Σπύρος Σακελλαρόπουλος - Μανώλης Χουµεριανός - Η εξέγερσ η του 1931, η στάση του Κοµµουνιστικού Κόµµατος Κύπρου και η Γ΄ ∆ιεθνής. Mέσα από τα επίσηµα έγγραφα της Κοµµουνιστικής ∆ιεθνούς, Τόπος, Αθήνα 2021. (Βιβλιοκριτική)


του Νίκου Τριμικλινιώτη



Μπορεί η Αριστερά να γράψει την Ιστορία της; Δεν αναφέρομαι στην «εγγραφή» επί του εδάφους του ιστορικού γίγνεσθαι λόγω συμμετοχής στους καθημερινούς αγώνες, αλλά τη συγγραφή της ιστορίας του φαινομένου από ιστορικούς ταγμένους στην υπόθεσή της. Αυτή την πρόκληση έτριψε κατάμουτρα κάποτε στην Κυπριακή Αριστερά ο Κοσμήτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κύπρου, Γιώργος Καζαμίας, ο οποίος δεν αρκέστηκε στη διαπίστωση του κενού ότι η γενικότερη ιστορία της Αριστεράς στην Κύπρο δεν έχει μελετηθεί επαρκώς: Η Αριστερά απλώς δε μπορεί, είπε, από μόνη της να γράψει την ιστορία της.1 Και εκ πρώτης, εύλογα κάποιος μπορεί να διερωτηθεί: Γιατί δεν το έκανε μετά από ογδόντα και πλέον χρόνια παρουσίας στη χώρα;(Βλ. το κείμενό μου στο επόμενο τεύχος των Θέσεων).

Η πρόκληση αυτή αποτελεί ωστόσο μια αντιστροφή, και μάλιστα με προκλητικό τσαμπουκά μιας βασικής θέσης του EricHobsbawm ότι είναι αδύνατο οι εθνικιστές να γράψουν επιστημονικά την ιστορία των εθνών:2 Επικαλούμενος τον ErnestRenan που είχε διαπιστώσει, ένα αιώνα προηγουμένως, ότι η ανάπτυξη των ιστορικών σπουδών απειλεί το όλο εγχείρημα της κατασκευής του ιδεολογήματος του έθνους.3 Όταν λοιπόν ο καθηγητής Καζαμίας που ανήκει στην εθνικιστική σχολή κηρύττει την αδυναμία της Κυπριακής Αριστεράς να γράψει την ιστορία της αγγίζει μια ευαίσθητη χορδή στον χώρο όπου η ιστορία έχει προνομιούχα θέση στην πάλη των ιδεών. Εξάλλου, ο Δημήτρης Χριστόφιας, ηγέτης του ΑΚΕΛ, τέως πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας, παραδέχθηκε ότι υπήρχε το κενό αυτό, μάλιστα δήλωσε «το λέω αυτοκριτικά διότι βρέθηκα επικεφαλής της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος για 20 ολόκληρα χρόνια».4 Ο Δημ. Χριστόφιας όμως είχε αναθέσει τουλάχιστον προ μιας δεκαπενταετίας τη συγγραφή της επίσημης ιστορία του κόμματος στον ιστορικό Ρολάνδο Κατσιαούνη. Ο πρόωρος θάνατος του Κατσιαούνη δεν του επέτρεψε να ολοκληρώσει το έργο, αφήνοντας δυσαναπλήρωτο κενό˙ παρά ταύτα, το όλο έργο του αποτελεί μείζονα παρακαταθήκη για μια αυτόνομη ιστορία με επιστημονικούς όρους, όπως ο Hobsbawm την εννοούσε, πέραν και έξω από το ηγεμονικό ιδεολόγημα της εθνικοφροσύνης.5 Αυτή η διαδικασία έχει αρχίσει και αποφέρει καρπούς και δεν περιορίζεται στον χώρο του ΑΚΕΛ, αλλά επεκτείνεται με την παραγωγή κριτικής ιστορίας της Αριστεράς.

Κι όμως ένα αιώνα σχεδόν μετά τα Οκτωβριανά του 1931, το επίσημο αφήγημα παραμένει προσκολλημένο σε αγκυλώσεις που συσκοτίζουν, για «προαιώνιους πόθους» και «φυσική ροπή προς ένωση μετά της μητρός πατρίδος», εμμένοντας σε απόπειρες να τιθασεύσουν και να λοιδορήσουν την Αριστερά με στρέβλωση της εικόνας της ιστορίας κατά την αντιαποικιακή περίοδο. Το όλο εγχείρημα βασίζεται στην υποτίμηση και τον εξοβελισμό της Αριστεράς με διάφορους χαρακτηρισμούς από τα περί «αριστερισμού» και «ανωριμότητας» μέχρι τα αισχρά περί «κομμουνιστικής προδοσίας». Αυτά όμως δεν είναι ιστορία με την επιστημονική έννοια, αλλά μέρος της πόλωσης και διχογνωμίας όπου η πάλη ιδεών για την ιστορία στη διαιρεμένη μας χώρα αποτελεί την καθημερινότητά μας.

Είναι σε αυτό το πλαίσιο που ο ανά χείρας τόμος αποτελεί σημαντικό εκδοτικό συμβάν. Εξ ου και η συζήτηση που έχει ήδη προκαλέσει στηn Κύπρο η έκδοση ενός βιβλίου που ακόμα δεν έχει παρουσιαστεί σε εκδήλωση.6 Πρόκειται για ένα τόμο που περιέχει συναρπαστικά αποσπάσματα που δημοσιεύονται για πρώτη φορά από τις πρωτότυπες απολογίες στην Κομμουνιστική Διεθνής ή Κομιντέρν7 των θρυλικών κομμουνιστών ηγετών Χαράλαμπου Βατυλιώτη, γνωστού ως Βάτη και Κώστα Σκελέα (Χριστοδουλίδη), καθώς και επίσημα έγγραφα που σχολιάζουν τη θέση του κόμματος κατά την εξέγερση.8

Οι συντάκτες πιστεύουν ότι συγγραφέας ενός από τα κείμενα της Κομιντέρν που ασκούν σκληρή κριτική στην τότε ηγεσία του ΚΚΚ είναι ο Πλούτης Σέρβας (Πλούταρχος Σαββίδης), με το ψευδώνυμο «Γεώργιος Νησιώτης», μετέπειτα ηγέτης του ΚΚΚ και του ΑΚΕΛ.9 Επίσης, συγγραφέας του άλλου κειμένου πιστεύουν ότι ήταν ο «Πανώφ», Στυλιανός Τριανταφίλοφ (Στυλιανός Τριανταφύλλου) που ήταν Έλληνας Πόντιος ο οποίος, σύμφωνα με τους συντάκτες, εργαζόταν τότε ως αξιωματούχος της Κομιντέρν. Όπως υποστηρίζουν οι επιμελητές βασιζόμενοι στον Νίκο Παπαδάτο, ο Πανώφ φαίνεται να είχε τέτοια επιρροή στην Κομιντέρν, που προηγουμένως είχε παίξειρόλο στην επιλογή του Ζαχαριάδη ως ΓΓ του ΚΚΕ.10 Μεταξύ του Σέρβα και του Πανώφ οι επιμελητές θεωρούν ότι υπάρχει «ώσμωση»: πρόκειται για υποτίμηση του γεγονότος ότι προφανώς υπήρχε προσυνεννόηση για την ετοιμασία κοινών θέσεων σε μια στημένη δίκη σε βάρος των Βάτη-Σκελέα με προδιαγραμμένη την πολιτική τους εξόντωση.

Το βιβλίο αρχίζει με μια 77σέλιδη εισαγωγή που επεκτείνει το κείμενο που οι επιμελητές έγραψαν παλαιοτέρα για τις Θέσεις, ουσιαστικά είναι η ερμηνεία της ιστορίας που δίνει ο Σπύρος Σακελλαρόπουλος στο βιβλίο του που κυκλοφόρησε το 2017.11

Το Κεφάλαιο 1 (σ. 11-18) είναι μια εισαγωγή στα έγγραφα που αποτελούν τις κύριες πηγές για το βιβλίο καθώς και στις προηγούμενες διαθέσιμες αναφορές και μαρτυρίες.

Το Κεφάλαιο 2 (σ. 19-26) είναι χρήσιμο καθώς παρέχει μια σύντομη βιογραφία των τεσσάρων πρωταγωνιστών στη «δίκη» του Βάτη και του Σκελέα από την Κομιντέρν, το 1932 όταν βρίσκονταν στη Μόσχα.

Το Κεφάλαιο 3 (σ. 27-88) παρέχει μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, σε βάθος και εύρος μελετημένη ανάλυση των εγγράφων υπό το φως των διαφόρων άλλων διαθέσιμων πηγών. Υπάρχει επίσης κριτική αξιολόγηση (σ. 88), η οποία εντάσσει στο κλίμα της εποχής τις απολογίες-κείμενα των Βάτη και Σκελέα όπως και τα υπόλοιπα κείμενα των «δικογράφων». Αυτή η πλαισιοθέτηση καθίσταται αναγκαία για να κατανοηθεί το κλίμα στην Κύπρο υπό Βρετανική αποικιοκρατική διοίκηση, αλλά και οι συζητήσεις στην Αριστερά της εποχής παγκοσμίως. Πρόκειται για μια επιστημονική εργασία που συμβάλλει στη γνώση, βασισμένη σε στοιχεία, τα οποία οι επιμελητές μάζεψαν και προβαίνουν σε μια συγκεκριμένη ερμηνεία, την οποία θα σχολιάσω.

Το Κεφάλαιο 4 περιέχει μια πραγματικά συναρπαστική ενότητα: «Τα έγγραφα» (σ. 89-198). Αυτός είναι ένας θησαυρός για όποιον ενδιαφέρεται για το τις θέσεις των κομμουνιστών στην απολογία τους για τις δεκαετίες του 1920 και του 1930 και πώς αντιμετωπίζονταν από την Κομιντέρν (τουλάχιστον μέχρι το 1932). Μπορεί κανείς να δει τον επαναστατικό ζήλο, την πολιτική λάμψη, καθώς και τα τυφλά σημεία, τα ελαττώματα και τις αποτυχίες της ανάλυσής τους για τα ταξικά δεδομένα και την πολιτική και ιδεολογική τους εκδήλωση σε μια χώρα όπως η Κύπρος. Ο Βάτης, ο Σκελέας και ο Σέρβας ερμηνεύουν την εξέγερση του 1931, επιχειρώντας να κατανοήσουν την πολιτική χρησιμοποιώντας την ταξική ανάλυση ως βασικό εργαλείο για την ερμηνεία της ιστορίας. Ωστόσο, την ίδια στιγμή, είναι προφανές σήμερα πώς η αναγωγική και συχνά οικονομιστικού τύπου ανάγνωση του κόσμου, που κατά κάποιο τρόπο υποθέτει «αυτόματη» αναπαράσταση των οικονομικών αντιθέσεων στην πολιτική χωρίς ιδεολογική διαμεσολάβηση οδηγούν σε προβληματικά συμπεράσματα στην ερμηνεία των πολιτικών γεγονότων: Το «άλμα» από μια αφηρημένη ανάγνωση των κοινωνικοοικονομικών δυνάμεων σε συγκεκριμένες πολιτικές καταστάσεις, η χρήση ιδεολογικών εργαλείων και όχι επιστημονικών για την ανάλυση αποτελεί τρωτό σημείο στην προσέγγισή τους. Κι όμως, δεν παύει να είναι θαυμαστό το υψηλό επίπεδο ανάλυσης και ο πλούτος στην κατανόηση της συγκυρίας των ηγετικών στελεχών της εποχής. Αυτό καταρρίπτει τους μύθους που καλλιέργησαν μετέπειτα ηγεσίες ότι δήθεν οι πρωτεργάτες του κομμουνιστικού κινήματος στην Κύπρο περιέπεσαν σε λάθη για το εθνικό ζήτημα, ανάμεσα σε άλλα, λόγω του χαμηλού μορφωτικού επιπέδου των στελεχών της εποχής. Ασφαλώς, υπάρχουν εσφαλμένες προσεγγίσεις και λάθη τακτικής ή θεώρησης, αλλά αυτό δεν έχει να κάνει με το δήθεν χαμηλό τους επίπεδο. Αντιθέτως, το επίπεδο της επιχειρηματολογίας τους αναφορικά με την ιδεολογική και πολιτική τους κατάρτιση είναι κατά παρασάγγας ανώτερο σε με σχέση αυτό μετέπειτα ηγετών.

Όσο για τους πρωταγωνιστές (Βάτη, Σκελέα, Σέρβα), βλέπουμε πως το πλαίσιο της εποχής είναι ανελέητο, κάτι που ίσως εξηγεί, τουλάχιστον εν μέρει, τις άδικες κατηγορίες που εκτοξεύει ο ένας για τον άλλο, στις απολογίες του καθενός. Επίσης, σε αυτό το πλαίσιο, ο ρόλος του Σέρβα δεν είναι «αθώος», ούτε οι επικρίσεις κατά της ηγεσίας των Κυπρίων κομμουνιστών χωρίς απώτερο σκοπό. Άλλωστε, ας μην ξεχνάμε τις εποχές και το πολιτικό πλαίσιο της ΕΣΣΔ όταν ο Στάλιν ανέλαβε τον έλεγχο – αυτά συμβαίνουν το 1932, πριν από τις δίκες επίδειξης της εξουσίας της ηγεσίας, του 1936-39. Ωστόσο, είναι φανερό ότι ήδη βρισκόμαστε στη Σταλινική περίοδο με εκκαθαρίσεις και διώξεις που έχουν ήδη ξεκινήσει από το 1928.

Σημαντικό είναι επίσης ότι αναφέρονται δύο ονόματα Τουρκοκυπρίων που οι επιμελητές εντόπισαν ως κομμουνιστές που συνάντησε ο Βάτης στις 10 Αυγούστου 1931: τον Asim Aziz Buli και τον Ahmet Hulusi. Ο τελευταίος έγινε πληροφοριοδότης και μάρτυρας στις δίκες κατά κομμουνιστών, όπως ήταν στη δίκη του ποιητή Τεύκρου Ανθία, ο οποίος υπήρξε ηγετικό στέλεχος του ΚΚΚ.12 Υπήρχαν επίσης τουλάχιστον 20 Τουρκοκύπριοι κομμουνιστές, παρόλο που ο Hulusi στη δίκη ισχυρίζεται ότι έχει στρατολογήσει 200 Τουρκοκυπρίους ως μέλη (σ. 101). Αυτό είναι ένα θέμα με το οποίο πρέπει να ασχοληθούν και Τουρκοκύπριοι αλλά και μη Κύπριοι ερευνητές – γι’ αυτό θα είναι πολύτιμο να μεταφραστεί το βιβλίο τόσο στα τουρκικά όσο και στα αγγλικά.


Μια πρώτη αξιολόγηση - Οι ελλιπείς πηγές και οι σκοπιμότητες στην ιστορία του κόμματος


Πρέπει να σημειωθεί ότι ελάχιστα έχουν γραφτεί για το θέμα. Τις ελάχιστες πηγές που έχουμε για το κόμμα και την εποχή εκείνη, οι επιμελητές τις έχουν ξεσκονίσει, αλλά δεν έχουν μεταφράσει όλο το υλικό που έχουν στη διάθεση τους – έκριναν ότι πρόκειται για επαναλήψεις που δεν αλλάζουν το νόημα των όσων μετέφρασαν, όπως π.χ. στη μετάφραση του απόρρητου κειμένου 10 Φεβρουαρίου 1932 ΚΟΜΙΝΤΕΡΝ, ενότητα 495, περιεχόμενο 69, φάκελος 151, σ. 48-53 που δημοσιεύεται στη σ. 124 του τόμου. Ωστόσο, όφειλαν να το διαθέσουν και να το αφεθεί στην κρίση των ιστορικών.

Κρίσιμη πηγή είναι μια τετρασέλιδη επιστολή προς την Κεντρική Επιτροπή του ΑΚΕΛ του Έλληνα βετεράνου κομμουνιστή και δημοσιογράφου Ορφέα Οικονομίδη (9/8/1976) περίπου 35 χρόνια μετά τα γεγονότα, καθώς και δύο σχετικά αδημοσίευτα κείμενα του ΑΚΕΛ: Πρώτο, το αδημοσίευτο κείμενο Δοκίμιο για την Ιστορία του ΚΚΚ-ΑΚΕΛ εγκεκριμένο από την Κεντρική Επιτροπή του ΑΚΕΛ, που έγραψε ο Μίνως Περδίος το 1968, σύγχρονος και αρχικά στενός συνεργάτης του Πλουτή Σέρβα, αλλά ο οποίος αργότερα έγινε ένας από τους βασικούς του αντιπάλους στη Λεμεσό και έπαιξε βασικό ρόλο στην εκδίωξη του Σέρβα από τη θέση του Γενικού Γραμματέα το 1945. Δεύτερη πηγή είναι το κείμενο Ιστορία του ΚΚΚ-ΑΚΕΛ, από τις αρχές του 20 ού αιώνα έως το 1985 που προοριζόταν να είναι η επίσημη ιστορία του κόμματος.13 Συντάχθηκε από ιστορικούς του κόμματος και εγκρίθηκε από την ηγεσία του Κόμματος, αλλά δεν δημοσιεύτηκε ποτέ, καθώς η ενδοκομματική αντιπαλότητα κατά την περεστρόικα, αλλά κυρίως η διάσπαση που ακολούθησε το 1990, προφανώς εμπόδισαν την απόπειρα να εξευρεθεί μια συναινετική προσέγγιση στην ιστορία του κόμματος. Οι δύο «ιστορίες» κυκλοφόρησαν άτυπα.

Μια σημαντική μελέτη του Γιάννη Λεύκη (Γιάννης Παπαγγέλου, 1899-1991), Ρίζες, 14 ο οποίος ήταν κομμουνιστής διανοούμενος με έδρα τη Λεμεσό και συμμετείχε στην ίδρυση του κομμουνιστικού κόμματος τη δεκαετία του 1920. Ενώ το κείμενο αυτό αποτελεί σημαντική πηγή, γράφτηκε περίπου 50 χρόνια μετά.

Επίσης έχουν δημοσιευτεί διάφορα απομνημονεύματα που είναι μεν πολύτιμες πηγές, αλλά και πάλι γράφτηκαν πολλά χρόνια αργότερα και είναι μάλλον επιλεκτικά λόγω αδυναμιών μνήμης, ενώ δε μπορεί να αποκλειστεί ότι, σκόπιμα ή μη, η μετέπειτα στάση των συγγραφέων καθορίζει τι θυμούνται και τι ξεχνούν.

Σημαντική είναι η μικρή μελέτη του ιστορικού Κώστα Γραικού, Η εξέγερση του Οκτώβρη και το ΚΚΚ . Πρόκειται για ένα σημαντικό κείμενο από έναν επαγγελματία ιστορικό που ήταν παράλληλα οργανικός διανοούμενος του κυπριακού συνδικαλιστικού κινήματος και της Αριστεράς.15

Πρόσφατα εμφανίστηκαν κάποια άλλα κείμενα για τον εθνικισμό και τον κομμουνισμό στα αγγλικά. Ο Γιάννος Κατσουρίδης έχει εκδώσει ένα βιβλίο στα αγγλικά, 16 το οποίο ωστόσο αναπαράγει και υιοθετεί μάλλον άκριτα τους χαρακτηρισμούς για τους πρωτοπόρους κομμουνιστές που προβάλλει το Δοκίμιο για την Ιστορία του Περδίου: Θεωρεί ότι βασικά περιέπιπταν σε λάθη στο εθνικό ζήτημα λόγω σεχταρισμού και ανωριμότητας. Ασφαλώς, από ιστορικής άποψης, η σκόπιμη απαξιωτική μεταχείριση των πρωτεργατών του κυπριακού κομμουνισμού από μετέπειτα ηγεσίες επιχειρεί να δικαιολογήσει την επακόλουθη στροφή του Κόμματος προς την «Ένωση» τη δεκαετία του 1940. Στην πορεία έγινε μια ημιτελής αποκατάσταση, αλλά αυτό μάλλον έλαβε χώρα σιωπηρά. (Βλ. το κείμενό μου στο επόμενο τεύχος των Θέσεων).

Τελειώνοντας, θέλω να επισημάνω ότι υπάρχουν ορισμένα θέματα ερμηνείας των επιμελητών του βιβλίου (Κεφάλαιο 3) που οφείλω να σχολιάσω κριτικά.

Πρώτο, οι συγγραφείς έχουν δίκιο να σημειώνουν ότι η «εθνική απελευθέρωση» από την αποικιοκρατία περιέχει κρίσιμες ταξικές-κοινωνικές διαστάσεις. Ωστόσο, φαίνεται να υπερεκτιμούν τα επαναστατικά ή προοδευτικά στοιχεία του αιτήματος της «Ένωσης» στην περίπτωσης της Κύπρου. Χωρίς να το δηλώνουν, φαίνεται να κατανοούν το σύνθημα της «Ένωσης» ως επίλυση του εθνικού ζητήματος στην Κύπρο, περίπου όπως έγινε και με άλλα ελληνικά νησιά που ενώθηκαν στην πορεία με την Ελλάδα μετά την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Για να είμαστε δίκαιοι, αυτό δεν τους κάνει λιγότερο αυστηρούς στην ανάλυσή τους. Κάποια στιγμή όμως φαίνεται να συμμερίζονται την άποψη ότι οι λίγοι που εκδιώχθηκαν από το ΚΚΚ ως «λικβινταριστές» (ρωσικά λικβιταρισμός: Ликвидаторство) ήθελαν να συμβιβαστούν με τους εθνικιστές ή υποτίμησαν τις δυνατότητες των δικοινοτικών σχέσεων τόσο στην αποτίναξη της αποικιοκρατίας και του ιμπεριαλισμού, όσο και στην προοπτική οικοδόμησης του σοσιαλισμού. Αυτό όμως εντάσσει τη ιστορία του ΚΚΚ στο ηγεμονικό εθνικιστικό αφήγημα, υπάγοντας στις λογικές αυτού ακριβώς που oEricHobsbawm εύστοχα κριτικάρει.

Δεύτερο, μεθοδολογικά οφείλουμε να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί στην ερμηνεία γραπτών τεκμηρίων. Είναι μεν εκεί ως αυθύπαρκτα τεκμήρια αλλά αυτά δε μπορούν να γίνονται αντιληπτά έξω από το συγκείμενό τους, δηλαδή πρέπει να ερμηνεύονται ανάμεσα στο όλο, όχι αποσπασματικά. Στην προκείμενη περίπτωση τα κείμενα αυτά πρέπει να ερμηνευτούν ως τμήμα της συγκεκριμένης διαδικασίας στη συγκεκριμένη στιγμή, ανάμεσα σε άλλα κείμενα (πιθανόν αδημοσίευτα ακόμα), αλλά και της βίας μιας ακροαματικής διαδικασίας κι όχι μιας ελεύθερης συζήτησης. Παρά το ότι ορθά οι επιμελητές του τόμου τελειώνουν με τη φράση ότι τα συμβάντα είναι γνήσια τέκνα της εποχής τους, όμως φαίνεται να υποτιμούν τις συνθήκες υπό τις οποίες γράφτηκαν οι «απολογίες» του Βάτη και του Σκελέα. Μετά την εξέγερση του Οκτωβρίου και οι δύο συνελήφθησαν και εξορίστηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο, από όπου κατάφεραν να διαφύγουν για να καταφύγουν στην ΕΣΣΔ – το έκαναν αυτό προφανώς οικειοθελώς. Ωστόσο, η ακριβής φύση της διαδικασίας κατά την «ακρόαση» της Κομιντέρν αλλά και οι συνθήκες και οι όροι υπό τους οποίους συνέγραψαν τις «απολογίες» τους και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις ως προς το τι είχε συμβεί το 1931 εξαρτώνταν από την κατάσταση στο κυπριακό και παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα. Ασφαλώς, οι επιμελητές υπογραμμίζουν την ευρύτερη πόλωση και τις άγριες αντιπαραθέσεις μεταξύ συντρόφων σε αυτές τις δύσκολες εποχές. Ωστόσο, τείνω να συμφωνήσω με τον Κώστα Γραικό που ονομάζει τη διαδικασία αυτή «δίκη»: Αυτό εξηγεί τις βίαιες επιθέσεις, συχνά αβάσιμες, ή τις άδικες αλληλοκατηγορίες Βάτη-Σκελέα. Επίσης, εξηγεί γιατί και πώς ο Σκελέας εκδιώχθηκε από την πολιτική και πώς ο Βάτης που ήταν λαμπρός κομμουνιστής ηγέτης στάλθηκε να εργαστεί γεωπόνος στη Σιβηρία, όπου και πέθανε τελικά από τύφο.17 Αντιθέτως, ο χαρισματικός Σέρβας, ο οποίος σε αυτές τις διαδικασίες λειτούργησε περίπου ως «εισαγγελέας» των (πολιτικών) διωκτικών αρχών, πήρε το χρίσμα και επιστρέφει στη Κύπρο ως ηγέτης με την αίγλη της μόρφωσης από τη χώρα της επανάστασης και των Σοβιέτ.

Θεωρώ το βιβλίο αυτό ιδιαίτερα σημαντικό καθότι περιέχει πολύτιμα τεκμήρια για την ιστορία του κυπριακού κομμουνισμού. Κι αυτό δεν αφορά μόνο την Αριστερά στα δικά μας μέρη. Όπως επισημαίνει ο BryanPalmer, ως μελετητές της Αριστεράς έχουμε καθήκον «να συνδυάσουμε μια πιο αυστηρή πνευματική ενασχόληση με τη γραφή στο πεδίο και την ευφάνταστη και πειθαρχημένη έρευνα σε μια ιστορία όπου υπάρχουν πολλά να εξερευνηθούν». Εξ ου και οφείλουμε να είμαστε «πιο απαιτητικοί από τον εαυτό μας και πιο ταπεινοί απέναντι στις προκλήσεις που τίθενται κατά τη συγγραφή της ιστορίας του κομμουνισμού.»18

Το βιβλίο αυτό ήδη διαβάζεται και συζητείται. Ελπίζω να δω βιβλιοκριτικές, αλλά και δημοσιεύσεις για την ιστορία της Αριστεράς στη βάση τεκμηρίων που να απαντούν στην πρόκληση: Η Αριστερά και θέλει και μπορεί να γράψει την ιστορία της. Κι αυτή αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της παγκόσμιας ιστορίας πάνω στην οποία θα οικοδομήσουμε τις βάσεις για το μέλλον της Αριστεράς.

1 Συνέδριο με θέμα, Η κυπριακή Αριστερά στην πρώτη περίοδο της βρετανικής αποικιοκρατίας, που συνδιοργανώθηκε από το Ινστιτούτο Ερευνών «Προμηθέας» και τον τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κύπρου, Απρίλης 2012. Κατέληξε στην έκδοση των πρακτικών, Η κυπριακή Αριστερά στην πρώτη περίοδο της βρετανικής αποικιοκρατίας: εμφάνιση, συγκρότηση, εξέλιξη, επιμέλεια Γιώργος Γεωργής και Γιάννος Κατσουρίδης, Ταξιδευτής, Αθήνα 2013.

2 Hobsbawm, E. J. Έθνη και εθνικισμός, από το 1780 μέχρι σήμερα. Πρόγραμμα, μύθος, πραγματικότητα, Εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα 1994, σ. 24.

3 Αναφορά στο γνωστό έργο του ErnestRenan «Qu’est-cequ’unenation?» που δημοσιεύτηκε στα 1882, από τον Hobsbawm, Έθνη και εθνικισμός, σ. 26. Βλ. μετάφραση στην αγγλική http://ucparis.fr/files/9313/6549/9943/What_is_a_Nation.pdf

4 «Ο Πρόεδρος ζητά επιστημονική μελέτη για την ιστορία της Αριστεράς στην Κύπρο», 25 Απριλίου 2012, Famagusta News, https://famagusta.news/news/blog-post_1893-2/

5 Τριμικλινιώτης, Νίκος «Ο ΜεγάλοςΙστορικός ΡολάνδοςΚατσιαούνης: Ο E. P. Thompson της Κύπρου», Cyprus News. EU, 1 Ιουλίου 2014, https://cyprusnews.eu/nikos-trimikliniotis/2255422-e-p-thompson.html και Varnava, Andrekos “An Appraisal of the Works of Rolandos Katsiaounis: Society, Labour and Anti-Colonialism in Cyprus, 1850s-1950s'”, in Thekla Kyritsi and Nikos Christofi (eds.), Cypriot Nationalisms in Context: History, Identity, and Politics, Palgrave Macmillan, 2018, 243-57.

6 Δημοσιεύτηκαν κάποια αποσπάσματα σε εφημερίδες (Ο Φιλελεύθερος, 28/11/2021) και έγινε μια δική μου βιβλιοκριτική, μια περιορισμένη εκδοχή της παρούσας, βλ. Τριμικλινιώτης, Νίκος https://commune.org.gr/i-exegersi-tou-1931-i-stasi-tou-ko%C2%B5%C2%B5ounistikou-ko%C2%B5%C2%B5atos-kyprou-kai-i-g%CE%84-%E2%88%86iethnis-ena-vivlio-tou-spyrou-sakellaropoulou-kai-tou-manoli-choumerianou/

7 Αγγλικά: Comintern από το Communist International.

8 Για μια πρώτη ανάλυση των κειμένων του Βάτη βλ. Σπύρος Σακελλαρόπουλος και Μανώλης Χουμεριανός «Σχετικά με την “απολογία” του ηγέτη του Κομμουνιστικού Κόμματος Κύπρου Χαράλαμπου Βατυλιώτη (Βάτη) στην Κομιντέρν γύρω από τη στάση του Κόμματος στην εξέγερση του 1931», Θέσεις, τ. 150, Ιανουάριος - Μάρτιος 2020, http://theseis.com/index.php?option=com_content&view=article&id=1471

9 Ηγέτης του ΚΚΚ και ΑΚΕΛ (1935-1945). Αποβλήθηκε από κόμμα το 1952. Βλ. Σπύρος Σακελλαρόπουλος και Αλέξης Αλέκου, «H παράδοξη συνύπαρξη δύο κομμουνιστικών κομμάτων σε ένα: Η περίπτωση ΚΚΚ και ΑΚΕΛ (1941-1944)», Θέσεις, τ. 147, Απρίλιος-Ιούνιος 2019.

10 Ν. Παπαδάτος, Άκρως Απόρρητο, Οι σχέσεις ΕΣΣΔ-ΚΚΕ, 1944-1952, ΚΨΜ 2019.

11 Βλ. Σ. Σακελλαρόπουλος, Ο Κυπριακός Κοινωνικός σχηματισμός [1911-2004] από τη συγκρότηση στη διχοτόμηση, Τόπος, 2017, σ. 151-217

12 Βλ. «Η δίκη του προλετάριου ποιητού Τεύκρου Ανθία», εφημ. Πάφος, 7 Απριλίου 1933.

13 ΑΚΕΛ, Ιστορία του ΚΚΚ-ΑΚΕΛ: Από τις Αρχές του 20 ού Αιώνα μέχρι το 1981, (αδημοσίευτο), ΚΕ ΑΚΕΛ, Λευκωσία 1985.

14 Λέφκης, Γιάννης, Ρίζες, Λεμεσός 1984.

15 Γραικός, Κώστας Η εξέγερση του Οκτώβρη και το ΚΚΚ, Λευκωσία, 1994. Ο Κώστας Γραικός εργαζόταν ως αρχισυντάκτης της εβδομαδιαίας εφημερίδας Εργατικό Βήμα της Παγκύπριας Εργατικής Ομοσπονδίας- ΠΕΟ.

16 Katsourides, Yiannos. The History of the Communist Party in Cyprus: Colonialism, Class and the Cypriot Left, I. B. Tauris, Λονδίνο 2014.

17 Γραικός, Κώστας Η εξέγερση του Οκτώβρη και το ΚΚΚ, Λευκωσία, 1994, σ. 28.

18 Bryan D. Palmer «How Can We Write Better Histories of Communism?» Labour / Le Travail, Vol. 83 (spring / Printemps 2019), 199-232, Canadian Committee on Labour History and Athabasca University Press, https://www.jstor.org/stable/10.2307/26741327