Στους Πέρσες αρέσει πολύ το κρασί... Όταν μεθύσουν έχουν τη συνήθεια να συζητούν τα σπουδαιότερα πράγματα. Την άλλη μέρα, όταν έχουν πια ξεμεθύσει, ο οικοδεσπότης, στο σπίτι του οποίου έγινε η συζήτηση, υποβάλλει στην κρίση τους τα όσα αποφάσισαν. Αν τα βρουν λογικά τα εκτελούν. Αν όμως τα βρουν παράλογα τα απορρίπτουν. Αν τύχει πάλι και πάρουν καμιά απόφαση νηφάλιοι, δεν την εκτελούν πριν την ξανασυζητήσουν μεθυσμένοι.
Ηρόδοτος, Ιστορίες
1. Υποκείμενα με ασαφές περίγραμμα
Ο Louis Althusser στα πιο «ορθολογικά» του κείμενα επέμενε στο γεγονός ότι ο Marx εγκαινίασε μια νέα επιστήμη, την επιστήμη της ιστορίας. Ίσως όμως τελικά η πιο μεγάλη συμβολή του Marx στη θεωρητική μας εξάρτυση να βρίσκεται σε εκείνη την μικρή φράση: η κοινωνία δεν αποτελείται από άτομα. Ίσως δηλαδή η πιο μεγάλη συμβολή του να βρίσκεται στην τόλμη του να δώσει θεωρητικό βάρος και επιστημονική εγκυρότητα σε αυτό που επί αιώνες υπήρχε σαν υποψία, ή σαν υποσυνείδητη γνώση των παλαιοτέρων: ότι τελικά η ενότητα των πρακτικών μας, δηλαδή το
απλό γεγονός ότι είμαστε φορείς που συγκεντρώνουν και γι' αυτό προσωποποιούν μια σειρά αμοιβαία συμβατών πρακτικών, αυτό που χαρίζει στη συνείδηση μας τη λογική δικαιολογία ότι είμαστε «υποκείμενα», αυτό το τόσο απλό γεγονός που μας επιβάλλεται με τη δύναμη της αυτονόητης αλήθειας, δεν είναι τελικά παρά η συγκρότηση μιας ατομικής ή και συλλογικής φαντασίωσης. Αυτό που εμφανίζεται σαν παράδοξη κατάσταση των πραγμάτων, συνείδηση που έρχεται στην επιφάνεια μόνο χάρη στις οριακές εμπειρίες (όπως στον έρωτα: «...είναι φανερό πως έχω δυο ψυχές. Τούτο δω το μελέτησα με τον άδικο σοφιστή, τον Ερωτα.» Ξενοφών, Πάνθεια, ή όπως στη διαδικασία παραγωγής γνώσης: «Πολλοί γράφουν
για να χάσουν το πρόσωπο τους» Michel Foucault), που οι μέχρι τώρα κοινωνίες χαρακτήριζαν παρέκκλιση παράδοξη, χαρισματική ή επικίνδυνη, και που σήμερα αποτελεί βίωμα που τείνει να απομονωθεί από το «λογικό» σώμα της κοινωνίας, αυτό λοιπόν ίσως να παίρνει στον Marx και αργότερα στα πιο οριακά - τα πιο «μεθυσμένα» - κείμενα του Louis Althusser τα πρώτα σταθερά χαρακτηριστικά μιας νέας ιστορικής συνείδησης: δηλαδή ότι τα υποκείμενα δεν υπάρχουν παρά μόνο ως φαντασιακές ενότητες ατομικών ή συλλογικών πρακτικών που στην πραγματικότητα είναι διάχυτες μέσα στην κοινωνία και συγκεντρώνονται ενίοτε από ένα φορέα που τις προσωποποιεί και αυτό μόνο υπό ορισμένες προϋποθέσεις.
Βέβαια και τα κείμενα του Marx αλλά και του Althusser είναι ήδη παλιά. Και βέβαια όλα αυτά τα γνωρίζαμε εδώ και καιρό. Και βέβαια αυτήν την «παράλογη λογική» που μας φέρνει στο κατώφλι όσων μπορούμε να πούμε για την ιστορία, όσων μπορούμε να διανοηθούμε για τη συλλογική κοινωνική πραγματικότητα, μπορούν να την αναλύσουν για όσο καιρό θέλουν αυτοί που θα μας ακολουθήσουν. Όμως σήμερα, για όσους νοιώθουν αντίπαλοι και εχθρικοί με το σύστημα στο οποίο ζούμε, τα πράγματα παίρνουν μια όψη διαφορετική, και αυτό χάρη στη βία της ιστορικής συγκυρίας μέσα στην οποία είμαστε υποχρεωμένοι να βιώσουμε τη συλλογική μας μοίρα: συγκυρία κρίσης - και ας παραφράσουμε τον Gramsci - συγκυρία όπου τα παλιά Υποκείμενα, που εκφράζουν την αντιπαλότητα προς τον καπιταλισμό, διαλύονται ενώ τα καινούργια αργούν να γεννηθούν. Στιγμή «ιστορικής τρέλλας» λοιπόν, συγκυρία εμφάνισης των παράδοξων συλλογικών υποκειμένων με ασαφές περίγραμμα, συγκυρία όπου θα πρέπει να ξεπεράσουμε τη δυσθυμία που μας προκαλεί το γεγονός ότι δυσκολευόμαστε να διακρίνουμε το συλλογικό «εμείς» μέσα στο οποίο οι ακίνητες βεβαιότητές μας θα μας χαρίσουν την καθησυχαστική αίσθηση πως μπορούμε ακόμη να οργανώνουμε ορθολογικά τη δράση μας, με βάση τους κανόνες και τις βασικές αλήθειες που κληρονομήσαμε από το παρελθόν. Μέσα σ' αυτή τη συγκυρία όπου καταρρέει οριστικά η Αριστερά, αυτό το Υποκείμενο που συγκέντρωνε όλες τις πρακτικές αντίστασης στον καπιταλισμό, στις ανισότητες, τις αδικίες, και τη σκληρότητα που αυτός παράγει, όπου καταρρέει τελικά το υποκείμενο στο οποίο αναγνωρίζονταν όχι μόνο οι δυνάμεις της προόδου αλλά και της επαναστατικής αλλαγής της κοινωνίας - όπως μέχρι χθες την φανταζόμασταν, μέσα λοιπόν σ' αυτή τη συγκυρία εμφανίζονται δίπλα στο εργατικό κίνημα τα ποικιλόχρωμα νέα κοινωνικά κινήματα, που ακριβώς και μόνο από αυτή τους την ιδιότητα, της πολλαπλότητας, έχουν το χαρακτήρα υποκειμένων με ασαφές περίγραμμα: κανένα κίνημα δεν μπορεί σήμερα να συγκεντρώσει, να διεκδικήσει τους τίτλους του φορέα των αντικαπιταλιστικών πρακτικών, αυτών των πρακτικών που είναι η μοναδική μας ελπίδα απέναντι στη σύγχρονη καπιταλιστική αναδιάρθρωση της παραγωγής, των υπηρεσιών και της καθημερινής ζωής. Πολύ περισσότερο που αρκετά συχνά τα κινήματα δυσκολεύονται να διακρίνουν αυτό που είναι αντικαπιταλιστική πρακτική από αυτό που είναι οργάνωση του μακροπρόθεσμου συμφέροντος του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.
Το άρθρο αυτό θέλει να συμβάλει στην περιγραφή αυτού που η αμηχανία, αλλά και η πεισματική αναζήτηση, όλων όσων προσπαθούν να αρνηθούν ότι η μοίρα τους είναι η ανάλωση της ζωής τους στους στόχους της αύξησης της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας του «Εθνους», αναδεικνύεται ήδη ψιθυριστά μέσα στις πολλαπλές, διάσπαρτες αντικαπιταλιστικές πρακτικές, θέλει δηλαδή αυτό το άρθρο, να μιλήσει για το τέλος της Αριστεράς, γι' αυτό που την συντήρησε επί δεκαετίες στη ζωή, αλλά και γι' αυτό που τώρα την εκμηδενίζει, θέλει ακόμη αυτό το άρθρο, να μιλήσει γι' αυτό που αποτελεί, και θα αποτελεί για μια ολόκληρη περίοδο, το όριο των δυνατοτήτων μας, δηλαδή τη διάχυση των αντικαπιταλιστικών πρακτικών μέσα στο σώμα της κοινωνίας, και τέλος, θέλει να μιλήσει για το πλαίσιο δράσης των υποκειμένων με ασαφές περίγραμμα. Πλαίσιο δράσης: ας εννοήσουμε μ' αυτό τα όποια στοιχεία στρατηγικής και τακτικής μπορούμε να προσδιορίσουμε σήμερα για το αντικαπιταλιστικό κίνημα.
2. Λογιστική πλάνη και ιστορική επαλήθευση (Οι υλικοί και θεωρητικοί όροι κυριαρχίας και σταθεροποίησης της στρατηγικής της Αριστεράς)
2.1. Η Αριστερά ορίζεται από τη στρατηγική της
Η θεωρία της Αριστεράς, που είναι στα βασικά της σημεία ενιαία, από το σοβιετικό μαρξισμό μέχρι τις αγγλοσαξωνικές θεωρίες για το μονοπωλιακό καπιταλισμό και τις νοτιοαμερικάνικες θεωρίες της εξάρτησης, αποτελείται πάντοτε από μία σειρά απλές και σταθερές ιδέες. Φυσικά υπάρχουν και οι θεωρητικές παραλλαγές τους που όσο κι αν αποτελούσαν σε συγκεκριμένες βραχυχρόνιες συγκυρίες σημεία οξύτατης διαφοράς μέσα στους κόλπους της Αριστεράς, σήμερα, μέσα στην οπτική της μακροπρόθεσμης διάρκειας φαίνονται επουσιώδεις - γιατί πράγματι Βρισκόμαστε τώρα σ' ένα σημείο καμπής της αργόσυρτης κίνησης της ιστορίας. Οκτώ απλές ιδέες:
α. Η καπιταλιστική εκμετάλλευση είναι η εξαγωγή υπεραξίας, δηλαδή μια ποσότητα αξίας που παράγει η εργατική τάξη και που την καρπώνεται ο καπιταλιστής (Λογιστική παράσταση της υπεραξίας). Μείωση της εκμετάλλευσης σημαίνει αναδιανομή του προϊόντος υπέρ της εργατικής τάξης.
β. Ο καπιταλισμός αποτελεί τροχοπέδη στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων καθώς βρίσκεται σε φάση επιθανάτιας παρακμής. (Καταστροφισμός).
γ. Η κοινωνική εξέλιξη, η ιστορία, προκύπτει από την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. (Οικονομισμός).
δ. Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων συνυφαίνεται με την κοινωνική δικαιοσύνη, δηλαδή τη μείωση του βαθμού εκμετάλλευσης, δηλαδή την αναδιανομή του εισοδήματος υπέρ των εργαζομένων (Κεϋνσιανισμός).
ε. Ο καπιταλισμός είναι η ιδιωτική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής (με τη νομική έννοια του όρου).
στ. Ο δημόσιος τομέας είναι ήδη ο σοσιαλισμός μέσα στον καπιταλισμό - σε εμβρυακή μορφή (βλ. και θεωρητική υποστήριξη από τον Engels). Ο δημόσιος τομέας μπορεί να γίνει ο μοχλός της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων.
ζ. Το Κράτος είναι ένα εργαλείο με τη χρήση του οποίου μπορεί να ελεγχθεί τόσο ο δημόσιος τομέας όσο και η αναδιανομή του εισοδήματος (έστω σταδιακά, με προσεκτικά βήματα, προοδευτικό περιορισμό των μονοπωλίων κλπ.) (Εργαλειακή αντίληψη του Κράτους).
η. Το πηδάλιο του Κράτους είναι η κυβέρνηση (Εκλογικισμός και κυβερνητισμός).
Η στρατηγική της Αριστεράς από το 1930 περίπου - και μέχρι πρόσφατα - απορρέει με φυσικό πια τρόπο από τις παραπάνω οκτώ απλές ιδέες:
Η Αριστερά θα πάρει την κυβέρνηση πηδάλιο (έστω και με συμμαχικές κυβερνήσεις σοσιαλκομμουνιστικές), και με μοχλό εργαλείο το Κράτος, το δημόσιο τομέα και την αναδιανομή του εισοδήματος, τη μείωση δηλαδή του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης από το κεφάλαιο, θα δώσει την ποθητή ώθηση στις παραγωγικές δυνάμεις, άρα και στην ιστορία που θα προχωρήσει πια στον προθάλαμο του σοσιαλισμού. Στρατηγική της σοσιαλδημοκρατίας, των κομμουνιστικών κομμάτων, του ΠΑΣΟΚ, αλλά και στρατηγική που ηγεμόνευε πάνω στις «επαναστατικές» οργανώσεις της άκρας Αριστεράς, αφού καμιά τους δεν έθεσε σε αμφισβήτηση στο σύνολο τους τις απλές, προφανείς ιδέες του μεταρρυθμισμού. Η Αριστερά εγκαταλείπει σήμερα τη στρατηγική της. Όμως αυτό το πολιτικό μόρφομα που απομένει, μπορεί πλέον να ορίζεται ως Αριστερά; Αλλά για να κάνουμε και ένα βήμα παραπέρα, είναι δυνατό να οριστεί ως Αριστερά κάποιος άλλος πολιτικός σχηματισμός που δεν θα δέχεται πια αυτές τις οκτώ απλές ιδέες και αυτή τη στρατηγική που περιγράψαμε παραπάνω; Με άλλα λόγια: έχει σήμερα πια νόημα ή σημασία να αναφερόμαστε στην Αριστερά, να διαπιστώνουμε πως αυτή θα ‘πρεπε να ήταν κάτι διαφορετικό από αυτή τη στρατηγική που ηγεμόνευε εδώ
και πενήντα χρόνια, να θέλουμε να είμαστε «Αριστερά στη θέση της Αριστεράς»; Να είμαστε η συνεπής, επαναστατική Αριστερά; Να η πιο παράδοξη σύζευξη αντιθετικών εννοιών: η Αριστερά και η επανάσταση, ή το άλλο όνομα του μεταρρυθμισμού και η ανατροπή. Ας εξηγηθούμε: Ένα πολιτικό κόμμα, μια πολιτική οργάνωση, δεν ορίζεται ως ένα σύνολο ατόμων: όεν είναι ούτε η ηγετική τον ομάδα (έννοια που περνάει ή μάλλον περνούσε ως lapsus στη γλώσσα κάθε κομματικής όασης), δεν είναι ούτε το σύνολο των μελών του, ούτε καν η οργάνωση συν η εκλογική του «ιδιοκτησία», ο «κόσμος» του, οι ψηφοφόροι του. Ένα πολιτικό κόμμα, μια πολιτική οργάνωση, είναι μια διαδικασία σύγκλισης πρακτικών κοινωνικής παρέμβασης, είναι το σύνολο και η ενότητα αυτών των πρακτικών, είναι η προσωποποιημένη τους ενότητα· (πολιτικό υποκείμενο). Η «φυσιογνωμία» του ορίζεται από τη στρατηγική του. Μ' αυτή την έννοια, η Αριστερά δεν είναι όλα αυτά τα άτομα, τα οργανωμένα και τα ανοργάνωτα, οι ηγεσίες και οι πιστοί ή δύστροποι ψηφοφόροι της, αλλά η στρατηγική της. Μοιάζει έτσι αστόχαστο να διαπιστώνουμε πως η Αριστερά εγκατέλειψε τη στρατηγική της, αφού αυτή η ίδια ήταν η ταυτότητα της, το πρόσωπο της και η ύπαρξη της. Αριστερά ήταν αυτή η στρατηγική που ηττήθηκε και δεν υπάρχει πια, και που την παίρνει μαζί της στον κόσμο του απόλυτου πολιτικού μηδενός: θα πρέπει λοιπόν να δεχτούμε, έτσι απλά, πως έχουμε να κάνουμε σ' αυτό το σημείο καμπής της ιστορίας, με το τέλος της Αριστεράς.
Η επίκληση για μια «άλλη Αριστερά», οι αναλύσεις που καταλήγουν στο πώς θα έπρεπε να είναι αυτή, εκφράζουν την αμηχανία όλων όσων αγωνιούμε για το καινούργιο πολιτικό ανατρεπτικό υποκείμενο που αργεί να γεννηθεί: αλλά τότε θα πρέπει να σταματήσουμε να επικαλούμαστε τα φαντάσματα του παρελθόντος για να σκεφτούμε την ιστορική συγκυρία με τους καινούργιους όρους που της ταιριάζουν.
Όμως δεν θα απαλλαγούμε έτσι εύκολα από το παρελθόν αυτό παρά μόνο αν το κατανοήσουμε: αν καταλάβουμε τι ήταν αυτό που κράτησε στη ζωή τη μία και μοναδική στρατηγική της σοσιαλδημοκρατίας, του μεταρρυθμισμού, του σταλινισμού, των ευρωκομμουνιστικών κομμάτων, της Αριστεράς.
2.2. Ο θεωρητικός πυρήνας της στρατηγικής:
η λογιστική παράσταση της υπεραξίας
2.2.1. θεωρία της υπεραξίας: Κριτική των σχέσεων παραγωγής ή θεωρία διανομής τον εισοδήματος;
Ενάντια στο γεγονός ότι ο Marx τονίζει κατ' επανάληψη ότι το κεφάλαιο και η υπεραξία είναι κοινωνικές σχέσεις, πράγμα που αποτελεί εξάλλου και το σκληρό πυρήνα της κριτικής του στην πολιτική οικονομία, η κυρίαρχη ανάγνωση του μαρξισμού επέμενε να θεωρεί την υπεραξία ως μία απλή λογιστική ποσότητα. Ακολουθούσε δηλαδή σ' αυτό την παράδοση της οικονομικής «επιστήμης», αυτής της θεωρητικής ιδεολογίας που ανάγει όλα τα φαινόμενα στον εαυτό τους: τα εκλαμβάνει ως έχουν, δηλαδή ως προφανείς και αυτονόητες αλήθειες, διαθέσιμες στην άμεση παρατήρηση, μέσα στη «φυσικότητα» τους. Έτσι, η υπεραξία ανάγεται σε μια κάπως πιο αφηρημένη έννοια του κέρδους, σε μια απλή διαφορά δύο ποσοτήτων: της αξίας του προϊόντος και της αξίας της εργασιακής δύναμης. Ο ορισμός όμως της υπεραξίας ως κοινωνικής σχέσης παραπέμπει άμεσα στις κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής, στην κεφαλαιοκρατική ιδιοκτησία, στο δικαίωμα του ατομικού ή συλλογικού καπιταλιστή να καθορίζει το τι παράγεται, πού, πόσο και κυρίως το πώς παράγεται το εμπόρευμα (Bettelheim). H λογιστική παράσταση της υπεραξίας, αντίθετα, επιτρέπει σε μίαν άλλη παράσταση της διαδικασίας παραγωγής να παρεισδύσει λαθραία μέσα στο θεωρητικό οπλοστάσιο της Αριστεράς: αυτή του «μαύρου κουτιού», ενός αδιαφανούς και ουδέτερου χώρου που έχει «εισροές» και «εκροές», όπου οι εισροές είναι τα κόστη και οι εκροές είναι το κέρδος και οι μισθοί. Η Αριστερά λοιπόν, με τη λογιστική παράσταση της υπεραξίας δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να ξαναδιαβάσει την «αστική» πολιτική οικονομία με βάση τη μαρξιστική ονοματολογία, και να δώσει έτσι γέννηση σ' αυτό που ονομάστηκε «μαρξιστική πολιτική οικονομία». Η υπεραξία, από θεωρία της εκμετάλλευσης ως θεωρία των παραγωγικών σχέσεων μετατράπηκε σε μια θεωρία της διανομής. Οι πιο κραυγαλέες εκδοχές της «μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας» - και βέβαια εδώ οι σοβιετικοί έχουν την πρωτοπορία πραγματεύονται την υπεραξία όχι απλώς σαν ποσότητα αλλά και σαν μετρήσιμη ποσότητα. Βέβαια υπάρχουν και άλλες εκδοχές της «μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας», οι πιο εκλεπτυσμένες, πανεπιστημιακές, που δίνουν μάχες ενάντια στις άλλες οικονομικές σχολές, και μάλιστα με αρκετή επιτυχία: επιτυχία όμως στο εσωτερικό της οικονομικής «επιστήμης» που τις περιορίζει στο ρόλο του πλούσιου συγγενούς των αγοραίων εκδοχών του μαρξισμού που αυτές ηγεμονεύουν πολιτικά και έχουν ιστορικό βάρος.
Η λογιστική αυταπάτη της θεωρίας της Αριστεράς δεν είναι δυνατό όμως να υπάρχει εν κενώ: πρέπει να έχει σημεία ανάρτησης μέσα στην ιστορία, δηλαδή την ταξική πάλη. Ούτε μπορεί να είναι αρκετή η ορθή διαπίστωση ότι η σειρά έκθεσης του κεφαλαίου είναι Χεγκελιανή (Althusser) ότι «στέκει με το κεφάλι κάτω και τα πόδια πάνω», ότι επιτρέπει δηλαδή μιαν ανάγνωση - αρκετά εκλεκτική, είναι αλήθεια - που υποβάλλει την ιδέα ότι η υπεραξία είναι απλώς ένα ποσοτικό μέγεθος. Οι αιτίες της κυριαρχίας και σταθεροποίησης της λογιστικής παράστασης της υπεραξίας πρέπει καταρχήν να αναζητηθούν μέσα στην ιστορία των κοινωνικών (ταξικών) αγώνων. Ακόμη περισσότερο: η κυριαρχία της δεν μπορεί να δικαιολογηθεί παρά μόνο αν δεχτούμε ότι είχε κάποια λειτουργικότητα σε σχέση με τους αγώνες αυτούς, δηλαδή ότι όχι μόνο αποτέλεσε όπλο, αλλά και αποτελεσματικό όπλο της Αριστεράς, θα δούμε παρακάτω, ελπίζω με αρκετά πειστικό τρόπο, ότι όντως έτσι έχουν τα πράγματα: η λογιστική παράσταση της υπεραξίας αποτελεί το θεωρητικό πυρήνα του μεταρρυθμισμού, της στρατηγικής της Αριστεράς για όλη την περίοδο 1930 1985. θα αναζητήσουμε τα σημεία ανάρτησης αυτής της θεωρητικής αντίληψης (της υπεραξίας ως ποσότητας) μέσα στην ιστορία, σε δύο κατευθύνσεις: την ιστορία του εργατικού κινήματος στη Δύση αφενός, και τη νίκη της αντεπανάστασης, την παλινόρθωση του καπιταλισμού, στη Σοβιετική Ένωση αφετέρου.
2.2.2. Δυνατά και αδύνατα σημεία του εργατικού κινήματος στη Δύση: ο ταξικός συσχετισμός δυνάμεων διαμορφώνει τη στρατηγική
Η στρατηγική δεν είναι συμπτωματική συνάντηση ιδεών που η ανθρώπινη μεγαλοφυΐα συγκροτεί σε συνεκτικά σύνολα. Η στρατηγική διαμορφώνεται μέσα στους κοινωνικούς αγώνες, από τις νίκες και από τις ήττες, ή ακόμη καλύτερα από το γεγονός ότι η νίκη επήλθε σ' αυτό και όχι στο άλλο μέτωπο και δημιούργησε έτσι ένα δυνατό σημείο, ενώ η ήττα αναδεικνύει τα αδύνατα σημεία, αυτά που στη συνέχεια εγκαταλείπονται. Είναι λοιπόν η ίδια η έκβαση της ταξικής πάλης που προτείνει ως «λύσεις» τις διάφορες στρατηγικές στα μαχόμενα κινήματα. Και αυτά τα τελευταία υιοθετώντας τες ταυτίζονται μαζί τους, γίνονται αυτές οι στρατηγικές. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή:
Μετά το 1917-8, το εργατικό και επαναστατικό κίνημα, μετά τη μεγάλη άνοδο των αρχών του αιώνα και μετά τη μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση, υφίσταται μια σειρά ήττες τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική. Το αμερικάνικο κίνημα δέχεται από το 1919 μια σειρά επιτυχημένες επιθέσεις που οδηγεί σε συρρίκνωση των συνδικάτων και αποφασιστική μετατροπή του συσχετισμού δυνάμεων υπέρ του κεφαλαίου. Η αμερικάνικη εργατική τάξη αποτελείται τότε αφενός από μία μερίδα υπερειδικευμένων εργατών που είχε το μονοπώλιο της τεχνικής γνώσης που παράγεται μέσα στο εργοστάσιο, και αφετέρου από μία μεγάλη δεξαμενή ανειδίκευτων εργατών. Η διαίρεση αυτή εκφραζόταν και σε μια συνδικαλιστική διάσπαση. Σ' αυτές τις διαιρέσεις πρέπει να προστεθεί η φυλετική διαίρεση λευκών μαύρων. Η μαζική αγροτική έξοδος από το Νότο εντείνεται από το 1910, και οι νέοι αυτοί εργάτες αναλαμβάνουν βέβαια ως ανειδίκευτοι τις πιο βαριές, ανθυγιεινές, επικίνδυνες και υποδεέστερες θέσεις εργασίας. Από το 1919 η επίθεση της εργοδοσίας είναι ολομέτωπη, χρησιμοποιεί τις διαιρέσεις της εργατικής τάξης για να επιβάλει τον ταιηλορισμό και το φορντισμό - και το πετυχαίνει. Διαλύει το συνδικάτο IWW, επιδίδεται σε «κυνήγι μαγισσών» ενάντια στους «κόκκινους», χρησιμοποιεί δικαιοσύνη και αστυνομία για τη συντριβή του εργατικού κινήματος κ.ά. Αυτή η ιστορική ήττα της αμερικάνικης εργατικής τάξης επέτρεψε στο κεφάλαιο να κάνει ένα αποφασιστικό βήμα στην εκμηχάνιση: στη γενίκευση του συστήματος της μεγάλης βιομηχανίας. Έτσι η ήττα αυτή είχε ένα διπλό αποτέλεσμα: αφενός επέτρεψε μια επανάσταση στον τρόπο παραγωγής, και αφετέρου οδήγησε σε αυξήσεις του πραγματικού μισθού που δεν ακολούθησαν τις αυξήσεις της απόδοσης της εργασίας. Ήταν δηλαδή μια νίκη της αστικής τάξης που ενώ εξασφάλιζε ένα βασικό όρο της μετάβασης του συστήματος από τον καπιταλισμό της απόλυτης υπεραξίας στον καπιταλισμό της σχετικής υπεραξίας, ταυτόχρονα αφαιρούσε από την ίδια αυτή μετάδοση έναν άλλο βασικό της όρο που είναι η διεύρυνση της αγοράς. Στη δεκαετία του '20 η αγορά δεν διευρύνεται αρκετά γρήγορα εξαιτίας της σταθερότητας των πραγματικών μισθών και του αγροτικού εισοδήματος αφενός, και αφετέρου εξαιτίας της ολοκλήρωσης της ανοικοδόμησης στην Ευρώπη που οδήγησε σε μείωση της εξωτερικής ζήτησης. Η αμερικανική οικονομία βυθίζεται έτσι το 1929 στη γνωστή κρίση υπερπαραγωγής. Το New Deal, η πολιτική του Roosevelt, είναι η απάντηση της αστικής τάξης αφενός στους αγώνες της εργατικής τάξης, που εντείνονται εκείνη την εποχή, και αφετέρου στην επερχόμενη πολιτική κρίση: είναι η πολιτική που επιτελεί τη μετατροπή της εργατικής αμφισβήτησης σε δυναμικό κίνημα για την εγγύηση α* πό το αστικό κράτος των βραχυπρόθεσμων άμεσων συμφερόντων της εργατικής τάξης, και την υποτάσσει έτσι (αυτή την αμφισβήτηση) στη λογική της συνολικής αναπαραγωγής των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής.
Στη Γαλλία, όπως και στις ΗΠΑ, η δεκαετία του '20 χαρακτηρίζεται από μία σειρά ήττες του εργατικού κινήματος. Από το 1919 η CGT, σε αντίθεση με την στάση της του 191213, δεν παλεύει πια ενάντια στις συνέπειες της κεφαλαιοκρατικής εκμηχάνισης (ταιηλορισμός, φορντισμός) πάνω στις σχέσεις παραγωγής, αλλά αγωνίζεται στην κατεύθυνση της δίκαιης κατανομής των «καρπών του εκσυγχρονισμού». Η μεταρρυθμιστική στρατηγική της Αριστεράς, δηλαδή η ίδια η Αριστερά, διαμορφώνεται λοιπόν τότε, ακριβώς επειδή το εργατικό κίνημα ηττήθηκε ως κίνημα αμφισβήτησης των σχέσεων παραγωγής, ενώ αντίθετα πέτυχε νίκες ως κίνημα για την αναδιανομή του εισοδήματος, για την μείωση του βαθμού εκμετάλλευσης και για τα άλλα άμεσα βραχυπρόθεσμα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Αυτό που αναδεικνύεται δηλαδή τότε ως αδύνατο σημείο του εργατικού κινήματος είναι ο ανατρεπτικός του ρόλος, ενώ ως δυνατό του σημείο αναδεικνύεται ο διεκδικητικός του ρόλος στα πλαίσια της συνολικής αναπαραγωγής του κεφαλαίου.
Είναι λοιπόν η ίδια η έκβαση των ταξικών αγώνων στις δεκαετίες 1920 και 1930 που διαμορφώνει τη στρατηγική της Αριστεράς, δηλαδή την ίδια την Αριστερά: τα αδύνατα σημεία τον μαχόμενου κινήματος εγκαταλείπονται και όλες οι δυνάμεις του συγκεντρώνονται στα δυνατά τον σημεία, εκεί δηλαδή που υπάρχει πολιτική αποτελεσματικότητα. Αποτελεσματικότητα που σπρώχνει με «φυσικό» τρόπο στις ιδέες του εξελικτισμού και του οικονομισμού, και καθιστά δυνατή τη μεταθανάτια εκδίκηση της Β' Διεθνούς. Στα παραπάνω θα πρέπει να προσθέσουμε και την πολιτική ήττα του επαναστατικού κινήματος κατά το Μεσοπόλεμο: ήττα της επανάστασης στην Γερμανία και επικράτηση της σοσιαλδημοκρατίας (1918, Βερολίνο, Βιέννη, Βαυαρία), άνοδος του φασισμού στην Ιταλία και τη Γερμανία (κίνημα που προσανατολίζεται στον εθνικισμό, τις εθνικές διεκδικήσεις και το ρατσισμό, σε συνδυασμό με αύξηση των κρατικών δαπανών και μείωση της ανεργίας), ήττα στην Ισπανία. Μέχρι το 1934, ο οικονομισμός και ο καταστροφισμός δεν οδηγούν στο σύγχρονο μεταρρυθμισμό, αλλά υπάρχουν σαν στοιχεία υποταγμένα στην επαναστατική λογική (βλ. τη χαρακτηριστική περίπτωση της Luxembourg). Στη στροφή της Γ' Διεθνούς από τον αριστερισμό της θεωρίας του σοσιαλφασισμού στο μεταρρυθμισμό της γραμμής των λαϊκών μετώπων, στο έβδομο συνέδριο του 1934, έχουμε τη θεωρητική καταγραφή της ήττας (γραμμή Δημητρώφ). Αυτές είναι οι ιστορικές συνθήκες στη Δύση, που επέβαλαν, συντήρησαν και σταθεροποίησαν την κυριαρχία του οικονομισμού και του μεταρρυθμισμού πάνω στο εργατικό κίνημα. Η θεωρία της υπεραξίας, ως θεωρία της κεφαλαιοκρατικής εκμετάλλευσης, δηλαδή των σχέσεων παραγωγής, της διαίρεσης της εργασίας σε διευθυντική εκτελεστική, χειρωνακτική διανοητική, της ιεραρχημένης οργάνωσης της γνώσης, τον εργοστασίου ως τόπου εγκλεισμού της εργατικής τάξης και άσκησης τον δεσποτισμού τον κεφαλαίου, ως εργαστηρίου παραγωγής σχέσεων εξουσίας, εγκαταλείπεται αφού δεν έχει πια καμία σχέση με τις πραγματικές δυνατότητες του κινήματος και εκπίπτει ως θεωρητικό όργανο που έχει χάσει τη λειτουργικότητα του. Η λογιστική παράσταση της υπεραξίας, αντίθετα, ως θεωρία της διανομής του εισοδήματος, αντιστοιχεί στις πραγματικές δυνατότητες του κινήματος και αναπτύσσεται ως θεωρητικό όργανο που έχει και διατηρεί τη λειτουργικότητα του. Γίνεται ο θεμέλιος λίθος, η βασική ιδέα πάνω στην οποία στηρίζεται η στρατηγική: μείωση του βαθμού εκμετάλλευσης=> αναδιανομή του εισοδήματος=> ανάπτυξη παραγωγικών δυνάμεων=> κίνηση της ιστορίας προς τα εμπρός.
Και αυτή η στρατηγική είναι ηγεμονική: το αριστερό κίνημα την παραβιάζει μόνο για σύντομα χρονικά διαστήματα και μόνο σε ορισμένες χώρες (Μάης του '68, Ιταλική αυτονομία, Πολιτιστική Επανάσταση στην Κίνα...)
2.2.3. Η πρόταση πως υπάρχει καπιταλιστική εκμετάλλευση δεν συνιστά την ίδια απόφανση πριν και μετά τον Στάλιν.
Η μεγάλη, η θεωρητική απόδειξη του σοσιαλιστικού χαρακτήρα της ΕΣΣΔ βρίσκεται - όπως λέει η μυθολογία των κομμουνιστών - στο ότι στις χώρες αυτές αν και παράγεται υπεραξία, δεν υπάρχουν καπιταλιστές να την καρπωθούν. Έτσι απλά, η απόδειξη στηρίζεται σ' ένα συλλογισμό που αφορά τη διανομή του παραγόμενου προϊόντος. Η λογιστική παράσταση της υπεραξίας έχει εδώ άμεση και πρακτική εφαρμογή: η υπεραξία υποτίθεται ότι γυρνάει πάλι πίσω στους παραγωγούς μέσω των κρατικών δαπανών, και επομένως δεν υπάρχει εκμετάλλευση, εκμεταλλευτές κλπ. Αν είναι αλήθεια αυτό που έδειξε ο Linhart, δηλαδή ότι στον ίδιο τον Lenin κυριαρχεί η λογιστική παράσταση της υπεραξίας, πράγμα που δεν τον άφησε να καταλάβει τη σημασία του ταιηλορισμού, είναι δύσκολο να δεχτούμε ότι αυτή η λογιστική παράσταση έτσι απλά μεταβιβάστηκε στους μεταγενέστερους, συντηρήθηκε και ανέχτηκε σε θεωρητικό πυρήνα του σοβιετικού μαρξισμού.
Πρόκειται για μια αντίληψη που δικαιολογεί, συγκαλύπτει τον ταξικό χαρακτήρα του καθεστώτος των ΚΚ στις ανατολικές χώρες, την εγκαθίδρυση εκεί του κρατικού καπιταλισμού, την ύπαρξη καπιταλιστικής εκμετάλλευσης (Bettelheim). Ο συλλογικός καπιταλιστής είναι ένα υποκείμενο με ασαφές περίγραμμα, οι λειτουργίες του δεν συγκεντρώνονται σε ένα συγκεκριμένο άτομο - όπως στην περίπτωση του ατομικού καπιταλιστή - αλλά διαχέονται μέσα στο κράτος. Δεν έχουμε δηλαδή σ' αυτή την περίπτωση την προσωποποίηση των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής από ένα φυσικό πρόσωπο που με τη βιολογική του ενότητα παρουσία να κάνει ορατή δια γυμνού οφθαλμού την καπιταλιστική τάξη πραγμάτων (δηλαδή ούτε τις κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής ούτε τις κεφαλαιοκρατικές σχέσεις εξουσίας). Αυτό το κεφαλαιώδους σημασίας γεγονός (δηλαδή το ότι ο συλλογικός καπιταλιστής έχει ασαφές περίγραμμα) σε συνδυασμό με τη λογιστική παράσταση της υπεραξίας αποτέλεσαν το σκληρό και αμετακίνητο πυρήνα της απολογητικής της κρατικής αστικής τάξης των ανατολικών χωρών.
Μεταβιβάζεται έτσι στο εργατικό, κομμουνιστικό κίνημα της Δύσης, μέσω του καθήκοντος της υπεράσπισης της «σοσιαλιστικής πατρίδας», μια αγοραία έκδοση της μαρξιστικής θεωρίας, ο σοβιετικός μαρξισμός: εργαλειακή αντίληψη του κράτους, οικονομισμός, καταστροφισμός, κεϋνσιανισμός αναδιατυπωμένος με τη μαρξιστική ονοματολογία. Αυτό το θεωρητικό μόρφωμα κατοχυρώνει ως έγγυρη την αντίληψη ότι η υπεραξία είναι μία σχέση διανομής.
3. Η ιστορική συγκυρία κατάρρευσης της Αριστεράς
Η συγκυρία που διανύουν τώρα οι Ανατολικές χώρες έχει αναλυθεί επαρκώς από τις θέσεις. Συνοπτικά, και σε σχέση μόνο με ό,τι αφορά το θέμα μας, χαρακτηρίζεται από την απροκάλυπτη πια έκφραση της απέχθειας των μαζών προς το καθεστώς της γραφειοκρατίας, και την εγκατάλειψη χωρίς προσχήματα όλων όσων μέχρι σήμερα αποτελούσαν, υποτίθεται, την πεμπτουσία του σοσιαλισμού.
Για την μεν κρατική τάξη των ανατολικών χωρών η μετάβαση από τον κρατικό στον ιδιωτικό καπιταλισμό δεν φαίνεται να παρουσιάζει ιδιαίτερες δυσκολίες: οι κόκκινοι βαρώνοι του κρατικού καπιταλισμού είναι αυτοί που έχουν τα περισσότερα εφόδια για να μετατραπούν σε παραδοσιακή αστική τάξη δυτικού τύπου. (Στην Ουγγαρία, σύμφωνα με το πλατιάς κυκλοφορίας οικονομικό περιοδικό hvg, τα πιο δυναμικά στελέχη του αναδυόμενου ιδιωτικού τομέα αναμένεται να είναι το στελεχικό κομματικό προσωπικό που ανήλθε στα τέλη της δεκαετίας του '70 αρχές '80, δηλαδή κατά την εποχή διακυβέρνησης της χώρας από τον σταλινικό Janos Kadar. Στην Πολωνία, «η νομενκλατούρα ιδιωτικοποιείται», γράφει η Monde για να περιγράψει ανάλογα φαινόμενα εκεί).
Στη Δύση αντίθετα το έδαφος υποχωρεί κάτω από τα πόδια της κομμουνιστικής Αριστεράς αφού χάνεται πια οριστικά το πρότυπο του υπαρκτού σοσιαλισμού μέσα στο γενικευμένο μίσος των μαζών των Ανατολικών Χωρών. Αλλά όπως είδαμε, υπήρχε για όλες αυτές τις δεκαετίες, στενή σχέση συμβατότητας και συνεκτικότητας ανάμεσα στη στρατηγική αντίληψη της Αριστεράς από τη μία και την απολογιστική αγοραία θεωρία του σοβιετικού μαρξισμού από την άλλη. Η κομμουνιστική Αριστερά χάνει έτσι ένα από τα στηρίγματα, τις ρίζες, τα θεμέλια της στρατηγικής της.
Το χειρότερο όμως βρίσκεται στην ίδια την εφαρμογή αυτής της στρατηγικής, δηλαδή του μεταρρυθμισμού, μέσα στις συνθήκες υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου:
Αν παλιότερα η στρατηγική αυτή «λειτουργούσε», δηλαδή παρήγε αποτελέσματα, νίκες, για το εργατικό κίνημα και άλλες κατηγορίες εργαζομένων, αυτό οφειλόταν στο ότι ο καπιταλισμός έχοντας την αδιαμφισβήτητη ηγεμονία μέσα στο χώρο παραγωγής, αλλά και σε μία σειρά άλλους παράγοντες, κατόρθωνε να απορροφά τις πιέσεις, τα αιτήματα και τις διεκδικήσεις του εργατικού κινήματος με μία «φυγή προς τα μπρος»; η σχεδόν διαρκής αύξηση του μεριδίου της εργασίας, για όλη την περίοδο που η Αριστερά (δηλαδή η στρατηγική της) «λειτουργούσε», μετατράπηκε σε στοιχείο δυναμισμού του καπιταλισμού. Η πίεση της αύξησης των μισθών, της μείωσης του βαθμού εκμετάλλευσης μέσω του ταξικού αγώνα, η αναδιανομή του εισοδήματος υπέρ της εργασίας, ωθούσε το κεφάλαιο ακατάπαυστα στη μόνη δυνατή γι' αυτό διέξοδο: δηλαδή στην αδιάλειπτη αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας. Η ανάπτυξη της σχετικής υπεραξίας ήταν η απάντηση του κεφαλαίου στη στρατηγική της Αριστεράς, ήταν η μοναδική του «λύση», αλλά ήταν ταυτόχρονα, αυτή η ανάπτυξη τον καπιταλισμού της σχετικής υπεραξίας, η ίδια η επιβεβαίωση της στρατηγικής της Αριστεράς. Το σύστημα άλλαζε συνεχώς κάτω από τη δύναμη του κινήματος προς την κατεύθυνση συνεχούς βελτίωσης των όρων ζωής της εργατικής τάξης και των άλλων μισθωτών, και έτσι το αποτέλεσμα αυτό απεδείκνυε στην πράξη την «ορθότητα» των στρατηγικών επιλογών της Αριστεράς.
Η κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου που αρχίζει στις αρχές της δεκαετίας του '70 σημαίνει ακριβώς την αδυναμία συνέχισης της δυναμικής που συνδύαζε αφενός την προώθηση των άμεσων διεκδικητικών συμφερόντων της εργατικής τάξης και αφετέρου την ικανοποίηση τους από τη μεριά του κεφαλαίου με παραπέρα εμβάθυνση της κεφαλαιοκρατικής εκμετάλλευσης που στηρίζεται στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας (καπιταλισμός της σχετικής υπεραξίας). Η κρίση υπερσυσσώρευσης είναι κρίση της παραγωγής σχετικής υπεραξίας επειδή η παραγωγικότητα δεν είναι πια δυνατό να αυξηθεί παρά μόνο με επένδυση κεφαλαίου δυσανάλογα μεγάλη προς τον επιδιωκόμενο στόχο (δηλαδή την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας), πράγμα που οδηγεί σε πτώση του ποσοστού κέρδους. Το τέλος της αιώνιας συνέχειας, είναι λοιπόν αυτή η διάρρηξη της δυναμικής ενός συστήματος που επεκτεινόταν χάρη στην απορρόφηση αυτού που το αμφισβητούσε και στη μετατροπή του σε στοιχείο δυναμισμού του. Δεν θα αναλύσουμε εδώ τις λεπτομέρειες της κρίσης υπερσυσσώρευσης αφού οι θέσεις το έχουν κάνει πολλές φορές στο παρελθόν με μία σειρά άρθρα που διατηρούν ακόμη, κατά τη γνώμη μου, την εγκυρότητα τους. θα θυμίσουμε μόνο ότι η διαχείριση της Αριστεράς μέσα σ' ένα τέτοιο πλαίσιο, όπου η δράση της δεν μπορεί πια να αποτελέσει ένα από τα δύο στοιχεία της δυναμικής του συστήματος της σχετικής υπεραξίας, υπόκειται σ' αυτό που ονομάσαμε «αστάθεια της σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής», εγκαταλείπει δηλαδή, έτσι απλά, τη στρατηγική της και αυτοκαταργείται. Το σύστημα προσέγγισε το κατώφλι αντοχής του, αλλά η Αριστερά δεν θέλησε να το ξεπεράσει για να προχωρήσει στην ανατροπή του: απλώς δεν είχε την επιθυμία, δεν ήταν φτιαγμένη για κάτι τέτοιο, ήταν απλώς μια ήδη ηττημένη στρατηγική. Και αυτό που παραμένει ως κατακάθι δεν δικαιούται το όνομα «Αριστερά».
4. Η κατάληψη του λευκού χώρου
(Για τη στρατηγική και τακτική των αντικαπιταλιστικών κινημάτων)
4.1. Από τα κοινά στοιχεία στρατηγικής στις στρατηγικές προτάσεις.
Ο θάνατος της Αριστεράς αφήνει ευθύς αμέσως ένα κενό, λευκό χώρο: το χώρο της θεωρίας, που δεν τον γεμίζουν πια οι ογκώδεις βεβαιότητες, το χώρο της οργάνωσης της οποίας οι μορφές που κληρονομήσαμε από το παρελθόν σαν φυσικές, άμεσες και αυτονόητες, και που μας είναι οικείες, δεν μας είναι πια καθησυχαστικές, το χώρο της ιδεολογίας που δεν σφύζει πια από τα αυστηρά περιχαρακωμένα φρούρια ιδεολογικής καθαρότητας, και τέλος, το χώρο της πολιτικής παρέμβασης όπου οι συντεταγμένες δυνάμεις της Αριστεράς δρούσαν και όπου τώρα υπάρχει μόνο ο άρρυθμος βηματισμός των διάσπαρτων αντικαπιταλιστικών δυνάμεων. Να καταλάβουμε το λευκό χώρο που αφήνει ο θάνατος της Αριστεράς και να μετατρέψουμε τον άρρυθμο βηματισμό σε συντεταγμένη δράση: αυτό είναι το ζητούμενο.
Ενώ επίκειται η μεγάλη επίθεση των δυνάμεων του κεφαλαίου ενάντια στην εργατική τάξη, το ημιπρολεταριάτο των υπηρεσιών και τα υποβαθμιζόμενα στρώματα μικροαστών μισθωτών, η μόνη δύναμη υπεράσπισης τους δεν μπορεί παρά να είναι αντικαπιταλιστική. Όσοι ψάχνουν το πρόσωπο των αντικαπιταλιστικών κινημάτων δεν θα πρέπει να σταματήσουν ούτε στο ασαφές περίγραμμα του, ούτε στο μικρό τους μέγεθος, αλλά στην πεισματική αναζήτηση της ασυνέχειας και της ρήξης, στο δυναμισμό τους, στην απόπειρα να ανασυνθέσουν με άλλο τρόπο αυτό που διαλύεται, στην απόφαση τους να καταλύσουν τους δεσμούς τους με τις αποχές τους, το παρελθόν, την παράδοση και την καταγωγή τους, εγκαθιδρύοντας έτσι το νέο ορίζοντα των οραμάτων μας.
Αυτός ο χώρος δεν μπορεί παρά να είναι ο χώρος όπου ψηλαφίζουμε τα όρια του λόγου μας για να συναντήσουμε τη λογική των άλλων αντικαπιταλιστικών δυνάμεων, ο χώρος όπου καταθέτουμε την ταυτότητα μας και διακινδυνεύουμε το πρόσωπο μας: όχι στην πλευρά της συνεκτικότητας και της συμφωνίας, αλλά στην πλευρά της ταυτόχρονης ανάδυσης, της ποικιλίας και της παραλλαγής. Πέρα από την διασπορά των απόψεων, τις θεματικές παραλλαγές και τη λεκτική προσήλωση σε σχήματα ή όρους του παρελθόντος, πέρα από τη βαρύτητα της ιδεολογικής και πολιτικής καταγωγής, υπάρχουν μέσα σ' αυτά τα κινήματα στοιχεία κοινής στρατηγικής.
Όμως δεν μπορούμε να εντοπίσουμε σχηματισμούς θέσης μάχης, ούτε συνδεδεμένες και ιεραρχημένες δράσεις, παρά μόνο αν προσπαθούμε αδιάλειπτα να συγκροτούμε αυτά τα στοιχεία στρατηγικής σε στρατηγικές προτάσεις, γιατί μόνο έτσι θα προκύψει η καινούργια μας στρατηγική, δηλαδή το νέο ανατρεπτικό πολιτικό υποκείμενο.
4.2. Ζητήματα αντικαπιταλιστικής στρατηγικής
Μετά την εγκατάσταση της Αλλαγής μέσα στον κρατικό μηχανισμό, όσοι επιδιώξαμε να στοχαστούμε την κρίση του καπιταλισμού ξανά από την αρχή, άλλοι μέσα στη μαρξιστική θεωρητική πρακτική, άλλοι μέσα στη συνδικαλιστική πρακτική, αποτινάζοντας την υπεροπτική άνεση των δογμάτων της Αριστεράς, βρισκόμαστε έξω από τα κόμματα, μακριά από τον επίσημο πολιτικό κόσμο και ενάντια στις πρακτικές του. Μπορούμε σήμερα να προσεγγίσουμε ζητήματα στρατηγικής όπως ποιο είναι το πεδίο της επερχόμενης σύγκρουσης, ποιες είναι οι τάξεις ή μερίδες τάξεων που κινητοποιούνται για να αλλάξουν θέση στη μεγάλη κίνηση αναδιάταξης των κοινωνικών συμμαχιών που χαρακτηρίζει τη σημερινή συγκυρία. Σήμερα γνωρίζουμε - και αυτό είναι κάτι που το κατακτήσαμε από το 1982 και μετά, όσο κι αν αυτή ήταν μια περίοδος υποχώρησης, αμηχανίας και ιδιώτευσης - ότι όποιος μιλάει για πολιτική μιλάει για σύγκρουση στο πεδίο όπου αυτή πράγματι διεξάγεται: έχουμε μάθει δηλαδή ότι όποιος ετοιμάζεται για σύγκρουση οφείλει
* να εντοπίζει το πεδίο της μάχης - δηλαδή τους αντικειμενικούς όρους και τις περιοριστικές συνθήκες της σύγκρουσης,
* να εντοπίζει εκείνα τα σημεία στα οποία ετοιμάζονται να επιτεθούν οι δυνάμεις του αντιπάλου - δηλαδή τα κύρια μέτωπα της σύγκρουσης,
* να προσδιορίζει τις κοινωνικές δυνάμεις και τις πολιτικές ομάδες που μπορούν να συνταχθούν πίσω από μια πρόταση πολιτικής,
* να βρίσκει τους στόχους που μπορούν να συγκροτήσουν αυτές τις δυνάμεις σε κοινωνική συμμαχία ή πολιτική ενότητα,
* να υιοθετεί εκείνες τις μορφές οργάνωσης που είναι ικανές να αντιπαρατεθούν αποτελεσματικά στα νέα όπλα και τις νέες τακτικές του αστισμού. Αυτό σημαίνει πως γνωρίζουμε πια ότι για να κάνουμε πολιτική δεν αρκεί να καταναλωνόμαστε στις ατέρμονες συζητήσεις γύρω από ιδεολογικά ή γενικά θεωρητικά ζητήματα, και ότι δεν αρκεί να κατανοούμε ως «πολιτική» μόνον τα δρώμενα στην πολιτική σκηνή: γνωρίζουμε πως σήμερα πρέπει πρώτ' απ όλα να μιλήσουμε για την κρίση του καπιταλισμού, να την καταλάβουμε (μέσα στις συγκεκριμένες μορφές που παίρνει στα πλαίσια του κοινωνικού σχηματισμού) και με βάση αυτήν την κατανόηση να οργανώσουμε τη δράση μας. Να κάνουμε τη συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης.
Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η συσσώρευση κεφαλαίου στην Ελλάδα έχουν αιτίες κυρίως ενδογενείς: πρέπει να τις αναζητήσει κανείς στις συνθήκες της συσσώρευσης, και πάνω απ' όλα στον τρόπο εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης. Η κρίση κερδοφορίας του κεφαλαίου στην Ελλάδα μέχρι το 1988, όπως αποδεικνύεται και από ποσοτικές αναλύσεις, οφείλεται στο ότι: α) το κεφάλαιο αυξάνεται γρηγορότερα από το προϊόν, και 6) το μερίδιο των μισθών στο προϊόν δεν συμπιέζεται κάτω από ένα όριο. Η συνδυασμένη δράση αυτών των παραγόντων απολήγει στην πτώση της αποδοτικότητας του κεφαλαίου. Με άλλα λόγια, το υπερσυσσωρευμένο κεφάλαιο είναι ανίκανο να εκμεταλλευτεί την εργασία στο βαθμό εκείνο που απαιτείται για την απρόσκοπτη αναπαραγωγή του συστήματος.
Η μοναδική διέξοδος για τον καπιταλισμό είναι η καταστροφή των λιγότερο κερδοφόρων κεφαλαίων. Αυτή η καταστροφή πραγματοποιείται με τον ανταγωνισμό που επιτρέπει να μείνουν στην αγορά μόνον εκείνα τα κεφάλαια που έχουν προχωρήσει σε εκσυγχρονισμό και έχουν γίνει έτσι πιο αποτελεσματικά σε ό,τι αφορά την κερδοφορία. Το κάθε ατομικό κεφάλαιο ρίχνεται τώρα στον ανταγωνισμό, που έχει οξυνθεί και διεθνοποιηθεί, με όπλο τις νέες μηχανές, τις νέες μεθόδους οργάνωσης της εργασίας, τη συγκέντρωση του κεφαλαίου και την προσαρμογή στους νέους «κανόνες του παιχνιδιού» της αγοράς. Χρησιμοποιεί ιδιαίτερα την ηλεκτρονική, η οποία με την εφαρμογή της στην παραγωγή, ανοίγει μια νέα εποχή της εκμηχάνισης - την αυτοματοποίηση - δηλαδή μια νέα εποχή της παραγωγικής δύναμης της εργασίας.
Όμως οι όροι κάτω από τους οποίους θα εφαρμοστεί η αυτοματοποίηση της παραγωγής δεν αποτελούν ένα τεχνικό δεδομένο αλλά είναι επίδικο αντικείμενο της ταξικής πάλης: νέα πεδία αγώνων ανοίγονται γύρω από τον έλεγχο οργάνωση διεύθυνση της εργασιακής διαδικασίας, που μπορεί να οδηγήσουν σε κατάκτηση θέσεων μάχης στρατηγικής σημασίας μέσα στην παραγωγή. Για να μπορέσει λοιπόν να υπάρξει κεφαλαιοκρατική έξοδος από την κρίση δεν αρκούν κάποιοι δείκτες υψηλής απόδοσης κεφαλαίου: ο βασικός παράγοντας είναι να διασφαλίσει το κεφάλαιο μια τέτοια ηγεμονία πάνω στην εργασιακή διαδικασία που να κάνει δυνατή την αναδιάρθρωση ολόκληρης της παραγωγής, να αποκαθιστά τους ρυθμούς συσσώρευσης, να αυξάνει το ποσοστό κέρδους ολόκληρης της καπιταλιστικής οικονομίας.
Το κεφάλαιο θα επιδιώξει να επιβάλλει ένα συσχετισμό δυνάμεων που να του προσφέρει την άνεση της εφαρμογής των νέον τεχνολογικών γνώσεων με τους δικό σ τον όρους. Και αυτό μπορεί να γίνει με δύο τρόπους: είτε με τη συνειδητή πειθαρχία των εργαζομέων είτε με τη συντριβή του εργατικού κινήματος, την ανεργία, τη συρρίκνωση του εισοδήματος, την κρατική καταστολή. Η πρώτη «μέθοδος» της συναίνεσης και της συμμετοχής, δοκιμάστηκε στην περίοδο της σοσιαλδημοκρατικής διακυβέρνησης 1981-1985. και απέτυχε. Από τον Οκτώβριο του 1985 δοκιμάζεται η δεύτερη. Αλλά και εδώ οι επιτυχίες της είναι αμφίβολες: ακόμη κι αν η παθητικοποίηση και η αδράνεια κερδίζουν έδαφος μέσα στους χώρους δουλειάς, είναι δύσκολο να ισχυριστεί κανείς ότι η ολομέτωπη επίθεση του κεφαλαίου ενάντια στους εργαζόμενους έχει αποδώσει τα τελευταία χρόνια όσα φιλοδοξούσε. Ο κίνδυνος όμως μιας ριζικής μετατροπής του συσχετισμού δυνάμεων υπέρ του κεφαλαίου είναι τόσο πιο μεγάλος όσο πιο πολύ το αντικαπιταλιστικό κίνημα αργεί να διαμορφώσει μία νέα στρατηγική, της οποίας η έλλειψη έχει γίνει πλέον έντονα αισθητή.
Αυτά είναι τα διαρθρωτικά προβλήματα του ελληνικού καπιταλισμού και τα οποία η κυβέρνηση θα διαχειριστεί με τον ίδιο τρόπο που διαχειρίστηκαν τον κεφαλαιοκρατικό εκσυγχρονισμό της παραγωγής όλες οι αστικές κυβερνήσεις της Δύσης, σοσιαλιστικές, σοσιαλδημοκρατικές ή συντηρητικές: η κεφαλαιοκρατική αναδιάρθρωση της παραγωγής περνάει από την ανεργία, την ιδιωτικοποίηση, την εγκατάλειψη παραγωγικών δραστηριοτήτων, την αναδιάταξη του κρατικού μηχανισμού με ενίσχυση των καταπιεστικών λειτουργιών του και την αποδυνάμωση του «κράτους πρόνοιας», την αναδίπλωση στον εθνικισμό και την απαίτηση θυσιών των λαϊκών τάξεων στο βωμό της «εθνικής ενότητας» και της «εθνικής οικονομίας». Σ' αυτή την κατεύθυνση, που έτσι κι αλλιώς είναι δοσμένη, από τον ίδιο τον χαρακτήρα των προβλημάτων του ελληνικού καπιταλισμού, συμβάλλουν και άλλοι δύο παράγοντες: η προοπτική της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς και η οικονομική συγκυρία. Η ενιαία αγορά είναι μια πιεστική συνθήκη λύσης των διαρθρωτικών προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας, ενώ η διεθνής συγκυρία είναι τέτοια που μας ωθεί να πιστέψουμε ότι οι διαδικασίες κεφαλαιοκρατικής αναδιάρθρωσης της παραγωγής, δεδομένου του συγχρονισμού των εθνικών βιομηχανικών κύκλων και της επερχόμενης ύφεσης (ή έστω επιβράδυνσης της παραγωγής), θα ενταθούν σε όλες τις χώρες της Δύσης ταυτόχρονα. Μια τέτοια κατάσταση θα οξύνει ένα από τα βασικά προβλήματα του ελληνικού καπιταλισμού: την ανακοπή της οικονομικής του αναβάθμισης στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Και αυτό γιατί η παράταση της κρίσης στις χώρες του ΟΟΣΑ, κλονίζει τον τρόπο ένταξης του ελληνικού καπιταλισμού στο διεθνή καταμερισμό εργασίας και τον ωθεί - σε συνδυασμό και με τις δυσλειτουργίες της κεφαλαιακής συσσώρευσης - στην αναδιάρθρωση της παραγωγής, που κι αυτή απαιτεί με τη σειρά της την ολομέτωπη επίθεση των δυνάμεων του κεφαλαίου ενάντια στο συνδικαλιστικό κίνημα και τους εργαζόμενους. Μέσα σε τέτοιες συνθήκες, θα πρέπει να περιμένουμε μία ένταση των ταξικών αγώνων, με επικεφαλής των αστικών δυνάμεων την κυβερνητική εξουσία - για όποια κυβέρνηση και αν πρόκειται. Έχει φανεί πια καθαρά - ιδιαίτερα και μετά τη συγκρότηση της οικουμενικής κυβέρνησης πως το πραγματικό «κόμμα» του κεφαλαίου είναι το ίδιο το αστικό κράτος.
Οι μάχες στρατηγικής σημασίας θα δοθούν μέσα στην εργασιακή διαδικασία, γύρω από την απασχόληση, γύρω από τις ειδικότητες και την οργάνωση της εργασίας, και όχι τόσο γύρω από την αναδιανομή του εισοδήματος υπέρ των εργαζομένων. Αυτό που το εργατικό κίνημα χρειάζεται είναι μια διαφορετική παρέμβαση που να ξεπερνάει τα παραδοσιακά διεκδικητικά πλαίσια του κινήματος, μια παρέμβαση που θα αναφέρεται στην κρίση της διαδικασίας της εργασίας, της οργάνωσης της, της διαίρεσης της σε διανοητική χειρωνακτική, διευθυντική εκτελεστική, της ιεραρχικής οργάνωσης της. Μια παρέμβαση απαλλαγμένη από τον μύθο του κυβερνητισμού, από την αυταπάτη ότι αρκεί να πάρουν οι οργανώσεις των εργαζομένων την κυβέρνηση για να αρχίσει το Κράτος να εκφράζει τα συμφέροντα τους. Μια παρέμβαση που δεν περνάει από τον κυβερνητισμό και τα κοινοβουλευτικά παιχνίδια αλλά από την αυτοοργάνωση και την πρωτοβουλία των μαζών. Μια παρέμβαση που θα ανοίγει μέτωπο στον εθνικισμό γιατί αυτός θα αποτελέσει βασικό ιδεολογικό όπλο της αστικής τάξης στην πάλη της για την ολοκλήρωση της κεφαλαιοκρατικής αναδιάρθρωσης της παραγωγής.
Όπως προσπαθήσαμε να δείξουμε από τις θέσεις στο παρελθόν η προοπτική της απόκρουσης της επίθεσης του κεφαλαίου, ενίσχυσης των θέσεων της εργατικής τάξης και, τελικά, η προοπτική του εργατικού ελέγχου πάνω στην παραγωγή δεν είναι ένα μακρινό «όραμα», όπως ισχυρίζονται οι κρατικοποιημένοι σοσιαλιστές, ούτε μια ρομαντική ουτοπία, όπως ισχυρίζονται οι δεξιοί. Είναι μια τάση ενύπαρκτη «στα πράγματα». Αυτή τη στιγμή, απέναντι στην επίθεση του κεφαλαίου το κίνημα βρίσκεται χωρίς ουσιαστική πολιτική καθοδήγηση και εκπροσώπηση. Η αναγκαιότητα συγκρότησης μιας αντικαπιταλιστικής πρότασης είναι όσο ποτέ άλλοτε επιτακτική. Σήμερα πια ξέρουμε ότι μια αντικαπιταλιστική πολιτική δεν διαπλέκεται με την προοπτική μιας «κυβερνητικής αριστερής λύσης». Αυτή η «λύση» δοκιμάστηκε και απέτυχε. Ξέρουμε επομένως ότι η αγωνιστικότητα του εργατικού κινήματος δεν πρέπει να αναστέλλεται και να κάμπτεται ενόψει της απειλής που προβάλλεται τόσο από το ΠΑΣΟΚ όσο και από τους ΚΚΕ Κύρκος, ότι θα ενισχυθεί η Δεξιά και θα πάρει την κυβέρνηση. Ξέρουμε ότι το εργατικό κίνημα (όπως και τα κοινωνικά κινήματα ενγένει) μπορεί να αναπτυχθεί εκτός κομμάτων.
Ξέρουμε ακόμη ότι: Το ζητούμενο δεν είναι η κατασκευή ούτε «οραμάτων», ούτε «ιδανικών», ούτε «σταδίων», ούτε «δρόμων». Είναι να δούμε με ποιο τρόπο εκφράζεται σήμερα η τάση προς την κοινωνική επανάσταση και να καταστρώσουμε την κατάλληλη στρατηγική. Το ζητούμενο είναι αυτό που ήδη αχνοφέγγει μέσα στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, που εκφράζεται αποσπασματικά εδώ και εκεί και που εμείς μπορούμε να το πολιτικοποιήσουμε.
Όμως η κρίση του καπιταλισμού, οι εκκαθαριστικές της λειτουργίες δεν αφορούν μόνο τους εργαζόμενους. Η καπιταλιστική έξοδος από την κρίση στηρίζεται στην αρχή της εκκαθάρισης των πιο αδύναμων κεφαλαίων, αλλά και των πιο αδύναμων ανθρώπων ανάμεσα στους μισθωτούς, τις γυναίκες, τους νέους, τις κοινωνικές ή εθνολογικές μειονότητες, τους ηλικιωμένους, τους ξένους εργάτες. Εγκαθιδρύει μια κοινωνία εκκαθάρισης όλων εκείνων που δεν είναι αποδοτικοί για το κεφάλαιο, μια κοινωνία των δυνατών. Να κάνουμε λοιπόν πολιτική με αυτούς που η αναδιάρθρωση του καπιταλισμού ετοιμάζεται να χτυπήσει.
Να κάνουμε πολιτική σημαίνει ακόμη να παρέμβουμε στο χώρο της εργασίας γνωρίζοντας ποιο είναι το επίδικο αντικείμενο της αναδιάρθρωσης της παραγωγής και ιδιαίτερα της αυτοματοποίησης της (πέρα από τα ζητήματα της αναδιανομής του εισοδήματος): η ηγεμονία πάνω στη διαδικασία της εργασίας, μέσα στην καρδιά του συστήματος. Να κάνουμε πολιτική ακριβώς αντίθετα σ' αυτό που θέλει η αστική τάξη: «...εργοδότες και εργαζόμενοι μάχονται επί χρόνια με αντικείμενο την παραγωγή και την παραγωγικότητα, ενώ θα έπρεπε να επιδιωχθεί η συναίνεση (μέσα από την αντιπαράθεση) στο χώρο αυτό, και να μεταφερθεί η διαμάχη στη διανομή του προϊόντος.» (Γεννηματάς, Information, Νοέμβριος 1989). Αυτό σημαίνει να κάνουμε πολιτική και να δίνουμε μάχες σ' ένα πεδίο που αγνόησε συστηματικά η επίσημη Αριστερά, και από το οποίο οι κρατικοποιημένοι σοσιαλιστές θέλουν να μας απομακρύνουν. Η παρέμβασή μας πρέπει επίσης να παίρνει υπόψη της τη σημασία του 35ώρου, όχι ως μεταρρυθμιστικού αιτήματος, αλλά ως στρατηγικής σημασίας μάχη.
Αν κάπως έτσι έχουν τα πράγματα, αν οι μέχρι τώρα αναλύσεις που το παραπάνω κείμενο υπαινίσσεται και που έχουν γεμίσει τις σελίδες των θέσεων έχουν συλλάβει την ουσιαστική πλευρά της κίνησης της ιστορίας στην Ελλάδα, τότε είναι σαφές ότι η ίδια η συγκυρία διανοίγει το έδαφος της συνάντησης ενός νέου απειλητικού για τις κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής - δηλαδή αντικαπιταλιστικού - εργατικού κινήματος με το αντιαυταρχικό αναρχικό κίνημα, το φεμινιστικό κίνημα, ένα καινούργιο νεολαιίστικο κίνημα απαλλαγμένο από το προσκοπικό πνεύμα του ΚΝίτικου καθωσπρεπισμού, με το κίνημα για την προάσπιση των δικαιωμάτων των κοινωνικών ή και εθνολογικών μειονοτήτων, με το αντιρατσιστικό και διεθνιστικό κίνημα, με το οικολογικό κίνημα που θα έχει και αυτό - για όσο καιρό διαρκεί η κρίση του καπιταλισμού - την ίδια υλική βάση που έχουν και τα άλλα σύγχρονα πολύχρωμα κινήματα. Είμαστε δηλαδή σήμερα σε θέση να καταλάβουμε πώς συγκεκριμένα η κεφαλαιοκρατική κρίση (κρίση υπερσυσσώρευσης - κρίση του καπιταλισμού της σχετικής υπεραξίας) δημιουργεί αυτή η ίδια τους αντικειμενικούς όρους της σύγκλισης των κινημάτων.
Να κάνουμε πολιτική σημαίνει ακόμη ότι τα στοιχεία κοινής στρατηγικής που έχουμε πρέπει να γίνονται αντικείμενα συζήτησης και συλλογικής επεξεργασίας. Ας μένει λοιπόν το θέμα ανοικτό, αλλά όχι στην τύχη του.
Υπάρχει τέλος, ο συγκεχυμένος κόσμος της τακτικής: Το οπορτουνιστικό όργιο στο οποίο επιδόθηκαν ξανά οι άτυπες ή και τυπικά αναγνωρισμένες ηγεσίες της εξωκοινοβουλευτικής, της «άλλης Αριστεράς», με ευκαιρία τις δύο τελευταίες εκλογές, οι συμμαχίες με όρους συμβολαίου μεταξύ ηγεσιών ιδιοκτητών ψηφοφόρων είναι χαρακτηριστικά του έντονου φαντασιακού χαρακτήρα της πολιτικής ως διαδικασίας συγκρότησης «υποκειμένων», δηλαδή πολιτικών οργανώσεων, κομμάτων και λοιπών μορφωμάτων σαν να ήταν σύνολα, άθροιση και συσσωματώματα ατόμων. Χειρότερα: ψηφοφόρων. Ο εκλογικός κρετινισμός, η υποταγή στο πολιτικό μάρκετινγκ, από «το ποντίκι που βρυχάται»: τέτοια ήταν η τακτική του εξωκοινοβουλευτικού χώρου κατά το τελευταίο εξάμηνο.
Αν όμως αυτό που μας ενδιαφέρει, πέρα από τον κοινοβουλευτικό αντικατοπτρισμό της συγκρότησης ανατρεπτικού πολιτικού υποκειμένου δια μέσου των εκλογών, είναι η πραγματική τακτική, δηλαδή αυτή που αφορά τους συσχετισμούς δύναμης εκεί όπου οι εξωκοινοβουλευτικές ομάδες μπορούν να έχουν σοβαρή και σύμμετρη προς το μέγεθος τους - άρα και αποτελεσματική - δράση, τότε πρέπει να σκεφτούμε τα πράγματα με άλλους όρους:
Η τακτική δεν εξαρτάται από τους γενικούς όρους που επικρατούν στο δοσμένο κοινωνικό σχηματισμό - και που έχουν να κάνουν με τη στρατηγική. Εξαρτάται πρώτ' απ' όλα και κυρίως από το συσχετισμό δυνάμεων και από το μέγεθος του στόχου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Althusser L.,Lire le Capital, Maspero 1968
Althusser L.,Ce qui ne peut plus durer dans le Parti Communiste, Maspero 1978
Althusser L. κ.ά., Συζήτηση για το κράτος, Εκδόσεις Αγώνας 1980
Althusser L.,Για την κρίση του μαρξισμού, Εκδόσεις Αγώνας 1980
Althusser L.,H έννοια του οικονομικού νόμου στο «Κεφάλαιο», θέσεις 15 86
Bettelheim Ch.,Μορφές ιδιοκτησίας στο μεταβατικό στάδιο προς το σοσιαλισμό,
Ράππας1972 Ιωακείμογλου Η., Η αυθόρμητη κατεύθυνση των φαινομένων. Για την αντικαπιταλιστική έξοδο από την κρίση, Αξιός 1987 Ιωακείμογλου Η. & Μηλιός Γ., Η ανάκληση του σοσιαλδημοκρατικού συμβολαίου, θέσεις 14 86
Ιωακείμογλου Η., Η Αυτοκρατορία της Εργασίας, θέσεις 2324 88 Κυπριανίδης T., Σημειώσεις για την οικολογία και την Αριστερά, θέσεις 29 89 Κυπριανίδης Τ. & Μηλιός Γ., Η περεστρόικα, ο μαρξισμός και η Αριστερά, θέσεις 2324 88
Linhart R., Ο Λένιν, οι αγρότες, ο Ταίηλορ, Εκδόσεις Μηνιαία Επιθεώρηση 1977
Μηλιός Γ., Ο Ιμπεριαλισμός και οι θεωρίες μητρόπολης περιφέρειας, θέσεις 4 83 και 5 83
Μηλιός Γ., Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός, Εξάντας 1988
Μηλιός Γ. Ο μαρξισμός στο Μεσοπόλεμο και ο Σεραφείμ Μάξιμος, θέσεις 26 89
Τσεκούρας θ., Ποιος θυμάται την επανάσταση;, θέσεις 19 87
Τσεκούρας θ., Από τον ταιηλορισμό στις νέες τεχνολογίες παραγωγής, θέσεις 29 89