Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ
ΣΤΗ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΙΚΗ ΑΥΣΤΡΙΑ:
ΚΡΙΣΗ, ΛΙΤΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΦΑΣΙΣΜΟΣ
της Μαρία Μαρκαντωνάτου
Εισαγωγή
Το άρθρο συζητάει ορισμένες σημαντικές αναλογίες ανάμεσα στην πολιτική που εφαρμόστηκε στην Αυστρία στη διάρκεια του μεσοπολέμου και στην Ελλάδα μετά το 2010. Το πρόγραμμα «οικονομικής ανασυγκρότησης της Αυστρίας» (1922) υπό την αιγίδα της Κοινωνίας των Εθνών επέβαλλε – προκειμένου να παρέχει δάνεια – μια σειρά από μέτρα (περικοπές μισθών, συντάξεων και κοινωνικών δαπανών για υγεία και εκπαίδευση, απολύσεις, συρρίκνωση του δημοσίου τομέα και του κράτους πρόνοιας κ.ά.), ανάλογα με αυτά που επιβάλλονται στην Ελλάδα, με συγκρίσιμες συνέπειες (ύφεση, αποπληθωρισμός, ανεργία, κοινωνικές και πολιτικές κρίσεις κ.ά.) και με συγκρίσιμο τρόπο (παροχή δόσεων δανείου κατόπιν περιοδικής αξιολόγησης από επιτροπή πιστωτών). Αυτές οι αναλογίες κάνουν την εξέταση του αυστριακού προγράμματος λιτότητας χρήσιμη, καθώς επιτρέπουν συγκριτικές παρατηρήσεις για την ελληνική κρίση.
Για τη συζήτηση του αυστριακού προγράμματος χρησιμοποιούνται ορισμένες παρατηρήσεις του Karl Polanyi, ενός θεωρητικού που ζούσε στη Βιέννη ακριβώς εκείνη την περίοδο, παρακολουθούσε τις εξελίξεις και παρείχε σχετικές αναλύσεις. Μάλιστα στο έργο του Ο Μεγάλος Μετασχηματισμός ενσωματώνει το αυστριακό επεισόδιο στο βασικό του θεωρητικό επιχείρημα περί «χωρισμού οικονομίας-κοινωνίας». Αντίθετα από ορισμένες μαρξιστικές προσεγγίσεις περί δημοκρατίας ως επιφαινόμενο ή συμπλήρωμα του καπιταλισμού, η θέση του Polanyi είναι ότι καπιταλισμός και δημοκρατία συνιστούν δομικώς ασύμβατα συστήματα και ότι σε εποχές κρίσης η τάση είναι να θυσιαστεί το δεύτερο υπέρ του πρώτου. Στη θέση αυτή μπορεί να εγγραφεί ένα «αυστριακό» υπόβαθρο, αφού το αυστριακό επεισόδιο προσδίδει στον «χωρισμό» όχι μόνο την έννοια της δομικής έντασης καπιταλισμού-δημοκρατίας, αλλά πιο συγκεκριμένα, την έννοια μιας υλικά συμπυκνωμένης σύγκρουσης ανάμεσα στις φιλελεύθερες αρχές/απαιτήσεις των διεθνών οικονομικών ελίτ (όπως της Κοινωνίας των Εθνών ή της Τρόικα) και της κοινωνίας (αυστριακής, ελληνικής ή άλλης), δηλαδή εκείνων των κοινωνικών μερίδων σε βάρος των οποίων εφαρμόζονται οι σχετικές πολιτικές, π.χ. ως προς τους μισθούς, τις δυνατότητες συλλογικής διαπραγμάτευσης, τα κοινωνικά δικαιώματα και τον δημοκρατικό έλεγχο της οικονομικής ζωής. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει, σε αυτό το πλαίσιο, η θέση του Polanyi ότι ο φιλελεύθερος «αυταρχικός παρεμβατισμός», όπως τον ονομάζει, της Κοινωνίας των Εθνών και η επιμονή της να προωθήσει τη μεταπολεμική ανασυγκρότηση με όρους φιλελευθερισμού του 19ου αιώνα (κανόνας του χρυσού, πολιτικές σκληρού νομίσματος, αδύναμο κοινωνικό κράτος, πειθάρχηση της εργασίας) τελικά όχι μόνο δεν απέτρεψε την οικονομική κατάρρευση μετά το 1931, τον αυστροφασισμό και τη δικτατορία, αλλά, αντίθετα, συνέβαλλε καθοριστικά σε αυτά.
1. Συγκρίνοντας δυο «Μνημόνια»
«Στην Ελλάδα, ένα καθεστώς επιβαλλόμενο από το Βερολίνο, το Παρίσι και τις Βρυξέλλες έχει φέρει τη χώρα σε μια κατάσταση όπως αυτή της Αυστρίας το 1922, όταν ένας ύπατος αρμοστής είχε διοριστεί στη Βιέννη, υπό την αιγίδα της Κοινωνίας των Εθνών, προκειμένου η οικονομία να λειτουργήσει προς ικανοποίησή της» (Anderson 2010: 57).
Παρότι οι ιστορικές συνθήκες διαφέρουν πλήρως, υπάρχουν μια σειρά από σαφείς ομοιότητες ανάμεσα στην πολιτική που ασκείται στην Ελλάδα μετά το 2010 και στην Αυστρία των δεκαετιών 1920 και 1930, ομοιότητες που, κατά τη διάρκεια της ελληνικής κρίσης, δεν πέρασαν απαρατήρητες και από ορισμένες αυστριακές εφημερίδες.1 Αντιμέτωπες με τις οικονομικές τους κρίσεις, η μεσοπολεμική Αυστρία και η Ελλάδα της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα στράφηκαν προς διεθνείς πιστωτές και εξαναγκάστηκαν να δεχθούν τόσο τους δημοσιονομικούς όσο και τους πολιτικούς τους όρους. Συγκεκριμένα, το 1922, η χριστιανοκοινωνική κυβέρνηση της Αυστρίας με καγκελάριο τον Ignaz Seipel στράφηκε στην Κοινωνία των Εθνών, προκειμένου να ζητήσει οικονομική βοήθεια για την κρίση υπερπληθωρισμού που αντιμετώπιζε και για να διασώσει μια σειρά από χρεοκοπημένες τράπεζες. Παρομοίως έπραξε, ως γνωστόν, και η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ το 2010, προκειμένου να αντιμετωπίσει την ανοδική πορεία των επιτοκίων δανεισμού, το υψηλό έλλειμμα και τον αποκλεισμό της χώρας από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές. Και οι δυο χώρες ακολούθησαν αυτό που στη δεκαετία του 1930 ονομαζόταν στην Κεντρική Ευρώπη «πολιτική της εκπλήρωσης» (Erfüllungspolitik), δηλαδή τη λογοδοσία και στενή επιτήρηση για την εκπλήρωση συγκεκριμένων μέτρων.
Αν στην Ελλάδα η επιτήρηση γινόταν από την Τρόικα, τους «θεσμούς» ή «εταίρους» στο πλαίσιο της Ευρωζώνης, στην Αυστρία γινόταν από την Κοινωνία των Εθνών και την «Οικονομική Επιτροπή» (Financial Committee) της με έναν «Κομισάριο» της Κοινωνίας των Εθνών εγκατεστημένο στη Βιέννη. Αν στην Ελλάδα στόχος ήταν η εφαρμογή των μέτρων των «Μνημονίων Κατανόησης», στην Αυστρία στόχος ήταν η εφαρμογή μέτρων στο πλαίσιο της λεγόμενης «εξυγίανσης της Γενεύης» (Genfer Sanierung). Όπως και στην Ελλάδα, αρμοδιότητα των επιτηρητών και των διαφόρων επιτροπών της Κοινωνίας των Εθνών ήταν ο έλεγχος και η αξιολόγηση του ετήσιου προϋπολογισμού, η παροχή δόσεων δανείου σε περίπτωση έγκρισης και η επίβλεψη μιας σειράς μεταρρυθμίσεων στον τραπεζικό τομέα, τη δημόσια διοίκηση, τις κοινωνικές υπηρεσίες, το σύστημα υγείας, εκπαίδευσης κ.ά.
Η Αυστρία ήταν η πρώτη χώρα που έλαβε δάνεια από την Κοινωνία των Εθνών στην περίοδο του μεσοπολέμου. Η Ελλάδα, στη διάρκεια της πρόσφατης κρίσης, ήταν η πρώτη χώρα που έλαβε δάνεια τόσο από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕΤΧΣ), όσο και από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (EΜΣ). Μετά από τα δάνεια στην Αυστρία, η Κοινωνία των Εθνών παρείχε μια σειρά από δάνεια στην Ουγγαρία, τη Βουλγαρία, την Ελλάδα και την Εσθονία (Polanyi 1933[α]: 72). Μετά από τα μνημονιακά δάνεια στην Ελλάδα, δάνεια παραχωρήθηκαν από το ΕΤΧΣ στην Ιρλανδία και την Πορτογαλία και από τον ΕΜΣ στην Ισπανία και την Κύπρο. Προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα ελλείμματα και να αυξηθεί η διεθνής τους «ανταγωνιστικότητα», αποπληθωριστικές πολιτικές ακολουθήθηκαν από την Αυστρία και συνεχίζουν να ακολουθούνται από την Ελλάδα. Σκοπός ήταν η εκ νέου εισαγωγή του κανόνα του χρυσού στην περίπτωση της Αυστρίας και, στην περίπτωση της Ελλάδας, η παραμονή σε αυτό που έχει από ορισμένους χαρακτηριστεί «κανόνας του ευρώ» (Dellas/Tavlas 2012: 19) ή και «de facto κανόνας του χρυσού» (Streeck 2015).
Όπως ήδη σημειώσαμε, ένας θεωρητικός, ο οποίος ζούσε στη Βιέννη εκείνη την περίοδο (από το 1919 ως το 1933), παρακολουθούσε τα γεγονότα και έγραφε γι’ αυτά ήταν ο Karl Polanyi. Η αυστριακή κρίση τον απασχολούσε ιδιαίτερα πρώτον, ως προς τις κοινωνικο-πολιτικές της συνέπειες, αφού κατέληξε στη δικτατορία και, λίγα χρόνια πριν την εισβολή του Χίτλερ και το Anschluss, στον αυστροφασισμό και το «κορπορατικό κράτος», ζητήματα στα οποία ο Polanyi (2001, 1933[α], 1933[β]) αφιέρωσε μια σειρά από κριτικά κείμενα. Δεύτερον, η αυστριακή κρίση τον απασχολούσε ως προς τις οικονομικές της συνέπειες, κάτι που αντανακλάται στην ανάλυσή του σχετικά με τη λειτουργία του κανόνα του χρυσού στον μεσοπόλεμο σε χώρες όπως η Αυστρία και αλλού. Στον Μεγάλο Μετασχηματισμό (Polanyi 2001) περιγράφει οικονομικές συνέπειες και συμπτώματα που σε μεγάλο βαθμό θυμίζουν τη σημερινή Ευρωζώνη: πολιτικές σκληρού νομίσματος προς όφελος του διεθνούς εμπορίου, χαμηλοί μισθοί υπέρ του εξαγωγισμού, υπερεξάπλωση των κεφαλαιαγορών και ένταση της κινητικότητας του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, βάθυνση των οικονομικών ασυμμετριών ανάμεσα σε αυξανόμενα αλληλένδετες εθνικές οικονομίες, απαξίωση και επίθεση στην εργασία και τους προστατευτικούς της θεσμούς, ισχυρές διεθνείς οικονομικές ελίτ που υποσκάπτουν την οικονομική εθνική κυριαρχία και ένα επικίνδυνα μεγάλο χάσμα μεταξύ οικονομικών και κοινωνικών προτεραιοτήτων.
Αν ο κανόνας του χρυσού ήταν «ένα συστατικό στοιχείο – αν όχι το συστατικό στοιχείο – στην κατάρρευση της παγκόσμιας οικονομίας» (Eichengreen/Tenin 1997: 184) και μια «νοοτροπία υπέρ του κανόνα του χρυσού» των οικονομικών αξιωματούχων ήταν βασικός παράγοντας εντατικοποίησης της κρίσης στην περίοδο του μεσοπολέμου (ό.π.), μια παρόμοια προσήλωση και νοοτροπία διατήρησης της Ευρωζώνης παρήγαγε ανάλογα αποτελέσματα και στη σημερινή Ελλάδα. Υπό την πίεση των ειδικών περιορισμών που επέβαλλαν τα νομισματικά τους συστήματα αλλά και οι φιλελεύθεροι εκπρόσωποι αυτών, η Αυστρία της δεκαετίας του 1920 και η σημερινή Ελλάδα εξωθήθηκαν στην κούρσα ανάκτησης της «ανταγωνιστικότητάς» τους και της «εμπιστοσύνης των αγορών», με βασικά όπλα τον αποπληθωρισμό και την υποβάθμιση της εργασίας. Προκειμένου να λάβουν δάνεια, τους ζητήθηκε η μείωση του ελλείμματος μέσω της περικοπής δαπανών για τις κοινωνικές υπηρεσίες, τη ραγδαία μείωση του προσωπικού και υποδομών στον δημόσιο τομέα κλπ. Ενδεικτική είναι η «Πρώτη Αναφορά του Γενικού Κομισάριου» της Κοινωνίας των Εθνών, όπου διατυπώνονταν οι όροι της αξιολόγησης. Εκεί αναφερόταν: «Ο αριθμός των ομοσπονδιακών υπουργείων θα πρέπει να μειωθεί όσο γίνεται περισσότερο και να περιοριστεί το ανώτερο σε οκτώ» και επίσης ότι «η οργάνωση των υπουργείων θα πρέπει να απλοποιηθεί όσο γίνεται περισσότερο και θα πρέπει να γίνουν όλες οι προσπάθειες για να αποφευχθεί η επικάλυψη καθηκόντων» (League of Nations 1923: 5).
Οι αιτιολογήσεις ή αφηγήσεις της επιτήρησης με άξονα το σπάταλο κράτος, την πολυδάπανη κοινωνική πολιτική, το ιδιαίτερα επιτρεπτικό κοινωνικό κράτος κλπ. έπαιξαν σημαντικό ρόλο (όπως και στην ελληνική περίπτωση) για την προώθηση του προγράμματος της Κοινωνίας των Εθνών: «οι φιλελεύθεροι ισχυρίζονταν ότι η Βιέννη αποτελούσε ένα ακόμα δείγμα “κακοδιαχείρισης της κοινωνικής πρόνοιας”, “ένα ακόμα σύστημα επιδομάτων”, που χρειαζόταν “νοικοκύρεμα”», περιέγραφε ο Polanyi (2001: 281). Αυτό ήταν το πλαίσιο της ρητής απαίτησης για πλήρη κατάργηση ή συγχώνευση υπηρεσιών, επιτροπών και γραφείων καθώς και για την απόλυση 100.000 δημοσίων υπαλλήλων μέσα σε δυο χρόνια. Αυτοί θα απολύονταν σε τέσσερις φάσεις, από 25.000 κάθε φορά. Ο Κομισάριος σημείωνε μάλιστα στην αναφορά του ότι παρότι η απόλυση των πρώτων 25.000 υπαλλήλων είχε επιτευχθεί αμέσως, δυσκολίες θα προέκυπταν στη συνέχεια:
«Με λίγες μέρες καθυστέρηση […], η αυστριακή κυβέρνηση τήρησε τις δεσμεύσεις της σχετικά με την απόλυση των πρώτων 25.000 υπαλλήλων. Ο πολύ μεγάλος αριθμός των υπαλλήλων κατέστησε αυτήν την πρώτη φάση σχετικά απλή, αλλά είναι ξεκάθαρο ότι όσο η διαδικασία των απολύσεων συνεχίζεται, η εφαρμογή του προγράμματος θα γίνει αναλογικά πιο δύσκολη» (League of Nations 1923: 6).
Ενδιαφέρον είναι ότι τα αποτελέσματα των πολιτικών των απολύσεων ήταν παρόμοια με αυτά της Ελλάδας, όπου επίσης όρος του Μνημονίου ήταν η απόλυση πολλών χιλιάδων δημοσίων υπαλλήλων εντός διετίας. Ως άμεσο αποτέλεσμα των απολύσεων, Αυστρία και Ελλάδα είχαν να αντιμετωπίσουν μια αύξηση αντί μείωσης των δημοσίων δαπανών εξαιτίας των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων, των εφάπαξ αποζημιώσεων και των επιδομάτων ανεργίας. Όπως επεσήμαινε ο Κομισάριος της Κοινωνίας των Εθνών, «η απόλυση των δημοσίων υπαλλήλων δημιούργησε ελπίδες για την ανακούφιση των δημοσίων δαπανών κάποια στιγμή στο μέλλον, αλλά, στην αρχή επέφερε μια αύξηση των δαπανών με τη μορφή συντάξεων και επιδομάτων» (ό.π.). Αυτή η εξέλιξη δημιουργούσε την ανάγκη για μια νέα δόση δανείου, η οποία, όμως, με τη σειρά της, απαιτούσε νέα μέτρα λιτότητας προκειμένου να εγκριθεί. Αλλά, τουλάχιστον στην ελληνική περίπτωση, υπαίτιος για την επιδείνωση των δημόσιων οικονομικών δεν θεωρήθηκε αυτός ο φαύλος κύκλος της λιτότητας, αλλά ο δημόσιος τομέας συλλήβδην και ιδίως οι εκεί εργαζόμενοι που θεωρήθηκαν ότι δεν είναι αρκετά παραγωγικοί, ανταγωνιστικοί και ευέλικτοι.
Ως αποτέλεσμα των πολιτικών λιτότητας στο πλαίσιο των δανειακών συμβάσεων στις δυο χώρες, οι μισθοί μειώθηκαν ραγδαία και η ανεργία εκτοξεύθηκε. Αξιοσημείωτη είναι η αναλογικότητα των δεικτών σε Αυστρία και Ελλάδα. Στην Αυστρία, η ανεργία αυξήθηκε από 9, 1% το 1923 στο 26% το 1933 (Tálos/Fink 2008: 2). Παρομοίως, στην Ελλάδα η ανεργία αυξήθηκε από 7, 8% το 2008 σε 27, 5% το 2013 και 21% το 2017 (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ 2018). Η έλλειψη στέγης τριπλασιάστηκε στη Βιέννη από το 1924 ως το 1934 (Dale 2008: 508) και στην Ελλάδα, μια χώρα με υψηλά ποσοστά ιδιοκατοίκησης, αυξήθηκε κατά 25% από το 2009 ως το 2011 (FEANTSA 2017). Με την ύφεση, το κλείσιμο ή τη συρρίκνωση του κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων και τη δραματική μείωση των θέσεων εργασίας, εκείνο που έγινε χαρακτηριστικό και στις δυο χώρες ήταν η φτωχοποίηση μεγάλων μερίδων του πληθυσμού που ανήκαν στις εργατικές ή κατώτερες μεσαίες τάξεις.
Χαρακτηριστική είναι εδώ η πολύ γνωστή περίπτωση του Μαρίενταλ, μιας μικρής αυστριακής κωμόπολης στα περίχωρα της Βιέννης, η οποία χτυπήθηκε δραματικά από την κρίση και τη λιτότητα. Η έλλειψη τροφίμων και η ακραία πείνα, η μαζική ανεργία και η φτωχοποίηση περιγράφονται γλαφυρά στην κλασική κοινωνιολογική μελέτη των Marie Jahoda, Paul Felix Lazarsfeld και της ομάδας τους για τους «ανέργους του Μαρίενταλ», η οποία πραγματοποιήθηκε από το 1931 ως το 1932 με την καινοτόμα τότε μέθοδο της επιτόπιας έρευνας. Στο Μαρίενταλ των αρχών της δεκαετίας του 1930, μετά από μια δεκαετία λιτότητας και διεθνούς επιτήρησης, η απάθεια και τα αισθήματα της ταπείνωσης και της παραίτησης είχαν καταλάβει τους κατοίκους αυτής της πρώην ζωντανής και πολιτικά ενεργής κωμόπολης, με τις ισχυρές εργατικές ενώσεις και την έντονη πολιτιστική δραστηριότητα. Μπορεί η ακραία πείνα που περιγράφεται στη μελέτη να μην θυμίζει την Ελλάδα του 21ου αιώνα, ωστόσο, αναλογικά, η φτωχοποίηση είναι δραματική και στην περίπτωση της Ελλάδας, όπως φαίνεται από τις πρώτες θέσεις που διατηρεί η χώρα στους σχετικούς δείκτες μέτρησης της φτώχειας. Επιπλέον, όλο και περισσότερες ελληνικές περιοχές, πόλεις κλπ. γνωρίζουν μια οικονομική παρακμή αντίστοιχη του Μαρίενταλ, και το αίσθημα της παραίτησης ή απόγνωσης τείνει να κυριαρχεί, όπως, ανάμεσα σε άλλα φαίνεται από τη μεγάλη αύξηση των αυτοκτονιών στη διάρκεια της κρίσης, και ειδικά σε περιόδους που ανακοινώνονταν νέα μέτρα λιτότητας (βλ. Branas et al. 2015).
2. Πολιτικές συνάφειες
Συνεπώς, το σχέδιο που προτάθηκε στην αυστριακή ηγεσία ήταν να στραφεί στην Κοινωνία των Εθνών για ένα ευρύτερο σχήμα οικονομικής βοήθειας, υπό τον όρο ότι μια επιτροπή ειδικών θα επιτηρούσε στενά τον κρατικό προϋπολογισμό καθώς και τον τρόπο που θα χρησιμοποιούνταν τα δάνεια. Στην απαίτηση αυτή, ο Seipel απαντούσε ότι η κυβέρνησή του ήταν έτοιμη να «παραδεχτεί ότι αυτός ο έλεγχος είναι αναπόφευκτος και φυσικός» (ό.π.: 22). Επίσης δήλωνε ότι η «εξάρτηση» ήταν μεν «ταπεινωτική», αλλά, «θα ήταν παράλογο να αρνηθούμε απλώς για λόγους πρεστίζ» και ότι η κυβέρνησή του «δεν θα μπορούσε […] να δεχτεί αυτόν τον έλεγχο εκτός και αν την ίδια στιγμή παρέχονταν επαρκή δάνεια. Διότι τίποτα δεν μπορεί να δικαιολογήσει τον έλεγχο πάνω σε ένα ανεξάρτητο κράτος εκτός από την πραγματική βοήθεια προς αυτό» (ό.π.).
Είναι σαφές ότι αυτού του είδους η «ορθολογικότητα» χαρακτήρισε και την ελληνική περίπτωση, η ιδέα δηλαδή ότι υπάρχει πράγματι μια συγκεκριμένη σχέση ανάμεσα στην οικονομική απόδοση ενός κράτους και την οικονομικο-πολιτική κυριαρχία του και ότι η τελευταία μπορεί να σχετικοποιηθεί, να γίνει αντικείμενο διαπραγμάτευσης ή και να ακυρωθεί με αντάλλαγμα τα δάνεια. Είτε λόγω οικονομικής αναγκαιότητας, είτε λόγω προσήλωσης των υποστηρικτών των μνημονίων στην «ευρωπαϊκή πορεία» της χώρας, γεγονός παραμένει ότι η σχετικοποίηση της έννοιας της κυριαρχίας έγινε στην Ελλάδα πολιτική πραγματικότητα. Τόσο από αξιωματούχους της Ευρωζώνης όσο και από εγχώριους ομοϊδεάτες, εκφράστηκε η ιδέα ότι η σχέση πιστωτών-οφειλετών δεν μπορεί παρά να βασίζεται στον έλεγχο, ένας έλεγχος που είναι, με τα λόγια του Seipel, «αναπόφευκτος και φυσικός». Χαρακτηριστική είναι ανάμεσα σε πάρα πολλές άλλες, η δήλωση του Γ. Παπανδρέου το 2010 ότι «χάσαμε ένα μέρος της κυριαρχίας μας εξαιτίας της οικονομικής μας κακοδιαχείρησης». Αλλά και μαρξιστές διατύπωσαν την ίδια άποψη. «Με τη χρεοκοπία τελειώνει η κυριαρχία», υποστήριξε χαρακτηριστικά ο Werner Bonefeld (2017), περιγράφοντας περαιτέρω το ελληνικό κράτος ως ένα «εκτελεστικό κράτος των απαιτήσεων της Ευρωζώνης».
Αξιοσημείωτο είναι, ωστόσο, ότι ούτε στην Αυστρία ούτε στην Ελλάδα η σχετικοποίηση της κυριαρχίας σήμαινε ένα «αδύναμο κράτος», σε ό, τι αφορά την πολιτική προς το εσωτερικό της χώρας ή τις πολιτικές νόμου και τάξης. Αντίθετα, απαραίτητο έγινε ένα ισχυρό κράτος αποφασισμένο να κάμψει τις κοινωνικές αντιστάσεις και να εμποδίσει με κάθε κόστος όσους/ες επιχειρούσαν να παρεμποδίσουν τα συμφωνημένα με τους πιστωτές μέτρα. Οι πιστωτές και στις δυο χώρες απαίτησαν ένα είδος διακυβέρνησης που θα παραγκώνιζε τις κοινωνικές συνέπειες των πολιτικών λιτότητας, θα έπειθε τους/τις ψηφοφόρους ότι οι θυσίες ήταν άκρως απαραίτητες, θα έθετε σε λειτουργία νομοθεσίες και διαδικασίες έκτακτης ανάγκης και, αν παρίστατο ανάγκη, θα κατέστειλε με τη βία τις αντιστάσεις. Και στις δυο περιπτώσεις, αυστριακή και ελληνική, οι συνδεδεμένες με τα δάνεια απαιτήσεις απηχούν την προσέγγιση του Hayek (1976: 117-118) περί «καλού χρήματος»: η οικονομική πολιτική που οφείλει να λειτουργεί χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις κοινωνικές συνέπειες που η ίδια προκαλεί, και την οποία μόνο ένας «αγαθοεργός δικτάτορας» θα μπορούσε να εφαρμόσει. Οι υποδείξεις προς τη Αυστρία – καθόλου άγνωστες στη σημερινή Ελλάδα – είναι τυπικές αυτού του τύπου διακυβέρνησης και ισχυρού κράτους:
«Οι μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται στα Πρωτόκολλα της Γενεύης είναι τόσο αυστηρές, ώστε μπορούν να διεξαχθούν μόνο από μια ισχυρή και άφοβη Κυβέρνηση. […] Είναι ξεκάθαρο ότι η Κυβέρνηση όχι μόνο πρέπει να εφοδιαστεί με επιπρόσθετες εξουσίες, αλλά πρέπει και να έχει τη θέληση, το κουράγιο και τη δύναμη να τις χρησιμοποιήσει, με στόχο ο προϋπολογισμός να είναι ισορροπημένος […]. Εν συντομία, είναι καθήκον της Κυβέρνησης να μην διστάσει να προχωρήσει στα απαραίτητα μέτρα, χωρίς να δείχνει πολιτικές ευαισθησίες, ακόμα και αν υποχρεωθεί να κινηθεί κόντρα στα συμφέροντα και να αντικρούσει τις επιθυμίες λιγότερο ή περισσότερο σημαντικών τμημάτων του πληθυσμού» (League of Nations 1923: 10).
Σε αυτό το πλαίσιο, ζητούμενη ήταν η αποδυνάμωση όχι μόνο των (ιδιαίτερα ισχυρών στην περίοδο αυτή) συνδικάτων αλλά και των κομμάτων της αντιπολίτευσης, που στην αυστριακή περίπτωση ήταν το σοσιαλδημοκρατικό εργατικό κόμμα (Sozialdemokratische Arbeiterpartei, SDAP). Όπως περιγράφει ο Polanyi (2001: 218),
«στην Αυστρία το 1923, στο Βέλγιο και τη Γαλλία το 1926, στη Γερμανία το 1931, τα εργατικά κόμματα αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την εξουσία, “για να σώσουν το νόμισμα”. Πολιτικοί όπως ο Ζάιπελ, ο Φρανκί, ο Πουανκαρέ και ο Μπρούνινγκ εκδίωξαν τους Εργατικούς από την κυβέρνηση, μείωσαν τις κοινωνικές παροχές και προσπάθησαν να κάμψουν την αντίσταση των συνδικάτων στις μειώσεις των μισθών. Σε μόνιμη βάση, το νόμισμα απειλούνταν και, συστηματικά, η υπαιτιότητα αποδιδόταν στους διογκωμένους μισθούς και τους μη ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς».
Είτε λόγω εξωτερικών πιέσεων είτε λόγω εσωτερικών αντιφάσεων, γεγονός παραμένει ότι, όπως και στην Ελλάδα, έτσι και στην Αυστρία, η αντιπολίτευση, μέσα στην περιδίνηση της κρίσης, εν τέλει στήριξε το πρόγραμμα λιτότητας, παρά τις επιμέρους ενστάσεις και διαφωνίες και παρά τις κοινοβουλευτικές εντάσεις και τα σοβαρότατα διλήμματα. Το αυστριακό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα δεν ψήφισε μεν αρχικά το πρόγραμμα, αλλά τελικά υπαναχώρησε από το να εμποδίσει να περάσει στο κοινοβούλιο ο νόμος περί ανασυγκρότησης (Wiederaufbaugesetz), δηλαδή η σχετική νομοθεσία που θα επέτρεπε τον έλεγχο από την Κοινωνία των Εθνών (Berger 2000: 51). Η διαπίστωση του Berger ότι ηγέτες του αυστριακού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος όπως ο Otto Bauer ουσιαστικά δεν έβλεπαν κάποια εναλλακτική λύση στη φιλελεύθερη λογική της Γενεύης (ό.π.: 74) συνάδει με αυτήν του Polanyi (2001: 31), ότι «ο αυστριακός σοσιαλδημοκράτης Otto Bauer υποστήριζε τις μονεταριστικές αρχές πίσω από την αποκατάσταση της κορόνας, όπως αυτή επιχειρήθηκε από τον μεγάλο του αντίπαλο Seipel». Από την πλευρά του ο Ludwig von Mises, ο οποίος εμπλεκόταν στο πρόγραμμα συμμετέχοντας ενεργά σε διάφορες οικονομικές και διεθνείς επιτροπές, έγραφε ότι ήταν ο ίδιος που έπεισε τον Otto Bauer να εγκαταλείψει τις σοσιαλιστικές του ιδέες οικονομικής πολιτικής, εν τέλει σημειώνοντας κυνικά: «Είναι αποκλειστικά δική μου επιτυχία ότι τότε στη Βιέννη δεν εγκαταστάθηκε ο μπολσεβικισμός» (Mises 1978: 49).
Παρότι τα συνδικάτα στην τόσο σημαντική για το εργατικό κίνημα «κόκκινη Βιέννη», όπως ονομαζόταν, αντιστάθηκαν στα μέτρα λιτότητας με απεργίες στους τομείς του ηλεκτρισμού, των σιδηροδρόμων, της πυροσβεστικής και της δημόσιας διοίκησης, η θέση της ηγεσίας του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος ήταν ότι οι εργαζόμενοι εν τέλει δεν είχαν άλλη επιλογή από το να δεχτούν τα μέτρα με σκοπό το μακροπρόθεσμο όφελος (Dale 2016: 87). Συγκρίσιμη με τη στάση της ηγεσίας του αυστριακού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος είναι εδώ αυτή του ΣΥΡΙΖΑ, ενός κόμματος που, ενώ είχε τη στήριξη των συνδικάτων και μιας μεγάλης μερίδας εργαζομένων όσο ήταν στην αντιπολίτευση, προσχώρησε με την άνοδο στην εξουσία και τις εξελίξεις ιδίως μετά το δημοψήφισμα του 2015 στις αντιλήψεις και την ατζέντα του προηγουμένως θεωρούμενου ως αντιπάλου.
3. Μεσοπολεμική Αυστρία και σημερινή Ελλάδα ως «δοκιμαστικές περιπτώσεις»
Παρά τις συγγένειες ανάμεσα στα προγράμματα που επέβαλλαν οι διεθνείς πιστωτές σε συνεργασία με τις εγχώριες κυβερνήσεις, οι συγκυρίες πριν από τα προγράμματα αυτά διαφέρουν ριζικά στην αυστριακή και την ελληνική περίπτωση. Αν στην προ-μνημονιακή πολιτική πραγματικότητα της Ελλάδας κυριαρχούσαν τα δόγματα της «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης» και της «σύγκλισης», καθώς και μια περίοδος εντατικής χρηματιστικοποίησης, η αυστριακή συγκυρία είχε τελείως διαφορετικά χαρακτηριστικά: διάλυση της αυστρο-ουγγρικής αυτοκρατορίας, γέννηση νέων κρατών, ανατροπή της «φεουδαρχικής» αριστοκρατίας και μια σειρά από πολιτικούς κλυδωνισμούς λόγω της αναζήτησης εκ μέρους των παλιών ελίτ, τρόπων ανασύστασης της εξουσίας τους (Polanyi 1937: 54). Μια κάποια σοσιαλδημοκρατική εκδοχή είχε λάβει τέλος από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 στην Ελλάδα, ενώ ένα πολύ ευρύτερο σοσιαλδημοκρατικό-εργατικό πείραμα ήταν σε εξέλιξη στην «κόκκινη Βιέννη» πριν το ξέσπασμα της κρίσης και την παρέμβαση της Κοινωνίας των Εθνών. Πριν μετατραπεί σε «μαύρη Βιέννη» (φασιστική), υπήρχε ένα ισχυρό εργατικό κίνημα και διευρυμένα κοινωνικά δικαιώματα, με τους σοσιαλιστές να ασχολούνται, π.χ., με ζητήματα κοινωνικής επίβλεψης στην προοπτική μιας σοσιαλιστικής παραγωγής. Κατά την περιγραφή του Polanyi, με το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου,
«η αυτοκρατορική Αυστρία, στην οποία κυριαρχούσε μια υπεροπτική αριστοκρατία, μετατράπηκε σχεδόν μέσα σε μια νύχτα σε μια παγκοσμίως γνωστή μητρόπολη της εκλεπτυσμένης κουλτούρας της εργατικής τάξης. Αλλά οι προηγούμενες άρχουσες τάξεις αρνούνταν να αποδεχτούν την ήττα. Οι επίμονες προσπάθειές τους να επιβάλουν ξανά την εξουσία τους ήταν η κινητήριος δύναμη των αντεπαναστατικών κινημάτων, από τα οποία αναδύθηκε ο φασισμός» (Polanyi 1937: 55).
Στην Ελλάδα, παρότι στην προ κρίσης περίοδο οι μισθοί είχαν αυξηθεί βάσει της αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας και των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης, η οικονομία βρισκόταν ήδη σε μια διαδικασία φιλελευθεροποίησης, η οποία προφανώς επιταχύνθηκε μετά το 2010. Αν, τηρουμένων των αναλογιών, σταθούμε στους δείκτες που κοιτάζει ο Polanyi (2001: 298) όταν εξετάζει την Αυστρία πριν την παρέμβαση της Κοινωνίας των Εθνών, προκύπτουν περαιτέρω σημαντικές διαφορές με την προμνημονιακή περίοδο. Επιδόματα ανεργίας και κοινωνικές παροχές βρίσκονταν κατά τον Polanyi σε υψηλά επίπεδα στην Αυστρία, αλλά σε χαμηλά στην Ελλάδα συγκριτικά με άλλες χώρες της ΕΕ. Αντίθετα με την Αυστρία, δεν υπήρχε στην Ελλάδα κοινωνική στεγαστική πολιτική, αλλά ούτε και η τόσο βαθιά οικονομική και κοινωνική διαφοροποίηση μεταξύ του πληθυσμού της υπαίθρου και της πρωτεύουσας, όπως στην Αυστρία. Τα ενοίκια παρέμεναν χαμηλά στην Αυστρία, επηρεάζοντας αρνητικά τον κατασκευαστικό τομέα, ενώ στην Ελλάδα μια πολιτική φτηνών δανείων ώθησε στην άνθιση του τομέα αυτού, εκτοξεύοντας τις τιμές.
Μια περαιτέρω σημαντική διαφορά είναι ότι η άσκηση διεθνούς οικονομικής διπλωματίας από τις δυνάμεις της Αντάντ, οι οποίες επιχειρούσαν να θεσμοποιήσουν την ισχύ τους μέσω της Κοινωνίας των Εθνών, είχε στην αυστριακή περίπτωση μια ξεκάθαρη πολιτική και γεωπολιτική σκοπιμότητα, δηλαδή να εμποδίσει την ένωση της Αυστρίας με τη Γερμανία, παρότι τελικά το Anschluss κάθε άλλο παρά αποφεύχθηκε. Η απαγόρευση ένωσης (Anschlussverbot) για είκοσι χρόνια ήταν σαφής όρος του Πρωτοκόλλου της Γενεύης του 1922 για την παροχή δανείου (Berger 2003: 78). Αλλά ακόμα και μετά την κατάρρευση της αυστριακής τράπεζας Creditanstalt το 1931, η οποία πυροδότησε μια καταστροφική φυγή κεφαλαίων και σπέκουλα στο αυστριακό νόμισμα γονατίζοντας την οικονομία, η Γαλλία προχώρησε σε τελεσίγραφο και άμεσο εκβιασμό, προκειμένου να διασφαλίσει ότι η αυστριακή κυβέρνηση θα εγκατέλειπε το σχέδιο αυστρογερμανικής τελωνειακής ένωσης (Aguado 2001: 214). Κρίσιμος ήταν – εκτός από τη λιτότητα στο ίδιο πνεύμα όπως και στο πρώτο δάνειο – και ο όρος επέκτασης της χρονικής διάρκειας της απαγόρευσης ένωσης με τη Γερμανία στο πλαίσιο της νέας δανειακής σύμβασης που σύναψε με τους πιστωτές της Κοινωνίας των Εθνών ο καγκελάριος Engelbert Dollfuss το 1932 (Πρωτόκολλο της Λοζάνης). Κατά την περιγραφή του Polanyi,
«Η συμφωνία υποσχέθηκε ένα δάνειο με όρο την απαγόρευση ένωσης με τη Γερμανία για μια επιπλέον περίοδο δέκα ετών, ως το 1952. Προκειμένου να τηρήσει τις δεσμεύσεις που συμφωνήθηκαν στη Λοζάνη, η αυστριακή κυβέρνηση προχώρησε στον ισοσκελισμό του προϋπολογισμού μέσα από μια ριζική μείωση των δαπανών. Αυτό φυσικά σήμαινε τη συρρίκνωση των κοινωνικών υπηρεσιών, την περικοπή των συντάξεων σιδηροδρομικών υπαλλήλων κτλ.» (Polanyi 1933[β]: 577).
Αυτός ο σημαντικός πολιτικός και γεωπολιτικός προσανατολισμός του αυστριακού προγράμματος της Κοινωνίας των Εθνών φαίνεται να απουσιάζει από την περίπτωση των ελληνικών μνημονίων, ακόμα και παρά τον σημαντικό γεωπολιτικό ρόλο της Ελλάδας, ειδικά μετά την αραβική άνοιξη, τον πόλεμο στη Συρία και την προσφυγική κρίση, τις διάφορες βλέψεις των ΗΠΑ και της ΕΕ για τα Βαλκάνια κλπ. Μακράν πιο επείγουσα στην ελληνική περίπτωση ήταν η προτεραιότητα μόνωσης του οικονομικού κινδύνου και η αποφυγή της διάδοσης της κρίσης σε ευρωπαϊκές τράπεζες και άλλες εθνικές οικονομίες. Ζητούμενη ήταν, επίσης, η διασφάλιση του οικονομικο-κοινωνικού κύρους της Ευρωζώνης, ώστε να μην δοθεί το «λάθος μήνυμα» στις διεθνείς αγορές, τους κατόχους ομολογιακών τίτλων και τους επενδυτές ότι μια χώρα όπως η Ελλάδα θα μπορούσε να κλονίσει τους κανόνες και τις αρχές λειτουργίας της Ευρωζώνης προκαλώντας έτσι οικονομική αναταραχή και «πανικό» στις αγορές, π.χ. επιτρέποντάς τους τη διαπίστωση ή τη βάσιμη υποψία ότι η συμμετοχή στο κοινό νόμισμα δεν είναι πάγια και μη αντιστρέψιμη.
Τέτοιοι παράγοντες έκαναν, ως γνωστόν, την ελληνική κρίση δομικά σημαντική, και ώθησαν σε διαπιστώσεις όπως π.χ. αυτή του Kaplan (2013: 152), ότι απ’ όλα τα μέρη, είναι η Ελλάδα που θα παρέχει ή όχι εγγυήσεις «για την υγεία του ευρωπαϊκού σχεδίου». Συγκρίσιμα σημαντικό ήταν το αυστριακό πρόγραμμα και η παρέμβαση της Κοινωνίας των Εθνών. Η μεταπολεμική ανάκαμψη του διεθνούς φιλελευθερισμού με βάση τα πρότυπα του 19ου αιώνα, ο επανασχεδιασμός της οικονομικής τάξης στη βάση του ισχνού κοινωνικού κράτους και της αποδυνάμωσης των εργατικών τάξεων, καθώς και το ίδιο το κύρος της Κοινωνίας των Εθνών, ως θεσμού για την προάσπιση της ατζέντας του διεθνούς κεφαλαίου, βασιζόταν στην επιτυχία ή μη του αυστριακού προγράμματος. Αν από το 2010 η Ελλάδα λειτούργησε ως δοκιμαστική περίπτωση για μια σειρά επιμέρους πολιτικές, το ίδιο ισχύει και για τη μεσοπολεμική Αυστρία:
«[…] ούτε η Κοινωνία των Εθνών ούτε η αγλλο-αμερικάνικη τραπεζική κοινότητα θα μπορούσαν να επιτρέψουν στο κράτος να αποτύχει – ακόμα και εν όψει εμποδίων, αρνήσεων και καθυστερήσεων από την πλευρά διαφόρων κρατικών αξιωματούχων και τραπεζιτών. Για την Κοινωνία των Εθνών, η επιτυχία στην Αυστρία παρείχε την πρώτη απόδειξη της χρησιμότητάς της […] Η Αυστρία λειτούργησε ως δοκιμαστική περίπτωση για την εύθραυστη μεταπολεμική τάξη πραγμάτων» (Beyersdorf 2011: 149-150).
Καμία έκπληξη δεν αποτελεί, υπ’ αυτήν την έννοια, ότι οι δυο περιπτώσεις, μετατράπηκαν σε πεδίο μάχης και βαριάς ιδεολογικοπολιτικής αντιπαράθεσης τόσο για πολιτικούς όσο και για οικονομολόγους, με την Αυστρία να είναι ως προς αυτό ακόμα πιο σημαντική, π.χ. υπό την έννοια ότι στο πρόγραμμα της Κοινωνίας των Εθνών βρήκε νέα ερείσματα και ενδυναμώθηκε η γνωστή αυστριακή σχολή των οικονομικών – καθώς τόσο ο Mises όσο και ο Hayek και διάφοροι μαθητές τους διατηρούσαν διασυνδέσεις στη Γενεύη. Η Γενεύη, έτσι, «λειτουργούσε ως οικονομικός υποστηρικτής μιας διαδικασίας αποκατάστασης, στην οποία οι συνδυασμένες πιέσεις των χρηματιστών του Λονδίνου και των νεοκλασικών δογματικών της Βιέννης τέθηκαν στην υπηρεσία του κανόνα του χρυσού. Κάθε διεθνής προσπάθεια είχε αυτόν τον τελικό στόχο» (Polanyi 2001: 32).
Αυτή η μεθοδολογία ενέπνευσε μελλοντικά διάφορα προγράμματα «δομικής προσαρμογής» ανά τον κόσμο. Το ουσιαστικό είναι, δηλαδή, η γενεαλογία που δημιούργησε το αυστριακό πρόγραμμα ως πολιτική πρακτική και ως κομμάτι του πλέγματος της οικονομικής διεθνούς διακυβέρνησης. Όπως επισημαίνει ο Kindleberger (2006: 321), «οι υπάλληλοι της Κοινωνίας των Εθνών στην Αυστρία μπορούν να θεωρηθούν ως πρόδρομοι των συμβούλων σταθεροποίησης του ΔΝΤ σε χώρες με προβλήματα αστάθειας και προβλήματα στο ισοζύγιο πληρωμών μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο». Αντιστοίχως, οι επιτροπές και υπο-επιτροπές που δημιουργήθηκαν αρχικά για την Ελλάδα αλλά και όλη η μεθοδολογία διαχείρισης της χρηματοδότησης μέσω του ελέγχου άνοιξαν τον δρόμο για ένα νέο θεσμικό πλαίσιο και μια νέα χρηματοπιστωτική αρχιτεκτονική για το μέλλον της Ευρωζώνης (π.χ. Δημοσιονομικό Σύμφωνο, «διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος», δέσμη «δυο μέτρων», δέσμη «έξι μέτρων», Αναφορά των Πέντε Προέδρων κλπ.).
Το ερώτημα κατά πόσο η παρέμβαση της Κοινωνίας των Εθνών στην Αυστρία ήταν πετυχημένη δίχαζε (και διχάζει ακόμα) ιστορικούς και αναλυτές. Εν τέλει, η απάντηση εξαρτάται από τα κριτήρια που τίθενται, από τους ιδεολογικούς προσανατολισμούς και τις προτιμήσεις οικονομικής πολιτικής. Σύμφωνα με την επισκόπηση βιβλιογραφίας του Berger (2003: 76), οι ιστορικοί και πολλοί σχολιαστές στη μεσοπολεμική Αυστρία κατήγγειλαν την παρέμβαση της Κοινωνίας των Εθνών ως αυταρχική και τη χαρακτήριζαν ως «οικονομική δικτατορία» (Finanzdiktatur). Οι συγγραφείς της περιόδου μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ομοίως, έβλεπαν την Αυστρία ως το θύμα παρά ως την ωφελούμενη από την παρέμβαση της Κοινωνίας των Εθνών και ασκούσαν κριτική στα νεοκλασικά της δόγματα και τις κοινωνικά ανάλγητες συνταγές. Κατά τον Berger (ό.π.), η κριτική τους απηχούσε το φορντικό-κεϋνσιανό πνεύμα της εποχής μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την κυρίαρχη στην περίοδο αυτή προτίμηση για την πλήρη απασχόληση, την εξασφάλιση της ζήτησης και των κοινωνικών δικαιωμάτων, αντί για τους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς και την εμπιστοσύνη των αγορών. Τέτοιοι παράγοντες αναδεικνύονται ως ζητούμενα σε πιο πρόσφατες μελέτες.
Χαρακτηριστική είναι η μελέτη των Flores and Decorzant (2012) για τα προγράμματα της Κοινωνίας των Εθνών στον μεσοπόλεμο. Οι συγγραφείς ενδιαφέρονται για τις επεμβάσεις αυτές από την πλευρά της ισορροπίας της διεθνούς οικονομίας, και όχι για τις κοινωνικές και πολιτικές συνέπειες τους. Βλέπουν την Κοινωνία των Εθνών όχι ως πολιτικό δρώντα αλλά ως «money doctor» (ό.π.: 3) για χώρες σε οικονομική ανάγκη και καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι «τα δάνεια της Κοινωνίας των Εθνών ήταν πετυχημένα επειδή πέτυχαν τον σκοπό για τον οποίο δημιουργήθηκαν, δηλαδή να επιτρέψουν στις χώρες με οικονομική δυσχέρεια την πρόσβαση στις κεφαλαιαγορές». Η Warnock (2015) αξιολογεί το πρόγραμμα της Κοινωνίας των Εθνών ως πολυσχιδές, με σειρά σύνθετων συνεπειών για την εργασία, την κοινωνία, τη δημόσια διοίκηση και το πολιτικό σύστημα. Διαπιστώνει ότι ναι μεν το πρόγραμμα συνέδραμε στην κάλυψη άμεσων χρηματοδοτικών αναγκών αλλά επίσης έθεσε τα θεμέλια για κατοπινά προβλήματα όπως η υπερχρέωση, η αστάθεια στις ροές κεφαλαίου, οι αποπληθωριστικές πολιτικές, η ύφεση και οι οξείες κοινωνικές συγκρούσεις γύρω από τη διανομή (Warnock 2015: 248). Όσο για την οπτική του Polanyi πάνω στο αυστριακό πρόγραμμα, αυτή περιγράφεται γλαφυρά ως εξής:
«Το γόητρο της Γενεύης στηριζόταν στην επιτυχή στήριξη των προσπαθειών της Αυστρίας και της Ουγγαρίας να αποκαταστήσουν το εθνικό τους νόμισμα, και η Βιέννη έγινε η Μέκκα των φιλελεύθερων οικονομολόγων, εξ αιτίας μιας ευφυέστατης επέμβασης στην αυστριακή κορώνα, επέμβασης δυστυχώς μοιραίας για τον ασθενή» (Polanyi 2001: 29).
4. Τελικές παρατηρήσεις
Η εκ νέου υιοθέτηση του κανόνα του χρυσού το 1925, η εισαγωγή του νέου νομίσματος (αυστριακό σελίνι) στη θέση του παλιού πληθωριστικού νομίσματος (αυστριακή κορόνα), σε συνδυασμό με τη φιλελευθεροποίηση και την αυστηρή δημοσιονομική πειθαρχία, δεν κατόρθωσαν να αποτρέψουν ούτε τη γενική επιδείνωση της οικονομίας ούτε τον κοινωνικό και πολιτικό εκτραχηλισμό. Η κατάρρευση το 1931 της Creditanstalt, όπου σωρεύονταν τα κεφάλαια της παλιάς μοναρχίας αλλά και τα μεγαλύτερα κεφάλαια της Ανατολικής Ευρώπης, ακολουθήθηκε από ένα νέο δάνειο από την Κοινωνία των Εθνών. Το νέο δάνειο, για ακόμα μια φορά, «ασκούσε τεράστια πίεση στον δημόσιο προϋπολογισμό» (Senft 2003: 41), και ερχόταν ως επιστέγασμα μιας συγκυρίας, στην οποία οι μισθοί και η εσωτερική ζήτηση βρίσκονταν σε ελεύθερη πτώση παρότι το κόστος ζωής παρέμενε σταθερό, με την ανεργία στη δεκαετία του 1930 να πέφτει κάτω από το επίπεδο της περιόδου πριν το 1913 (ό.π.: 44).
Η κατάσταση αυτή είχε ως αποτέλεσμα την άνοδο της ακροδεξιάς και ποικίλων ναζιστικών και φασιστικών οργανώσεων, και εν τέλει την επιβολή το 1933 από τον ηγέτη των χριστιανοκοινωνιστών Ε. Dolfuss δικτατορίας, την οποία στήριζε τόσο ο Μουσολίνι όσο και το Βατικανό. Είχε επίσης ως αποτέλεσμα, ένα χρόνο μετά το απότομο κλείσιμο της βουλής, έναν βραχύ αλλά καταστροφικό εμφύλιο πόλεμο τον Φεβρουάριο του 1934 ανάμεσα στον στρατό του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος (Schutzbund) και στις κρατικές δυνάμεις του στρατού και της χωροφυλακής, με την αρωγή της παραστρατιωτικής, φασιστικής Heimwehr, με εκατοντάδες νεκρούς σε διάφορες πόλεις (Βιέννη, Λιντζ, Γκρατζ κ.ά.). Οι οικονομικές και πολιτικές παρεμβάσεις της Κοινωνίας των Εθνών συνεχίστηκαν και μετά τη δολοφονία, στο πλαίσιο απόπειρας πραξικοπήματος από ναζιστές, του Dolfuss το 1934 και την αντικατάστασή του από τον Κurt Schuschnigg. Με την ίδια ένταση συνεχίστηκαν επίσης και η επίθεση στο εργατικό κίνημα και ο βίαιος παραγκωνισμός μη φιλελεύθερων μεθόδων επίλυσης της κρίσης. Συνολικά, αυτή ακριβώς η καταστολή των δημοκρατικών δυνάμεων (εν τέλει υπέρ του φασισμού) ήταν και η μεγαλύτερη επιτυχία των παρεμβάσεων της Κοινωνίας των Εθνών:
«Αποτέλεσμα των προσπαθειών [των φιλελεύθερων] ήταν η εδραίωση μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων […] και παράλληλα η εδραίωση διαφόρων μορφών φασισμού, όπως χαρακτηριστικά συνέβη στην Αυστρία. Ο σχεδιασμός, η ρύθμιση και ο έλεγχος τους οποίους ήθελαν να αποκλείσουν ως απειλές για την ελευθερία, χρησιμοποιήθηκαν κατόπιν από τους δηλωμένους εχθρούς της ελευθερίας, για την ολοσχερή της κατάργηση. Η νίκη του φασισμού κατέστη αναπόφευκτη, επειδή οι φιλελεύθεροι παρεμπόδισαν όλες τις μεταρρυθμίσεις που περιλάμβαναν σχεδίασμα, ρύθμιση και έλεγχο» (Polanyi 2001: 244-245).
Το πρόβλημα δεν ήταν δηλαδή απλώς οικονομικο-τεχνικό, αλλά μαζί πολιτικό και ιδεολογικό, απηχώντας τη γενικευμένη επίθεση των καθεστωτικών δυνάμεων απέναντι στον μπολσεβικισμό, τα σοσιαλιστικά κοινωνικά ρεύματα και τα εγχειρήματα ανασυγκρότησης της παγκόσμιας οικονομίας στα πρωτοφιλελεύθερα πρότυπα. Όπως το έθετε το 1939 ένας Βρετανός ανταποκριτής της New York Times στη Βιέννη, «η πρώτη προτεραιότητα ήταν να έρθουν τα ξένα δάνεια στη χώρα και η δεύτερη να πειστούν οι διεθνείς πιστωτές ότι τα χρήματά τους δεν θα ήταν ποτέ πραγματικά ασφαλή αν δεν κατέρρεε η εξουσία της Αριστεράς» και «αν δεν υποτασσόταν η “κόκκινη Βιέννη”» (Gedye 2009 [1939]: 12). Συμβατές με αυτήν τη διαπίστωση ήταν και οι περιγραφές του Polanyi:
«Στην πραγματικότητα, η αυστριακή κυβέρνηση ποτέ δεν χαλάρωσε την πίεσή της προς την Αριστερά και η επίθεση εναντίον της κλιμακώθηκε περαιτέρω. Όλα πλήττονταν: ο σοσιαλιστικός τύπος, το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, οι κοινωνικές υπηρεσίες, τα δικαιώματα των συλλογικών διαπραγματεύσεων, το νομικό στάτους των δημοσίων υπαλλήλων και των υπαλλήλων στις δημόσιες επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, τα οικονομικά του δήμου της Βιέννης» (Polanyi 1933[β]: 588).
Η πιεστική πολιτική των διεθνών δυνάμεων του οικονομικού φιλελευθερισμού, όπως εκφραζόταν από την Κοινωνία των Εθνών, εξηγεί τον χαρακτηρισμό «συντηρητική» του Polanyi για τη δεκαετία του 1920: «Η πρόθεση της δεκαετίας ήταν βαθιά συντηρητική, αφού εξέφραζε τη συλλογική πεποίθηση ότι μόνον η παλινόρθωση της προ του 1914 πραγματικότητας, […] θα αποκαθιστούσε την ειρήνη και την ευημερία. Ουσιαστικά, ο μετασχηματισμός της δεκαετίας του 1930 πήγασε από την αποτυχία αυτής της προσπάθειας για επιστροφή στο παρελθόν» (Polanyi 2001: 28). Με άλλα λόγια, η πρόθεση του διεθνούς φιλελευθερισμού να εγκαταστήσει τις παλιές του αρχές, κόντρα σε δυνάμεις που επεδίωκαν διαφορετικά μοντέλα, από τον προστατευτισμό και τη σχεδιασμένη οικονομία μέχρι την οικονομική αυτάρκεια, δεν απέτρεψε, αλλά αντίθετα όξυνε, την άνοδο διαφόρων μορφών φασισμού. Μέχρι την τελική κατάρρευση της Κοινωνίας των Εθνών, οι φιλελεύθερες οικονομικές ελίτ επεδίωκαν ασταμάτητα την προώθηση του ελεύθερου εμπορίου και του κανόνα του χρυσού, που θεωρούνταν ως οι δυο βασικοί πυλώνες όχι μόνο της παγκόσμιας οικονομίας αλλά και της ειρήνης.
Αυτό που ανέδειξε η περίπτωση του αυστριακού προγράμματος είναι ότι όταν οι δημοκρατικές δυνάμεις στο εθνικό πλαίσιο αποδείχτηκαν ανίκανες ή απρόθυμες να βρουν μια έξοδο από την κρίση, ενώ την ίδια στιγμή τα εργατικά κινήματα καταστέλλονταν και τα κοινωνικά αιτήματα παρέμεναν ανικανοποίητα, τότε άνοιξε ο δρόμος για την κατάργηση της δημοκρατίας. Όσο οι συνταγές λιτότητας διαδέχονταν η μια την άλλη, τόσο οι παραστρατιωτικές ομάδες κέρδιζαν σε επιρροή και η πολιτική ανωμαλία κλιμακωνόταν στο σημείο της δικτατορίας. Με αυτά κατά νου, ο Polanyi, σχολιάζοντας μια αναφορά της Επιτροπής Χρυσού της Κοινωνίας των Εθνών του 1932, συσχέτιζε τον φιλελεύθερο «αυταρχικό παρεμβατισμό» με τον φασισμό:
«Αν και θεωρητικά αντίθετοι στην παρέμβαση και τον πληθωρισμό, οι φιλελεύθεροι […] έθεσαν το ιδεώδες του σταθερού νομίσματος υπεράνω του ιδεώδους της μη παρέμβασης. Με την πράξη τους αυτήν, ήταν συνεπείς προς την εγγενή λογική της αυτορρυθμιζόμενης οικονομίας. […] Η επιμονή με την οποία είχαν υποστηρίξει, για μία κρίσιμη δεκαετία, οι φιλελεύθεροι τον αυταρχικό παρεμβατισμό – στην υπηρεσία της αντιπληθωριστικής πολιτικής – συντέλεσε στην αποφασιστική εξασθένηση των δημοκρατικών δυνάμεων, οι οποίες διαφορετικά θα μπορούσαν να είχαν αποτρέψει τη φασιστική καταστροφή» (Polanyi 2001: 223).
Ο αυταρχικός παρεμβατισμός καθόρισε την ιστορία της μεσοπολεμικής Αυστρίας και άλλων χωρών που μετά απ’ αυτήν υπέστησαν τις παρεμβάσεις της Κοινωνίας των Εθνών. Παρόμοιο «αυταρχικό παρεμβατισμό» γνώρισαν και γνωρίζoυν ως γνωστόν εκτός από την Ελλάδα και άλλες χώρες στο πλαίσιο της νέας ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης. Όσο η επιμονή στη νεοφιλελεύθερη συνταγή και τη δια νόμου επιβολή της (μνημόνια, συνταγματοποίηση οικονομικών μέτρων, αυτοματοποίηση κυρώσεων κλπ.) δεν κάμπτεται, εξελίξεις στο ίδιο πνεύμα με τη μεσοπολεμική Αυστρία δεν μπορούν να αποκλειστούν πλήρως ως ενδεχόμενα.
Βιβλιογραφία
Aguado, Iago Gil (2001), The Creditanstalt crisis of 1931 and the failure of the Austro-German Customs Union project Historical Journal. 44: 1
Anderson, Perry (2012), After the Event, New Left Review 73: February.
Beyersdorf, Frank (2011), ‘Credit or Chaos’? The Austrian Stabilisation Programme of 1923 and the League of Nations, σε Laqua, Daniel (ed.), Internationalism Reconfigured: Transnational Ideas and Movements Between the World Wars, London: I. B. Tauris.
Bonefeld, Werner (2017), Ordoliberalism and the Death of Liberal Democracy, Salvage, 13.01.2017, διαθέσιμο ηλεκτρονικά: http://salvage.zone/online-exclusive/ordoliberalism-and-the-death-of-liberal-democracy-an-interview-with-werner-bonefeld
Branas C.C., Kastanaki A.E., Michalodimitrakis M. et al. (2015) The impact of economic austerity and prosperity events on suicide in Greece: a 30-year interrupted time series analysis, BMJ Open. doi:10.1136/bmjopen-2014-005619.
Berger, Peter (2000), Im Schatten der Diktatur. Die Finanzdiplomatie des Vertreters des Völkerbundes in Österreich. Meinoud Marinus Rost van Tonningen, 1931-1936, Vienna: Böhlau Verlag.
Berger, Peter (2003), The League of Nations and Interwar Austria: Critical Assessment of a Partnership in Economic Reconstruction, σε The Dollfuss/Schuschnigg Era in Austria: A reassessment, Günter Bischof, Anton Pelinka, Alexander Lassner (eds), New Jersey: Transaction Publishers.
Gedye, G.E.R. (2009 [1939]), Fallen Bastions: The Central European Tragedy, London: Faber and Faber.
Dale, Gareth (2016), Karl Polanyi: A Life on the Left, New York: Columbia University Press.
Dale, Gareth (2008), Karl Polanyi’s The Great Transformation: perverse effects, protectionism and Gemeinschaft, Economy and Society 37: 4.
Dellas, Harris and George Tavlas (2012), The road to Ithaca: the gold standard, the Euro and the origins of the Greek sovereign debt crisis, σε Bank of Greece, Economic Research Department – Special Studies Division, November.
Eichengreen, Barry and Peter Temin (1997), The Gold Standard and the Great Depression, NBER Working Paper No. w6060, June. Διαθέσιμο ηλεκτρονικά: https://ssrn.com/abstract=226470
FEANTSA (2017), Homelessness in Greece, Country Fiche.
Flores, Juan, Decorzant, Yann (2012). Public borrowing in harsh times: The League of Nations Loans revisited, University of Geneva, Department of Economics, Working Paper 12091.
Hayek, Friedrich (1976), Denationalisation of Money, The Institute of Economic Affairs: London.
ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, Ινστιτούτο Εργασίας ΓΣΕΕ (2018), Η ελληνική οικονομία και η απασχόληση, Ετήσια Έκθεση.
Kaplan, Robert D. (2013), The Revenge of Geography: What the Map Tells Us About Coming Conflicts and the Battle Against Fate, New York: Random House.
Kindleberger, Charles P. (2006), A Financial History of Western Europe, London: Routledge.
League of Nations (1922), The Restoration of Austria. Agreements, Geneva.
League of Nations (1923), Financial Reconstruction of Austria. First Report by the Commissioner-General of the League of Nations at Vienna, Extract no 11 from the Official Journal.
Mises, Ludwig von (1978), Erinnerungen, Stuttgart: Gustav Fischer Verlag.
Polanyi, Karl (2001), Ο Μεγάλος Μετασχηματισμός. Θεσσαλονίκη: Νησίδες.
Polanyi, Karl (1937), Europe To-day, London: The Workers’ Educational Trade Union Committee, Karl Polanyi Institute of Political Economy, αρχείο 18-21.
Polanyi, Karl (1933[α]), Der Mechanismus der Weltwirtschaftskrise, Wien: Sonderbeilage des Österreichischen Volkswirt, Karl Polanyi Institute of Political Economy, αρχείο 3-11
Polanyi, Karl (1933[β]), Austria and Germany, International Affairs. 12: 5, Karl Polanyi Institute of Political Economy, αρχείο 18-2.
Senft, Gerhard (2003), Economic Development and Economic Policies in the Ständestaat Era, σε The Dollfuss/Schuschnigg Era in Austria: A reassessment, Günter Bischof, Anton Pelinka, Alexander Lassner (eds.), New Jersey: Transaction Publishers.
Streeck, Wolfgang (2015), Es ist so weit, Die Zeit, 19.02, διαθέσιμο ηλεκτρονικά: http://www.zeit.de/2015/06/euro-waehrungsunion-europa-ende
Tálos, Emmerich and Marchel Fink (2008), Arbeitslosigkeit: eine Geißel, die nicht verschwindet, Alterssicherungsreform in Österreich, σε St. Karner/L. Mikoletzky (Hg.). Österreich: 90 Jahre Republik, Innsbruck.
Warnock, Barbara (2015), The First Bailout – The Financial Reconstruction of Austria 1922 – 1926. Birkbeck College, University of London.
1 Π.χ. Huber, Peter, Kredit oder Untergang: Als Österreich vor der Pleite stand, Die Presse, 14.11.2011. Portisch, Hugo, Österreich ging es viel schlechter als Griechenland heute, Der Standard, 25.01.2013. Warnock, Barbara, Greece and Austria: A similar story? Birkbeck Comments, 30.06.2015. Schwarz, Valentine, Als Österreich Griechenland war: Krisenpolitik damals und heute, Arbeit und Wirtschaft (A&W) Blog, 13.02.2014.
2 League of Nations. 1922. Minutes of the Third Meeting of the 22th session of the Council of the League of Nations
3 Διάγγελμα στο Καστελόριζο, 23.04.2010.
4 Lloyd George, “Letter from Mr. Lloyd George to Baron Georg Franckenstein, Austrian Minister, London”, 15/08/1922. Στο League of Nations, 1922.
Βλ. Moscovici, Pierre, Commissioner Moscovici’s introductory remarks at the Eurogroup press conference, Tallinn, 15.09.2017, http://europa.eu/rapid/press-release_SPEECH-17-3267_en.htm