ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΑΙ ΣΒΑΣΤΙΚΑ:

ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΝΑΖΙΣΜΟΥ

 

του Δημήτρη Αρκάδα

 

 

1. Υποθέσεις εργασίας

 

Η εκλογική ανάδυση της οργάνωσης «Χρυσή Αυγή» και η ανάδειξή της σε τρίτη πολιτική δύναμη στο κοινοβούλιο κατά τις εκλογές του 2012, αντιμετωπίστηκε μάλλον με έκπληξη από το σύνολο των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων της χώρας. Μεγαλύτερη έκπληξη, εντούτοις, προκάλεσε μια ιδιότυπη σχέση που άρχισε να αναπτύσσεται ανάμεσα στην οργάνωση και σε εκκλησιαστικούς παράγοντες, σχέση η οποία συζητήθηκε και καταδικάστηκε εν πολλοίς. Η παρούσα μελέτη αποπειράται να αναδείξει ότι η σχέση της «Χρυσής Αυγής» με τον εκκλησιαστικό οργανισμό χρειάζεται να προσδιορισθεί στον κοινό πυρήνα τους, ο οποίος κατά τη γνώμη του γράφοντος δεν είναι παρά ακροδεξιά σχήματα αντίληψης, σκέψης και πράξης που συνιστούν την πολιτική ταυτότητα τόσο της «Χρυσής Αυγής», όσο και μέρους της εκκλησιαστικής διοίκησης.

Κεντρική υπόθεση εργασίας είναι η θέση ότι οι σχέσεις της «Χρυσής Αυγής» και τμημάτων του εκκλησιαστικού οργανισμού είναι μάλλον δύσκολο – αν όχι αδύνατο – να προσδιορισθούν, αν προηγουμένως δεν κατανοήσουμε σε βάθος την πολύπλοκη σχέση που ανέπτυξε η ελληνική ορθόδοξη εκκλησία με τον ναζισμό, όπως αυτός εμφανίστηκε στην ιστορία μεσοπολεμικά και κατά την εποχή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Αναδιφώντας εκκλησιαστικές πηγές, 1 όπως είναι το επίσημο περιοδικό της Ιεράς Συνόδου, Εκκλησία, το οποίο μας παρέχει πολυάριθμα αλλά διαφωτιστικά σχόλια για να κατανοήσουμε το βαθμό πρόσληψης του ναζισμού από τη διοικούσα εκκλησία, αποτιμώντας ταυτόχρονα την πολιτική πράξη της, καθώς η τελευταία είχε αναγορευθεί σε «προνομιακό συνομιλητή» ή «διαμεσολαβητή» σύμφωνα με την έκφραση του Γιώργου Μαργαρίτη, με τις αρχές Κατοχής, 2 θεωρούμε ότι αναπτύχθηκαν δομικές σχέσεις εξουσίας ανάμεσα στην εκκλησιαστική διοίκηση, τις Θεολογικές Σχολές Αθηνών και Θεσσαλονίκης, αλλά και τον θεσμό του μοναχισμού και μάλιστα στην αγιορείτικη εκδοχή του από τη μια, και τον ναζισμό από την άλλη. Οι δομικές αυτές σχέσεις εξουσίας εκδηλώθηκαν σε μια πολλαπλότητα επιπέδων: εκφράσθηκαν ως ιδεολογική εξουσία, εφαρμόστηκαν ως κρατική εξουσία, υλοποιήθηκαν ως παρακρατική εξουσία, ακόμα και νομιμοποιήθηκαν ως συμβολική εξουσία.

Όσο κι αν οι σχέσεις της ελληνικής ορθόδοξης εκκλησίας με τον ναζισμό συνιστούν μια μάλλον δυσάρεστη κληρονομιά από μέρους της πρώτης, με αποτέλεσμα να την αποσιωπά παντελώς, εντούτοις, στο βαθμό που ο εκκλησιαστικός οργανισμός αποτελεί έναν κυρίαρχο ιδεολογικό μηχανισμό του «βαθέως» κράτους στην ελληνική κοινωνία και ταυτοποιείται διαχρονικά ως τέτοιος σε μια σειρά ιστορικών περιόδων (κατοχή, μετεμφυλιακή περίοδος, δικτατορία της 21ης Απριλίου, μεταπολίτευση), μπορούμε να ισχυριστούμε ότι λειτουργεί χρησιμοποιώντας ναζιστικά σχήματα αντίληψης, σκέψης και πράξης και παράγοντας αποτελέσματα σε όλα τα επίπεδα της κρατικο-θρησκευτικής ιδεολογίας: στηρίζει τα Τάγματα Ασφαλείας στην κατοχή, συμμετέχει στη συγκρότηση των στρατοπέδων συγκέντρωσης πολιτικών κρατουμένων μετεμφυλιακά, ενσωματώνει τον αντικομμουνιστικό αγώνα της 21ης Απριλίου και επιχειρεί να νομιμοποιήσει τον νεοναζιστικό πολιτικό φορέα της μεταπολίτευσης, τη «Χρυσή Αυγή».

 

2. Οι «Γερμανοί Χριστιανοί» στα εκκλησιαστικά σχήματα σκέψης

 

Με τον όρο Γερμανοί Χριστιανοί, προσδιορίζουμε εκείνες τις σχέσεις εξουσίας που είχαν αναπτυχθεί εντός του γερμανικού προτεσταντισμού με τους ναζί στα χρόνια της δικτατορίας του Χίτλερ.3 Στην πλήρη ανάπτυξή του, τo κίνημά τους είχε ενσωματώσει έναν αριθμό τυπικών φασιστικών γνωρισμάτων, όπως είναι, για παράδειγμα, ο στερεοτυπικός διαχωρισμός των φύλων, αντιδιεθνιστικές τάσεις, μείγματα παραδοσιακών συμβόλων και μυθικών αφηγήσεων με μοντέρνα ιδεολογήματα, ισχυρή έμφαση στην εθνική ταυτότητα και τον σεπαρατισμό.4

Σύμφωνα με σχετικό άρθρο του Στυλιανού Παπαδόπουλου στη Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, οι Γερμανοί Χριστιανοί είχαν συγκροτήσει από το 1932, παραμονή της ανάληψης της πολιτικής εξουσίας από τον Αδόλφο Χίτλερ, μια πολιτική κίνηση εντός του προτεσταντισμού, η οποία προπαγάνδιζε τις περί θρησκείας θέσεις του, αποσκοπώντας στη δημιουργία μιας «λαϊκής εκκλησίας» εθνικοσοσιαλιστικού προσανατολισμού.5 Όπως μας πληροφορεί το περιοδικό της θρησκευτικής αδελφότητας θεολόγων Ζωή, ο ηγέτης των Γερμανοχριστιανών, Αρχιεπίσκοπος Μίλλερ, ήταν παλαιός στρατιωτικός ιερέας και προσωπικός φίλος του Χίτλερ, οι χριστιανικές αντιλήψεις τους είχαν προσαρμοσθεί στις εθνικοσοσιαλιστικές θεωρίες της «ράτσας» και του «αίματος», ενώ, όσον αφορά στη Βίβλο, απέρριπταν την Παλαιά Διαθήκη λόγω των έντονων εβραϊκών στοιχείων της, απαλείφοντας, ταυτόχρονα, και οποιαδήποτε αναφορά στο εβραϊκό στοιχείο της Καινής Διαθήκης.6 Το κεντρικό πρόσωπο της Καινής Διαθήκης, ο Ιησούς Χριστός, για τους Γερμανούς Χριστιανούς δεν είναι πια ένας ιουδαίος, αλλά ένας σκανδιναβός μάρτυρας, ένας πολεμιστής του οποίου ο θάνατος έσωσε τον κόσμο από την ιουδαϊκή επιρροή.7 Έχοντας αντικαταστήσει τους χριστιανικούς σταυρούς με τη σβάστικα, τον ναζιστικό αγκυλωτό σταυρό, οι χριστιανικές θρησκευτικές πεποιθήσεις τους είχαν μπολιαστεί με έντονα γερμανικά παγανιστικά στοιχεία, κατασκευάζοντας μια συγκρητιστική «“θρησκεία της φυλής”».8

Όπως προκύπτει από δημοσιεύματα του θρησκευτικού περιοδικού τύπου της εποχής, όπως η Εκκλησία, το επίσημο δημοσιογραφικό δελτίο της Ιεράς Συνόδου και η Ανάπλασις, όργανο του ομώνυμου συλλόγου, οι Έλληνες ορθόδοξοι είχαν μια μάλλον σαφή εικόνα για τους Γερμανούς Χριστιανούς, τις αντιλήψεις και πρακτικές τους, αλλά και για την ευρύτερη εκκλησιαστική πολιτική του ναζιστικού καθεστώτος. Από πολύ νωρίς, ήδη από το 1934, έχοντας ο Χίτλερ αναλάβει την εξουσία στη Γερμανία, σχόλιο της Εκκλησίας αναφέρεται στο βιβλίο του Alfred Rosenberg, Ο μύθος του εικοστού αιώνα, όπου χαρακτηρίζει ως «παράδοξη» την αντίληψη των Γερμανών Χριστιανών ότι τον δυναμισμό του ο Χριστιανισμός τον οφείλει στον «γερμανικόν χαρακτήρα», ενώ το αιώνιο στοιχείο του πρώτου δεν είναι παρά «αι γερμανικής προελεύσεως ιδιότητες».9

Διάχυτη είναι η αντίληψη στους Έλληνες ορθόδοξους για τις μορφές του ναζιστικού μεσσιανισμού, ο οποίος είναι έκδηλος στους Γερμανούς Χριστιανούς.10 Ο Γεράσιμος Κονιδάρης, σπουδαστής εκείνα τα χρόνια στη ναζιστική Γερμανία και μετέπειτα καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Αθηνών, υπογραμμίζει ότι η πολιτική θεολογία των Γερμανών Χριστιανών, εντός του πλαισίου της προσωπολατρίας που εφάρμοσε στον Αδόλφο Χίτλερ, τον ταυτοποίησε ως απεσταλμένο του Θεού, ως ένα μεσσιανικό πρόσωπο, ο λόγος του οποίου καθίσταται αποκαλυπτικός, με θεϊκές διαστάσεις, ενώ πλέον το έτος 1933 αντιμετωπίζεται ως η απαρχή της νέας, σωτηριώδους εποχής για το γερμανικό έθνος.11 Οι Γερμανοί Χριστιανοί πιστεύουν ότι στο πρόσωπο του Χίτλερ ήρθε το «πλήρωμα του χρόνου» για τον γερμανικό λαό, κι ακόμα περισσότερο, ότι είναι «“η οδός του Πνεύματος και η θεία βούλησις δια την χριστιανικήν εκκλησίαν και το γερμανικόν έθνος”».12 Το έδαφος της Γερμανίας αναγνωρίζεται ως «“μοναδική Αγία Γη”».13 Οι δογματικές αντιλήψεις τους στην πραγματικότητα δεν είναι παρά μια εφαρμογή των φυλετικών πεποιθήσεων του εθνικοσοσιαλισμού στο πεδίο της χριστιανικής θρησκευτικότητας, καθώς αναγνωρίζουν ότι «ο Θεός είναι Θεός των Γερμανών, όχι των Εβραίων», δέχονται ως αποκάλυψη ότι «Είπε ο Θεός: “Γενηθήτωσαν φυλές” και εγενήθησαν οι φυλές», θεωρούν ως αλήθεια ότι «ο νόμος του Θεού απορρίπτει την μίξη των φυλών», πιστεύουν ότι «το να σκεπτόμαστε με όρους ράτσας και αίματος είναι θεϊκές επιταγές», ενώ υποστηρίζουν πως «οι διαφορές των φυλών είναι σύμφωνες με τη θέληση του Θεού».14

Δεν είναι, όμως, μόνο οι πεποιθήσεις των Γερμανών Χριστιανών που γίνονται γνωστές στο ελληνικό ορθόδοξο κοινό. Δημοσιότητα παίρνουν και αρκετές πτυχές της εκκλησιαστικής πολιτικής του ναζιστικού καθεστώτος. Το 1934, για παράδειγμα, η απόφαση της γερμανικής κυβέρνησης να εφαρμόσει προγράμματα που προέβλεπαν πρακτικές αναγκαστικής στείρωσης μειονοτικών πληθυσμών καταδικάζονται από το περιοδικό Εκκλησία, χαρακτηρίζοντάς τα ως «“φυλετική παραφροσύνη”», ενώ εξαίρεται η σφοδρή εναντίωση της καθολικής και της προτεσταντικής εκκλησίας και εκφράζονται προσδοκίες ούτως ώστε η χριστιανική αντίδραση «να σώση την Γερμανίαν από μίαν μεγάλην και χυδαίαν τυραννίαν».15 Την επόμενη χρονιά, το έτος 1935, το ελληνικό ορθόδοξο ποίμνιο μαθαίνει πως στο εξής, με διαταγή του Υπουργείου Εσωτερικών της Γερμανίας, στα επίσημα χαρτιά ο όρος «μικτοί γάμοι» δεν θα σημαίνει τους γάμους μεταξύ ατόμων διαφορετικής θρησκευτικής ομολογίας, αλλά μεταξύ ατόμων «ανηκόντων εις αρίους και μη αρίους».16 Πληροφορείται για πολλά νέα βιβλία με έντονο προπαγανδιστικό περιεχόμενο εναντίον του καθολικού κλήρου και χαρακτηριστικούς τίτλους, όπως, για παράδειγμα, «Οι κληρικοί καταπιεσταί», «Η χριστιανική σκληρότης και αι γυναίκες της Γερμανίας», «Δύο έτη όπισθεν μοναστηριακού τείχους», «Η Θυγάτηρ του Ιησουίτου», «Το κολλεκτιβιστικόν κράτος αντικείμενον της Ρώμης και του Ιούδα».17 Γνωρίζει, επίσης, ότι από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς της χώρας αναμεταδίδονται πια και μη χριστιανικές λειτουργίες, στις οποίες δεν γίνεται χρήση της Αγίας Γραφής, ενώ παρασιωπάται εντελώς το όνομα του Ιησού Χριστού.18

Όλα τα παραπάνω συνιστούν σχήματα σκέψης και πράξης ενός θρησκευτικού πολιτισμού, τα κεντρικά στοιχεία του οποίου είναι γνωστά στην ελληνική ορθόδοξη εκκλησία, αλλά σύμφωνα με την γνώμη του Γεράσιμου Κονιδάρη απρόσληπτα από τον ορθόδοξο πολιτισμό, καθώς, όπως τονίζει σε σχετική μελέτη του, «ουδέν έχομεν να ωφεληθώμεν εκ της σημερινής εκκλησιαστ. καταστάσεως της Εθνικής (εννοεί εθνικιστικής) Γερμανίας».19

 

3. Σχέσεις ιδεολογικής εξουσίας

 

Αν και η στάση της ελληνικής εκκλησιαστικής διοίκησης απέναντι στους Γερμανούς Χριστιανούς κυμαίνεται από επιφυλακτική έως αρνητική, ωστόσο, δεν μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι το ίδιο συμβαίνει και με την ευρύτερη πολιτική πραγματικότητα του ναζιστικού καθεστώτος. Σε αρκετές περιπτώσεις το πρόσωπο του Αδόλφου Χίτλερ αντιμετωπίζεται από τους εκκλησιαστικούς παράγοντες ως πρότυπο ηγέτη για τους Έλληνες πολιτικούς και υπογραμμίζεται η αποφασιστικότητά του να συγκρουσθεί με τη Σοβιετική Ένωση που τότε υποστασίαζε την παγκόσμια κομμουνιστική απειλή, μια απειλή εξίσου υπαρκτή και για τα συμφέροντα του ελληνικού αστικού κράτους του μεσοπολέμου.

Το περιοδικό της Ιεράς Συνόδου Εκκλησία τονίζει ιδιαίτερα συγκεκριμένες αναφορές του προγράμματος του Αδόλφου Χίτλερ, παραπέμποντας στον ίδιο τον προγραμματικό λόγο του, ότι «θα αποκαταστήσωμεν την καθαριότητα (εννοεί καθαρότητα) εις την οικογενειακήν και την δημοσίαν ζωήν», «θα επαναδώσωμεν εις τον γερμανικόν λαόν την πίστιν προς τον Θεόν, την πατρίδα και την οικογένειαν», «θα στηρίξωμεν πάλιν επί υγιών βάσεων την εκπαίδευσιν των παιδιών μας», γι’ αυτό και προτρέπει τους Έλληνες πολιτικούς να παραδειγματισθούν από τον «γερμανό αρχηγό».20 Οι ναζιστικές ιδεολογικές αντιλήψεις περί πατρίδας, θρησκείας και οικογένειας, μαζί με μια αίσθηση πολιτισμικού εξαγνισμού και κοινωνικής αποκάθαρσης δείχνουν ότι εμπνέουν με εξαιρετική ένταση την ορθόδοξη εκκλησιαστική εξουσία, μια ένταση που φθάνει ενδεχομένως σε σχέση ταύτισης. Ίσως η μετέπειτα ριζική προσχώρηση της εκκλησιαστικής διοίκησης σε δικτατορικά καθεστώτα ομόλογα (δικτατορία της 4ης Αυγούστου) ή παράγωγα (δικτατορία της 21ης Απριλίου) να εξηγείται σε κάποιο βαθμό, εκτός των άλλων, και μέσα από τούτες τις πρώιμες ιδεολογικές ταυτίσεις της πρώτης με τον χώρο του ολοκληρωτισμού.

Επίσης ο αντικομμουνιστικός προσανατολισμός του ναζιστικού καθεστώτος της Γερμανίας μοιάζει να καλωσορίζεται ως φορέας παγκόσμιας ελπίδας από τάσεις εντός της διοικούσας εκκλησίας. Ο Αδόλφος Χίτλερ παρουσιάζεται για μια ακόμα φορά ως πρότυπο πολιτικού, ο οποίος με τον λόγο του εναντίον του «μπολσεβισμού» στη γερμανική βουλή, για πρώτη φορά «είπεν απεριφράστως τι είνε ο Μπολσεβισμός», αλλά επιπλέον «οπόσον είνε αντίθετος ου μόνον προς την Γερμανίαν, αλλά και προς τον κόσμον ολόκληρον».21 Νομιμοποιούμαστε, ενδεχομένως, να υποθέσουμε, ότι για την Εκκλησία της Ελλάδος το ναζιστικό καθεστώς θεωρείται ως σημαντικός βραχίονας αντίστασης ενάντια στην σοβιετική εξουσία. Μια αντίληψη η οποία ενισχύθηκε από τη συγκρότηση του Άξονα, εν έτει 1937, μιας και η συγκρότηση εκείνης της συμμαχίας ανάμεσα στα ολοκληρωτικά καθεστώτα της ναζιστικής Γερμανίας, της φασιστικής Ιταλίας και της αυτοκρατορικής Ιαπωνίας, καλωσορίζεται με ενθουσιασμό, καθώς μόνον οι εν λόγω χώρες και όχι άλλες κατάλαβαν «τον κίνδυνον του πολιτισμού εκ του απειλητικώς εξαπλουμένου κομμουνισμού και ύψωσαν ισχυρόν το κατ’ αυτού αμυντικόν τείχος δια του αντικομμουνιστικού των τριγώνου».22

Η αντικομμουστική δικαίωση του ναζιστικού καθεστώτος ενισχύθηκε στα χρόνια της κατοχής στην Ελλάδα, με κάποιους ιεράρχες να εξακολουθούν να θεωρούν τη Γερμανία ως τη μόνη ελπίδα για τον πόλεμο ενάντια στον κομμουνισμό. Τις απόψεις τους δεν διστάζουν να τις δημοσιοποιήσουν και στη ναζιστική εφημερίδα της εποχής Νέα Ευρώπη.23 Όπως έχει αναδείξει ο Γρηγόρης Ψαλλίδας μέσα από την έρευνά του στο αρχειακό υλικό, ο μητροπολίτης Φλωρίνης Βασίλειος εξέφραζε την ευγνωμοσύνη του «εις τον μεγάλον Αρχηγόν του Τρίτου Ράιχ και τον γενναίον γερμανικόν λαόν» για τον αγώνα τους ενάντια στον κομμουνισμό, ο Εδέσσης Παντελεήμων εξέφραζε την ευχή ότι ο ελληνικός λαός τασσόμενος στο πλευρό του Άξονα θα πετύχει «εν ελεύθερον και ευτυχές μέλλον εν τω πλαισίω της Νέας Ευρώπης», ο Αιτωλίας και Ακαρνανίας Ιερόθεος θα ευλογήσει τον Οκτώβριο του 1943 τον αγώνα των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής, ενώ ο μητροπολίτης Χαλκίδος Ειρηναίος καταδικάζει τον μπολσεβικισμό και την «μασονική πλουτοκρατία», και παράλληλα εξαίρει τη συγκίνηση που του προκάλεσε «ο μεγάλος αρχηγός του Γερμανικού Κράτους» όταν κήρυττε τον πόλεμο κατά της Σοβιετικής Ένωσης.24

 

4. Σχέσεις κρατικής εξουσίας

 

Η κατοχική δράση του Νικόλαου Λούβαρι, καθηγητή της Θεολογικής Σχολής Αθηνών, θα μπορούσε, ίσως, να χαρακτηριστεί ως ένα ενδεικτικό παράδειγμα κρατικών σχέσεων εξουσίας που διακρίνει την φιλοναζιστική πτέρυγα της ορθόδοξης εκκλησία στην Ελλάδα. Η πολιτική του διαδρομή είχε αρχίσει πολλά χρόνια νωρίτερα, καθώς είχε ήδη διατελέσει Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Παιδείας τα έτη 1926-1928 και 1935-1936, ενώ από την 14η Μαρτίου 1936 έως την 4η Αυγούστου 1936 είχε αναλάβει τη θέση του Υπουργού Παιδείας.25 Αν και συμφωνεί να συμμετάσχει το 1941 στην πρώτη κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου ως υπουργός Παιδείας, όντας Κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής Αθηνών, εντούτοις την τελευταία στιγμή υπαναχωρεί και δεν βρίσκεται στο κυβερνητικό σχήμα που ορκίζεται στις 30 Απριλίου 1941, επικαλούμενος, σύμφωνα με τον Χάγκεν Φλάισερ, την επικείμενη είσοδο των Ιταλών στην Αθήνα.26

Όπως μας αποκαλύπτει ο Γρηγόρης Ψαλλίδας, όταν στα τέλη της ίδιας χρονιάς ο E. Gerstenmaier, απεσταλμένος του τμήματος Πολιτιστικής Πολιτικής του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών περιοδεύει στις κατεχόμενες και συμμαχικές προς τον Άξονα χώρες της Βαλκανικής, προκειμένου να αποκαταστήσει επικοινωνία με τις κατά τόπους εκκλησιαστικές ηγεσίες, χαρακτηρίζει στην έκθεσή του τον Νικόλαο Λούβαρι ως «φίλο της Γερμανίας», με άλλα λόγια πρόσωπο που εγγυάτο για την τήρηση αν όχι φιλικής, τουλάχιστον μη εχθρικής στάσης της ελληνικής εκκλησίας προς τις δυνάμεις κατοχής.27 Ένα επεισόδιο που συνέβη την ίδια ακριβώς χρονική στιγμή, στην πρώτη επέτειο του πολέμου του 1940, στις 28 Οκτωβρίου 1941, με πρωταγωνιστή τον Λούβαρι και τους φοιτητές του, μας διασώζει ο τότε φοιτητής Λουκάς Πάτρας και αξίζει να το παραθέσουμε αυτούσιο καθώς μας φανερώνει με αμεσότητα πτυχές της πολιτικής ταυτότητάς του:

 

«Γεμάτο ήταν και το αμφιθέατρο του τελευταίου ορόφου της οδού Σόλωνος στο οποίο δίδασκε στους φοιτητές νομικής κάθε Τρίτη το δίωρο μάθημα εισαγωγής στη φιλοσοφία ο καθηγητής Νικόλαος Λούβαρης. Ανέβηκε στο βήμα, ενώ τον υποδεχόταν ιαχές: “Λόγο, Λόγο…Λόγο για την επέτειο…”. Ο Λούβαρης δεν συμφώνησε και δοκίμασε να αρχίσει το μάθημά του. Οι φοιτητές, στους οποίους είχαν προστεθεί και από άλλες σχολές, επέμειναν στην αξίωσή τους. Ο Λούβαρης τότε όρθωσε το κεφάλι, που ήταν στεφανωμένο από γκρίζα πλούσια μαλλιά και με καθαρή φωνή είπε: “Παρακαλώ να μου επιτρέψετε να κάμω εκείνο, για το οποίο ήλθαμε εδώ”. Οι φοιτητές επέμεναν “Ζήτω η 28η Οκτωβρίου”…“Λόγο”. Και ο Λούβαρης: “Παρακαλώ να μου επιτρέψετε να προχωρήσω στο μάθημα”. Και συνέχισε…“Από τινων μηνών με μερικούς Έλληνας πατριώτας προσπαθούμε, παρά τις γνωστές σε όλους σας δυσχέρειες, να εκπληρώσομε το καθήκον μας προς την πατρίδα”. Οι κραυγές συνεχίζονταν, ενώ υπήρχαν φοιτητές που θαύμαζαν τον Λούβαρη και έμεναν σιωπηλοί και ελάχιστοι που διαμαρτύρονταν κιόλας για την αντίθεση προς τον καθηγητή. Και ο Λούβαρης: “Εάν επιμείνετε, θα αναγκασθώ να αποχωρήσω με το κεφάλι υψηλά, δια το ότι εκτελώ κατά συνείδησιν το καθήκον μου”. Και πράγματι ύψωσε το κεφάλι και ήμερος, αλλά μελαγχολικός, κοιτάζοντας μπροστά, πέρασε με σταθερό βήμα ανάμεσα στους φοιτητές και βγήκε από την αίθουσα».28

 

Τελικά ο Νικόλαος Λούβαρις ορκίζεται ως υπουργός Παιδείας και Πρόνοιας στην κυβέρνηση Ιωάννου Ράλλη, στις 7 Απριλίου 1943, θέση στην οποία θα παραμείνει μέχρι την ημέρα της αποχώρησης των γερμανικών κατοχικών στρατευμάτων από την Αθήνα, στις 12 Οκτωβρίου 1944. Ο οικείος του Ευάγγελος Δανόπουλος βεβαιώνει πως ακόμα και την παραμονή της ορκωμοσίας του ως υπουργού, ο Λούβαρις κρατούσε σκεπτικιστική στάση, διαβεβαίωνε ότι δεν θα συμμετάσχει ούτε αυτή τη φορά.29 Ως πρόσωπο καθοριστικό της ύστατης επιλογής του μαρτυρείται ότι ήταν ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, κάτω από τις πιέσεις του οποίου συγκατένευσε.30 Μάλιστα σώζεται ένα ανώνυμο δημοσίευμα της εφημερίδας Ελληνικόν Αίμα της 4ης Φεβρουαρίου 1945, όπου περιγράφεται η απόφαση του Λούβαρι να μη δεχθεί και εκείνη τη φορά το υπουργικό χαρτοφυλάκιο και η μεταστροφή του, κάτω από την σθεναρή πίεση του Αρχιεπισκόπου.31

Τη συμμετοχή του στην κατοχική κυβέρνηση Ράλλη η κυρίαρχη θεολογική ιδεολογία επιχειρεί – ακόμα και σήμερα – να περιγράψει με λόγια συμπάθειας, απαλύνοντας τη σοβαρότητα και το κολάσιμο του εγχειρήματος. Ο βιογράφος του, για παράδειγμα, καθηγητής στη Θεολογική Σχολή Αθηνών Μάρκος Σιώτης, σημειώνει ότι ο Λούβαρις αντιμετώπιζε τη συμμετοχή του στη δωσιλογική κυβέρνηση ως «αναγκαίαν», ως ένα είδος κυματοθραύστη ανάμεσα στις δυνάμεις του κατακτητή και τον λαό.32 Στον επικήδειο λόγο, δε, που εκφωνεί για τον Λούβαρι, παρουσιάζει την υπουργική θητεία του ως μεσσιανικό πρότυπο θυσίας, καθώς την θεωρεί ως ανάβαση «εις τον εθνικόν εκείνον Γολγοθάν».33 Την ίδια άποψη μοιράζεται και ο καθηγητής της ίδιας Σχολής Ευάγγελος Θεοδώρου, όταν αναφέρει σαφώς ότι «ο Ν. Λούβαρις ως Υπουργός κυριολεκτικά θυσίασε τον εαυτό του και σήκωσε σταυρό μαρτυρίου».34 Στο ίδιο μήκος κύματος ο μαθητής του και μετέπειτα καθηγητής Γεώργιος Ρηγόπουλος, αντιμετωπίζει την κυβερνητική θητεία του Λούβαρι ως «πειρασμό» στον οποίο ο τελευταίος υπέκυψε, έστω κι αν γλίτωσε πολλούς από το εκτελεστικό απόσπασμα, ή αποφυλάκισε άλλους.35

Αυτό που αποκρύπτεται από την κυρίαρχη θεολογική ιδεολογία είναι οι ευθύνες του Νικόλαου Λούβαρι, που προκύπτουν από τη συμμετοχή του σε μια κυβέρνηση εθνικής μειοδοσίας.36 Ο Λούβαρις ανήκε σε εκείνη την κυβέρνηση που αποφάσισε και ίδρυσε τα Τάγματα Ασφαλείας, ομάδες ακροδεξιού και αντικομμουνιστικού προσανατολισμού, οι οποίες σε συνεργασία με τα ναζιστικά στρατεύματα αστυνόμευαν τη χώρα.37 Ντυμένοι με χακί στολές ευζώνων («γερμανοτσολιάδες» για συντομία), με επικεφαλής μόνιμους αξιωματικούς του ελληνικού στρατού και ιταλικό οπλισμό, είχαν ταυτίσει τον εαυτό τους με τα έκτροπα της γερμανικής καταστολής.38

Τα παραπάνω είχαν ως συνέπεια την παραπομπή του Νικόλαου Λούβαρι στο Ειδικό Δικαστήριο που συστάθηκε μετά την απελευθέρωση της χώρας, για να δικάσει τους δωσίλογους που συνεργάστηκαν με τα ναζιστικά στρατεύματα κατοχής. Στις 21 Φεβρουαρίου 1945 άρχισε η δίκη των δωσιλόγων, με την ακροαματική διαδικασία να διαρκεί εκατό ημέρες και το δικαστήριο μετά από σύσκεψη δέκα ημερών να εκδίδει την απόφασή του.39 Ο Νικόλαος Λούβαρις παραπέμφθηκε μαζί με τον Ιωάννη Ράλλη και τους υπόλοιπους υπουργούς του (Κ. Πουρνάρας, Α. Ταβουλάρης, Ε. Τσιρονίκος, Α. Γέροντας, Ι. Γρηγοράκης, Γ. Παμπούκας, Β. Καραπάνος, Δ. Διαλέτης, Ν. Καλύβας, Ε. Κανακουσάκης, Α. Τσιριγώτης, Γ. Πυρουνάκης, Ι. Παπαδάκης, Β. Συμεωνίδης), κατηγορούμενοι ότι για όσο διάστημα κατείχαν την πολιτική εξουσία συνέπραξαν με το στρατό κατοχής εις βάρος Ελλήνων πολιτών και συμμάχων, συγκροτώντας τη στρατιωτική δύναμη των Ταγμάτων Ασφαλείας, από τη δράση των οποίων επήλθαν θάνατοι, διεγείροντας με αυτόν τον τρόπο εμφύλιο πόλεμο.40

Στην απολογία του ο Λούβαρις εξέθεσε ότι συμμετείχε στην κυβέρνηση Ράλλη κατόπιν πιέσεων του Αρχιεπισκόπου (και εκείνη τη στιγμή Αντιβασιλέα) Δαμασκηνού, ενώ ισχυρίσθηκε ότι επί υπουργίας του καταδίωξε όλους όσοι συνεργάσθηκαν με τον κατακτητή.41 Ο Δημήτρης Κουσουρής στη μελέτη του για τις δίκες των δωσιλόγων, χαρακτηρίζει τον Νικόλαο Λούβαρι ως «την πιο εμβληματική περίπτωση πλήρους επανένταξης των “συνεργασθέντων μετά του εχθρού”», καθώς το δικαστήριο τον καταδίκασε σε πενταετή φυλάκιση και εξέτισε την ποινή του στο μέγαρο Ζελιώτη, ενώ μετά την αποφυλάκισή του το έτος 1949, όχι μόνον αποκαταστάθηκε στην πανεπιστημιακή του έδρα μέχρι τη συνταξιοδότησή του, αλλά, επιπλέον, το 1960 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.42 Η Ακαδημία Αθηνών στις βιογραφήσεις που εκπόνησε για τα εκλιπόντα μέλη της, δικαιώνει τον Νικόλαο Λούβαρι, τονίζοντας ότι την καταδίκη του υπαγόρευσε «στυγνή πολιτική σκοπιμότης», 43 ενώ ο ίδιος ο Λούβαρις, σε αυτοβιογραφικό του κείμενο, δηλώνει την επαμφοτερίζουσα πολιτική στοχοποίησή του, βαλλόμενος «και από τους αριστερούς ως φωτοσβέστης και από τους δεξιούς ως επικίνδυνος νεωτεριστής».44

5. Σχέσεις παρακρατικής εξουσίας

 

Η φιλοναζιστική τάση εντός της ελληνικής ορθόδοξης εκκλησίας, μέσα από το πρόσωπο ενός άλλου πανεπιστημιακού θεολόγου, του Βασίλειου Έξαρχου, καθηγητή στη Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης, ανασυνέθεσε μορφές παρακρατικής εξουσίας με τον ναζισμό, έχοντας ως βάση την οργάνωση «Εθνική Ένωσις Ελλάς» ή για συντομία «ΕΕΕ».

Η συγκεκριμένη οργάνωση είχε ιδρυθεί στις 20 Ιανουαρίου 1927 στη Θεσσαλονίκη, διέθετε ως σύμβολό της τον βυζαντινό αετό με τα 3 Ε, ήταν οργανωμένη με δομές παραστρατιωτικές, έχοντας αντιμοναρχικό, αντικομμουνιστικό, αντισυνδικαλιστικό και αντισημιτικό προσανατολισμό, ενώ επί κατοχής είχε μετονομαστεί σε «Εθνικόν και Σοσιαλιστικόν Κόμμα της Ελλάδος».45 Ο Στάθης Τσιράς την αναγνωρίζει ως την πιο σημαντική φασιστική οργάνωση του μεσοπολέμου, με ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των μελών της τις στολές και τα χαλύβδινα κράνη που έφεραν – από εδώ και η ονομασία τους «χαλυβδόκρανοι» – και πεδίο δράσης τους ενέργειες κατά των αριστερών και των Εβραίων.46

Ο παλαιός κομμουνιστής συνδικαλιστής Βασίλης Νεφελούδης που είχε συγκρουστεί μαζί τους, μας διασώζει ότι ήταν τέτοιας έκτασης η αντιεβραϊκή τους τοποθέτηση, ώστε οι ηγέτες της οργάνωσης απέδιδαν τα αρχικά «ΕΕΕ» ως «Έλληνες Εξοντώσατε Εβραίους».47 Η πιο γνωστή, ίσως, βίαιη αντισημιτική πράξη τους, ήταν η καταστροφή του εβραϊκού συνοικισμού Κάμπελ στη Θεσσαλονίκη, το καλοκαίρι του 1931. Μια σειρά από κοινωνικές αιτίες, όπως είναι η πολιτική και οικονομική περιθωριοποίηση του εβραϊκού πληθυσμού μετά τη μεγάλη πυρκαγιά του 1917, σε συνδυασμό με την προσπάθεια της φιλελεύθερης κυβέρνησης Βενιζέλου να «ελληνοποιήσει» τη Θεσσαλονίκη (για παράδειγμα μέσω της υποχρεωτικής διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας σε όλα τα σχολεία, όπως τα εβραϊκά), και την προσφυγική κρίση που εντάθηκε μετά τη συνθήκη της Λοζάννης το 1923, στάθηκαν ικανές να πυροδοτήσουν έναν ακραίο αντισημιτισμό, που εκφράστηκε τόσο από τον τύπο, με ιδεολογικό φορέα τη βενιζελική εφημερίδα Μακεδονία και φορέα υλοποίησης την «ΕΕΕ».48 Η καταστροφή του Κάμπελ ήρθε ως αποκορύφωμα ενός έντονου σε αντισημιτικές εκδηλώσεις καλοκαιριού, αποκορύφωμα βίαιων ενεργειών οι οποίες διήρκεσαν τους μήνες Ιούνιο - Ιούλιο του 1931.49 Το βράδυ της 29ης Ιουνίου, μια μεγάλη ομάδα αποτελούμενη από μέλη ελληνικών εθνικιστικών οργανώσεων, όπως ήταν η «ΕΕΕ» και το φοιτητικό παρακλάδι της, επιτέθηκαν στον συνοικισμό καίγοντας τα παραπήγματα, με αποτέλεσμα μέσα σε μια ώρα να καταστραφούν έντεκα κτήρια που στέγαζαν πενήντα τέσσερις οικογένειες, το σχολείο της κοινότητας, το φαρμακείο, η οικία του ραβίνου, η συναγωγή, το σπίτι του γιατρού και να αποτεφρωθούν είκοσι περίπου σπίτια φτωχών οικογενειών, αφήνοντας άστεγες γύρω στις εκατό οικογένειες.50

 Όπως αναφέρει ο Μάριος Ορφανός, αμέσως μετά το πογκρόμ του Κάμπελ, το 1932, οι ναζί είχαν εκδηλώσει έντονο το ενδιαφέρον τους γι’ αυτούς, διανέμοντάς τους κεφάλαια, ώστε να τους βοηθήσουν να αναπτύξουν περαιτέρω την επιρροή τους.51 Επιχειρώντας να εξηγήσει τούτη τη στάση ο Steven Bowman, υπογραμμίζει ότι οι ναζί αντιμετώπιζαν την «ΕΕΕ» ως πιθανούς υποστηρικτές, συγγενείς ιδεολογικά, άρα ενίσχυαν ένα ενδεχόμενο μελλοντικό κοινωνικό δίκτυο μεταξύ τους.52

Ο Βασίλειος Έξαρχος είχε ήδη από το 1941, πρώτο έτος της κατοχής της Ελλάδας από τις δυνάμεις του ναζιστικού Άξονα, αποδείξει με πράξεις τη γερμανοφιλία του και τον ναζιστικό προσανατολισμό του, καθώς διετέλεσε βοηθός του διοικητή της Γερμανικής Αστυνομίας Λαγκαδά.53 Σύμφωνα με τα στοιχεία που μας παραθέτει η Χριστιάνα Πιστιόλα στη μεταπτυχιακή εργασία της για την εν λόγω οργάνωση, ο Βασίλειος Έξαρχος ανέλαβε την προεδρία της «ΕΕΕ» τον Απρίλιο του 1944, προβαίνοντας σε δημόσιες ομιλίες και δημοσιεύσεις στη ναζιστική εφημερίδα Νέα Ευρώπη υπέρ των Γερμανών, προπαγανδίζοντας ταυτόχρονα τους αντικομμουνιστικούς και αντισλαβικούς σκοπούς της οργάνωσης.54

 Για τις προπαγανδιστικές, αλλά και μεταφραστικές υπηρεσίες του προς τη ναζιστική εξουσία κατοχής, οι γερμανικές αρχές είχαν παραχωρήσει και ιδιαίτερα προνόμια προς τον Έξαρχο, όπως μας παραθέτει ο Στράτος Δορδανάς. Του είχε παραχωρηθεί ένα διαμέρισμα επί της οδού Αμαλίας, αφού προηγουμένως εκδιώχθηκε ο προηγούμενος ένοικός του, ένας αξιωματικός του στρατού πρόσφυγας από την Ανατολική Μακεδονία, ενώ η Αυτόνομη Υπηρεσία Επισιτισμού Μακεδονίας του διέθεσε τις αναγκαίες ποσότητες καύσιμης ύλης για τον χειμώνα του 1942, αν και ο Έξαρχος είχε ήδη εφοδιαστεί με ποσότητες από το πανεπιστήμιο.55

Με το τέλος της κατοχής και την απελευθέρωση, το όνομα του Έξαρχου τοποθετείται από τον Γρηγοριάδη μαζί με άλλα ονόματα διαβόητων δωσιλόγων της περιόδου, όπως αυτά των Καθρέπτη, Παρθενίου, Λάμπρου και Μπουραντά.56 Μέσα από τη δικογραφία του, απόσπασμα της οποίας μας παραθέτει ο Δορδανάς, εμφανίζεται το κατηγορητήριο ως εξής:

 

«[…] Ο κατηγορούμενος καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Βασίλειος Έξαρχος κατά την διάρκειαν της ξένης εν Ελλάδι Κατοχής εν Θεσσαλονίκη απέκτησε στενάς σχέσεις μετά των κατακτητών Γερμανών, εις τούτο φαίνεται ότι συνετέλεσε και η ανέκαθεν Γερμανοφιλία του, εγένετο Πρόεδρος της Γερμανοφασιστικής οργανώσεως Ε.Ε.Ε. προτρέπων τους Έλληνας να εγγραφώσιν εις ταύτην […] εδημοσίευσεν άρθρα εις την περίφημον δια την εποχήν εκείνην, εφημερίδα “Νέα Ευρώπη”, έκαμεν ομιλίας δημοσία, εκθειάζων τους Γερμανούς […]».57

 

Ο Βασίλειος Έξαρχος συλλαμβάνεται στις 27 Ιουνίου 1946 στην Αθήνα, όπου είχε καταφύγει στους τελευταίους μήνες της κατοχής, φοβούμενος αντίποινα εναντίον του, ωστόσο, επικαλούμενος προβλήματα υγείας νοσηλεύθηκε στο Ιπποκράτειο νοσοκομείο, από το οποίο ελάμβανε συνεχείς παρατάσεις, ενώ όταν άρχισε τελικά η δίκη του, στις 13 Μαΐου 1948, το ΚΘ΄ ψήφισμα της 13ης Σεπτεμβρίου, του έδινε το δικαίωμα να δηλώσει εθνικόφρων και μάχιμος αντικομμουνιστής, ώστε να κηρυχθεί τελικά αθώος.58 Ο Βασίλειος Έξαρχος επιστρέφει στη Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης, όπου δίδαξε μέχρι το 1962, ενώ και η εκκλησιαστική του νομιμότητα αναγνωρίζεται πλήρως, καθώς συγγράφει το αναλυτικό πρόγραμμα των κατηχητικών σχολείων της Ελλάδας, με τη προσδοκία – ίσως – ότι η θητεία του στη ναζιστική εξουσία θα μετεξελισσόταν σε δόκιμο, εκκλησιαστικό αντικομμουνισμό.59

 

6. Σχέσεις συμβολικής εξουσίας

 

Σε άρθρο του σχετικό με την αντίσταση του ελληνικού κλήρου, ο μητροπολίτης Τρίκκης και Σταγών Διονύσιος, αναφέρει τα ελληνικά μοναστήρια επί κατοχής ως τόπους αντίστασης κατά των κατακτητών, όπου πολλοί μοναχοί περιέθαλπαν άγγλους στρατιώτες, απέκρυπταν αντιστασιακούς και φυγάδευαν πολλούς από αυτούς στη Μέση Ανατολή, πολλές φορές βάζοντας σε κίνδυνο την ίδια τη ζωή τους.60 Αποκρύπτει, ωστόσο, ένα ιδιαίτερο επεισόδιο της ιστορίας του μοναχισμού επί γερμανικής κατοχής, και μάλιστα του αγιορείτικου μοναχισμού: την επιστολή των αγιορειτών μοναχών προς τον Αδόλφο Χίτλερ.

Η Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους, ύστερα από παρότρυνση Γερμανών αξιωματικών, μόλις στις 26 Απριλίου 1941, στέλνει μια επιστολή προς τον Αδόλφο Χίτλερ, ζητώντας του να αναλάβει ο ίδιος την προστασία του Αγίου Όρους, αποτρέποντας κάθε απόπειρα αλλαγής του μέχρι τότε καθεστώτος του. Το κείμενο της επιστολής, όπως μας το διασώζει ο Νικηφόρος Μυλωνάκος, το οποίο απευθύνεται «προς την Αυτού Εξοχότητα τον Αρχικαγγελάριον του Ενδόξου Γερμανικού Κράτους Κύριον Κύριον Αδόλφον Χίτλερ», αναφέρει μεταξύ άλλων:

 

«Εξοχώτατε,

Οι βαθυσεβάστως σημειούμενοι αντιπρόσωποι των είκοσι Ιερών, Βασιλικών, Πατριαρχικών και Σταυροπηγιακών Μονών του Αγίου Όρους Άθω, λαμβάνομεν την εξαιρετικήν τιμήν να απευθυνθώμεν εις την Υμετέραν Εξοχότητα και να παρακαλέσωμεν Αυτήν θερμώς, όπως ευαρεστουμένη αναλάβη υπό την Υψηλήν προσωπικήν Αυτής προστασίαν και κηδεμονίαν τον Ιερόν τούτον Τόπον, του οποίου Ηγούμενοι και αντιπρόσωποι τυγχάνομεν […].

Την διατήρησιν του καθεστώτος τούτου της αυτονόμου Μοναχικής πολιτείας, ικανοποιούντος πλήρως άπαντας τους εν Αγίω Όρει ενασκουμένους ανεξαρτήτως Εθνικότητος, ορθοδόξους μοναχούς και εναρμονιζόμενον προς τον σκοπόν αυτού και την αποστολήν αυτών, παρακαλούμεν και ικετεύομεν θερμώς την Υμετέραν Εξοχότητα, όπως αναλάβη υπό την Υψηλήν προστασίαν και κηδεμονίαν Αυτής».61

 

Ο Αδόλφος Χίτλερ πράγματι αναλαμβάνει υπό την προστασία του το Άγιον Όρος, εγκαθιστώντας μόνο ένα γερμανικό φυλάκιο στην Ουρανούπολη καθώς και ένα δεύτερο φυλάκιο στη θέση Βίγλα. Επιχειρήματα υπέρ της επιστολής των αγιορειτών διατυπώνει ο Σταύρος Παπαδάτος στη μελέτη του για τις σλαβικές επιδράσεις στο Άγιο Όρος, 62 δικαιολογώντας τη στάση τους λόγω της πιθανής καταστροφής των θησαυρών του Αγίου Όρους ή ακόμα και το πλήγμα του μοναχισμού από τις βουλγαρικές δυνάμεις κατοχής. Το πρώτο επιχείρημα μοιάζει να αντιβαίνει στους σκοπούς του ίδιου του μοναχισμού, καθώς οι μοναχοί δεν υπάρχουν για να διαφυλάσσουν θησαυρούς (κάτι τέτοιο θα το έπρατταν αποτελεσματικότερα αν ήταν μέσα στον κόσμο), ενώ το δεύτερο μοιάζει να υποκρύπτει μια άλλη διάσταση. Θα μπορούσαμε, ίσως, να το συνδέσουμε με ένα τρίτο επιχείρημα, αυτό της αποτροπής εισόδου στο Άγιο Όρος βουλγαρικών στρατευμάτων, όπως αναφέρει ο Ψαλλίδας, 63 γεγονός το οποίο θα οδηγούσε στην παραχώρησή του και τελική προσάρτησή του στη Βουλγαρία, σύμφωνα με τον Λεωνίδα - Παΐσιο Παπαντωνίου.64 Τούτη η διάσταση στην ουσία της συμπυκνώνει την πραγματικότητα που βίωναν οι πληθυσμοί της ανατολικής Μακεδονίας και της δυτικής Θράκης, οι οποίες βρίσκονταν υπό την διοίκηση των βουλγαρικών στρατευμάτων κατοχής. Μιλώντας με θεολογικούς όρους θα πρέπει να αναρωτηθούμε: μήπως στην πραγματικότητα οι αγιορείτες μοναχοί της κατοχής θέλησαν να αποφύγουν την βάσανο που δοκίμαζαν οι υπόλοιποι ορθόδοξοι αδελφοί τους, δηλώνοντας υποταγή σε κάποιον που θεωρούσε τον εαυτό του ως Μεσσία, έναν παγανιστή Μεσσία; Μήπως είναι αυτός ο λόγος, που στην επίσημη ιστορία του Αγίου Όρους επί κατοχής, έτσι όπως καταγράφεται μεταπολεμικά από τον Ν. Παναγιωτάκη στη Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, στο λήμμα «Άθως», αναφέρει ότι το Άγιον Όρος «προς στιγμήν εκινδύνευσε να περιέλθη εις βουλγαρικάς χείρας (1941), αποσοβηθείσης της τοιαύτης επιβουλής δι’ επεμβάσεως των Γερμανών κατακτητών», 65 αποσιωπώντας την επιστολή των αγιορείτικων μονών και εμφανίζοντας τη σύνολη εξέλιξη της υπόθεσης ως πρωτοβουλία των Γερμανών;

Το ενδιαφέρον των ναζί για την πολιτισμική κληρονομιά του Αγίου Όρους εκδηλώνεται από την αρχή. Τον Ιούλιο του 1941, κλιμάκιο του γερμανικού στρατού κατοχής, έχοντας επικεφαλής τον βυζαντινολόγο Franz Dolger, επισκέπτεται το Όρος. Στην αναφορά του ο Dolger σημειώνει ότι το σερβικό μοναστήρι του Χελανδαρίου είχε υψώσει τη σβάστικα, ενώ ένας άλλος μοναχός από τη μονή Κασταμονίτου είχε ζωγραφίσει με μολύβι ένα πορτρέτο του Αδόλφου Χίτλερ, το οποίο είχε τοποθετήσει στο «αρχονταρίκι» της μονής, τον χώρο φιλοξενίας των επισκεπτών, δείχνοντας με αυτές τις ενέργειες ότι αντιλαμβάνονταν τον Χίτλερ ως «Υψηλό Προστάτη» τους.66

Ξεχωριστή περίπτωση αποτελεί ο αγιορείτης μοναχός Βασίλειος Κριβοσέιν, της ρωσικής μονής του Αγίου Παντελεήμονος, μετέπειτα αρχιεπίσκοπος Βρυξελλών του Πατριαρχείου της Μόσχας. Ο Κριβοσέιν μαζί με άλλους Ρώσους και Βούλγαρους μοναχούς, έδειχναν ανοικτά τα φιλοαξονικά τους αισθήματα, έχοντας αναρτήσει γερμανικές και βουλγαρικές σημαίες στα μοναστήρια τους, καθιστώντας τα κέντρα αντισυμμαχικής προπαγάνδας, μετέβησαν στη Σόφια προκειμένου να πείσουν τις βουλγαρικές αρχές να στείλουν αστυνομικό απόσπασμα στο Άγιο Όρος, ενώ ο ίδιος ο Κριβοσέιν παραπονιόταν συχνά προς τους Γερμανούς για την ανεπάρκεια της ελληνικής χωροφυλακής απέναντι στον ΕΛΑΣ.67 Όπως το σύνολο σχεδόν των Ρώσων μοναχών του Αγίου Όρους, ανήκε στην Υπερόριο Ορθόδοξη Εκκλησία της Ρωσίας, όπως ονομαζόταν η εκκλησία που είχε στελεχωθεί στη Δυτική Ευρώπη και την Αμερική από Ρώσους εξόριστους, αντιφρονούντες προς τη σοβιετική κυβέρνηση. Η εν λόγω εκκλησία θεωρούσε ότι ο Αδόλφος Χίτλερ ήταν σύμμαχός της στον κοινό τους αγώνα εναντίον του κομμουνισμού, γι’ αυτό και χαιρέτισαν το 1938 με επιστολή τους την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, ενώ το 1941, με άλλη επιστολή τους προς τον Ρούζβελτ, αξίωσαν να μην εμπλακούν οι Ηνωμένες Πολιτείες προς υποστήριξη της Σοβιετικής Ένωσης στον αγώνα της εναντίον του Χίτλερ.68

Με το τέλος του πολέμου, ο Κριβοσέιν κατηγορήθηκε ως δωσίλογος, μαζί με άλλους ρωσικής και βουλγαρικής καταγωγής μοναχούς (στους οποίους είχε αποδοθεί η ελληνική υπηκοότητα) και καταδικάστηκε με το σκεπτικό ότι «συνεργάσθησαν μετά του εχθρού κατά τρόπον ανάξιον Έλληνος πολίτου, θίγοντα την εθνικήν αξιοπρέπειαν και διευκολύνοντα το έργον της κατοχής».69

 

7. Ο μεταπολεμικός «σατανισμός» του ναζισμού

 

Η λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου στην Ευρώπη, τον Μάιο του 1945, ύστερα από τη συντριβή της ναζιστικής Γερμανίας από τους συμμάχους, πανηγυρίζεται με ενθουσιασμό από όλους όσοι υπέστησαν τη βία του φασισμού. Στο ευφρόσυνο κλίμα των ημερών συμμετέχει και η ελληνική ορθόδοξη εκκλησία μέσω του επίσημου εντύπου της που επανακυκλοφόρησε εκείνη την εποχή, ύστερα από μακροχρόνια διακοπή της Κατοχής, την Εκκλησία, σχολιάζοντας τη «σατανική υπεροψία» που διέκρινε σε όλη τη διάρκεια του πολέμου την «γερμανική κακία», καθώς η καταστροφή που προκάλεσε και «τα ερείπια του γερμανικού σατανισμού» που άφησε στο πέρασμά της, τελικά, εκμηδένισαν και τη ναζιστική εξουσία.70 Η επίσημη εκκλησιαστική ρητορική, θέλοντας να εξάρει τη θεολογική σημασία των γεγονότων για να περιγράψει τη συντριβή «του συνταράξαντος τον κόσμον γερμανικού τέρατος», χρησιμοποιεί τη βιβλική παράδοση, και μάλιστα το επεισόδιο του Ιησού με τους Γαδαρηνούς (όπου σύμφωνα με το καινοδιαθηκικό κείμενο ο Ιησούς θεραπεύει δαιμονισμένους ανθρώπους στέλνοντας τα δαιμόνια σε ένα κοπάδι χοίρων, οι οποίοι πέφτουν στη θάλασσα), παρομοιάζοντας τη Γερμανία του Χίτλερ με εκείνους τους δαιμονισμένους χοίρους: «Υπήρξεν έκφρων εξόρμησις γαδαρηνού δαιμονισμού, εμφωλεύοντος εις χοιρείας ψυχάς».71 Επιχειρώντας να τονίσει τη ριζική αντίθεσή της με το ναζισμό, η Εκκλησία της Ελλάδος αποδίδει σε αυτόν δαιμονικές, σατανικές ιδιότητες, στοχοποιώντας τον ως την κατ’ εξοχήν έκφραση του κακού, της αντίχριστης δύναμης, με την οποία έχει ασυμφιλίωτες και αδιαπραγμάτευτες σχέσεις, μια πρακτική που θα εφαρμόσει με συνέπεια τα αμέσως επόμενα χρόνια, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, και στους κομμουνιστές.72

Η αντιναζιστική τοποθέτηση της εκκλησιαστικής διοίκησης συνεχίζεται και τις επόμενες δεκαετίες. Όταν, για παράδειγμα, γίνονται γνωστές οι δηλώσεις του προέδρου της Γερμανικής βουλής Gerstenmaier, περί της συλλογικής ευθύνης που έχουν οι Γερμανοί και ιδίως οι νεολαίοι έναντι των εγκλημάτων του ναζισμού, η Εκκλησία επαυξάνει σχολιάζοντας:

 

«Όταν μία κοινωνία αδιαμαρτυρήτως δέχεται σοβαράς παρεκτροπάς, παρουσιαζομένας εν αυτή, και όταν αύτη δεν καταδικάζη ρητώς και απεριφράστως εκείνους οι οποίοι   “ελευθερίαν επαγγέλονται, αυτοί δούλοι υπάρχοντες της φθοράς” και παρουσιάζοντες έκδηλα τα συμπτώματα της ηθικής σήψεως, γίνεται συνένοχος αυτών και μετέχει αναμφιβόλως της ευθύνης των. Η ηθική ευθιξία και ευαισθησία και η άμεσος αντίδρασις εις τας δυνάμεις του κακού πρέπει να είναι τα γνωρίσματα μιας κατά πάντα υγιούς κοινωνίας».73

 

Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται η εκκλησιαστική διοίκηση όταν εμφανίζονται στη Γερμανία της δεκαετίας του 1960 κάποιες πρώτες απόπειρες αναβίωσης του ναζισμού. Η θέση της είναι κάθετα αντίθετη προς ένα καθεστώς που παρήγαγε τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και την «κτηνωδίαν των Ες – Ες», γι’ αυτό και καλεί σε μια θετική και αποτελεσματική αντιναζιστική εκστρατεία.74 Επιμένει, δε, ότι πρώτιστο μέλημα των επόμενων γενεών πρέπει να είναι η μνήμη όλων των ναζιστικών θηριωδιών, προκειμένου να γνωρίζουμε πόσο «απάνθρωπα και σατανικά» μπορούν να μεταβληθούν τέτοια «αντίχριστα» καθεστώτα.75

Ακόμα κι αν η ρητορική της εκκλησιαστικής διοίκησης εξακολουθούσε να παραμένει αντιναζιστική και αντιφασιστική, οι σχέσεις εξουσίας με τις οποίες οργανώθηκε μετεμφυλιακά και με τις οποίες αποκαταστάθηκε ως ιδεολογικός βραχίονας του ελληνικού κράτους, θέτοντας τις υπηρεσίες της και τον μηχανισμό της στον κυρίαρχο πολιτικό προσανατολισμό, αντικομμουνιστικό, εθνικόφρονα και ακροδεξιό, την μετέβαλλαν στην πραγματικότητα σε ένα χώρο όπου ευδοκιμούσαν ολοκληρωτικές πρακτικές: ιερείς οι οποίοι στελέχωναν τον στρατό και τα σώματα ασφαλείας, με προϋπηρεσία σε στρατόπεδα πολιτικών κρατουμένων και εξόριστων, με συμμετοχή στην ανακριτική τεχνολογία της «εθνικής διαπαιδαγώγησης», θεωρούνταν έτοιμοι μετά από έναν τέτοιο πολιτικό και ιδεολογικό διαποτισμό, να προωθηθούν σε μητροπόλεις σε όλη την Ελλάδα, προκειμένου να συνεχίσουν να προσφέρουν και από εκεί τη συμβολή τους στον αντικομμουνιστικό αγώνα του ακροδεξιού ελληνικού κράτους.76 Έχοντας στην ευθύνη τους τα κατηχητικά σχολεία, δίνοντας τον προσανατολισμό των θρησκευτικών μαθημάτων σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, αλλά και μέσω της κηρυγματικής δραστηριότητάς τους, καθώς και με τον επισκοπικό έλεγχο της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης, που εξασφάλιζε στην εκκλησιαστική διοίκηση τη δημιουργία ενός πεδίου ανάπτυξης μιας αυταρχικής εξουσίας προς τους υφισταμένους της κληρικούς, ο εκκλησιαστικός οργανισμός ανέπτυξε στην πραγματικότητα σχέσεις πολιτισμικής ταυτότητας με τις δυνάμεις του ακροδεξιού πολιτικού χώρου, πόσο μάλλον όταν οι τελευταίες διακήρυτταν την αφοσίωσή τους στην ορθόδοξη εκκλησία και δήλωναν τη συμπόρευσή τους με αυτήν προς την κατεύθυνση της «προστασίας» του ελληνικού έθνους. Ωστόσο, το πρόβλημα της σχέσης της ελλαδικής εκκλησίας με την ακροδεξιά μοιάζει να αναδύεται, πλέον, στα χρόνια των μνημονίων και ύστερα από τις κομβικές εκλογές του Μαΐου - Ιουνίου 2012, σε ζήτημα της σχέσης της με την σύγχρονη έκφραση του εθνικοσοσιαλισμού στην ελληνική κοινωνία.77

 

8. Συνωμοσιολογικός αντισημιτισμός: πολιτικός και θεολογικός λόγος

 

Μια σοβαρή διάσταση της αντισημιτικής ρητορικής διεθνώς, σχετίζεται με την υποτιθέμενη κεντρική θέση των Εβραίων στην οργάνωση ενός μηχανισμού συνωμοσίας σε παγκόσμια κλίμακα, η οποία στόχο έχει την καθυπόταξη των πολιτών σε όλη την υφήλιο, χρησιμοποιώντας θεσμούς διακρατικούς, όπως τα Ηνωμένα Έθνη, θρησκευτικούς, σαν την καθολική εκκλησία, οικονομικούς, όπως η Τριμερής Επιτροπή.78 Σημείο αναφοράς του σύγχρονου συνωμοσιολογικού αντισημιτισμού είναι το βιβλίο Τα Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών, το οποίο εξιστορεί με λεπτομέρειες το σχέδιο τούτης της συνωμοσίας και έγινε προσφιλής δεξαμενή σκέψης, μαζί με το σύνολο της αντισημιτικής φιλολογίας, για την παραγωγή ανορθολογικών και ολοκληρωτικών πολιτικών αντιλήψεων στην ελληνική κοινωνία.

Το κόμμα του Λαϊκού Ορθόδοξου Συναγερμού και ο ηγέτης του Γιώργος Καρατζαφέρης, ιδίως μέσα από τις τηλεοπτικές εκπομπές του, από πολύ παλιά συνήθιζε να στοχοποιεί ολόκληρο το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα ως εβραιοκρατούμενο και ελεγχόμενο από τον σιωνισμό:

 

«Ζούμε σε μια χώρα που εβραιοκρατείται. Ο πρωθυπουργός [Σημίτης] έλκει την καταγωγή από ’κει. Ααρών Αβουρής ο παππούς του. Και ο Γεώργιος Παπανδρέου έχει τη γιαγιά του, η οποία είναι Πολωνοεβραία, Μινέικο. Όλη η κυβέρνηση ε-βραι-ο-κρα-τεί-ται. Κι ερχόμαστε σ’ ένα πολύ καλό μου φίλο μέσα στη Νέα Δημοκρατία, τον Στέφανο Μάνο. Κι εκεί, αν ψάξετε, θα βρείτε πάλι εβραϊκή ρίζα. Είναι κακό; Εγώ δεν σας λέω αν είναι κακό ή όχι. Εγώ σας δίνω στοιχεία επί του θέματος. Το αν είναι κακό, είναι άλλη υπόθεση και για άλλους. Όπου δείτε υποστηρικτή του θέματος έχει εβραϊκή ρίζα. Όποιος κι αν είναι. Θα βρείτε στην οικογένεια, στη γυναίκα του, στην πεθερά του».79

 

Από τη γένεσή του το 2000 το κόμμα του ΛΑ.Ο.Σ. χαρακτηριζόταν από έναν έντονο αντισημιτισμό, ο οποίος προειδοποιούσε ότι οι Έλληνες «ζουν σε μια χώρα που διοικείται από εβραίους».80 Δεν ήταν μόνον η κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη που ελεγχόταν από Εβραίους – με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον υφυπουργό Εξωτερικών Χρήστο Ροζάκη ο οποίος στιγματίστηκε ως «Εβραίος Ροζενστάιν», γεγονός που οδήγησε και στην παραίτησή του – αλλά και η αξιωματική αντιπολίτευση, με τον Κώστα Καραμανλή να αποκαλύπτεται ως «θαμών εβραιοσιωνιστικών κέντρων» και τον Μιλτιάδη Έβερτ να κατηγορείται πώς σε ταξίδι του στη Νέα Υόρκη επισκέφθηκε τη «Μεγάλη Συναγωγή των Εβραίων», ενώ ως δείγμα υποταγής «φοράει το σκουφάκι του» και «εισχωρεί στα ενδότερα».81 Λόγω των αντισημιτικών θέσεων του ΛΑ.Ο.Σ., τις οποίες φρόντιζε να επικαιροποιεί ο ίδιος ο Γιώργος Καρατζαφέρης δηλώνοντας «Είμαστε οι μόνοι αληθινοί Έλληνες. Δεν είμαστε ούτε εβραίοι, ούτε ομοφυλόφιλοι ή κομμουνιστές», το Κεντρικό Ισραηλιτικό Συμβούλιο εξέφρασε την αποδοκιμασία του μπροστά στο ενδεχόμενο να συμμετάσχει το κόμμα στην κυβέρνηση Παπαδήμου.82

Τοποθετώντας στο όνομά του τη λέξη «Ορθόδοξος», ο ΛΑ.Ο.Σ. επιχείρησε να αναδείξει την ορθόδοξη εκκλησία σε θεσμικό πολιτικό και ιδεολογικό στοιχείο της ταυτότητάς του, στην ίδια γραμμή με το υπόδειγμα του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου, ο οποίος από την εκλογή του το 1998 προσπαθούσε να επιβάλει τον εαυτό του και τον εκκλησιαστικό οργανισμό ως ενεργό πολιτικό φορέα της ελληνικής κοινωνίας. Ο ΛΑ.Ο.Σ. ήταν υπέρ της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες των πολιτών και στήριξε τον Αρχιεπίσκοπο στη σύγκρουσή του με την κυβέρνηση Σημίτη, καθώς θεωρούσε καθήκον του την προστασία του ελληνορθόδοξου πολιτισμού και τον ελληνοκεντρισμό της παιδείας.83 Όπως εντοπίζει η Σταματίνα Παπαδοπούλου, ο Καρατζαφέρης υπολόγιζε πάντα στην εκκλησιαστική στήριξη του ΛΑ.Ο.Σ., γι’ αυτό και από το κανάλι του ΤΗΛΕΑΣΤΥ πρόβαλλε συνεχώς επισκέψεις του σε μοναστήρια και ορθόδοξους ναούς ανά την επικράτεια, συναντήσεις του με τον Αρχιεπίσκοπο και άλλους εκκλησιαστικούς αξιωματούχους, ακόμα και στιγμιότυπα που τον εμφάνιζαν να μεταλαμβάνει.84 Για το κόμμα ΛΑ.Ο.Σ. η ορθόδοξη εκκλησία συνιστά το ανάχωμα στα «σιωνιστικά συμφέροντα», τα οποία τροφοδοτούν την πολυπολιτισμικότητα, άρα ο σιωνισμός συγκαταλέγεται εκ των πραγμάτων ανάμεσα στους «εντολοδόχους των εχθρών της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού».85 Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι στο ιδρυτικό συνέδριο του ΛΑ.Ο.Σ., ο Γιώργος Καρατζαφέρης διακηρύσσει τις σχέσεις ταυτότητας που εκτιμά ότι συνδέουν την ορθόδοξη εκκλησία και τον προκαθήμενό της με ένα πολιτικό κόμμα και τον ηγέτη του:

 

«Και σ’ αυτή τη μεγάλη απόφαση, έχω συμπαραστάτη έναν μεγάλο Έλληνα τον οποίο όλοι σέβεστε και όλοι αγαπάμε. Τον οδηγό μας. Τον προκαθήμενο του θρόνου της Εκκλησίας και του θρόνου της καρδιάς μας. Τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ.κ. Χριστόδουλο. […] Ο ΛΑ.Ο.Σ. δεν είναι μόνος. Δεν είμαστε μόνοι, είναι μαζί μας η Εκκλησία με τον Αρχιεπίσκοπο».86

 

Τούτες οι σχέσεις πολιτικής και ιδεολογικής ταυτότητας του ΛΑ.Ο.Σ. με την διοικούσα εκκλησία δεν έμειναν μόνο στο επίπεδο των διακηρύξεων. Πήραν μορφή στις αυτοδιοικητικές εκλογές του 2002 για την Αθήνα και τον Πειραιά, όπου ο ΛΑ.Ο.Σ. με την άμεση υποστήριξη της εκκλησιαστικής διοίκησης κατάφερε να υπερδιπλασιάσει τα ποσοστά του, φθάνοντας το 14%.87

Ο συνωμοσιολογικός αντισημιτισμός, ωστόσο, δεν ενσωματώνεται μόνο σε ακροδεξιά σχήματα πολιτικής ρητορικής, αλλά επηρεάζει, επίσης, τμήματα της Αριστεράς, όπως υποδεικνύει ο Byford.88 Η κίνηση πολιτών που ίδρυσε ο Μίκης Θεοδωράκης, με το όνομα «Σπίθα» τον Δεκέμβριο του 2010, προσλαμβάνει την οικονομική κρίση της χώρας ως σχέδιο των «σκοτεινών δυνάμεων», οι οποίες ενορχηστρώνονται από τις ΗΠΑ και το εβραϊοαμερικανικό λόμπυ, με σκοπό την επιβολή καθεστώτος παγκόσμιας τυραννίας του χρήματος, μέσω της κατάργησης των πολιτισμικών ταυτοτήτων κάθε λαού.89 Ο Ευάγγελος Σταλάκης αποτιμά τον πολιτικό λόγο του Μίκη Θεοδωράκη ως μια πολεμικού τύπου κλίση ενός χαρισματικού ηγέτη, ο οποίος απευθύνεται προς τον λαό με σωτηριολογικά χαρακτηριστικά, προκειμένου να του αποκαλύψει τη «θεωρία συνωμοσίας», καθώς για τον μουσικοσυνθέτη το οργανωμένο σχέδιο που εκπορεύεται από τις ΗΠΑ αρχίζει ήδη από το 1985, με όργανο τον τότε πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου.90

Τον Φεβρουάριο του 2014, ο υποψήφιος περιφερειάρχης Δυτικής Μακεδονίας που αρχικά υποστηρίχθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ Θεόδωρος Καρυπίδης, αναρτά στην προσωπική του ιστοσελίδα μια δική του ετυμολογία του νέου ονόματος της ελληνικής δημόσιας τηλεόρασης, ΝΕΡΙΤ. Ισχυρίζεται ότι η συγκεκριμένη λέξη σημαίνει «κεριά» στα εβραϊκά και πιο συγκεκριμένα τα κεριά που χρησιμοποιούνται στην εβραϊκή και «ανθελληνική» εορτή της Χανουκά, προκειμένου να αναδείξει το γεγονός ότι «οι Εβραίοι» ελέγχουν τη νέα δημόσια τηλεόραση, ιδίως μετά το «μαύρο» της ΕΡΤ που επέβαλλε η κυβέρνηση Σαμαρά - Βενιζέλου.91

Από την άλλη μεριά, η ρητορική του συνωμοσιολογικού αντισημιτισμού βρίσκει εκφραστές και μέσα από τον θεσμικό θεολογικό λόγο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα στάθηκε η κρίση των ταυτοτήτων που απασχόλησε την ελληνική κοινωνία τα έτη 2000-2001, όταν αμέσως μετά τις εθνικές εκλογές του 2000, η κυβέρνηση Σημίτη αποφάσισε την απάλειψη του θρησκεύματος από το δελτίο ταυτότητας των Ελλήνων πολιτών, έχοντας τη σύμφωνη γνώμη της αρχής προστασίας των προσωπικών δεδομένων. Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Το Βήμα στις 15 Μαρτίου 2001, ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος δηλώνει: «Ξέρετε ποιοι βρίσκονται πίσω από το θέμα των ταυτοτήτων; Οι Εβραίοι, και έχουμε πρώτη φορά αποδείξεις γι’ αυτό», ανακυκλώνοντας στην πραγματικότητα δημοσίευμα της εφημερίδας του Γιώργου Καρατζαφέρη Άλφα Ένα, έχοντας, παράλληλα, την συνεπικουρία του μητροπολίτη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Αμβρόσιου ο οποίος υποστήριζε ότι ο πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης «έχει έλθει σε συμφωνία με την Τεκτονική Στοά και το εβραϊκό λόμπι για το θέμα των ταυτοτήτων».92 Τούτη η αντισημιτική κατηγορία του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου έλαβε παγκόσμιες διαστάσεις, καθώς την αναπαρήγαγαν την αμέσως επόμενη ημέρα εφημερίδες όπως η Jerusalem Post (“Greek Archbishop Blames Jews in ID Dispute») και η International Herald Tribune (“Web Surfing Church Discovers Jewish Plot»).93

Με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης το 2010 και την είσοδο της χώρας στην οικονομική επιτήρηση και την επιβολή των μνημονίων, η ρητορική του συνωμοσιολογικού αντισημιτισμού βρίσκει ένα νέο πεδίο έκφρασης για το ορθόδοξο φονταμενταλιστικό ρεύμα. Όπως υπογραμμίζει ο Efstathios Kessareas, το κακό ενυλώνεται τώρα στη Δύση, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το Γερμανικό «Τέταρτο Ράιχ» και τους Σιωνιστές, μιας και οι τελευταίοι αποτελούν τους ηγέτες των παγκόσμιων οικονομικών αγορών, σκοπός των οποίων είναι η επιβολή μιας «παγκόσμιας σιωνιστικής διακυβέρνησης», άρα η οικονομική κρίση δεν είναι παρά ένα εργαλείο της «Νέας Τάξης Πραγμάτων» που πρόκειται να επιβάλει την εποχή του Αντιχρίστου.94 Ο συνωμοσιολογικός αντισημιτισμός του μητροπολίτη Πειραιώς Σεραφείμ προσδιορίζεται από την Αναστασία Ηλιαδέλη ως σημείο αναφοράς για την αποκαλυπτική πρόσληψη της πραγματικότητας, στη λογική του απόλυτου, αιώνιου και βασικού ένοχου, ο οποίος είναι ντετερμινιστικά ο «Εβραίος», μιας και οι στερεοτυπικές εκφράσεις που χρησιμοποιεί («εκτελεστικό όργανο της εγκληματικής οργανώσεως του διεθνούς Σιωνισμού» – «επίλεκτα μέλη του Αμερικανικού εβραϊκού λόμπυ» – «την παγκόσμια οικονομική κρίση που προωθείται από το Σιωνιστικό Τέρας») σε τούτο κατατείνουν.95

Ακόμα και η Ιερά Σύνοδος, στις επίσημες εγκυκλίους της για την κρίση, ανακυκλώνει μορφές συνωμοσιολογικής ρητορικής, μιλώντας για «σκοτεινές δυνάμεις» της Ιστορίας, οι οποίες καταγγέλλονται ότι έχουν κατασκευάσει μια «κρίση – εργαλείο που αποβλέπει στον παγκόσμιο έλεγχο από δυνάμεις που δεν είναι φιλάνθρωπες», χωρίς, φυσικά, να τις χαρακτηρίσει ως «σιωνιστικές» ή «εβραϊκές», αλλά παραπέμποντας ουσιαστικά προς αυτές.96 Συνεπικουρείται, βεβαίως, και από ποικίλες αναφορές του Διαδικτύου, οι οποίες παρουσιάζουν τον Γιώργο Παπανδρέου ως πρωθυπουργό μιας «κατοχικής» κυβέρνησης που ενέταξε τη χώρα στα μνημόνια και τον έλεγχο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, ως αντιπρόσωπο της διεθνούς οικονομικής εξουσίας και Εβραίο, ο οποίος αποσκοπεί, μέσα από τη χρεοκοπία της Ελλάδας να προωθήσει την επιβολή μιας παγκόσμιας δικτατορίας.97

Όλα τα παραπάνω ίσως αποτελούν μία από τις αιτίες, όπως επισημαίνει ο Stavros Zoumboulakis, που εξηγούν την αποφυγή της πλήρους καταδίκης του αντισημιτισμού εκ μέρους της εκκλησιαστικής διοίκησης, αντίθετα από την πρακτική άλλων χριστιανικών εκκλησιών και ομολογιών, καθώς επίσης και την «αορατότητα» του αντισημιτισμού στην ελληνική κοινωνία, με μερικές εξαιρέσεις, από το σύνολο των ορθοδόξων θεολόγων.98

 

9. Το ρεύμα του «εκκλησιαστικού χρυσαυγητισμού»

 

Στο πλαίσιο της αναβίωσης του συνωμοσιολογικού αντισημιτισμού, όπως αυτός εκφράσθηκε μέσα από την τρέχουσα πολιτική και θεολογική ρητορική και εφ’ όσον είναι ορθή η ανάλυση που αναπτύσσει ο Στάθης Τσιράς στην προσέγγισή του της ελληνικής άκρας Δεξιάς, με την οποία προσδιορίζει τη «Χρυσή Αυγή» ως τμήμα της εθνικοσοσιαλιστικής τάσης της, 99 τότε θα μπορούσαμε, ενδεχομένως, να ισχυριστούμε ότι η νεοναζιστική μορφή της ελληνικής Ακροδεξιάς συνιστά την διάδοχη κατάσταση του Λαϊκού Ορθόδοξου Συναγερμού στον πυρήνα της εκκλησιαστικής διοίκησης. Ας ονομάσουμε τη συγκεκριμένη τάση «εκκλησιαστικό χρυσαυγητισμό». Θέλοντας να υπογραμμίσει ο Σταύρος Ζουμπουλάκης την πολιτική και ιδεολογική ταυτότητα τούτης της τάσης αναφέρει χαρακτηριστικά:

 

«Έχοντας πάντα κατά νου τούτη την πρόσφατη ιστορία της Εκκλησίας μας, δεν ξαφνιάζομαι προσωπικά διόλου που υπάρχουν μητροπολίτες που τάχθηκαν υπέρ της Χρυσής Αυγής. Είναι ακροδεξιοί οι άνθρωποι, είναι χουντικοί. Με ξαφνιάζει που δεν είναι περισσότεροι».100

 

Σε αυτή την προοπτική, ο Κωνσταντίνος Παπαστάθης εξετάζοντας τους λόγους της «Χρυσής Αυγής» και του εκκλησιαστικού οργανισμού, εντοπίζει αφ’ ενός έναν κοινό, εκκλησιαστικογενή πολιτισμικό πυρήνα, που χαρακτηρίζεται από στρώματα εθνικιστικών και αυταρχικών αντιλήψεων, ικανών να νομιμοποιήσουν την ύπαρξη της οργάνωσης στην ελληνική κοινωνία, καταδεικνύει, ωστόσο, και τις ιδεολογικο-νοηματικές διαφορές ανάμεσά τους, όπως, για παράδειγμα, τη χρήση της αντίληψης περί του «λαού», την οποία η εκκλησία οριοθετεί θρησκευτικά, ενώ η «Χρυσή Αυγή» φυλετικά.101

Τούτο το ρεύμα του «εκκλησιαστικού χρυσαυγητισμού» εκδηλώθηκε σε αρκετές περιπτώσεις, τόσο πριν όσο και μετά από την είσοδο της οργάνωσης στο κοινοβούλιο. Έχουμε μαρτυρίες για πολλούς ιερείς, καθώς και μοναχούς που προέτρεπαν τους πιστούς να ψηφίζουν στις εκλογές τη «Χρυσή Αυγή».102 Αμέσως μετά την είσοδό της στη Βουλή, στο χωριό Βούρμπιανη στους πρόποδες του Γράμμου, με την ευκαιρία των εορτών που οργανώθηκαν στις 26 Αυγούστου 2012 σχετικά με την «συντριβή των κομμουνιστοσυμμοριτών», ο μητροπολίτης Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης Ανδρέας που παρευρίσκεται δηλώνει: «Δεν μας φοβίζει κανείς ΣΥΡΙΖΑ και κανένα ΚΚΕ. […] Τους ξεπατώσαμε στο Γράμμο», ενώ απευθυνόμενος προς τους παρισταμένους χρυσαυγίτες εύχεται: «Και θα πω εδώ στα καλά αυτά παιδιά, τα αγωνιστικά, ευχή μου και προσευχή μου είναι να μην αργήσει ο καιρός που τις μαύρες μπλούζες που φοράτε τώρα που αγωνίζεστε θα τις αντικαταστήσετε με μπλε και άσπρες μπλούζες. Αυτή είναι η ευχή μου».103

Το φθινόπωρο του ίδιου έτους ανακοινώνεται το ανέβασμα της θεατρικής παράστασης Corpus Christi, γραμμένης από τον Terrence McNally, όπου ο συγγραφέας παρουσιάζει μια εναλλακτική οπτική της ιστορίας του Ιησού Χριστού και των Αποστόλων. Η υπόθεση του έργου τους εμφανίζει ως ομοφυλόφιλους: ο πρωταγωνιστής, ονόματι Joshua, γεννιέται σε ένα μοτέλ της πόλης Corpus Christi στο Τέξας και μεγαλώνοντας συνειδητοποιεί τη διαφορετικότητά του, μια διαφορετικότητα, ωστόσο, την οποία ο συγγραφέας αφήνει μάλλον ανοιχτή σε ερμηνείες, καθώς το ερώτημα που αιωρείται είναι πώς είναι διαφορετικός, επειδή του μιλά ο Θεός ή επειδή είναι ομοφυλόφιλος;104 Επιπλέον, το όνομα της παράστασης, εκτός από μια πραγματική πόλη στο Τέξας είναι εμπνευσμένο από μια αρχαία λειτουργική πράξη στα λατινικά: Σώμα Χριστού είναι μια από τις παλαιότερες και κατάφορτη σε θεολογικά νοήματα ονομασία της Εκκλησίας.

Μόλις γνωστοποιείται το γεγονός ξεσπούν εντονότατες διαμαρτυρίες όχι μόνο από απλούς πιστούς που διαμαρτύρονταν για την ηθική διάσταση του έργου, αλλά επιπλέον και από περιθωριακές φονταμενταλιστικές ομάδες, καθώς και από κληρικούς της ορθόδοξης εκκλησίας με τη συμπαράσταση μελών της «Χρυσής Αυγής», εκτοξεύοντας απειλές ενάντια στους ηθοποιούς και τις οικογένειές τους, με αποτέλεσμα της τελική ακύρωση της παράστασης.105 Πρωταγωνιστικό ρόλο αναλαμβάνει ο βουλευτής της Χρυσής Αυγής Ηλίας Αντώναρος, ο οποίος βιντεοσκοπήθηκε να κραυγάζει ρατσιστικές και ομοφοβικές προσβολές ενάντια στους συντελεστές της παράστασης.106 Ο μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ καταθέτει μήνυση εναντίον των υπευθύνων της παράστασης και την ημέρα που εμφανίζεται στο αστυνομικό τμήμα, παρουσιάζονται επίσης για τον ίδιο λόγο και τέσσερις βουλευτές της «Χρυσής Αυγής», οι Πολύβιος Ζησιμόπουλος, Παναγιώτης Ηλιόπουλος, Ευστάθιος Μπούκουρας και ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος Χρήστος Παππάς, με τον μητροπολίτη να ισχυρίζεται ότι πρόκειται για μια απλή σύμπτωση η ταυτόχρονη παρουσία τους εκεί.107

Ο Αλέξανδρος Σακελλαρίου μας πληροφορεί ότι μητροπολίτες όπως ο Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Αμβρόσιος – ακόμα και μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα από μέλος της «Χρυσής Αυγής» και την ποινική της δίωξη ως εγκληματικής οργάνωσης – αναρτούν στην προσωπική τους ιστοσελίδα σχόλια για την οργάνωση, ονοματίζοντάς την ως «γλυκιά ελπίδα» για τη χώρα, ενώ ο Φθιώτιδος Νικόλαος αναφέρει σε συνέντευξή του πώς το συγκεκριμένο κόμμα φαίνεται ότι ικανοποιεί ένα μεγάλο μέρος των πολιτών, οι οποίοι ως κριτήριο για την πολιτική επιλογή τους θέτουν τις σχέσεις ασφάλειας και κοινωνικής γαλήνης.108

Παράλληλα, το ρεύμα του «εκκλησιαστικού χρυσαυγητισμού» μοιάζει να αναγνωρίζεται και από την άλλη πλευρά, από το μέρος της ίδιας της οργάνωσης και της ηγεσίας της. Όπως τονίζει ο Θεόδωρος Ξηντάρας αναφορικά με τον ελληνορθόδοξο φονταμενταλισμό, από τα τέλη του 2013 έχει διαρρεύσει βίντεο με τον ηγέτη της οργάνωσης Νίκο Μιχαλολιάκο να δηλώνει, απευθυνόμενος σε στενό κομματικό κύκλο και σχολιάζοντας τη στάση της εκκλησιαστικής ηγεσίας:

 

«Έχουμε μητροπολίτες που αξίζουν. Ο Πειραιώς Σεραφείμ, που δεν καταλαβαίνει τίποτε. […] Ο Σπάρτης: Είναι πολύ καλός, δέχτηκε τα παιδιά από την τοπική οργάνωση, έβαλε ένα ολόκληρο γηροκομείο και μας ψήφισε στις εκλογές ο Σπάρτης. Καλός, αλλά επίσης πολιτικάντης, παρά τα πύρινα λόγια του, είναι ο Καλαβρύτων […] Αυτοί που είναι διαμάντια στην εκκλησία, τους έχω μετρήσει και ζυγίσει, να ξέρετε είναι: Ο Ανδρέας ο Κονίτσης, ο λεβέντης. Πλήρωνε και το γραφείο μας, όποτε είμαστε […] Ο Πειραιώς Σεραφείμ και ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου, ο οποίος βοήθησε τώρα στις εκλογές με όλες του τις δυνάμεις και παρά λίγες χιλιάδες ψήφους, θα έβγαινε για πρώτη φορά στην ιστορία της Κύπρου εθνικιστής βουλευτής».109

 

Η ύπαρξη τούτου του φιλοχρυσαυγητικού εκκλησιαστικού ρεύματος θα μπορούσε, ίσως, να τεκμηριωθεί και από μια ηχηρότατη πράξη της εκκλησιαστικής ηγεσίας προς τη «Χρυσή Αυγή», μια πράξη η οποία είναι στην πραγματικότητα μια «μη πράξη»: η μη απερίφραστη και ξεκάθαρη καταδίκη της, ακόμα και αν όλες οι πολιτικές δυνάμεις την έχουν προσδιορίσει με τους όρους «νεοναζιστική», «φασιστική», «ρατσιστική» και «ξενοφοβική», ακόμα και αν η δικαστική εξουσία την έχει επίσημα κατηγορήσει ως «εγκληματική».110 Στην πραγματικότητα, η εκκλησιαστική διοίκηση εμφανίζεται ως ο μόνος οργανισμός που μοιάζει να αποδέχεται την ταυτότητα της «Χρυσής Αυγής» έτσι όπως την προσδιορίζει η ίδια η οργάνωση, δηλαδή ως «του μοναδικού εθνικιστικού κινήματος στην Ελλάδα», σύμφωνα με την Maria Alavanou.111 Και αν μελετητές όπως ο Ζουμπουλάκης εξηγούν ότι η μη καταδίκη της «Χρυσής Αυγής» από την Ιερά Σύνοδο οφείλεται στην αδυναμία των μητροπολιτών να καταλάβουν το μέγεθος της απειλής που συνιστά τούτη η οργάνωση, 112 εντούτοις άλλοι, όπως ο Εξηντάρης προσδιορίζουν την ανεκτική στάση της εκκλησιαστικής διοίκησης όχι μόνον στην υπολογίσιμη εκλογική δύναμη της οργάνωσης, γεγονός που απαιτεί προσεκτικούς χειρισμούς εκ μέρους της εκκλησιαστικής πολιτικής, αλλά και στην ανεκδήλωτη συμπάθεια που έχουν αρκετά μέλη της προς αυτήν.113 Έτσι, με την εξαίρεση του μητροπολίτη Σιατίστης Παύλου ο οποίος έχει καταδικάσει απερίφραστα τη «Χρυσή Αυγή», η διοίκηση της εκκλησίας αρκείται στην ιδέα ότι μέσα από τα συσσίτια προς όλους, Έλληνες και μετανάστες, αντίθετα προς την πρακτική της «Χρυσής Αυγής» να διοργανώνει συσσίτια μόνο για Έλληνες, διεξάγει έναν «ειρηνικό πόλεμο κατά της Χρυσής Αυγής», έναν ειρηνικό πόλεμο που βρίσκεται σε αντίθεση με τη βία, που χαρακτηρίζει «πολλά ελληνικά αντιφασιστικά συλλαλητήρια», σύμφωνα με τα λόγια του π. Δημητρίου Μπαθρέλλου.114

Η σημερινή εικόνα που παρουσιάζει το ρεύμα του «εκκλησιαστικού χρυσαυγητισμού», προσδιορίζεται, πλέον, όχι από τις θερμές εκδηλώσεις στήριξης, αλλά, μάλλον, από μια «νήφουσα σιωπή». Το καθοριστικό γεγονός της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα, οι συλλήψεις του ηγέτη και των βουλευτών της «Χρυσής Αυγής» και η ποινική δίκη που άρχισε, σηματοδοτούν μια ριζική αλλαγή της στάσης του ελληνικού κράτους προς αυτήν. Επιβεβαιώνοντας, λοιπόν, τη θέση του εκκλησιαστικού οργανισμού ως ιδεολογικού κρατικού μηχανισμού, το εν λόγω ρεύμα μοιάζει να αποστασιοποιείται, αναμένοντας την επόμενη μέρα.

 

10. Συμπεράσματα

 

Η ορθόδοξη εκκλησία στην Ελλάδα ανέπτυξε σχέσεις με τον ναζισμό, τις οποίες θα χαρακτηρίζαμε ως πολυεδρικές: συνιστούν ένα πλέγμα με συγκεκριμένες συνιστώσες σχημάτων αντίληψης, σκέψης και πράξης που αναφέρεται:

α) στις μορφές του ναζισμού, όπως αυτός εκδηλώνεται μέσα από τον «παλαιό», όπως είναι ο γερμανικός εθνικοσοσιαλισμός, αλλά και τον «νέο», τουτέστιν τον ελληνικό χρυσαυγητισμό,

β) στους χρονικούς άξονες εντός των οποίων διαμορφώνεται το ελληνικό κράτος, ιδεολογικός μηχανισμός του οποίου παραμένει η ορθόδοξη εκκλησία, δηλαδή του μεσοπολεμικού, με την εμφάνιση του μεταξικού κράτους, του κατοχικού κράτους, του μεταπολεμικού με την ανάδυση του ακροδεξιού μετεμφυλιακού κράτους, καθώς και του σημερινού κράτους, όπως αναδύεται με το τέλος της μεταπολίτευσης,

γ) στα εκκλησιαστικά πεδία, εντός των οποίων αναπτύσσονται τούτες οι σχέσεις, όπως είναι η εκκλησιαστική διοίκηση, με τον θεσμό της Ιεράς Συνόδου και των συνοδικών Μητροπολιτών, τα πανεπιστημιακά εκπαιδευτικά ιδρύματα που ελέγχονται από τον εκκλησιαστικό οργανισμό, δηλαδή οι Θεολογικές Σχολές Αθηνών και Θεσσαλονίκης, αλλά και ο θεσμός του μοναχισμού, με κορυφαία έκφρασή του το Άγιον Όρος,

δ) στις μορφές εξουσίας οι οποίες παράγονται, δηλαδή την ιδεολογική εξουσία, την κρατική εξουσία, την παρακρατική εξουσία και τη συμβολική εξουσία,

ε) και τέλος στην ταυτότητα των παραπάνω σχέσεων, που εκδιπλώνονται ως σχέσεις νομιμοποίησης, σχέσεις εσωτερίκευσης και σχέσεις διακριτικής ταύτισης.

Με αυτά τα δεδομένα, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η σχέση της ορθόδοξης εκκλησίας στην Ελλάδα και του ναζισμού διέρχεται από τρία στάδια εξέλιξης:

Η περίοδος του μεταξικού και κατοχικού ελληνικού κράτους, αναγνωρίζεται ως η δυναμικότερη και θεμελιακότερη στις σχέσεις των δύο χώρων. Στο εσωτερικό της ορθόδοξης εκκλησίας στην Ελλάδα και ιδιαίτερα εντός της διοίκησής της (Ιερά Σύνοδος, μητροπολίτες), στις κρατικές Θεολογικές Σχολές, οι οποίες βρίσκονταν υπό τον άμεσο ιδεολογικό έλεγχό της, αλλά και στον θεσμό του αγιορείτικου μοναχισμού, εκδηλώθηκε ένα ευδιάκριτο φιλοναζιστικό ρεύμα, το οποίο ενεργοποίησε σχέσεις εκκλησιαστικής νομιμοποίησης του ναζισμού, προάγοντας την ιδεολογική της εξουσία και θεωρητικοποιώντας τον Αδόλφο Χίτλερ ως άξονα αναφοράς των Ελλήνων πολιτικών, προτείνοντάς τον ως – την τελευταία ίσως – ελπίδα ανάσχεσης των κομμουνιστών και της Σοβιετικής Ένωσης.

Ταυτόχρονα, η παραπάνω τάση, μέσα από τη δράση των καθηγητών Θεολογίας Νικολάου Λούβαρι και Βασιλείου Έξαρχου, παράγει σχέσεις κρατικής εξουσίας, καθιερώνοντας τρόπον τινά την κυβέρνηση των δοσιλόγων, αλλά και εξαγιάζοντας τις παρακρατικές ναζιστικές οργανώσεις, όπως η «ΕΕΕ», ως όργανο προπαγάνδας υπέρ των ναζί.

Στην ίδια γραμμή, οι αγιορείτες μοναχοί νομιμοποιούν συμβολικά τη ναζιστική εξουσία, εφ’ όσον το Άγιον Όρος εμφανίζεται ως πεδίο εκτεταμένης διείσδυσης της ναζιστικής ιδεολογίας, ενώ με την επιστολή που αποστέλλουν προς τον Αδόλφο Χίτλερ δηλώνουν την θέλησή τους να προστατέψει αυτός – ο παγανιστής Μεσσίας των Γερμανών Χριστιανών – τον χώρο λατρείας του χριστιανικού Μεσσία, του Ιησού Χριστού, μια πράξη αντιφατική και ενδεχομένως αναιρετική εκ των πραγμάτων της ορθόδοξης ταυτότητας του μοναχισμού.

Μεταπολεμικά, η φιλοναζιστική εκκλησιαστική τάση τελεί εν υπνώσει. Ύστερα από την παγκόσμια συντριπτική του ήττα, ο ναζισμός στιγματίζεται ρητορικά από την ορθόδοξη εκκλησία με σκληρές αποκαλυπτικές εικόνες, οι οποίες του προσδίδουν την ιδιότητα του «σατανισμού», αναγνωρίζοντάς τον με άλλα λόγια ως μια εγκόσμια εκδήλωση του υπέρτατου μεταφυσικού κακού. Ωστόσο, καθώς αναδύεται το ακροδεξιό μετεμφυλιακό κράτος, η εκκλησιαστική διοίκηση ενσωματώνεται σε πρακτικές ακροδεξιού αυταρχισμού, όπως είναι τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των πολιτικών αντιφρονούντων. Ο συγκεκριμένος θεσμός θα στηριχθεί από τους στρατιωτικούς ιερείς, ειδικευμένους να χρησιμοποιούν μυστήρια, όπως η εξομολόγηση ως ανακριτική τεχνική και συμμετέχοντας στην οικοδόμηση δεσποτικών σχέσεων εξουσίας εντός και εκτός του εκκλησιαστικού οργανισμού, προωθώντας τον αντικομμουνισμό, έως και το τέλος της δικτατορίας της 21ης Απριλίου.

Τέλος στα όρια του μεταπολιτευτικού κράτους εντός του οποίου αναδύεται μια νέα μορφή ναζισμού, όπως η «Χρυσή Αυγή», οι σχέσεις εξουσίας με την ορθόδοξη εκκλησία χαρακτηρίζονται ως σχέσεις διακριτικής ταύτισης. Έχοντας ήδη παρακολουθήσει την αναβίωση στους κόλπους της ελληνικής κοινωνίας ενός συνωμοσιολογικού αντισημιτισμού, τόσο από την επίσημη θεολογική ρητορική της εκκλησίας όσο και από την πολιτική ρητορική όλου του φάσματος της ελληνικής πολιτικής σκηνής, με προεξάρχοντα, βέβαια, ακροδεξιά πολιτικά σχήματα, όπως ο Λαϊκός Ορθόδοξος Συναγερμός, ο ακροδεξιός προσανατολισμός του εκκλησιαστικού οργανισμού εξακολουθεί να παραμένει ισχυρός, επιτρέποντας την επανεμφάνιση ενός διακριτού, νεοναζιστικού εκκλησιαστικού ρεύματος. Η απομόνωση της «Χρυσής Αυγής» από τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις, καθώς και η ποινική δικαστική διαδικασία που έχει αρχίσει εναντίον της, με αφορμή τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, έχει οδηγήσει συνεπακόλουθα την εκκλησιαστική διοίκηση σε μια απόσταση ασφαλείας από την οργάνωση, έστω κι αν δεν την έχει καταδικάσει ρητώς και διαρρήδην.

Το 1947, μέσα από τις σελίδες της Εκκλησίας εμφανίζεται ένα κείμενο στο οποίο επισημαίνεται πώς υπάρχει μια «θεμελιώδης ομοιότης μεταξύ της Καινής Διαθήκης και του πασιγνώστου βιβλίου του Χίτλερ “Ο Αγών μου”»: και τα δύο απαιτούν την πλήρη αφοσίωση του ανθρώπου.115 Για τον συντάκτη του σχολίου, ακόμα και ύστερα από την εμπειρία του Άουσβιτς, ο ναζισμός ήταν απλά μια «άρρωστη» ή «βλαβερή» εκδοχή του ολοκληρωτισμού, γι’ αυτό τώρα προσκαλεί, φυσικότατα, σε ένα οικείο παράδειγμα, στον «υγιή» ολοκληρωτισμό του χριστιανισμού. «Υγιής χριστιανικός ολοκληρωτισμός»: μια «προφητική» πρόσληψη που πραγματοποιήθηκε είκοσι χρόνια αργότερα στη δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967, ένα προανάκρουσμα του σημερινού «εκκλησιαστικού χρυσαυγητισμού» ή μια προειδοποιητική απειλή για το μέλλον;

Βιβλιογραφία

 

Ακαδημία Αθηνών (1977), Οι εκλιπόντες Ακαδημαϊκοί της πεντηκονταετίας (1926-1976), Αθήναι.

Αποστόλου, Λευτέρης (1945), Η παρωδία της δίκης των δοσιλόγων και η αυτοκαταδίκη της Δεξιάς, Αθήνα.

Αρκάδας, Δημήτρης (2015-α), «Κλήρος και ένοπλες δυνάμεις: όψεις της πολιτισμικής ταυτότητας των στρατιωτικών ιερέων στην μετεμφυλιακή Ελλάδα», Θέσεις τεύχος 130 (Ιανουάριος – Μάρτιος): 83-115.

Αρκάδας, Δημήτρης (2015-β), «“Το κατά αντικομμουνιστήν Ευαγγέλιον”: δυνάμεις του εμφυλίου πολέμου στην πολιτικο-θρησκευτική ιδεολογία της ελληνικής εκκλησιαστικής διοίκησης», Θέσεις τεύχος 132 (Ιούλιος – Σεπτέμβριος): 115-138.

Αρκάδας, Δημήτρης (2016), «Κοινωνικές διαστάσεις της κρίσης στην οικονομική ιδεολογία της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος», Πρακτικά 5ου Πανελλήνιου Συνεδρίου «Η ελληνική κοινωνία στο σταυροδρόμι της κρίσης – έξι χρόνια μετά», (Αθήνα, 10-12 Δεκεμβρίου 2015), Σωκράτης Μ. Κονιόρδος (επιμ.), Αθήνα: Ελληνική Κοινωνιολογική Εταιρεία: 24-32.

Αρκάδας, Δημήτρης (2017), «Κατασκευάζοντας εθνικόφρονες: τα εκκλησιαστικά κατηχητικά σχολεία ως πεδίο θρησκευτικού αντικομμουνισμού», Θέσεις τεύχος 138 (Ιανουάριος – Μάρτιος): 69-91.

Βασιλάκης, Μανώλης (2006), Η μάστιγα του Θεού, Αθήνα: Γνώσεις.

Γκανούλης, Αθανάσιος Δ. (2016), Ακροδεξιές οργανώσεις και παρακράτος στη μεταπολεμική Ελλάδα 1949-1967, Διπλωματική Εργασία, Θεσσαλονίκη: Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών – Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.

Γρηγοριάδης, Φοίβος Νεόκοσμου (χ.χ.ε.), Ιστορία του Εμφυλίου Πολέμου 1945 – 49, τόμος πρώτος, Αθήναι: Εκδόσεις Καμ. Χρ. Καμαρινόπουλος.

Δανόπουλος, Ευάγγελος (1961), «Νικόλαος Λούβαρις (Επιμνημόσυνη Ομιλία)», Νέα Εστία τεύχος 814 (1 Ιουνίου): 729-735.

Διονύσιος, μητρ. Τρίκκης και Σταγών (1963), «Αντίστασις του Ελληνικού Κλήρου (Κατά τον Β΄ Παγκόσμιον Πόλεμον και την Κατοχήν)», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος 2, Αθήναι: Αθαν. Μαρτίνος: στ. 930-939.

Δορδανάς, Στράτος Ν. (2006), Έλληνες εναντίον Ελλήνων. Ο κόσμος των Ταγμάτων Ασφαλείας στην κατοχική Θεσσαλονίκη, 1941-1944, Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο.

Δορδανάς, Στράτος Ν. (2011), Η γερμανική στολή στη ναφθαλίνη. Επιβιώσεις του δοσιλογισμού στη Μακεδονία, 1945-1974, Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της «Εστίας».

Έθνος (1945), «Απολογείται Σήμερον ο κ. Ν. Λούβαρις», Τετάρτη 2 Μαΐου: 2.

Εκκλησία ΙΑ΄ (1933), «Καθαρά και απροκαλύπτως»: 54-55.

Εκκλησία ΙΒ΄ (1934-α), «Γερμανικός Χριστιανισμός»: 134.

Εκκλησία ΙΒ (1934-β), «Τα εν Γερμανία»: 30.

Εκκλησία ΙΓ (1935-α), «Αντιχριστιανικά βιβλία εκ Γερμανίας»: 267.

Εκκλησία ΙΓ΄ (1935-β), «Γάμοι μεταξύ Αρίων και μη Αρίων»: 267.

Εκκλησία ΙΓ΄ (1935-γ), «Η ριζική αντίθεσις»: 165-166.

Εκκλησία ΙΓ΄ (1935-δ), «Και αυτοί θα συνέλθουν»: 61.

Εκκλησία ΙΓ΄ (1935-ε), «Μη Χριστιανικαί Θείαι Λειτουργίαι εν Γερμανία»: 300.

Εκκλησία ΙΓ΄ (1935-στ), «Οι “Γερμανοί Χριστιανοί” και οι “Νεοπαγανικοί Εθνικοί”»: 109.

Εκκλησία ΙΕ΄ (1937), «Τρίγωνον αντί πολυγώνου»: 365.

Εκκλησία ΚΒ΄ (1945-α), «Η δούλωσις του “Λαού των Κυρίων”»: 49-50.

Εκκλησία ΚΒ΄ (1945-β), «Η ημέρα της ανταποδόσεως»: 34.

Εκκλησία ΚΔ΄ (1947), «Ο υγιής ολοκληρωτισμός»: 92-93.

Εκκλησία ΛΖ΄ (1960), «Μετέχει της ευθύνης»: 486.

Εκκλησία ΜΑ΄ (1964), «“Σχολαί φονέων”»: 184.

Εκκλησία ΜΓ΄ (1966), «Επ’ ουδενί λόγω…»: 717.

Ελληνικόν Αίμα (1945), «Όταν είμεθα δούλοι. Το φοβερόν ερώτημα», Κυριακή 4 Φεβρουαρίου: 1.

Εξηντάρης, Θεόδωρος (χ.χ.έ), Ελληνορθόδοξος φονταμενταλισμός (Ιστορία – Κοινωνιολογία – Θεωρία), Μεταπτυχιακή Εργασία, Θεσσαλονίκη: Τμήμα Θεολογίας – Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Ζουμπουλάκης, Σταύρος (2013), Χρυσή Αυγή και Εκκλησία, Αθήνα: Πόλις.

Ζουμπουλάκης, Σταύρος (2013-α), «Χρυσή Αυγή και Ορθόδοξη Εκκλησία», σε Ναζιστικός παγανισμός και Ορθόδοξη Εκκλησία. Παρεμβάσεις και τεκμήρια, επιμ. Σταύρος Ζουμπουλάκης, Αθήνα: Άρτος Ζωής 2013: 77-91.

Ζουμπουλάκης, Σταύρος (2013-β), «Εισαγωγικός χαιρετισμός», σε Ναζιστικός παγανισμός και Ορθόδοξη Εκκλησία. Παρεμβάσεις και τεκμήρια, επιμ. Σταύρος Ζουμπουλάκης, Αθήνα: Άρτος Ζωής: 13-15.

Ζωή ΛΔ΄ (1945), «Ο Ύπουλος Πόλεμος»: 50-51.

Ηλιαδέλη, Αναστασία Ε. (2010), Ο συνωμοσιολογικός λόγος στο ελληνικό πολιτικό σύστημα: οι πυρκαγιές του 2007, η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση και η Λέσχη Μπίλντερμπεργκ, Διπλωματική Εργασία, Θεσσαλονίκη: Τμήμα Πολιτικών Επιστημών – Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Θεοδώρου, Ευάγγελος Δ. (2011), «Ο φιλοσοφικός στοχασμός του Νικολάου Λούβαρι», Θεολογία ΠΒ΄: 275-291.

Καραγιάννης, Γιώργος Ν. (2001), Η Εκκλησία από την Κατοχή στον Εμφύλιο, επιμ. Άγγελος Σιδεράτος, Αθήνα: Προσκήνιο.

Κόκορης, Δημήτρης (2015), «Μια ναζιστική εφημερίδα στη Θεσσαλονίκη: Νέα Ευρώπη, 1941-1944», Θέσεις τεύχος 133 (Οκτώβριος – Δεκέμβριος 2015): 121-130.

Κονιδάρης, Γεράσιμος Ι. (1935), «Οι Γερμανοχριστιανοί», Ανάπλασις ΜΗ΄: 114-117.

Κονιδάρης, Γεράσιμος Ι. (1934/1937), Η εθνικιστική Γερμανία εκκλησιαστικώς, εν Αθήναις.

Κουσουρής, Δημήτρης (20142), Δίκες των δοσιλόγων, 1944-1949. Δικαιοσύνη, συνέχεια του κράτους και εθνική μνήμη, μετ. Αγγελική Τσέλιου, Αθήνα: Πόλις.

Λούβαρις, Νικόλαος Ι. (1981), «Αυτοβιογραφία», σε Ν. Ι. Λούβαρις, ο αποδημητής, ο μύστης, ο επόπτης. Αφιέρωμα, επιμ. Δημήτρη Σταθόπουλου, Αθήνα: Εκδόσεις Ι. Χατζηνικολή: 9-13.

Λυγούρα, Αναστασία (2010), Πανεπιστημιακά Ιδρύματα και φοιτητική δράση κατά τα έτη 1940-1944, Διδακτορική Διατριβή, Αθήνα: Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας – Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Μαραγκός, Νίκος (1977), Η Ανατομία της Δεξιάς, Αθήνα: ΟΔΕΒ.

Μαργαρίτης, Γιώργος (2005), Ανεπιθύμητοι συμπατριώτες. Στοιχεία για την καταστροφή των μειονοτήτων της Ελλάδας – Εβραίοι, Τσάμηδες, Αθήνα: Βιβλιόραμα.

Μόσχος, Δημήτριος Ν. (2013), «Όψεις αντιπαράθεσης Ορθοδοξίας και Γερμανικού Ναζισμού κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου. Επίκαιρα διδάγματα», Σύναξη τεύχος 125 (Ιανουάριος – Μάρτιος): 38-46.

Μπαθρέλλος, Δημήτριος π. (2016), «Χρυσή Αυγή: Ο εφιάλτης γίνεται πραγματικότητα», σε Οι Χριστιανοί στους χρόνους της μετα-εκκοσμίκευσης, Αθήνα: Εν Πλω: 219-227.

Μπιρμπίλης Χρήστος (2008), ΛΑ.Ο.Σ.: ιδεολογία και πολιτική (2000 - 2007), Μεταπτυχιακή Εργασία, Θεσσαλονίκη: Τμήμα Πολιτικών Επιστημών – Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο.

Μυλωνάκος, Νικηφόρος Γ. (1960), Άγιον Όρος και Σλαύοι, Αθήναι.

Οικονομοπούλου, Νίκη (2014), Οι θεωρίες συνωμοσίας και ο εθνικολαϊκισμός στα ελληνικά μπλόγκς, Διπλωματική Εργασία, Θεσσαλονίκη: Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ – Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Ορφανός, Μάριος (2013), Η Εθνική Ένωσις Ελλάς και το πογκρόμ του Κάμπελ μέσα από τον Τύπο, Διπλωματική Εργασία, Αθήνα: Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας – Πάντειο Πανεπιστήμιο.

Παναγιωτάκης, Νικόλαος Μ. (1962), «Άθως (Ιστορία)», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος 1, Αθήναι: Αθαν. Μαρτίνος: στ. 859-889.

Παπαδάτος, Σταύρος Ι. (1960-1961), «Αι σλαυϊκαί επιδράσεις εν Αγίω Όρει», Ηπειρωτική Εστία Θ΄ (1960): 22-33, 123-131, 186-192, 292-300, 382-388, 485-492, 582-588, 717-725, 802-810, 917-924, Ι΄ (1961): 16-21, 115-124, 210-217, 322-331, 403-409, 499-506, 623-631, 789-796, 883-887.

Παπαδόπουλος, Στυλιανός Γ. (1964), «Γερμανοχριστιανοί», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος 4, Αθήναι: Αθαν. Μαρτίνος: στ. 417-418.

Παπαθανασίου, Θανάσης Ν. (2013), «Σημεία εθνικοσοσιαλισμού στην Ελλαδική Εκκλησία;», Σύναξη τεύχος 125 (Ιανουάριος – Μάρτιος): 23-37.

Παπαντωνίου, Λεωνίδας - Παΐσιος (2011), Σχέσεις Αθωνικής Πολιτείας και ελληνικού κράτους στον 20ό αιώνα, Διπλωματική Εργασία, Πάτρα: Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών – Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.

Πάτρας, Λουκάς Παν. (2005), Εξουσία και διανόηση στη νεότερη και σύγχρονη Ελλάδα, τόμος Β΄ (1941-2004), Αθήνα: Το Οικονομικόν.

de Pers, Fransisca – Αχιλλέας, Φωτάκης (2014), Αντισημιτισμός. Ιστορικές και θεωρητικές προσεγγίσεις, Ιωάννινα: Ισνάφι.

Πιστιόλα, Χριστιάνα (2014), Η οργάνωση «Εθνική Ένωσις Ελλάς» (Τρία Έψιλον), Μεταπτυχιακή Εργασία, Θεσσαλονίκη: Τμήμα Πολιτικών Επιστημών – Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Ρηγόπουλος, Γεώργιος (2011), «Ο Λούβαρις όπως τον έζησα», σε Νικόλαος Λούβαρις: Ο φιλόσοφος, παιδαγωγός και θεολόγος, επιμ. Θεόδωρος Ι. Δαρδαβέσης, Θεσσαλονίκη: Φιλόπτωχος Αδελφότης Ανδρών Θεσσαλονίκης: 147-157.

Σακελλαρίου, Αλέξανδρος (2014), «Η Εκκλησία της Ελλάδος», σε Το «βαθύ κράτος» στη σημερινή Ελλάδα και η Ακροδεξιά. Αστυνομία, Δικαιοσύνη, Στρατός, Εκκλησία, επιμ. Δημήτρης Χριστόπουλος, Αθήνα: Νήσος: 279-318.

Σιώτης, Μάρκος Α. (1961), «Επικαιρότητες: Νικόλαος Λούβαρις (Επικήδειος)», Νέα Εστία τεύχος 810 (1 Απριλίου): 477-478.

Σιώτης, Μάρκος Α. (1965), Νικόλαος Ι. Λούβαρις, εν Αθήναις.

Σταματέλου Παναγιώτα (2014), Η οργάνωση Εθνική Ένωσις Ελλάς, Διπλωματική Εργασία, Θεσσαλονίκη: Τμήμα Πολιτικών Επιστημών – Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Τσάμης, Δημήτριος Γ. (2007), Άγιον Όρος. Προσέγγιση στην πρόσφατη ιστορία του, Θεσσαλονίκη: Π. Πουρναράς.

Τσιράς, Στάθης (2011), Η Νέα Άκρα Δεξιά στην Ελλάδα: οργανωτική εξέλιξη, εκλογική επιρροή και πολιτικός λόγος του Λαϊκού Ορθόδοξου Συναγερμού, Διδακτορική Διατριβή, Θεσσαλονίκη: Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.

Φλάισερ, Χάγκεν (1989), Στέμμα και σβάστικα. Η Ελλάδα της κατοχής και της αντίστασης 1941-1944, τόμος 1, Αθήνα: Παπαζήσης.

Χατζηαϊβάζ, Ευστράτιος (2015), Η εθνική αφήγηση στο λόγο της ριζοσπαστικής, πατριωτικής, αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, 2008 - 2014, Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία, Θεσσαλονίκη: Τμήμα Πολιτικών Επιστημών – Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Φυτράκης, Α. (1945), «“Θα Νικήσωμεν χωρίς Θεόν”», Εκκλησία ΚΒ΄: 41-42, 58-59.

Ψαλλίδας, Γρηγόρης (2016), Συνεργασία και ανυπακοή. Η πολιτική της ηγεσίας της Εκκλησίας της Ελλάδος στην κατοχή (1941-1944), Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της «Εστίας».

Ψαρράς, Δημήτρης (2013-α), Τα μπεστ σέλερ του μίσους. Τα Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών στην Ελλάδα, 1920-2013, Αθήνα: Πόλις.

Ψαρράς, Δημήτρης (2013-β3), Η Μαύρη Βίβλος της Χρυσής Αυγής. Ντοκουμέντα από την ιστορία και τη δράση μιας ναζιστικής ομάδας, Αθήνα: Πόλις.

 

Alavanou, Maria Chr. (2017), “Nationalism and Women in Greece During 1936 – 1941 and Today: Indicative Historical and Sociological Notes”, in Gender and Far Right Politics in Europe, Michaela Koting, Renate Bitzan, Andrea Peto (eds), Cham / Switzerland: Palgrave Macmillan: 141-156.

Anastasakis, Panteleymon E. (2009), Church of Greece under Axis Occupation, PhD Dissertation, University of Minnesota.

Bank Jan with Lieve Gevers (2016), Churches and Religion in the Second World War, transl. by Brian Doyle, London et als: Bloomsbury.

Barnett, Victoria (2006), “German Christians, The”, The World Fascism. A Historical Encyclopedia, vol. 1, Cyprian P. Blamires with Paul Jackson (eds), Santa Barbara, California / Denver, Colorado / Oxford, United Kingdom: ABC CLIO: 269-270.

Bergen, Doris L. (1996), Twisted Cross: The German Christian Movement in the Third Reich, Chapel Hill and London: The University of North Carolina Press.

Blumel, Tobias (2017), “Antisemitism as Political Theology in Greece and Its Impact on Greek Jewry, 1967 – 1979”, Southeast European and Black Sea Studies, doi: 10.1080/14683857.2017.1324263 [πρόσβαση 8.4.2018].

Bowman, Steven B. (2009), The Agony of Greek Jews, 1940 – 1945, Stanford, California: Stanford California Press.

Byford, Jovan (2011), Conspiracy Theories. A Critical Introduction, Hampshire, UK / New York, USA: Palgrave Macmillan.

Chrysorolas, Nikos (2004), “Why Orthodoxy? Religion and Nationalism in Greek Political Culture”, Studies in Ethnicity and Nationalism 4: 40-61.

Dragonas, Thalia (2013), “Religion in Contemporary Greece – A Modern Experience ? ”, in The Greek Crisis and European Modernity, Anna Triandafyllidou, Ruby Gropas, Hara Kouki (eds), Hampshire, UK / New York, USA: Palgrave Macmillan: 110-131.

Ellinas, Antonis A. (2013), “The Rise of Golden Dawn: The New Face of the Far Right in Greece”, South European Society and Politics 18: 543-565.

Green, Sharon L. (1999), “Corpus Christi by Terrence McNally”, Theatre Journal 51: 194-196.

Huyssenne, Michael (2006), “Conspiracy Theories”, in World Fascism. A Historical Encyclopedia, vol. 1, Cyprian D. Blamires (ed.), Santa Barbara, California / Denver, Colorado / Oxford, United Kingdom: ABC CLIO: 148-149.

Kallis, Aristotle A. (2006), “The Jewish Community of Salonica under Siege: The Antisemitic Violence of the Summer of 1931”, Holocaust and Genocide Studies 20: 34-56.

Kessareas, Efstathios (2017), “The Greek Debt Crisis as Theodicy: Religious Fundamentalism and Socio-Political Conservatism”, The Sociological Review, doi: 10.1177/0038026117695491 [πρόσβαση 3.5.2018].

Lazaridis Gabriella and Vasiliki Tsagkroni (2016), “Posing for Legitimacy? Identity and Praxis of Far Right Populism in Greece”, in The Rise of the Far Right in Europe. Populist Shifts and ‘Othering’, Gabriella Lazaridis, Giovanna Campani, Annie Benveniste (eds.), London: Palgrave Macmillan: 201-237.

Molokotos - Liederman, Lina (2003), “Identity Crisis: Greece, Orthodox, and the European Union”, Journal of Contemporary Religion 18: 291-315.

Papastathis, Konstantinos (2015), “Religious Discourse and Radical Right Politics in Contemporary Greece, 2010 – 2014”, Politics, Religion & Ideology, doi: 10.1080/21567689.2015.1077705 [πρόσβαση 12.4.2018].

Redles, David (2005), Hitler’s Millennial Reich. Apocalyptic Belief and the Search for Salvation, New York and London: New York University Press.

Schalk, Peter (1998), “Twisted Cross: the Religious Nationalism of the German Christians”, Studia Theologica 52: 69-79.

Snyder, Louis L. (1998), “Religion in the Third Reich”, Encyclopedia of the Third Reich, Hertfordshire: Wordsworth 1998: 291-292.

Sotiris, Panagiotis (2015), “Political Crisis and the Rise of the Far Right in Greece. Racism, Nationalism, Authoritarianism and Conservatism in the Discourse of Golden Dawn”, Journal of Language Aggression and Conflict 3: 173-199.

Vasilopoulou Sophia and Daphne Halikiopoulou (2015), The Golden Dawn’s ‘Nationalist Solution’: Explaining the Rise of the Far Right in Greece, New York / Hampshire et al.: Palgrave Macmillan.

Zoumboulakis, Stavros (2013), “The Orthodox Church in Greece Today”, transl. by Caroline Makropoulos and Alexandra Sherrard, in The Greek Crisis and European Modernity, Anna Triandafyllidou, Ruby Gropas, Hara Kouki (eds.), Hampshire, UK / New York, USA: Palgrave Macmillan 2013: 132-151.

1  Μόσχος, 2013: 42.

2  Μαργαρίτης, 2005: 106.

3  Μια εισαγωγική θεώρηση στην ιστορία του κινήματος των Γερμανών Χριστιανών μπορεί να δει κανείς στη μελέτη της Bergen, 1996.

4  Barnett, 2006: 269.

5  Παπαδόπουλος, 1964: στ. 417-418.

6  Ζωή (1945): 50-51.

7  Snyder, 1998: 291.

8  Φυτράκης, 1945: 41-42.

9  Εκκλησία (1934): 134.

10  Τη μεσσιανική ταυτότητα του ναζισμού επιχειρεί να αναδείξει το βιβλίο του David Redles, 2005, ιδίως στο πρόσωπο του Αδόλφου Χίτλερ, στο κεφάλαιο με τον τίτλο «Hitler as Messiah».

11  Κονιδάρης, 1935: 114-115.

12  Εκκλησία (1935-στ): 109.

13  Εκκλησία (1935-δ): 61.

14  Schalk, 1998: 73-74.

15  Εκκλησία (1934-β): 30.

16  Εκκλησία (1935-β): 267.

17  Εκκλησία (1935-α): 267.

18  Εκκλησία (1935-ε): 300.

19  Κονιδάρης, 1934/1937: 194.

20  Εκκλησία (1933): 54-55.

21  Εκκλησία (1935-γ): 165.

22  Εκκλησία (1937): 365.

23  Περισσότερα για την πολιτική ταυτότητα της συγκεκριμένης εφημερίδας, στο άρθρο του Δημήτρη Κόκορη, 2015: 121-130.

24  Ψαλλίδας, 2016: 281-282.

25  Σιώτης, 1965: 33-34.

26  Φλάισερ, 1989: 355.

27  Ψαλλίδας, 2016: 137.

28  Πάτρας, 2005: 614-615.

29  Δανόπουλος, 1961: 734.

30  Anastasakis, 2009: 238-239.

31  Ελληνικόν Αίμα, 1945: 1.

32  Σιώτης, 1965: 50.

33  Σιώτης, 1961: 478.

34  Θεοδώρου, 2011: 284-285.

35  Ρηγόπουλος, 2011: 149.

36  Λυγούρα 2010: 509.

37  Μαραγκός, 1977: 189-190.

38  Πάτρας, 2005: 732-733.

39  Καραγιάννης, 2001: 84.

40  Αποστόλου, 1945: 16.

41  Έθνος, 1945: 2.

42  Κουσουρής, 20142: 624.

43  Ακαδημία Αθηνών, 1977: 483.

44  Λούβαρις, 1981: 13.

45  Γκανούλης, 2016: 35.

46  Τσιράς, 2011: 74.

47  Ψαρράς, 2013-α: 122.

48  Blumel, 2017.

49  Kallis, 2006: 34-56.

50  Σταματέλου 2014: 62.

51  Ορφανός, 2013: 29-30.

52  Bowman, 2009: 34.

53  Λυγούρα 2010: 398.

54  Πιστιόλα, 2014: 69.

55  Δορδανάς, 2006: 106-107.

56  Γρηγοριάδης, χ. χ.: 37-38.

57  Δορδανάς, 2006: 103.

58  Δορδανάς, 2011: 215-218.

59  Αρκάδας, 2017: 81.

60  Διονύσιος, 1963: στ. 937.

61  Μυλωνάκος, 1960: 30-31.

62  Παπαδάτος, 1961: 789-790.

63  Ψαλλίδας, 2016: 186.

64  Παπαντωνίου, 2011: 53-54.

65  Παναγιωτάκης, 1962: στ. 888.

66  Bank with Gevers, 2016: 194.

67  Ψαλλίδας, 2016: 187-188.

68  Καραγιάννης, 2001: 263-264.

69  Τσάμης, 2007: 27, υποσημ. 7.

70  Εκκλησία (1945-β): 34.

71  Εκκλησία (1945-α): 49-50.

72  Αρκάδας, 2015-β.

73  Εκκλησία (1960): 486.

74  Εκκλησία (1966): 717.

75  Εκκλησία (1964): 184.

76  Αρκάδας, 2015-α.

77  Παπαθανασίου, 2013: 23-24.

78  Huyssenne, 2006: 148.

79  Αναφέρεται στο Ψαρράς, 2013-α: 264.

80  Σε Ellinas, 2013: 547.

81  Σε Βασιλάκης, 2006: 499, υποσημ. 4.

82  Dragonas, 2013: 122.

83  Μπιρμπίλης, 2008: 45.

84  Παπαδοπούλου, 2011 – 2012: 79.

85  Σε Κωνσταντινίδου, 2006: 12.

86  Σε Βασιλάκης, 2006: 498.

87  Chrysorolas, 2004: 46.

88  Byford, 2011: 95.

89  Χατζηαϊβάζ, 2015: 65.

90  Σταλάκης, 2014: 63-64.

91  de Pers - Φωτάκης, 2014: 50. Μετά τον σάλο που προκλήθηκε με αφορμή την ανάρτηση αυτή, ο ΣΥΡΙΖΑ απέσυρε την υποστήριξή του προς τον Καρυπίδη, ο οποίος κατέβηκε στις εκλογές ως ανεξάρτητος υποψήφιος και εκλέχθηκε Περιφερειάρχης.

92  Βασιλάκης, 2006: 325-326.

93  Molokotos - Liederman, 2003: 305.

94  Kessareas, 2017.

95  Ηλιαδέλη, 2010: 204.

96  Αρκάδας, 2016: 27.

97  Οικονομοπούλου, 2014: 56-57.

98  Zoumboulakis, 2013: 148-149.

99  Τσιράς, 2011: 93-95.

100  Ζουμπουλάκης, 2013-α: 88.

101  Papastathis, 2015.

102  Ζουμπουλάκης, 2013-β: 15.

103  Ψαρράς, 20133-β: 214-215.

104  Green, 1999: 194-195.

105  Vasilopoulou and Halikiopoulou, 2015: 84.

106  Sotiris, 2015: 181.

107  Ζουμπουλάκης, 2013: 52.

108  Σακελλαρίου, 2014: 306-307.

109  Εξηντάρης, χ. χ.: 43-44.

110  Lazaridis and Tsagkroni, 2016: 214.

111  Alavanou, 2017: 147.

112  Ζουμπουλάκης, 2013: 36-37.

113  Εξηντάρης, χ. χ.: 45.

114  Μπαθρέλλος, 2016: 225.

115  Εκκλησία (1947): 92-93.