«Η Νέα Δημοκρατία ενίκησεν. Όταν μεταβώ εις τον Πρόεδρον της Δημοκρατίας θα αξιώσω την ανάθεση εντολής σχηματισμού κυβερνήσεως από το κόμμα μας... Αν η Νέα Δημοκρατία δεν είναι σήμερα κοινοβουλευτικά αυτοδύναμη αυτό οφείλεται αποκλειστικά στον εκλογικό νόμο που έχει αυτές τις νοσηρές επιπτώσεις...»
(Κ. Μητσοτάκης) «Το ΠΑΣΟΚ κατήγαγε μια τεράστιας σημασίας ηθική και πολιτική νίκη.»
(Α. Παπανδρέου)
«Ο μεγάλος όγκος των δυνάμεων του Συνασπισμού ενέκρινε την πολιτική στήριξης της κυβέρνησης Τζανετάκη.»
(Χ. Φλωράκης)
1. Πολιτικοί και σαλτιμπάγκοι
Οι πολιτικοί αρχηγοί, με το εκλογικό αποτέλεσμα προ οφθαλμών, αντιδρούν άμεσα και «εν θερμώ», καταγράφοντας είτε την αμηχανία είτε την ευαρέσκεια τους απέναντι στο μήνυμα της λαϊκής ψήφου, ενώ οι νέοι συσχετισμοί που διαμορφώνονται με τα εκλογικά αποτελέσματα της 5ης Νοεμβρίου πλανώνται σαν φάντασμα που ο καθένας με τον τρόπο του προσπαθεί να εξορκίσει. Καθώς ο χρόνος απομακρύνει στη συνέχεια τη στιγμή της νέας εκλογικής αναμέτρησης και εισάγει στο μετεκλογικό σκηνικό την «τράπεζα» των διαπραγματεύσεων, οι πρωταγωνιστές της «κυβέρνησης της κάθαρσης» θα προσπαθήσουν να ξεχάσουν τις αρχικές τους εκτιμήσεις και θα επιχειρήσουν, παράλληλα με την «επίλυση των συσσωρευμένων προβλημάτων της χώρας», να απαντήσουν στο απλό - όσο και βασανιστικό - ερώτημα: Σε ποιο σημείο χάλασε η συνταγή ; Γιατί η «κάθαρση» εξελίχτηκε σε μπούμεραγκ; Γιατί ο λαός δεν ακολούθησε τη φωτισμένη πορεία «εθνικής συμφιλίωσης» που οι συγκυβερνώντες του καλοκαιριού του είχαν προτείνει;
Περισσότερο και από την εκλογική αποτυχία των συγκυβερνώντων κομμάτων, που αυτή τη φορά δεν μπορούσαν να την αποδώσουν στον «κομματισμό του κράτους», στη «φασιστική τηλεόραση» (που τώρα ήταν απροκάλυπτα δικιά τους), στην «εξαγορά συνειδήσεων» κλπ., εκείνο που λειτούργησε αποδιοργανωτικά μέσα στα κόμματα της «κάθαρσης» ήταν η αδυναμία κατανόησης των αιτίων που οδήγησαν στην ανασύνταξη και εκλογική ανόρθωση του ΠΑΣΟΚ. Ή για να το πούμε αλλιώς, αδυνατούν να κατανοήσουν πώς και γιατί απότυχε η πολιτική εκστρατεία που εξαπέλυσαν τον Ιούνιο με δηλωμένο στόχο τον εξοβελισμό του ΠΑΣΟΚ από την κυβέρνηση, και με ανομολόγητους ή ομολογημένους πόθους το διαμελισμό του, τον προσεταιρισμό τμημάτων του, την κάλυψη μέρους ή μερών του πολιτικού του χώρου κλπ. Είναι διασκεδαστικό να παρατηρήσει κανείς για λίγο τους πρωταγωνιστές της τότε αναγγελθείσας «νέας εποχής» στα πολιτικά μας ήθη, να χρησιμοποιούν σήμερα μέσα στην αμηχανία τους τα πιο σκουριασμένα αντιδραστικά ιδεολογήματα, ή να μεταπηδούν από θέση σε θέση, σαν κλόουν του τσίρκου, προκειμένου είτε να συμβιβάσουν τα ασυμβίβαστα, είτε να απορρίψουν «επιβεβαιώνοντας» τις μέχρι χθες ακλόνητες βεβαιότητες τους.
Υπάρχουν κατ" αρχήν οι «σταθεροί» ερμηνευτές των τεκταινομένων. Αυτοί που μιλάνε για τον αθεράπευτο και παντοδύναμο λαϊκισμό του ΠΑΣΟΚ που στηρίζεται από «όψεις της ελληνικής υπανάπτυξης»: «την κυριαρχία του μικρομεσαίου φάσματος, την παραοικονομία, τον αναλφαβητισμό, την ασάφεια των κοινωνικών ρόλων...» (Π. Καζάκος, Ελευθεροτυπία 13 11 89), ή πάλι το ότι «με την πολιτική του το ΠΑΣΟΚ... με έναν εξαιρετικό κυνισμό έδωσε πίστωση και καλλιέργησε σε πολλούς πολίτες παρορμήσεις, κάθε άλλο παρά κολακευτικές... απευθύνθηκε σε ένα λιγότερο μορφωμένο... τμήμα του κοινού και δημιούργησε μαζί του σχέσεις αμοιβαίας συμφεροντολογικής εξυπηρέτησης». (Δ. Δημητράκος, ό.π.). Υπάρχουν όμως και κάποιοι που λένε «αλήθειες» χωρίς αναστολές: «... το ΠΑΣΟΚ εκφράζει άμεσα τη μικροαστική νοοτροπία... πράγμα που έχει αρνητικές συνέπειες... γιατί ... οδηγεί σε όλα εκείνα τα στοιχεία που έχουν να κάνουν με το λαϊκισμό, τον αντισημιτισμό, το ρατσισμό, το φανατισμό, το σοβινισμό, τη χυδαιότητα, το νεοπλουτισμό κλπ.» (θ. Λίποβατς, Ελευθεροτυπία 14 11 89), ή πάλι, «το ΠΑΣΟΚ είναι η συμπύκνωση μιας διαδεδομένης ''ανομίας" που θα υπάρχει όσο το χάσμα μεταξύ ανάπτυξης και υπανάπτυξης δεν έχει γεφυρωθεί» (Η. Κατσούλης, Ελευθεροτυπία 15 11 89). Τέλος υπάρχουν και κάποιοι που ανάγουν την εκτίμηση των αιτίων του εκλογικού αποτελέσματος στο χώρο των ιδεών, των «καθαρών ιδεών», είτε με τη μορφή της επισήμανσης των νοσηρών ιδεοληψιών του λαού - π.χ. η παραπομπή του λαού σε ψυχίατρο από τον Π. Λουκάκο της Κυριακάτικης, που ενέχει, θέση και πρακτικής μεθόδου αντιμετώπισης του φαινομένου -, είτε με τη μορφή ηθικής απαξίας του λαϊκού φρονήματος, την οποία καθαρότερα από οποιονδήποτε διατύπωσε ο «φιλόσοφος» Χρ. Γιανναράς (Ελευθεροτυπία 16 11 89) - ο οποίος, παρεμπιπτόντως, είχε το θράσος, σε τηλεοπτική συζήτηση για την επέτειο του Πολυτεχνείου, να χαρακτηρίσει το σύνθημα «ψωμί - παιδεία - ελευθερία» ως αποθέωση του καταναλωτισμού, της αναξιοκρατίας και του ατομικισμού.
Αυτή είναι η εκτίμηση της αντιδραστικής «πνευματικής ηγεσίας» του τόπου για κάτι το οποίο δεν θέλουν να αντιμετωπίσουν, δηλαδή την πραγματικότητα που επιμένει να μην συμμορφώνεται με ας επιθυμίες τους.
Υπάρχουν όμως και οι πολιτικοί που συλλαμβάνουν τα μηνύματα των καιρών. Σ' αυτό το τελευταίο μπορεί να βοηθάει και η ικανότητα ελιγμών που φαίνονται να διαθέτουν, η οποία συναρτάται βέβαια και με τη δική τους ανελικτική προσπάθεια. Ο φέρελπις Μ. Ανδρουλάκης του ΚΚΕ, φανατικός πολέμιος του ΠΑΣΟΚ και του «αυριανισμού», χρειάζεται μόλις πέντε μέρες μετά από τις εκλογές για να πλασάρει τη νέα γραμμή: «... Το φαινόμενο που συμβατικά ονομάστηκε "αυριανισμός" δεν αντιμετωπίζεται μόνο με τις αναγκαίες ηθικές και πολιτικές καταγγελίες αλλά και με την ικανότητα μας να ορούμε κοινή γλώσσα με τον κόσμο του ΠΑΣΟΚ. (Αυτό)... απαιτεί και πειστικές πολιτικές προτάσεις και πρωτοβουλίες που να αγγίζουν το χώρο του ΠΑΣΟΚ και να ευνοούν κάθε τάση θετικού επανακαθορισμού της στάσης του απέναντι στην Αριστερά» (Γα Νέα, 10 11 89). Τέλος θα σταθούμε στο σχόλιο του Λ. Κύρκου για την πρόσφατη δήλωση στήριξης της «Αυριανής» από τον Α. Παπανδρέου, που δείχνει το βαθμό δημιουργικής αφομοίωσης από την πλευρά του Συνασπισμού των μηνυμάτων των καιρών: «Σε πολύ άκαιρη στιγμή ήρθε η δήλωση του κ. Παπανδρέου για τον αυριανισμό. Είναι προφανές ότι αυτή του την τοποθέτηση θέλησε το "συγκρότημα του Ταύρου" να την εκμαιεύσει, καθώς του γίνεται πια αντιληπτό ότι οδηγείται βαθμιαία στην ηθική και πολιτική απομόνωση...» (TOP FM, 12 12 89)
Παράλληλα, λοιπόν, με τον «κοινωνικό εκφασισμό», την «πολιτική φαυλοκρατία», την «ηθική αποτελμάτωση», τον «αγοραίο λαϊκισμό» που διαπιστώνουν οι αξιωματούχοι αλλά και οι υπαλληλίσκοι της κυρίαρχης ιδεολογίας, οι πολιτικοί που πρωτοστάτησαν στη μετουσίωση αυτών των ιδεολογημάτων σε καθημερινή πολιτική πρακτική, «ανέκρουσαν πρύμναν» και διαπιστώνουν ή διαβλέπουν την ανάδυση μυρωδικών λουλουδιών μέσα από το βούρκο. Άρα κάποιο συγκεκριμένο μήνυμα περιείχαν τα αποτελέσματα των εκλογών της 5ης Νοεμβρίου.
2. Έγκλημα και τιμωρία
Στην προ του Ιουνίου περίοδο, στο λυκόφως της αυτοδύναμης διακυβέρνησης της χώρας από το ΠΑΣΟΚ, το βασικό χαρακτηριστικό της πολιτικής συγκυρίας ήταν η πολιτική ρευστότητα που προκλήθηκε από τη διαχειριστική αφερεγγυότητα του ΠΑΣΟΚ. Σε προηγούμενα σημειώματα της Σύνταξης επισημάναμε ότι το βασικό αίτιο που οδήγησε στην άρση της εμπιστοσύνης των κρατικών αστικών μερίδων προς τη διαχείριση του ΠΑΣΟΚ ήταν η ωμή παραβίαση από την πλευρά του των κανόνων του καπιταλιστικού ανταγωνισμού (με κορύφωση το σκάνδαλο Κοσκωτά), αλλά και στη συνέχεια η πριμοδότηση από το ΠΑΣΟΚ της πολιτικής ρευστότητας με μέτρα όπως το αναλογικότερο εκλογικό σύστημα. Η τρίμηνη διμερής συγκυβέρνηση που βγήκε από τις κάλπες της 18ης Ιουνίου κλήθηκε να διαμορφώσει εκ νέου τους κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού σε μια στερεή συναινετική βάση, που θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις απρόσκοπτης λειτουργίας των κρατικών μηχανισμών σε αρμονία με τους νόμους και τάσεις της κεφαλαιακής κίνησης. Αυτή η μεταβατική περίοδος όφειλε βέβαια να επιμερίσει ευθύνες για τα πρότερα διαχειριστικά ατοπήματα ώστε να λειτουργήσει και συμβολικά το σωφρονιστικό δίπολο «έγκλημα και τιμωρία». Κάτω, όμως, από μια σημαντική προϋπόθεση: οι όποιες αναδιατάξεις, είτε στην πολιτική σκηνή, είτε στο εσωτερικό των κομμάτων, οι όποιοι επανακαθορισμοί των συσχετισμών δύναμης θα έπρεπε να διαγράφουν σε ορατό σημείο τον ορίζοντα του τέλους της πολιτικής ρευστότητας. Για την επίλυση της αντίφασης ανάμεσα στη διαχειριστική αφερεγγυότητα του ΠΑΣΟΚ και στον επανακαθορισμό των πλαισίων «χρηστής κρατικής διαχείρισης» κινητήρια δύναμη όφειλε να είναι ο ορίζοντας των σταθερών πολιτικών συσχετισμών μέσα σε ένα νέο συναινετικό πλαίσιο των πολιτικών δυνάμεων του αστισμού, κάτι που είχε αρχίσει να διαφαίνεται από το 1985. Αυτή την αναγκαιότητα ήρθε να υπηρετήσει και το ετερόκλητο σχήμα πολιτικής συμμαχίας ΝΔ - Συνασπισμού. Ήταν, όμως, αποτελεσματική σε αναφορά με αυτούς τους στρατηγικούς της στόχους, η τρίμηνη συγκυβέρνηση;
Θα πρέπει να απαντήσουμε απερίφραστα αρνητικά στο παραπάνω ερώτημα. Αν το ζητούμενο ήταν η αντιστροφή της τάσης προς ρευστούς πολιτικούς συσχετισμούς, η κυβέρνηση Τζανετάκη, δηλαδή η ΝΔ και ο Συνασπισμός, έκαναν τα πάντα για να πριμοδοτήσουν την πολιτική ρευστότητα. Κορυφαία στιγμή της αφερεγγυότητας και αυτού του σχήματος ήταν αναμφισβήτητα η μεθοδευμένη «ψήφος κατά συνείδηση» στα τηλεοπτικά σήριαλ των παραπομπών. Εδώ οι κυβερνητικοί εταίροι «παρεξήγησαν» τη σχετική αυτονομία του πολιτικού και επιχείρησαν να αλλάξουν κοινωνικούς συσχετισμούς - πρόσφατα καταγραμμένους στις εκλογές - με καθαρά πολιτικά μέσα, χωρίς να έχουν εξασφαλίσει γι αυτό τους το εγχείρημα το παραμικρό κοινωνικό αντίκρυσμα. Η επιχείρηση διαμελισμού του ΠΑΣΟΚ, η προσπάθεια βίαιης αλλαγής του πολιτικού σκηνικού που στηριζόταν επιπρόσθετα στην παραπλανητική εξίσωση ΠΑΣΟΚ = Α. Παπανδρέου = σκάνδαλα, στέφθηκε από παταγώδη αποτυχία. Αν το ΠΑΣΟΚ τροφοδότησε την πολιτική ρευστότητα ανακλαστικά, ως κίνηση άμυνας μετά το διαχειριστικό του ολίσθημα, η αριστεροδεξιά συμμαχία μεταχειρίστηκε το πολιτικό σύστημα αντιπροσώπευσης ανάλογα, ή μάλλον με ακόμα πιο τυχοδιωκτιτό τρόπο: παραβίασε υπό το πρόσχημα της «κάθαρσης» τα όρια αντοχής και ανοχής του πολιτικού συστήματος, εκτείνοντας τα σύνορα του νομοθετικού μέσα στο ζωτικό χώρο της δικαστικής εξουσίας, πρόβαλλε και συμβολικά αυτή την κατάκτηση κλείνοντας το μάτι στον ψηφοφόρο - καταναλωτή, «ξεχνώντας» ότι η σχετική αυτονομία του πολιτικού δεν συμβαίνει και πλήρη αυτονόμηση του από το κοινωνικό, αλλά αντίθετα προϋποθέτει την ύπαρξη ορίων που τίθενται ακριβώς από τις ίδιες τις κοινωνικές σχέσεις και τους κοινωνικούς συσχετισμούς δύναμης. Εισέπραξε έτσι ή συγκυβέρνηση το τίμημα που της αντιστοιχούσε.
Αν, λοιπόν, σχηματοποιώντας πούμε ότι το ΠΑΣΟΚ προσπάθησε με μοχλό το κράτος να «παραβιάσει» τους νόμους και τις τάσεις του οικονομικού παιχνιδιού (του καπιταλιστικού ανταγωνισμού), η αριστεροδεξιά συμμαχία ΝΔ - Συνασπισμού επιχείρησε με μοχλό πάλι το κράτος να «παραβιάσει» τους νόμους και τάσεις του πολιτικού παιχνιδιού (του συστήματος αντιπροσώπευσης - τις κοινωνικές ρίζες των πολιτικών μορφωμάτων -, της διάκρισης εκτελεστικού - νομοθετικού - δικαστικού μηχανισμού κλπ.). Αντί λοιπόν να κλείσει το κεφάλαιο της πολιτικής ρευστότητας, το άνοιξε ακόμα περισσότερο και έφερε το ΠΑΣΟΚ στον κοινό παρανομαστή (α)φερεγγυότητας ή και σε κάπως καλύτερη θέση, μια και όπως γνωρίζουμε «ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός».
Όμως αν στο γενικό πολιτικό επίπεδο η διαμορφωμένη κατάσταση σημαδεύεται από το «ολίσθημα» που αναφέραμε, η συγκυβέρνηση απέτυχε και στην καθημερινή πρακτική πολιτική της διαχείρισης. Πέρα από τη γενική μυθολογία περί τα οικονομικά που καλλιέργησε (και στην οποία αναφερθήκαμε στο άρθρο της Σύνταξης στις θέσεις 29) στάθηκε ανίκανη να διατηρήσει το status quo σ' ό,τι αφορά τα βασικά οικονομικά μεγέθη, υπό το κράτος του «πανικού» που δημιουργήθηκε ήδη από τον πρώτο καιρό της συγκυβέρνησης. Ενδεικτικές είναι οι παλινωδίες γύρω από την τιμή αλεύρων και ψωμιού, τα τιμολόγια των ΔΕΚΟ, τις φοροαπαλλαγές Σαμαρά, τη συνέχιση της φιλολογίας γύρω από τις προβληματικές, τη φιλολογία γύρω από την υποτίμηση της δραχμής. Απόλυτα κατατοπιστική είναι, όμως, και η εκτίμηση για την προηγούμενη περίοδο από τον «οικουμενικό» πρωθυπουργό Ξ. Ζολώτα: «Κατά το τρέχον έτος έχει χειροτερεύσει το κλίμα σταθερότητας, ασφάλειας και αξιοπιστίας, γιατί βρισκόμαστε συνεχώς σε μια ατμόσφαιρα προεκλογική και εκλογική. Και όταν έγιναν οι κυβερνήσεις μετά τις εκλογές, η μια δεν πήρε μέτρα η άλλη ήταν υπηρεσιακή... Από τον περασμένο Ιανουάριο έως προ 10 ημερών τι έγινε;» (δηλίόσεις μετά από τη Σύνοδο Κορυφής της ΕΟΚ, Ελευθεροτυπία 11 12 89). Αρκεί νομίζουμε αυτό το μικρό δείγμα για να καταγράψουμε ως απόλυτα αρνητικό το τρίμηνο εγχείρημα της (στην ουσία της δεξιάς) συγκυβέρνησης και να εντοπίσουμε τη γενική πολιτική αφερεγγυότητα των κομμάτων που τη στήριξαν, ως αφετηρία για την εκλογική τους καταγραφή. Μένει τώρα να δούμε το μετεκλογικό σκηνικό που προέκυψε και να ερμηνεύσουμε τις βασικές παραμέτρους που το καθόρισαν, και που συνεχίζουν να επηρεάζουν τις τρέχουσες πολιτικές εξελίξεις.
Ας σταθούμε κατ' αρχήν στην αύξηση της δύναμης της Ν.Δ.: Με δεδομένη την ευνοϊκή εκλογική συγκυρία (αποχή ΔΗΑΝΑ, ΕΠΕΝ, απουσία μετώπου στις μονοεδρικές), η ενίσχυση της Ν.Δ. είναι οριακή, αν και σηματοδοτεί ένα συμπαγές εκλογικό σώμα με εκλογικό ποσοστό τόσο ψηλό, που εγγυάται ότι η Ν.Δ. θα εξακολουθήσει να παραμένει το ισχυρότερο ελληνικό κόμμα. Όμως αν η εκλογική μάζα της Ν.Δ. παρέχει την αίσθηση δύναμης, υπάρχουν δύο βασικές τάσεις που αντιβαίνουν στην εντύπωση αυτή: 1) Η πολιτική ήττα που αναδύεται τόσο από την ανάκαμψη του ΠΑΣΟΚ, άρα την αποτυχία της στρατηγικής περιθωριοποίησης και διαμελισμού του, όσο και από τη συντήρηση και μάλιστα κλιμάκωση της κοινωνικής πόλωσης γύρω από τα προγραμματικά στοιχεία της πολιτικής της Ν.Δ. 2) Το στρατηγικό αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται σήμερα η ΝΔ τόσο στο καθημερινό πολιτικό παιχνίδι, με τη διαχειριστική επανάκαμψη του ΠΑΣΟΚ και τα πιστοποιητικά αξιοπιστίας που λαβαίνει αυτή τη στιγμή από το κράτος, όσο και σ' ό,τι αφορά την προοπτική των εκλογών του Απριλίου, όπου η πιθανή μη αυτοδυναμία της Ν.Δ. θα φέρει στην επιφάνεια την ανεπάρκεια ή καλύτερα το αδιέξοδο της στο επίπεδο των συμμαχιών. Όλα αυτά επιτείνονται και εικονογραφούνται ανάγλυφα από τον καθημερινό κλεφτοπόλεμο που διεξάγει η Ν.Δ. ενάντια στην κυβέρνηση Ζολώτα, πράγμα που αποκαλύπτει την αδυναμία προσεταιρισμού συμμάχων στο οικονομικό σκέλος των προγραμματικών της κατευθύνσεων. Την εικόνα συμπληρώνουν οι εσωκομματικές τριβές, η ανοιχτή αμφισβήτηση του Μητσοτάκη από τον Έβερτ και άλλα στελέχη, αμφισβήτηση που ακριβώς πραγματοποιείται στη βάση των αδύνατων επαγγελιών για μια «νεοδημοκρατική» οικονομική πολιτική. Χαρακτηριστική είναι εδώ και η κριτική, προς την ηγεσία της Ν.Δ., που ασκείται από τον Ανδριανόπουλο, η οποία στηρίζεται στη όαση ενός αγοραίου «φιλολαϊκού» φιλελευθερισμού, μάσκα του σύγχρονου λαϊκισμού. Είναι αποκαλυπτικό ότι στη ρήση του τελευταίου ότι «η χώρα έχει ανάγκη από μια νέα προοπτική, ο λαός μας διψάει για ελπίδα και σιγουριά....» ο Κ. Μητσοτάκης απαντάει ότι «δεν χρειάζεται να ακούμε μαθήματα με τρόπο λαϊκιστικό και μερικές φορές δημοκοπικό» (Ελευθεροτυπία 15 12 89).
Ο Συνασπισμός από την άλλη μεριά καταγράφει τυπικά και ουσιαστικά τις περισσότερες απώλειες στις εκλογές αυτές, αφού έχασε το 16% της εκλογικής του δύναμης. Το σπουδαιότερο είναι όμως ότι εξώθησε την κρίση της Αριστεράς του κυβερνητισμού και την συνδιαχείρισης σε ανοιχτές μορφές με τη διάσπαση της ΚΝΕ και το διαρκώς διογκούμενο ρεύμα των διαφωνούντων του ΚΚΕ που αποχωρούν. Η ανοιχτή αυτή κρίση έχει δυο εκφάνσεις μια και διαφαίνεται ότι: α) Οι εκλογικές διαρροές του Συνασπισμού τροφοδοτούν κύρια το ΠΑΣΟΚ ως αποδέκτη της κοινωνικής πόλωσης. Όπως σωστά επισημαίνεται και αναλύεται στον Οόηγητή της νεολαίας (τ. 762, 23.11.1989, σελ. β) οι εκλογικές απώλειες του Συνασπισμού προέρχονται στο συντριπτικό ποσοστό τους από τις εργατικές - λαϊκές συνοικίες των αστικών κέντρων και ποσοτικά συμπίπτουν με τις αντίστοιχες αυξήσεις της εκλογικής δύναμης του ΠΑΣΟΚ στις περιοχές αυτές. Αντίθετα, η μείωση της εκλογικής δύναμης του Συνασπισμού στις αναβαθμισμένες (μικροαστικές - αστικές) συνοικίες των μεγάλων αστικών κέντρων ήταν μηδαμινή. 6) Παράλληλα οι οργανωτικές διασπάσεις του Συνασπισμού ενδέχεται να ' δημιουργούν ορισμένες προϋποθέσεις για ένα νέο πολιτικό ρεύμα, το οποίο αυτοπροσδιορίζεται κοινωνικά και πολιτικά από την αναφορά στο πρόσφατο (μεταδικτατορικό) παρελθόν του ΚΚΕ. Αν προσθέσει κανείς σ' αυτά το διπλό ολίσθημα του Συνασπισμού, από τη μια να παράσχει τις «καλές του υπηρεσίες»! στο τυχοδιωκτικό εγχείρημα της Δεξιάς για αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού από τα πάνω, και ταυτόχρονα από την άλλη, για λόγους φιλολαϊκού image, να ακολουθεί μια κουτοπόνηρη πολιτική κωλυσιεργίας ή φαινομενικής αποστασιοποίησης από την κυβερνητική πολιτική, τότε δεν ανήκει πλέον στο χώρο της πολιτικής φαντασίας η εκτίμηση ότι είναι δυνατόν μεσοπρόθεσμα ο Συνασπισμός, ως εκκρεμές ανάμεσα στους δυο πόλους της πολιτικής ζωής της χώρας, να αντικατασταθεί από «κάτι πιο σύγχρονο»: είτε με τη μορφή της οριστικής του ενσωμάτωσης στο «μεγάλο ρεύμα» της μελλοντικής Ευρωαριστεράς, είτε με τη σταδιακή περιθωριοποίηση του μέσα από διαδοχικούς εξαναγκασμούς του σε επιμέρους συνεργασίες «περιορισμένης ευθύνης».
Θα κλείσουμε αυτή τη σύντομη αναφορά στο Συνασπισμό σχολιάζοντας αυτό που ο ίδιος προβάλλει ως την πολιτική αυτονόμηση της Αριστεράς από την εκάστοτε αστική κηδεμονία. Τρία μικρά παραδείγματα νομίζουμε ότι αρκούν: Ο υπουργός Εργασίας στη συγκυβέρνηση, θ. Παπαμάργαρης, συντάσσει κείμενα νομοθετικού περιεχομένου για τις εργασιακές σχέσεις και τα προβάλλει στον τύπο ιός νομοσχέδια που δεν προλαβαίνουν να ψηφισθούν στην τότε Βουλή, για να προκαλέσει την ειρωνία της κυβέρνησης, μια και κάθε σχέδιο νόμου πρέπει να έχει τις υπογραφές συναρμοδίων υπουργών της ΝΔ., οι οποίοι προφανώς διαφωνούν. Όμως, δεν ξέρεις, μπορεί κάποιος να πέσει στην παγίδα! Ο υπηρεσιακός υπουργός ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε., ο κομμουνιστής Λιάσκας (πρόεδρος του Τ.Ε.Ε.), αποφασίζει πολλαπλασιασμό των αμοιβών των μηχανικών, υπό καθεστώς αυστηρής υπηρεσιακής διαχείρισης του υπάρχοντος. Ένα καίριο πλήγμα στη συντεχνιακή δομή του διεκδικητικού κινήματος! Τέλος, ίσως το πιο διασκεδαστικό στην κουτοπόνηρη στάση του Συνασπισμού να αποτυπώνεται γλαφυρά στον παρακάτω διάλογο που έλαβε χώρα στις διαβουλεύσεις για το σχηματισμό της Οικουμενικής. Τον παραθέτουμε με συντομία χωρίς σχόλια: «Φλωράκης: Τώρα ξέρω τι σας πειράζει. Σας άλλαξε τους νομάρχες. Έφυγαν οι δικοί σας νομάρχες, μπήκαν του Μητσοτάκη οι νομάρχες. Μητσοτάκης: Όχι μόνο. Έχετε και σεις. Φλωράκης: Όχι δα. Μητσοτάκης: Ε, μη μου πεις πως δεν έχετε. Φλωράκης: Να σου πως εγώ ορισμένους που εμφανίζονται σαν αριστεροί, ποιος τους έβαλε. Άσε μη με τσιγκλάς, που λένε στο χωριό μου. Μητσοτάκης: Αν υποδείξατε εσείς ανθρώπους που δεν σας πάνε, είναι άλλο πράγμα». Αρκούν νομίζουμε αυτές οι ενδείξεις για να αντιληφθεί κανείς γιατί ο Συνασπισμός δεν μπορεί παρά να είναι στην καλύτερη περίπτωση μια συμπληρωματική συνιστώσα της εκάστοτε διαχειριστικής πολιτικής, και μάλιστα εκείνη που θα χρεωθεί το μεγαλύτερο κόστος από τις αρνητικές όψεις του πολιτικού παιχνιδιού.
Αν κάποια πολιτική δύναμη ανέβασε τις μετοχές της στο μεσοδιάστημα της συγκυβέρνησης και στη συνέχεια αποτύπωσε αυτή τη μετατόπιση στους συσχετισμούς δύναμης με το εκλογικό αποτέλεσμα, αυτή είναι το ΠΑΣΟΚ. Και τούτο όχι μόνο γιατί κεφαλαιοποίησε πολιτικά την πολιτική ρευστότητα που προκάλεσε η καταστρατήγηση από την πλευρά των συγκυβερνώντων των κανόνων του πολιτικού παιχνιδιού, μα κυρίως γιατί ανέτρεψε την αρχική του εικόνα ως του μοναδικού αφερέγγυου διαχειριστή. Ο κοινός παρανομαστής από τον οποίο και τα τρία κόμματα ξεκινούσαν μετά την 5η Νοεμβρίου είναι αποτέλεσμα τόσο των ολισθημάτων της ΝΔ και του Συνασπισμού, όσο και της τακτικής ευελιξίας του ΠΑΣΟΚ και της εκπληκτικής συνοχής της κοινωνικής του βάσης, όπως έδειξαν τα εκλογικά αποτελέσματα σε εργατικές περιοχές. Επιπρόσθετα το ΠΑΣΟΚ φάνηκε ότι μπορεί να διαχειρίζεται υπεύθυνα (για το καπιταλιστικό σύστημα, φυσικά) την κοινωνική πόλωση πέρα από φραστικές οξύτητες και στιγμιαίες εξάρσεις. Έτσι φαίνεται ότι το κόμμα αυτό κατόρθωσε να ακυρώσει πολιτικά το εγχείρημα του μεσοδιαστήματος ανάμεσα στις δυο εκλογές χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι η κατάσταση επανέρχεται στην προ της ρευστότητας περίοδο. Εκείνο που γίνεται σήμερα σαφές είναι ότι ή συγκυρία απαιτεί μια ουσιαστική αναδιάταξη των πολιτικών δυνάμεων, έναν ριζικό επανακαθορισμό των κανόνων του παιχνιδιού, αυτό που συνοπτικά αποκαλείται προσδιορισμός του συναινετικού πλαισίου. Και δω φαίνεται πια ότι τίποτε δεν μπορεί να γίνει χωρίς, ενάντια ή με διαμελισμό του ΠΑΣΟΚ. Μ' αυτό δεν θέλουμε να ισχυριστούμε ότι το κόμμα αυτό δεν έχει δυσκολίες με την «οικουμενική» στροφή του: δυσκολίες και προς τα δεξιά και προς τα αριστερά του. Όμως, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, οι δυσκολίες αυτές επικαλύπτονται και αμβλύνονται από την ανοιχτή ή έρπουσα κρίση *των «αντίπαλων» κομματικών σχηματισμών. Επιπρόσθετα, η συμμετοχή του στην οικουμενική κυβέρνηση, εκτός από το ότι λειτουργεί ως αποχρωματισμός από πρότερες ατασθαλίες, συντείνει στη σύγκλιση με την Αριστερά και στο στρατηγικό εξανδραποδισμό του Συνασπισμού, με προοπτική τις μεταπριλιανές «προοδευτικές» κυβερνήσεις.
Όλα αυτά βέβαια τα επισημαίνουμε με τη μορφή αφετηριακών δυνατοτήτων που θα κριθούν, όχι τόσο από την πορεία της Οικουμενικής, όσο από το ποια διαχειριστική πρόταση θα αποδειχθεί περισσότερο φερέγγυα από τις τάσεις που η συγκυρία θα αναδείξει. Σήμερα πάντως, και ως άμεσο αποτέλεσμα της πολιτικής του νίκης, το ΠΑΣΟΚ είναι σε θέση να υπαγορεύει την οικονομική πολιτική του στην κυβέρνηση, ενώ βρίσκεται στην άνετη θέση να είναι το λιγότερο αντιπολιτευτικό κόμμα, και τέλος μπορεί να διεκδικεί, κόντρα στα σημεία στον ορίζοντα, την υπέρβαση της πολιτικής ρευστότητας μέσα από την παράταση του βίου της Οικουμενικής. Με αυτόν τον τρόπο υποδεικνύει συμβολικά τη σφραγίδα που επιδιώκει να θέσει στο υπό οικοδόμηση συναινετικό πλαίσιο, σε αντιπαράθεση με τη «φιλολαϊκή» αμηχανία του Συνασπισμού και το «αυτοδύναμο» αδιέξοδο της Ν.Δ.
Μέχρι το σημείο αυτό καταγράψαμε τις τάσεις που διαμορφώθηκαν στο μεσοδιάστημα μεταξύ των δύο εκλογών ως αποτέλεσμα των πολιτικών μετατοπίσεων οι οποίες και εικονογραφήθηκαν στις ανακατατάξεις στην πολιτική σκηνή. Είναι προφανές ότι οι ορατές κινήσεις στην ελληνική κοινωνία, χωρίς διάθεση απλούστευσης, σταματούν εδώ. Δεν αναφερόμαστε αναλυτικά στην κοινοβουλευτική παρουσία των Οικολόγων - Εναλλακτικών επειδή, πέρα από την αδιαμφισβήτητη οξύτητα της περιβαλλοντικής κρίσης, η εκλογική επίδοση των Οικολόγων όπως διαμορφώθηκε σ' αυτές τις εκλογές απέχει πολύ από την έκφραση κάποιας κοινωνικής δυναμικής, του δυναμισμού των (ανύπαρκτων άλλωστε) οικολογικών κοινωνικών κινημάτων, αλλά αποτελεί μάλλον την έκφραση μιας απολίτικης διαμαρτυρίας πάνω σε μια διάχυτη, για τα θέματα του περιβάλλοντος, ανησυχία της ελληνικής κοινωνίας. Δεν παραγνωρίζουμε τη θετική οργανωτική λειτουργία που έχει σε περιόδους πολιτικής ύφεσης η κεντρική πολιτική, παρουσία ενός σχήματος που θέτει το οικολογικό αίτημα σε πρώτη μοίρα, ούτε τα τυφλά αντανακλαστικά σε περιόδους ρευστότητας, αλλά είναι μάλλον απίθανο το ρεύμα αυτό να λάβει διαστάσεις χιονοστιβάδας. Είναι εδώ χαρακτηριστικό αλλά και αποκαλυπτικό ότι το νέο αυτό σχήμα νοιάζεται περισσότερο για τη σωτηρία της αρκούδας και του έλατου, παρά για την πολιτική κάλυψη των κατοίκων της Αραβησσού που για λόγους άμεσης επιβίωσης βρίσκονται εδώ και μήνες αντιμέτωποι με την κρατική βία και καταστέλλονται ποινικά σταδιακά, με την τακτική του σαλαμιού.
Τέλος, ως πολιτικά αναποτελεσματική και συνολικά αρνητική καταγράφηκε η εκλογική κάθοδος της «εκτός των τειχών» Αριστεράς. Πέρα από τις εγγενείς αδυναμίες και την πολιτική ανεπάρκεια των επί μέρους συνιστωσών, εκείνο το οποίο φαίνεται να βάρυνε ιδιαίτερα στη διαμόρφωση του τελικού αποτελέσματος ήταν η πολιτική αφερεγγυότητα του λόγου που κατόρθωσε να αρθρώσει. Η υπεράσπιση της Αριστεράς, της επαναστατικής αριστερής στρατηγικής και πολιτικής δράσης, ήταν σε πλήρη αναντιστοιχία με την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα. Μπροστά στις υπαρκτές κοινωνικές πολώσεις και την πολιτική αντιπαράθεση που εκπορευόταν από την πολιτική σκηνή αλλά συναρθρωνόταν με τα κοινωνικά ίχνη της πόλωσης, η «άλλη Αριστερά» αντέταξε έναν ιδεολογικό λόγο, που αν και αναφερόταν στις κοινωνικές εντάσεις,.δεν είχε το απαραίτητο κοινωνικό βάθος για να χαρακτηρισθεί ως η πολιτική συμπύκνωση τους. Αντίθετα είχε περισσότερο το ιδεολογικό στίγμα μιας αποκάλυψης της κοινωνικής αφερεγγυότητας του Συνασπισμού - στόχο που, όμως πρακτικά, δηλ. πολιτικά, τον κάλυπτε το ΠΑΣΟΚ - και μιας εμμονής στην ιστορία και τη δόξα ενός αφηρημένου κομμουνιστικού κινήματος, που την ίδια στιγμή στην πρακτική του μορφή καρκινοβατούσε καταρρέοντας σαν χάρτινος πύργος στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Τέλος, οι αναφορές στην εποχή της συναίνεσης πολύ λίγο μπορούσαν να συνδεθούν με πρακτικές κατευθύνσεις οργάνωσης των λαϊκών αντιστάσεων, την ώρα που το συναινετικό μπλοκ είχε μια πολυμέτωπη στρατηγική αντιθετικής ενσωμάτωσης των απονευρωμένων κοινωνικών εντάσεων, μέσα από την υπαγωγή τους σε αντιφατικές όψεις του πολιτικού παιχνιδιού. Έτσι φάνηκε ότι το κενό αριστερής πολιτικής δεν μπορεί να αναδειχθεί (πολύ δε περισσότερο να καλυφθεί) με κινήσεις στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό, αλλά υποκαθίσταται από κάποιο «κενό Αριστεράς», που σήμερα παραμένει περισσότερο μια υποκειμενική εκτίμηση - δηλαδή φαντάζει σαν ένα ιδεολόγημα - αφού καλύπτεται ακόμα αυτόματα από τους πολιτικούς χώρους εκείνους, που διαθέτουν την κοινωνική αγκύρωση για τους αντίστοιχους τακτικούς πολιτικούς ελιγμούς. Η πολιτική ρευστότητα για να γίνει «αποδοτική» στην κατεύθυνση ανάδειξης και κάλυψης του κενού αριστερής πολιτικής δεν απαιτεί μόνο διακηρύξεις ιδεολογικού περιεχομένου: θέτει ως αναγκαίες και ικανές συνθήκες ένα κοινωνικό βάθος και μια πολιτική εμβέλεια μέσα στα οποία θα εμβαπτίζεται ο πολιτικός βολονταρισμός. Και οι παρατηρήσεις αυτές εξακολουθούν να είναι επίκαιρες μια και η πολιτική ρευστότητα εντείνεται σήμερα σε νέες συνθήκες και υπό διαφορετικές μορφές, τις οποίες θα εξετάσουμε στη συνέχεια.
3. Η οικονομία του μύθου
Ας δούμε όμως κατ' αρχήν τα βασικά χαρακτηριστικά του νέου πολιτικού σκηνικού όπως προκύπτει από το σχηματισμό της οικουμενικής κυβέρνησης. Να σταθούμε όμως επιγραμματικά, πριν απ' αυτό, στις βασικές ιδεολογικές παραμέτρους, ιδιαίτερα σ' εκείνες που φαίνεται να υποχωρούν σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο και σε όσες αναδύονται έστω και δειλά στο σκαλοπάτι της νέας εποχής. Έχει κατ' αρχήν υποχωρήσει, ή μάλλον όλοι προσποιούνται ότι δεν υπήρξε ποτέ, η αγοραία φιλολογία της «κάθαρσης», είτε με τη μορφή του «έξω οι κλέφτες» (ο Μητσοτάκης θα πει στη Βουλή ότι «μπορεί να συνεχισθεί η κάθαρση χωρίς να φανεί ότι υπηρετεί πολιτικές σκοπιμότητες» ή ότι «εγώ θεωρώ όλους έντιμους σ' αυτή τη συνεργασία» (Ελευθεροτυπία 1 12 89)), είτε με τη μορφή της αποκατάστασης του «τρωθέντος κύρους των θεσμών» (μια και το μόνο θεσμικό έργο που προβλέπεται να φέρει σε πέρας αυτή η κυβέρνηση είναι ο 6' και γ' βαθμός τοπικής αυτοδιοίκησης!). Έτσι τώρα όλοι ελπίζουν ότι ο αναβαθμισμένος δικαστικός μηχανισμός θα αναλάβει να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά με κάποιο νομικό εύρημα, είτε με τη μορφή της παραγραφής είτε με άλλο τρόπο. Ξεχάστηκε η θεωρία της «ηθικής σήψης», των «βόθρων», της «κατάχρησης της εξουσίας», εκτός ίσως από τον πολιτικά γραφικό Μ. Θεοδωράκη, που θεωρεί ότι «η συμπόρευσή μου με τον πρόεδρο της Ν.Δ. έγινε σε διάταξη πολιτικής μάχης μ' ένα βασικό στόχο: την κατάλυση του πασοκικού κράτους... Να λοιπόν τι με έφερε κοντά στον Κ. Μητσοτάκη, που θεωρώ βασικό μοχλό στην ανατροπή αυτής της πυραμίδας που εξακολουθεί να απειλεί με το ασήκωτο βάρος της το σύνολο της εθνικής μας ζωής» (Καθημερινή, 19 11 89). Εξανεμίστηκε η εξίσωση ΠΑΣΟΚ = «αυριανισμός», ΠΑΣΟΚ = τρομοκρατική οργάνωση, ΠΑΣΟΚ = προθάλαμος του φασισμού, που τόσο ηχηρά διακηρυσσόταν τον προηγούμενο καιρό, αν και έγκυρες (αλλά όχι δημοσιοποιημένες) πληροφορίες μας λένε ότι ένα (πρωτοπόρο!) κομμάτι της ΕΑΡ θεωρητικοποιεί ακόμα και σήμερα τις πολιτικές συλλήψεις του μεσοδιαστήματος με βάση ένα σχήμα που θεωρεί ότι η απουσία νεοφασιστικού φαινομένου (τύπου Λεπέν) στην Ελλάδα οφείλεται στη στέγαση του νεοφασισμού στο ΠΑΣΟΚ μέσω «αυριανισμού». Αυτά είναι συνοπτικά τα ιδεολογήματα που άντεξαν μόνο μερικούς μήνες θορυβώδους παρουσίας στην επικαιρότητα, και που το νέο σκηνικό τα αποδεκάτισε, σε βαθμό που να επιβιώνουν σήμερα μόνο σαν καρικατούρες.
Αν όμως μερικά στοιχεία υποχωρούν σήμερα κάτω από το βάρος της νέας πραγματικότητας, υπάρχουν και κάποια άλλα που επιδεικνύουν μια αξιοσημείωτη αντοχή και διαρκούν ακόμα και σήμερα. Το πρώτο και ίσως και βασικότερο είναι η «τραγική κατάσταση της οικονομίας» με επίκεντρο τα ελλείμματα αλλά και με κάποιες νέες αιχμές που θα δούμε στη συνέχεια αναλυτικά. Ο λαϊκισμός είναι ένα άλλο ιδεολογικό πασπαρτού που χρησιμεύει όπου και όποτε οι μάχες δεν μπορούν να διεξαχθούν με το όνομα και την ταυτότητα τους. Η λιτότητα, ή και η αποφυγή της, είναι ένας εύσχημος τρόπος να συγκαλυφθούν τα πραγματικά επίδικα αντικείμενα της σημερινής ιδεολογικής και πολιτικής συγκυρίας. Και τέλος εκείνο που φαίνεται να εγκαθιδρύεται ως μόνιμο συνοδευτικό ιδεολογικό στοιχείο απέναντι στις τάσεις αυτονόμησης του Πολιτικού στην εποχή της συναίνεσης είναι το σχήμα των «κυβερνήσεων περιορισμένης ευθύνης», που ενώ ξεκίνησαν από τις κυβερνήσεις της «κάθαρσης», ή τις απραγματοποίητες «κυβερνήσεις για την απλή αναλογική», σήμερα φαίνεται να εκτείνονται σε κυβερνήσεις για τη «σωτηρία της χώρας από τον οικονομικό όλεθρο». Αν συμπληρώσει κανείς σ' όλα αυτά, ως επιστέγασμα αλλά και συνεκτικό ιστό του πολιτικού αναπροσανατολισμού στην εποχή της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, το αενάως επαναλαμβανόμενο ύστατο αγαθό της «συναίνεσης», ταυτόχρονα αφετηρία, μέθοδο και στόχο του πολιτικού γίγνεσθαι, ή κατά κόσμον της διαχειριστικής πρακτικής, τότε θα έχει στη διάθεση του το κλειδί για την ερμηνεία των τάσεων που σήμερα διαμορφώνονται κάτω από την επιφάνεια των γεγονότων. Αυτό όμως προϋποθέτει ότι το πραγματικό περιεχόμενο της μαγικής αυτής λέξης θα ανιχνευθεί με βάση τους επικαθορισμούς της συγκυρίας, και θα διακριθεί από συνώνυμους προσδιορισμούς άλλων εποχών, κάτω από το καθεστώς διαφορετικών πολιτικοκοινωνικών προσδιορισμών. Το κλειδί για την ερμηνεία αυτή δεν μπορεί παρά να είναι η συγκεκριμένη ανάλυση των υπαρκτών εκφάνσεων της συγκυρίας, πράγμα που ενδεικτικά θα επιχειρήσουμε στη συνέχεια.
(α) Το «τέλος των μονοκομματικών κυβερνήσεων»
Έχει κατά κόρον προπαγανδισθεί ότι τα αποτελέσματα των τελευταίων δυο εκλογών καταδεικνύουν με αδιάσειστο τρόπο ότι έληξε για την Ελλάδα η περίοδος της κομματικής παντοδυναμίας, και ότι - σε συνδυασμό με την περί συναίνεσης φιλολογία - άνοιξε η αυλαία για κυβερνήσεις συνεργασίας. Πέρα από τα όσα προηγούμενα αναφέραμε για τον τρόπο που το εκλογικό σύστημα επικαθορίστηκε από την πολιτική ρευστότητα ανατροφοδοτώντας την, θα πρέπει να καταγράψει κανείς ως ένα σημαντικό στοιχείο της συγκυρίας την αδυναμία «λειτουργίας» της απλής αναλογικής, ως συνέπεια του γεγονότος ότι οι πολιτικοί συσχετισμοί δεν μπορούν να αλλαγούν με αμιγώς πολιτικά μέσα. Η απλή αναλογική θα έρθει μόνο σαν επισφράγισμα της ηγεμονίας ενός νέου κοινωνικοπολιτικού μπλοκ εξουσίας και όχι ως μέσο για τη συγκρότηση του. Η αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού πραγματοποιείται σήμερα μέσα από την ψηλάφηση των κοινωνικών και πολιτικών συσχετισμών από την Οικουμενική και το εκλογικό σύστημα θα ‘ρθει να επισημοποιήσει την όποια νέα τάξη πραγμάτων. Ο μύθος των κυβερνήσεων συνεργασίας, με τη μορφή που καλλιεργείται από τον Συνασπισμό θα αποδειχθεί αργά ή γρήγορα οφθαλμαπάτη, αποτέλεσμα επιβολής και καταναγκασμού στην πορεία εγκαθίδρυσης ενός νέου ηγεμονικού πλαισίου διαχείρισης, ή απλό διάλειμμα που θα υποχωρήσει όταν και εφόσον η πολιτική ρευστότητα παραχωρήσει τη θέση της σε νέα δικομματικά σταθερά πλαίσια αντιπροσώπευσης.
(6) Οι κυβερνήσεις «περιορισμένης ευθύνης»
Τα κυβερνητικά σχήματα με «συγκεκριμένους» διαχειριστικούς στόχους αντανακλούν την πορεία πάνω στην κόψη του ξυραφιού που επιχειρεί να αποκαταστήσει τη φερεγγυότητα των κομματικών σχηματισμών, αναφορικά με την οργάνωση της συναίνεσης, την αντιπροσώπευση των κοινωνικών αιτημάτων και δυσαρεσκειών, την απονεύρωση και τιθάσευση των κοινωνικών αντιστάσεων, τη σταδιακή, μερική και αποσπασματική ανίχνευση του νέου κοινωνικού και πολιτικού ορίζοντα, την ίδια στιγμή που το κράτος, ως «το πραγματικό κόμμα του κεφαλαίου», χαράζει τη συνολική πορεία προς τους ευρύτερους πολιτικούς ορίζοντες, διασφαλίζοντας μέσα στην πολιτική ρευστότητα τη συνοχή του όλου εγχειρήματος. Ενδεικτική είναι εδώ η απορία των πολιτικών αρχηγών: Ο Κ. Μητσοτάκης σε μια μόνο ημέρα θεωρεί την Ελλάδα «ουσιαστικά ακυβέρνητη» (στην Κ.Ο. της Ν.Δ.) και ταυτόχρονα επιχαίρει διότι η Ελλάδα «έχει ισχυρή κυβέρνηση και προς τα μέσα και προς τα έξω» (προσφωνώντας τον Πρόεδρο της Κύπρου Γ. Βασιλείου) (Τα Νέα, 13 12 89). Ο Α. Παπανδρέου στηρίζει την Οικουμενική και θέλει ευρύτερο ορίζοντα πέραν των τεσσάρων μηνών, εν<ό ταυτόχρονα δηλώνει ότι «το ΠΑΣΟΚ δεν αφοπλίζεται πολιτικά ούτε παροπλίζεται ιδεολογικά» (στην ομιλία επί των προγραμματικών δηλώσεων στη Βουλή, Ελευθεροτυπία, .1 12 89). Τέλος ο Χ. Φλωράκης συναινεί στα μέτρα για την κάλυψη των άμεσων ταμειακών αναγκών του δημοσίου, ενώ ταυτόχρονα επιχαίρει διότι «για πρώτη φορά τα περισσεύματα από τις εισπράξεις θα διατεθούν για κοινωνικούς και αναπτυξιακούς σκοπούς» (Ριζοσπάστης, 7 12 89). Όλα αυτά στο φόντο των επικρίσεων και επικλήσεων των αξιωματούχων του κράτους και των υπαλλήλων της ιδεολογίας που δηλώνουν ότι η κυβέρνηση αυτή «θα μπορούσε να διακηρύξει βασικές κατευθυντήριες αρχές που θα δέσμευαν τις επόμενες κυβερνήσεις και να δημιουργήσει ένα θετικό κλίμα για ελεύθερη και παραγωγική δημιουργία. Αλλιώς, η αποτυχία είναι βεβαία. Και θα την πληρώσουμε όλοι. Ακόμη και τα κόμματα που δεν τολμούν να κυβερνήσουν» (Γ. Μαρίνος, Βήμα 10 12 89), ή ότι «δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια έστω στοιχειώδης οικονομική στρατηγική... δεν μας δόθηκε ένα συγκεκριμένο σχέδιο για την περικοπή των δημοσίων δαπανών». (Α. Πεπελάσης, Βήμα 10 12 89). Σημειώστε: αυτά αφορούν στην πολιτική μιας κυβέρνησης με στόχο την «οικονομική σωτηρία» της Ελλάδας, θα σταθούμε όμως στα ζητήματα οικονομικής πολιτικής αναλυτικότερα στη συνέχεια. Εδώ απλά επισημαίνουμε την κατανομή των ρόλων και εντοπίζουμε τα κέντρα βάρους στους πολιτικούς συσχετισμούς.
(γ) Η διεύρυνση των τομέων που επιδέχονται «εθνική πολιτική».
Μέχρι πριν από κάποια χρόνια ο μοναδικός ίσως τομέας όπου συνέπιπταν, έστω και συμβολικά, τα δυο μεγάλα κόμματα και το πεφωτισμένο μέρος της Αριστεράς ήταν οι αμυντικές δαπάνες (λόγω της ανάγκης για «αξιόμαχες ένοπλες δυνάμεις» ενόψει του «από Ανατολάς κινδύνου») και το Κυπριακό ως κατεξοχήν «εθνικό θέμα». Ο στενός, σχεδόν σημειακός, αυτός κύκλος άρχισε πρόσφατα να διευρύνεται. Σιωπηρά αρχικά στη δεύτερη τετραετία του ΠΑΣΟΚ, ηχηρότατα στη συνέχεια, στην περίοδο της πολιτικής ρευστότητας. Με άξονα την προστασία, αναβάθμιση και εύρυθμη λειτουργία των θεσμών, «εθνική» διάσταση απόκτησαν τελευταία και μια σειρά άλλα ζητήματα πολιτικής πρακτικής: Η υγεία, μια και είναι βασική κοινωνική παροχή, μέριμνα του κράτους αλλά και «θεμελιακό αγαθό» του πολίτη. Η παιδεία, για να μπορέσουμε να προλάβουμε το «τρένο της τεχνολογίας» και να γεφυρώσουμε τη νεοελληνική «υστέρηση» ή «υπανάπτυξη». Η δημόσια διοίκηση, μια και όλος ο λαός υποφέρει από την κακή παροχή υπηρεσιών και επιφορτίζεται την «αντιπαραγωγικότητα» των υπηρεσιών του δημόσιου τομέα μέσα από το φορολογικό του υστέρημα. Το περιβάλλον, μια και όλοι «υποφέρουμε από την καταστροφή της φύσης, προϊόν της ανθρώπινης βουλιμίας που υπονομεύει τους ίδιους τους όρους ύπαρξης μας». Τέλος με την οικουμενική προστέθηκε στον κύκλο αυτό και η οικονομία, μια και η «ραγδαία επιδείνωση» των οικονομικών μεγεθών με αιχμή τα δημόσια ελλείμματα υποσκάπτει το περιθώριο των όποιων μερικών διεκδικήσεων: η μικρή πίττα και όλη να φαγωθεί αφήνει το σκύλο νηστικό.
Από αυτή τη σύντομη και ενδεικτική αναφορά των «εθνικής» διάστασης προβλημάτων προκύπτει ένα ενδιαφέρον δεδομένο. Την εποχή που προπαγανδίζεται και γίνεται κοινός τόπος η ανάγκη για περιορισμό του ρόλου του κράτους, για «απελευθέρωση των ζωντανών δημιουργικών πρωτοβουλιών και δυνάμεων από τον ασφυκτικό κρατικό κλοιό», την ίδια αυτή περίοδο γίνεται ισχυρότερο από κάθε άλλη φορά το πλαίσιο αποδοχής και ισχύος των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους, η φαινομενική εξύψωση των θεσμών αλλά και συγκεκριμένων όψεων της κρατικής διαχείρισης υπεράνω των πολιτικών ανταγωνισμών ή, σε κάθε περίπτωση, η διάθλαση των κοινωνικών ανταγωνισμών μέσα από το πρίσμα του ευρύτερου «εθνικού συμφέροντος».
(δ) «Λαϊκισμός» και «στενά συντεχνιακά συμφέροντα».
Αν στην προηγούμενη περίοδο ο «λαϊκισμός» ήταν το συνώνυμο της πασοκικής διαχειριστικής αφερεγγυότητας, η σημερινή συγκυρία επιγράφει με τον προσδιορισμό αυτό κάθε αντίσταση στην πορεία διαμόρφωσης των νέων συναινετικών πλαισίων, τη συμπύκνωση της «συντεχνιακής λογικής» ως απόκλιση από την κεντρική γραμμή πλεύσης. Ο Κ. Σημίτης θα μας πει ότι «η αξιότητα είναι στοιχείο στο οποίο πρέπει να δώσει έμφαση η εκπαιδευτική διαδικασία. Συντεχνιακές λογικές έχουν οδηγήσει στην αντίληψη ότι η απόδοση είναι χωρίς σημασία... Πρέπει να ξεπεράσουμε τη σημερινή κατάσταση, κατάλοιπο της αντίδρασης προς τον αυταρχισμό της δικτατορίας, όπου οι λεγόμενες "αγωνιστικές κινητοποιήσεις" χρησιμεύουν για την απόσειση ευθυνών» (Βήμα, 10 12 89). Ή θα διαβάσουμε αλλού τη συμπύκνωση αυτού του εκρητικού συνδυασμού με τα εξής χαρακτηριστικά: «Γύρω από την ιδεολογία του "δώστα όλα" συσπειρώνονται όλες οι αντίπαλες παρατάξεις σε πανεθνική ομοψυχία, φτάνει να μετέχουν στη διανομή και τα δικά τους στίφη» (Κ. Μπέης, Ελευθεροτυπία, 13 12 89). Ενώ ο Α. Πεπελάσης θα σημειώσει αναφορικά με το αίτημα μονιμοποίησης των 17.000 εκτάκτων των ΟΤΑ ότι: «όσο δίκαιο και αν είναι αυτό, όσο οριακή περίπτωση και αν συνιστά η μονιμοποίηση 17.000 υπαλλήλων, υποδηλώνει εκείνην ακριβώς τη νοοτροπία που μας οδήγησε εδώ που φθάσαμε». (Βήμα, 10 12 89). Βλέπουμε λοιπόν ότι στο επίκεντρο δεν είναι πια η κακοδιαχείριση και η «λαϊκιστική» θώπευση κάθε διεκδίκησης από την πλευρά του ΠΑΣΟΚ (πώς θα ήταν άλλωστε δυνατόν όταν το ΠΑΣΟΚ βάζει τη σφραγίδα του στη σημερινή κυβερνητική πολιτική;), αλλά ο φόβος μπροστά στο άγνωστο, στο εύρος και στην έκταση των λαϊκών αντιστάσεων, που θα αντιμετωπίζονται συνδυασμένα και «οικουμενικά» με το χαλινάρι της αφομοίωσης αλλά και με την απειλή της περιθωριοποίησης.
Στόχος οι νέοι ορίζοντες των εργασιακών σχέσεων και μέσο η οικονομική πολιτική στο «χείλος του γκρεμού» της οικονομικής κατάρρευσης. Στροφή, λοιπόν, στην οικονομία και την οικονομική πολιτική.
ε) Ελλάδα: μια «οικονομία σε κατάρρευση».
Σύμπαν το έθνος αναπνέει αυτή τη στιγμή με το ρυθμό μιας οικονομίας που «πνέει τα λοίσθια». Δεν είναι μόνο ο καθημερινός κατακλυσμός από στοιχεία και νούμερα που «αποδεικνύουν» την προκατακλυσμιαία κατάσταση της οικονομίας: ελλείμματα που αγγίζουν το 22% του ΑΕΠ, εξωτερικό χρέος που επιβαρύνει κάθε νεογέννητο με ένα εκατομμύριο δραχμές, νέα δάνεια που διαφαίνονται στον ορίζοντα, διεθνείς οργανισμοί που ασχολούνται με την απογραφή της ελληνικής κακοδαιμονίας, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο που ετοιμάζεται να επέμβει, το δημόσιο έλλειμμα που θα διογκωθεί παρά τα μέτρα κλπ. Ασχοληθήκαμε με τους μύθους της τρέχουσας οικονομικής πολιτικής στο προηγούμενο άρθρο της Σύνταξης (θέσεις 29) και οι εξελίξεις δεν τροποποιούν καμιά από τις εκεί διαπιστώσεις μας. θα σημειώσουμε μόνο ενδεικτικά ότι οι περισπούδαστοι στατιστικολόγοι παραλείπουν να μας ενημερώσουν το ίδιο κριτικά για την οικονομική κατάσταση άλλων προηγμένων καπιταλιστικών κρατών όπως π.χ. της Ιταλίας με δημόσιο χρέος υψηλότερο του ελληνικού ως ποσοστό του ΑΕΠ, ή και δημόσια ελλείμματα εξίσου αν όχι περισσότερο διογκωμένα, όπως των ΗΠΑ, που συντηρούν τα δημόσια ελλείμματα και το ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο μαζί με την πολιτική υψηλών επιτοκίων κλπ. θα σημειώσουμε ακόμα ότι η χρονιά της «κατάρρευσης» σημαδεύτηκε από τον υψηλότερο εδώ και 9 χρόνια δείκτη ανάκαμψης των επενδύσεων (περίπου 910%), από ψηλά συναλλαγματικά αποθέματα (αν και σε υποχώρηση συγκριτικά με πέρυσι λόγω υποτιμησιολογίας αλλά και της διεθνούς ύφεσης που οδηγεί και πάλι σε μείωση των άδηλων πόρων, βλ. το άρθρο των Ιωακείμογλου - Μηλιού σ' αυτό το τεύχος τως θέσεων), από ψηλή εισροή επενδυτικών κεφαλαίων, από δυναμική εισροή ξένου κεφαλαίου με στόχο συγχωνεύσεις, εξαγορές και συμμετοχές σε ελληνικούς βιομηχανικούς ή εμπορικούς κλάδους, από επέκταση ελληνικών επιχειρήσεων σε ξένες αγορές αλλά και εξαγορά ξένων επιχειρήσεων από ελληνικές (βιομηχανίες τροφίμων στις ανατολικές χώρες, η «Πετζετάκις ΑΕ» στην Ισπανία) και τέλος τεράστιες επενδυτικές δραστηριότητες από ελληνικές βιομηχανικές μονάδες όπως π.χ. το επενδυτικό πρόγραμμα της Ιντρακόμ που εξαγγέλθηκε στις 14 12 89, στον κολοφώνα της «οικονομικής κατάρρευσης». Ακόμα, το 1989 αναφέρεται ως η «πιο κερδοφόρα χρονιά της 15ετίας, για το Χρηματιστήριο της Αθήνας» (Γα Νέα, 29.12.1989). (Για όλα αυτά βλ. επίσης την «Οικονομική Καθημερινή» των τελευταίων μηνών και τα τεύχη της «Επιλογής» των μηνών Σεπτεμβρίου μέχρι Δεκεμβρίου). Όποιος παρακολουθεί λοιπόν τις οικονομικές εξελίξεις κάθε άλλο παρά αποκομίζει την εικόνα «κατάρρευσης» της ελληνικής οικονομίας. Η σκοπιμότητα της καταστροφολογίας είναι καθαρά πολιτική! Για να πάρει κανείς μια γεύση της πραγματικότητας αυτής αρκεί να σταθεί ενδεικτικά σε μερικά συγκεκριμένα μέτρα καθημερινής οικονομικής πολιτικής της περιόδου, που βρίσκονται στη βάση της όλης «φιλολογίας της απελπισίας».
Θα σταθούμε πρώτα στο άθλιο παιχνίδι του κρατικού «δεν πληρώνω» αναφορικά με τις συντάξεις, τα δώρα και τους μισθούς του δημοσίου. Υπάρχει καλύτερος τρόπος πολιτικής τρομοκρατίας από τη μια και εμπέδωσης της κρατικής «αφερεγγυότητας» από την άλλη; Ή πάλι πρακτικής διατύπωσης της ανάγκης για συρρίκνωση του «σπάταλου, αντιπαραγωγικού και χρηματοβόρου» δημόσιου τομέα; Και όλα αυτά ενώ η «Καθημερινή» της 10 12 89 δημοσιεύει καταλόγουςπρογραφές υψηλόμισθων «αντιπαραγωγικών» υπαλλήλων του δημοσίου (καθαρίστριες, κλητήρες κλπ.), θα αναφερθούμε στη συνέχεια στην περίφημη απόφαση Χαλίκια για περιορισμό της δανειοδότησης του ιδιωτικού τομέα, που υπαγορεύθηκε υποτίθεται από την ταμειακή στενότητα λόγω δημόσιου χρέους και που ανατροφοδοτεί τα ψηλά επιτόκια λόγω στενότητας της αγοράς χρήματος και μ' αυτά τη διόγκωση του δημόσιου χρέους, θέτοντας όμως ταυτόχρονα προ τετελεσμένων γεγονότων τις διαβουλεύσεις για το σχηματισμό κυβέρνησης, ενώ επιπλέον πιέζει τον ιδιωτικό τομέα προς την κατεύθυνση της αυτοχρηματοδότησης, της συμπίεσης του εργασιακού κόστους και της αναδιάρθρωσης της παραγωγικής διαδικασίας, θα κλείσουμε τέλος αυτή την ενδεικτική παράθεση με τις τοποθετήσεις του πρωθυπουργού Ξ. Ζολώτα που θα επισημάνει ότι «έχει χαλαρώσει η εργατική μας βούληση», τονίζοντας παράλληλα ότι «η απόδοση του εργάτη εξαρτάται από δύο παράγοντες: την ικανότητα και τη βούληση» (Ελευθεροτυπία, 11 12 89). Ο ίδιος αλλού θα επισημάνει ότι «υπάρχουν περιπτώσεις που πηγαίνουν οι υπάλληλοι στα υπουργεία και σε άλλες υπηρεσίες χωρίς να προσφέρουν υπηρεσία» για να προσθέσει ότι ο καθένας θα «πρέπει να δραστηριοποιηθεί και να ξεκάνει τα παλιά» (Καθημερινή, 24 11 89). Δια μιας η παραγωγικότητα της εργασίας αποσυνδέεται από την κεφαλαιακή σχέση, ακριβώς όπως αν ζούσαμε σε μια κοινωνία που τρέφεται από το κυνήγι και το ψάρεμα.
- Αν λάβουμε τώρα υπ' όψη μας ότι η Αριστερά και το οργανωμένο συνδικαλιστικό κίνημα έχει πλήρως αποδεχθεί τη σύνδεση μισθού - παραγωγικότητας, τις εθνικοοικονομικές συνταγές της ανάπτυξης και την πολιτική ηγεμονία των καταστροφολόγων διαχειριστών.
- Αν πάλι αποδεσμευθούμε από τους σοφούς ερμηνευτές που συνετά στρέφουν τα βλέμματα των άλλων στο παρελθόν για να χαράξουν εκείνοι απρόσκοπτα την πορεία προς το μέλλον, δηλαδή εκείνους που με παρελθοντικό ορίζοντα το 1985 επισείουν τη λιτότητα και τα σταθεροποιητικά προγράμματα 85-87, όταν η σημερινή συγκυρία πολύ διαφέρει από την κρίση του '85 (Βλ. Καθημερινή, 26 11 89 που εντοπίζει τα νέα στοιχεία της οικονομικής συγκυρίας, δηλ. τόσο τη διαφορά πληθωρισμού, την πλήρη καταβολή της ΑΤΑ όσο και τη διαφορά ύψους και διάρθρωσης του ελλειμματικού ισοζυγίου πληρωμών και των συναλλαγματικών διαθεσίμων).
- Αν τέλος απορρίψουμε τον πλασματικό εστιασμό της σημερινής κρίσης στα δημόσια οικονομικά και το δημόσιο ως «κακό επιχειρηματία».
Τότε, θα μπορέσουμε να διαβλέψουμε ότι το επίδικο αντικείμενο του σημερινού στρατηγικού αναπροσανατολισμού των ηγετικών δυνάμεων του αστικού μπλοκ δεν είναι μόνο, αλλά ούτε και κατά κύριο λόγο η συμπίεση του λαϊκού εισοδήματος, η πάταξη του «παρασιτικού καταναλωτισμού», η λιτότητα για την ανάκαμψη των κερδών των επιχειρήσεων κλπ., αλλά ο συνολικός στρατηγικός αναπροσανατολισμός μέσα από την ελαστικοποίηση, εντατικοποίηση και αλλαγή των εργασιακών σχέσεων ως κομβική προϋπόθεση για τη στρατηγική της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. Οι αυθόρμητες κοινωνικές αντιστάσεις, οι συλλογικότητες που θα εναντιωθούν στη στρατηγική αυτή, βρίσκουν κάποιο πρόσφορο έδαφος στο σημερινό πλαίσιο εργασιακού καθεστώτος, και δεν είναι τυχαίο ότι ο δημόσιος τομέας που έδειξε τη μεγαλύτερη αντιπαλότητα στο σταθεροποιητικό πρόγραμμα '85'87 βρίσκεται αυτή τη στιγμή πρώτος στο στόχαστρο. Στην προοπτική ελαστικότερων εργασιακών σχέσεων που εξασφαλίζουν την υποχώρηση των συλλογικών αντιστάσεων, το εισοδηματικό σκέλος της πολιτικής της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης μπορεί να είναι στο μεταβατικό στάδιο αρκετά πιο συμβιβαστικό από παλιότερα προς τα λαϊκά αιτήματα, κι αυτό παρά τα «άδεια ταμεία», την υπεχρέωση «όλων μας» και τη «χρηματική στενότητα» του ιδιωτικού τομέα. Κραυγές για μια πολιτική που κρύβει κάποια άλλη. Γιατί στο κοινωνικό μέτωπο μια καλή κίνηση αντιπερισπασμού μπορεί να σημαίνει τη νίκη σε μια μάχη. Ιδιαίτερα όταν το σάστισμα του αντιπάλου είναι καθολικό και τροφοδοτείται και από τη διεθνοπολιτική συγκυρία.
(στ.) Η «παγκόσμια κατάρρευση του κομμουνισμού»
Είναι προφανές ότι στο πλαίσιο ενός παρόμοιου σημειώματος που στόχο έχει να αναδείξει τις ορατές και αόρατες εκφάνσεις της κοινωνικοπολιτικής συγκυρίας στη διαπλοκή τους με τη στρατηγική και την πολιτική του εργατικού κινήματος, το τεράστιο ζήτημα της ανοιχτής κρίσης και της συνολικής κατάρρευσης του τρόπου διαχείρισης των ανατολικών κοινωνιών, αυτού που ονομάστηκε «υπαρκτός σοσιαλισμός», δεν πρόκειται, ούτε άλλωστε μπορεί να αναλυθεί. Το μόνο που θα επιχειρήσουμε να καταγράψουμε είναι οι επιπτώσεις που η διεθνοπολιτική αυτή συγκυρία έχει πάνω στο ελληνικό πολιτικό φάσμα και τις τάσεις που διαμορφώνονται στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό. Ιδιαίτερα σήμερα που πληθαίνουν οι άναρθρες κραυγές από παντού για νίκη του νεοφιλελευθερισμού, της σοσιαλδημοκρατίας, της δημοκρατίας έτσι απλά, για παλινόρθωση του καπιταλισμού (αλήθεια τι ωραίος σοσιαλισμός είναι αυτός που με μια μετονομασία κόμματος ή με το μετασχηματισμό των πολιτικών ιδεολογικών μηχανισμών αποκτά καπιταλιστική χροιά;).
Είναι κατ' αρχήν φανερό ότι η νεοφιλελεύθερη πολιτική πρακτική βλέπει την τελική νίκη της πάνω σ' ένα φάντασμα που πλανάται εδώ κι ενάμιση αιώνα πάνω από την Ευρώπη αρχικά και τον κόσμο ολόκληρο στη συνέχεια. Όμως είναι η πρώτη φορά που τα φαντάσματα καταπολεμούνται με πολιτικές μεταρρυθμίσεις. Ή ακόμα είναι επίσης σαφές ότι η διεθνής σοσιαλδημοκρατία διαπιστώνει την ύστερη δικαίωση της μετά από 70 χρόνια κοινωνικής και πολιτικής αντιπαράθεσης. Όλα αυτά είναι λογικά και αναμενόμενα. Όμως η Αριστερά εκείνη που είχε τα καθεστώτα αυτά σαν φάρο και πυξίδα, πώς αντιδρά σ' αυτή την πρόκληση; Εδώ η απάντηση δεν είναι μορφολογικά ενιαία. Οι «ευρωκομμουνιστές» αισθάνονται ενισχυμένοι μέσα από τη φαινομενική αναβάπτιση στο μαζικό γίγνεσθαι που θεωρούν ότι τους προσφέρουν οι εξελίξεις, ξεχνώντας βέβαια το δικό τους αδιέξοδο: μιας στρατηγικής μικρών βημάτων προς την αφομοίωση από τον κυρίαρχο κρατικό λόγο. Οι «σταλινικοί» θα συμφωνήσουν με τον ρουν της Ιστορίας γιατί «δεν έχουν δυσκολία να επανεξετάσουν τη θέση τους υπό το πρίσμα των νέων δεδομένων» (Γρ. Φαράκος). Και οι δυο αναμασάνε με διαφορετικό τρόπο το status quo σε καινούργιο περιτύλιγμα. Εκείνοι που μας ενδιαφέρουν είναι οι «οραματιστές», αυτοί που αφομοιώνουν τα μηνύματα των καιρών και τα μηρυκάζουν ως καινοφανείς στρατηγικές προτάσεις. Ας δώσουμε λοιπόν το λόγο στον Μ. Ανδρουλάκη: «Είμαστε υπέρ του να απορροφήσει ο σοσιαλισμός τις ελευθερίες που ονομάστηκαν αστικές» (Νέα, 11 12 89). «Μια μεγάλη αλλαγή είναι η διεθνοποίηση όλων των διαδικασιών του σύγχρονου κόσμου. Διεθνοποιείται η οικονομία. Διεθνοποιούνται οι αγορές. Διεθνοποιείται η πολιτική. Ο τρόπος ζωής. Η κατανάλωση, η ψυχαγωγία. Διεθνοποιείται η οικολογία. Διεθνοποιούνται οι ιδεολογίες». (Νέα, 11 12 89). «Πρέπει να προφυλαχθούμε από τις εξισώσεις που υπήρχαν στο παρελθόν, όπως καπιταλισμός = αγορά = αναρχία της παραγωγής και σοσιαλισμός = σχέδιο = αρμονία της παραγωγής. Εξισώσεις καταστροφικές» (Τα Νέα, 12 12 89). «Πρέπει όλες οι λειτουργίες που ήταν πριν του καπιταλιστή, να γίνουν λειτουργίες της αυτοδιαχειριζόμενης κοινότητας των εργαζομένων της επιχείρησης και όλης της κοινωνίας. Και να γίνουν με σεβασμό των νόμων της οικονομίας. Και να είναι πράγματι επιχειρήσεις και όχι διοικητικές υπηρεσίες ή εναγή ιδρύματα. Αυτό είναι το μυστικό». (Τα Νέα, 12 12 89). «Ο καθένας πρέπει να βγει στην αγορά και θα κερδίσει και. θα επιβιώσει αυτός που αντέχει» (Τα Νέα, 12 12 89). «Αυτή τη στιγμή το ραντεβού με τους σοσιαλδημοκράτες, με τους σοσιαλιστές είναι πολιτικό. Αν αποδώσει και πρέπει να αποδώσει, αν αποδώσει ο διάλογος και ο «πόλεμος» των ιδεών, τότε μπορούμε να δούμε και άλλα πράγματα. Όχι όμως να μην έχουμε πάει καν στο ραντεβού και ορισμένοι να ονειρεύονται γάμους» (Τα Νέα, 13 12 89).
Οι οραματιστές μας δείχνουν το δρόμο του πλουραλισμού και της δημοκρατίας - έτσι απλά - , της αγοράς που επιλέγει το βιώσιμο τρόπο παραγωγής, της κοινωνικής πρόνοιας με σεβασμό της οικονομίας (κάποιος είχε κάποτε πει ότι «η καλύτερη κοινωνική πολιτική είναι η καλή οικονομική πολιτική»), του παραγωγισμού και της επιχειρηματικότητας, των μεγάλων νέων οριζόντων της «ευρωαριστεράς», που μοιάζει να είναι η αναπαλαιωμένη αναβίωση της πολυπρόσωπης σοσιαλδημοκρατίας. Ανέκαθεν το μεταμοντέρνο δεν είχε ανάγκη αυστηρών ιδεολογικών, αισθητικών, πολιτικών, κοινωνικών προσδιορισμών. Ήταν σαν την πεταλούδα που πετούσε από φυτό σε φυτό και μάζευε ότι της ταίριαζε για το καλύτερο πακετάρισμα τοτν σκουριασμένων και αντιδραστικών συνταγών. Όλες οι παρεκκλίσεις της ιστορικής πορείας του εργατικού κινήματος σερβιρισμένες μέσα στο πιάτο του τέλους των ιδεολογιών! Μόνο που ο ζωτικός χώρος του πολιτικά μεταμοντέρνου μπορεί πιο εύκολα να καλυφθεί από τους έμπειρους και χρόνιους διαχειριστές της κρατικής εξουσίας, παρά από κάποιους οραματιστές που ενώ βρίσκονται μπροστά στη λίμνη του Εθνικού Κήπου έχουν ξαφνικά την παραίσθηση ότι αντικρίζουν τον Ειρηνικό Ωκεανό.
Η κρίση λοιπόν με τις εσωτερικές και διεθνείς διαστάσεις της μπορεί να είναι δημιουργική για ό,τι με τρόπο βασανιστικό, δύσκολο και επίπονο, κυοφορείται σήμερα ως ανατρεπτική πρόταση και προοπτική στην ελληνική κοινωνία. Δεν μπορεί όμως να σταθεί αρωγός στους αναμασώντες τις μεταμορφώσεις του παραγωγισμού, οικονομισμού και πολιτικού τυχοδιωκτισμού, αυτούς που αξιοποιούν τις χειρότερες παραδόσεις του εργατικού κινήματος και τους νέους συντηρητικούς ανέμους που πνέουν ισχυροί, ειδικά αυτόν τον καιρό.
4. Η Αυτοκρατορία της Συναίνεσης.
θα κλείσουμε αυτό το σημείωμα με μια σύντομη αναφορά στη λέξη κλειδί της περιόδου, που σηματοδοτεί το άνοιγμα μιας νέας εποχής: τη συναίνεση. Είναι χαρακτηριστικό ότι, όπως άλλωστε συμβαίνει και με κάθε κομβική έννοια στη διαδικασία κίνησης των αντιφάσεων, η συναίνεση είναι ένα πολυσήμαντο ελαστικό κατηγόρημα που σηματοδοτεί ποικίλες ερμηνευτικές προθέσεις πρωταγωνιστών και κομπάρσων των διαδικασιών Ίΐον δρομολόγησε η πολιτική ρευστότητα: Η ερμηνεία της συναίνεσης κυμαίνεται από την εκδοχή του τέλους των ιδεολογιών, (ειδικά των εργατικών και σοσιαλιστικών ιδεολογιών), της ιστορίας (ως ιστορίας των κοινωνικών ανταγωνισμών) μέχρι την ψευδεπίγραφη απεικόνιση των τεκταινομένων με βάση ερμηνείες για την προδοσία, τη συνθηκολόγηση και το ξεπούλημα του εργατικού κινήματος στα κελεύσματα των αρχουσών τάξεων από τις οπορτουνιστικές ηγεσίες. Κάπου ανάμεσα βρίσκεται βέβαια και η άποψη ότι δημιουργούνται (επιτέλους) οι προϋποθέσεις για την κυριαρχία του ορθού λόγου πάνω στο ανορθολογικό στοιχείο των κοινωνικών διεργασιών. θα ισχυριστούμε ότι καμιά από αυτές τις εκδοχές δεν μπορεί να διεκδικήσει την αξιόπιστη ερμηνεία του εννοιολογικού περιεχομένου της συναίνεσης, γιατί εξ ορισμού αυτοτοποθετείται έξω από το πλαίσιο των πολιτικών παραμέτρων που επικαθορίζουν τη θεωρητική και πολιτική πρακτική εμβέλεια της έννοιας.
Η συναίνεση είναι μια κατ' εξοχήν πολιτική έννοια και σαν τέτοια ορίζεται στο πεδίο των κοινωνικών (ιδεολογικών, πολιτικών, οικονομικών) ανταγωνισμών στη συγκυρία: είναι το πλαίσιο της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. Είναι έννοια ελαστική, μια και οφείλει να ορίζεται κάθε φορά στο εσωτερικό των (μεταβαλλόμενων) κοινωνικών συσχετισμών, είναι όμως και άκαμπτη, μια και αναφέρεται στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου πολιτικού εγχειρήματος, της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, της καπιταλιστικής διεξόδου από την κρίση υπερσυσσώρευσης.
Πέρα, όμως, από αυτόν τον εννοιολογικό προσδιορισμό η συναίνεση μετριέται από τα πρακτικά κοινωνικά αποτελέσματα της: κρίνεται η ιδεολογική λειτουργία της έννοιας επειδή εγκαλεί τα υποκείμενα σε συγκεκριμένες μετατεθειμένες μάχες, συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις: μάχη για την προστασία του εργατικού εισοδήματος (ενώ το ζήτημα είναι κυρίως οι εργασιακές σχέσεις), μάχη για την παραγωγικότητα (ενώ το ζήτημα είναι η ένταση της εκμετάλλευσης), μάχη για τον εκσυγχρονισμό των θεσμών και του κράτους (ενώ το ζήτημα είναι η ακύρωση και αντιπαράθεση με τις αστικές στρατηγικές). Κοντολογίς, μάχες που υποκαθιστούν άλλες μάχες, οι οποίες επιδιώκεται να μη δοθούν ποτέ γιατί θα διεξαχθούν σε ιδιαίτερα επισφαλές για την κρατική εξουσία έδαφος.
Η συναίνεση, όμως, προκαλεί επιπρόσθετα και κάποια άλλα άμεσα πολιτικά και ιδεολογικά αποτελέσματα. Φέρνει στην επιφάνεια, στην καθημερινή πολιτική πρακτική, όψεις της πολιτικής στρατηγικής της Αριστεράς του κυβερνητισμού και της συνδιαχείρισης, που μέχρι σήμερα ήταν επιμελώς συσκευασμένες στο εσωτερικό του διακηρυχτικού ιδεολογικού της οπλοστασίου. Η διαχείριση του εφικτού, η κηδεμονία της Αριστεράς από τα καθημερινά ιδεολογήματα της διαχειριστικής πρακτικής φέρνουν στην επιφάνεια σε καθαρή και πρακτική μορφή τους μονιμότερους στρατηγικούς προσανατολισμούς δεκαετιών. Κανείς δεν μπορεί σήμερα πια να μιλάει για σημερινές αλλοιώσεις της φυσιογνωμίας και πολιτικής της Αριστεράς, όταν η σημερινή πρακτική της. υπό τη σκέπη της συναίνεσης, είναι σε ευθεία αντιστοίχηση με τις παρεκκλίσεις που στοιχειοθέτησαν την πολιτική της εδώ και πολλές δεκαετίες. Η Αριστερά της συναίνεσης και της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης μπορεί να συνδυάζει έναν πολιτικό συνδικαλισμό, τη λειτουργία της ως πολιτικού συνδικαλιστικού μηχανισμού, με την παράλληλη λειτουργία της ως πολιτική συνιστώσα (τυπικά αυτοδύναμη, ουσιαστικά ηγεμονευόμενη) του συναινετικού πλαισίου. Αυτή της η λειτουργία, ή μάλλον η συνειδητοποίηση της μέσα από την ανοιχτή και σαφή εγγραφή της στις τάσεις της συγκυρίας, ακυρώνει και την όποια κριτική μιλάει απλώς για σημερινό συμβιβασμό της ηγεσίας της με τα κελεύσματα του αστισμού. Οι κριτικές θα πρέπει να στραφούν στα μόνιμα ιδεολογικά στοιχεία του εργατικού κινήματος εδώ και πολλές δεκαετίες, τον οικονομισμό, το «σοσιαλισμό» με μοχλό το κράτος, την ιδεολογία του παραγωγισμού, το συνολικό θεωρητικό και πολιτικό οπλοστάσιο που έφερε το σημερινό αδιέξοδο. Η ελληνική πραγματικότητα αλλά και τα μηνύματα από την Ανατολική Ευρώπη πιστοποιούν την ανάγκη ενός τέτοιου εγχειρήματος.
Και μια τελευταία παρατήρηση. Ο χαρακτηρισμός της συναίνεσης ως «Αυτοκρατορίας» δεν υποδηλώνει το απραγματοποίητο της ανατροπής (της). Υποδηλώνει απλά τους δυσμενείς κοινωνικούς και πολιτικούς συσχετισμούς που διαφαίνονται αυτή τη στιγμή. Στο παρελθόν αλλά και πρόσφατα πολλές αυτοκρατορίες έπεσαν κάτω από την ανάπτυξη της λαϊκής δυναμικής που συναρθρώθηκε με τις εσωτερικές τους αντιφάσεις. Οι πρόσφατες εξελίξεις μέσα στο ΚΚΕ αλλά και η - έστω μέχρι στιγμής - ατελέσφορη προσπάθεια της «εκτός των τειχών Αριστεράς» αφήνουν το ενδεχόμενο ανοιχτό, η άπνοια που υπάρχει σήμερα να είναι η γαλήνη πριν από την καταιγίδα. Υπό την προϋπόθεση ότι θα λειτουργήσουν οι αντικαπιταλιστικές δυνάμεις πολιτικά, δηλ. σε αναφορά και σε σύνδεση με τις αντιφάσεις της συγκυρίας.
Σε πείσμα του τέλους της Ιστορίας, του τέλους των Ιδεολογιών, του τέλους της αριστερής πολιτικής, οι αντιφάσεις δουλεύουν πάντα' υπόγεια, κινούνται και αναδιατάσσονται και δεν θα είναι η πρώτη φορά που τελειωμένες ιστορίες θα αποδειχθούν να είναι ιστορίες χωρίς τελειωμό.
20.12.89