρία και προηγούμενο. Και αυτή η εμπειρία ίσως να έχει μεγαλύτερη σημασία για τη βιομηχανική δομή απ’ ό, τι νομίζουμε σήμερα».27
Ωστόσο, τα επόμενα χρόνια υπήρξε καθολική εχθρότητα προς τις διάφορες μορφές κρατικής παρέμβασης, με συνέπεια ακόμη και οι πιο ένθερμοι οπαδοί της οργάνωσης της οικονομίας για στρατιωτικούς σκοπούς να μην υποστηρίξουν το σύστημα αυτό σε καιρό ειρήνης. Ο Lloyd που έβλεπε θετικά την κρατική επέμβαση στη διάρκεια του Πολέμου, υιοθέτησε μια στάση διφορούμενη και μάλλον αρνητική στο θέμα.28 Ο Baker επίσης φάνηκε να συνδέει την επιτυχία της κρατικής ρύθμισης με τις ειδικές συνθήκες του πολέμου, όπου ήταν αναγκαίο «να χάσουμε χρήματα για να κερδίσουμε χρόνο».29 Κατά την παρόμοια γνώμη του Briefs, οι μέθοδοι της οικονομικής οργάνωσης στην πολεμική περίοδο ήταν «εξαιρετικές» και ίσως να μη μπορεί να εφαρμοσθούν σε κανονικές συνθήκες. Ωστόσο, ο ίδιος ο Briefs δέχεται ότι
«η εδραίωση της θέσης των μεγάλων επιχειρήσεων στα πλαίσια της οικονομίας του πολέμου και η συγκεντρωμένη μαζική παραγωγή με οικονομία στις πρώτες ύλες και στη χρήση εργατικής δύναμης είναι γεγονότα που δεν μπορεί να αγνοηθούν (...) Ωστόσο, αυτά τα συμβάντα αποτελούν τη μεγεθυμένη εκδήλωση ήδη υπαρχουσών ή την εμφάνιση νέων τάσεων, αλλά σε καμιά περίπτωση τη θεμελιώδη ανασυγκρότηση της παλιάς εικόνας για την παγκόσμια οικονομία».30
Η θέση του μπορεί να θεωρηθεί αντιπροσωπευτική, δεδομένου ότι οι αστοί οικονομολόγοι αναγνωρίζουν τη σημασία του κρατικού ελέγχου μόνον «στο βαθμό που ...». Από την άλλη πλευρά, υπήρχε πλήρης πίστη στην απεριόριστη και θαυματουργή ικανότητα της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Ακόμη και στην Αγγλία με τις παραδόσεις της σχολής του Μάντσεστερ, η συνήθης άποψη ότι ο δημόσιος υπάλληλος είναι αδαής περί τα οικονομικά και ότι η κρατική παρέμβαση οδηγεί στη γραφειοκρατικοποίηση, υποβάλλεται σε κριτική με απόψεις όπως το ότι το αμιγώς επιχειρησιακό μοντέλο έχει και αρνητικές πλευρές και ότι η μέγιστη αποτελεσματικότητα απαιτεί την υιοθέτηση μιας μέσης οδού μεταξύ δραστήριων επιχειρηματιών που επιδιώκουν τη μεγιστοποίηση του κέρδους τους και της δράσης του κρατικού μηχανισμού που έχει συνείδηση του καθήκοντός του και δρα με βάση γενικές εκτιμήσεις περί κρατικού συμφέροντος. Αναγνωρίζεται επίσης η πολύ θετική επιρροή της κρατικής οργάνωσης της βιομηχανίας όσον αφορά την ανταλλαγή τεχνικών εμπειριών, την εφαρμογή ορθών μεθόδων λογιστικής, τον εξορθολογισμό της προσφοράς κλπ. Και βέβαια ο ανταγωνισμός, στον οποίο αποδίδουν κεντρικό ρόλο οι οπαδοί της ελεύθερης οικονομίας, δεν εξαλείφεται, αλλά μπορεί να λειτουργήσει στα όρια της συγκεντρωτικής και ρυθμισμένης οργάνωσης.
Στον Lloyd συναντούμε την πολύ ευαίσθητη ιδέα ότι η άπελπις μάχη ενός μικρεμπόρου με μια μεγάλη εμπορική εταιρεία ελάχιστα βοηθά τον μικρέμπορο που είναι καταδικασμένος στην πτώχευση και, αναγνωρίζοντας, την απελπιστική κατάσταση, δεν μπορεί να βελτιώσει καθόλου την επιχείρησή του. Εάν όμως δεχθεί να γίνει υπάλληλος της μεγάλης εταιρείας, π.χ. διευθυντής καταστήματος ή τομέα και προσπαθεί να αυξήσει τα ποσοστά του, θα μπορέσει να αναπτύξει μια πολύ υγιή ανταγωνιστικότητα που θα του προσφέρει πραγματικά οφέλη.31 Αλλά παρά τις παραδοχές αυτού του είδους, η πλειοψηφία των συγγραφέων καταδικάζει με βδελυγμία το μοντέλο του στρατιωτικού-κρατικού καπιταλισμού. Ιδού ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από τον πρόλογο του βιβλίου του Lloyd:
«Ήμουν και εξακολουθώ να είμαι πεπεισμένος ότι η διεξαγωγή πολέμου επιβάλλει αναγκαστικά την αντικατάσταση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας από τη συλλογική οργάνωση. Σε αυτή την προοπτική συμφωνώ με όσους θεωρούν ότι είναι απαραίτητο στην πολεμική περίοδο να υπάρχει έλεγχος στη ζωή, την ελευθερία και την ιδιοκτησία, και αυτό δίνει ένα ακόμη επιχείρημα για την κατάργηση των πολέμων. Ο επόμενος Μεγάλος Πόλεμος θα ρίξει τον πλανήτη σε ένα είδος κομμουνισμού του πολέμου, σε σύγκριση με τον οποίο ο έλεγχος που ασκήθηκε στη διάρκεια του τωρινού Πολέμου θα φαίνεται βουκολική εικόνα. Η ατομική ελευθερία και η ατομική ιδιοκτησία είναι καταδικασμένες από τις απαιτήσεις του σύγχρονου πολέμου. Και ομολογώ ότι τις προτιμώ σαφώς».32
Στην οπτική του ατομικού επιχειρηματία, τα πλεονεκτήματα της συγκεντρωτικής οργάνωσης είναι ασήμαντα σε σχέση με την πιθανότητα να ιδιοποιηθεί για την επιχείρησή του τη μερίδα του λέοντος της υπεραξίας. Γιατί να κάνει παραχωρήσεις ο επιχειρηματίας στη λογική του εξισωτισμού εάν υπάρχει η δυνατότητα να ιδιοποιηθεί υπερκέρδη εις βάρος του ανταγωνιστή του; Αυτό επιτείνεται σε περιόδους ύφεσης ή κρίσης, στις οποίες o ατομικός καπιταλιστής προσπαθεί να αποφύγει τις συνέπειες με το να περιορίσει όσο το δυνατόν περισσότερο τις συνέπειες της κρίσης και να τις φορτώσει στον ανταγωνιστή του. Η τύχη της κρατικής ρύθμισης μετά τον Πόλεμο δείχνει με τον καλύτερο τρόπο ότι η σύνδεση των καπιταλιστικών επιχειρήσεων και η εξάλειψη του μεταξύ τους ανταγωνισμού μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνον μέσω καταναγκασμού ή βίας από την πλευρά των ισχυρότερων επιχειρήσεων, δηλαδή με τη «φυσική» μέθοδο των καρτέλ και κοινοπραξιών και όχι με την «τεχνητή» μέθοδο της κρατικής παρέμβασης. Η περίοδος του κρατικού ελέγχου έδωσε πολλά πλεονεκτήματα στα μονοπώλια. Στις ΗΠΑ, η νομοθεσία για την καταπολέμηση της οικονομικής συγκέντρωσης, ο διάσημος Sherman Act, που δεν είχε ουσιαστική σημασία στο παρελθόν, μετατράπηκε σε ασώματο φάντασμα.33
Πολλά μονοπώλια στην αγγλική βιομηχανία προέρχονται από συμβούλια και επιτροπές που συστήθηκαν στην περίοδο του πολέμου. Ο Lloyd αναφέρει ένα αξιοσημείωτο παράδειγμα. Στη διάρκεια του πολέμου δημιουργήθηκε με τη βοήθεια της κυβέρνησης και υπό την εποπτεία της μια ένωση βιομηχάνων δέρματος με σκοπό να σταθεροποιήσουν σε ορισμένο επίπεδο τις τιμές των πρώτων υλών δέρματος. Μετά τον Πόλεμο, η πικρή εμπειρία έδειξε στους παραγωγούς ότι αυτή η οργάνωση, το «δαχτυλίδι», συνέχισε να υπάρχει και να λειτουργεί, πλέον χωρίς κρατική βοήθεια και επίβλεψη, διατηρώντας χαμηλές τις τιμές των ακατέργαστων δερμάτων. Ένας άλλος λόγος που κάνει τους επιχειρηματικούς κύκλους να επιδιώκουν την κατάργηση του κρατικού ελέγχου είναι ο φόβος της σοσιαλιστικής επανάστασης, ο φόβος του σοσιαλισμού. Η καπιταλιστική κοινωνία βλέπει εχθρικά τους καλοπροαίρετους φιλελεύθερους σοσιαλιστές και ειρηνιστές που θεωρούν ότι θα ήταν σκόπιμο να εφαρμοσθούν οι γιγάντιες δυνατότητες παραγωγής που αναδείχτηκαν στον Πόλεμο και μπορεί να εξυψώσουν τον παγκόσμιο πολιτισμό.
Ο Baker, απόσπασμα του οποίου παραθέσαμε προηγουμένως, αναγκάζεται να αναγνωρίσει ότι το μεγαλύτερο μέρος του καπιταλιστικού κόσμου στράφηκε με φανατισμό ενάντια στη διατήρηση του κρατικού ελέγχου, ακριβώς διότι θεωρούσε ότι τα σχέδια αυτά ενέχουν τον κίνδυνο του σοσιαλισμού:
«Δεδομένου ότι ο κρατικός έλεγχος στη διάρκεια του πολέμου θεωρήθηκε ότι ανοίγει το δρόμο προς το σοσιαλισμό, η συντριπτική πλειοψηφία ήταν έτοιμη να καταδικάσει πλήρως αυτόν τον έλεγχο. Η επανάσταση στη Ρωσία και η ανάπτυξη του μπολσεβικισμού, το μεγάλο κύμα οικονομικής και κοινωνικής δυσαρέσκειας, με τις απεργίες, το σοσιαλισμό και τον αναρχισμό που κατέκλυσαν την Ευρώπη και τις ΗΠΑ προκάλεσαν ένα κύμα συντηρητισμού, κλίσης προς την τάξη και το νόμο που ήταν πολύ εμφανές στην Αγγλία και στις ΗΠΑ. Αυτή η συντηρητική διάθεση δεν ήταν διατεθειμένη να εξετάσει τις 57 παραλλαγές σοσιαλισμού που εκφράστηκαν με τον κρατικό έλεγχο στη διάρκεια του πολέμου και που μπορεί να θεωρηθούν εν γένει ως σοσιαλισμός με την πραγματική έννοια. Η συντηρητική τάση έφτασε στα όριά της με το αίτημα για κατάργηση του κρατικού ελέγχου, χωρίς να έχει εξετάσει πριν τα θετικά επιτεύγματά του».34
Η εμπειρία της ρύθμισης στη διάρκεια του πολέμου δείχνει σαφώς σε τι μέτρο και βαθμό ο μονοπωλιακός καπιταλισμός προετοιμάζει τη μετάβαση στο σοσιαλισμό και σε τι μέτρο το κάνει ενάντια στη βούλησή του. Για την πραγμάτωση του σοσιαλισμού είναι αναγκαία άλματα, με διαλεκτικό μετασχηματισμό της ποσότητας σε ποιότητα. Οι πλέον οξυδερκείς αστοί οικονομολόγοι, για παράδειγμα ο Schumpeter, το κατανόησαν καλά. Στο άρθρο του Σοσιαλιστικές δυνατότητες του παρόντος, ο Schumpeter γράφει:
«Θεωρητικά, η κοινωνικοποίηση είναι δυνατή από τη στιγμή που εμφανίσθηκαν μεγάλες ή και γιγάντιες επιχειρήσεις, όταν αποκαλύφθηκε σαφώς η δυνατότητα εξορθολογισμού της εθνικής οικονομίας, όταν η μηχανή και ο υπολογισμός άρχισαν να μετασχηματίζουν το πνεύμα. Καίτοι η περίοδος αυτή δεν έχει σημείο έναρξης, είναι αναμφίβολο ότι βρίσκεται πολύ πίσω μας στο χρόνο».35
Ο Schumpeter δεν ακολουθεί το ρεφορμιστικό δόγμα, σύμφωνα με το οποίο η καπιταλιστική κοινωνία είναι ανέτοιμη για τη μετάβαση στο σοσιαλισμό. Επισημαίνει ότι η περίοδος στην οποία η μετάβαση είναι δυνατή έχει αρχίσει προ πολλού και άρα, όπως γράφει, τα αποφασιστικά βήματα για την πραγμάτωση του σοσιαλισμού είναι «ζήτημα βούλησης και ευκαιρίας».
***
Μεταξύ των ανοιχτών εχθρών, μπορεί να τοποθετηθούν και οι αυθεντικοί δογματικοί που θεωρούν τη μετάβαση στο σοσιαλισμό αμιγώς οργανωτικό ζήτημα που αφορά την ορθολογική οικοδόμηση της σοσιαλιστικής οικονομίας, αγνοώντας πλήρως την πολιτική ταξική πάλη. Ο Beck, που αναφέρεται από τον Μπουχάριν, είναι γνωστός στη βιβλιογραφία μας και αποτελεί σαφές παράδειγμα αυτού του δογματισμού.36 Αυτή η κατεύθυνση απορρίπτει τον οικονομικό «ντετερμινισμό» (που κατά τη γνώμη της είναι εγγενής στον μαρξισμό) και καλεί σε ενεργητική και συνειδητή επέμβαση στην οικονομική ζωή, θεωρώντας ότι αυτό θα αποτελέσει αντίδοτο στο χάος μιας επανάστασης.
Στις συνθήκες της μεταπολεμικής κρίσης, με τις οικονομικές εξαρθρώσεις, έχουμε, από τη μια πλευρά, τους μικροαστούς που είναι τρομοκρατημένοι από τον πόλεμο και τα δεινά του και επιθυμούν να επιστρέψουν στην ειρηνική ζωή, συνδέοντας στη φαντασία τους την ειρήνη και την ομαλότητα με την κατάργηση του κρατικού ελέγχου. Από την άλλη πλευρά, έχουμε τους δογματικούς που παρουσιάζουν σχέδια οργάνωσης μιας σχεδιασμένης σοσιαλιστικής οικονομίας, αλλά γυρίζουν τις πλάτες τους στα πιο επείγοντα πολιτικά καθήκοντα, στα καθήκοντα της ταξικής πάλης. Τέλος, οι αστοί έμποροι υπερασπίζονται τον καπιταλισμό με νύχια και με δόντια, απορρίπτοντας οποιαδήποτε προσπάθεια διατήρησης ή ενίσχυσης του συστήματος κρατικού ελέγχου, ενώ ταυτόχρονα χρησιμοποιούν τις κατακτήσεις της πολεμικής περιόδου για να ενισχύσουν μονοπωλιακές θέσεις και διαδικασίες καπιταλιστικού εξορθολογισμού.
Το συμπέρασμα δεν μας εκπλήσσει. Το ζήτημα της μετάβασης σε μια σχεδιοποιημένη οικονομία εξαρτάται από τη δράση του προλεταριάτου υπό την ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος με σκοπό να διαλύσει το αστικό κράτος και να επιβάλει τη δική του δικτατορία.
IV
Περνώντας στη ρύθμιση της οικονομίας υπό σοβιετικές συνθήκες, πρέπει να επισημάνουμε αρχικά ότι δεν πρόκειται απλώς για το τεχνικό καθήκον ορθολογικής οργάνωσης της εθνικής οικονομίας και την επίτευξη πλήρους αναλογικότητας μεταξύ των διαφόρων τομέων παραγωγής. Ούτε πρόκειται μόνον για τη σύνταξη μιας ακριβούς απογραφής της οικονομίας συνολικά. Πρόκειται πάνω απ’ όλα για ένα πολιτικό καθήκον, για τη συνέχιση της ταξικής πάλης, τη θεμελίωση μιας σοσιαλιστικής οικονομίας, παρά την αντίδραση των εχθρικών στρωμάτων, παρά την ακόμη ανέπαφη ιδεολογία της ατομικής ιδιοκτησίας. Και αυτό απαιτεί πολλές θυσίες. Η ρύθμισή μας έχει ως σαφή σκοπό την ταχύτερη δυνατή δημιουργία μιας τεχνικής και πολιτιστικής βάσης για το σοσιαλισμό. Τα πλάνα πρέπει να περιλαμβάνουν και όντως περιλαμβάνουν μια συγκεκριμένη καθοδηγητική αρχή και δεν μπορεί να είναι απλές μηχανιστικές εναρμονίσεις της προσφοράς και της ζήτησης.
Η δική μας ρύθμιση διακρίνεται και από το ότι βασίζεται στις εθνικοποιήσεις. Δεν μας φοβίζει η αγιότητα της ατομικής ιδιοκτησίας και ανοίγουμε δρόμους για τον άμεσο επηρεασμό της διαδικασίας παραγωγής. Πρόκειται γι’ αυτό που θεωρούσαν αδύνατο οι αστοί θεωρητικοί, δεδομένου ότι στα καπιταλιστικά κράτη η ρύθμιση άρχιζε και ουσιαστικά τελείωνε στη σφαίρα της διανομής.
Τι αλλαγές επιφέρει στο δίκαιο η ρύθμιση της εθνικής οικονομίας; Η πρώτη και σημαντικότερη είναι η ενοποίηση της νομοθετικής με την εκτελεστική εξουσία. Η ενότητά τους αποτελεί βασική αρχή της κρατικής δομής μας και διαπερνά πολύ βαθιά την πρακτική όταν μεταβαίνουμε από τη ρυθμισμένη στην πλήρως σχεδιασμένη δραστηριότητα. Αρκεί να αναφέρουμε παραδείγματα όπως η υιοθέτηση πλάνων παραγωγής και δημοσιονομικών πλάνων για τους επιμέρους κλάδους της βιομηχανίας, η υιοθέτηση πλάνων εισαγωγής-εξαγωγής, παραδόσεων, κατασκευών... Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, η θέσπιση ενός γενικού κανόνα συνδέεται αξεδιάλυτα με ατομικές και συγκεκριμένες διοικητικές πράξεις. Δεν είναι δυνατόν να διακρίνουμε δύο όργανα, το ένα εκ των οποίων αποκλειστικά νομοθετεί και το άλλο εκτελεί τους νόμους. Η ρύθμιση μόνο με τη βοήθεια των νόμων, με θέσπιση των γενικών μορφών που πρέπει να υιοθετήσει η οικονομική δραστηριότητα απόλυτα αυτόνομων μονάδων, δηλαδή η βασική αρχή που ακολουθεί κάθε αστικός κώδικας, δεν συνιστά ρύθμιση. Οι οικονομικές διαδικασίες που ποικίλουν στα χαρακτηριστικά και στους ρυθμούς μπορεί να ενταχθούν σε αυτές τις γενικές μορφές, αρχίζοντας από την απλή εμπορευματική παραγωγή και συνεχίζοντας στις μορφές του εξελιγμένου καπιταλισμού, μέχρι να φτάσουμε στις ανώτατες μονοπωλιακές μορφές. Η πραγματική ρύθμιση αρχίζει εκεί όπου η κρατική δράση αντικαθιστά τα λεγόμενα οικονομικά κίνητρα, δηλαδή το κίνητρο του ατομικού κέρδους, το εγωιστικό συμφέρον του μεμονωμένου οικονομικού υποκειμένου. Ταυτόχρονα, η κρατική ρύθμιση χαρακτηρίζεται από την υπεροχή του τεχνικού και οργανωτικού περιεχομένου σε σχέση με τις τυπικές πλευρές. Οι νομοθετικές και διοικητικές πράξεις που μετατρέπονται σε οργανωτικά καθήκοντα διατηρούν εντελώς δευτερεύοντα νομικά, δηλαδή τυπικά στοιχεία. Οι εκτελεστές των λειτουργικών οικονομικών πράξεων έχουν προφανώς τυπικά καθορισμένες αρμοδιότητες και φέρουν τυπική ευθύνη ως διαχειριστές. Αλλά αυτά τα στοιχεία έχουν μικρή σημασία σε σχέση με την οικονομική αποτελεσματικότητα, με το εκτελούμενο έργο και με τις μεθόδους εκτέλεσης. Αντιθέτως, όσο λιγότερο λειτουργεί το κράτος άμεσα ως οργάνωση με οικονομική δράση (και αυτό πρέπει να συμβαίνει με βάση την κλασική αστική θεωρία) τόσο περισσότερο ενδιαφέρει η τυπική πλευρά των διοικητικών πράξεων. Η διαδικασία απομείωσης (curtailment) της νομικής μορφής περνά από διαδοχικά στάδια, που σε γενικές γραμμές αντιστοιχούν με την εξάλειψη των αγοραίων σχέσεων, των σχέσεων ανταλλαγής.
Οι ενδιαφέρουσες μελέτες του καθηγητή Venediktov μας δείχνουν πως η μετάβαση από τις σχέσεις ανταλλαγής εμπορευμάτων προς τις αμιγώς σχεδιοποιημένες σχέσεις μετασχηματίζουν τον οικονομικό φορέα από ειδικό υποκείμενο δικαίου, διακριτό από τα λοιπά υποκείμενα και σε σύνδεση με αυτά μέσω συμβατικών σχέσεων, σε ένα απλό γρανάζι της κρατικής μηχανής.
Σε αυτή την περίπτωση, εξαφανίζεται η κοινοπραξία, ως νομικό πρόσωπο, ως φορέας ενός προσωπείου αστικού δικαίου (civil law). Δεν ενδιαφέρουν πλέον τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις της, αλλά μόνον τα καθήκοντα των διαχειριστών της, τα οποία καθορίζονται σε αμιγώς διοικητικό επίπεδο. Όταν γίνεται μια παραγγελία στην κοινοπραξία στη βάση της ανταλλαγής εμπορευμάτων, ο αποδέκτης θεωρείται ως νομικό πρόσωπο. Και η παραγγελία γίνεται επίσης από ένα νομικό πρόσωπο, το οποίο έχει δικαιοπρακτική ικανότητα και η σύμβαση μεταξύ τους συνιστά τη βάση της παραγγελίας. Όταν όμως πραγματοποιείται παραγγελία σε μια κοινοπραξία με βάση τη διαδικασία αναδιανομής της κρατικής ιδιοκτησίας, με άμεση εντολή των οργάνων σχεδιασμού και ρύθμισης, αποδέκτης δεν είναι το νομικό πρόσωπο της κοινοπραξίας, αλλά οι διευθυντές του με βάση τους κανόνες της διοικητικής εξάρτησης. Στην περίπτωση αυτή, δεν ενδιαφέρει το εάν η επιχείρηση που θα αποκτήσει την κυριότητα των αγαθών έχει δικαιοπρακτική ικανότητα ως νομικό πρόσωπο και επίσης δεν απαιτείται σύμβαση κάποιου είδους μεταξύ επιχειρήσεων και συμφωνία ανταλλαγής. Η μεταβίβαση της κυριότητας φαίνεται να είναι καθεαυτή τεχνική-οργανωτική και όχι νομική πράξη, αν εξαιρέσουμε το στοιχείο της διοικητικής υπαγωγής ορισμένων οργανισμών και οργάνων στα ανώτερα.
Οι σφαίρες της ανταλλαγής εμπορευμάτων και του αμιγούς πλάνου δεν χωρίζονται με απόλυτο τρόπο. Οι σχέσεις τους είναι πολλαπλές και υπάρχει αλληλοδιαπλοκή. Δημιουργείται μια συνοριακή ζώνη και σταδιακή μετακίνηση από τις αμιγώς εμπορικές μορφές σε ανάμεικτες και ακολούθως σε πλήρως σχεδιοποιημένες. Τυπικό παράδειγμα των ενδιάμεσων σχέσεων είναι οι γενικές συμβάσεις που εδώ και καιρό έπαψαν να είναι ελεύθερες διμερείς συνδιαλλαγές, καίτοι διατηρούν την εξωτερική μορφή σύμβασης. Το ίδιο μπορεί να λεχθεί και για τις ενδοεπιχειρησιακές σχέσεις. Πράξεις αγοραπωλησίας εντός της επιχείρησης έχουν εδώ και καιρό μετατραπεί σε απλές εκτελεστικές-τεχνικές πράξεις. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που ενέχουν και η όντως δεσμευτική φύση τους δεν βασίζονται στην έκφραση βούλησης των συμβαλλομένων, αλλά στην απόφαση μιας επιτροπής αντιπροσώπων που ελήφθη σύμφωνα με το καταστατικό της επιχείρησης. Το γεγονός ότι η μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων επιφέρει αστική ευθύνη ενώπιον των δικαστηρίων απλώς δείχνει ότι αυτή η κατηγορία σχέσεων έχει ενδιάμεση υφή.
Αυτή η προοπτική ανάπτυξης των οργανωτικών και τεχνικών δράσεων και σχέσεων εις βάρος των τυπικών αποτελεί την προοπτική μαρασμού του δικαίου, η οποία συνδέεται στενότατα με το μαρασμό της κρατικής εξουσίας που βρίσκεται σε αντιστοιχία με τη μετάβαση προς μια αταξική κοινωνία.
Το πρόβλημα του μαρασμού του δικαίου είναι το θεμελιώδες κριτήριο για να κρίνουμε το βαθμό εγγύτητας ενός νομικού με τον μαρξισμό. Η απόπειρα να τηρηθεί στάση οιονεί ουδετερότητας σε αυτό το ζήτημα είναι τόσο έωλη όσο η ουδετερότητα σχετικά με τη μάχη για το σοσιαλισμό ή με τα επιτεύγματα της οικοδόμησης του σοσιαλισμού που οφείλονται στην καθημερινή δράση μας. Όποιος δεν αποδέχεται το ότι η σχεδιοποιημένη οργανωτική βάση θα ξεριζώσει την τυπική νομική βάση, στην ουσία πιστεύει ότι οι σχέσεις της εμπορευματικής-καπιταλιστικής οικονομίας είναι αιώνιες και ότι η εξάλειψή τους στην παρούσα στιγμή είναι μια ανωμαλία που θα διορθωθεί μελλοντικά.
Σκεπτόμενοι τη μελλοντική διαδικασία απομείωσης (curtailment) της νομικής μορφής είναι αναγκαίο να λάβουμε υπόψη ότι η νομική ρύθμιση θα υφίσταται, ενόσω εξακολουθεί να δρα το στοιχείο του κρατικού καταναγκασμού ακόμη και σε πεδία σχέσεων που δεν αφορούν την αγορά και την ανταλλαγή. Μέχρις ότου υπάρξει πλήρης συγχώνευση της διοίκησης με την οικονομία ως τυπική λειτουργία, δηλαδή αναφορικά με τις αμιγείς διαδικασίες παραγωγής, ενόσω δηλαδή διατηρείται το κράτος της μεταβατικής περιόδου, θα είναι αναγκαίο να εξασφαλίζεται η συστηματοποίηση των τυπικών στοιχείων, δηλαδή των αρμοδιοτήτων κάθε οργάνου, των μεταξύ τους ιεραρχικών σχέσεων κλπ. Κατά συνέπεια, θα διατηρηθεί ένα ιδιόμορφο νομικό σύστημα που μπορεί να αποκληθεί δημόσιο-οικονομικό ή σύστημα διοικητικού-οικονομικού δικαίου. Αυτά τα νομικά στοιχεία θα διατηρηθούν κατά μείζονα λόγο για τη ρύθμιση των μικρών οικονομικών συναλλαγών, ιδίως μέσω άμεσης ρύθμισης.
Η κατάσταση μπορεί να περιγραφεί ως εξής σε γενικές γραμμές. Το κράτος μεταβάλλει ή περιορίζει τις δυνατότητες οικονομικής χρήσης ορισμένων μέσων παραγωγής ή κατανάλωσης. Αυτό μπορεί να συμβεί είτε μέσω άμεσων ρυθμίσεων απαγορευτικού χαρακτήρα, π.χ. απαγόρευση απόσταξης ή λαθρεμπορίου, είτε με θετικές οδηγίες και επιταγές, π.χ. μέγιστη τιμή, εκτέλεση ενός πλάνου σοδειάς. Μπορεί επίσης να πραγματωθεί έμμεσα, π.χ. με φορολογική νομοθεσία. Πέραν αυτών, το κράτος μπορεί, χωρίς να απευθυνθεί άμεσα στον μικροπαραγωγό με άμεσες οδηγίες ή επιταγές, να διαμορφώσει οικονομικά κίνητρα, π.χ. προνομιακή μεταχείριση συλλογικών αγροεκμεταλλεύσεων, σχέδια για προσφορά βιομηχανικών ειδών και ψωμιού στην Κεντρική Ασία ως κίνητρο για την επέκταση της βαμβακοπαραγωγής ή διαμόρφωση μέτρων οικονομικού καταναγκασμού με χρήση της μονοπωλιακής θέσης του. Τέλος, η κρατική επιρροή να πάρει την τυπική μορφή μιας σύμβασης, π.χ. σύμβασης προμήθειας, ή τη μορφή μιας απλώς πολιτιστικής επιρροής, π.χ. πολιτιστικής προπαγάνδας, καμπάνιας υπέρ της κολλεκτιβοποίησης, αντιαλκοολικής εκστρατείας κλπ. Στην αποτίμηση των αμιγώς νομικών μορφών επηρεασμού πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η ρύθμιση της οικονομίας θέτει στο προσκήνιο τις οργανωτικές και όχι τις αμιγώς κανονιστικές δραστηριότητες. Τα μέτρα οικονομικής ρύθμισης με ευρεία απήχηση προϋποθέτουν πριν από οτιδήποτε άλλο ένα αρμόδιο και ικανό προσωπικό που να γνωρίζει τα καθήκοντά του. Ιδιαίτερα σημαντικός είναι ο ρόλος του προσωπικού όχι σε αμιγώς διοικητικό-αστυνομικό επίπεδο, αλλά στο πλαίσιο οικονομικής οργάνωσης, που να διαθέτει οικονομική πληροφόρηση και να χρησιμοποιεί επιστημονικά δεδομένα. Η επιτυχία της ρύθμισης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την επιστημονική έρευνα και πρωταρχικά από τις ορθές και ακριβείς στατιστικές. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να γνωρίζουμε ότι η ρυθμιστική λειτουργία της κρατικής εξουσίας θα επιτύχει μόνον εάν έχει την υποστήριξη των οργανώσεων των κοινωνικών τάξεων. Στη διάρκεια του πολέμου, τα ιμπεριαλιστικά κράτη κατέφυγαν ευρέως στη βοήθεια των ταξικών οργανώσεων, του αστικού τύπου και όλων των μορφών λαϊκής προπαγάνδας. Πολλοί συγγραφείς επισήμαναν ότι η λαϊκή υποστήριξη θα καθορίσει τις πιθανότητες επιτυχίας πολλών μέτρων.
Αυτές οι μέθοδοι πρέπει, βεβαίως, να εφαρμοσθούν σε πολύ ευρύτερο πλαίσιο και όντως υιοθετούνται σε ένα κράτος που ελέγχεται από τις εργατικές μάζες. Πρέπει να λάβουμε υπόψη τις εμπειρίες των αντιπάλων μας που αναγνώρισαν ανοιχτά ότι η επιτυχία ενός συγκεκριμένου μέτρου εξαρτάται κυρίως από την υποστήριξη και τη συμπάθεια των πολιτών και όχι τόσο από το εάν είναι αυστηρά συνταγματικό ή όχι. Τέλος, σημαντικότατο ρόλο παίζει η διαμόρφωση οικονομικών κινήτρων, η χρήση οικονομικών μοχλών και η διάπλαση κατάλληλων οικονομικών συνθηκών. Μόνο σε αυτή την περίπτωση μπορεί να είναι αποτελεσματική μια άμεση εντολή ή μια απαγόρευση με ποινική κύρωση.
Μπορούμε να διατυπώσουμε το εξής γενικό συμπέρασμα. Εάν αποτιμήσουμε την πολιτική καταπολέμησης της τοκογλυφίας, τις απόπειρες μείωσης των επιτοκίων (που έγιναν το Μεσαίωνα) ή την παγίωση ανώτατων τιμών στην περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης, τα αποτελέσματά τους φαίνονται ασήμαντα εάν συγκριθούν με τη δραστικότητα της ρύθμισης της οικονομίας από τα καπιταλιστικά κράτη στη διάρκεια του Πολέμου και ιδίως με τη δραστικότητα που εμφάνισε στις συνθήκες της δικτατορίας του προλεταριάτου. Ταυτόχρονα όμως παρακμάζει ο ρόλος της αμιγώς νομικής υπερδομής, ο ρόλος του δικαίου. Αυτό μας επιτρέπει να συνάγουμε τον γενικό κανόνα ότι η ρύθμιση της οικονομίας γίνεται δραστικότερη όσο εξασθενεί και απομειώνεται ο ρόλος του δικαίου και της νομικής υπερδομής στην καθαρή της μορφή.
Βιβλιογραφία
Amonn, Alfred. 1927. Objekt und Grundbegriffe der theoretischen Nationalökonomie. Wien: Deuticke.
Baker, Charles. 1921. Government Control and Operation of Industry in Great Britain and the United States during the World War. Oxford: Oxford University Press.
Beck, Hermann. 1919. Sozialisierung als organisatorische Aufgabe. Berlin: Neues Vaterland.
Böhm-Bawerk, Eugen von. 1924. Macht oder ökonomisches Gesetz? Gesammelte Schriften 1. Wien: Holder.
Briefs, Götz. 1923. Kriegswirtschaftslehre und Kriegswirtschaftspolitik. Handwörterbuch der Staatswissenschaften. Bd. 5: 984-1022.
Βucharin, Nikolai Ivanovich. 1920. Экономика переходного периода. Ч. 1. Общая теория трансформационного процесса. Москвa: Государственное издательство.
Dobretsberger, Josef. 1927. Beziehungen zwischen Rechts- und Staatskategorien, Archiv für Rechts- und Wirtschaftsphilosophie, Bd. 20, Nr. 4: 571-590.
Gray, Howard. L. 1918. Wartime Control of Industry. New York: Macmillan.
Lenin, Vladimir. Полное собрание сочинений, Том 2 .
Lloyd, Edward M.H. 1924. Experiments in State Control. Oxford: Clarendon.
Marx, Karl. 1974. Brief an Kugelmann, 11-7-1868. MEW Bd. 32, Berlin: Dietz: 552-554.
Marx, Karl. 1974-a. Brief an Engels, 10-10-1868. MEW Bd. 32. Berlin: Dietz: 179-181.
Preobrazhensky, Eugene. 1965. The New Economics. Oxford: Clarendon Press.
Rubin, Isaac. 1924. Очерки по теории стоимости Маркса. Государственное издательство.
Ruskin College. 1918. The State and Industry during and after the War. Oxford.
Schumpeter, Joseph. 1920. Sozialistische Möglichkeiten von heute, Archiv für Sozialwissenschaften, Bd. 48: 305-360.
Stammler, Rudolf. 1896. Wirtschaft und Recht nach der materialistischen Geschichtsauffassung (Хозяйство и право с точки зрения материалистического понимания истории: социально-философское исследование, том 1, 1907).
Strigl, Richard von. 1923. Die ökonomischen Kategorien und die Organisation der Wirtschaft. Jena: Fischer.
Weber, Max. 1925. Grundriss der Sozialökonomik. Tübingen: Mohr.
1 Δεδομένου ότι πρόκειται για κείμενο του 1929, εδώ και στα επόμενα οι λέξεις «Παγκόσμιος Πόλεμος», «Πόλεμος», «προπολεμικά» και «μεταπολεμικά» έχουν ως σημείο αναφοράς τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο (ΣτΜ).
2 E. von Böhm-Bawerk, Macht oder ökonomisches Gesetz?, Gesammelte Schriften 1924: 235.
3 R. Strigl, Die ökonomischen Kategorien und die Organisation der Wirtschaft (1923).
4 M. Weber, Grundriss der Sozialökonomik, ιδίως III, Wirtschaft und Gesellschaft (1925), Tübingen.
5 J. Dobretsberger, Beziehungen zwischen Rechts- und Staatskategorien, Archiv für Rechts- und Wirtschaftsphilosophie (1927), Bd. 20, Nr. 4.
6 R. Stammler, Wirtschaft und Recht nach der materialistischen Geschichtsauffassung (1896) (Хозяйство и право с точки зрения материалистического понимания истории. социально-философское исследование, том 1, 1907: 200). ΣτΜ: Μεταφράσαμε από το γερμανικό πρωτότυπο, σ. 188.
7 K. Marx, Brief an Engels, 10-10-1868. Μεταφράσαμε από το γερμανικό πρωτότυπο, Marx-Engels-Werke. Berlin: Dietz, 1974, Bd. 32: 180-181 (ΣτΜ).
8 N. Bukharin. Экономика переходного периода. Ч. 1. Общая теория трансформационного процесса Москвa: Государственное издательство, 1920 (ΣτΜ).
9 J. Schumpeter, Sozialistische Möglichkeiten von heute, Archiv für Sozialwissenschaften, 1920, Bd. 48: 305-360.
10 A. Bogdanov. Краткий курс экономической науки, 1897.
11 Προτρέχοντας κάπως μπορεί να σημειώσουμε παρενθετικά ότι η διαπίστωση του Λένιν συμφωνεί με τον «σαφή και ακριβή ορισμό» του συγγραφέα για την πολιτική οικονομία ως «επιστήμης που μελετά την εξέλιξη των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής και διανομής». Ο Λένιν δέχεται αυτόν τον ορισμό όχι διότι αντικείμενο της θεωρητικής πολιτικής οικονομίας είναι μόνον οι σχέσεις παραγωγής στην εμπορευματική-καπιταλιστική κοινωνία ή μόνον οι σχέσεις παραγωγής που έλαβαν πραγμοποιημένη μορφή. Αντιθέτως, ο Λένιν ξεκινά από μια θεώρηση της πολιτικής οικονομίας ως επιστήμης που μελετά διάφορα οικονομικά συστήματα και εξηγεί τους νόμους μετάβασης από το ένα στο άλλο. Βλ. V.I. Lenin, сочинений, том 2: 371.
12 Αναφερόμαστε στη συζήτηση που κράτησε πάνω από ένα χρόνο σχετικά με τα Δοκίμια για τη θεωρία της αξίας του Ρούμπιν (Очерки по теории стоимости Маркса, 1924).
13 Η αναλυτική παρουσίαση του προβλήματος που θέτει το αντικείμενο της πολιτικής οικονομίας προσέκρουσε σε αντιρρήσεις στα πλαίσια του Τμήματος Κράτους και Δικαίου όταν έδωσα μια διάλεξη με θέμα «Οικονομία και νομική ρύθμιση». Θεωρώ ότι ορισμένα σημεία του έργου μου «Γενική θεωρία του Δικαίου και Μαρξισμός» μπορεί να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι στο παρελθόν υιοθετούσα διαφορετικές απόψεις. Πράγματι, όταν γράφτηκε εκείνο το έργο συγκέντρωνα την προσοχή μου αποκλειστικά στις κοινωνικές μορφές των σχέσεων παραγωγής, δεδομένου ότι τις συνέδεα με τα χαρακτηριστικά στοιχεία της νομικής μορφής. Γι’ αυτό το λόγο θεωρούσα ότι η φυσική οικονομία δεν μπορεί να είναι αντικείμενο της πολιτικής οικονομίας ως θεωρητικής επιστήμης. Στη διάρκεια της συζήτησης με τον Πρεομπραζένσκι θεώρησα αναγκαίο να μεταβάλω άποψη, θεωρώντας ότι τα ζητήματα της πραγμοποίησης και των φετιχοποιημένων και αποφετιχοποιημένων σχέσεων παραγωγής πρέπει να περιληφθούν αναγκαστικά στην πολιτική οικονομία. Περαιτέρω σκέψη με έκανε να κατανοήσω ότι η προσπάθεια να περιορισθεί η οικονομική θεωρία στη μόνη μελέτη των πραγμοποιημένων μορφών ενέχει τον κίνδυνο να μετατρέψει την αμφισβητησιακή επαναστατική θεωρία του Μαρξ σε συλλογή άγονων ασκήσεων τυπικής λογικής.
14 Βλ. το περιοδικό Вестник Коммунистической академии, 1925, том ΧΙ: 319.
15 Amonn, Objekt und Grundbegriffe der theoretischen Nationalökonomie, 2η έκδοση, σ. 199.
16 F. Engels. Die Entwicklung des Sozialismus von der Utopie zur Wissenschaft, Marx-Engels-Werke, Bd. 19, Berlin: Dietz, 1973: 226. Μεταφράσαμε από το γερμανικό πρωτότυπο (ΣτΜ).
17 ...το γεγονός ότι στο σοσιαλισμό εξαλείφεται η ειδική διαφορά μεταξύ ουσίας και μορφής των κοινωνικών σχέσεων - διαφορά που χαρακτηρίζει την εμπορευματική οικονομία, δεν σημαίνει ότι εξαλείφεται γενικώς κάθε διαφορά μεταξύ ουσίας των πραγμάτων και της μορφής εμφάνισής τους ή ότι αυτή η εξάλειψη συμβαίνει στο πεδίο των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής. Όποιος αναμένει κάτι τέτοιο πρέπει να δεχθεί ότι οι νόμοι της διαλεκτικής παύουν να ισχύουν σε δεδομένο πεδίο και αντί της κίνησης και ανάπτυξης μέσω αντιφάσεων, επέρχεται μια νεκρή και αδιάφορη νηνεμία.
18 Ο Πασουκάνις αναφέρεται στον σημαντικό αστικολόγο και θεωρητικό του οικονομικού δικαίου Anatolii Venediktov (1887-1959), αλλά δεν αναφέρει την πηγή του παραθέματος (ΣτΜ).
19 E. A. Preobrazhensky, The New Economics (1965). Clarendon Press, Oxford: 3 (η εν λόγω αγγλική έκδοση είναι η μόνη που παραπέμπεται στην αγγλική μετάφραση - ΣτΜ).
20 K. Marx, Brief an Kugelmann, 11-6-1868. Μεταφράσαμε από το γερμανικό πρωτότυπο, Marx-Engels-Werke. Berlin: Dietz, 1974, Bd. 32: 552-553 (ΣτΜ).
21 N. Bukharin. Экономика переходного периода. Ч. 1. Общая теория трансформационного процесса. Москвa: Государственное издательство, 1920 (ΣτΜ).
22 Τα ακόλουθα έργα αποτελούν τη βάση της συζήτησης: E.M.H. Lloyd, Experiments in State Control (1924), Clarendon, Oxford. Ch. W. Baker, Government Control and Operation of Industry in Great Britain and the United States during the World War (1921), Oxford University Press, New York. The State and Industry during and after the War, a conference report from Ruskin College (Oxford), held at Manchester in May 1918. H.L. Gray, Wartime Control of Industry (1918), Macmillan, New York.
23 Lloyd, 1924: 52.
24 Lloyd, 1924: 52.
25 Lloyd, 1924: 64.
26 Baker, 1921: 126.
27 Gray, 1918: xv.
28 Lloyd, 1924: 387 επ.
29 Baker, 1921: 121.
30 G. Briefs, Kriegswirtschaftslehre und
Kriegswirtschaftspolitik, Handwörterbuch der Staatswissenschaften 1923: 984-1022 (το παράθεμα στη σ. 989).
31 Lloyd, 1924: 358.
32 Lloyd, 1924: ix.
33 Baker, 1921: 119.
34 Baker, 1921: 124.
35 Schumpeter, 1920: 332.
36 H. Beck, Sozialisierung als organisatorische Aufgabe, 1919.