Αναζητώντας το «πνεύμα του καπιταλισμού».

Η γερμανική Ιστορική Σχολή και οι διαμάχες για τις απαρχές του καπιταλισμού1

 

του Γιάννη Μηλιού

 

1. Εισαγωγή

 

Η λεγόμενη «Ιστορική Σχολή» σχηματίστηκε στη Γερμανία στο δεύτερο μισό του δέκατου ένατου αιώνα σε διαφοροποίηση τόσο με την Κλασική Σχολή της Πολιτικής Οικονομίας όσο και με τον Μαρξισμό.

Βασικές θέσεις της Ιστορικής Σχολής είναι: Πρώτον, η έμφαση στην ιστορική μέθοδο ανάλυσης των οικονομικών σχέσεων. Δεύτερον, η απόρριψη κάθε θεωρητικού οικονομικού «νόμου» – οι μόνοι νόμοι που μπορούν να συναχθούν είναι οι «εμπειρικοί νόμοι», που προκύπτουν από ιστορικές μονογραφίες και στατιστικές έρευνες. Τρίτον, η αναγκαιότητα σύνδεσης των οικονομικών με όλες τις άλλες κοινωνικές επιστήμες.

Η Ιστορική Σχολή διακρίνεται συνήθως σε «παλαιότερη», «νεότερη» και «νεότατη» (Economakis & Milios 2001).

Στην «παλαιότερη» Ιστορική Σχολή κατατάσσονται κυρίως τρεις συγγραφείς: Bruno Hildebrand (1812-78), Wilhelm Roscher (1817-94) και Karl Knies (1821-98). Ωστόσο, αυστηρά μιλώντας, δεν αποτέλεσαν Σχολή, καθώς η προσέγγισή τους στην οικονομική ιστορία δεν ήταν ούτε ενιαία ούτε αρκούντως διαφορετική από εκείνη άλλων οικονομολόγων.

Η ηγετική φυσιογνωμία της «νεότερης» Ιστορικής Σχολής ήταν ο Gustav von Schmoller (1838-1917). Ο Schmoller και οι οπαδοί του απέρριψαν πλήρως την ιδέα ότι υπήρχε ήδη μια επιστημονική οικονομική θεωρία, με το επιχείρημα ότι, μέχρι τότε, δεν υπήρχε επαρκής γνώση της οικονομικής ιστορίας. Επιπλέον, άσκησαν κριτική τόσο στην προσήλωση των Κλασικών στον απεριόριστο ελεύθερο οικονομικό ανταγωνισμό όσο και στον μαρξιστικό σοσιαλισμό – ωστόσο, τάχθηκαν υπέρ των κοινωνικών μεταρρυθμίσεων («σοσιαλιστές από καθέδρας»). Η προσπάθειά τους να προσεγγίσουν την κοινωνική ζωή ως αδιαχώριστο σύνολο, εισήγαγε ηθικά ζητήματα στην οικονομική ανάλυση και οδήγησε επίσης σε ψυχολογικές ερμηνείες οικονομικών φαινομένων.

Οι συγγραφείς με τους οποίους θα ασχοληθούμε στο παρόν άρθρο κατατάσσονται κατά κανόνα στη «νεότατη» Ιστορική Σχολή. Ηγετική φυσιογνωμία υπήρξε ο Werner Sombart (1863-1941), καίτοι μεγαλύτερη αναγνώριση απέκτησε στη συνέχεια ο Max Weber (1864-1920).

Το ζήτημα των απαρχών ή της γένεσης του καπιταλισμού που απασχόλησε τους συγγραφείς της Ιστορικής Σχολής και οδήγησε στις διαμάχες μεταξύ τους κατά τις τρεις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα είχε ως «φόντο» τη Μαρξική θεωρία του καπιταλισμού και της γέννησής του, η οποία είχε ήδη αποκτήσει σημαντική επιρροή στις γερμανόφωνες χώρες, και απέναντι στην οποία οι υπό εξέταση συγγραφείς επιχείρησαν να διατυπώσουν μια εναλλακτική ιστορική ανάλυση και θεωρία.  

Στο παρόν κείμενο θα ξεκινήσω παραθέτοντας τις βασικές θέσεις που διατύπωσε ο Μαρξ αναφορικά με τη γέννηση του καπιταλισμού στα ώριμα «οικονομικά» του έργα. Στη συνέχεια, αφού παρουσιάσω ένα περίγραμμα των θεωρητικών διαμαχών μεταξύ των εκπροσώπων της Ιστορικής Σχολής σχετικά με τις απαρχές του καπιταλισμού, θα επικεντρωθώ στην έννοια «πνεύμα του καπιταλισμού», η οποία, καίτοι εισήχθη από τον Βέρνερ Ζόμπαρτ, παρέμεινε θεωρητικά ενεργή μόνο στην τροποποιημένη από τον Μαξ Βέμπερ μορφή της.

 

2. Καρλ Μαρξ: Η «λεγόμενη πρωταρχική συσσώρευση» ως «επαφή και αντιπαράθεση» κατόχου χρήματος και προλετάριου

 

Στο Κεφάλαιο αλλά και σε προγενέστερα έργα του, όπως στα Grundrisse, ο Μαρξ υποστηρίζει ότι για να «γεννηθεί» ιστορικά το κεφάλαιο ως κοινωνική σχέση, «πρέπει να αντιπαρατεθούν και να έρθουν σε επαφή» (Μαρξ 1978-α: 739) δύο κοινωνικές μορφές που προϋπήρχαν του καπιταλισμού: ο κάτοχος χρήματος και ο χωρίς περιουσία (μέσα παραγωγής) προλετάριος. Η κεφαλαιακή σχέση διαμορφώθηκε μόνο όταν αυτές οι δύο κοινωνικές μορφές συν-δέθηκαν μεταξύ τους.

Ο Μαρξ υιοθετεί τον όρο «η λεγόμενη πρωταρχική συσσώρευση» για να περιγράψει τη συσσώρευση χρήματος και μέσων (παραγωγής και διαβίωσης) που μετατρέπονται σε κεφάλαιο μόνο μετά την «επαφή» τους με την «ελεύθερη» εργασία («ελεύθερη» από προσωπικές σχέσεις καταναγκασμού, αλλά επίσης «ελεύθερη» από την κατοχή μέσων παραγωγής – η συνθήκη της «διπλής ελευθερίας»). Οι δύο πόλοι της επαφής αυτής, από την οποία προέκυψε η κεφαλαιακή σχέση, ο κάτοχος χρήματος και ο προλετάριος, υπήρξαν το προϊόν ιστορικών διαδικασιών λίγο-πολύ ανεξάρτητων μεταξύ τους.

«Όπως τα μέσα παραγωγής και τα μέσα συντήρησης, έτσι και το χρήμα και το εμπόρευμα δεν είναι από μιας εξαρχής κεφάλαιο. Χρειάζεται να μετατραπούν σε κεφάλαιο. Η μετατροπή όμως αυτή μπορεί να συντελεστεί μονάχα κάτω από ορισμένους όρους που συνοψίζονται στα παρακάτω: πρέπει να αντιπαρατεθούν και να ’ρθουν σε επαφή δυο λογιών, πολύ διαφορετικοί ο ένας από τον άλλο, κάτοχοι εμπορευμάτων: από τη μία μεριά, κάτοχοι χρήματος, μέσων παραγωγής και μέσων συντήρησης, που σκοπός τους είναι ν’ αξιοποιήσουν το ποσό αξίας που κατέχουν, αγοράζοντας ξένη εργατική δύναμη· από την άλλη, ελεύθεροι εργάτες, πουλητές της δικής τους εργατικής δύναμης, κι επομένως πουλητές εργασίας. Ελεύθεροι εργάτες με τη διπλή έννοια, με την έννοια πως ούτε αυτοί οι ίδιοι ανήκουν άμεσα στα μέσα παραγωγής, όπως οι δούλοι, οι δουλοπάροικοι κλπ., και με την έννοια πως ούτε και σ’ αυτούς ανήκουν τα μέσα παραγωγής, όπως γίνεται λ.χ. στους αγρότες που διαχειρίζονται μόνοι το νοικοκυριό τους κλπ., απεναντίας είναι ελεύθεροι, απαλλαγμένοι απ’ αυτά, τα στερούνται [...] Επομένως, το προτσές που δημιουργεί τη σχέση του κεφαλαίου δεν μπορεί να είναι άλλο από το προτσές χωρισμού του εργάτη από την ιδιοκτησία στους όρους της εργασίας του, ένα προτσές που, από τη μια μεριά, μετατρέπει σε κεφάλαιο τα μέσα συντήρησης και παραγωγής της κοινωνίας, και, από την άλλη, τους άμεσους παραγωγούς σε μισθωτούς εργάτες» (Μαρξ 1978-α: 739).

 

Παρέθεσα αυτό το μακροσκελές απόσπασμα από τον 1ο τόμο του Κεφαλαίου ώστε να μου δοθεί η δυνατότητα να σχολιάσω την εσωτερική συνοχή της ανάλυσης του Μαρξ:

α) Ο κάτοχος χρήματος προϋπήρχε του καπιταλισμού. Μετατράπηκε σε καπιταλιστή όταν αντιπαρατέθηκε και ήρθε σε επαφή με το «ελεύθερο» (με τη διπλή έννοια) άτομο και διαμόρφωσε μαζί του μια μισθιακή σχέση.

β) Το ελεύθερο άτομο αναδύθηκε μέσα από πολλαπλές διαδικασίες τις οποίες ο Μαρξ περιγράφει συνοπτικά, εστιάζοντας κυρίως στην Αγγλία και τη Σκοτία, και οι οποίες, ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή,  επεκτείνονται σε αρκετούς αιώνες (χοντρικά από τον 14ο μέχρι τον 19ο αιώνα).

Η «διπλή ελευθερία» του προλετάριου αναφέρεται σε δύο διαδικασίες: (α) απελευθέρωση από όλες τις μορφές άμεσης προσωπικής εξάρτησης ή καταναγκασμού, (β) μια διαδικασία απαλλοτρίωσης του εργαζομένου από τα μέσα παραγωγής. Εντούτοις, ακόμα και η διαδικασία απελευθέρωσης, δηλαδή η «ελευθερία» (ιδιοκτησία του εαυτού) και η «ισότητα» (ίσα δικαιώματα απέναντι στον νόμο ή ακόμα και η ιδιότητα του πολίτη) αποτελούν τη μορφή μιας ιδιαίτερης σχέσης ταξικής κυριαρχίας και εκμετάλλευσης: του καπιταλισμού.2

Αν στρέψουμε λοιπόν την προσοχή μας στη διαδικασία γένεσης της κεφαλαιακής σχέσης, το αποφασιστικό στοιχείο είναι το πώς κατέστη δυνατό «να αντιπαρατεθούν και να έρθουν σε επαφή» ο κάτοχος χρήματος και το χωρίς περιουσία άτομο. Ο ίδιος ο Μαρξ θέτει, αναφορικά με το σημείο αυτό, το κρίσιμο ερώτημα: με δεδομένο ότι οι αγρότες υπόκεινταν αρχικά όχι σε κατόχους χρήματος αλλά σε φεουδάρχες γαιοκτήμονες, ποιος ήταν ο κάτοχος χρήματος από τον οποίον προέκυψε, σε μια μεταγενέστερη ιστορική εποχή, ο καπιταλιστής;

«μπαίνει το ερώτημα, από πού προήλθαν αρχικά οι κεφαλαιοκράτες; Επειδή η απαλλοτρίωση του αγροτικού πληθυσμού δημιουργεί άμεσα μόνο μεγάλους γαιοκτήμονες» (Μαρξ 1978-α: 767).

 

Ο Μαρξ απαντάει στο Κεφάλαιο στην ερώτηση αυτή υποδεικνύοντας δύο κοινωνικές φιγούρες εξωτερικές ως προς τη σχέση γαιοκτήμονα-αγρότη (φεουδάρχη-δουλοπάροικου):

«Ο μεσαίωνας όμως άφησε κληρονομιά δυο διαφορετικές μορφές του κεφαλαίου, που ωριμάζουν στους πιο διαφορετικούς κοινωνικοοικονομικούς σχηματισμούς και που πριν από την εποχή του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής θεωρούνται κεφάλαιο quand meme [παρ’ όλα αυτά] – το τοκογλυφικό και το εμπορικό κεφάλαιο» (Μαρξ 1978-α: 774).

 

Και στο 4ο κεφάλαιο του 1ου τόμου, όταν εισάγει την έννοια του κεφαλαίου, σημειώνει:

 

«Ιστορικά το κεφάλαιο αντικρίζει παντού τη γαιοκτησία πρώτα με τη μορφή του χρήματος, σαν χρηματική περιουσία, εμπορικό κεφάλαιο και τοκογλυφικό κεφάλαιο. [...] Η αντίθεση ανάμεσα στη δύναμη της γαιοκτησίας που στηρίζεται σε σχέσεις προσωπικής υποταγής και κυριαρχίας και στην απρόσωπη δύναμη του χρήματος συνοψίζεται ξεκάθαρα στις δύο παρακάτω γαλλικές παροιμίες: “Nulle terre sans seigneur” [“Δεν υπάρχει γη χωρίς αφέντη”] και “L’argent n’a pas de maître” [“Το χρήμα δεν έχει αφεντικό”]» (Μαρξ 1978-α: 159).

Την προβληματική αυτή είχε ήδη διατυπώσει ο Μαρξ αναλυτικά στα Grundrisse:

«Αυτό που μετατρέπεται σε κεφάλαιο με την κυριολεκτική έννοια, βιομηχανικό κεφάλαιο, είναι η κινητή – χρηματική – περιουσία που συσσωρεύεται με την τοκογλυφία – ιδιαίτερα αυτήν που ασκείται και ενάντια στη γαιοκτησία – και τα εμπορικά κέρδη […] δεν εμφανίζονται οι ίδιες σαν μορφές του κεφαλαίου, αλλά σαν προηγούμενες περιουσιακές μορφές, σαν προϋποθέσεις για το κεφάλαιο. […] Ώστε ο σχηματισμός του κεφαλαίου δεν ξεκινά από τη γαιοκτησία […] αλλά από την περιουσία των εμπόρων και των τοκογλύφων» (Μαρξ 1990: 380-381, η έμφαση προστέθηκε).

Ο κάτοχος χρήματος, ο οποίος μετασχηματίζεται σε καπιταλιστή όταν «αντιπαρατεθεί και έρθει σε επαφή» με τον προλετάριο, δεν εντασσόταν στο εσωτερικό των κυρίαρχων ταξικών σχέσεων εξουσίας και εκμετάλλευσης, οι οποίες θεμελιώνονταν στην έγγεια ιδιοκτησία. Είναι μια ιστορική φιγούρα που προϋπήρχε των διαδικασιών προλεταριοποίησης, δηλαδή που προϋπήρχε της γέννησης του προλετάριου.

Παράλληλα, ο Μαρξ εστίασε την ανάλυσή του για την πρωταρχική συσσώρευση στις μεθόδους και τις πολιτικές που, μετά την επικράτηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, χρησιμοποιήθηκαν από το αστικό κράτος για την επιτάχυνση και διεύρυνση του αποχωρισμού των εργαζομένων από τα μέσα παραγωγής (αλλά και από όλους τους «αφέντες», με την προκαπιταλιστική έννοια του όρου).

Η απότομη επέκταση της παγκόσμιας αγοράς, ο πολλαπλασιασμός των κυκλοφορούντων εμπορευμάτων, η άμιλλα ανάμεσα στα ευρωπαϊκά έθνη, για να γίνουν κύριοι των ασιατικών προϊόντων και των αμερικανικών θησαυρών, και το αποικιακό σύστημα συνέβαλαν ουσιαστικά στο σπάσιμο των φεουδαρχικών φραγμών στην παραγωγή. Ωστόσο, στην πρώτη του περίοδο, στην περίοδο της μανουφακτούρας, ο σύγχρονος τρόπος παραγωγής αναπτύχθηκε μόνο εκεί, όπου οι όροι για την ανάπτυξή του είχαν δημιουργηθεί στη διάρκεια του μεσαίωνα [...] Και αν στον 16ο και εν μέρει στον 17ο αιώνα η απότομη επέκταση του εμπορίου και η δημιουργία μιας καινούργιας παγκόσμιας αγοράς άσκησαν αποφασιστική επίδραση στον αφανισμό του παλιού τρόπου παραγωγής και στην άνοδο του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, αυτό έγινε αντίθετα πάνω στη βάση του δημιουργημένου πια κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής (Μαρξ 1978-β: 421-422, η υπογράμμιση δική μου).

 

3. Οι απαρχές του καπιταλισμού και οι διαμάχες στο εσωτερικό της Ιστορικής Σχολής: συνοπτικό περίγραμμα

 

Το ζήτημα των απαρχών του καπιταλισμού αποτέλεσε αντικείμενο έρευνας και αντιπαραθέσεων ανάμεσα στους βασικούς εκπροσώπους της Ιστορικής Σχολής με αφετηρία του βιβλίου το Βέρνερ Ζόμπαρτ Ο σύγχρονος καπιταλισμός (Der moderne Kapitalismus) που κυκλοφόρησε το 1902. Στο βιβλίο αυτό ο Ζόμπαρτ εισάγει την ιδέα ότι προϋπόθεση για να γεννηθεί ο καπιταλισμός αποτέλεσε το ήδη προϋπάρχον «πνεύμα του καπιταλισμού», το οποίο «γονιμοποίησε» και μετέτρεψε σε κεφάλαιο υφιστάμενες κατά την προκαπιταλιστική εποχή χρηματικές περιουσίας. Κριτική στον Ζόμπαρτ άσκησε αρχικά, το 1903, ο Γκούσταβ φον Σμόλερ, για να ακολουθήσει, έναν χρόνο αργότερα, το βιβλίο του Τζάκομπ Στρήντερ Για τη γένεση του σύγχρονου καπιταλισμού (Strieder 1968), στο οποίο ο συγγραφέας επιχειρεί να καταρρίψει την ερμηνεία του Ζόμπαρτ για την προέλευση και τις απαρχές του καπιταλισμού. Το 1904, ο Ζόμπαρτ ανέλαβε τη διεύθυνση της επιθεώρησης Archiv für Sozialwissenschaft und Sozialpolitik (Αρχείο κοινωνικής επιστήμης και κοινωνικής πολιτικής) μαζί με τους Έντγκαρ Γιάφε και Μαξ Βέμπερ. Στα πρώτα δύο τεύχη του Αρχείου (Νοέμβριος 1904 και Μάιος 1905), ο Μαξ Βέμπερ δημοσίευσε το μετέπειτα διάσημο έργο του Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού, στο οποίο διατυπώνεται μια ριζικά διαφορετική προσέγγιση από αυτήν του Βέρνερ Ζόμπαρτ, παρότι και οι δύο συγγραφείς συμμερίζονταν την ιδέα ότι προϋπόθεση για τη γένεση του καπιταλισμού ήταν ένα συγκεκριμένο «πνεύμα του καπιταλισμού», το οποίο προϋπήρξε αυτής της γένεσης και την κατέστησε δυνατή.

Ανάμεσα στο 1911 και το 1913 ο Ζόμπαρτ εξέδωσε τρία επιπλέον βιβλία, στα οποία περιέχονται ορισμένες κριτικές προς τις απόψεις του Βέμπερ (Sombart 1911, 1912 [1922], 1913). Το 1916 εξέδωσε μια αναθεωρημένη και σημαντικά εκτενέστερη εκδοχή του βιβλίου του Ο σύγχρονος καπιταλισμός (Sombart 1916α, 1916β). Την ίδια χρονιά ο Λούτζο Μπρεντάνο (Brentano 1916) δημοσίευσε μια πολεμική προς τις απόψεις σχετικά με τη γένεση του καπιταλισμού τόσο του Ζόμπαρτ όσο και του Βέμπερ. Στην αναθεωρημένη έκδοση της Προτεσταντικής ηθικής (1920), ο Βέμπερ ενσωμάτωσε τις απαντήσεις στους επικριτές του (Weber 2010).

Στον διάλογο έλαβαν μέρος αρκετοί επιπλέον οικονομολόγοι και ιστορικοί της λεγόμενης Ιστορικής Σχολής, όπως ο Φέλιξ Ράχφαλ (Rachfal 1908), ο οποίος ξεκίνησε από το ιστορικό παράδειγμα των Κάτω Χωρών για να διατυπώσει μια συστηματική κριτική στα επιχειρήματα του Βέμπερ, ο Γκέοργκ φον Μπέλοβ (Below 1926), ο οποίος άσκησε κριτική τόσο στον Ζόμπαρτ όσο και στον Βέμπερ, και ο Χάινριχ Ζίβεκινγκ (Sieveking 1928, 1935), ο οποίος στήριξε τις αναλύσεις του σε επιχειρήματα τόσο του Ζόμπαρτ όσο και του Βέμπερ. Στον μη γερμανόφωνο κόσμο, η πιο ριζική κριτική προς το θεωρητικό σχήμα του Βέμπερ διατυπώθηκε από τον σημαίνοντα Βρετανό ιστορικό Ρίτσαρντ-Χένρι Τόνυ το 1926.

Η Προτεσταντική ηθική του Βέμπερ παραμένει μέχρι σήμερα αντικείμενο διαλόγου, καίτοι τα βασικά του επιχειρήματα και συμπεράσματα έχουν καταρριφθεί επανειλημμένως, κυρίως από ιστορικές αναλύσεις, παρελθούσες και πρόσφατες. Όμως, το θεωρητικό σχήμα του Βέμπερ μοιάζει να είναι χρήσιμο για μια «γρήγορη» απόρριψη των υποτιθέμενων «οικονομιστικών» θεμελίων της μαρξιστικής συλλογιστικής.

 

4. Ο Σύγχρονος καπιταλισμός του Βέρνερ Ζόμπαρτ και οι επικριτές του (1902-1916)3

 

Ο Βέρνερ Ζόμπαρτ ήταν εξοικειωμένος με τη μαρξιστική θεωρία. Το 1894, όντας καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μπρεσλάου, έγραψε μια κριτική επισκόπηση του τρίτου τόμου του Κεφαλαίου, ασκώντας κριτική κυρίως στην εργασία επιμέλειας του έργου από τον Ένγκελς.4 Επιπλέον, στον Πρόλογο του μεγάλου έργου του αυτής της περιόδου, του Ο σύγχρονος καπιταλισμός (1902), αποστασιοποιείται από τον «τιμημένο δάσκαλό» του Γκούσταβ φον Σμόλερ, με τα εξής λόγια:

 

«Αυτό που με διαχωρίζει από αυτόν και τους οπαδούς του είναι η διάρθρωση στη διάταξη του υλικού, είναι το ριζοσπαστικό αξίωμα μιας ενοποιημένης ερμηνείας εξ ενός τελικού αιτίου, είναι η συνάρθρωση όλων των ιστορικών φαινομένων σε ένα κοινωνικό σύστημα, εν συντομία είναι αυτό που ονομάζω το “ειδικά θεωρητικόν”. Θα μπορούσα ακόμα να πω: είναι ο Καρλ Μαρξ» (Sombart 1902: XXIX).

 

Ο Ζόμπαρτ αντιλαμβάνεται την ιστορία ως διαδοχή κοινωνικών συστημάτων, καίτοι δεν θεωρεί ότι αυτή η διαδοχή καθορίζεται από κάποιον γενετικό ή γενικό νόμο. Αντιθέτως, εκλαμβάνει την ιστορική τυχαιότητα ως τον κρίσιμο παράγοντα για την ανάδυση ενός νέου κοινωνικού συστήματος στη θέση ενός προηγούμενου. Περιγράφει τα διαφορετικά ιστορικά κοινωνικά συστήματα ως εξής:

 

«Μετά την παρακμή του αρχαίου πολιτισμού τρεις μεγάλες εποχές διαδέχτηκαν η μια την άλλη [...] η αγροτική-φεουδαρχική οργάνωση [...] η χειροτεχνική οργάνωση [...]. Ακολουθεί η εποχή στην οποία ακόμα ζούμε: το εσώτερο γνώρισμά της χαρακτηρίζεται από την κυριαρχία μιας εμπορικής ουσίας, δηλαδή της υπολογιστικής-κερδοσκοπικής-οργανωτικής δραστηριότητας, η οποία εκπληρώνεται με βάση την κύρια ιδέα ότι ο σκοπός της οικονομίας είναι η απόκτηση χρημάτων. Αυτή η επιδίωξη έχει δημιουργήσει την οργάνωση που καλούμε καπιταλιστική. Μετά την εποχή του καπιταλιστικού πολιτισμού [...] πρόκειται να ακολουθήσει μια τέταρτη εποχή, η σοσιαλιστική-συνεταιριστική εποχή» (Sombart 1902: XXXI-XXXII).

 

Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, ο καπιταλισμός δεν ταυτίζεται γενικά με την οικονομική δραστηριότητα που προσανατολίζεται στην αγορά, καθώς ο Ζόμπαρτ διακρίνει τη «χειροτεχνική» εποχή – και αντίστοιχα τον μικρό και μεσαίο έμπορο και επιχειρηματία, στις δραστηριότητες του οποίου ανάγεται η εν λόγω εποχή ή κοινωνική οργάνωση –  και τον καπιταλισμό, με τον καπιταλιστή να βασίζει τις δραστηριότητές του στην ιδιοκτησία παραγωγικών μέσων μεγάλης κλίμακας.

Πέραν αυτού, σε μεθοδολογικό επίπεδο, ο Ζόμπαρτ διαχωρίζει τον καπιταλισμό ως σύστημα, η λειτουργία και η εξέλιξη του οποίου βασίζεται σε εγγενείς στο σύστημα κανονικότητες που εμφανίζονται ως εσωτερικοί νόμοι – «αφού κατέστη δυνατό να μετατραπεί η εξάρτηση από την αγορά σε ένα κυρίαρχο σύστημα παραγωγής και διανομής (οι τυφλά δρώντες νόμοι της αγοράς)» (Sombart 1902: XVI) – και στη γένεση του καπιταλισμού, την οποία θεωρεί ενδεχομενικό ιστορικό αποτέλεσμα ή προϊόν ιστορικής τυχαιότητας.5

Το «τυχαίο γεγονός» της γένεσης του καπιταλισμού έλαβε χώρα, σύμφωνα με τον Ζόμπαρτ, όταν συγχωνεύτηκαν οι δραστηριότητες κάποιων οικονομικών υποκειμένων που κατείχαν μεγάλα χρηματικά ποσά με τις δραστηριότητες κάποιων άλλων οικονομικών υποκειμένων που κατείχαν ένα συγκεκριμένο οικονομικό πνεύμα, το οποίο αποδείχθηκε ότι προσιδιάζει στον καπιταλισμό. Οι κάτοχοι μεγάλων χρηματικών ποσών (ή μορφών περιουσίας που μπορούσαν εύκολα να μετατραπούν σε χρήμα) ανήκαν, σύμφωνα με τον Ζόμπαρτ, σε μια ειδική κατηγορία γαιοκτημόνων, ιδιαίτερα σε εκείνους που κατείχαν ακίνητη περιουσία στις πόλεις. Η συγκέντρωση, επομένως, τέτοιων μεγάλων περιουσιών κατά την εποχή του χειροτεχνικού οικονομικού συστήματος ήταν η πρώτη προϋπόθεση για τη γένεση του καπιταλισμού.

Προέκυψε επομένως «πληθώρα χρήματος» (Sombart 1902: 292 κ.ε.), η οποία όμως δεν μπορούσε να μετατραπεί σε κεφάλαιο, διότι από τους γαιοκτήμονες απουσίαζε κάθε μορφή επιχειρηματικών ικανοτήτων ή επιχειρηματικού («καπιταλιστικού») πνεύματος. Έτσι, η γένεση του καπιταλισμού προέκυψε, σύμφωνα με τον Ζόμπαρτ, μέσω της μεταφοράς τέτοιων μεγάλων περιουσιών (αρχικά στην Ιταλία και στη Φλάνδρα ήδη από τον 13ο αιώνα ή και νωρίτερα) σε ανθρώπους που από τη φύση τους κατείχαν ήδη ή μπορούσαν να αναπτύξουν το αναγκαίο υπολογιστικό-κερδοσκοπικό-οργανωτικό πνεύμα ή το «πνεύμα του καπιταλισμού». Αυτοί οι τελευταίοι ήταν κυρίως εμπορευόμενοι, αλλά κάποτε επίσης τεχνίτες, που σε όλες τις περιπτώσεις ανήκαν στο χειροτεχνικό κοινωνικό σύστημα, οι οποίοι σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσαν από μόνοι τους να μετατραπούν σε καπιταλιστές, λόγω των περιορισμένων οικονομικών μέσων που κατείχαν. Έγιναν καπιταλιστές χάρη στις μεταβιβάσεις μεγάλων περιουσιών που έλαβαν χώρα προς όφελός τους, μέσω δανείων, γάμων κλπ.

Η συνένωση των δύο αυτών διαφορετικών κοινωνικών παραγόντων της χειροτεχνικής εποχής οδήγησε στην ανάδυση του καπιταλισμού. Ο κάτοχος του «πνεύματος του καπιταλισμού»

 

«θα μπορούσε να αποκτήσει περιουσία από δωρεά, από δανεισμό, από κληρονομιά, από γάμο (μια συνηθισμένη περίπτωση!). Θα μπορούσε να γίνει κάτοχος σημαντικών έγγειων αξιών ή έγγειων προσόδων από τύχη ή κερδοσκοπία – εάν είχε αγοράσει γη με τις αποταμιεύσεις του για αγροτική χρήση, η τιμή της οποίας αυξήθηκε κατόπιν με την επέκταση της πόλης» (Sombart 1902: 300).

 

Για να ερμηνεύσει τις απαρχές του καπιταλισμού, ο Ζόμπαρτ εισάγει, λοιπόν, την ιδέα ενός προϋπάρχοντος «πνεύματος του καπιταλισμού», ως ενός αυτόνομου παράγοντα, ο οποίος αποτέλεσε την πιο αποφασιστική προϋπόθεση για τη γένεση του νέου (καπιταλιστικού) κοινωνικού συστήματος. Την ιδέα αυτή υιοθέτησαν αργότερα και άλλοι συγγραφείς της Γερμανικής Ιστορικής Σχολής. Με τα λόγια του ίδιου του Ζόμπαρτ:

 

«Η μεγαλύτερη συσσώρευση χρήματος δεν είναι επαρκής προϋπόθεση ούτε καν για τον σχεδιασμό μιας καπιταλιστικής επιχείρησης. Αυτό που πρέπει να προστεθεί επιπλέον [...] ώστε να μετατραπεί το συσσωρευμένο χρήμα σε κεφάλαιο είναι ένα ειδικώς καπιταλιστικό πνεύμα του κατόχου του» (Sombart 1902: 207-208).

 

Με την προσέγγιση αυτή ο Ζόμπαρτ απορρίπτει τις ερμηνείες άλλων Γερμανών ιστορικών της οικονομίας την εποχή εκείνη, και πρώτα απ’ όλα την προσέγγιση του Γκούσταβ φον Σμόλερ, οι οποίοι υποστήριζαν ότι ο καπιταλισμός αναδύθηκε μέσα από τη διαφοροποίηση και πόλωση των μικρών παραγωγών, αφενός σε μια ομάδα εύπορων επιχειρηματιών και αφετέρου σε προλεταρίους (βλ. τα επόμενα). Σύμφωνα με τον Ζόμπαρτ, η μικρής κλίμακας χειροτεχνική επιχειρηματικότητα δεν άφηνε κανένα περιθώριο για τη δημιουργία μεγάλων χρηματικών περιουσιών, επομένως για την ανάδυση του καπιταλιστή.

Ο Ζόμπαρτ απορρίπτει άλλες δύο αντιλήψεις, οι οποίες αργότερα έπαιξαν έναν ορισμένο ρόλο στη συζήτηση που ακολούθησε τη δημοσίευση του Σύγχρονου καπιταλισμού: πρώτον, ότι ο καπιταλισμός αναδύθηκε ως επακόλουθο της «ανθρώπινης φύσης» ή σε αντιστοιχία με αυτήν, και δεύτερον ότι η θρησκεία αποτέλεσε τον κρίσιμο παράγοντα για τη διαμόρφωση του καπιταλισμού:

 

«Αναφορές στην “ανθρώπινη φύση” και στις έμφυτες τάσεις της είναι απολύτως εκτός τόπου. [...] Βρίσκω επίσης ανεπαρκή την ερμηνεία ότι η ουσία του σύγχρονου καπιταλισμού σχετίζεται με τη συγγένειά του προς κάποιες θρησκευτικές κοινότητες. Ότι ο προτεσταντισμός, ειδικότερα στις εκδοχές του καλβινισμού και του κουακερισμού, προώθησε θεμελιωδώς την ανάπτυξη του καπιταλισμού είναι ένα τόσο γνωστό γεγονός που δεν χρειάζεται να επεκταθούμε. Αλλά για όποιον απορρίπτει αυτή την προσπάθεια ερμηνείας (κάνοντας αναφορά στο ήδη υψηλά ανεπτυγμένο καπιταλιστικό πνεύμα στις ιταλικές πόλεις-κράτη από τον Μεσαίωνα και στις γερμανικές πόλεις από τον 15ο αιώνα) δεν είναι δύσκολο να δείξει τη σφαλερότητα αυτής της αντίληψης για την ανάδυση του καπιταλισμού, με την αποκλειστική βοήθεια εμπειρικών αποδείξεων, που προέρχονται από συγκεκριμένες ιστορικές συσχετίσεις: τα προτεσταντικά περιφερειακά συστήματα ήταν πολύ περισσότερο ένα αποτέλεσμα παρά η αιτία του σύγχρονου καπιταλιστικού πνεύματος» (Sombart 1902: 379, 380-381).6

 

Είναι φανερό από όσα προηγήθηκαν ότι ο Ζόμπαρτ, στο έργο του Ο σύγχρονος καπιταλισμός, αντλεί συγκεκριμένες ιδέες από το έργο του Καρλ Μαρξ, όπως για παράδειγμα: τον ορισμό του καπιταλισμού ως κοινωνικού συστήματος παραγωγής, που βασίζεται στη δραστηριότητα των καπιταλιστικών επιχειρήσεων με σκοπό το κέρδος (Sombart 1902: 195)· την ανάδυση του κεφαλαίου από έναν προϋπάρχοντα «κάτοχο χρήματος» (Sombart 1902: 207)· τη διαμόρφωση της ανθρώπινης συμπεριφοράς, ή «φύσης», ως αποτέλεσμα ή έκφραση του τρόπου λειτουργίας ενός κοινωνικού και παραγωγικού συστήματος· την εσωτερική τάση για χωρίς όριο καπιταλιστική συσσώρευση·7 και τη δημιουργία του προλεταριάτου ως «της τελευταίας σειράς αντικειμενικών συνθηκών» για την ανάδυση του καπιταλισμού (Sombart 1902: 217). Εντούτοις, ο Ζόμπαρτ αποκλίνει από το αναλυτικό πλαίσιο του Μαρξ σε μια σειρά άλλων ζητημάτων. Από αυτές τις μη μαρξιστικές θεωρήσεις, οι πιο σημαντικές για την ανάλυσή μας είναι οι θέσεις του, αφενός, ότι ο καπιταλισμός προέκυψε μετά από κάποια μικροπαραγωγική ή χειροτεχνική οργάνωση της κοινωνίας (το χειροτεχνικό κοινωνικό σύστημα) και, αφετέρου, η έννοια του «πνεύματος του καπιταλισμού», η άποψη δηλαδή ότι υφίσταται ένα ιδεολογικό-πολιτισμικό στοιχείο, το οποίο ο ιδιοκτήτης χρήματος πρέπει ήδη να κατέχει για να μετασχηματιστεί σε καπιταλιστή. Σύμφωνα με τον Ζόμπαρτ, το στοιχείο αυτό αποτελεί την πιο αποφασιστική προϋπόθεση του καπιταλισμού: με άλλα λόγια, ο καπιταλισμός δεν θα είχε εμφανιστεί εάν αυτό το ιδεολογικό-πολιτισμικό στοιχείο δεν είχε ήδη υπάρξει, ώστε να γίνει μέρος της συνείδησης του κατόχου χρήματος. Όπως ήδη αναφέραμε, ο καπιταλισμός έγινε πραγματικότητα, σύμφωνα με τον Ζόμπαρτ, όταν αυτοί που ήδη κατείχαν το «πνεύμα του καπιταλισμού» ως αποτέλεσμα των κοινωνικών και οικονομικών τους ρόλων (μικροί και μεσαίοι έμποροι και άλλοι επιχειρηματίες της «χειροτεχνικής» ιστορικής περιόδου, που δεν ήταν σε θέση να δημιουργήσουν μεγάλες περιουσίες με ίδια μέσα) ήρθαν σε επαφή ή συγχωνεύτηκαν με τους μεγάλους κατόχους χρήματος (ιδιοκτήτες αστικής γης ή εισοδηματίες).

Θα επανέλθω παρακάτω στο ζήτημα αυτό, όταν θα αναφερθώ σε μια άλλη εκδοχή του «πνεύματος του καπιταλισμού», αυτήν που διατύπωσε ο Μαξ Βέμπερ, η οποία έπαιξε (και ως έναν βαθμό παίζει ακόμα) σημαντικό ρόλο στο πλαίσιο των μη μαρξιστικών προσεγγίσεων για την ανάδυση του καπιταλισμού. Προηγουμένως θα αναφερθώ στις κριτικές προς την προσέγγιση του Ζόμπαρτ από άλλους εκπροσώπους της Ιστορικής Σχολής. Όπως θα δούμε, οι περισσότεροι επικριτές του Σύγχρονου καπιταλισμού του Ζόμπαρτ εστιάζουν στη θέση περί «πληθώρας χρήματος» και σύμφυσης πλούσιου γαιοκτήμονα-εμπόρου, δηλαδή τελικά στη θέση του Ζόμπαρτ ότι η μικρή και μεσαία ατομική επιχείρηση δεν έχει τη δυνατότητα να μετασχηματιστεί σε καπιταλιστική επιχείρηση χωρίς τη μεταφορά μεγάλων ποσών χρήματος, τα οποία αρχικά βρίσκονταν σε χέρια γαιοκτημόνων.

Ο πρώτος που ασχολήθηκε κριτικά με το βιβλίο του Ζόμπαρτ ήταν ο Γκούσταβ φον Σμόλερ, καθηγητής την εποχή εκείνη στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, ο οποίος αντιπαρέθεσε στον Ζόμπαρτ την άποψη ότι το εμπόριο μακρινών αποστάσεων μπορεί να επιφέρει τεχνολογική επανάσταση στη χειροτεχνική παραγωγή και να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την ανάδυση του καπιταλισμού:

 

«Εκεί που αρχίζει το εμπόριο μακρινών αποστάσεων, η παλιά χειροτεχνική παραγωγή αρχίζει να αναπτύσσεται πέρα από τον αρχικό της χαρακτήρα· τότε αρχίζει ο σκληρός αγώνας στο εσωτερικό της συντεχνίας των μαστόρων, για το κατά πόσο ο φτωχότερος μάστορας θα καταφέρει να πουλήσει το προϊόν του στον πλούσιο μάστορα που ασχολείται με το εμπόριο μακρινών αποστάσεων. Στο σημείο αυτό ξεκινούν οι προσπάθειες, που τις περισσότερες φορές είναι καταδικασμένες σε αποτυχία, για συνεταιριστική οργάνωση των μακρινών πωλήσεων, στο σημείο αυτό η χειροτεχνική παραγωγή μετασχηματίζεται σε οικοτεχνική βιομηχανία»8 (von Schmoller 1903: 358, παρατίθεται από τον Strieder 1968 [1903, 1935]: 217).

 

Μια ανάλογη κριτική προς τον Ζόμπαρτ παρατίθεται από τον Τζάκομπ Στρήντερ στο βιβλίο του Για τη γένεση του σύγχρονου καπιταλισμού, το οποίο κυκλοφόρησε το 1903 (Strieder 1968). Στο βιβλίο αυτό ο συγγραφέας αναλύει τα χαρακτηριστικά της μεγάλης αστικής τάξης στο Άουγκσμπουργκ κατά τον ύστερο Μεσαίωνα. Ο Στρήντερ, την εποχή εκείνη διδάκτωρ Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Βόννης, υποστηρίζει ότι άρχισε τη διερεύνηση του αντικειμένου του παίρνοντας ως δεδομένη την υπόθεση του Ζόμπαρτ, και επιχειρώντας να την εφαρμόσει στην περίπτωση του Άουγκσμπουργκ. Με άλλα λόγια, ξεκίνησε με την «επαγωγική μέθοδο» θεωρώντας ότι θα επαληθεύσει τα πορίσματα του Ζόμπαρτ. Όμως, υποστηρίζει, η θεωρία του Ζόμπαρτ ήταν αδύνατο να επαληθευτεί. Συνακόλουθα, ακολούθησε τον «παραγωγικό συλλογισμό», μέσα από τον οποίο κατέληξε τελικά σε πολύ διαφορετικά συμπεράσματα: οι μεγάλες εμπορικές και μεταποιητικές επιχειρήσεις ουδέποτε είχαν ως αφετηρία χρήματα που προέρχονταν από την έγγεια ιδιοκτησία ή από γαιοπροσόδους. Η διαμόρφωση του νεότερου καπιταλισμού, με την πόλωση μεταξύ καπιταλιστών και προλεταρίων που τον χαρακτηρίζει, υπήρξε μια μακρόχρονη ιστορική διαδικασία σταδιακής εξέλιξης, η οποία ξεκίνησε από τις παραδοσιακές εμπορικές και χειροτεχνικές δραστηριότητες:

 

«Αυτή είναι η αρχή μιας διαδικασίας η οποία έλαβε χώρα κατά τον 15ο αιώνα. Με αυτό τον τρόπο, στη συντεχνία των υφαντών συνευρέθηκαν ετερογενή στοιχεία. Από τη μια μεριά ένα ταραγμένο προλεταριάτο, βασανιζόμενο από σκοτούρες, υποσιτιζόμενο, που γεννιόταν στον αργαλειό και πέθαινε στον αργαλειό, ωχρές, πένθιμες φιγούρες, οι λεγόμενοι “φτωχοί υφαντές” και από την άλλη, οι καπιταλιστές αυτής της συντεχνίας, άνθρωποι σαν τον Χανς Φούγκερ (Hans Fugger), σαν τον Χανς Μπίμελ (Hans Bimmel), σαν τον Τόμας Έχεμ (Thomas Ehem), σαν τον Γιάκομπ Χέμερλιν (Jakob Hämmerlin), άνθρωποι με ευρύτατες εμπορικές δεξιότητες, στους οποίους είχε χαμογελάσει η τύχη και οι οποίοι γνώριζαν πώς να την χρησιμοποιήσουν» (Strieder 1968: 218).9

 

Το 1916, ο Λούτζο Μπρεντάνο, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, δημοσίευσε μια αρκετά λεπτομερειακή κριτική στην ανάλυση του Ζόμπαρτ, ως Παράρτημα στη δική του πραγματεία για τις απαρχές του καπιταλισμού (Brentano 1916: 78 κ.ε.). Η κριτική του Μπρεντάνο αρθρώνεται γύρω από τρία βασικά επιχειρήματα:  

α) Ο πλούσιος έμπορος που συγκεντρώνει μεγάλες ποσότητες χρήματος είναι μια ιστορική φιγούρα που υφίσταται από την εποχή της αρχαιότητας. Η υπόθεση ότι ο έμπορος εξαρτιόταν από κάποιον άλλο κάτοχο χρήματος για να αποκτήσει την αναγκαία περιουσία που θα του επέτρεπε να λειτουργήσει ως καπιταλιστής είναι χωρίς βάση. Μια οικονομία εμπόρων είναι μια χρηματική οικονομία, που έχει ως στόχο τη δημιουργία διαρκώς αυξανόμενων χρηματικών απολαβών, και στην πορεία της ιστορίας συχνά επικουρείται από την πειρατεία, τον πόλεμο και την (αποικιακή) λεηλασία. Στο σημείο αυτό ο Μρεντάνο υιοθετεί ένα επιχείρημα ανάλογο με εκείνο του Ανρί Πιρέν, σύμφωνα με το οποίο, όποτε λαμβάνει χώρα μία σύμφυση εμπορικού κεφαλαίου και έγγειας ιδιοκτησίας, αυτή έχει ως βάση την επένδυση εμπορικών κερδών στην κτηματαγορά και όχι, όπως υποθέτει ο Ζόμπαρτ, την εισροή του χρήματος των γαιοκτημόνων στο εμπόριο.10

β) Ουδέποτε υπήρξε μια «χειροτεχνική» ιστορική εποχή. Αυτό που προηγήθηκε του καπιταλισμού ήταν η φεουδαρχική τάξη πραγμάτων που βάση της ήταν η έγγεια ιδιοκτησία και σχέσεις προσωπικής εξάρτησης:

 

«Η χειροτεχνική παραγωγή κατά την αρχαιότητα, όπως και κατά τον Μεσαίωνα και την εποχή του ανεπτυγμένου καπιταλισμού, δεν ήταν σε κυριαρχική θέση αλλά σε μια υποδεέστερη θέση στην οικονομική ζωή [...] Οι κυρίαρχοι, που η θέλησή τους υπερίσχυε στην οικονομική οργάνωση, ήταν κατά κύριο λόγο οι γαιοκτήμονες και παράλληλα με αυτούς, καίτοι στην αρχή αδύναμοι, οι νέοι αναδυόμενοι κυρίαρχοι, οι έμποροι που κατείχαν κεφάλαιο [...] Η καπιταλιστική κυριαρχική θέση άρχισε να συγκρούεται με τη φεουδαρχική κυριαρχική θέση για το ποια θα αποκτήσει την πρωτοκαθεδρία, και ήταν ακριβώς η ανάδυση του καπιταλισμού που επέτρεψε στη χειροτεχνική παραγωγή να χειραφετηθεί για πρώτη φορά από τους κυρίαρχους, τόσο αυτούς των πόλεων όσο και εκείνους εκτός πόλεων» (Brentano 1916: 82-83).

 

γ) Η τάση προς τον χωρίς όρια χρηματικό πλουτισμό δεν είναι το αποτέλεσμα κάποιου «πνεύματος του καπιταλισμού». Η παρόρμηση για απόκτηση όλο και περισσότερου χρήματος αποτελεί στοιχείο της ανθρώπινης φύσης και χαρακτήριζε τους πλούσιους εμπόρους πολύ πριν από την ανάδυση του καπιταλισμού. Σε αντίθεση με τα κατώτερα και εξαρτημένα κοινωνικά στρώματα (αγρότες, χειροτέχνες, μικροπαραγωγούς κλπ.) που είναι εθισμένα σε μια οικονομία επιβίωσης, οι μεγαλέμποροι χαρακτηρίζονταν ανέκαθεν από ισχυρή ροπή προς τον χωρίς όρια πορισμό χρημάτων.

 

«Πολύ πριν την εμφάνιση του καπιταλισμού, κατακλύζονταν από μια ροπή για απεριόριστη απόκτηση πλούτου» (Brentano 1916: 111).

 

Βλέπουμε ότι ο «περί Ζόμπαρτ διάλογος», όπως θα μπορούσαμε να τον ονομάσουμε, εισήγαγε δύο θέσεις οι οποίες αναπαράχθηκαν μεταγενέστερα, στους μαρξιστικούς διαλόγους του 20ού αιώνα: πρώτον, ότι ο καπιταλισμός αναδύθηκε μέσα από τη σταδιακή πόλωση των παραγωγών μικρής κλίμακας σε καπιταλιστές από τη μια και προλεταρίους από την άλλη, και δεύτερον ότι το εμπόριο λειτούργησε ως η κινητήρια δύναμη πίσω από την άνοδο του καπιταλισμού. Εντούτοις, ήταν το «πνεύμα του καπιταλισμού» που αποτέλεσε ένα μόνιμο μοτίβο στις αντιπαραθέσεις μεταξύ των Γερμανών συγγραφέων κατά τις πρώτες τρεις δεκαετίες του 20ού αιώνα, και συνεχίζει ακόμα και σήμερα να αποτελεί σημείο διχογνωμίας μεταξύ των κοινωνικών επιστημόνων παγκοσμίως. Από τη μεριά του, ο Ζόμπαρτ με έναν τρόπο διατήρησε ή αναπαρήγαγε την ιδέα του Μαρξ ότι η γένεση του καπιταλισμού προήλθε από μια «αστάθμητη συνάντηση» ανάμεσα στον κάτοχο χρήματος και κάποιον άλλο οικονομικό παράγοντα. Ωστόσο, για τον Ζόμπαρτ αυτός ο άλλος παράγοντας δεν είναι ο προλετάριος αλλά ο μη καπιταλιστής (μικρο)επιχειρηματίας, κάτοχος του «πνεύματος του καπιταλισμού». Η αγνόηση της μισθωτής εργασίας (και της μισθωτής σχέσης) είναι ακόμα πιο προφανής στα έργα άλλων μη μαρξιστών συγγραφέων.

 

5. Ο Μαξ Βέμπερ και η διαμάχη γύρω από το «πνεύμα του καπιταλισμού»

 

Όπως έχουμε ήδη δει, ο Βέρνερ Ζόμπαρτ εισήγαγε την έννοια του «πνεύματος του καπιταλισμού», ως ενός ανεξάρτητου παράγοντα, που έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στη γένεση του καπιταλιστικού συστήματος, ο οποίος, παρότι προϋπήρχε του καπιταλισμού, καθοριζόταν από τις υφιστάμενες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες: δεν επρόκειτο απλώς για κάποιες ιδέες ενός στοχαστή ή ενός πνευματικού κινήματος, μια φιλοσοφία ή μια θρησκεία που επινόησε ή διαμόρφωσε το «πνεύμα του καπιταλισμού», αλλά για έναν τρόπο ζωής και μια οικονομική δραστηριότητα (αυτή του μικρής κλίμακας επιχειρηματία), που αναγκαστικά έτεινε προς τη δημιουργία του «υπολογιστικού-κερδοσκοπικού-οργανωτικού» πνεύματος που προσιδιάζει στον καπιταλισμό.

Στα μεταγενέστερα έργα της περιόδου (Sombart 1911, 1913), ο Ζόμπαρτ διεύρυνε την ιδέα του «πνεύματος του καπιταλισμού», καθώς εισήγαγε την ιδέα του «πνεύματος της εποχής», στο οποίο συμπεριέλαβε το ευρύτερο ιδεολογικό-πολιτισμικό κοινωνικό κλίμα κατά τη μεταβατική εποχή του ύστερου Μεσαίωνα, σημειώνοντας ότι «οι τρόποι οργάνωσης της ζωής διαδέχονται ο ένας τον άλλο όπως τα κύματα της θάλασσας» (Sombart 1912: 48). Στο πλαίσιο αυτό εντόπιζε αλλαγές στη σεξουαλική συμπεριφορά συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων, οι οποίες σηματοδοτούσαν την ανάδυση ενός νέου «έθους», που σχετίζεται με τις ιδεολογίες και τις πρακτικές του «ελεύθερου προσώπου», δηλαδή τον σχηματισμό μιας μορφής υποκειμενικότητας που προσιδιάζει στον καπιταλισμό. Σημειώνει:

 

«Δεν γνωρίζω κανένα γεγονός μεγαλύτερης σημασίας αναφορικά με τη διαμόρφωση της παλιάς και της νεότερης κοινωνίας από τη μεταβολή των σχέσεων ανάμεσα στα φύλα, από τον Μεσαίωνα μέχρι την εποχή του ροκοκό [...] Μία ριζικά διαφορετική αντίληψη για τη φύση του έρωτα διεισδύει σε ευρύτερους κύκλους κατά πρώτον μάλλον κατά τους αιώνες των τροβαδούρων. Αυτό σημαίνει περίπου από τον 11ο αιώνα, που υπήρξε πράγματι η αρχή για την εκκοσμίκευση του τρόπου ζωής από κάθε άποψη» (Sombart  1922 [1912]: 48, 49).

 

Ο Ζόμπαρτ υποστηρίζει ότι αυτό το νέο «πνεύμα» αναφορικά με τον εαυτό και το αντίθετο φύλο σχετιζόταν στενά με μια οικονομική συμπεριφορά και ειδικότερα με την τάση για πολυτέλεια και χλιδή, που συνδεόταν με μια αντίστοιχη κατανάλωση στις αριστοκρατικές αυλές και τα νοικοκυριά των εύπορων εμπόρων, βιοτεχνών και ανώτερων κρατικών υπαλλήλων. Και συμπεραίνει: «Έτσι η χλιδή, που όπως είδαμε είναι η ίδια ένα νόμιμο παιδί του παράνομου έρωτα, έφερε στη ζωή τον καπιταλισμό» (Sombart 2011: 206).

Μετά τη σταθεροποίηση του καπιταλισμού ως κοινωνικού συστήματος, το «πνεύμα του καπιταλισμού» αναπαράγεται, σύμφωνα με τον Ζόμπαρτ, με «φυσικό» τρόπο από την ίδια τη λειτουργία του συστήματος:

 

«Όσο περισσότερο προοδεύει η κεφαλαιοκρατική εξέλιξη τόσο μεγαλύτερη σημασία αποκτά για τη διαμόρφωση του καπιταλιστικού πνεύματος. [...] Το σύστημα επικάθεται στο όστρακο της καπιταλιστικής επιχείρησης σαν αόρατο πνεύμα: “αυτό” λογαριάζει, “αυτό” τηρεί τα βιβλία, “αυτό” κοστολογεί, “αυτό” καθορίζει το ύψος των μισθών, “αυτό” αποταμιεύει, “αυτό” αρχειοθετεί κλπ. Ορθώνεται έναντι του οικονομικού υποκειμένου με τυραννική βία· έχει αξιώσεις από εκείνο· το εξαναγκάζει· και δεν αναπαύεται ποτέ· μεγεθύνεται. Τελειοποιείται. Ζει τη δική του ζωή» (Sombart 1998: 350, 351).

 

Στην κριτική παρουσίαση του Σύγχρονου καπιταλισμού του Ζόμπαρτ, ο Γκούσταβ φον Σμόλερ πρότεινε μια εναλλακτική ιδέα ως προς το «υπολογιστικό-κερδοσκοπικό-οργανωτικό» πνεύμα του καπιταλισμού: ο καπιταλισμός αποτελεί περισσότερο αποτέλεσμα μιας ιδιαίτερης ψυχολογικής στάσης και κάποιων συγκεκριμένων συνηθειών και θεσμών που προϋπήρχαν, παρά αποτέλεσμα οικονομικών διαδικασιών.11

Η ιδέα αυτή περί των ψυχολογικών-θεσμικών προϋποθέσεων και θεμελίων του καπιταλισμού χρησιμοποιήθηκε από τον Μαξ Βέμπερ, την εποχή που βρισκόταν σε εκπαιδευτική άδεια από το Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, για να στρέψει την έννοια του «πνεύματος του καπιταλισμού» που είχε εισαγάγει ο Ζόμπαρτ προς μια κατεύθυνση συμβατή με τη θεωρία της εγκράτειας του Νάσσω Γουίλιαμ Σήνιορ: σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, ήταν το ασκητικό πνεύμα που εισήγαγε ο καλβινισμός μετά τη Μεταρρύθμιση, το οποίο λειτούργησε ως το «πνεύμα του καπιταλισμού», που προώθησε τη διαμόρφωση του σύγχρονου καπιταλισμού.

Ο Βέμπερ επαναλαμβάνει τη βασική ιδέα του Ζόμπαρτ ότι «το πνεύμα του καπιταλισμού [...] υπήρχε και πριν την καπιταλιστική τάξη πραγμάτων» (Weber 2010: 45). Συνοψίζει κατόπιν την αντίληψή του ως εξής:

 

«Αυτός ο κοσμικός προτεσταντικός ασκητισμός, [...] άσκησε ισχυρή επίδραση ενάντια στην αυθόρμητη απόλαυση της ιδιοκτησίας· περιόριζε την κατανάλωση, ιδιαίτερα την κατανάλωση ειδών πολυτελείας. Από την άλλη μεριά, είχε το ψυχολογικό αποτέλεσμα ότι απελευθέρωσε την απόκτηση αγαθών από τις απαγορεύσεις της παραδοσιοκρατικής ηθικής. [...] Η εκστρατεία ενάντια στους πειρασμούς της σάρκας και την εξάρτηση από εξωτερικά πράγματα ήταν [...] όχι ένας αγώνας ενάντια στην ορθολογική ιδιοποίηση, αλλά ενάντια στην ανορθολογική χρήση του πλούτου [...] Όταν ο περιορισμός της κατανάλωσης συνδυάζεται με αυτή την αποδέσμευση της αποθησαυριστικής δραστηριότητας, το αναπόφευκτο πρακτικό αποτέλεσμα είναι φανερό: συσσώρευση κεφαλαίου μέσω της ασκητικής ροπής για αποταμίευση» (Weber 2010: 126, 127, η υπογράμμιση δική μου).12

Είδαμε ότι ο Βέρνερ Ζόμπαρτ είχε ήδη πριν την έκδοση της Προτεσταντικής ηθικής ασκήσει κριτική στη σύνδεση του «πνεύματος του καπιταλισμού» με τον προτεσταντισμό, υποστηρίζοντας ότι «τα προτεσταντικά περιφερειακά συστήματα ήταν πολύ περισσότερο αποτέλεσμα παρά η αιτία του σύγχρονου καπιταλιστικού πνεύματος» (Sombart 1902: 380). Σε δύο μεταγενέστερα βιβλία του, Οι Εβραίοι και ο σύγχρονος καπιταλισμός και Χλιδή και καπιταλισμός ασκεί κριτική στον Βέμπερ στη βάση δύο επιπλέον επιχειρημάτων: (α) οι βασικές ιδέες του καλβινισμού, οι οποίες σύμφωνα με τον Βέμπερ κατέστησαν δυνατή την άνοδο του καπιταλισμού, μπορούν να εντοπιστούν ήδη στον ιουδαϊσμό, και (β) ο προτεσταντισμός γεννήθηκε ως ένα κίνημα που αντιστρατευόταν τις ήδη υπάρχουσες καπιταλιστικές σχέσεις:

 

«οι κυρίαρχες και για την ανάπτυξη του καπιταλισμού σημαντικές ιδέες του πουριτανισμού είχαν αναπτυχθεί στο πλαίσιο της ιουδαϊκής θρησκείας πολύ καθαρότερα και φυσικά επίσης πολύ νωρίτερα» (Sombart 2011: 292).13

«Ο προτεσταντισμός συνεπαγόταν στην αρχή για τον καπιταλισμό, και ιδίως το καπιταλιστικό οικονομικό φρόνημα, έναν σοβαρό και καθολικό κίνδυνο [...] ο κήρυκας των πουριτανικών ηθών στα βάθη της καρδιάς του εχθρευόταν κάθε κερδοθηρία [...] Το τελευταίο που έκανε [η πουριτανική κοσμοθεώρηση] ήταν να κατευθύνει τους οπαδούς της σε μακρόπνοες ή τυχοδιωκτικές μάλιστα περιπέτειες· το πολύ σε ένα μετρημένο μικρεμπόριο. [...] [Π]ρέπει να διαπιστώσουμε αρχικά μιαν έντονη εχθρότητα της [καλβινιστικής] Εκκλησίας κατά της κεφαλαιοκρατίας και του πνεύματός της [...] Αυτό σημαίνει ότι η εικόνα που έχουμε για το καπιταλιστικό πνεύμα είναι υπερβολικά στενή, αν ανάγουμε όλες του τις εκδηλώσεις στον πουριτανισμό» (Sombart 1998: 258, 266, 267).14

 

Άλλοι επικριτές του Βέμπερ κατά την εποχή που αναφερόμαστε ήταν ο Φέλιξ Ράχφαλ (Rachfahl 1906, 1907, 1908, βλ. επίσης Bakker 2003, Mommsen και Osterhammer 1987), ο οποίος υποστήριξε ότι στην Ολλανδία του 17ου αιώνα οι πλούσιοι επιχειρηματίες είχαν απομακρυνθεί από την καλβινιστική ηθική, και ο Λούτζο Μπρεντάνο (Brentano 1916), ο οποίος διατύπωσε μια λεπτομερή κριτική της ανάλυσης του Βέμπερ.

Ο Μπρεντάνο τόνισε το γεγονός ότι η χειραφέτηση από τη θρησκευτική παραδοσιοκρατία είχε αρχίσει στην Ιταλία πολύ πριν από τη Μεταρρύθμιση και επομένως όχι στις προτεσταντικές ή καλβινιστικές περιοχές.15 Υποστήριξε επιπλέον ότι ο καλβινισμός και ο πουριτανισμός ήταν εχθρικοί προς τη μεγάλη επιχείρηση και την απεριόριστη απόκτηση χρήματος, καταλήγοντας ότι αυτό που ο Βέμπερ αντιλαμβάνεται ως το «πνεύμα του καπιταλισμού» είναι στην πραγματικότητα η εργασιακή ηθική του καταστηματάρχη και της μικροαστικής επιχειρηματικότητας:

 

«Χρειάζεται κατά τη γνώμη μου ισχυρή προκατάληψη για να χαρακτηρίσει κάποιος αυτούς τους παραδοσιακούς, απόλυτα μικροαστικούς κανόνες έξυπνης συμπεριφοράς ως “τη φιλοσοφία του πνεύματος”» (Brentano 1916: 149).16

 

Η ανάλυση του Μπρεντάνο ενέπνευσε τον Ρίτσαρντ-Χένρι Τόνυ να γράψει στο διάσημο σήμερα βιβλίο του Η χριστιανική θρησκεία και η άνοδος του καπιταλισμού, που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1926:  

 

«Η κριτική του Μπρεντάνο μου φαίνεται βάσιμη. [...] Το “καπιταλιστικό πνεύμα” αφθονούσε στη Βενετία και τη Φλωρεντία του 15ου αιώνα, ή στη Νότια Γερμανία και τη Φλάνδρα, για τον απλούστατο λόγο πως οι περιοχές αυτές ήσαν τα μεγαλύτερα εμπορικά και χρηματιστικά κέντρα της εποχής τους, παρ’ όλο που όλες τους ήσαν καθολικές, τουλάχιστον κατ’ όνομα. [...] Φυσικά, οι υλικές και οι ψυχολογικές αλλαγές βάδιζαν χέρι χέρι, και αναμφίβολα οι δεύτερες επηρέασαν τις πρώτες. Μου φαίνεται όμως κάπως τεχνητό να μιλάμε σάμπως η καπιταλιστική επιχείρηση να μην μπορούσε να εμφανιστεί ώσπου οι θρησκευτικές αλλαγές να παραγάγουν το καπιταλιστικό πνεύμα [...] όπως αποδείχνει ο Μπρεντάνο, ο Μακιαβέλι ήταν τουλάχιστον ένας εξίσου ισχυρός “διαλύτης” των παραδοσιακών ηθικών περιορισμών όσο και ο Καλβίνος» (R.H. Tawney 1979: 319-320).

 

Πρόσφατες ιστορικές μελέτες επιβεβαιώνουν τις απόψεις των επικριτών του Βέμπερ που πιο πάνω παραθέσαμε. Όπως εύστοχα σημειώνει ο Λουτσιάνο Πελλικάνι (Pellicani 1994: 50), η θέση του Βέμπερ δεν αποτελεί τίποτα περισσότερο από «μια παραμόρφωση της ιστορίας».  

 

«Η θέση του Βέμπερ είναι μη υποστηρίξιμη, όχι μόνο για τους λόγους που προτείνει ο Ρίτσαρντ Τόνυ, αλλά επίσης διότι δεν μπορεί να φανταστεί κανείς τίποτα πιο εχθρικό προς το πνεύμα του καπιταλισμού από την εμμονική διδαχή των σεκτών της Μεταρρύθμισης σχετικά με τον τρόμο του Μαμωνά, ο οποίος διαφθείρει, εξευτελίζει και εκπορνεύει τα πάντα» (Pellicani 1994: 37).

 

Ούτε ο Βέμπερ ούτε κάποιος από τους οπαδούς του μπόρεσαν ποτέ να απαντήσουν πειστικά στους επικριτές της θέσης περί του «καλβινισμού ως του πνεύματος του καπιταλισμού». Εντούτοις, «η Προτεσταντική ηθική προκάλεσε και συνεχίζει να προκαλεί μια μυστηριώδη και ορισμένες φορές ακατανόητη σαγήνη στους κοινωνιολόγους» (Pellicani 1994: 48). Ανάλογη παρατήρηση κάνει για την Προτεσταντική ηθική και ο Φερνάντ Μπρωντέλ σε ένα από τα ύστερα βιβλία του:

 

«Όλοι οι ιστορικοί αντιτάχθηκαν σε αυτή την επουσιώδη θεωρία, αλλά δεν έχουν καταφέρει να απαλλαγούν από αυτήν μια για πάντα» (Braudel 1979: 66).

 

Κατά τη γνώμη μου, η επιτυχία του βιβλίου του Βέμπερ, παρά την ισχνή τεκμηρίωση των ιστορικών ισχυρισμών και της κοινωνικής θεωρίας που περιέχει, ανάγεται στο ότι γίνεται αντιληπτό ως ένα «αντιμαρξιστικό μανιφέστο» μέσα από την αντιστροφή εκείνης της ροής αιτίου-αποτελέσματος, την οποία υποτίθεται ότι εισήγαγε στις κοινωνικές επιστήμες η μαρξιστική θεωρία:

 

«Σχετικά με το δόγμα του απλοϊκής μορφής υλισμού, ότι δηλαδή τέτοιες ιδέες δημιουργούνται σαν αντανάκλαση ή εποικοδόμημα των οικονομικών καταστάσεων [...] είναι αρκετό για τους σκοπούς μας να επιστήσουμε την προσοχή στο γεγονός πως χωρίς καμιά αμφιβολία, στη χώρα που γεννήθηκε ο Βενιαμίν Φραγκλίνος (τη Μασαχουσέτη), το πνεύμα του καπιταλισμού [...] υπήρχε και πριν την καπιταλιστική τάξη πραγμάτων [...] Σε αυτή την περίπτωση η αιτιακή σχέση είναι βέβαια αντίθετη από αυτήν που θα πρόβλεπε κανείς από υλιστική σκοπιά» (Weber 2010: 45).17

 

Το να υποθέτει κανείς, όπως ο Βέμπερ, ότι η Μασαχουσέτη (ή η Φιλαδέλφεια, όπου έζησε ο Φραγκλίνος μετά την ηλικία των 17 χρόνων) στα μέσα του 18ου αιώνα δεν ήταν μια περιοχή όπου είχε ήδη κυριαρχήσει ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, αποκαλύπτει μια πολύ χαμηλή κατανόηση του τι είναι πράγματι ο καπιταλισμός.18 Φαίνεται, εντούτοις, ότι για πολλούς διανοητές είναι πιο σημαντική η αντιμαρξιστική προκατάληψη από τη διατύπωση μιας έγκυρης θεωρίας του καπιταλισμού και της προέλευσής του.

Αποτέλεσμα αυτής της ιδεολογικής προκατάληψης αποτελεί επίσης το γεγονός ότι η σύγχρονη κοινωνική επιστήμη αποδίδει την έννοια «πνεύμα του καπιταλισμού» (ως της απαραίτητης προϋπόθεσης για την ανάδυση του καπιταλισμού) στον Μαξ Βέμπερ. Βέβαια, όπως είδαμε, αυτή η έννοια, όπως και η ιδέα ότι ο σύγχρονος καπιταλισμός δεν θα είχε επικρατήσει αν δεν είχε προϋπάρξει της ανάδυσής του ένα συγκεκριμένο «πνεύμα» εισήχθη από τον Βέρνερ Ζόμπαρτ, με το βιβλίο του Ο σύγχρονος καπιταλισμός (1902). Φαίνεται όμως ότι η άποψη του Ζόμπαρτ για το «πνεύμα του καπιταλισμού», την οποία συζητήσαμε εκτενώς σε αυτό το κείμενο, δεν ήταν «αρκετά αντιμαρξιστική» για να παραμείνει στη μνήμη της συμβατικής κοινωνικής επιστήμης. Δεν ήταν βέβαια ούτε μαρξιστική για να παραμείνει στη μνήμη των μαρξιστών.

 

6. Αντί Επιλόγου: Η Προτεσταντική Ηθική στις μαρξιστικές συζητήσεις

 

Όπως έχει ήδη αναφερθεί, το έργο του Max Weber Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού λειτουργεί πρακτικά ως «αντιμαρξιστικό μανιφέστο», ή, όπως το διατύπωσε ο Jan Rehmann, «όσο περισσότερο το μοντέλο του Weber επιβάλλεται στις κοινωνικές επιστήμες, τόσο περισσότερο γίνεται μέρος του τυπικού ρεπερτορίου του αντιμαρξισμού» (Rehmann 2015: 224).19 Ωστόσο, όπως τονίζουν οι περισσότερες μαρξιστικές αναλύσεις για τη σχέση μεταξύ του Μαξ Βέμπερ και του Καρλ Μαρξ, ο πρώτος δεν ασκεί κριτική στη συλλογιστική του Μαρξ, αλλά σε μια αφελή καρικατούρα της. Ενδεικτικά, ο Dipankar Gupta τονίζει εύστοχα τα εξής:

 

«Ήταν η πρόθεση περισσότερο παρά το περιεχόμενο, που ζέσταινε τις καρδιές πολλών, ιδίως εκείνων στα ακαδημαϊκά ιδρύματα, που αναγόρευσαν τον Βέμπερ σε στιγμιαίο σταρ [...] Οι πλέον γενναιόδωροι ερμηνευτές αυτού του έργου, διατυπώνουν την άποψη ότι ο Βέμπερ, στην καλύτερη περίπτωση, μπορεί να υποστηρίξει τη θέση ότι ο προτεσταντισμός προώθησε τον καπιταλισμό, όμως σίγουρα δεν τον προκάλεσε. Αυτή είναι πιθανώς η πιο στιβαρή υπεράσπιση που θα λάβει ποτέ η ΠΕ [Προτεσταντική Ηθική] του Weber, αλλά η φήμη της στηρίζεται στην έμφαση που έδωσε στις ιδέες που αλλάζουν την υλική πραγματικότητα. Σαν για να επισφραγίσει αυτό το σημείο, ισχυρίζεται ότι “η θρησκευτική ηθική δεν μπορεί να θεωρηθεί αντανακλαστικό των οικονομικών συνθηκών” (266, η έμφαση προστίθεται). Εδώ, προφανώς είχε κατά νου τον Μαρξ, αλλά ο Μαρξ δεν ήταν καθόλου ένας υλιστής αυτού του είδους” (Gupta 2019: 98, η υπογράμμιση δική μου).

 

Ο Jan Rehmann έχει επίσης δίκιο όταν επισημαίνει:

 

«Είναι εύκολο να καταλάβει κανείς γιατί ο Βέμπερ δεν αρθρώνει την αντίθεσή του στον μαρξισμό στο έδαφος της μαρξικής κριτικής της αλλοτρίωσης και της κυριαρχίας, αλλά επιλέγει ένα μέτωπο πιο ευνοϊκό γι' αυτόν, δηλαδή εκείνο ενός “ναΐφ ιστορικού υλισμού” που μπορεί να αντιληφθεί το πνεύμα του καπιταλισμού μόνο ως “αντανάκλαση” των υλικών συνθηκών στην ιδανική υπερδομή. [...] Δεν είναι τυχαίο ότι οι μεταγενέστεροι μελετητές τον ακολούθησαν σε μεγάλο βαθμό σε αυτή την επιλογή, γεγονός που καθιστά εύκολο το να κερδίσει κανείς πόντους εναντίον του μαρξισμού [...] Ο Μαρξ ποτέ δεν υποστήριξε ότι οι καινοτομίες πρέπει πάντα να συμβαίνουν μέσα στην οικονομική “βάση” προτού μπορέσουν να ανέλθουν στην ιδεολογική “υπερδομή”. Μια τέτοια οικονομιστική ερμηνεία διαψεύδεται ήδη από το γεγονός ότι ο Μαρξ και ο Ένγκελς δεν θεματοποίησαν το ιδεολογικό πρωτίστως ως φαινόμενο της συνείδησης, αλλά ως μια υλική και σχετικά αυτόνομη βαθμίδα: ως μια σειρά “πρακτικών δυνάμεων” (το κράτος, ο νόμος, η θρησκεία, το σχολείο κλπ.) που εμφανίζονται στη φαντασία ως “‘ιερές δυνάμεις”» (Rehmann 2015: 361-62).20

 

Ο Kieran Allen υποστηρίζει ότι η αντιμαρξιστική στάση του Weber είχε τις ρίζες της στη συντηρητική πολιτική του στράτευση:

«Τον Ιανουάριο του 1919, καθώς η κρίση ωρίμαζε, ο Βέμπερ ξεκίνησε μια περιοδεία ομιλιών για να συσπειρώσει τις πιο συντηρητικές δυνάμεις. Εξαπέλυσε μύδρους εναντίον των επαναστατών σοσιαλιστών, υποστηρίζοντας για παράδειγμα ότι “ο Λίμπκνεχτ ανήκει στο τρελοκομείο και η Ρόζα Λούξεμπουργκ στον ζωολογικό κήπο”. Αυτού του είδους η υστερική προπαγάνδα ήταν αρκετά χαρακτηριστική των δεξιών δυνάμεων που σχεδίαζαν να καταπνίξουν βίαια την άκρα Αριστερά. Κατήγγειλε το “ηλίθιο μίσος κατά των εγχώριων επιχειρηματιών, το μόνο αποτέλεσμα του οποίου θα είναι ότι το ξένο κεφάλαιο θα ελέγξει τη γερμανική οικονομία”. Εν ολίγοις, ο Βέμπερ τοποθετήθηκε σταθερά στο πλευρό της αστικής τάξης» (Allen 2004: 164).21

 

Παρά αυτό το χάσμα μεταξύ των προσεγγίσεων του Βέμπερ και του Μαρξ, οι υποστηρικτές ενός ορισμένου μαρξιστικού ρεύματος σκέψης αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους ως βεμπερο-μαρξιστές, ενσωματώνοντας συχνά στις αναλύσεις τους θέσεις που απορρέουν όχι μόνο από το Οικονομία και Κοινωνία, το κύριο έργο του Βέμπερ, αλλά και από την Προτεσταντική Ηθική. Ενδεικτικές είναι οι ακόλουθες θέσεις του Michael Löwy:

 

«Η έκφραση “βεμπεριανός μαρξισμός” − θα μπορούσε κανείς να μιλήσει και για βεμπερο-μαρξισμό, όπως υπάρχει ένας φροϋδο-μαρξισμός ή ένας χεγγελο-μαρξισμός − είναι μια διανοητικά παραγωγική πρόκληση, υπό την προϋπόθεση ότι δεν εκλαμβάνεται ως ένα εκλεκτικιστικό μείγμα δύο μεθόδων, αλλά μάλλον ως η χρήση, στην υπηρεσία μιας θεμελιωδώς μαρξιστικής προσέγγισης, ορισμένων θεμάτων και κατηγοριών του Weber» (Löwy 2013: 111).

«Ο György Lukács μπορεί να θεωρηθεί ως ο πρώτος μαρξιστής που πήρε στα σοβαρά τον Max Weber και εμπνεύστηκε σημαντικά από τις ιδέες του» (ό.π.: 110).22

«Ο Γκράμσι ενδιαφερόταν πολύ, στα Τετράδια της Φυλακής της δεκαετίας του 1930, για την Προτεσταντική Ηθική» (ό.π.: 114).

«Σε κάποιο βαθμό, το Les Aventures de la dialectique του Merleau-Ponty αποτελεί μέρος μιας τέτοιας προσέγγισης» (ό.π.: 121).

 

Η ανάλυσή μου στο παρόν άρθρο δεν επιβεβαιώνει μια τέτοια προσέγγιση, δηλαδή ότι η Προτεσταντική Ηθική μπορεί να είναι χρήσιμη, «στην υπηρεσία μιας θεμελιωδώς μαρξιστικής προσέγγισης».

Η Προτεσταντική Ηθική δεν περιέχει καμία απολύτως πρωτότυπη ιδέα. Ο Βέμπερ «δανείστηκε» την έννοια του «πνεύματος του καπιταλισμού» από τον Βέρνερ Ζόμπαρτ, την ιδέα ότι ο προτεσταντισμός προάγει τον καπιταλισμό από τον Έμπερχαρντ Γκοτάιν, τη θέση για τη «συσσώρευση του κεφαλαίου μέσω του ασκητικού καταναγκασμού της αποταμίευσης» από τον Νάσσω Σήνιορ. Ακόμη περισσότερο, ο Βέμπερ δεν φαίνεται να διαθέτει σαφή ιδέα ως προς το τι είναι στην πραγματικότητα ο καπιταλισμός: συγχέει τον καπιταλισμό με κάθε μορφής χρηματοπαραγωγική οικονομική δραστηριότητα και έτσι ισχυρίζεται ότι στο βιβλίο του «το ότι εδώ ασχολούμαστε μόνο με τον δυτικοευρωπαϊκό και αμερικανικό καπιταλισμό είναι φανερό από τον τρόπο με τον οποίο τοποθετήθηκε το πρόβλημα. Καπιταλισμός υπήρχε και στην Κίνα, τις Ινδίες, τη Βαβυλώνα, την κλασική αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα» (Weber 2010: 42-43).

Κλείνοντας, θα μπορούσα να πω σε όλους εκείνους που αναρωτιούνται για την ευρετική αξία της Προτεσταντικής Ηθικής: “Lasciate ogni speranza voi ch’entrate”!23

 

Βιβλιογραφία

 

Allen, Kieran (2004), Max Weber. A Critical Introduction, London: Pluto Press.

Bakker, J. I. (Hans) (2003), “The Weber-Rachfahl Debate: Calvinism and Capitalism in Holland? (Part One)”, Michigan Sociological Review Vol. 17, Fall.

Boltanski, L. and E. Chiapello (2005), The New Spirit of Capitalism, London: Verso.

Braudel, Fernand (1979), Afterthoughts on Material Civilization and Capitalism, Baltimore: The Johns Hopkins University Press.

Brentano, Lujo (1916), Die Anfänge des modernen Kapitalismus, München: Verlag der K. B. Akademie der Wissenschaften.

C. Juan (2017), “Weber’s Protestant Ethic: a Marxist Critique”, https://www.leftvoice.org/weber-s-protestant-ethic-a-marxist-critique/ (ανακτήθηκε 15/11/2021).

Ebner, Alexander (2000), «Schumpeter and the “Schmollerprogramm”: integrating theory and history in the analysis of economic development», Journal of Evolutionary Economics, 10: 355-372.

Economakis, George και John Milios (2001), «Historical school. German», Encyclopaedia of International Political Economy, επιμ. R. J. Barry Jones, London: Routledge, τόμ. 2, 686-687.

Engels, Friedrich (1976), «Brief an Werner Sombart in Breslau, 11 Märch 1895» και «Brief an Conrad Schmidt in Zürich, 12 Märch 1895», MEW, τόμ. 39, Berlin:, Dietz Verlag, 427-429 και 430-434.

Gupta, Dipankar (2019), ‘Misreading Capital. The Makings of Weber, Arendt, and Friedman’, Focaal, Journal of Global and Historical Anthropology, issue 84, Sept. 17, https://www.berghahnjournals.com/view/journals/focaal/2019/84/fcl840106.xml (ανακτήθηκε 15/11/ 2021).

Löwy, Michael (2013), La cage d’acier: Max Weber et le marxisme wébérien, Paris: Stock.

Μαρξ, Καρλ (1978-α), Το Κεφάλαιο. Κριτική της πολιτικής οικονομίας. Τόμος πρώτος, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.

Μαρξ, Καρλ (1978-β), Το Κεφάλαιο. Κριτική της πολιτικής οικονομίας. Τόμος τρίτος, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.

Μαρξ, Καρλ (1990), Grundrisse. Βασικές γραμμές της κριτικής της πολιτικής οικονομίας. Τόμος δεύτερος, Αθήνα: Στοχαστής.

Meikle, Scott (2000), Η οικονομική σκέψη του Αριστοτέλη, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Μηλιός, Γιάννης (2020), Βενετία. Μια συνάντηση που στέριωσε απρόβλεπτα, Αθήνα: εκδ. Αλεξάνδρεια.

Mommsen, Wolfgang J. (1989), The Political and Social Theory of Max Weber. Collected Essays, Chicago: Chicago University Press.

Mommsen, Wolfgang J. & Jürgen Osterhammel (eds.) (1987), Max Weber and His Contemporaries, New York: HarperCollins.

Πασουκάνις, Εβγκένι (1985), Μαρξισμός και δίκαιο, Αθήνα: Οδυσσέας.

Pirenne, Henri (2014), Medieval Cities: Their Origins and the Revival of Trade, Princeton: Princeton University Press.

Poulantzas, Nicos (1967), “Marxist Political Theory in Great Britain” New Left Review I/43•May/June.

Poulantzas, Nicos (2000), State, Power, Socialism, London: Verso.

Rachfahl, Felix (1906), Wilhelm von Oranien und der niederlaendische Aufstand, τόμ. I, Hale: Verlag von Max Niemeyer.

Rachfahl, Felix  (1907), Wilhelm von Oranien und der niederlaendische Aufstand, τόμ. II, Abteilung I, Hale: Verlag von Max Niemeyer.

Rachfahl, Felix (1908), Wilhelm von Oranien und der niederlaendische Aufstand, τόμ. II, Abteilung II, Hale: Verlag von Max Niemeyer.

Rehmann, Jan (2015), Max Weber. Modernization as Passive Revolution. A Gramscian Analysis, Chicago: Haymarket Books.

Rubin, Isaac I. (1994), Ιστορία οικονομικών θεωριών, Αθήνα: Κριτική.

Senior, Nassau (1951), An Outline of the Science of Political Economy, London: Allen & Unwin.  

Sherrard, Philip (1966), Byzantium, New York: Time Incorporated.

Sieveking, Heinrich (1928), Grundzüge der Neueren Wirtschaftsgeschichte vom 17. Jahrhundert bis zur Gegenwart, Wiesbaden: Springer Fachmedien.

Sieveking, Heinrich (1935), Wirtschaftsgeschichte, Berlin: Verlag Julius Springer.

Sombart, Werner (1894), «Zur Kritik des ökonomischen Systems von Karl Marx»,  Archiv für soziale Gesetzgebung und Statistik,  7: 555-594.

Sombart, Werner (1896), Sozialismus und soziale Bewegung im 19. Jahrhundert: nebst einem Anhang: Chronik der sozialen Bewegung von 1750-1896, Jena: Verlag von Gustav Fischer.

Sombart, Werner (1902), Der moderne Kapitalismus. Erster Band. Die Genesis des Kapitalismus, Leipzig: Verlag von Duncker & Humblot.

Sombart, Werner (1911), Die Juden und das Wirtschaftsleben, Leipzig: Verlag von Duncker & Humblot.

Sombart, Werner (1913), Der Bourgeois. Zur Geistesgeschichte des modernen Kapitalismus, Leipzig: Verlag von Duncker & Humblot.

Sombart, Werner (1916α), Der moderne Kapitalismus. Historisch-systematische Darstellung des gesamteuropäischen Wirtschaftslebens von seinen Anfängen bis zur Gegenwart. Erster Band. Einleitung – Die vorkapitalistische Wirtschaft – Die historischen Grundlagen des modernen Kapitalismus, Leipzig: Verlag von Duncker & Humblot.

Sombart, Werner (1916β), Der moderne Kapitalismus. Historisch-systematische Darstellung des gesamteuropäischen Wirtschaftslebens von seinen Anfängen bis zur Gegenwart. Zweiter Band. Das europäische Wirtschaftsleben im Zeitalter des Frühkapitalismus
vornehmlich im 16., 17. und 18. Jahrhundert, Leipzig: Verlag von Duncker & Humblot.

Sombart, Werner (1922 [1912]), Luxus und Kapitalismus, Leipzig: Verlag Duncker & Humbolt.

Sombart, Werner (1998), Ο αστός. Πνευματικές προϋποθέσεις και ιστορική πορεία του δυτικού καπιταλισμού, Αθήνα: Νεφέλη.

Strieder, Jakob (1968), Zur Genesis des modernen Kapitalismus. Forschungen zur Entstehung der großen bürgerlichen Kapitalvermögen am Ausgange des Mittelalters und zu Beginn der Neuzeit, zunächst in Augsburg, Zweite, vermehrte Ausgabe, New York: Burt Franklin.

Tawney, Richard Henry (1963), Religion and the Rise of Capitalism, New York: Mentor Books.

von Below, Georg (1926), Probleme der Wirtschaftsgeschichte, Berlin: Verlag von J.E.B. Mohr.

von Schmoller, Gustav (1903), «Werner Sombart, Der moderne Kapitalismus», Schmollers Jahrbuch für Gesetzgebung, Verwaltung und Volkswirtschaft im Deutschen Reiche, 51: 349-369.

Weber, Max (2010), Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού, Αθήνα: Το Βήμα.

1  Το άρθρο αυτό αντλεί από το βιβλίο: Γιάννης Μηλιός (2020), Βενετία. Μια συνάντηση που στέριωσε απρόβλεπτα, Αθήνα: εκδ. Αλεξάνδρεια. Μια σύντομη εκδοχή του παρουσιάστηκε στην 21η Συνάντηση των Ελλήνων Ιστορικών Οικονομικής Σκέψης, 5/6/2021.

2  «Όχι μόνο λοιπόν η ισότητα και η ελευθερία γίνονται σεβαστές στην ανταλλαγή που βασίζεται στις ανταλλακτικές αξίες, αλλά η ανταλλαγή ανταλλακτικών αξιών αποτελεί και την παραγωγική, πραγματική βάση κάθε ισότητας και ελευθερίας. Σαν καθαρές ιδέες, η ισότητα και ελευθερία δεν είναι παρά εξιδανικευμένες εκφράσεις της ανταλλαγής· αναπτυγμένες σε νομικές, πολιτικές, κοινωνικές σχέσεις, δεν είναι παρά η ίδια αυτή βάση υψωμένη σε ανώτερη δύναμη» (Μαρξ 1990: 177). Ο Μαρξ έδειξε επίσης στο Κεφάλαιο ότι οι έννοιες ελευθερία και ισότητα εκφράζουν τις προσίδιες μορφές της καπιταλιστικής πολιτικής και ιδεολογικής κυριαρχίας: «Η σφαίρα της κυκλοφορίας ή της ανταλλαγής εμπορευμάτων, που μέσα στα πλαίσιά της κινείται η αγορά και η πούληση της εργατικής δύναμης, ήταν στην πραγματικότητα αληθινή Εδέμ των φυσικών δικαιωμάτων του ανθρώπου. Εδώ κυριαρχούν μόνο η ελευθερία, η ισότητα, η ιδιοκτησία και ο Μπένθαμ. Ελευθερία! Επειδή ο αγοραστής και ο πουλητής ενός εμπορεύματος, λ.χ. της εργατικής δύναμης, υποτάσσονται μόνο στην ελεύθερη θέλησή τους [...]. Ισότητα! Επειδή σχετίζονται μεταξύ τους μόνο σαν κάτοχοι εμπορευμάτων και ανταλλάσσουν ισοδύναμο με ισοδύναμο. Ιδιοκτησία! Επειδή ο καθένας εξουσιάζει μόνο αυτό που είναι δικό του. Μπένθαμ! Επειδή ο καθένας νοιάζεται μόνο για τον εαυτό του [...]. Έτσι [...] επιτελούν όλοι εξαιτίας μιας προκαθορισμένης αρμονίας των πραγμάτων, ή κάτω από τα κελεύσματα μιας παμπόνηρης πρόνοιας, μόνο το έργο του αμοιβαίου τους οφέλους, [...] του γενικού συμφέροντος» (Μαρξ 1978-α: 188-189). Βλ. επίσης Πασουκάνις 2017.

3  Sombart 1902, 1916α, 1916β.

4  Sombart 1894. Μετά τη δημοσίευση του κριτικού σημειώματος του Ζόμπαρτ, ξεκίνησε ένας διάλογος δι’ αλληλογραφίας μεταξύ του ιδίου και του Ένγκελς. Σε μια επιστολή προς τον Κόνραντ Σμιτ στις 12 Μαρτίου 1895, ο Ένγκελς σημειώνει: «Στο κατά τα άλλα πολύ καλό άρθρο του Ζόμπαρτ σχετικά με τον τρίτο τόμο, εντοπίζω αυτή την τάση τού να αποδυναμώνουν τη θεωρία της αξίας. Ανέμενε προφανώς και αυτός μια κάπως διαφορετική λύση» (Engels 1976: 430 κ.ε.).

5  «Θεωρούμε τη γένεση του καπιταλιστικού οικονομικού υποκειμένου ή της καπιταλιστικής οικονομικής τάξης πραγμάτων υπό την οπτική της τυχαιότητας» (Sombart 1902: 398).

6  Ο Ζόμπαρτ κάνει αναφορά στο σημείο αυτό στο βιβλίο του Eberhard Gothein, Wirtschaftsgeschichte des Schwarzwaldes und der angrenzenden Landschaften [Οικονομική ιστορία του Μέλανα Δρυμού και των γειτονικών περιοχών] (Baden 1892: 674), στο οποίο διατυπώνεται η εξής άποψη: «η καλβινική διασπορά είναι το φυτώριο της οικονομίας του κεφαλαίου» (αναφέρεται στο Sombart 1902: 381).

7  «Οι στόχοι της καπιταλιστικής επιχείρησης είναι αφηρημένοι και επομένως χωρίς όριο» (Sombart 1902: 196).

8  Για την έννοια της οικοτεχνικής βιομηχανίας (cottage system), βλ. Rubin 1994: 197-208 και Μηλιός 2020, κεφ. 3.

9  Μια ανάλογη άποψη διατύπωσε και ο Γκέοργκ φον Μπέλοβ, την εποχή εκείνη καθηγητής Μεσαιωνικής και Νεότερης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Μύνστερ: «Συμφωνώ με τον Ζόμπαρτ ότι οι οικονομίες των μεσαιωνικών εμπόρων δεν ήταν σπουδαίες. Όμως, η απότομη δημιουργία τεράστιου πλούτου δεν είναι αναγκαία. Ένας κόκκος άμμου μπορεί να στοιβαχθεί πάνω σε έναν κόκκο άμμου [...] Ποιος μας λέει ότι για να ιδρυθεί μια καπιταλιστική επιχείρηση απαιτείται πλούτος υπέρμετρου μεγέθους; Κατά κανέναν τρόπο δεν παρατηρούμε ότι μόνο οι πολύ πλούσιοι ξεκινούν βιομηχανικές επιχειρήσεις» (von Below 1926: 489).

10  «Ένα νέο είδος πλούτου έκανε την εμφάνισή του: αυτό του εμπορικού πλούτου, που δεν συνίστατο πλέον σε γη αλλά σε χρήμα ή εμπορεύματα προς συναλλαγή, που αποτιμώντο σε χρήμα. Κατά τη διάρκεια του 11ου αιώνα, υπήρχαν ήδη πραγματικοί καπιταλιστές σε ορισμένες πόλεις. [...] Αυτοί οι καπιταλιστές των πόλεων απέκτησαν σύντομα τη συνήθεια να τοποθετούν ένα μέρος των κερδών τους στη γη. Το καλύτερο μέσο για να διαφυλάξουν την περιουσία και το αξιόχρεό τους ήταν, πράγματι, η αγορά γης. Τοποθετούσαν μέρος των απολαβών τους σε ακίνητα, πρώτα απ’ όλα στην ίδια πόλη όπου κατοικούσαν και αργότερα στην ύπαιθρο. Αλλά άλλαζαν και οι ίδιοι, γινόμενοι κατά κύριο λόγο τοκογλύφοι» (Pirenne 2014: 143-44).

11  «Το κεφάλαιο παίζει σίγουρα σημαντικό ρόλο τόσο στην οικονομία όσο και στις σημερινές σύγχρονες συνθήκες, αλλά αυτό θα εξηγηθεί μόνο ψυχολογικά, σε σχέση με τους άνδρες μιας συγκεκριμένης εποχής, φυλής, ομάδας εθνών και των πνευματικών τους δυνάμεων, επιπλέον από τα ψυχικά αποτελέσματα αυτών των δυνάμεων, από τις ιδέες και τα ηθικά συστήματα της εποχής, τα έθιμα και τον νόμο, τους θεσμούς της εποχής» (Schmoller 1903: 144, αναφέρεται στο Ebner 2000: 360).

12  Σύμφωνα με τον Σήνιορ, το κέρδος των καπιταλιστών είναι το αποτέλεσμα της εγκράτειάς τους, που συνίσταται στην αποχή από την άμεση κατανάλωση προς χάριν των «απόμακρων αποτελεσμάτων» της επένδυσης κεφαλαίου. Σύγκρινε τη θέση της εγκράτειας του Σήνιορ με την αντίστοιχη θέση του Βέμπερ περί «ασκητικής ροπής για αποταμίευση»: «Η αποχή από την απόλαυση αυτού που βρίσκεται στη διάθεσή μας, ή η επιδίωξη απόμακρων και όχι άμεσων αποτελεσμάτων, ανήκουν στις οδυνηρότερες προσπάθειες της ανθρώπινης θέλησης [...] σε πόση θυσία απόλαυσης του σήμερα υπεβλήθη ο καπιταλιστής που πρώτος άνοιξε ένα ορυχείο από το οποίο παρήχθησαν τα καρφιά και το σφυρί του ξυλουργού! Πόση εργασία κατευθυνόμενη σε απόμακρα αποτελέσματα χρησιμοποιήθηκε από τους ανθρώπους οι οποίοι κατασκεύασαν τα εργαλεία με τα οποία δουλεύτηκε το ορυχείο» (Senior 1951 [1836]: 60, 68).

13  Το επιχείρημα αυτό εντάσσεται βεβαίως απόλυτα στο σκεπτικό του Βέμπερ (μια θρησκευτική ομάδα είναι φορέας ενός «έθους», το οποίο επιτρέπει την ανάδυση και ανάπτυξη του καπιταλισμού) και του δίνει την ευκαιρία μιας εύκολης απάντησης: «Η εβραϊκή ηθική, όσο παράξενο κι αν φαίνεται αυτό αρχικά, παρέμεινε έντονα παραδοσιοκρατική» (Weber 2010: 236).

14  Το ακόλουθο απόσπασμα από τα γραπτά του Λούθηρου είναι αποκαλυπτικό: «Δεν υπάρχει λοιπόν πιο μεγάλος εχθρός του ανθρώπου στη γη (μετά τον διάβολο) από τον φιλάργυρο και τον τοκογλύφο γιατί θέλει να είναι θεός όλων των ανθρώπων [...] Κι αν βασανίζουν στον τροχό κι αποκεφαλίζουν τους ληστές και τους φονιάδες, πολύ περισσότερο θάπρεπε να βασανίσουν στον τροχό, να κομματιάσουν, να κυνηγήσουν, ν’ αναθεματίσουν και ν’ αποκεφαλίσουν όλους τους τοκογλύφους», Martin Luther, An die Pfarrherrn, wider den Wucher zu predigen. Vermanung (1540: Προς τους ιερείς, για να κηρύσσουν εναντίον της τοκογλυφίας), παρατίθεται στο Μαρξ 1978-α: 613.

15  «Η θεωρία του Βέμπερ αγνοεί τη χειραφέτηση από την παραδοσιοκρατία που έλαβε χώρα στην Ιταλία και οδήγησε στη λαμπρή ανάπτυξη του καπιταλισμού και την μετέτρεψε στην πλουσιότερη χώρα της Ευρώπης κατά το δεύτερο μισό του Μεσαίωνα» (Brentano 1916: 134). Δέκα χρόνια αργότερα, παρόμοια κριτική προς τον Βέμπερ επανέλαβε ο Γκέοργκ φον Μπέλοβ: «Ο καλβινισμός δεν έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην ανάπτυξη του καπιταλισμού, αφού ο τελευταίος είχε δημιουργηθεί σε διάφορες περιοχές χωρίς αυτόν» (von Below 1926: 431).

16  Ο Μαρξ είχε επισημάνει ότι ο κεφαλαιοκράτης, στον ρόλο του ως κεφαλαιοκράτης, είναι «υποχρεωμένος» να επιδεικνύει ένα συγκεκριμένο επίπεδο πολυτελούς διαβίωσης: «Σ’ ένα ορισμένο επίπεδο ανάπτυξης γίνεται ακόμα και επαγγελματική ανάγκη του “δυστυχισμένου” κεφαλαιοκράτη ένας κάποιος συμβατικός βαθμός σπατάλης, που ταυτόχρονα είναι και επίδειξη πλούτου, επομένως και μέσο πίστης. Η πολυτέλεια μπαίνει στα έξοδα παραστάσεως του κεφαλαίου. [...] Έτσι μέσα στα στήθια του ατόμου που προσωποποιεί το κεφάλαιο αναπτύσσεται μια φαουστική σύγκρουση ανάμεσα στο ένστιχτο της συσσώρευσης και στο ένστιχτο της απόλαυσης» (Μαρξ 1978-α: 615).

17  Το ίδιο επιχείρημα επαναλαμβάνεται συχνά από τους οπαδούς του Βέμπερ, όπως για παράδειγμα από τον Χάινριχ Ζίβεκινγκ, καθηγητή την εποχή εκείνη στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου, ο οποίος έγραψε: «Δεν είναι δυνατόν, ακολουθώντας τον Μαρξ, να ερμηνεύουμε κάθε τι αρχίζοντας από τις σχέσεις παραγωγής. Αντίθετα, σε αναφορά με τον Μαξ Βέμπερ, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η επίδραση της διανοητικής κίνησης στη διαμόρφωση της οικονομίας» (Sieveking 1935: V).

18  Στο έργο του Βέμπερ που εξετάζουμε, η έννοια του καπιταλισμού είναι ούτως ή άλλως ασαφής. Ενώ αμφισβητείται η ύπαρξη καπιταλισμού στη Μασαχουσέτη του 18ου αιώνα, υποστηρίζεται ταυτόχρονα η ύπαρξη ενός «αρχαίου» καπιταλισμού στην Κίνα, την Ινδία, τη Βαβυλώνα, την αρχαία Ελλάδα, τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κλπ.: «Η έννοια “πνεύμα του καπιταλισμού” χρησιμοποιείται εδώ με αυτό το ειδικό νόημα, είναι το πνεύμα του σύγχρονου καπιταλισμού. [...] Καπιταλισμός υπήρχε και στην Κίνα, τις Ινδίες, τη Βαβυλώνα, την κλασική αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα. Αλλά από όλες αυτές τις περιπτώσεις, όπως θα δούμε, έλλειπε αυτό το ιδιαίτερο ήθος» (Weber 2010: 42-43).

19  Βλέπε επίσης Juan C 2017: «Το κλασικό έργο του Μαξ Βέμπερ έχει χρησιμοποιηθεί από κοινωνιολόγους και άλλους μελετητές για να διακηρύξουν την επικράτηση των ιδεών έναντι των υλικών δυνάμεων [...] η αιτιώδης σχέση μεταξύ των προτεσταντικών ηθικών συνταγών και του “πνεύματος” του καπιταλισμού απέχει πολύ από το να αποδειχθεί. Επιπλέον, υπάρχει ένα ισχυρό επιχείρημα για την αντίστροφη αιτιότητα, δηλαδή ότι οι υλικές συνθήκες που επέφερε ο καπιταλισμός επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό τη προτεσταντική ηθική και διευκόλυναν τη διάδοσή της». Και ο Νίκος Πουλαντζάς επισημαίνει: «από τον Μαξ Βέμπερ και μετά, όλη η πολιτική θεωρία αποτελεί είτε διάλογο με τον μαρξισμό είτε επίθεση εναντίον του» (Πουλαντζάς 2000: 11). Αξίζει να αναφέρουμε στο σημείο αυτό, ότι ακόμη και οι υποστηρικτές της βεμπεριανής προσέγγισης φαίνεται να αμφιβάλλουν για «την πραγματική επιρροή του προτεσταντισμού στην ανάπτυξη του καπιταλισμού»: «Θα αφήσουμε στην άκρη τη σημαντική μεταβεμπεριανή συζήτηση, που ουσιαστικά περιστρέφεται γύρω από την πραγματική επιρροή του προτεσταντισμού στην ανάπτυξη του καπιταλισμού και, γενικότερα, των θρησκευτικών πεποιθήσεων στις οικονομικές πρακτικές, και θα αντλήσουμε κυρίως από την προσέγγιση του Βέμπερ την ιδέα ότι οι άνθρωποι χρειάζονται ισχυρούς ηθικούς λόγους για να στρατευθούν στον καπιταλισμό» (Boltanski και Chiapello 2005: 9).

20  Ο Wolfgang J. Mommsen γράφει για το ίδιο θέμα: «Ο Weber αγνόησε το γεγονός ότι η θέση του Μαρξ και του Ένγκελς στο θέμα αυτό ήταν πολύ πιο εξελιγμένη» (Mommsen 1989: 57).

21  «Ο Βέμπερ χαρακτήρισε το Κομμουνιστικό Μανιφέστο “μια θλιβερή προφητεία”» (Mommsen 1989: 54).

22  «[...] δεν πρέπει να ξεχνάμε την άμεση καταγωγή του Λούκατς από τον Βέμπερ» (Poulantzas 1967: 61).

23  Dante, La divina Commedia, canto terzo, v. 9.