ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ: ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ.1

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

 

των Δημήτρη Π. Σωτηρόπουλου, Γιάννη Μηλιού και Σπύρου Λαπατσιώρα

 

Υπάρχει ένας πολύ περιληπτικός – και ίσως προκλητικός – τρόπος συνόψισης του βασικού μηνύματος αυτής της μελέτης. Ο Μαρξ, στα ώριμα γραπτά του, υπογραμμίζει κάτι που απουσιάζει πράγματι από άλλες ετερόδοξες προσεγγίσεις του καπιταλισμού: τη σύλληψη της αξίας ως κοινωνικής σχέσης. Από το μακροσκελές χειρόγραφο των Grundrisse μέχρι την πρώτη έκδοση του Κεφαλαίου (την οποία επιμελήθηκε ο ίδιος) η εν λόγω αντίληψη της αξίας αποτελεί το σημείο εκκίνησης κάθε συγκεκριμένης απόπειρας ανάλυσης του καπιταλισμού. Η θέση αυτή αποτελεί κεντρικό σημείο με σημαντικές θεωρητικές και πολιτικές συνέπειες. Σημαίνει επίσης ότι αυτό που πράγματι απουσιάζει από τη μη-μαρξιστική Πολιτική Οικονομία είναι η κατανόηση του κεφαλαίου ως κοινωνικής σχέσης. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, στο μαρξικό σύστημα, οι έννοιες της αξίας, του χρήματος, του κεφαλαίου, της ιδεολογίας, της χρηματοπιστωτικής σφαίρας και της πάλης των τάξεων συνδέονται συστηματικά μεταξύ τους. Σε γενικές γραμμές, αυτός ακριβώς ήταν ο στόχος της έρευνας του παρόντος βιβλίου.

Ας επιστρέψουμε στο ζήτημα του χρήματος. Όπως υποστηρίξαμε στα Κεφάλαια 2 και 4, οι κυρίαρχες οικονομικές προσεγγίσεις αντιλαμβάνονται το χρήμα ως ένα βολικό μέσο ανταλλαγής, που υιοθετήθηκε προκειμένου να διευκολύνει τις προϋπάρχουσες εμπορευματικές σχέσεις (σχέσεις της αγοράς). Υπ’ αυτή την έννοια το χρήμα χαιρετίζεται ως μια λαμπρή εφεύρεση, η οποία μειώνει σε σημαντικό βαθμό τα κόστη συναλλαγών  (η κυρίαρχη συζήτηση για τις νομισματικές ενώσεις βασίζεται σ’ αυτήν ακριβώς την ιδέα, βλ. Κεφάλαιο 9). Θεωρείται ως ένα πραγματικά πανίσχυρο εργαλείο που μπορεί εύκολα να διαταράξει τις συνθήκες ισορροπίας και επομένως ο απώτερος στόχος των σχεδιαστών της (νομισματικής) πολιτικής είναι να αποκτήσουν ουσιαστικούς τρόπους εξουδετέρωσης του οικονομικού του ρόλου. Από την άλλη πλευρά, σε αντίθεση προς αυτή τη «μεταλλιστική» προσέγγιση, υπάρχει η «χαρταλιστική» θεωρητική προσέγγιση, η οποία αντιλαμβάνεται το χρήμα ως μια θεμελιώδη πιστωτική σχέση, ως ένα γραμμάτιο το οποίο προϋπάρχει των εμπορευματικών σχέσεων της αγοράς. Όλα τα διαφορετικά γραμμάτια αποτελούν αναπόσπαστα μέρη ενός δομημένου ιεραρχικού συστήματος στη βάση του οποίου θα βρούμε το κράτος. Το χρήμα δημιουργείται κατ’ αρχάς από την κυρίαρχη εξουσία του κράτους με την επιβολή φορολογικών υποχρεώσεων προς όλους τους πολίτες.

Οι δυο ανωτέρω σχολές σκέψης, παρά τις προφανείς διαφορές τους, έχουν ένα κοινό σημείο: δεν έχουν τη δυνατότητα να στοχαστούν την αξία ως κοινωνική σχέση. Στην περίπτωση της μεταλλιστικής παράδοσης, το εμπόρευμα είναι προγενέστερο του χρήματος και η έννοια της αξίας προηγείται της ανταλλαγής και είναι τελείως ξένη προς αυτήν. Ο χαρταλισμός κατά ένα τρόπο αντιστρέφει την αιτιακή σχέση μεταξύ εμπορεύματος και χρήματος, ωστόσο το χρήμα ως υποχρέωση παραμένει επίσης εξωτερικό προς την ανταλλακτική αξιακή σχέση. Η συλλογιστική αυτή διαφέρει από το πλαίσιο της μαρξικής ανάλυσης της αξιακής μορφής. Το εμπόρευμα και το χρήμα είναι όροι που συγκροτούνται ως τέτοιοι από τη σχέση στην οποία ενσωματώνονται: την αξιακή σχέση. Δεν μπορούν να υπάρξουν έξω από αυτή τη σχέση με τρόπο αυτόνομο και ανεξάρτητο· αλλά και η ίδια η σχέση αυτή δεν έχει κάποια προγενέστερη ύπαρξη. Η αξιακή σχέση υπάρχει μόνο στις συνιστώσες που την απαρτίζουν. Όπως ήδη υπογραμμίσαμε, έχουμε εδώ ένα ιδιαίτερο τύπο αιτιότητας όπου η δομή είναι εγγενής στα αποτελέσματά της και δεν υπάρχει εκτός αυτών (πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα σημεία της αλτουσεριανής ανάγνωσης του Μαρξ).

Το ερώτημα που ανακύπτει είναι το εξής: γιατί η διαφορά αυτή έχει σημασία για μια μελέτη της χρηματοπιστωτικής σφαίρας; Γιατί το μαρξικό πλαίσιο ανάλυσης της αξιακής μορφής οδηγεί σε μια ριζικά διαφορετική αντίληψη του σύγχρονου καπιταλισμού; Η απάντησή μας είναι απλή. Αν το χρήμα ως χρέος ορίζεται πριν από την αξιακή μορφή και ανεξάρτητα απ’ αυτήν, σε μια μη-μαρξική Πολιτική Οικονομία, τότε οδηγούμαστε σε ριζικά διαφορετικούς θεωρητικούς λόγους αναφορικά με το χρέος και τη χρηματοπιστωτική σφαίρα στον καπιταλισμό. Στην περίπτωση αυτή, η σχέση δανειστή - οφειλέτη γίνεται η γενικότερη κοινωνική σχέση, από την οποία προκύπτει μια ιδιαίτερη μορφή ανθρώπινης υποκειμενικότητας: του χρεωμένου ατόμου. Ο Lazzarato (2012)2 μας υπενθυμίζει ότι οι ρίζες αυτής της επιχειρηματολογίας θα πρέπει να αναζητηθούν στη Γενεαλογία της Ηθικής του Νίτσε [Nietzche], ωστόσο χαρακτηρίζουν επίσης τα «Σχόλια στον Τζαίημς Μιλ» του νεαρού Μαρξ, σε μια περίοδο όπου ο τελευταίος βρισκόταν υπό την έντονη θεωρητική επιρροή του Φόυερμπαχ [Feurbach]. Μ’ αυτό τον τρόπο:

«Η συγκρότηση της κοινωνίας και η εξημέρωση του ανθρώπου προκύπτει […] από τη σχέση μεταξύ δανειστή και οφειλέτη. Μ’ αυτό τον τρόπο ο Νίτσε ανάγει την πίστη σε βάση των  κοινωνικών σχέσεων, απορρίπτοντας κάθε εξήγηση “αγγλικού τύπου”, δηλαδή κάθε εξήγηση που στηρίζεται στην ανταλλαγή ή τον τόκο» (Lazzarato 2012: 39).

 

Όπως επιχειρήσαμε να αποδείξουμε στο πρώτο μέρος του παρόντος βιβλίου, οι ποικίλες μη μαρξικές ετερόδοξες προσεγγίσεις αποδέχονται γενικά την ύπαρξη μιας ασύμμετρης κοινωνικής σχέσης δανειστή - οφειλέτη, η οποία είτε περικλείει και υποτάσσει (ή παραμορφώνει) όλες τις άλλες οικονομικές δραστηριότητες, ή συνυπάρχει μ’ αυτές με τρόπο ανταγωνιστικό και ασυμβίβαστο.

Η επιχειρηματολογία του Μαρξ διαφοροποιείται από πολλές απόψεις από το ανωτέρω σχήμα. Βεβαίως η υλικότητα του χρήματος είναι η πιστωτική υποχρέωση (και αυτό δεν μπορεί να οριστεί ανεξάρτητα από το θεσμικό πλαίσιο ενός χρηματοπιστωτικού συστήματος) αλλά, ουσιαστικά, το χρήμα οφείλει την ύπαρξή του στην αξιακή σχέση. Υφίσταται πρώτα απ’ όλα ως αναπαράσταση της αξίας, ως μορφή της αξίας των εμπορευμάτων, και έχει τη δυνατότητα να μετατραπεί, αμέσως, σε οποιαδήποτε αξία χρήσης. Υπ’ αυτή την έννοια, το χρήμα πρέπει να παρίσταται από τον τύπο X–E και το εμπόρευμα από τον τύπο E–X. Η αξία δεν μπορεί να προσδιοριστεί ξεχωριστά από, και πριν από τις μορφές της. Το εμπόρευμα έχει «προγραμματιστεί» ως τιμή πριν εισέλθει στη διαδικασία ανταλλαγής· βρίσκεται λοιπόν πάντα σε μια ιδεατή σχέση με το χρήμα.

Στην ανάλυση του Μαρξ, η αξιακή σχέση είναι μια αφηρημένη έκφραση (ή εμβρυακή μορφή) της κεφαλαιακής σχέσης όπου το χρήμα λειτουργεί ως αυτοσκοπός. Από αυτή την άποψη, το χρέος ως κοινωνική κατηγορία υπάγεται τώρα στη λογική του κεφαλαίου. Έχουμε εδώ μια σημαντική εννοιολόγηση με πολλές και κρίσιμες συνέπειες για την κατανόηση του καπιταλισμού. Η πιο συγκεκριμένη μορφή του κεφαλαίου στις καπιταλιστικές κοινωνίες ήταν πάντα ένας χρηματοπιστωτικός τίτλος συνδεδεμένος με μια υποχρέωση. Επομένως, το χρέος έχει κεντρική σημασία και όχι μόνο επειδή η (ποσοτική) δημιουργία του διέπεται από τη δυναμική του κεφαλαίου (προσδιορισμένη από τη ζήτηση). Σ’ ένα αφηρημένο επίπεδο (πριν από την εισαγωγή άλλων σχέσεων χρέους), το κεφάλαιο περιλαμβάνει τη σχέση δανειστή - οφειλέτη και προσλαμβάνει τη μορφή ενός χρηματοπιστωτικού τίτλου. Παραδόξως, το χρέος παραμένει και πάλι κεντρικό θέμα στο μαρξικό λόγο, ωστόσο τώρα τα ερωτήματα που τίθενται είναι διαφορετικά, διότι συναντάμε μια διαδικασία πραγμοποίησης: μια κοινωνική σχέση (κεφάλαιο) η οποία υπάρχει ως ένα sui generis εμπόρευμα (ή χρηματοπιστωτικός τίτλος – γραμμάτιο). Για να το πούμε απλά, το σημαντικό σημείο αναφορικά με την πιστωτική σχέση στο μαρξικό πλαίσιο (και που είναι επίσης σημαντικό για την ερμηνεία του καπιταλισμού στη σύγχρονη εκδοχή του) είναι να κατανοήσουμε γιατί αυτό το αξιόγραφο κυκλοφορεί ως εμπόρευμα με μια τιμή που διαφέρει από το αρχικό ποσό που αναγράφεται στη χρηματοπιστωτική υποχρέωση. Με άλλα λόγια, το μυστικό της καπιταλιστικής κοινωνίας έγκειται στο γεγονός ότι κάθε πιστωτική υποχρέωση έχει μια τιμή ή όπως το έθεσε ο Μαρξ, ότι «το κεφάλαιο ως κεφάλαιο γίνεται εμπόρευμα». Ακριβώς αυτό το σημείο υποτιμήθηκε τελείως από τη μη-μαρξιστική Πολιτική Οικονομία (ή ακόμα περισσότερο, από τη μαρξιστική συζήτηση επίσης).

Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, ο Μαρξ χρησιμοποιεί την έννοια του τοκοφόρου κεφαλαίου προκειμένου να περιγράψει την πιο συγκεκριμένη μορφή κεφαλαίου, τον τρόπο ύπαρξης του κεφαλαίου στην καπιταλιστική πραγματικότητα. Και, βεβαίως, το περιεχόμενο του τοκοφόρου κεφαλαίου (του κεφαλαίου ως χρηματοπιστωτικού τίτλου) εγκαλεί την έννοια του πλασματικού κεφαλαίου ως περαιτέρω επεξήγησης της όλης διαδικασίας. Εδώ η χρήση του όρου «πλασματικός» δεν θα πρέπει να δημιουργεί συγχύσεις. Το κεφάλαιο υπάρχει ως εμπόρευμα με μια ορισμένη αξία. Υπάρχει ως Ε–Χ. Η διαδικασία τιμολόγησης είναι απολύτως κρίσιμη γιατί διαμεσολαβεί την εμπορευματοποίηση (τιτλοποίηση) της διαδικασίας της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Η τιμή του κεφαλαίου δεν είναι φανταστική, τυχαία ή ψυχολογική: είναι πλασματική. Δεν οφείλει την ύπαρξή της στα «κόστη παραγωγής» και προφανώς δεν είναι ίση με «το χρηματικό ποσό που αλλάζει χέρια» ή με κάποια αρχική αξία που αναγράφεται στο χρεόγραφο. Είναι το αποτέλεσμα μιας ιδιαίτερης αναπαράστασης της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, η οποία μεταφράζει τα αποτελέσματα της πάλης των τάξεων σε ποσοτικά σήματα. Από αυτή την οπτική γωνία, την έννοια του πλασματικού κεφαλαίου μπορούμε να τη συλλάβουμε πλήρως μόνο στο πλαίσιο της μαρξικής υλιστικής θεωρίας του φετιχισμού και της ιδεολογίας. Το γεγονός αυτό εξηγεί επίσης τον γρίφο, για ποιο λόγο ο Μαρξ συνέδεε τόσο στενά και προσεκτικά τη συζήτηση για τη χρηματοπιστωτική σφαίρα με το ζήτημα του φετιχισμού (βλ. την ανάλυσή μας στο Μέρος ΙΙΙ του παρόντος βιβλίου).

Αν η τιμή του κεφαλαίου ως χρεογράφου βασίζεται σε μια ιδιαίτερη αναπαράσταση της καπιταλιστικής πραγματικότητας (στο εσωτερικό της προβληματικής της αστικής ιδεολογίας), το ζήτημα της πληροφοριακού τύπου αποτελεσματικότητας των αγορών παύει να έχει κεντρική σημασία για την κατανόηση της χρηματοπιστωτικής σφαίρας. Το μεγάλο μυστικό της χρηματοπιστωτικής σφαίρας είναι ότι η διαδικασία αποτίμησης δεν σχετίζεται μόνο με κάποιο ανταγωνιστικό προσδιορισμό της τιμής των τίτλων, αλλά πριν απ’ όλα παίζει ενεργό ρόλο στην αναπαραγωγή των σχέσεων καπιταλιστικής εξουσίας. Η πραγμοποίηση των κοινωνικών σχέσεων (και ο μετασχηματισμός τους σε χρηματοπιστωτικά προϊόντα) τις κάνει να εμφανίζονται ως αντικείμενα εμπειρίας που είναι πάντα – ήδη – ποσοτικοποιήσιμα στο πλαίσιο μιας ιδεολογικής (παρ)ερμηνείας της πραγματικότητας, η οποία ταυτόχρονα συνδέεται με έναν ορισμένο τύπο συμπεριφοράς. Αυτό είναι το κρίσιμο μήνυμα της επιχειρηματολογίας του Μαρξ σχετικά με το φετιχισμό και τη χρηματοπιστωτική σφαίρα.

Το επόμενο βήμα συνίσταται στο να επεκτείνουμε την ανωτέρω έννοια του πλασματικού κεφαλαίου σε διάφορες κατηγορίες χρέους. Οι χρηματοπιστωτικές αγορές είναι σύνολα συναλλαγών που επιτρέπουν την εμπορευματοποίηση διαφόρων σχέσεων εξουσίας. Η σχέση πίστωσης - χρέους δεν αναφέρεται αποκλειστικά στη λειτουργία της καπιταλιστικής επιχείρησης αλλά μπορεί επίσης να εφαρμοστεί και στην περίπτωση της κυβέρνησης ενός κράτους, συνταξιοδοτικών σχημάτων, πανεπιστημίων, νοικοκυριών, κλπ. Υπ’ αυτή την έννοια, οι χρηματοπιστωτικές αγορές φαίνεται να χάνουν την ομοιομορφία τους καθώς περιλαμβάνουν ένα «πληθυσμό» ετερογενών δρώντων, οι οποίοι, βεβαίως είναι προϊόντα διαφορετικών σχέσεων εξουσίας. Εδώ ακριβώς κάνει την εμφάνισή του στη συζήτηση ο κίνδυνος και η έννοια (στο πλαίσιο της δικής μας ανάλυσης) της κυβερνησιμότητας. Η πολυπλοκότητα αυτή δεν οδηγεί στην κατάρρευση της χρηματοπιστωτικής σφαίρας, αλλά αντιθέτως, σημαίνει ότι η χρηματοπιστωτική σφαίρα, σε συνδυασμό με ένα ορισμένο τρόπο χρηματοδότησης, καθίσταται μια τεχνολογία εξουσίας που διασφαλίζει αποτελεσματικά την αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας. Προκειμένου να περιγράψουμε καλύτερα αυτή τη σημαντική διάσταση της χρηματοπιστωτικής σφαίρας, δανειστήκαμε μια έννοια από τα κείμενα του Φουκώ: την έννοια της κυβερνησιμότητας. Δεν πρόκειται για απλό δανεισμό. Η ιδέα συνίσταται στην πλήρη «απαλλοτρίωση» της έννοιας και την κατάλληλη χρήση της με σκοπό την επεξεργασία μιας μαρξικής ανάλυσης της Πολιτικής Οικονομίας. Το εννοιολογικό αυτό δάνειο και ο επακόλουθος μετασχηματισμός του, μας επιτρέπει να κατανοήσουμε πώς μέχρι τώρα αναπτύχθηκε η χρηματιστικοποίηση ως τεχνολογία εξουσίας, πώς επικάθησε σε άλλες κοινωνικές σχέσεις εξουσίας με σκοπό την οργάνωση και την ενίσχυση της ισχύος και της αποτελεσματικότητάς τους.

Ο κίνδυνος παύει πλέον να αποτελεί έννοια εξωτερική προς τη λογική του κεφαλαίου. Σε αντίθεση με την πλειονότητα των σχετικών κοινωνικών προσεγγίσεων, ο κίνδυνος δεν είναι μια εξωγενής απειλή, αλλά μια ιδεολογική αναπαράσταση της ίδιας της δυναμικής της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και κυριαρχίας. Είναι δηλαδή εγγενής στη λειτουργία του πλασματικού κεφαλαίου. Η τιμολόγηση του χρεογράφου βασίζεται στον κίνδυνο, υπό την έννοια ότι εξαρτάται από μια προγενέστερη αναπαράσταση της καπιταλιστικής πραγματικότητας. Προϋποθέτει ένα τρόπο αναπαράστασης, ταυτοποίησης, διευθέτησης και ταξινόμησης ορισμένων κοινωνικών γεγονότων της εμπειρικής πραγματικότητας τα οποία κατ’ αρχήν «ξεχωρίζονται» (με ιδεολογικά κριτήρια) και στη συνέχεια αντικειμενοποιούνται ως κίνδυνοι. Με άλλα λόγια, η αποτίμηση των χρεογράφων (κεφαλαιοποίηση) είναι εφικτή μόνο εφόσον υπάρχει κάποιος προσδιορισμός του κινδύνου, δηλαδή μόνο εφόσον αντικειμενοποιηθούν, αποτιμηθούν και  εκτιμηθούν ως κίνδυνοι, συγκεκριμένα πιθανολογούμενα γεγονότα. Τη διαδικασία αυτή την αποκαλέσαμε «προσαρμογή στο ενδεχόμενο». Δεν θα επαναλάβουμε όλα τα βήματα της συλλογιστικής μας. Θα θέλαμε ωστόσο να υπογραμμίσουμε δυο πολύ σημαντικές στιγμές αυτής της «προσαρμογής στο ενδεχόμενο».

Από τη μια πλευρά, είναι μάλλον προφανές ότι οι χρηματοπιστωτικές αγορές κανονικοποιούν στη βάση του κινδύνου μέσω της απονομής ενός προφίλ κινδύνου σε κάθε παράγοντα της αγοράς. Ωστόσο, αυτή η διαδικασία κανονικοποίησης δεν πρέπει να ιδωθεί ως μια διαδικασία που δημιουργεί μια γενική μορφή υποκειμενικότητας: της υποκειμενικότητας του «χρεωμένου ανθρώπου» ή του «επιχειρηματία του εαυτού» (Φουκώ) – σε κάθε περίπτωση, δεν μιλάμε εδώ μόνο για άτομα. Η κανονικοποίηση αυτή στη βάση του κινδύνου αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της φύσης της χρηματοπιστωτικής σφαίρας ως τεχνολογίας εξουσίας. Εγκλωβίζει τους ατομικούς συμμετέχοντες στην αγορά σε ένα κόσμο κινδύνων. Υπαγορεύει τη συμμόρφωση στους κοινωνικούς ρόλους που επιβάλλονται από τις σχέσεις εξουσίας. Διασφαλίζει τη δομή της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και την αναπαραγωγή της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Ταυτόχρονα, δεν συνδέεται απλά με την γενίκευση της αμοιβαίας χρέωσης, αλλά κυρίως με την επιβολή σε κάθε παράγοντα της αγοράς μιας λογιστικής ισολογισμού. Ο κίνδυνος αποτελεί κάτι που δεν θα πρέπει απλώς να αντισταθμιστεί, αλλά και να αξιοποιηθεί, να διαφοροποιηθεί,  να ανασυσκευαστεί και εν τέλει να αποτελέσει αντικείμενο συναλλαγής. Η βάση γι’ αυτό το τελευταίο είναι η εμπορευματοποίηση και των δύο πλευρών του ισολογισμού: η τιτλοποίηση των χρεωστικών υποχρεώσεων (η πλευρά του παθητικού του ισολογισμού) βαδίζει παράλληλα με μια αντίστοιχη τιτλοποίηση των προοπτικών εσόδων (των στοιχείων ενεργητικού του ισολογισμού). Παρ’ όλα αυτά, η συνολική δομή της καπιταλιστικής εξουσίας δεν έχει απορροφηθεί από τη χρηματοπιστωτική σφαίρα. Η πλήρης ανάλυση του καπιταλισμού, και η αναπαραγωγή του, ξεφεύγει από τα όρια της χρηματοπιστωτικής σφαίρας και προϋποθέτει μια ιδιαίτερη θεωρία της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, του καπιταλιστικού ανταγωνισμού (της συγκρότησης του κοινωνικού κεφαλαίου), της καπιταλιστικής ιδεολογίας (υπό τη μορφή των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους) και, βεβαίως, του καπιταλιστικού κράτους.

Από την άλλη πλευρά, η επιχειρηματολογία μας σε σχέση με τη χρηματοπιστωτική σφαίρα δίνει ένα τελείως διαφορετικό νόημα στην ανάδυση των αγορών παραγώγων. Οι αγορές αυτές, ως εμπορευματοποιήσεις κινδύνου, παίζουν κεντρικό ρόλο στη λειτουργία της χρηματοπιστωτικής σφαίρας ως τεχνολογίας εξουσίας. Ορίζουν ένα κοινό μέτρο σύγκρισης των διαφόρων κατηγοριών κινδύνου (συμμετροποιούν τους κινδύνους) και, από αυτή την άποψη, σταθεροποιούν τον πειθαρχικό ρόλο της χρηματοπιστωτικής σφαίρας, αναπαριστώντας με ομοιόμορφο τρόπο τις διάφορες πλευρές του κυκλώματος του κεφαλαίου (σε απόλυτη συμφωνία με το φετιχιστικό χαρακτήρα της ύπαρξης μιας τέτοιας ιδεολογικής αναπαράστασης). Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, συμπεράναμε ότι τα παράγωγα δεν αποτελούν το θηρίο της κερδοσκοπίας, αλλά αναγκαία προϋπόθεση για την οργάνωση της κυριαρχίας του κεφαλαίου. Η ανάδυση των παραγώγων δεν συνεπάγεται «λιγότερη» εκμετάλλευση (υπό την έννοια μιας αύξησης των μη-παραγωγικών ή κερδοσκοπικών δραστηριοτήτων) αλλά «περισσότερη».

Αυτός ο τύπος συλλογιστικής προκύπτει άμεσα από τη θεωρητική προβληματική του Μαρξ στο Κεφάλαιο. Προσφέρει μια τελείως διαφορετική ερμηνεία του σύγχρονου καπιταλισμού (ή της χρηματιστικοποίησης) από αυτές που συναντάμε συνήθως στις κυρίαρχες ή τις ετερόδοξες προσεγγίσεις. Προσφέρει τις αναγκαίες βάσεις για μελλοντικές αναλύσεις και ερευνητικές εργασίες σε σχέση με τη φύση του σύγχρονου καπιταλισμού. Συνεπάγεται επίσης ένα κεντρικό πολιτικό μήνυμα. Θα χρειαζόμασταν ένα δεύτερο βιβλίο προκειμένου να διευκρινίσουμε αυτό το σημείο, ωστόσο μπορούμε να αξιοποιήσουμε τις υπόλοιπες λίγες γραμμές αυτού του επιλόγου ώστε να δώσουμε ένα γενικό περίγραμμα της ιδέας μας.

Πρώτον, η ανάδυση της χρηματοπιστωτικής σφαίρας δεν αποτελεί ούτε απειλή για το κεφάλαιο, ούτε υποδηλώνει κάποια αδυναμία του τελευταίου (π.χ. την αδυναμία του να διασφαλίσει κατάλληλα υποδείγματα συσσώρευσης). Η χρηματοπιστωτική σφαίρα ορίζει μια ιδιαίτερη τεχνολογία εξουσίας (σε συνδυασμό με ένα ιδιαίτερο τρόπο χρηματοδότησης των οικονομικών δραστηριοτήτων), η οποία βρίσκεται σε απόλυτη συμφωνία με τη φύση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Τα παράγωγα αποτελούν αναπόσπαστα μέρη αυτής της διαδικασίας, στο βαθμό που αυτή διαφοροποιεί και κανονικοποιεί στη βάση του κινδύνου, αλλά και επίσης ενοποιεί (ορίζει το κοινό μέτρο σύγκρισης) σε μια ενιαία ερμηνεία, τις επιμέρους οικονομικές δραστηριότητες και την ιδεολογική αναπαράσταση της πραγματικότητας.

Δεύτερον, ενώ η χρηματοπιστωτική σφαίρα δεν είναι εξωγενής προς την καπιταλιστική εξουσία, δεν συμπίπτει με αυτή. Με άλλα λόγια, η χρηματοπιστωτική σφαίρα δεν απορροφά τις καπιταλιστικές σχέσεις και, βεβαίως, δεν είναι συγχρονική με τη δυναμική τους. Η κοινωνική γεωγραφία των τελευταίων δεν επικαλύπτεται με τη διαμόρφωση της σύγχρονης χρηματοπιστωτικής σφαίρας. Το σημαντικότερο ωστόσο είναι ότι το κοινωνικό όλον αποτελεί μια δομημένη και σύνθετη ολότητα, η αναπαραγωγή της οποίας δεν είναι δυνατόν να «εξαρτάται» αποκλειστικά από αυτή τη λειτουργία της χρηματοπιστωτικής σφαίρας. Για παράδειγμα, ο κεντρικός ρόλος του καπιταλιστικού κράτους και των ιδεολογιών που συνδέονται με αυτό εκπληρούν μια κρίσιμη λειτουργία στην οργάνωση της ταξικής κυριαρχίας του κεφαλαίου.

Τρίτον, η «πάλη» κατά της χρηματοπιστωτικής σφαίρας, το αίτημα να μετασχηματιστεί σε δημόσιο αγαθό υπό δημοκρατικό έλεγχο αποτελεί ριζοσπαστικό στόχο στις σύγχρονες συνθήκες, ως μέσο αμφισβήτησης της κοινωνικής φύσης του χρηματοπιστωτικού τοπίου. Είναι επίσης δυνατόν να αναδείξει διαφορετικές προσεγγίσεις της οικονομικής και νομισματικής πολιτικής. Ωστόσο, δεν είναι δυνατόν, αφ’ εαυτής να εγγυηθεί την ανατροπή του καπιταλιστικού καθεστώτος, εφόσον από μόνη της δεν αμφισβητεί την καρδιά της καπιταλιστικής εξουσίας, που βρίσκεται στην κεφαλαιακή σχέση και το αστικό κράτος. Η αντίσταση στη χρηματοπιστωτική σφαίρα είναι, πρακτικά, μια διαδικασία απο-κανονικοποίησης (απο-ατομικοποίησης), που απελευθερώνει τους ανθρώπους από τη απειλή του κινδύνου, προσφέροντάς τους περισσότερο χώρο για να «αναπνεύσουν» και να οργανώσουν τους αγώνες τους εναντίον των πολύμορφων καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας. Ωστόσο, δεν εξαλείφει, ούτε αποσυνθέτει αυτές τις τελευταίες. Υπ’ αυτή την έννοια, η πάλη εναντίον της σύγχρονης χρηματοπιστωτικής σφαίρας θα πρέπει να συνδέεται με ένα γενικότερο αντικαπιταλιστικό σχέδιο το οποίο, μεταξύ των άλλων μετώπων, θα πρέπει να επιδιώξει την κατάληψη και καταστροφή του καπιταλιστικού κράτους…

 

1 Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί τον επίλογο του ομώνυμου βιβλίου που θα κυκλοφορήσει σύντομα από τις εκδόσεις Angelus Novus (http://www.angelus-novus.gr/).

2 Lazzarato, M. (2012) The Making of Indebted man, Los Angeles: Semiotext(e).