Ο Halil İnalcık (1916-2016) υπήρξε διακεκριμένος ιστορικός, μελετητής κυρίως της κοινωνικής και οικονομικής ιστορίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η ακαδημαϊκή του καριέρα ξεκίνησε από το Πανεπιστήμιο της Άγκυρας, όπου στη δεκαετία του 1940 εκλέχθηκε επίκουρος καθηγητής και το 1952 καθηγητής. Υπήρξε επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Columbia το 1953-54, ερευνητής στο Harvard το 1956-57, καθηγητής στο University of Chicago την περίοδο 1972-93 και επισκέπτης καθηγητής στο Harvard και το Princeton την περίοδο 1990-92. Από το 1994 έως το τέλος σχεδόν της ζωής του δίδαξε στο Πανεπιστήμιο Bilkent της Άγκυρας. Στα ελληνικά κυκλοφορεί το βιβλίο του Ιναλτζίκ, Χαλίλ, Η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η κλασική εποχή, 1300-1600, Αθήνα: Αλεξάνδρεια, 1995.
Το κείμενο που δημοσιεύεται στις επόμενες σελίδες των Θέσεων φέρει τον πρωτότυπο τίτλο “Greeks in the Ottoman Economy and Finances 1453-1500” και δημοσιεύθηκε στον συλλογικό τόμο Το Ελληνικόν. Studies in Honor of Speros Vryonis, Jr.. Volume II, Byzantinoslavica, Armeniaca, Islamica, the Balkans and Modern Greece. Edited by Jelisaveta Stanojevich Allen, Christos P. Ioannides, John S. Langdon & Stephen W. Reinert. Published by Aristide D. Caratzas, New Rochelle, New York, 1993.
Κατά την περίοδο στην οποία αναφέρεται το άρθρο δεν είχαν σχηματιστεί έθνη με τη σύγχρονη έννοα του όρου (αναλυτικά βλ. Γιάννης Μηλιός, 1821. Ιχνηλατώντας το Έθνος, το Κράτος και τη Μεγάλη Ιδέα, Αθήνα, εκδ. Αλεξάνδρεια, 2020). Θα πρέπει επομένως να αντιλαμβανόμαστε τον όρο «Έλληνες» με τις προεθνικές σημασίες του: (Ελληνόφωνοι) Χριστιανοί Ορθόδοξοι, ή ακόμα πληθυσμοί που κατοικούν ή προέρχονται από τη γεωγραφική περιοχή της Ρωμανίας (της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας), από την Rûm-ėli, όπου το ėli σημαίνει στα τουρκικά περιοχή, ενώ το Rûm (από το Ρωμαίοι) συνήθως μεταφραζόταν ως Graeci-Γραικοί (Έλληνες).
Γιάννης Μηλιός
Έλληνες στην οθωμανική οικονομία και δημοσιονομική διαχείριση, 1453-1500
του Halil İnalcık
μετάφραση Γιάννης Μηλιός
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία διαδέχθηκε τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία στην Ανατολία και τα Βαλκάνια. Στα τουρκικά αρχεία σήμερα, οι οθωμανικές απογραφές γης και πληθυσμού (mufaşşal και idjmãl tahrîr defteri) αυτών των περιοχών χρονολογούνται από τα μέσα του 15ου αιώνα και περιέχουν σημαντικό αριθμό πληροφοριών όχι μόνο για τη φορολογία και τη δημογραφία αλλά και για τις θρησκευτικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες του ελληνικού πληθυσμού στην ύπαιθρο και τις πόλεις.1 Δεδομένου ότι οι Οθωμανοί διατήρησαν κατά κανόνα τις συνθήκες που επικρατούσαν πριν από την κατάκτηση, ιδίως στις περιοχές που αποκτήθηκαν με συμφωνία, 2 οι έρευνες των αρχείων μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως βάση σύγκρισης με τα στοιχεία που παρέχουν τα βυζαντινά «Πρακτικά» (praktika). Έχει υποστηριχθεί ότι υπάρχει, στην πραγματικότητα, μια αντιστοιχία μεταξύ της κατάστασης των αγροτών, όπως αυτή ταξινομείται στα Πρακτικά, και των οθωμανικών tahrîr, και ότι φεουδαρχικοί φόροι και υπηρεσίες εργασίας από τη βυζαντινή εποχή επιβίωσαν και υπό τους Οθωμανούς.3 , 4 Εκτός από τα μητρώα των tahrîr, πέντε αιώνες οθωμανικών τελωνειακών καταλόγων, δημόσιων λογιστικών βιβλίων και δικαστικών αρχείων παρέχουν αναρίθμητα στοιχεία για τον ρόλο που έπαιζαν οι Έλληνες στο διαπεριφερειακό και διεθνές εμπόριο, τη βιοτεχνία, την είσπραξη των φόρων, τις θαλάσσιες μεταφορές και άλλες οικονομικές δραστηριότητες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Από τον 15ο αιώνα και μετά, οι Έλληνες δραστηριοποιήθηκαν ιδιαίτερα στις μεταφορές ως καπετάνιοι ή πλοιοκτήτες στην ανταλλαγή αγαθών μεταξύ της Ιστανμπούλ και των λιμανιών του Αιγαίου και της Μαύρης Θάλασσας.5
Ο κάθε ερευνητής της κατάστασης των Ελλήνων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία θα πρέπει να έχει κατά νου ότι όλες οι μη μουσουλμανικές μειονότητες αντιμετωπίζονταν σύμφωνα με τον ισλαμικό νόμο ως υπήκοοι dhimmî του ισλαμικού κράτους. Οι μη μουσουλμανικές μειονότητες απολάμβαναν τα ίδια δικαιώματα με τους μουσουλμάνους υπό την προστασία του κράτους όσον αφορά τις οικονομικές τους δραστηριότητες και τα περιουσιακά τους δικαιώματα. Το Dhimma σήμαινε αυτή την εγγύηση και την υποχρέωση εκ μέρους του ισλαμικού κράτους.6 Για να προωθήσουν τα συμφέροντα της αυτοκρατορίας τους, οι Οθωμανοί εφάρμοζαν τις ισλαμικές προδιαγραφές με ιδιαίτερα φιλελεύθερο τρόπο υπέρ των dhimmî υπηκόων τους. Εκτός από τις εγγυήσεις του ισλαμικού νόμου, η προστασία του εμπορίου και των εμπόρων αποτελούσε μια μακρά παράδοση στα τουρκομογγολικά κράτη εν γένει. Ως η μόνη ομάδα εκτός από την άρχουσα τάξη που συσσώρευε χρηματικό κεφάλαιο, οι έμποροι είχαν διάφορες λειτουργίες σε αυτή την προβιομηχανική κοινωνία.7 «Κοίταξε με ευμένεια τους εμπόρους της χώρας», λέει ένα οθωμανικό βιβλίο σοφίας του 15ου αιώνα, «πάντα να τους φροντίζεις· να μην τους ενοχλεί κανείς· να μην τους διατάζει κανείς· γιατί μέσω του εμπορίου τους η χώρα ευημερεί και μέσω της πραμάτειας τους η φτήνια αφθονεί στον κόσμο· μέσω αυτών η εξαιρετική φήμη του σουλτάνου μεταφέρεται στις γύρω χώρες και μέσω αυτών αυξάνεται ο πλούτος εντός της χώρας».8
Στην οθωμανική αυτοκρατορία, η δραστηριότητα των εμπόρων δεν περιοριζόταν στο εμπόριο· με τα συσσωρευμένα μετρητά στην κατοχή τους, λειτουργούσαν επίσης ως αργυραμοιβοί, τραπεζίτες και φοροεισπράκτορες (ενοικιαστές των φόρων, ΣτΜ). Πολλοί από αυτούς συνδύαζαν αυτές τις διάφορες δραστηριότητες.
Στο παρόν άρθρο, χρησιμοποιώντας αδημοσίευτο υλικό από τα οθωμανικά αρχεία, θα επικεντρωθώ στους Έλληνες ενοικιαστές των φόρων κατά την περίοδο 1453-1500.
Για να αξιολογήσει κανείς τις αλλαγές στις συνθήκες της ελληνικής εμπορικής τάξης υπό τους Οθωμανούς, πρέπει πρώτα να εξετάσει τις προ-οθωμανικές συνθήκες του 14ου και 15ου αιώνα. Το εξέχον χαρακτηριστικό της ελληνικής εμπορικής δραστηριότητας κατά τον 14ο αιώνα, υποστηρίζει η Α. Λαΐου, ήταν η εξάρτησή της από τους Λατίνους, ιδίως από τους Γενουάτες, οι οποίοι μονοπωλούσαν το μεγάλο εμπόριο των εξαγωγών και εισαγωγών από και προς το Αιγαίο και τη Μαύρη Θάλασσα, συμπεριλαμβανομένων του εμπορίου δούλων και ανατολικών αγαθών.9 Κατά την προ-οθωμανική περίοδο, «οι Βυζαντινοί», υποστηρίζει η Λαΐου, «σπάνια αποκτούσαν πρόσβαση στις ιταλικές αγορές».10 Το ότι οι Γενουάτες εμπόδιζαν συστηματικά, και με τη βία όταν ήταν απαραίτητο, τους γηγενείς εμπόρους – Εβραίους, Αρμένιους, Τατάρους και Έλληνες – να συμμετέχουν στο διεθνές εμπόριο11 επιβεβαιώνεται από σύγχρονα έγγραφα. Στους Έλληνες απαγορευόταν ακόμη και να φέρνουν ζωτικής σημασίας προμήθειες όπως τα σιτηρά από τα λιμάνια της βόρειας Μαύρης Θάλασσας, από τα οποία εξαρτιόταν ο εφοδιασμός της Κωνσταντινούπολης.
Τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι κατά την περίοδο αυτή, οι Έλληνες έμποροι ασχολούνταν κυρίως με το λιανικό εμπόριο, διοχετεύοντας τα εισαγόμενα από τους Ιταλούς προϊόντα στην τοπική αγορά, και οι δραστηριότητές τους περιλάμβαναν γενικά μικρές επενδύσεις.12
Ωστόσο, σποραδικές αναφορές δείχνουν ότι υπήρχαν Έλληνες έμποροι που ασχολούνταν με το μακρινό εμπόριο, με σημαντικά κεφάλαια.13 Τα μεγάλα κεφάλαια που συσσωρεύονταν στα χέρια Ελλήνων «επιχειρηματιών» αριστοκρατικής καταγωγής – γεγονός που μαρτυρείται στις χριστιανικές και οθωμανικές πηγές (βλ. παρακάτω) – προέρχονταν, τουλάχιστον εν μέρει, από το εμπόριο μακρινών αποστάσεων.
Η ανακάλυψη της Λαΐου για ένα σχετικά υψηλό ποσοστό εμπόρων ή «επιχειρηματιών» που ανήκαν στη βυζαντινή αριστοκρατία14 τον 14ο αιώνα επιβεβαιώνεται από τα οθωμανικά τεκμήρια για την επόμενη οθωμανική περίοδο. Η Λαΐου πιστεύει ότι η βυζαντινή αριστοκρατία, στερούμενη τα εισοδήματά της από τη γη ως αποτέλεσμα της οθωμανικής κατάκτησης, στράφηκε αναγκαστικά στο εμπόριο.15 Τα στοιχεία από τις μεταγενέστερες οθωμανικές πηγές δείχνουν ότι αυτοί οι αριστοκράτες με τεράστιο χρηματικό κεφάλαιο στην κατοχή τους, ασχολούνταν κυρίως με τη συλλογή φόρων. Ωστόσο, η αρχική πηγή του πλούτου τους μπορεί να ήταν το διαπεριφερειακό ή διεθνές εμπόριο, όπως προτείνει η Λαΐου.16
Κατά την περίοδο 1353-1402, υπολογίζει η Λαΐου, το 20% των Ελλήνων εμπόρων που αναφέρονται στις πηγές ανήκε σε αριστοκρατικές οικογένειες.17 Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η διαπίστωση ότι μέλη της δυναστείας των Παλαιολόγων ασχολούνταν με το εμπόριο σιτηρών μεταξύ της Caffa (Κάφα: Θεοδοσία, ΣτΜ) και της Γένοβας. Αργότερα, υπό τους Οθωμανούς, μέλη της οικογένειας των Παλαιολόγων εμφανίζονται να αναλαμβάνουν μεγάλες φορολογικές εκμεταλλεύσεις. Το ότι πλούσια μέλη της υψηλής βυζαντινής αριστοκρατίας είχαν δημιουργήσει στενές οικονομικές σχέσεις με τους Γενοβέζους επιβεβαιώνεται από την οθωμανική απογραφή του 1455.18 Πλούσιοι Έλληνες αριστοκράτες είχαν κατοικίες στο Πέρα πριν από την οθωμανική κατάληψη της πόλης το 1453 (βλ. παρακάτω).
Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει για τον Νικόλαο Νοταρά, πατέρα του Λουκά Νοταρά, ο οποίος έκανε «μια περιουσία από το δημόσιο χρέος της Γένοβας».19
Στις επιχειρηματικές της δραστηριότητες, η οικογένεια συνεργαζόταν στενά με τους Λατίνους, συμπεριλαμβανομένων των Βενετών. Τα λογιστικά βιβλία του Giacamo Badoer, 20 που καλύπτουν τα έτη 1436-1440, δείχνουν ότι οι Έλληνες έμποροι ήταν αρκετά δραστήριοι στην Κωνσταντινούπολη ως λιανοπωλητές στο εμπόριο εισαγόμενων αγαθών, συμπεριλαμβανομένων των υφασμάτων και των μπαχαρικών.
Οι Έλληνες του Πέρα πρέπει επίσης να είχαν στενές οικονομικές σχέσεις με τους Οθωμανούς ήδη από τα μέσα του 14ου αιώνα. Δεν μπορεί να είναι τυχαίο ότι ο βυζαντινός αυτοκράτορας και ο Οθωμανός σουλτάνος είχαν υπογράψει ταυτόχρονα εμπορικές συμφωνίες με τους Γενοβέζους το 1352, μετά την εγκατάλειψη εκ μέρους των Βυζαντινών της συμμαχίας τους με τη Βενετία και την επαναπροσέγγιση με τον οθωμανο-γενοβέζικο συνασπισμό.21 Κατά την επόμενη περίοδο οι κάτοικοι του Πέρα, μεταξύ των οποίων προφανώς και Έλληνες, οι οποίοι λάμβαναν αγαθά της Ανατολής (ιδίως μπαχαρικά και μετάξι από την Προύσα), διατηρούσαν στενές σχέσεις με τους Οθωμανούς.22 Μετά την παράδοση του Πέρα το 1453, οι Έλληνες καπιταλιστές αριστοκράτες της πόλης έγιναν Οθωμανοί dhimmî-υπήκοοι, συνεργαζόμενοι στενά με την οθωμανική κυβέρνηση (βλ. παρακάτω).
Η διατήρηση των χαρακτηριστικών της ελληνικής επιχειρηματικότητας περιγράφεται από μια ελληνική πηγή του 1453, 23 η οποία μας λέει ότι οι Έλληνες έβγαζαν μεγάλα κέρδη από τη συλλογή φόρων και από τις θαλάσσιες μεταφορές υπό τους Οθωμανούς, όπως και πριν υπό τους Βυζαντινούς.
Οι θαλάσσιες μεταφορές ήταν πράγματι ένας σημαντικός τομέας της ελληνικής οικονομίας κατά τον 13ο και τον 14ο αιώνα. Αυτό ίσχυε τόσο στα λιμάνια που κατείχαν οι Βυζαντινοί όσο και στα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας και του Αιγαίου που κατέκτησαν οι Οθωμανοί, αν και πέρα από αυτές τις δύο περιοχές, η ιταλική ναυτιλία ήταν πάντα κυρίαρχη. Η πλήρης αντιστροφή της κατάστασης επήλθε με την πτώση του γενοβέζικου Πέρα.24
Πριν από το 1453, ο μόνος λαός που ήταν σε θέση να ανταγωνιστεί στο εμπόριο μεγάλων αποστάσεων τους Ιταλούς για την επικράτηση στο υπερπόντιο εμπόριο ήταν οι Ραγουζαίοι. Ίσως μια εξαιρετική περίπτωση ήταν ένας πλούσιος Έλληνας εφοπλιστής της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος έχασε τα τέσσερα πλοία του με κεφάλαιο συνολικού ύψους τριάντα χιλιάδων χρυσών δουκάτων. Προφανώς έκανε εμπόριο σε συνεργασία με τους Βενετούς και τους Εβραίους.25
Είναι ενδιαφέρον ότι τα σημαντικότερα λιμάνια στα οποία δραστηριοποιούνταν Έλληνες, δηλαδή η Κωνσταντινούπολη και το Πέρα (και τα δύο κατακτήθηκαν το 1453), η Κάφα (κατακτήθηκε το 1475) και η Chilia (Κίλια, κατακτήθηκε το 1484), ήταν τα ίδια υπό τους Οθωμανούς όπως και υπό τους Βυζαντινούς και τους Γενοβέζους. Η Θεσσαλονίκη, την οποία κατέλαβαν οι Οθωμανοί το 1430, ήταν ένα άλλο σημαντικό ελληνικό επιχειρηματικό κέντρο. Ωστόσο, το αριθμητικό βιβλίο που συντάχθηκε στη Θεσσαλονίκη και στο οποίο αναφέρονται Έλληνες τραπεζίτες και έμποροι θα πρέπει να χρονολογηθεί στο τέλος και όχι στις αρχές του 15ου αιώνα.26
Για τον 14ο αιώνα, η Λαΐου, χρησιμοποιώντας γενοβέζικο αρχειακό υλικό, υποστηρίζει ότι «οι Έλληνες αποτελούσαν ένα μεγάλο ποσοστό των τεχνιτών και των μικροκαταστηματαρχών των γενοβέζικων αποικιών του Πέρα, της Κάφας και της Χίου».27 Τα οθωμανικά έγγραφα του δεύτερου μισού του 15ου αιώνα υποστηρίζουν πλήρως αυτό το συμπέρασμα για το Πέρα, την Κάφα, το Akkerman (Moncastro – Μαυρόκαστρον, ΣτΜ) και την Κίλια (βλ. παρακάτω).28 Μια από τις κυριότερες αλλαγές, ωστόσο, ήταν ότι επί Οθωμανών Έλληνες ναυτικοί άρχισαν να μεταφέρουν στα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας, εκτός από την προ-οθωμανική παραδοσιακή διακίνηση τροφίμων, ευρωπαϊκά και ανατολίτικα εμπορεύματα που εισάγονταν στην Ιστανμπούλ και τον Γαλατά.
Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι το 1453 σχεδόν το σύνολο του πληθυσμού της βυζαντινής πρωτεύουσας είχαν συλληφθεί ως αιχμάλωτοι πολέμου και οι περιουσίες τους είχαν παρθεί ως λάφυρα. Όμως ο Γαλατάς (Πέρα), στην άλλη πλευρά του Κεράτιου Κόλπου, είχε παραδοθεί με ένα ahdnâme (συμφωνία ειρήνης, ΣτΜ), και κατά συνέπεια ο πληθυσμός του γλίτωσε από παρόμοια μοίρα.29 Ο Μωάμεθ ο Κατακτητής ενδιαφερόταν ιδιαιτέρως για τη διατήρηση του Γαλατά ως εμπορικού κέντρου της νέας του πρωτεύουσας, της Ιστανμπούλ, και έλαβε μέτρα για να δώσει διαβεβαιώσεις και εγγυήσεις στους κατοίκους ώστε να παραμείνουν εκεί. Πριν από την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης, ορισμένοι Έλληνες φαίνεται ότι είχαν καταφύγει στον Γαλατά. Η οθωμανική πληθυσμιακή και φορολογική απογραφή του 1455 δείχνει ότι το Πέρα θα μπορούσε κανονικά να χαρακτηριστεί ελληνική πόλη κατά τη στιγμή της παράδοσης όσον αφορά τον πληθυσμό του.30 Ο ελληνικός της χαρακτήρας έγινε πιο έντονος με την κατάληψη ως αποτέλεσμα της φυγής των Γενοβέζων από την πόλη. Μεταξύ αυτών που έφυγαν, οι Ιταλοί αποτελούσαν περίπου το 60% και οι Έλληνες το 35%. Κατά την κατάληψη, ωστόσο, ο σουλτάνος δήλωσε ότι όσοι επέστρεφαν εντός τριών μηνών θα ανακτούσαν τις περιουσίες τους. Τα σπίτια τους σφραγίστηκαν τότε και οι περιουσίες καταγράφηκαν. Η απογραφή μας του 1455 δείχνει ότι πράγματι υπήρχαν άνθρωποι που επέστρεψαν και ανέκτησαν τις περιουσίες τους.
Σύμφωνα με την οθωμανική απογραφή του 1455, ο ελληνικός πληθυσμός του Γαλατά ήταν συγκεντρωμένος στις συνοικίες γύρω από τη γενουατική συνοικία στην περιοχή του λιμανιού. Η πλειονότητα των Ελλήνων ήταν φτωχοί άνθρωποι – τσαγκάρηδες, αχθοφόροι ή μικροέμποροι ή τεχνίτες – αλλά στη συνοικία Varto Khristo ζούσε μια ομάδα εύπορων Ελλήνων. Είκοσι δύο χρόνια αργότερα, στην απογραφή του 1477, ο πληθυσμός του Γαλατά κατανεμημένος κατά θρησκεία είχε ως εξής: σε συνολικό πληθυσμό 1.521 νοικοκυριών, οι Έλληνες εξακολουθούσαν να αποτελούν την πλειοψηφία, με 592 νοικοκυριά· τα Efrenc ή ιταλικά νοικοκυριά αριθμούσαν 332, τα αρμενικά 62 και τα μουσουλμανικά 535, που ήδη πλησίαζαν τα ελληνικά. Έτσι, εκτός από την αναγκαστική ή εθελοντική εγκατάσταση των Ελλήνων στην ίδια την Ιστανμπούλ, 31 ο Γαλατάς παρέμεινε το κέντρο των ελληνικών επιχειρήσεων με Έλληνες τραπεζίτες, εφοπλιστές και εμπόρους. Το 1455, η ελληνική κοινότητα του Γαλατά περιελάμβανε μέλη των ελληνικών «αριστοκρατικών» οικογενειών, οι οποίες επρόκειτο να διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο στην οθωμανική οικονομία την επόμενη περίοδο.
Κατά την περίοδο αμέσως μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης βρίσκουμε πολλούς Έλληνες να δραστηριοποιούνται έντονα στη συλλογή φόρων. Μέλη της παλαιάς βυζαντινής αριστοκρατίας, οι Παλαιολόγοι, οι Καντακουζηνοί, οι Χαλκοκονδύλαι και οι Ραούλ (Ράληδες, ΣτΜ) ήταν εξέχοντες ενοικιαστές φόρων υπό τον Μωάμεθ τον Κατακτητή και τους διαδόχους του. Κατά τον 15ο και 16ο αιώνα, η τελωνειακή ζώνη των λιμανιών της δυτικής Ανατολίας με κέντρο την Ιστανμπούλ αποτελούσε την κύρια τελωνειακή ζώνη της αυτοκρατορίας και επανειλημμένα περιήλθε υπό τον έλεγχο Ελλήνων ενοικιαστών φόρων, οι οποίοι, με τεράστια κεφάλαια στην κατοχή τους, ανταγωνίζονταν τους μουσουλμάνους Τούρκους και τους Εβραίους για την επικερδή αυτή επιχείρηση. Ακολουθεί ένας κατάλογος των λογαριασμών του οθωμανικού θησαυροφυλακίου που αποδεικνύει πώς το τελωνείο της Ινστανμπούλ άλλαζε χέρια κατά την περίοδο από τον Οκτώβριο του 1476 έως τον Δεκέμβριο του 1477.32
1. Οι Ya‘kub, νέος μουσουλμάνος, Palologoz του Κάσσανδρου, Lefteri γιος του Γαλιανού της Τραπεζούντας, Andriya γιος του Halkokondil και Manul Palologoz, προσέφεραν από κοινού αύξηση 1, 5 εκατομμυρίου akça, 33 στις Djumãda ΙΙ, 25, 881. Τα εκτιμώμενα έσοδα ήταν 9, 5 εκατομμύρια akça κατά την ημερομηνία αυτή.
2. Ο Khodja Satι, ο Çirish Ilyas, ο Shahin, ο απελευθερωμένος σκλάβος τού Yûsuf Simsar (επικεφαλής μεσίτης) και του Khodja Bahã‘al-Din, προσέφεραν αύξηση 2 εκατομμυρίων στις Dh‘ul-hidjdja, 23, 881.
3. Ο Palologoz της Ιστανμπούλ, ο Palologoz της Κασσάνδρου, ο Lefteri γιος του Γαλιανού της Τραπεζούντας και ο Andriya γιος του Halkokondil προσέφεραν πρόσθετη αύξηση 833.334 υπό τον όρο ότι το mukãta‘a θα τους παραχωρηθεί για μια περίοδο τεσσάρων ετών. Η προσφορά αυτή έγινε στις 28 του Muharrem του 882.
4. Ο Seydî Küçük της Edirne (Ανδριανούπολης), ο Εβραίος Altana και ο Nikoroz Efrendjî [Ιταλός;] προσέφεραν επιπλέον αύξηση 1 εκατομμυρίου στις 23 Djumãda I, 882.
5. Η ομάδα των Palologoz, Lefteri και Andriya έκανε μια νέα προσφορά στις Djumãda Il, 20, 882 και στη συνέχεια η ομάδα των Seydî, Altana και Nikoroz προσέφερε 20 εκατομμύρια akça συνολικά για τέσσερα χρόνια στις Radjab 4, 882.
Η τελωνειακή ζώνη της Ιστανμπούλ περιλάμβανε τα σημαντικά λιμάνια της Ιστανμπούλ, του Γαλατά, της Καλλίπολης, των δύο Φώκαιων, της Βάρνας και των Μουδανιών· έλεγχε το εμπόριο της Δυτικής Ανατολίας και της Μαύρης Θάλασσας με την Ευρώπη. Η θεαματική αύξηση από 9, 5 εκατομμύρια akça σε περίπου 20 εκατομμύρια akça ή πάνω από τετρακόσιες χιλιάδες χρυσά δουκάτα που προσέφεραν οι ανταγωνιστές πλειοδότες για το τελωνείο, μαρτυρά την ταχεία επέκταση αυτού του εμπορίου καθώς και τις οικονομικές δυνατότητες των εμπλεκόμενων ενοικιαστών φόρων.
Στην πραγματικότητα, από τις διάφορες λειτουργίες που εκτελούσαν οι έμποροι-καπιταλιστές στην οθωμανική κοινωνία, οι υπηρεσίες τους στα δημόσια οικονομικά ως ενοικιαστές φόρων (‘ãmil ή mültezim) ήταν ζωτικής σημασίας. Δεδομένου ότι το κράτος εξαρτιόταν από τα ταμειακά έσοδα που εισέρρεαν τακτικά στα ταμεία του για να πληρώνει τον ταραχώδη μόνιμο στρατό και τις στρατιωτικές εκστρατείες του, οι περισσότεροι από τους φόρους που βρίσκονταν άμεσα υπό τον έλεγχο του κεντρικού ταμείου ανατέθηκαν στους ενοικιαστές φόρων. Κατά κανόνα, οι έμποροι-καπιταλιστές ήταν αυτοί που διέθεταν επαρκή ποσά διαθέσιμου χρήματος για να αναλαμβάνουν τη συλλογή των φόρων και να παρέχουν μετρητά στο δημόσιο ταμείο ανά τρίμηνα ή εξάμηνα διαστήματα, που ονομάζονταν kist.
Οι προσωπικές ή «φατριαστικές» διασυνδέσεις, καθώς και οι μυστικές συναλλαγές φαίνεται ότι έπαιζαν σημαντικό ρόλο στην ανάληψη μεγάλων φορολογικών εκμεταλλεύσεων. Προφανώς, Έλληνες ή προσηλυτισμένοι (μουσουλμάνοι, ΣτΜ), με επιρροή στην αυλή του σουλτάνου ευνοούσαν τους Έλληνες υποψήφιους. Στις σύγχρονες πηγές εκφράζονται παράπονα για την ευνοιοκρατία υπέρ των Ελλήνων ή των Εβραίων ενοικιαστών φόρων κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Κατακτητή. Ίσως δεν είναι απλώς σύμπτωση ότι μέλη της οικογένειας των Παλαιολόγων απέκτησαν το δικαίωμα συλλογής φόρων της τελωνειακής ζώνης της Ιστανμπούλ τη δεκαετία του 1470, ακριβώς όταν δύο πασάδες της ίδιας οικογένειας, ο Khãss Murãd και ο Mesîh, ήταν οι άνθρωποι με τη μεγαλύτερη επιρροή στον σουλτάνο.34
Είναι κοινός τόπος ότι ο Μωάμεθ ο Κατακτητής έδειξε ιδιαίτερη εύνοια στους Έλληνες στην προσπάθειά του να εξασφαλίσει την επανακατοίκηση και να αναζωογονήσει την οικονομική ζωή της νέας του πρωτεύουσας.35 Εκτός από τους φιλολατίνους Έλληνες που έφυγαν για την Ιταλία, πολλοί Έλληνες συνεργάστηκαν και ευνοήθηκαν από τον σουλτάνο σε σημαντικές θέσεις ως στρατιωτικοί, σύμβουλοι και οικονομικοί εμπειρογνώμονες. Υπάρχουν, επίσης, ντοκουμέντα σχετικά με το ενδιαφέρον του σουλτάνου για την επιστροφή των Ελλήνων που είχαν μεταναστεύσει στην Ιταλία.
Εκτός από τους Παλαιολόγους και τους Καντακουζηνούς, υπήρχαν και άλλοι Έλληνες άρχοντες που εμπλέκονταν στα οθωμανικά οικονομικά, σε ορισμένες περιπτώσεις πιθανότατα συνεχίζοντας να διατηρούν τις θέσεις τους από την προ-οθωμανική εποχή. Πριν από την οθωμανική περίοδο, για παράδειγμα, ο Θεόδωρος Ραούλ (Theodorus Rali de Constantinopoli) συμμετείχε στα τελωνειακά έσοδα της Κωνσταντινούπολης υπό τη βυζαντινή κυβέρνηση. Το 1455 τον βρίσκουμε στην Κρήτη.36 Αλλά και άλλα μέλη της οικογένειας Raoul παρέμειναν στην Ιστανμπούλ μετά την κατάκτηση.
Κατά την ίδια περίοδο, μια άλλη βυζαντινή αριστοκρατική οικογένεια δραστηριοποιήθηκε στη Σερβία, εκμεταλλευόμενη τα πλούσια ορυχεία αργύρου και χρυσού της επαρχίας αυτής. Το 1474 ο Γιάνη Καντακουζηνός, ο αδελφός του Γιώργης, ο Nichola Dandjovil και η Λίκα (Lika) εκμεταλλεύτηκαν σε συνεργασία τα ορυχεία αργύρου και χρυσού στην επαρχία Vuk, ή Άνω Σερβία, έναντι συνολικού ποσού 14 εκατομμυρίων akça (περίπου 290.000 βενετσιάνικα χρυσά δουκάτα) για έξι χρόνια. Το προηγούμενο έτος, την εργολαβία είχαν ο Γιάνη Καντακουζηνός του Novobrdo, ο Yorgi Ivrana, ο Τομά Καντακουζηνός (όλοι από τις Σέρρες) και ο Παλαιολόγος (από την Ιστανμπούλ) που ενεργούσαν ως εταίροι.37 Αργότερα, το 1476, αντικαταστάθηκαν από μια νέα ομάδα εταίρων: τους Γιάνη και Γιώργη Καντακουζηνούς, Vuk και Knez Yuvan, και Andriya. Το 1477 όλοι τους εκτελέστηκαν επειδή δεν κατέβαλαν τα ποσά που προέβλεπε το συμβόλαιο. Από την άλλη πλευρά, τα ορυχεία του Κράτοβο στην επαρχία Küstendil εκχωρήθηκαν το 1473 στους Γιάνη Παλαιολόγο της Ιστανμπούλ σε συνεργασία με τους Istipa Blasica, Istepan Less και Δημήτρη γιο του Κωνσταντίνου έναντι συνολικού ποσού 1, 6 εκατομμυρίων akça. Σύμφωνα με την απογραφή του 1455, αυτός ο Γιάνη Παλαιολόγος ζούσε στον Γαλατά, όπου είχε μεγάλες κατοικίες.
Ανταγωνιζόμενοι τους μουσουλμάνους ή Εβραίους ενοικιαστές φόρων, οι Έλληνες επιχειρηματίες δραστηριοποιήθηκαν επίσης ως εργολάβοι των σημαντικών μονοπωλίων παραγωγής και διανομής αλατιού στα Βαλκάνια και στο Αιγαίο και τη Μαύρη Θάλασσα κατά την περίοδο αυτή. Τα μονοπώλια αυτά, κατά κανόνα, ενοικιάζονταν μαζί με τα έσοδα της αλιείας στις γειτονικές περιοχές. Ο Δημήτριος Παλαιολόγος, ο τελευταίος δεσπότης του Μορέως, ήταν επίσης αναμεμειγμένος σε αυτή την επιχείρηση. Σύμφωνα με ένα οθωμανικό μητρώο φορολογικών εκμεταλλεύσεων38 «Ο Κυρ Δημήτριος Tefkur» κατείχε τον κεφαλικό φόρο και άλλα κρατικά έσοδα του Αίνου με βάση το σύστημα των τιμαρίων. Αλλά από τις 11 Ιουλίου 1469 και μετά, μια σύμπραξη τριών Εβραίων ενοικιαστών φόρων, του Ελεάζαρ, γιου του Γιακούμπ από τη Θεσσαλονίκη, του Αβραάμ, γιου του Ελεάζαρ από τη Νικόπολη, και του Μούσα, γιου του Ισμαήλ από το Βιδίνιο, ανέλαβαν τη δουλειά. Το συνολικό ποσό των εσόδων από αυτή υπολογίστηκε σε 555.000 akça για τρία χρόνια. Έξι χρόνια αργότερα, ο Yuvan Dhapovik και ο Knez Yuvan από το Novobrdo, προφανώς Σλάβοι, προσπάθησαν να υπερκεράσουν τους Yorgi Ivrana και Τομά Καντακουζηνό χωρίς επιτυχία. Ο λόγος της αποτυχίας τους ήταν ότι η κεντρική διοίκηση δεν είχε εγκρίνει τα έγγραφα που υπέβαλαν οι τελευταίοι. Οι Έλληνες ενοικιαστές φόρων συνέχισαν να ασχολούνται με την παραγωγή αλατιού στην αυτοκρατορία και τον επόμενο αιώνα. Το 1590, ο διορισμένος από την κυβέρνηση αντιπρόσωπος για την εισαγωγή αλατιού στην Ιστανμπούλ ήταν ένας Έλληνας με το όνομα Mikhayil, γιος του Komnen. Το αλάτι που εισήχθη σε ένα έτος ανήλθε σε 47.274 kile, δηλαδή περίπου 105 τόνους, και μεταφέρθηκε με τα πλοία των Σάβα, Istefan, Hüseyin, Abdurrahman και Νίκα.
Το 1610 ο κυβερνητικός αντιπρόσωπος που ήταν υπεύθυνος για την εισαγωγή αλατιού στην Κωνσταντινούπολη και ο αντιπρόσωπος στο Χανάτο της Κριμαίας για την εξαγωγή αλατιού ήταν και οι δύο Έλληνες με τα ονόματα Μιχάλ (Mikhal) και Δημήτρης (Dimitri). Υπό τον έλεγχό τους η συνολική εισαγωγή ανερχόταν σε 50.000 kile ή περίπου 128 τόνους με αξία που εκτιμάται σε ένα εκατομμύριο akça. Και πάλι, το αλάτι αυτό μεταφερόταν ως επί το πλείστον με πλοία που ανήκαν στους Έλληνες Γιώργη, Σάββα και Tζανάλη (Djanali).
Στην οθωμανική εμπορική ναυτιλία, οι Έλληνες κατείχαν εξέχουσα θέση. Γύρω στο 1500, στα τελωνειακά μητρώα της Κάφας, του Άκκερμαν και της Κίλια, 39 οι Έλληνες αποτελούσαν υψηλό ποσοστό των καπεταναίων και των πλοιοκτητών. Σύμφωνα με το τελωνειακό μητρώο της Κάφας του 1487 υπήρχαν είκοσι ένας Έλληνες πλοιοκτήτες ή καπετάνιοι, που όλοι τους δραστηριοποιούνταν στην κίνηση μεταξύ Κάφας, Ιστανμπούλ, Γαλατά, Σινώπης, Σαμψούντας, Ιnebolu (: Ιωνόπολις, ΣτΜ) και Τραπεζούντας, έναντι σαράντα ενός μουσουλμάνων και τεσσάρων Ιταλών. Οι Έλληνες καπετάνιοι Pascal Rayis, Τοντόρος, Πανταζή και Γιάνι στην Inebolu δραστηριοποιούνταν μεταξύ αυτών των λιμανιών της Μαύρης Θάλασσας, μεταφέροντας εμπορεύματα που ανήκαν σε μουσουλμάνους, Εβραίους και Αρμένιους εμπόρους. Σε αντίθεση με την εξέχουσα θέση των Ελλήνων στις θαλάσσιες μεταφορές, την περίοδο αυτή υπήρχαν μόνο λίγοι Έλληνες έμποροι που δραστηριοποιούνταν στα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας – και οι περισσότεροι από αυτούς ασχολούνταν με το εμπόριο κρασιού και άλλων φυσικών προϊόντων. Πολλοί από τους Έλληνες καπετάνιους, ωστόσο, μετέφεραν εμπορεύματα που ανήκαν στους ίδιους, για τα οποία πλήρωναν τελωνειακά τέλη. Τα εμπορεύματα αυτά αποτελούνταν κυρίως από κρασί της Τραπεζούντας και της Κριμαίας, χαβιάρι και ψάρια του Αζάκ (Αζόφ) και άλλα φυσικά προϊόντα της περιοχής της Μαύρης Θάλασσας. Το γεγονός ότι οι Έλληνες καπετάνιοι ασχολούνταν με το εμπόριο ογκωδών εμπορευμάτων, όπως αλάτι, σιτάρι, αλεύρι, φρούτα, ψάρια και ξυλεία, οφειλόταν προφανώς στο υψηλό ποσοστό του κόστους μεταφοράς στις τιμές των εμπορευμάτων αυτών. Ήδη από τον 15ο αιώνα οι Έλληνες καπετάνιοι πρέπει να είχαν συγκεντρώσει περιουσίες μεταφέροντας και εμπορευόμενοι τέτοιες προμήθειες για την ταχέως αναπτυσσόμενη αγορά της Ιστανμπούλ. Σε σύγκριση με την κατάσταση της Παλαιολόγειας περιόδου, κατά την οποία η κίνηση στη Μαύρη Θάλασσα εξαρτιόταν βασικά από τους Λατίνους, η ελληνική εμπορική ναυτιλία υπό τους Οθωμανούς πρέπει να σημείωσε σημαντική ανάπτυξη. Τα οθωμανικά αρχεία παρέχουν άφθονες αποδείξεις αυτής της ανάπτυξης για τον 15ο και 16ο αιώνα. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η περιοχή του Γαλατά-Πέρα έγινε το κύριο εμπορικό κέντρο ελαιολάδου, κρασιού, ψαριών και χαβιαριού υπό τον έλεγχο των Ελλήνων. Το Yeniköy στον Βόσπορο ήταν η έδρα των πλούσιων Ελλήνων πλοιοκτητών και καπεταναίων.
Αντικαθιστώντας τους Ιταλούς στις θαλάσσιες μεταφορές, οι Έλληνες δραστηριοποιήθηκαν επίσης στο υπερπόντιο εμπόριο στην ανατολική Μεσόγειο κατά την ίδια περίοδο. Σε ένα τελωνειακό μητρώο του 1560, για παράδειγμα, βρίσκουμε Έλληνες καπετάνιους να δραστηριοποιούνται στη ναυσιπλοΐα μεταξύ της Αττάλειας, αφενός, και των λιμανιών της Συρίας και της Αιγύπτου, αφετέρου. Θα πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι οι μουσουλμάνοι καπετάνιοι και πλοιοκτήτες αποτελούσαν την πλειονότητα σε αυτό το διαμετακομιστικό εμπόριο, όπως ακριβώς συνέβαινε και στη Μαύρη Θάλασσα την ίδια περίοδο.
Επίσης, σε σύγκριση με την κατάσταση που επικρατούσε γύρω στο 1453, ο αριθμός των Ελλήνων καπετάνιων πλοίων και των πλούσιων εμπόρων παρουσίασε αύξηση στη Βενετία κατά τον 16ο και 17ο αιώνα, σύμφωνα με τα αρχεία της ελληνικής παροικίας της πόλης.40 Υπό την οθωμανική προστασία, Εβραίοι, μουσουλμάνοι Τούρκοι, Σλάβοι και Έλληνες από τα οθωμανικά εδάφη σχημάτισαν ακμάζουσες εμπορικές κοινότητες στην Ανκόνα και τη Βενετία μέχρι τα μέσα του 16ου αιώνα.41 Τα μέλη της οθωμανικής ελίτ επένδυαν μεγάλα κεφάλαια σε αυτό το υπερπόντιο εμπόριο. Για παράδειγμα, μια επιστολή του Σουλεϊμάν Α΄ προς τον Βενετό Δόγη το 1561 μας λέει ότι ο kapι-ağa, ο επικεφαλής αξιωματούχος του σεραγιού, είχε συνάψει συμβόλαιο commenda42 με δύο Έλληνες καπετάνιους για να πάνε στη Βενετία και να κάνουν δουλειές για λογαριασμό του.43 Ο αγάς τούς είχε εμπιστευτεί δύο χιλιάδες χρυσά νομίσματα και το πλοίο του για το εμπορικό αυτό εγχείρημα. Η συγκεκριμένη υπόθεση έγινε αντικείμενο αλληλογραφίας επειδή οι Έλληνες καπεταναίοι είχαν εξαπατήσει τον kapι-ağa. Οι Έλληνες έπαιζαν επίσης σπουδαίο ρόλο στο ρωσικό εμπόριο, ιδίως στις γούνες, ως ιδιώτες έμποροι του σουλτάνου, khãssa tãdjir, κατά την περίοδο αυτή.44
1 Για παράδειγμα, βλ. Evangelia Balta, L’Eubée à la fin du XVe siècle, économie et population: Les registres de l'année 1474 (Athens: Society of Euboean Studies, 1989).
2 Βλ. H. İnalcık, “Ottoman Methods of Conquest”, Studia Islamica 2 (1954): 104-29; ανατυπώθηκε σε (του ιδίου), The Ottoman Empire: Conquest, Organization and Economy (London: Variorum Reprints, I978), no. 1.
3 Σχετικά με τα praktika, βλ. G. Ostrogorsky, Pour l’histoire de la féodalité byzantine (Brussels, 1954)· N. Svoronos, “Recherches sur le cadastre byzantin et la fiscalité au XIe et Xlle siècles: Le cadastre de Thèbes”, Bulletin de Correspondance Hellenique (1959)· για τη συνέχεια, βλ. İnalcık, “The Problem of Relationship between Byzantine and Ottoman Taxation”, in Akten des XI. Internationalen Byzantinisten-Kongresses, 1958 (Munich, l 960).
4 ΣτΜ: Ο κυρίαρχος τρόπος παραγωγής στο Βυζάντιο δεν ήταν αρχικά η φεουδαρχία αλλά ο ασιατικός τρόπος παραγωγής, ο οποίος όμως από τον 12ο αιώνα αποσυντίθετο προς όφελος του φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής. Η διαδικασία αυτή επιταχύνθηκε δραματικά μετά το 1204, με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους και τη δημιουργία της «Λατινικής Αυτοκρατορίας της Ρωμανίας». Η διαδικασία αυτή φεουδαλοποίησης, που συνεχίστηκε και μετά την ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας το 1261, ανασχέθηκε με την οθωμανική κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης το 1453. Όπως σημειώνει ο İnalcık σε ένα μεταγενέστερο του παρόντος έργο του: «Αντιστρέφοντας [...] την τάση φεουδαλοποίησης των Βαλκανίων, οι Οθωμανοί εγκαθίδρυσαν ένα ισχυρό συγκεντρωτικό καθεστώς, παρόμοιο με ορισμένα κράτη της Δυτικής Ευρώπης τον 15ο αιώνα. Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας συγκεντρωτισμού, οι Οθωμανοί επανέφεραν υπό κρατική ιδιοκτησία, ή έλεγχο, το μεγαλύτερο μέρος των γαιών που βρίσκονταν στα χέρια τοπικών αρχόντων ή οικογενειών και μοναστηριών. Σε πολλές περιπτώσεις, είναι αλήθεια, εκχώρησαν εκ νέου μέρος αυτών των γαιών στους προηγούμενους ιδιοκτήτες τους, αλλά αυτοί οι τοπικοί άρχοντες έγιναν πλέον Οθωμανοί τιμαριούχοι υπό αυστηρό κρατικό έλεγχο» (Halil İnalcık, An Economic and Social History of the Ottoman Empire, Volume I: 1300–1600, Cambridge: Cambridge University Press, 1997: 15).
5 Βλ. İnalcık, Contributions to the History of the Black Sea Trade (Cambridge, Mass., 1993)· βλ. επίσης İnalcık, “The Question of the Closing of the Black Sea under the Ottomans”, παρουσιάστηκε στο: Twelfth Spring Symposium of Byzantine Studies: “Symposium on the Black Sea”, Birmingham, March 18-20, 1978, δημοσιεύθηκε σε ArchPont 35 (1979): 74-110.
6 Βλ. “Dhimma”, Encyclopedia of Islam, 2nd edition (στο εξής E12).
7 İnalcık, “Capital Formation in the Ottoman Empire”, The Journal of Economic History 19, no. 1 (1969): 97-140.
8 Όπ.π., 102.
9 Angeliki E. Laiou-Thoμadakis, “The Greek Merchant of the Palaeologan Period: A Collective Portrait”, Praktika 57 (1982): 113.
10 Όπ.π.· σύγκρινε M. Balard, La Rontanie Génoise (Geneva, I978), vol. 2.
11 Laiou-Thomadakis, 102.
12 Όπ.π., 100-111.
13 Όπ.π., 102· για παράδειγμα, ο Cabasilas ένας Έλληνας έμπορος που ασκούσε διαμετακομιστικό εμπόριο με την Αίγυπτο γύρω στο 1349 (όπ.π., 108-9).
14 Όπ.π., 108, 110-11.
15 Όπ.π., 105.
16 Όπ.π., 108-9.
17 Όπ.π., 108.
18 Όπ.π., 108-10.
19 N. Oikonomides, Hommes d’affaires grecs et latins en Constantinople (XIIIe-XVe siècles) (Montreal, 1979), 68, 122· σύγκρινε Laiou-Thomadakis, “Greek Merchant”, 109.
20 Ιl libro dei conti di Giacamo Badoer, (Constantinopoli, 1436-1440), eds. U. Dorini & T. Bertelè (Venice, 1956)· το βιβλίο εξετάζεται από την Laiou-Thomodakis, “Greek Merchant”, 109-11.
21 Βλ. İnalcık, “The Ottoman Turks and the Crusades, 1329-1522”, A History of the Crusades, vol. 6, ed. H. Hazard and N. P. Zacour (Madison, 1989).
22 Βλ. İnalcık, “Ottoman Galata”, in Galata, ed. Edhem Eldem (Istanbul, 1990), 56-57.
23 Laiou-Thomadakis, “Greek Merchant”, 111 σημ. 30· η υπό συζήτηση πηγή είναι η αλληλογραφία του Νικολού Ισιδώρου (Nicholos lsidoros).
24 Βλ. İnalcık, “Ottoman Galata”, 17-44.
25 F. Thiriet, Régestes des délibérations du Senat de Venise concernant la Romanie (Paris, 1958-61), vol. 3, no. 3009.
26 βλ. İnalcık, “Introduction to Ottoman Metrology”, Turcica 15 (1983): 325· Η Laiou-Thomadakis, “Greek Merchant”, 110 σημ. 29, συμφωνεί με τους H. Hunger & K. Vogel ότι το βιβλίο συντάχθηκε στις αρχές του 15ου αιώνα.
27 Laiou-Thomadakis, “Greek Merchant”, 115.
28 Βλ. İnalcık, Contributions to the History of the Black Sea Trade, vol. 1. The Customs Register of Caffa of 1487-1490 (υπό έκδοση. [ΣτΜ.:Cambridge Mass., Harvard University Press, 1996]).
29 Βλ. İnalcık, “Galata”, 17-44.
30 Όπ.π.
31 İnalcık, “The Policy of Mehmed II toward rhe Greek Population of Istanbul and the Byzantine Buildings of the City”, Dumbarton Oaks Papers, 23/24 (1969-70).
32 βλ. İnalcık, “Notes on N. Beldiceanu’s Translation of thee Kãnûnnãme, fonds turc ancien 39, Bibliothèque Nationale, Paris”, Der Islam 43, nos. 1-2 (1967): 139-57.
33 Akça: «Άσπρα». Οθωμανική νομισματική μονάδα (ΣτΜ).
34 Βλ. F. Babinger, “Eine Verfügung des Paläologen Chãss Murãd-Paşa von Mitte Regeb 876 h. Dez./Jan. 1471/2”, in Documenta Islamica Inedita (Berlin: Akademie-Verlag, 1952), 197-210· EI2, βλ. επίσης “Mesih Pasha” (İnalcık), 1025-26.
35 EI2, Βλ. επίσης.“lstanbul”, (İnalcık) 225-27.
36 N. Iorga, Notes et extraits pour servir à l’histoire des croisades au XVe siècle, 4: 106, σημ. 34.
37 Mukãta‘at Register, Başvekãlet Archives, Istanbul, M.M. 7381· για αυτόν τον κλάδο της οικογένειας των Καντακουζηνών στη Σερβία βλ. Iorga, Byzance après Byzance: Continuation de la vie byzantine (Βουκουρέστι, 1971), 36· D. M. Nicol, The Byzantine Family of Kantakouzenous (Cantacuzenous), ca. 1100-1460, Dumbarton Oaks Studies, vol. 11 (Washington, DC., 1968).
38 T. Gökbilgin, XV-XVI. asιrlarda Edirne ve Paşa Livâsι: Vakιflar-Mülkler-Mukataalar (Istanbul, 1952), ευρετήριο.
39 Βλ. πιο πάνω, υποσ. 4.
40 D. N. Geanakoplos, Greek Scholars in Venice (Cambridge, Mass., 1962), 55, σημ. 7.
41 Βλ. T. Stoianovich, “The Conquering Balkan Orthodox Merchant”, The Journal of Economic History 20 (1960), 234-313· Earle, “The Commercial Development of Ancona, 1479-1551”, Economic History Review 22 (1969).
42 Commenda: Μορφή πιστωτικού σχήματος που περιλαμβάνει μια «ένωση» ή κοινοπραξία μεταξύ ενός εκπροσώπου μιας ποσότητας κινητού πλούτου (νομίσματα, πολύτιμα μέταλλα, εμπορεύματα ή συνδυασμοί από αυτά), και ενός εκπροσώπου μιας ποσότητας «εργασίας», ενός «αφεντικού» που διευθύνει έναν αριθμό ναυτικών και/ή άλλων εργαζομένων. Αναλυτικά βλ. Γιάννης Μηλιός 2020: Βενετία: Μια συνάντηση που στέριωσε απρόβλεπτα. Πραγματεία για τον καπιταλισμό και τη διαδικασία γένεσής του, Αθήνα, εκδ. Αλεξάνδρεια 2020: 165-176 (ΣτΜ).
43 Gökbilgin, “Venedik Devlet Arşivindeki Vesikalar Külliyatιndan Kanuni Sultan Süleyman Devri Belgeleri”, Belgeler 2 (1964): 161.
44 A. Bennigsen & C. L. Quelquejay, “Les marchands de la cour ottomane et le commerce des fourrures moscovites dans la seconde moitié du XVIe siècle”, Cahiers du monde russe et soviétique 21, no 3 (1970): 363-90.