Ο πόλεμος συνεχίζεται
(Η συγκυρία μετά τις εκλογές της 10ης Οκτωβρίου 1993)
του Ηλία Ιωακείμογλου


Μέρος δεύτερο

Σε εχθρικό έδαφος:

Οι αντικειμενικοί όροι των επερχόμενων συγκρούσεων

• Η καπιταλιστική έξοδος από την κρίση έχει αρχίσει

Ο παλαιός μύθος της Αριστεράς για την υπανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού, παρά την σχετική του εξασθένιση, βρίσκεται ακόμη εν ζωή· μόνον που ξαναβρίσκει τη χαμένη του φρεσκάδα μέσα σε νέες, ή μάλλον ανακαινισμένες, εκδοχές. Μια τέτοια εκδοχή του μύθου διατείνεται ότι ο ελληνικός καπιταλισμός, καθυστερημένος, δύσμορφος, περιφερειακός, υποδεέστερος, δεύτερης κατηγορίας καπιταλισμός, σε αντίθεση με την «Ευρώπη», δεν έχει ακόμη μπει στον δρόμο του παραγωγικού εκσυγχρονισμού.

Είναι αλήθεια, πως η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, αυτή που στελεχώνει τον κρατικό μηχανισμό, έχει προ πολλού εγκαταλείψει τέτοιου είδους μύθους για να τους αντικαταστήσει με τα εξίσου αγοραία παραμύθια του μονεταρισμού και του νεο-συντηρητισμού. Ο ισχυρισμός πως ο παραγωγικός εκσυγχρονισμός του ελληνικού καπιταλισμού δεν έχει ακόμη αρχίσει, βρίσκει οπαδούς στην «αριστερή» ή «λαϊκή» πτέρυγα του ΠΑΣΟΚ, κυρίως στη βάση του, αλλά και στις περισσότερες από τις άλλες πολιτικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργαζομένων τάξεων.

Ο εν λόγω μύθος, καλύπτει την αδυναμία αυτών των «αριστερών» δυνάμεων που βρίσκονται στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ και των άλλων οργανώσεων της «Αριστεράς», να αρθρώσουν έναν αυτόνομο πολιτικό λόγο: περιορίζονται στο ρόλο του μεμψίμοιρου σχολιαστή της πολιτικής των άλλων είτε των αστικών κοινωνικών δυνάμεων και των οργανώσεων τους, είτε της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ. Ο μύθος, όσο και αν απέχει από την πραγματικότητα, τους επιτρέπει «να κάνουν πολιτική», όσο αναποτελεσματική και αν είναι.

Κατά παράδοξο τρόπο, για τη διάδοση του μύθου φροντίζει και μια αρκετά μεγάλη μερίδα των βιομηχάνων και του αστικού τύπου. Για τον πολύ απλό λόγο, ότι με τον τρόπο αυτό αυξάνει, η εν λόγω μερίδα, την ιδεολογική πίεση επί των εργαζομένων τάξεων και αποσπά τη συναίνεση τους στη νεο-συντηρητική πολιτική. Δημιουργείται, έτσι, μια ακόμη «παρά φύσιν» συμμαχία: «αριστερά», ο μύθος επιτρέπει στους μεν να έχουν πολιτική πρακτική· «δεξιά», επιτρέπει στους δε, να εμπεδώνουν την ηγεμονία τους.

Άλλο παραμύθι της Αριστεράς, η διηνεκώς επιθανάτια αγωνία του καπιταλισμού που καταρρέει υπό το βάρος των άλυτων αντιφάσεων του, ανακαινίζεται κατά καιρούς από τις εξωκοινοβουλευτικές οργανώσεις του αριστερισμού: ο καπιταλισμός βρίσκεται σε κρίση από την οποία δεν μπορεί να εξέλθει παρά τις λυσσαλέες προσπάθειες του· απόδειξη ότι οι διαδικασίες της αναδιάρθρωσης και του εκσυγχρονισμού της παραγωγής δεν αποδίδουν τα αναμενόμενα - ούτε στην «Ευρώπη», ούτε στην Ελλάδα.

Ωστόσο, η καπιταλιστική έξοδος από την κρίση έχει αρχίσει, και τα σημεία της είναι ορατά τόσο στα στατιστικά στοιχεία, όσο και στις έρευνες πεδίου. Όσο λιγότερο καταλαβαίνουν, οι πολιτικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργαζομένων τάξεων, ποια είναι η φύση και η πορεία της αναδιάρθρωσης της παραγωγής, τόσο πιο ανίκανες θα γίνονται να προσδιορίσουν το έδαφος, δηλαδή τις αντικειμενικές συνθήκες των επερχόμενων ταξικών συγκρούσεων και οι ήττες θα διαδέχονται τις ήττες.

• Η διεθνοποίηση, μοχλός της κεφαλαιοκρατικής αναδιάρθρωσης.

Η αναπόφευκτη αύξηση της ανταγωνιστικότητας.

Κατά τα τελευταία 15 έτη, το παγκόσμιο (και το ευρωπαϊκό) εμπόριο αυξάνεται ταχύτερα από την παραγωγή και επιδρά, όλο και πιο έντονα, επάνω στα μακροοικονομικά μεγέθη κάθε εθνικού καπιταλισμού που συμμετέχει στις διεθνείς ανταλλαγές. Οι δυνατότητες μιας «χώρας» να πετύχει υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης, να αποκτήσει βαθμούς ελευθερίας στην άσκηση εθνικής οικονομικής και βιομηχανικής πολιτικής, εξαρτώνται πλέον από τον εξωτερικό περιοριστικό παράγοντα που είναι η αλματώδης αύξηση των διεθνών ανταλλαγών, ή αλλιώς το «άνοιγμα» ενός εθνικού καπιταλισμού στο διεθνή ανταγωνισμό.

Ο όρος «αναδιάρθρωση» έχει γίνει, στο παρελθόν, αντικείμενο κατάχρησης. Ιδιαίτερα, στη διάρκεια της τριετίας 1990-1993, χρησιμοποιήθηκε ως ψευδώνυμο αφενός της συρρίκνωσης του παραγωγικού δυναμικού (παύση λειτουργίας πολλών μονάδων παραγωγής), και αφετέρου των ιδιωτικοποιήσεων.

Στα όσα ακολουθούν με τον όρο της αναδιάρθρωσης θα εννοούμε κάθε ριζική αλλαγή στα μέσα παραγωγής, είτε στην οργάνωση της εργασίας η οποία συντομεύει τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο για την παραγωγή μιας μονάδας προϊόντος, έτσι που μια μικρότερη ποσότητα εργασίας αποκτάει τη δύναμη να παράγει μια μεγαλύτερη ποσότητα προϊόντων, ή ακόμη, οδηγεί σε βελτίωση της ποιότητας των προϊόντων, ή στην παραγωγή νέων.

Ως ριζική αλλαγή στην οργάνωση της εργασίας εννοούμε κάθε αλλαγή που απαιτεί ποιοτικές αλλαγές στην ιεραρχική δομή των γνώσεων των άμεσων παραγωγών, στη διαίρεση της εργασίας σε χειρωνακτική διανοητική και εργασία εκτέλεσης διεύθυνσης, στην εκπαίδευση των εργαζομένων και το περιεχόμενο των επαγγελμάτων, στους μηχανισμούς επιβολής της βιομηχανικής πειθαρχίας...

Ως ριζική μεταβολή στα μέσα εργασίας εννοούμε κάθε τεχνολογική αλλαγή που απαξιώνει τη συσσωρευμένη πείρα των παραγωγών και απαιτεί, για τη βέλτιστη χρησιμοποίηση τους, την εγκατάσταση μιας διαδικασίας εκμάθησης εκ μέρους του συλλογικού εργαζομένου.


Ο ελληνικός καπιταλισμός δεν αποτελεί εξαίρεση στον παραπάνω κανόνα. Το άνοιγμα του (η διεθνοποίηση του) αυξάνεται ταχύτατα, ακολουθώντας μάλιστα μια μακροχρόνια, ισχυρή, και διηνεκώς αύξουσα τάση, εγκατεστημένη από τις αρχές της δεκαετίας του '70, η οποία, ως εκ τούτου, αποδεικνύεται ισχυρότερη από τις εκάστοτε περιπέτειες της πολιτικής σκηνής και τις συνακόλουθες μεταβολές στην οικονομική πολιτική. Αν και το άνοιγμα της ελληνικής βιομηχανίας ανακόπτεται, από το 1990 και εντεύθεν, το άνοιγμα προς τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης εξακολουθεί να μεγαλώνει.

Το γεγονός αυτό εκφράζει μιαν άλλη σημαντική εξέλιξη των τελευταίων 20 ετών, που είναι η αύξουσα ενσωμάτωση του ελληνικού καπιταλισμού στον ευρωπαϊκό: το εξωτερικό εμπόριο της Ελλάδας «προτιμάει» τέσσερις φορές περισσότερο τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία, και τελικά, η Ελλάδα παρουσιάζει βαθμό εμπορικής ενσωμάτωσης στην ευρωπαϊκή οικονομία πάνω από το μέσο κοινοτικό όρο.

Όμως, αυτό το αυξανόμενο άνοιγμα της ελληνικού - όπως και κάθε άλλου - καπιταλισμού, όταν δεν αντισταθμίζεται από ανάλογη αύξηση της ανταγωνιστικότητας, οδηγεί σε διεύρυνση του εμπορικού ελλείμματος (ως ποσοστού της παράγωγης). Στην περίπτωση της Ελλάδας, το άνοιγμα στο διεθνές εμπόριο αντισταθμίστηκε από μια αύξηση της ανταγωνιστικότητας, η οποία διήρκεσε μέχρι το 19861. Έκτοτε, το συνεχιζόμενο άνοιγμα προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, σε συνδυασμό με την απώλεια ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων οδηγεί σε διεύρυνση του εμπορικού ελλείμματος, η οποία τείνει να περιοριστεί μόνον υπό το βάρος της οικονομικής ύφεσης και της συνακόλουθης περιστολής της ζήτησης που περιορίζει τις εισαγωγές.

Επομένως, το συνεχιζόμενο άνοιγμα του ελληνικού καπιταλισμού δεν είναι δυνατό να διαρκεί επ' άπειρο παρά μόνον εφ' όσον αντισταθμίζεται από ανάλογες αυξήσεις της ανταγωνιστικότητας. Στην περίπτωση που δεν πληρούται ο παραπάνω όρος, το εμπορικό έλλειμμα (ως ποσοστό του ΑΕΠ) θα οδηγηθεί αναγκαστικά σε μη αποδεκτά - για την εύρυθμη λειτουργία του συστήματος - επίπεδα. Ακόμη χειρότερα: σ' αυτή την περίπτωση, ο ελληνικός καπιταλισμός θα αναγκαστεί να ακολουθήσει μια μακροχρόνια πορεία βραδείας οικονομικής μεγέθυνσης, η οποία επιτρέπει τη ρύθμιση του εμπορικού ελλείμματος μέσω περιορισμού της ζήτησης (και συνακόλουθα των εισαγωγών). Ήδη, κατά τα τελευταία έτη (1986-1993), ο ελληνικός καπιταλισμός ακολουθεί αυτόν τον τύπο ρύθμισης του εμπορικού του ελλείμματος μέσω της ύφεσης. Εν κατακλείδι, η πραγματική σύγκλιση του ελληνικού καπιταλισμού έχει ως αναγκαίο όρο της, την αύξηση της ανταγωνιστικότητας.

Οι παραπάνω διαπιστώσεις θέτουν δύο ειδών ζητήματα: αφ' ενός μεν ζητήματα οικονομικής πολιτικής (και ιδιαίτερα συναλλαγματικής πολιτικής), και αφ' ετέρου, ζητήματα δομής του παραγωγικού συστήματος και του εξωτερικού εμπορίου. Ειδικότερα, για τα τελευταία, απαιτείται η ανάλυση μεγεθών που περιγράφουν την ικανότητα προσαρμογής τον παραγωγικού συστήματος στη διεθνή ζήτηση, την εξαγωγική εξειδίκευση του ελληνικού καπιταλισμού, τα συγκριτικά του πλεονεκτήματα, το γεωγραφικό προσανατολισμό των εξαγωγών του.

Οι έννοιες που αναφέρονται στη στρατηγική της διεθνούς ανταγωνιστικότητας είναι επομένως δύο ειδών: αφενός μεν οι έννοιες που συνήθως χρησιμοποιούνται για την ανάλυση της οικονομικής πολιτικής, και αφετέρου αυτές που αναφέρονται στην ανάλυση της διάρθρωσης του παραγωγικού συστήματος και της εξαγωγικής εξειδίκευσης.

• Η διεθνής ανταγωνιστικότητα του ελληνικού καπιταλισμού:

Ένα μακροοικονομικό πρόβλημα;

Το έτος 1986, είναι ένα σημείο τομής για το εξωτερικό εμπόριο της Ελλάδας: από το έτος αυτό αρχίζει η πραγματική ανατίμηση της δραχμής που καθιστά τα ελληνικά προϊόντα ακριβότερα, τόσο στην εγχώρια αγορά, όσο και στις διεθνείς αγορές. Σαν αποτέλεσμα της ανατίμησης, από το 1987, η εξαγωγική επίδοση μειώνεται, ενώ η διείσδυση των εισαγωγών στην εγχώρια αγορά συνεχίζει την ανοδική της πορεία. Συνακόλουθα, επέρχεται, τότε, μια δραματική πτώση του βαθμού κάλυψης των εισαγωγών από εξαγωγές - του σημαντικότερου δείκτη ανταγωνιστικότητας. Ο έλεγχος της πορείας του εμπορικού ελλείμματος, μετά το 1990 και μέχρι το 1993, επιτυγχάνεται μόνον μέσω της οικονομικής πολιτικής της ύφεσης που ακολουθεί η τότε κυβέρνηση.


Οι εξαγωγικές επιδόσεις του ελληνικού καπιταλισμού μετά το 1986 και ιδιαίτερα μετά το 1990 ήταν αρνητικές και οι απώλειες των μεριδίων αγοράς στην Ευρώπη μεγάλες. Βέβαια, η θέση του συνολικά δεν παρουσιάζει επιδείνωση μεγαλύτερη από αυτή του Ισπανικού και του Πορτογαλικού καπιταλισμού, και απέχει πολύ από τις καταστροφολογικές περιγραφές που εμφανίζονται συχνά, άλλοτε ως δημοσιογραφικές πληροφορίες, άλλοτε ως επιστημονικές αναλύσεις. Η διαφορά με τις χώρες της Ιβηρικής χερσονήσου είναι ότι η επιδείνωση του εξωτερικού εμπορίου, στην περίπτωση τους, προέρχεται από τη διαδικασία σύγκλισης, πράγμα που δεν μπορούμε να ισχυριστούμε για τον ελληνικό καπιταλισμό, για τον οποίο - αντίστροφα - η επιδείνωση των εξαγωγικών επιδόσεων μετατρέπεται σε έναν ακόμη παράγονται ύφεσης και πραγματικής απόκλισης.

Επομένως, η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων είναι κατ' αρχήν ένα μακροοικονομικό πρόβλημα, αφού η συναλλαγματική πολιτική αναδεικνύεται σε καθοριστικό παράγοντα της εξέλιξης των συνολικών μεγεθών του εξωτερικού εμπορίου. Μια συναλλαγματική πολιτική που να αντιστοιχεί στην πραγματική παραγωγική ισχύ του ελληνικού καπιταλισμού είναι ένας αναγκαίος όρος της αποκατάστασης της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων, έστω στα προ του 1986 επίπεδα.

Σε σχέση με το συμπέρασμα αυτό, είναι αναγκαίο να γίνουν δύο παρατηρήσεις:

• Η αύξηση της παραγωγικότητας στην Ελλάδα με ρυθμούς ταχύτερους απ' ό,τι στις κυριότερες ανταγωνίστριες χώρες είναι, μακροπρόθεσμα, ο βέλτιστος τρόπος αύξησης της ανταγωνιστικότητας2. Ωστόσο, η συγκριτικά με το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ταχύτερη άνοδος της παραγωγικότητας δεν είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί παρά μόνον μακροπρόθεσμα. Εν τω μεταξύ, η συναλλαγματική πολιτική είναι ο μόνος τρόπος αποκατάστασης ενός μέρους τουλάχιστο της χαμένης ανταγωνιστικότητας του ελληνικού καπιταλισμού, προτού προχωρήσουν ακόμη περισσότερο τα φαινόμενα συρρίκνωσης του παραγωγικού συστήματος.

• Επικράτησε, κατά τα τελευταία έτη, η άποψη ότι η ταχύτερη διολίσθηση της δραχμής θα ήταν επιβλαβής για την «ελληνική οικονομία» διότι θα προκαλούσε μιαν έκρηξη του πληθωρισμού. Ωστόσο, οι πρόσφατες εμπειρίες των υποτιμήσεων της Ιταλικής Λιρέτας, της Ισπανικής Πεσέτας, του Πορτογαλικού Εσκούδο και της Βρετανικής Στερλίνας, κατά το φθινόπωρο του 1992, αποδεικνύουν ότι οι υποτιμήσεις, όταν είναι ελεγχόμενες, εξακολουθούν να αποτελούν σημαντικό εργαλείο της οικονομικής πολιτικής (σε όλες τις παραπάνω χώρες, τα αποτελέσματα των υποτιμήσεων είναι, συνολικά, θετικά).

Η πολιτική της ανατιμημένης δραχμής μετατρέπει το διεθνή ανταγωνισμό σε καταλύτη της διαδικασίας αναδιάρθρωσης στην οποία έχει εισέλθει το παραγωγικό σύστημα της Ελλάδας από το 1986. Τα ατομικά κεφάλαια (οι επιχειρήσεις) αναγκάζονται να μειώσουν τα περιθώρια κέρδους τους προκειμένου να υπερασπιστούν τα μερίδια τους στις ευρωπαϊκές και στην εγχώρια αγορά, και δέχονται έτσι εξαιρετικά έντονη πίεση προς εκσυγχρονισμό. Ωστόσο, η συνέχιση αυτής της πολιτικής πέρα από ένα κατώφλι - το οποίο συμφωνά με αρκετές ενδείξεις το έχουμε ήδη διαβεί - προκαλεί φαινόμενα συρρίκνωσης και αποδιάρθρωσης του παραγωγικού συστήματος.

Η μειωμένη ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων είναι λοιπόν ένα μακροοικονομικό πρόβλημα. Αλλά πέραν τούτου, η ανάλυση των στοιχείων του εξωτερικού εμπορίου δείχνει ότι η παραγωγική εξειδίκευση του ελληνικού καπιταλισμού δεν διαθέτει μόνον ισχυρά, αλλά και αδύναμα σημεία.

• Τα ισχυρά και αδύναμα σημεία του τρόπου ένταξης του ελληνικού καπιταλισμού στον ευρωπαϊκό καταμερισμό εργασίας

Τα βιομηχανικά προϊόντα κυριαρχούν στις ελληνικές εξαγωγές, και μεταξύ αυτών, δεσπόζουσα θέση κατέχουν τα προϊόντα από πετρέλαιο, η μεταλλουργία και τα προϊόντα από μη μεταλλικά ορυκτά, η υφαντουργία, τα ενδύματα και τα τρόφιμα-ποτά. Αξιοσημείωτη μεταβολή παρουσιάζουν τα ενδύματα και τα «βιομηχανικά» τρόφιμα, των οποίων το ποσοστό συμμετοχής στις εξαγωγές αυξάνεται. Αντιθέτως, μια σημαντική επιδείνωση αποτελεί η υποχώρηση των χημικών προϊόντων. Από τη μεριά των εισαγωγών, αποκαλύπτεται η αδυναμία του εγχώριου παραγωγικού συστήματος στους κλάδους των μηχανών και των μεταφορικών μέσων.

Πληρέστερη είναι η εικόνα των δυνατών και αδύναμων σημείων της ελληνικής μεταποίησης που μας παρέχει η ανάλυση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων:

Ενδύματα και κλωστοϋφαντουργία, βιομηχανία τροφίμων-ποτών, αγροτικά προϊόντα, προϊόντα από μη μεταλλικά ορυκτά και από πετρέλαιο, μη σιδηρούχα μέταλλα, προϊόντα σιδηρουργίας, είναι οι κλάδοι στους οποίους ο ελληνικός καπιταλισμός διαθέτει συγκριτικά πλεονεκτήματα. Εξαιρετικά αρνητικά πλεονεκτήματα παρουσιάζουν οι κλάδοι μηχανολογικού εξοπλισμού, μεταφορικών μέσων, ηλεκτρονικής και ηλεκτρικών μηχανών.

Ο ελληνικός καπιταλισμός εξειδικεύεται στην παραγωγή εκείνων των προϊόντων για τα οποία διαθέτει συγκριτικά πλεονεκτήματα: τα μερίδια του στις αγορές της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν και παραμένουν σχετικά υψηλά στους παραπάνω κλάδους (που παρουσιάζουν συγκριτικά πλεονεκτήματα). Στη διάρκεια της τελευταίας πενταετίας, δεν είναι δυνατό να παρατηρήσουμε δραματικές αλλαγές στη δομή των κλαδικών μεριδίων της Ελλάδας στις αγορές της Ένωσης.


Επειδή για τους παραπάνω κλάδους ισχύει ότι:

• διαθέτουν συγκριτικά πλεονεκτήματα,

• ο ελληνικός καπιταλισμός εξειδικεύεται σ' αυτούς,

• τα μερίδια αγοράς της Ελλάδας στις αγορές της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι σχετικά μεγάλα (σ' αυτούς τους κλάδους),

• διατηρούν μακροπρόθεσμα τα παραπάνω χαρακτηριστικά τους, είναι θεωρητικά νόμιμο να θεωρήσουμε ότι οι παραπάνω κλάδοι αποτελούν τα ισχυρά σημεία της ελληνικής βιομηχανίας.

Τα ισχυρά σημεία της ελληνικής βιομηχανίας, δηλαδή οι κλάδοι στους οποίους παρουσιάζονται συγκριτικά πλεονεκτήματα, στους οποίους εξειδικεύεται και κατακτά (σχετικά) μεγάλα μερίδια αγοράς, είναι κλάδοι για τους οποίους το ενδοκοινοτικό εμπόριο δεν είναι ιδιαίτερα υψηλό, ούτε αυξάνεται με μεγάλους ρυθμούς (με εξαίρεση τον κλάδο των τροφίμων-ποτών). Αντιθέτως, μεγάλο βάρος και ταχεία ανάπτυξη παρουσιάζει u, ενδοκοινοτικό εμπόριο μεταφορικών μέσων, χημικών προϊόντων, μηχανών για βιομηχανική χρήση, ηλεκτρονικών - ακριβώς, δηλαδή, σε εκείνους τους κλάδους στους οποίους ο ελληνικός καπιταλισμός παρουσιάζει συγκριτικά μειονεκτήματα, αρνητική παραγωγική εξειδίκευση, εξαιρετικά χαμηλά μερίδια αγοράς στις αγορές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολύ μεγάλες εισαγωγές στην εγχώρια αγορά.

Επομένως, για αυτά τα δυσμενή, για τις ελληνικές εξαγωγές, χαρακτηριστικά της κλαδικής διάρθρωσης και της παραγωγικής εξειδίκευσης, υφίσταται (για την παραπέρα αναβάθμιση του ελληνικού καπιταλισμού στο διεθνές οικονομικό σύστημα) ανάγκη κρατικής παρέμβασης στην κατεύθυνση προσαρμογής του παραγωγικού συστήματος στις ανάγκες και την εξέλιξη της διεθνούς ζήτησης.

Η διαπίστωση αυτή, που στηρίζεται στην παρούσα κατάσταση, έχει στατικό χαρακτήρα, θα πρέπει, όμως, να συνυπολογίσουμε την αναμενόμενη εξέλιξη της διεθνούς ζήτησης, αλλά και της προσφοράς:

Με εξαιρετικά σχηματικό τρόπο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η παραγωγική εξειδίκευση του ελληνικού καπιταλισμού πραγματοποιείται αφενός μεν σε κλάδους έντασης φυσικών πόρων (Resource Intensive)3, και αφετέρου στον κλάδο ενδυμάτων που είναι έντασης εργασίας. Όμως, αυτός ακριβώς ο τύπος διεθνούς εξειδίκευσης εμπεριέχει ένα διπλό κίνδυνο για την αναβάθμιση του ελληνικού καπιταλισμού στο διεθνές οικονομικό σύστημα:

• Για μεν τον κλάδο ενδυμάτων, η απειλή προέρχεται από την άνοδο της παραγωγής μεγάλων γεωπολιτικών συνόλων της Ασίας, όπου το κόστος εργασίας είναι πέντε, δέκα ή περισσότερες φορές χαμηλότερο.

• Για δε τους κλάδους έντασης φυσικών πόρων, (μη σιδηρούχα μέταλλα, σιδηρουργία, προϊόντα από μη μεταλλικά ορυκτά, προϊόντα από πετρέλαιο), η απειλή προέρχεται από το γεγονός ότι στις χώρες του ΟΟΣΑ, η ένταση χρήσης (Intensity of Use) των υλικών αυτών (μέταλλα, τσιμέντο, προϊόντα πετρελαίου κ.λπ.) παρουσιάζει ιστορική, δηλαδή μακροπρόθεσμη, όχι συγκυριακή, μείωση. Αυτό σημαίνει ότι για κάθε νέα μονάδα τελικού προϊόντος (π.χ. ενός αυτοκινήτου) απαιτείται όλο και μικρότερη ποσότητα υλικού (π.χ. σιδήρου). Οι εξελίξεις στον τομέα των υλικών - υπό το βάρος του οξυμένου ανταγωνισμού που προκαλεί η οικονομική κρίση - είναι ραγδαίες και οι συνακόλουθες οικονομίες στη χρήση των «παραδοσιακών» υλικών δρακόντειες. Ενδεικτικά, αναφέρουμε ότι για την παραγωγή του ιδίου προϊόντος, χρειάζεται σήμερα, στις ανεπτυγμένες χώρες της Ευρώπης - που είναι και οι κυριότεροι και οι προνομιακοί πελάτες της Ελλάδας - χάλυβας κατά 40% λιγότερος απ' ό,τι το 1980.

Υπάρχει, επομένως, ο κίνδυνος, στο μέλλον, ο ελληνικός καπιταλισμός να διαθέτει μια παραγωγική εξειδίκευση περισσότερο δυσμενή, ακόμη και σε ό,τι αφορά τα (σημερινά) ισχυρά του σημεία.

Επομένως, μια πολιτική αναβάθμισης των προϊόντων προς ποιότητες για τις οποίες η διεθνής ζήτηση προβλέπεται να αυξηθεί με ταχείς ρυθμούς είναι όρος της αναβάθμισης του ελληνικού καπιταλισμού στο διεθνές οικονομικό σύστημα. Αναφερόμαστε σε μια πολιτική διαφοροποίησης των προϊόντων στο εσωτερικό των ήδη υπαρχόντων κλάδων (π.χ. προς χάλυβες ειδικών ποιοτήτων ή μεταλλικά κράματα για τα οποία η διεθνής ζήτηση αυξάνεται, ή ακόμη, προς επώνυμα ενδύματα καλής ποιότητας που τοποθετούνται στο μέσον της κλίμακας των προϊόντων ένδυσης). Μια τέτοια πολιτική απέχει κατά πολύ από την εγκατάλειψη ορισμένων κλάδων με σκοπό να συγκεντρωθούν οι προσπάθειες αναδιάρθρωσης σε κάποιον άλλον. Αντιθέτως, μια τέτοια πολιτική τοποθετείται στο αυλάκι της υπαρκτής τάσης ανάπτυξης του ενδοκλαδικού εμπορίου μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σαν τέτοια, η πολιτική αυτή παραπέμπει κυρίως σε οριζόντια μέτρα βιομηχανικής πολιτικής.

Ωστόσο, πέραν αυτής της πολιτικής τίθεται και το θέμα της κάλυψης κλαδικών «κενών» στην παραγωγική εξειδίκευση, δηλαδή της ανάπτυξης δραστηριοτήτων ή υποκλάδων του τομέα των μεταφορικών μέσων, των μηχανών για βιομηχανική ή αγροτική χρήση, των ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών συσκευών. Στην περίπτωση αυτή είναι σαφές ότι η βιομηχανική πολιτική θα έπρεπε να αποκτήσει έναν εξαιρετικά δραστήριο χαρακτήρα οικοδόμησης συγκριτικών πλεονεκτημάτων, ή έστω, άρσης των συνθηκών εκείνων που προσδίδουν στους εν λόγω κλάδους συγκριτικά μειονεκτήματα. Η κατεύθυνση αυτή είναι αναγκαία για δύο πολύ σοβαρούς λόγους: πρώτον, επειδή οι κλάδοι αυτοί αντιπροσωπεύουν ένα εξαιρετικά μεγάλο ποσοστό των εισαγωγών, και δεύτερον, έχουν μεγάλο βάρος στο ενδοκοινοτικό εμπόριο, το οποίο, επιπλέον, τείνει να αυξηθεί. Φυσικά, η οικοδόμηση συγκριτικών πλεονεκτημάτων δεν είναι δυνατό να αφορά ολόκληρους τους εν λόγω κλάδους, αλλά ορισμένες δραστηριότητες ή υποκλάδους (στη λογική, πάντα, της ανάπτυξης του ενδοκλαδικού εμπορίου). Από την άποψη αυτή,

η Ενιαία Ευρωπαϊκή Αγορά θα μπορούσε να θεωρηθεί, ενδεχομένως, ως μία ιστορική ευκαιρία επέκτασης του παραγωγικού συστήματος του ελληνικού καπιταλισμού σε νέες δραστηριότητες της παραγωγής χημικών προϊόντων, μηχανών και μεταφορικών μέσων, διότι αναιρεί έναν από τους περιοριστικούς παράγοντες ανάπτυξης των κλάδων αυτών, που είναι το μέγεθος της εσωτερικής αγοράς.

Ο εντεινόμενος γεωγραφικός προσανατολισμός του ελληνικού καπιταλισμού προς τις μεγάλες αγορές της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ένα ευνοϊκό στοιχείο του τρόπου ένταξης στο διεθνές οικονομικό σύστημα. Ωστόσο, υπάρχουν ακόμη σημαντικά περιθώρια διείσδυσης στις χώρες της Ένωσης, όπως, για παράδειγμα, η αύξηση του μεριδίου των ελληνικών εξαγωγών στη γαλλική αγορά (στο ύψος του αντίστοιχου μεριδίου στη γερμανική αγορά), και του μεριδίου στη βρετανική αγορά (στο ύψος του αντίστοιχου μεριδίου στην ιταλική αγορά), ή ακόμη, η διείσδυση στην - κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητη από άποψη μεγέθους - αγορά της Ιβηρικής χερσονήσου.



• Το 1986 σημείο τομής στη συσσώρευση κεφαλαίου

Η ανάλυση των στατιστικών στοιχείων της ελληνικής βιομηχανίας4 μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι

το έτος 1986 αποτελεί σημείο τομής στη συσσώρευση κεφαλαίου, με την έννοια ότι έχουμε έκτοτε ανάκαμψη της επενδυτικής προσπάθειας. Η προσπάθεια όμως αυτή εμφανίζεται, στα συνολικά στοιχεία της μεταποίησης, αρκετά άτονη. Επιπλέον, η πτώση των καθαρών επενδύσεων μετά το 1991, μεταφράζεται σε υποχώρηση του ρυθμού συσσώρευσης, επομένως και σε χαλάρωση της επενδυτικής προσπάθειας.

Σε ό,τι αφορά τις αιτίες της μεταβολής στην επενδυτική συμπεριφορά της βιομηχανίας, μετά το 1986, η επιτάχυνση της συσσώρευσης κεφαλαίου είναι δυνατό να ερμηνευθεί από τη βελτίωση της κερδοφορίας, από το 1986 και μετά. Επειδή όμως, η άνοδος της αποδοτικότητας του κεφαλαίου είναι περιορισμένη, αντίστοιχα περιορισμένη είναι και η επενδυτική προσπάθεια. Επιπλέον, ο ρυθμός συσσώρευσης εξαρτάται και από το ρυθμό ανάπτυξης, ο οποίος είναι μικρός (1990-1993) και περιορίζει αντίστοιχα και τους ρυθμούς συσσώρευσης κεφαλαίου. Ο ρυθμός τεχνολογικού και οργανωτικού εκσυγχρονισμού, κατά την περίοδο 1970-1985, χαρακτηρίζεται από μια προϊούσα επιβράδυνση. Όμως, από το 1986 και μέχρι σήμερα, παρουσιάζεται μια φάση επιτάχυνσης της εκμηχάνισης αυτοματοποίησης ή και του απλού εξορθολογισμού της παραγωγής.

Αυτή η διαδικασία του εκσυγχρονισμού, ωστόσο, πέρα από τους - σε διεθνή σύγκριση - αργούς ρυθμούς με τους οποίους πραγματοποιείται, έχει μικρές, τουλάχιστον προς το παρόν, επιπτώσεις στην παραγωγή. Διότι,

η ελληνική βιομηχανία είναι δύο ταχυτήτων: η «μεγάλη» βιομηχανία η οποία εκσυγχρονίζεται και αυξάνει την «παραγωγικότητα» του κεφαλαίου της, και η μικρή βιομηχανία η οποία καταφανώς καθυστερεί.

• Συσσώρευση κεφαλαίου δύο ταχυτήτων.

Η ανισόμετρη ανάπτυξη των μερίδων του ελληνικού κεφαλαίου.

Ο ελληνικός καπιταλισμός διαιρείται, σχηματικά, σε δύο τομείς: έναν διεθνοποιημένο, και έναν προστατευμένο. Ο διεθνοποιημένος τομέας, αφενός διεκδικεί μερίδιο στις διεθνείς αγορές, και αφετέρου απειλείται από τη διείσδυση των εισαγωγών στην εγχώρια αγορά. Ο (σχετικά) προστατευμένος τομέας, αντίθετα, από τη φύση του είναι ελάχιστα εξωστρεφής, και δέχεται μικρή ανταγωνιστική πίεση στην εσωτερική αγορά (πλην εξαιρέσεων όπως π.χ. ο κλάδος εκτυπώσεων και εκδόσεων που χαρακτηρίζεται από έντονο ανταγωνισμό στην ίδια την εγχώρια αγορά και συνακόλουθα από έντονες αναδιαρθρώσεις, οι οποίες μάλιστα είναι εμφανείς στα στατιστικά στοιχεία ήδη από το 1980).

Είναι λογικό, ο διεθνοποιημένος τομέας να εξωθείται σε εκσυγχρονισμό, μείωση του κόστους και των τιμών, πολύ περισσότερο από το μη-εκτεθειμένο τομέα.

Αλλά και σε ό,τι αφορά τον τομέα του ελληνικού καπιταλισμού που είναι εκτεθειμένος στο διεθνή ανταγωνισμό, παρατηρούνται επίσης άνισα αποτελέσματα:

• ένα τμήμα του εκτεθειμένου τομέα τείνει να εκσυγχρονιστεί τεχνολογικά, να εγκαταστήσει νέες μορφές οργάνωσης της εργασίας, να εκπαιδεύσει την εργασιακή δύναμη που χρησιμοποιεί, και

• ένα τμήμα του εκτεθειμένου τομέα τείνει σε μια «φυγή προς τα πίσω», δηλαδή σε μια προσαρμογή κακήν κακώς στο διεθνή ανταγωνισμό, με αναζήτηση ευκαιριών «υπερεκμετάλλευσης», δηλαδή χαμηλών μισθών, χρήση των ωφελημάτων της αντιρρύθμισης (deregulation) των εργασιακών σχέσεων κλπ.

• Η κατακερματισμένη αγορά εργασίας

Κατ' αντιστοιχία με τα παραπάνω, η αγορά εργασίας τείνει να διαιρεθεί καταρχήν σε δυο μεγάλα τμήματα:

Ένα τμήμα ειδικευμένης εργασιακής δύναμης στο οποίο συμμετέχουν άνδρες, ελληνικής υπηκοότητας, που εργάζονται στη μεγάλη βιομηχανία, των οποίων οι μισθοί είναι πάνω από το μέσο εθνικό όρο και των οποίων η εργασία διέπεται από σαφές θεσμικό πλαίσιο. Καθώς, αργά ή γρήγορα γίνεται φανερό ότι ο τεχνολογικός εκσυγχρονισμός στο διεθνοποιημένο τμήμα του ελληνικού καπιταλισμού δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς τη συμμετοχή των εργαζομένων, η τάση συγκρότησης ενός τέτοιου τμήματος της αγοράς εργασίας, καθώς και η τάση αποχωρισμού του από την υπόλοιπη εργασιακή δύναμη στο μέλλον θα εντείνονται.


Ένα τμήμα ανειδίκευτης εργασίας, στο οποίο συμμετέχουν γυναίκες, μετανάστες, νέοι και το οποίο αφορά κυρίως τη μικρή βιομηχανία (τουλάχιστο αυτή που προσαρμόζεται στο διεθνή ανταγωνισμό με φυγή «προς τα πίσω» ή που είναι εσωστρεφής), το μη-διεθνοποιημένο κομμάτι των υπηρεσιών, τις οριακές αγροτικές εκμεταλλεύσεις... Οι μισθοί σ' αυτό το τμήμα εργασίας είναι κάτω από το μέσο όρο, το θεσμικό πλαίσιο των εργασιακών σχέσεων χαλαρό έως ανύπαρκτο, άρα και η εργασιακή δύναμη «ευέλικτη», δηλαδή έρμαιο των διαθέσεων του εργοδότη. Το τμήμα αυτό της αγοράς εργασίας θα τείνει να αναπτυχθεί στο βαθμό που αυξάνεται η ανεργία και η αντιρρύθμιση, στο βαθμό που η προσαρμογή κακήν κακώς ενός κομματιού του διεθνοποιημένου τμήματος του ελληνικού καπιταλισμού θα συνεχίζεται, και στο βαθμό που θα διατηρούνται ή θα αναπτύσσονται νησίδες παραγωγής προστατευμένες από το διεθνή ανταγωνισμό.


Σε ό,τι αφορά την υπεράσπιση των συμφερόντων των εργαζομένων, δημιουργείται και σ' αυτό το θέμα ένας δυϊσμός: στο τμήμα της αγοράς εργασίας που αντιστοιχεί στην αναβάθμιση του παραγωγικού συστήματος υπάρχει, και θα αναπτύσσεται ακόμη παραπέρα στο μέλλον, ένα ευνοϊκό έδαφος (ευνοϊκές αντικειμενικές συνθήκες) παρέμβασης. Στο τμήμα της αγοράς εργασίας που αντιστοιχεί στον πόλο της «φυγής προς τα πίσω», αντίθετα, η υπεράσπιση των συμφερόντων των εργαζομένων γίνεται δυσκολότερη. Κατά μείζονα λόγο, η συνδικαλιστική δράση αποκτάει προτιμησιακές σχέσεις με τον «πόλο του εκσυγχρονισμού». Ο τόπος του «κοινωνικού συμβολαίου» ως προσωρινής ανακωχής μεταξύ του μεγάλου βιομηχανικού κεφαλαίου και των συνδικάτων, με την εγγύηση της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, είναι το «ανώτερο» τμήμα της αγοράς εργασίας.

Βέβαια, πέρα από την παραπάνω διαίρεση της αγοράς εργασίας, υπάρχουν και παραπέρα διαφοροποιήσεις. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η ύπαρξη του δημόσιου τομέα, τόσο στη βιομηχανία όσο και στις υπηρεσίες, στον οποίο απασχολείται μια μερίδα της εργασιακής δύναμης που ανήκει κυρίως στο πρώτο τμήμα της αγοράς εργασίας, αλλά διαθέτει επιπλέον μικρότερη εργασιακή ανασφάλεια και επόμενους ευνοϊκότερους όρους υπεράσπισης των εργασιακών της δικαιωμάτων.

Σε ό,τι αφορά τη βασική διαίρεση της αγοράς εργασίας, θα τείνει να γίνει όλο και πιο έντονη, στο βαθμό που θα εντείνεται παραπέρα η πόλωση της συσσώρευσης και θα δημιουργείται ένας καπιταλισμός με διπλή υπόσταση: το κομμάτι του που θα φεύγει «προς τα εμπρός» μέσω εκσυγχρονισμού (ο καπιταλισμός της σχετικής υπεραξίας), και το κομμάτι του που θα φεύγει «προς τα πίσω» μέσω της επαναφοράς των πιο παλαιών μορφών εκμετάλλευσης της εργασιακής δύναμης (ο καπιταλισμός της απόλυτης υπεραξίας).

Το πρώτο τμήμα της αγοράς εργασίας, αυτό που θα τείνει να αντιστοιχεί όλο και πιο πολύ στον πόλο του εκσυγχρονιζόμενου τμήματος της ελληνικής βιομηχανίας, αποτελεί προφανώς το πιο ευνοϊκό έδαφος παρέμβασης. Αλλά υπό τον όρο ότι θα γίνει αντιληπτή, από τις οργανώσεις των εργαζόμενων τάξεων, η σημασία των νέων επίδικων αντικειμένων που είναι οι αλλαγές στην οργάνωση της εργασίας, τις ειδικότητες, το περιεχόμενο της εργασίας, την εκπαίδευση κατάρτιση, την ιεραρχική οργάνωση της παραγωγής...

Το δεύτερο τμήμα της αγοράς εργασίας, κατά τα φαινόμενα, έχει ήδη υποκύψει στις απαιτήσεις της αντιρρύθμισης, λειτουργεί όλο και περισσότερο χωρίς θεσμικό πλαίσιο εργασιακών σχέσεων, με χαμηλές αμοιβές και φθίνουσα συνδικαλιστική οργάνωση.

• Επίδικα αντικείμενα του τεχνολογικού εκσυγχρονισμού

Αναγκαστικά, θα πρέπει να περιμένουμε τώρα ότι όλο και περισσότερες δυνάμεις του κεφαλαίου θα αρχίσουν να μετακινούνται στο έδαφος της αναδιάρθρωσης της παραγωγής, στο οποίο οι συγκρούσεις ήταν - μέχρι τώρα - συγκριτικά περιορισμένες, και ότι το σημαντικότερο ζήτημα της σύγχρονης οικονομικής κρίσης, η εξοικονόμηση στη χρήση σταθερού κεφαλαίου, και όλα όσα συνδέονται μ' αυτό (νέες τεχνολογίες, ελαστικότητα αγοράς εργασίας, αναδιάρθρωση της εκπαίδευσης...), θα πολιτικοποιούνται όλο και περισσότερο, στο βαθμό που οι κοινωνικές συγκρούσεις θα επεκτείνονται στο έδαφος της αναδιάρθρωσης.

Τίθεται έτσι, το ζήτημα της θέσης των πολιτικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων των εργαζόμενων τάξεων απέναντι στην αντικειμενική ροπή που διαμορφώνεται, δηλαδή στο ότι η αναδιανομή του εισοδήματος, ως προνομιακό έδαφος των κοινωνικών συγκρούσεων, θα τείνει να αντικατασταθεί από την μεγάλη εκστρατεία για την αναδιάρθρωση της παραγωγής, δηλαδή για την εξοικονόμηση στη χρήση σταθερού κεφαλαίου - διότι περί αυτού πρόκειται.

Η ίδια η ανάγκη της εξοικονόμησης σταθερού κεφαλαίου, δημιουργεί μια τάση μετασχηματισμού της οργάνωσης της εργασίας που αναβαθμίζει το ρόλο των εργαζομένων. Ταυτόχρονα όμως, η εγκατάσταση αυτής της «ιδανικής» οργάνωσης της εργασίας - εφόσον πραγματοποιείται υπό την αιγίδα του κεφαλαίου που έχει την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, δηλαδή την εξουσία να καθορίζει το τι θα παραχθεί, και κυρίως το πώς θα παραχθεί - έχει σαν περιοριστικό της όρο τη διατήρηση του ελέγχου της παραγωγής από την εργοδοσία. Αυτό όμως το τελευταίο δεν είναι καθόλου προφανές. Οι μέχρι τώρα εμπειρίες έχουν δείξει ότι

η οργάνωση της εργασίας στα αυτοματοποιημένα εργοστάσια δεν προκύπτει μόνο ως τεχνική ή οικονομική αναγκαιότητα: εξαρτάται δηλαδή σε μεγάλο βαθμό από τις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες, που ποικίλουν ανάλογα με τη χώρα, και μεταξύ των οποίων εξέχουσα θέση έχει η ισχύς, η οργάνωση, η παράδοση και η στρατηγική των δυνάμεων της εργασίας. Η αυτοματοποίηση της παραγωγής δεν είναι μια διαδικασία όπου η εργοδοσία έχει την απόλυτη εξουσία, είναι ένα νέο πεδίο κοινωνικής σύγκρουσης που διεξάγεται γύρω από τον έλεγχο, την οργάνωση και τη διεύθυνση της παραγωγής. Είναι επομένως ένα πεδίο σύγκρουσης όπου οι δυνάμεις της εργασίας μπορούν να κατακτήσουν θέσεις στρατηγικής σημασίας.

Πέρα από τα παραπάνω, πρέπει να λάβουμε υπόψη και ότι αν η πολιτική της έκθεσης της εγχώριας παραγωγής στην πίεση του διεθνούς ανταγωνισμού δημιουργεί μια αντικειμενική ροπή προς την αναβάθμιση της παραγωγής και της εργασίας, δεν οδηγεί αναγκαστικά σε μια τέτοιου είδους αναβάθμιση. Διότι, υπάρχουν δυνάμεις, στο εσωτερικό του αστικού συνασπισμού εξουσίας που αντιλαμβάνονται τα πράγματα διαφορετικά: αντιλαμβάνονται δηλαδή την προσαρμογή στο διεθνή ανταγωνισμό σαν μια προσαρμογή «προς τα πίσω».

Εάν έτσι έχουν τα πράγματα, θα ήταν χρήσιμο, ή μάλλον απαραίτητο, να γνωρίζουμε ποιες είναι οι ενδοαστικές αντιθέσεις που αναπτύσσονται γύρω από τα παραπάνω ζητήματα: τίθεται δηλαδή το ερώτημα, ποιες είναι οι αστικές δυνάμεις που κινούνται στην κατεύθυνση της αναδιάρθρωσης της παραγωγής, και ποιες είναι αυτές που επιμένουν μανιωδώς στη συνέχιση της λιτότητας μέχρις ότου προσεγγίσουμε μισθούς Νοτιο-Ανατολικής Ασίας.

Είναι λογικό να περιμένουμε ότι προτεραιότητα στην κατεύθυνση της αναδιάρθρωσης θα δοθεί από τη «μεγάλη» βιομηχανία, το διεθνοποιημένο τμήμα του ελληνικού καπιταλισμού, για το οποίο το εργατικό κόστος αντιπροσωπεύει ένα σχετικά μικρό ποσοστό του συνολικού κόστους, και η οποία δέχεται - μέσω της ανατιμημένης δραχμής και της μεγάλης της εξωστρέφειας - ολόκληρη την πίεση του διεθνούς ανταγωνισμού, άρα και έντονη πίεση για τεχνολογικές και οργανωτικές αναδιαρθρώσεις. Η μικρή βιομηχανία και οι επιχειρήσεις των υπηρεσιών, αντιθέτως, όντας εσωστρεφείς και «εργασιοβόρες», θα ήταν λογικό να περιμένουμε ότι θα μείνουν πιστές στην πολιτική της φθηνής εργασίας μέχρι τέλους.

• Οι μορφές της αναδιάρθρωσης στη μεγάλη βιομηχανία.

Από την αμυντική στην επιθετική αναδιάρθρωση.

Η διαδικασία της αναδιάρθρωσης στη «μεγάλη βιομηχανία» (καταστήματα με περισσοτέρους από 10 απασχολούμενους), κατά την χρονική περίοδο 19701990, πραγματοποιείται με δύο τρόπους:

Πρώτον, με διατήρηση του ρυθμού συσσώρευσης σε χαμηλά επίπεδα (στασιμότητα ή μείωση των επενδύσεων) και εξορθολογισμό της υπάρχουσας παραγωγικής διαδικασίας με μείωση του προσωπικού, αναδιοργάνωση των λειτουργιών της παραγωγής, οργανωτικές αλλαγές. Οι εν λόγω αλλαγές επιφέρουν, μέσω του «εξορθολογισμού» της οργάνωσης της εργασίας, μια σημαντική αύξηση της έντασης κεφαλαίου5, και ταυτόχρονα, μια αξιόλογη αύξηση της (φαινόμενης) παραγωγικότητας της εργασίας, παρά το γεγονός ότι η συσσώρευση κεφαλαίου παρουσιάζει επιβράδυνση. Πρόκειται, επομένως, για οργανωτικές βελτιώσεις που πραγματοποιούνται χωρίς μεγάλη επενδυτική δαπάνη και οι οποίες χαρακτηρίζονται από οικονομίες στη χρήση εργασίας. Γι αυτόν τον τύπο αναδιάρθρωσης προτείνουμε την ονομασία της αμυντικής ή παθητικής αναδιάρθρωσης, επειδή δεν επιφέρει ούτε ουσιαστική τεχνολογική αναβάθμιση του μηχανικού συστήματος, ούτε παραγωγή νέων προϊόντων, ή ακόμη, επειδή προσπαθεί να αυξήσει την παραγωγικότητα χωρίς πρόσθετη επενδυτική δαπάνη.

Δεύτερον, με αύξηση του ρυθμού συσσώρευσης κεφαλαίου, η οποία εισάγει στο χώρο της παραγωγής νέες επιστημονικές και τεχνολογικές γνώσεις. Η εργασιακή διαδικασία μεταβάλλεται, και μαζί μ' αυτήν, η οργάνωση της εργασίας, το περιεχόμενο των επαγγελμάτων κ.λπ. Αυτές οι τεχνολογικές αλλαγές, που προέρχονται από υψηλές επενδυτικές δαπάνες, επιφέρουν μιαν αύξηση της έντασης κεφαλαίου και της παραγωγικότητας της εργασίας. Ωστόσο, η αύξηση της τελευταίας φαίνεται ότι παρουσιάζει, σε αρκετές περιπτώσεις, υστέρηση μερικών ετών ως προς τη χρονική περίοδο εισαγωγής νέων τεχνολογιών στην παραγωγή. Το φαινόμενο αυτό (της υστέρησης) θα μπορούσε να αποδοθεί στη διαδικασία της εκμάθησης, η οποία είναι αναγκαία ώστε οι άμεσοι παραγωγοί να είναι σε θέση να βελτιστοποιήσουν τη λειτουργία του μηχανικού συστήματος μέσω της συσσωρευμένης πείρας τους. Γι αυτόν τον τύπο αναδιάρθρωσης προτείνουμε την ονομασία της επιθετικής ή ενεργητικής αναδιάρθρωσης, επειδή επιφέρει ουσιαστική τεχνολογική αναβάθμιση στο σύστημα των μηχανών, καινοτομίες στην οργάνωση της εργασίας, παραγωγή νέων ή ποιοτικά ανώτερων προϊόντων και μεγάλη επενδυτική δαπάνη.

Σε ό,τι αφορά το λόγο προϊόντος/κεφαλαίου (γνωστό και ως «παραγωγικότητα του κεφαλαίου»), του οποίου η πτώση θεωρούμε ότι αποτελεί τη βασική αιτία της σύγχρονης κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού, παρουσιάζει διαφορετική εξέλιξη ανάλογα με τον τύπο της αναδιάρθρωσης: στην περίπτωση της αμυντικής αναδιάρθρωσης δεν παρουσιάζει πάντοτε βελτίωση, διότι οι αυξήσεις της έντασης κεφαλαίου, που παράγονται από αυτού του τύπου τις αναδιαρθρώσεις, είναι μεγαλύτερες από τις αντίστοιχες αυξήσεις της παραγωγικότητας της εργασίας6 (πράγμα που οδηγεί σε πτώση της «παραγωγικότητας του κεφαλαίου»). Αντίθετα, η επιθετική αναδιάρθρωση, σε όλες τις περιπτώσεις, συνοδευόταν από αυξήσεις στην «παραγωγικότητα του κεφαλαίου», δηλαδή οικονομίες στη χρήση παγίου κεφαλαίου. Το φαινόμενο της υστέρησης - που οφείλεται στη διαδικασία εκμάθησης - ισχύει και για το λόγο προϊόντος/κεφαλαίου, όπως ακριβώς και για την παραγωγικότητα της εργασίας.

Με βάση την ανάλυση των στοιχείων της μεγάλης ελληνικής βιομηχανίας, είναι δυνατό να υποστηρίξουμε ότι η αμυντική αναδιάρθρωση κυριάρχησε στην προ του 1986 περίοδο, και ότι η επιθετική αναδιάρθρωση επικρατεί μεταξύ 1986 και 1990. Αυτό δεν σημαίνει, βεβαίως, ότι οι αμυντικές αναδιαρθρώσεις έχουν εκλείψει, αλλά απλώς ότι αποτελούν, μεταξύ 1986 και 1990, τη δευτερεύουσα πλευρά της διαδικασίας αναδιάρθρωσης της βιομηχανίας. Τέλος, για την περίοδο 1990-1993, παρά το γεγονός ότι δεν είναι διαθέσιμα ακόμη τα κλαδικά στοιχεία, έχουμε ισχυρές στατιστικές ενδείξεις ότι κυριαρχεί και πάλι η αμυντική αναδιάρθρωση.

Το χρονικό σημείο εκκίνησης της επιθετικής αναδιάρθρωσης της παραγωγής τοποθετείται στην Ελλάδα, με πολύ ευκρινή τρόπο, κατά το έτος 1986. Ωστόσο, ορισμένες κλαδικές διαφορές είναι αξιοσημείωτες: μερικοί κλάδοι όπως π.χ. ο κλάδος των ποτών, ή των εκτυπώσεων και εκδόσεων, εισέρχονται σε φάση επιθετικού εκσυγχρονισμού ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του '80.

Η διαδικασία της αναδιάρθρωσης, σύμφωνα με την ανάλυση μας, δεν περιορίζεται σε μερικούς μόνον κλάδους της μεγάλης ελληνικής βιομηχανίας, αλλά φαίνεται ότι είναι φαινόμενο γενικό.

Ωστόσο, στην ανάλυση των στοιχείων του συνόλου της μεταποίησης (Εθνικοί Λογαριασμοί), τα οποία περιλαμβάνουν, εκτός της μεγάλης βιομηχανίας, και τη μικρή βιομηχανία (καταστήματα με λιγότερους από 10 απασχολούμενους), το φαινόμενο της αναδιάρθρωσης εμφανίζεται κατά πολύ ασθενέστερο απ' ό,τι στη μεγάλη βιομηχανία. Γίνεται έτσι προφανές ότι

η διαδικασία της αναδιάρθρωσης προχωράει στις μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις με πολύ υψηλότερη ταχύτητα απ' ό,τι στις μικρές (εάν δεχθούμε ότι στη μερίδα αυτή της βιομηχανίας η αναδιάρθρωση έχει όντως εκκινήσει).

1. Χάρη στη συναλλαγματική πολιτική.

2. Βλ. αναλυτικά στο Μηλιός/Ιωακείμογλου: Η διεθνοποίηση του ελληνικού καπιταλισμού και το ισοζύγιο πληρωμών. Εξάντας, 1990.

3.. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι ίδιοι κλάδοι δεν είναι και έντασης κεφαλαίου, ή ότι η χρησιμοποιούμενη τεχνολογία δεν είναι προηγμένη. Εάν υπερτονίζουμε εδώ την έντονη σημασία των φυσικών πόρων, αυτό γίνεται για να αναδειχθεί ένα αδύναμο και όχι ένα ισχυρό σημείο της παραγωγικής εξειδίκευσης.

4. Ετήσιες Έρευνες Βιομηχανίας ΕΣΥΕ και Εθνικοί Λογαριασμοί.

5. Ποσότητα παγίου κεφαλαίου ανά εργαζόμενο: τεχνική σύνθεση του κεφαλαίου.

6.. Για λόγους, οι οποίοι σχετίζονται, πιθανότατα, με φαινόμενα αποδιάρθρωσης του συλλογικού εργάτη, που οδηγούν και σε μείωση των παραγωγικών του ικανοτήτων. Το σημείο αυτό παραμένει προς διευκρίνηση μέσω ερευνών πεδίου.