Συνασπισμός: Η πενιχρή πρόοδος μιας αμελητέας Αριστεράς
του Χρήστου Τυροβούζη

1. Γενικά

Στο σημείωμα αυτό θα επιχειρηθεί μια κριτική προσέγγιση της κρίσης (ακριβέστερα: της διάλυσης) ΚΚΕ και Συνασπισμού. Αντί, όμως, για μια γεγονοτογραφική και ερμηνευτική αντιμετώπιση, θα προτιμηθεί η αποτίμηση των πιο διαδεδομένων κριτικών αξιολογήσεων αυτής της κρίσης, μέσα από την οποία διαγράφεται, κατ' ανάγκην μια διαφορετική οπτική, μια άλλη ιδεολογικοπολιτική σκοπιά.

Μια πληρέστερη κάλυψη του θέματος θα απαιτούσε και μια συνθετική θεώρηση του προβλήματος «κρίση διάσπαση στην ελληνική (ιδίως κομμουνιστική) Αριστερά» από τις πρώτες εκφάνσεις της ως τις μέρες μας. Μόνο τότε θα γινόταν κατορθωτή η υπονόμευση αγοραίων «ιστορικών» αναφορών οι οποίες, με τον πλέον μανιχαϊστικό και σχηματικό τρόπο, αγνοούν ποικίλα εμπειρικά δεδομένα, προβάλλουν σημερινά πολιτικά στερεότυπα στο ιστορικό παρελθόν και αφήνουν απροσδιόριστο το θεωρητικό τους υπόβαθρο - αν και οι πολιτικές τους φορτίσεις ή στοχεύσεις είναι αναγνώσιμες.

Εντελώς ενδεικτικά, όσοι επιχειρούν να συγκροτήσουν την έννοια της «κρίσης διάσπασης» (και την εκλαμβάνουν ως σύνδρομο της ιστορικής πορείας της ελληνικής Αριστεράς) με βάση αυτά που νομίζουν ότι γνωρίζουν περί Τασκένδης ή 1968, έχουν το στοιχειώδες επιστημολογικό και ηθικό καθήκον να επιχειρήσουν και την αποδόμηση της έννοιας «ενότητα συμμαχίες», την οποία διαμορφώνουν επαγωγικά λ.χ. η διαδικασία συγκρότησης του ΣΕΚΕ και του ΚΚΕ, το Παλλαϊκό Μέτωπο, το Σύμφωνο Σοφούλη Σκλάβαινα, η σύμπηξη και πρακτική του ΕΑΜ, η δημιουργία της ΕΔΑ και η τακτική του Ζαχαριάδη κατά τις εκλογές του 1956 - για να μην εμπλέξουμε τους εκλεκτούς «αναλυτές» μας σε ιστορικά παραδείγματα που τους είναι λιγότερο οικεία...

Ούτως ή άλλως, οι λιγοστές πολιτικές μελέτες ή σχολιασμοί των «διασπάσεων» έχουν ως αφετηρία (και απόληξη) την προβληματική της «εσωκομματικής δημοκρατίας» και της «ενδοκομματικής πάλης» εξυπηρετώντας ιδίως απολογητικές ανάγκες και «ξεκαθαρίσματα λογαριασμών». Κατά πλειοψηφία, πρόκειται για πονήματα στελεχών ή διανοούμενων του πάλαι ποτέ ΚΚΕ εσωτερικού, τα οποία άνοιξαν, βέβαια, την συζήτηση γύρω από θέματα ταμπού, ταυτόχρονα όμως την οριοθέτησαν στα ασφυκτικά πλαίσια μιας οργανωτίστικης και προσωποκεντρικής πολιτικής κοινωνιολογίας. Τα περί εξοντωτικής διαπάλης «ανανεωτικών»«δογματικών», η οποία, μάλιστα εξυπακούεται εκλαμβάνεται ως κορωνίδα της πολιτικής ταξικής πάλης, πριν ανακαλυφθούν από τους δημοσιογράφους των ημερών μας ήσαν, για δεκαετίες, το ιδεολογικό αλφαβητάρι της «ιστορικής ηγεσίας» του κομμουνιστικού κινήματος...

Αλλά και στη σφαίρα των κοινωνικών επιστημών, το θεωρητικό και μεθοδολογικό κεκτημένο δεν επιτρέπει προσεγγίσεις που να διευρύνουν ή αμφισβητούν τον γνωστικό ορίζοντα της «νομιμότητας και νομιμοποίησης» της κομμουνιστικής Αριστεράς στην Ελλάδα (συγκρότηση μετεμφυλιακού κράτους, «νομοθεσία των βαρβάρων» κ.ο.κ.). Ταυτόχρονα επιλεκτικές αναφορές στην ιστορική τροχιά του ΚΚΕ τροφοδοτεί (και αποστεώνει) η επικαιρότητα (λ.χ. ΚΚΕ και Μακεδόνικο).

Η «κληρονομιά» αυτή σχολιάζεται ιδίως γιατί συνδιαμορφώνει και σημερινές στάσεις ή γνώμες γύρω από τα φαινόμενα αποσύνθεσης που παρατηρούνται στην κομμουνιστική και συνασπισμένη Αριστερά. Πράγματι, ο λειτουργιστικός εμπειρισμός των δημοσιογράφων και των πολιτικών, ηγεμονικός σήμερα, συνήθως εστιάζει το ενδιαφέρον του σε ορισμένες εκδηλώσεις της κρίσης που μας απασχολεί, τις οποίες ταυτίζει με την κρίση καθεαυτή, ενώ ταυτόχρονα τις εκλαμβάνει και ως αιτίες της...

Η πολιτικό δημοσιογραφική αποτίμηση των περιπετειών του Συνασπισμού και - κατά προτεραιότητα - του ΚΚΕ, οργανώνεται, συνήθως, γύρω από ορισμένες θεματικές (και επιχειρηματολογίες) οι οποίες - ελλείψει αντιλόγου - μοιάζουν εύλογες ή έγκυρες: το αναπόφευκτο της έκπτωσης όλων όσων αναφέρονται στον κομμουνισμό (λόγω των ανατροπών στην Ανατ. Ευρώπη, αλλά και κάποιας αξιωματικής «ανωτερότητας» των αρχών του φιλελευθερισμού και της οικονομίας της αγοράς), η σύμπηξη και αέναη διαπάλη «ανανεωτικών» και «συντηρητικών» (με την πίστη στην υπεροχή των πρώτων να διασαλπίζεται στους υψηλότερους των τόνων), η έριδα περί τα πλούσια ελέη του κομματικού κορβανά ως βασική διάσταση ή και αιτία της κρίσης κ.ο.κ.

Η οπτική αυτού του σημειώματος είναι διαφορετική: διερευνάται η σχέση και αντιστοιχία - ή αναντιστοιχία - της ελληνικής Αριστεράς προς τις κοινωνικές δυνάμεις που λογίζονται ως ακροατήριο της, αναλύεται ο ιδεολογικοπολιτικός αυτοπροσδιορισμός της (σε συσχέτιση με βασικά λήμματα της κυρίαρχης ιδεολογίας και των εκφάνσεων της) και αναδεικνύονται εκείνες οι τοποθετήσεις (ή και αποχές) της, στα πλαίσια της συγκυρίας της πολιτικής ταξικής πάλης, οι οποίες συγκαθόρισαν και το οργανωτικό ή εκλογικό βεληνεκές της.

2. Οι κρίσεις για την κρίση της Αριστεράς ή τα χίλια πρόσωπα του εμπειρισμού.

Σε μια πρώτη θεώρηση, οι εξελίξεις στο χώρο της «παραδοσιακής» Αριστεράς φαίνονται ραγδαίες, θεαματικές, αντιφατικές, ίσως και ανεξήγητες: ο Συνασπισμός της συγκυβέρνησης και ευφορίας οδηγείται, μετά τη συγκυρία της εκλογικής κάμψης, στη φάση της παρακμής και πάραυτα της διάλυσης. Το ΚΚΕ ή, έστω η ηγετική πλειοψηφία του, η οποία, σχετικά πρόσφατα, λειτούργησε ως κορμός μιας συνασπισμένης Αριστεράς, οδηγεί συνειδητά το γέννημα του στην υποβάθμιση ή και στον αφανισμό. Οι «φωτισμένοι γέροντες» κομμουνιστές - ποιος δεν θυμάται το προφίλ που καλλιέργησαν για τον Χαρίλαο τα περισσότερα MME; - μεταλλάσουν σε σταλινικούς εικονολάτρες διασπαστές. Ο Φαράκος πολιτογραφείται, συνεντευξιαζόμενος, ως ανανεωτικότερος των ανανεωτικών, ενώ η Παπαρήγα διόλου δεν ανησυχεί για τις διαφαινόμενες (εκλογικές και άλλες) συνέπειες της αποσάρθρωσης... Ποιος είχε δίκιο τελικά, πότε και γιατί; Για μια ακόμη φορά, ο Τύπος και τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα αποδεικνύονται αναξιόπιστοι σύμβουλοι...

Κάποιες ερμηνείες ή εξηγήσεις υπάρχουν, αρκεί να αναλαμβάνει κανείς την ευθύνη και τις συνέπειες της εκφοράς τους. Αρκεί, δηλαδή, να ορίζει τις αφετηρίες και, ενδεχομένως, τις στοχεύσεις του (θεωρητικές, μεθοδολογικές, πολιτικές). Επιπλέον, οφείλει να υπερβεί δημιουργικά την γεγονοτογραφία φαινομενολογία που του προτείνει ο αγοραίος πολιτικός και δημοσιογραφικός λόγος, εφόσον το ζητούμενο είναι κάποιες βαθύτερες συναρτήσεις της πραγματικότητας, κάποια μονιμότερα χαρακτηριστικά του κοινωνικοπολιτικού γίγνεσθαι, με γνώμονα όχι μόνο κάποια ερμηνεία, αλλά και μια διάθεση μεταβολής ή έστω επηρεασμού του. Πάντως η επίκληση και διασκευή του μάλλον λησμονημένου αυτού τσιτάτου δεν αποτελεί πείσμονα «ομολογία πίστεως». Το ερώτημα «ποιος μαρξισμός» και «ποιος σοσιαλισμός» σήμερα απαιτεί γρήγορες και ευανάγνωστες απαντήσεις και το βάρος της αποδείξεως φαίνεται να τρομάζει ή κουράζει πολλούς... Βέβαια, το γεγονός ότι εμείς, σε πολλά πράγματα, είχαμε άδικο, δεν σημαίνει ότι οι άλλοι είχαν δίκιο. Επομένως, οι ευθύνες πολλαπλασιάζονται: η αντίκρουση του αστικού λόγου πρέπει να επιχειρείται παράλληλα με τις επείγουσες ενδοσκοπήσεις επανεξετάσεις που μόλις υπαινιχθήκαμε. Στο σημείωμα αυτό, ωστόσο, η δεύτερη στοχοθεσία υποσκελίζεται από την αναγκαιότητα - αλλά όχι και προτεραιότητα - της αποτίμησης αυτών που συμβαίνουν στο χώρο της επίσημης Αριστεράς.

Σε μια πρώτη θεώρηση, οι κινήσεις στην πολιτική σκακιέρα (και οι αντανακλάσεις τους στα MME) φαίνεται να δικαιώνουν το πραγματιστικό λειτουργιστικό αξίωμα που θέλει τους πολιτικούς να δρουν με δύο βασικά κίνητρα: την μεγιστοποίηση του προσωπικού τους οφέλους (σε γόητρο, επιρροή και χρήμα) και την διευρυμένη αναπαραγωγή του πολιτικού οργανισμού που εκπροσωπούν. Άραγε, όμως, ανακαλύπτουμε την Αμερική αν πούμε ότι λ.χ. ο Ανδρουλάκης (που πρόσφατα παρέπεμπε τον Ανδρέα στο ΑΕΔ και οψίμως αναζητεί διαύλους συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ) ενεργεί έτσι για να γίνει υπουργός ή βουλευτής και για να ανεβάσει τις μετοχές του ΣΥΝ; Το ίδιο ταυτολογική θα ήταν και η γνωμάτευση ότι το ΚΚΕ απεύχεται τη συρρίκνωση της περιουσίας του, της κοινοβουλευτικής του ομάδας και της παρουσίας του στα MME.

Η δική μας «ανάγνωση» της κρίσης της Αριστεράς δεν αγνοεί τη σημασία του βολονταριστικού και χρησιμοθηρικού στοιχείου για την τροχιά του ΚΚΕ και του ΣΥΝ. θεωρώντας το, ωστόσο, σύνδρομο της εισδοχής τους στο αστικό πολιτικό σύστημα, τείνει να θεμελιώσει την πολιτική ουσία και σημασία της «διάσπασης» στα ακόλουθα δεδομένα:

α) στην κρίση αντιπροσωπευτικότητας αξιοπιστίας του ΣΥΝ η οποία, κατά βάση, είναι συνέπεια των κορυφαίων επιλογών του (κατά τα δύο τελευταία χρόνια), της υπόκλισης του στην πολιτική ηγεμονία της Δεξιάς και, κατά δεύτερο λόγο, της αρνητικής επενέργειας ορισμένων «εξωγενών» παραγόντων (ΚΚΕ και κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού»),

6) στην ανικανότητα και απροθυμία του ΣΥΝ να λειτουργήσει ως αντίπαλο δέος απέναντι στη διαχείριση τη ΝΔ (και στην παραμονή του ΠΑΣΟΚ στο ρόλο του εναλλακτικού κόμματος εξουσίας) και να αντιπροτείνει ιδεολογικοπολιτικές θέσεις πρόσφορες να συναντήσουν (ή και να προωθήσουν) κάποιες αμφισβητησιακές πρακτικές,

γ) στη διαμόρφωση στο εσωτερικό του ΣΥΝ αντικρουόμενων «γραμμών» όχι βέβαια σε ζητήματα ιδεολογικά ή προγραμματικά, αλλά στο «μέγα» θέμα των (συγκυριακών) συμμαχιών: με το ΠΑΣΟΚ, με τη ΝΔ, με άλλα αριστερά σχήματα, με όλους ή με κανέναν; (το παιχνίδι, ουσιαστικά, περιορίστηκε στο επίπεδο των - κατά τα άλλα τρισκατάρατων - προαγωγών του δικομματισμού),

δ) στην έριδα περί τη φυσιογνωμία του Συνασπισμού, ιδίως μεταξύ των οπαδών της υπέρβασης, ταυτόχρονα, του ΚΚΕ και του συνασπισμικού κεκτημένου μέσα από την συγκρότηση μιας νέας, κομματικά ενιαίας, πολυτασικής Αριστεράς (στη λογική της ΕΑΡ, αλλά με περισσότερες, υποτίθεται αξιώσεις) και των θιασωτών ενός πολυκομματικού φορέα, ηγεμονευόμενου προφανώς από το ΚΚΕ, που να διακηρύσσει μια εκδοχή «ταξικής συνέπειας» και να ανιχνεύει αντεπιχειρήματα έναντι όσων του καταλογίζονται (κατάρρευση μοντέλου, σταλινισμός, υποστήριξη των κόκκινων τανκς κ.λπ.).

Πάνω σε αυτό το τελευταίο ζήτημα - που είναι και το προσφιλέστερο στους κονδυλοφόρους των MME - θα άξιζε, ίσως, να γίνουν μερικές επισημάνσεις. Αρχικά, οι μεταστροφές στη στάση των MME έναντι των εξελίξεων στην Αριστερά δεν αναιρούν μια βαθύτερη συνέπεια και ενότητα γραμμής: κατά τα τελευταία δύο χρόνια σταθερά πριμοδότησαν την ΕΑΡ έναντι του ΚΚΕ εσωτ Α.Α., την πλειοψηφία του ΚΚΕ όταν πρωταγωνιστούσε στη συγκρότηση του ΣΥΝ και εκκαθάριζε τους διαφωνούντες στην ΚΝΕ και αλλού, την μειοψηφία του ΚΚΕ όταν έδειχνε να συνηθίζει στην ιδέα της συγχώνευσης του κόμματος στον Συνασπισμό, τον ΣΥΝ και τη μειοψηφία του ΚΚΕ έναντι του ΚΚΕ σε μεταγενέστερες συγκυρίες κ.λπ. Η μεροληψία αυτών των τοποθετήσεων ήταν τόσο έκδηλη και εμπαθής, που έφθασε να προσλάβει και σεξιστικές διαστάσεις (βλ. πολύμορφη διαπόμπευση της Α. Παπαρήγα).

Βέβαια, στη σπουδή τους να στηρίξουν εκείνη την μερίδα της Αριστεράς η οποία, κάθε φορά, βρισκόταν πλησιέστερα στις συναινετικές στοχοθεσίες του αστισμού, τα MME άφηναν - και αφήνουν - λογικές εκκρεμότητες. Λ.χ. οι αναλυτές της «διάσπασης», οι οποίοι εντοπίζουν την ρίζα του κακού στην μονολιθική προσήλωση της πλειοψηφίας του ΚΚΕ σε παρωχημένα σχήματα περί ταξικής πάλης, εκμετάλλευσης κ.λ.π, θα έπρεπε ή να μην διαπιστώνουν, ταυτόχρονα, κενό πολιτικής παρέμβασης ΚΚΕ ΣΥΝ ή να τεκμηριώνουν - αν μπορούν - την θέση ότι οι φορείς αυτοί, κατά τους τελευταίους μήνες, διευθύνουν σοβαρούς κοινωνικούς αγώνες, διαδίδουν με θέρμη τον μαρξισμό λενινισμό κ.ο.κ. Όμως αυτό που τους ενοχλεί - και δεν το λένε - είναι οι τριβές και αργοπορίες στην κίνηση της Αριστεράς προς την επιθυμητή κατεύθυνση.

Επιπλέον, από τους καλοθελητές συμβουλάτορες του Συνασπισμού διαφεύγει κάτι καθοριστικό: ότι το ερώτημα αν η ευδοκίμηση του ΣΥΝ είναι συνάρτηση της δυνατότητας του να γίνει «η Αριστερά» έναντι ενός κίβδηλου ΠΑΣΟΚ, ή εξαρτάται από την ικανότητα του να συσπειρώσει ευρύτατο κοινωνικό πολιτικό φάσμα, να ελιχθεί σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο και εντέλει να «τα βρεί» με το ΠΑΣΟΚ, είναι πρακτικά αναπάντητο και, συνεπώς, λογικά περιττό. Ούτως, ή άλλως, οι εξελίξεις στο χώρο του ΚΚΕ και του ΣΥΝ δεν επιτρέπουν σοβαρές καταστατικού ή προγραμματικού τύπου διαδικασίες, όπου θα ανακαθοριζόταν η φυσιογνωμία του σχήματος και η πολιτική συμμαχιών του. Εξάλλου, οι εκλογές - κατά τα φαινόμενα - αργούν και αυτό καθόλου δεν βλάπτει την Αριστερά, για να μην πούμε, επιπλέον, ότι κανείς από τους μεγάλους δεν θα είχε μεσοπρόθεσμα, λόγους να συνεργαστεί μαζί της. Πάνω απ' όλα, όμως, από την επίσημη Αριστερά διαφεύγει ότι θα μπορούσε να οικοδομήσει την πολιτική της αντιπροσωπευτικότητα και σε χώρους πέραν των κεντρικών Γραφείων...

Η συγκρότηση του Συνασπισμού είχε χρονική συνάφεια με μια βραχύχρονη, τελικά, φάση θεαματικής παρουσίας του στο κεντρικό πολιτικό πεδίο: δια του ΣΥΝ η Αριστερά, για πρώτη φορά στην νεοελληνική πολιτική ιστορία - αν το πείραμα του ΕΑΜ έναντι της Κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου το 1944 θεωρηθεί ιδιάζουσα περίπτωση - συγκυβέρνησε και συνδιαχειρίστηκε «τα μεγάλα προβλήματα του τόπου», επικροτούμενη, μάλιστα από ένα ευρύ φάσμα φορέων κοινωνικής και πολιτικής ισχύος. Η χρονική αυτή σύμπτωση θα μπορούσε να εξηγηθεί με βάση την λογική των γραμμικών σχέσεων αιτιότητας: επειδή η Αριστερά ενώθηκε, αρθρώνοντας μάλιστα «σύγχρονο» πολιτικό λόγο, άγγιξε τις ευαίσθητες χορδές του λαού και ανταμοίφθηκε με μια μερίδα από την πίτα της εξουσίας. Πώς όμως εξηγεί αυτή η λογική την ταχεία κάμψη του ΣΥΝ, καθώς και τον παραγκωνισμό του από τον θαυμαστό κόσμο των υπουργικών θώκων; Προφανώς, με την έλλειψη τόλμης για ευρύτερα ανοίγματα, πάσης φύσεως (οικονομικά, πολιτική συμμαχιών κ.λπ.) και, στην συγκυρία της κρίσης, με τις προσωπικές αδυναμίες αγκυλώσεις (κατά προτίμηση των «συντηρητικών»), οι οποίες έφεραν την ασυνενοησία και τελικά την διάλυση...

Οι αντιλήψεις αυτές (που διακινούνται, συχνά πυκνά, από ευρύ φάσμα MME, πολιτικών φορέων και προσωπικοτήτων) πάσχουν και ως προς την εσωτερική τους συνοχή ή συνέπεια και ως προς την δυνατότητα τους να εξηγήσουν ορισμένα χαρακτηριστικά φαινόμενα. Συγκεκριμένα:

Α. Όσο εύκολο είναι να ισχυριστεί κανείς ότι η Αριστερά ισχυροποιήθηκε και συγκυβέρνησε μόνον όταν συνενώθηκε, απέβαλε δογματισμούς κ.λπ., τόσο εύκολο είναι και να αντείπει κάποιος άλλος ότι αυτές ακριβώς οι επιλογές, από το ένα μέρος, την έκαναν επιθυμητή ως νομιμοποιητικό σταθεροποιητικό παράγοντα σε αστικές Κυβερνήσεις και από το άλλο, ευθύνονται για την περιθωριοποίηση και διάλυση της.

Β. Η παραπέρα «τόλμη», που θα προσδοκούσε κανείς, έχει ορισμένα όρια ανοχής ή ελαστικότητας: η αποδοχή της συγκυβέρνησης με τη ΝΔ ή το ΠΑΣΟΚ ή και τους δύο, η αποδοχή της ιδέας για στήριξη Κυβέρνησης κάποιου από τους παράγοντες του δικομματισμού, η προθυμία για συνεργασίες βασισμένες σε minimum προγραμματικές συμπτώσεις όπως η παραπομπή των υπόπτων για το σκάνδαλο Κοσκωτά ή ο εκλογικός νόμος κ.λπ., οδηγούσαν σε ένα δρόμο χωρίς επιστροφή. Στο επέκεινα βρισκόταν ο ιδεολογικός λόγος και η πολιτική πρακτική της ΝΔ. Η ενδεχόμενη τόνωση του ηγεμονικού αυτού λόγου εκ μέρους του Συνασπισμού, προφανώς μόνο την πολιτική (και εκλογική) θέση του δεν μπορούσε να ενισχύσει.

Γ. Οφείλουμε να συνεκτιμήσουμε και την εμπειρία της ευρωπαϊκής (σοσιαλιστικής και κομμουνιστικής) Αριστεράς, η οποία, ιδίως στην Γαλλία, οδηγήθηκε δια της δόξης - συγκυβέρνηση - στον μαρασμό και τη συρρίκνωση, βασικά γιατί αποδείχθηκε περιττή για την λειτουργία του πολιτικού συστήματος, σε συγκυρίες (εξ αριστερών ενισχυόμενης) ηγεμονίας του αστικού διαχειριστικού λόγου.

Δ. Η συγκυρία της κατάρρευσης του υπαρκτού σοσιαλισμού (και τα ιδεολογικοπολιτικά αποτελέσματα της) είχε δευτερεύουσας σημασίας αντανακλάσεις στο εσωτερικό του ΣΥΝ και, πάντως, δεν ευθύνεται για την παρακμή και διάλυση του. Και αυτό, όχι μόνον γιατί ο τελευταίος δεν πολιτεύτηκε με άξονα την προβολή ενός γενικού οράματος κοινωνίας μοντέλου, όχι μόνον γιατί στην ελληνική κοινωνία, κατά τους τελευταίους μήνες, δεν συγκρούονταν κοινωνικοπολιτικά μοντέλα, αλλά και γιατί έγκαιρα προωθήθηκαν, στο εσωτερικό του ΣΥΝ, ιδεολογικά και προγραμματικά στοιχεία ασύμπτωτα προς την τριτοκοσμική και σταλινική παράδοση. Ορισμένοι μάλιστα θα μπορούσαν να εκλάβουν τις εξελίξεις ως δικαίωση του αντιδογματισμού και του ευρωπαϊκού προσανατολισμού τους...

Επομένως ο Συνασπισμός (και τα στελέχη του ΚΚΕ που τον ακολουθούν) δεν έχει, σε πρώτη φάση, τίποτε να φοβάται από όσα συμβαίνουν στην Ανατ. Ευρώπη, στο βαθμό που οριοθετείται αρνητικά απέναντι στην εμπειρία του «υπαρκτού», καταδικάζει τις πραξικοπηματικές κινήσεις και υποστηρίζει (με έκδηλη αμηχανία και ασάφεια προσανατολισμού) την Περεστρόικα. Το πρόβλημα είναι ότι η έκπτωση της σχεδιαζόμενης οικονομίας, της γραφειοκρατικής κάστας κ.λπ. δεν αυξάνει κατ' ανάγκην την ακτινοβολία των σοσιαλδημοκρατικών συνδιαχειριστικών λογικών, ούτε δικαιώνει τους τακτικούς αυτοσχεδιασμούς μιας νεόπλουτης και εν πτωχεύσει Αριστεράς. Επιπλέον, αρνητικές οριοθετήσεις και πανθομολογούμενες ατάκες (του τύπου «δεν υπάρχουν καλά και κακά τανκς») δεν θεραπεύουν το υπαρξιακό πρόβλημα του Συνασπισμού.

3. Οι προοπτικές του Συνασπισμού ή το ζοφερό παρόν ως ασφαλές προμήνυμα του μέλλοντος

Σήμερα ο Συνασπισμός παρουσιάζεται πολλαπλά αμήχανος, ιδίως επειδή: α) δεν θέλει και δεν μπορεί, βέβαια, να προβάλει τριτοδιεθνιστικής υφής στρατηγική πρόταση ή να επικαλεστεί επιτευγματικά στοιχεία του πρώην «υπαρκτού», β) δεν διακρίνεται ως πολιτικός εκφραστής κοινωνικών αγώνων και ευαισθησιών, γ) ως φορέας σοσιαλδημοκρατικών προτάσεων, δεν πρωτοτυπεί ούτε έχει μέλλον, ιδίως γιατί επικαλύπτεται από το ΠΑΣΟΚ και καταδικάζεται σε ρόλους συμπληρωματικούς,

δ) ως ομάδα πίεσης στα πλαίσια «φιλελεύθερης» Κυβέρνησης, απέτυχε να κατοχυρώσει τον ρόλο του, τόσο πολιτικά (αυταπάτη για δυνατότητα παραγωγής θεσμικού και διαχειριστικού έργου «σε προοδευτική κατεύθυνση») όσο και εκλογικά, και ε) ως μέτοχος «οικουμενικής Κυβέρνησης» διαχύθηκε στο πλαδαρό αλλά όχι πολιτικά ασήμαντο περίγραμμα της, ικανοποιήθηκε προσωρινά με ορισμένα δημόσια αξιώματα και προβολή από τα MME, για να βυθιστεί πάραυτα σε μια δυσβάστακτη υπαρξιακή κρίση, εκδήλωση - και όχι αιτία - της οποίας είναι η σημερινή διάσπαση.

Συνοψίζοντας και εμβαθύνοντας την ανάλυση μας, το όλο εγχείρημα της συγκρότησης του Συνασπισμού είχε ακολουθήσει μια θεμελιακή παραδοχή: ότι η Αριστερά ορίζεται προνομιακά στο νομικοπολιτικό επίπεδο, ότι αποτελεί λειτουργικό συστατικό της κεντρικής πολιτικής σκηνής και ότι το κοινωνικό της ακροατήριο καθορίζεται θεσμικά εκλογικά. Ειδικότερα, ο ΣΥΝ απευθύνθηκε σε πολίτες υποκείμενα δικαίου, σε εκλογείς «αριστερής» συνείδησης ή προδιάθεσης. Τόσο η ρητή κοινωνική ταξική απεύθυνσή του (ουσιαστικά απεριόριστη απροσδιόριστη), όσο και ο τύπος σχέσεων με το κοινό του στον οποίο περιορίστηκε (MME, εκλογικές διαδικασίες, ομιλίες στελεχών) τον καθιστούσαν τυπικό δείγμα καθεστωτικού κοινοβουλευτικού φορέα και υποσύνολο των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους. Η απάντηση του στην κρίση των οργανωτικών προτύπων του ΚΚΕ και στο ρεύμα αποστράτευσης των αριστερών ήταν μια σειρά από παρασκηνιακές κινήσεις κορυφής και παραγοντισμούς

Ταυτόχρονα, η ενσωμάτωση του ΣΥΝ στις πολιτικές δομές του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, συναρτούσε την επιβίωση και ευδοκίμηση του με μια σειρά εξωγενών και αστάθμητων παραγόντων, αλλά και με την συγκυρία της πολιτικής και ιδεολογικής πάλης. Η εκ μέρους του τόνωση του ηγεμονικού χαρακτήρα του λόγου της ΝΔ, τόσο αναφορικά με τις σχέσεις πολιτικής εκπροσώπησης (κοινοβουλευτικός κρετινισμός, αποστασιοποίηση από τα μέτωπα και τις αιχμές των κοινωνικών διεκδικήσεων, θεσμολαγνεία, αφοσίωση σε θέματα επάνδρωσης κρατικών μηχανισμών και προβολής από τα MME κ.ο.κ.) όσο και σε επίπεδο τρέχουσας πολιτικής πρακτικής (λ.χ., υποτονική και αναποτελεσματική αμφισβήτηση της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης δια των στερεοτύπων περί κρατικού παρεμβατισμού ή ελέγχου) καθιστούσε τη θέση του επισφαλή σε δύο επίπεδα: α) αποδεικνυόταν συμπληρωματικός ή περιττός για την λειτουργία του πολιτικού συστήματος και την αναπαραγωγή των σχέσεων κυριαρχίας, 6) δεν μπορούσε να λειτουργήσει ως πολιτικός πόλος συμπύκωνσης ταξικών αντιθέσεων, αναγκών, διεκδικήσεων, ή ευαισθησιών, ώστε η κατοχύρωση της θέσης του να εξαρτάται από την στάθμη των κοινωνικών αγώνων και της πολιτικής αυτοσυνείδησης των εργαζομένων και όχι από τα παιχνίδια της εκλογικής αριθμητικής.

Τελικά, η έκπτωση του Συνασπισμού (και δι αυτού του ΚΚΕ ή αντίστροφα) δεν είναι αποτέλεσμα, απλώς, διαφωνιών γύρω από την τακτική, ή του πείσματος των «δογματικών», ή των εξελίξεων στην Ανατ. Ευρώπη, ή του «καυγά για το πάπλωμα» της περιουσίας και των εδράνων. Όλα αυτά, αφ' ενός περιγράφουν εικονογραφούν την κρίση και τις εκδηλώσεις της και, αφ' ετέρου, αντανακλούν τις βαθύτερες αναγκαιότητες και διαδικασίες που προσεγγίσαμε παραπάνω.

Και τι θα μπορούσε να γίνει αντί αυτών που έγιναν και γίνονται; Το ερώτημα είναι υποθετικό. Επιπλέον, απευθύνεται σε ώτα όχι μόνο μη ακουόντων, αλλά και μη δυναμένων. Αντί, λοιπόν, θετικών προτάσεων, κρίνουμε φρονιμότερο να επαναλάβουμε τον πυρήνα της κριτικής μας προς τον Συνασπισμό:

Η διαμόρφωση του σχήματος αυτού εδραιώθηκε στην αντίληψη και πρακτική της προτεραιότητας του πολιτικού έναντι του κοινωνικού, όχι βέβαια στην εκδοχή της «φωτισμένης πρωτοπορίας», αλλά στην εκδοχή της αυτονόμησης και κοινοβουλευτικοποίησης. Αυτό του εξασφάλιζε πλεονεκτήματα (προβολή, εκπροσώπηση στους μηχανισμούς του κεντρικού κράτους κ.λπ.), ταυτόχρονα όμως έθετε την πορεία του υπό τον έλεγχο παραγόντων και σχέσεων που υπερέβαιναν την πολιτική του βούληση και ευελιξία: δεν είναι τυχαίο ότι εξάντλησε, σχεδόν, τα περιθώρια κινήσεων (και συμπράξεων) στην πολιτική σκακιέρα, για να εξέλθει από αυτόν τον κυκεώνα, όχι μόνο με εκλογική κάμψη, αλλά και με αθεράπευτα ρήγματα στην συνοχή του...

Οι περιπλανήσεις του Συνασπισμού στο κεντρικό πολιτικό πεδίο εμφανίζονταν ασύνδετες και αναντίστοιχες με οποιαδήποτε κοινωνική διεκδίκηση ή ευαισθητοποίηση, ασύμπτωτες με οποιοδήποτε κοινωνικό μέτωπο ή στοχοθεσία. Πράγματι, ο ΣΥΝ έδειχνε να έχει την ανάγκη λ.χ. του Μητσοτάκη ή του Καραμανλή και όχι των εργατών ή φοιτητών. Η εκτίμηση ότι διανύουμε περίοδο κάμψης των κοινωνικών αγώνων δεν αποτελεί εξήγηση ή «δικαιολογία» της αυτονόμησης του ΣΥΝ από τα κοινωνικά δρώμενα και της κρίσης του, ιδίως γιατί μια συγκυρία ανόδου της ταξικής πάλης θα φώτιζε εντονότερα τις αδυναμίες και τα αδιέξοδα της συνδιαχειριστικής κατεύθυνσης του...

Κυνικά σκεπτόμενοι, θα λέγαμε ότι σοσιαλδημοκρατικές παρατάξεις με ικανότητα στους κοινοβουλευτικούς ελιγμούς, εύστροφα ή συμπαθή στελέχη και κάποια σχέση εκπροσώπησης με εκμεταλλευόμενες τάξεις καθόλου απίθανο δεν είναι να παραμείνουν, ιδίως ως ρυθμιστές, στο πολιτικό προσκήνιο. Αυτό όμως, ιστορικά, απαιτεί μακρόχρονη παρουσία σε ρόλους ρυθμιστικούς, κατά προτίμηση κυβερνητική θητεία, συμβολή στην «δικαιότερη μοιρασιά» μιας ευμεγέθους πίτας - άρα και ασκήσεις εφαρμοσμένου λαϊκισμού - και οικοδόμηση μονιμότερων σχέσεων με ένα ευρύ-πολυταξικό ακροατήριο. Τέτοια προσόντα ο Συνασπισμός δεν πρόλαβε να αποκτήσει. Σήμερα αγωνίζεται, απλώς, για να επιβιώσει. Η αποτελμάτωση του δεν θα είναι χρήσιμη και γόνιμη, αν δεν φωτίσει τα αδιέξοδα των συνδιαχειριστικών «εκσυγχρονιστικών» επιλογών...