Η οικονομική επιστήμη και ο Ξ. Ζολώτας
του Σεραφείμ Μάξιμου

1. Ο Νόμος της Στενότητας

Η Πολιτική Οικονομία αναχωρεί από την προϋπόθεση, πως η παραγωγή εμπορευμάτων είναι πριν απ' όλα παραγωγή αντικειμένων χρησίμων στον άνθρωπο. Μα εκείνο που εξετάζει δεν είναι η χρησιμότητα τους, είναι η αξία τους. Με το είδος και τη χρησιμότητα του κάθε εμπορεύματος χωριστά ή και όλων μαζί, ασχολούνται ένα σωρό επιστήμες, ιδιαίτερα δε η Εμπορευματολογία. Η Πολιτική Οικονομία όμως δεν καταπιάνεται μ' αυτό. Αυτή εξετάζει την κοινωνική ιδιότητα που έχουνε τα εμπορεύματα ν' ανταλλάσσονται μεταξύ τους σε ορισμένες ποσότητες, σα να είναι όλα τους προϊόντα μιας και της αυτής ανθρώπινης εργασίας.

Η ειδικευμένη εργασία βρίσκεται στη βάση της χρησιμότητας, παράγει το εμπόρευμα σαν αντικείμενο που ικανοποιεί μιαν ορισμένη ανάγκη. Η εργασία όμως γενικά, η αφηρημένη ανθρώπινη εργασία, σαν παραγωγική ανάλωση εργατικής δύναμης, περιέχεται σ' όλα τα εμπορεύματα και δίνει σ' αυτά τη δυνατότητα ν' ανταλλάσσονται μεταξύ τους, παράγει δηλαδή την ανταλλακτική τους αξία. Πάνω στην πρώτη ιδιότητα των αντικειμένων της εργασίας, τη χρησιμότητα τους, οικοδομείται κάθε παραγωγή. Πάνω στη δεύτερη όμως ιδιότητα τους, την ανταλλακτική τους αξία, στηρίζεται ορισμένης κοινωνικής μορφής παραγωγή. Λοιπόν, αντικείμενο της Πολιτικής Οικονομίας δεν είναι η παραγωγή «γενικά», η παραγωγή που αποβλέπει στην πλήρωση αναγκών είναι η παραγωγή ανταλλακτικών αξιών, η παραγωγή για την ανταλλαγή. Μέσα σε μια τέτοια παραγωγή, η εργασία αποτελεί κι αυτή ένα εμπόρευμα, με ορισμένη ανταλλακτική αξία.

Αν δεν κάνουμε τη διάκριση ανάμεσα στις δυο αυτές ιδιότητες της εργασίας, που φανερώνονται μέσα στην ενιαία διαδικασία της παραγωγής και που συντελούν ώστε ένα και το αυτό εμπόρευμα να είναι και χρήσιμο και ανταλλάξιμο, αν πάρουμε την παραγωγή «γενικά», δηλαδή έξω από το κοινωνικό πλαίσιο της και την ιστορική της σχετικότητα και χαρακτηρίσουμε τα προϊόντα της «αγαθά», παραγόμενα προς το σκοπό όχι του κέρδους, αλλά της γενικής ωφέλειας, τότε καταλήγουμε αναπότρεπτα στο αμάλγαμα της «θεωρητικής Οικονομικής» του κ. Ζολώτα, που μας πληροφορεί, από την πρώτη του ακόμα σελίδα (Εισαγωγή - 1. Τα κοινωνικοοικονομικά προβλήματα), πως:

«Ο άνθρωπος, είτε μεμονομένως ζη είτε εις κοινωνίαν, αντιμετωπίζει παντού και πάντοτε, ανεξαρτήτως συστημάτων και θεσμών, εν αμείλικτον πρόβλημα: την στενότητα, την ανεπάρκειαν των μέσων προς ικανοποίησιν των αναγκών του. Δια την λύσιν του προβλήματος τούτου, ο άνθρωπος χρησιμοποιεί την προσωπικήν του ενέργειαν εν συνδυασμώ προς τας φυσικός δυνάμεις. Ήδη όμως με την πρώτην του προσπάθειαν ανακαλύπτει, ότι αϊ υπ' αυτού διατιθέμενοι δυνάμεις είναι ανεπαρκείς έναντι των αναγκών του, αϊ οποίαι ουσιαστικώς είναι απεριόριστοι. Η διαπίστωσις αυτή γεννά το πρόβλημα εις τον άνθρωπον: πώς δια των διατιθεμένων υπ' αυτού περιωρισμένων δυνάμεων θα δυνηθή να επιτυχή την πληρεστέραν ικανοποίησιν των αναγκών του. Η επιδίωξις της καλύτερος λύσεως του προβλήματος τούτου οδηγεί εις την οικονομικήν συνεργασίαν των ατόμων εις την κοινωνίαν, εκδηλουμένην δια του καταμερισμού των έργων μεταξύ των. Δεν παράγει πλέον κάθε άνθρωπος ή οικογένεια ή οικονομική μονάς όλα τα αγαθά δια την κάλυψιν των αναγκών της, αλλά συνήθως περιορίζεται ή συνεργάζεται εις την παραγωγήν ενός μόνου είδους αγαθών.».

Θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει, ότι ο συγγραφέας σπεύδει να προκαταλάβει μονομιάς τον αναγνώστη, πάνω σ' ένα θέμα όπου δεν είναι αρκετά ή δεν είναι καθόλου παρασκευασμένος. Να του διατυπώσει δε την άποψη του αξιωματικά, κατά τρόπο απόλυτο, τόσο απόλυτο, ώστε από την άμεση αποδοχή της «θέσης» που παίρνει στο πρόβλημα της στενότητας να εξαρτάται η τύχη του έργου του. Δεν προσπαθεί να του αποδείξει, ότι, υπάρχει στενότητα στα «αγαθά» και τις «υπηρεσίες», αλλά, βέβαιος ότι έτσι είναι, αρπάζει το ζώο από τα κέρατα. Αντί να συναγάγει το αξίωμα από την έρευνα, υποτάσσει την έρευνα στο αξίωμα. «Εν αρχή ην ο λόγος...»

Μεθοδολογικά παρμένη, μια τέτοια τοποθέτηση πάνω στο πρόβλημα, είναι ολότελα αντεπιστημονική και μάλιστα επικίνδυνη, επειδή ο συγγραφέας παραμελεί τη σχετικότητα της ανθρώπινης γνώσης και δε μεταφέρει καν στον άνθρωπο αυτό που λέει ότι αποδέχεται για ό,τι αφορά τα οικονομικά φαινόμενα, ότι βρίσκουνται σε μια σχέση αλληλεξάρτησης και συνάρτησης. Αν τα οικονομικά φαινόμενα αλληλοσυναρτούνται και αλληλεπηρεάζουνται, πότε στη σχέση της αιτίας και πότε του αποτελέσματος, τότε η ανθρώπινη γνώση, κατά μεγαλείτερο λόγο, είναι εκδήλωση αντικειμενικών και υποκειμενικών συναρτήσεων. Μα η συνάρτηση δίνει τη σχετικότητα και του αιτίου και του αποτελέσματος, την αμοιβαία σχέση της στιγμής, αυτό δε μεταφερόμενο στη θεωρία καταρρίπτει άμεσα τα a priori αξιώματα που μας τα έχει μεταφέρει η μεσαιωνική θεολογία και ο μεταμεσαιωνικός ιδεαλισμός. Για να παραδεχθεί κανείς το αξίωμα ότι «ο άνθρωπος αντιμετωπίζει παντού και πάντοτε ανεξαρτήτως συστημάτοον και θεσμών εν αμείλικτον πρόβλημα: την στενότητα, την ανεπάρκειαν των μέσων προς ικανοποίησιν των αναγκών του», πρέπει να παραδεχθεί από πριν ότι ο κ. Ζολώτας είναι ο Καντ της οικονομικής επιστήμης και της κοινωνιολογίας! Μα αυτό θα ήτανε πάρα πολύ...

Αν αφήσουμε το μεθοδολογικό μέρος, το νόημα απ' όλη αυτή την παράγραφο είναι, ότι ο συγγραφέας μιλά έξω από την ιστορία και έξω από κάθε δυνατότητα μιας υποφερτής ερμηνείας της. Ο «άνθρωπος» π.χ. (η ανθρώπινη κοινωνία) δε διεπίστωσε ποτέ ότι «αϊ υπ' αυτού διατιθέμενοι δυνάμεις είναι ανεπαρκείς έναντι των αναγκών του, αϊ οποίαι ουσιαστικώς είναι απεριόριστοι». Αυτό το διαπιστώνει ο κ. Ζολώτας και η σχολή ή οι σχολές που ακολουθεί, όχι ο «άνθρωπος». Συνείδηση των προβλημάτων του ο άνθρωπος έλαβε όχι «με την πρώτην του προσπάθειαν», αλλά βαθμιαία, μέσα σε χιλιάδων ετών εξέλιξη, που καλύπτει στάδια ολόκληρα της ζωής μας, κατά τα οποία δεν υπήρχανε δυστυχώς Πανεπιστήμια όπου να διδάσκεται ο νόμος της στενότητας! Άργησε δε πολύ περισσότερο να φθάσει στον καταμερισμό των έργων - πολλές δεκάδες χιλιάδες χρόνια περάσανε εν τω μεταξύ -, που, στη μορφή με την οποία τον παρουσιάζει ο κ. Ζολώτας, είναι χθεσινός ακόμα σε σύγκριση με την ανθρώπινη ιστορία. Ο κ. Ζολώτας παίρνει τη σύγχρονη κοινωνία με την αναπτυγμένη ανταλλακτική οικονομία της που βασίζεται στον καταμερισμό των έργων και την κολλά στον πρωτόγονο άνθρωπο! Αυτό είναι ακατανόητο. Πριν διδάξει Πολιτική Οικονομία, θα έπρεπε να μελετήσει την ανθρώπινη κοινωνία στα πιο χαρακτηριστικά σημεία της διαδρομής της, για να κατανοήσει, ότι το ανθρώπινο είδος έζησε συγκροτημένο εδώ κ' εκεί σε γένη και φυλές επί αιώνες, χωρίς να έχει καμμιά συνείδηση των μέσων σχετικά με τις ανάγκες του και χωρίς κανένα καταμερισμό των έργων μόνιμο, εκτός εκείνου που κατά έναν ενστικτώδη τρόπο πραγματοποιούσε κατά τη δράση του προς το περιβάλλον και πάνω σε ορισμένες εκδηλώσεις (το κυνήγι, την αλιεία).

Στην ουσία ο κ. Ζολώτας θέλει να διατυπώσει το απεριόριστο των αναγκών κατέναντι του περιορισμένου των μέσων και, αντί να εντοπίσει το πρόβλημα αυτό στην έκταση και τη μορφή που έχει μέσα στο διέπον σύστημα της νεώτερης ανταγωνιστικής οικονομίας, δηλαδή μέσα στην ιστορική του σχετικότητα, το καθολικεύει και το καθιστά νόμο ακατάλυτο της ζωής μας, δίνοντας έτσι στην ανθρώπινη ύπαρξη ένα τόνο τραγικό, ικανό να εμπνεύσει στις ευαίσθητες ψυχές μια καλλιτεχνική δημιουργία στο δράμα. Απελπιστική είναι η εικόνα που εξελίσσεται μπροστά μας, όπου ο άνθρωπος παλαίει, χωρίς ποτέ να φθάσει σ' ένα σημείο ισορρόπισης αναγκών και μέσων, επειδή η φύση του αρνείται τις απεριόριστες ικανοποιήσεις, δεν του παρέχει επάρκεια, του στέκεται δηλαδή ανυπέρβλητο εμπόδιο, καθ' όλη τη διαδρομή του στο χρόνο και το διάστημα. Σχεδόν σα να βρίσκεται σε αιώνια υποβολιμαία εχθρότητα προς το περιβάλλον του ο άνθρωπος, το φυσικό του περιβάλλον, σχεδόν σα να έχει εξαντλήσει όλες τις κατακτήσεις του, με τελικό καταστάλαγμα να διαπιστώνει την αδυναμία του, μπροστά στην ακατανίκητη αντίσταση της φύσης. Μια τέτοια απαισιοδοξία έχει την προέλευση της όχι στην ιστορία της κοινωνικής ζωής, που είναι μια αέναη πορεία προς την πρόοδο, με διακοπές, κενά, υποχωρήσεις και άλματα, αλλά στη σύγχιση των υποκειμενικών σχολών της Πολιτικής Οικονομίας, τις θεωρίες των οποίων ασπάζεται ο κ. Ζολώτας, με τη σχετική εκλεκτικότητα που χαρακτηρίζει όλες αυτές μαζί τις σχολές.

Ας ξαναγυρίσουμε όμως μια στιγμή στο κείμενο:

«Ο άνθρωπος, είτε μεμονωμένως ζη είτε εις κοινωνίαν, αντιμετωπίζει παντού και πάντοτε, ανεξαρτήτως συστημάτων και θεσμών, εν αμείλικτον πρόβλημα: την στενότητα, την ανεπάρκειαν των μέσων προς ικανοποίησιν των αναγκών του».

Το πρώτο που έχουμε να πούμε είναι, ότι ο άνθρωπος δε ζει και δεν έζησε ποτέ, απ' όσα γνωρίζουμε και απ' όσα ο κ. Ζολώτας οφείλει να γνωρίζει, δεν έζησε ποτέ «μεμονομένως» ή «είτε μεμονωμένως», αλλά μόνο σε κοινωνία. Υπό την έποψη αυτή, υπάγεται στην κατηγορία εκείνη των ζώων, που έχουνε το χαρακτηριστικό να έλκονται αμοιβαία και διαρκώς, κατ' αντίθεση προς τα μονήρη ζώα, που είτε απωθούνται, είτε φεύγουνε, είτε μένουνε αδιάφορα τα μεν προς τα δε. Την αμοιβαία αυτήν έλξη που συσσωματώνει το είδος, την απαντούμε και σε πολλά άλλα ζώα και πτηνά, όπως οι κάστορες που κτίζουνε τις καλύβες τους τη μια κοντά στην άλλη πλάι στα ποτάμια ή ένα είδος στρουθοειδή (tisserius) που κτίζουνε τις φωλιές τους τη μια πλάι στην άλλη με κοινή στέγη και κοινούς διαδρόμους, όπως οι μέλισσες, τερμίτες, μυρμήγκια κτλ., γνωστά από την ιστορία των ζώων και από άπειρες ειδικές εργασίες, μερικές από τις οποίες μάλιστα, όπως ο «Βίος των ζώων» του Α. Brehm (μετ. Ν. Γερμανού), μας παρουσιάζουνε την κοινωνική ζωή των ειδών αυτών σαν αξιομίμητο παράδειγμα. Έτσι και στην πιο πρωτόγονη ύπαρξη του το είδος των ανθρωποειδών ζούσε κοινωνικά, πριν από τον άνθρωπο ακόμα, η κοινωνία του οποίου διακρίνεται με την κατάκτηση της τεχνικής. Και, πραγματικά, εκείνο που μας ξεχωρίζει, εκείνο που μας έκανε να ξεχωρίσουμε από τα ζώα, είναι η τεχνική, είναι δηλαδή η παραγωγή των μέσων της ύπαρξης μας με ορισμένα εργαλεία. Αυτό δεν έγινε από το μεμονωμένο άνθρωπο, αλλά από την ανθρώπινη κοινωνία.

Είναι, κατά συνέπεια, ολότελα φανταστική η ύπαρξη ανθρώπου που να ζει μεμονωμένα, αν δεν τύχαινε να συμβεί στη σύγχρονη ή και παλαιότερη ζωή, είτε από ναυάγιο, είτε από αεροπορικό δυστύχημα, είτε από κατακλυσμό - για να θυμηθούμε την περίπτωση Νώε, τότε θα είχαμε να κάνουμε μ' εν' απομονωμένο κοινωνικό άτομο, που, αν και φυσικά ξεχωριστό, κατέχει τις μέσες γνώσεις της κοινωνίας της εποχή σ του.

Προχωρούμε παρακάτω: Το πρόβλημα των μέσων που απαιτούνται για την ικανοποίηση των αναγκών του, ο άνθρωπος δεν το αντιμετώπισε ποτέ ανεξάρτητα από συστήματα και θεσμούς, όπως διατείνεται, ο κ. Ζολώτας, αλλά σε άμεση εξάρτηση προς τα συστήματα και τους θεσμούς του βίου του. Το πρόβλημ' αυτό εκφράζει πριν απ' όλα μια σχέση ανάμεσα στον άνθρωπο και στη φύση, που δεν είναι ποτέ η ίδια σε κάθε εποχή. Στο πρώτο - υποθετικό έστω - στάδιο της ύπαρξης του ο άνθρωπος έτρωγε ό,τι το άμεσο φυσικό του περιβάλλον του παρείχε: καρπούς, σπόρους, ρίζες και μικρά ζώα. Σήμερα όμως έχει ένα σωρό αναλώσιμα είδη, που τα παράγει γνωρίζοντας στην πορεία της ιστορίας τις ιδιότητες τους, πράγμα που οφείλεται στην κατάκτηση του γύρω του φυσικού κόσμου. Η αφάνταστα μεγάλη αυτή διαφορά είναι τάχατες ανεξάρτητη από συστήματα και θεσμούς; Στο πρώτο στάδιο ο άνθρωπος υπόκειται τυφλά στους φυσικούς νόμους, που τους αγνοεί. Σήμερα όμως τους γνωρίζει και τους κυριαρχεί. Το πρόβλημα των μέσων της συντήρησης του έμπενε αλλιώς τότε, ήτανε διαφορετικό κατά την αρχαιότητα και ολότελα διάφορο στους νεώτερους χρόνους. Οι διαφορετικές αυτές τοποθετήσεις, μας δίνουνε την εξάρτηση του προβλήματος από τα παραγωγικά μέσα και τις παραγωγικές δυνάμεις, που προσδιορίζουνε τις μορφές του κοινωνικού βίου, οι οποίες πάλι μορφές του βίου είτε βοηθούν είτε αναστέλλουν την ανάπτυξη της πάλης του ανθρώπου προς τη φύση, είτε κάνουνε και το ένα και το άλλο στις διάφορες φάσεις τους. Ένα σωρό εφευρέσεις και ένα σωρό πραγματοποιήσεις αργήσανε να γίνουν ή και ματαιώθηκαν ολότελα από εμπόδια κοινωνικά. Άλλως τε και ολόκληρη η ιστορία των εφευρέσεων είναι μια πάλη κατά των μορφών της κοινωνικής συντήρησης, που αποτυπώνεται με δραματικότητα στον ατομικό βίο των μεγάλων δημιουργών της επιστήμης. Άσχετα όμως με τις καθέκαστα περιπτώσεις, η εξάρτηση του προβλήματος της ανθρώπινης ζωής από την κατάκτηση της τεχνικής και την οργάνωση της εργασίας, καθώς και της τελευταίας αυτής από τη μορφή του κοινωνικού βίου, ακόμα δε και από τις διακυμάνσεις και μεταβολές στο εσωτερικό της κοινωνίας, είναι περισσότερο από άμεση, είναι οργανική. Έτσι, δε μπορούμε να πούμε ότι η τεράστια ανάπτυξη των παραγωγικών μέσων και των παραγωγικών δυνάμεων, που σημειώθηκε από το 18ο αιώνα ως τα σήμερα και που έδωσε ολότελα διάφορη όψη στο πρόβλημα. είναι άσχετη με το όλο νεώτερο οικονομικό και κοινωνικό σύστημα. Δε λέγονται αυτά, κ. Ζολώτα, πολύ δε περισσότερο δε διδάσκονται.

Η σχέση που υπάρχει ανάμεσα στο πρόβλημα της ανθρώπινης ζωής και στα συστήματα και τους θεσμούς που κάθε φορά κυριαρχούνε, δηλαδή την κοινωνική μορφή του ανθρώπινου βίου, είναι τόσο άμεση, ώστε το όλο αυτό πρόβλημα και στις δύο όψεις του, δηλαδή και από την πλευρά της παραγωγής που καθορίζει κάθε φορά τις παραγόμενες ποσότητες και από την πλευρά της κατανομής, να παρουσιάζει αλληλαιτιότητα και αλληλεξάρτηση. Έτσι π.χ. δε θα μπορούσαμε ποτέ να φαντασθούμε το θεσμό της δουλείας στην αρχαιότητα χωρίς την προΰπαρξη περισσευόντων αγαθών αναγκαίων για τη συντήρηση των δούλων, ούτε δε πάλι την περίσσεια των αγαθών σε μεγαλύτερη κλίμακα και τον εμπορικό εξαπλωτισμό των αρχαιοελληνικών πόλεων, χωρίς την κατά μάζες εργασία των δούλων. Τα ίδια και όσον αφορά τους νεώτερους χρόνους, όπου η συγκέντρωση των παραγωγικών μέσων και των εργατών στις μεγάλες χειροτεχνίες ήταν η συνέπεια του εμπορίου σε μεγάλη κλίμακα και ταυτόχρονα το κίνητρο της μεγαλύτερης εμπορικής επικράτησης, που κι αυτή πάλι δε θα μπορούσε να πάρει την έκταση, που έχει σήμερα, αν με την προϊούσα διαχώριση των παραγωγών από τα μέσα της παραγωγής δεν είχαμε τις κοινωνικές εκείνες αλλοιώσεις που καταστήσανε αναγκαία τη μορφή της σημερινής κοινωνίας.

Αλλά τι είναι αυτό καθαυτό το πρόβλημα της στενότητας, της ανεπάρκειας των μέσων προς ικανοποίηση των αναγκών μας; Αν το πάρουμε στην αντικειμενικότητα του, είναι καθαρά μεταφυσική, θ' αποτελούσε πλάνη ακατανόητη ν' αποδίδαμε στη φύση ιδιότητες που δεν έχει, να την υποκειμενικοποιήσουμε, να λέγαμε δηλαδή ότι τα αγαθά που μας παρέχει και που μας είναι αναγκαία είναι πάντα λιγότερα εκείνων που μας χρειάζονται, επειδή οι μεν ανάγκες μας είναι μεταβλητές, πολλαπλασιαστές, ενώ οι ποσότητες που αυτή (η φύση) περικλείει είναι τάχα αμετάβλητες. Στην ουσία, ούτε ο κ. Ζολώτας παραδέχεται μια τέτοια απόλυτη και αληθινά παράλογη διαπίστωση· γι' αυτό και αποδέχεται τη σχετικότητα του νόμου της στενότητας, διδάσκει δηλαδή πως ναι μεν η φύση μας δίνει κάθε φορά και περισσότερα, αλλ' αυτά που κάθε φορά της αποσπούμε είναι πάντα λιγότερα εκείνων που μας αναγκαιούν, άρα υπάρχει πάντα μια και η αυτή δυσαναλογία, άσχετα αν τα επίπεδα της μετακινούνται σε ύψος ή είναι στάσιμα, επειδή και αν το ύψος της παραγωγικότητας της εργασίας ανέβει, οι ανάγκες ανεβαίνουνε δυσανάλογα. Μέσα λοιπόν σ' αυτήν τη σχετικότητα παρουσιάζεται κάτι το απόλυτο, το τόσο απόλυτο, που να 'μπορεί να διατυπωθεί σα νόμος. Μάλιστα και τη δυσαναλογία αυτή ανάμεσα στις παραγωγικές δυνατότητες και τις ανάγκες, ο κ. Ζολώτας την παρουσιάζει πολύ διαφορετική στους δυο συντελεστές της. Γιατί κατ' αυτόν ο άνθρωπος είναι υποχρεωμένος να περιορίζει συνεχώς τις ανάγκες του. Που σημαίνει ότι η παραγωγικότητα βρίσκεται σε μια σχέση φθίνουσα προς τις ανάγκες κ' επειδή η φθίνουσα αυτή σχέση θα οδηγούσε - ίσως - τον άνθρωπο στην εξαφάνιση, αντιμετωπίζεται με τον περιορισμό των αναγκών κ' επέρχεται έτσι σχετική ισορροπία.

Πρώτη άποψη: Τα δυο αντιτιθέμενα στοιχεία, δηλαδή το αντικείμενο - η φύση - και το υποκείμενο - ο άνθρωπος, η ανθρώπινη κοινωνία, δε βρίσκουνται μεταξύ τους σε σχέσεις ποσοστικές, αλλά ποιοτικές. Μέσα στις αυτές συνθήκες του φυσικού περιβάλλοντος, ο άνθρωπος αφομοιώνει τα υλικά στοιχεία που του είναι κάθε φορά αναγκαία, σε ποσότητες μεγαλείτερες ή μικρότερες, ανάλογα με την οργάνωση της παραγωγής που προϋποθέτει και ανταποκρίνεται σε μια καθορισμένη κοινωνική μορφή. Αφ' ετέρου, μια και η αυτή ποσότητα εργασίας, μπορεί να πραγματοποιηθεί σε μεγαλείτερες ή μικρότερες ποσότητες αγαθά, αν η τεχνική της κοινωνίας είναι υψηλότερη ή χαμηλότερη. Σ' όλες αυτές τις περιπτώσεις και σε πολλές άλλες, το αντικείμενο - η φύση - είναι το ίδιο, το υποκείμενο όμως αλλάζει θέση. Η ποιοτική αυτή αλλαγή στις σχέσεις υποκειμένου και αντικειμένου βρίσκεται μέσα στη δράση του ενός προς το άλλο, η οποία δράση, ενστικτώδης στην αρχή, συνειδητοποιείται βαθμιαία, αποκρυσταλλώνεται σε εμπειρία, κατακτάται σα γνώση των ιδιοτήτων του αντικειμένου. Κάθε μια τέτοια κατάκτηση γίνεται αιτία πολλών άλλων, εκφράζεται δε μέσα στην κοινωνία μ' ένα σωρό τεχνικές και άλλες πραγματοποιήσεις που αυξάνουνε τη δυναμικότητα της κατέναντι στη φύση, με αποτέλεσμα την απόκτηση περισσότερων αγαθών. Η βαθμιαία όμως γνωριμία, των ιδιοτήτων του αντικειμένου, είναι ταυτόχρονα και γνωριμία του όλου κόσμου, δηλαδή κατάκτηση της φύσης στο σύνολο της, που επιτυγχάνεται πότε με την αναγωγή του μερικού στο γενικό και πότε αντίθετα, ολοκληρώνεται δε στη γνώση των νόμων που διέπουνε το περιβάλλον μας, μέσα στο οποίο είμαστε κ' εμείς. Οι νόμοι αυτοί υπάρχουνε στην αντικειμενικότητα, πραγματοποιούνται δε στην υλική μας ζωή, στο πεδίο της παραγωγής και της εν γένει οικονομικής δράσης, που δεν είναι παρά η αντικειμενική χρησιμοποίηση τους προς το σκοπό της ευζωίας και μαζί μ' αυτό η αντικειμενική απόδειξη της ύπαρξης τους.

Για να συγκεφαλαιώσουμε: Ένα και το αυτό περιβάλλον μπορεί να δώσει στον άνθρωπο πολύ περισσότερα αγαθά, στα διάφορα στάδια της προόδου της ανθρώπινης κοινωνίας, πράγμα που σημαίνει πως οι δυνατότητες της εκμετάλλευσης του είναι απεριόριστες. Τούτο όμως είναι ταυτόσημο με το αντίθετο του νόμου της στενότητας, που παρουσιάζει τις ανθρώπινες ανάγκες μεγαλείτερες από τη δυνατότητα της ικανοποίησης τους, δηλαδή διαπιστώνει αντικειμενικήν ανεπάρκεια. Αν πραγματικά υπήρχε μια τέτοια ανεπάρκεια, τότε θα καταλήγαμε από την πίσω πόρτα στις Μαλθουσιανές θεωρίες για τον πληθυσμό που βρήκανε την πιο λαμπρή αποδοκιμασία τους μέσα στην πραγματικά τεράστια ανάπτυξη της παραγωγής κατά τα τελευταία εκατό χρόνια.

Δεύτερη άποψη; Ολόκληρη η οικονομική ιστορία αποδεικνύει πως η παραγωγή σε ολοένα και μεγαλείτερη κλίμακα είναι ανεξάντλητη, αδιάφορο αν ικανοποιούνται ή όχι οι ανάγκες μας, επειδή η ικανοποίηση των αναγκών μας είναι συχνά κάτι το άσχετο με την ύπαρξη αγαθών σε μικρές ή μεγάλες ποσότητες και πολύ σχετικό με την ανταλλαγή τους. Το αν μερικοί άνθρωποι - αρκετοί είναι ξυπόλητοι, αυτό δε σημαίνει πως υπάρχει ανεπάρκεια παπουτσιών στις βιτρίνες των μαγαζιών, όπως η πείνα δεν αποδεικνύει ανεπάρκεια σιταριών στις χώρες που παράγονται ή στις ιδιωτικές αποθήκες των σιτεμπόρων. Αλλά αυτό είναι άλλο κεφάλαιο. Εκείνο που τυπικά μας ενδιαφέρει τώρα είναι αν αυτά που παράγει ο άνθρωπος επαρκούνε για τις πολλαπλασιαζόμενες ανάγκες του, αν δηλαδή υπάρχει αντικειμενική στενότητα. Λοιπόν, όλη η ιστορία της πάλης του ανθρώπου προς τη φύση δεν επιβεβαιώνει σε κανένα της σημείο μια τέτοια αντικειμενική στενότητα, αλλά αποδεικνύει το αντίθετο: ότι δηλαδή τα αγαθά, τις ιδιότητες των οποίων γνωρίζουμε αφού τα παράγουμε είτε μέσω της φύσης είτε μιμούμενοι τη φύση, υπάρχουνε σε απεριόριστες ποσότητες και ότι οι περιορισμένες ποσότητες που αντλούμε δεν αποδεικνύουνε την ανεπάρκεια τους, αλλά τη σχετικότητα της παραγωγικής μας ικανότητας. Το ποσοτικά απεριόριστο των αγαθών αποδεικνύεται από την ως τα τώρα προϊούσα παραγωγικότητα της εργασίας, που δε βρίσκει εμπόδιο στο αντικείμενο, αλλά στην εν γένει οργάνωση του υποκειμένου (τεχνική, οικονομική, κοινωνική). Να πει κανείς πως η φύση δε μας παρέχει σε επαρκείς ποσότητες εκείνα που κάθε φορά μας αναγκαιούνε, είναι το ίδιο σα να λέγει, πως, πριν ανακαλυφθούνε οι ιδιότητες που έχουνε το πετροκάρβουνο, το πετρέλαιο, το καουτσούκ, η φύση δεν είχε στους κόλπους και την επιφάνεια της πετροκάρβουνο, πετρέλαιο, καουτσούκ. Ή ότι ο τόπος μας - η Ελλάδα - δεν μας επαρκεί να ζήσουμε και πρέπει να διοχευτεύσουμε προς τα έξω πληθυσμό. Στην πραγματικότητα όμως δεν είναι το έδαφος, το υπέδαφος, η θάλασσα, ο φυσικός γενικά πλούτος του τοπίου μας, που δε μας παρέχει αυτήν την επάρκεια, αλλά η απελπιστικά καθυστερημένη παραγωτική μας οργάνωση. Κατά συνέπεια, ο νόμος της στενότητας δεν έχει καμμιά αξία.

Υπάρχουνε βέβαια και περιπτώσεις, όπου η παραγωγικότητα της εργασίας μπορεί να εξαντληθεί, μέσα στην ποσοτική ανεπάρκεια της ύλης ή σε ορισμένες ιδιότητες της. Αυτό συμβαίνει π.χ. με μερικά ανθρακοφόρα ή άλλα κοιτάσματα ορυκτά, που εξαντλούνται σ' ένα χρονικό διάστημα ή με τη γεωργική παραγωγή ορισμένων ειδών, που περιορίζεται ποσοτικά, από το ιδιοσύστατο του εδάφους ή τη γονιμότητα του. Όμως όλες μαζί αυτές οι περιπτώσεις δε διασπούνε τη γενική διαδικασία της παραγωγής, που είναι ενιαία και αποτελεί συνεχή απορρόφηση ολοένα και μεγαλείτερων ποσοτήτων ύλης. Εξ' άλλου, οι μονομέρειες αυτές αντισταθμίζονται με την παραγωγή συνθετικών προϊόντων, με την αντικατάσταση συγγενικών ειδών στην αμοιβαία χρήση τους κτλ. Κ' έχουμ' έτσι τη διέπουσα τάση της όλης οικονομικής εξέλιξης, που είναι η αέναη παραγωγή μέσων παραγωγής και μέσων συντήρησης, που ικανοποιούνε τις εκάστοτε ανάγκες.

Τρίτη άποψη: Στην πραγματικότητα το «αγωνιώδες πρόβλημα» του κ. Ζολώτα έγκειται στη συσχέτιση μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης, μα ο λόγος για τον οποίο ο συγγραφέας αποφεύγει να το τοποθετήσει στο ιστορικό του σημείο είναι, γιατί επιμένει να εξετάζει την «παραγωγή γενικά» και όχι την παραγωγή τη σημερινή, δηλαδή την παραγωγή μέσα στην ανταλλακτική οικονομία. Εξ άλλου, ο κ. Ζολώτας χρειάζεται απόλυτα το νόμο της στενότητας, γιατί πρόκειται να τον μεταφέρει αργότερα στην Πολιτική Οικονομία σα στοιχείο προσδιοριστικό της αξίας που έχουνε τα εμπορεύματα.

Λοιπόν, τα μέσα - τα αγαθά -, με τα οποία ο άνθρωπος ικανοποιεί τις ανάγκες του, παράγονται κάθε φορά σε ορισμένες ποσότητες - αυτό είναι αναντίρρητο -, που καθορίζονται από τη δεδομένη τεχνική, συγκροτημένη στον παραγωγικό μηχανισμό κατά ανισόποσες συνθέσεις, όσον αφορά τις ποσότητες της εργασίας και τα παραγωγικά μέσα. Από την άποψη της Πολιτικής Οικονομίας, οι συνθέσεις αυτές μας δίνουνε την οργανική σύσταση του κεφαλαίου, την κατάτμηση του σε σταθερό και μεταβλητό κεφάλαιο, σε ποσότητες ίσες ή άνισες προς τη μια ή την αντίθετη διεύθυνση. Κάθε μια από τις οργανικές αυτές συστάσεις εκφράζει την παραγωγικότητα της εργασίας, ανταποκρίνεται δε σε ορισμένες φάσεις της ανθρώπινης ζωής και τις χαρακτηρίζει μάλιστα. Έτσι, μπορούμε να πούμε πως η παραγωγή στην αρχαιότητα ήταν ανάλωση μεγάλων ποσοτήτων ανθρώπινης δύναμης, σε αναλογία μικρότερων παραγωγικών μέσων, που κι αυτά πάλι τα χαρακτήριζε η ατέλεια και η κατάτμηση· ενώ η σύγχρονη παραγωγή είναι συγκέντρωση μεγάλων μέσων, σε αναλογία μικρών ποσοτήτων δυνάμεων εργασίας. Στο πεδίο της παραγωγής ο συσχετισμός αυτός εκδηλώνεται στο γεγονός, ότι μια ολοένα και πιο μικρή μάζα εργασίας παράγει μια ολοένα και μεγαλείτερη μάζα εμπορεύματα. Μολονότι οι οργανικές αυτές συστάσεις των παραγωγικών μονάδων δεν είναι οι ίδιες σε κάθε κλάδο της οικονομίας ωστόσο μας δίνουνε - στο σύνολο τους - τη μέση αποδοτικότητα της εργασίας, που εκφράζεται σε μια μέση ποσότητα εμπορεύματα που ικανοποιούν τις ανάγκες μας. Έτσι, ξέρουμε πως η γερμανική Βιομηχανία παράγει τόσους τόννους χάλυβα, η αγγλική ή η αμερικανική τόσους κλπ. Σε ποια σχέση βρίσκουνται οι παραγόμενες αυτές ποσότητες προς τις ανάγκες μας;

Πριν απ' όλα, οι ανάγκες μας καθορίζονται από το βαθμό της όλης κοινωνικής μας εξέλιξης, που διανύει τα διάφορα στάδια της μέσα σ' ένα σωρό αντιφάσεις. Δεν είναι, κατά συνέπεια, οι ίδιες για κάθε εποχή, είναι όμως κάθε φορά ορισμένες. Όπως δε η παραγωγικότητα της εργασίας μας δίνει, στη συγκεκριμένη περίοδο που εξετάζουμε, τις δυνάμενες να παραχθούνε - όχι τις παραγόμενες - ποσότητες, έτσι και, στο πεδίο των αναγκών, υπάρχει και το πολλαπλασιαστό και το δεδομένο. Να πούμε πως οι παραγόμενες σήμερα ποσότητες εμπορεύματα είναι το μάξιμουμ που θα παράγει η ανθρωπότητα στο μέλλον, αποτελεί εξ ίσου σφάλμα, όσο και το να πούμε πως οι σημερινές ανάγκες μας θα είναι οι ίδιες στο μέλλον. Να φαντασθούμε πάλι πως στην πρωτόγονη κοινωνία οι άνθρωποι είχανε τις ίδιες ανάγκες με μας ή ότι τις είχανε «εν δυνάμει», είναι ανόητο. Οι ανάγκες παράγονται μέσα και χάρη στη γενική αναπαραγωγή της κοινωνίας, η πιο κατηγορηματική δε απ' όλες είναι η ανάγκη της παραγωγής. Ο πρωτόγονος άνθρωπος δεν αισθανότανε την ανάγκη του ραδιοφώνου ή του τηλεφώνου, απλούστατα γιατί δεν υπήρχε αντικειμενικά η ανάγκη αυτή. Τούτο σημαίνει πως η πρόοδος της κοινωνίας γεννά ανάγκες, μα επειδή η πρόοδος της κοινωνίας είναι πριν απ' όλα ανάπτυξη των παραγωγικών της μέσων και δυνάμεων, έπεται ότι κάθε ανάπτυξη της παραγωγής αναπτύσσει και νέες ανάγκες και ταυτόχρονα καθιστά δυνατή την πραγματοποίηση τους. Από την άποψη αυτή, μπορούμε να πούμε, πως η παραγωγή αγαθών είναι και παραγωγή αναγκών, αλλά και παραγωγή των όρων και των προϋποθέσεων, τεχνικών και άλλων, μέσα στις οποίες οι δεδομένες ανάγκες ικανοποιούνται. Μια από τις κυριώτερες προϋποθέσεις που απαιτούνται για να ικανοποιούνται οι εκάστοτε ανάγκες μας, είναι η παραγωγή των μέσων παραγωγής. Με δεδομένους όλους τους άλλους συντελεστές, η παραγωγή εργαλείων καθορίζει σ' ένα μεγάλο σημείο το βαθμό στον οποίο ικανοποιούνται οι ανάγκες μας.

Δεν είναι λοιπόν σωστό αυτό που ο κ. Ζολώτας αναφέρει, πως: «Ήδη όμως με την πρώτην του προσπάθειαν (ο άνθρωπος) ανακαλύπτει, ότι αϊ υπ' αυτού διατιθέμενοι δυνάμεις είναι ανεπαρκείς έναντι των αναγκών του, αϊ οποίοι ουσιαστικώς είναι απεριόριστοι». Στην αρχή της εισαγωγής του ο κ. Ζολώτας μιλούσε για ανεπάρκεια μέσων, ενώ τώρα αναφέρεται σε ανεπάρκεια δυνάμεων. Αλλά, είτε για το ένα πρόκειται είτε για το άλλο, εκείνο που αντιτάσσεται είναι πως οι ανάγκες και οι δυνατότητες της πραγματοποίησης τους βρίσκουνται σε μια ανταπόδοση τέτοια που να μην επιτρέπεται να πούμε, ότι «ευθύς με την πρώτη μας προσπάθεια ανακαλύπτουμε» πως ξαφνικά οι ανάγκες μας είναι μεγαλείτερες και οι δυνατότητες της ικανοποίησης τους μικρότερες. Το αντίθετο μάλιστα θα ήτανε σωστό να πούμε πως «ανακαλύψαμε»: ότι η ανθρωπότητα παράγει ολοένα και σε μεγαλύτερες ποσότητες εκείνα που της είναι αναγκαία και πως κάθε νέα ανάγκη γίνεται αφορμή να αναπτύσσεται πιο πολύ η παραγωγή. Κατά τρόπο που ο ρυθμός με τον, οποίο μεγαλώνουν οι ανάγκες μας να είναι βραδύτερος από το ρυθμό με τον οποίο αυξάνεται η παραγωγή των αντικειμένων που προορίζονται για την ικανοποίηση τους. Το βλέπουμε άλλως τε αυτό έκδηλο κάθε φορά που ξεσπούν οι κρίσεις, όπου τεράστιες ποσότητες αγαθά καταστρέφονται, άσχετα αν πολλές ανάγκες εκατομμυρίων ανθρώπων μένουν ανεκπλήρωτες.

Όμως οι κρίσεις - και όταν ακόμα είναι κρίσεις υπερπαραγωγής - δε μαρτυρούνε παρά την αναρχία που βασιλεύει μέσα στην παραγωγή, όχι δε και την επάρκεια από την πλευρά των ικανοποιήσεων. Αν τις αφήναμε κατά μέρος και παίρναμε - λένε - την κατ' άτομο μέση παραγωγικότητα της εργασίας, με τα δεδομένα τεχνικά μέσα, θα διαπιστώναμε πως υπάρχει ανεπάρκεια, ότι δηλαδή τα αγαθά θα είναι λιγώτερα των όσων απαιτούνται. Μια τέτοια όμως άποψη στηρίζεται στα πιο λανθασμένα δεδομένα, επειδή είναι γνωστό πως ο σημερινός παραγωγικός οπλισμός της κοινωνίας, στο σύνολο του, είναι τόσο μεγάλος, ώστε, αν η παραγωγή απέβλεπε όχι στην παραγωγή κέρδους, αλλά στο να εκπληρωθούνε οι ανάγκες μας, θα διαπιστωνότανε όχι ανεπάρκεια, αλλά υπερεπάρκεια και η ελάττωση των εργασίμων ωρών θα ήτανε το άμεσο επακόλουθο. Ο κ. Ζολώντας όμως δεν παραδέχεται ένα τόσο τολμηρό συμπέρασμα, επειδή η αποδοχή του θα σήμαινε ανατροπή, του νόμου της στενότητας, δηλαδή ανατροπή των βάσεων της σχολής της ισορροπίας στην Πολιτική Οικονομία.

Ωστόσο, γεγονός είναι πως για μια κατηγορία ανθρώπων, τους μισθωτούς π.χ., υπάρχει πάντα μια ανεπάρκεια στα μέσα της συντήρησης τους. Οι ανάγκες τους, πολλές φορές και οι πιο στοιχειώδεις, παραμένουνε ανικανοποίητες και το φαινόμενο αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια καθολίκευση, στο ότι δηλαδή η συγκεκριμένη κοινωνική κατάσταση κρύβει μέσα της ένα στοιχείο απόλυτο, αυτό που κατά την έκφραση του κ. Ζολώτα είναι ανεξάρτητο από «συστήματα και θεσμούς», παρακολουθεί δε «παντού και πάντοτε» την ανθρώπινη κοινωνία. Μέχρι ποιου σημείου όμως η ιδιαίτερη αυτή περίπτωση μπορεί να θεωρηθεί σα γενική και ποια σχέση έχει με την επάρκεια ή ανεπάρκεια των μέσων της ζωής; Εδώ την απάντηση θα μας τη δώσει η Πολιτική Οικονομία.

Μέσα στο σύστημα της σημερινής οικονομίας, τα παραγόμενα εμπορεύματα δε μπορεί ποτέ να κατανεμηθούν ισόποσα και να ικανοποιήσουν έτσι στον αυτό βαθμό τις μέσες ανάγκες των ανθρώπων, επειδή η τελική κατανομή τους στον ατομικό καταναλωτή γίνεται δια μέσου της ανταλλαγής, πραγματοποιείται δηλαδή με την ανταλλαγή. Τούτο σημαίνει ότι ο ατομικός καταναλωτής πρέπει να έχει στη διάθεση του ανταλλάξιμες αξίες ίσες προς την αξία των αγαθών που απαιτούνται για να ικανοποιηθούν οι ανάγκες του, στο δεδομένο χρόνο, στη δεδομένη στιγμή. Αν οι διαθέσιμες αυτές αξίες μπορούσανε να εκφρασθούνε σε χρήμα, θα λέγαμε, από την πιο αγοραία άποψη της επιστήμης, ότι, για να ικανοποιηθούν όλες οι ανάγκες όλων των ανθρώπων - οι μέσες ανάγκες βέβαια -, θα έπρεπε όλοι οι άνθρωποι να έχουν ανά πάσα στιγμή τις αυτές ποσότητες χρήμα στη διάθεση τους, να είναι δε οι ποσότητες αυτές τόσες, όση θα ήτανε και η εις χρήμα έκφραση των αγαθών που τους χρειάζονται, δηλαδή η τιμή τους. Όμως από πού θα αντλούσαν οι άνθρωποι τη δυνατότητα νάχουνε στη διάθεση τους τις απαιτούμενες αυτές ίσες ποσότητες σε χρήμα; Δε θα μπορούσανε βέβαια να τις ορούνε πουθενά αλλού - η φιλανθρωπία στην περίπτωση αυτή δε θα συνέβαλλε σε τίποτε -, παρά μόνο αν πουλούσαν εμπορεύματα ίσης αξίας, πράγμα που προϋποθέτει, ότι θα κατείχανε παραγωγικά μέσα, πρώτες ύλες και εργασία σε ποσότητες και συνθέσεις τέτοιες, ώστε να παράγουνε τα απαιτούμενα αυτά για ανταλλαγή εμπορεύματα. Όμως, στη σημερινή οικονομία συμβαίνει το αντίθετο. Οι παραγωγοί δεν είναι και κάτοχοι των μέσων της παραγωγής, ούτε κάτοχοι των προϊόντων τους. Ούτε δε πάλι οι κάτοχοι των παραγωγικών μέσων είναι και κάτοχοι όλης της αξίας των προϊόντων τους. Οι μισθωτοί εργάζονται, αναλίσκουνε δηλαδή τη δύναμη εργασίας που έχουνε υπό μορφή ειδικευμένης εργασίας και παίρνουν ως αντάλλαγμα ένα ημερομίσθιο ή μισθό. Αυτοί που κατέχουνε τα παραγωγικά μέσα, κρατούν ένα ποσοστό από την αξία του προϊόντος - το κέρδος -, που κανανέμεται κι αυτό μέσα στο γενικό καταμερισμό. Απ' αυτό, ένα ποσοστό πληρώνεται ως τόκος στους κεφαλαιούχους ή τις τράπεζες που τους δανείζουν χρήματα1. Οι ιδιοκτήτες της γης κρατούν κι αυτοί ένα ποσοστό από την όλη αξία που παράγεται - κι αυτό το αποκαλούμε έγγειο πρόσοδο. Οι κατηγορίες αυτές, του μισθού, του κέρδους, της εγγείου προσόδου και του τόκου, εκφράζουνε μέσα στην ανταλλακτικήν οικονομία όχι μόνο ποσοστά της ολικά παραγόμενης αξίας, αλλά και ποσά, δηλαδή ποσότητες προϊόντα της εθνικής παραγωγής, δυνάμενες να τεθούν ανά πάσα στιγμή στη διάθεση κάθε μιας από τις παραπάνω κλάσεις που οικειοποιούνται τις εν λόγω κατηγορίες του εισοδήματος. Πώς συμβαίνει τώρα, ώστε, χωρίς να παραβιάζουνται οι νόμοι της ανταλλαγής, να γίνεται μια τέτοια ανισόποση κατανομή αξιών, ώστε οι μεν να μην είναι σε θέση να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους, ενώ οι άλλοι να τις ικανοποιούνε και ταυτόχρονα να συσσωρεύουνε νέες αξίες, αυτό δε θα μας το πουν οι νέες σχολές, αλλά η κλασική και οι αντιτιθέμενες, μα ωστόσο διαδοχές της, που ανακαλύψανε την ιδιοτυπία της οικονομίας μέσα στη διαδικασία της παραγωγής και όχι στο απέραντο και ποικίλο πεδίο της κυκλοφορίας. Σημειώνουμε μονάχα τούτο: ότι η αιτία για την οποία οι άνθρωποι, αν και παρουσιαζόμενοι στην αγορά υπό τους αυτούς όρους, με ίσες δηλαδή ποσότητες αξίας, αν και ανταλλάσσοντες τις αξίες αυτές - εμπορεύματα ή εργασία - με ίσες ποσότητες χρήμα, δεν κατορθώνουνε στο τέλος να ικανοποιούνε στον αυτό βαθμό τις ανάγκες τους, βρίσκεται όχι στην ανταλλαγή γενικά, αλλά στην αφετηριακή ανταλλαγή της παραγωγικής διαδικασίας, κατά την οποία, εν' απ' όλα τα εμπορεύματα που αποτελούν την προϋπόθεση της παραγωγής - η εργασία -, έχει την ιδιότητα, ανταλλασσόμενο στην αξία του, ν' αποφέρει παραπανίσιες αξίες. Οι περισσότερες όμως αυτές ποσότητες αξιών, αν και αναπηδούν μεσ' από την παραγωγική ανάλωση της εργατικής δύναμης κατά τη λειτουργία της παραγωγής, ανήκουν όχι στον κάτοχο του εμπορεύματος - εργασία -, αλλά στους κατόχους των μέσων της εργασίας. Απ' εδώ προκύπτει μια ανισόποση κατανομή στα εισοδήματα, που αφήνει πολλές ανάγκες ανεκπλήρωτες και γεννά την αυταπάτη της ανεπάρκειας αγαθών. Στενότητα αγαθών δεν υπάρχει, κ. Ζολώτα, προ παντός σήμερα. Υπάρχει όμως «στενότητα» εισοδημάτων για μια σημαντική κατηγορία ανθρώπων. Που, αν συμβεί να είναι προϊούσα, γίνεται αιτία να κατακλύζονται οι αγορές από προϊόντα κι έχουμ' έτσι σχετική υπερεπάρκεια.

2. Για τις τιμές

Ερχόμαστε τώρα στο στοιχείο της πρόβλεψης. Κατά τι η προβλεπτικότητα είναι στοιχείο της τιμής; Ο κ. Ζολώτας γράφει:

«Εν πρώτοις, τόσον αι τιμαί των ετοίμων αγαθών, όσον και αϊ τιμαί των υπηρεσιών των παραγωγικών μέσων, εις μίαν δυναμικήν οικονομίαν, δεν εξαρτώνται μόνον από την κατάστασιν των όρων της αγοράς την στιγμήν καθ' ην διαμορφούνται, αλλ' επί πλέον και από την προσδοκωμένην διαμόρφωσιν των όρων τούτων εις το μέλλον. Τούτο σημαίνει, ότι λόγω του δυναμισμού της οικονομίας, δηλαδή της διηνεκούς μεταβολής των διαφόρων μεγεθών αυτής, τόσον οι καταναλωταί, όσον και οι παραγωγοί, προσπαθούν να προβλέψουν την μελλοντικήν εξέλιξιν και τοιουτοτρόπως να προσαρμόσουν οι μεν την δαπάνην των, οι δε την προσφοράν και την παραγωγήν, προς την εξέλιξιν ταύτην».

Κοντά λοιπόν στα έξοδα της παραγωγής μπαίνει και η προβλεπτικότητα για το μέλλον, που προεξοφλείται στο παρόν με την ύψωση ή τη μείωση της τιμής. Επειδή ο έμπορος του σιταριού προβλέπει μεγάλη εσοδεία (το Αγροτικό Ινστιτούτο Ρώμης μπορεί να τον πληροφορήσει), ρίχνει την τιμή από τώρα ή κάνει το αντίθετο, αν προβλέπεται μικρή εσοδεία. Αυτό πραγματικά συμβαίνει στην αγορά, μα δεν αφορά το σχηματισμό των τιμών. Αφορά τις διακυμάνσεις τους. Ενώ ο συντελεστής: έξοδα παραγωγής, σχηματίζει την τιμή, η αγορά με τις προβλέψεις της διαμορφώνει τα επίπεδα της. Τι σχέση όμως έχει το πρώτο με το δεύτερο; Πρώτα έχουμε την τιμή και μετά τις διακυμάνσεις της. Τα παραγωγικά έξοδα λαμβάνουνε μέρος απ' ευθείας στο σχηματισμό της τιμής, ενώ η προβλεπτικότητα επιδρά πάνω στην τιμή που υπάρχει ήδη, που έχει σχηματισθεί. Μια θεωρία για τις τιμές που θα προσπαθούσε να τις εξηγήσει μέσα από τις διακυμάνσεις τους, θα ήταν αγοραία θεωρία και όχι θεωρία, θα ήτανε πρακτικός οδηγός του εμπόρου και όχι Εγχειρίδιο Πολιτικής Οικονομίας.

Ας μπούμε τώρα σ' ένα άλλο σημείο, που αφορά κι αυτό τα παραγωγικά έξοδα. Ο κ. Ζολώτας, μαζί του δε και μερικοί άλλοι πραγματικά προοδευτικοί άνθρωποι κατά τ' άλλα, υποστηρίζει πως τα παραγωγικά έξοδα ποικίλουνε από επιχείρηση σε επιχείρηση. Αλλού είναι μικρότερα κι αλλού μεγαλείτερα. Και πως ισχύ πάνω στις τιμές δεν έχουνε τα μικρότερα, αλλά τα μεγαλείτερα! Να λοιπόν επί τέλους και ο κ. Ζολώτας οπαδός της κλασικής σχολής και μάλιστα του Ρικάρντο. Παίρνει τη ρικαρντιανή θεωρία για τις τιμές που έχουνε τα γεωργικά προϊόντα και τη μεταφέρει στις τιμές που έχουνε τα βιομηχανικά εμπορεύματα!

Πραγματικά, η ρικαρντιανή θεωρία για την έγγειο πρόσοδο υποστηρίζει, πως η τιμή που έχει ένα γεωργικό προϊόν δεν εξαρτάται από το παραγωγικό κόστος που μας δίνει το γονιμότερο και πλησιέστερο έδαφος, αλλά το πιο άγονο και το πιο μακρινό. Αλλά η θεωρία αυτή ισχύει για τη γεωργία, δηλαδή για έναν κλάδο όπου η παραγωγικότητα της εργασίας περιορίζεται από δυο στοιχεία: το περιορισμένο του εδάφους και τη φυσική του γονιμότητα. Τα δυο αυτά στοιχεία συντελούν, ώστε η τιμή που έχει ένα γεωργικό προϊόν να καθορίζεται από την τιμή κόστους του πιο χειρότερου και του πιο μακρυνού εδάφους, του οποίου ωστόσο η παραγωγή είναι αναγκαία. Τη διαφορά που προκύπτει ανάμεσα στα παραγωγικά έξοδα των κεφαλαίων, που είναι τοποθετημένα στα χειρότερα και στα καλλίτερα εδάφη, τη νέμεται ο ατομικός κάτοχος του καλλίτερου εδάφους υπό τύπο διαφορικής προσόδου.

Αλλά στη βιομηχανία η παραγωγικότητα της εργασίας είναι θεωρητικά και πρακτικά απεριόριστη, δε γνωρίζει δε κανένα άλλο εμπόδιο, έξω από την τεχνική πρόοδο, που αποτυπώνεται οικονομικά στην οργανική σύνθεση του κεφαλαίου. Αυτό σημαίνει πως οι επιχειρήσεις με τα μεγαλείτερα έξοδα δεν είναι αναγκαίες για να συνεχισθεί η παραγωγή, εκτός αν προνομιακή νομοθεσία τις επιβάλλει, οπότε και πάλι δε θα είναι οικονομικά, αλλά κερδοσκοπικά αναγκαίες. Συζητούμε όμως για τις τιμές σε μιαν ελεύθερη οικονομία και όχι κρατικοπαρεμβατική. Λοιπόν, στην ελεύθερη οικονομία, η επιχείρηση που έχει τις τελειότερες και μεγαλείτερες εγκαταστάσεις, την υψηλότερη οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, θα ρίξει την πιο ατελή και καθυστερημένη, χάρη στον ανταγωνισμό, δηλαδή με τα κανόνια των τιμών. Και θα γίνει αυτό ανάλογα με την ταχύτερη ή βραδύτερη μετακίνηση των κεφαλαίων προς τους κλάδους της πιο συγχρονισμένης επιχείρησης, που αποδίδει το μεγαλείτερο κέρδος, μέχρις ότου ο ανταγωνισμός των κεφαλαίων στους καινούργιους αυτούς κλάδους ελαττώσει το ποσοστό του κέρδους και εξαφανίσει τα περιθώρια του κέρδους των επιχειρήσεων εκείνων που κινούνται με βάση τα μεγαλείτερα έξοδα. Τελικά, ο ανταγωνισμός θα συντρίψει τις τελευταίες αυτές ή θα τις αναγκάσει να συγκεντρωθούν πάνω σε νέες οργανικές βάσεις. Οι ομαδικές χρεωκοπίες κατά την περίοδο των κρίσεων και οι χρεωκοπίες γενικά πιστοποιούνε το σφαλερό των απόψεων του κ. Ζολώτα για την αναγκαιότητα των επιχειρήσεων που στηρίζουνται στα μεγαλείτερα έξοδα.

Αν συνέβαινε διαφορετικά, αυτό θα είχε σχέση όχι με την οικονομία, αλλά με το κράτος, θα αποτελούσε μια κρατική παρέμβαση υπέρ των κεφαλαίων που εργάζονται με μεγαλείτερο κόστος και μικρότερο κέρδος.

Ας ξαναγυρίσουμε τώρα στο θέμα. Τι είναι η τιμή; Τιμή είναι η αξία που έχει ένα εμπόρευμα μεταφρασμένη σε χρήμα. Με την προϋπόθεση πως το χρήμα, σαν κυκλοφοριακό μέσο, σα νόμισμα, παραμένει σταθερό, η τιμή που έχει ένα εμπόρευμα εξαρτάται: Ιο Από την ποσότητα των αξιών που χρησιμοποιηθήκανε, σε μέσα ή ύλες, για να παραχθεί. Η ποσότητα αυτή καταβάλλεται σε χρήμα με τις εκάστοτε τιμές (είναι εντελώς αδιάφορο αν οι τιμές αυτές μετακινούνται) και αποτελεί το λεγόμενο σταθερό τμήμα του κεφαλαίου, δηλαδή το πάγιο (εργοστάσια, μηχανήματα) και το κυκλοφοριακό (ύλες) κεφάλαιο. 2ο Από την ποσότητα της νέας αξίας που προσθέτει κατά την παραγωγή του η μισθωτή εργασία. Η ποσότητα αυτή της αξίας πληρώνεται κατά το ένα της μέρος και περιλαμβάνεται στο τμήμα εκείνο του κεφαλαίου που καταβάλλεται σε μισθό. Κατά δε το υπόλοιπο μέρος της εισέρχεται στην τιμή υπό μορφή συντελεστών γης και κεφαλαίου και μας δίνει την τιμή, που περιέχει μέσα της το κέρδος (τόκο, έγγειο πρόσοδο), ποσοστοποιημένο στην αναλογία του όλου κεφαλαίου. Η τιμή λοιπόν που έχει ένα εμπόρευμα περιέχει τα έξοδα της παραγωγής του (τιμή κόστους) συν ένα ποσό επί πλέον αξίας, που εμφανίζεται κι αυτό σαν οικοδομητικό μέρος της. Το ποσό αυτό ποσοστοποιείται στις διάφορες επιχειρήσεις ανάλογα με τα μεγέθη και τη σύνθεση των κεφαλαίων, κατανέμεται δε τελικά στις κατηγορίες των επιχειρηματιών που κατέχουνε τα μέσα ή τις δυνατότητες να τ' αποκτηθούνε, δηλαδή τα κεφάλαια.

Δεν υπάρχει κατ' αρχήν οικονομικός τρόπος, ώστε να μετατρέπονται οι τιμές κόστους σε τιμές που να στηρίζουνται στα παραγωγικά έξοδα από το ένα μέρος και να περιέχουνε και ποσοστά κέρδους από το άλλο μέρος. Κάθε προσπάθεια να μπούνε στη μέση ψυχολογικοί παράγοντες, προβλεπτικότητες, ικανότητες, οριακά έξοδα, κρατικές παρεμβάσεις, οδηγεί μονάχα στο να κατανοήσουμε, πώς δια μέσου των τιμών καταμερίζουνται τα κέρδη ανάμεσα στους κατόχους κεφαλαίων ή κατανέμουνται τα εισοδήματα και όχι πώς παράγουνται τα κέρδη που περιέχουνται στην τιμή. Αν πάλι ήτανε δυνατό να περάσουμε από την τιμή κόστους στην τιμή παραγωγής ή «κανονική», όπως την αποκαλεί ο κ. Ζολώτας, που περιέχει και το κέρδος, με μια λογιστική πράξη, τότε θα ήταν εξ ίσου δυνατό να κτίσουμε κιόλας έναν ουρανοξύστη, σχεδιάζοντας τον μόνο πάνω σ' ένα χαρτί. Όμως το κέρδος και οι υποδιαιρέσεις του δεν είναι λογιστικοί αριθμοί ή σχέδια. Είναι αξίες που πραγματοποιούνται σε νέες εγκαταστάσεις, σε εργοστάσια ή άλλα οικονομικά αγαθά της κοινωνίας ή συσσωρεύουνται στις τράπεζες και αποτελούνε κεφάλαια έτοιμα να τοποθετηθούνε σε διάφορες σφαίρες. Μπορεί ποτέ να φαντασθούμε πως η πηγή των κεφαλαίων αυτών είναι η λογιστική και όχι η εργασία;

Η εργασία όμως πληρώνεται στην αξία της και συμβάλλει άμεσα, μαζί με τους άλλους συντελεστές της παραγωγής, στο σχηματισμό της τιμής κόστους. Μόνο αν η αξία της είναι πάνω από την τιμή της ή μόνο αν η τιμή της είναι κάτω από την αξία της, μπορεί να αφήσει στα χέρια του ατομικού κατόχου των μέσων μια επί πλέον ποσότητα, που να εξηγήσει την τιμή παραγωγής, δηλαδή την τιμή που περιέχει το επιχειρηματικό κέρδος. Αν η επί πλέον αυτή ποσότητα είναι μικρή ή μεγάλη, αυτό εξαρτάται από το βαθμό στον οποίο αξιοποιείται η εργατική δύναμη. Αν το ποσοστό της είναι μικρό ή μεγάλο, αυτό εξαρτάται από το μέγεθος του ολικού κεφαλαίου.

Μια ποσότητα εργασίας 100 εργατών, για την οποία ο κάτοχος των κεφαλαίων καταβάλλει 100 λίρες μισθό, αν μεν αξιοποιηθεί μέσα στις πιο σύγχρονες τεχνικές και άλλες παραγωγικές προϋποθέσεις, μπορεί να φέρει μια επί πλέον αξία άλλες 100 λίρες, ας πούμε. Αν το ολικό κεφάλαιο είναι 1.000 λίρες (900 σε μέσα και ύλες και 100 σε μισθό), τότε η επί πλέον αξία των 100 λιρών θα εκφρασθεί σ' ένα ποσοστό κέρδους 10%. Αν όμως η επί πλέον αξία είναι 50 λίρες, το ποσοστό θα είναι 5%. Όπως επίσης θα είναι 5%, αν το ολικό κεφάλαιο από 1.000 γίνει 2.000 (1.900 μέσα και ύλες και 100 μισθό). Αυτή η τελευταία περίπτωση είναι και η πιθανότερη.

Δεν είναι λοιπόν το ποσοστό του κέρδους κάτι που προστίθεται από τα έξω, κάτι που κυοφορείται στην αγορά, αλλά ένα ποσό επί πλέον αξίας, που περιέχεται στα εμπορεύματα και μεταφέρεται στην τιμή σε ποσοστά μικρά ή μεγάλα, ανάλογα με το μέγεθος που έχει το ολικό κεφάλαιο. Το μέγεθος αυτό πάλι πρέπει να εκφράζεται σε μια μέση οργανική σύνθεση τέτοια, που να ανταποκρίνεται στους ανταγωνιστικούς όρους της παραγωγής με τάση να τους κυριαρχήσει. Από τη σύνθεση του προσδιορίζεται η παραγωγικότητα της εργασίας, που, όσο αυξάνει, τόσο τα τμήματα του ολικού κεφαλαίου που διατίθενται για εγκαταστάσεις, μέσα, ύλες κτλ. αυξάνονται σχετικά προς το τμήμα που διατίθεται για μισθό, μια και η αυτή ποσότητα εργασίας παράγει περισσότερα εμπορεύματα και τόσο, κατά συνέπεια, το ποσοστό του κέρδους ελαττώνεται, αδιάφορο αν η μάζα του αυξάνεται, επειδή υψώνεται απόλυτα ο συντελεστής της που είναι η εργασία.

Με δεδομένη την παραγωγικότητα της εργασίας, η ποσότητα των επί πλέον αξιών που αυτή προσθέτει στην εθνική οικονομία είναι μέγεθος ορισμένο. Αν ο βαθμός της εκμετάλλευσης της εργασίας είναι 100%, το μέγεθος αυτό μπορεί να είναι διπλάσιο από το τμήμα εκείνο του κεφαλαίου που καταβάλλεται σε μισθό. Το ολικό αυτό ποσό, που αποτελεί τη μάζα της επί πλέον αξίας που αποδίδει η εργασία, στην εθνική οικονομία καταμερίζεται στις καθ' έκαστα επιχειρήσεις ανάλογα με τη σύνθεση που έχουνε τα κεφάλαια, δηλαδή ανισόποσα, επειδή άλλη επιχείρηση παράγει περισσότερο κέρδος και άλλη μικρότερο, άλλη μικρότερο και άλλη μεγαλύτερο κόστος. Όμως ο ανισόποσος αυτός καταμερισμός γεννά τον ανταγωνισμό ανάμεσα στα κεφάλαια, που τείνει στην εξίσωση του ποσοστού του κέρδους.

Οι τιμές, λέει ο κ. Ζολώτας, έχουνε το καθήκον να ισορροπούνε την οικονομία, να ρυθμίζουνε τις σχέσεις των συντελεστών της. Αυτό είναι πλάνη. Οι τιμές μπορεί άθελα τους, μέσα στην αέναη αλληλεπίδραση, να παίζουν έναν τέτοιο ρόλο, συμπτωματικά όμως. Εκείνο που κάνουν οι τιμές είναι, πραγματοποιούμενες στην πράξη της αγοράς και της πώλησης, να καθιστούνε τα αρχικά μεγέθη των κεφαλαίων που μπήκανε στις επιχειρήσεις μεγαλύτερα. Αν τα αρχικά αυτά μεγέθη είναι Α, στο τέλος της διαδικασίας, όταν ο κύκλος ξαναρχίσει, θα είναι Α'. Τη σχηματικώτερη παράσταση αυτού του είδους μας τη δίνει το χρηματιστικό κεφάλαιο, που φαίνεται σα να πηδά νοερά τις φάσεις που διανύει το παραγωγικό κεφάλαιο, να τις υπερπηδά και να εκφράζεται κατ' ευθείαν στο Α - Α'.

Μονάχα όταν δούμε την ανταλλακτική οικονομία σα μια οικονομία όπου παράγεται κέρδος, θα κατανοήσουμε τον πραγματικό ρόλο που παίζουν οι τιμές, είτε στο πεδίο της παραγωγής και ανταλλαγής, είτε στην κατανομή του εισοδήματος.

Δεν έχω το χρόνο να παρακολουθήσω τον κ. Ζολώτα σ' όλη την εργασία του, ως το τέλος, θέλω ωστόσο να σταματήσω σε δυο ακόμα σημεία. Το ένα, που αφορά τους τρεις φυσικούς συντελεστές της παραγωγής - και το άλλο, όπου ο συγγραφέας αποδύεται σε παρατηρήσεις σχετικά με την οικονομική ιστορία και ιδιαίτερα την ελληνική.

Οι τρεις φυσικοί συντελεστές της παραγωγής είναι κατά τον κ. Ζολώτα, το κεφάλαιο, η εργασία και η γη. Αυτός ο ισότιμος διαμοιρασμός, ο οποίος τείνει να μας παρουσιάσει τους νόμους της ανταγωνιστικής οικονομίας σα νόμους σχεδόν φυσικούς, δηλαδή αιώνιους, αποθεώνει το σύστημα, χωρίς όμως να το εξυψώνει στη συνείδηση της επιστήμης. Γιατί, με το να λέμε ότι το κεφάλαιο, η εργασία κι η γη είναι οι τρεις φυσικοί συντελεστές, δεν κάνουμε τίποτ' άλλο, παρά να επαναλαβαίνουμε αυτό που λέει ο άνθρωπος της αγοράς, που προθυμοποιείται να δεχθεί μια ισοτιμία ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία από σκοπιμότητα. Στην πραγματικότητα όμως δεν αποδέχεται για συντελεστή παρά μόνο το κεφάλαιο, λέει δε χαρακτηριστικά, ότι «για να γίνει μια δουλειά, χρειάζουνται κεφάλαια». Αυτό ωστόσο είναι πιο σωστό από τους «τρεις συντελεστές». Γιατί το κεφάλαιο περιέχει τις προϋποθέσεις να μισθωθεί η εργασία και να νοικιασθεί η γη, δηλαδή περικλείει μέσα του και τους δυο άλλους «φυσικούς» συντελεστές. Ο άνθρωπος λοιπόν της αγοράς στην τελευταία αυτή περίπτωση σκέπτεται και διατυπώνει την αλήθεια καθαρότερα από τον κ. Ζολώτα.

Από τη στιγμή που η εργασία μπαίνει στην παραγωγή σα μέρος του όλου κεφαλαίου που καταβάλλεται σε μισθό και η γη σα μέρος του κέρδους που καταβάλλεται σε πρόσοδο, το κεφάλαιο είναι - γίνεται - ο μοναδικός συντελεστής της παραγωγής και όχι το κεφάλαιο, η εργασία και η γη. Γιατί η μεν εργασία ανταλλάσσεται στην αξία της - άσχετα αν προσφέρει μεγαλείτερες αξίες -, το δε δικαίωμα της γαιοκτησίας πληρώνεται κι αυτό από τμήματα του κεφαλαίου που συγκροτούνε το κέρδος. Δεν υπάρχει λοιπόν περιθώριο για άλλους παράλληλους συντελεστές. Ο κ. Ζολώτας υποστηρίζει το αντίθετο. Αυτό και μόνο δείχνει τι πραγματικό χάος υπάρχει στις σχολές που ακολουθεί.

Στην τεχνική της πάλι έκφραση, η διατύπωση αυτή είναι εξ ίσου σφαλερή. Γιατί όλοι γνωρίζουνε πώς οι φυσικοί συντελεστές της παραγωγής είναι δυο: η εργασία και η φύση. Υπό την έποψη αυτή ο ορισμός που δίνει ο Σούτσος και που τον παραθέσαμε στην αρχή είναι ακριβής όσο δεν παίρνει και συστήνουμε στον αναγνώστη να του ξαναρίξει μια ματιά1.

Τέλος, αν πάρουμε την αυστηρή έννοια της Πολιτικής Οικονομίας για τις κατηγορίες του μισθού, του κέρδους (τόκου) και της προσόδου, ο μοναδικός συντελεστής είναι η εργασία. Επειδή έχει την αποκλειστική ιδιότητα να παράγει αξίες. Ένα μέρος των αξιών αυτών περνά στον κάτοχο της εργασίας υπό τύπο μισθού. Το άλλο διαμοιράζεται σε κέρδος (τόκο) και πρόσοδο. Υπό την έποψη αυτή, ο μοναδικός οικονομικός φυσικός συντελεστής της παραγωγής είναι η εργασία.

1. Ο κ. Σπ. Κατηφόρης θάλεγε: κεφάλαια, όχι χρήματα· για να διασταλεί η έννοια του τόκου από τον τόκο σαν αμοιβή του κεφαλαίου. Βλέπε Σπ. Κατηφόρη. Αμοιβή κεφαλαίου και τόκος, Αθήναι 1941.

1. Ο συγγραφέα; αναφέρεται εδώ στο βιβλίο του Σούτσου. «Πραγματεία περί παραγωγής και διανομής του πλούτου», Αθήνα 1851, όπου στην Εισαγωγή, Κεφ. Ε' σελ. 52 αναφέρεται: «...Ώσπερ η φύσις αυτομάτως αποφέρει χρήσιμα εις τον άνθρωπον πράγματα, δια της συνενώσεως και διαζεύςεως, συνθέσεως και διαλύσεως των εν τω κοσμώ υπαρχόντων στοιχείων, ούτω και ο άνθρωπος παράγει μεν συνδυάζων και αποχωρίζων δια της εργασίας τα περιστοιχούντα αυτόν στοιχεία, καταναλίσκει δε καταστρέφων και εςαφανίζων την χρησιμότητα ην περιβέβληνται τα πράγματα». (Σημ. Συντ.).