ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΚΕΡΔΟΣ.

Η ΑΣΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗ ΜΑΡΞΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ

ΤΗΣ ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΣΗΣ


του Γιάννη Μηλιού



1. Εισαγωγή


Εδώ και τουλάχιστον τρεις δεκαετίες, ο κυρίαρχος πολιτικός και δημοσιογραφικός λόγος παγκοσμίως, προβάλλει συστηματικά τη δραστηριότητα της καπιταλιστικής (αλλά και της μικρής – οικογενειακής ή ατομικής) επιχείρησης με τον όρο «επιχειρηματικότητα». Επιπλέον, η «επιχειρηματικότητα» προβάλλεται ως διδάξιμη ατομική ικανότητα, που «περιλαμβάνει […] την καινοτομία, την ηγεσία και την ανάπτυξη της πρωτοβουλίας» με την «προσπάθεια μετατροπής της πρωτοβουλίας σε αποτέλεσμα και από αυτή τη διαδικασία να προκύψει και οικονομικό κέρδος».1

Απόρροια αυτού του ιδεολογικού λόγου είναι ότι το κέρδος αποτελεί καρπό αυτού καθαυτού του «επιχειρείν», της επιχειρηματικότητας. Για την «τεκμηρίωση» αυτού του συμπεράσματος δεν χρησιμοποιούνται θεωρητικά ή αναλυτικά επιχειρήματα. Αρκεί η συστηματική προβολή των «νεοφυών» επιχειρήσεων που εισήγαγαν τεχνολογικές καινοτομίες και εξελίχθηκαν σε κολοσσούς (η Microsoft, η Apple, η Amazon, το Facebook …), ή του πλήθους των μικρών επιχειρήσεων που εξασφάλισαν μια θέση στην αγορά και ένα εισόδημα σε επιστήμονες και άλλους «καινοτόμους μικροεπιχειρηματίες», που προηγουμένως είχαν βρεθεί στην ανεργία.2

Ο ιδεολογικός αυτός λόγος επικυρώνει επομένως το βασικό συμπέρασμα της σύγχρονης αστικής οικονομικής θεωρίας, ότι το κέρδος παράγεται από τον «παραγωγικό συντελεστή κεφάλαιο», αποτελώντας ταυτόχρονα την ισοδύναμη αμοιβή της συμβολής του επιχειρηματία (κατόχου του «συντελεστή κεφάλαιο») στην παραγωγή.

Όμως, στο επίπεδο της «οικονομικής επιστήμης», δεν επαρκούν οι εικόνες επιτυχιών και ευκαιριών που προβάλλει ο πολιτικός και δημοσιογραφικός λόγος για να τεκμηριωθεί η άποψη ότι το κέρδος αποτελεί καρπό επιχειρηματικής αποτελεσματικότητας. Διότι τουλάχιστον από την εποχή του Άνταμ Σμιθ (αλλά στην πραγματικότητα από πολύ παλαιότερα) γίνεται αποδεκτό το πόρισμα ότι το ύψος του κέρδους μιας επιχείρησης συγκλίνει μέσω του ανταγωνισμού στην αγορά προς ένα λίγο-πολύ δεδομένο ποσοστό επί της αξίας του συνολικού κεφαλαίου που κινητοποιεί η επιχείρηση, καθώς στην καπιταλιστική οικονομία διαμορφώνεται ένα ενιαίο, ως προς την τάση του, ποσοστό κέρδους (βλ. αναλυτικότερα όσα αναπτύσσονται στις επόμενες ενότητες αυτού του άρθρου). Διατηρείται επομένως, και διαρκώς επανέρχεται η άποψη των σοσιαλιστών συγγραφέων, και ιδίως του Καρλ Μαρξ, ότι το κέρδος προκύπτει από την εκμετάλλευση των εργαζομένων που απασχολεί η επιχείρηση (και όχι από το «επιχειρείν» καθαυτό).

Απαιτείται, λοιπόν, μια πιο συστηματική ανάλυση από τη μεριά των νεοκλασικών (και ευρύτερα των εκπροσώπων των διαφόρων ρευμάτων της αστικής οικονομικής θεωρίας) για να «θεμελιώσουν» τις απόψεις περί της «επιχειρηματικότητας» και του «παραγωγικού συντελεστή κεφάλαιο». Προϋπόθεση για ένα τέτοιο εγχείρημα είναι να ανασκευάσουν ή να παρακάμψουν τη θεωρία της εκμετάλλευσης. Έτσι, ενώ οι αμιγώς νεοκλασικοί οικονομολόγοι απλώς υιοθετούν αξιωματικά τη «θεωρία» των τριών συντελεστών παραγωγής (αποσιωπώντας κάθε συζήτηση περί εκμετάλλευσης), οι οπαδοί των «ετερόδοξων» αστικών θεωριών επιχειρούν να δείξουν ότι στο σύγχρονο καπιταλισμό των μετοχικών εταιριών που διοικούνται από μάνατζερ, κατόχους της επιχειρηματικής τεχνογνωσίας, δεν υφίστανται σχέσεις εκμετάλλευσης μεταξύ όσων συμμετέχουν, με τον οποιοδήποτε τρόπο, στις δραστηριότητες της επιχείρησης.

Ποια όμως «θεωρία της εκμετάλλευσης» αντιλαμβάνονται (ή έστω θέτουν στο στόχαστρο της κριτικής τους) οι «ετερόδοξοι» αστοί οικονομολόγοι για να διακηρύξουν την απουσία εκμετάλλευσης εντός της καπιταλιστικής επιχείρησης; Κατά κανόνα εκείνη που απορρέει από την κλασική θεωρία της αξίας των Άνταμ Σμιθ και Ντέιβιντ Ρικάρντο, την οποία ταυτίζουν με τη μαρξική θεωρία της εκμετάλλευσης.

Ισχυρίζονται λοιπόν ότι σύμφωνα με τον Μαρξ, (α) η εκμετάλλευση αποτελεί παρακράτηση (αφαίρεση) από τον καπιταλιστή ενός μέρους της αξίας που παρήγαγαν όσοι απασχολούνται στην επιχείρησή του και (β) αυτή η εκμετάλλευση-παρακράτηση καθίσταται δυνατή ως αποτέλεσμα της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής εκ μέρους του καπιταλιστή. Αυτός ο ιδιοκτήτης-καπιταλιστής θα είναι, λοιπόν, εκμεταλλευτής εφόσον παραμένει «εξωτερικός» ως προς την παραγωγή, μη-εργαζόμενος, που απλώς αποσπά από την επιχείρηση ένα εισόδημα (κέρδος) αποκλειστικά ένεκα του δικαιώματος που απορρέει από τη νομική του ιδιοκτησία επί της επιχείρησης. Αντιθέτως, (γ) αν πρόκειται για ένα ενεργό στην επιχείρηση επιχειρηματία-διευθυντή, ο οποίος προωθεί τις καινοτομικές δράσεις και πρωτοβουλίες που εξασφαλίζουν τα κέρδη, αναλαμβάνοντας ταυτόχρονα το ρίσκο της επιχειρηματικής δραστηριότητας, τότε το κέρδος (ή ο μισθός) αυτού του επιχειρηματία δεν συνιστά «παρακράτηση», αλλά αμοιβή της ιδιαίτερης συμβολής του στο παραγωγικό αποτέλεσμα.

Η σχετικά πρόσφατη παρέμβαση του Samuel Hollander, τα βασικά επιχειρήματα της οποίας σκιαγραφούνται στο κείμενο του Βασίλη Δρουκόπουλου που δημοσιεύεται στο παρόν τεύχος των Θέσεων, και ο οποίος Hollander επιχειρεί ακριβώς να εντάξει τον Μαρξ στο «ετερόδοξο» σχήμα που μόλις σκιαγραφήσαμε, είναι χαρακτηριστική, αλλά και χρήσιμη για να κατανοήσουμε τη ριζική τομή της μαρξιστικής θεωρίας όχι μόνο ως προς τη νεοκλασική αλλά και ως προς τις «ετερόδοξες» αστικές προσεγγίσεις.

Ο Hollander, στην προσπάθεια να πλήξει τον Μαρξ, ανοίγει μια σειρά από «κεφάλαια» της αστικής οικονομικής θεωρίας, τόσο της κλασικής όσο και της μεταγενέστερης «ετερόδοξης». Για να «θεμελιώσει» την κριτική του στη «μαρξική» θεωρία της εκμετάλλευσης, ο Hollander κατασκευάζει έναν Μαρξ ο οποίος:

  • άλλοτε υποτίθεται ότι αντιλαμβάνεται την αξία ως ποσότητα δαπανώμενης εργασίας και την εκμετάλλευση ως «παρακράτηση» («αρπαγή», «κλοπή») τμήματος αυτής της αξίας, λόγω «ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων», από τον καπιταλιστή.

  • άλλοτε γίνεται θεωρητικός της «αντίθεσης» ανάμεσα αφενός στην παραγωγική «βιομηχανική κοινότητα», που περιλαμβάνει όλους όσοι συμμετέχουν άμεσα στην παραγωγή, και αφετέρου στους κερδοσκοπούντες «ραντιέρηδες», σε αντιστοιχία με τη μεταγενέστερη «ετερόδοξη» παράδοση των Βέμπλεν και Κέυνς.

Οι κατασκευές του Hollander, καίτοι αθεμελίωτες, θα μας επιτρέψουν να επισημάνουμε τη ριζική τομή που συνιστά η θεωρία του Μαρξ με το σύνολο των αστικών θεωρητικών προσεγγίσεων.


2. Η κλασική θεωρία της αξίας:

Το κέρδος ως πρόσοδος ή η εκμετάλλευση ως σχέση εξωγενής προς την εργασία


Η κλασική εργασιακή θεωρία της αξίας (ως ποσότητας δαπανηθείσας εργασίας [labour expended: Adam Smith] που έχει ενσωματωθεί στο παραχθέν προϊόν [εμπόρευμα])3 εγείρει το ζήτημα της αμοιβής του κεφαλαιοκράτη - κατόχου του κεφαλαίου(«κατόχου αποθέματος» όπως τoν ονομάζει ο Σμιθ). Το ζήτημα αυτό εμπεριέχει δύο ερωτήματα προς διερεύνηση: (α) Από πού προέρχεται το εισόδημα του επιχειρηματία - κεφαλαιοκράτη, (β) από τι καθορίζεται το ύψος του (το μέγεθός του).

Ενώ στον Ρικάρντο δεν βρίσκουμε μια ρητή απάντηση στο ερώτημα (α), ο Σμιθ ρητά διατυπώνει την άποψη ότι το κέρδος, ως το εισόδημα του «κατόχου αποθέματος» (κεφαλαιοκράτη) αποτελεί «παρακράτηση» από την αξία που παρήγαγε ο μισθωτός εργάτης. Ομοίως, τον ίδιο χαρακτήρα «παρακράτησης» έχει και η πρόσοδος που καρπώνεται ο γαιοκτήμονας.


«Από τη στιγμή που η γη καθίσταται ατομική ιδιοκτησία, ο γαιοκτήμονας απαιτεί ένα μερίδιο σχεδόν από όλο το προϊόν το οποίο ο εργάτης μπορεί να παραγάγει είτε μέσω της καλλιέργειάς της, είτε μέσω της συλλογής των καρπών της. Η πρόσοδός του αποτελεί την πρώτη παρακράτηση από το προϊόν της εργασίας που απασχολήθηκε στη γη [...] Το κέρδος αποτελεί μια δεύτερη παρακράτηση από το προϊόν της εργασίας που απασχολήθηκε στη γη» (Smith 2000, I.viii. 6 & 7).


Ο Σμίθ απαντάει ρητώς και στο δεύτερο ερώτημα (β), μέσω της καθολικά αποδεκτής θεώρησης του ενιαίου ποσοστού κέρδους:


«Ίσως να νομίζει κανείς ότι τα κέρδη του αποθέματος είναι απλά ένα διαφορετικό όνομα για τους μισθούς ενός ιδιαίτερου είδους εργασίας, της εργασίας επίβλεψης και διεύθυνσης. Είναι ωστόσο κάτι απολύτως διαφορετικό, διέπονται από τελείως διαφορετικές αρχές και δεν διατηρούν καμιά αναλογία με το μέγεθος, τη δυσκολία ή την ευφυΐα της υποτιθέμενης αυτής εργασίας επίβλεψης και διεύθυνσης. Τα κέρδη ρυθμίζονται συνολικά από την αξία του απασχολούμενου αποθέματος και είναι μεγαλύτερα ή μικρότερα, ανάλογα με το μέγεθος αυτού του αποθέματος. Ας υποθέσουμε, για παράδειγμα, ότι σε έναν συγκεκριμένο τόπο, όπου τα συνήθη κέρδη του αποθέματος στη μανιφακτούρα είναι δέκα τοις εκατό, υπάρχουν δύο διαφορετικές μανιφακτούρες, καθεμιά από τις οποίες απασχολεί είκοσι εργάτες με αμοιβή 15 στερλίνες το χρόνο ανά εργάτη ή, διαφορετικά, με δαπάνη 300 στερλινών το χρόνο ανά μανιφακτούρα. Ας υποθέσουμε επίσης ότι οι ακατέργαστες ύλες που αναλώνονται ετησίως στη μία μανιφακτούρα κοστίζουν 700 στερλίνες, ενώ στη δεύτερη, όπου χρησιμοποιούνται πιο εξευγενισμένες, κοστίζουν 7.000. Το απασχολούμενο σε ετήσια βάση κεφάλαιο στη μια περίπτωση θα είναι μόνο 1.000 στερλίνες, ενώ το απασχολούμενο στη δεύτερη περίπτωση θα ανέρχεται σε 7.300στερλίνες. Επομένως, με το ποσοστό του 10%, ο πρώτος επιχειρηματίας θα προσδοκά ένα ετήσιο κέρδος περί τις 100 μόνο στερλίνες, ενώ ο δεύτερος επιχειρηματίας θα προσδοκά ένα κέρδος περί τις 730 στερλίνες. Παρότι όμως τα κέρδη τους θα έχουν μια τόσο μεγάλη διαφορά, η εργασία επίβλεψης και διεύθυνσης δεν αποκλείεται να είναι τελείως ή περίπου ίδια. Σε πολύ μεγάλα έργα, το σύνολο της εργασίας αυτού του είδους ανατίθεται σε κάποιον ειδικό υπάλληλο, του οποίου ο μισθός εκφράζει απολύτως την αξία της εργασίας επίβλεψης και διεύθυνσης που εκτελεί. Αν και κατά τον καθορισμό αυτού του μισθού λαμβάνονται γενικά υπόψη όχι μόνο η εργασία και η επιδεξιότητα του ανθρώπου αυτού, αλλά και η εμπιστοσύνη που αυτός απολαμβάνει, εντούτοις αυτός δεν βρίσκεται σε κάποια προκαθορισμένη αναλογία προς το κεφάλαιο, τη διεύθυνση του οποίου έχει στην επίβλεψη του. Και ο ιδιοκτήτης αυτού του κεφαλαίου, παρόλο που με τον τρόπο αυτό απαλλάσσεται σχεδόν από κάθε εργασία, συνεχίζει να προσδοκά ότι τα κέρδη του θα βρίσκονται σε προκαθορισμένη αναλογία προς το κεφάλαιό του. Τα κέρδη, επομένως, του αποθέματος συνιστούν ένα συστατικό μέρος της τιμής των εμπορευμάτων ολότελα διαφορετικό από τους μισθούς της εργασίας, που διέπονται από τελείως διαφορετικές αρχές» (Smith 2000, I.vi.6, οι υπογρ. δικές μας).


Ο Σμιθ αποκλείει επομένως κάθε εκδοχή ταύτισης του κέρδους (ή τμήματός του: του «επιχειρηματικού κέρδους») με κάποια «αμοιβή του επιχειρηματία» για οποιασδήποτε μορφής υπηρεσία, ικανότητα ή «κόπο» που αυτός κατέβαλε ή για το «ρίσκο» που ανέλαβε.

Όπως προκύπτει επίσης από το απόσπασμα που παραθέσαμε, ο επιχειρηματίας είναι «αντικαταστήσιμος» από ένα μισθωτό διευθυντή, δηλαδή μπορεί να είναι «απών» από την παραγωγική διαδικασία, και το ύψος του κέρδους ως τέτοιο δεν έχει καμιά σχέση με τις λειτουργίες του συντονισμού, της επίβλεψης της παραγωγής, της εφευρετικότητας, του ρίσκου κλπ., ή του ύψους της αμοιβής του μάνατζερ που υποκαθιστά τον ιδιοκτήτη κεφαλαιοκράτη. Το κέρδος, στη συνήθη-κανονική περίσταση, αποτελεί ποσοστό του επενδυμένου κεφαλαίου.

Με αυτά τα δεδομένα, μπορούμε να θεωρούμε επίσης την αμοιβή του κεφαλαίου ως μία «πρόσοδο» που απορρέει από αυτή καθαυτή την κατοχή του κεφαλαίου, κατά τον ίδιο τρόπο όπως θεωρούμε πρόσοδο την «αμοιβή της γης»: Η ιδιοκτησία (του κεφαλαίου ή της γης) αυτή καθαυτή επιβάλλει την απαίτηση ιδιοποίησης ενός τμήματος της αξίας που έχει παραχθεί.

Η κλασική θεωρία της αξίας ως «δαπανώμενης εργασίας» εισάγει λοιπόν μια θεωρία της εκμετάλλευσης, ως παρακράτηση από τις ιδιοκτήτριες τάξεις τμήματος του προϊόντος που παρήγαγε ο εργάτης, παρακράτηση που είναι αποτέλεσμα αυτών καθαυτών των σχέσεων ιδιοκτησίας, και όχι κάποιας συμμετοχής αυτών των ιδιοκτητριών τάξεων στην παραγωγή: Το κέρδος ως παρακράτηση καθίσταται δυνατό λόγω της (νομικής) ιδιοκτησίας του «κατόχου αποθέματος» επί αυτού του «αποθέματος» (κεφαλαίου).

Με την έννοια αυτή το κέρδος αποκτά μια συγγένεια «συμμετρίας» με την πρόσοδο: είναι αμφότερα εισοδήματα των ιδιοκτητριών τάξεων, λόγω ακριβώς της σχέσης νομικής ιδιοκτησίας των «συντελεστών παραγωγής». Τόσο το καπιταλιστικό κέρδος, όσο και η έγγεια πρόσοδος, έχουν την ίδια κοινωνική φύση: αποτελούν παρακρατήσεις από τη δαπανημένη εργασία προς όφελος ενός οικονομικού φορέα εξωτερικού προς την παραγωγική διαδικασία. Δομικά εξωτερικού στην περίπτωση του γαιοκτήμονα, οιονεί εξωτερικού στην περίπτωση του καπιταλιστή.

Όπως και ο Σμιθ, ο Ρικάρντο αφιέρωσε πολλές σελίδες των γραπτών του στην ανάλυση των διαφόρων διανεμητικών μηχανισμών και νόμων που χαρακτηρίζουν τα μεγέθη του κέρδους και της προσόδου. Αλλά και στην περίπτωση του Ρικάρντο, η κοινωνική βάση τόσο του κέρδους, όσο και της προσόδου παραμένει προφανώς η ίδια: η ιδιοποίηση τμήματος της υλοποιημένης σε προϊόν εργασίας. Ούτε ο γαιοκτήμονας, ούτε ο καπιταλιστής συμβάλλει «πραγματικά» στην παραγωγική διαδικασία. Αν η πρόσοδος δημιουργείται από ένα μονοπώλιο επί ενός σπανίζοντος συντελεστή παραγωγής, τότε, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, το κέρδος δημιουργείται από την μονοπώληση των μέσων παραγωγής. Όπως προκύπτει, τα κριτήρια που διακρίνουν το καπιταλιστικό κέρδος από τη γαιοπρόσοδο είναι πολύ λιγότερο προφανή απ’ ό, τι συνήθως πιστεύεται. Με μια εναλλακτική διατύπωση, μπορούμε επομένως να παρατηρήσουμε ότι: Το καπιταλιστικό κέρδος έχει τη μορφή μιας απόλυτης προσόδου που απαλλοτριώνει ένα μερίδιο του πλούτου που παρήχθη από άλλους.

Είναι σαφές ότι σ’ αυτή τη γραμμή σκέψης, «οι κοινωνικές σχέσεις που χαρακτηρίζουν τον καπιταλισμό θεωρούνται ως εξωγενείς προς την ίδια την εργασία» (Postone 2003: 58). Η εξουσία των καπιταλιστών προκύπτει και συντηρείται από την ιδιαίτερη νομική δομή των σχέσεων ιδιοκτησίας. Ο πυρήνας της καπιταλιστικής οργάνωσης της κοινωνίας είναι ο νομικός θεσμός της ιδιωτικής (ατομικής) ιδιοκτησίας. Υπ’ αυτή την έννοια, κέρδος και πρόσοδος συνιστούν τα αποτελέσματα της αναδιανομής του εισοδήματος (που παρήχθη από την εργασία), η οποία χαρακτηρίζει την εποχή της ιδιωτικής ιδιοκτησίας: Η ουσία του κέρδους και της γαιοπροσόδου προκύπτει και διαπλέκεται με το θεσμό της ιδιωτικής ιδιοκτησίας.

Το γεγονός ότι το ζήτημα της εκμετάλλευσης και της εξουσίας αφορά κυρίως τη νομική ιδιοκτησία και όχι τη δομή και οργάνωση της εργασιακής-παραγωγικής διαδικασίας (το γεγονός δηλαδή του «εξωγενούς χαρακτήρα τους» ως προς την εργασία) σημαίνει πολύ απλά ότι η κλασική εργασιακή θεωρία της αξίας, καίτοι αποτελεί ταυτόχρονα θεωρία της εκμετάλλευσης, δεν μπορεί να αμφισβητήσει (αντίθετα είτε νομιμοποιεί, είτε επιζητεί να μεταρρυθμίσει) την καπιταλιστική τάξη πραγμάτων. Στη «συντηρητική» εκδοχή της, αυτή του Άνταμ Σμιθ, θεωρεί ότι η «παρακράτηση» του υπερπροϊόντος δικαιώνεται από τον ρόλο που παίζει ο καπιταλιστής για τη χρηματοδότηση της επιχείρησης, την πληρωμή των μισθών πριν την ολοκλήρωση του έργου, κ.ο.κ.


«Σε όλες τις τέχνες και τις μανιφακτούρες, η πλειοψηφία των εργατών έχουν την ανάγκη ενός εργοδότη που θα τους προκαταβάλλει τα υλικά της εργασίας τους και τους μισθούς και τα μέσα συντήρησής τους μέχρι την ολοκλήρωσή της. Αυτός μοιράζεται μαζί τους το προϊόν της εργασίας τους, ή την αξία που αυτή προσθέτει στα υλικά πάνω στα οποία σωρεύεται, και το μερίδιό του αυτό συνιστά το κέρδος του» (Smith 2000, I.viii.8).


Στη «ριζοσπαστική» εκδοχή της η κλασική θεωρία της αξίας και της εκμετάλλευσης οραματίζεται έναν «καπιταλισμό χωρίς ατομικούς καπιταλιστές (και γαιοκτήμονες)», δηλαδή χωρίς τους «εξωτερικούς» ως προς την εργασία ιδιοκτήτες. Τι χρειάζεται ο ιδιοκτήτης της γης (γαιοκτήμονας), ή του κεφαλαιακού «αποθέματος», όταν οι δύο αυτές τάξεις δεν είναι δομικά αναγκαίες για την (καπιταλιστική) παραγωγή, αλλά απλώς ιδιοποιούνται (απαλλοτριώνουν, παρακρατούν, «κλέβουν») το εισόδημα που παρήγαγαν άλλοι (οι μισθωτοί εργαζόμενοι); Με τα λόγια του σοσιαλιστή William Thompson το 1824:


«Δεν μπορεί να υπάρξει καμιά άλλη πηγή του κέρδους από την αξία που προστίθεται στις πρώτες ύλες από την εργασία […] Τα υλικά, τα κτήρια, οι μηχανές, οι μισθοί δεν μπορούν να προσθέσουν τίποτα στην αξία τους. Η πρόσθετη αξία προέρχεται μόνο από την εργασία» (Thompson 1824, σ. 127). 4


Η «κοινωνικοποίηση», δηλαδή η δημόσια νομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής θα εξαλείψει τις περιττές, «εξωτερικές» ως προς την εργασία, τάξεις των καπιταλιστών και των γαιοκτημόνων, χωρίς όμως να αμφισβητήσει την «εργασία», δηλαδή τη διατήρηση όλων των μορφών (των δομικών χαρακτηριστικών) της καπιταλιστικής διαδικασίας παραγωγής (και του καπιταλιστικού κράτους): το εμπόρευμα, το χρήμα, η επιχείρηση με τον ιεραρχικό καταμερισμό εργασίας που τη διακρίνει, επομένως και η πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση, αλλά και η κυβέρνηση, ο στρατός, η αστυνομία, τα δικαστήρια, τα κρατικά μέσα μαζικής επικοινωνίας κ.ο.κ.5

Για να ολοκληρώσουμε το γενικό περίγραμμα της κλασικής προβληματικής, 6 θα πρέπει να επισημάνουμε ένα τελευταίο σημείο. Η κατηγορία της «σπανιότητας» στην οποία εδώ αναφερόμαστε διαφέρει από τη νεοκλασική. Κεφάλαιο και πρόσοδος σπανίζουν λόγω του θεσμού της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, ο οποίος επιτρέπει στις κατέχουσες τάξεις να ιδιοποιούνται ως εισόδημα ένα μέρος της συνολικής κοινωνικής εργασίας. Όσο μεγαλύτερη είναι η κοινωνική ισχύς αυτών των τάξεων, τόσο μεγαλύτερη θα είναι η σπανιότητα του κεφαλαίου και της γης. Πρόκειται για μια μορφή σπανιότητας που προέρχεται από την περιοριστική φύση της διανομής εισοδήματος και από το γεγονός ότι οι κοινωνικές σχέσεις γίνονται αντιληπτές ως εξωγενείς προς την εργασία. Οι Σμιθ και Ρικάρντο δεν αναφέρονται, βέβαια, ποτέ ρητά σ’ αυτό τον τύπο σπανιότητας. Δεν πρόκειται για κάποια φυσική σπανιότητα, αλλά για κάποια κοινωνικά επίκτητη, ανεξάρτητα από το εάν κεφάλαιο και γη διατίθενται σε περιορισμένες ποσότητες ή υπόκεινται σε άλλου είδους υποκειμενικούς περιορισμούς (την επιθυμία αποταμίευσης, κλπ.).7 Η πρόσοδος και το κέρδος (που συνιστά ένα ιδιαίτερο είδος προσόδου) καθιστούν τα μέσα παραγωγής (το κεφάλαιο και τη γη) σπανίζοντες πόρους.

Από όσα προηγήθηκαν προκύπτει ένα ερώτημα: γιατί το κέρδος – εισόδημα του καπιταλιστή – διαφέρει από αυτό του γαιοκτήμονα; Στο ερώτημα αυτό, η απάντηση του Ρικάρντο ήταν ότι οι καπιταλιστές αποταμιεύουν. Με άλλα λόγια, σε αντίθεση με τους γαιοκτήμονες, οι καπιταλιστές δεν σπαταλούν τον πλούτο τους σε πολυτελή κατανάλωση. Τα κέρδη τους τα διατηρούν και τα επανεπενδύουν. Και σύμφωνα με το νόμο του Σαι, οι αποταμιεύσεις γίνονται επενδύσεις, και ως τέτοιες παίζουν θετικό ρόλο στην καπιταλιστική ανάπτυξη. Οι γαιοκτήμονες είχαν ταυτιστεί με τη μη παραγωγική κατανάλωση. Ακόμα και οι οπαδοί της υποκαταναλωτικής προσέγγισης της περιόδου, όπως ο Μάλθους, δεν ήταν σε θέση να αμφισβητήσουν αυτή την εμπεδωμένη πεποίθηση. Επομένως, απέρριπταν το νόμο του Σαι, υπερασπιζόμενοι τη χρησιμότητα της μη παραγωγικής κατανάλωσης των γαιοκτημόνων (όπως και της κατανάλωσης των δημοσίων υπαλλήλων και των αλλοδαπών).

Όμως οι γαιοκτήμονες δεν σπαταλούν απλώς το εισόδημά τους. Σύμφωνα με τον Ρικάρντο, αποσπούν μια διαρκώς ψηλότερη (διαφορική) πρόσοδο λόγω (του «νόμου») της φθίνουσας απόδοσης του εδάφους. Συνεπώς, η ύπαρξη των γαιοκτημόνων μειώνει το ποσοστό κέρδους και επιβραδύνει την κεφαλαιακή συσσώρευση: Λόγω της φθίνουσας γονιμότητας του εδάφους, η τιμή των αγροτικών προϊόντων και ιδίως των σιτηρών, τιμή που σε συνθήκες καπιταλιστικής γεωργίας καθορίζεται από τον χρόνο εργασίας στο λιγότερο γόνιμο από τα καλλιεργούμενα εδάφη, θα αυξάνει διαρκώς, αυξάνοντας την τιμή του καλαθιού διαβίωσης των εργατών (του χρηματικού τους μισθού), συμπιέζοντας επομένως το περιθώριο κέρδους των καπιταλιστών εκμισθωτών της γης, και κατ’ επέκταση το ποσοστό κέρδους ολόκληρης της καπιταλιστικής οικονομίας και τον ρυθμό κεφαλαιακής συσσώρευσης.


«Η μειούμενη γονιμότητα του εδάφους, η αυξανόμενη τιμή των σιτηρών, η αύξηση των χρηματικών μισθών, η πτώση των κερδών, ο επιβραδυνόμενος ρυθμός της κεφαλαιακής συσσώρευσης, αυτή ήταν η αλυσίδα αιτίου και αποτελέσματος που είχε περιγράψει ο Ricardo» (Rubin 1993: 363).


Ο Ρικάρντο λοιπόν, μέσα από τη θεωρία του για τη διαφορική πρόσοδο, αντιλαμβανόταν τους γαιοκτήμονες όχι απλώς ως φορείς μιας πολυτελούς μη παραγωγικής (ατομικής) κατανάλωσης, αλλά και ως «τροχοπέδη» της καπιταλιστικής ανάπτυξης.

Τι γίνεται όμως εάν οι εύποροι γαιοκτήμονες επενδύουν μέρος του πλούτου τους σε χρηματοπιστωτικές αγορές; Οι αποταμιεύσεις τους θα μπορούσαν τότε εύκολα να βρουν το δρόμο τους στην παραγωγή (ή την «παραγωγική κατανάλωση»), χωρίς να εμπλέκονται οι ίδιοι οι γαιοκτήμονες στην παραγωγική διαδικασία.

Αυτό που απουσιάζει από το κλασικό πλαίσιο ανάλυσης είναι μια ρητή αναφορά στη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος, καίτοι ήδη από τις πρώτες δεκαετίες του δέκατου ένατου αιώνα το χρηματοπιστωτικό σύστημα είχε γνωρίσει μεγάλη ανάπτυξη, ιδίως στη Μεγάλη Βρετανία. Περιλάμβανε μια ποικιλία χαρακτηριστικών, χρηματοπιστωτικών προϊόντων και καινοτομιών, τα οποία ακόμα και σήμερα κυριαρχούν στις παγκόσμιες αγορές.

Με τον ρόλο του χρηματοπιστωτικού συστήματος θα ασχοληθούμε στις ενότητες 5 και 6 αυτού του άρθρου. Εδώ απαιτείται να συνοψίσουμε κάποιες από τις αναλύσεις που έχουμε διατυπώσει στο παρελθόν, για να γίνει σαφές στους αναγνώστες ότι η κλασική (Σμιθ-Ρικάρντο) θεωρία της αξίας και της εκμετάλλευσης (για την οποία ο Hollander – όπως πάμπολλοι άλλοι – θέλει να «πιστεύει» ότι είναι «μαρξιστική») δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με τη μαρξιστική χρηματική θεωρία της αξίας. Μάλιστα ο Μαρξ ονόμασε το θεωρητικό του σύστημα «Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας», για να τονίσει ακριβώς τη ρήξη του με την κλασική προβληματική της «δαπανώμενης εργασίας» και της «παρακράτησης» (για περισσότερα βλ. Μηλιός-Δημούλης-Οικονομάκης 2005).


3. Ο επιχειρηματίας-κεφαλαιοκράτης ως προσωποποίηση της κεφαλαιακής σχέσης σύμφωνα με τη μαρξική χρηματική θεωρία της αξίας και του κεφαλαίου


3.1. Ο επιχειρηματίας-κεφαλαιοκράτης ως «παραγωγός»


Σύμφωνα με το θεωρητικό σύστημα του Μαρξ, η «εργασία» δεν είναι μια κοινωνικά ουδέτερη κατάσταση υποκείμενη σε διαφορετικές ρυθμίσεις διανομής του παραγόμενου προϊόντος ανάλογα με τις νομικές σχέσεις ιδιοκτησίας επί των μέσων παραγωγής, αλλά συνιστά μια εκάστοτε συγκεκριμένη κοινωνική σχέση, μια ιδιαίτερη κοινωνική δομή. Εν προκειμένω πρόκειται για την κεφαλαιακή σχέση, στην οποία ο κεφαλαιοκράτης λειτουργεί ως ο «παραγωγός», ως προσωποποίηση του κεφαλαίου – δεν είναι ούτε αυτόνομο υποκείμενο - «συντελεστής παραγωγής», ούτε εξωτερικός προς την «εργασία» οικονομικός φορέας, που «παρακρατεί» τμήμα του προϊόντος λόγω της ιδιότητάς του ως νομικού ιδιοκτήτη.

Το κεφάλαιο αποτελεί μια ιστορικά συγκεκριμένη κοινωνική σχέση η οποία εμφανίζεται με τη μορφή του «χρήματος ως αυτοσκοπού» ή του «χρήματος που τίκτει χρήμα» (Μαρξ 1978-α: 168), σύμφωνα με τη φόρμουλα Χ-Ε-Χ΄ (όπου το Χ συμβολίζει το χρήμα και το Ε το εμπόρευμα). Όπως έχει πολλές φορές υποστηρίξει ο Μαρξ, η παραπάνω μορφή κυκλοφορίας αποτελεί τη μορφή εμφάνισης των καπιταλιστικών οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων, συμπεριλαμβάνοντας και την ίδια την παραγωγική διαδικασία, η οποία τώρα μορφοποιείται σε παραγωγή για την ανταλλαγή και για το κέρδος. Το χρήμα γίνεται η γενική μορφή εμφάνισης της αξίας και επομένως του κεφαλαίου. Στο πλαίσιο των καπιταλιστικών οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων, η κίνηση του χρήματος ως κεφαλαίου «δένει» τη διαδικασία παραγωγής στη διαδικασία της κυκλοφορίας.

Συνακόλουθα, η ίδια η εργασία στον καπιταλισμό συνιστά καθαυτή μια σχέση εκμετάλλευσης και ταξικής εξουσίασης, καθώς ο φορέας της, οι μισθωτοί εργαζόμενοι υπόκεινται οικονομικά, πολιτικά και ιδεολογικά στο κεφάλαιο και στην καπιταλιστική εκμετάλλευση μέσα στην ίδια την εργασιακή-παραγωγική σχέση. Η εργασιακή δύναμη μετατρέπεται σε συλλογικό εργαζόμενο που υπάγεται στο κεφάλαιο μετατρέπεται σε «μεταβλητό κεφάλαιο», που λειτουργώντας ως παραγωγική δύναμη του κεφαλαίου, 8 παράγει υπεραξία.

Η υπεραξία δεν συνιστά «παρακράτηση ποσότητας εργασίας» αλλά «επιπλέον αξία» που εμφανίζεται με τη μορφή του χρήματος, παραγόμενη «επιπλέον-αξία» (Mehr-Wert), την οποία δημιουργεί το κεφάλαιο (η κεφαλαιακή σχέση στην οποία είναι υπαγμένη η μισθωτή εργασία). Το κεφάλαιο λειτουργεί ως «αυτοαξιοποιούμενη αξία», που


«γεννάει αξία επειδή είναι αξία […] Σαν το αναπτυσσόμενο υποκείμενο ενός τέτοιου προτσές [...] η αξία χρειάζεται πριν απ’ όλα μιαν αυτοτελή μορφή, με την οποία να διαπιστώνεται η ταυτότητα με τον ίδιο τον εαυτό της. Και τη μορφή αυτή την έχει μόνο στο χρήμα. Γι’ αυτό το λόγο το χρήμα αποτελεί την αφετηρία και το τέρμα κάθε προτσές αξιοποίησης» (Μαρξ 1978-α: 167).

Βεβαίως, η υπεραξία δεν παράγεται από το συνολικό κεφάλαιο:


«Η υπεραξία είναι απλώς συνέπεια της αλλαγής αξίας που παθαίνει το μ [το μεταβλητό κεφάλαιο, Γ.Μ.], το μέρος του κεφαλαίου που έχει μετατραπεί σε εργασιακή δύναμη» (Μαρξ 1978-α: 226).


Στο πλαίσιο της κεφαλαιακής σχέσης, ως «παραγωγός» λειτουργεί ο επιχειρηματίας-κεφαλαιοκράτης. Με την έννοια αυτή ο κεφαλαιοκράτης είναι απολύτως εσωτερικός στην εργασιακή-παραγωγική διαδικασία, συμμετέχει σε αυτήν ως φορέας της γενικής διεύθυνσης της επιχείρησης και επομένως ως φορέας της σχέσης εκμετάλλευσης που είναι εσωτερική στην παραγωγική διαδικασία:


«Γενικά λοιπόν, ο νόμος της αξιοποίησης πραγματοποιείται πέρα για πέρα για τον κάθε παραγωγό χωριστά μόνο από τη στιγμή που παράγει σαν κεφαλαιοκράτης, που χρησιμοποιεί ταυτόχρονα πολλούς εργάτες και επομένως μια κι εξαρχής βάζει σε κίνηση κοινωνική μέση εργασία» (Μαρξ 1978-α: 339, οι υπογρ. προστέθηκαν).


Ως «παραγωγός» λοιπόν ο κεφαλαιοκράτης δεν είναι «περιττός», αλλά εξ ορισμού επιτελεί ένα «δομικό» ρόλο εντός της παραγωγικής διαδικασίας. Ο κεφαλαιοκράτης «εργάζεται», αλλά με έναν ιδιαίτερο τρόπο: είναι ο διευθυντής της παραγωγικής διαδικασίας και ταυτόχρονα φορέας της εκμετάλλευσης των εργαζομένων.


«Ο κεφαλαιοκράτης προσέχει η δουλειά να προχωρεί κανονικά και τα μέσα παραγωγής να χρησιμοποιούνται σκόπιμα δηλαδή να μη σπαταλούνται πρώτες ύλες και να προφυλάγεται το όργανο εργασίας […]. Από τη στιγμή που [ο εργάτης] μπαίνει στον τόπο δουλειάς του κεφαλαιοκράτη η αξία χρήσης της εργασιακής του δύναμης, δηλαδή η χρήση της, η εργασία, ανήκει στον κεφαλαιοκράτη» (Μαρξ 1978-α: 198).


Η καπιταλιστική επιχείρηση, την οποία διευθύνει ο επιχειρηματίας-κεφαλαιοκράτης, είναι ένας ιεραρχικός-δεσποτικός οργανισμός, προσανατολισμένος στην παραγωγή και μεγιστοποίηση του κέρδους.9 Τα εμπορεύματα, που η αξία τους εκφράζεται σε χρηματικούς όρους στην αγορά, δεν παράγονται από τον κάθε εργάτη ξεχωριστά, αλλά από τον «συλλογικό εργάτη», δηλαδή τον ιεραρχικό-δεσποτικό οργανισμό της επιχείρησης στον οποίο έχει συγχωνευτεί το σύνολο των εργαζομένων. Στο εσωτερικό της επιχείρησης, ο εργάτης έχει μετατραπεί σε «μερικό εργάτη», σε γρανάζι του «παραγωγικού μηχανισμού» που είναι η επιχείρηση:


«ο μερικός εργάτης δεν παράγει εμπορεύματα. Μόνο το κοινό προϊόν των μερικών εργατών μετατρέπεται σε εμπόρευμα» (Μαρξ 1978-α: 371).


Ο Μαρξ επανειλημμένα επισημαίνει ότι η επιχείρηση, την οποία διευθύνει ο επιχειρηματίας-κεφαλαιοκράτης, «είναι ένα ολότελα ειδικό δημιούργημα του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής» (Μαρξ 1978-α: 375):


«Ο κοινωνικός παραγωγικός μηχανισμός που αποτελείται από πολλούς ατομικούς μερικούς εργάτες, ανήκει στον κεφαλαιοκράτη. Γι’ αυτό η παραγωγική δύναμη που προκύπτει από το συνδυασμό των εργασιών εμφανίζεται σαν παραγωγική δύναμη του κεφαλαίου» (Μαρξ 1978-α: 376).


Η «παραγωγική δύναμη» του μερικού εργάτη δεν υφίσταται ατομικά, έχει συγχωνευτεί στην παραγωγική δύναμη του συλλογικού εργάτη που έχει υπαχθεί στο κεφάλαιο.10 Την παραγωγική αυτή δύναμη και τα αποτελέσματά της ιδιοποιείται ο επιχειρηματίας-κεφαλαιοκράτης, με τον ειδικό ρόλο που έχει και την «εργασία» που επιτελεί μέσα στην επιχείρηση.


«Ένας ορισμένος βαθμός ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής απαιτεί να μπορεί ο κεφαλαιοκράτης να χρησιμοποιεί όλο το χρόνο που στη διάρκειά του ασκεί την ιδιότητα του κεφαλαιοκράτη, δηλαδή του προσωποποιημένου κεφαλαίου, για να ιδιοποιείται και επομένως για να ελέγχει ξένη εργασία και για να πουλάει τα προϊόντα αυτής της εργασίας» (Μαρξ, 1978-α:. 322, η υπογρ. προστέθηκε).


Ο «ενεργός κεφαλαιοκράτης», όπως ονομάζει ο Μαρξ τον επιχειρηματία-καπιταλιστή, είναι λοιπόν εσωτερικός παράγοντας της κεφαλαιακής σχέσης και της επιχείρησης, επομένως εξ ορισμού «εργάζεται», δηλαδή εντάσσεται στον συλλογικό μηχανισμό που παράγει αξία και υπεραξία.11 Αλλά «εργάζεται» ως η προσωποποίηση της συσσώρευσης κεφαλαίου, δηλαδή της κεφαλαιοποίησης της υπεραξίας, και ως η εξουσία του κεφαλαίου επί της υπαγμένης στο κεφάλαιο εργασίας.

Οι κοινωνικές σχέσεις εξουσίας και εκμετάλλευσης, που στην επιφάνεια εμφανίζονται ως διαπροσωπικές σχέσεις (ο διευθυντής, οι συνεργάτες του, οι εργάτες …) είναι στην πραγματικότητα απρόσωπες δυναμικές κοινωνικών πεδίων και ανταγωνισμών, των οποίων οι φορείς (τα πρόσωπα) είναι απλώς «(υπο)στηρίγματα».12

Γράφει σχετικά ο Μαρξ: «Η κυριαρχία αναθέτει στους κυρίαρχους τις λειτουργίες του άρχειν» (Μαρξ 1978-β: 486). Στον γενικό διευθυντή ενός ατομικού κεφαλαίου (καπιταλιστικής επιχείρησης) έχουν ακριβώς ανατεθεί οι λειτουργίες του άρχειν από την «κυριαρχία», δηλαδή την κεφαλαιακή εκμεταλλευτική σχέση. Η σχέση αυτή τον έχει αναγάγει σε καπιταλιστή, ανεξάρτητα από το αν του ανήκει η νομική ιδιοκτησία της επιχείρησης, ή αν πρόκειται για ένα μισθωτό γενικό διευθυντή, π.χ., εκείνον μιας δημόσιας επιχείρησης, τη μοναδική μετοχή της οποίας «κατέχει» (ως «εκπρόσωπος του έθνους») ο εκάστοτε υπουργός οικονομικών.


«Ο μανουφακτουρικός καταμερισμός της εργασίας προϋποθέτει την απόλυτη αυθεντία του κεφαλαιοκράτη πάνω σε ανθρώπους που είναι απλά μέλη ενός συνολικού μηχανισμού που του ανήκει» (Μαρξ 1978-α: 372, η έμφαση προστέθηκε).


Ο συλλογικός οργανισμός της καπιταλιστικής επιχείρησης παράγει αξία και υπεραξία και σε αυτόν τον συλλογικό οργανισμό ανήκει και ο κεφαλαιοκράτης – γενικός διευθυντής της επιχείρησης. Δεν επιτελεί, όπως είπαμε, τη λειτουργία της εκμετάλλευσης επειδή κατέχει τη νομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής (ακόμα και αν την κατέχει), αλλά επειδή διευθύνει έναν παραγωγικό μηχανισμό ο οποίος «από τη φύση του» παράγει αξία και υπεραξία.

Ο κεφαλαιοκράτης είναι επομένως ταυτόχρονα «εργαζόμενος», αλλά με έναν ιδιαίτερο και διαφορετικό από τους υπόλοιπους εργαζόμενους ρόλο: Αφενός η «εργασία» του είναι ποιοτικώς διαφορετική από αυτή των εργατών και τεχνικών της παραγωγής, καθώς «ο κεφαλαιοκράτης απαλλάσσεται στην αρχή από τη χειρωνακτική εργασία μόλις το κεφάλαιό του φτάσει το ελάχιστο εκείνο μέγεθος με το οποίο και μόνο αρχίζει η καθαυτό κεφαλαιοκρατική παραγωγή» (Μαρξ 1978-α: 347). Αφετέρου, και το κυριότερο, ενσωματώνει όλες τις λειτουργίες επιβολής των όρων εκμετάλλευσης και εξουσίασης του συλλογικού εργάτη:


«Η διεύθυνση του κεφαλαιοκράτη δεν είναι μόνο μια ειδική λειτουργία που πηγάζει από τη φύση του κοινωνικού προτσές της εργασίας και που ανήκει σ’ αυτό, είναι ταυτόχρονα και λειτουργία της εκμετάλλευσης, ενός κοινωνικού προτσές εργασίας και γι’ αυτό καθορίζεται από τον αναπόφευκτο ανταγωνισμό ανάμεσα στον εκμεταλλευτή και στην πρώτη ύλη της εκμετάλλευσής του [...] Γι’ αυτό η συνάρτηση των εργασιών τους [των εργατών] αντιπαρατάσσεται σε αυτούς ιδεατά σαν σχέδιο και πρακτικά σαν κύρος του κεφαλαιοκράτη, σαν εξουσία μιας ξένης θέλησης που υποτάσσει τη δράση τους στο σκοπό του. Αν λοιπόν σύμφωνα με το περιεχόμενό της η κεφαλαιοκρατική διεύθυνση είναι διφυής, επειδή διφυές είναι το ίδιο το προτσές παραγωγής που έχει να διευθύνει και που από τη μια μεριά είναι κοινωνικό προτσές εργασίας [...] και από την άλλη προτσές αξιοποίησης του κεφαλαίου – στη μορφή της η διεύθυνση αυτή είναι δεσποτική» (Μαρξ 1978-α: 346-347, οι υπογρ. προστέθηκαν).13


Το γεγονός λοιπόν ότι ο κεφαλαιοκράτης «εργάζεται» κάθε άλλο παρά σημαίνει ότι η εκμετάλλευση εξαφανίζεται, όπως ισχυρίζεται ο Hollander (και πληθώρα άλλων αστών οικονομολόγων). Το ακριβώς αντίθετο, στην «εργασία» του προσωποποιεί τη διαδικασία της καπιταλιστικής κυριαρχίας και εκμετάλλευσης: «εργάζεται» ως εξουσιαστής και εκμεταλλευτής, σε ένα περιβάλλον (αυτό της επιχείρησης) αντιτιθέμενων συμφερόντων και ταξικής αντιπαράθεσης (βλ. επ’ αυτού Μπαλιμπάρ 1984).

Όσο για τον (σουμπετεριανής έμπνευσης) ισχυρισμό ότι, ως διευθύνων την παραγωγική διαδικασία, ο επιχειρηματίας-καπιταλιστής είναι «υπεύθυνος» για κρίσιμες αποφάσεις και κυρίως την εισαγωγή της καινοτομίας που εγγυάται και την κερδοφορία της επιχείρησης, αρκεί το ακόλουθο συμπέρασμα του Μαρξ:


«Γενικά παραγωγικότητα της εργασίας = μάξιμουμ του προϊόντος με μίνιμουμ της εργασίας, άρα όσο το δυνατόν υποτίμηση των εμπορευμάτων. Στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής αυτό γίνεται νόμος ανεξάρτητα από τη θέληση του κάθε καπιταλιστή» (Μαρξ 1983: 126, η 2η υπογρ. δική μας).


Η εικόνα του καπιταλιστή που εκθέσαμε σε αυτή την ενότητα, τροποποιείται και εμπλουτίζεται αν λάβουμε υπόψη μας τη χρηματοπιστωτική σφαίρα, την οποία ο Μαρξ εισάγει μέσα από τις έννοιες του «καπιταλιστή του χρήματος» και του «πλασματικού κεφαλαίου». Με το ζήτημα όμως αυτό θα καταπιαστούμε στην ενότητα 6 του άρθρου, αφού προηγουμένως, στις ενότητες 4 και 5, παρουσιάσουμε την προβληματική των «ετερόδοξων» αστικών προσεγγίσεων του 20ού αιώνα.


3.2. Το εισόδημα του επιχειρηματία κεφαλαιοκράτη


Όπως ήδη επισημάναμε, ο επιχειρηματίας-κεφαλαιοκράτης δεν είναι αναγκαστικά και νομικός ιδιοκτήτης της επιχείρησης. Στις επιχειρήσεις με «δημόσια» νομική ιδιοκτησία, για παράδειγμα στη ΔΕΗ το 1968 ή το 1982, ο ρόλος του κεφαλαιοκράτη ανατίθεται εξ ορισμού σε κάποιον μισθωτό γενικό διευθυντή. Το ίδιο συμβαίνει βέβαια και στις μετοχικές εταιρίες (βλ. και την ενότητα 4 του άρθρου).

Σύμφωνα με όσα αναπτύξαμε στην προηγούμενη υποενότητα, ο μισθωτός γενικός διευθυντής μιας οποιασδήποτε (δημόσιας ή ιδιωτικής) καπιταλιστικής επιχείρησης, λειτουργώντας ως προσωποποίηση του κεφαλαίου, λειτουργεί ως «ο καπιταλιστής», είναι καπιταλιστής, παρά το γεγονός ότι δεν είναι και ο νομικός ιδιοκτήτης της. Οι νομικές σχέσεις ιδιοκτησίας παίζουν (και) στο επίπεδο αυτό ένα δευτερεύοντα ρόλο.

Αυτό που χρειάζεται να τονίσουμε εδώ, είναι ότι είτε νομικός ιδιοκτήτης, είτε «μισθωτός», ο διευθύνων («ενεργός κεφαλαιοκράτης»), ουδέποτε καρπώνεται ολόκληρο το επιχειρηματικό κέρδος.

Αν είναι, λοιπόν, μισθωτός μάνατζερ (γενικός διευθυντής ή CEO: chief executiveofficer), το εισόδημά του έχει τη νομική μορφή του μισθού, και ο μισθός αυτός, όσο ψηλός και αν είναι, δεν αποστερεί από την επιχείρηση ως νομική οντότητα «το δικό της» ιδιαίτερο εισόδημα (κέρδος).

Αλλά ακόμα και αν είναι ο νομικός ιδιοκτήτης της επιχείρησης, ο επιχειρηματίας-καπιταλιστής είναι υποχρεωμένος να καρπώνεται ατομικά ένα μέρος μόνο αυτού που αντιστοιχεί στο συνολικό επιχειρηματικό κέρδος, δηλαδή τελικά μόνο μια «αμοιβή πολυτελούς διαβίωσης» που, αν εξαιρέσουμε τη νομική μορφή της, λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο όπως ο μισθός ενός γενικού διευθυντή. Επιτρέπει το μεγαλύτερο μερίδιο του επιχειρηματικού κέρδους να το καρπώνεται η ίδια η επιχείρηση ως οικονομική οντότητα – μεμονωμένο κεφάλαιο: το κέρδος μετατρέπεται σε επιπλέον μέσα παραγωγής (και επιπλέον εργασιακή δύναμη), σε επένδυση, σε συσσώρευση κεφαλαίου.

Η κεφαλαιοκρατική παραγωγή δεν αποτελεί κυρίως μηχανισμό πλουτισμού μεμονωμένων ατόμων («ιδιοκτητών» ή «διευθυντών»), αλλά, πάνω απ’ όλα, διαδικασία συσσώρευσης κεφαλαίου:


«Συσσωρεύετε, συσσωρεύετε! Αυτά λένε οι νόμοι και οι προφήτες!» (Μαρξ 1978-α: 616).14


Το εισόδημα πολυτελούς διαβίωσης αναπαράγει τον επιχειρηματία καπιταλιστή ως επιχειρηματία καπιταλιστή, ακριβώς όπως ο «λιτός» μισθός αναπαράγει τον εργάτη ως εργάτη (στερώντας του παράλληλα τις δυνατότητες να αποκτήσει δικά του μέσα παραγωγής). Η αμοιβή αυτή, καθώς αφορά το «άρχειν» κατά την παραγωγή αξίας-υπεραξίας, έχει δομική συγγένεια με το κεφάλαιο και τα κέρδη: όσο μεγαλύτερο είναι το κεφάλαιο (και συνεπώς τα κέρδη), τόσο μεγαλύτερη (τείνει να) είναι και η αμοιβή του επιχειρηματία-κεφαλαιοκράτη. Μάλιστα, η αμοιβή αυτή πολυτελούς διαβίωσης δεν αφορά μόνο τις «απολαύσεις» του κεφαλαιοκράτη, αλλά εντάσσεται κι αυτή στην κοινωνική λειτουργία του ως κεφαλαιοκράτη, λειτουργεί ως πιστοποιητικό επιχειρηματικής φερεγγυότητας:


«Σ’ ένα ορισμένο επίπεδο ανάπτυξης γίνεται ακόμα και επαγγελματική ανάγκη του “δυστυχισμένου” κεφαλαιοκράτη ένας κάποιος συμβατικός βαθμός σπατάλης, που ταυτόχρονα είναι και επίδειξη πλούτου, επομένως και μέσο πίστης. Η πολυτέλεια μπαίνει στα έξοδα παραστάσεως του κεφαλαίου» (Μαρξ 1978-α: 615).


Στην περίπτωση του μη ιδιοκτήτη γενικού διευθυντή, καίτοι ο μισθός του μπορεί να καταχωρείται ως μέρος του μισθιακού κόστους της επιχείρησης, 15 εντούτοις δεν είναι μεταβλητό κεφάλαιο με την αυστηρή έννοια του όρου. Είναι, ας πούμε, «μεταβλητό κεφάλαιο suigeneris», διότι είναι αμοιβή για τις «λειτουργίες του άρχειν» επί της εργασίας, αμοιβή για την επιβολή της «απόλυτη[ς] αυθεντία[ς] του κεφαλαιοκράτη πάνω σε ανθρώπους που είναι απλά μέλη ενός συνολικού μηχανισμού που του ανήκει», είναι αμοιβή για τις λειτουργίες της εκμετάλλευσης. Είναι, επομένως, μια ειδική μορφή αμοιβής που «καταβάλλεται» παράλληλα με το μεταβλητό κεφάλαιο, για να ασκηθεί η λειτουργία του «άρχειν» (εξουσίαση-πειθαρχία-εκμετάλλευση) στο πλαίσιο της διαδικασίας παραγωγής αξίας και υπεραξίας.


4. Ο «διευθυντικός καπιταλισμός» των αρχών του 20ού αιώνα


Η αντίληψη ότι οι μισθωτοί διευθυντές των επιχειρήσεων αποτελούν μια διακριτή τάξη από τους νομικούς ιδιοκτήτες, κι ότι στους δεύτερους κυρίως έπρεπε να αποδίδεται η ιδιότητα του καπιταλιστή, υιοθετήθηκε από την αστική οικονομική σκέψη στις αρχές του εικοστού αιώνα. Αυτή ακριβώς την εμπεδωμένη αντίληψη αναπαράγει ακατάπαυστα η «ετερόδοξη» αστική οικονομική θεωρία, στις σουμπετεριανές, κεϋνσιανές κλπ. εκδοχές της.

Ο 20ός αιώνας εγκαινίασε την εποχή της λεγόμενης μεγάλης καπιταλιστικής επιχείρησης, που συνοδεύτηκε με ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον για τις συναλλαγές κοινών εταιρικών μετοχών. Ανώνυμες χρηματιστηριακές αγορές αναδύθηκαν σε πολλά καπιταλιστικά κέντρα σε όλο τον πλανήτη. Πριν από τον εικοστό αιώνα, οι ιδιωτικές επιχειρήσεις των ΗΠΑ στηρίζονταν σχεδόν αποκλειστικά στα ομόλογα και τις προνομιούχες μετοχές για την αύξηση του κεφαλαίου τους (Miller 1992: 6, Baskin and Miranti 1997). Η νέα περίοδος κατέστησε σαφή τη διαφορά μεταξύ μετοχών και ομολόγων καθώς οι πρώτες αναδείχτηκαν σε μείζον χρηματοδοτικό όχημα, ιδίως μετά τη δεκαετία του 1920. Η μετάβαση σε μια ευρύτερη ιδιοκτησία κοινών μετοχών δεν πέρασε απαρατήρητη στις οικονομικές συζητήσεις. Την εποχή αυτή διαδίδεται η ιδέα ότι έχει αναδυθεί μια νέα μορφή καπιταλισμού, ο «διευθυντικός καπιταλισμός», στον οποίο οι διευθυντές-μάνατζερ και όχι οι ιδιοκτήτες (κάτοχοι των μετοχών) παίζουν τον αποφασιστικό ρόλο.

Ο λεγόμενος «διευθυντικός καπιταλισμός» αποτελούσε εκδήλωση μιας πολύ ριζικότερης μετατόπισης που σημειώθηκε στις καπιταλιστικές οικονομίες και αφορούσε την οργάνωση του κυκλώματος του κεφαλαίου. Με μαρξιστικούς όρους, για τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, το τέλος του αιώνα σήμανε τη μετάβαση από το ιστορικό στάδιο του καπιταλισμού της απόλυτης υπεραξίας στο ιστορικό στάδιο του καπιταλισμού της σχετικής υπεραξίας.16 Πολύ σύντομα, το ιστορικό αυτό στάδιο (που άρχισε γύρω στα 1870) επέφερε μια σειρά από αποφασιστικούς μετασχηματισμούς σε όλες τις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού. Σηματοδότησε το τέλος μιας ολόκληρης ιστορικής περιόδου στη διάρκεια της οποίας η καπιταλιστική συσσώρευση στηριζόταν αποφασιστικά στο μηχανισμό της απόλυτης υπεραξίας (επιμήκυνση της εργάσιμης ημέρας, απασχόληση των γυναικών και των παιδιών με εξαιρετικά χαμηλούς μισθούς, κλπ.). Αυτός ο καπιταλισμός της απόλυτης υπεραξίας φθάνει στα όριά του στο δεύτερο μισό του δέκατου ένατου αιώνα, παραχωρώντας σταδιακά τη θέση του στον καπιταλισμό της σχετικής υπεραξίας (τις στρατηγικές μεγιστοποίησης του κέρδους που βασίζονταν κυρίως στην παραγωγή σχετικής υπεραξίας, δηλαδή μέσω της αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας, που στοχεύει «να φτηναίνει τον ίδιο τον εργάτη» Μαρξ 1978-α: 334], παρά την αυξανόμενη λαϊκή κατανάλωση). Οι μετασχηματισμοί που συνόδευσαν αυτή τη μετατόπιση αφορούν όχι μόνο την παραγωγική διαδικασία, αλλά και την κοινωνική αναπαραγωγή ως σύνολο, συμπεριλαμβανομένης της πολιτικής και της ιδεολογικής βαθμίδας. Ωστόσο, πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι αυτό που μετασχηματίστηκε δεν ήταν οι «νόμοι» της συσσώρευσης κεφαλαίου που αντιστοιχούν στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής (με άλλα λόγια, τα δομικά χαρακτηριστικά των καπιταλιστικών σχέσεων σε όλες τις κοινωνικές βαθμίδες), αλλά οι συνθήκες και οι μορφές εμφάνισης των καπιταλιστικών σχέσεων σε μια ιστορική προοπτική. Με άλλα λόγια, πρόκειται για ένα ζήτημα των μετασχηματισμών των ιστορικών οργανωσιακών μορφών εξουσίας στους αναπτυγμένους καπιταλιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς.

Οι εξελίξεις στο χρηματιστήριο, σε συνδυασμό με τη δημιουργία ενός μικρού αριθμού γιγαντιαίων βιομηχανικών επιχειρήσεων στους περισσότερους βιομηχανικούς κλάδους (που ενοποιούσαν ένα μεγάλο μέρος της παραγωγής και μ’ αυτό τον τρόπο αποκτούσαν τη δυνατότητα να λειτουργούν επί ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο διάστημα ως μονοπώλια με τη μαρξιστική έννοια του όρου – κυρίως ως τεχνητά μονοπώλια17 ), οδήγησε στην ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση ότι ο μεγάλων διαστάσεων διαχωρισμός μεταξύ ιδιοκτησίας και ελέγχου στη μεγάλη επιχείρηση είχε οδηγήσει στην εμφάνιση μιας εντελώς νέας κοινωνικής τάξης, της τάξης των διευθυντών ή (για να χρησιμοποιήσουμε την περίφημη, και ευρέως διαδεδομένη την εποχή εκείνη, έκφραση του Carlyle), των «καπετάνιων της βιομηχανίας».18 Η άποψη ότι η τάξη των διευθυντών συγκροτεί μια διακριτή κοινωνική τάξη (διακριτή ακόμα και από τους ιδιοκτήτες-καπιταλιστές) παραμένει μέχρι σήμερα σε τέτοιο βαθμό κυρίαρχη στις ετερόδοξες προσεγγίσεις, που εμποδίζει ακόμα και τους «μαρξολόγους» μεταξύ αυτών, όπως ο Hollander, να προσλάβουν την ανάλυση του Μαρξ για τον «ενεργό κεφαλαιοκράτη», που παρουσιάσαμε στην προηγούμενη ενότητα.

Όμως πέρα από την αντίληψη περί «διευθυντικού καπιταλισμού», στις αρχές του 20ού αιώνα επικράτησε η ιδέα ότι οι αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες είχαν εισέλθει σε μια νέα εποχή απεριόριστης ευημερίας (Chancellor 2000: 191, Hoffman et al. 2007: 57). Η νέα αυτή εποχή εθεωρείτο ότι χαρακτηρίζεται από σταθερή οικονομική μεγέθυνση και η πεποίθηση αυτή στηριζόταν στη νέα, νεοκλασική οικονομική σκέψη και στο σχετικό θεσμικό οικοδόμημα: ο επιχειρηματικός κύκλος είχε τιθασευτεί αποτελεσματικά από την ίδρυση του Συστήματος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας το 1913, 19 ένα νέο «επιστημονικό» στυλ διεύθυνσης των επιχειρήσεων απέφερε βελτιώσεις στην παραγωγικότητα της εργασιακής διαδικασίας και μείωνε τη στάθμη των τηρούμενων αποθεμάτων, 20 η αύξηση των εταιρικών αποδόσεων και του πλούτου παρακινούσε τους επενδυτές να αναζητήσουν κέρδη από αυτές τις εξελίξεις, εστιάζοντας στο μετοχικό κεφάλαιο των ιδιωτικών εταιρειών. Και οι νέοι εξειδικευμένοι χρηματοπιστωτικοί μεσολαβητές ήταν έτοιμοι να απομονώσουν κάποιους από τους κινδύνους εκ της κατοχής μετοχικού κεφαλαίου «προσφέροντας τεχνογνωσία χρηματοπιστωτικής διαχείρισης και την ευκαιρία επένδυσης σε διαφοροποιημένα χαρτοφυλάκια» (Baskin and Miranti 1997: 168).21

Η ανάπτυξη των χρηματοπιστωτικών αγορών, σε συνδυασμό με την εξαιρετική ανάπτυξη των χρηματοπιστωτικών καινοτομιών, όταν συνδέθηκαν με την πεποίθηση ότι ο καπιταλισμός είχε φθάσει σε μια νέα εποχή απεριόριστης ευημερίας, αργά ή γρήγορα θα προκαλούσε μια χρηματοπιστωτική κατάρρευση, η οποία και επήλθε το 1929.


5. Βέμπλεν και Κέυνς: Ο «παραγωγικός» επιχειρηματίας και το «σαμποτάζ» του ραντιέρη22


Η κρίση που ξέσπασε το 1929 έφερε ξανά στο προσκήνιο την κλασική προβληματική των ιδιοκτητριών τάξεων, τη φορά αυτή ως μια «ετερόδοξη» κριτική στον φιλελεύθερο καπιταλισμό και την επίσημη νεοκλασική θεωρία, αλλά και ως εγκώμιο προς τον «εργαζόμενο διευθυντή» της μεγάλης επιχείρησης.

Θυμίζουμε ότι σύμφωνα με τον Ρικάρντο ο γαιοκτήμονας δεν είναι μόνον απολύτως «εξωτερικός» ως προς την παραγωγή και απλώς εκμεταλλεύεται τη σπανιότητα της γης προς ίδιον όφελος, αλλά επιπλέον λειτουργεί ως τροχοπέδη για την καπιταλιστική συσσώρευση, καθώς η αυξανόμενη διαφορική πρόσοδος, συνεπεία της φθίνουσας γονιμότητας του εδάφους, προκαλεί μια πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους (βλ. την ενότητα 3, στα προηγούμενα). Παρότι την εποχή του «διευθυντικού καπιταλισμού» οι γαιοκτήμονες και άλλες κατηγορίες εύπορων εισοδηματιών γίνονται κάτοχοι χρηματοπιστωτικών τίτλων και έτσι καθίστανται «επενδυτές» ως καπιταλιστές του χρήματος (και νομικοί ιδιοκτήτες), όμως, σύμφωνα με την ετερόδοξη οικονομική σκέψη της περιόδου, «σαμποτάρουν» την καπιταλιστική παραγωγή. Με την έννοια αυτή, στη νέα εποχή του «διευθυντικού καπιταλισμού» οι απόντες κάτοχοι χρηματοπιστωτικών τίτλων αντιστοιχούν στους γαιοκτήμονες της εποχής του Ρικάρντο. Μετά την κρίση του 1929, οι Βέμπλεν και Κέυνς ουσιαστικά συνέχισαν την επιχειρηματολογία του Ρικάρντο, επεκτείνοντάς την κατά τρόπο ώστε να συμπεριλάβει τις εξελίξεις της περιόδου.

Η θεωρητική παρέμβαση του Βέμπλεν αποτελεί ένα είδος αναλυτικού πρωτοτύπου επί του οποίου, ρητά ή σιωπηρά, βασίζονται πολλές σύγχρονες «ετερόδοξες» αναλύσεις: ο καπιταλισμός σχετίζεται υποχρεωτικά με το θεσμό του σταθερά απόντος ιδιοκτήτη.23 Συνοψίζοντας την επιχειρηματολογία του, ο καπιταλισμός σφραγίζεται ανεξίτηλα από τους θεσμούς της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και της μισθωτής σχέσης. Το επιχείρημα αυτό υποδηλώνει ένα αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ της παραγωγικής δύναμης της κοινωνίας (της «βιομηχανικής εργασίας» ή της «βιομηχανικής κοινότητας» που παράγει αγαθά και υπηρεσίες) και της οργάνωσης της «επιχείρησης» [business enterprise], που αναζητά το χρηματικό κέρδος. Η «βιομηχανική κοινότητα» είναι η μόνη παραγωγική, και περιλαμβάνει εξίσου όλους τους μισθωτούς εργαζόμενους, από τον ανειδίκευτο εργάτη μέχρι τον γενικό διευθυντή.

Ο κοινωνικός ρόλος του σταθερά απόντος ιδιοκτήτη βρίσκει την πλήρη μορφή του στην ανώνυμη εταιρεία (η οποία, όπως αναφέρθηκε στα προηγούμενα, ήταν η κυρίαρχη μορφή καπιταλιστικής επιχείρησης της περιόδου). Τώρα, η παραγωγή του πραγματικού πλούτου υποτάσσεται στην αναζήτηση του κέρδους, που πλέον προέρχεται όχι από τα εισοδήματα που προκύπτουν από την πώληση εμπορευμάτων, αλλά από την αύξηση της κεφαλαιοποιημένης ιδιοκτησίας και τη μεγιστοποίηση των χρηματοπιστωτικών αξιών:


«Βεβαίως, με απόλυτους όρους, η αγορά αγαθών εξακολουθεί να αποτελεί ένα πολύ ισχυρό οικονομικό παράγοντα όπως πάντα, ωστόσο δεν είναι πλέον ο κυρίαρχος παράγων της εμπορικής και βιομηχανικής κίνησης, όπως ήταν στο παρελθόν. Από αυτή την άποψη, την πρώτη θέση κατέχει πλέον η αγορά κεφαλαίου. Η αγορά κεφαλαίου είναι το σύγχρονο οικονομικό γνώρισμα που δημιουργεί και χαρακτηρίζει την αναπτυγμένη “πιστωτική οικονομία” ως τέτοια. Σε αυτή την πιστωτική οικονομία η συνήθης λύση είναι η αγορά ως διέξοδος για συσσωρευμένες χρηματικές αξίες και πηγή για την προμήθεια κεφαλαίου. Οι εμπορικές συναλλαγές υπό το παλαιό καθεστώς ήταν διακίνηση αγαθών. Υπό το νέο καθεστώς, προστέθηκε ως κυρίαρχο και χαρακτηριστικό γνώρισμα, η συναλλαγή σε κεφάλαιο» (Veblen 1958: 75, η υπογρ. δική μας).


Σύμφωνα με αυτή τη γραμμή σκέψης, η κυριαρχία του σταθερά απόντος ιδιοκτήτη επιβάλλει όρια στην καπιταλιστική παραγωγή, συμπιέζοντας μ’ αυτό τον τρόπο τις πραγματικές παραγωγικές δυνατότητες της βιομηχανικής οργάνωσης. Πρόκειται για τη λεγόμενη διαδικασία του σαμποτάζ. Το δικαίωμα να σαμποτάρουν την παραγωγή συνιστά την κρίσιμη κοινωνική προϋπόθεση που επιτρέπει στους νόμιμους ιδιοκτήτες να επιβάλλουν σε ικανοποιητικό βαθμό τους όρους τους επί της βιομηχανικής κοινότητας (όπ. π.: 66-67):


«η ιδιοκτησία, χωρίς αυτό το νόμιμο δικαίωμα του σαμποτάζ, δεν θα ήταν τίποτα περισσότερο από ένα διάβημα τεμπελιάς» (όπ. π.: 66).


Υπ’ αυτή την έννοια, ο Βέμπλεν αντιλαμβάνεται το καπιταλιστικό κέρδος (τις απολαβές του σταθερά απόντος ιδιοκτήτη) ως μια μορφή απόλυτης προσόδου – ή χρηματιστικής προσόδου, γιατί οι αμοιβές του καπιταλιστή συνιστούν ένα τύπο χρηματοπιστωτικής αμοιβής κατά την εποχή της κεφαλαιοποίησης:


«[…] από μόνη της η ιδιοκτησία δεν δημιουργεί καθαρό προϊόν, και επομένως δεν οδηγεί στην εμφάνιση κερδών, αλλά μόνο εγείρει τη νομική αξίωση, με την ισχύ της οποίας τα κέρδη τα καρπώνονται οι ιδιοκτήτες του κεφαλαιοποιημένου πλούτου. Η παραγωγή είναι υπόθεση δεξιοτεχνικής εργασίας [workmanship], ενώ τα κέρδη είναι υπόθεση επιχειρηματικής δραστηριότητας [business]» (Veblen 1997: 61).


Εφόσον ο σταθερά απών νομικός ιδιοκτήτης παραμένει εξωτερικός προς την παραγωγική διαδικασία και δεν ανήκει στη «βιομηχανική κοινότητα», το εισόδημά του προκύπτει από την ιδιοποίηση της «εργασίας» αυτής της βιομηχανικής κοινότητας, στο βαθμό που


«διατηρεί τη δυνατότητα του σαμποτάζ εξ αποστάσεως, με τη βοήθεια των κατεστημένων αρχών, οι οποίες είναι εντεταλμένες να καθιστούν σεβαστά τα νόμιμα δικαιώματα των πολιτών» (όπ. π.: 66).


Η λογική του Κέυνς συγκλίνει με τις ιδέες του Βέμπλεν. Η Γενική Θεωρία υπήρξε προϊόν της «κόκκινης δεκαετίας του ’30»: «καθώς η Μεγάλη Ύφεση καθιστούσε την αδυναμία του καπιταλισμού αυταπόδεικτη, ένας αδιάλλακτος σοσιαλισμός βρισκόταν πολύ ψηλά στην ατζέντα των πιθανών διεξόδων από την κρίση» (Minsky 1975: 156). Ωστόσο, ο Κέυνς απέρριπτε την αναγκαιότητα του σοσιαλισμού, υποστηρίζοντας την ανάγκη μιας «σώφρονος» εναλλακτικής οικονομικής πολιτικής, η οποία θα μπορούσε να προσφέρει πλήρη απασχόληση στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος. Ταυτόχρονα, αντίθετα με τις συζητήσεις που ακολούθησαν στους κόλπους των οπαδών του μετά τον θάνατό του (αναφερόμαστε εδώ στην τάση της μετακεϋνσιανής σκέψης), τη συμπάθειά του κέρδισε το γενικό πλαίσιο της κλασικής εργασιακής θεωρίας της αξίας.24 Βεβαίως, δεν ανακάλυψε στο πλαίσιο της εργασιακής θεωρίας κάποια αξιόπιστη μέθοδο προσδιορισμού των τιμών. Επί πλέον, ήταν μάλλον απρόθυμος να αποδεχτεί ρητά ότι τα κέρδη συνιστούν το αποτέλεσμα «παρακράτησης» μέρους της συμβολής της εργασίας των μισθωτών εργατών. Ωστόσο, εξέφρασε ρητά τη συμπάθειά του:


«είναι προτιμότερο να θεωρούμε την εργασία, συμπεριλαμβανομένων βεβαίως των προσωπικών υπηρεσιών του επιχειρηματία και των βοηθών του, ως το μοναδικό συντελεστή παραγωγής, που λειτουργεί σε ένα δεδομένο περιβάλλον τεχνικής, φυσικών πόρων, κεφαλαιουχικού εξοπλισμού και ενεργού ζήτησης» (Keynes 1973: 213-14).


Ο Κέυνς βρήκε στην κλασική εργασιακή θεωρία ένα απλό τρόπο σύνδεσης της ενεργού ζήτησης με το επίπεδο της απασχόλησης, χωρίς τη διαμεσολάβηση «αόριστων εννοιών, όπως ο όγκος της παραγωγής ως σύνολο, ο όγκος του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού ως σύνολο και το γενικό επίπεδο των τιμών» (Keynes 1973: 43). Φαίνεται ότι αντιλαμβανόταν πολύ καλά το πρόβλημα με τη συνάθροιση αυτών των οικονομικών μεταβλητών (που επρόκειτο να καταστεί το κεντρικό θέμα των αντιπαραθέσεων για το κεφάλαιο στη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 μεταξύ νεοκλασικών και ετερόδοξων οικονομολόγων – συζητήσεων που πυροδοτήθηκαν με την παρέμβαση του Σράφα). Η εργασία ως φυσική μονάδα μπορεί να μετρήσει το επίπεδο της απασχόλησης και να τη συνδέσει με τις μεταβολές της παραγωγής τελείως ανεξάρτητα από την κατανομή εισοδήματος και το ρυθμό οικονομικής μεγέθυνσης (Keynes 1973: 214).

Η γενική οικονομική φιλοσοφία του Κέυνς συνέκλινε με αυτήν του Βέμπλεν: ο Κέυνς σεβόταν τον επιχειρηματία και απεχθανόταν τον σταθερά απόντα ιδιοκτήτη, τον οποίο αποκαλούσε ραντιέρη [rentier], γιατί αποτελούσε ένα «επενδυτή χωρίς ρόλο», του οποίου το εισόδημα «δεν αμείβει κάποια αυθεντική θυσία» (Keynes 1973: 376). Πέραν αυτού, ο Κέυνς έβλεπε την «ανισότητα εισοδήματος που προκύπτει από την επιχείρηση (κυρίως τα κέρδη του κεφαλαίου) ως επιθυμητή, ενώ την ανισότητα εισοδήματος που προκύπτει από την “καθαρή” ιδιοκτησία πλούτου (το εισόδημα των ραντιέρηδων) ως μη επιθυμητή» (Minsky 1975: 151). Στην Πραγματεία για τη νομισματική μεταρρύθμιση [Tract on monetary reform, 1971: 4] (και στη συνέχεια, στη Γενική Θεωρία), ο Κέυνς αντιλαμβάνεται ομοίως τους εισοδηματίες (την τάξη των επενδυτών ή των χρηματοπιστωτικών καπιταλιστών) ως μια ιδιαίτερη, μη παραγωγική κοινωνική τάξη, που αντιπαρατίθεται στις άλλες δύο «παραγωγικές» τάξεις, τους επιχειρηματίες ή τους ανώτερους διευθυντές [top managers] (την «επιχειρηματική τάξη») και τους εργάτες (την «αμειβόμενη» τάξη). Ο χωρίς ρόλο εισοδηματίας κατέχει τη «σωρευτική κατασταλτική εξουσία» να ωφελείται από την αξία σπανιότητας του ρευστού κεφαλαίου (Keynes 1973: 376). Όπως και ο γαιοκτήμονας του Ρικάρντο, ο εισοδηματίας απολαμβάνει εισοδήματα που δεν αντιστοιχούν σε κάποια «πραγματική παραγωγική συμβολή» (όπ. π.). Με τα ίδια τα λόγια του Κέυνς,


«ο ιδιοκτήτης κεφαλαίου είναι σε θέση να αποκτήσει τόκο επειδή το κεφάλαιο σπανίζει, όπως ακριβώς ο ιδιοκτήτης γης είναι σε θέση να αποκτήσει πρόσοδο επειδή η γη σπανίζει» (Keynes 1973).


Όπως σημειώσαμε προηγουμένως, ο Κέυνς θεωρεί ότι η εργασία (στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η συμβολή των διευθυντών) είναι πράγματι ο μοναδικός παραγωγικός συντελεστής. Κατά την άποψή του, το κεφάλαιο δεν είναι παραγωγικό και οι ιδιοκτήτες του αποκομίζουν αποδόσεις εξ αιτίας της «σπανιότητάς» του:


«Είναι πολύ προτιμότερο να θεωρούμε ότι το κεφάλαιο στη διάρκεια της ζωής του έχει μια απόδοση που υπερβαίνει το αρχικό κόστος του, από το να το θεωρούμε παραγωγικό. Γιατί, ο μοναδικός λόγος για τον οποίο ένα περιουσιακό στοιχείο προσφέρει την προοπτική μιας απόδοσης στη διάρκεια του κύκλου της ζωής του, που έχει μια συνολική αξία μεγαλύτερη από την αρχική τιμή της προμήθειάς του, είναι γιατί το περιουσιακό αυτό στοιχείο σπανίζει. Και εξακολουθεί να σπανίζει εξ αιτίας του ανταγωνισμού των επιτοκίων επί του χρήματος. Αν το κεφάλαιο καταστεί λιγότερο σπάνιο, η υπερβάλλουσα απόδοση θα μειωθεί, χωρίς αυτό να έχει καταστεί λιγότερο παραγωγικό – τουλάχιστον με τη φυσική έννοια» (Keynes 1973: 213).


Ο ιδιοκτήτης του κεφαλαίου αποσπά υψηλές αποδόσεις στο πεδίο της μάχης για τη διανομή του εισοδήματος. Από αυτή την άποψη, το καπιταλιστικό κέρδος συνιστά απλώς μια μορφή απόλυτης προσόδου στο βαθμό που γίνεται αντικείμενο απαλλοτρίωσης («παρακράτησης») εκ μέρους του σταθερά απόντα εισοδηματία. Αυτό που καθιστά σπάνιο το κεφάλαιο είναι ο ρυθμιστικός ρόλος του τελευταίου στην οικονομία.

Το παρακάτω απόσπασμα του Dillard παρέχει μια εύστοχη ερμηνεία της θέσης του Κέυνς:


«Η στάση απέναντι στον εισοδηματία δεν εξηγείται πλήρως αν προηγουμένως δεν υποδείξουμε καθαρά και εμφατικά το ρόλο του ενεργού επιχειρηματία. Η εξαφάνιση του χωρίς ρόλο εισοδηματία σχετίζεται με το πρακτικό πρόγραμμα που καθιστά τον επιχειρηματία φορέα δημιουργίας (initiator) της οικονομικής δραστηριότητας. Η κοινωνία δεν έχει κάποια ιδιαίτερη ωφέλεια από τον αδρανή, χωρίς λειτουργικό ρόλο εισοδηματία. Από την άλλη πλευρά, οτιδήποτε μετριάζει το ζήλο της επιχειρηματικότητας είναι επιζήμιο για την ευημερία της κοινωνίας ως σύνολο. Σε μια κοινωνία όπου η επιχειρηματική δραστηριότητα διεξάγεται σε μεγάλο βαθμό με δανεικά κεφάλαια, η πληρωμή τόκου στον εισοδηματία - καπιταλιστή λειτουργεί ως τροχοπέδη της προόδου. Κάθε μείωση του κόστους που προέρχεται από τη μεταφορά αγοραστικής δύναμης από τα χέρια του παθητικού εισοδηματία στην κατοχή των ενεργών επιχειρηματιών αποτελεί προφανώς ώθηση για την επιχείρηση» (Dillard 1942: 68).


Κάθε τάξη που ζει εντός των ορίων της καπιταλιστικής επιχείρησης (που ανήκει στη «βιομηχανική κοινότητα»), είναι παραγωγική και κοινωνικά χρήσιμη, ενώ κάθε «εξωτερική» τάξη παίζει ένα αντιπαραγωγικό και παρασιτικό ρόλο. Η δημιουργικότητα του επιχειρηματία είναι ο καταλύτης που εξασφαλίζει τον παραγωγικό χαρακτήρα της «βιομηχανικής κοινότητας».

Με άλλα λόγια, οι ετερόδοξες προσεγγίσεις, όπως αυτές διαμορφώθηκαν μέσα από τις προσεγγίσεις των Κέυνς και Βέμπλεν, πιστεύουν ακράδαντα στο παραγωγικό «πνεύμα» της «βιομηχανικής κοινότητας» (εργάτες, τεχνικοί, διευθυντές), την οποία καθοδηγεί προς την πρόοδο ο επιχειρηματίας-διευθυντής.

Η λειτουργία της χρηματοπιστωτικής σφαίρας συνιστά «κλοπή» ή έστω «παρακράτηση»25 του εισοδήματος που παράγει η «βιομηχανική κοινότητα» (των εργατών και διευθυντών-επιχειρηματιών) γιατί οι σταθερά απόντες ιδιοκτήτες έχουν καταστήσει το κεφάλαιο σπάνιο «πόρο», επιβάλλοντας μια απόλυτη πρόσοδο επί του δανεισμού. Ο τόκος δεν προκύπτει από κάποια αυθεντική θυσία, συνιστά «μια αμοιβή επί της αεργίας, την πρωταρχική αιτία αθλιότητας και ανισότητας του πλούτου» όπως ισχυριζόταν παλιότερα και ο Proudhon (Proudhon 1849-1850: επιστολή 3.§24, η υπογράμμιση δική μας).26

Η συλλογιστική αυτή δεν έχει καμιά σχέση με την επιχειρηματολογία του Μαρξ. Όπως θα αναλύσουμε στην επόμενη ενότητα αυτού του κειμένου, η απόπειρα υπαγωγής της σκέψης του Μαρξ είτε σ’ αυτήν των Κέυνς και Βέμπλεν που μόλις παρουσιάσαμε, είτε σε εκείνην των Σμιθ και Ρικάρντο, απόπειρα που είναι απολύτως εμφανής όχι μόνο στην προσέγγιση του Hollander αλλά και σε ριζοσπαστικές σύγχρονες αναλύσεις (βλ. για παράδειγμα, Vercellone 2010, Fumagalli 2010, Marazzi 2010, Negri 2010), αποτελεί απλώς διαστρέβλωση της μαρξικής θεωρίας. Ο Μαρξ προτείνει μια διαφορετική αντίληψη της χρηματοπιστωτικής σφαίρας γιατί έχει μια ριζικά διαφορετική προσέγγιση της καπιταλιστικής παραγωγής. Για να το θέσουμε διαφορετικά, θα υποστηρίξουμε ότι τόσο η κλασική όσο και η μη μαρξική ετερόδοξη παράδοση αδυνατεί να συλλάβει την ουσία της χρηματοπιστωτικής σφαίρας (επομένως αυτή του σύγχρονου καπιταλισμού) γιατί στερείται την ορθή θεωρία του κεφαλαίου.



6. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα σύμφωνα με την ανάλυση του Μαρξ27


Όπως ήδη αναφέραμε, το κεφάλαιο αποτελεί σύμφωνα με τον Μαρξ μια ιστορικά συγκεκριμένη κοινωνική σχέση εντός της οποίας ο καπιταλιστής καταλαμβάνει μία ορισμένη θέση και αποκτά έναν εξίσου συγκεκριμένο ρόλο: γίνεται η προσωποποίηση της αυτόνομης κίνησης της αξίας, ενσαρκώνοντας την κίνηση Χ-Ε-Χ΄. H «εργασία» του εξασφαλίζει επομένως την καπιταλιστική εξουσία και εκμετάλλευση.

Η μαρξική θεωρία του κεφαλαίου δεν είναι, όμως, η ανάλυση των δράσεων ενός υποκειμένου. Αντίθετα, είναι η κίνηση του κεφαλαίου που διαμορφώνει τη «συνείδηση» του καπιταλιστή. Η εξουσία του κεφαλαίου είναι απρόσωπη. Στην πραγματικότητα, είναι η εξουσία του χρήματος σε έναν συγκεκριμένο τρόπο παραγωγής (Μαρξ 1978-α: 86 κ.ε.).28

Στον 3ο τόμο του Κεφαλαίου, περνώντας σ’ ένα πιο συγκεκριμένο επίπεδο ανάλυσης, ο Μαρξ υποστηρίζει ότι η θέση του κεφαλαίου καταλαμβάνεται από περισσότερα του ενός υποκείμενα, συγκεκριμένα από τον καπιταλιστή του χρήματος και από τον ενεργό καπιταλιστή.29 Τούτο σημαίνει ότι μία αναλυτική περιγραφή του καπιταλισμού δεν μπορεί να αγνοεί την κυκλοφορία του τοκοφόρου κεφαλαίου, η οποία αποδίδει όχι μόνο τη δομή του χρηματοπιστωτικού συστήματος αλλά και τη γενική και ανεπτυγμένη μορφή κάθε κεφαλαιακής κίνησης. Η επιχειρηματολογία του Μαρξ μπορεί να συνοψιστεί στο παρακάτω σχήμα.



Ο καπιταλιστής του χρήματος Α δανείζει τον ενεργό καπιταλιστή (επιχειρηματία) Β. Ο Α γίνεται αποδέκτης και κάτοχος ενός χρεογράφου ή αξιογράφου, δηλαδή μιας γραπτής υπόσχεσης πληρωμής (που αναγκαστικά έχει ενδεχομενικό χαρακτήρα) από τον ενεργό καπιταλιστή Β. Η υπόσχεση αυτή πιστοποιεί ότι ο Α εξακολουθεί να παραμένει ιδιοκτήτης του χρηματικού κεφαλαίου Χ. Δεν μεταβιβάζει το κεφάλαιό του στον B, αλλά του εκχωρεί τη δυνατότητα να το χρησιμοποιήσει για κάποιο διάστημα. Θα αναγνωρίσουμε δύο γενικούς τύπους χρεογράφων: τα ομόλογα ΑΟ και τις μετοχές ΑΜ. Στην πρώτη περίπτωση, η επιχείρηση δεσμεύεται να καταβάλει σταθερές και προσυμφωνημένες χρηματοοικονομικές πληρωμές ανεξάρτητα από την οικονομική της κερδοφορία. Στη δεύτερη περίπτωση, εξασφαλίζει δανειακό κεφάλαιο πουλώντας τμήμα της ιδιοκτησίας της, γεγονός που τη δεσμεύει να αποδίδει μερίσματα ανάλογα με τα κέρδη της. Εάν η εταιρία είναι εισηγμένη στο χρηματιστήριο (και αναφερόμαστε στην έκδοση μετοχών), ο κεφαλαιοκράτης Β αντιπροσωπεύει τον φορέα της «επιχειρηματικότητας» (τον μάνατζερ), ενώ ο κεφαλαιοκράτης Α τον νομικό ιδιοκτήτη.

Σε κάθε περίπτωση, στα χέρια του Β είναι που η ποσότητα Χ λειτουργεί ως κεφάλαιο. Το χρήμα, αποτελώντας την αυτοτελή μορφή εμφάνισης της αξίας των εμπορευμάτων, δίνει τη δυνατότητα στον ενεργό καπιταλιστή Β να αγοράσει τα απαραίτητα μέσα παραγωγής (Μπ) και την αναγκαία εργασιακή δύναμη (Εδ), ώστε να οργανώσει την παραγωγική διαδικασία. Η τελευταία λαμβάνει χώρα υπό το καθεστώς συγκεκριμένων σχέσεων παραγωγής (που αποτελούν μία συγκεκριμένη ιστορική μορφή σχέσεων εκμετάλλευσης) και μ’ αυτόν τον τρόπο μορφοποιείται σε διαδικασία παραγωγής υπεραξίας. Το χρηματικό απόθεμα που έχει πλέον στη διάθεσή του ο Β αποτελεί υλική έκφραση της κοινωνικής εξουσίας του να θέτει σε κίνηση αλλά και να ελέγχει την παραγωγική διαδικασία.

Η ανάλυση αυτή έχει ορισμένες πολύ βασικές συνέπειες στις οποίες θα αναφερθούμε εν συντομία.

Πρώτον, η θέση του κεφαλαίου (η ενσάρκωση των εξουσιών που ορίζονται από τη δομή των σχέσεων παραγωγής) καταλαμβάνεται από κοινού τόσο από τον καπιταλιστή του χρήματος όσο και από τον ενεργό καπιταλιστή. Με άλλα λόγια, η θέση του κεφαλαίου καταλαμβάνεται από παράγοντες τόσο «εσωτερικούς» της επιχείρησης (ενεργός καπιταλιστής - μάνατζερ) όσο και «εξωτερικούς» αυτής (κάτοχοι αξιογράφων). Στη γενική αντίληψη του Μαρξ καταργείται ο βασικός διαχωρισμός της ετερόδοξης αστικής οικονομικής σκέψης ανάμεσα στις παραγωγικές τάξεις του «εσωτερικού» της επιχείρησης και στην παρασιτική τάξη των «εξωτερικών» εισοδηματιών. Σύμφωνα με τα λόγια του ιδίου:


«στο προτσές της αναπαραγωγής ο ενεργός κεφαλαιοκράτης αντιπροσωπεύει απέναντι στους μισθωτούς εργάτες το κεφάλαιο σαν ξένη ιδιοκτησία, ο δε κεφαλαιοκράτης του χρήματος, αντιπροσωπευόμενος από τον ενεργό κεφαλαιοκράτη, συμμετέχει στην εκμετάλλευση της εργασίας» (Μαρξ 1978-β: 480).


Οι δευτερεύουσες αντιφάσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στους μάνατζερ και τους μεγάλους επενδυτές είναι υπαρκτές, αλλά οπωσδήποτε αφορούν ένα πιο συγκεκριμένο επίπεδο ανάλυσης.

Δεύτερον, η καθαρή μορφή της ιδιοκτησίας κεφαλαίου (είτε πρόκειται για χρήμα είτε για παραγωγικό κεφάλαιο) αποτελεί χρηματοοικονομικό τίτλο. Αντιστοιχεί, δηλαδή, σε μία «φανταστική χρηματική περιουσία» (Μαρξ 1978-β: 602). Ο τίτλος ιδιοκτησίας είναι ένα «χάρτινο διπλότυπο» είτε του εκχωρούμενου χρηματικού κεφαλαίου στην περίπτωση του ομολόγου ΑΟ, είτε του πραγματικού κεφαλαίου στην περίπτωση της μετοχής ΑΜ. Ωστόσο, η τιμή του χρεογράφου δεν προκύπτει ούτε από την ποσότητα («αξία») του προσφερόμενου χρήματος, αλλά ούτε και από την αξία των μέσων παραγωγής. Οι τίτλοι ιδιοκτησίας τιμολογούνται στη βάση του (μελλοντικού) εισοδήματος που «αναμένεται» να αποφέρουν στον ιδιοκτήτη τους (κεφαλαιοποίηση σύμφωνα μ’ ένα τρέχον επιτόκιο το οποίο ενσωματώνει και το ρίσκο επένδυσης), το οποίο βέβαια αποτελεί τμήμα της παραγόμενης υπεραξίας. Με την έννοια αυτή, γίνονται sui generis εμπορεύματα που διαγράφουν τη δική τους ιδιαίτερη κίνηση (όπ. π.: 601-2, 589-91).

Τρίτον, η χρηματοοικονομική «μορφή ύπαρξης» της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας – ως υπόσχεση και την ίδια στιγμή απαίτηση ιδιοποίησης της υπεραξίας που θα παραχθεί στο μέλλον – δημιουργεί ένα συνολικότερο πεδίο εντός του οποίου κάθε ροή εισοδήματος μπορεί να θεωρηθεί ως έσοδο που αντιστοιχεί σε ένα «πλασματικό κεφάλαιο» (που δύναται να πωληθεί στις δευτερογενείς αγορές, Μαρξ 1978-β: 589). Παρατηρούμε, δηλαδή, ότι, σύμφωνα με την επιχειρηματολογία του Μαρξ, η δυνατότητα της τιτλοποίησης είναι εγγενής στην κίνηση του κεφαλαίου. Στο επίκεντρο των χρηματαγορών τοποθετείται η διαχείριση κινδύνου, δηλαδή το ενδεχόμενο μη επίτευξης της προσδοκώμενης απόδοσης (ιδιαίτερα σε μια διεθνή αγορά με πολλαπλές και αποκλίνουσες δυνάμεις καθορισμού των αποδόσεων). Επειδή ο ίδιος ο χαρακτήρας της παραγωγής υπεραξίας αλλά και των συνολικών απαιτήσεων επάνω στην τελευταία είναι αστάθμητος, η διαχείριση του ρίσκου συνδέεται οργανικά με την ίδια την κίνηση του κεφαλαίου. Με δεδομένο ότι το εσωτερικό της επιχείρησης είναι ένα πολιτικό πεδίο, η παραγωγή υπεραξίας ως διαδικασία «πάλης» που συναντά αντίσταση δεν είναι ποτέ διασφαλισμένη.

Από την ανάλυση του Μαρξ συνάγεται ότι οι χρηματαγορές δεν συνιστούν «παρακράτηση» αξίας ή μηχανισμό «σαμποτάζ» της «βιομηχανικής κοινότητας». Οι χρηματαγορές συμβάλλουν στον ανταγωνισμό και την κινητικότητα των ατομικών κεφαλαίων (ενισχύοντας την τάση προς το ενιαίο ποσοστό κέρδους). Την ίδια στιγμή δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι οι αγορές κεφαλαίου είναι κυρίως δευτερογενείς (ρευστές) αγορές. Τούτο σημαίνει ότι, εκτός από την παροχή δανείων, αποτελούν τόπους επαναδιαπραγμάτευσης των χρεωστικών απαιτήσεων επάνω στη μελλοντική παραγωγή υπεραξίας και επομένως τόπους (ατελούς προφανώς) αξιολόγησης και εποπτείας της αποτελεσματικότητας των ατομικών κεφαλαίων. Στη συνέχεια θα αναπτύξουμε μία επιχειρηματολογία που θεμελιώνει ακριβώς αυτή τη θέση.

Η επιχείρηση διατρέχεται εξ ολοκλήρου από την ταξική πάλη. Ο ενεργός κεφαλαιοκράτης (είτε πρόκειται για μικρό καπιταλιστή είτε για τους μάνατζερ των μεγάλων επιχειρήσεων) αποτελεί το σημείο συνάρθρωσης ανάμεσα σε δύο διακριτά πεδία της κίνησης του κεφαλαίου. Από τη μία πλευρά, καλείται να εργαστεί για να οργανώσει με αποτελεσματικό τρόπο την παραγωγή της υπεραξίας στο εσωτερικό της παραγωγής. Από την άλλη πλευρά καλείται να εργαστεί για να βελτιώσει τη θέση της επιχείρησης που διευθύνει απέναντι στους ανταγωνιστές της.30 Σε γενικές γραμμές, οι στόχοι αυτοί υπηρετούνται με τη διαρκή προσπάθεια εκσυγχρονισμού των μέσων παραγωγής, οικονομιών στη χρησιμοποίηση σταθερού κεφαλαίου και μείωσης του μεριδίου της εργασίας στο καθαρό προϊόν.31 Βέβαια, όλες αυτές οι πρακτικές δεν είναι απλές «τεχνικές» αποφάσεις που πρέπει να παρθούν αλλά το μεταβλητό και αστάθμητο αποτέλεσμα της ταξικής πάλης. Επομένως, η κεφαλαιοκρατική επιχείρηση αποτελεί τον τόπο της οργανωμένης αναμέτρησης των κοινωνικών δυνάμεων και με την έννοια αυτή συγκροτείται διαρκώς σε κατεξοχήν συγκρουσιακό πεδίο. Είναι εγγενώς σημαδεμένη από την ταξική πάλη, γεγονός που έρχεται σε καθολική ρήξη με τις νεοκλασικές αλλά και τις ετερόδοξες προσεγγίσεις που προαναφέραμε.

Οι οργανωμένες χρηματαγορές διευκολύνουν τη μετακίνηση των κεφαλαίων και επιτείνουν τον κεφαλαιακό ανταγωνισμό, ενώ παράλληλα εξασφαλίζουν ευνοϊκότερες συνθήκες αξιοποίησης (εκμετάλλευσης) για τα ατομικά κεφάλαια.

Το κεφάλαιο δεν είναι αναγκασμένο να παραμένει σε μία απασχόληση για πολύ χρόνο. Δεδομένης της ρευστότητας των χρηματαγορών, μπορεί εύκολα να αποκτήσει τη χρηματική του μορφή και να αναζητήσει πιο αποτελεσματικές περιοχές για την αξιοποίησή του. Το κεφάλαιο ενδιαφέρεται για κερδοφόρες προοπτικές, οι οποίες σαν αιτία τους δεν έχουν την ενεργό ζήτηση αλλά την ένταση της ταξικής εκμετάλλευσης. Το κεφάλαιο «φοβάται» τη μείωση της παραγόμενης υπεραξίας και όχι την απουσία ενεργού ζήτησης (Mattick 1980: 92-3). Ο αντικειμενικός στόχος του δεν είναι σε καμία περίπτωση η προσφορά απασχόλησης. Αντίθετα, ένας εφεδρικός στρατός ανέργων είναι πάντα καλοδεχούμενος από τους καπιταλιστές, διότι όχι μόνο διατηρεί τους πραγματικούς μισθούς χαμηλά, αλλά παράλληλα αναγκάζει τους εργαζομένους να πειθαρχούν στις «εντολές» του κεφαλαίου (Μαρξ 1978-α: 651-671). Την ίδια στιγμή, η ελαστικοποίηση της εργασίας είναι το πλέον κατάλληλο για το κεφάλαιο μέσο προσαρμογής στις διακυμάνσεις του καπιταλιστικού οικονομικού κύκλου.

Οι χρηματαγορές συνιστούν μια δομή ελέγχου της αποτελεσματικότητας των ατομικών κεφαλαίων, δηλαδή μια μορφή εποπτείας της κίνησης του κεφαλαίου. Για όσες επιχειρήσεις δεν έχουν κατορθώσει να δημιουργήσουν στο εσωτερικό τους κατάλληλες προϋποθέσεις για την εκμετάλλευση της εργασίας, η «εμπιστοσύνη» των αγορών, δηλαδή η «εμπιστοσύνη» του κεφαλαίου, πρόκειται γρήγορα να εξανεμιστεί. Οι επιχειρήσεις αυτές είτε θα «συμμορφωθούν» είτε θα οδηγηθούν γρήγορα σε εκφυλισμό. Με τον τρόπο αυτό οι αγορές κεφαλαίου «επιδιώκουν» (όχι πάντα αξιόπιστα) να μετατρέψουν σε ποσοτικά σήματα τα «πολιτικά» συμβάντα του εσωτερικού της επιχείρησης.

Από τη μια μεριά, ο μάνατζερ αναλαμβάνει μία κρίσιμη διαμεσολάβηση: αποτελεί το σημείο συνάρθρωσης ανάμεσα στο «δεσποτισμό» της παραγωγής που πρέπει να ανασυγκροτεί ο ίδιος ακατάπαυστα και στην πειθαρχία στις αγορές στην οποία υποτάσσεται διαρκώς και ο ίδιος. Από την άλλη, έξω τώρα από το χώρο του εργοστασίου, οι καπιταλιστές του χρήματος κατευθύνουν τα κεφάλαιά τους ανάλογα με το «χάρτη αποδόσεων» που διαμορφώνεται από τις ίδιες τις αγορές κεφαλαίου και σε σημαντικό βαθμό «απεικονίζει» τις συνθήκες συσσώρευσης και αξιοποίησης που επικρατούν κάθε στιγμή στην παραγωγή. Με τον τρόπο αυτό, οι αγορές φέρνουν σε πέρας μία κρίσιμη λειτουργία: ανταμείβουν τις κερδοφόρες και ανταγωνιστικές επιχειρήσεις και την ίδια στιγμή «τιμωρούν» τις μη επαρκώς κερδοφόρες.

Το αποφασιστικό κριτήριο για τη διαδικασία αυτή είναι η ενίσχυση και μεγιστοποίηση της αξίας των χρεογράφων της επιχείρησης (μετοχών και ομολόγων) όπως αποτιμώνται από τις διεθνείς αγορές (προεξόφληση μελλοντικής κερδοφορίας).32 Με τον τρόπο αυτό, οι κάτοχοι μετοχών και χρέους ταυτίζουν τα συμφέροντά τους με την κερδοφορία της επιχείρησης.33 Οι προσδοκίες κερδοφορίας των αγορών μεταφέρουν πιέσεις στα ατομικά κεφάλαια (τους ενεργούς επιχειρηματίες) για εντατικότερη και αποτελεσματικότερη εκμετάλλευση της εργασίας, δηλαδή για έμπρακτη επιβεβαίωση των προσδοκιών. Η πίεση αυτή μεταφέρεται μέσω διαφόρων «καναλιών».

Για να δώσουμε ένα παράδειγμα, όταν μία μεγάλη εταιρία είναι εξαρτημένη για τη χρηματοδότησή της από τις αγορές, κάθε «υποψία» μη επαρκούς αξιοποίησης αυξάνει το κόστος χρηματοδότησης, μειώνει τις δυνατότητες χρηματοδότησης και ρίχνει τις τιμές των μετοχών. Αντιμέτωπες μ’ ένα τέτοιο κλίμα, οι δυνάμεις της εργασίας στο εσωτερικό της επιχείρησης βρίσκονται εμπρός στο εξής δίλημμα: είτε να αποδεχτούν τους αρνητικούς όρους της «εργοδοσίας», που προϋποθέτουν απώλεια των διαπραγματευτικών τους θέσεων και εισαγωγή καπιταλιστικών «καινοτομιών», είτε να συμβάλουν με την «άκαμπτη» στάση τους στο κλείσιμο της επιχείρησης (γεγονός που θα οδηγήσει σε επιθετική εξαγορά ή σε μεταφορά των κεφαλαίων σε άλλες σφαίρες παραγωγής και άλλες χώρες). Προφανώς το εν λόγω δίλημμα όχι μόνο δεν είναι υποθετικό, αλλά διατυπώνεται προκαταβολικά: αποδεχτείτε τους «νόμους του κεφαλαίου» ή ζήστε με την ανασφάλεια της ανεργίας.

Η παραπάνω πίεση που μεταφέρουν οι αγορές αφορά τη συνολικότερη οργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας, δηλαδή τη διαρκή αναδιοργάνωση της μορφής του συλλογικού εργαζομένου αλλά και των εισοδηματικών σχέσεων ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία. Αναδιάρθρωση της επιχείρησης, πάνω από όλα, σημαίνει αναδιαμόρφωση του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων που «εσωκλείει», με σκοπό την αύξηση της εκμετάλλευσης της εργασίας. Είναι, επομένως, μία συνολικότερη στρατηγική για την οποία εργάζεται ο επιχειρηματίας (ενεργός κεφαλαιοκράτης) η οποία προϋποθέτει, από τη μία πλευρά, την ισχυροποίηση της εξουσίας του κεφαλαίου στο εσωτερικό του εργοστασίου, γεγονός που σημαίνει μεγαλύτερο έλεγχο της εργασιακής διαδικασίας, και, από την άλλη, την «υποτίμηση» των μη επαρκώς αξιοποιούμενων κεφαλαίων (συρρίκνωση και εκκαθάριση) και την εξοικονόμηση στη χρήση σταθερού κεφαλαίου (πολλές φορές μέσα από επιθετικές εξαγορές). Προϋποθέτει, λοιπόν, όχι μόνο την καθολική κυριαρχία του μάνατζερ (ενεργού κεφαλαιοκράτη) πάνω στους εργαζομένους, αλλά και την ανεργία και τη μεγαλύτερη δυνατή ελαστικότητα στην αγορά εργασίας.

Η οικονομική αναδιάρθρωση των επιχειρήσεων είναι συνώνυμη με την επιθετικότητα του κεφαλαίου απέναντι στην εργασία και η επιθετικότητα αυτή υλοποιείται μέσω της «εργασίας» που επιτελεί εντός της συνολικής παραγωγικής διαδικασίας ο ενεργός κεφαλαιοκράτης.

Πίσω από την απαίτηση για μεγιστοποίηση της αξίας των επιχειρήσεων κρύβεται η διαρκής απαίτηση επιβολής στο εσωτερικό τους στρατηγικών εκμετάλλευσης που ευνοούν την αποτελεσματικότερη παραγωγή της υπεραξίας. Ο συμπληρωματικός ρόλος των χρηματαγορών είναι να «παρακολουθεί» τη δυναμικότητα των ατομικών κεφαλαίων, διευκολύνοντας την εμπέδωση στο εσωτερικό τους στρατηγικών εκμετάλλευσης που να ευνοούν το κεφάλαιο.

Συμπερασματικά, η κυρίαρχη θέση της χρηματοπιστωτικής σφαίρας αποτελεί μία εξαιρετικά αποτελεσματική κυβερνολογική στρατηγική του κεφαλαίου (και όχι των «εισοδηματιών»). Εδώ η έννοια της «αποτελεσματικότητας» έχει σαφέστατο ταξικό περιεχόμενο. Αναφέρεται στη δυνατότητα του κεφαλαίου να επιβάλλει τους «νόμους» της κεφαλαιακής συσσώρευσης υπερνικώντας τα εμπόδια και τις αντιστάσεις των εργαζομένων.

Η διαπίστωση αυτή εκτός από θεωρητικές έχει και σημαντικές πολιτικές συνέπειες: Η ενότητα συμφερόντων των «εσωτερικών» της επιχείρησης (εργατών και μάνατζερ) ενάντια στους «εξωτερικούς» των χρηματοοικονομικών αγορών είναι απλά μία φαντασίωση. Η φαντασίωση αυτή είναι χτισμένη στην εξίσου φανταστική διάκριση ανάμεσα στις παραγωγικές και μη παραγωγικές τάξεις, που πηγάζει από την προβληματική των Κέυνς και Βέμπλεν. Μια τέτοια οπτική εγκλωβίζει τον στρατηγικό ορίζοντα του εργατικού κινήματος στην υπεράσπιση ενός (υποτιθέμενου) «καλύτερου» καπιταλισμού, δηλαδή ενός «καλύτερου» συστήματος ταξικής κυριαρχίας. Η κεϋνσιανή κριτική στο νεοφιλελευθερισμό, στο βαθμό που γίνει αποδεκτή, οριοθετεί την πρακτική των κινημάτων εντός των πλαισίων της αστικής εκμεταλλευτικής κοινωνίας, εξωραΐζοντας την εικόνα του καπιταλισμού.


7. Επίλογος


Ολοκληρώνοντας τη μελέτη μας ας ξαναγυρίσουμε στην αφετηρία μας, την αστική κριτική προς τη θεωρία της εκμετάλλευσης του Μαρξ, την οποία κωδικοποιεί ο Samuel Hollander. Ο θεωρητικός ορίζοντας της κριτικής αυτής είναι περιορισμένος: δεν επιτρέπει στους θιασώτες της (εν προκειμένω στον Hollander) παρά να παρουσιάσουν τον Μαρξ ως έναν κλασικό οικονομολόγο, που εντάσσεται στη σμιθιανή-ρικαρδιανή προβληματική της αξίας ως ποσότητας δαπανώμενης εργασίας και της υπεραξίας ως «παρακράτησης» μέρους αυτής της αξίας από τον καπιταλιστή, δυνάμει του νομικού ιδιοκτησιακού δικαιώματος που ο τελευταίος κατέχει επί των μέσων παραγωγής. Γράφει ο Hollander, αποδεχόμενος απόψεις και διατυπώσεις του Franck H. Knight: «Το κεφάλαιο ισοδυναμεί με την ιδιοκτησία [...] Είναι κάτι ανάλογο [...] με τα διόδια σε μια οδική αρτηρία, ή ένα πολιτικό προνομιακό δικαίωμα στην εκμετάλλευση» (Hollander 2013 [2011]: 444).

Καίτοι γνώστης, υποτίθεται, της κλασικής Πολιτικής Οικονομίας, ο Hollander ξεχνάει την εμμονή του Άνταμ Σμιθ στο ότι το ποσοστό κέρδους τείνει προς ένα μέσο επίπεδο και επομένως το ύψος των κερδών μιας επιχείρησης καθορίζεται κυρίως από το ύψος του επενδυμένου κεφαλαίου (του οποίου αποτελεί ποσοστό), και όχι από τις όποιες «δράσεις» του επιχειρηματία (βλ. και την ενότητα 1 αυτού του άρθρου). Έτσι υποστηρίζει ότι το εισόδημα του επιχειρηματία ισούται με την ιδιαίτερη συμβολή του στην παραγωγική διαδικασία.

Στη συνέχεια, ο Hollander διαπιστώνει (με ενθουσιασμό!) ότι ο Μαρξ αποδίδει στον ενεργό καπιταλιστή μια δραστήρια εμπλοκή στην παραγωγική διαδικασία. Χωρίς να αντιλαμβάνεται, όπως φαίνεται, το παραμικρό από τη μαρξική θεωρία, ο Hollander βγάζει από τη διαπίστωση αυτή το συμπέρασμα ότι ο Μαρξ εγκαταλείπει τη θεωρία της εκμετάλλευσης (εφόσον αναγνωρίζει τον «εσωτερικό» στην επιχείρηση ρόλο του επιχειρηματία-καπιταλιστή: «Ο Μαρξ ολοφάνερα αναγνώρισε ότι οι αποφάσεις σε ένα αβέβαιο περιβάλλον λαμβάνονταν από τον καινοτόμο επιχειρηματία» – όπ.π. 450).

Όμως, σύμφωνα με την προβληματική του Μαρξ, οι «δράσεις» και αποφάσεις του επιχειρηματία, τόσο του ενεργού κεφαλαιοκράτη όσο και του κεφαλαιοκράτη του χρήματος που από κοινού εκμεταλλεύονται τη μισθωτή εργασία, πηγάζουν από κίνητρα τα οποία αντικατοπτρίζουν τους καταναγκασμούς που επιβάλλουν οι σχέσεις καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και οι απρόσωπες δυναμικές και αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήματος:


«Οι εσωτερικοί νόμοι της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής [...] επιβάλλονται σαν αναγκαστικοί νόμοι του συναγωνισμού και [...] γι’ αυτό τους συνειδητοποιεί σαν κίνητρα ο ατομικός κεφαλαιοκράτης» (Μαρξ 1978-α: 331).


Αναφερθήκαμε ήδη στον καθοριστικό ρόλο της χρηματοπιστωτικής σφαίρας στη γενίκευση και ένταση του ανταγωνισμού των ατομικών κεφαλαίων, τη διευκόλυνσή τους στη μετανάστευση από τη μια σφαίρα της παραγωγής στην άλλη σε αναζήτηση του μέγιστου ποσοστού κέρδους (δηλαδή για την παραγωγή της κατά το δυνατόν μέγιστης υπεραξίας), τελικά στην υπαγωγή κάθε ατομικού κεφαλαίου στους νόμους που συνέχουν το συνολικό-κοινωνικό κεφάλαιο, και πρώτα απ’ όλα την εξίσωση των ποσοστών κέρδους. Η ανάλυση του Μαρξ στα ζητήματα αυτά είναι κατηγορηματική:


«Η ανάπτυξη της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής μετατρέπει σε αναγκαιότητα τη διαρκή αύξηση του κεφαλαίου που είναι τοποθετημένο σε μια βιομηχανική επιχείρηση, και ο ανταγωνισμός επιβάλλει στον κάθε ατομικό κεφαλαιοκράτη τους εσωτερικούς νόμους του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής σαν εξωτερικούς αναγκαστικούς νόμους» (Μαρξ 1978-α: 613).34


Κλείνοντας, ας επαναλάβουμε το κεντρικό μας συμπέρασμα: Ο επιχειρηματίας ως «ενεργός κεφαλαιοκράτης» συμμετέχει στην παραγωγική διαδικασία, δηλαδή στην παραγωγή αξίας και υπεραξίας. Συμμετέχει όμως ως «προσωποποίηση του κεφαλαίου», δηλαδή αφενός ως «εκπρόσωπος» της καπιταλιστικής κυριαρχίας (οργανωτής και φορέας του «δεσποτισμού του εργοστασίου», κομιστής των επιταγών των χρηματαγορών) και ταυτόχρονα ως φορέας των σχέσεων εκμετάλλευσης, καθώς η «εργασία» του μεσολαβεί την παραγωγή και ιδιοποίηση της υπεραξίας από το κεφάλαιο.


Βιβλιογραφία


Althusser, L. (1969), For Marx, London: The Penguin Press.

Althusser, L. and E. Balibar (1997), Reading Capital, London: Verso.

Baskin, J. B. and P. J. Miranti (1997), A History of Corporate Finance, Cambridge:

Cambridge University Press.

Chancellor, E. (2000), Devil Take the Hindmost, New York: Plume Books.

Dillard, D. (1942), “Keynes and Proudhon, ” The Journal of Economic History, 2(1): 63-76.

Dillard, D. (1980), “A Monetary Theory of Production: Keynes and the Institutionalists, ” Journal of Economic Issues, 24: 255-273.

Duménil, G. and D. Lévy (2004), Capital Resurgent, Harvard University Press.

Garegnani, P. (1979), “Notes on Consumption, Investment and Effective Demand: II”, Cambridge Journal of Economics, 3: 63-82.

Hilferding, R. (1981), Finance Capital, London: Routledge and Kegan Paul.

Hoffman, P. T., G. Postel-Vinay and J.-L. Rosenthal (2007), Surviving Large Losses: Financial Crises, the Middle Class, and the Development of Capital Markets, Cambridge (USA) and London: Harvard University Press.

Hollander, S. (2008), The Economics of Karl Marx. Analysis and Application, Cambridge: Cambridge University Press.

Hollander, S. (2011 [2013]), “On the Marxian entrepreneur: Karl Marx’s abandonmentof the doctrine of exploitation under industrial capitalism”, International Critical Thought, 1 (4): 444-455. Reprinted in Essays on Classical and Marxian Political Economy, London: Routledge: 278-292.

Jensen, M. C. (2001), “Value Maximisation, Stakeholder Theory, and the Corporate Objective Function”, European Financial Management 7/3, 297-317.

Keynes, J. M. (1971), The Collected Writings of John Maynard Keynes, Vol. 4. A Tract on Monetary Reform, London: Macmillan for the Royal Economic Society.

Keynes, J. M. (1973), The General Theory of Employment, Interest and Money, Cambridge: Cambridge University Press.

Krugman, P. (2008), The Return of Depression Economics and the Crisis of 2008, Penguin Books.

Marazzi, C. (2010), “The Violence of Financial Capitalism, ” in A. Fumagalli and S. Mezzadra (eds) Financial Markets, Social Struggles, and New Political Scenarios, Los Angeles: Semiotext(e)

Miller, M. H. (1992), “Financial Innovation: Achievements and Prospects, ” Journal of Applied Corporate Finance, 4(4): 4–11.

Minsky, H. P. (1975), John Maynard Keynes, New York: Columbia University Press.

Negri, A. (2010), “Postface, ” in A. Fumagalli and S. Mezzadra (eds), Financial Markets, Social Struggles, and New Political Scenarios, Los Angeles: Semiotext(e).

Obstfeld, M. and A. M. Taylor (2004), Global Capital Markets, New York: Cambridge University Press.

Postone, M. (2003), Time, Labour, and Social Domination, New York: Cambridge University Press.

Proudhon, P.-J. (1849–1850) Letters to Bastiat, http://praxeology.net/ FB-PJP-DOI.htm

Rajan, R. G. (2010), Fault Lines: How Hidden Fractures Still Threaten the World Economy, Princeton/Oxford: Princeton University Press.

Sotiropoulos D. P., J. Milios and S. Lapatsioras (2013), A Political Economy of Contemporary Capitalism and its Crisis. Demystifying Finance, London: Routledge.

Thompson W. (1824), An inquiry into the principles of the distribution of wealth most conducive to human happiness; applied to the newly proposed system of voluntary equality of wealth, London: Longman.

Veblen, T. (1958), The Theory of Business Enterprise, A Mentor Book, New York: The New American Library of World Literature.

Veblen, T. (1997), Absentee Ownership, New Brunswick (USA)/London (UK): Transaction Publishers.

Vercellone, C. (2010), “The Crisis of the Law of Value and the Becoming-Rent of Prot, ” in A. Fumagalli and S. Mezzadra (eds), Financial Markets, Social Struggles, and New Political Scenarios, Los Angeles: Semiotext(e).

Wray, L. R. (1998), «Preliminaries to a Monetary Theory of Production: The Labour Theory of Value, Liquidity Preference and the Two Price Systems» στο R. Bellofiore (ed.), Marxian Economics: A Reappraisal, New York: Mcmillan Press Ltd.


Λιναρδάτος, Φ. (2018), «Σε αναζήτηση μιας εναλλακτικής κοινωνίας. Ο “ουτοπικός σοσιαλισμός” του Ρόμπερτ Όουεν», Θέσεις τ. 143, Ιανουάριος-Μάρτιος: 33-88.

Μαρξ, Κ. (1978-α), Το Κεφάλαιο, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας. Τόμος πρώτος. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.

Μαρξ, Κ. (1978-β), Το Κεφάλαιο, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας. Τόμος τρίτος. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.

Μαρξ, Κ. (1983), Αποτελέσματα της άμεσης διαδικασίας παραγωγής [6ο ανέκδοτο κεφάλαιο του 1ου τόμου του Κεφαλαίου], Αθήνα: Α/συνέχεια.

Μαρξ, Κ. (1990), Grundrisse . Βασικές γραμμές της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας. Τόμος Β΄. Αθήνα: Στοχαστής.

Μαρξ, Κ. (1991), Εμπόρευμα και χρήμα. Το πρώτο βιβλίο από την πρώτη έκδοση (1867) του «Το Κεφάλαιο, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας» με το παράρτημα Ι.1: Η αξιακή μορφή. Αθήνα: Κριτική.

Μάτικ, Π. (1981), Μαρξ και Κέυνς. Αθήνα: Οδυσσέας.

Μηλιός, Γ. (1997), Τρόποι παραγωγής και μαρξιστική ανάλυση. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Μηλιός Γ. (2007), «Η Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας ως κριτική της Αριστεράς», Θέσεις τ. 101, Οκτώβριος-Δεκέμβριος: 31-49.

Μηλιός, Γ., Δ. Δημούλης, Γ. Οικονομάκης (2005) Η θεωρία του Μαρξ για τον καπιταλισμό. Πλευρές μιας θεωρητικής και πολιτικής ρήξης, Αθήνα: Νήσος.

Μηλιός, Γ. και Γ. Οικονομάκης (2007), «Εργατική τάξη και μεσαίες τάξεις: ταξική θέση και ταξική τοποθέτηση. (Μια κριτική προσέγγιση στη θεωρία των κοινωνικών τάξεων του Νίκου Πουλαντζά)», Θέσεις, τ. 99, Απρίλιος - Ιούνιος: 19-55.

Μηλιός, Γ. και Σωτηρόπουλος, Δ. (2011), Ιμπεριαλισμός, Χρηματοπιστωτικές αγορές, Κρίση, Αθήνα: Εκδόσεις Νήσος.

Μπαλιμπάρ, Ε. (1988) «Ο Μαρξ και η επιχείρηση», Θέσεις 23-24: 75-85.

Οικονομάκης, Γ. (1999) «Καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής και μάνατζερς», Ουτοπία 37, 145-166.

Ρικάρντο, Ν., Μαρξ, Κ. (1994), Αξία και υπεραξία. Αθήνα: Κριτική.

Rubin, I. I. (1993) Ιστορία οικονομικών θεωριών, Αθήνα: Κριτική.

Smith, A. (2000), Έρευνα για τη φύση και τις αιτίες του Πλούτου των Εθνών. Βιβλία Ι & ΙΙ. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

1 https://el.wikipedia.org/Επιχειρηματικότητα.

2 Και, βεβαίως, οι κυβερνήσεις διαμορφώνουν προγράμματα χρηματοδότησης προτάσεων «καινοτομίας» και «νεοφυούς επιχειρηματικότητας», τα οποία θεωρούνται πρωτοβουλίες που προάγουν την κοινωνική ευημερία. Χαρακτηριστικά, το ΕΣΠΑ 2014-2020 προβάλλεται ως «ανάπτυξη-εργασία-ευημερία».

3 «Η εργασία αποτελεί το πραγματικό μέτρο της ανταλλάξιμης αξίας κάθε εμπορεύματος [...] η εργασία από μόνη της [...] είναι απλά το τελικό και πραγματικό πρότυπο (standard) μέσω του οποίου μπορούν να εκτιμηθούν και να συγκριθούν οι αξίες όλων των εμπορευμάτων σε οποιαδήποτε εποχή και τόπο. Η εργασία είναι η πραγματική τους τιμή, το χρήμα είναι μόνο η ονομαστική τους τιμή» (Smith 2000, I.v.4&7). «Η αξία του εμπορεύματος ή η ποσότητα οποιουδήποτε άλλου εμπορεύματος, με το οποίο θα ανταλλαγεί αυτό το εμπόρευμα, εξαρτάται από τη σχετική ποσότητα της εργασίας η οποία είναι αναγκαία για την παραγωγή του και όχι από τη μεγαλύτερη ή μικρότερη αμοιβή, η οποία καταβάλλεται για αυτήν την εργασία» (Ρικάρντο, σε Ρικάρντο/Μαρξ 1989: 99).

4 Αν η ριζοσπαστική εκδοχή της κλασικής θεωρίας οραματίζεται έναν καπιταλισμό χωρίς καπιταλιστές, η «συντηρητική» προβληματική επιδιώκει τη «δίκαιη» αμοιβή του εργάτη, που θα του εξασφαλίζει μια «αξιοπρεπή διαβίωση», οι μισθοί να αυξάνονται σε αντιστοιχία με τις αυξήσεις στην παραγωγικότητα, κ.ο.κ. Αντίθετα, η μαρξική Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας καθιστά σαφές ότι η διατήρηση των οικονομικών μορφών μέσω των οποίων εκδηλώνεται η κυριαρχία των καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας (της αξίας, του κράτους κλπ.) σημαίνει τη διατήρηση και αναπαραγωγή αυτών ακριβώς των σχέσεων εξουσίας, και επομένως ταυτίζει την κατάργηση του καπιταλισμού με την εξάλειψη αυτών των μορφών (βλ. Μηλιός 2007).

5 Παράλληλα, βέβαια, με αυτή την κλασική προβληματική, τις βασικές προκείμενες της οποίας μπορούμε να ανιχνεύσουμε και στους περισσότερους σοσιαλιστές της περιόδου, π.χ. στο έργο του Προυντόν (ο οποίος στην ουσία πρότεινε έναν καπιταλισμό με ιδιοκτησία, αλλά χωρίς τα εισοδήματα που συνδέονται με αυτήν, βλ. Sotiropoulos-Milios-Lapatsioras 2013, κεφ. 1), διατυπώθηκαν απόψεις και τέθηκαν σε εφαρμογή κοινωνικά «πειράματα» που αμφισβητούσαν τα δομικά χαρακτηριστικά της καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων. Για την περίπτωση του Ρόμπερτ Όουεν βλ. Λιναρδάτος 2018.

6 Στο σημείο αυτό, πρέπει να κάνουμε μια αναγκαία παρατήρηση. Χρησιμοποιούμε τον όρο «προβληματική» σύμφωνα με τον ορισμό του Λ. Αλτουσέρ. Πολύ σύντομα, η «προβληματική» υποδηλώνει «την ιδιαίτερη ενότητα ενός θεωρητικού σχηματισμού και επομένως την τοποθεσία που πρέπει να αποδοθεί σ’ αυτή την ιδιαίτερη διαφορά» (Althusser 1969: 32). Η προβληματική δεν συνιστά μια συγκεκριμένη επιχειρηματολογία, αλλά ένα πιο συστημικό όρο: ένα τρόπο διατύπωσης ερωτημάτων σχετικά με τον κόσμο, που εισάγει νέες αρχές και εδραιώνει νέες μεθόδους έρευνας (βλ. επίσης Althusser and Balibar 1997).

7 Βεβαίως, στην περίπτωση της γης, η «φυσική» σπανιότητα στο ίδιο πλαίσιο σχέσεων ιδιοκτησίας ενισχύει το αποτέλεσμα της σπανιότητας, ωστόσο το γεγονός αυτό δεν εξηγεί την «απόλυτη» συνιστώσα της.

8 «Η συνεργασία τους [των εργατών] αρχίζει μόνο μέσα στο προτσές της εργασίας, αλλά μέσα στο προτσές εργασίας έπαψαν πια ν’ ανήκουν στον ίδιο τον εαυτό τους. Όταν μπαίνουν σ’ αυτό είναι πια ενσωματωμένοι στο κεφάλαιο. Σαν συνεργαζόμενοι, σαν μέλη ενός εργαζόμενου οργανισμού αποτελούν οι ίδιοι απλώς έναν τρόπο ύπαρξης του κεφαλαίου. Γι’ αυτό η παραγωγική δύναμη που αναπτύσσει ο εργάτης σαν κοινωνικός εργάτης είναι παραγωγική δύναμη του κεφαλαίου» (Μαρξ 1978-α: 348).

9 «[Τ]ο κίνητρο και ο καθοριστικός σκοπός του κεφαλαιοκρατικού προτσές παραγωγής είναι η όσο το δυνατό μεγαλύτερη αυτοαξιοποίηση του κεφαλαίου, δηλαδή η όσο το δυνατό μεγαλύτερη παραγωγή υπεραξίας, επομένως η όσο το δυνατό μεγαλύτερη εκμετάλλευση της εργασιακής δύναμης από τoν κεφαλαιοκράτη» (Μαρξ 1978-α: 346).

10 Γι’ αυτό είναι αδύνατη η μέτρηση της ατομικής συμβολής ενός μεμονωμένου εργαζόμενου στον τζίρο (το έσοδο) της επιχείρησης, που προκύπτει από την πώληση των εμπορευμάτων τα οποία παράγει η επιχείρηση.

11 «Η ανώτατη αρχηγία στη βιομηχανία γίνεται ιδιότητα του κεφαλαίου, όπως τον καιρό της φεουδαρχίας η ανώτατη αρχηγία στον πόλεμο και στη δικαιοσύνη ήταν ιδιότητα της γαιοκτησίας» (Μαρξ 1978-α: 348).

12 «Εδώ όμως πρόκειται για τα πρόσωπα μόνο στο βαθμό που αποτελούν την προσωποποίηση οικονομικών κατηγοριών και είναι φορείς καθορισμένων ταξικών σχέσεων και συμφερόντων» (Mαρξ 1978-α: 14).

13 Σε ορισμένα σημεία του 3ου τόμου του Κεφαλαίου (που γράφτηκε από τον Μαρξ το 1864-65 και εκδόθηκε με επιμέλεια του Ένγκελς το 1894), ο Μαρξ φλερτάρει με (και ως ένα βαθμό υπαναχωρεί προς) το θεωρητικό σύστημα της κλασικής πολιτικής οικονομίας, και την ιδέα του «περιττού» (και «εξωτερικού») ως προς την (καπιταλιστική) παραγωγή καπιταλιστή. Βλ. σχετικά το κείμενο του Γιώργου Οικονομάκη στο παρόν τεύχος των Θέσεων. Οι θεωρητικές αυτές υπαναχωρήσεις του Μαρξ παραμένουν πάντως σποραδικές και δευτερεύουσες, και δεν επηρεάζουν τη βασική ανάλυσή του, που παρουσιάσουμε εδώ, προς την οποία όμως είναι ασύμβατες.

14 Παραβιάζει ανοικτές θύρες, επομένως, ο Hollander όταν υπόρρητα αντιδιαστέλλει τον «εργαζόμενο» μισθωτό γενικό διευθυντή από τον «εργαζόμενο» νομικό ιδιοκτήτη της επιχείρησης με το (ψευδο)επιχείρημα ότι «μόνον ένα τμήμα του συνολικού κέρδους, αφού έχει αφαιρεθεί ο τόκος, αποτελεί τους υψηλού επιπέδου μισθούς οι οποίοι, σε μεγάλα εργοστάσια, μπορούν να δικαιολογήσουν την άποψη για “έναν ειδικό μισθό” για το ανώτερο management».

15 Αν η επιχείρηση μια χρονιά έχει ζημιές (με όλους τους άλλους παράγοντες σταθερούς), ο γενικός διευθυντής θα έχει πληρωθεί (ακόμα κι αν έχει στερηθεί το bonus του), όπως θα έχουν πληρωθεί και οι εργάτες και το λοιπό προσωπικό. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι ο γενικός διευθυντής, δηλαδή ο φορέας των λειτουργιών εξουσίασης-εκμετάλλευσης, βρίσκεται σε μια θέση όμορη με αυτή των εκμεταλλευόμενων.

16 Είναι ευρέως γνωστό ότι η αύξηση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης στηρίζεται πάντα ταυτοχρόνως στην παραγωγή τόσο της απόλυτης, όσο και της σχετικής υπεραξίας. Όπως τονίζει ο Μαρξ: «Η παραγωγή απόλυτης υπεραξίας περιστρέφεται μόνο γύρω στο ζήτημα της διάρκειας της εργάσιμης ημέρας. η παραγωγή της σχετικής υπεραξίας επαναστατικοποιεί πέρα για πέρα τα τεχνικά προτσές της εργασίας, και τους κοινωνικούς συσχετισμούς» (Μαρξ 1978-α: 525-526). Και παρακάτω: οι «μέθοδοι για την παραγωγή της σχετικής υπεραξίας είναι ταυτόχρονα και μέθοδοι για την παραγωγή απόλυτης υπεραξίας» (Μαρξ 1978-α: 526). Ωστόσο, η συνολική ιστορική περίοδος του προβιομηχανικού καπιταλισμού, όπως και η πρώτη περίοδος της Βιομηχανικής Επανάστασης, χαρακτηρίζονται από ένα κοινωνικό συσχετισμό δυνάμεων που αποδίδει στην παραγωγή απόλυτης υπεραξίας τον κυρίαρχο ρόλο της καπιταλιστικής διευρυμένης αναπαραγωγής. Σύμφωνα με την περιγραφή του Μαρξ: «Αφού το κεφάλαιο χρειάστηκε ολόκληρους αιώνες για να παρατείνει την εργάσιμη ημέρα ως τα ανώτατα κανονικά όριά της και έπειτα πέρα από τα όρια αυτά, ως τα όρια της φυσικής ημέρας των 12 ωρών, ακολούθησε, από τη γέννηση της μεγάλης βιομηχανίας στο τελευταίο τρίτο του 18ου αιώνα και δω, μια θυελώδικη, βίαιη και απεριόριστη ανατροπή όλων των ορίων. Συντρίφτηκε κάθε φυσικός και ηθικός φραγμός, κάθε όριο ηλικίας και φύλου, ημέρας και νύχτας. Ακόμη και οι έννοιες της ημέρας και της νύχτας, που ήταν χωριάτικα απλές στα παλιά καταστατικά, μπερδεύτηκαν τόσο, που ένας Άγγλος δικαστής χρειάστηκε αληθινά ταλμουδική οξύνοια για να καθορίσει “υπεύθυνα με απόφαση” τι είναι η ημέρα και τι η νύχτα» (Μαρξ 1978-α: 291). «Η τάση του κεφαλαίου προς μια απεριόριστη και ανελέητη παράταση της εργάσιμης ημέρας ικανοποιείται πριν απ’ όλα στις βιομηχανίες που πρώτες επαναστατικοποιήθηκαν με το νερό, τον ατμό και τις μηχανές, στα πρώτα αυτά δημιουργήματα του σύγχρονου τρόπου παραγωγής, στα κλωστήρια και τα υφαντήρια μπαμπακιού, μαλλιού, λινού και μεταξιού» (Μαρξ 1978-α: 312). Για μια πληρέστερη ανάλυση του ζητήματος βλ. Μηλιός - Σωτηρόπουλος 2011, Κεφάλαιο 7].

17 Για την έννοια του μονοπωλίου σύμφωνα με την ανάλυση του Μαρξ, βλ. Μηλιός – Σωτηρόπουλος 2011 κεφ. 6.

18 Στους «καπετάνιους της βιομηχανίας» ο Carlyle συμπεριελάμβανε όλους τους «ενεργούς κεφαλαιοκράτες», δηλαδή τόσο τους μισθωτούς γενικούς διευθυντές, όσο και τους διευθύνοντες ιδιοκτήτες.

19 Το 1927, ο John Moody, ιδρυτής του οίκου πιστωτικής αξιολόγησης, δήλωνε ότι «κανείς δεν μπορεί να εξετάσει το πανόραμα των επιχειρήσεων και της χρηματοδότησής τους στην Αμερική στη διάρκεια των τελευταίων έξι ετών χωρίς να συνειδητοποιεί ότι ζούμε σε μια νέα εποχή». Τον Απρίλιο εκείνης της χρονιάς, η εβδομαδιαία επενδυτική επιθεώρηση Barron’s οραματιζόταν μια «νέα εποχή χωρίς υφέσεις» (Chancellor 2000: 193). Είναι πράγματι πολύ παράδοξο να διαπιστώνει κανείς πώς αυτή η πεποίθηση σχετικά με την τιθάσευση του επιχειρηματικού κύκλου καθίσταται «κοινή λογική» πριν από το ξέσπασμα μιας μεγάλης κρίσης. Στο ίδιο ακριβώς κλίμα, ο Robert Lucas (διάσημος καθηγητής του Πανεπιστημίου του Σικάγο και τιμημένος με βραβείο Νόμπελ το 1995), κατά την ομιλία του (2003) ως πρόεδρος στην ετήσια συνάντηση της Αμερικανικής Οικονομικής Ένωσης, δήλωνε ότι το «κεντρικό πρόβλημα της αποτροπής των υφέσεων έχει στην πραγματικότηταλυθεί» (αναφέρεται στο Krugman 2008: 9).

20 «Η υπερβολική συσσώρευση αποθεμάτων εθεωρείτο ότι αποτελεί τη συνηθέστερη αιτία οικονομικών διακυμάνσεων» (Chancellor 2000: 193).

21 Στην πραγματικότητα, η χωρίς προηγούμενο διεθνοποίηση των ροών κεφαλαίου είχε ως αποτέλεσμα η πρακτική της διαφοροποίησης χαρτοφυλακίου να κυριαρχήσει στην οργάνωση της κίνησης του κεφαλαίου σε παγκόσμια κλίμακα, ακόμα και πριν τις αρχές του εικοστού αιώνα (βλ. Obstfeld and Taylor 2004: 57).

22 Η ενότητα αυτή, όπως και παραπάνω οι ενότητες 2 και 4, βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στο Sotiropoulos-Milios-Lapatsioras 2013, Κεφ. 1.

23 Αναφερόμαστε εδώστο The Theory of Business Enterprise (βλ. Veblen 1958) καιστο Absentee Ownership (βλ. Veblen 1997).

24 Για το ίδιο συμπέρασμα, βλ. Dillard (1980) και Wray (1998).

25 Φαίνεται λοιπόν ότι έχει δίκιο ο Μάτικ (1981: 29) όταν υποστηρίζει ότι η «θεωρητική ανταρσία» του Κέυνς κατά της νεοκλασικής ανάλυσης «μπορεί να θεωρηθεί καλύτερα σαν μια μερική επιστροφή στην κλασική θεωρία». Το φαινομενικά παράδοξο αυτό συμπέρασμα δεν είναι αβάσιμο. Με τη διατύπωση αυτή, ο Μάτικ αναδεικνύει μια από τις βασικές όψεις κριτικής στην κεϋνσιανή αντίληψη. Προκειμένου να αποστασιοποιηθεί από το νεοκλασικό δόγμα, ο Κέυνς έπρεπε (μεταξύ πολλών άλλων) να αναστοχαστεί τον τρόπο με τον οποίο διανέμεται το εισόδημα μεταξύ των κοινωνικών τάξεων. Αυτό το σημείο εκκίνησης είναι επομένως εκείνο που τον συνδέει με την κλασική πολιτική οικονομία. Η ανάλυση του Σμιθ (και σε μικρότερο βαθμό αυτή του Ρικάρντο) εστίασε την προσοχή της σε ζητήματα που σχετίζονται με το θεσμικό προσδιορισμό της διανομής εισοδήματος. Τα ίδια θέματα εμφανίζονται στις μετα-κεϋνσιανές αναγνώσεις του Κέυνς (Garegnani 1979).

26 Ο Davidson έχει απόλυτο δίκιο όταν υπογραμμίζει ότι σύμφωνα με την επιχειρηματολογία του Κέυνς, μόνο οι αγορές με πλήρη έλλειψη ρευστότητας (δηλαδή υπό συνθήκες απουσίας χρηματοπιστωτικής σφαίρας) θα μπορούσαν να είναι «αποδοτικές». Στην περίπτωση αυτή, οι ιδιοκτήτες δεν θα ήταν σταθερά απόντες, αλλά προσδεδεμένοι στη βιομηχανική κοινότητα. Και «από τη στιγμή που θα είχε υλοποιηθεί η επένδυση, οι ιδιοκτήτες θα είχαν το κίνητρο να χρησιμοποιήσουν τις υπάρχουσες εγκαταστάσεις με τον καλύτερο δυνατό τρόπο ανεξάρτητα από το ποιες απρόβλεπτες περιστάσεις θα εμφανίζονταν στη διάρκεια της ζωής του εργοστασίου και του εξοπλισμού» (Davidson 2002: 188).

27 Η παρούσα ενότητα αντλεί από το Μηλιός-Σωτηρόπουλος 2011, Κεφ. 9.

28 «Γι’ αυτό το λόγο, από τη μια πλευρά, ο επιχειρηματίας κεφαλαιοκράτης (είτε πρόκειται για το μικρό εργοδότη είτε για την “τεχνοδομή” μιας μεγάλης ομάδας) χάνει εδώ την όποια αφαιρετική παρουσία για να ενσαρκωθεί στην ιστορική φιγούρα αυτού που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε στρατηγικό νου της εκμετάλλευσης: ένας στρατηγικός νους που οφείλει να επιτύχει ταυτόχρονα κατά “αποδοτικό” τρόπο, το “συνδυασμό”: θέση στην αγορά, παραγωγικές τεχνικές, μεθόδους καταναγκασμού σε υπερεργασία (παίζοντας με τη διάρκειά της, την ένταση της, την αμοιβή της), και ιδιαίτερες “κοινωνικές πολιτικές” αναπαραγωγής του εργαζόμενου (από τον πατερναλισμό έως τη μετανάστευση)» (Μπαλιμπάρ 1988: 84). Αντίθετα ο Hollander, παρερμηνεύοντας ή παραποιώντας ορισμένες διατυπώσεις του Μαρξ για τον ανταγωνισμό, το πρόσθετο κέρδος και το τεχνητό μονοπώλιο, αντιστρέφει το βέλος αιτιότητας της Μαρξικής ανάλυσης και ισχυρίζεται ότι είναι οι δράσεις και αποφάσεις του «καινοτόμου επιχειρηματία» που καθοδηγούν την «οικονομική πρόοδο». Στην πραγματικότητα απλώς επαναλαμβάνει τα σουμπετεριανής έμπνευσης πάγια ατομοκεντρικά επιχειρήματα της αστικής οικονομικής θεωρίας. Βλ. Hollander 2008: 421, 427, 467.

29 Η ανάλυση που ακολουθεί συνοψίζει το βασικό πλαίσιο του μαρξικού επιχειρήματος για την κίνηση του τοκοφόρου κεφαλαίου στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου (Μαρξ 1978-β, Κεφ. 21, 22, 23, 24, 29, 30).

30 Το σημείο αυτό της ανάλυσης του Μαρξ αναπτύσσεται πολύ εύστοχα από τον Μπαλιμπάρ (1988). Βλ. επίσης Οικονομάκης (1999).

31 Μαρξ (1991: 170-240), Μηλιός κ.ά. (2005), Μηλιός (1997: 183-198).

32 Για μία σύνοψη της λογικής αυτής βλ. Jensen (2001), Rajan (2010).

33 Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η υψηλή κερδοφορία μιας επιχείρησης μεταφράζεται συνήθως και σε υψηλές τιμές μετοχών, ενώ την ίδια στιγμή το χαμηλό αποτιμώμενο ρίσκο της «υγιούς» επιχείρησης μειώνει το επιτόκιο αυξάνοντας και την αξία των εκδιδόμενων ομολόγων.

34 Για περισσότερα βλ. Μαρξ (1978-β: 244-252).