EDUCATING SYRIZA

«ΑΡΙΣΤΕΡΗ» ΘΗΤΕΙΑ

ΣΤΟΥΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟΥΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΥΣ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ


1. Πολιτική;


Αν λάβει κανείς υπόψη στην κυριολεξία της την κυβερνητική εκδοχή για την τρέχουσα άσκηση πολιτικής, τότε η χώρα βαδίζει προς ένα βέβαιο αναπτυξιακό μέλλον ενεργοποιώντας δυο απόλυτα συμβατούς «μονόδρομους»: τη «διαπραγμάτευση» και το «παράλληλο πρόγραμμα». Από τη μια μεριά έχουμε τον «τιτάνιο αγώνα» που δίνεται στο πλαίσιο μιας διαρκούς αξιολόγησης (που κάποτε είχε δηλωθεί περίπου ως στιγμιαία) με τα αντίστοιχα έπαθλα: την ικανοποίηση όλων των «προαπαιτούμενων», που δεν είναι τίποτε άλλο από τους όρους του 3ου μνημονίου. Από την άλλη το διαρκώς επανερχόμενο «παράλληλο πρόγραμμα», το οποίο προσλαμβάνει μια όλο και περισσότερο άυλη μορφή, διότι το περιεχόμενό του δηλώνεται για να αναιρεθεί αυτοστιγμεί.

Έτσι στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης ο ΕΝΦΙΑ παραμένει με ανεπαίσθητες «φιλολαϊκές» διορθώσεις που σχεδόν κανείς – εκτός των επίσημων προπαγανδιστών – δεν έχει αντιληφθεί, μιας και δεν έγινε καν το έστω συμβολικό βήμα να απαλλαγεί η χαμηλού εισοδήματος λαϊκή οικογένεια από αυτό το άγος. Ακόμη και οι χαμηλές συντάξεις περικόπτονται μέσα από τον εμπαιγμό ενός προσχηματικού «επανυπολογισμού». Τα επίσημα εργασιακά δικαιώματα θα περισταλούν κι άλλο με τη βοήθεια μιας ακόμη «Επιτροπής Σοφών», σε μια συγκυρία στην οποία έχουν ντε φάκτο καταργηθεί σχεδόν εξ ολοκλήρου με τη χρήση ενός εφεδρικού στρατού ενάμιση εκατομμυρίου «εργασιακών σκιών». Ενώ αυτό που σερβίρεται ως «παράλληλο πρόγραμμα» δεν είναι παρά το κρατικό περίβλημα μιας πενιχρής φιλανθρωπικής ελεημοσύνης για τα θύματα μιας ανυπολόγιστης κοινωνικής καταστροφής που απλά συνεχίζεται, σε πείσμα όσων ισχυρίζεται η πλούσια κυβερνητική ρητορική.

Αυτό που προσχηματικά ονομάζεται «αριστερή πολιτική» δεν είναι παρά ένας αδέξιος εμπαιγμός και μια κακότεχνη συγκάλυψη της πραγματικότητας, η οποία στην καλύτερη περίπτωση σηματοδοτεί τη φυγή από τα αμείλικτα ερωτηματικά που θέτει επιτακτικά η συγκυρία. Η κυβέρνηση μιλάει για «οριστικό τέλος της στρατηγικής για αριστερή κυβερνητική παρένθεση», όταν απλά εννοεί ότι οι «αριστεροί» θα συνεχίσουν να διαχειρίζονται την επίθεση στην εργασία, στελεχώνοντας τον κρατικό μηχανισμό με πάγιους συστημικούς υπηρέτες πλαισιωμένους με «αριστερούς» γελωτοποιούς και τυχάρπαστους συνοδοιπόρους. Διοργανώνει συνέδρια χωρίς αντικείμενο με κατ’ όνομα φράξιες που έχουν χάσει κάθε νόημα και νομιμοποίηση, φαντασιώνεται ότι αυτό το σκηνικό «μάχης» και «διαπραγμάτευσης» προορίζεται για «λαϊκή κατανάλωση», που όμως η κοινωνία το αντιμετωπίζει με παγερή αδιαφορία, και βαυκαλίζεται ότι ελέγχει «για πρώτη φορά» μηχανισμούς, οι οποίοι την έχουν ήδη καταβροχθίσει κάνοντάς την υποχείριό τους.

Και όλα αυτά τα εξαιρετικά υλικά πλαισιώνονται με διακηρύξεις: για αλληλεγγύη, για το προσφυγικό, για τη «συμμαχία του Νότου», για «ανάπτυξη» που έρχεται και όλο σκοντάφτει, για τις αγορές που θα στοχεύσει το 2017, και με πολύ «ανθρωπισμό» στο φόντο μιας απάνθρωπης συνολικής διαχείρισης. Αφηρημένες «αξίες», φυγή προς τη «χώρα του ποτέ-ποτέ» χωρίς πυξίδα και καπετάνιο, μια αναβίωση ξωτικών και νεράιδων που ως πνεύματα παραμένουν μακριά από την ανυπόφορη καθημερινή υλικότητα.

Όλα νεφελώδη και ασαφή, εκτός από ένα ζήτημα στο οποίο η κυβέρνηση ξαφνικά έγινε πολύ συγκεκριμένη και πρακτική: τη διευθέτηση του τηλεοπτικού τοπίου.


2. Διαδικασία;


Αν υπήρξε κάτι στο οποίο η κυβερνητική προπαγάνδα επέδειξε συστηματική φροντίδα και ανάλωσε άπειρο χρόνο, αυτό ήταν η διαδικασία απόδοσης των τηλεοπτικών αδειών. Ένα συμβάν στο οποίο η κυβέρνηση επένδυσε ισχυρά, με σκοπό να συγκαλύψει όλες τις προγραμματικές αναιρέσεις στις οποίες έχει επιδοθεί από τότε που εκλέχτηκε. Με χίλιους δυο τρόπους – μέχρι και με ραδιοφωνικό σποτ – ενημερωθήκαμε ότι έγινε αυτό το οποίο κανείς δεν πίστευε: οι πανίσχυροι ιδιοκτήτες των Μέσων σύρθηκαν σε μια βουβή παράσταση τους κανόνες της οποίας έλεγχε κάποιος έξω από αυτούς, άρα μια «αδιάβλητη διαδικασία». Όπου το «μήνυμα του Μέσου» ήταν ακριβώς η απουσία μηνύματος σε μια λευκή οθόνη στην οποία επί τρεις μέρες δεν υπήρχε απολύτως καμία εξέλιξη, σε μια διαδικασία «με υποκείμενο» (αυτή τη φορά την Κυβέρνηση) και με «τέλος-σκοπό» (το υψηλότερο δυνατό τίμημα). Και ο «στόχος» επετεύχθη.

Ποιος ήταν όμως ο στόχος;

Η υιοθέτηση κανόνων; Μα ο μόνος κανόνας που τέθηκε ήταν το χρηματικό έπαθλο της πλειοδοσίας διανθισμένος με τυπικές υποχρεώσεις για αριθμό προσωπικού των εταιριών που δύσκολα θα ελεγχθούν στο μέλλον.

Η προδιαγραφή ποιότητας; Αλλά ποιοτικά κριτήρια στις γενικού περιεχομένου άδειες ουδέποτε τέθηκαν ούτε προδιαγράφηκαν, ούτε υπέστησαν δημόσιο έλεγχο.

Η ρύθμιση της αγοράς; Ποια αγορά ρυθμίστηκε όμως, όταν με τον συνήθη τρόπο «ανατέθηκε μελέτη» που δεν περιείχε τη στοιχειώδη τμηματοποίηση της συνολικής αγοράς και του διαφημιστικού εσόδου; Γιατί εκτός από τις γενικού περιεχομένου άδειες, σχεδόν όμοιο ειδικό βάρος θα έχουν και οι «τοπικές» της Αττικής με τα 5 εκατομμύρια κατοίκους, ή οι θεματικές πανελλαδικής εμβέλειας που θα αντλήσουν πόρους από την ίδια περίπου διαφημιστική πίτα.

Αν κάτι ρυθμίστηκε με τη νέα «διαδικασία», αυτό είναι η σχέση αλληλεξάρτησης της κυβέρνησης με το νέο τοπίο που διαμορφώνεται στον Ιδεολογικό Μηχανισμό των ΜΜΕ. Η κυβέρνηση επιχείρησε να ρυθμίσει τις σχέσεις κυριαρχίας-υποταγής που θα διέπουν εφεξής τη μηντιακή αγορά και τη σχέση της με τους κρατικούς μηχανισμούς. Και αυτό δεν αποτελεί αυθαίρετη ερμηνεία αλλά αναδύεται στην επιφάνεια αν προσπαθήσει να απαντήσει κανείς μερικά άμεσα ερωτήματα στον απόηχο της «διαδικασίας». Όπως για παράδειγμα:

Ποια είναι η λανθάνουσα αξία που πριμοδοτεί την πλειοδοσία και ανεβάζει την τιμή των αδειών από τα 3 εκ. € στα 45-80 εκ. €; Διότι η «αγορά» αποτιμά αξίες για να τις μεταφράσει σε τιμές και προφανώς εκτιμά ότι αυτή η προεξόφληση πολλών δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ πάνω από την τιμή εκκίνησης θα αποδώσει στο μέλλον επιχειρηματικά. Και προφανώς δεν αναμένει αυτές τις αξίες από μια κατεστραμμένη τηλεοπτική αγορά και τα διαφημιστικά παρελκόμενά της, όταν το μέγεθός της για όλα τα (τρέχοντα και μελλοντικά – γενικά, τοπικά, θεματικά) τηλεοπτικά προϊόντα ενδεχομένως υπολείπεται του συνολικού ποσού που συγκεντρώθηκε από την πλειοδοσία. Μήπως λοιπόν το αντικείμενο της πλειοδοσίας είναι τα «παράπλευρα οφέλη» από την αλληλεξάρτηση με την κρατική διαχείριση;

Πόσο καλύπτεται η «διαδικασία» από δηλώσεις πόθεν έσχες που θα νομιμοποιήσουν, όπως από πολλές πλευρές υποστηρίζεται, «μαύρο χρήμα» από πρωταγωνιστές οι οποίοι σχεδόν εμφανώς δραστηριοποιούνται στις πιο «σκοτεινές» πτυχές επιχειρηματικής δραστηριότητας τις οποίες το «επίσημο» κράτος διατείνεται ότι καταπολεμά; Και αν το χρήμα από αυτές τις δραστηριότητες – που προφανώς είναι εξαιρετικά κερδοφόρες – είναι αποδεκτό (με βάση, π.χ., το δόγμα: επιχείρηση είναι και το λαθρεμπόριο πετρελαίου, επιχείρηση και το εμπόριο όπλων ή εθιστικών ουσιών) όταν προέρχεται από «παρένθετα» πρόσωπα, γιατί δεν επιδίδεται η ίδια η κρατική διαχείριση άμεσα σε αυτές, οπότε θα εξοικονομήσει και τη «νόμιμη προμήθεια» του μεσάζοντα;

Το πρακτικό αποτέλεσμα είναι ότι η «αγορά» έβαλε και πάλι τη σφραγίδα της στα μέσα μαζικής επικοινωνίας με την επίφαση της νομιμότητας και με παντελή απουσία ουσιωδών κανόνων διαχείρισης του «προϊόντος», που θα υφίσταται και πάλι το «αντικειμενικό» φίλτρο των συμφερόντων του επιχειρηματία - ιδιοκτήτη. Αυτή τη φορά με τη σφραγίδα της Αριστεράς και τη «φιλολαϊκή» διαχείριση του άχρωμου χρήματος: η δεξαμενή των 245 εκ. € θα διατεθεί με κοινωνικά κριτήρια στους έχοντες ανάγκη, προφανώς ως αντιστάθμισμα στα δεκάδες δις ευρώ που θα αναλωθούν ορθολογικά με βάση τα κριτήρια των μνημονίων.


3. Κατσαρόλα;


Η επιχείρηση τηλεοπτικές άδειες έχει όμως και άλλες παράπλευρες απώλειες για την κοινωνία. Συγκρότησε το «μαύρο μέτωπο» των υπερασπιστών της «νομιμότητας», της «δημοκρατίας», της «προστασίας των θεσμών», μιας σχετικά αργοπορημένης «μάχης κατά της ανεργίας». Στην πρώτη γραμμή βρέθηκε πάλι η «συμμαχία του ΝΑΙ» με τους γνωστούς σταυροφόρους της «ευρωπαϊκής προοπτικής», της χίμαιρας μιας αμυντικής εντός των τειχών ευημερίας που απειλείται από τους «κυβερνητικούς τυχοδιωκτισμούς».

Και πρώτα απ’ όλα η «αγωνία» της εργοδοσίας για την «καταδίκη» των δημοσιογράφων στην ανεργία, το περίφημο επιχείρημα «διώκονται οι επιχειρηματίες άρα οι εργαζόμενοι χάνουν τη δουλειά τους» (που μπορεί βέβαια να είναι η άλλη όψη του νομίσματος στην όψιμη ενόραση του Α. Τσίπρα ο οποίος κατέληξε στο πρόσφατο απόφθεγμα ότι «αριστερός είναι αυτός που φτιάχνει θέσεις εργασίας, που δίνει δουλειά»). Σε μια Ελλάδα που από την αρχή της υιοθέτησης του μνημονιακού προγράμματος δρομολογήθηκε η έκρηξη της ανεργίας και κατά τη διάρκεια της εφαρμογής του, ως συνέπεια, θεωρήθηκε αποδεκτό να φθάσει η ανεργία στο 25% στο σύνολο και 60% στους νέους, ως «υποχρεωτική θυσία» στο βωμό της αναγκαίας αναδιάρθρωσης. Και με μοναδικό κυβερνητικό αντίλογο ότι η πολιτική της με τη νόμιμη αδειοδότηση «διασφάλισε» τον ελάχιστο αριθμό απασχολουμένων στις τηλεοπτικές επιχειρήσεις, τις συλλογικές συμβάσεις, την προστασία της εργασίας κλπ., λες και η «νομιμότητα» λειτουργίας των επιχειρήσεων στην υπόλοιπη αγορά εγγυάται την προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων, ιδίως με τη σημερινή έκρηξη της ανεργίας και άτυπης απασχόλησης.

Ίσως όμως σημαντικότερο στοιχείο και με βαθύτερες προεκτάσεις να αποδειχθεί η «δημοκρατική αναβάθμιση» δημοσιογράφων με πρόδηλες σχέσεις με τη μηντιακή εργοδοσία και τους κρατικούς μηχανισμούς. Η «μάχη» που δίνει ο ΣΚΑΪ για την «ελεύθερη και αδέσμευτη» πληροφόρηση, όντας το άντρο της κατευθυνόμενης και στρατευμένης στην υπόθεση των «από πάνω» δημοσιογραφίας, έχει από καιρό ξεπεράσει τα όρια μιας «εξέγερσης της δημοσιογραφικής κατσαρόλας». Η διάχυτη δυσαρέσκεια και απογοήτευση από τη μη διαφοροποιούμενη διαχείριση της «Αριστεράς» δημιουργεί το έδαφος για να αποκτήσουν αυτές οι ακραίες μνημονιακές φωνές ευρύτερο ακροατήριο κάτω από ένα δυσδιάκριτο πέπλο «δημοκρατικής ευαισθησίας» και «προστασίας των θεσμών».

Και αυτή η νέα αρνητική συγκυρία που διαμορφώθηκε στο φόντο διευθέτησης του τηλεοπτικού τοπίου δεν ακυρώνεται ούτε με τους λεονταρισμούς του Ν. Παππά περί «τελευταίας μάχης της διαπλοκής», ούτε με τα γραφικά υβρεολόγια του Π. Πολάκη που μόνος «ασυμβίβαστος» αξιοποιεί τον σκληρό πυρήνα του δικαστικού μηχανισμού για να παράσχει υπηρεσίες στήριξης στην κυβέρνηση. Δυστυχώς όμως για όλο αυτό το σκηνικό, η υπαρκτή ή μη «μάχη κατά της διαπλοκής» δεν μπορεί να θεραπεύσει την ολική ανατροπή του όποιου κοινωνικού προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ είχε απομείνει στις πρώτες εκλογές του 2015, πόσο μάλλον στις δεύτερες στις οποίες ήταν παντελώς απόν. Η διάχυτη και διαρκώς εξαπλούμενη δυσαρέσκεια και απομάκρυνση παραδοσιακών κοινωνικών στηριγμάτων του ΣΥΡΙΖΑ από την ασκούμενη πολιτική δεν πρόκειται να βρει ανάχωμα στην «αποκατάσταση της τάξης» στην τηλεοπτική αγορά, ούτε στη «μάχη κατά της διαπλοκής» που γίνεται με τα σημαδεμένα όπλα που φέρουν τη σφραγίδα των Ιδεολογικών Μηχανισμών του Κράτους.


4. Μηχανισμοί;


Η κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κινδυνεύουν λοιπόν από τον «συνασπισμό των μηντιαρχών», από τις «συνομωσίες του κεφαλαίου» ή την «υπονόμευση της αντιπολίτευσης». Για όλα αυτά διατίθενται «λύσεις», μιας και η υπαγωγή της στη λογική των ιδεολογικών και κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους της έχει δώσει τα «όπλα» για να αμυνθεί – καίτοι η άμυνα αυτή δεν σημαίνει παρά ενσωμάτωση στις κυρίαρχες κρατικές πολιτικές. Η προσήλωσή της στη διάψευση της «αριστερής παρένθεσης», οι διαρκείς διαπραγματεύσεις για τον τρόπο επιβολής του συσχετισμού δύναμης στους «από κάτω» μέσω του μηχανισμού του μνημονίου, η ταχύτητα με την οποία «μαθαίνει» τα μυστικά της διαχείρισης εγγυώνται ότι σύντομα θα πάψει να «κινδυνεύει» από αυτή την πλευρά. Διότι πολύ σύντομα θα αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του κρατικού πολιτικού ιδεολογικού μηχανισμού, διανύοντας τον μακρύ δρόμο από την «ανατροπή» στην εναλλαγή.

Ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί ήδη μέρος του μηχανισμού που υποτίθεται ότι καταγγέλλει, ενώ στην αντίπερα όχθη συγκεντρώνονται σταδιακά εκείνα τα στρώματα που υποτίθεται ότι αποτελούσαν τα κοινωνικά στηρίγματά του.

Είναι αυτοί που δεν «κατανοούν» το λόγο για τον οποίο πολλά δισεκατομμύρια ευρώ κάθε χρόνο «ξεφεύγουν» από τη φορολογία συμβάλλοντας στον ιδιωτικό πλουτισμό εταιριών, ομάδων, ατόμων.

Είναι όλοι όσοι πλήττονται βλέποντας να απαξιώνονται τα δημόσια σχολεία, τα δημόσια νοσοκομεία, οι κοινωνικές υποδομές, ενώ παράλληλα πληρώνουν δισεκατομμύρια περισσότερους φόρους για ολοένα λιγότερες παροχές.

Είναι εκείνοι που δεν θα έχουν κανένα μέρισμα από την «ανάπτυξη», η οποία θα προκύψει μέσα από τη νόμιμη φοροδιαφυγή μικρών και μεγάλων επενδύσεων οι οποίες θα δημιουργήσουν τις «θέσεις εργασίας» που ο πρωθυπουργός θεωρεί κριτήριο αριστεροσύνης.

Αν κινδυνεύει από κάτι ο ΣΥΡΙΖΑ, αν κάτι μπορεί να επιφέρει την αριστερή παρένθεση, αυτό θα προέλθει από τους «από κάτω». Αυτή την υπόγεια δυναμική που, αν απασφαλίσει, θα παρασύρει στο διάβα της την «αριστερή διακυβέρνηση», χωρίς να λογαριάζει τις συνέπειες και τις επιπτώσεις για το μέλλον.

Αλλά προς το παρόν ο ΣΥΡΙΖΑ κοιτάζει αποκλειστικά προς τα δεξιά, αγνοώντας το αριστερό άκρο του οπτικού πεδίου.

Γιαυτό και όταν ωριμάσει η συγκυρία, η πτώση θα είναι απότομη και ανεξέλεγκτη.