Οι ταξικοί αγώνες στη μεταπολίτευση
Μέρος δεύτερο: Η θέση των πολιτικών κομμάτων στο κράτος και η επέκταση της πολιτικής αντιπροσώπευσης
των Χριστόφορου Βερναρδάκη και Γιάννη Μαύρη

Εισαγωγικά για τις πολιτικές δυνάμεις

Προσπαθήσαμε στο πρώτο μέρος του άρθρου (βλ. θέσεις 14) να περιγράψουμε τις αντιθέσεις της περιόδου που προηγήθηκε της μεταπολίτευσης καθώς και τον ιδιόμορφο τρόπο με τον οποίο οι λαϊκές μάζες επενέβησαν στη διαδικασία της μετάδοσης από τη δικτατορία στον κοινοβουλευτισμό. Παρουσιάσαμε τη μετάβαση, όχι σαν ένα νομοτελειακά προκαθορισμένο γεγονός, αλλά σαν αποτέλεσμα της ταξικής πάλης και των κοινωνικών συγκρούσεων.

Η ερμηνεία αυτή είναι καθοριστική, κατά τη γνώμη μας, είτε για να απαλλαγούμε από μια άλλη ερμηνεία που μηχανιστικά αντιπαραθέτει τον εκδημοκρατισμό «από τα πάνω» στην κίνηση της «όασης», είτε για να κατανοήσουμε την τομή που επιχειρεί η μεταπολίτευση στον τρόπο οργάνωσης και άσκησης της πολιτικής εξουσίας και κατά συνέπεια, στη νέα μορφή και λειτουργία των μεταπολιτευτικών πολιτικών δυνάμεων.

Το πρόβλημα δεν είναι απλώς η συνεχεία ή η ανανέωση του πολιτικού προσωπικού σε σχέση με τη προδικτατορική περίοδο. Το σημαντικότερο είναι ο νέος ρόλος που αναλαμβάνουν οι πολιτικές δυνάμεις στη νομιμοποίηση του κοινοβουλευτισμού, τη νέα δομή της εξουσίας και τις νέες μορφές πολιτικής αντιπροσώπευσης και νομιμοποίησης του κράτους. Μέσα σ' αυτά τα πλαίσια τροποποιείται ριζικά - κι αυτό είναι το ουσιαστικό η πολιτική λειτουργία όσων από το προδικτατορικό πολιτικό προσωπικό εξακολουθούν μετά τη μεταπολίτευση να βρίσκονται στην ενεργό πολιτική.

Αλλά ακόμα και σ' αυτό το επίπεδο η ανανέωση είναι τεράστια. Ο Κ. Καραμανλής φρόντισε ν' αφήσει έξω από τη Ν.Δ, τα πιο φθαρμένα στοιχεία του προδικτατορικού «παλαιοκομματισμού» καθώς και τους πολιτικούς της Δεξιάς που νομιμοποίησαν ή συνεργάστηκαν με τη χούντα. Στο χώρο του Κέντρου, οι «Νέες Πολιτικές Δυνάμεις» συγκέντρωσαν ένα μεγάλο μέρος στελεχών με σοσιαλδημοκρατικές ή και σοσιαλιστικές αρχές και - διαθέτοντας και το αντιστασιακό κύρος - διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο μέσα στην ΕΚΝΔ. Το ΠΑΣΟΚ συγκροτήθηκε σαν Σοσιαλιστικό Κίνημα, οργανώνοντας σε ενιαίο πολιτικό οργανισμό εκατοντάδες συσπειρώσεις που υπήρχαν στη βάση, συσπειρώσεις ριζοσπαστικού αριστερού προσανατολισμού και δημιουργώντας ένα τελείως καινούργιο ηγετικό πολιτικό πυρήνα.

Η πολιτική σκηνή τέλος, όπως συγκροτήθηκε μετά τις εκλογές του '74, σημαδεύτηκε από τη νόμιμη επανεμφάνιση του ΚΚΕ και την ανοιχτή δημοσιοποίηση της διάσπασης του κομμουνιστικού κινήματος.

Θα ήταν σημαντικό λάθος κατά τη γνώμη μας αν σ' αυτή τη τροποποίηση των μορφών των πολιτικών δυνάμεων, παρατηρούσαμε μια «από τα πάνω» παρέμβαση ταυ προδικτατορικού πολιτικού προσωπικού, κάτι που παραπέμπει άμεσα στις θεωρίες ενός «αναβαπτισμένου τρόπου πελατειακής συγκρότησης» των μεταπολιτευτικών πολιτικών κομμάτων. Κατά τη γνώμη μας, αντίθετα, οι ιδεολογικές, οι οργανωτικές, οι πολιτικές μορφές με τις οποίες συγκροτήθηκαν, εξελίχθηκαν και αποκρυσταλλώθηκαν οι πολιτικές δυνάμεις βρίσκονται σε άμεση σχέση με την επίλυση της προδικτατορικής κρίσης εκπροσώπησης και τις νέες μορφές της πολιτικής αντιπροσώπευσης.

Η Νέα Δημοκρατία (Ν.Δ.) δεν είναι μια απλή συνέχεια της προδικτατορικής ΕΡΕ. Οργανώνεται σαν ένα ανανεωμένο, πολιτικά και ιδεολογικά, κόμμα έρχεται σε ρήξη με το κομματικό πρότυπο της ΕΡΕ, αναβαθμίζει τις κοινωνικές του σχέσεις εκπροσώπησης σαν κατ' εξοχήν εκφραστής της αστικής τάξης. Αναλαμβάνει να υλοποιήσει μια νέα πολιτική γραμμή, αυτή που καταγράφηκε σαν «αστικός εκσυγχρονισμός» και να φέρει πολιτικά σε πέρας τη στρατηγική του ελληνικού κεφαλαίου για ενίσχυση και αναβάθμιση της θέσης του στο διεθνή καταμερισμό εργασίας. Στο ιδεολογικό πεδίο ξεπερνά τη μετεμφυλιακή κληρονομιά του παλιού ιστορικού δεξιού αντικομμουνισμού, υιοθετώντας την ιδεολογία του «πολιτικού φιλελευθερισμού».

Στο πολιτικό πεδίο διατείνεται ότι βρίσκεται υπεράνω των ετικετών «Δεξιάς-Κέντρου-Αριστεράς» τονίζοντας τον εθνικό και δημοκρατικό της χαρακτήρα. Στο οργανωτικό πεδίο για πρώτη φορά επιχειρεί να συγκροτηθεί σ' ένα ενιαίο, μαζικό, δομημένο και συγκροτημένο κομματικό μηχανισμό, αναγκαίο όρο για να ελέγχει και να υποβοηθεί την αναδιοργάνωση της Δημόσιας Διοίκησης και τη λειτουργία της στα νέα καθήκοντα που της ανατέθηκαν.

Οι τάσεις συγκρότησης στο οργανωτικό επίπεδο είναι ορατές από τα πρώτα βήματα της Ν.Δ., οι θεαματικές όμως εξελίξεις στον τομέα αυτό θα συνδυασθούν με την απομάκρυνση της από την εξουσία, μετά δηλαδή το '81.

Στον χώρο του Κέντρου, η ΕΚΝΔ στην πρώτη περίοδο της μεταπολίτευσης, συσπειρώνει ένα πολιτικό προσωπικό που για ιδεολογικούς λόγους δεν εντάσσεται ούτε στη Ν.Δ. (δυσπιστώντας ως προς τη γνησιότητα των φιλελεύθερων ανοιγμάτων της), αλλά ούτε και στο ΠΑΣΟΚ (διαφωνώντας με τους πολιτικούς του προσανατολισμούς). Το πείραμα της ΕΚΝΔ θα αποτύχει και η ίδια θα οδηγηθεί σταδιακά στη διάλυση όχι απλώς γιατί το πρόγραμμα της ήταν αντιφατικό ή συνοθύλευμα στρατηγικών επιλογών. Η αποτυχία της υπήρξε συνάρτηση δύο παραγόντων: α) της ικανότητας της Ν.Δ. να διευρύνει τα πολιτικά και ιδεολογικά της όρια στο παραδοσιακό κεντρώο χώρο, και 6) της ανεπάρκειας των ηγετών της Ε.Κ.Ν.Δ. να εκτιμήσουν ότι η κρίση εκπροσώπησης των σχέσεων της παλιάς Ε.Κ. δημιούργησε πολιτικό κενό στα αριστερά της, ένα

πολιτικό κενό που θα διευρυνθεί περισσότερο με τη δικτατορία και θα δημιουργήσει τους όρους για νέα πολιτικά σχήματα, όπως άλλωστε δείχνει και η εμφάνιση του ΠΑΣΟΚ. Αντίθετα, η ηγεσία της Ε.Κ.Ν.Δ. εκτίμησε ότι μπορούσε να αναλάβει (αλλά και να επαναλάβει) το ρόλο της προδικτατορικής Ε.Κ., δηλαδή τη στρατηγική εναλλακτική αστική λύση απέναντι στη Ν.Δ., όπως ακριβώς η Ε.Κ. απέναντι στην ΕΡΕ. Στη λογική της Ε.Κ.Ν.Δ. υπάρχει σαφώς το στοιχείο της μετάφρασης των προδικτατορικών κομμάτων στη νέα περίοδο, στοιχείο όμως ανεδαφικό.

Το 20% της Ε.Κ.Ν.Δ. το 1974 είναι, όπως και το 54% της Ν.Δ., συγκυριακή και «στιγμιαία» πολιτική εκπροσώπηση, με ανάλογα χαρακτηριστικά μ' αυτήν της Ν.Δ. Είναι η δεύτερη επιλογή του εκλογικού σώματος απέναντι στην προτεραιότητα διασφάλισης της δημοκρατίας από το χουντισμό, και αποκρυσταλλώνεται σε μια μερίδα από το πολιτικό προσωπικό που συμμετείχε στη κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας και είχε μερίδιο στην ομαλή και ασφαλή μετάδοση στη δημοκρατία. Τα κοινωνικά ή οικονομικά χαρακτηριστικά όπως και τα μακροπρόθεσμα πολιτικά απουσιάζουν απ' αυτή τη «στιγμιαία» αναγνώριση στην ΕΚΝΔ, ενώ όπως και στην περίπτωση της Ν.Δ. είναι υπερτονισμένα τα εθνικά χαρακτηριστικά (Κυπριακό) ή τα ιδεολογικά (διασφάλιση δημοκρατίας), πάντα βέβαια ως δεύτερη επιλογή σε σχέση με τη Ν.Δ.

Η μεταπολιτευτική πολιτική σκηνή θα χαρακτηρισθεί από την εμφάνιση και τη θεαματική συγκρότηση ενός νέου πολιτικού οργανισμού: του ΠΑΣΟΚ.

Η τάση να αποδοθεί η συγκρότηση του ΠΑΣΟΚ και η απήχηση του στην ηγετική προσωπικότητα του Α. Παπανδρέου κυριάρχησε στις αναλύσεις για το ΠΑΣΟΚ. Από κει πήγασαν και οι θεωρητικοποιήσεις για τον αυταρχικό και αρχηγικό χαρακτήρα του, αλλά και η τοποθέτηση του στο χώρο των λαϊκίστικων κινημάτων (όπως αυτά της Λ. Αμερικής). Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πολλά από τα χαρακτηριστικά που του αποδόθηκαν δεν απέχουν από την πραγματικότητα, όπως π.χ. η ύπαρξη του αρχηγικού του χαρακτήρα. Οι εξηγήσεις αναλύσεις όμως που κυριάρχησαν για το ΠΑΣΟΚ παρέμειναν ανεπαρκείς. Υπερτονίζοντας τη χαρισματική προσωπικότητα του Α. Παπανδρέου, υποτίμησαν τις οργανικές σχέσεις που κατέκτησε το ΠΑΣΟΚ μέσα στην εργατική τάξη και συνολικά στους εργαζόμενους, σε μεγάλες μερίδες της αγροτιάς. Παραγνώρισαν τη μαζική κομματική οργάνωση που συγκρότησε με ταχύτατους ρυθμούς, τις ειδικές μορφές της ιδεολογίας των λαϊκών τάξεων στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, τη συμπύκνωση της στον κεντρικό πολιτικό-ιδεολογικό λόγο του ΠΑΣΟΚ και τέλος την ιδεολογική-πολιτική ηγεμονία στο εσωτερικό του. Όλα αυτά τα ζητήματα καθώς και το πρόβλημα των σχέσεων εκπροσώπησης των κομμάτων, οι εκλογές και ο ρόλος τους στην καταγραφή των σχέσεων εκπροσώπησης, η ιστορική συγκρότηση των κοινωνικών μπλοκ καθώς και η πορεία του λαϊκού κινήματος στη μεταπολίτευση, θα αποτελέσουν το αντικείμενο του Γ' μέρους, στο επόμενο τεύχος.

Στο μέρος αυτό η προσοχή μας επικεντρώνεται στη νέα δομή των πολιτικών κομμάτων μετά τη μεταπολίτευση και στη θέση τους μέσα στη δομή της μεταπολιτευτικής οργάνωσης της εξουσίας, όπως και στην επέκταση και συγκρότηση των σχέσεων αντιπροσώπευσης και του κοινοβουλευτισμού στην περίοδο αυτή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α:

Η νέα δομή των πολιτικών κομμάτων μετά τη μεταπολίτευση

Η μεταπολιτευτική πολιτική σκηνή χαρακτηρίστηκε συνολικά, εκτός από την εμφάνιση νέων πολιτικών σχημάτων, και από το μετασχηματισμό του ρόλου τους, της εσωτερικής δομής τους, της νομικής θέσης τους, με δυο λόγια από το μετασχηματισμό της θέσης και του ρόλου τους στη δομή της εξουσίας.

1. Από τα «πελατειακά κόμματα»...

Χρειάζεται πριν απ' όλα μια διευκρίνηση: οι «πελατειακές σχέσεις» των πολιτικών κομμάτων στη προδικτατορική Ελλάδα δεν μπορούν να εκλαμβάνονται όπως συνήθως γίνεται σαν σημείο αφετηρίας fia την ανάλυση των ελληνικών κομμάτων και την εξέταση του «πολιτικού συστήματος»1. Σ' ένα τέτοιο σχήμα απλουστεύονται ή και δεν λαμβάνονται υπόψη οι ταξικοί αγώνες, οι μορφές και οι αντιθέσεις του κράτους, ο ρόλος των κομμάτων σ' αυτά τα πλαίσια κ.λπ. Όλη αυτή η ιδεολογική αλλά και μεθοδολογική πλευρά συμπυκνώθηκε στον όρο «παλαιοκομματισμός». Κάτω απ' αυτό το πρίσμα οι εκλογικές μετατοπίσεις των μαζών (όταν υπήρχαν τέτοιες) δεν λαμβάνονται υπόψη σαν αναδιατάξεις κοινωνικών συσχετισμών αλλά σαν ψήφοι που μετακινούνται από τον ένα πολιτευτή στον άλλο ή από ένα κόμμα σ' άλλο, χάριν κάποιων προσωπικών ωφελημάτων που παρείχε το σύστημα της «πελατείας»2.

Η αναγωγή της «πολιτικής πελατείας» σε πρωτεύον χαρακτηριστικό, αποκρύβει τις κοινωνικές-ταξικές διαμεσολαβήσεις που αναλαμβάνουν τα πολιτικά κόμματα να εκπροσωπήσουν και κυρίως τις μορφές που παίρνει αυτή η διαμεσολάβηση. Είναι αναμφισβήτητο ότι αυτό που έχει περιγραφεί σαν «πελατεία» ή παλαιοκομματισμός, δηλαδή μια προσωπική, αμοιβαία σχέση, σχέση εξάρτησης μεταξύ «ψηφοφόρου» και «πολιτευτή» υπήρξε πολύ συχνό φαινόμενο. Αλλά πρόκειται για ένα φαινόμενο στο εσωτερικό των σχέσεων εκπροσώπησης των κομμάτων, μια μορφή οργανωτικής (με την ευρεία έννοια) ένταξης πάνω στην οποία κυριαρχεί το χαρακτηριστικό της πολιτικής και ιδεολογικής έκφρασης και όχι το αντίθετο. Είναι δηλαδή η «πελατεία» μια μορφή αντιπροσώπευσης ή συναίνεσης στο εσωτερικό της πολιτικής αντιπροσώπευσης.

Για να κατανοήσουμε όμως σαφώς την τομή που παρατηρούμε μεταπολιτευτικά στη δομή των πολιτικών κομμάτων θα θέσουμε δυο σημεία-υποθέσεις για το χαρακτήρα τους στη προδικτατορική περίοδο: Το πρώτο αφορά την «άμεση» αλλά και εύθραυστη σχέση κόμματος και μαζών. «Άμεση», γιατί η σχέση αυτή δεν διαμεσολαβείται από ένα πολιτικό και οργανωτικό μηχανισμό ένταξης των μαζών στο κόμμα και εύθραυστη (σαν αποτέλεσμα της «άμεσης» σχέσης) γιατί οι μετατοπίσεις από ένα κόμμα σε κάποιο άλλο, οι διαρρήξεις και οι ανακατατάξεις των κοινωνικών μπλοκ που εκφράζουν τα κόμματα είναι πολύ πιο εύκολες. Οι μάζες μπορούν πιο εύκολα να ξεπεράσουν τα κόμματα και να τροποποιήσουν τους όρους της πολιτικής σκηνής (βλ. Ιουλιανό).

Το δεύτερο, αφορά τη σχέση κόμματος-κράτους. Αυτού του τύπου «τα παλιά κόμματα στη βάση της επιτροπής, με δομή αδύνατη και αποκεντρωμένη, που διατηρούν τους παλιούς χαρακτήρες τεχνικών κομμάτων όπου οι προσχωρούντες δεν είναι ούτε πολυάριθμοι, ούτε πολύ ενθουσιώδεις»3, ανταποκρίνονται σ' ένα συγκεκριμένο τύπο του αστικού κράτους, αυτόν της πολιτικής αντιπροσωπευτικής μορφής όπου το κράτος περιορίζεται στη σφαίρα της πολιτικής σαν εγγυητής της δημόσιας ασφάλειας και τάξης και χαρακτηρίζεται από ενισχυμένη θέση της βουλής (νομοθετική εξουσία) σε σχέση με τις εκτελεστικές λειτουργίες.

2... στα αστικά κόμματα μαζών

Η εμφάνιση διαφορετικού τύπου κομμάτων είναι γεγονός μετά τη μεταπολίτευση. Το ΠΑΣΟΚ συγκροτείται στην κατεύθυνση του «κόμματος μαζών» και μάλιστα με διαδικασίες αντιγραφειοκρατικές4. Τα δύο ΚΚΕ, νόμιμα πια στην πολιτική σκηνή, θα ενισχύσουν το μαζικό τους χαρακτήρα. Το πιο σημαντικό όμως στοιχείο σ' αυτή τη μετεξέλιξη της μορφής των πολιτικών δυνάμεων αποτελεί η Ν.Δ. Οι κατευθύνσεις για ένα κόμμα διαφορετικό στη δομή του, στις σχέσεις του με τις μάζες, στην οργάνωση της πολιτικής του ιδεολογίας είναι ορατές από τα πρώτα βήματά της.

Η παρέμβαση του Κ. Καραμανλή έχει στρατηγική σημασία για τη συγκρότηση ενός μαζικού αστικού κόμματος «νέου τύπου» και αποκρυσταλλώνεται εξαρχής στην ιδρυτική διακήρυξη τις Νέας Δημοκρατίας (30 Σεπτέμβρη 1974): «θα απαιτηθεί η επαγρύπνηση αλλά και η συσπείρωση του λαού σε ισχυρούς πολιτικούς σχηματισμούς ικανούς να προστατέψουν τη δημοκρατία...», ενώ στο Α' Συνέδριο της Χαλκιδικής (1979) ο ίδιος θα υποστηρίξει: «Η πρωτοβουλία που αναλαμβάνει η Νέα Δημοκρατία είναι πράγματι ιστορική, όχι μόνο για το κόμμα μας, αλλά γενικότερα για τον τόπο. Γιατί κάνει πράξη αυτό που επί χρόνια αποτελούσε στην Ελλάδα προσδοκία απραγματοποίητη. Και γιατί δίνει το παράδειγμα για την δημιουργία πολιτικών οργανισμών δημοκρατικά συντεταγμένων, στη θέση των βραχύβιων προσωπικών κομμάτων (υπογρ. Χ.Β.Γ.Μ.)»5.

Το Προσυνέδριο του '77 και το Συνέδριο της Χαλκιδικής του '79 είναι ιστορικά για το κόμμα της Δεξιάς γιατί επισφραγίζουν επίσημα τις νέες κατευθύνσεις οργάνωσης του κόμματος. Βέβαια η οριστική στροφή προς τις μάζες και η μετατροπή της Ν.Δ. σε πραγματικά μαζικό κόμμα - που σαν το κατεξοχήν αστικό κόμμα αποτελεί πρωτοεμφανιζόμενη εμπειρία στα ελληνικά δεδομένα - θα συντελεστεί μετά τη νίκη του ΠΑΣΟΚ το '81 και θα ολοκληρωθεί στα επόμενα χρόνια6. Η «στροφή στις μάζες» της Ν.Δ. ήταν η αναγκαία απάντηση για τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής του κόμματος και την αντεπίθεση στις άμεσες πολιτικές κατακτήσεις των λαϊκών τάξεων που κατοχύρωνε ο ιδιότυπος σοσιαλδημοκρατικός συμβιβασμός του ΠΑΣΟΚ. Ο «δικομματισμός» και η «πόλωση» σε τελική ανάλυση εκτός από σύγκρουση δύο ιστορικών για την περίοδο κοινωνικών μπλοκ υπήρξε και αποτέλεσμα της ενίσχυσης-σταθεροποίησης των σχέσεων του ΠΑΣΟΚ και της Ν.Δ. μ' αυτά τα κοινωνικά μπλοκ.

Αν για το ΠΑΣΟΚ αυτή η διαδικασία επιλύθηκε το '77, αναπτύχθηκε σε νικηφόρο ρεύμα το '81 και αποκορυφώθηκε το '85, για τη Ν.Δ. άρχισε μετά το '81, για να διαφανεί σαφώς στις ευρωεκλογές του '84 και να κορυφωθεί το '857. Τηρουμένων προφανώς των εθνικών ιδιαιτεροτήτων και αναλογιών, ο «δικομματισμός» σαν ιστορική έκφραση δύο διαφορετικών κοινωνικών συμμαχιών στην πολιτική σκηνή, είναι ένα χαρακτηριστικό που κυριάρχησε στη Δ. Ευρώπη μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και την άνοδο της σοσιαλδημοκρατίας. Στη Μ. Βρετανία οι Συντηρητικοί και οι Εργατικοί, στη Γερμανία η Χριστιανοδημοκρατία και το SPD, στη Γαλλία η ιστορική πόλωση σε Δεξιά και Αριστερά, ακόμα και στην Ιταλία όπου παρά τη σχετική ρευστότητα των κοινωνικών συμμαχιών και την απλή αναλογική η Χριστιανοδημοκρατία και το Ι.Κ.Κ. (μέχρι το '48 από κοινού με τους Σοσιαλιστές) αναδείχθηκαν στους δυο κύριους πόλους με πολύ μεγάλη απόσταση από τα άλλα κόμματα8.

Η τομή των μεταπολιτευτικών μορφών των πολιτικών κομμάτων από τις προδικτατορικές μορφές δεν πρέπει να εκλαμβάνεται σαν τομή των κομμάτων «μη εκλογικής πελατείας» από τα κόμματα «εκλογικής πελατείας». Από τη μια γιατί όπως είπαμε και παραπάνω οι «σχέσεις εκπροσώπησης» κυριαρχούν πάνω στις «πελατειακές» όσον αφορά τα παλιάς μορφής κόμματα αλλά και γιατί (αντίστροφα) η στενή διαπλοκή των σύγχρονων κομμάτων με το κράτος και τη δημόσια διοίκηση δεν αποκλείει καθόλου την ανάπτυξη ενός νέου τύπου δομών δημιουργίας «πελατείας»1 *.

Η ουσιαστική διαφορά βρίσκεται αλλού: στην ενίσχυση των κομμάτων σαν ιδεολογικών μηχανισμών οργάνωσης των μαζών, στην αναγόρευση τους σε πρωτοβάθμιους μηχανισμούς της πολιτικής αντιπροσώπευσης, στις ισχυρές σχέσεις εκπροσώπησης που διατηρούν μέσα από την αναβάθμιση της εσωτερικής συμμετοχής της βάσης τους (συνέδρια, συνδιασκέψεις κ.λπ.)ν]. Ακόμα, στη διαμεσολάβηση μιας «οριοθετημένης» εσωτερικής πολιτικής ιδεολογίας - αποκρυσταλλωμένης στο «καταστατικό» - που ενοποιεί το κόμμα σ' όλα τα επίπεδα, στην οργανωτική επέκταση και συγκρότηση του κόμματος σε κάθε επιμέρους χώρο (δουλειάς, μόρφωσης, διασκέδασης, ελεύθερου χρόνου κ.λπ.). Πολιτική ιδεολογία, κυβερνητικό πρόγραμμα και, δομημένη ιεραρχημένη και γραφειοκρατική οργάνωση είναι τα τρία χαρακτηριστικά των σημερινών κομμάτων.

Πάνω στο ζήτημα της διάκρισης των δύο τύπων κομμάτων ο Ε. Περδικάρης (1984) εκφράζει μια ενδιάμεση θεωρητική θέση.

«Συνοψίζοντας την εξέλιξη του κομματικού συστήματος όπως αυτή αποτυπώθηκε στη σύνθεση των Κ.Ο. (κοινοβουλευτικών ομάδων) των δυο μεγάλων κομμάτων στη Βουλή του 1981, καταλήγουμε στα εξής συμπεράσματα: Γενικά επικρατεί ο συνδυασμός συγχρόνων και παραδοσιακών μορφών οργάνωσης του κομματικού συστήματος, (υπ. ΧΒΓΜ). Και οι δύο όμως οργανωτικοί τύποι αντιστοιχούν σε κοινωνικές σχέσεις με παραδοσιακό περιεχόμενο. Τα παραδοσιακά πελατειακά δίκτυα εξακολουθούν να υφίστανται, μολονότι παρουσιάζονται εξασθενημένα, (υπ. ΧΒΓΜ). Η διαφορά που διαπιστώνεται σε σχέση με την προδικτατορική εποχή είναι ότι, εφόσον ο τρόπος συνάρθρωσης του κομματικού συστήματος με τον κοινωνικό του περίγυρο δεν έχει ουσιαστικά αλλάξει, όπως προκύπτει από τον περίπου αμετάβλητο τρόπο ενσωμάτωσης και συμμετοχής στην πολιτική διαδικασία, ο κομματικός μηχανισμός, παρ ' όλη την ανάπτυξη και τη σύγχρονη μορφή του φαίνεται να υποκαθιστά απλώς τους παραδοσιακούς πελατειακούς μηχανισμούς (υπ. ΧΒΓΜ), διευκολύνοντας τη διεκπεραίωση του διαμεσολαβητικού τους ρόλου, λόγω της εξασθένησης των παραδοσιακών δεσμών, που συνέδεαν την κομματική βάση με την πολιτική της εκπροσώπηση».

Αν μια τέτοια θέση θα μπορούσε να διακαιολογηθεί για την περίοδο 1974-1977 σαν μεταβατική περίοδος στη συγκρότηση των πολιτικών κομμάτων, σίγουρα δεν μπορεί να θεωρηθεί πειστική σαν εκτίμηση για τις εκλογές του '81.

Ο λόγος για τον οποίο και αυτή η άποψη αδυνατεί 1) να κατανοήσει την τομή στη συγκρότηση των πολιτικών κομμάτων μεταπολιτευτικά και 2) να ερμηνεύσει τη συγκρότηση των δύο κοινωνικών μπλοκ είναι ο πολιτικισμός της. Συγκεκριμένα, συνάγει συμπεράσματα για τα πολιτικά κόμματα εμμένοντας αποκλειστικά στη σύνθεση των κοινοβουλευτικών ομάδων, παραγνωρίζοντας έτσι τη σημαντικότερη πλευρά του πολιτικού κόμματος, τις σχέσεις εκπροσώπησης. Αυτή η παρατήρηση δεν σημαίνει ότι παραγνωρίζεται η σημασία μιας ανάλυσης της κοινοβουλευτικής ομάδας (προέλευση κ.λπ.), ή η θέση της μέσα στη δομή των πολιτικών κομμάτων (π.χ. υπάρχουν σημαντικές διαφορές πάνω σ' αυτό το ζήτημα μεταξύ Ν.Δ. ΠΑΣΟΚ), - αλλά αμφισβητείται η προτεραιότητα ή η αποκλειστικότητα της σαν κριτήριο.

Η άποψη αυτή οδηγείται σε εξηγήσεις που στηρίζονται στη διερεύνηση των ψυχολογικών παραγόντων και αδυνατεί να ερμηνεύσει την αλλαγή του ρόλου του πολιτικού κόμματος σαν θεσμού, όπως και την συνολική αναβάθμιση του.

Αυτή η αναβάθμιση που έρχεται να σταθεροποιήσει τη θέση του κόμματος απέναντι στο κοινωνικό μπλοκ που αναλαμβάνει ιστορικά να εκφράσει - έχει πριν απ' όλα ένα άμεσο πολιτικό αποτέλεσμα που το είδαμε πολλές φορές στη δεκαετία της μεταπολιτευτικής περιόδου. Την αποτυχία να οργανωθούν με επιτυχία στην πολιτική σκηνή κόμματα, οργανώσεις, κινήσεις, επειδή ακριβώς δεν κατόρθωναν να διασπάσουν το κοινωνικό μπλοκ του κόμματος από το οποίο προέρχονταν, αν και πολλές φορές αποτελούνται από γνωστά και ανώτερα στελέχη, θα μπορούσαμε να θυμίσουμε αρκετές κινήσεις που αποσπάσθηκαν από το ΠΑΣΟΚ ή το ΚΚΕ μέχρι τις εκλογές του '85 και τελευταία την κίνηση του Στεφανόπουλου να δημιουργήσει τη ΔΗΑΝΑ, που όσο κι αν μπορεί στο μέλλον να εγγραφεί σε μια αναδιάταξη της πολιτικής σκηνής, παραμένει μέχρι στιγμής εξαιρετικά αδύνατη λόγω ακριβώς της αποτυχίας της να διαρρήξει το κοινωνικό μπλοκ της Ν.Δ. Η αδυναμία των απόψεων περί «νεοπελατειακών» σχέσεων σ' αυτό το σημείο εμφανίζεται σ' όλο της το μεγαλείο. Φαινόμενα, όπως η αρραγής ενότητα της βάσης της Ν.Δ. κατά την διαδικασία εκλογής των 3 αρχηγών της ή στις αποχωρήσεις κομματαρχών (Μπούτος - Στεφανόπουλος) θα παραμένουν γι' αυτές σκέτο μυστήριο.

3. Η θέση των πολιτικών κομμάτων στη δομή της μεταπολιτευτικής οργάνωσης της εξουσίας

3.1. Η νέα θέση μέσα στο κράτος και η συνταγματική συμπύκνωση

3.1.1. Η νέα θέση
Η μεταπολίτευση θα συμπυκνώσει πολιτικά και συνταγματικά τη νέα μορφή που θα πάρει η κυριαρχία της αστικής τάξης και του κεφαλαίου. Πρόκειται για έναν συνολικό μετασχηματισμό του αστικού Κράτους και της εσωτερικής αναδιάταξης των κέντρων εξουσίας.

Στη νέα μορφή η ενίσχυση των κομμάτων αποτελεί τομή αναφορικά με την ιστορική τους συγκρότηση.

Η εγκαθίδρυση του συστήματος αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας με κύριο άξονα τα πολιτικά κόμματα δεν αποτελεί προφανώς ελληνική ιδιομορφία. Αντίστροφα αποτελεί (την ελληνική) εκδοχή βαθύτερων δομικών μετασχηματισμών που παρατηρούνται σ' όλα τα αστικά κράτη των καπιταλιστικών χωρών της Δύσης.

Πρόκειται για το ξεπέρασμα της παλιάς απλής πολιτικό-αντιπροσωπευτικής μορφής του αστικού κράτους δικαίου, αποτέλεσμα του νέου διευρυμένου ρόλου που αναλαμβάνει το αστικό κράτος στη διατήρηση της οικονομικής και κοινοτικής αναπαραγωγής της κεφαλαιακής σχέσης, στο «μονοπωλιακό» στάδιο και ιδίως στην μεταπολεμική περίοδο. Η αυξανόμενη κρατική παρέμβαση στη συσσώρευση του κεφαλαίου (στην παραγωγή, ανταλλαγή, διανομή) γίνεται ακόμη πιο επιτακτική εξαιτίας των νέων οξυμένων μορφών που πήραν οι ταξικοί αγώνες, που επιβάλλουν στο κράτος μια περισσότερο ενεργή παρέμβαση για την διασφάλιση της κοινωνικής αναπαραγωγής".

Το ξεπέρασμα της πολιτικο-αντιπροσωπευτικής μορφής του αστικού κράτους μετασχηματίζει και τροποποιεί τους μηχανισμούς πολιτικής νομιμοποίησης της εξουσίας12. Οι αναγκαίοι πολιτικοί μετασχηματισμοί στο πεδίο της νομιμοποίησης εμπλέκουν άμεσα τα πολιτικά κόμματα και κυρίως τα μαζικά κόμματα: η συγκρότηση τέτοιων κομματικών μορφών και η γενίκευση του αντιπροσωπευτικού συστήματος έρχονται ακριβώς να συνεισφέρουν στην «εξασφάλιση της πολιτικής νομιμοφροσύνης των μαζών με την αντιπροσώπευση και συνεπώς με τη νομιμοποίηση σαν «δημοκρατικού» ή «έκφραση της θέλησης όλου του λαού» του υπάρχοντος, δηλαδή ολόκληρου, του κρατικού μηχανισμού και, μέσω του κράτους, ολοκλήρου του καπιταλιστικού συστήματος. (Φεραγιόλι). Έτσι τα τωρινά πολιτικά κόμματα δεν είναι πια εκφραστές της κοινωνίας αλλά παραδημόσια εργαλεία κοινωνικής σταθεροποίησης και συναίνεσης προς τους κρατικούς θεσμούς, (ο.π.)13.

3.1.2. α) Η συνταγματική συμπύκνωση και ο χώρος της «νόμιμης» πολιτικής
Στο νομικό επίπεδο η ενίσχυση των κομμάτων εκφράστηκε με την επίσημη θεσμοποίησή τους. Το Σύνταγμα του '75 για πρώτη φορά αναγνωρίζει τον πολιτειακό ρόλο των πολιτικών κομμάτων, τα κατοχυρώνει σα θεσμό του πολιτεύματος και θεσπίζει διατάξεις γι' αυτά14.

Η καθυστέρηση στη συνταγματική αναγνώριση των πολιτικών κομμάτων δεν είναι ελληνική εξαίρεση. Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες η ένταξη των κομμάτων στους συνταγματικούς κανόνες αποτελεί μεταπολεμικό φαινόμενο. (Δυτ. Γερμανία: άρθρο 21 του θεμελιώδη Νόμου του 1949, Γαλλία: άρθρο 49, Σύνταγμα του 1958, Ιταλία: άρθρο 4, Σύνταγμα του '47, Τουρκία: άρθρα 56 και 57 του Συντάγματος του 1961, Πορτογαλία: άρθρο 117 του Συντ. του 1976, Ισπανία: άρθρο 65 του Σ. του 1978 βλ. αναλυτικότερα: Κασιμάτης, 1980, σελ. 55).

Η λεγόμενη «συνταγματοποίηση» δεν συγκροτεί πολιτικά κόμματα ούτε προηγείται από αυτά. Απλά επιβεβαιώνει την ύπαρξη τους.

«Η συνταγματοποίηση του θεσμού των πολιτικών κομμάτων έχει αναγνωριστικό και όχι διαπλαστικό χαρακτήρα, σ' ότι αφορά τη βασική λειτουργία του πολιτεύματος. Δεν δημιούργησε δηλαδή ουσιαστική μεταβολή στη λειτουργία αυτή. Η πράξη είχε προλάβει το συντακτικό νομοθέτη». (Κασιμάτης ο.π., σελ. 56). Το βασικό της αποτέλεσμα συνοψίζεται στο εξής:

«Η συνταγματοποίηση του θεσμού των πολιτικών κομμάτων, παρά το γενικό αναγνωριστικό της χαρακτήρα, έχει αναμφισβήτητα τη θετική σημασία ότι κάνει πιο συγκεκριμένο το ρόλο του κόμματος που, σύμφωνα με τη συντακτική θέληση και το πνεύμα του πολιτεύματος, αποτελεί τον οδηγό για την οργάνωση των πολιτικών δυνάμεων», (ο.π.).

Βέβαια αυτό που η νομική ιδεολογία χαρακτηρίζει μέσα στον «επιστημονισμό» της σαν «θετικό» γεγονός δεν είναι παρά ο ορισμός του χώρου της «νομιμότητας» μέσα στον οποίο θα κινηθεί το πολιτικό κόμμα σαν κρατικά αναγνωρισμένος θεσμός. Η «θετική σημασία» που κάνει «συγκεκριμένο» το ρόλο του κόμματος εμπεριέχει σαν τάση και τον χώρο της «μη νόμιμης» ή και «παράνομης» δράσης, τάση που μπορεί να ενεργοποιηθεί σε ειδικές στιγμές της ταξικής πάλης και όσο επιτρέπουν βέβάια οι συνολικοί κοινωνικοί και πολιτικοί συσχετισμοί.

Μια γεύση για το πόσο «συγκεκριμένος» μπορεί να γίνει ο ρόλος των πολιτικών κομμάτων υπάρχει στο ΝΔ 59 της 23.9.197415. Εκτός από την ασφυκτική περιχαράκωση των ορίων της δράσης τους (Αρθρ. 1, παρ. 2), η πολιτική εξουσία θωρακίζει τον εαυτό της («Αποφασίζομεν») θεσμοθετώντας την ευχέρεια της να «συγκεκριμενοποιεί» δηλαδή να περιορίζει ακόμη περισσότερο τα ήδη στενά περιθώρια (Αρθρ. 1, παρ. 2 και Άρθρο 2, όπου «παν θέμα σχετικόν» μπορεί να ρυθμίζεται με προεδρικά διατάγματα).

Η αυταρχική αυτή πρόθεση της αστικής εξουσίας δεν μπόρεσε να υλοποιηθεί στην μεταπολίτευση ακριβώς λόγω των συσχετισμών της περιόδου.

Απόδειξη της ρευστότητας του «νόμιμου χώρου» αποτελεί το γεγονός ότι μπορεί κάλλιστα να υπάρχουν και «επιστημονικές» αναγνώσεις του Σ. του 75 - άρα και αντίστοιχες τάσεις της κρατικής εξουσίας - όπως η παρακάτω του Κάλλια:

«Προέχουσαν όμως σημασίαν έχει η εξασφάλισις του δημοσίου τομέως (ΣΣ: που κατά τον Κάλλια έχει διαβρωθεί πλήρως μετά το 74) (...) Ευχής, έργον θα ήτο να εξυγιαίνετο ο δημόσιος οργανισμός, διότι οι αρνηταί της Δημοκρατίας δεν δύνανται να την υπηρετούν.

(υπ.5. Το Συνταγματικόν Δικαστήριον της Δυτικής Γερμανίας απηγόρευσεν τον διορισμόν κομμουνιστών εις δημοσίας υπηρεσίας [Σ.Σ. Berufsverbot (1972)], επί ταις σκέψεσιν ότι το κομμουνιστικόν κόμμα: 1) Στρέφεται κατά της Δημοκρατίας. 2) Έχει σκοπόν την σοσιαλιστικήν επανάστασιν και δικτατορίαν. 3) Καταργεί την ελευθερίαν και δεν αναγνωρίζει την ανθρωπίνην αξιοπρέπειαν. 4) Καταργεί την λαϊκήν κυριαρχίαν, αφού δεν στηρίζεται επί της πλειοψηφίας του λαού, αλλ' εις εν κόμμα. 5) Αποκρούει την διάκρισιν των εξουσιών και καταργεί την ανεξαρτησίαν της Δικαιοσύνης. 6) Αρνείται την ύπαρξιν κομμάτων και πάσαν αντιπολίτευσιν και 7) Όταν αποκτήσει την κοινοβουλευτικήν πλειοψηφίαν θα καταργήσει το Σύνταγμα. Υπεραμυνόμενος δε του μέτρου τούτου ο καγκελλάριος της Δυτικής Γερμανίας, καίτοι σοσιαλιστής, αλλά σώφρων κ. Σμιττ, είπεν ότι «το Σύνταγμα απαιτεί από τον υπάλληλον πίστιν προς τας δημοκρατικάς διατάξεις του. Οι εχθροί του κράτους δεν γίνονται υπηρέται του. Δεν επιτρέπεται να παρέχονται εις τους εχθρούς της ελευθερίας, εκείνοι οι ελευθέριοι οι οποίαι παρέχονται εις τους υπερασπιστάς».

Ταύτα πάντα θα ηδύναντο να λεχθούν και εφαρμοστούν και παρ' ημίν. Διότι το Σύνταγμα 1975 α) Καθιεροί δημοκρατικόν πολίτευμα (αρθρ. 1 παρ. 1), προς ο επιβάλλει πίστιν των δουλευτών (αρθρ.. 59 παρ. 1), των δημοσίων υπαλλήλων (αρθρ. 103 παρ.1) και πάντων των πολιτών (αρθρ. 120 παρ. 2). 6) Απαγορεύει πάσαν μεταβολήν (αρθρ. 120 παρ. 4). γ) Αναγνωρίζει την ελευθερίαν και αξιοπρέπειαν του ανθρώπου (αρθρ. 2 παρ. 1 και 5). δ) Ανακηρύσσει την λαϊκήν κυριαρχίαν ως βασικήν αρχήν (αρθρ. 1 και 2), ε) Εξαίρει τον πολυκομματισμόν, όστις δέον να υπηρέτη την ελευθέραν λειτουργίαν του δημοκρατικού πολιτεύματος (αρθρ. 29 παρ. 1) και στ) θεωρεί ως θεμελιώδη αρχήν του πολιτεύματος την διάκρισιν των εξουσιών και την λειτουργικήν ανεξαρτησίαν της Δικαιοσύνης (αρθρ. 87 παρ. 1 και 26). (...) Δεν υπάρχουν παρ' ημίν ρωμαλέα πνεύματα, να αρθούν εις το ύψος ενός Σμιττ; (...)» (Κόλιας, 1984).

Ο χουντικός πρωθυπουργός συνεπής στην ιδεολογία της «έκτακτης» χρήσης του Συντάγματος και απαλλαγμένος από το σύμπλεγμα της «προοδευτικότητας», αποδεικνύει με πεντακάθαρο τρόπο ότι στα πλαίσια του υπάρχοντος Συντάγματος είναι δυνατή η δεξιά «έκτακτη» χρήση.

Η ενεργοποίηση της, όπως πάντα κρίνεται. Τέτοια είναι η περίπτωση που εγγράφηκε στη συγκυρία χωρίς να ολοκληρωθεί με την πορεία του Πολυτεχνείου το '80 και την προς στιγμή «δίωξη» των πολιτικών υπεύθυνων της πορείας (μειοψηφία της Ε.Φ.Ε.Ε. και οργανώσεις Β' Πανελλαδική - ΚΚΕ μλ)16.

Ο σαφής («θετικός») συνταγματικός ορισμός της δράσης του πολιτικού κόμματος υπήρξε η νομική βάση για να τεθεί εκτός νόμου από το Συνταγματικό Δικαστήριο της Καρλσρούης το 1952 το κόμμα της Άκρας Δεξιάς (εθνικοσοσιαλιστικό) και το 1956 το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας, ταυτίζοντας τα μεταξύ τους ως αντιδημοκρατικά ακριβώς μέσα από τον ορισμό του «νομίμου συνταγματικού χώρου». Ανάλογες εμπειρίες υπήρξαν στη Γαλλία με την κήρυξη εκτός νόμου το 1977 της Κομμουνιστικής Λίγκας (Τροτσκιστές) αλλά και στην Ιταλία με την υπογραφή το 1977 της συμφωνίας των 6 συνταγματικών κομμάτων'7, της περίφημης «arc coustitutionnel» (συνταγματικό τόξο) που άνοιξε το δρόμο στην ποινικοποίηση της πολιτικής δράσης και στην έξαρση της κρατικής τρομοκρατίας.

Η αναστάτωση που προκλήθηκε στην αστική νομική ιδεολογία εξαιτίας της εμφάνισης των πολιτικών κομμάτων είναι έκδηλη και εκφράζεται στην μεγάλης κλίμακας «επιστημονική» συζήτηση για τη νομική φύση του πολιτικού κόμματος.

Η νομική «επιστήμη» βασανίζεται εδώ και καιρό:

Τι είδους θεσμοί είναι τα πολιτικά κόμματα; 1) Ενώσεις προσώπων ιδιωτικού δικαίου με σκοπούς πολιτικούς, 2) Κρατικά όργανα, 3) «συνταγματικά όργανα», ή μήπως 4) τα πολιτικά κόμματα δεν είναι μεν κρατικά όργανα, αλλά και δεν ανήκουν στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου; (!!)

Τελικά η συνταγματική αναγνώριση ανοίγει το δρόμο για την επίσημη οργανική ένταξη των κομμάτων στο κράτος, την οργάνωση της λειτουργίας τους άμεσα σαν μηχανισμών του κράτους, τη ρύθμιση της θέσης τους στο εσωτερικό της εξουσίας και τις διαπλοκές τους με τους επιμέρους κρατικούς ιδεολογικούς μηχανισμούς (π.χ. εκπαίδευση, τηλεόραση), την χρηματοδότηση τους από τον κρατικό προϋπολογισμό18.

Η «συνταγματοποίηση» των πολιτικών κομμάτων έχει μια ιδιαίτερη σημασία για τα εργατικά κόμματα που ήταν ταξικές οργανώσεις, «φορείς ρητών αντικαπιταλιστικών και αντιθεσμικών συμφερόντων, και λειτουργούσαν ανταγωνιστικά και εναλλακτικά ως προς το αστικό κράτος και την ατομικοποίηση που αυτό εισήγαγε στο κοινωνικό σώμα» (Φεραγιόλι).

Δεν ήταν δηλαδή εξ αρχής θεσμοί διαμεσολάβησης της πολιτικής αντιπροσώπευσης. Το αποτέλεσμα της συμμετοχής τους στο κοινοβουλευτικό σύστημα και της καθολικοποίησης του εκλογικού δικαιώματος ήταν ότι «συνταγματικοποιώντας τη λειτουργία τους σαν θεσμικών ενδιαμέσων της λαϊκής κυριαρχίας, εξαφάνισαν τον αρχικά ταξικό χαρακτήρα τους και τα μετέτρεψαν από όργανα των κοινωνικών τάξεων σε όργανα του κράτους με κύριο καθήκον την κρατική οργάνωση της πολιτικής αντιπροσώπευσης. Έτσι η κοινοβουλευτικοποίηση των κομμάτων και η πολιτική ενσωμάτωσης τους στο κράτος, τους μετέδωσαν το διαταξισμό του κοινοβουλίου και του κράτους, ο διαταξισμός αυτός είναι ιδιαίτερα εμφανής στα μεγάλα κόμματα κι αποτελεί τον κυριότερο παράγοντα δύναμης κι εκλογικής ανάπτυξης τους» (Φεραγιόλι, 1985, σελ. 33) (Που καταλήγει στην γνωστή τάση σύγκλισης-ομογενοποίησης των πολιτικών κομμάτων στην κορυφή και εμπέδωση των «εθνικών», «γενικών» συμφερόντων)19.

Ο χαρακτήρας τους σαν (ιδεολογικών) μηχανισμών του κράτους ολοκληρώνεται με την αναπαραγωγή των μορφών του αστικού κράτους στο εσωτερικό των κομμάτων οργανωτικά και ιδεολογικά.

Πιο συγκεκριμένα, τα πολιτικά κόμματα αναπαράγουν τα βασικά πολιτικά αντιπροσωπευτικά στοιχεία του αστικού κράτους και μάλιστα με τα πιο γραφειοκρατικά και ιεραρχικά χαρακτηριστικά. (Λ. Αλτουσέρ: 1977, 1978, 1985 και Λ. Φεραγιόλι, ο.π.). Από τη μια πλευρά η κοινωνική τους βάση ατομικοποιείται («το μέλος») και υποτάσσεται στον πολιτικό μηχανισμό, ενώ από την άλλη η άσκηση της πολιτικής μεταβιβάζεται με τη μορφή μιας άτυπης εξουσιοδότησης στις «καθοδηγητικές ομάδες, τους επαγγελματίες των κομμάτων. Η αναπαραγωγή του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας αντανακλάται στο εσωτερικό του κόμματος στην διάκριση απόφασης εκτέλεσης, αφήνοντας την πρώτη στα επιτελεία και τη δεύτερη στις οργανώσεις και τη βάση.

Τα κομματικά σεμινάρια ή πολύ περισσότερο οι κομματικές Σχολές συνιστούν μια ιδιότυπη αναπαραγωγή στο εσωτερικό των κομμάτων του εκπαιδευτικού ιδεολογικού κρατικού μηχανισμού, με κύριο καθήκον την αναπαραγωγή και τη διαφύλαξη της επίσημης κομματικής γραμμής. Ο Τύπος επίσης του κόμματος κατέχει στην ίδια κατεύθυνση μία σημαντική λειτουργία, όπως και η διεύρυνση των λεγόμενων «επαγγελματικών στελεχών» που συνιστούν μια ιδιαίτερη «κοινωνική κατηγορία» μέσα στο κόμμα, συνδεδεμένη με το μηχανισμό του κόμματος επαγγελματικά και έχοντας σα βασικό καθήκον τη μεταβίβαση της επίσημης κομματικής ιδεολογίας και γραμμής στη βάση." Τα «καταστατικά» των πολιτικών κομμάτων (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΚΚΕ, ΚΚΕεσ.) παρά τις σημαντικές μεταξύ τους διαφορές, δεν παύουν να αποτελούν μικρογραφίες του Συντάγματος (άρθρα που ορίζουν τη συγκρότηση των «οργάνων» του κόμματος, τα «δικαιώματα» και τις «υποχρεώσεις» των «μελών», τα «πειθαρχικά» όργανα (η δικαστική εξουσία), οι «ποινές» κ.λπ.).

Εντούτοις η κρατική ρύθμιση της εσωτερικής δομής των πολιτικών κομμάτων με θέσπιση π.χ. κανονιστικών διατάξεων για την εσωτερική τους λειτουργία δεν προχώρησε όπως π.χ. έχει συμβεί στην Δ. Γερμανία, αν και στο αρχικό σχέδιο τον σχετικού (συνταγματικού) άρθρον υπήρχε πρόβλεψη έκδοσης νόμου «περί οργάνωσης και λειτουργίας των κομμάτων» (!) η οποία όμως απαλείφθηκε. Ακόμη και το Σ.τ. Επικρατείας έχει τεθεί κατά μιας τέτοιας ρύθμισης «ίνα επιτευχθεί πάσα επέμβασις εις την ελευθερίαν των» (ΣτΕ 2145 1979 (Τμ Δ'), ΤοΣ (1979), σελ. 603. Παρατίθεται στο Τσάτσος (1983), σελ. 42). Αντίθετα ο Δ. Τσάτσος αναζητά στον ορίζοντα της συνταγματικής (αστικής) ιδεολογίας τα νομικά επιχειρήματα υπέρ της άποψης ότι από το Σύνταγμα προκύπτει κανόνας για μια «δημοκρατική οργάνωση των πολιτικών κομμάτων»: «Η περί πολιτικού κόμματος λογική του Συντάγματος εισχωρεί και στο πεδίο εσωτερικής του λειτουργίας» (σελ. 36).

Κατά τον Δ. Τσάτσο «αρκεί ένα οργανωτικό σχήμα που να διασφαλίζει την παραγωγή και κίνηση των βασικών πολιτικών αποφάσεων εκ των κάτω προς τα πάνω με ίση με ελεύθερη συμμετοχή όλων των κομματικών μελών σ' αυτές τις διαδικασίες» (σελ. 43,!!). Τώρα, πώς θα εξασφαλίζεται αυτή η «ελεύθερη συμμετοχή» των μελών δεν αναφέρεται. Ίσως κάποιος άλλος νόμος θα μπορούσε να την εγγυηθεί!!

Κατά τα άλλα «το αληθινό επιστημονικό πρόβλημα δεν γεννιέται στη φαντασία του νομικού καλόγερου. Είναι εγκόσμια υπόθεση» (Sic!!! σελ. 15).

Με βάση την πιο πάνω θέση στο αδιαμφισβήτητα πρωτοπόρο αυτό πόνημα, ο Δ. Τσάτσος θα προσπαθήσει να θεμελιώσει - αναγνωριστικά βέβαια - τις εσωκομματικές συγκρούσεις (αντιπολιτεύσεις) στο εσωτερικό της αστικής συνταγματικής ιδεολογίας.

«Η αποδοχή της ενδοκομματικής αντιπολίτευσης ως θεσμικού στοιχείου του πολιτικού κόμματος κατά το Σύνταγμα εντάσσεται στη λογική στήριξης και όχι αποδυνάμωσης του θεσμού του πολιτικού κόμματος» (ο.π. σελ. 50).

Να λοιπόν που η «αριστερή» ιδεολογική τοποθέτηση δεν στέκει εμπόδιο στον νομικισμό να σηκώνει τη σημαία, περιθωριακών βέβαια αλλά αντιδραστικών πολιτικών θέσεων. Το επόμενο βήμα για τους συνταγματολόγους μας είναι - νομίζουμε - σαν λογική συνέπεια των παραπάνω, να διερευνηθούν οι διασπάσεις των κομμάτων (π.χ. η διάσπαση του ΚΚΕ το 1968) σαν «πρόβλημα» κι αυτές του συνταγματικού δικαίου!

Κλείνουμε αυτήν την αναγκαία παρέκβαση θυμίζοντας ότι το πρόβλημα είναι βέβαια πολιτικό και όχι νομικό. Η κρατικοποίηση των αριστερών κομμάτων ή η διατήρηση της αυτονομίας τους απέναντι στο κράτος καθώς και η έκβαση των εσωκομματικών συγκρούσεων δεν είναι υπόθεση

ούτε της νομικής τους ρύθμισης ούτε της «αναγνώρισης» τους από την αστική συνταγματική ιδεολογία!

3.1.2. β) Πέραν των κομμάτων και των κρατικών μηχανισμών,
η ποινικοποίηση της πολιτικής;
Η ανάδυση των κομμάτων, η πολιτική ενίσχυση τους μέσα στο πλέγμα του κράτους και η σταθεροποίηση τους σαν μηχανισμών απαραίτητων για την ενσωμάτωση των μαζών στη μεταπολιτευτική αστική νομιμότητα, ακολουθείται από μια επαναοριοθέτηση του πλαισίου της «νόμιμης πολιτικής», δηλαδή της πολιτικής που αναγνωρίζει ως τέτοια το κράτος. Αυτή η πολιτική τείνει να ταυτιστεί ή μάλλον έχει πια ταυτιστεί με την πολιτική πρακτική που αναλαμβάνουν τα κοινοβουλευτικά πολιτικά κόμματα. Οποιαδήποτε πολιτική πρακτική που δεν εκπορεύεται από τα επίσημα κόμματα, ή έστω δεν παρεμβαίνει μέσα στους επίσημους κρατικούς θεσμούς δεν αναγνωρίζεται σαν πολιτική, ποινικοποιείται και καταστέλλεται (π.χ. απαγορεύσεις συγκεντρώσεων, πορειών κ.λπ.).

Τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η σημερινή πρωτοφανής κατασταλτική επίθεση του κράτους στη ριζοσπαστικοποιημένη νεολαία (π.χ. Εξάρχεια) ο ενώ κατασκευασμένος «αναρχικός» ή «τρομοκρατικός» χώρος, αντικαθιστά σαν «εσωτερικός εχθρός» τον παλιό κομμουνιστικό «κίνδυνο».

Η τάση αυτή βέβαια στην Ελλάδα δεν έχει ακόμα τις διαστάσεις που έχει πάρει, κατά κανόνα, στις περισσότερες δυτικές καπιταλιστικές χώρες, γεγονός που οφείλεται στον μεταπολιτευτικό συσχετισμό.

3.1.3 Είναι δημοκρατικά τα μαζικά κόμματα της μεταπολίτευσης;
Η συγκρότηση λοιπόν μαζικών αστικών κομμάτων στην μεταπολίτευση δεν σημαίνει διόλου περισσότερη «δημοκρατία», περισσότερη ενεργό ανάμειξη των μαζών. Αντίθετα η κατάσταση αυτή συμβαδίζει με την μεγαλύτερη γραφειοκρατικοποίηση των πολιτικών κομμάτων, την αυτονόμηση των ηγετικών κομματικών επιτελείων (των κορυφών) από τα μέλη του κόμματος (τη βάση). Οι πρώτοι μεταμορφώνονται σε επαγγελματίες πολιτικούς που ακολουθούν καριέρα μέσα από την άνοδο στην κομματική ιεραρχία και την μεταπήδηση σε κρατικές θέσεις, στο βαθμό που τα πολιτικά κόμματα αναλαμβάνουν τέτοια καθήκοντα μέσω της «συμμετοχής». Η δεύτερη περιθωριοποιείται διαρκώς, περιορίζεται στα καθήκοντα του φιλάθλου, του χειροκροτητή, του αφισσοκολλητή ή του τραμπούκου στις προεκλογικές συγκεντρώσεις. Σε αραιά χρονιά διαστήματα καλείται να «εγκρίνει» ή να επικυρώσει το ήδη διαμορφωμένο πρόγραμμα τις ήδη ειλλημμένες αποφάσεις κ.λπ.

«Τα κόμματα στη χώρα μας δίνουν προς τα έξω την εικόνα προμαχώνων της Δημοκρατίας. Προς τα μέσα είναι οργανισμοί τόσο συγκεντρωτικά διαρθρωμένοι, ώστε κάθε έννοια δημοκρατικής λειτουργίας να καταλύεται (...) Και ναι μεν συγκάλεσαν και οι δυο σχηματισμοί (εν. ΠΑΣΟΚ και ΝΔ), κατά τη διάρκεια της δεκαετούς ζωής τους, από ένα συνέδριο όασης, στο οποίο οι εκπρόσωποι εκλέχθηκαν με κάποιες δημοκρατικές διαδικασίες, αλλά και το συνέδριο της Χαλκιδικής και το συνέδριο του Σπόρτιγκ περιορίστηκαν στην έγκριση κάποιων πλαισίων ιδεολογικών κατευθύνσεων, τα οποία εισηγήθηκε ο αρχηγός, δεν προχώρησαν σε καθιέρωση και παγίωση θεσμών δημοκρατικής λειτουργίας. Η διεύρυνση της δημοκρατικής προς τα κάτω διάρθρωσης τους εντάχθηκε στα πλαίσια ενός αυστηρά ελεγχομένου κομματικού μηχανισμού και περιέπεσε τελικά στην απλή στρατολόγηση οπαδών. Οι ομάδες όασης αντί να λειτουργήσουν ως φορείς της γνώμης των πολιτών προς τα κέντρα εξουσίας, αντί να λειτουργήσουν ως κύτταρα ενός ευρύτερου φορέα ιδεολογικών αναζητήσεων, αντί να επωμιστούν ευθύνες πολιτικών διαδικασιών, αντιμετωπίστηκαν ή - ακριβέστερα - χρησιμοποιήθηκαν ως μονάδες κινητοποίησης οπαδών, ως πειθαρχικό «μπούγιο» για τις κομματικές συγκεντρώσεις, ως χειροκροτητές κομπάρσοι στις ομιλίες του αρχηγού, ως εκφωνητές προκατασκευασμένων συνθημάτων».

Οι παραπάνω ομολογίες δεν θα πρόσθεταν τίποτα το καινούργιο στα γνωστά, αν δεν προέρχονταν από τον αρχισυντάκτη της «Κυριακάτικης Καθημερινής», Κ. Κορόβηλα (1984)!

Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει αυτήν την πραγματικότητα. Ακόμη και ο αρχισυντάκτης της Καθημερινής - της κατεξοχήν εκείνης πολιτικής ιδεολογίας που υπεραμύνεται του αντιπροσωπευτικού συστήματος - ομολογεί την χρεοκοπία και τον εκφυλισμό της μεταπολιτευτικής αστικής δημοκρατίας τον οποίον γίναμε όλοι μάρτυρες20.

3.2. Πολιτικά κόμματα και Βουλή

Τονίσαμε παραπάνω τη σχέση ανάμεσα στην ύπαρξη των μεγάλων μαζικών κομμάτων και το μετασχηματισμό του κλασικού κοινοβουλίου, την μετατροπή του δηλαδή σε «δευτεροβάθμια αντιπροσώπευση διαμεσολαβούμενη από θεσμούς που είναι κι αυτοί αντιπροσωπευτικοί» (δηλαδή τα ίδια τα πολιτικά κόμματα) (Λ. Φεραγιόλι).

Η νομιμοποίηση του κόμματος σαν πολιτικού θεσμού συνδυάστηκε και από την αναπροσαρμογή της σχέσης του με τη Βουλή. Είναι πράγματι το κόμμα, αναγνωρισμένος θεσμός, ο καθοριστικός κρίκος γύρω από τον οποίο οργανώνεται η λειτουργία της Βουλής21.

Η νομοθετική της λειτουργία αλλά και οι οργανωτικές της όσο και ελεγκτικές της λειτουργίες (συγκρότηση επιτροπών τμημάτων) δομούνται πάνω στο έδαφος της αναγνώρισης του κόμματος σαν αποκλειστικού θεσμού «παραγωγής πολιτικής βούλησης».

Από την άλλη μεριά η Βουλή αναδεικνύεται ως ο τόπος όπου προνομιακά εμφανίζεται η τάση σύγκλισης και ομογενοποίησης των πολιτικών κομμάτων στην κορυφή το,υς. Οι διακομματικές επιτροπές (βλ. π.χ. την διακομματική για τον Φάκελλο της Κύπρου), οι συζήτησε«; στη Βουλή εκτός ημερήσιας διάταξης (εξωτερική πολιτική, τρομοκρατία κ.λπ.), το μνημόσυνο που οργάνωσε η Βουλή για τον Βενιζέλο, είναι παραδείγματα εύγλωττα της προσπάθειας σύγκλισης και ενιαίας «εθνικής» πολιτικής σε τομείς της εσωτερικής ή της εξωτερικής πολιτικής. Η τάση αυτή προχώρησε σημαντικά με την πρόταση «εθνικού διαλόγου» που απηύθυνε το ΠΑΣΟΚ στα υπόλοιπα κόμματα και με τις συναινετικές διαδικασίες που προτείνονται σε τομείς της κυβερνητικής πολιτικής (π.χ. «εθνικά»). Στην πραγματικότητα η περίφημη «αναβάθμιση» του Κοινοβουλίου όπως προτείνεται από το ΠΑΣΟΚ αλλά και κατανοείται και από άλλες πλευρές αφορά αυτήν ακριβώς τη λειτουργία: την ολοκλήρωση μιας τάσης που θα τείνει στην αυτονόμηση τομέων της κυβερνητικής πολιτικής από τους πολιτικούς ανταγωνισμούς με την μεγαλύτερη δυνατή ομογενοποίηση των κομματικών φορέων στο κεντρικό πεδίο. Αυτού του τύπου η «αναβάθμιση» όμως δεν αναιρεί καθόλου την (κύρια) πλευρά της «υποτίμησης» του Κοινοβουλίου και των αντιπροσωπευτικών μηχανισμών ελέγχου σε σχέση με την εκτελεστική εξουσία και τη διοικητική γραφειοκρατία της.

Ας μη μας ξεφεύγει τέλος η υπαρκτή διάσταση ότι μεταρρυθμίσεις όπως η κατάργηση του «σταυρού προτίμησης»" και η ανοικτή ψηφοφορία για την εκλογή Προέδρου που ψήφισε η τελευταία Αναθεώρηση23 παρά τη «δημοκρατική» τους τομή, εγγράφονται στη κατεύθυνση ενίσχυσης των κομμάτων και μάλιστα ενίσχυσης της κορυφής των κομμάτων24.

Έτσι όπως επισημαίνει σωστά ο Λ. Φεραγιόλί (ο.π., σελ. 33).

«Αποτέλεσμα αυτής της διπλής διαμεσολάβησης της αντιπροσώπευσης (Σ.Σ. ενν. α) του κοινοβουλίου από τα μαζικά π.κ., 6) της κομματικής βάσης από την ηγετική ομάδα), και του μονοπωλίου της πολιτικής που ασκούν οι γραφειοκρατικοί μηχανισμοί των κομμάτων, είναι ότι οι βουλευτές σήμερα δεν είναι αντιπρόσωποι ή πληρεξούσιοι του λαού ή των εκλογέων τους, ούτε κι από την τυπική άποψη του τρόπου επιλογής τους, αλλά είναι στην πραγματικότητα αντιπρόσωποι και πληρεξούσιοι, με εντολή αυστηρά δεσμευτική, των κομμάτων με τα ψηφοδέλτια των οποίων εκλέχτηκαν ή σωστότερα, των γραφειοκρατικών μηχανισμών»25.

Ταυτόχρονα με την υποταγή των δουλευτών στις ηγεσίες των κομμάτων διακόπτεται και η σχέση δουλευτών - δημόσιας διοίκησης που επέτρεπε την διαμεσολάβηση από τον δουλευτή των συντεχνιακών συμφερόντων των ψηφοφόρων στο κράτος («ρουσφέτι»). Αυτό δεν γίνεται μόνο λόγω της πειθάρχησης των δουλευτών αλλά και της άλλης τάσης που έχει περιγραφεί παραπάνω, της υποβάθμισης της Βουλής απέναντι στην εκτελεστική εξουσία (Αυτονόμηση της κρατικής γραφειοκρατίας από τους θεσμούς της αντιπροσώπευσης).

3.3. Πολιτικά κόμματα και κρατική διοίκηση

Παράλληλα αναβαθμίζεται ο ρόλος των πολιτικών κομμάτων σε σχέση με τη δημόσια διοίκηση και τις λειτουργίες της. Το κόμμα που αναλαμβάνει την κυβέρνηση γίνεται ο κύριος μηχανισμός για τον έλεγχο και τη βοήθεια στο έργο της διοίκησης, την οργάνωση της συνοχής και της «συνέχειας» της πολιτικής της26. Είναι η νέα μορφή «κομματικοποίησης» του διοικητικού μηχανισμού του κράτους που εκφράστηκε τόσο από το σύγχρονο μεταπολιτευτικό «Κράτος της Δεξιάς» στην προσπάθεια της να δρομολογήσει τη διοίκηση στα νέα της καθήκοντα, όσο και από την «Πασοκική κομματικοποίηση» που ήταν ο αναγκαίος για το ΠΑΣΟΚ όρος επιτυχίας της θεσμικής - κοινωνικής πολιτικής του. Σ' αυτό το πλαίσιο μπορεί να ερμηνευθεί το περίφημο ζήτημα της «κομματικοποίησης»: όχι σαν μια αυταρχική τάση (ο «ολοκληρωτισμός» και ο «βοναπαρτισμός») της ηγεσίας του πολιτικού προσωπικού (όσο κι αν ενδέχεται να είναι αληθινή μια τέτοια πλευρά), αλλά κυρίως σαν τάση του σύγχρονου «αυταρχικού κρατισμού».

«Η πολιτικοποίηση της κρατικής διοίκησης καθίσταται αναγκαία στο σύγχρονο καπιταλιστικό κράτος επειδή αυτή αναλαμβάνει ένα νέο, πολύ ενισχυμένο ρόλο σε βάρος του νομοθετικού, ενώ παράλληλα καθίσταται αναγκαία η παρουσία ενός μαζικού αστικού κόμματος εξουσίας που αναλαμβάνει το ρόλο ενοποίησης της κρατικής διοίκησης». (Ν. Πουλαντζάς, 1982)27.

Εκτός από αυτά η θέση των πολιτικών κομμάτων ενισχύεται γενικά μέσα στους διάφορους κλάδους της κρατικής διοίκησης εξαιτίας της συγκρότησης (επέκτασης) των αντιπροσωπευτικών οργάνων, (παράδειγμα η Τοπική Αυτοδιοίκηση, που ενισχύεται και σαν κλάδος, τα Νομαρχιακά Συμβούλια κ.λπ.).

3.4. Η ενίσχυση των κομμάτων στο πλέγμα των άλλων Ιδεολογικών Μηχανισμών

3.4.1. Στα Συνδικάτα,
η ενίσχυση επιτεύχθηκε με την «εξυγίανση» του συνδικαλιστικού κινήματος που προώθηκε το ΠΑΣΟΚ (ν. 1264 1982) από τον εργατοπατερικό συνδικαλισμό της Δεξιάς. Ολόκληρη η πυραμίδα του συνδικαλισμού (πρωτοβάθμια σωματείασύλλογοι, ομοσπονδίες, Ε.Κ., ΓΣΕΕ) διαμοιράζεται ανάμεσα στα κόμματα ανάλογα με την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση τους.

Η ίδια τάση αφορά επίσης εκτός από τον εργατικό συνδικαλισμό, τον αγροτικό, το φοιτητικό και σπουδαστικό, τους χώρους των επιστημόνων όπως και τους δημόσιους υπάλληλους.

3.4.2. Στην Τηλεόραση και στο Ραδιόφωνο
Η παρουσία των πολιτικών κομμάτων στο πλέγμα των ραδιοτηλεοπτικών μηχανισμών επεκτάθηκε σημαντικά:

α) με την ενσωμάτωση ενός σημαντικού μέρους της προεκλογικής εκστρατείας (προεκλογικές ομιλίες, μετάδοση προεκλογικών συγκεντρώσεων) - πάντα ανάλογα με τα ποσοστά, 6) με τις διακομματικές συζητήσεις σε «καυτά» ζητήματα (π.χ. «ανοιχτά χαρτιά») είτε άμεσα με δηλωμένους εκπροσώπους κομμάτων, είτε έμμεσα με δημοσιογράφους, τεχνοκράτες κ.λπ. που όμως πάλι είναι ανοιχτά κομματικοποιημένοι, γ) με την κάλυψη μεγάλου μέρους των συζητήσεων στην Βουλή είτε για νομοθετική εργασία είτε γενικού πολιτικού ενδιαφέροντος, δ) με την ενημέρωση για την εσωκομματική ζωή (συνεδριάσεις, οργανώσεις, αποφάσεις, ανακοινώσεις κ.λπ.) στα δελτία ειδήσεων.

Η ενίσχυση της θέσης των κομμάτων δεν έχει βέβαια αγγίξει τα επίπεδα άλλων χωρών, όπου θα μπορούσαν π.χ. τα πολιτικά κόμματα Οία μέσου διακομματικών κοινοβουλευτικών επιτροπών, να ασκούν έλεγχο πάνω στους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς (π.χ. διορισμός της πλειοψηφίας του Δ.Σ., καθορισμός του γενικού προσανατολισμού των προγραμμάτων κ.λπ.). Το ελληνικό Σύνταγμα του '75 θεσμοθέτησε τον κρατικό έλεγχο στα ραδιοτηλεοπτικά μέσα με αποκλειστικό «εγγυητή» την κυβέρνηση28.

Στην «πρόταση για τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα» και στην «Διακήρυξη αρχών στόχων πολιτικής για την ραδιοτηλεόραση» που η κυβέρνηση έδωσε στη δημοσιότητα τον Μάρτιο του 1986, εκτός από την ενοποίηση των ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών (στον «ενιαίο φορέα») διευρύνεται σπερματικά και η αντιπροσώπευση με σχεδόν αποκλειστικά όμως γνωμοδοτικές αρμοδιότητες29.

Η περαιτέρω ενίσχυση της θέσης των κομμάτων μέσα στο πλέγμα των ραδιοτηλεοπτικών μηχανισμών σαν τάση (δηλαδή ζήτημα πολιτικών συσχετισμών) δεν μπορεί προφανώς να αποκλειστεί (όπως δείχνει άλλωστε και το ευρωπαϊκό παράδειγμα). «Ήδη, το ερώτημα που ανακύπτει είναι κατά πόσον μπορούν να ανατεθούν όχι μόνον συμβουλευτικές, αλλά και αποφασιστικές αρμοδιότητες του ελέγχοντος κράτους σε διακομματική - κοινοβουλευτική ή άλλη - επιτροπή όπως έχει κατά καιρούς προταθεί από ορισμένες πλευρές» (Αλιβιζάτος, 1986, σελ. 99)"'.

3.4.3. Στον Τύπο (ο μύθος της «κρίσης του Τύπου»)
Η τόσο στενή διαπλοκή του Τύπου με τα πολιτικά κόμματα συνιστά ελληνική ιδιομορφία. Δεν4 είναι μόνο η εκτενής ενασχόληση του τύπου με κάθε πτυχή της κομματικής ζωής: οι κομματικές διαδικασίες π.χ. τα συνέδρια, οι δημοσιεύσεις ολόκληρων των αποφάσεων, τοποθετήσεων πρακτικών, συνεντεύξεις στελεχών, το παρασκήνιο, οι ζυμώσεις, οι ομαδοποιήσεις, οι φραξιονισμοί, ακόμα και η προσωπική ζωή των στελεχών, που έχει σαν αποτέλεσμα να γίνεται ο τύπος, ίσως για πρώτη φορά πεδίο τόσο έντονων πολιτικών ζυμώσεων.

Είναι κυρίως η υπερπολιτικοποίησή του, οι άμεσες επεμβάσεις τον σα «μέσο πίεσης» στις δυνάμεις της πολιτικής σκηνής αλλά και στο εσωτερικό των κομμάτων για αναδιάταξη και ενίσχυση συσχετισμών που για πρώτη φορά εμφανίζεται τόσο ανοιχτά31.

Σ' αυτό το τελευταίο ας θυμηθούμε δύο παραδείγματα: 1) την άμεση παρέμβαση της Αυριανής στις εκλογές του '85, με στόχο τη βάση του ΚΚΕ και ιδιαίτερα η απεύθυνσή της στους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης να «δουν τα λάθη του Φλωράκη και να ψηφίσουν τον Ανδρέα» αλλά και ολόκληρη την εκστρατεία της εναντίον του «φασίστα Μητσοτάκη»32.

2) Την απροκάλυπτη προώθηση της γραμμής της μετεξέλιξης τον ΚΚΕεσ. πριν το Συνέδριο από το συγκρότημα Λαμπράκη ΝΕΑ, ΒΗΜΑ, Ταχυδρόμος αλλά και τον υπόλοιπο αστικό τύπο (π.χ. Καθημερινή, Πολιτικά θέματα), όπως επίσης και την προσωπική πριμοδότηση και ανάδειξη τον Λ. Κύρκου (αλλεπάλληλες συνεντεύξεις, ευμενή σχόλια κ.λπ.).

Ο τύπος είναι λοιπόν περισσότερο «κομματικοποιημένος» στην Ελλάδα απ' ότι π.χ. συμβαίνει στις χώρες της Δ. Ευρώπης (σε διάκριση δηλαδή με τον σχετικά αυτόνομο (υπερκομματικό) πολιτικό ρόλο που έχει αλλού).

Λειτουργεί σαν προέκταση των πολιτικών κομμάτων ουσιαστικά σαν υποκατάστατο του κομματικού τύπου, πράγμα που ήταν μέχρι σήμερα χαρακτηριστικό των κομμάτων της Αριστεράς (Αυγή, Ριζοσπάστης, Εξόρμηση). Πρόσθετη απόδειξη είναι ότι οι ιδιοκτήτες των εφημερίδων συνδέονται άμεσα προσωπικά (οικονομικά, οικογενειακά κ.λπ.) με τις κορυφές των κομμάτων.

Μπορούμε δηλαδή να μιλήσουμε για ιδεολογικό δίδυμο πολιτικών κομμάτων - τύπου, που αναλαμβάνει - σε στενή διαπλοκή - την οργάνωση της αντιπροσώπευσης των μαζών.

Τα καθήκοντα αντιπροσώπευσης που αναλαμβάνει ο τύπος δεν πρέπει λοιπόν να παραγνωριστούν. Ανάμεσα στις εφημερίδες, τουλάχιστον σε ορισμένες, και στους αναγνώστες τους διαμορφώνονται ισχυρές σχέσεις εκπροσώπησης, αντίστοιχα με τις πολιτικές εκπροσωπήσεις που αναλαμβάνουν τα κόμματα. Για παράδειγμα το κοινωνικό μπλοκ της «Αλλαγής» «εκπροσωπείται» στον τύπο κυρίως από το Έθνος, τα ΝΕΑ, την Αυριανή, την Ελευθεροτυπία33 κ.λπ.

Υπάρχει επίσης το φαινόμενο των σχέσεων εκπροσώπησης εφημερίδων με κοινωνικές κατηγορίες, παρά προφανώς τον «πολυσυλλεκτισμό» τους που έχει να κάνει εκτός των άλλων και με την κυκλοφοριακή σταθεροποίηση μιας εφημερίδας σε ανεκτά επίπεδα. Είναι γνωστό ότι τα στελέχη (κράτους, επιχειρήσεων) διαβάζουν Βήμα και Καθημερινή η ριζοσπαστική μερίδα της νεολαίας και των διανοούμενων προτιμάει την Ελευθεροτυπία. Επίσης είναι χαρακτηριστική η «αναγνώριση» στην Αυριανή ή στο Έθνος των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης που προσέγγισαν το ΠΑΣΟΚ ή η σημαντική εδραίωση του Έθνους στην επαρχία.

Παρά την περίφημη «κρίση» του, ο καθημερινός τύπος (σ' ένα βαθμό και τα μαζικά οικογενειακά περιοδικά Ταχυδρόμου- ΕΙΚΟΝΕΣ των οποίων τον πολιτικό χαρακτήρα δεν πρέπει να ξεχνάμε) ανέλαβε στη μεταπολίτευση ενισχυμένα καθήκοντα οργάνωσης της εκπροσώπησης (ή διαμόρφωση της κοινής γνώμης»), συμπύκνωσης πολιτικών και ιδεολογικών αντιθέσεων, στρατηγικών επεμβάσεων στις διατάξεις και αναδιατάξεις της πολιτικής σκηνής. Κομματικοποιημένος σαφώς, όχι βέβαια με την «στενή» έννοια του κομματικού οργάνου, αλλά με την έννοια ότι ανέλαβε σημαντικό ιδεολογικό ρόλο, το ρόλο της ενοποίησης των διάσπαρτων πολιτικών ιδεολογικών και στρατηγικών στοιχείων που ενυπήρχαν στα δυο αντιμαχόμενα κοινωνικά μπλοκ και της πολιτικής τους κατεύθυνσης (καθήκοντα καθοδήγησης).

Σ' αυτό ακριβώς συνίσταται ο άμεσος πολιτικός ρόλος που κατέχει σήμερα περισσότερο από άλλοτε.

3.4.4. Στην εκπαίδευση
Η ενίσχυση των πολιτικών κομμάτων στην εκπαίδευση ωφελείται στην επέκταση των αντιπροσωπευτικών οργάνων σ' όλες τις βαθμίδες της. (Βλ. παρακάτω).

Η «συμμετοχή-συνδιοίκηση» ενέπλεξε τους κομματικούς μηχανισμούς στην διοίκηση των ΑΕΙ, των ΤΕΙ, των σχολείων, ανέθεσε δηλαδή στα πολιτικά κόμματα ένα μέρος της διαχείρισης τους, της «εύρυθμης» λειτουργίας τους και της νομιμοποίησης τους.

Η ενίσχυση αυτή, σαν τάση, πριμοδοτήθηκε και από τη συνολική συγκυρία της εκπαιδευτικής κρίσης όπως και από τις θεσμικές παρεμβάσεις της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ μια και η χρησιμοποίηση των κινημάτων (π.χ. του φοιτητικού ή του ΕΔΠ) ήταν αναγκαίο για να «αλώσει» τους μηχανισμούς και να αναδιατάξει τους συσχετισμούς στο εσωτερικό τους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β:

Αντιπροσώπευση και κοινοβουλευτισμός στη μεταπολίτευση

1. Η επέκταση της καθολικής ψηφοφορίας

Η αποδοχή του κοινοβουλευτισμού από τις λαϊκές μάζες χρονολογείται ήδη από την προδικτατορική περίοδο,. την περίοδο άμυνας του λαού απέναντι στις παραβιάσεις της νομιμότητας από την εξουσία. Ο κοινοβουλευτισμός όμως στη μεταπολίτευση δεν αφορά μόνο την αποδοχή της «κοινοβουλευτικής αρχής» για τη συγκρότηση της κυβέρνησης. Διευρύνεται σαν ιδεολογική αποδοχή μιας συγκεκριμένης μορφής οργάνωσης της «δημοκρατίας».

Στην ενδεκαετία της μεταπολίτευσης 19741985 πρώτα απ' όλα επεκτείνεται σημαντικά η καθολική ψηφοφορία. Στις εκλογές του '74 υπήρχαν 6.241.066 γραμμένοι, το '77 6.403.738, το '81 7.059.778 (πίνακας 1). Το ΠΑΣΟΚ ολοκλήρωσε αυτήν την επέκταση. Με την καθιέρωση της ψήφον στα 18, θα ανεβάσει τον αριθμό των πολιτών που κατέχουν το γενικό εκλογικό δικαίωμα σε 7.460.669 (ευρωεκλογές > 84)34. Στις τελευταίες εκλογές της 2ας Ιουνίου 1985 ο αριθμός των γραμμένων θα φτάσει στα 7.661.588. Δηλαδή στην περίοδο 19741981 προστέθηκαν 820.000 περίπου νέοι εκλογείς (ποσοστό 13.1%),. ενώ συνολικά στην περίοδο 19741985 προστέθηκαν 1.420.500 (ποσοστό 22,8%), Αυτή η σημαντική αύξηση δεν οφείλεται στην αύξηση του πληθυσμού. Το ποσοστό των, ψηφοφόρων στον συνολικό πληθυσμό της Ελλάδας ήταν το 1974 69,6%. Το 1981 είχε φτάσει στο 72.6% και το 1985 στο 78.3%. (Ίσως λίγο μικρότερο γιατί για τον συνολικό πληθυσμό πήραμε σαν βάση τον πληθυσμό του '82 ελλείψει νεοτέρων στοιχείων. Πάντως δεν πέφτει κάτω από 76,5%) (πίνακας 1).

Δηλαδή σχεδόν το 80% της ελληνικής κοινωνίας ψηφίζει.

Η ιδεολογική αποδοχή γίνεται πιο εμφανής αν εξετάσουμε την συμμετοχή στις εκλογικές διαδικασίες. Πρόκειται σίγουρα για ελληνική ιδιομορφία.

Σε μια συγκυρία που χαρακτηρίζεται από τον εκφυλισμό του αντιπροσωπευτικού συστήματος σ' όλες τις χώρες του όψιμου καπιταλισμού (ενδεικτικά η συμμετοχή στις προεδρικές εκλογές στην Αμερική δεν ξεπερνά το 53%, στις δε «ενδιάμεσες» για την εκλογή του Κογκρέσσου μόλις και μετά οίας αγγίζει το 43%), τη γενίκευση του κοινωνικού συντηρητισμού και της εξατομίκευσης, του ευνουχισμού και της αδράνειας των κοινωνικών υποκειμένων, τη καταθλιπτική εξάπλωση της απάθειας και της αποχής από την πολιτική και το πολιτικό εν γένει, σε μια συγκυρία όπου η εκλογική διαδικασία περνάει σχεδόν απαρατήρητη, διεξάγεται δια της τηλεοράσεως, ή τείνει να αφορά σχεδόν αποκλειστικά τους επαγγελματίες γραφειοκράτες, τους διαφημιστές ή τους «πολιτικούς επιστήμονες» - μελετητές του εκλογικού «φαινομένου», η «Ελλάδα» διαφοροποιείται ριζικά.

Αν κάτι χαρακτηρίζει ολόκληρη την περίοδο που εξετάζουμε ('74'85) είναι η εντεινόμενη όχι μόνο συμμετοχή αλλά και κινητοποίηση των μαζών στον κοινοβουλευτικό αγώνα. Η κινητοποίηση αυτή πήρε στις τελευταίες αναμετρήσεις '81, '84, '85 εκρηκτικές διαστάσεις. Οι προεκλογικές συγκεντρώσεις εκατομμυρίων στις εκλογές του Ιουνίου, η ταξική πόλωση και γενικά το προεκλογικό κλίμα αντιπαράθεσης, αποτελεί πρωτοφανές φαινόμενο τόσο για την Ελλάδα, όσο και για τις δυτικές δημοκρατίες.

Το 1974 ψήφισαν 4.963.558, το 1981 5.753.478 ενώ το 1985 6.422.352. Στην περίοδο 1974-1981 ψήφισαν περίπου 790.000 περισσότεροι ψηφοφόροι, ποσοστό 15,9%, ενώ συνολικά στην περίοδο 1974-1985 1.460.000, ποσοστό 29,4% (πίνακας 2). Δηλαδή η αύξηση των ψηφισάντων είναι. σημαντικά μεγαλύτερη (7,4%) από την αύξηση των γραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους. Το ποσοστό της αποχής θα πέσει από 20,5% το '74 στο 16,2% το '85. (πίνακας 1).

Παράλληλα εμπεδώνεται και ο «ευπρεπισμός» (η αίγλη) με τον περιορισμό των αντιεκλογικών πρακτικών (άκυρα, λευκά). Το '74 υπήρχαν 54.584 (ποσοστό 1,0%), το '81 82.421 (1,43%). Το '85 και παρά την σημαντική αύξηση των ψηφοφόρων θα πέσουν στις 57.3313, ποσοστό 0.89%. Κανείς δεν αμφισβητεί τις εκλογές.

2. Η επέκταση της αντιπροσώπευσης

Δεν πρόκειται όμως για την επέκταση της καθολικής ψηφοφορίας με την διεύρυνση του γενικού εκλογικού δικαιώματος.

Η κοινοβουλευτική ιδεολογία εμπεδώνεται και με την περαιτέρω ανάπτυξη του αντιπροσωπευτικού συστήματος, για πρώτη φορά στην Ελλάδα.

Ο κυριότερος άξονας της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ από το '81 και μετά συνιστάται στην επέκταση της αντιπροσώπευσης (Η «ολοκλήρωση της Δημοκρατίας»), δηλαδή στη δημιουργία νέων αντιπροσωπευτικών οργάνων, πέρα από το κοινοβούλιο, σε διάφορα επίπεδα και κλάδους των κρατικών μηχανισμών.

Α) Στο επίπεδο της κρατικής διοίκησης, θεμελιώνεται η αντιπροσώπευση με τα νομαρχιακά συμβούλια*5.

Στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης καθιερώνεται ο θεσμός των παρέδρων για την εκπροσώπηση των συνοικισμών. Συγκροτούνται τα συνοικιακά συμβούλια, τα συμβούλια διαμερισμάτων, τα επαρχιακά συμβούλια, οι επιτροπές γειτονιάς και η λαϊκή Συνέλευση36.

Μια σειρά από επαγγελματικά όργανα, τα οποία όμως επιτελούν συγχρόνως κρατικές λειτουργίες όπως τα επιμελητήρια (τεχνικό, το νεοσύστατο οικονομικό, τα εμπορικά, τα βιομηχανικά και τεχνικά) ή ακόμα νεοσύστατοι θεσμοί που παρεμβαίνουν σε επιμέρους τομείς της κρατικής πολιτικής, όπως το Εθνικό Συμβούλιο Αναπτυξιακής Πολιτικής (ΕΣΑΠ) για την οικονομική πολιτική, το Συμβούλιο Ανώτατης Παιδείας37, για την ανώτατη εκπαίδευση κ.λπ., αποκτούν τον ρόλο νομιμοποίησης της κρατικής πολιτικής, μέσα από το σχήμα της «συμμετοχής της κοινωνίας» (ή των αρμοδίων κοινωνικών φορέων π.χ. το TEE ή το ΟΕΕ).

Β) Στον συνδικαλισμό, το ΠΑΣΟΚ με τον Ν1264 1982 «για τον εκδημοκρατισμό του συνδικαλιστικού κινήματος και την κατοχύρωση των συνδικαλιστικών ελευθεριών των εργαζομένων», καθιερώνει την απλή αναλογική σαν πάγιο σύστημα για την εκλογή των οργάνων των συνδικαλιστικών οργανώσεων και εκκαθαρίζει το σ.κ. από τον εργατοπατερικό συνδικαλισμό της Δεξιάς. Ανάλογο ισχύει και για τους συνεταιρισμούς38. Η νέα συνδικαλιστική γραφειοκρατία προσδένεται τώρα στενότερα στους κομματικούς μηχανισμούς. Στο ζήτημα που εξετάζεται εδώ, δεν ενδιαφέρει αν και κατά πόσο αυτού του τύπου ο εκδημοκρατισμός επέτρεψε την μεγαλύτερη οργάνωση ή την αύξηση αγωνιστικότητας της εργατικής τάξης και των υπόλοιπων εργαζομένων σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο. Αυτό που επισημαίνουμε απλώς εδώ είναι η σταθεροποίηση και νομιμοποίηση των συνδικάτων σαν ιδεολογικών μηχανισμών μακροκρόθεσμα, η διεύρυνση της εμβέλειας τους σαν θεσμών διαμεσολάβησης των ταξικών συγκρούσεων, η στενότερη σχέση τους με τα πολιτικά κόμματα.

Στην ίδια κατεύθυνση εντάσσεται η «κοινωνικοποίηση»39 του δημόσιου τομέα, η καθιέρωση των «εποπτικών συμβουλίων»*1 ", η θέσπιση της «συμμετοχής» των εργαζομένων στις διοικήσεις των δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών, η κύρωση της 135 Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας4 ', όπως και οι διακηρύξεις για τον «δημοκρατικό προγραμματισμό της οικονομίας», σύμφωνα με τις οποίες προβλεπόταν η διαμόρφωση των Αναπτυξιακών Επιτροπών Βάσης που θα αποτελούνταν από εκπρόσωπο συνδικαλιστικών και επαγγελματικών οργανώσεων, εκπροσώπους των ΟΤΑ κ.λπ. (Διακήρυξη Κυβερνητικής Πολιτικής)42.

Γ) Η αντιπροσώπευση στους ιδεολογικούς μηχανισμούς

1. Εκπαίδευση

Στο πρωτοβάθμιο και δευτεροβάθμιο επίπεδο η εκπροσώπηση καθιερώνεται με το νομοσχέδιο που έχει κατατεθεί43.

Πρέπει να σημειώσουμε ακόμα ότι με τον νέο κανονισμό των μαθητικών κοινοτήτων και την καθιέρωση των γενικών μαθητικών εκλογών εμπεδώνεται ο κοινοβουλευτισμός στα σχολεία.

Στο τριτοβάθμιο επίπεδο με το Ν 1268 1982 «για τη δομή και τη λειτουργία των ΑΕΙ και το Ν 1404 1983 «για τη δομή και λειτουργία των τεχνολογικών επιστημονικών ιδρυμάτων» καθιερώνεται η «συνδιοίκηση» των πανεπιστημίων και των ΤΕΙ από τους καθηγητές, το ΕΔΠ, τους φοιτητές, το βοηθητικό προσωπικό ενώ με το ΣΑΠ (πρώην ΕΣΑΠ) και το ΣΤΕ, όπως είπαμε πριν, επιτυγχάνεται ο «κοινωνικός» έλεγχος στην ανώτατη παιδεία.

2. Ραδιοτηλεοπτικά μέσα

Στην «Πρόταση για τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα» προβλέπεται η 44 μελής Αντιπροσωπευτική Συνέλευση Κοινωνικού Ελέγχου (ΑΣΚΕ). Επίσης στο 11 μελές ΔΣ του «ενιαίου φορέα» μετέχουν 2 μέλη της ΑΣΚΕ, και 3 μέλη από τη ΓΣΕΕ, την ΚΕΔΚΕ και το ΣΑΠ αντίστοιχα. 3. Αθλητισμός

Με την «εξυγίανση» του καθεστώτος που επικρατούσε στους αθλητικούς συλλόγους, την καθιέρωση της «απλής αναλογικής» στις ομοσπονδίες, ενισχύθηκε η αντιπροσώπευση στο επίπεδο του ερασιτεχνικού αθλητισμού που είναι και ο πιο μαζικός.

3. Κοινοβουλευτισμός και μαζικό κίνημα

Πέρα από την γενίκευση της καθολικής ψηφοφορίας και την επέκταση του αντιπροσωπευτικού συστήματος, ο κοινοβουλευτισμός στην μεταπολίτευση διευρύνεται και σαν μορφή οργάνωσης σ' όλα τα επίπεδα τον μαζικού κινήματος και των κοινωνικών χώρων. Πρόκειται για την συντριπτική ηγεμονία της αστικής ιδεολογίας, την αποδοχή μιας συγκεκριμένης μορφής οργάνωσης της «δημοκρατίας», που δεν είναι άλλη από την αστική.

Στα συνδικάτα, τις ομοσπονδίες, τους επιστημονικούς συλλόγους, τις συνδικαλιστικές οργανώσεις αλλά και στους φοιτητικούς συλλόγους, τις μαθητικές κοινότητες, τους πολιτιστικούς φορείς ακόμα και στους αθλητικούς συλλόγους, η αναπαραγωγή ανοιχτών ή συγκεχυμένων μορφών αντιπροσώπευσης που αντλούν το περιεχόμενο τους από το κοινοβουλευτικό μοντέλο είναι φανερές.

Ένα παράδειγμα: το φοιτητικό κίνημα.
Πιστεύουμε ότι στο φοιτητικό κίνημα καθρεπτίζεται η πιο αναπτυγμένη και καθαρή μορφή αυτής της ιδεολογικής περιπέτειας.

Η εμφάνιση, η άνδρωση και ο εκφυλισμός του ΦΚ από τον αντιδικτατορικό αγώνα (1972-73) με αποκορύφωμα της πάλης του την εξέγερση του Πολυτεχνείου, τις μάχες της μεταπολίτευσης,την ύστατη αναλαμπή των καταλήψεων του '79 μέχρι τον πλήρη εκφυλισμό του μετά την «Αλλαγή» (ορόσημο αποτελεί το 11ο Πανσπουδαστικό Συνέδριο του '82 - ό,τι ακολουθεί δεν έχει καμιά σχέση με το Φ.Κ. της περιόδου 1972-1982), είναι οι ιστορικές στιγμές μια διαδικασίας μεταμορφισμού*4. i

Το πιο δυνατό, πολιτικοποιημένο, οργανωμένο (δημοκρατικά) κομμάτι του λαϊκού κινήματος που αναλαμβάνει κεντρικά πολιτικά καθήκοντα, που οργανώνει και πραγματοποιεί πορείες ενός εκατομμυρίου κόσμου, που δίνει κεντρικές πολιτικές πολιτικές μάχες (NATO, βάσεις, ΕΟΚ, Αιγαίο, αποχουντοποίηση κ.λπ) θα ανταλλάξει μέσα σε μια 10ετία την φυσιογνωμία του και την δυναμική του ως κίνημα με κάτι άλλο: μια μαζικότατη, τυπικά κοινοβουλευτική, πολιτική διαδικασία με καθοριστικό βάρος στην πολιτική σκηνή.

Η μεταμόρφωση είναι πλήρης. Όμως το ΦΚ - και αυτό είναι το ελληνικό παράδοξο - δεν διαλύθηκε ούτε απώλεσε τον κεντρικό του ρόλο στην μεταπολιτευτική πολιτική σκηνή. Αυτός ο ρόλος μάλιστα ενισχύεται. Κάθε νέα τάση που εμφανίζεται στις φοιτητικές εκλογές (Η άνοδος της ΔΑΠ, η πτώση της ΠΑΣΠ, κ.λπ) καταγράφονται άμεσα στις πολιτικές εξελίξεις, επηρεάζουν εκτιμήσεις, τροποποιούν συσχετισμούς.

Το ΦΚ στην Ελλάδα δεν οδηγήθηκε ούτε στην διάλυση ούτε στην εξαφάνιση ούτε στην αποπολιτικοποίηση, όπως συνέβη με τα φοιτητικά κινήματα άλλων χωρών, όπως τις Γαλλίας ('68) ή της Ιταλίας ('68'77), πολύ πιο ριζοσπαστικά και προχωρημένα. Στην Ελλάδα δεν οδηγηθήκαμε σε μια κατάσταση αδιαφορίας όπου μόνο το 3% των φοιτητών - ψηφίζει (Γαλλία), φοιτητικές παρατάξεις δεν υπάρχουν, τα αιτήματα περιορίζονται αυστηρά σε ζητήματα διοικητικών διευκολύνσεων κ.λπ.

Αντίθετα, η κομματικοποίηση κυριαρχεί περισσότερο από παλιά, ο υπερπολιτικός χαρακτήρας - συστατικό στοιχείο της ιδεολογίας του μεταπολιτευτικού ΦΚ - διατηρείται. Παρόλα αυτά το ΦΚ μετατράπηκε στο αντίθετο του.

Το 1974, πρώτη χρονιά της μεταπολίτευσης, στις πρώτες φοιτητικές εκλογές θα ψηφίσουν 27.200 φοιτητές (ποσοστό 34.0%), το 1975, 40.246 (ποσοστό 43,3%), το 1977 48.576 (ποσοστό 51,1% (πίνακας 3). Σ' αυτήν την περίοδο μπορεί οι εκλογές να αποτελούν μια κεντρική έκφραση του ΦΚ, δεν είναι όμως ούτε η κύρια, ούτε η αποκλειστική. Το κέντρο βάρους του ΦΚ βρίσκεται αλλού, στις Γενικές Συνελεύσεις, στην καθημερινή συλλογικότητα κ.λπ. Οι εκλογές είναι εκλογές ενός κινήματος και δεν αποτελούν παρά μια στιγμή στην κίνηση του. Ας σημειώσουμε το κυριαρχικό βάρος των μαζικών «εκλογοαπολογιστικών» Γ.Σ. όπου γίνεται απολογισμός της δράσης των συλλόγων και των Δ.Σ., συζητιέται το «πρόγραμμα δράσης» για την επόμενη περίοδο, εκλέγονται οι εφορευτικές επιτροπές. Τέλος η καταμέτρηση των ψήφων γίνεται ανοιχτά, μπροστά στη συνέλευση των φοιτητών και παγιώνεται σαν «παράδοση» του κινήματος.

Στην επόμενη περίοδο ύφεσης του ΦΚ όπου οι διαδικασίες αυτές άρχιζαν να ατονούν, οι εκλογές ενισχύονται σαν κεντρική αλλά πλέον και βασική εκδήλωση του ΦΚ.

Μόνη εξαίρεση θα αποτελέσει το κίνημα των καταλήψεων του '79 και η εμφάνιση του νέου. ριζοσπαστικού ρεύματος μέσα στο ΦΚ.

Είναι η μόνη στιγμή όπου όχι μόνο ενεργοποιείται ξανά η κριτική στην γραφειοκρατικοποίηση των οργάνων του κινήματος και στο μοντέλο της δημοκρατίας του, κριτική που σ' ένα βαθμό είχε ασκηθεί από τις παρατάξεις της επαναστατικής αριστεράς παλιότερα, αλλά και όπου υλοποιούνται για πρώτη φορά, μορφές άμεσης δημοκρατίας: Εκλογή Συντονιστικών Επιτροπών Καταλήψεων από τις Γ.Σ., άμεσα ανακλητές, σχετικά συνεχής λειτουργία των Γενικών Συνελεύσεων, ανάπτυξη της δημιουργικότητας και αυτενέργειας. Ένα κομμάτι μάλιστα αυτού του ρεύματος, θα εκφράσει στο εκλογικό επίπεδο την αμφισβήτηση των εκλογών σαν γραφειοκρατικοποιημένη διαδικασία. Τα πολιτικά άκυρα, λευκά θα κάνουν αισθητή την παρουσία τους τόσο το '79 (2.270, ποσοστό 4,5%), όσο και το '80 (2.230, ποσοστό 4,4%) ενώ ισχυρή απήχηση έχει και το σύνθημα της αποχής (πίνακας 4).

Το '81, έτος των εκλογών, παρότι το νέο ρεύμα πολιτικά πια αρχίζει να δύει, η αμφισβήτηση των εκλογικών διαδικασιών φτάνει στο απόγειο της, ίσως και σαν ένδειξη της απογοήτευσης. Τα άκυρα, λευκά φτάνουν στις 3.000, ποσοστό 6,3%, ενώ υπάρχει και σημαντική τάση αποχής σε σχέση με το '80, που (περίπου 3.000) που δεν μπορεί να εξηγηθεί από άλλους λόγους (ο.π.).

Η τρίτη περίοδος είναι του πλήρους εκφυλισμού του ΦΚ, μετά τις εκλογές του '81. (Ορόσημο το 11 Πανσπουδαστικό Συνέδριο του '82). Το ΦΚ ενσωματώνεται μέσω της συνδιοίκησης, οι συνδικαλιστικές παρατάξεις αναλαμβάνουν καθήκοντα κρατικής γραφειοκρατίας και αποκόβονται από οποιεσδήποτε μαζικές διαδικασίες. Η ΕΦΕΕ γίνεται επίσημα κρατικό όργανο που συνδιαλέγεται με την κυβέρνηση και τους καθηγητές ερήμην των φοιτητών.

Σ' αυτή τη φάση, αντίθετα με ότι θα περίμενε κανείς, η συμμετοχή των φοιτητών στις φοιτητικές εκλογές θα αποκτήσει πρωτοφανές διαστάσεις για την μεταπολίτευση.

Στην 5ετία 198286 ο αριθμός και το ποσοστό των φοιτητών που ψηφίζουν αυξάνεται διαρκώς με άλματα (πίνακας 3). Το 1982 ψήφισαν 53.000 περίπου (ποσοστό 60,5%) το 1983 58.000 περίπου, το 1984 74.200 (για πρώτη φορά περιλαμβάνονται οι σπουδαστές των παιδαγωγικών ακαδημιών που ανωτατικοποιήθηκαν), ποσοστό 70,5%, το 1985 84.650 ποσοστό 75,4% και φέτος 1986, 86.087 ποσοστό 75,8% (από αυτούς, οι φοιτητές ΑΕΙ είναι περίπου 76.500 και των παιδαγωγικών 9.600).

Είναι φανερό ότι αυτή η ραγδαία αύξηση δεν οφείλεται στη σημαντική μαζικοποίηση του πανεπιστημίου την ίδια περίοδο. Στην περίοδο 198186 το ποσοστό συμμετοχής αυξάνει 20%. (Από 55,9% το '81 σε 75,8%, το 'So)44 ". Ανάλογη εικόνα εμφανίζει και το σπουδαστικό κίνημα (ΤΕΙ) (πίνακας 5)446.

Παράλληλα οι εκλογές αναδεικνύονται ως αποκλειστική εκδήλωση της ύπαρξης του φοιτητικού κινήματος (πέρα από τις γραφειοκρατικές συνεννοήσεις και μερικές άμαζες πορείες που προπαγάνδιζε η τηλεόραση).

Οι Γενικές Συνελεύσεις γίνονται όλο και πιο σπάνια. Όταν γίνονται τις περισσότερες φορές διαλύονται χωρίς να τελειώσουν. Οι «εκλογοαπολογιστικές» και οι «προγραμματισμού δράσης» καταργήθηκαν, οι εφορευτικές διορίζονται κατ' αναλογία των ποσοστών των παρατάξεων στα ΔΣ, οι καταμετρήσεις σε διάφορες σχολές γίνονται και κεκλεισμένων των θυρών για λόγους «περιφρούρησης».

Το προεκλογικό κλίμα είναι ο καλύτερος δείκτης για την ιδεολογική μεταστροφή.

Ο ευπρεπισμός, οι αφίσες των διαφημιστικών εταιρειών, η υπερπολιτικοποίηση - κομματικοποίηση (στην ουσία αποπολιτικοποίηση) που έφτασε στην ακραία εκδοχή με τις προεκλογικές ομιλίες των αντιπροσώπων των κομμάτων μέσα στις σχολές!, δεν αποτελούν παρά την απλή αναπαραγωγή των βουλευτικών αναμετρήσεων που παρακολουθούμε μετά το '81.

Η νέα ιδεολογική ηγεμονία πιστοποιείται και από την απορρόφηση κάθε είδους αντιεκλογιχών πρακτικών, πέρα από την μείωση της αποχής, τα άκυρα, λευκά περιορίζονται διαρκώς από το '82. Από το 3.09% (1.613 ψήφοι) το '82 πέφτουν στο 1,83% (1.543) το '85. Φέτος το 1986, εμφάνισαν μια σημαντική άνοδο 3,3% (2.852) η σημασία της οποίας είναι νωρίς να εκτιμηθεί (πίνακας 4).

Η επιβολή του εκφυλισμένου κοινοβουλευτικού μοντέλου μεταμόρφωσε λοιπόν το φοιτητικό κίνημα, το πιο μαζικό, πολιτικοποιημένο και δημοκρατικό κομμάτι του λαϊκού κινήματος στην μεταπολίτευση σε μια γραφειοκρατικοποιημένη - μαζική κοινοβουλευτική διαδικασία.

Φαίνεται πια πως η «συμμετοχή στην πολιτική» για τους φοιτητές και τους σπουδαστές αποτελεί συστατικό στοιχείο της ενσωμάτωσης τους στον κοινωνικό τους ρόλο.

Ας επιχειρήσουμε λοιπόν στο σημείο αυτό να συνάγουμε ένα συνολικό συμπέρασμα: Πολιτική και ιδεολογική σταθεροποίηση του κοινοβουλευτισμού σαν μοντέλου οργάνωσης και στρατηγικής, επέκταση τον αντιπροσωπευτικού συστήματος, μαζικότατη συμμετοχή στις εκλογικές διαδικασίες είναι τρία από τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά της μεταπολιτευτικής περιόδου. Και μέσα στο πλέγμα αυτό, ενίσχυση του κόμματος σαν θεσμού που συνέχει τα χαρακτηριστικά αυτά.

Αλλά για να διευκρινίσουμε, δεν υπαινισσόμαστε σαν συμπέρασμα μια λογική «Κράτους των κομμάτων», μια λογική που αναγορεύει τα σύγχρονα πολιτικά κόμματα σε αυτοτελές κέντρο εξουσίας κατά κάποιο τρόπο45. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι η νέα μορφή άσκησης της πολιτικής εξουσίας, στηρίζεται βασικά στην ενίσχυση συνολικά της εκτελεστικής εξουσίας και την πειθάρχηση σ' αυτήν παραδοσιακών στην Ελλάδα κέντρων εξουσίας (στρατός), όπως και την υποτίμηοη συνολικά των παραδοσιακών κέντρων αντιπροσώπευσης (Κοινοβούλιο), σε βάρος της κρατικής διοίκησης, που ο ρόλος της ανέρχεται σταθερά.

Είναι μέσα σ' αυτό το νέο τρόπο δόμησης της αστικής εξουσίας όπου η γενίκευση της αντιπροσώπευσης με την εμπέδωση του κοινοβουλευτισμού και η ενίσχυση των κομμάτων θα συμβάλλουν μ' ένα ιδιαίτερο τρόπο στην οργάνωση νέων μορφών νομιμοποίησης της εξουσίας.

Η λογική του «Κράτους των κομμάτων» υπερεκτιμάει προφανώς την νέα θέση των κομμάτων. Αδυνατεί να συλλάβει τους σημερινούς μετασχηματισμούς του αστικού κράτους και κυρίως συγκαλύπτει τη μετατόπιση των πραγματικών κέντρων εξουσίας που συντελείται σήμερα. Εννοούμε τον αυξανόμενο διαχωρισμό μεταξύ συνταγματικών - νόμιμων και ορατών - μηχανισμών του κράτους και των πραγματικών - εξωνομικών και αόρατων - τόπων όπου εδρεύει η κρατική εξουσία, που πολλοί μαρξιστές θεωρητικοί έχουν περιγράψει (Νίκος Πουλαντζάς, Λουίτζι Φεραγιόλι, Κλάους Όφφε, Μπομπ Τζέσσοπ) κ.λπ.

Το κόμμα υποβαθμίζεται σαφώς σαν μηχανισμός κοινοβουλευτικού ελέγχου, αφού και η Βουλή περιορίζεται ως προς τα καθήκοντα της αυτά. Αποκτά όμως νέα ενισχυμένα καθήκοντα σαν Ιδεολογικός Μηχανισμός του Κράτους (καθήκοντα νομιμοποίησης - συναίνεσης) «παραδημόσια εργαλεία κοινωνικής σταθεροποίησης και συναίνεσης προς τους κρατικούς θεσμούς» (Λ. Φεραγιόλι).

Η ενίσχυση των κομμάτων μέσα στη δομή της μεταπολιτευτικής εξουσίας που εκθέσαμε συνοπτικά πριν αφορά τον νέο ρόλο που αναλαμβάνουν εξαιτίας της εμπέδωσης του κοινοβουλευτισμού και της γενίκευσης των αντιπροσωπευτικών διαδικασιών.

Η ενίσχυση αυτή έγινε κατανοητή στην μεταπολίτευση σαν «κομματικοποίηση». Πράγματι, δεν υπήρξε χώρος μέσα στην ελληνική κοινωνία που να μην είναι «κομματικοποιημένος»: κρατικοί μηχανισμοί, συνδικάτα, ομοσπονδίες, σύλλογοι, επιμελητήρια, σχολεία, πανεπιστήμια, γειτονιές, κοινότητες, πολιτικοί φορείς, αθλητικοί σύλλογοι, καφενεία (τα πράσινα και τα γαλάζια).

Οφείλουμε να διευκρινίσουμε ότι με τον όρο «κομματικοποίηση» δεν δηλώνεται η απέχθεια της αστικής ιδεολογίας προς τα πολιτικά κόμματα που «μολύνουν» με την παρέμβαση τους «ιερούς» χώρους «εθνικών» συμφερόντων, όπως το σχολείο, ο στρατός κ.λπ. κ.λπ. Πρόκειται για τα γνωστά ιδεολογήματα περί «ουδέτερου» (εθνικού) ρόλου της εκπαίδευσης, του κράτους κ.λπ.

Η «κομματικοποίηση» έχει την έννοια ακριβώς ότι άμεσα τα πολιτικά κόμματα οργάνωναν την αντιπροσώπευση μέσα στους κοινωνικούς χώρους. Τα κόμματα που για πρώτη φορά λειτούργησαν δομημένα στο επίπεδο της Ο.Β. (οργάνωσης βάσης) ή του πυρήνα, μέσα δηλαδή στον ίδιο τον κοινωνικό χώρο.

Το φαινόμενο της κομματικοποίησης των κοινωνικών χώρων δεν σημαίνει βέβαια και περισσότερη δημοκρατία σ' αυτούς τους χώρους.

Αντίθετα, η μεταπολιτευτική εμπειρία πείθει, και αυτό ισχύει και για το κοινοβούλιο και για τα υπόλοιπα αντιπροσωπευτικά όργανα, για τα συνδικάτα κ.λπ., ότι αυτά γίνονται όλο και περισσότερο όργανα τυπικής καταχώρησης των ποσοστών αντιπροσώπευσης που αναλογούν στο κάθε κόμμα, ανάλογα με την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση τους(βλ. και Φεραγιόλι). Οδηγούνται στον εκφυλισμό και στο τέλος παρακάμπτονται.

Τυπικό παράδειγμα η ΕΦΕΕ. Στην πρώτη φάση λειτουργούσε σαν συγκροτημένο όργανο. Πριν τη λήψη κάποιας απόφασης έπρεπε να προηγηθεί έντονη αντιπαράθεση. Στην συνέχεια, όταν οι συσχετισμοί παγιώθηκαν μέσα στο φ.κ., οι συζητήσεις αποκτούσαν ολοένα και περισσότερο τον χαρακτήρα της συγκατάθεσης ή της έγκρισης, οι αποφάσεις είχαν παρθεί ήδη πριν υποβληθούν στο όργανο για επικύρωση. Το επόμενο στάδιο ήταν η τυπική ανακοίνωση των αποφάσεων, η τυπική τοποθέτηση των αντιπροσώπων κάθε παράταξης.

Εδώ και αρκετά χρόνια η ΕΦΕΕ παίρνει πλέον αποφάσεις χωρίς καν να συγκληθεί, με τηλεφωνική συνεννόηση των εξουσιοδοτημένων αντιπροσώπων των παρατάξεων που πλειοψηφούν, ακόμη και ερήμην των υπόλοιπων μελών (για πολύ καιρό ΠΑΣΠ - ΠΣΚ - ΔΑ).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ:

Υπάρχει σήμερα κρίση των κομμάτων;

Η γενικευμένη συγκρότηση της αντιπροσώπευσης στην Ελλάδα μεταπολιτευτικά και η μαζική προσχώρηση των μαζών και μάλιστα των λαϊκών μαζών στην κοινοβουλευτική ιδεολογία, πόσο έδαφος θα άφηναν για να τεθεί σήμερα το ερώτημα: υπάρχει κρίση των κομμάτων;

Η συζήτηση βέβαια είναι παλιά46. Αλλά είναι πάντα επίκαιρη πολύ περισσότερο στη σημερινή ελληνική συγκυρία.

Ο Νίκος Πουλαντζάς υποστήριξε τη ταυτόχρονη κρίση τόσο των «κομμάτων εξουσίας» όσο και των εργατικών κομμάτων.

Για τα «κόμματα εξουσίας» (όρο με τον οποίο χαρακτήριζε περιγραφικά τα κόμματα που συμμετέχουν κατά τακτικό τρόπο στην κυβέρνηση ενός «ταξικά αμετάλλακτου αστικού κράτους», συμπεριλαμβανομένων και πολλών σοσιαλδημοκρατικών όπως της Σουηδίας ή της Δ. Γερμανίας ή το Αγγλικό Εργατικό Κόμμα) υποστήριξε ότι τα χαρακτηριστικά του σύγχρονου κράτους, δηλαδή η μετατόπιση των πραγματικών κέντρων εξουσίας προς τη δημόσια - κρατική διοίκηση, η αναγωγή της τελευταίας στον κύριο χώρο λήψης αποφάσεων, η δυνατότητά της να απευθύνεται άμεσα στα διάφορα κοινωνικά - οικονομικά και επαγγελματικά στρώματα χωρίς τους κομματικούς διαύλους, η αποδυνάμωση των αντιπροσωπευτικών μηχανισμών, συνεπάγονται μια κρίση αντιπροσώπευσης αυτών των κομμάτων απέναντι στις τάξεις ή στις μερίδες τάξεων που αντιπροσωπεύουν. Ο ρόλος των κομμάτων αυτών σαν ταξικών εκπροσώπων» είναι πλέον σε παρακμή. Αλλά σύμφωνα με τη συλλογιστική του, όχι μόνο τα «κόμματα εξουσίας» αλλά και τα εργατικά κόμματα (και εδώ συμπεριλαμβάνει, παρά βέβαια τις διαφορές τους, και τα Κομμουνιστικά Κόμματα και αρκετά Σοσιαλιστικά όπως το γαλλικό ή το ισπανικό κόμμα, στη βάση ενός γενικού τύπου σχέσης με την εργατική τάξη και το κοινωνικό χώρο του εργοστασίου), βρίσκονται σε κρίση αντιπροσώπευσης, που γενικεύεται έτσι σ' όλο το «κομματικό σύστημα». Την κρίση των εργατικών κομμάτων προκαλεί η εμφάνιση στο προσκήνιο νέων κοινωνικών συνόλων όπως οι γυναίκες, η νεολαία κ.λπ. σαν αποτέλεσμα της επέκτασης του κρατικού αυταρχισμού σε τομείς της ιδιωτικής σφαίρας».

Οι παρατηρήσεις του Πουλαντζά για τις μορφές οργάνωσης του σύγχρονου αυτού κρατικού αυταρχισμού που συνεπάγεται η στρατηγική μετάθεση των κέντρων εξουσίας στην κρατική διοίκηση και στη γραφειοκρατία («περιορισμοί ελευθεριών, ηλεκτρονικό φακέλωμα, παρακμή του ρόλου του νόμου, καινούργιος ρόλος των μηχανισμών αστυνόμευσης και «δικαιοσύνης» μέσα από την οργανική πια αλληλεξάρτηση τους, νέες πολυσύνθετες μορφές κοινωνικού ελέγχου διάχυτες στις παραμικρές πτυχές της καθημερινής ζωής»), όπως και οι ιδεολογικές τομές και αναδιατάξεις που τη συνοδεύουν (ρατσισμός, ιρρασσιοναλισμός, νεοφιλελευθερισμός), συνιστούν πράγματι σοβαρές και διεισδυτικές επισημάνσεις που πρέπει να κρατήσουμε υπ' όψη.

Όσον αφορά όμως την «κρίση του κομματικού συστήματος» - και αναφερόμαστε ειδικότερα στα «κόμματα της εξουσίας» - ο Ν. Πουλαντζάς φαίνεται να δίνει μια μονοδιάστατη εκδοχή στο ρόλο του πολιτικού κόμματος: αυτήν του «ταξικού αντιπροσώπου».

Υποτιμά όμως έτσι την άλλη, ισοδύναμη πλευρά του, αυτή του «καναλιζαρίσματος» των μαζών και του ρόλου του σαν κρατικού θεσμοποιημένου μηχανισμού στη διεύρυνση της κοινωνικής βάσης της εξουσίας. Πραγματικά, οι μορφές που πήραν τα σύγχρονα πολιτικά κόμματα και κυρίως η εμφάνιση των «μαζικών αστικών κομμάτων» δείχνουν ότι τα δύο στοιχεία συνυπάρχουν οργανικά σαν εσωτερικά στοιχεία.

Αν λοιπόν ο ρόλος του πολιτικού κόμματος δεν είναι μόνο η αντιπροσώπευση μιας κοινωνικής τάξης (ή μιας μερίδας της κ.λπ.), είναι φανερό ότι η μετατόπιση των κέντρων εξουσίας προς τη διοίκηση και την εκτελεστική εξουσία δεν αποδυναμώνει τα κόμματα, τη στιγμή που αναμφίβολα αποδυναμώνει το Κοινοβούλιο, τους μηχανισμούς ελέγχου της διοίκησης και ατονεί τη λειτουργία του κόμματος σαν μηχανισμό ελέγχου.

Έτσι, παρ' ότι οι μορφές που παίρνει η κρίση της παραδοσιακής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας διευρύνονται συνεχώς στη σημερινή φάση του «μονοπωλιακού καπιταλισμού», ο ρόλος του «κόμματος» σαν διαμεσολαβητικού μηχανισμού των μαζών, ρόλος στην νομιμοποίηση της εξουσίας, ενισχύεται.

Από την άλλη μεριά και η εκδοχή για την κρίση τους ως «ταξικών εκφραστών» - εκπροσώπων εξακολουθεί να παραμένει ένα μεγάλο ερωτηματικό. Κι αυτό γιατί η αστική τάξη στην πραγματικότητα, όπως ξέρουμε, ποτέ δεν οργάνωσε την ηγεμονία της μέσα από τα αστικά κόμματα. Το κέντρο όπου οργανώνεται η αστική κυριαρχία ήταν και εξακολουθεί πάντα να είναι το αστικό κράτος και οι μηχανισμοί του (διοίκηση, στρατός, ιδεολογικοί μηχανισμοί κ.λπ.). Το πραγματικό κόμμα της αστικής τάξης είναι πάντα το ίδιο το κράτος.

Τα αστικά κόμματα - και μιλάμε κυρίως για τα κόμματα μαζών - αποτέλεσαν ιστορικά την απάντηση της αστικής τάξης στην διαμόρφωση των μεγάλων μαζικών οργανώσεων της εργατικής τάξης δηλαδή των εργατικών συνδικάτων, των Κομμουνιστικών Κομμάτων, των κομμάτων της Αριστεράς.

Χρονικά πάντα ακολουθούσαν, ποτέ δεν προηγήθηκαν47. Ο τόπος, το κέντρο όπου συγχωνεύονται οι στρατηγικές επιδιώξεις της αστικής τάξης και των μερίδων της, ο χώρος που λύεται το ζήτημα της ενδοαστικής ηγεμονίας είναι το ίδιο το κράτος. Ο ρόλος του κόμματος για την αστική τάξη ήταν κύρια ιδεολογικός, σαν μηχανισμός εμπροσθοφυλακής και ταυτόχρονα οπισθοχώρησης. Αν για παράδειγμα εξετάσουμε το ρόλο της μαζικής οργάνωσης που διαθέτει σήμερα η Ν.Δ., θα διαπιστώσουμε αυτή τη διπλή λειτουργία. Είναι μηχανισμός εμπροσθοφυλακής, με την έννοια ότι είναι ο κινητήριος μοχλός που με τη δράση του στους κοινωνικούς χώρους, τις κινητοποιήσεις του, ακόμα και τους τραμπουκισμούς του νομιμοποιεί το αίτημα της πολιτικής «απαλλαγής». Αλλά ταυτόχρονα είναι και μηχανισμός οπισθοχώρησης, χώρος δηλαδή που συγκρατεί τις μάζες μετά τις εκλογικές ήττες, χώρος συσπείρωσης αμυντικής ακόμα και «ψυχολογικής» ανασύνταξης.

Επίλογος: μερικά πρώτα συμπεράσματα

Στη μεταπολιτευτική περίοδο εξελίχθηκε μια διαδικασία στην οποία ενυπάρχουν δυο φαινομενικά αντίθετες τάσεις. Η πρώτη αφορά την ενίσχυση της αντιπροσώπευσης, την δημιουργία για πρώτη φορά (η τομή...) συνεκτικών δεσμών μεταξύ αντιπροσώπων και αντιπροσωπευόμενων. Δεν υπάρχει δηλαδή κατά την περίοδο αυτή ('74'85) κάποιο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας που να μη διαμεσολαβείται και να μην αντιπροσωπεύεται στην πολιτική.

Αυτή την αντιπροσώπευση αναλαμβάνουν να την υλοποιήσουν τα πολιτικά κόμματα σαν αναγνωρισμένοι πια κρατικοί μηχανισμοί. Αυτό συνιστά και την ενίσχυση τους μέσα στο πλέγμα των ιδεολογικών μηχανισμών.

Βέβαια δεν πρέπει να εκλαμβάνεται η ενίσχυση αυτή σαν αποτέλεσμα της κρατικής τους αναγνώρισης. Μια τέτοια άποψη καταλήγει αναπόφευκτα στον νομικισμό ή, στον πολιτικισμό γιατί αδυνατεί να συλλάβει τα πολιτικά κόμματα σαν προϊόντα της ταξικής πάλης των συγκεκριμένης περιόδου.

Η εμφάνιση των πολιτικών κομμάτων, η συμπύκνωση της ιδεολογίας τους και της πολιτικής τους φυσιογνωμίας, η αποκρυστάλλωση όλων αυτών σε μια συγκεκριμένη οργανωτική μορφή είναι αποτελέσματα της εισβολής στην πολιτική των λαϊκών μαζών, της εμφάνισης νέων κοινωνικών υποκειμένων (εργοστασιακό προλεταριάτο, νέα μικροαστικά στρώματα), της πρωτοφανούς ενίσχυσης του πολιτικού ρόλου του φοιτητικού και του νεολαιίστικου κινήματος όπως και των αγροτικών στρωμάτων.

Σαν τέτοια πρέπει να μελετηθούν τα πολιτικά κόμματα και οι σχέσεις εκπροσώπησης που οικοδόμησαν και όχι σαν κινήσεις επιτελείων ή προσωπικά «δημιουργήματα» πολιτικών φυσιογνωμιών.

Η δυναμική των κοινωνικών τάξεων και η παρουσία τους (άμεσα ή στρεβλά) στην πολιτική είναι η μόνη που μπορεί να καθορίζει τη δομή του κράτους, την τελική διαμόρφωση των κέντρων εξουσίας και την πολιτική του. Είναι κραυγαλέα για παράδειγμα η σύγκριση του μοντέλου μεταπολίτευσης μεταξύ Ελλάδας και Ισπανίας. Ενώ στην πρώτη έχουμε τομή με ενίσχυση των κομμάτων και εμπέδωση του κοινοβουλευτισμού (με «πειθάρχηση» του στρατού), στη δεύτερη η δομή του φρανκικού κράτους παραμένει σχεδόν άθικτη (καθοριστικός ρόλος του στρατού, μοναρχία, φασιστικό δικαστικό σώμα, στρατιωτική αστυνομία, φασιστικό κόμμα κ.λπ.).

Η δυναμική των λαϊκών τάξεων είναι λοιπόν που παρεμβαίνει με την αποκρυστάλλωση της στα πολιτικά κόμματα στη δομή του κράτους.

Βέβαια η πρώτη αυτή τάση εξαντλείται στη σταθεροποίηση του κοινοβουλευτικού και μόνο μοντέλου αντιπροσώπευσης. Εδώ πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη η εμπέδωση της κοινοβουλευτικής ιδεολογίας στη συνείδηση των λαϊκών μαζών, ήδη από την προδικτατορική περίοδο. Η ιστορική ηγεμονία του αστικού μοντέλου της κοινοβουλευτικής πολιτικής που στη μεταπολίτευση υλοποιήθηκε ακόμα και σαν τρόπος οργάνωσης του λαϊκού κινήματος είναι μια ελληνική ιδιομορφία.

Η εκφυλιστική κρίση και η χρεοκοπία της μορφής οργάνωσης του λαϊκού κινήματος η επαγγελματοποίηση ενός ολόκληρου πολιτικού και συνδικαλιστικού προσωπικού - γεγονός που επιταχύνθηκε με τη διεύρυνση των αντιπροσωπευτικών θεσμών («συμμετοχή») που υλοποίησε το ΠΑΣΟΚ - είναι ο καθρέφτης της εκφυλιστικής πορείας της ίδιας της αστικής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και στοιχείο αναίρεσης της πρώτης τάσης.

Σημειώσεις

1.. Σ το πλαίσιο αυτό ο Ν. Μουζέλης υποστηρίζει ότι «πολύ συχνά δε πίσω απ' αυτούς του; διάφορους διαξιφισμούς με τις αφηρημένες έννοιες και τις υψηλές ηθικές αρχές βρίσκουμε να κρύβονται καθαρά ιδιοτελή συμφέροντα και προσωπικές φιλοδοξίες - πράγμα καθόλου εκπληκτικό βέβαια αν πάρουμε υπόψη την ιδεολογική και οργανωτική ρευστότητα των ελληνικών κομμάτων, την ευκολία με την οποία οι πολιτικοί μας μεταπηδούν από το ένα κόμμα στο άλλο και γενικότερα το σύστημα της εκλογικής πελατείας με τις αντίστοιχες ιδεολογικές του επιπτώσεις» (σελ. 303304). Επίσης Μεϋνώ, (1966).

2. Για την κριτική αυτής της θέσης βλ: Νικολακόπουλος (1985). Για μια τεχνοκρατική κριτική Σημίτης: «Ο παλαιοκομματισμός. Κίνδυνος για την ουσία της αλλαγής» (2.1.79) στο Σημίτης (1979), σελ. 53 κ.ε.

3. M. Duverger (1976), σελ. 118.

4.. Στη διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη διαβάζουμε: «Έχει ο Λαός μας πικρή πείρα από τους κομματικούς σχηματισμούς του παρελθόντος που στηρίζονταν στη φεουδαρχική σχέση ανάμεσα σε ηγέτες και δουλευτές, ανάμεσα σε βουλευτές και κομματάρχες, ανάμεσα σε κομματάρχες και ψηφοφόρους. Από κομματικούς μηχανισμούς που είχαν αντικαταστήσει τις αρχές, το πρόγραμμα και τις δημοκρατικές διαδικασίες με το ρουσφέτι και το παρασκήνιο. Καθολικό είναι το αίτημα για πολιτικούς οργανισμούς αρχών, που να τους διακρίνει η ελεύθερη δημοκρατική έκφραση της βάσης, για να δεσμεύεται η ηγεσία στις πολιτικές αποφάσεις και για να υπάρχει συνέπεια και συνέχεια».

5. Τα «Πολιτικά θέματα» σχολιάζουν: «Ήλθε η ώρα, που ο Καραμανλής ασχολήθηκε και με το οίκο του κόμμα, ανοίγοντας ένα νέο σημαντικό κεφάλαιο στη νεότερη πολιτική ιστορία του χώρας, βάζοντας τέρμα στα προσωπικά κόμματα και παρουσιάζοντας στον ελληνικό λαό to πρώτο δημοκρατικό οργανωμένο κόμμα.

Το έργο αυτό δεν ήταν ούτε εύκολο, ούτε απλό. Στην ιστορία της χώρας αποτελούσε κάτι καινούργιο, κάτι το πρωτόγνωρο, το άγνωστο» (1984 σελ. 36). Ακόμα Γουντχάουζ, (1982), σελ. 301302, Μασσίπ, (1982), σελ. 132137.

6. «Από το 1981 - μετά την εκλογική ήττα της - η ΝΔ αποδύθηκε σ' ένα συνεχή αγώνα για να γίνει «κόμμα». Μέχρι τότε ήταν κόμμα «στα χαρτιά» (...) Ήταν το κόμμα της εξουσίας και χρησιμοποιούσε για τις λειτουργίες του τον κρατικό μηχανισμό. Το κράτος ήταν το χόμμα. Όταν πέρασε στην αντιπολίτευση, άρχισε να οργανώνεται στην κορυφή και στη βάση. Σήμερα έχει 2.476 οργανώσεις (υπ. ΧΒΓΜ)». (Αντωνόπουλος κ.α. 1984, 10 Οκτωδρίου).

7. «Η ανάπτυξη των δυνάμεων της ΝΔ ήταν ένα σκληρό επίπονο έργο, που συντελέστηκε αθόρυβα και που φάνηκε εντυπωσιακά στις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Τότε ακριβώς ξεκίνησε η ανάγκη για μια περισσότερη οργανωτική δουλειά του κόμματος (υπ. ΧΒΓΜ). Πολιτικά θέματα, 1984, σελ. 26). Ο Κ. Μητσοτάκης, μετά την συντριπτική ήττα της 2ης Ιουνίου '85, θα επισημοποιήσει τη «στροφή στις μάζες» κηρύσσοντας «μαζικό αγώνα βάσης» (!!) «Καθημερινή: Ποια πολιτικά σας σχέδια εξυπηρετεί η σύγκληση του συνεδρίου;»

ΑΠ.: Το κόμμα πρέπει να πάρει μια καινούργια οργανωτική δομή. Η σημερινή δομή είναι απαρχαιωμένη και δεν είναι αρκετά αποτελεσματική. Πρέπει να φτιάξουμε μια πιο σύγχρονη κομματική οργάνωση για να είναι περισσότερο αποδοτική. Πρέπει να προχωρήσουμε την οργάνωση βάσης, γιατί με τα σημερινά δεδομένα το μόνο μας στήριγμα είναι η οργανωμένη βάση. Γι αυτό θα μεταφέρουμε τον αγώνα στη βάση. θα κάνουμε μαζικό αγώνα βάσης. Και για να το πετύχουμε, πρέπει να προχωρήσουμε περαιτέρω την οργάνωση. Και αυτός θα είναι και ο στόχος του Συνεδρίου. Να εκσυγχρονίσουμε πλήρως το κόμμα μας» (Συνέντευξη στην Καθημερινή, Κυριακή 16-17 Ιουνίου 1985).

8. Για μια συνοπτική ματιά στην εξέλιξη των πολιτικών κομμάτων και των συσχετισμών μετά το '45 βλ. F. Borella (1983).

9.. Πουλαντζάς (1979): «Το καινούργιο αυτό πελατειακό φαινόμενο του σύγχρονου κράτους διακρίνεται από τη κλασσική περίπτωση της πελατείας στο μετρό που δεν περνάει πια τόσο μέσα από προσωπικές θέσεις κομματικής πατρωνίας αλλά μέσα από εκείνα τα διοικητικά κυκλώματα κοινωνικής αρωγής του σύγχρονου κράτους που παραμένουν ακόμα ενεργά».

Οι μορφές των πελατειακών σχέσεων που χαρακτηρίζουν το σύγχρονο κράτος ενισχύονται και από ένα επιπρόσθετο αλλά διακριτό λόγο, τη σημερινή κρίση του κράτους πρόνοιας (Welfare state) που οφείλεται στη νέα στρατηγική επίθεση τον κεφαλαίου που εξελίσσεται σ' όλες τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες (και στην Ελλάδα από τον Οκτώβριο '85). Η ενίσχυση των πελατειακών σχέσεων εξαιτίας αυτού του λόγου είναι εμφανέστερη π.χ. στις ευρωπαϊκές χώρες παρά στην Ελλάδα (όπου άλλωστε μεταπολεμικά δεν υπήρξε ουσιαστικά συγκροτημένο κράτος πρόνοιας). «... ο περιορισμός των κοινωνικών παροχών του κράτους έχει σαν αποτέλεσμα να αυξήσει ορισμένες αναπόφευκτες διακρίσεις στην ικανοποίηση των αιτημάτων και γι' αυτό ν' αναπτύξει (...) διαδικασίες εκφυλισμού των θεσμών ρουσφετολογικού και κορπορατιβιστικού τύπου κάτω απ' το στίγμα της ανισότητας και του προνομίου (...) Συγχρόνως, το γεγονός ότι τα αποθέματα είναι περιορισμένα, καθώς και ο μερικός και ο επιλεκτικός χαρακτήρας της διανομής των παροχών, ενισχύουν την υποκειμενική εξουσία του κυβερνητικού προσωπικού, αυξάνοντας την διακριτική τους ευχέρεια και τα πλαίσια αυθαιρεσιών» (Λ. Φεραγιόλι, 19586, σελ. 83).

10. «Το 1 1Θ των ελλήνων ψηφοφόρων έχει «κομματική κάρτα». Είναι ενταγμένο στην οργανωτική δομή των κομμάτων. Έχει ενεργό συμμετοχή στις δραστηριότητες τους. Μετέχει στη λήψη των αποφάσεων τους ή στη διαδικασία της υλοποίησης τους.

Άλλοτε η ταυτότητα των αστικών κομμάτων καθοριζόταν από το προφίλ του αρχηγού τους, από τους βουλευτές τους, από τους κομματάρχες και από τους χρηματοδότες τους. Αυτά τα πρόσωπα ήταν «το κόμμα»! Η συμμετοχή των ψηφοφόρων τους περιοριζόταν με την προσέλευση τους στην κάλπη και με τη ρίψη σ' αυτή τους κομματικού ψηφοδελτίου. Οι άλλες κομματικές λειτουργίες ήταν σε υπολανθάνουσα κατάσταση. Σήμερα, όλα τα κόμματα έχουν οργανώσεις κορυφής και βάσης. Και μέσα σ' αυτές κινούνται τα μέλη τους, που έχουν το (θεωρητικό ή το πρακτικό) δικαίωμα της παρέμβασης στη διαδικασία χάραξη; ή εφαρμογής της γραμμής του κόμματος (...) Τα τζάκια έπεσαν - επιτέλους - και στην πολιτική ζωή σημαντικό ρόλο παίζουν τα κόμματα». (Αντωνόπουλος κ.α. (1984), 8 Οκτωβρίου).

Για την ΝΔ υπολογίζεται ότι το 1984 είχε περίπου 300.000 οργανωμένα μέλη (ο.π.). Βέβαια εννοούνται όχι ως ενεργά αλλά ως διαθέτοντα «κομματική κάρτα». Τα μέλη της ΟΝΝΕΔ υπολογίζονται σε 115.000τακτικά, από τα οποία 70.000 (60%) είναι μαθητές (ανήκουν στην ΜΑΚΙ), 25.000 (22%) είναι φοιτητές, σπουδαστές · και 22.000 (20%) είναι εργαζόμενοι (Πολιτικά θέματα, 1984).

Το ΠΑΣΟΚ από 27.000 μέλη το 77 (στοιχεία της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης του Ιούλη '77) έφτασε στα 65.000 μέλη αρχές του 1980. (8η Σύνοδος της ΚΕ, Φλεβάρης). Στην απόφαση της Συνόδου αναφέρεται ότι υπάρχουν 1.000 τοπικές οργανώσεις (150 στο εξωτερικό) 600 οργανωτικοί πυρήνες (ο.π.) κατά γεωγραφικό χώρο, 500 κλαδικές οργανώσεις (κ.ο.) που κάλυπταν χώρους εργατοϋπαλλήλων, βιοτεχνών, επιστημόνων, σπουδάζουσας. (Ενημερωτικό Δελτίο, 1980) Τα οργανωμένα μέλη του ΠΑΣΟΚ υπολογίζονται σε αρκετά μεγαλύτερο αριθμό κυρίως από το '81 και μετά.

11. α) Τα κόμματα διαμορφώθηκαν για να καλύψουν λειτουργικά - όχι ουσιαστικά - το χάσμα μεταξύ κράτους και κοινωνίας, που υπάρχει στο φιλελεύθερο αστικό κράτος, με το αντιπροσωπευτικό σύστημα (...) Κάτω από αυτό το πρίσμα το κόμμα, σαν πολιτικονομική έννοια (...) είναι ενδιάμεσος πολιτικός οργανισμός μεταξύ κράτους και λαού με λειτουργικό κέντρο την ανάδειξη της δούλης με εκλογές». (Κασιμάτης, 1980, σελ. 59). 6) «Με αντιπροσωπευτική δημοκρατία δεν έμεινε το στατικό χαρακτηριστικό πολλών σύγχρονων πολιτευμάτων. Με τη ζύμωση του αντιπροσωπευτικού συστήματος μέσα στη συνεχώς αυτονομούμενη κοινωνία αποκαλύπτεται η ιστορική του ανεπάρκεια. Αυτό φαίνεται από την αποδυνάμωση της έμμεσης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας που συντελείται με την παρεμβολή στοιχείων έμμεσης δημοκρατίας (...).

Τον κύριο όμως χώρο μετασχηματισμού του αμιγούς αντιπροσωπευτικού, συστήματος αποτελεί ο θεσμός του πολιτικού κόμματος. Η ετερογένεια και αντιθετικότητα εξουσίας και κοινωνίας τείνουν μέσα από το θεσμό του πολιτικού κόμματος να αποδυναμωθούν. Η ταυτόχρονη λειτουργία του, τόσο στις κοινωνικές όσο και στις εξουσιαστικές διαδικασίες, γεννούν στη σύγχρονη πολιτεία το πεδίο όπου η παραδοσιακή ετερογένεια εξουσίας και κοινωνίας, με βάση την άμεση συμμετοχή του πολίτη στους κομματικούς μηχανισμούς, τείνει στην ιστορικά προδιαγραμμένη αναίρεση της». (Τσάτσος, 1983, σε}.. 23).

12.. «Η αποτελεσματική πολιτική εξουσία έχει ως βασική προϋπόθεση μια κοινωνική αποδοχή, (Consensus societatis). H αναγκαιότητα αυτής της κοινωνικής αποδοχής αυξάνει κατ' αρχήν στις ελληνικές συνθήκες του σήμερα, στο μέτρου που η πολιτική εξουσία πραγματοποιεί ριζικές μεταβολές». (Τσάτσος. 1982). Ακόμα Παπανδρέου Γ., (1985).

13. Φεραγιόλι (1985).

14.. Αρθρ. 29, §1 «Έλληνες πολίται, έχοντες το δικαίωμα του εκλέγειν δύνανται να ιδρύουν ελευθέρως και να μετέχουν εις πολιτικά κόμματα, η οργάνωσις και η δράσις των οποίων οφείλει να υπηρετεί την ελευθέραν λειτουργίαν τον δημοκρατικού πολιτεύματος, (υπ. ΧΒ:ΓΜ). Πολίται, μη αποκτήσαντες έτι to δικαίωμα του εκλέγειν, δύνανται να μετέχουν εις τα τμήματα νέων των κομάτων».

Όπως επισημαίνει ο Δ. Τσάτσος (1983) εκτός από αυτή τη διάταξη, τα άρθρα 37, 39, 68§3, 71, 73§4, 76§4, 113 και η λογική του κανονισμού της Βουλής, βασίζονται στην ύπαρξη και λειτουργία των πολιτικών κομμάτων.

Βλέπε επίσης για μια συνοπτική ελληνική βιβλιογραφία Τσάτσος (ο.π. σελ. 12). Συνολικά για τη νομική θέση των πολιτικών κομμάτων Δρόσος (1982). Όπως επισημαίνεται όμως, η διάταξη του Συντάγματος η σχετική με τα πολιτικά κόμματα δεν περιέχει ορισμό. «Αποτελεί, όμως την νομική υποδοχή του θεσμού του κόμματος στην έννομη σύνταξη της πολιτείας». (Τσάτσος, ο.π.).

Και παρακάτω: «Από την πανηγυρική συνταγματική υποδοχή των πολιτικών κομμάτων είχε προηγηθεί η νομική τους αποδοχή (...). Η διατύπωση του Η. Triepel για τις τέσσερις φάσεις που πέρασε η στάση του κράτους απέναντι στο πολιτικό κόμμα δεν πρέπει να ξεχαστεί: Το στάδιο της καταπολέμησης, το στάδιο της αγνόησης, το στάδιο της οργάνωσης και νομιμοποίησης και το στάδιο της συνταγματικής ενσωμάτωσης» (σελ. 19).

Ακόμα: «Το ελληνικό σύνταγμα του 1975 δεν προσδιορίζει θετικά το εννοιολογικό περιεχόμενο του κόμματος, όπως συμβαίνει με άλλα συντάγματα που δίνουν τα βασικά τους στοιχεία (π..χ. Γερμανικό αρθρ. 21, Γαλλ. αρθρ. 4, Ιταλ. αρθρ. 49) θέτει μονάχα ένα οριακό πλαίσιο με κάπως σκοτεινή έννοια, που περιέχει την υποχρέωση ότι: "η οργάνωσις και η όράσις... οφείλει να υπηρετεί την ελευθέραν λειτουργίαν του δημοκρατικού πολιτεύματος". Έτσι αφήνει τον εννοιολογικό προσδιορισμό του κόμματος στην επιστήμη» (Κασιμάτης, 1980, σελ. 58).

Αν βέβαια το θέμα δεν είναι η κατάληξη σ' ένα «εννοιολογικό προσδιορισμό» αλλά η νέα λειτουργία του κόμματος στη δομή της εξουσίας είναι φανερό πως κάθε άλλο παρά στην επιστήμη (!!!) έχει αφεθεί το πρόβλημα αυτό.

15. Ν.ά. 59 της 23 23.9.1974: «Περί συστάσεως και επαναλειτουργίας πολιτικών κομμάτων. (Α' 259). Εν όψει του άρθρου 11 του Συντάγματος, του άρθρου 10 παρ. 1 και 2 της Καταστατικής Συντακτικής Πράξεως της 1 1.8.1974 «περί αποκαταστάσεως της δημοκρατικής νομιμότητας κ.λπ.» Αποφααίζομεν: Άρθρον 1.1. Από της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος νομοθετικού διατάγματος επιτρέπεται ελευθέρως η σύστασις πολιτικών κομμάτων ως και η επαναλειτουργία τοιούτων διαλυθέντων κατά το παρελθόν καθ' οιονδήποτε τρόπον, ή των οποίων η λειτουργία και δράσις διεκόπη ή ανεστάλη.

2.. Τα πολιτικά κόμματα, υφιστάμενα ή εφεξής ιδρυόμενα, υποχρεούνται όπως προ της αναλήψεως οιασδήποτε δραστηριότητος καταθέσουν εις τον Εισαγγελέα τον Αρείου Πάγου δήλωσιν τον Αρχηγού ή της Διοικούσας Επιτροπής αυτών, περιλαμβάνουσαν ότι αι αρχαί τον κόμματος αντιτίθενται προς πάσαν ενέργειαν αποσκοπούσαν εις την βία κατάληψιν της εξουσίας ή την ανατροπήν του ελεύθερου δημοκρατικού πολιτεύματος.

3. Από της καταθέσεως της κατά την προηγουμένην παράγραφον δηλώσεως, ουδείς περιορισμός υφίσταται (!) ως προς την λειτουργίαν και την δράσιν των πολιτικών κομμάτων, εντός των πλαισίων του πολιτεύματος (υπ. ΧΒΓΜ) πλην των απορρεόντων εκ των εκάστοτε γενικώς ισχυουσών συνταγματικών και νομοθετικών διατάξεων.

Άρθρον 2. Δια προεδρικών διαταγμάτων προτάσει των υπουργών Δικαιοσύνης και Εσωτερικών εκδιδομένων δύναται να ρυθμίζεται παν θέμα (υπ. ΧΒΓΜ) σχετικού προς την εφαρμογην του παρόντος (...)».

16. Αντίθετα με ό,τι υποστηρίζει ο Γ. Κασιμάτης (1980): «Κάτω από το ισχύον Σύνταγμα, δεν μπορεί συνεπώς, με οποιαδήποτε πράξη της πολιτείας, να διαλυθεί ένα κόμμα ή να τεθεί εκτός νόμου σαν αντισυνταγματικό, ακόμη και όταν οι πολιτικοί στόχοι του έρχονται σε αντίθεση με θεμελιώδης αρχές του Συντάγματος» (!!!).

17.. Πρόκειται για το Κομμουνιστικό Κόμμα, το Σοσιαλιστικό, τους Χριστιανοδημοκράτες, τους Ρεπουμπλικάνους, τους Φιλελεύθερους και τους Σοσιαλδημοκράτες.

18.. Η χρηματοδότηση αποφασίστηκε με τον Ν. 1443 1984. Για τα νομικά επιχειρήματα υπέρ της κρατικής χρηματοδότησης των κομμάτων βλέπε Δρόσος (1982). 3ο τμήμα, κεφ. 1: Η κρατική οικονομική ενίσχυση και ο έλεγχος των εκλογικών δαπανών των κομμάτων, σελ. 347 κ.ε. Επίσης για τις κριτικές στην αστυνόμευση των κομμάτων που επιφέρει ο έλεγχος, σημείο 2. «Η δημοσιότητα των εκλογικών δαπανών των κομμάτων».

19.. «Γενικά μπορούμε να πούμε ότι τα πολιτικά κόμματα χάνουν πολλές φορές τον ταξικό τους χαρακτήρα μέσα στους μηχανισμούς του αστικού πολιτικού συστήματος. Αυτό οφείλεται βασικά στο μηχανισμό του αντιπροσωπευτικού συστήματος και γενικότερα στους μηχανισμούς της «τυπικής δημοκρατίας» (...). Μεταβάλλοντας σε «κόμματα εξουσίας», δηλ. σε κόμματα τακτικής, παραμερίζοντας ή λησμονώντας τις ιδεολογικές τους αρχές και τις προγραμματικές τους βάσεις». (Κασιμάτης, 1980, σελ. 59).

20.. Ας σταθούμε μόνο στα Συνέδρια των κομμάτων - σύμφωνα με τα καταστατικά είναι το ανώτατο όργανο. Για το ΠΑΣΟΚ η διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη (1974) έλεγε «και το πρόγραμμα και το οργανωτικό σχήμα θα συναποφασισθούν στην πορεία και με ισότιμη συμμετοχή όλων των μελών, του πρώτου συνεδρίου που γρήγορα θα συγκληθεί»'.!! Το «πρώτο» συνέδριο του ΠΑΣΟΚ θα συγκληθεί 10χρόνια μετά (1984)!!!

Το καταστατικό της ΝΔ προβλέπει συνέδριο κάθε 2 χρόνια. Το Α' Συνέδριο της Χαλκιδικής έγινε το Μάιο του 1979, το Β'... μόλις 7 χρόνια αργότερα τον Φλεβάρη του 1986.

Η σταλινική παράδοση που θέλει στα ΚΚ τις αποφάσεις ειλλημένες πριν τη σύγκλιση Συνεδρίων, αφήνοντας σ αυτά μόνο την επικύρωση τους, είναι πολύ παλιότερη.

21.. Βλ, Γιάννη Ζ. Δρόσου: Η νομική θέση των πολιτικών κομμάτων στην Ελλάδα, 1982 κεφ. 2, II: «η συμμετοχή των κομμάτων στη συγκρότηση και στη λειτουργία της Βουλής, σελ. 315 κ.ε.

22.. Νόμος 1303 1982.

Όσοι είδαν «δημοκρατική» τομή σ1 αυτήν την εξέλιξη γιατί ενισχύονται τα πολιτικά κόμματα άρα η «δική τους θέση σαν μέλη» μέσα σ' αυτά (πέρα από το ανυπόστατο λόγω της γραφειοκρατικοποίηοης των π.κ.) ας θυμηθούν ότι το επόμενο βήμα επί ΠΑΣΟΚ ήταν ο διαχωρισμός κόμματος κράτους με σκοπό να απαλλαχτεί η διαμορφωμένη πια νέα κρατική γραφειοκρατία από τις «ενοχλητικές» παρεμβάσεις των κομματικών στελεχών και της βάσης.

23.. Το νέο άρθρο 32 προβλέπει: «1. Η εκλογή του προέδρου της Δημοκρατίας από την Βουλή γίνεται με ονομαστική ψηφοφορία...».

24.. «Με την κατάργηση του σταυρού προτίμησης και την ανάθεση του καθορισμού της σειράς εκλογής των υποψηφίων βουλευτών στα κομματικά επιτελεία, (ουσιαστικά στον Πρόεδρο ΧΒΓΜ) μειώθηκε σημαντικά το

πολιτικό βάρος των «αντιπροσώπων του έθνους (...). Η εξαφάνιση του «επιχειρήματος των σταυρών» θα ενισχύσει την επιβολή της κομματικής ηγεσίας πάνω στους βουλευτές, θα αναγάγει την κομματική πειθαρχία σε αναγκαίο όρο για την επανεκλογή του; και πάνω απ' όλα θα υπογραμμίσει ακόμη περισσότερο τον κομματικό χαρακτήρα του πολιτεύματος μας σε βάρος του πελατειακά κοινοβουλευτικού» (Αλιβιζάτος, 1983, σελ. 32).

25.. Η μετατροπή των δουλευτών σε «πεζικάριους» του κόμματος έχει ήδη συντελεστεί. Όπως παρατηρεί ο Ν. Αλιβιζάτος για το ΠΑΣΟΚ (ισχύει περισσότερο και για την ΝΔ) υπάρχει μια εντυπωσιακή για τα πολιτικά μας πράγματα συρρίκνωση των δικαιωμάτων των δουλευτών που θεσπίζεται με τους κανονισμούς λειτουργία; των κοινοβουλευτικών ομάδων. Πρόκειται για έναν εξαντλητικό λεπτομεριακό πλαίσιο απαγορεύσεων για τους βουλευτές που οριοθετεί την συμπεριφορά τους εντός και εκτός Βουλής (βλέπε αναλυτικότερα, ο.π. σελ. 32). «Είναι φανερό πως με τις ρυθμίσεις αυτές καταβάλλεται προσπάθεια να χτυπηθεί ο παραγοντισμός και ο πελατειακός πολιτικαντισμός, ενώ ταυτόχρονα επιδιώκεται να υπαχθούν οι βουλευτές στον απόλυτο έλεγχο της κομματικής ηγεσίας. Και η τελευταία, το χρόνο που πέρασε (ΫΣ. εννοεί το 1982), έδειξε πως δεν είναι διατεθειμένη να ανεχτεί την παραμικρή παρέκλινη από την γραμμή που η ίδια χάραξε. Πρβλ. τις συνοπτικές διαγραφές των βουλευτών Γ. Πέτσου, Σ. Παναγούλη, Α. Μπουλούκου, Δ. Χονδροκούκη» (Αλιβιζάτος, ο.π.). Δεν χρειάζεται νομίζουμε να ολοκληρώσουμε τον μακρύ κατάλογο... '82'86. Αντίστοιχα συμβαίνει και με τη ΝΔ.

26.. Για τη σχέση κόμματο; - Δημόσιας Διοίκηση; βλέπε Ν. Πουλαντζά: Το Κρότο;, η Εξουσία, ο Σοσιαλισμός. μέρο; 4ο κεφ. 2, «η ακάθεκτη άνοδος της κρατικής διοίκησης» σελ. 312 κ.ε. Επίσης του ίδου «η κρίση των κομμάτων» (1979) και Λ. Φεραγιόλί, (1985. α).

27.. Βλέπε και τη σχετική προεκλογική συζήτηση για την «κομματικοποίηση» στα έντυπα: Αντί, Δεκαπενθήμερος Πολίτης, θέσεις, Σχολιαστής, καθώς και το κείμενο των «116».

28.. Για μια συνολική εξέταση της σχέσης Κράτους - ραδιοτηλεόρασης στην Ελλάδα υπάρχει το πρόσφατο βιβλίο του Ν. Αλιβιζάτου, (1986) «Κράτος και ραδιοτηλεόραση. Η θεσμική διάσταση».

Ειδικότερα βλέπε: α) για την συνταγματική πρόβλεψη κοινοβουλευτικού ελέγχου των μέσων μαζικής επικοινωνίας στο ισπανικό και πορτογαλικό σύνταγμα την υποσημείωση 33, σελ. 26.

6.) για την σχετική νομική ρύθμιση στην ιταλική, ολλανδική, βελγική, δυτικογερμανική και γαλλική νομοθεσία τις υποσ. 139, σελ. 69 και 3, σελ. 13.

29.. Ο Ν. Αλιβιζάτος παρατηρεί: «Υπό τους όρους αυτούς, η «Πρόταση» που σημειωτέον διαμορφώθηκε για να αποτελεί αντικείμενο διαλόγου στα πλαίσια άτυπης διακομματικής επιτροπής, δεν αφήνει σοβαρά περιθώρια ελπίδων ότι θα εξευρεθούν λύσεις κάποιας ευρύτερης αποδοχής» (οπ.π.. σελ. 38, 39). Αυτή η διακομματική «επιτροπή» ουσιαστικά τερμάτισε την παρουσία της χωρίς αποτέλεσμα, μετά και από την αποχώρηση της ΝΔ.

30.. Βλέπε ολόκληρο το τμήμα Β' του τρίτου κεφαλαίου: «εναλλακτικές οργανωτικές δυνατότητες» σελ. 97110 (ο.π.).

Δεν είναι μόνο to ΚΚΕ εο. που έχει συλλάβει τα μηνύματα των καιρών («Διακήρυξη αρχών για την ραδιοτηλεόραση» Αυγή 12, 17 4 1986) αλλά και σημαίνοντα - αρμόδια κυβερνητικά στελέχη που συντάσσονται σε μια τέτοια άποψη:

«Η τηλεόραση πρέπει να είναι δημοκρατική (...). Αυτό θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί με την εξασφάλιση πλατιάς λαϊκής συμμετοχής (κάτι διαφορετικό από τις συνηθισμένες μετρήσεις ακροαματικότητας των εκπομπών) στο σχεδιασμό των διαφόρων προγραμμάτων» (Σωτήρης Κωστόπουλος, 1983 6, σελ. 44).

31.. «Είναι εναρμονισμένος και ο τύπος στην ίδια κραυγή που έχουν τα κόμματα, στα ίδια συνθήματα. Είναι ένα είδος έντυπου πανό για τα κόμματα, ορισμένες εφημερίδες». (Κορόβηλας, 1984, 153).

32.. Η Αυριανή δημοσίευσε από 30 Μαΐου - 2 Ιουνίου 1985 90 γράμματα αγωνιστών - αγωνιστριών της Εθνικής Αντίστασης με γενικό τίτλο «Χαρίλαε Φλωράκη, άκου τι λέει ο λαός».

33.. Η σταδιοδρομία π.χ της Ελευθεροτυπία; αντανακλά άμεσα την εξέλιξη της πολιτικής σκηνής δηλαδή πιστοποιεί στο χώρο του τύπου το πολιτικό κενό που υπάρχει με την μεταπολίτευση και το ξεπέρασμα του παράλληλα με το ΠΑΣΟΚ. Για τα 10χρονα της Ελευθεροτυπίας (21.1.1521.1.85), ο Σ. Φυντανίδης γράφει τα εξής χαρακτηριστικά: «Μέσα στο κλίμα αυτό, εκτοξεύθηκε στο ελληνικό στερέωμα ένα μεσημέρι η «Ε». Κι έπιασε αμέσωζ το πνεύμα της εποχής, που ήταν: προβολή και στήριξη των προοδευτικών ιδεών αλλά και αγώνας για την εθνική συμφιλίωση (...). Κοιτάζουμε μπροστά από την πρώτη μέρα. Κι επειδή συνέση, μετά τη Μεταπολίτευση, το

ΠΑΣΟΚ να εκφράζει ό,τι πιο καινούργιο στον πολιτικό χώρο, τραβήξαμε σχεδόν άθελα μας, χέριχέρι μαζί». (Φυντανίδης 1985).

34.. «Εύλογη έμφαση δίνεται στην καθιέρωση με το νόμο 1224 31.12.1981 του δικαιώματος του εκλέγειν για τους έλληνες και τις ελληνίδες στο 18ο έτος της ηλικίας τους. Με το μέτρο αυτό αναγνωρίζεται η πολιτική ωριμότητα

των νέων και η σπουδαιότητα που έχει η ενεργός συμμετοχή τους στα κοινά και γενικότερα η συμμετοχή τους στην ανάπτυξη της πολιτικής ζωής. Το δικαίωμα αυτό ασκήθηκε για πρώτη φορά στις δημοτικές εκλογές» Κωστόπουλος, (1983 Α), σελ. 219.

35.. Ν 1235 1982 «άσκηση κυβερνητικής πολιτικής και καθιέρωση λαϊκής εκπροσώπησης στους νομούς».

Σύμφωνα με το άρθρο 4, εκτός από τον νομάρχη, όλα τα μέλη των Νομαρχιακών Συμβουλίων είναι αιρετά άμεσα ή έμμεσα. Ο Ν. Αλιβιζάτος παρατηρεί: «χάρη στο μέτρο αυτό και την κατά πολύ αντιπροσωπευτικότερη σύνθεση τους σε σύγκριση με το παρελθόν, τα νομαρχιακά συμβούλια τείνουν να μετατραπούν από διεκπεραιωτικά όργανα με συμβουλευτικές ουσιαστικά αρμοδιότητες, σε ζωντανά κύτταρα αποφάσεων στο χώρο του νομού». (Αλιβιζάτος, 1983).

«Τα νομαρχιακά συμβούλια, αποτελούνται από το νομάρχη, το δήμαρχο της πρωτεύουσας του νομού, τους αιρετούς νομαρχιακούς συμβούλους, δυο εκπροσώπους επαγγελματικών, συνεταιριστικών, επιστημονικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων ή επιμελητηρίων που εδρεύουν στο νόμο». Κωστόπουλος, ο.π. 220. Με το ΣΥ που κατατέθηκε στη Βουλή, 29 Μαίου 1986, «Τοπική Αυτοδιοίκηση - Περιφερειακή ανάπτυξη και Δημοκρατικός Προγραμματισμός» ενισχύεται η τάση της άμεσης αντιπροσώπευσης στα νομαρχιακά συμβούλια με α) διεύρυνση του αριθμού των άμεσα εκλεγμένων, β) περιορισμό του ρόλου του νομάρχη και γ) διεύρυνση των αρμοδιοτήτων.

36.. Για τα συνοικιακά συμβούλια, δημοτικά διαμερίσματα, συνοικιακές συνελεύσεις, τις συνελεύσεις των συνοικισμών και τον θεσμό των παρέδρων. Ν. 1270 1982 «τροποποιήσεις του δημοτικού και κοινοτικού κώδικα για το εκλογικό σύστημα, τη δημοτική αποκέντρωση, τη λαϊκή συμμετοχή και τη διοικητική αυτοτέλεια των δήμων και κοινοτήτων».

Για τα δημοτικά διαμερίσματα (Αθήνας, Θεσσαλονίκης, Πειραιά), ΠΔ 982 1981, 360 1982, 569 1982. Για επιτροπή γειτονιάς και λαϊκή συνέλευση, Ν 1337 1983. Για τα επαρχιακά συμβούλια, Ν. 1416 1984.

«Η θεσμοθέτηση του μετακλητού έπαρχου και του επαρχιακού συμβουλίου με αντιπροσωπευτική σύνθεση από αιρετούς εκπροσώπους, δίπλα στον έπαρχο, ώστε να εξασφαλιστεί η δυνατότητα προγραμματισμού για την επαρχία, αναλόγου με τον προγραμματισμό του νομαρχιακού συμβουλίου, και να διευρυνθεί η λαϊκή συμμετοχή στην αυριανή λειτουργία της δεύτερης βαθμίδας αυτοδιοίκησης» (Κωστόπουλος, 1984, σελ. 134) προωθήθηκε με την τροποποίηση του Ν. 1270 82.

Για μια συνολική επισκόπηση των νέων συμμετοχικών θεσμών, Γέροντας (1986). Το ΣΥ (Μάιος '86) προωθεί μια επαναοριοθέτηση αυτού του πλέγματος με θέσπιση νέων οργάνων (π.χ. τοπικό Συμβούλιο), κατάργηση άλλων (π.χ. επαρχιακό συμβούλιο), συγκρότηοη Γ' βαθμού αυτοδιοίκησης (περιφερειακά συμβούλια με αρμοδιότητες «δημοκρατικού προγραμματισμού) κ.λπ.

37.. «Με απόφαση του ίδιου του Υπουργείου συγκροτήθηκε η ολομέλεια του Εθνικού Συμβουλίου Ανώτατης Παιδείας (ΕΣΑΠ) που αποτελείται από 43 μέλη εκπροσώπους της κυβέρνησης, των κομμάτων, της τοπική; Αυτοδιοίκησης και άλλων μαζικών φορέων και συνδικαλιστικών οργάνων (...). Εξασφαλίζεται ο κοινωνικός έλεγχο;; και ο δημοκρατικός προγραμματισμός σε σχέση με το σχεδιασμό και τη λειτουργία των ΑΕΙ σε εθνικό επίπεδο». Κωστόπουλος 1983 Α. σελ. 204.

38.. Βλέπε Αλιβιζάτος, ο.π. «ο Ν 1257 1982 "για την αποκατάσταση της δημοκρατικής λειτουργίας των συνεταιριστικών οργανώσεων", καθιέρωσε την αρχή της μιας ψήφου για κάθε μέλος συνεταιριστικής οργάνωσης ανεξάρτητα από τον αριθμό των συνεταιριστικών μεριδίων που κατέχει (άρθρο 5 παρ. 1) καθώς και την απλή αναλογική ως εκλογικό σύστημα (άρθρο 9). Βάσει του νόμου αυτού, διενεργήθηκαν εκλογές στις 7.086 από τις 7.200 πρωτοβάθμιες συνεταιριστικές οργανώσεις της χώρας, το Νοέμβριο του 1982 και εκλέχτηκαν 25.000 αντιπρόσωποι για τις 131 Ενώσεις Γεωργικών Συνεταιρισμών. (Στοιχεία του Υπουργείου Γεωργίας, σύμφωνα με επίσημη ανακοίνωση του οποίου, μετά τη θέσπιση του 1257, γράφτηκαν 130.000 μελή στις πρωτοβάθμιες συνεταιριστικές οργανώσεις της χώρας)».

Επίσης: «Γράφτηκαν νέοι αγρότες, καθώς και αγρότισες που δεν διέθεταν δικά τους περιουσιακά στοιχεία, η συμμετοχή στις εκλογές των συνεταιριστικών οργανώσεων έφτασε το 90% περίπου, οι διοικήσεις των οργανώσεων είναι κατά 70% νέες και ελαττώθηκε - αν και δεν εξαλείφθηκε - ο αγροτοπατερισμός σε σημαντικό βαθμό». Ψηφίστηκε τέλος ο Ν 1361 1983, «για τις αγροτικές συνδικαλιστικές οργανώσεις» που κατοχυρώνει νομικά το δικαίωμα των αγροτών να συνδικαλίζονται και προσδιορίζει το ρόλο που μπορούν να παίξουν στις συμμετοχικές διαδικασίες για την άσκηση του κυβερνητικού έργου και στις συμμετοχικές διαδικασίες για την άσκηση του κυβερνητικού έργου και στις διαδικασίες του δημοκρατικού προγραμματισμού. («Το έργο της αλλαγής», 1985).

39.. Ν. 1365 83 που υλοποιήθηκε με έκδοση προεδρικών Διαταγμάτων κατ' αρχήν για τις επιχειρήσεις ΔΕΗ, ΟΤΕ και ΟΣΕ.

40.. Με το Ν. 1385 83. Σε πρώτο βήμα καθιερώθηκε για τον κλάδο των μεταλλευτικών επιχειρήσεων στην Εύβοια χωρίς ουσιαστικά να λειτουργήσει.

41.. Η 135 ΔΣΕ «εισάγει τις επιτροπές των εργαζομένων στις επιχειρήσεις που απασχολούν πάνω από 50 άτομα. Οι επιτροπές αυτές που θα είναι όργανο εκπροσώπησης του προσωπικού θα έχουν συμβουλευτικό - ελεγκτικό ρόλο χωρίς δικαίωμα βέτο ή συναπόφασης σε οικονομικά θέματα της επιχείρησης». (Κωστόπουλος, 1984. σελ. 515).

42.. Για μια κριτική της «εργατικής συμμετοχής» βλέπε Ταρπάγχος, θέσεις 5, (1983). Για τα εποπτικά συμβούλια Ταρπάγκος. Σχολιαστής 4, 1983).

43.. «Λαϊκή συμμετοχή: η νομαρχιακή δημοτική ή κοινοτική επιτροπή παιδείας, το σχολικό συμβούλιο, ο σύλλογος διδασκόντων, το εθνικό συμβούλιο παιδείας (ΕΣΠ) είναι μερικά από τα μικτά όργανα, στα οποία συμμετέχουν εκπρόσωποι της πολιτείας, επιστημονικών ενώσεων και συλλόγων, εκπαιδευτικών και κοινωνικών φορέων καθώς και ειδικοί επιστήμονες. Μέσα από αυτά τα όργανα περνάει ο δημοκρατικός προγραμματισμός της εκπαίδευσης». Κωστόπουλος, (1985) σελ. 175.

44.. Για μια περιοδολόγηση του φκ στην μεταπολίτευση Μαύρης (1983).

44.α. Ενώ το 1986 δεν υπάρχει αύξηση νέων φοιτητών σε σχέση με το '85 (ο αριθμός των εισακτέων διατηρείται στα ίδια επίπεδα), εντούτοις υπάρχει μια αύξηση της συμμετοχής κατά 2.000 περίπου. Μπορούμε να κάνουμε δυο υποθέσεις. 1) Αφορά κυρίως τους φοιτητές των ΑΕΙ και λιγότερο των Π.Α. Γενικά η συμμετοχή των σπουδαστών ΠΑ είναι μικρότερη από την αντίστοιχη των ΑΕΙ και των ΤΕΙ. Αυτό οφείλεται στην μικρότερη πρόσβαση των σπουδαστών στην εκπαιδευτική διαδικασία. (Αντίθετα με τα ΑΕΙ που είναι συγκεντρωμένα στις μεγάλες πόλεις, οι περισσότερες Π.Α. βρίσκονται διασπαρμένες σε μικρές επαρχιακές πόλεις, δεν έχουν υποχρεωτικές παρακολουθήσεις, πολλοί σπουδαστές μένουν αλλού και πηγαίνουν μόνο για τις εξετάσεις κ.λπ.). 2) Ειδικότερα για τα ΑΕΙ τώρα, η αύξηση της συμμετοχής (παρά την σταθεροποίηση των εισακτέων) οφείλεται μάλλον στην μεγαλύτερη συμμετοχή των φοιτητών που βρίσκονται στο πτυχίο. Πράγματι, από την μια παρατηρείται τα τελευταία χρόνια μια παράταση τον χρόνου παραμονής στο πτυχίο, λόγω οικονομικής κρίσης, από την άλλη είναι ενδεικτική η σημαντική άνοδος τον ΠΣΚ. Αν μάλιστα ληφθεί υπ' όψιν ότι στο σημερινό 4οπτυχίο βρίσκονται η «φουρνιά» που πυροδότησε την αλματώδη άνοδο της ΔΑΠ, τότε καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι στους τελειόφοιτους συντελείται μια ιδεολογική μεταστροφή προς ριζοσπαστικότερες θέσεις προφανώς λόγω ανεργίας, που μεταφράζεται και σε μεγαλύτερη συμμετοχή.

44.β. Η συμμετοχή των σπουδαστών είναι όχι μόνο μεγαλύτερη από την αντίστοιχη των φοιτητών αλλά και καθολική.

Ερμηνεύεται πρώτον λόγω τις αναγκαστικά καθημερινής παρουσίας και οργανικής σχέσης με τη Σχολή (υποχρεωτικές παρουσίες κ.λπ.) και δεύτερο λόγω της μετατόπισης των χαρακτηριστικών του φοιτητικού κινήματος προς το σπουδαστικό χώρο (γεγονός που εκφράστηκε στις κινητοποιήσεις των τελευταίων χρόνων - καταλήψεις, κ.λπ.).

45.. «Παρότι σε όλες τις δυτικές κοινωνίες το πολιτικό παιχνίδι περνάει μέσα από τα κόμματα δεν μπορούμε να χαρακτηρίζουμε αυτά τα κράτη σαν κράτη των κομμάτων. Το κέντρο του κράτους, ο πυρήνας της λειτουργίας και της αξιοπιστίας του δεν βρίσκεται στα κόμματα που εναλλάσσονται στη διακυβέρνηση αλλά βρίσκεται μέσα στο ίδιο το κράτος και τους μηχανισμούς του.

Κράτος των κομμάτων χαρακτηρίζουμε μια ατελή ή ιδιαίτερη, μια "μεσογειακή" έκδοση κοινωνικού κράτους, όπως στην Ιταλία ή την Ελλάδα. Εδώ, (...) το κέντρο της πολιτικής και κρατικής ισορροπίας δεν βρίσκεται στο ίδιο το κράτος, στον ίδιο τον κρατικό μηχανισμό, αλλά περνάει μέσα από τα κόμματα. Το κράτος δεν έχει αποκτήσει την απαραίτητη αυτονομία από την πολιτική, από το πολιτικό φαινόμενο. Έτσι η ισορροπία, η λειτουργία του κράτους εκφράζεται μέσα από τα κόμματα (...).

Αλλά εκεί που το «κράτος των κομμάτων» τείνει να πάρει την πιο τέλεια μορφή του είναι στην μεταπολιτευτική Ελλάδα (...). Κατ' αρχήν είναι προφανές πως «κράτος των κομμάτων» αποκτάει η Ελλάδα μετά την μεταπολίτευση και μόνο. Πριν την μεταπολίτευση το ελληνικό κράτος όχι μόνο δεν είναι κοινωνικό κράτος αλλά και το κέντρο βάρους της δύναμης του δεν βρίσκεται ποτέ στα κόμματα. Βρίσκεται στο στρατό, στο παλάτι, στα ξένα κέντρα εξουσίας, σε ορισμένα στρώματα της άρχουσας τάξης κ.λπ. Μετά την μεταπολίτευση έχουμε μια μοναδική συγκυρία. Το παλάτι δεν υπάρχει, ο στρατός έχει ξεδοντιαστεί, οι αμερικάνοι είναι σε υποχώρηση, το κοινωνικό κράτος νιώθει ισχυρά τα χτυπήματα της οικονομικής κρίσης και του διεκδικητικού κινήματος μετά το 1974. Ο μόνος παράγοντας ισορροπίας είναι τα κόμματα. Νομιμοποιείται το ΚΚΕ. αναπτύσσεται το ΠΑΣΟΚ, συρρικνώνεται το κέντρο. Φτιάχνονται για πρώτη φορά σε όλο το πολιτικό φάσμα κομματικές οργανώσεις - κλαδικές και δε συμμαζεύεται - και στο τελευταίο χωριό της Ελλάδας. Μέσα απ' αυτούς τους μηχανισμούς σταθεροποιείται το μεταπολιτευτικό κράτος (...). Η Ελλάδα δεν κυβερνιέται μέσω του κράτους κύρια, αλλά αντίθετα μέσω των κομμάτων. Τα κόμματα προσπαθούν να δώσουν «ψυχή» να αναζωογονήσουν το κράτος. (Ρήξη, τεύχος 17, 1985. Επίσης τεύχος 1920).

46.. Αλτουσέρ, Μπαλιμπάρ, Πουλαντζάς, Έντελμαν (1980), Πουλαντζάς (1983).

47.. Όπως το καταλαδαίνει και ο συνταγματολόγος:

«1) Η πλουραλιστική διόγκωση της κοινωνίας προκάλεσε ομαδοποιήσεις, οι οποίες δεν είχαν, βασικά, λειτουργική οχέση με το πολιτικό σύστημα, αλλά αντίθετα επεδίωκαν τον πολιτειακό μετασχηματισμό. Πηγή τέτοιων πολιτικών ομαδοποιήσεων ήταν η τάξη των εργατών (...). Έπρεπε πια να γεφυρωθεί το χάσμα κράτους και κοινωνίας. Με τις νέες αυτές αξιώσεις, τα αστικά κόμματα αναγκάστηκαν να αναδιοργανωθούν σε ανταγωνιστικές πολιτικές ομάδες (...). Τα συντηρητικά κόμματα αναγκάστηκαν και αυτά να έλθουν σε αντίφαση με τις αρχές τους, για να ανταγωνιστούν το εργατικό χίνημα». (Κααιμάτης, 1980, σελ. 54).

Επίσης: «Η σταδιακή διαμόρφωση μιας κοινωνικής ταξικής συνείδησης, η συνειδητοποίηση δηλαδή μιας κοινότητας συμφερόντων, από τον μέχρι τότε κονιορτό των ατόμων και η ανάπτυξη μορφών συλλογικής δράσης για τη διεκδίκηση και την προάσπιση τους υπήρξε το έδαφος πάνω στο οποίο αναπτύχθηκε το κομματικό φαινόμενο». (Δρόσος. 1982, σελ. 25). Και ειδικότερα για την Ελλάδα:

«2) Το προβάδισμα στην κατεύθυνση της συγκρότησης κομματικής ζωής το είχαν τα κομμουνιστικά κόμματα. Ακολούθησε το ΠΑΣΟΚ, που ανέπτυξε ένα ιστό οργανώσεων και επιτροπών σ' όλη τη χώρα, και είχε μια αξιοθαύμαστη δραστηριότητα. Τελευταία, υποχρεώθηκε (υπ. ΧΒΓΜ) να προχωρήσει στη συγκρότηση κομματικών οργανώσεων η ΝΔ. Κι αυτό έγινε σε μια κρίσιμη γι' αυτή χρονική στιγμή, όταν από κόμμα εξουσίας μεταβλήθηκε σε κόμμα της αντιπολίτευσης». (Αντωνόπουλος κ.λπ., 1984, 8 Οκτωβρίου).

Βιβλιογραφία*

Αλιβιζάτος Νίκος, (1980): «Ο εκδημοκρατισμός σήμερα: σύγχρονες διαστάσεις ενός παλιού αιτήματος», Σύγχρονα θέματα, τεύχος 8, αφιέρωμα: Οι μεταδικτατορικοί θεσμοί. (1983): «Κρατική εξουσία και πολιτικοί θεσμοί», Σύγχρονα θέματα, τεύχος 16. (1986): Κράτος και Ραδιοτηλεόραση. Η θεσμική διάσταση, Αθήνα-Κομοτηνή, εκδ. Σάκκουλα.

Αλτονσέρ Λουί, (1977): Ιδεολογία και ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους στο θέσεις (19641975), Αθήνα, εκδ. θεμέλιο.

(1978): Τι πρέπει ν' αλλάξει στο κομμουνιστικό κόμμα, Αθήνα, εκδ. Αγώνας σειρά σήμερα 1.

(1985): «Μαρξισμός: ένας κριτικός απολογισμός» άρθρο για το λήμμα «Μαρξισμός» της ιταλικής ευρωπαϊκής εγκυκλοπαίδειας GARZANTI (1978), δεκαπενθήμερος πολίτης, τεύχος 49, μετ. Λ. Κανελλόπουλος, Τ. Ουλής.

Αλτουσέρ, Μπαλιμπάρ, Πουλαντζάς, Εντελμάν, (1980): Συζήτηση για το κράτος. Αθήνα, εκδ. Αγώνας, σειρά σήμερα 6.

Αντωνόπουλος θ., Δημαράς Γ., Φάτσης Γ. (1984): «Τι γίνεται μέσα στα κόμματα», έρευνα των ΝΕΩΝ σε συνέχειες 8, 9, 10, 11, 12, 13 Οκτωβρίου.

Borella Francois (1983): Τα πολιτικά κόμματα της Ευρώπης των 10, Αθήνα, εκδ. Μαλλιαρής - Παιδεία.

Ανδριανόπουλος Ανδρέας, (1978): «Η πολιτική φυσιογνωμία του ΠΑΣΟΚ» σε αφιέρωμα του περιοδικού ΕΠΙΚΕΝΤΡΑ. Αναδημοσίευση στον τόμο ΠΑΣΟΚ και ΕΞΟΥΣΙΑ.

Γέροντας Αποστόλης, (1986): «Τοπική αυτοδιοίκηση και λαϊκή συμμετοχή. Συμβολή στους νέους συμμετοχικούς θεσμούς». Δίκαιο και Πολιτική, τεύχος 11, Θεσσαλονίκη, εκδ. Παρατηρητής.

Γεωργαντίβης Χ., ΝικολακόπουλοςΗ., (1978): Μετατοπίσεις ψήφων και μεταβολές του εκλογικού χάρτη στις εκλογές της 20ης Νοεμβρίου 1977, Σύγχρονα θέματα, τεύχος 1.

Γουντχάουζ Κρις, (1982): Καραμανλής. Ο ανορθωτής της ελληνικής Δημοκρατίας, Αθήνα, εκδ. Μορφωτική Εστία.

Glucksmann Chr. Bue (1980): Εισήγηση στο συνέδριο της ΕΛΕΜΕΠ «Ο Νίκος Πουλαντζάς και το Κράτος», Σύγχρονα θέματα, τεύχος 8.

Δασκαλάκης Δ.Γ., (1985): «Προβλήματα συμμετοχικής δημοκρατίας», Το Βήμα, 18 Αυγούστου. «Η διαλεκτική σχέση κράτους - κοινωνίας», Το Βήμα, 20 Αυγούστου.

Δρόσος Γιάννης, (1982): Η νομική θέση των πολιτικών κομμάτων στην Ελλάδα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Κομοτηνή.

Ελληνική Εταιρεία Πολιτικής Επιστήμης, (1978): Κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα, συλλογικό έργο, εισαγωγή επιμέλεια Γ. Κοντογιώργης, Αθήνα, εκδ. Εξάντας.(1984): Οι εκλογές του 1981, συλλογικό έργο, επιμέλεια Ν. Π. Διαμαντούρος, Π. Μ. Κιτρομηλίδης, Γ.θ. Μαυρογορδάτος, εκδ. Εστία, Αθήνα.Γ.

ΕΠΙΚΕΝΤΡΑ, (1979): «Πρώτο Συνέδριο της ΝΔ» ειδική έρευνα, τεύχος Μαίου - Ιουνίου, τεύχος 8.

Ενσταθόπουλος Σπύρος, (1979): «Τα καταστατικά των «αστικών» και μαρξιστικών κομμάτων: Μια πρώτη προσέγγιση συγκριτικής τους ανάλυσης», ΕΠΙΚΕΝΤΡΑ, Μάιος - Ιούνιος.

«Ζητήματα του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος», (1974): Συλλογικό κείμενο της κομματικής οργάνωσης Παρισιού του ΚΚΕεσ. που συζητήθηκε από τον Δεκέμβρη 1973 μέχρι τον Μάρτη 1974. Τετράδια του Αγώνα, ν. 1.

Κανελλόπουλος Παναγιώτης, (1985): Η ζωή μου, Αφήγηση στη Νινέτα Κοντράρου - Ρασσιά, Αθήνα, εκδ. Δ. Γιαλλέλης.

Καπεταυγιάννης Βασίλης, (1978): Η πολιτική και θεωρητική σημασία της συζήτησης για το ΠΑΣΟΚ, Πολίτης, τεύχος 8. Αναδημοσιευμένο στον τόμο ΠΑΣΟΚ και Εξουσία.

*Η βιβλιογραφία αναφέρεται και στο τρίτο μέρος.

(1986): Λαϊκισμός. Συνοπτικές σημειώσεις για μια κριτική επανεξέταση, Πολίτης, τεύχος 71, Ιανουάριος - Μάρτιος.

Κασίμάτης Γιώργος, (1980): «Τα πολιτικά κόμματα σαν συνταγματικός θεσμός», Σύγχρονα θέματα, τεύχος 8, σελ. 52 επ.

Καραμανλής Κ., (1974) «Διακήρυξη ιδρύσεως της Νέας Δημοκρατίας», 30 Σεπτεμβρίου, Πολιτικά θέματα, (αφιέρωμα «10 χρόνια Νέα Δημοκρατία). (1979): Εισήγηση στο Α' Συνέδριο της Χαλκιδικής.

Κόλλιας Κωνσταντίνος, (1984). Βασιλεύς και επανάστασις 1967, Αθήνα, εκδ. Β'

ΚορόβηλαςΚ., (1984): Οι δημοκρατικοί θεσμοί μετά το 1974 στην Ελλάδα, στο ομάδα πρωτοβουλίας κ.λπ. (1984), σελ. 147 κ.ε.

Κωστόπουλος Σωτήρης, (1983): ΠΑΣΟΚ 2 χρόνια, τόμοι Α, Β, εκδ. Κάκτος, Αθήνα.

(1984): ΠΑΣΟΚ 3 χρόνια, ο.π.

(1985): ΠΑΣΟΚ 4 χρόνια, ο.π.

(1986): Η κρίση στη νεολαία, Αθήνα, Πάτρα, Αχαϊκές εκδόσεις.

LaclauE. (1983): Πολιτική και ιδεολογία στη Μαρξιστική θεωρία, εκδ. Σύχρονα θέματα, Θεσσαλονίκη.

Λιβιεράτος Δημήτρης - Καραμπελιάς Γιώργος, (1985): Ιουλιανό '65, Η έκρηξη των αντιθέσεων Κομμούνα Ιστορική μνήμη 1.

Μάνεσης Αριστόβουλος, (1980): «Η κρίση των θεσμών της φιλελεύθερης Δημοκρατίας και το σύνταγμα», Σύγχρονα θέματα, τεύχος 8.

(1982): «Κρίση νομιμότητας και κρίση νομιμοποίησης του σύγχρονου καπιταλιστικοί) κράτους» στο «Η σημερινή κρίση του καπιταλισμού», ΚΜΑΣ, Αθήνα, εκδ. θεμέλιο, (αχρονολόγητω: Δίκαιο, σύνταγμα, πολιτική, Θεσσαλονίκη, εκδ. Παρατηρητής, σειρά Δίκαιο και Πολιτική, 11.

Ματζουράνης Γ., (1984): Το κόμμα και το κράτος, ΝΕΑ, 15 Ιουνίου.

Μασσίπ Ροζέ, (1982): Καραμανλής, ο έλληνας που ξεχώρησε, Αθήνα, εκδ. Ι. Σιδέρης.

Μαστραντώνης T., Μηλιός Γ., (1983): Η θεωρία της Αριστεράς για την εξάρτηση του ελληνικού καπιταλισμού, θέσεις, τ.2, Γενάρης - Μάρτης.

Μαύρης Γιάννης, (1983): Σημειώσεις για το μεταπολιτευτικό φοιτητικό κίνημα, ΚΡΙΤΙΚΗ, τεύχος 3, Απρίλης - Μάης.

Μαύρης Γιάννης, (1985): «Κρίση του πανεπιστημίου και φοιτητές», Κριτική, τεύχος 9 10, Αθήνα.

Μαύρης Γ. - Τσεκούρας θ., (1982): Οι απέναντι. Για τους διανοούμενους και το κράτος, θέσεις 1, Οκτώβρης - Δεκέμθρης.

Μεταξάς Α.ΙΔ., (1981): Βιοκοινωνική και πολιτισμική χαρτογραφία της Βουλής 196419741977, Πολιτική, τεύχος 1.

MeynaudJean, (Με τη συνεργασία Π. Μερτζόπουλου και Γ. Νοταρά), (1966): Οι πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα, Αθήνα, εκδ. Μπάϋρον.

Μητσοτάκης Κ., (1985): Συνέντευξη στην Καθημερινή της Κυριακής, 1617 Ιουνίου.

Μουζέλης Νίκος, (1978α): Σκέψεις πάνω στην θεαματική πολιτική άνοδο του ΠΑΣΟΚ, δημοσιεύτηκε σε 3 συνέχειες στο Βήμα στις 12, 15 και 16 Μαρτίου. Αναδημοσιεύτηκε στο ΠΑΣΟΚ και Εξουσία. (19786): Νέβελληνική Κοινωνία: όψεις υπανάπτυξης, εκδ. Εξάντας, Αθήνα.

ΝεφελούδηςΒασίλης, (1965α): «Η 24ωρη γενική πολιτική απεργία», Ελληνική Αριστερά, ν. 2526 Αύγουστος - Σεπτέμβριος.

(19656): Βασικά προβλήματα του συνδικαλιστικού κινήματος, Ελληνική Αριστερά, ν. 29, Δεκέμβριος.

Νικολακόπουλος Ηλίας, (1984): Τα εκλογικά αποτελέσματα και επιρροή της κομμουνιστικής αριστεράς, στο Ελληνική Εταιρεία Πολιτικής Επιστήμης, (1984). (1985): Κόμματα και βουλευτικές εκλογές στην Ελλάδα 19461964, εκδ. ΕΚΚΕ, Αθήνα.

Νικολινάκος Μάριος. (1975): «Οι προοπτικές για μια νέα επαναστατική θεωρία στην Ελλάδα», περιοδικό ΑΝΤΙ, 25 Ιανουαρίου. Αναδημοσίευση: ΠΑΣΟΚ και Εξουσία, εκδ. Παρατηρητής, 1980, Θεσσαλονίκη.

(1977α): Το λαϊκό κίνημα μπροστά στις εκλογές και μια «προσωπική περίπτωση». ΑΝΤΙ, 29 Οκτωβρίου. Αναδημοσιευμένο στον τόμο ΠΑΣΟΚ και εξουσία. (19776): Το λαϊκό κίνημα σαν φορέας Αλλαγής. Αντί, 3 Δεκεμβρίου. Αναδημοσιευμένο ο.π.

Ομάδα μελέτης, (1975): Οι οικοδόμοι και η οικοδομή στην μεταπολεμική Ελλάδα, εκδ. εκδοτική ομάδα εργασία, Αθήνα.

Ομάδα Πρωτοβουλίας Επιστήμη και Κοινωνία, (1984): Κοινοβουλευτισμός και δημοκρατία στην Ελλάδα, πρακτικά Συνεδρίου, εκδ. Καραμπερόπουλος, Αθήνα.

Παπανδρέου Α., (1976): «Από το ΠΑΚ στο ΠΑΣΟΚ», λόγοι, άρθρα, συνεντεύξεις, δηλώσεις, εκδ. Λαδιά, Αθήνα.

Παπανδρέου Βάσω, (1975): «Απόψεις επάνω στην «επαναστατική θεωρία» του Μ. Νίκο1 λινάκου, Αντί, τεύχος 12, Φεβρουάριος.

Παπανδρέου Γ., (1985): «Για την απομυθοποίηση της εξουσίας και τη λαϊκή συμμετοχή» 30 Ιουνίου Το Βήμα.

ΠΑΣΟΚ και ΕΞΟΥΣΙΑ, (1980): Συλλογή άρθρων, επιμέλεια Π. Παπασαραντόπουλος, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη.

ΠΑΣΟΚ, (1985): Το έργο της αλλαγής, επιμέλεια: επιτροπή διαφώτισης.

Πάσχος Γιώργος, (1979):Πολιτική Δημοκρατία και κοινωνική εξουσία, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη.

(1980): Η ανασυγκρότηση της εκτελεστικής εξουσίας, Πολίτης, τεύχος 35, Ιούνιος. (1982α): Το κομματικό σύστημα 19741981, (ανάτυπο από το έργο «Ελλάδα, Ιστορία και πολιτισμός», Τομ. 7 «η πολιτική», εκδ. Μαλλιάρης Παιδεία), Θεσσαλονίκη. (19826): Δικομματισμός και λειτουργία του πολιτεύματος, Πολίτης, τεύχος 56, Δεκέμ

(1984): Πολωμένος δικομματισμός, Αντί, τεύχος 266.

ΠερδικάρηςΕ., (1981): Ο ρόλος του κοινωνικού μετασχηματισμού στην εξέλιξη της κοινωνιολογικής σύνθεσης της Βουλής 19641977, Πολιτική, τεύχος 1.

(1984): «Η σύνθεση παραδοσιακών και σύγχρονων μορφών οργάνωσης του κομματικού συστήματος στη φυσιογνωμία της νέας Βουλής», στο συλλογικό τόμο: Οι εκλογές τον 1981, εκδ. Εστία.

Πολιτικά θέματα, (1984), Αφιέρωμα: «10 χρόνια Νέας Δημοκρατίας 19741984», τεύχος 521, 28 Νοεμβρίου.

Πολιτική, (1981) Η Βουλή,τεύχος 1, Οκτώβριος - Δεκέμβριος. (1982): «Εκλογές '81, δέκα αναλύσεις», τεύχος 2. Ιανουάριος - Μάρτιος.

Πουλαντζάς Νίκος (1975): Συνέντευξη στα ΝΕΑ, 89 Σεπτεμβρίου.

(1978): «Μπορεί να γίνει η ενότητα των δυνάμεων της αλλαγής» ΝΕΑ, Φεβρουάριος. Αναδημοσιευμένο στον τόμο ΠΑΣΟΚ και Εξουσία.

(1979): La crise des partis, Monde Diplomatique. Αναδημοσιεύτηκε στα ΝΕΑ σε δύο συνέχειες. (1982): Το Κράτος,.η Εξουσία, ο Σοσιαλισμός, Αθήνα, εκδ. θεμέλιο.

Πρετεντέρης Ι. Κ., (1986): Η Ανθρωπογεωγραφία των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ, το ΒΗΜΑ, 4 Μαΐου.

Ρήξη, (1985): «Το κράτος των κομμάτων και η σοσιαλδημοκρατία», τεύχος 17, Φλεβάρης. (1986): «Μια τριπολική αντιπαράθεση», τεύχος 2324, Απρίλης.

Σημίτης Κώστας, (1979): α. «Η δομική αντιπολίτευση. Η θεωρία, τα προβλήματα, οι προοπτικές», β. «Ο σταυρός προτίμησης», γ. «Ο παλαιοκομματισμός κίνδυνος για την ουσία της Αλλαγής», στο «Η Δομική Αντιπολίτευση», Αθήνα, εκδ. Καστανιώτη.

Σύγχρονα θέματα, (1980): «Οι μεταπολιτευτικοί θεσμοί» (αφιέρωμα), τεύχος 8, Ιούλιος. (1984): «Τοπική αυτοδιοίκηση συμμετοχή», τεύχος 20, Απρίλιος.

Ταρπάγκος Ανέστης, (1983α): «Τα εποπτικά συμβούλια... και το εργατικό κίνημα στη βιομηχανία» Σχολιαστής, τεύχος 4, Ιούλιος.

(19836): Το αριστερό κίνημα απέναντι στην «εργατική συμμετοχή», θέσεις, τεύχος 5, Οκτώβρης - Δεκέμβρης.

Τσάτσος Δημήτρης (1982): «Λαϊκή συμμετοχή και θεσμικές μεταρρυθμίσεις» Αντί, τεύχος 218. (1983): Η ενδοκομματική αντιπολίτευση ως πρόβλημα του συνταγματικού δικαίου, τετράδια συνταγματικού Δικαίου, τόμος 1, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτινή.

Φακιολάς Ροσέτος, (1978). Ο εργατικός συνδικαλισμός στην Ελλάδα, εκδ. Παπαζήσης, Αθήνα.

Φεραγιόλι Λουίτζι, (1985): Αυταρχική δημοκρατία και κριτική της πολιτικής: α. «Υπάρχει αντιπροσωπευτική δημοκρατία;». 6. «Κοινωνικό κράτος και κράτος δικαίου», Αθήνα, εκδ. Στοχαστής.

Fine Ben, (1985): Οικονομική θεωρία και ιδεολογία, Αθήνα, εκδ. Κάλβος.

Φυντανίδης Σεραφείμ, (1985): «Τι καινούργιο φέραμε». Αφιέρωμα: «10 χρόνια Ελευθεροτυπία», Ελευθεροτυπία, 23 Ιουλίου.

Χαραλάμπης Δημήτρης, (1985): Στρατό; και πολιτική εξουσία, η δομή της εξουσίας στην μετεμφυλιακή Ελλάδα, Αθήνα, εκδ. Εξάντας.

Ξενόγλωσση

BalibarEtienne, (1983): «Apres Γ autre mai» στο «La Gauche, Le Pouvoir, Le Socialisme» (Collectif) Hommage a N. Poulantzas, sous la direction C. B. Glucksmann, Paris, ed. PUF.

Duverger Maurice (1976): Les parties politiques, Paris, ed. Librarie Armand Colin.

Poulantzas Nicos, (1983): «Une revolution copernicienne dans la politique» (συνέντευξη στην ιταλική Rinascita) στο G.P.S. ο.π.


(α) Η μείωση οφείλεται σε εκκαθαρίσεις μητρώων φοιτητών που έχουν εγκαταλείψει τις σπουδές τους. Βλ. και Μαύρης (1985).

(6) Από το 1984 υπολογίζονται και οι σπουδαστές των παιδαγωγικών Ακαδημιών (Π.Α.) που ανωτατοποιήθηκαν.

(γ) Ο ακριβής αριθμός των φοιτητών είναι αδύνατο να υπολογιστεί: 1) Τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της ΕΣΥΕ σταματούν στο 1983. 2) Ο αριθμός όσων εισέρχονται με χαριστικές διατάξεις είναι ανεξακρίβωτος. Για την σχετική εκτίμηση πήραμε υπ' όψιν τον αριθμό των εισακτέων που αποτελεί τον μόνο ακριβή δείκτη. Ειδικά για το 1986 μπορούμε να υποθέσουμε κάποια σταθεροποίηση του αριθμού των φοιτητών λόγω της σταθεροποίησης του αριθμού εισακτέων που εφαρμόστηκε και της περικοπής των «πλάγιων» οδών. (δ) Ο Κωστόπουλος τους υπολογίζει σε 87.100 (Κωστόπουλος, 1986, σελ. 62). Από αυτούς οι 77.500 περίπου είναι φοιτητές ΑΕΙ και 9.600 ΠΑ.