ΜΙΑ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΠΟΥ ΜΑΘΑΙΝΟΥΜΕ ΚΑΘΩΣ ΤΗΝ ΑΣΚΟΥΜΕ:
Ο ΛΟΥΙ ΑΛΤΟΥΣΕΡ ΚΑΙ Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗΣ
Βιβλιοκριτική: Louis Althusser, Το υπόγειο ρεύμα του υλισμού της συνάντησης μτφρ. Τάσος Μπέτζελος, Εκτός Γραμμής, 2018
του Ηλία Ιωακείμογλου
Συμβαίνει συχνά, η ανάγνωση ενός κειμένου θεωρίας ή πολιτικής να μας αλλάξει τη ζωή. Πώς γίνεται όμως αυτό; Χρειάζεται καταρχάς μια συνάντησημε το κείμενο, πιθανόν τυχαία· ιδιαίτερα όταν κάποιος δεν έχει τη συνήθεια να διαβάζει. Μέσα από μια συγκυρία τυχαίων γεγονότων και κατά παρέκκλιση από τα εσκαμμένα, λοιπόν, μια ανάγνωση που θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί ή να μην πραγματοποιηθεί (που είναι δηλαδή ένα ενδεχόμενο), κινητοποιεί στο μυαλό και στο συναίσθημα στοιχεία που έως τότε υπήρχαν μεμονωμένα και γι’ αυτό πιθανότατα δεν είχαν ιδιαίτερη σημασία· στοιχεία που υπήρχαν όμως εκεί, χωρίς χρήση, αλλά και χωρίς προορισμό. Συνάντηση, λοιπόν, και κινητοποίηση στοιχείων που προϋπάρχουν: χωρίς αυτά, κάποιος θα μπορούσε να διαβάσει το ίδιο κείμενο και να μείνει απαθής ή ακόμη και να νιώσει ενόχληση. Στοιχεία που προϋπάρχουν και επιπλέον παρουσιάζουν ένα είδος εκλεκτικής συγγένειας με τις ιδέες που μας προσφέρει η ανάγνωση:αυτή είναι η προϋπόθεση ώστε η συνάντηση να οδηγήσει σε ένα δέσιμο, ώστε να «πιάσουν» οι ιδέες, να δέσουν μεταξύ τους· εν κατακλείδι: να συγκροτήσουν μια οργανική ενότητα.
Αυτή η διαδικασία με την οποία η ανάγνωση του κειμένου κινητοποιεί, ενεργοποιεί, στοιχεία που προϋπήρχαν στο μυαλό και στο συναίσθημα του αναγνώστη έχει δύο πλευρές: Η πρώτη πλευρά είναι το τυχαίο γεγονός ότι έφτασε στα χέρια μας το κείμενο, ίσως και το τυχαίο γεγονός ότι αποφασίσαμε να το διαβάσουμε. Η δεύτερη πλευρά είναι ότι υπήρχαν στο μυαλό και στο συναίσθημα στοιχεία που το κείμενο είναι σε θέση να κινητοποιήσει: πρέπει να υπάρχει ένα είδος εκλεκτικής συγγένειας ανάμεσα σε αυτά τα στοιχεία και στις ιδέες του κειμένου. Μια εκλεκτική συγγένεια, που κινητοποιεί ιδέες, παραστάσεις, συναισθήματα του αναγνώστη· στοιχεία που μπορούν να υπάρχουν ή να μην υπάρχουν, που είναι δηλαδή ενδεχόμενα. Υπό αυτές τις προϋποθέσεις πραγματοποιείται μια αστάθμητη συνάντηση· μια συνάντηση που μερικές φορές σου αλλάζει τη ζωή.
Αστάθμητη συνάντηση, παρέκκλιση, ενδεχόμενο, κινητοποίηση, δέσιμο, ενεργοποίηση, απουσία προορισμού· τέτοιες είναι οι έννοιες που στήνει στα πόδια τους ο Louis Althusser στο Υπόγειο Ρεύμα του Υλισμού της Συνάντησης· έννοιες με τις οποίες συγκροτεί ένα σύστημα εννοιών, μια ενότητα που προσδίδει στις έννοιες που ιδιοποιήθηκε, ως δομικά της υλικά, επαυξημένη υπόσταση, αφού τις ανέσυρε από την άχαρη ζωή μιας μεμονωμένης ύπαρξης, σαν μια καθημερινή γυναίκα που μπορεί τώρα πια να ντύνεται με ενδύματα υψηλής ραπτικής, να εντάσσει δηλαδή τα χαρίσματά της σε ένα σημειολογικό σύστημα που την υπερβαίνει και ταυτοχρόνως την αναδεικνύει.
Είναι αλήθεια ότι ο Louis Althusser δεν περιλαμβάνει ξεκάθαρα στο σχήμα του την έννοια της εκλεκτικής συγγένειας· σκοντάφτει ωστόσο πάνω της τρεις-τέσσερις φορές μέσα στο κείμενο κάθε φορά που δυσκολεύεται να εκφράσει την ιδέα ότι η συνάντηση δεν πραγματοποιείται μεταξύ άσχετων στοιχείων αλλά μεταξύ στοιχείων που προσφέρονται να δημιουργήσουν «δεσμούς», να «δέσουν», να συγκροτηθούν σε ενιαίο σύνολο. Η έννοια της εκλεκτικής συγγένειας, άρρητα, υπάρχει και σε άλλα λογικά σχήματα που δεν περνούν εύκολα απαρατήρητα, και τα οποία θα είχε ενδιαφέρον να τα χρησιμοποιήσει όποιος θα επεδίωκε να αναπτύξει περαιτέρω το σχήμα που μας κληροδότησε ο Louis Althusser για το αστάθμητο: Στη θεωρία του SigmundFreud για το άγχος, για παράδειγμα, αυτό εμφανίζεται σαν μια διαδικασία που καθώς αναπτύσσεται αρπάζει ό, τι την συμφέρει από το περιβάλλον της και το ενσωματώνει. Στο βιβλίο του The Nazi Dictatorship . Problems and Perspectives of Interpretation (1989), ο IanKershawχρησιμοποιεί ένα παραπλήσιο λογικό σχήμα αστάθμητου υλισμού, αν και σιωπηλά, επειδή αυτό ανήκει στη μεθοδολογία του που παραμένει άρρητη, προκειμένου να εξηγήσει τη διαδικασία ανάπτυξης του ναζισμού. Αποδίδει μεγάλη σημασία στο γεγονός ότι σε κάθε βήμα του το ναζιστικό καθεστώς συνάντησε διακλαδώσεις που ανοίγονταν συνεχώς μπροστά του. Στην ερμηνεία που δίνει για το ολοκαύτωμα, για παράδειγμα, σε αντίθεση με τις συνήθεις αναδρομικές ανακατασκευές, που συγκεντρώνουν τα ιστορικά στοιχεία για να τα αποδώσουν εκ των υστέρων σε μια αρχική πρόθεση που τελικά υλοποιήθηκε (ένα σχέδιο που ήταν, υποτίθεται, από παλιά μέσα στο μυαλό του Χίτλερ) ο IanKershaw εξηγεί το ολοκαύτωμα, όχι ως έργο ενός υποκειμένου (ο Φύρερ, το ναζιστικό κόμμα κλπ.) που είχε το σχέδιο και τελικά το υλοποίησε, αλλά ως διαδικασία χωρίς υποκείμενο, ως μια διαδικασία που ενσωμάτωνε στην πορεία της αστάθμητους παράγοντες οι οποίοι εξέτρεπαν την ιστορική πορεία, όταν αυτή έφτανε σε σημεία διακλάδωσης, προς την μια ή την άλλη κατεύθυνση.
Υπάρχουν και στις φυσικές επιστήμες λογικά σχήματα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον εμπλουτισμό της θεωρητικής κατασκευής του Louis Althusser για τον υλισμό της συνάντησης: από τις αλυσιδωτές συναντήσεις (που ο Althusser περιορίζεται να περιγράψει με τον όρο της «καραμπόλας») μέχρι τις διαδικασίες που παρουσιάζουν σημεία διακλάδωσης.
Ιδιαίτερη σημασία αποδίδει ο Althusserστη διάρκεια της συνάντησης: θα μπορούσε ωστόσο κάποιος να σκεφτεί ότι δεν χρειάζεται πάντοτε να διαρκεί μια συνάντηση. Πολλές φορές η συνάντηση έχει τα χαρακτηριστικά κεραυνοβόλου έρωτα. Ο ναζισμός ως εξουσία, για παράδειγμα, αναπτύχθηκε, ωρίμασε και έφτασε στα απόλυτα όριά του μέσα σε διάστημα 12-13 ετών, και τα επεισόδια της πορείας του είχαν καταιγιστικό χαρακτήρα. Ανάλογα φαινόμενα ραγδαίων αλλαγών μπορούμε να παρατηρήσουμε και στην Φυσική.
Εάν στρεφόταν προς στη Φυσική και όχι μόνο στη φιλοσοφική παράδοση, ο Louis Althusser θα έβρισκε εκεί πολύ γόνιμα παραδείγματα για να συμπληρώσει το σχήμα του. Προφανώς έχει αφήσει τη δουλειά αυτή σε όσους πρόκειται να την συνεχίσουν. Πράγματι, υπάρχει θέμα συνέχισης: Όλες οι παραπάνω παρατηρήσεις, για όσα θα μπορούσαν να προστεθούν στο σχήμα που μας δίνει ο Althusser για το υπόγειο ρεύμα του υλισμού της συνάντησης, υποδεικνύουν ότι το σχήμα αυτό είναι ανοιχτό και μας επιτρέπει να το αναστοχαστούμε και να εντάξουμε σε αυτό συμπεράσματα που μπορούν να προκύψουν από τη μελέτη περιπτώσεων είτε από τις φυσικές επιστήμες είτε από την επιστήμη της ιστορίας.
Δύο πιθανές παρανοήσεις μπορούν να γίνουν κατά την ανάγνωση του κειμένου για το υπόγειο ρεύμα του υλισμού της συνάντησης: Πρώτη παρανόηση: ο ιδεαλισμός της ανθρώπινης ελευθερίας. Καταλαβαίνει ο Althusser ότι μέσα από τη δική του διήγηση για το αστάθμητο ελλοχεύει ο κίνδυνος να διαβάσει ο αναγνώστης μια θεωρία της ανθρώπινης ελευθερίας. Πόσο πιθανό είναι αυτό μας το δείχνει η μακρά σειρά επιστημόνων των φυσικών επιστημών που μεταγράφουν την επιστημονική τους δουλειά σε φιλοσοφικό ιδεαλισμό (όπως για παράδειγμα ο Prigogine, ένας μεγάλος φυσικός που επιδίδεται στη φιλοσοφία για να εξυμνήσει την ανθρώπινη ελευθερία της βούλησης). Ο Althusser παίρνει τα μέτρα του γι’ αυτό και εξηγεί ότι ο υλισμός της συνάντησης δεν είναι ο υλισμός του Υποκειμένου αλλά ο υλισμός της διαδικασίας χωρίς υποκείμενο, για τον οποίο μας έχει ήδη μιλήσει επαρκώς πολλά χρόνια πριν.
Η άλλη πιθανή παρερμηνεία του κειμένου είναι αυτή που αφορά τη διάκριση ανάμεσα σε αυτό που παρατηρούμε μικροσκοπικά και σε αυτό που παρατηρούμε μακροσκοπικά: αυτό που παρατηρούμε σε επίπεδο ατόμων ή σε επίπεδο κοινωνίας. Στην οικονομική «επιστήμη», γίνεται λόγος για την μικροοικονομία που αναφέρεται στη δράση και τις προτιμήσεις των ατόμων και την μακροοικονομία που αναφέρεται στα οικονομικά φαινόμενα όπως τα παρατηρούμε μακροσκοπικά, σε κλίμακα κοινωνίας. Γενικότερα δε, στις «ανθρωπιστικές επιστήμες» έχουμε μιαν ολόκληρη παράδοση αστικής ιδεολογίας που παίρνοντας ως σημείο αφετηρίας τα άτομα φιλοδοξεί να ερμηνεύει όσα συμβαίνουν στην κοινωνία συνολικά. Αυτή η αντίληψη είναι εχθρική για τον Μαρξ και τον Louis Althusser. Η οικονομική θεωρία, που είναι η πιο προηγμένη μορφή αστικής ιδεολογίας, εμπλέκει και τα μαθηματικά σε αυτό: αποδεικνύει ότι εάν ξεκινήσουμε από τις προτιμήσεις των ατόμων που είναι προικισμένα με ελευθερία της βούλησης μπορούμε να εξηγήσουμε τα μακροοικονομικά φαινόμενα.
Ο Althusser κλείνει την πόρτα σε μια τέτοια παρερμηνεία εξηγώντας την άρθρωση του αστάθμητου με τους νόμους· νόμους όχι με την έννοια των νομικών αλλά με την έννοια των φυσικών επιστημών (βλ. την εισαγωγή του Μαρξ στο Κεφάλαιο). Ο Μαρξ αναφέρεται στην έννοια του οικονομικού νόμου ως μια εσωτερική και αναγκαία σχέση που υπάρχει μεταξύ δύο πραγμάτων, που ισχύει δε ανεξάρτητα από την γεωγραφία και την χρονική στιγμή (και για όσο καιρό διαρκεί ο τρόπος παραγωγής στον οποία αναφέρεται αυτός το νόμος). Αυτήν την έννοια χρησιμοποιεί και ο Althusser, προκειμένου να δέσει την έννοια του αστάθμητου όπως ήδη την έχει συγκροτήσει στις πρώτες σελίδες του κειμένου του για το υπόγειο ρεύμα του υλισμού της συνάντησης, με την αντίληψη των νόμων, επομένως της αναγκαιότητας, πάνω στην οποία είναι χτισμένο το Κεφάλαιο, το μεγάλο έργο του Καρλ Μαρξ. Σε αυτό το πλαίσιο εξηγεί ότι υπάρχει μια δομή του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής (που ορίζεται από τους αντικειμενικούς νόμους που διέπουν τη λειτουργία του) η οποία «αναθέτει σε καθένα εκ των στοιχείων της και θέση και νόημα και ρόλο». Εδώ επαναλαμβάνει αυτό που λέει ο Μαρξ στη δεύτερη κιόλας σελίδα του Κεφαλαίου, στην εισαγωγή, ότι υπάρχει πρωτοκαθεδρία του τρόπου με τον οποίο είναι χτισμένο το σύστημα επί των ατόμων. Τα άτομα είναι εν πολλοίς πιασμένα, σαν το ψάρι μέσα στα δίχτυα ενός συστήματος που λειτουργεί με αντικειμενικό τρόπο, με τρόπο δηλαδή που διαφεύγει της θέλησης (και συνήθως της συνείδησης) των μεμονωμένων ατόμων. Αυτό μας παραπέμπει στην περίφημη διατύπωση του Ένγκελς ότι τα άτομα μπορούν να είναι ελεύθερα όταν και στον βαθμό που γνωρίζουν τις αναγκαιότητες μέσα στις οποίες εμπλέκεται η ζωή τους. Επομένως, η ορθόδοξη μαρξιστική θεωρία αναγνωρίζει την πρωτοκαθεδρία του τρόπου με τον οποίο είναι χτισμένο το σύστημα, ο τρόπος παραγωγής, έναντι των ατόμων. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα άτομα μπορούν να εξομοιωθούν με ένα είδος αυτόματων μηχανών, αλλά ότι η δράση τους έχει πεδίο ελευθερίας περίκλειστο από τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το σύστημα, ο καπιταλισμός, και ότι τα άτομα είναι σε θέση να διανοίγουν μπροστά τους χώρους αυτονομίας μόνο στον βαθμό που γνωρίζουν τον τρόπο λειτουργίας του συστήματος μέσα στο οποίο οι ζωές τους παραμένουν εγκλωβισμένες.
Σε αυτή την αντίληψη της άρθρωσης των νόμων του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής με τους αστάθμητους παράγοντες υπό την πρωτοκαθεδρία των νόμων, ο Louis Althusser παραμένει απολύτως πιστός, και το διευκρινίζει πριν προχωρήσει στη σύζευξη της έννοιας των νόμων με την έννοια του αστάθμητου.
Για να προχωρήσει όμως, νιώθει αναγκασμένος – και είναι αναγκασμένος – να δώσει έναν ορισμό της συγκυρίας· διότι η σύζευξη αυτή δεν μπορεί να υπάρχει στον κόσμο των αφηρημένων εννοιών του τρόπου παραγωγής (έναν κόσμο από τον οποίο εκ κατασκευής έχουν αφαιρεθεί οι αστάθμητοι παράγοντες), αλλά στον συγκεκριμένο κόσμο των κοινωνικών σχηματισμών· εκεί όπου το αστάθμητο δεν έχει εξοβελιστεί για να αναδειχθούν οι εσωτερικές και αναγκαίες σχέσεις (δηλαδή οι νόμοι) του τρόπου παραγωγής στην καθαρότητά τους (όπως συμβαίνει στο Κεφάλαιο), αλλά εκεί όπου υπάρχει δίπλα τους και διαπλέκεται μαζί τους σε ένα παιχνίδι παρεκκλίσεων, ενδεχόμενων συναντήσεων και «δέσιμο»: στον κοινωνικό σχηματισμό, σε μια χώρα, στον χώρο όπου έχει νόημα να χρησιμοποιούμε την έννοια της συγκυρίας. Δίνοντας λοιπόν τον ορισμό της συγκυρίας, ο Louis Althusser μας μεταφέρει από το πεδίο ανάλυσης του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής στο πεδίο ανάλυσης των κοινωνικών σχηματισμών, ή μάλλον του κοινωνικού σχηματισμού: Παλιότερα, ο Louis Althusser όριζε τη συγκυρία ως συνάντηση, ζεύξη, κρυσταλλωμένη συνάντηση μεταξύ στοιχείων που σχετίζονται από συγγένεια, ορισμένα που ανήκουν στον τρόπο παραγωγής και ορισμένα που δεν ανήκουν σε αυτόν, είναι δηλαδή αστάθμητα, μπορούν να υπάρχουν ή να μην υπάρχουν σε μια δεδομένη ιστορική στιγμή ή σε δεδομένες γεωγραφικές συντεταγμένες. Τώρα συμπληρώνει τον ορισμό του με έναν τρόπο που εμπλουτίζει σημαντικά τον αρχικό του ορισμό: στο παιχνίδι της συγκυρίας, δεν εμφανίζονται μόνο όλα τα αστάθμητα στοιχεία αλλά και μια ολόκληρη ιδιάζουσα ιστορία που φέρνουν μαζί τους, το καθένα ξεχωριστά και το καθένα με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο. Αποκτάει έτσι η έννοια της συγκυρίας ένα απροσδόκητο βάθος ως ζεύξη όχι απλώς ενός μεγάλου αριθμού στοιχείων, αλλά ως ζεύξη ενός μεγάλου αριθμού από ιδιαίτερες ξεχωριστές ιστορίες. Έτσι, τα επίπεδα ανάλυσης της συγκυρίας πολλαπλασιάζονται καθώς κάθε μια από αυτές τις ιστορίες ενέχει μια δυναμική που της ανήκει αποκλειστικά· η συγκυρία δεν εμφανίζεται ως σύνθεση στοιχείων αλλά ξεχωριστών διαδικασιών χωρίς υποκείμενο. Έτσι, για μια ακόμη φορά, με το υπόγειο ρεύμα του υλισμού της συνάντησης, ο Louis Althusser μας μαθαίνει πώς να σκεφτόμαστε, και να σκεφτόμαστε σωστά. Για αυτό και το κείμενό του είναι διπλά απολαυστικό: όχι μόνο για αυτό που μας εξηγεί το ίδιο το κείμενο σε πρώτο πλάνο, αλλά και επειδή υπάρχει σε αυτό και ένα δεύτερο επίπεδο, στο παρασκήνιο, όπου ο Althusser, ασκώντας την τέχνη του, τη φιλοσοφία, μάς δείχνει πώς να σκεφτόμαστε με νέους και γόνιμους τρόπους· όπως ένας ενήλικος δείχνει σε ένα παιδί να παίζει ποδόσφαιρο ή μουσική: σαν μια πρακτική που μαθαίνουμε καθώς την ασκούμε.