Ο ΜΑΡΞ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΑ
Η ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
του Βασίλη Δρουκόπουλου
Haiku
“Entrepreneurship
Sails upon a dreamtide that
Does not raise all boats”
William B. Gartner
Πηγή: Daniel Hjorth and Chris Steyaert (eds.), The Politics and Aesthetics of Entrepreneurship, Edward Elgar, Cheltenham, 2009, σ. 54.
Δύο υπήρξαν οι κύριες αφορμές για τη συγγραφή της ενότητας αυτού του κειμένου και των δύο άλλων, εκείνων του Γιάννη Μηλιού και Γιώργου Οικονομάκη, που ακολουθούν.1 Η πρώτη, και βασική, προέκυψε από την αντιμετώπιση που έχει υιοθετήσει ο SamuelHollander (2008, 2011 [2013α]) στο ζήτημα που αποτελεί τον πυρήνα των τριών άρθρων και που είναι το εξής: ο Ηollander διατείνεται ότι ένας προσεχτικός μελετητής θα μπορούσε να διακρίνει στα Οικονομικά Χειρόγραφα 1861-3 και στον 3ο τόμο του Κεφαλαίου ότι ο Μαρξ αναγνωρίζει πως πολλές δραστηριότητες του ενεργού κεφαλαιοκράτη, πέραν εκείνων που η ρουτίνα επιβάλλει (π.χ. εποπτεία των εργατών, παρακολούθηση του κόστους λειτουργίας), μπορούν κάλλιστα να θεωρηθούν επιχειρηματικές καινοτομικές πρωτοβουλίες και δράσεις σε καθεστώς αβεβαιότητας που δεν επιδέχονται ασφαλιστική κάλυψη, και που δικαιολογούν αντίστοιχη αμοιβή. Όμως ο Μαρξ, σύμφωνα πάντα με τον Hollander, δεν προχώρησε σε μια τέτοια παραδοχή διότι έτσι θα έθετε σε κίνδυνο αμφισβήτησης τις έννοιες «υπεραξία/εκμετάλλευση».
Η δεύτερη αφορμή υπήρξε η φαντασμαγορική πλημμυρίδα που μας έχει κατακλύσει και ο πολύηχος ορυμαγδός που μας έχει κυριολεκτικά ξεκουφάνει σχετικά με τα αναμφισβήτητα αγαθά της «υγιούς» επιχειρηματικότητας και την «ιερή» αποστολή του επιχειρηματία (entrepreneur) – λέξη που πρωτοεμφανίστηκε σε οικονομικό κείμενο των μέσων περίπου του 18ου αιώνα στη Γαλλία αλλά που δεν έχει τύχει, ως σήμερα, ενός ορισμού γενικής αποδοχής.2 Ριψοκινδυνεύω τον εξής, φαινομενικά ουδέτερο και αθώο ορισμό για την έννοια του επιχειρηματία: ο φορέας που επιδίδεται σε δραστηριότητες που αποσκοπούν στην ανακάλυψη, εκτίμηση και εκμετάλλευση ευκαιριών για την προσφορά αγαθών και υπηρεσιών και την υιοθέτηση-εφαρμογή καινοτομικών μεθόδων οργάνωσης και παραγωγικών διαδικασιών.
Αρχίζω με μερικές σχετικά σύντομες εισαγωγικές παρατηρήσεις για την επιχειρηματικότητα πριν προσεγγίσω το ζήτημα που θέτει ο Hollander.
Το πνεύμα των καιρών απαιτεί η έννοια της επιχειρηματικότητας να προωθείται με ευαγγελική ζέση, να έχει αναγορευθεί σε υπέρτατη δύναμη σωτηρίας, να έχει αναχθεί σε σημαντικό εργαλείο υπέρβασης της οικονομικής κρίσης, δηλαδή να της έχει αποδοθεί μια μεσσιανική ιδιότητα που ενέχει έναν απαράμιλλο ηρωικό δυναμισμό και νεανικό ενθουσιασμό. Όλα αυτά βέβαια έχουν επενδυθεί με ένα αδιαφιλονίκητο πορφυρό μανδύα χωρίς να έχει προηγηθεί μια κριτική συζήτηση και χωρίς να έχει μεσολαβήσει μία αποτίμηση του ρόλου της επιχειρηματικότητας και της πραγματικής της συμβολής ως φορέα κοινωνικής ευημερίας ή, γιατί όχι, και το αντίθετο (JonesandMurtola, 2012α: 117, 8). Ούτε έχει αναλυθεί ικανοποιητικά ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί ενεργά η «επιχειρηματικότητα» ως μηχανισμός καπιταλιστικής αναπαραγωγής (daCostaandSaraiva, 2012: 587) τόσο ως προς το καθαρά οικονομικό επίπεδο αλλά και όσο ως προς το νομιμοποιητικό της χαρακτήρα (JonesandMurtola, 2012β: 644). Τέλος, συναφές με την αμέσως προηγούμενη παρατήρηση είναι το γεγονός ότι ο ενστερνισμός του νοήματος της «επιχειρηματικότητας» δεν αποβλέπει αποκλειστικά σε πρακτικούς σκοπούς αλλά μεταφέρει ένα ιδεολογικό φορτίο. Όπως είχε παραδεχτεί ο επικεφαλής των προγραμμάτων επιχειρηματικότητας του MIT των ΗΠΑ αυτά είναι σχεδιασμένα ώστε «να προετοιμάσουν τους φοιτητές [και τους διδάσκοντες] για το υπόλοιπο της ζωής τους με το να τους ενσταλάξουν την επιχειρηματικότητα ως πολιτική αξία παρά ως ένα στόχο ή αποτέλεσμα» (Wiscomb, 2016).
Μας συνιστάται, λοιπόν, ότι δεν είναι σωστό να μιλούμε για εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους αλλά για νικητές και ηττημένους. Οι πρώτοι κερδίζουν από την οξυδέρκειά τους, τη διορατικότητά τους, την ευρηματικότητά τους και την εγρήγορση που τους διακατέχει. Οι δεύτεροι χάνουν από την έλλειψη παραγωγικής διάθεσης, τη στειρότητα της σκέψης τους, τη ραστώνη τους και την εν γένει ανεπάρκειά τους (daCosta and Saraiva, 2012: 609). Με άλλα λόγια, όλα φορτώνονται στην «παθολογία του ανθρώπινου υλικού» (Μπαλιμπάρ, 1988: 84). Σ’ αυτό το σημείο καταφθάνει ο τροπαιούχος νικητής που αναφωνεί: «Εγώ ήμουν αυτός, εγώ το πέτυχα» αρνούμενος να αναγνωρίσει ό, τι άλλο είχε προηγηθεί και ό, τι άλλο είχε συντελεστεί εκ παραλλήλου (JonesandMurtola, 2012β: 647). Αυτό μπορεί εύστοχα να αντιστοιχιστεί με την επισήμανση του Μπαλιμπάρ (1988: 76): «[...η...] νοσταλγία της προσωπικής ελευθερίας και της ατομικότητας [... και η...] εικόνα απόλυτης ανεξαρτησίας και καθαρά “ιδιωτικής πρωτοβουλίας”».
Από αυτή λοιπόν την, αναγκαστικά, πολύ σύντομη και περιορισμένη εισαγωγική τοποθέτηση προκύπτει τουλάχιστον από μια πρώτη ματιά, ότι η έννοια της επιχειρηματικότητας δεν είναι άμοιρη ιδεολογικών δεσμεύσεων και φορτίσεων αλλά και ταυτόχρονα εμπεριέχει ιδιότητες μιας βαθύτατης πολιτικο-οικονομικής κατηγορίας με σοβαρές υλικές διαστάσεις και συνέπειες (JonesandMurtola, 2012α: 129, 130).
Σε ένα άλλο επίπεδο τώρα. Στο κύριο θέμα πλέον και συγκεκριμένα στην προσπάθεια αποδόμησης των εννοιών «υπεραξία και εκμετάλλευση», ακρογωνιαίους λίθους της μαρξικής θεωρίας. 3
Ένας από τους τρόπους που χρησιμοποιήθηκαν είναι η ερμηνεία του ρόλου, της συμβολής και της αμοιβής του καπιταλιστή/επιχειρηματία σε καθεστώς αβεβαιότητας. Μερικοί μελετητές του Μαρξ αρνούνται ότι στο έργο του εμφανίζεται η έννοια του επιχειρηματία και με αυτό τον τρόπο ο καπιταλιστής έχει απογυμνωθεί ως άτομο από τη δημιουργική ιδιότητα του entrepreneur. Διάφοροι (πχ. Blaug, Foriani, Haymans) τον χρεώνουν αυστηρά για την παράλειψη. Υφίσταται όμως και η αντίθετη αντίληψη δηλαδή ότι πράγματι στο μαρξικό έργο ανευρίσκονται σχετικές αναφορές, ακόμα και πριν από την έκδοση του 1ου τόμου του Κεφαλαίου (Hollander, 2008: 418 και Hollander, 2011 [2013α]: 284). Αυτή όμως η αναγνώριση είναι υστερόβουλη και εκ του πονηρού διότι στη βάση αυτής θεμελιώνεται η προσπάθεια αποδόμησης.
Η αμοιβή του επιχειρηματία καπιταλιστή για τις πρωτοβουλίες που διέπονται από αβεβαιότητα, πέραν των διευθυντικών του υποχρεώσεων για τις καθιερωμένες τακτικές πρακτικές, επισημαίνει ο Hollander (2008: 433) αναφερόμενος στον Μαρξ, προέρχεται (αφαιρείται) από το «επιχειρηματικό κέρδος» (profitofenterprise). Συγκεκριμένα: «Όπως στα Οικονομικά Χειρόγραφα 1861-3, ο Μαρξ απέρριψε μόνο (δικά μου πλάγια) την ταυτοποίηση του επιχειρηματικού κέρδους με το μισθό εποπτείας όταν αυτή αναλαμβάνεται από τον ίδιο τον καπιταλιστή, θεωρώντας έτσι ότι το κέρδος, από το οποίο έχει αφαιρεθεί ο τόκος, “προσδίδει στο άλλο μέρος του κέρδους τη μορφή του επιχειρηματικού κέρδους, και παραπέρα, τη μορφή του μισθού εποπτείας”(Μαρξ 1978: 483)» (πλάγια Hollander). Και συνεχίζει: «Με λίγα λόγια, μόνον ένα τμήμα (πλάγια Hollander) του συνολικού κέρδους, αφού έχει αφαιρεθεί ο τόκος, αποτελεί τους υψηλού επιπέδου μισθούς οι οποίοι, σε μεγάλα εργοστάσια, μπορούν να δικαιολογήσουν την άποψη για “έναν ειδικό μισθό” για το ανώτερο management». Αλλά ο Μαρξ, τονίζει ο Hollander, δεν επεξεργάστηκε περισσότερο αυτό το θέμα. Σ’ αυτό το σημείο έγκειται το επιχείρημα που αποπειράται να πλήξει τη μαρξική θεωρία. Επισημαίνεται λοιπόν ότι ο Μαρξ αρνήθηκε να υποστηρίξει ότι η επιχειρηματική δραστηριότητα αποτελεί μορφή εργατικής δύναμης διότι έτσι θα έπρεπε ρητά να παραδεχθεί ότι το στοιχείο αυτό, άρα και ο ενεργός καπιταλιστής (functioningcapitalist) ως manager, δημιουργεί υπεραξία (Hollander, ibid .: 434). Με αυτό τον αμυντικό τρόπο, όπως δηλώνεται, η θεωρία της εκμετάλλευσης παραμένει στο απυρόβλητο (Hollander, 2011 [2013α]: 287). Επομένως, υποστηρίζεται αντίθετα ότι η αμοιβή που εισπράττεται ως μέρος του επιχειρηματικού κέρδους προκύπτει από την επιχειρηματική δραστηριότητα κι όχι από την αρπαγή της υπεραξίας λόγω ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων και έτσι δεν μπορεί να εκληφθεί ως απλήρωτη εργασίαόπως την είχε χαρακτηρίσει ο Μαρξ (Hollander, 2008: 427).
Ο Hollander [(2008): 427, 441, 467, (2011): 450 και (2013a): 285] διατείνεται ότι ο Μαρξ πρόβαλε έμμεσα, δύο αντεπιχειρήματα. Το πρώτο αφορούσε την επίκληση του «κοινωνικού χαρακτήρα της συνδυασμένης εργασίας», δηλαδή των κοινωνικών δυνάμεων που επιβάλλουν στον καπιταλιστή την υποχρέωση να υιοθετεί τεχνολογικές εφαρμογές και με αυτό τον τρόπο ελαχιστοποιείται η σημασία των ex ante υπολογισμών του καινοτόμου επιχειρηματία. Το δεύτερο αφορούσε τον προσωρινό χαρακτήρα του καινοτομικού κέρδους. Στη συνέχεια, αναπτύσσεται η άποψη ότι τα δύο αυτά αντεπιχειρήματα δεν ευσταθούν. Επιπλέον, ο Hollander (2008: 418) υποστηρίζει ότι ο Μαρξ αποφεύγει να παραδεχθεί ότι κάποιο μέρος του κέρδους οφείλεται στο καθεστώς αβεβαιότητας στο οποίο υπόκειται ο καπιταλιστής αλλά και στην ατομική επιχειρηματική δεξιότητα. Η μεθόδευση στην οποία καταφεύγει ο Μαρξ, διατείνεται ο Hollander, είναι η εστίαση στη γενική ή μέση απόδοση του κεφαλαίου που υποτίθεται είναι ανεξάρτητη από το επίπεδο (ποιότητα) της ικανότητας για αξιολογικές εκτιμήσεις και αποφάσεις που χαρακτηρίζει τους καπιταλιστές ενός συγκεκριμένου κλάδου.
Η θέση του Hollander έχει αντικρουστεί από τους Foley (2008) και Xiping (2011). Ο μεν πρώτος υποστηρίζει ότι η επιχειρηματικότητα του καπιταλιστή δεν επηρεάζει τη συνολική κερδοφορία αλλά αντανακλάται μόνο στην (ανα)κατανομή (διανομή) της υπεραξίας (εδώ επανέρχεται ο Hollander και ανταπαντάει στο 2013β: 303). Ο δε δεύτερος υποστηρίζει ότι ο καπιταλιστής δρώντας ως επιχειρηματίας ενεργεί παραγωγικά, προσθέτει αξία στο προϊόν και δημιουργεί υπεραξία την οποία και καρπώνεται. Ενώ, δρώντας ως καπιταλιστής που ασκεί μόνον καθήκοντα καθημερινής επιτήρησης/εποπτείας δεν δημιουργείται υπεραξία πέραν εκείνης των μισθωτών και στην οποία βέβαια ο καπιταλιστής έχει πρόσβαση λόγω ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων (σ’ αυτή την τοποθέτηση απουσιάζει σχολιασμός από τον Hollander). Επίσης, αξίζει να υπενθυμιστεί το άρθρο της Tsaliki (2006) το οποίο o Hollander φαίνεται να αγνοεί και το οποίο απευθύνεται, αν και όχι απόλυτα άμεσα στο ζήτημα που θέτει ο τελευταίος δύο χρόνια αργότερα, στο πιο γενικό ερώτημα του κατά πόσο μπορεί ως πηγή του κέρδους να εκληφθεί η επιχειρηματικότητα του καπιταλιστή. Η απάντησή της είναι αρνητική.
Τα δύο επόμενα άρθρα των Μηλιού και Οικονομάκη απευθύνονται λεπτομερειακά στα ζητήματα που ανακύπτουν από την ανάλυση του Hollander σε σχέση με τον ρόλο του ενεργού κεφαλαιοκράτη/επιχειρηματία (νομικού ή μη ιδιοκτήτη των μέσων παραγωγής) στην παραγωγική διαδικασία. Αναδεικνύονται τα επίμαχα σημεία, προσφέρονται εναλλακτικές ερμηνευτικές αναγνώσεις της μαρξικής προβληματικής (όχι άμοιρης επαμφοτερισμών) από εκείνες του Hollander και συγκλίνουν, εκκινώντας από διακριτές αφετηρίες και ακολουθώντας διαφορετικές διαδρομές, στην κοινή διαπίστωση ότι ο ενεργός κεφαλαιοκράτης/επιχειρηματίας (όπως και ο μισθωτός manager) είναι εγγυητής, διεκπεραιωτής, σφραγιδοφύλακας και επωφελούμενος της ταξικής εκμετάλλευσης.
Βιβλιογραφία
Blaug, M. (1997), Economic Theory in Retrospect, Cambridge University Press, Cambridge.
da Costa, A. S. M. and L. A. S. Saraiva (2012), “Hegemonic discourses on entrepreneurship as an ideological mechanism for the reproduction of capital”, Organization, Vol. 19, No. 5: 587-614.
Foley, Duncan K. (2009), Review of Hollander, S. (2008), The Economics of Karl Marx. Analysis and Application, Cambridge University Press, Cambridge. The Journal of the History of Economic Thought, Vol. 31, No. 3: 400-404.
Hollander, S. (2008), The Economics of Karl Marx. Analysis and Application, Cambridge University Press, Cambridge.
Hollander, S. (2011 [2013α]), “On the Marxian entrepreneur: Karl Marx’s abandonment of the doctrine of exploitation under industrial capitalism”, International Critical Thought, Vol. 1, No. 4: 444-455. Reprinted in Essays on Classical and Marxian Political Economy, Routledge, London: 278-292.
Hollander, S. (2013β), «On Karl Marx’s doctrines of exploitation and replies to critics” in S. Hollander, Essays on Classical and Marxian Political Economy, Routledge, London: 293-304. Jones, C. and Α.-M. Murtola (2012α), “Entrepreneurship and expropriation”, Organization Vol. 19, No. 5: 635-655.
Jones, C. and Α.-M. Murtola (2012β), “Entrepreneurship, crisis, critique”, στο Daniel Hjorth (ed.), Handbook on Organizational Entrepreneurship, Edward Elgar, Cheltenham: 116-133.
Tsaliki, P.V. (2006), “Marx on entrepreneurship: a note”, International Review of Economics, Vol. 52, No. 4: 592-602.
Wiscomb, Avery J. (2016), “The entrepreneurial racket”, Jacobin, 12 May.
Xiping, Han (2011), “Owner or innovator: the attribution and nature of surplus value-A discussion with Professor Samuel Hollander”, International Critical Thought, Vol. 1, No. 4: 456-461.
Μαρξ, Κ. (1978), Το Κεφάλαιο, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας. Τόμος τρίτος, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.
Μπαλιμπάρ, Ε. (1988), «Ο Μαρξ και η επιχείρηση», Θέσεις, Τεύχος 23-24: 75-85.
1 Μία άλλη, δευτερεύουσα, αφορμή αποτέλεσε το ξαναδιάβασμα ενός παλιού άρθρου (1984) του Μπαλιμπάρ που είχε αναδημοσιευτεί στις Θέσεις (τεύχος 23-24, 1988) με τίτλο «Ο Μαρξ και η επιχείρηση».
2 Επιπρόσθετα, αξίζει να υπενθυμιστεί η γενικευμένη σύγχυση που επικρατεί μεταξύ των συγγραφέων των σύγχρονων πανεπιστημιακών οικονομικών εγχειριδίων ως προς την ένταξη ή μη του «επιχειρηματία» στην επικρατούσα θεωρία της οριακής παραγωγικότητας και την ανάδειξή του ως ιδιαίτερου «συντελεστή παραγωγής» όπως επίσης και στο πλαίσιο της γενικής ισορροπίας του Walras (Tsaliki, 2006: 595 και Blaug, 1997: 440, 1).
3 Ο Ένγκελς στον πρόλογο του 2ου τόμου του Κεφαλαίου αναγορεύει τη «θεωρία της υπεραξίας» ως την «εντεριώνη και μυελό» (‘pithandmarrow’) της Πολιτικής Οικονομίας.