Κώστας Π. Ελευθερίου, Το πολιτικό κόμμα, Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ, Αθήνα, 2021 (Βιβλιοπαρουσίαση)
του Διονύση Παπατριανταφύλλου
Το παρόν βιβλίο, προϊόν δωδεκαετούς έρευνας και μελέτης του συγγραφέα, στοχεύει να εισαγάγει το ελληνικό αναγνωστικό κοινό, και όχι μόνο τους φοιτητές πολιτικών επιστημών, στο θεσμό του πολιτικού κόμματος. Σε μια ιστορική συγκυρία κατά την οποία τα πολιτικά κόμματα βρίσκονται σε κρίση και απαξιώνονται από την κοινωνία, το βιβλίο αυτό μας παρουσιάζει ευανάγνωστα αυτόν τον νεωτερικό θεσμό.
Το βιβλίο διαρθρώνεται σε τέσσερα μέρη. Στο πρώτο μέρος παρουσιάζεται συνοπτικά το «τι είναι» ένα πολιτικό κόμμα, στηριζόμενο στον κλασικό ορισμό των Myron Weiner και Joseph LaPalombara:
«Ένα πολιτικό κόμμα είναι μια (1) διαρκής και (2) τυπική οργάνωση η οποία (3) αρθρώνεται από το εθνικό/κεντρικό στο τοπικό/περιφερειακό επίπεδο, (4) στρατολογεί μέλη και προσελκύει υποστηρικτές, (5) αναδεικνύει το κατάλληλο πολιτικό προσωπικό και (6) διαμορφώνει τις κατάλληλες προτάσεις πολιτικών για να (7) διεκδικήσει και να (8) ασκήσει την πολιτική εξουσία» (σ. 25-26).
Τα οχτώ αυτά χαρακτηριστικά βοηθούν στο να διαχωρίσουν το πολιτικό κόμμα από άλλες ομαδοποιήσεις του παρελθόντος, όπως π.χ. τις φατρίες. Τα πολιτικά κόμματα άλλωστε αποτελούν δημιούργημα της νεωτερικής καπιταλιστικής κοινωνίας, προϊόν σε τελευταία ανάλυση των ταξικών αντιπαραθέσεων που αυτή παράγει, και γίνονται αντιληπτά στη βάση μιας «εγγενούς κρισιακής συνθήκης», αφενός επειδή ανέκαθεν θεωρούνταν πως βρίσκονται σε κρίση, αφετέρου διότι οργανώνουν τις κοινωνικές αντιπαραθέσεις και τις μετατρέπουν σε πολιτικά προτάγματα φαινομενικά αμφισβητώντας την πολιτική σταθερότητα.
Όπως εύστοχα επισημαίνεται, το πολιτικό κόμμα εκφράζει το μέρος ενός όλου (στα αγγλικά party = κόμμα από το part = μέρος), αλλά ταυτόχρονα επιχειρεί να εκφράσει το όλον μέσω του πολιτικού προγράμματός του. Μ’ αυτόν τον τρόπο το πολιτικό κόμμα αναλαμβάνει το ρόλο της νομιμοποίησης της πολιτικής εξουσίας εντός ενός δημοκρατικού πολιτεύματος, καθώς μεσολαβεί ανάμεσα στην κοινωνία και στο κράτος. Η «δισυπόστατη φύση» του πολιτικού κόμματος έγκειται στο ότι δραστηριοποιείται ταυτοχρόνως και εντός του κράτους και εντός της κοινωνίας διαθέτοντας έτσι έναν ενσωματωτικό και έναν ανατρεπτικό ρόλο. Εν ολίγοις τα κόμματα είναι παράγοντες συντήρησης αλλά και αλλαγής.
Στο δεύτερο μέρος αναλύονται οι τρεις διαστάσεις του πολιτικού κόμματος: η οργανωτική, η ιδεολογική και η κοινωνική. Για την ανάλυση της κομματικής οργάνωσης, της ραχοκοκαλιάς του πολιτικού κόμματος, χρησιμοποιείται το αναλυτικό σχήμα των Richard Katz και Peter Mair για τα «τρία πρόσωπα της οργάνωσης»: το κόμμα στη βάση (party on the ground) που περιλαμβάνει τα μέλη του κόμματος, το κεντρικό κόμμα (party in central office) που αποτελείται από τα κομματικά στελέχη και τέλος το κόμμα σε δημόσιο αξίωμα (party in public office) που αναφέρεται στην κοινοβουλευτική ομάδα και στην κυβέρνηση.
Επίσης, γίνεται αναφορά σε τρεις πλευρές της κομματικής οργάνωσης που σχετίζονται με αυτά τα «τρία πρόσωπα»: στο θεσμό του κομματικού συνεδρίου, ο οποίος τις τελευταίες δεκαετίες έχει ατονήσει σε σχέση με το παρελθόν, στην κομματική γραφειοκρατία και στην κομματική ηγεσία, που αποτελεί και την ελίτ του κόμματος, και της οποίας ο ρόλος έχει ενισχυθεί τις τελευταίες δεκαετίες εις βάρος των άλλων πλευρών, μέσω δύο παράλληλων διαδικασιών που η σχετική βιβλιογραφία περιγράφει ως προσωποποίηση (personalization) και προεδροποίηση (presidentialization) των κομματικών οργανώσεων.
Η ιδεολογική διάσταση περιλαμβάνει δύο μέρη, την κομματική ιδεολογία και τις κομματικές οικογένειες. Η κομματική ιδεολογία αποτελεί το όραμα του κόμματος για την κοινωνία και το διαφοροποιεί από τις φατρίες. Η ιδιαιτερότητα του ιδεολογικού πλαισίου ενός πολιτικού κόμματος είχε άλλωστε επισημανθεί από τον Burke στον ορισμό του για το πολιτικό κόμμα:
«Το κόμμα είναι ένα σώμα ανθρώπων που ενώνονται για να προωθήσουν με τις κοινές τους προσπάθειες το εθνικό συμφέρον, με βάση κάποια συγκεκριμένη αξία (principle) στην οποία όλοι συμφωνούν» (σ. 108).
Επομένως, η κομματική ιδεολογία αποτελεί έναν από τους συνεκτικούς ιστούς του κόμματος, εφόσον διαφυλάσσει την ενότητά του, αλλά και αποτελεί ένα τρόπο θέασης της πραγματικότητας για τα μέλη και τους υποστηρικτές του. Ωστόσο, η κομματική ιδεολογία δεν είναι μια στατική, αλλά μια δυναμική έννοια, καθώς ενδέχεται με την πάροδο του χρόνου και εξαιτίας συγκυριακών παραγόντων να μεταβληθεί. Όπως μάλιστα αναφέρεται, πιο επιρρεπή στην ιδεολογική χαλαρότητα είναι τα κόμματα της Αριστεράς όταν ενστερνίζονται πολυσυλλεκτικές εκλογικές στρατηγικές, εξαιτίας της επιρροής της κυρίαρχης (αστικής) ιδεολογίας.
Η κομματική ιδεολογία αποτυπώνεται στην ιδρυτική διακήρυξη του κόμματος, στα καταστατικά του κείμενα και στο κομματικό πρόγραμμα. Μέσω του προγράμματος το κόμμα «εγκαλεί» και κατασκευάζει το κοινωνικό υποκείμενο στο οποίο απευθύνεται, ενώ η ιδεολογική συνέπεια είναι αυτή που θα διασφαλίσει τη συνοχή και την εκπλήρωση του προγράμματος όταν το κόμμα κατακτήσει την εξουσία.
Οι κομματικές οικογένειες λειτουργούν ως ταξινομικό κριτήριο των πολιτικών κομμάτων και επιβεβαιώνουν την ιστορικότητα και διαχρονικότητα ορισμένων ιδεολογιών, καθώς και την ύπαρξη της διάκρισης Αριστεράς - Δεξιάς. Στο βιβλίο παρατίθενται οι εξής οικογένειες: η κομμουνιστική, η ριζοσπαστική αριστερή, η πράσινη, η σοσιαλδημοκρατική, η φιλελεύθερη, η συντηρητική, η χριστιανοδημοκρατική, η ακροδεξιά, καθώς επίσης και οι οικογένειες των αγροτικών και των εθνοτικών-περιφερειακών κομμάτων.
Τέλος, η κοινωνική διάσταση αναφέρεται στην πολιτικοποίηση των κοινωνικών υποκειμένων, η οποία επιτυγχάνεται μέσα από τη διαμόρφωση ενός πλαισίου πολιτικής συμπεριφοράς για τα κομματικά μέλη, από την ιδεολογική σύγκρουση στο εσωτερικό της κοινωνίας και από την πολιτική κινητοποίηση των μελών και υποστηρικτών του κόμματος. Στη συνέχεια εξετάζεται η σχέση του κόμματος με την εκλογική του βάση μέσω των υποδειγμάτων της Σχολής του Κολούμπια και της Σχολή του Μίσιγκαν, καθώς και η σχέση του κόμματος με την «κοινωνία των πολιτών». Στο σημείο αυτό γίνεται αναφορά στις μαρξιστικές προσεγγίσεις για τη σχέση κόμματος-κοινωνίας, οι οποίες περιλαμβάνουν την μετάβαση από την τάξη καθ’ εαυτήν στην τάξη δι’ εαυτήν μέσω των εργατικών συλλογικοτήτων καθώς και το έργο του Γκράμσι για την «ηγεμονία» και τη θεώρηση του κόμματος ως του «σύγχρονου ηγεμόνα», αλλά επίσης και τη συμβολή του μαρξισμού στον εμπλουτισμό της πολιτικής κοινωνιολογίας.
Η κοινωνική διάσταση επίσης περιλαμβάνει τις προσεγγίσεις στο ερώτημα για το πώς δημιουργείται και διαμορφώνεται ένα πολιτικό κόμμα μέσα από τη θεωρία των διαιρετικών τομών (social cleavages):
«Ως διαιρετική τομή ορίζεται η ιστορικά σημαντική κοινωνική διαίρεση ή ρήξη η οποία τέμνει το κοινωνικό πεδίο και διαμορφώνει αντιθέσεις και εντάσεις, οι οποίες μετουσιώνονται σε αντιπαρατιθέμενες κοινωνικές συμμαχίες. Αυτές οι κοινωνικές συμμαχίες σταδιακά δημιουργούν πολιτικά κόμματα και κατ’ επέκταση κομματικά συστήματα, τα οποία βαθμιαία σταθεροποιούνται και καθίστανται παγιωμένα» (σ. 175).
Οι Seymour M. Lipset και Stein Rokkan1 εντόπισαν τέσσερις διαιρετικές τομές οι οποίες σχετίζονται με την ανάπτυξη του καπιταλισμού και την οικοδόμηση του σύγχρονου εθνικού κράτους: τη διαιρετική τομή κέντρου-περιφέρειας, η οποία δημιούργησε τα εθνοτικά-περιφερειακά κόμματα, τη διαιρετική τομή κοσμικού κράτους-εκκλησίας που δημιούργησε τα χριστιανοδημοκρατικά κόμματα, τη διαιρετική τομή πόλης-υπαίθρου που αναφέρεται στη διαμάχη βιομηχάνων-γαιοκτημόνων και δημιούργησε τα αγροτικά κόμματα και τη διαιρετική τομή κεφαλαίου-εργασίας που οδήγησε στη δημιουργία των εργατικών κομμάτων. Στη συνέχεια παρατίθενται κριτικές προσεγγίσεις πάνω στο σχήμα των Λίπσετ και Ρόκαν, ενώ τέλος αναφέρεται η ύπαρξη δύο νέων διαιρετικών τομών που προέκυψαν μετά τη δεκαετία του 1960: η θέση του Ronald Inglehart περί μετάβασης από τα «υλιστικά στα μετα-υλιστικά αιτήματα» και η θέση του Hanspeter Kriesi περί «νικητών και ηττημένων της παγκοσμιοποίησης».
Στο τρίτο μέρος παρατίθεται μια τυπολογία του κομματικού φαινομένου με κριτήριο την οργανωτική διάσταση των κομμάτων, όπως αυτή εξελίχθηκε στο πέρασμα του χρόνου. Όπως σημειώνεται, «κάθε κομματική μορφή είναι στην πραγματικότητα η πολιτική συμπύκνωση του διαμορφούμενου συσχετισμού ανάμεσα στο κράτος και την κοινωνία» (σ. 204).
Η πρώτη κατηγορία που παρατίθεται στηρίζεται στο έργο του Maurice Duverger, ο οποίος προχώρησε στη διάκριση μεταξύ «κόμματος στελεχών» και «κόμματος μαζών», εστιάζοντας στον ρόλο που επιτελούν τα κομματικά μέλη σχετικά με τη λειτουργία και τον προσανατολισμό του κόμματος υπό τη σκιά της διεύρυνσης του εκλογικού δικαιώματος.
Τα κόμματα στελεχών (μέσα 18ου - τέλη 19ου αιώνα), τα οποία αρχικά υπήρξαν συντηρητικά κόμματα, αποτελούνταν από ενώσεις προυχόντων στην περίοδο της τιμοκρατικής ψήφου. Έδιναν περισσότερο έμφαση στην προσωπική εικόνα των υποψηφίων τους, η οποία ήταν στενά συναρτημένη με την κοινωνική και ταξική τους θέση, χωρίς να αποσκοπούν σε ένα πλατύ άνοιγμα στην κοινωνία. Αντιθέτως, στα κόμματα μαζών (τέλη 19ου αιώνα - δεκαετία 1950), τα οποία εμφανίζονται με την καθολική ψηφοφορία, ο ρόλος της κομματικής βάσης είναι ιδιαίτερα σημαντικός για την κοινωνική απεύθυνση και την οικονομική βιωσιμότητα του κόμματος, η οποία εξασφαλίζεται μέσω της συνδρομής, αναπαράγοντας με αυτό τον τρόπο την κομματική ταύτιση του μέλους.
Όπως είναι ευνόητο οι δύο αυτοί διαφορετικοί τύποι κομμάτων διεκδικούν διαφορετικούς τύπους νομιμοποίησης. Τα κόμματα στελεχών αντλούν τη νομιμοποίησή τους από τις προσωπικές, κυρίως επαγγελματικές, επιτυχίες των ηγετών και των υποψηφίων τους, ενώ αντιθέτως τα κόμματα μαζών από τη σύνδεσή τους με την κοινωνία και τον αναντικατάστατο ρόλο του κάθε μέλους στο εσωτερικό της οργάνωσης. Τα κόμματα μαζών εξαρχής αποτέλεσαν το πρότυπο κομματικής οργάνωσης των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και λόγω της αυξανόμενης επιτυχίας τους εξανάγκασαν τα χριστιανοδημοκρατ ικά και συντηρητικά κόμματα να το υιοθετήσουν. Τη διαδικασία αυτή ο Maurice Duverger την περιγράφει ως «μόλυνση απ’ τα αριστερά».
Στη συνέχεια παρατίθεται η ανάλυση του Otto Kirchheimer για το φαινόμενο του «πολυσυλλεκτικού κόμματος» (catch-all party). To πολυσυλλεκτικό κόμμα (τέλη δεκαετίας 1950 - τέλη δεκαετίας 1970) εγκαταλείπει πλέον τους παλιούς πολιτικούς σκοπούς και επικεντρώνεται αποκλειστικά και μόνο στην εκλογική νίκη, προσπαθώντας να επεκτείνει την επιρροή του σε ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού. Η δράση του πλέον είναι εθνικής εμβέλειας και δεν ταυτίζεται με τα συμφέροντα μιας συγκεκριμένης μερίδας του πληθυσμού. Στο εσωτερικό του κόμματος παρατηρείται μια απο-ιδεολογικοποίηση της κομματικής και πολιτικής διαδικασίας, η ενδυνάμωση της κομματικής ηγεσίας και η αποδυνάμωση του ρόλου του κομματικού μέλους, καθώς και η σύνδεση με διάφορες ομάδες συμφερόντων. Σε πολιτικό επίπεδο παρατηρείται μια προγραμματική και κυβερνητική σύγκλιση μεταξύ των κομμάτων εξουσίας.
Η τέταρτη κατηγορία κόμματος βασίζεται στην έρευνα των Katz και Mair για το φαινόμενο του «κόμματος καρτέλ» (τέλη δεκαετίας 1970 - σήμερα). Η έρευνά τους κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο μετασχηματισμός των κομματικών συστημάτων στη Δυτική Ευρώπη από τη δεκαετία του 1970 συνίσταται στην ολοένα και μεγαλύτερη εξάρτηση των κομμάτων από το κράτος, εστιάζοντας στην αύξηση των κρατικών επιδοτήσεων προς τα κόμματα και στην ενίσχυση των στελεχών της κεντρικής κομματικής γραφειοκρατίας στο κοινοβουλευτικό επίπεδο εις βάρος της κομματικής βάσης.
Η διαφορά του κόμματος καρτέλ σε σχέση με τους προηγούμενους τύπους κομμάτων έγκειται στην πηγή της νομιμοποίησής του. Σε αντίθεση με τα κόμματα στελεχών και τα κόμματα μαζών, τα οποία αντλούσαν νομιμοποίηση από την ίδια την κοινωνία λόγω της εναρμόνισης συμφερόντων και της επίλυσης προβλημάτων, το κόμμα καρτέλ αντλεί την νομιμοποίησή του από την ενσωμάτωσή του στο κράτος στο πλαίσιο μιας διαχειριστικής λειτουργίας. Το αποτέλεσμα είναι η έντονη εξάρτηση, ιδίως οικονομική, από το κράτος, η απομάκρυνση από το κοινωνικό πεδίο, η κατάρρευση των παλιών ιδεολογικών διαφορών, η ενίσχυση και η αυτονόμηση της κομματικής ηγεσίας/ελίτ, η σύγκλιση σε διακομματικό επίπεδο και εν τέλει η απονέκρωση της ίδιας της δημοκρατίας.
Τέλος, παρατίθενται δύο νέοι τύποι κομμάτων που προέκυψαν τις τελευταίες δεκαετίες, το «ψηφιακό» και το «κινηματικό» κόμμα. Βασικά χαρακτηριστικά των κομμάτων αυτών είναι η έμφαση σε αμεσοδημοκρατικές πρακτικές και η αποκεντρωμένη οργάνωσή τους.
Το τέταρτο μέρος του βιβλίου πραγματεύεται το επίκαιρο ζήτημα της κρίσης των πολιτικών κομμάτων, αλλά και εν γένει την κρίση της ίδιας της πολιτικής διαδικασίας και της δημοκρατίας. Όσον αφορά στην κρίση των κομμάτων, αυτή πηγάζει από τις κοινωνικοοικονομικές μεταβολές που συντελέστηκαν από τη δεκαετία του 1970 και ύστερα: αποβιομηχάνιση Δύσης - συρρίκνωση παραδοσιακής εργατικής τάξης, πολιτικοϊδεολογική ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης ως τρόπου οργάνωσης των καπιταλιστικών οικονομιών και κοινωνιών, «μεταϋλιστικές» αξίες, κατάρρευση ΕΣΣΔ και υποχώρηση της ταξικής πάλης από το προσκήνιο. Η κρίση των κομμάτων εντοπίζεται στη μείωση της οργανωτικής τους διείσδυσης στην κοινωνία, στην απο-ευθυγράμμιση των ψηφοφόρων (ελάττωση της κομματικής ταύτισης) και στην επικράτηση ενός αντικομματικού αισθήματος στο εσωτερικό των δυτικών κοινωνιών.
Η σχέση των κομμάτων με τη δημοκρατία γίνεται κατανοητή μέσα από τις λειτουργίες της υπευθυνότητας (ύπαρξη και δράση εντός ενός θεσμικού πλαισίου) και της ανταποκρισιμότητας (ανταπόκριση στα αιτήματα της κοινωνίας). Αυτά τα δύο σκέλη πρέπει να υπηρετούνται με ισότιμο τρόπο, κάτι το οποίο δεν συμβαίνει τις τελευταίες δεκαετίες, όπου τα «καρτελοποιημένα» κόμματα έχουν απομακρυνθεί από την κοινωνία, γεγονός που ανάμεσα στ’ άλλα οξύνει την κρίση της δημοκρατίας και της πολιτικής συμμετοχής.
Όπως αναφέρθηκε και στην αρχή, το βιβλίο αυτό αποτελεί μια θεωρητική επισκόπηση για το κομματικό φαινόμενο, παρουσιάζοντας τις διαφορετικές θεωρητικές, μεθοδολογικές αλλά και ιδεολογικές προσεγγίσεις σχετικά με το θέμα. Ενδεχομένως, θα ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρον να εξεταστούν τα πολιτικά κόμματα από μια αλτουσεριανή προσέγγιση, ως μέρη του πολιτικού ιδεολογικού μηχανισμού του κράτους. Υπό αυτό το ερευνητικό πρίσμα ορισμένες όψεις του μετασχηματισμού του κομματικού φαινομένου στο πέρασμα του χρόνου θα γίνονταν αντιληπτές ως μια συνειδητή στρατηγική επιλογή της κομματικής ηγεσίας για την προάσπιση και διαφύλαξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Για παράδειγμα, η επικράτηση του κόμματος μαζών, παρότι αποτέλεσε κίνηση εκδημοκρατισμού της πολιτικής ζωής, συνετέλεσε εντούτοις στη θωράκιση των αστικών κρατών μέσω της ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης στο πολιτικό σύστημα σε μια περίοδο όξυνσης της ταξικής πάλης και ανόδου των εργατικών κινημάτων.
Ομοίως, η επικράτηση του κόμματος καρτέλ τις τελευταίες δεκαετίες εναρμονίζεται πολιτικοϊδεολογικά με την ανάδυση του νεοφιλελευθερισμού ως του κυρίαρχου τρόπου οργάνωσης της καπιταλιστικής κυριαρχίας (δόγμα ΤΙΝΑ, μετάβαση από την κυβέρνηση στη «διακυβέρνηση»). Σ’ αυτό το πλαίσιο τα διάφορα (αστικά) πολιτικά κόμματα υφίστανται προκειμένου να παρέχουν μια επίφαση δημοκρατικής νομιμοποίησης στο καπιταλιστικό σύστημα, ενώ η οργανωτική τους συγκρότηση με τη μηδαμινή έως ανύπαρκτη κοινωνική γείωση, συναρθρώνεται με το ιδεολογικό πλαίσιο του νεοφιλελευθερισμού (ατομικισμός - αποκήρυξη συλλογικού), γεγονός που ενισχύει την πολιτική αποστράτευση και καλλιεργεί μια κουλτούρα ματαίωσης και υποταγής.
Εν κατακλείδι, το βιβλίο αυτό αποτελεί τρόπον τινά μια υπεράσπιση του κομματικού θεσμού αλλά και εν γένει της έννοιας της συλλογικότητας, κόντρα και ενάντια στις κυρίαρχες «φωνές» που επικρατούν στον δημόσιο λόγο. Σε μια εποχή κατά την οποία προτάσσεται επιτακτικά το ατομικό έναντι του συλλογικού, για υγειονομικούς αλλά πρωτίστως για πολιτικούς σκοπούς, το παρόν βιβλίο συνεισφέρει στον αναστοχασμό γύρω από το θέμα της οργάνωσης του κόμματος της εργατικής τάξης στις νέες συνθήκες.
1 Σχετικά με το έργο των Λίπσετ και Ρόκαν βλ. S. M. Lipset - S. Rokkan, Party systems and voter alignments: Cross national perspectives, The Free Press, New York, 1967.