Η δραστικότητα του έθνους.

Θεωρητική και ιστορική διερεύνηση


του Γιάννη Μηλιού


1. Το ζητούμενο


Με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία ήρθε και πάλι στην επικαιρότητα το «ζήτημα των εθνών» και των εθνικών διαμαχών και συγκρούσεων: Ανεξάρτητα από την οπτική γωνία που υιοθετεί κανείς για τον πόλεμο στην Ουκρανία, δεν μπορεί να αγνοηθεί η «εθνική» διάσταση αυτού του πολέμου: ας πούμε, η καταπίεση από το ουκρανικό κράτος του τμήματος εκείνου του ρωσικού έθνους που ζει στην Ουκρανία, ή ο ένας ή άλλος εθνικός χαρακτήρας (ρωσικός ή ουκρανικός) της Κριμαίας και των περιοχών του Λουγκάνσκ, της Ζαπορίτσα κλπ., ή, από μια διαφορετική οπτική, η απόπειρα υποταγής (τμήματος) του ουκρανικού έθνους στη Ρωσία ...

Όποια θέση, λοιπόν, και αν υιοθετεί κανείς, όποιος κι αν θεωρηθεί ως ο κύριος υπαίτιος της πολεμικής σύγκρουσης (ο αμερικανο-νατοϊκός ιμπεριαλισμός, ο ουκρανικός εθνικισμός και φασισμός, ο ρωσικός ιμπεριαλισμός και επεκτατισμός), ταυτόχρονα αναγνωρίζεται ένα άλυτο «εθνικό ζήτημα» στην περιοχή. Ένα ζήτημα που σχετίζεται με τη ύπαρξη διαφορετικών εθνών (Ουκρανών και Ρώσων) σε συγκεκριμένα νοτιοανατολικά εδάφη του ουκρανικού κράτους, και την ανάπτυξη (ή «υποκίνηση») εχθρότητας και συγκρούσεων μεταξύ τους.

Τι είναι όμως αυτά τα έθνη, οι Ουκρανοί και οι Ρώσοι; Τι είναι, γενικά, τα έθνη; Αυτό είναι το ζήτημα που θα διερευνήσουμε στο παρόν άρθρο.

Μια μεγάλη δυσκολία για να κατανοήσουμε θεωρητικά το έθνος είναι ότι τα έθνη είναι παρόντα, βρίσκονται μπροστά στα μάτια μας, τα «ξέρουμε». Γνωρίζουμε κατ’ αρχάς πολλά έθνη: το ελληνικό, το γαλλικό, το ιταλικό, το αμερικανικό, το ρωσικό ... Γνωρίζουμε επίσης κάποια από τα χαρακτηριστικά τους. Θεωρούμε λίγο-πολύ ότι πρόκειται για κοινωνικές οντότητες στις οποίες κυριαρχεί μία γλώσσα, κάποια ήθη και έθιμα τα οποία μοιάζουν (ή περιγράφονται ως) κοινά, και επιπλέον μια αίσθηση του «συνανοίκειν» όσων εντάσσονται σε ένα έθνος, η οποία συνδέεται επίσης με την πεποίθηση ότι πίσω από την κοινή εθνική ένταξη βρίσκεται μια κοινή ιστορία.

Τα έθνη εμφανίζονται λοιπόν σαν προφανείς, αυταπόδεικτες («φυσικές») οντότητες. Μήπως αυτό σημαίνει ότι θα ήταν ορθότερο, όταν αναφερόμαστε σε εθνικές συγκρούσεις και πολέμους όπως σε αυτόν της Ουκρανίας, να μην εστιάζουμε στα έθνη καθαυτά, αλλά στις συνθήκες που πριμοδοτούν τις αρνητικές ή «επιθετικές» εκδηλώσεις τους, και να αντιδιαστείλουμε το έθνος (ή τον εθνισμό, τον πατριωτισμό, κλπ.) στον εθνικισμό και τoν σοβινισμό; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό θα δοθεί στη συνέχεια του κειμένου, όταν ο χαρακτήρας του έθνους γίνει σαφέστερος.


1. Πού ’ναι η πατρίδα μας (τους);


Τα προβλήματα με τη θεωρητική κατανόηση των εθνών αρχίζουν όταν στοχαζόμαστε την ενικότητα, την ιδιαίτερη ιστορική ύπαρξη του κάθε έθνους: γιατί υπάρχει (πώς διαμορφώθηκε) το βελγικό έθνος, σε αντιδιαστολή, π.χ., με το γαλλικό; ή το ελβετικό έθνος σε σχέση με το γερμανικό (ή και το γαλλικό και το ιταλικό); Όπως επισημαίνει ο Γάλλος ιστορικός Maxime Rodinson:


«Το γαλλικό έθνος θα μπορούσε κάλλιστα να μην περιλαμβάνει τη Νότιο Γαλλία [...] όπως δεν περιλαμβάνει τη βελγική Βαλονία ή τη ρωμανική Ελβετία [...] Το ιστορικά τυχαίο αποφάσισε για την προσάρτηση της Βρετάνης και όχι του Βελγίου στη Γαλλία» (Rodinson 1968: 133, 144. Παρατίθεται σε Δημούλης-Γιαννούλη 1995: 107).


Αν επιχειρήσουμε να αναζητήσουμε στην ιστορία το μυστικό της ύπαρξης των συγκεκριμένων εθνών (όχι στην επίσημη «εθνική ιστορία» κάθε κράτους, αλλά στην επιστημονική ιστορική έρευνα), τα πράγματα αντί να ξεκαθαριστούν, αρχικά θα δυσκολέψουν, καθώς θα αντιμετωπίσουμε απρόβλεπτες εκπλήξεις. Για παράδειγμα πώς εξηγείται ότι όσοι πήραν το 1821 την πρωτοβουλία για την «απελευθέρωση του ελληνικού έθνους» ξεκίνησαν τον ένοπλο αγώνα στην Ηγεμονία της Μολδαβίας, δηλαδή στη σημερινή Ρουμανία; Ακόμα περισσότερο πώς εξηγείται ότι ο αρχικός ηγέτης του εγχειρήματος, ο αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας Αλέξανδρος Υψηλάντης, σε μία από τις τρεις Προκηρύξεις που εξέδωσε κηρύσσοντας την Επανάσταση στο Ιάσιο της Μολδαβίας στις 24 Φεβρουαρίου 1821, η οποία τιτλοφορείται «Άνδρες Γραικοί, όσοι ευρίσκεσθε εις Μολδαβίαν και Βλαχίαν!», δηλώνει:


«Ο Μωρέας, η Ήπειρος, η Θεσσαλία, η Σερβία, η Βουλγαρία, τα Νησιά του Αρχιπελάγους, εν ενί λόγω η Ελλάς άπασα έπιασε τα όπλα, δια να αποτίναξη τον βαρύν ζυγόν των Βαρβάρων».


Η πεποίθηση αυτή, ότι όλοι οι Χριστιανοί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είναι Έλληνες ξεκινάει από τα επαναστατικά κείμενα του Ρήγα Φεραίου και την Ελληνική Νομαρχία , και διατηρείται με μικρές τροποποιήσεις μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα. Χαρακτηριστική είναι η ακόλουθη διατύπωση από το έτος 1824 του Θεόδωρου Νέγρη (συντάκτη τον Νοέμβριο του 1821 της Νομικής Διατάξεως που διείπε τον Άρειο Πάγο – την προσωρινή διοίκηση της «Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος»):


«Καθώς είναι δίκαιον να απολαμβάνουν τα Δικαιώματα του ελευθέρου πολίτου Έλληνος, ως γεννημένοι και κατοικούντες εις αυτήν την ελευθέραν γην χριστιανοί, απαράλλακτα δίκαιον είναι να τα απολαμβάνουν και οι αδελφοί αυτών, όσων η Πατρίς δεν είναι ελευθέρα, επειδή αυτό το μέρος του Έθνους, το οποίον την σήμερον είναι ελεύθερον θεία χάριτι, ελευθερώθη με μίαν κοινήν απόφασιν φιλελευθέρων Ελλήνων από τας διαφόρους Επαρχίας της Τουρκίας. Ο Σέρβος, ο Βούλγαρος, ο Θραξ, ο Ηπειρώτης, ο Θεσσαλός, ο Αιτωλός, ο Φωκεύς, ο Λοκρός, ο Βοιωτός, ο Αθηναίος, ο Ευβοεύς, ο Πελοποννήσιος, ο Ρόδιος, ο Κρητικός, ο Σάμιος, ο Ψαρριανός, ο Λήμνιος, ο Κώος, ο Τενέδιος, ο Μυτηλιναίος, ο Χίος, ο Αξιώτης, ο Τήνιος, ο Αντιοχεύς, ο Σύριος, ο Εφέσιος, ο Βυδινός, ο Κεσσαρεύς, ο Σμυρναίος, και οι λοιποί όσοι χριστιανοί υπό τον βάρβαρον ζυγόν του Σουλτάνου αιώνας καταθλιβόμενοι, αναστέναζον, εσυμφώνησαν [...] να συζήσουν ελεύθεροι [...]» (Νέγρης 1824, παρατίθεται στο Στόικου 2008: 109-110 και [τμήμα] στο Σκοπετέα 1988: 25).


Ποια ήταν λοιπόν τα όρια του «σκλαβωμένου ελληνικού έθνους» που με την Επανάσταση του 1821 δημιούργησε το νεοελληνικό κράτος;

Ανάλογα ερωτήματα (αλλά και χάσματα της επίσημης εθνικής ιστοριογραφίας) εντοπίζονται αναφορικά με κάθε σύγχρονο έθνος. Απαιτείται λοιπόν μια συστηματικότερη διερεύνηση του χαρακτήρα αλλά και της διαδικασίας διαμόρφωσης των εθνών.

Στα επόμενα θα ξεκινήσουμε από εκείνες τις αναλύσεις που θεωρώ ότι μπορούν να μας καθοδηγήσουν στην προσπάθειά μας να συλλάβουμε με θεωρητικά τεκμηριωμένο τρόπο τον χαρακτήρα των σύγχρονων εθνών.


3. Η παραδοσιακή προσέγγιση της «μακραίωνης ιστορικής συνέχειας»


Η παραδοσιακή εθνική απάντηση στο ερώτημα «τι συνιστά ένα έθνος;» παραθέτει διάφορα κριτήρια ή στοιχεία που θεωρείται ότι χαρακτηρίζουν μια ανθρώπινη κοινότητα που αποτελεί έθνος (κοινή καταγωγή, κοινά ιστορικά βιώματα, γλώσσα, θρησκεία, κοινές λαϊκές παραδόσεις και πολιτισμός, η πεποίθηση του ομού «ανήκειν», της κοινής μοίρας κλπ.), και ισχυρίζεται ότι τα στοιχεία αυτά παρουσιάζουν μια αδιάλειπτη συνέχεια επί αιώνες ή και χιλιετηρίδες, ή, για να το διατυπώσω διαφορετικά, ότι το έθνος χαρακτηρίζει τις ανθρώπινες κοινωνίες σχεδόν από την απαρχή των ιστορικών χρόνων.

Αντιλαμβάνεται επομένως η προσέγγιση αυτή το έθνος ως μια κοινότητα που η ύπαρξή της είναι ανεξάρτητη από το εκάστοτε κοινωνικό και πολιτικό σύστημα , διατηρείται παρά την αλλαγή των συνθηκών και τη διαδοχή των κοινωνικών συστημάτων, και συνεπώς αποτελεί πάντα ένα «δεδομένο» που προηγείται των μορφών οργάνωσης της κοινωνίας , τις οποίες εξετάζουν η ιστορική έρευνα και ευρύτερα οι κοινωνικές επιστήμες.

Για παράδειγμα, σε όλα τα κείμενα του 1821 (από τα «εθνεγερτικά» τραγούδια του Ρήγα, ή τα κείμενα του Κοραή, μέχρι τις κατά τόπους Προκηρύξεις του επαναστατικού αγώνα) μόνιμο μοτίβο είναι η συνέχεια του ελληνικού έθνους από την αρχαιότητα. Και την πεποίθηση αυτή αναπαρήγαγαν με κάθε ευκαιρία όσοι είχαν ταχθεί στο σχέδιο και τον αγώνα δημιουργίας της ανεξάρτητης Ελλάδας.1

Η αρχική εκείνη αντίληψη για τη «συνέχεια του ελληνισμού» υποστήριζε ότι με τη μακεδονική, τη ρωμαϊκή και κατόπιν την οθωμανική κατάκτηση η «Ελλάς» εισήλθε σε μια περίοδο δύο χιλιετιών εθνικής σκλαβιάς, για να αναγεννηθεί το 1821.Χαρακτηριστικά, ο Αδαμάντιος Κοραής έγραφε το 1819:


«Ιδού η ζωγραφία μας, αφότου μας επάτησεν ο Φίλιππος έως το έτος 1453. Αλλάξαμεν δεσπότας διαφόρους, άλαλοι και ανόητοι καθώς αι αγέλαι των ζώων, δεν αλλάξαμεν όμως την αθλιότητα της καταστάσεως» (Κοραής 1819: 4-5).


Παρότι το σχήμα αυτό αλλάζει στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, με την ενσωμάτωση στην ελληνική εθνική ιστορία της μακεδονικής, ελληνιστικής και βυζαντινής περιόδου ως εποχών ελληνικής κυριαρχίας (και όχι υποδούλωσης), η ιδέα της διιστορικής συνέχειας παραμένει αναλλοίωτη.

Η προβληματική αυτή για την επί πολλούς αιώνες (ή και χιλιετηρίδες) ύπαρξη του έθνους δεν αποτελεί ελληνική ιδιαιτερότητα, αλλά αναπαράγεται από τον επίσημο λόγο κάθε σύγχρονου κράτους, πρώτα απ’ όλα στην Ευρώπη. Όπως παρατήρησε ο Έρικ Χομπσμπάουμ [Eric Hobsbawm] το 1983,


«τα σύγχρονα έθνη […] ισχυρίζονται ότι είναι το αντίθετο του νέου, δηλαδή ότι είναι ριζωμένα στην απώτατη αρχαιότητα και το αντίθετο του κατασκευασμένου, δηλαδή ανθρώπινες κοινότητες τόσο “φυσικές” ώστε να μη χρειάζεται κανείς άλλος ορισμός παρά μόνο η αυτοεπιβεβαίωση» (Hobsbawm 2004: 24).


Ας δούμε πώς διατυπώνει την άποψη αυτή αναφορικά με το ελληνικό έθνος ο Arnold Toynbee (1889-1975), καθηγητής Ιστορίας και κάτοχος της Έδρας «Κοραής» στο King’s College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου και μετέπειτα στο London School of Economics:


«Τέσσερις χιλιάδες χρόνια ελληνικής ιστορίας έχουν δημιουργήσει τέσσερις ελληνικές κληρονομιές, καθεμία από τις οποίες είχε την επίδρασή της στη ζωή των Ελλήνων στα κατοπινότερα στάδια της ιστορίας τους. Οι αρχαίοι Έλληνες έλαβαν μια κληρονομιά από τους Μυκηναίους,  οι Έλληνες της βυζαντινής περιόδου έλαβαν κληρονομιά από τους αρχαίους Έλληνες, οι Έλληνες των νεότερων χρόνων έλαβαν μια κληρονομιά από τους βυζαντινούς και μια δεύτερη από τους αρχαίους. Αν συγκρίνουμε τα αντίστοιχα αποτελέσματα αυτών των κληρονομιών, πρέπει πιθανώς να συμπεράνουμε ότι η επίδραση του παρελθόντος είναι πιο ενεργητική όταν η μνήμη είναι εξασθενημένη και όταν ο σεβασμός για αυτό το παρελθόν είναι συγκρατημένος» (Toynbee 1992: 354).


Η προσέγγιση αυτή, όπως και οι όποιες αντίστοιχες για τα άλλα ευρωπαϊκά έθνη, 2 ενσωματώνει αναγκαστικά ένα φυλετικό (ρατσιστικό) στοιχείο, καθώς το εκάστοτε έθνος θεωρείται ότι διατηρεί μια αυτοαναφορική συνέχεια μέσα στους αιώνες, παρά τη δραματική αλλαγή ιστορικών εποχών και συνθηκών που αυτοί οι αιώνες επιφέρουν στις κοινωνίες. Παραμένει μια εκλεκτή «ράτσα» που δεν αλλοιώνεται από μεταβαλλόμενες συνθήκες.


4. Η παραδοσιακή μαρξιστική προσέγγιση


Στην παραδοσιακή εθνοκεντρική προσέγγιση της «ιστορικής συνέχειας» αντιπαρατέθηκε αρχικά ο μαρξισμός, όπως αυτός αναπτύχθηκε στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα. Σε ένα κείμενό του που γράφτηκε το 1911, ο Ιωσήφ Στάλιν σημειώνει:

«Έθνος είναι πριν απ’ όλα μια κοινότητα, μια καθορισμένη κοινότητα ανθρώπων. Η κοινότητα αυτή δεν είναι ούτε από μια ράτσα, ούτε από μια φυλή. Το σημερινό ιταλικό έθνος σχηματίστηκε από ρωμαίους, γερμανούς, ετρούσκους, έλληνες, άραβες, κτλ. Το γαλλικό έθνος αποτελέστηκε από γαλάτες, ρωμαίους, βρετόνους, γερμανούς, κτλ. […] Το έθνος λοιπόν δεν είναι μια κοινότητα από μια ράτσα και από μια φυλή, μα μια ιστορικά διαμορφωμένη κοινότητα ανθρώπων. […] Το έθνος δεν είναι απλώς μια ιστορική κατηγορία, μα μια ιστορική κατηγορία μιας ορισμένης εποχής, της εποχής του αναπτυσσόμενου καπιταλισμού. Το προτσές της διάλυσης της φεουδαρχίας και της ανάπτυξης του καπιταλισμού είναι ταυτόχρονα και προτσές συγκρότησης των ανθρώπων σε έθνη. […] Έθνος είναι η ιστορικά διαμορφωμένη σταθερή κοινότητα ανθρώπων, που εμφανίστηκε πάνω στη βάση της κοινότητας της γλώσσας, του εδάφους, της οικονομικής ζωής και της ψυχοσύνθεσης που εκδηλώνεται στην κοινότητα του πολιτισμού» (Στάλιν 1952: 330, 341, 334).


Η θεώρηση ότι το έθνος διαμορφώνεται την εποχή του «αναπτυσσόμενου καπιταλισμού» (κοινότητα οικονομικής ζωής υπό καπιταλιστικές συνθήκες, εσωτερική αγορά κλπ.) είναι μάλλον κοινή μεταξύ των μαρξιστών συγγραφέων της εποχής. Επίσης κοινή είναι και η αντίληψη, που γίνεται αποδεκτή και από μη μαρξιστές, για την (προ)ύπαρξη «λαών», «γενών» ή «φυλών» που ενοποιήθηκαν σε έθνος σε ένα συγκεκριμένο έδαφος, διαμορφώνοντας μια κοινή κουλτούρα.

Οι προσεγγίσεις αυτές γεννούν βεβαίως άλλα ερωτήματα, όπως για παράδειγμα πότε εντοπίζεται η «εποχή του αναπτυσσόμενου καπιταλισμού» και γιατί ή πώς ένα κράμα προεθνικών κοινοτήτων («φυλών», «γενών») οδηγήθηκε στο να διαμορφώσει ένα συγκεκριμένο έθνος. Μέσα από ποια συγκεκριμένη διαδικασία, για παράδειγμα, ένα κράμα από «ρωμαίους, γερμανούς, ετρούσκους, έλληνες, άραβες» μετασχηματίσθηκε ειδικά στο ιταλικό έθνος, ενώ, π.χ. ένα παρόμοιο κράμα προεθνικών κοινοτήτων μετασχηματίσθηκε στο βελγικό έθνος, κλπ. Εδώ έρχονται να προστεθούν τα επιπλέον κριτήρια (όροι για την εθνογένεση) όπως «η κοινότητα του εδάφους» (Στάλιν 1952: 332), η κοινότητα πολιτισμού (Στάλιν 1952: 334) και η κοινή γλώσσα.

Οι προσεγγίσεις στις οποίες αναφερόμαστε στην παρούσα ενότητα επιχειρούν να διαμορφώσουν ένα πλαίσιο μη φυλετικών «αντικειμενικών» κριτηρίων και διαδικασιών διαμόρφωσης των εθνών, σε αντιδιαστολή με «υποκειμενικές» προσεγγίσεις, που προτάσσουν την αυτοσυνείδηση κάθε έθνους, δηλαδή το ότι «έθνος αποτελούν όσοι πιστεύουν ότι εντάσσονται στο ίδιο έθνος (και βεβαίως υιοθετούν μια συναντίληψη περί κοινής καταγωγής, ιστορίας, πολιτισμού, πεπρωμένου, κλπ.) και δρουν ανάλογα». Μάλιστα ο Στάλιν, στο κείμενο του 1911 που εξετάζουμε εδώ, επιχειρεί να δώσει ιδιαίτερη έμφαση στο κριτήριο της κοινής γλώσσας, μάλλον για να τονίσει τον «αντικειμενικό» χαρακτήρα της εθνογένεσης: «μια εθνική κοινότητα είναι ακατανόητη χωρίς κοινή γλώσσα».


«Κάθε σταθερή κοινότητα όμως δεν δημιουργεί το έθνος […] Σε τι διαφέρει η εθνική κοινότητα απ’ την κρατική κοινότητα; Εκτός από τ’ άλλα, και απ’ το ότι μια εθνική κοινότητα είναι ακατανόητη χωρίς κοινή γλώσσα, ενώ για το κράτος δεν είναι υποχρεωτική η κοινή γλώσσα. […] Η κοινή γλώσσα, λοιπόν, είναι ένα απ’ τα χαρακτηριστικά του έθνους. […] Κοινή γλώσσα για κάθε έθνος, όχι όμως και υποχρεωτικά διαφορετικές γλώσσες για τα διαφορετικά έθνη! Δεν υπάρχει έθνος που να μιλά ταυτόχρονα διαφορετικές γλώσσες, αυτό όμως ακόμα δε σημαίνει πως δε μπορούν να υπάρξουν δυο έθνη που να μιλούν την ίδια γλώσσα!» (Στάλιν 1952: 331).


Η θέση αυτή του Στάλιν έχει τη ρίζα της στην πολεμική του Karl Kautsky («Εθνικότητα και διεθνικότητα», 1907/1908), του πλέον αναγνωρισμένου θεωρητικού του διεθνούς μαρξιστικού σοσιαλδημοκρατικού κινήματος εκείνη την εποχή, προς το έργο του Otto Bauer, Το ζήτημα των εθνοτήτων και η Σοσιαλδημοκρατία (Die Nationalitätenfrage und die Sozialdemokratie, 1907). Ο Μπάουερ όριζε το έθνος ως


«μια κοινότητα χαρακτήρα που έχει προκύψει ως αποτέλεσμα όχι όμοιας μοίρας, αλλά μιας κοινότητας μοίρας. […] Αυτό που συγκρατεί το έθνος δεν είναι πλέον το κοινό αίμα και η πολιτιστική ενότητα των μαζών, αλλά η πολιτιστική ενότητα των κυρίαρχων τάξεων που έχουν αναρριχηθεί πάνω από αυτές τις μάζες και ζουν από την εργασία τους» (Bauer 1907, Bauer 2000: 100, 106-107).


Ο Κάουτσκι ασκώντας κριτική στον Μπάουερ σημειώνει:


«Ωστόσο, ο συγκεκριμένος ορισμός του έθνους του Μπάουερ είναι τόσο αόριστος που δεν δείχνει πώς και γιατί το έθνος είναι διαφορετικό από οποιονδήποτε άλλο κοινωνικό σχηματισμό [...] το κοινόν της μοίρας και του πολιτισμού δεν σχηματίζει τίποτα που να διακρίνει αυστηρά το ένα έθνος από το άλλο [...] Ο Μπάουερ αρνείται να αναγνωρίσει ότι […] το πιο ισχυρό από τα νήματα που ενώνει το έθνος, είναι η γλώσσα» (Kautsky 2009: 374, 377).3


Σε αντίθεση όμως με τον ισχυρισμό ότι το έθνος είναι «ακατανόητο» χωρίς κοινή γλώσσα , και «δεν υπάρχει έθνος που να μιλά ταυτόχρονα διαφορετικές γλώσσες» (Στάλιν, όπ.π.) χρειάζεται εδώ να σημειώσουμε ότι σε κανένα σχεδόν ιστορικό παράδειγμα εθνογένεσης δεν είναι δυνατό να διαπιστωθεί η περίφημη ύπαρξη μίας κοινής ομιλούμενης γλώσσας. Για παράδειγμα, καίτοι η ελληνική αττικίζουσα καθαρεύουσα υπήρξε η επίσημη γλώσσα (των διακηρύξεων, κειμένων κλπ.) της Επανάστασης του 1821 (όπως άλλωστε και των κρατικών-εκκλησιαστικών μηχανισμών διοίκησης του οθωμανικού κράτους οι οποίοι απευθύνονταν στους ορθόδοξους πληθυσμούς της αυτοκρατορίας, αλλά και του εμπορίου: δηλαδή μιας μειοψηφικής μορφωμένης ελίτ, ανεξαρτήτως μητρικής γλώσσας), οι εθνικά στρατευμένοι αγωνιστές και πληθυσμοί που (στο όνομα του ελληνικού έθνους) δημιούργησαν το πρώτο ελληνικό κράτος στο νότιο τμήμα της ελληνικής χερσονήσου, δεν ήταν όλοι ελληνόφωνοι (με την έννοια της «κοινής ελληνικής»: των διαφόρων εκδοχών «δημοτικής»). Μάλιστα, περιοχές, εθνικοί (ελληνικοί) πληθυσμοί και αγωνιστές που έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο για τη διάσωση και την τελική έκβαση της Επανάστασης (η Ύδρα, ο Πόρος, οι Σπέτσες…) ήταν στη μεγάλη τους πλειοψηφία αλβανόφωνοι (Μηλιός 2020).4

Το φαινόμενο δεν είναι ελληνικό: Η «πολυγλωσσία» αποτελεί τον κανόνα των πρωτοσυγκροτούμενων εθνών. Η επιβολή μίας και μοναδικής γλώσσας είναι μεταγενέστερη της εθνικής συγκρότησης και προκύπτει από τη δράση των κρατικών μηχανισμών του εθνικού κράτους, αφότου αυτό έχει συγκροτηθεί. Ο Έρικ Χομπσμπάουμ σημειώνει για τη γαλλική γλώσσα:


«το 1789 το 50% των Γάλλων δεν την μιλούσαν καθόλου, ενώ 12-13% την μιλούσαν “σωστά” […]. Στη βόρεια και νότια Γαλλία στην ουσία κανείς δεν μιλούσε τη γαλλική γλώσσα» (Hobsbawm 1994: 89).


Επιστρέφοντας στο ελληνικό παράδειγμα, αξίζει να σημειώσουμε ότι όλα τα κείμενα της Επανάστασης (Προκηρύξεις έναρξης του αγώνα, αποφάσεις των επαναστατικών διοικήσεων και των Εθνοσυνελεύσεων, εφημερίδες της επαναστατημένης Ελλάδας, κλπ.) δεν φαίνεται να αποδίδουν οποιαδήποτε σημασία στο έτερο θεωρούμενο «αντικειμενικό κριτήριο» του έθνους, την ιδιαίτερη «πολιτιστική κοινότητα» (ή την «ιδιαίτερη λαϊκή συνείδηση»), που θεωρείται ως προϋπόθεση της εθνικής συνείδησης (βλ. Μηλιός 2020, κεφ. 2). Τέλος, ως «κοινότητα εδάφους» αναγνωριζόταν από τους επαναστάτες του 1821 ολόκληρη η Βαλκανική και η Μικρά Ασία.

Συμπερασματικά, παρά την εγκατάλειψη του φυλετικού κριτηρίου, η «αντικειμενική προσέγγιση» των μαρξιστών του 19ου και πρώιμου 20ού αιώνα δεν καταφέρνει να εξαλείψει τα ερωτήματα και τις ασάφειες σχετικά με τον χαρακτήρα των διαδικασιών που οδήγησαν στη διαμόρφωση των συγκεκριμένων εθνών. Η διαπίστωση αυτή αφορά ακόμα περισσότερο τις μη μαρξιστικές θεωρήσεις του έθνους, όχι μόνο τις παραδοσιακές περί «αδιάλειπτης εθνικής συνέχειας» ανά τους αιώνες, αλλά και εκείνες που έχοντας εγκαταλείψει τα φυλετικά κριτήρια, είτε απαριθμούν εκ των υστέρων τα χαρακτηριστικά ενός ήδη διαμορφωμένου έθνους (γλώσσα, έδαφος, θρησκεία, πολιτισμός κ.ο.κ.), είτε προβάλλουν ως βασικό κριτήριο και χαρακτηριστικό το «υποκειμενικό» στοιχείο του έθνους, τη συνείδηση του «ομού ανήκειν» όσων απαρτίζουν ένα έθνος.


5. Το έθνος ως συλλογική «υποκειμενικότητα»: η συνείδηση του «ομού ανήκειν»


Χαρακτηριστική περίπτωση ανάλυσης που προτάσσει το «υποκειμενικό» ή «εσωτερικό» κριτήριο για την ερμηνεία του έθνους είναι η μελέτη του Αλέξανδρου Παπαναστασίου (1876-1936) για τον εθνικισμό, που δημοσιεύθηκε στην Επιθεώρησιν των Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών το 1916:


«Τα πράγματα αποδεικνύουν ότι η διείσδυσις μιας γλώσσης εις τον λαόν […] δεν του μεταβάλλει αναγκαίως τον εθνισμόν του, ούτε η κοινότης της γλώσσης εμποδίζει τον χωρισμόν ενός έθνους εις αυτοτελή τοιαύτα […] Διά τούτο πλέον ομολογείται ότι η κοινότης της γλώσσης δεν αποτελεί ασφαλές γνώρισμα του έθνους . […] Αι συνήθειαι και τα ήθη δεν έχουν εις τα έθνη απόλυτον ομοιομορφίαν και εξ άλλου υπάρχουν αρκεταί ομοιότητες αναφορικώς εις αυτά μεταξύ των διαφόρων εθνών. […] Από τα ανωτέρω είναι φανερόν ότι τα εξωτερικά γνωρίσματα […] δεν ημπορούν να προσδιορίσουν ένα πλήθος και ότι το ασφαλέστερον γνώρισμα είναι εσωτερικόν, είναι η συνείδησις, η αναγνώρισις των συγκροτούντων ένα έθνος, ότι αποτελούν ένα ξεχωριστόν σύνολον, διάφορον από τα άλλα ομοίου είδους. […] Από την συνείδησιν αυτήν, η οποία σφραγίζει ασφαλώς την ύπαρξιν του έθνους, απορρέουν κοινά αισθήματα που συνδέουν τα μέλη τού αυτού έθνους και θέλησις προς ενιαίαν ενέργειαν » (Παπαναστασίου 1992: 29, οι υπογραμμίσεις στο πρωτότυπο).5


Όμως, όπως ήδη υπαινιχθήκαμε, αυτή η «υποκειμενική» προσέγγιση στην ουσία αναπαράγει ένα κυκλικό επιχείρημα, εφόσον δεν υφίσταται κάποιο επαρκές αντικειμενικό χαρακτηριστικό ή κριτήριο (π.χ. η κοινή γλώσσα ή κουλτούρα): έθνος (μια κοινότητα ανθρώπων με πεποίθηση «ομού ανήκειν») είναι (προκύπτει από) το έθνος (την «αναγνώρισι των συγκροτούντων ένα έθνος, ότι αποτελούν ένα ξεχωριστόν σύνολον»).

Με άλλα λόγια, ο ορισμός σύμφωνα με τον οποίο το έθνος εκφράζει την κοινή πεποίθηση (και βούληση) μιας ομάδας ανθρώπων ότι αποτελούν έθνος αφενός φέρνει στο προσκήνιο περαιτέρω ζητήματα, όπως αυτό της επικράτειας (του κράτους και του εδάφους), ενώ αφετέρου ορίζει ταυτόχρονα το έθνος μέσω του εαυτού του (το ζητούμενο δια του ζητουμένου).

Ο Όττο Μπάουερ είχε επισημάνει εύστοχα την κυκλικότητα του επιχειρήματος της «υποκειμενικής» (ή «ψυχολογικής», όπως ο ίδιος την ονομάζει) προσέγγισης:


«Αυτή η ψυχολογική θεωρία του έθνους γινόταν όλο και πιο αποδεκτή όσο κανείς δεν μπορούσε να εντοπίσει ένα αντικειμενικό χαρακτηριστικό του έθνους, όταν όλες οι προσπάθειες να ανακαλύψουν τον δεσμό που ένωσε το έθνος ως κοινότητα, είτε στη γλώσσα, είτε στην κοινή καταγωγή, είτε στο γεγονός ότι ανήκε σε ένα κράτος, φαίνονταν να αποτυγχάνουν, λόγω της ποικιλομορφίας των εθνικών φαινομένων. Ωστόσο, αυτή η ψυχολογική θεωρία δεν είναι μόνο μη ικανοποιητική, αλλά στην πραγματικότητα είναι λανθασμένη. Είναι μη ικανοποιητική διότι, ακόμη και αν υποθέσουμε ότι είναι ορθό ότι το έθνος σχηματίζεται από εκείνους που έχουν συνείδηση της συγγένειας μεταξύ τους, το ερώτημα παραμένει: γιατί νιώθω ότι συνδέομαι με αυτούς και όχι με εκείνους τους ανθρώπους; Ποιοι είναι οι “αδιάλυτοι δεσμοί” με τους οποίους γνωρίζω ότι συνδέομαι με τα άλλα μέλη του έθνους μου; Αν έχω συνείδηση της εθνικότητάς μου, τι γνωρίζω πραγματικά; Τι είναι αυτό που με αναγκάζει να αισθάνομαι ένα με όλους τους Γερμανούς και όχι με τους Άγγλους ή τους Γάλλους; Επιπλέον, είναι αλήθεια ότι όλα τα μέλη ενός έθνους έχουν πάντα συνείδηση της συγγένειας μεταξύ τους;» (Bauer 1907, Bauer 2000: 120-121).


Για να διασκεδάσουν την κυκλικότητα του επιχειρήματος, οι υποστηρικτές της «υποκειμενικής» προσέγγισης στο έθνος κατέφυγαν κατά τις τελευταίες δεκαετίες σε μια διπλή τακτική: αφενός έδωσαν ένα νέο ορισμό του εθνικού «ομού ανήκειν», και αφετέρου επιχείρησαν να περιγράψουν τους μηχανισμούς που σφυρηλάτησαν το «ομού ανήκειν».

Οι πιο διάσημες τέτοιες προσπάθειες, που και οι δύο κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά το 1983, είναι η προσέγγιση περί «επινόησης της παράδοσης» από ομάδα Βρετανών ιστορικών με «συντονιστές» τους Eric Hobsbawm και Terence Ranger (2004), και η προσέγγιση του έθνους ως «φαντασιακής κοινότητας» από τον Benedict Anderson (1997).

Αναφορικά με την πρώτη προσέγγιση, ο Χομπσμπάουμ διευκρινίζει:


«Με τον όρο “επινοημένη παράδοση” εννοούμε ένα σύνολο πρακτικών οι οποίες συνήθως διέπονται, φανερά ή σιωπηρά, από αποδεκτούς κανόνες και με τελετουργική ή συμβολική φύση, και οι οποίες επιδιώκουν να ενσταλλάξουν ορισμένες αξίες και κανόνες συμπεριφοράς μέσω επανάληψης, γεγονός που αυτόματα συνεπάγεται τη συνέχεια […] με ένα ταιριαστό ιστορικό παρελθόν» (Hobsbawm 2004: 9-10).


Το ζητούμενο της έρευνας ήταν ο εντοπισμός και η περιγραφή της δράσης κρατικών κυρίως μηχανισμών αλλά και (εθνικών) διανοουμένων για να «επινοηθεί» μια ιστορία ως εθνική ιστορία, όπως και μια σειρά αντίστοιχων εθνικών συμβόλων και τελετουργιών που διαπαιδαγωγούν τον πληθυσμό ως φορέα του έθνους, ως εθνική κοινότητα, με βάση τη διαπίστωση ότι «μεγάλο τμήμα αυτού που υποκειμενικά συνθέτει το σύγχρονο “έθνος” αποτελείται από τέτοιες κατασκευές» (Hobsbawm 2004: 24, η υπογράμμιση δική μου):


«Οι συνήθεις εθνικές γλώσσες, για να μαθαίνονται σε σχολεία και να γράφονται, για να μην πούμε να μιλιούνται, από περισσότερους από μια ελάχιστη ελίτ, σε μεγάλο βαθμό είναι κατασκευές κυμαινόμενης, αλλά συχνά βραχείας, ηλικίας» (Hobsbawm 2004: 23).


Η «επινόηση της παράδοσης» δεν αποτελεί, όμως, φαινόμενο μόνο των εθνικών κρατών ή διανοουμένων. Στα προεθνικά (καπιταλιστικά) κράτη, όπως π.χ. σε εκείνα της ιταλικής χερσονήσου πριν τον 19ο αιώνα, καταγράφεται επίσης μια παρόμοια διαδικασία «κατασκευής» παράδοσης και «συνέχειας» με το «λαμπρό παρελθόν» της αρχαιότητας (τη ρωμαϊκή αρχαιότητα, αλλά και τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό).

Η Βενετία, στους περισσότερους από οκτώ αιώνες της ύπαρξής της ως ανεξάρτητο κράτος και αυτοκρατορία (βλ. αναλυτικά Μηλιός 2020α), μέχρι την κατάλυσή της το 1797 από τον στρατό του Ναπολέοντα, ουδέποτε υπήρξε εθνικό κράτος (οι καταστροφικοί, επαναλαμβανόμενοι πόλεμοι μεταξύ του κράτους της Βενετίας και αυτού της Γένοβας κατά τους πρώιμους νεότερους χρόνους ουδέποτε θεωρήθηκαν «εμφύλιοι πόλεμοι», ούτε καν από τους εθνικιστές Ιταλούς ιστορικούς που αναζητούν τη συνέχεια του «ιταλισμού» ανά τους αιώνες).

Εντούτοις, από τα τέλη του 14ου αιώνα η Βενετία υπήρξε καπιταλιστικό κράτος, και οι κρατικοί μηχανισμοί συστηματικά γαλουχούσαν τους πληθυσμούς της πόλης και της αυτοκρατορίας που επεκτεινόταν από την ιταλική χερσόνησο (Domini di Terraferma) μέχρι τη Δαλματία και την Ίστρια, το Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο (Stato da Màr) με τις «βενετικές αξίες». Ταυτόχρονα, οι βενετικές κρατικές αρχές συστηματικά «επινοούσαν» μια βενετική ιστορία, χωρίς οι πληθυσμοί της πόλης ή της αυτοκρατορίας να διαμορφώσουν κάποια εθνική (βενετική, ιταλική ή άλλη) εθνική συνείδηση (πολύ περισσότερο ενιαία γλώσσα).6

Η «επινοημένη παράδοση» δεν είναι επομένως αναγκαστικά «εθνική». Πότε (υπό ποιες προϋποθέσεις) γίνεται «εθνική» και ταυτόχρονα «δραστική» (αποδεκτή από τον πληθυσμό); Τα ερωτήματα παραμένουν.

Στην έτερη «υποκειμενική» προσέγγιση που αναφέραμε, αυτήν του έθνους ως «φαντασιακής κοινότητας», ο Μπένεντικτ Άντερσον (Anderson 1997) διευκρινίζει εισαγωγικά ότι «φαντασιακές» πρέπει να θεωρούνται όλες οι κοινότητες που δεν βασίζονται στην άμεση γνωριμία και σχέση των ατόμων που συμμετέχουν σε αυτές (αντίθετα, π.χ. με την «κοινότητα» των μελών μιας οικογένειας ή ενός μικρού χωριού). Επομένως, δεν πρόκειται για «πλαστές» κοινότητες, αλλά για κοινότητες που γίνονται αντιληπτές νοητικά-φαντασιακά. Εξ αυτού προκύπτει ο ακόλουθος ορισμός του έθνους:


«[Το έθνος] αποτελεί μια ανθρώπινη κοινότητα που φαντάζεται τον εαυτό της ως πολιτική κοινότητα, εγγενώς οριοθετημένη και ταυτόχρονα κυρίαρχη. Αποτελεί κοινότητα σε φαντασιακό επίπεδο επειδή κανένα μέλος, ακόμα και του μικρότερου έθνους, δε θα γνωρίσει ποτέ τα περισσότερα από τα υπόλοιπα μέλη, δε θα τα συναντήσει ούτε καν θα ακούσει γι’ αυτά, όμως ο καθένας έχει την αίσθηση του συνανήκειν» (Anderson 1997: 26).

«[Το έθνος] συλλαμβάνεται με τη φαντασία ως κοινότητα , επειδή ανεξάρτητα από την ουσιαστική ανισότητα και εκμετάλλευση που κυριαρχεί σε κάθε κοινότητα, το έθνος νοείται πάντα ως μια βαθιά οριζόντια συντροφική σχέση (Anderson 1997: 28).


Το ζήτημα δεν είναι πάντως να αποδώσει κανείς νέους όρους στα χαρακτηριστικά του υποκειμενικού εθνικού «συνανήκειν» (κοινότητα επινοημένης παράδοσης, φαντασιακή κοινότητα), 7 αλλά να ερμηνεύσει πώς και γιατί προέκυψαν αυτά. Στην κατεύθυνση αυτή ο Άντερσον προβάλλει κυρίως το στοιχείο της διαμόρφωσης μιας κοινής γλώσσας: τη «δυναμική τάση του καπιταλισμού προς την καθιέρωση των καθομιλουμένων γλωσσών», τη «γέννηση των καθομιλούμενων γλωσσών του διοικητικού μηχανισμού», τη διαμόρφωση μιας «κρατικής γλώσσας», ή «γλώσσας της εξουσίας», «τη συνειδητή γλωσσική πολιτική που ακολούθησαν οι δυνάστες το δέκατο ένατο αιώνα, όταν βρέθηκαν αντιμέτωποι με την άνοδο εχθρικών λαϊκών γλωσσικών εθνικισμών» (Anderson 1997: 72, 75, 77), για να καταλήξει στο εξής συμπέρασμα:


«η φαντασιακή σύλληψη των νέων κοινοτήτων έγινε δυνατή χάρη σε μια εν μέρει τυχαία, εκρηκτική όμως, αλληλεπίδραση μεταξύ ενός συστήματος παραγωγής των παραγωγικών σχέσεων (καπιταλισμός), μιας τεχνολογίας των επικοινωνιών (τυπογραφία) και του μοιραίου της ποικιλίας των ανθρώπινων γλωσσών […] οι έντυπες γλώσσες έθεσαν τα θεμέλια της εθνικής συνείδησης» (Anderson 1997: 77-78, 79).


Στο σημείο αυτό αξίζει να επαναλάβω ότι η ύπαρξη μιας δεύτερης γλώσσας στην εθνική Ελληνική Επανάσταση που δημιούργησε το ελληνικό κράτος στο νότιο τμήμα της βαλκανικής χερσονήσου (μιας «γλώσσης ηρωικής, ην ωμίλει ο ναύαρχος Μιαούλης, ο Μπότσαρης και όλον το Σούλι», όπως αναφέρεται σε ένα ποίημα γραμμένο το 1889 στα αλβανικά, που αφιερώθηκε στην Πριγκίπισσα Αλεξάνδρα, κόρη των βασιλέων Γεωργίου και Όλγας, με αφορμή τον αρραβώνα της με τον γιο του αυτοκράτορα της Ρωσίας Αλεξάνδρου Β΄, βλ. Μηλιός 2020: 46), κάθε άλλο παρά δυσχέρανε την εθνική ενοποίηση και ένοπλη πολιτική δράση των πληθυσμών.

Πέραν τούτου, αξίζει να παρατηρήσουμε ότι τόσο η προσέγγιση περί «επινόησης της παράδοσης» όσο και εκείνη περί «φαντασιακών κοινοτήτων» στηρίζονται σε μια «διαφωτιστικού τύπου» ερμηνεία: κάποιοι «δίδαξαν» στους πληθυσμούς επινοημένες παραδόσεις, σύμβολα, μύθους και μια (έντυπη) εθνική γλώσσα και οδήγησαν στην «παρακμή της φαντασιακής κοινότητας της χριστιανοσύνης» (Anderson 1997: 77) και στη διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης (ή της εθνικής «φαντασιακής κοινότητας»).

Για να είναι όμως αποτελεσματική μια «διδαχή» πρέπει να την αποδεχθούν αυτοί προς τους οποίους απευθύνεται. Γιατί όμως οι πληθυσμοί πείστηκαν από τη «διαφωτιστική εθνική διδασκαλία», με δεδομένη την προϋπάρχουσα ισχύ της «φαντασιακής κοινότητας της χριστιανοσύνης» και την αδιάλειπτη δική της «πατρική διδασκαλία»;8 Το ερώτημα τίθεται με το επιπλέον δεδομένο, ότι οι μοναρχίες της Ευρώπης στις αρχές ακόμα του 19ου αιώνα δεν αυτοορίζονταν ως εθνικά αλλά ως χριστιανικά κράτη , και επομένως ούτε η «κρατική διδασκαλία» ήταν εθνική, με αποτέλεσμα μάλιστα να τελούν υπό διωγμό οι πρώιμες εθνι(κιστι)κές κινήσεις και οι αντίστοιχες «συντροφίες» ή συνωμοτικές εταιρείες!

Ένα παράδειγμα επ’ αυτού αρκεί: Ο Hoffmann von Fallersleben (1798-1874), καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της πόλης Μπρέσλαου στην Πρωσία και ποιητής, συνέγραψε τον Αύγουστο του 1841 το Lied der Deutschen” (το τραγούδι των Γερμανών) πάνω σε μια μελωδία του Joseph Haydn: «Γερμανία, Γερμανία πάνω απ’ όλα, /Πάνω απ’ όλα στον κόσμο, /Όταν, για προστασία και άμυνα, /Ενώνεται πάντα αδελφικά, /από τον Μεύση έως τον Νέμαν, /από τον Αδίγη έως τη Βαλτική, /Γερμανία, Γερμανία πάνω απ’ όλα, /Πάνω απ’ όλα στον κόσμο!». Όμως δεν υπήρχε ακόμα η «ενωμένη αδελφικά» γερμανική εθνική συνείδηση (ούτε πολύ περισσότερο επικράτεια), αλλά τα πολλά γερμανόφωνα κράτη, και ειδικότερα η Χριστιανική (προτεσταντική) απόλυτη μοναρχία της Πρωσίας, που οι αρχές της θεώρησαν το εθνικό μήνυμα του Φαλερσλέμπεν στασιαστικό και τον καθαίρεσαν από την καθηγητική έδρα. Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το Lied der Deutschen” έγινε ο γερμανικός εθνικός ύμνος. (Βλ Heinrich 2018: 255, επίσης Heinrich 2019: 255).

Ο Henrik Mouritsen σκιαγραφεί ως εξής την ανάπτυξη της εθνικής ιδέας στον γερμανόφωνο χώρο, δείχνοντας ακριβώς ότι η εθνική συνείδηση που είναι συνυφασμένη με την εθνική «ελευθερία» και την εθνική (κρατική) «εξουσία» αναπτύχθηκε ουσιαστικά γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα:


«Υπό την επιρροή, ως έναν βαθμό, της κατοχής της Ευρώπης από τον Ναπολέοντα, η ρομαντική ιδέα του έθνους απέκτησε μια ισχυρότερη πολιτική πτυχή, δημιουργώντας το νέο ιδανικό του έθνους κράτους, στο οποίο το έθνος πραγματοποιεί την αληθινή του προοπτική και το πεπρωμένο του. Έτσι, ως φυσική στόχευση ενός έθνους ορίστηκε η πολιτική αυτονομία και αυτοκυβέρνηση. Μόνο υπό αυτές τις συνθήκες θα μπορούσε να εκπληρώσει τον ιστορικό του ρόλο και να επιτύχει την τελειότητα και την ελευθερία. Τα δύο τελευταία συνδυάστηκαν στη σκέψη του Χέγκελ, με αποτέλεσμα να αποδίδεται στον σχηματισμό εθνικών κρατών ένα βαθύτερο ιστορικό νόημα, ως η εκπλήρωση του κρυμμένου σχεδίου και σκοπού της ιστορίας. Το έθνος κράτος αντιπροσώπευε ένα τεράστιο βήμα προς τα εμπρός για την ανθρωπότητα, στην κατεύθυνση πραγματοποίησης της θείας θέλησης στη γη» (Mouritsen 2009: 44).


6. Η προτεραιότητα του πολιτικού στοιχείου: Το έθνος ως απαίτηση στο (για) κράτος και ως κρατικά θεσμοθετημένη «λαϊκή βούληση»


Η θεωρητική συζήτηση για το έθνος εισέρχεται σε μια νέα φάση με τη δημοσίευση το 1990 του βιβλίου του ΈρικΧομπσμπάουμ Έθνη και εθνικισμός από το 1780 μέχρι σήμερα . Η προσέγγιση αυτή του Χομπσμπάουμ υπερβαίνει τόσο την «αντικειμενική» όσο και την «υποκειμενική» αντίληψη για το έθνος και οικοδομεί μια υλιστική θεωρία για την ανάδυση και τον χαρακτήρα του έθνους ως διαδικασίας πολιτικοποίησης των λαϊκών μαζών , η οποία ωθεί στη διαμόρφωση εκείνου του τύπου καπιταλιστικού κράτους που επικράτησε σταδιακά στην Ευρώπη (και πέραν αυτής) από το γαλλικό 1789 μέχρι κυρίως το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα (αλλά και πολύ μεταγενέστερα σε αρκετές περιπτώσεις): μηχανισμοί «αντιπροσώπευσης» των μαζών στο κράτος, δηλαδή ένας νέος τύπος κυριαρχίας των αρχουσών τάξεων πάνω στις κυριαρχούμενες, πολιτικά δικαιώματα, μετατροπή του υπηκόου σε πολίτη.9

Από την ανάλυση του Χομπσμπάουμ προκύπτουν κωδικοποιημένα οι ακόλουθες θέσεις:

(α) το έθνος είναι κοινωνική σχέση που διαμορφώθηκε μετά τη Γαλλική Επανάσταση, στην Ευρώπη, στις περισσότερες περιπτώσεις, τον 19ο αιώνα και (β) η οποία αποτελεί συμπύκνωμα του εθνικισμού · ο εθνικισμός παράγει το έθνος και όχι το έθνος τον εθνικισμό· (γ) ο εθνικισμός παράγεται ως πολιτικοποίηση των μαζών , (δ) πολιτικοποίηση η οποία συμφύεται με τη ριζική τροποποίηση του τρόπου ένταξης των μαζών (των υποκείμενων στην καπιταλιστική εξουσία και εκμετάλλευση κοινωνικών τάξεων) στο κράτος · (ε) έθνος και (καπιταλιστικό) κράτος δεν συμπίπτουν αλλά είναι αδιαχώριστα, αποτελούν όψεις του ίδιου νομίσματος, καθώς το έθνος, ως παράγωγο του εθνικισμού , συνιστά εξ ορισμού απαίτηση στο ( για) κράτος , ενώ επίσης το έθνος ως «λαός» οργανώνεται θεσμικά από το κράτος («λαϊκή κυριαρχία»: η «βούληση του έθνους» που εκφράζεται μέσω του κράτους και των θεσμών της «δημοκρατίας»). (στ) Ο εθνικισμός χαρακτηρίζεται εγγενώς από την τάση προς τον ρατσισμό.


(α) «Όπως οι περισσότεροι σοβαροί μελετητές δεν θεωρώ το “έθνος” ως πρωταρχική ούτε ως αμετάβλητη κοινωνική οντότητα. Ανήκει αποκλειστικά σε μιαν ιδιαίτερη και ιστορικά πρόσφατη περίοδο» (Hobsbawm 1994: 22).

(β) «Ο εθνικισμός έρχεται πριν από τα έθνη. Δεν είναι τα έθνη που δημιουργούν κράτη και εθνικισμούς, αλλά το αντίθετο» (όπ.π. 23).

(γ) «Το κράτος ήρθε αντιμέτωπο με τον εθνικισμό ως πολιτική δύναμη ξεχωριστή από αυτό, εντελώς διαφορετική από τον “κρατικό πατριωτισμό”, και με την οποία έπρεπε να συμφιλιωθεί. Πάντως θα μπορούσε να γίνει πανίσχυρο εποικοδομητικό στοιχείο διακυβέρνησης, αν μπορούσε να ενσωματωθεί στον κρατικό πατριωτισμό, και να γίνει το κύριο “συναισθηματικό” στοιχείο του» (όπ.π. 129).

(δ) «Το έθνος είναι μια κοινωνική οντότητα μόνον εφόσον σχετίζεται με ένα ορισμένο είδος σύγχρονου εδαφικού κράτους» (όπ.π. 22).

(ε) «Η ίδια η πράξη του εκδημοκρατισμού της πολιτικής, δηλαδή της μετατροπής των υπηκόων σε πολίτες, τείνει να παράγει μια λαϊκιστική συνείδηση την οποία, αν παρατηρήσουμε κάτω από ένα ορισμένο πρίσμα, είναι δύσκολο να τη διακρίνουμε από έναν εθνικό, ακόμα και έναν σωβινιστικό πατριωτισμό – διότι […] “η χώρα” είναι κατά κάποιο τρόπο “δική μου” […]» (όπ.π. 127).

(στ) «Η εποχή που ο εκδημοκρατισμός της πολιτικής ζωής κατέστησε αναγκαίο [...] να συνδέσουμε τα πάντα με το κράτος και τη σημαία, ήταν επίσης η εποχή που τα λαϊκά εθνικιστικά, ή πάντως τα ξενοφοβικά αισθήματα και αυτά της εθνικής υπεροχής που κήρυττε η νέα ψευδοεπιστήμη του ρατσισμού κατέστη ευκολότερο να κινητοποιηθούν» (όπ.π. 130).


Ο εθνικισμός, και το έθνος ως απότοκό του, δημιουργεί μια τομή και μια νέα κατάσταση στο εσωτερικό των καπιταλιστικών κοινωνικών σχηματισμών στους οποίους αναπτύσσεται, και αναδιατάσσει ριζικά τον τρόπο υπαγωγής των πληθυσμών (των κοινωνικών τάξεων) στην εξουσία, καθώς εγκαινιάζει την εποχή του «πολίτη» και των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Η ριζικά νέα όμως αυτή εποχή των δικαιωμάτων και της λαϊκής αντιπροσώπευσης, δηλαδή η εποχή των εθνικισμών, είναι ταυτόχρονα και η εποχή του ρατσισμού (που υπό συνθήκες οδηγεί και στην εθνοκάθαρση). Όπως, για παράδειγμα, τεκμηριώνει ο Michael Heinrich, μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα υπήρχε στην Πρωσία αντιιουδαϊσμός (θρησκευτικό κριτήριο) και όχι αντισημιτισμός (θεώρηση των Εβραίων με κριτήριο τη ράτσα και το έθνος). Αυτό σήμαινε ότι όποιος Πρώσος Εβραίος βαπτιζόταν χριστιανός καθιστούσε τον εαυτό του επιλέξιμο για οποιαδήποτε θέση στον κρατικό μηχανισμό, ακόμα και τις ανώτατες, από τις οποίες προηγουμένως αποκλειόταν με βάση το θρησκευτικό κριτήριο (Heinrich 2018: 56 κ.ε., 70 κ.ε., 127, Heinrich 2019: 50, 115, 206).

Τα παραπάνω σημαίνουν επίσης ότι καίτοι η εθνική ιδέα (ο εθνικισμός) διαμορφώνεται αρχικά από κύκλους που ανήκουν στην «πνευματική ελίτ» μιας περιοχής ή ενός κοινωνικού σχηματισμού, δεν μπορούμε να μιλάμε για έθνος σε αναφορά αποκλειστικά ή κυρίως με τις κινήσεις των κύκλων αυτών και τα κείμενα που παρήγαγαν, πολύ περισσότερο σε αναφορά με την ημερομηνία πρώτης εμφάνισής τους. Ο εθνικισμός και το έθνος προκύπτουν από τη διάδοση της εθνικής πολιτικοποίησης και της εθνικής ιδέας στις κυριαρχούμενες τάξεις, πράγμα που συνεπάγεται μιας μορφής δράση ή κινητοποίηση σε σύνδεση με αυτή τη νέα συνείδηση («ταυτότητα») του εθνικώς ανήκειν. Μάλιστα η εθνική «λαϊκότητα» διακρίνεται πλέον από την κρατική πολιτική, αποκτά μια σχετική αυτονομία από το κράτος.

Στην επόμενη ενότητα θα σχολιάσω και θα επιχειρήσω να επεκτείνω κάποιες από τις θέσεις αυτές του Χομπσμπάουμ. Εδώ κρίνω σκόπιμο να επισημάνω ότι ενώ υπήρξαν και άλλες αναλύσεις που τόνισαν το γεγονός ότι η Γαλλική Επανάσταση εγκαινίασε την εποχή του εθνικισμού και των εθνών, και ότι καθοριστική στη διαδικασία αυτή υπήρξε η είσοδος στο πολιτικό προσκήνιο των λαϊκών μαζών, όπως π.χ. αυτή του του George L. Mosse το 1993, 10 εντούτοις οι αναλύσεις αυτές δεν εντοπίζουν, αντίθετα με την ανάλυση του Χομπσμπάουμ, τη δομική συνάφεια και συμπληρωματικότητα (ως δύο όψεις ενός νομίσματος) της διαδικασίας αναδιαμόρφωσης του (καπιταλιστικού) κράτους και της ανάδυσης του έθνους . Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις, το έθνος ορίζεται ως το (αρνητικό) «αντίπαλο δέος» του (θετικού) κράτους.11


7. Το έθνος ως ιστορική φάση μιας καπιταλιστικής κοινωνίας


Είδαμε ότι ο εθνικισμός φέρνει στο πολιτικό προσκήνιο τις μάζες, τις οποίες το κράτος εντάσσει πλέον στους μηχανισμούς του ως «κυρίαρχο λαό», δηλαδή προκύπτει η προτεραιοποίηση του πολιτικού (κρατικού) στοιχείου έναντι του θρησκευτικού. Το θρησκευτικό στοιχείο σαφώς εξακολουθεί να παίζει σημαντικό ρόλο, καθώς π.χ. ενίοτε αποτελεί προϋπόθεση για να αποτελεί κάποιος/α «πολίτη» του νέου (ελληνικού) κράτους, όμως η κύρια όψη της νέας, «νεωτερικής», ταυτότητας είναι πολιτική: Έλλην, Ιταλός, Ισπανός κ.ο.κ. Το θρησκευτικό «ανήκειν», που συνεχίζει να συνυπάρχει, τελικά υπάγεται στο πολιτικώς (κρατικώς) «ανήκειν». Η ταύτιση του πληθυσμού γίνεται πλέον με το εθνικό κράτος και όχι με τον μονάρχη ή τον θρησκευτικό ηγέτη. Αυτή είναι η βάση πάνω στην οποία αναπτύσσεται ο αλυτρωτισμός (η επιδίωξη της επέκτασης του κράτους, η σύλληψη των παγκόσμιων αντιθέσεων ως εθνικών διαφορών, η απαίτηση δημιουργίας ανεξάρτητου εθνικού κράτους όταν αυτό δεν υπάρχει).

Ιστορική προϋπόθεση για να υπάρξει αυτό το πολιτικώς ανήκειν αποτελεί η ανάπτυξη ευρύτερων δεσμών οικονομικής, διοικητικής και πολιτιστικής επικοινωνίας που να συνέχουν και να συνδέουν τους αγροτικούς πληθυσμούς με αυτούς των αστικών κέντρων, εξέλιξη που επιτεύχθηκε με την εξάπλωση των καπιταλιστικών σχέσεων και την (έμμεση συνήθως) υπαγωγή των κοινωνικών σχέσεων της υπαίθρου στο κεφάλαιο, από τα μέσα του 18ου αιώνα, με όλες τις ιδεολογικές μορφές της «ελευθερίας» (ή της απαίτησης για «ελευθερία» – του εμπορίου, του ατόμου κλπ.) που τη συνοδεύουν.

Το έθνος αναδύεται επομένως στο εσωτερικό ενός καπιταλιστικού κοινωνικού χώρου ή κοινωνικού σχηματισμού , όταν οι καπιταλιστικές σχέσεις ενσωματώνουν ευρύτερα και συμπαγή κοινωνικά σύνολα.

Στο σημείο αυτό χρειάζεται να αναφερθεί ότι σύμφωνα με την ανάλυση του Μαρξ στο Κεφάλαιο , στη δυτική Ευρώπη «η καπιταλιστική εποχή χρονολογείται [...] από τον 16ο αιώνα» (Μαρξ 1978α: 740), παρά τα υπολείμματα των εκφυλισμένων φεουδαρχικών σχέσεων και παρά τη φτώχεια και τη μείωση της παραγωγής (και του αγροτικού εισοδήματος!) στον αγροτικό τομέα χωρών όπως η Γαλλία του 17ου και του 18ου αιώνα (Rubin 1994: 117-128).

Διατυπωμένο διαφορετικά, η Γαλλική Επανάσταση, για παράδειγμα, ξέσπασε τουλάχιστον δύο αιώνες μετά την επικράτηση του καπιταλισμού στη Γαλλία (στους μη αγροτικούς τομείς). Οι λεγόμενες αστικές επαναστάσεις, όπως η Αγγλική του 17ου ή η Γαλλική του 18ου αιώνα, ήταν μαζικά κινήματα που συγκλόνισαν τους υφιστάμενους συσχετισμούς δυνάμεων μεταξύ των κυρίαρχων και των κυριαρχούμενων τάξεων και με αυτό τον τρόπο, εξ ορισμού, αναδιαμόρφωσαν την ισορροπία δυνάμεων μεταξύ των διαφόρων μερίδων της άρχουσας τάξης και δημιούργησαν επίσης νέες ισορροπίες μεταξύ των κρατικών μηχανισμών.

Οι αστικές επαναστάσεις έλαβαν χώρα επομένως πολύ μετά την κυριαρχία του καπιταλισμού, υπήρξαν αποτέλεσμα αυτής της ήδη-κυριαρχίας, δεν «έφεραν» τον καπιταλισμό στην εξουσία.12

Ο Μαρξ γράφει το 1871 στο «Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία»:


«Η γιγαντιαία σκούπα της γαλλικής επανάστασης του 18ου αιώνα σάρωσε όλα αυτά τα χαλάσματα περασμένων καιρών και καθάρισε ταυτόχρονα το κοινωνικό έδαφος από τα τελευταία εμπόδια που έστεκαν στον δρόμο της υπερδομής του σύγχρονου κρατικού οικοδομήματος» (MEW 17: 336).


Η θέση του Μαρξ είναι σαφής: τελευταία εμπόδια, χαλάσματα περασμένων καιρών. Όχι φεουδαρχική εξουσία.

Και στο «Η αστική τάξη και η αντεπανάσταση» (1848) ο Μαρξ γράφει:


«Οι επαναστάσεις του 1648 και του 1789 δεν ήταν αγγλικές και γαλλικές επαναστάσεις, ήταν επαναστάσεις ευρωπαϊκού τύπου. Δεν ήταν η νίκη μιας συγκεκριμένης τάξης της κοινωνίας πάνω στην παλιά πολιτική τάξη πραγμάτων, ήταν η διακήρυξη της πολιτικής τάξης πραγμάτων για τη νέα ευρωπαϊκή κοινωνία. Σ’ αυτές τις επαναστάσεις νίκησε η αστική τάξη, αλλά η νίκη της αστικής τάξης ήταν τότε η νίκη μιας νέας κοινωνικής τάξης πραγμάτων» (MEW 6: 107).


«Νίκη μιας νέας κοινωνικής τάξης πραγμάτων»! Δηλαδή μετατροπή του υπηκόου σε πολίτη μέσα μάλιστα από τη δράση των μαζών, συνταγματισμός-κοινοβουλευτισμός. Με δυο λόγια ένας νέος τύπος υπαγωγής των λαϊκών τάξεων στο αστικό κράτος και το κεφάλαιο, η εποχή της «δημοκρατίας» και των «δικαιωμάτων» που διαδέχτηκε την απόλυτη μοναρχία (την πρώιμη μορφή αστικού κράτους), η μοντέρνα («ευρωπαϊκή») εκδοχή της «δικτατορίας της αστικής τάξης». Τομή μεν, αλλά όχι μετάβαση από το ένα κοινωνικό σύστημα σε ένα άλλο (ή από τη μια μορφή ταξικής δικτατορίας [τη φεουδαρχική] σε μια άλλη [την αστική]). Τομή στο εσωτερικό του καπιταλιστικού καθεστώτος. Όπως επισημαίνει για τη Γαλλική Επανάσταση και ο ιστορικός Oliver Cromwell Cox:


«Η επανάσταση απομάκρυνε όλες τις ενδιάμεσες πολιτικές βαθμίδες μεταξύ του ατόμου και του κράτους. Αυτό λοιπόν ήταν ο υπέρτατος οργανωτικός θρίαμβος του καπιταλισμού: ο θρυμματισμός των κοινωνικών ζωνών και η ανάδειξη του ατομικισμού» (Cox 1959: 147).


Ταυτόχρονα, οι αστικές επαναστάσεις περιείχαν και αντικαπιταλιστικές τάσεις, που, όπως έδειξε ο Έντουαρντ Μπερνστάιν (Bernstein 1895, 1980) για την περίπτωση της Αγγλικής Επανάστασης, εξέφραζαν μια ροπή προς τον κομμουνισμό, η οποία ενυπάρχει στις πρακτικές των προλεταριακών τάξεων. Σε όλες τις περιπτώσεις, οι προλεταριακές τάξεις αρχικά χρησιμοποιήθηκαν και στη συνέχεια κατεστάλησαν από τα αναδυόμενα νέα πολιτικά καθεστώτα.

Σε κάθε περίπτωση, όταν αναφερόμαστε στις αστικές επαναστάσεις και τα εθνικά κινήματα (την ανάδυση του εθνικισμού και του έθνους) δεν πρέπει να χάνουμε από την οπτική μας την πάλη των τάξεων, δηλαδή την παρέμβαση των μαζών και τους νέους τρόπους «αντιπροσωπευτικής» υπαγωγής τους στο εθνικό κράτος. Το ζήτημα είναι σημαντικό, μεταξύ άλλων διότι δεν είναι σπάνιες οι οικονομιστικές μαρξιστικές προσεγγίσεις, που λίγο-πολύ θεωρούν ότι οι αστικές επαναστάσεις έλαβαν χώρα διότι η «αστική τάξη ήθελε να καταστρέψει το υπάρχον κράτος» ώστε να επιταχυνθεί η ανάπτυξη του καπιταλισμού:


«Το απολυταρχικό κράτος είτε είχε διατηρήσει τις φεουδαρχικές και συντεχνιακές νομικές μορφές είτε δεν τις είχε εξαλείψει πλήρως και έτσι εμπόδιζε την ανάπτυξη του καπιταλισμού [...] Κατά συνέπεια, η αστική τάξη στόχευε παντού να ανατρέψει την επικρατούσα έννομη τάξη, να καταστρέψει το υπάρχον κράτος» (Bauer 2000: 154).


Αυτό που λείπει από τις οικονομιστικές αναλύσεις, είναι, κυρίως, ο ρόλος των μαζών στη διαδικασία μετασχηματισμού του καπιταλιστικού κράτους και της κοινωνίας από το ancien régime της καπιταλιστικής κυριαρχίας σε ένα σύγχρονο καπιταλιστικό κράτος βασισμένο στον συνταγματισμό και τον κοινοβουλευτισμό. Ο οικονομισμός υποτιμά δηλαδή τον ρόλο της πάλης των τάξεων, ανάγοντας ταυτόχρονα τη δυναμική της σε κάποια προκαθορισμένη πορεία της οικονομικής ανάπτυξης του καπιταλισμού («ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων»). Ωστόσο, η ιστορική εξέλιξη εξαρτάται από ποικίλους παράγοντες, πράγμα που σημαίνει επίσης ότι η ανάπτυξη του καπιταλισμού εξαρτάται από τον ταξικό συσχετισμό δυνάμεων που διαμορφώνεται από τους ίδιους αυτούς παράγοντες. Ο Μαρξ τόνισε το απρόβλεπτο της πορείας της Γαλλικής Επανάστασης τη στιγμή της έναρξής της:


«ο κύριος Guizot ξεχνά εντελώς ότι η γαλλική επανάσταση ξεκίνησε εξίσου συντηρητικά, ή μάλλον πιο συντηρητικά από την αγγλική επανάσταση. Η απολυταρχία, ιδίως όπως είχε διαμορφωθεί στο τέλος στη Γαλλία, αποτελούσε και σ’ αυτή νεωτερισμό και ενάντια σ’ αυτό ξεσηκώθηκαν τα Κοινοβούλια [= ανώτατα δικαστήρια στη Γαλλία πριν την Επανάσταση του 1789. Αποτελούνταν από ευγενείς και είχαν περιορισμένες αρμοδιότητες ελέγχου των βασιλικών διαταγμάτων] και υπερασπίστηκαν τους παλιούς νόμους [...] της παλιάς μοναρχίας κατά τάξεις. Και, ενώ πρώτο βήμα της γαλλικής επανάστασης ήταν η νεκρανάσταση των Γενικών Τάξεων [= σώμα που αντιπροσώπευε τον κλήρο (πρώτη τάξη), την αριστοκρατία (δεύτερη τάξη), και τους «κοινούς θνητούς» (τρίτη τάξη)], που είχαν αποβιώσει την εποχή του Ερρίκου Δ΄ [1553 (1589)–1610] και του Λουδοβίκου ΙΓ΄ [1601 (1610)–1643], η αγγλική επανάσταση αντίθετα δεν είχε να επιδείξει κανένα γεγονός παρόμοιου κλασικού συντηρητισμού» (1850, MEW 7: 207-212. Μαρξ1990α. [Τα εντός αγκυλών χωρία δικά μου, ΓΜ]).


Ξαναγυρίζοντας στο ζήτημα της ασυγχρονίας μεταξύ καπιταλισμού και έθνους (όπου ο πρώτος προηγείται αιώνες πριν την εμφάνιση του δεύτερου), αξίζει να εστιάσουμε στις ακόλουθες επισημάνσεις του Μαρξ:


«τις πρώτες αρχές της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής τις βρίσκουμε κιόλας σποραδικά στο 14ο και 15ο αιώνα σε μερικές πόλεις της Μεσογείου» (Μαρξ 1978β: 740).

«Στην Ιταλία, όπου η κεφαλαιοκρατική παραγωγή αναπτύχθηκε νωρίτερα από αλλού, […] [ο] προγραμμένο[ς] προλετάριο[ς], […] βρήκε έτοιμα τα καινούργια αφεντικά στις πόλεις» (Μαρξ, 1978α: 741).


Στη θεωρητική και ιστορική ανάλυση που περιέχεται στο σχετικό βιβλίο μου (Μηλιός 2020α) κατέληξα σε ένα συμπέρασμα ανάλογο με εκείνο το οποίο ακροθιγώς παρουσιάζει ο Μαρξ στο Κεφάλαιο . Μια σειρά από αστάθμητα ιστορικά γεγονότα, που σχετίζονται κυρίως με τους οικονομικούς ανταγωνισμούς, τους επαναλαμβανόμενους καταστροφικούς βενετογενουατικούς πολέμους που ξεκινούν τον 13ο αιώνα, τις κρίσεις στο βενετικό αποικιακό σύστημα και την πανώλη, λειτούργησαν ως οι ιστορικές συνθήκες και οι παράγοντες που τελικά οδήγησαν στην επικράτηση στον βενετικό κοινωνικό σχηματισμό του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής κατά το δεύτερο μισό του 14ου αιώνα.

Βέβαια, εδώ αξίζει να τονιστεί ότι ο καπιταλισμός ως κοινωνικό σύστημα δεν είναι απλώς η μισθωτή σχέση, το κέρδος και η αγορά. Μισθωτή εργασία υπήρχε, κατά περίπτωση σημαντικά διαδεδομένη, πολύ πριν τη γένεση του καπιταλισμού, 13 όπως υπήρχαν και «επιχειρηματικές» (μη καπιταλιστικές) σχέσεις εγχρήματης ανταλλαγής, τις οποίες, π.χ., περιγράφει ο Αριστοτέλης και επισημαίνει ο Μαρξ.14

Σύμφωνα με την ανάλυση του Μαρξ, υφίσταται μια σειρά από θεμελιώδη χαρακτηριστικά, τα οποία, κατά τη διασύνδεσή τους, συγκροτούν τον καπιταλισμό και τον διακρίνουν από κάθε άλλο κοινωνικό σύστημα: (α) μισθωτή εργασία, (β) εκχρηματισμός της συνολικής οικονομίας (χρήμα που τίκτει χρήμα), (γ) συγκέντρωση των μέσων παραγωγής και αποχωρισμός του καπιταλιστή από την καθαυτό εργασιακή διαδικασία, (δ) ελεύθερος ανταγωνισμός και συγκρότηση των ατομικών κεφαλαίων σε συνολικό-κοινωνικό κεφάλαιο, (ε) χρηματοπιστωτική σφαίρα και χρηματοπιστωτικός τρόπος ύπαρξης του κεφαλαίου, (στ) διαμόρφωση μιας συγκεκριμένης δικαιοπολιτικής και ιδεολογικής δομής και η αντιστοιχούσα σε αυτήν κρατική μορφή (Μηλιός 2020α, κεφ. 1).

Τα χαρακτηριστικά αυτά είχαν διαμορφωθεί σε πολλές χώρες της Ευρώπης (αλλά ως έναν βαθμό και σε χριστιανικές περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) πολύ πριν τη Γαλλική Επανάσταση και την εποχή των εθνικισμών.

Ο καπιταλισμός ως κυρίαρχο σύστημα προηγείται λοιπόν χρονικά αρκετούς αιώνες της εποχής των εθνικισμών και των εθνών. Επομένως η γενική απόφανση ότι «το έθνος […] είναι […] μια ιστορική κατηγορία […] της εποχής του αναπτυσσόμενου καπιταλισμού» (Στάλιν, βλ. παραπάνω) σχετικοποιείται (και οφείλει να αναλυθεί). Στην πραγματικότητα το έθνος συνιστά μια νέα ιστορική φάση των καπιταλιστικών κοινωνιών .

Την εποχή των εθνών ο καπιταλισμός μετασχηματίζεται σε όλα σχεδόν τα επίπεδα, ως αποτέλεσμα του νέου τρόπου ένταξης των κυριαρχούμενων τάξεων στις δομές εξουσίας και τους κρατικούς μηχανισμούς. Ως παράδειγμα θα παραθέσουμε την επισήμανση του Φρίντριχ Ένγκελς το 1851, για τον μετασχηματισμό του στρατιωτικού μηχανισμού και κατ’ επέκταση των πολέμων:


«Ο σύγχρονος πόλεμος είναι το αναγκαίο προϊόν της Γαλλικής Επανάστασης. Προϋπόθεση είναι η κοινωνική και πολιτική χειραφέτηση της αστικής τάξης και των μικροκαλλιεργητών. Η αστική τάξη δημιουργεί το χρήμα, οι μικροκαλλιεργητές παρέχουν τους στρατιώτες» (MEW 7: 477).


Κλείνοντας την παρούσα ενότητα, μπορούμε να υποστηρίξουμε τα εξής:

Το έθνος αποτελεί μια κοινωνική σχέση εντός του καπιταλισμού που συνδέεται απαραίτητα με το καπιταλιστικό κράτος, αλλά δεν ταυτίζεται με το καπιταλιστικό κράτος και τον καπιταλισμό, ούτε βέβαια «κατασκευάζεται» αποκλειστικά και μονομερώς από το καπιταλιστικό κράτος. Το έθνος συνδέεται εξίσου με την «πρωτοβουλία» των κυριαρχούμενων από το κεφάλαιο τάξεων και αποτελεί αποφασιστικό όχημα υπαγωγής τους στις στρατηγικές του καπιταλιστικού κράτους.


8. Ελευθερία, ολοκληρωτισμός και εθνοκάθαρση


Από όσα μόλις διατυπώσαμε θα μπορούσε να συναχθεί ότι το έθνος περιέχει ιστορικά τόσο μια «τάση ελευθερίας» όσο και μια «τάση ολοκληρωτισμού» (βλ. και Μηλιός 1992).

Η «τάση ελευθερίας» συνδέεται προφανώς με το αίτημα απελευθέρωσης από μια Αυτοκρατορία ή πολυεθνική κρατική οντότητα, η οποία από ένα ιστορικό σημείο και μετά βιώνεται ως πλαίσιο εθνικής σκλαβιάς και εθνικής καταπίεσης όσων ανήκουν στο έθνος που ζητά την ανεξαρτησία του. Αυτός είναι άλλωστε ο λόγος για τον οποίο η διαδικασία εθνικής ανεξαρτησίας συνοδεύεται σχεδόν πάντα από την αμετάκλητη απόφαση μεγάλων λαϊκών μερίδων τού προς ανεξαρτητοποίηση έθνους να κάνουν πράξη το σύνθημα «Ελευθερία ή θάνατος», να θυσιάσουν τη ζωή τους προς χάριν της εθνικής ολοκλήρωσης σε ένα αυτοτελές εθνικό κράτος.

Η τάση ελευθερίας συνδέεται επίσης με την απαίτηση κατάργησης ενός «δυναστικού» καθεστώτος, καθώς διεκδικεί τη μετατροπή του υπηκόου σε πολίτη· συνδέεται δηλαδή με το αίτημα δημιουργίας και διεύρυνσης των πολιτικών δικαιωμάτων των λαϊκών τάξεων (θεσμική ισοπολιτεία και ισονομία, καθολική παιδεία ανεξάρτητη από την Εκκλησία και σύμφωνη με τις αρχές του Διαφωτισμού, προτεραιότητα της αρχής της δημοκρατίας έναντι της αρχής της νομιμότητας, κλπ., δικαίωμα ψήφου και «ισότητας εντός του έθνους»).

Δίπλα όμως στην «τάση ελευθερίας», εξίσου εγγενής στη διαδικασία εθνικής συγκρότησης και στην υπόσταση κάθε έθνους, εμφανίζεται και η «τάση ολοκληρωτισμού»: Πρόκειται για την τάση ομογενοποίησης του «εσωτερικού» της εθνικής επικράτειας, και την υποταγή του ως ένα ενιαίο σύνολο στους κανόνες και τις νόρμες της (νέας) κρατικής κυριαρχίας και ταξικής εξουσίας. Μιας ταξικής εξουσίας, η οποία διαφορίζεται από άλλα όμορα συστήματα ταξικής εξουσίας με βάση τα ιδιαίτερα εθνικά της χαρακτηριστικά.

Στα κείμενα διακήρυξης της ελληνικής ανεξαρτησίας, όλοι οι χριστιανικοί λαοί των Βαλκανίων βαπτίζονται Έλληνες, απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων, πολίτες της υπό διαμόρφωση Ελλάδας. Είναι προφανές ότι αυτό μπορεί να γίνει γιατί απουσίαζαν ακόμη, την εποχή εκείνη, οι εθνικισμοί και οι αντίστοιχες διαδικασίες εθνικής-κρατικής συγκρότησης άλλων βαλκανικών πληθυσμών. Το κενό έρχεται να καταλάβει ο μόνος ήδη διαμορφωμένος (ή διαμορφούμενος) εθνικισμός, ο ελληνικός. Ακόμα και μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, η τάση ολοκληρωτισμού ως αλυτρωτισμός μετατρέπεται σε «Μεγάλη Ιδέα», δηλαδή απαίτηση και στρατηγική επέκτασης των κρατικών συνόρων στα υποτιθέμενα «εθνικά όρια».

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η «τάση ολοκληρωτισμού», η τάση εθνικής ομογενοποίησης των πληθυσμών, δεν δρα μόνο «προς τα μέσα», στο εσωτερικό μιας διοικητικής επικράτειας και της αντίστοιχης πληθυσμιακής ενότητας (και των τυχόν «μειονοτήτων» που βρίσκονται στο έδαφος όπου αυτή ζει). Δρα ταυτόχρονα και «προς τα έξω» , επιδιώκει να επεκταθεί παντού όπου δεν βρίσκει ικανή (εθνική) αντίσταση, να ενσωματώσει και να ομογενοποιήσει κάθε άλλη πληθυσμιακή ομάδα, υπάγοντάς τη στην προοπτική της εθνικής κρατικής συγκρότησης του κυρίαρχου έθνους. Με άλλη διατύπωση, θα λέγαμε ότι η «τάση ολοκληρωτισμού» δεν περιέχει μόνο μια εσωστρεφή ροπή (εθνική εξομάλυνση-ομογενοποίηση), αλλά και μια εξωστρεφή ροπή , τον εθνικιστικό επεκτατισμό . Η «ιστορία» (ο προαιώνια «εθνικός χαρακτήρας» του διεκδικούμενου ή αμφισβητούμενου εδάφους), αλλά και η ύπαρξη εθνικών πληθυσμών ή μειονοτήτων στα διεκδικούμενα εδάφη τρέφουν την εξωστρεφή αυτή ροπή της «τάσης ολοκληρωτισμού», ακόμα και όταν η επικράτησή της δεν είναι πλέον ιδιαίτερα πιθανή.

Η εθνική συγκρότηση ενός λαού περνάει έτσι μέσα από την εθνικιστική σύγκρουση (που δεν είναι απαραίτητο να φτάνει πάντα μέχρι τον πόλεμο), καθώς έρχεται αντιμέτωπη με τη διαδικασία ομογενοποίησης-επέκτασης που επιχειρεί το γειτονικό (ή το κυρίαρχο) έθνος. Η ιστορία του ελληνικού κράτους από τα μέσα του 19ου αιώνα έχει ως βασικό χαρακτηριστικό της τη σύγκρουση με τους αναδυόμενους εθνικισμούς των άλλων βαλκανικών λαών, και ιδίως με τον βουλγαρικό εθνικισμό. Μέσα σε λίγες δεκαετίες, το απόσπασμα της Προκήρυξης του Αλέξανδρου Υψηλάντη ή το κείμενο του Θεόδωρου Νέγρη που παραθέσαμε μετατράπηκαν από προσκλητήρια αγώνα σε παραδοξολογίες.

Σε κάθε περίπτωση, είναι σημαντικό να αντιληφθούμε πως όταν η διαδικασία συγκρότησης του εθνικού κράτους ολοκληρωθεί, μετά δηλαδή την περιπόθητη εθνική ανεξαρτησία, η «τάση ολοκληρωτισμού» εγκαθίσταται ως η κυρίαρχη όψη των ιδεολογικοπολιτικών σχέσεων εξουσίας.

Η τάση αυτή εξελίσσεται έτσι συχνά σε αίτημα και διαδικασία εθνοκάθαρσης: εξάλειψης του «Άλλου», αυτού που δεν μπορεί να ενταχθεί στο έθνος και πρέπει αποβληθεί από την εθνική επικράτεια και την εθνική μνήμη, από τη νέα «ομογενή» κοινωνία που απαιτεί το «εθνικό ιστορικό πεπρωμένο».

Είναι χαρακτηριστικό ότι με την κατάληψη της Τριπολιτσάς στις 23/9/1821, σφαγιάστηκαν όλοι οι μη χριστιανοί, Μωαμεθανοί και Εβραίοι, άνδρες, γυναίκες και παιδιά αδιακρίτως. Τις σφαγές στην κατειλημμένη Τριπολιτσά περιγράφει ο Κολοκοτρώνης ως εξής:


«Το ασκέρι οπού ήτον μέσα, το Ελληνικό, έκοβε και εσκότωνε από Παρασκευή έως Κυριακή, γυναίκαις, παιδιά και άντραις 32, 000· μια ώρα ολόγυρα της Τριπολιτζάς. Ένας Υδραίος έσφαξε 90. Έλληνες εσκοτώθηκαν 100· έτζι επήρε τέλος. Τελάλη να παύση ο σφαγμός. [...] Το άλογό μου από τα τείχη έως τα σαράγια δεν επάτησε γη» (Κολοκοτρώνης 1846: 82).15


Η περίπτωση της Τριπολιτσάς μπορεί να είναι η πλέον αιματηρή, αλλά δεν είναι η μόνη. Σχεδόν σε κάθε κατάληψη πόλης ή αιχμαλωσία πλοίου, η τύχη των Οθωμανών ήταν κοινή: σφαγή όλων αδιακρίτως, ανδρών, γυναικών, παιδιών.16 Όπως επισήμανε ο Νίκος Πουλαντζάς αναφορικά με το εθνικό καπιταλιστικό κράτος:


«Το καπιταλιστικό κράτος θέτει τα σύνορα συγκροτώντας αυτό που είναι μέσα, τον λαό-έθνος, διότι ομογενοποιεί το πριν και το μετά αυτού του περιφράγματος. Η εθνική ενότητα, το σύγχρονο έθνος, γίνεται έτσι ιστορικότητα ενός εδάφους και εδαφικοποίηση μιας ιστορίας, κοντολογίς εθνική παράδοση ενός εδάφους υλοποιημένη στο κράτος-έθνος: οι σημαντήρες του εδάφους γίνονται οδηγητικοί δείκτες της ιστορίας που χαράζονται μέσα στο κράτος. […] Οι γενοκτονίες είναι απεκβολές αυτών που γίνονται ξένα σώματα μέσα στο εθνικό έδαφος και στην εθνική ιστορία, αποκλεισμοί έξω από τον χώρο και έξω από τον χρόνο» (Πουλαντζάς 1982: 164).


Η δημιουργία του ελληνικού έθνους, ως παράδειγμα, πολιτικοποίησε τις λαϊκές μάζες, ενίσχυσε τη διαπραγματευτική τους θέση απέναντι στους πρώην άρχοντες – και τον νέο ρόλο που αυτοί αποκτούσαν στο πλαίσιο του αναδυόμενου καπιταλιστικού νεοελληνικού κράτους – και τους έδωσε «εξουσία» πάνω στη ζωή και τους όρους ύπαρξης των «εχθρών» και των «ξένων»: «Τούρκος μη μείνει στο Μοριά μηδέ στον κόσμο όλο», σύμφωνα με το δημοτικό τραγούδι της εποχής!


9. Συνοψίζοντας


Μπορούμε λοιπόν στο σημείο αυτό να συνοψίσουμε τα εξής: όταν μιλάμε για τον εθνικισμό και το έθνος δεν μιλάμε μόνο για «ιδέες» (ιδεολογικές κατασκευές) ή «ταυτότητες»· μιλάμε κυρίως για «τον κυρίαρχο λαό» και το κράτος , ή για το σύνολο των κοινωνικών τάξεων όπως αυτό «ομογενοποιείται» εντός των θεσμών ενός (οιονεί) κράτους. Από τη θέση αυτή προκύπτουν δύο επιπλέον συμπεράσματα:

(α) Η εμφάνιση των «προπατόρων» του εθνικισμού, δηλαδή των πρώτων κύκλων εθνικ(ιστ)ών διανοουμένων ή «αδελφοτήτων», εθνικιστικών εντύπων, μυστικών εταιρειών, κλπ. δεν αποτελεί απόδειξη για μια ήδη συντελεσμένη εθνική πολιτικοποίηση του πληθυσμού στον οποίο όλα αυτά απευθύνονται, όσο και αν αυτή η εμφάνιση λόγων και κινήσεων αποτελεί μια εκ των προϋποθέσεων για την τελική διαμόρφωση του έθνους. Για να το πω διαφορετικά, δεν αρκούν τα κείμενα του Ρήγα του 1797 (Η Πολιτική Διοίκησις και ο Θούριος) για να αποφανθούμε για τη στιγμή γέννησης του ελληνικού έθνους. Ούτε το «Τραγούδι των Γερμανών» του Hoffmann von Fallersleben στην Πρωσία του 1841 για να αποφανθούμε για τη γέννηση του γερμανικού έθνους.

(β) Μπορούμε να μιλάμε για γένεση του έθνους όταν οι αγροτικοί πληθυσμοί, που αποτελούσαν και τη μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων στις περιοχές που αναδύθηκε το όραμα της «ελευθερίας» και της «ισότητας» των «πολιτών» εντάχθηκαν στις διαδικασίες εθνικ(ιστικ)ής πολιτικοποίησης.

Στην ελληνική περίπτωση, η εθνική πολιτικοποίηση πλατιών λαϊκών μαζών μεταξύ των χριστιανών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο γύρισμα από τον 18ο στον 19ο αιώνα, προέκυψε ως αποτέλεσμα της αποσύνθεσης των κοινωνικών σχέσεων που συνείχαν το «παλιό καθεστώς» στο πλαίσιο της Αυτοκρατορίας, και της υπαγωγής της υπαίθρου, κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, στις καπιταλιστικές οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις που είχαν ήδη αναπτυχθεί στις πόλεις και τους παράκτιους οικισμούς όπου κατοικούσαν ορθόδοξοι πληθυσμοί. Μέσα στο νέο κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο ομογενοποιήθηκαν οικονομικά, πολιτικά και ιδεολογικά ευρύτερες γεωγραφικές περιοχές, που στο παρελθόν χαρακτηρίζονταν από περιορισμένες εδαφικά, τοπικές ταυτότητες. Στη διαδικασία αυτή συνέβαλε, χωρίς να αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντα, και το γεγονός ότι η λόγια αττικίζουσα («καθαρεύουσα») ελληνική γλώσσα αποτελούσε την επίσημη γλώσσα της οθωμανικής διοίκησης (εκκλησιαστικής και «πολιτικής») των ορθόδοξων χριστιανικών πληθυσμών, τόσο του εκκλησιαστικού μηχανισμού όσο και των εκπαιδευτικών διαδικασιών που απευθύνονταν στους ορθόδοξους χριστιανούς της Αυτοκρατορίας, αλλά και τη γλώσσα του εμπορίου, ανεξαρτήτως της μητρικής γλώσσας ή ιδιώματος των χριστιανικών πληθυσμών (ελληνικά, αλβανικά, βουλγαρικά, βλαχικά, ή διάλεκτοι των γλωσσών αυτών). Σε κάθε περίπτωση, γλώσσα μιας περιορισμένης ελίτ , γλώσσα των μηχανισμών εξουσίας και των επίσημων γραπτών κειμένων, όχι μια ομιλούμενη-λαϊκή γλώσσα.

Κατ’ ανάλογο τρόπο με το γαλλικό ή το ελληνικό παράδειγμα, από τα μέσα του 19ου αιώνα ο εθνικισμός κυριάρχησε σχεδόν σε ολόκληρη την Ευρώπη. Όπως γράφει ο Χομπσμπάουμ,


«Γύρω από τι περιστρεφόταν η διεθνής πολιτική από το 1848 ως τη δεκαετία του 1870; Η παραδοσιακή δυτική ιστοριογραφία ελάχιστα αμφέβαλλε: γύρω από τη δημιουργία μιας Ευρώπης που θα την αποτελούσαν εθνικά κράτη. Μπορεί να υπήρχε αρκετή αβεβαιότητα για τη σχέση ανάμεσα σ’ αυτό το φαινόμενο και άλλα, που συνδέονταν φανερά μαζί του, όπως π.χ. η οικονομική πρόοδος, ο φιλελευθερισμός, ίσως ακόμα και η δημοκρατία. Αλλά για τον κεντρικό ρόλο του έθνους δεν υπήρχε η παραμικρή αβεβαιότητα» (Hobsbawm 1994α [1976]: 129).


Βεβαίως, κάθε περίπτωση εθνογένεσης έχει τις ιδιαιτερότητές της. Και για να αποφανθούμε για το πότε και πώς διαμορφώθηκε, π.χ., το ουκρανικό, ή το μακεδονικό έθνος (έθνη των οποίων την ύπαρξη και δραστικότητα διαπιστώνουμε σήμερα πέρα από κάθε αμφιβολία), απαιτείται μια συγκεκριμένη κατά περίπτωση ιστορική ανάλυση.

Σε κάθε περίπτωση, το έθνος είναι εξ ορισμού «πολιτικό», δηλαδή από την πρώτη στιγμή ύπαρξής του τοποθετείται στο εσωτερικό μιας (οιονεί) κρατικής επικράτειας . Με την έννοια αυτή το έθνος είναι «ο λαός ενός κράτους». Άλλοτε πρόκειται για τον μετασχηματισμό-«ολοκλήρωση» των υπηκόων (του «λαού» του μονάρχη ή του «λαού» μιας αριστοκρατικής πολιτειακής οργάνωσης) σε πολίτες, άλλοτε για τον «λαό» ενός «κράτους εν κράτει» που μετασχηματίζεται σε έθνος και απαιτεί «ελευθερία» (κράτος) και δικαιώματα (όπως στην περίπτωση της Ελλάδας).

Καθώς το κράτος είναι εκεί για να εκφράσει τη «βούληση του έθνους», οι κοινωνικές διαφορές που διασχίζουν την κοινωνία συγκαλύπτονται. Για να το πω ορθότερα, το έθνος γίνεται «ενότητα των ανταγωνιστικών τάξεων», των εκμεταλλευτών και όσων υπόκεινται στην εκμετάλλευση, των εξουσιαστών και των εξουσιαζόμενων, και η ταξική σύγκρουση τίθεται εκτός ορατού πεδίου (βλ. και Marmora 1988). Μάλιστα, όταν αυτή η ταξική σύγκρουση παίρνει ανοιχτές μορφές, της αποδίδονται συχνά από όλα τα εμπλεκόμενα μέρη χαρακτηριστικά που σχετίζονται με το έθνος: «ξενοκίνητη ανταρσία», «ξενόδουλη ολιγαρχία», «προδότες», κλπ.



Βιβλιογραφία


Anderson, Benedict (1997 [1983]), Φαντασιακές κοινότητες. Στοχασμοί για τις απαρχές και τη διάδοση του εθνικισμού , Αθήνα: Νεφέλη.

Άνθιμος Mακαριώτατος Πατριάρχης της αγίας πόλεως Iερουσαλήμ (1798), Διδασκαλία Πατρική , http://digital.lib.auth.gr/record/126122?ln=el (ανακτήθηκε 22/8/2020).

Arendt, Hannah (1993 [1946]), The Nation , στο Essays in Understanding 1930-1954. Formation, Exile and Totalitarianism , Νέα Υόρκη: Schocken Books, 206-211.

Bauer, Otto (1907), Die Nationalitätenfrage und die Sozialdemokratie , https://www.marxists.org/deutsch/archiv/bauer/1907/nationalitaet/index.html(ανακτήθηκε 22/8/2020).

Bauer, Otto (2000 [1907]), The Question of Nationalities and Social Democracy , Μινεάπολις: University Minnesota Press.

Bernstein, Eduard (1895), Kommunistische und demokratisch-sozialistische Strömungen während der englischen Revolution , Στουτγάρδη: J.H.W. Dietz.

Cox, Oliver Cromwell (1959), Caste, Class and Race: A Study in Social Dynamics , Νέα Υόρκη: Monthly Review Press.

Δημούλης, Δημήτρης και Χριστίνα Γιαννούλη (1995), Έθνη-τάξεις-πολιτική. Η διαλεκτική του πολέμου , Αθήνα: Κριτική.

Heinrich, Michael (2018), Karl Marx und die Geburt der modernen Gesellschaft. Biographie und Werkentwicklung , Erster Band, 1818-1841 , Βερολίνο: Schmetterling Verlag.

Heinrich, Michael (2019), Karl Marx and the Birth of Modern Society. The Life of Marx and the Development of His Work , Vol. 1: 1818-1841, Νέα Υόρκη: Monthly Review Press.

Ηλιού, Φίλιππος (1974), «Τύφλωσον Κύριε τον λαόν σου. Οι προεπαναστατικές κρίσεις και ο Ν. Σ. Πίκκολος», Ερανιστής 11: 580-626.

Ηλιού, Φίλιππος (1978), «Νεοελληνικός Διαφωτισμός. Νεωτεριστικές προκλήσεις και παραδοσιακές αντιστάσεις», Δελτίο της Εταιρείας Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας , Αθήνα: Σχολή Μωραΐτη.

Hobsbawm, Eric J. (1994 [1992]), Έθνη και εθνικισμός από το 1780 μέχρι σήμερα. Πρόγραμμα, μύθος, πραγματικότητα , Αθήνα: Καρδαμίτσα.

Hobsbawm, Eric J. (1994α [1976]), Η εποχή του κεφαλαίου , Αθήνα: ΜΙΕΤ.

Hobsbawm, Eric J. (2004 [1983]), «Εισαγωγή: Επινοώντας παραδόσεις», στο Eric J.Hobsbawm και Terence Ranger (επιμ.), Η επινόηση της παράδοσης , Αθήνα: Θεμέλιο, 9-24.

Hobsbawm, Eric J.και Terence Ranger (επιμ.), (2004 [1983]), Η επινόηση της παράδοσης , Αθήνα: Θεμέλιο.

Kautsky, Karl (2009 [1907/1908]), “Nationality and Internationality”, Part I, μτφρ. Ben Lewis, Critique 37(3): 371-389, Αύγουστος.

Kautsky, Karl (2010 [1907/1908), “Nationality and Internationality”, Part II, μτφρ. Ben Lewis, Critique 38(1): 143-163, Φεβρουάριος.

Κολοκοτρώνης, Θεόδωρος (1846), Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής από τα 1770 έως τα 1836 , Αθήνησιν: Τύποις Χ.Ν. Φιλαδελφέως.

Κοραής, Αδαμάντιος (1798), «Αδελφική διδασκαλία προς τους ευρισκόμενους κατά πάσαν την οθωμανικήν επικράτειαν γραικούς», http://digital.lib.auth.gr/record/56228?ln=el(ανακτήθηκε 22/8/2020).

Κοραής, Αδαμάντιος (1805), Τι πρέπει να κάμωσιν οι Γραικοί εις τας παρούσας περιστάσεις: Διάλογος δύο Γραικών κατοίκων της Βενετίας όταν ήκουσον τας λαμπράς νίκας του Αυτοκράτορος Ναπολέοντος , Εις την Βενετίαν: Εκ της Τυπογραφίας Χρυσίππου του Κριτοβούλου.

Κοραής, Αδαμάντιος (1819), Στοχασμοί Κρίτωνος , εν Παρισίοις: εκ της Τυπογραφίας Φιρμίνου Διδότου.

Kyrtatas, Dimitris (2011), “Slavery and economy in the Greek world”, στο Bradley Keith και Paul Cartledge (επιμ.), The Cambridge World History of Slavery , Καίμπριτζ: Cambridge University Press, 91-111.

Lane, Frederic C. (2007[1973]), Β ενετία η θαλασσοκράτειρα. Ναυτιλία-Εμπόριο-Οικονομία , Αθήνα: Αλεξάνδρεια.

Λένιν, Βλαντιμίρ Ι. (1977 [1899]), Άπαντα [Λ.Α.], τόμ. 3, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.

Λιάκος, Αντώνης (2005), Πώς στοχάστηκαν το έθνος αυτοί που ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο; Αθήνα: Πόλις.

Μακρυγιάννης, Γιάννης (2011), Αποµνηµονεύµατα του Μακρυγιάννη. Το πλήρες κείµενο, μεταγραφή από το πρωτότυπο του Γιάννη Βλαχογιάννη, επεξεργασµένη από τον καθηγητή Γιάννη Καζάζη,

https://www.imlagada.gr/UsersFiles/admin/documents/Downloads/1_Makrigianni_opt.pdf

Marmora, Leopoldo (1988 [1983]), «Οι δύο λειτουργίες της εθνικής ιδεολογίας: εσωτερική συνοχή και οριοθέτηση προς τα έξω», Θέσεις 25: 21-28.

Μαρξ, Καρλ (1978α [1890]), Το Κεφάλαι ο. Κριτική της πολιτικής οικονομίας , τόμ. 1, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.

Μαρξ, Καρλ (1978β [1894]), Το Κεφάλαι ο. Κριτική της πολιτικής οικονομίας , τόμ. 3, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή.

Μαρξ, Καρλ (1986 [1852]), Η 18 η Μπρυμαίρ τ ου Λουδοβίκου Βοναπάρτη , Αθήνα: Θεμέλιο.

Μαρξ, Καρλ (1990 [1939, 1941]), Βασικές γραμμές της κριτικής της πολιτικής οικονομίας , τόμ. 2, Αθήνα: Στοχαστής.

Μαρξ, Καρλ (1990α), Για τη Γαλλική Επανάσταση . Αθήνα: Εξάντας

Marx-Engels-Werke ( MEW) (1976) Bd. 6, 7, 17, Berlin: Dietz Verlag.

Μηλιός, Γιάννης (1992), «Μια παρατήρηση για την εγγενή “τάση ολοκληρωτισμού” του (κάθε) έθνους. (Με αφορμή την Προκήρυξη του Α. Υψηλάντη)», Θέσεις 42: 37-41.

Μηλιός, Γιάννης (2020), 1821. Ιχνηλατώντας το Έθνος, το Κράτος και τη Μεγάλη Ιδέα , Αθήνα: Αλεξάνδρεια.

Μηλιός, Γιάννης (2020α), Βενετία: Μια συνάντηση που στέριωσε απρόβλεπτα. Πραγματεία για τον καπιταλισμό και τη διαδικασία γένεσής του , Αθήνα: Αλεξάνδρεια.

Mosse, George L. (1993), Confronting the Nation. Jewish and Western Nationalism , Ανόβερο και Λονδίνο: Brandeis University Press.

Mouritsen, Henrik (2009), “Modern nations and ancient models. Greece and Italy compared”, στο Roderick Beaton και David Ricks (επιμ.), The Making of Modern Greece: Nationalism, Romanticism, and the Uses of the Past (1797-1896) , Λονδίνο: Ashgate, 43-49.

Νέγρης, Θεόδωρος (1824), «Ανάπτυξις του νόμου της Επιδαύρου», Εφημερίς Αθηνών , 22/11/1824. Παρατίθεται στο Ελένη Σ. Στόικου, Όψεις του εθνοφυλετισμού των Ορθοδόξων Αράβων από τα μέσα του 19ου αιώνα έως τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο , Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία, Τομέας Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας, 109-110.

Παπαναστασίου, Αλέξανδρος (1992 [1916]), Ο εθνικισμός. Κοινωνιολογική μελέτη , Αθήνα: εκδοτικός οίκος Δημιουργία.

Πουκεβίλ, Φραγκίσκος (1996 [1824]), Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως , Αθήνα: Αφοί Τολίδη.

Πουλαντζάς, Νίκος (1982), Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός , Αθήνα: Θεμέλιο.

Rubin, Isaac I. (1994), Ιστορία οικονομικών θεωριών , Αθήνα: Κριτική.

Σκοπετέα, Ελένη (1988), Το πρότυπο βασίλειο και η Μεγάλη Ιδέα , Αθήνα: Πολύτυπο.

Στάλιν, Ιωσήφ Β. (1952), «Ο Μαρξισμός και το εθνικό ζήτημα», στο του ιδίου Άπαντα , τόμ. 2, 327-412, Εκδοτικό της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ.

Ste. Croix, G.E.M., de (2004), Athenian Democratic Origins and other Essays , Οξφόρδη: Oxford University Press.

Στόικου, Ελένη Σ. (2008), Όψεις του εθνοφυλετισμού των Ορθοδόξων Αράβων από τα μέσα του 19 ου αιώνα έως τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο , Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία, Τομέας Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας.

Toynbee, Arnold (1992 [1981]), Οι Έλληνες και οι κληρονομιές τους , Αθήνα: Καρδαμίτσας.

Χάου, Σάμουελ Γκρίντλεϋ (1997), Ιστορική σκιαγραφία της Ελληνικής Επανάστασης , Αθήνα: Εκάτη.

1 Για παράδειγμα, στα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, όταν «ο βασιλέας της Ρουσσίας ο Αλέξανδρος» συναντάει στον Άδη τον Ναπολέοντα, του λέει: «Πάμε, Ναπολέων, να ιδούμεν τους παλιούς τους Έλληνες εις το μέρος οπού κατοικούνε, να ’βρούμε τον γέρο Σωκράτη, τον Πλάτωνα, τον Θεμιστοκλή, τον λεβέντη Λεωνίδα και να τους ειπούμεν τις χαροποιές είδησες, ότι αναστήθηκαν οι απόγονοί τους, οπού ήταν χαμένοι και σβυσμένοι από τον κατάλογον της ανθρωπότης» (Μακρυγιάννης 2011: 141).

2 Αν ο «ελληνισμός» μετράει (κατά τον Toynbee) 4 χιλιετίες ιστορίας, ο «γαλλισμός» αρκείται μόνο στα δύο χιλιάδες χρόνια ιστορικής συνέχειας. Θεωρεί ότι οι απαρχές του εντοπίζονται στο 52 μ.Χ., όταν οι Γαλάτες υπό τον Βερσινζεντορίξ πολέμησαν εναντίον του Ιουλίου Καίσαρα στην περιοχή του Mont Beuvray, όπου λίγους μήνες πριν τον θάνατό του ζήτησε να ταφεί ο πρώην Πρόεδρος της χώρας Φρανσουά Μιτεράν (“Letzte Ruhe bei Vercingetorix”, Die Welt , 18/8/1995).

3 Την προτεραιότητα του κριτηρίου της γλώσσας για τη διαμόρφωση ενός έθνους δέχεται πάντως και η παραδοσιακή εθνοκεντρική προσέγγιση. Για παράδειγμα, ο Αμερικανός ριζοσπάστης Samuel G. Howe, που συμμετείχε στην Ελληνική Επανάσταση ως γιατρός, στο βιβλίο του An Historical Sketch of the Greek Revolution , που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στη Νέα Υόρκη το 1828, γράφει: «Αν χρειαζόταν κάποια απόδειξη, ότι πράγματι οι σύγχρονοι Έλληνες κατάγονται από τους επιφανείς προγόνους τους, ποιο επιχείρημα θα ήταν πιο πειστικό από το ότι μιλούν την ίδια γλώσσα;» (Χάου 1997: 39).

4 Πέραν της κοινής ελληνικής, η αλβανική γλώσσα (τα «αρβανίτικα») δεν κυριαρχούσε απλώς σε κάποιες περιοχές, αλλά ουσιαστικά αποτελούσε τη γλώσσα του ελληνικού πολεμικού στόλου μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, καθώς μεγάλο ποσοστό των ναυτών προερχόταν από τις αλβανόφωνες ναυτικές περιοχές του κράτους (Ύδρα, Σπέτσες, Πόρος, Άνδρος κ.λπ.). Ήδη πριν την Επανάσταση κυκλοφορούσαν Λεξικά των βαλκανικών γλωσσών, όπως η Πρωτοπειρία του Θεόδωρου Αναστασίου Καβαλλιώτη (1718-1789), που εκδόθηκε το 1770 στη Βενετία και περιείχε τρίγλωσσο λεξικό (ρωμαίικα-βλάχικα-αλβανίτικα), η Εισαγωγική Διδασκαλία του Δανιήλ Μοσχοπολίτη (1754-1825), «περιέχουσα Λεξικόν τετράγλωσσον των τεσσάρων κοινών Διαλέκτων, ήτοι της απλής Ρωμαϊκής, της εν Μοισία Βλαχικής, της Βουλγαρικής και της Αλβανιτικής», που εκδόθηκε το 1802, το Λεξικόν της Ρομαϊκοίς και Αρβανητηκοίς απλής του Μάρκου Μπότσαρη (1790-1823), χειρόγραφο του 1809, που περιέχει ελληνοαλβανικούς διαλόγους ως είδος «μεθόδου άνευ διδασκάλου». Κατά την Επανάσταση, κυκλοφόρησε η δίγλωσση Αγία Γραφή (ελληνικά-αλβανικά) το 1827, «εν τη τυπογραφεία της Διοικήσεως». Η ελληνική γλώσσα αναφέρεται ως «ρωμαϊκή» ή «ρωμαίικη» διότι μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα οι Ορθόδοξοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ιδίως οι ελληνόφωνοι, αυτοπροσδιορίζονταν ως Ρωμαίοι. Έλλην σήμαινε ειδωλολάτρης. Άλλωστε, ο Αδαμάντιος Κοραής επιχειρηματολογούσε υπέρ του όρου Γραικός και όχι Έλλην. Στο έργο του Διάλογος δύο Γραικών κατοίκων της Βενετίας όταν ήκουσον τας λαμπράς νίκας του Αυτοκράτορος Ναπολέοντος (1805), διαβάζουμε: «– Σε ακούω πάντοτε να μας ονομάζεις Γραικούς· διά τι όχι Ρωμαίους, ως ωνομαζόμεθα έως τώρα; […] – Οι πρόγονοί μας ωνομάζοντο το παλαιόν Γραικοί· έπειτα έλαβον το όνομα Έλληνες, όχι από ξένον έθνος, αλλά από Γραικόν πάλιν, όστις είχε κύριον όνομα το, Έλλην, […]. Έν από τα δυο λοιπόν ταύτα είναι το αληθινόν του έθνους όνομα. Επρόκρινα το, Γραικοί, επειδή ούτω μας ονομάζουσι και όλα τα φωτισμένα έθνη της Ευρώπης» (Κοραής 1805: 37).

5 Η ανάλυση του Α. Παπαναστασίου δεν αποφεύγει, βέβαια, τις αντιφάσεις. Κατ’ αρχάς, ισχυρίζεται ότι το έθνος προϋπάρχει της «θελήσεως προς ενιαίαν ενέργειαν»: « Αλλά το έθνος δεν γεννάται διά μιας την ημέραν που εκδηλώνει θέλησιν ενιαίας ενεργείας . […] Ένας λαός ημπορεί να αποτελή έθνος εις μεγαλύτερον ή μικρότερον βαθμόν» (Παπαναστασίου 1992: 30-31, η υπογράμμιση στο πρωτότυπο). Άρα και η παραδοσιακή «συνέχεια του έθνους», που καταλήγει στην «αφύπνισή» του, κάθε άλλο παρά αποκλείεται, ακόμα και σε εποχές που δεν διαπιστώνονται στοιχεία «εθνικής συνειδήσεως». Εδώ η επιχειρηματολογία του Παπαναστασίου αυτοαναιρείται.

6 «Από τον 15ο αιώνα, το βενετικό κράτος προσανατολίστηκε με συστηματικό τρόπο στην παραγωγή μιας επίσημης “βενετικής ιστορίας”, ως μέσο εγχάραξης μορφών “πατριωτισμού” στη συνείδηση των κατοίκων της πόλης και της αυτοκρατορίας: δηλαδή, αφοσίωση στο κράτος και συναίνεση προς τις πολιτικές του. […] Το 1486 η Γερουσία απέρριψε τις εκδοχές της βενετικής ιστορίας που γράφτηκαν από κάποιους εξέχοντες λογίους και ενέκρινε το Rerum Venetarum (Βενετικά ζητήματα) που συνέταξε “ένας ελάσσων επαγγελματίας ουμανιστής ονόματι Σαμπέλλικο” (Lane 2007: 318)» (Μηλιός 2020α: 281-282). Σε διάστημα ενός χρόνου, είχαν τυπωθεί οι 32 από τους 33 τόμους του έργου!

7 Χαρακτηριστικά, ο Άντερσον παραθέτει τον (κυκλικό-ταυτολογικό) «υποκειμενικό» ορισμό του Seton-Watson για το έθνος, σύμφωνα με τον οποίο «ένα έθνος υφίσταται όταν ένας σημαντικός αριθμός ανθρώπων θεωρεί ότι αποτελεί έθνος ή συμπεριφέρεται σαν να αποτελεί έθνος» και απλώς προσθέτει: «Μπορούμε να αποδώσουμε το “θεωρεί ότι αποτελεί” ως “φαντάζεται ότι αποτελεί”» (Anderson 1997: 29).

8 Στη «Διδασκαλία Πατρική του Mακαριωτάτου Πατριάρχου της αγίας πόλεως Iερουσαλήμ Kυρ Aνθίμου » , που κυκλοφόρησε το 1798 στην Κωνσταντινούπολη από το πατριαρχικό τυπογραφείο ως πολεμική εναντίον του Ρήγα και γενικότερα του κινήματος του Διαφωτισμού, διαβάζουμε: «Απατηλαί είναι, αδελφοί χριστιανοί, αι διδασκαλίαι των νέων αυτών ελευθέρων· και προσέχετε, φυλάξατε στερεάν την πατροπαράδοτόν σας πίστην και ως οπαδοί του Ιησού Χριστού απαρασάλευτον την υποταγήν εις την πολιτικήν διοίκησιν, οπού σας χαρίζει όσα αναγκαία μόνον εις την παρούσαν ζωήν και το τιμιώτερον απ’ όλα, οπού δεν προξενεί κανένα εμπόδιον ή βλάβη εις την ψυχικήν σας σωτηρίαν» (Άνθιμος 1798). Ο Αδαμάντιος Κοραής απάντησε το ίδιο έτος (1798) στο κείμενο αυτό με την Αδελφική διδασκαλία προς τους ευρισκόμενους κατά πάσαν την οθωμανικήν επικράτειαν γραικούς ( Κοραής 1798). Για «τις εκρηκτικές εντά­σεις και τις ρήξεις που γνώρισε η ελληνική πνευματική κοινωνία στα τρία χρόνια που προηγήθηκαν από την επανάσταση του 1821», βλ. και Ηλιού1974: 580. Επίσης, για τις κατευθύνσεις με βάση τις οποίες οργανώνεται και εκφράζεταιη νεωτεριστική-κριτική δραστηριότητα του νεοελληνικού Διαφωτισμού, βλ. Ηλιού 1978.

9 Η σημασία της ανάλυσης αυτής του Χομπσμπάουμ ορισμένες φορές υποτιμάται. Χαρακτηριστική είναι η ακόλουθη εκτίμηση: «Η Επινόηση της παράδοσης , που δημοσιεύθηκε το 1983, την ίδια χρονιά με το βιβλίο του Άντερσον, είναι η πιο σημαντική συνεισφορά του Βρετανού ιστορικού στη συζήτηση για τον εθνικισμό, σημαντικότερη και από τα Έθνη και εθνικισμός από το 1780 έως σήμερα . Όχι μόνο για την πρωτοτυπία της ιδέας, αλλά επίσης και για την ανταπόκριση που βρήκε » (Λιάκος 2005: 94, οι υπογραμμίσεις δικές μου).

10 Στο έργο του Mosse Confronting the Nation. Jewish and Western Nationalism (Αντιμετωπίζοντας το έθνος. Εβραϊκός και δυτικός εθνικισμός), διαβάζουμε: «Η Γαλλική Επανάσταση εγκαινίασε μια νέα εποχή μαζικής πολιτικής, μια εποχή της απεικόνισης και του προφορικού λόγου και όχι τόσο εκείνη που επικεντρωνόταν στο έντυπο κείμενο, το παραδοσιακό όχημα της πολιτικής σκέψης. Σίγουρα, η άνοδος του λαϊκού τύπου παρείχε ένα αποτελεσματικό μέσο πολιτικής προπαγάνδας, αλλά μια τέτοια δημοσιογραφία ήταν προσανατολισμένη στο να παράγει άμεσο αποτέλεσμα και είχε λίγους δεσμούς με την παραδοσιακή πολιτική σκέψη. Τα πολιτικά κινήματα έπρεπε τώρα να απευθύνονται στις εν πολλοίς αναλφάβητες ή ημιμορφωμένες μάζες, των οποίων η προσφάτως διεγερθείσα πολιτική συνείδηση έπρεπε να ληφθεί υπόψη» (Mosse 1993: 61). «Το έθνος μεσολαβούσε τη γενική βούληση του λαού, και ήταν μέσω του έθνους που πίστευαν οι άνθρωποι ότι εκφράζονται» (Mosse 1993: 27).

11 Η Χάνα Άρεντ, παρουσιάζοντας το 1946 το βιβλίο του J. T. Delos La Nation (1944), και επικροτώντας τις απόψεις του συγγραφέα, υποστηρίζει ότι το κράτος μετατράπηκε σε «εργαλείο του έθνους» και ως εκ τούτου σε ολοκληρωτισμό: «Ένας λαός γίνεται έθνος όταν “αποκτά συνείδηση του εαυτού του σύμφωνα με την ιστορία του” […]. Το κράτος από την άλλη είναι μια ανοιχτή κοινωνία, που κυριαρχεί σε μια περιοχή, όπου η εξουσία του προστατεύει και δημιουργεί τον νόμο. Ως νομικός θεσμός, το κράτος γνωρίζει μόνο πολίτες ανεξάρτητα από την εθνικότητα […] Ο εθνικισμός σημαίνει την κατάληψη του κράτους από το έθνος. […] Η κατάληψη του κράτους από το έθνος άρχισε με τη διακήρυξη της κυριαρχίας του έθνους. Αυτό ήταν το πρώτο βήμα που μετασχημάτισε το κράτος σε εργαλείο του έθνους, το οποίο τελικώς κατέληξε σ’ αυτές τις ολοκληρωτικές μορφές εθνικισμού στις οποίες όλοι οι νόμοι ως τέτοιοι ερμηνεύονται σαν μέσα για την ευημερία του έθνους. Είναι επομένως απολύτως εσφαλμένο να βλέπουμε τα δεινά της εποχής μας στη θεοποίηση του κράτους. Είναι το έθνος που σφετερίστηκε την παραδοσιακή θέση του Θεού και της θρησκείας» (Arendt 1993: 208-209).

12 Μόνο το πέρασμα στον σοσιαλισμό είναι αδιανόητο χωρίς επανάσταση. Ούτε η φεουδαρχία διαδέχθηκε τη δουλοκτητική κοινωνία με επανάσταση, ούτε ο καπιταλισμός τη φεουδαρχία κλπ. με επανάσταση.

13 «Στα τέλη του 5ου αιώνα, όπως γνωρίζουμε από τα κατάστιχα του Ερεχθείου, ένα ύψος μισθού μιας δραχμής ημερησίως ήταν συνηθισμένο. Η ημερήσια πληρωμή των ναυτών ήταν επίσης μεταξύ μιας δραχμής ημερησίως […] και μισής δραχμής […] και η ημερήσια πληρωμή των δικαστών [dicasts: ταυτόχρονα δικαστές και ένορκοι, Γ.Μ.] ήταν μισή δραχμή από το 425 και μετά» (Ste. Croix 2004: 43). «Οι φτωχότερες γυναίκες της Αθήνας και, πιθανότατα, άλλων πόλεων εργάζονταν επίσης για μισθούς» (Kyrtatas 2011: 105).

14 «Οι δύο τελευταίες ιδιομορφίες της ισοδύναμης μορφής [της αξίας, Γ.Μ.] που εξετάσαμε γίνονται ακόμα πιο κατανοητές, αν ανατρέξουμε στον μεγάλο ερευνητή, που πρώτος ανάλυσε τη μορφή της αξίας, όπως και τόσες μορφές της νόησης, κοινωνικές και φυσικές μορφές. Πρόκειται για τον Αριστοτέλη» (Μαρξ 1978α: 73).

15 Ο Φρανσουά Πουκεβίλ περιγράφει ως εξής τη σφαγή: «Ο αναγνώστης δύναται να εκλέξη οιονδήποτε παράδειγμα ήθελεν εξ όσων η ιστορία μετέδωκεν ημίν περί εκπορθήσεων και λεηλασιών πόλεων της βιβλικής εποχής, οπότε και αυτά τα ζώα κατεσπαράσσοντο, όπως έχη πιστήν εικόνα της αλώσεως της Τριπολιτσάς. Ημείς βαρυθέντες να περιγράφωμεν σκηνάς ωμοτήτων, αρκούμεθα να αναφέρωμεν μετά φρίκης, ότι οκτακισχίλιοι οπλοφορούντες Τούρκοι διήλθον διά στόματος μαχαίρας, μεγαλείτερος δε αριθμός γυναικών … ελλείπει ημίν το θάρρος όπως συμπληρώσωμεν την φράσιν» (Πουκεβίλ 1996: 291).

16 Εξαιρούνταν μόνο όσοι/ες μπορούσαν να ανταλλαγούν έναντι λύτρων με τις οθωμανικές αρχές. Ο Κολοκοτρώνης γράφει σχετικά για όσα ακολούθησαν την άλωση της Τριπολιτσάς: «Του Σεχνετζίμπεη η φαμηλιά έμεινε μ’ εμέ, 24 άνθρωποι· τον Κιαλίμπεη τον ’πήρε ο Γιατράκος – ο Κεχαϊάς έμεινε αιχμάλωτος με τα χαρέμια και τα ’περίλαβε ο Πετρόμπεης [...]. Έπειτα από 10 ημέρας εβγήκαν όλοι οι Έλληνες με τα λάφυρα και επήγαν εις ταις επαρχίαις τους σκλάβους, σκλάβαις. Σε 10 ημέραις οπού επείκασα ότι οι Έλληνες εσιγουρεύθηκαν τα λάφυρά τους, εκάμαμε συνέλευσι, ο Υψηλάντης, ο Πετρόμπεης και άλλοι, όπου είχαμε αρχήν» (Κολοκοτρώνης 1846: 83-84).