1. Εισαγωγή
Σ' αυτό το εισαγωγικό κείμενο θα προσπαθήσουμε να ανοίξουμε τη συζήτηση για την πολιτική πρακτική της εργατικής τάξης από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα.
Η σημασία μιας τέτοιας συζήτησης είναι προφανής. Πρώτα απ' όλα γιατί πρέπει να εκτιμηθεί η εμπειρία των αγώνων της εργατικής τάξης, ιδιαίτερα κατά την πρώτη περίοδο μετά τη μεταπολίτευση, όταν οι εργατικές κινητοποιήσεις έφεραν την εργατική τάξη στο πολιτικό προσκήνιο της χώρας, και τους απεργούς εργάτες στο κέντρο της Αθήνας.
Κατά την πρώτη αυτή μεταπολιτευτική περίοδο που διαρκεί χοντρικά μέχρι το 1977, οι εργατικοί αγώνες αναδεικνύουν, ανάμεσα στα άλλα, και νέες οργανωτικές μορφές για το εργατικό κίνημα. Το εργοστασιακό σωματείο είναι παρά τις όποιες αδυναμίες του μια νέα πραγματικότητα αλλά και μια νέα μαζική αγωνιστική και δημοκρατική ποιότητα για το συνδικαλιστικό και εργατικό κίνημα στη χώρα μας.
Η άνοδος των εργατικών κινητοποιήσεων συμβαδίζει με τη συγκρότηση και ανάδειξη των εργοστασιακών σωματείων. Η «Ιστορική τάση της δικτατορίας του προλεταριάτου», η ιστορική τάση για σοσιαλισμό, που είναι πάντα παρούσα, ακόμη και στις αυθόρμητες πρακτικές της εργατικής τάξης, καταγράφεται τώρα με νέες μορφές.
Οι νέες μορφές Οργάνωσης και αγώνα που αναδεικνύει το εργατικό κίνημα κατά την πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο δεν καταφέρνουν ούτε να κλιμακωθούν και να συμπυκνωθούν πολιτικά, αλλά ούτε καν να σταθεροποιηθούν. Η πρώτη περίοδος των εργατικών αγώνων κλείνει με μια σειρά από σημαντικές ήττες για την εργατική τάξη. Οι συνδικαλιστικές πρωτοπορίες αποδιαρθρώνονται και αποδεκατίζονται με απολύσεις και δίκες. Τα εργοστασιακά σωματεία ατονούν.
Η δεύτερη περίοδος του συνδικαλιστικού κινήματος που διαρκεί από το 1977 μέχρι τις βουλευτικές εκλογές του '81 και που τα χαρακτηριστικά της αποτυπώνονται και στη σημερινή φάση, χαρακτηρίζεται από την πτώση της συμμετοχής της εργατικής τάξης και την άνοδο της συμμετοχής των μικροαστικών στρωμάτων στις κινητοποιήσεις (Τράπεζες, Κοινή Ωφέλεια, καθηγητές, δάσκαλοι, Ε.Δ.Π., νοσηλευτικοί, λογιστές, 'Ολυμπιακή Αεροπορία κ.λπ.).
Οι ριζοσπαστικές τάσεις που αναπτύχθηκαν κατά την περίοδο αυτή στους χώρους των μικροαστών, των διανοουμένων και των αγροτών, δεν ενοποιήθηκαν με τους διεκδικητικούς αγώνες της εργατικής τάξης, δεν κυριάρχησε δηλαδή η τάση για συγκρότηση ενός μετώπου των λαϊκών δυνάμεων ενάντια στην εξουσία του κεφαλαίου. Την εποχή της κρίσης των ταξικών συμμαχιών της αστικής τάξης με τις τάξεις - στηρίγματα, η εργατική τάξη δεν είχε την πολιτική και ιδεολογική εμβέλεια για να διεκδικήσει τη συμμαχία με τους μικροαστούς.
(Σημείωση: Για τα ζητήματα αυτά βλ. τη μπροσούρα «Τα συμβούλια» έκδ. Αλέτρι. 1982).
Την περίοδο αυτή όμως αυξάνει ραγδαία η εκλογική επιρροή της Αριστεράς. Κατά κύριο λόγο του ΠΑΣΟΚ, και σε μικρό βαθμό της παραδοσιακής Αριστεράς. Μήπως αυτή η μετατόπιση του εκλογικού σώματος, έρχεται να αντισταθμίσει η και να υπερκεράσει τα πολιτικά αποτελέσματα που προκύπτουν από την κάμψη του εργατικού κινήματος; Κάθε άλλο. Η παρέμβαση της Αριστεράς μετά τη μεταπολίτευση δεν επιδιώκει να υπονομεύσει και να ανατρέψει την κεφαλαιοκρατική εξουσία (αίτημα που αντικειμενικά εγγράφεται στον ορίζοντα των εργατικών αγώνων). Αντίθετα συνηγορεί στα στρατηγικά οράματα της αστικής πολιτικής εξουσίας για «οικονομική ανάπτυξη», «άνοδο της παραγωγικότητας», «αρμονική συνεργασία» κεφαλαίου και εργασίας, οικοδόμηση ενός «κράτους δικαίου». Συνηγορεί δηλαδή στην εμπέδωση των εκμεταλλευτικών σχέσεων που δομούν την ελληνική κοινωνία, και σταθεροποιούν την υποταγή της εργατικής τάξης στην καπιταλιστική εξουσία.
Τέσσερις οξόνες στοιχειοθετούν νομίζω τη στάση της Αριστεράς απέναντι στους εργατικούς αγώνες: Το ρεφορμιστικό - αναπτυξιακό Ιδεολογικό πλαίσιο των αριστερών κομμάτων, η αποδοχή της αστικής νομιμότητας, η αρνητική στάση και η δυσπιστία απέναντι στα εργοστασιακά σωματεία και η αντίληψη για τη συμμετοχή στη διοίκηση των επιχειρήσεων. Η παρέμβαση της Αριστεράς στο εργατικό κίνημα, μετά τη μεταπολίτευση, διαμορφώθηκε με βάση αυτούς rout τέσσερις άξονες. Έτσι η Αριστερά συνέτεινε αποφασιστικά στον ιδεολογικό και πολιτικό αφοπλισμό του εργατικού κινήματος, στην ανακοπή των κινητοποιήσεων που ξεκίνησαν με τη μεταπολίτευση, στην αδυναμία του εργατικού κινήματος να αποκρούσει την εργοδοτική και κρατική τρομοκρατία.
2. Το μεταρρυθμιστικό - αναπτυξιακό ιδεολογικό πλαίσιο
«Η ανάγκη της οικονομικής ανασυγκρότησης της χώρας, της εκβιομηχάνισης, αναγνωρίζεται σήμερα όλο και περισσότερο από τα πλατιά στρώματα της ελληνικής κοινής γνώμης, από όλους σχεδόν τους επιστήμονες, τεχνικούς και οικονομολόγους, από μια σειρά εκπροσώπων των επιχειρηματικών κύκλων, της μη μονοπωλιακής αστικής τάξης. Αυτή η αναγνώριση οφείλεται στο γεγονός ότι η οικονομική ανάπτυξη της χώρας, η οικονομικοτεχνική της ανασυγκρότηση, είναι ανάγκη αντικειμενική, επιβάλλεται από το ίδιο το προτσές της ιστορίας, ανταποκρίνεται στα πιο πλατειά συμφέροντα του έθνους». (Γρηγ. Φαράκος: «Προβλήματα οικονομικής ανάπτυξης της χώρας»).
«Είναι αναμφισβήτητο ότι όταν υπάρχει βιομηχανική δημοκρατία (όπως αναφέρει πιο πάνω το ίδιο κείμενο, βιομηχανική δημοκρατία είναι η αρχή της συνεργασίας των συντελεστών της παραγωγής δηλ. του κεφαλαίου και της εργασίας), επιτυγχάνονται καλύτερα παραγωγικά αποτελέσματα. "Όταν ο εργαζόμενος δεν αισθάνεται πιέσεις, διώξεις, ψυχολογική καταπίεση, στυγνή εκμετάλλευση, είναι φυσιολογικό, να εργαστεί πιο παραγωγικά, αποδοτικότερα και ποιοτικότερα, με αποτέλεσμα όφελος για τον ίδιο, την επιχείρηση και την εθνική οικονομία». (Όρ. Χατζηβασιλειου Οίκον. Ταχυδρόμος 17 6 82).
«Η έξοδος από την κρίση, η αντιμετώπιση των σύνθετων προβλημάτων που αντιμετωπίζει η οικονομία, η εξασφάλιση των προϋποθέσεων για την αντιμετώπιση του προβλήματος της ανεργίας, που παίρνει όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις, επιβάλλουν να προωθηθεί μια παραγωγική ανασυγκρότηση της οικονομίας σε αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση. Αυτό θα αποβλέπει στην αποφασιστική διεύρυνση και ορθολογική αναδιάρθρωση της οικονομίας. Στην αύξηση της παραγωγικής απασχόλησης καθώς και της παραγωγικότητας της εργασίας. Στην ανάπτυξη νέων βιομηχανικών κλάδων. Στη διεύρυνση του επιστημονικού, τεχνικού εξοπλισμού και στην εξειδίκευση της οικονομίας». (θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για το 11ο συνέδριο).
Διαβάζοντας τα κείμενα αυτά διαπιστώσαμε ότι το δράμα της αστικής εξουσίας υλοποιείται και αναπαράγεται μέσα στην αντίληψη της Αριστεράς. Η ταξική εξουσία που ριζώνει στην ίδια τη δομή των παραγωγικών σχέσεων αντικαθίσταται από την ουδέτερη «οικονομική ανάπτυξη». Η αντικειμενικότητα, της ριζικά ανταγωνιστικής αντίθεσης εργασίας κεφαλαίου μετατοπίζεται σε ηθικές κατηγορίες του τύπου «δεν αισθάνεται τη στυγνή εκμετάλλευση».
Το ερώτημα: η ανάπτυξη και παραγωγή = για ποιόν; καλύπτεται από την «αντικειμενική ανάγκη», από το «ίδιο το προτσές της ιστορίας που το επιβάλλει».
Οι θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ δεν μας αναφέρουν κάτω από ποιες κοινωνικές σχέσεις θα πραγματοποιηθεί η «ανάπτυξη των σύγχρονων βιομηχανικών κλάδων», η «εξειδίκευση της οικονομίας», η «διεύρυνση των επιστημονικοτεχνικών εξοπλισμών» και η «αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας». Δεν μας αναφέρουν ποιος θα ελέγχει την εργασιακή διαδικασία, και τα μέσα παραγωγής, και ποιο καθεστώς ταξικών σχέσεων θα εγγράφεται στη δομή της παραγωγής. Αποσιωπούν και συσκοτίζουν επομένως τη ριζικά ανταγωνιστική αντίθεση εργασίας κεφαλαίου, καλύπτοντας έτσι την ταξική εκμετάλλευση.
Η αντικατάσταση των επιστημονικών εννοιών του ιστορικού υλισμού από τελεολογικές διακηρύξεις (Γρ. Φαράκος) και από ηθικές παραινέσεις (Όρ. Χατζηβασιλείου) δεν μπορούν παρά να εξυπηρετούν την αστική εξουσία και τη διαιώνιση της κυριαρχίας της αστικής τάξης.
Η συμπαράταξη της Αριστεράς με τις δυνάμεις που επιδιώκουν την αναπαραγωγή των σχέσεων εκμετάλλευσης δεν είναι καινοφανής. Τα οράματα της «οικονομικής ανάπτυξης» και του «κράτος δικαίου» υπήρξαν και συνεχίζουν να είναι η κυρίαρχη αντίληψη στην Αριστερά. Μια αντίληψη που εντάσσεται στην αστική ιδεολογία, που υποτάσσει την εργατική τάξη στις επιλογές του κεφαλαίου. Μια αντίληψη, η οποία σ' όλη τη διάρκεια της μεταπολιτευτικής περιόδου δεν Έμεινε απλή Ιδεολογική διακήρυξη, αλλά αντίθετα θεμελιώθηκε σε καθημερινή πολιτική πρακτική. Και θα δούμε αμέσως μέσα από ποιους δρόμους.
3. Η αποδοχή της αστικής νομιμότητας
Καθ" όλη τη διάρκεια της μεταπολιτευτικής περιόδου, απέναντι στο Οργανωμένο δίκτυο του κρατικού συνδικαλισμού (χουντοδεξιά διοίκηση, εργατοπατέρες, σωματεία σφραγίδες. εργατική Εστία, ΟΔΕΠΕς... ) και στο θεσμικό πλαίσιο που φαλκίδευε τα συνδικαλιστικά δικαιώματα (Ν 330 76) η πολιτική της Αριστεράς υπήρξε από τη μια πλευρά: συνεχείς καταγγελίες που καλούσαν για μια προσήλωση σε κάποιες «δημοκρατικές αρχές» και από την άλλη: νομιμοποίηση των διαδικασιών της ΓΣΕΕ μέσα από τη συμμετοχή της σ' αυτές...
Ο χαρακτήρας του εργατοπατερικού συνδικαλισμού δεν ερμηνεύτηκε σαν το αποτέλεσμα των ταξικών συσχετισμών που επιβλήθηκαν με την ήττα της Αριστεράς στον εμφύλιο. Άλλα σαν κάποιου τύπου παρεκτροπή από τα «δημοκρατικά» πλαίσια, πλαίσια που θα έπρεπε να σεβαστεί και να υπερασπίσει η ΓΣΕΕ. Με αυτή τη λογική προσδιόριζε η Αριστερά και την παρέμβαση της στο εργατικό κίνημα:
«"Ας αποχουντοποιήσουν το εργατικό κίνημα, ας εγγράψουν όλα τα σωματεία στις ομοσπονδίες και στα εργατικά κέντρα, ας τροποποιήσουν τα χουντικά καταστατικά με τη παράλληλη καθιέρωση της απλής αναλογικής και τότε παρατάξεις δεν θα υπάρχουν». (ΑΕΜ: εργατική Ενότητα 21 7 77).
Είναι φανερό ότι πίσω από αυτή την αντίληψη συσκοτίζεται η δομή των ταξικών συσχετισμών που επιβάλλουν την αποκρυστάλλωση των θεσμικών πλαισίων. Με τον τρόπο αυτό η επίκληση προς τη ΓΣΕΕ να σεβαστεί Ορισμένα «απαραβίαστα δημοκρατικά δικαιώματα» εμφανίζει και τα όρια αυτών των αντιλήψεων αλλά και παράλληλα αποκαλύπτει την αδυναμία τους να προσανατολίσει σωστά την πολιτική πάλη του εργατικού κινήματος ενάντια στο κεφάλαιο.
Γιατί το πρόβλημα δεν είναι καταστατικού τύπου. Δεν πρόκειται δηλαδή, για κάποιους «ασυνείδητους» συνδικαλιστές που παραβιάζουν το καταστατικό και δεν εφαρμόζουν τις «δημοκρατικές αρχές». Πρόκειται για τη συνειδητή ταξική πολιτική της αστικής τάξης που καθοδηγεί τη διάσπαση, τον κατακερματισμό και τον έλεγχο του εργατικού κινήματος.
Σ' όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης, το έδαφος που καλλιεργούσε η Αριστερά ήταν γόνιμο ώστε τα προβλήματα του συνδικαλισμού και της εκπροσώπησης των εργαζομένων να τίθενται σαν προβλήματα αλλαγής των συσχετισμών δυνάμεων, μέσα όμως στην ίδια βασική δομή, τη δομή του «από τα πάνω» ελέγχου, που δίνει προτεραιότητα στη καθετοποίηση και στη συγκεντροποίηση των εξουσιών, υποβαθμίζοντας τις μορφές, της άμεσης δημοκρατίας, εκεί οπού οι ίδιοι οι εργαζόμενοι και όχι κάποιοι «επαγγελματίες εκπρόσωποι» θα διαχειρίζονται τα προβλήματα τους.
Έτσι, τα προβλήματα του συνδικαλισμού, δεν ήταν για την Αριστερά οι συγκεκριμένοι όροι της ταξικής αντίθεσης εργασίας κεφαλαίου αλλά η αμφισβήτηση της γνήσιας εκπροσώπησης από κάποιους εργατοκάπηλους: «αξίωση μας είναι ο πραγματικός διάλογος κυβέρνησης εργοδοσίας με γνήσιους εκπροσώπους των εργαζομένων, με τις συνεργαζόμενες οργανώσεις μας, τα ΣΑΔΕΟ». (Ριζοσπάστης 1 4 80). "Αν λοιπόν υπάρχει όπως μας λένε γνήσια εκπροσώπηση, τότε παραμερίζονται οι ανταγωνιστικές αντιθέσεις και διεκπεραιώνεται 0 ουσιαστικός διάλογος κεφαλαίου εργασίας.
Η απάντηση της Αριστεράς, στο επίμαχο ζήτημα της ταξικής ενότητας και της σφυρηλάτησης ενός ενιαίου και αγωνιστικού εργατικού κινήματος, την ίδια στιγμή που η πολιτική της άρχουσας τάξης συστηματοποιούσε τον κατακερματισμό της εργατικής τάξης και τον έλεγχο των συνδικάτων, ήταν απλά και μόνο Ο Οργανωτικός και πολιτικός έλεγχος των συλλογικών μορφών. Το πρόβλημα πάλι εδώ δεν εμφάνιζε τις ταξικές συγκρούσεις σαν ριζικά ανταγωνιστικές αλλά μετατόπιζε την πολιτική πρακτική απλά και μόνο στο επίπεδο του «ποιος» ελέγχει περισσότερα συνδικάτα, του «ποιος» εκπροσωπεί «πραγματικά» τους εργαζομένους. Είναι λοιπόν πολύ φυσιολογικό να χαρακτηρίζεται η ΓΣΕΕ σαν «ανήμπορη και απρόθυμη να προβάλλει διεκδικητικά τα αιτήματα των εργαζομένων» (ανακοίνωση ΣΑΔΕΟ 6 9 79). Γιατί είχαν συσκοτιστεί οι ταξικοί όροι δια μέσου των οποίων η ηγεσία της ΓΣΕΕ και πρόθυμη υπήρξε και μπορούσε να εκφράζει την πολιτική της αστικής τάξης για να διασπά τους εργαζομένους.
Πως λοιπόν η Αριστερά θα είχε τη δυνατότητα να κατευθύνει το κίνημα της εργατικής τάξης προς το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό την ίδια στιγμή που διεκδικούσε τη νομιμότητα των απόψεων της στο Διεθνές Γραφείο "εργασίας και όχι στην πάλη των εργαζομένων, την ίδια στιγμή που διατύπωνε επιφυλάξεις (όταν δεν προχωρούσε σε ανοιχτό σαμποτάζ) απέναντι σε εκείνες τις απεργιακές κινητοποιήσεις και τις συγκρούσεις της εργατικής τάξης με τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους οι όποιες παραβίαζαν τα όρια της αστικής νομιμότητας, την ίδια στιγμή που περιόριζε τους διεκδικητικούς αγώνες των εργαζομένων στα όρια της αστικής δημοκρατίας και αγνοούσε το καίριο στρατηγικό πρόβλημα της κατάληψης της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη και τους συμμάχους της; Μέσα από ποιους δρόμους θα διεκδικούσε η Αριστερά την αλλαγή στο συνδικαλισμό σύμφωνα με την αντίληψη που υπαινίσσεται η πολιτική της πρακτική; "ένας μόνο δρόμος μένει. Η αποδοχή του κοινωνικού συμβολαίου της ταξικής ειρήνης, στην προοπτική του «Κράτους Δικαίου».
Τα αιτήματα της Αριστεράς όλη αυτή την περίοδο εγγράφονται αυστηρά και περιορίζονται στην προοπτική ενός «ευνομούμενου συνδικαλισμού» στα πλαίσια ενός «ευνομούμενου» (αστικού) «κράτους δικαίου». Αιτήματα όπως εγγραφή όλων των οργανώσεων στη ΓΣΕΕ, διάλυση των σωματείων σφραγίδες, τροποποίηση των χουντικών καταστατικών, απλή αναλογική, σύγκληση έκτακτων και αντιπροσωπευτικών συνεδρίων, μπορεί να ήταν (και ήταν) σωστά και να είχαν προοδευτικό περιεχόμενο, όμως δεν συναρθρώνονταν με μια αγωνιστική ταξική συνδικαλιστική πολιτική ενάντια στην αύξηση της εκμετάλλευσης και στην τρομοκρατία του κεφαλαίου, κι έτσι έμειναν απλές επικλήσεις χωρίς πραγματοποίηση.
Η αυθόρμητη ριζοσπαστικοποίηση των εργατικών μαζών όχι μόνο δεν αναπτύχθηκε και δεν καθοδηγήθηκε από την Αριστερά αλλά αντίθετα υπεστάλη, με κάθε μέσο, σε κάποια όρια και κάποιες πρακτικές που δεν παραβίαζαν το «κοινωνικό συμβόλαιο». Η Αριστερά υπονόμευσε έτσι το ριζοσπαστικό εργατικό κίνημα των εργοστασιακών σωματείων. Και πρόβαλε ένα ριζικά διαφορετικό δράμα. Τη συμμετοχή στη διοίκηση των επιχειρήσεων.
4. Αριστερά και εργοστασιακά σωματεία
Η κινητοποίηση της εργατικής τάξης αναζήτησε Οργανωτικές μορφές που θα είχαν τη δυνατότητα να κάνουν πιο αποτελεσματικές τις διεκδικήσεις της.
Ξεκινώντας αρχικά από τις απεργιακές επιτροπές, οι βιομηχανικοί εργάτες αναζήτησαν κατόπιν ένα μονιμότερο και σταθερότερο οργανωτικό σχήμα. Μέσα από αυτές τις διεργασίες αναδύθηκε αυθόρμητα το εργοστασιακό σωματείο, το όποιο συσπείρωνε την πλειοψηφία (συντριπτική πολλές φορές) των εργαζομένων, καθώς έδινε τη δυνατότητα σε όλους τους εργαζόμενους ενός εργοστασίου να συμμετέχουν στη λήψη των αποφάσεων ανεξάρτητα από την επαγγελματική ειδικότητα.
Το εργοστασιακό σωματείο ξεπερνούσε με αυτό τον τρόπο τον κατακερματισμό των εργαζομένων σε αμοιβεπαγγελματικά σχήματα και έδινε την ευκαιρία για την ενοποίηση και τη συνολικοποίηση των αγώνων, γιατί οι εργαζόμενοι δεν δρούσαν πλέον με την ιδιότητα του επαγγελματία αλλά, κυρίαρχα, με την ιδιότητα του μέλους της εργατικής τάξης.
Η παραδοσιακή μορφή του συνδικαλιστικού κινήματος βασίζονταν σε οργανώσεις κατά επαγγελματική κατηγορία και κατά κλάδους επαγγελμάτων μιας συγκεκριμένης περιοχής. Με τον τρόπο αυτό οι εργαζόμενοι μιας επιχείρησης μπορούν να ανήκουν (και αυτό συνέβαινε) σε πολλά σωματεία. Η μορφή αυτή Οργάνωσης γονιμοποιήθηκε λόγω του μικρού μεγέθους που είχαν πολλές από τις ελληνικές παραγωγικές μονάδες, και συγκροτήθηκε κύρια με βάση τον τεχνικό καταμερισμό εργασίας. Η ενότητα δράσης που εξασφαλίζει αυτή η μορφή άφορα μόνο το επίπεδο της 'Ομοσπονδίας η του εργατικού Κέντρου. Οι εργαζόμενοι δεν συμμετείχαν στη λήψη των αποφάσεων, οι όποιες ήταν αποκλειστική υπόθεση των «ύπαλληλοποιημένων» επαγγελματιών γραφειοκρατών της διοίκησης.
Οι διακρίσεις στο χώρο της ίδιας επιχειρησιακής μονάδας μεταξύ ειδικευμένων η μη εργατών, που αναπαράγει το ομοιοπαγγελματικό σχήμα καλλιεργούν τις συντεχνιακές αντιθέσεις και διασπούν την ενότητα των εργαζομένων της επιχείρησης. Επίσης δίνεται η δυνατότητα στο κράτος και στο κεφάλαιο να ελέγχουν από τα πάνω τις διαδικασίες του συνδικαλισμού.
Πάνω σ' αυτή τη δομή ρίζωσε και αναπτύχθηκε ο εργατοπατερικός συνδικαλισμός, ενώ φυτοζωούσε η άμεση δημοκρατία και η παρέμβαση των εργαζομένων παραμερίστηκε, με αποτέλεσμα να υπάρχει όχι μόνο μειωμένος αριθμός εγγεγραμένων μελών αλλά και έλλειψη ενεργής συμμετοχής αυτών που υπήρχαν.
Είναι λοιπόν σαφές ότι το έδαφος των ομοιοπαγγελματικών σωματείων δεν προωθούσε τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και γι' αυτό όταν οι εργαζόμενοι κινητοποιήθηκαν απομόνωσαν στη πράξη αυτό το θεσμό. Ο ομοιοεπαγγελματισμός συνδικαλισμός συγκαλύπτει τον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας γιατί αναδεικνύει σε πρωτεύουσες τις αντιθέσεις μεταξύ των εργαζομένων και υποκρύπτει τη βασική αντίθεση κεφαλαίου μισθωτής εργασίας. Αντίθετα ο εργοστασιακός συνδικαλισμός ανταποκρίθηκε στις συνθήκες υψηλής συγκέντρωσης της εργατικής τάξης και προώθησε σαν μια σημαντική τάση την ταξική τους ενοποίηση απέναντι στο κεφάλαιο. Και αυτό όχι μόνο όσον άφορα το έδαφος των οικονομικών αγώνων γιατί στο εργοστάσιο δεν υλοποιούνται μόνο οι οικονομικές σχέσεις, αλλά και οι πολιτικοϊδεολογικοί όροι της αναπαραγωγής της αστικής εξουσίας. Στο χώρο του εργοστασίου αναπαράγονται και διαιωνίζονται οι ιδεολογικοί - πολιτικοί όροι με τους οποίους χειραγωγείται η εργατική τάξη. Οι ειδικές μορφές με τις όποιες υπάρχει το πολιτικό και ιδεολογικό στοιχείο στη διαδικασία της παραγωγής (δεσποτισμός του εργοστάσιου, Ιεραρχική δομή, πειθαρχία, καταναγκασμός κ.τ.λ.) συγκροτούν το δίκτυο νομιμοποίησης και επιβολής των αστικών εξουσιαστικών ιδεολογικών πολιτικών σχέσεων και παράλληλα δικαιώνουν το μοντέλο Οργάνωσης και διαίρεσης εργασίας που συστηματοποιεί ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής.
Απέναντι λοιπόν στο Ιεραρχικό και συγκεντρωτικό μοντέλο που οργανώνει η αστική εξουσία αναδύθηκε ένα άλλο πρότυπο σαν μια τάση της προλεταριακής εξουσίας (άμεση δημοκρατία, ισότιμη συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων, ενότητα, αλληλεγγύη). Για περισσότερα βλ. «Τα συμβούλια» δ.π.
Στο ίδιο το σχήμα Οργάνωσης της εργατικής τάξης, (ένα σχήμα που βρίσκει σαν κατάλληλο έδαφος την υψηλή συγκέντρωση των εργαζομένων, στις μεγάλες καπιταλιστικές επιχειρήσεις, όπου παρουσιάζονται πιο καθαρά, ο καταμερισμός της εργασίας, η ιεραρχία, και ο συγκεντρωτισμός των εξουσιών) στο ίδιο λοιπόν το σχήμα αυτό πρέπει να αμφισβητείται το μοντέλο εξουσίας που προβάλλει Ο καπιταλισμός και να αναδεικνύεται η τάση για προλεταριακή εξουσία.
Προς αυτή την κατεύθυνση έδρασε η Οργάνωση των εργοστασιακών σωματείων. Στην κατεύθυνση που καθιερώνει την άμεση συμμετοχή των εργαζομένων στη λήψη αποφάσεων, που διευκολύνει την ενοποίηση και τη συνολικοποίηση των αγώνων, που τείνει να καταργήσει τις αντιθέσεις στους κόλπους της εργατικής τάξης.
Το ζήτημα λοιπόν της Οργανωτικής μορφής δεν είναι μόνο Οργανωτικό. Δεν άφορα μόνο την τυπική πλευρά της μορφής, η έστω και ακόμη την αμυντική συσπείρωση ενάντια στην καπιταλιστική εκμετάλλευση (αν και από το σημείο αυτό ξεκινάει). Η λειτουργικότητα του εργοστασιακού σωματείου πρέπει να υπερβαίνει και τα όρια της παραγωγικής μονάδας και κυρίως να υποδεικνύει μέσα από την πρακτική του, την εναλλακτική μορφή εξουσίας, την εργατική εξουσία. Γιατί μόνο η λειτουργία των εργαζομένων στους δικούς τους θεσμούς συνεισφέρει αποφασιστικά στην επεξεργασία και στην υλοποίηση πολιτικών πρακτικών που να Ορίζονται σε θέση ριζικής αντιπαλότητας με την καπιταλιστική εξουσία.
Στην άλλη πλευρά του φεγγαριού, στη σκοτεινή του πλευρά, την πρώτη εποχή που η εργατική τάξη οργάνωσε και έδινε περιεχόμενο στα εργοστασιακά σωματεία, μια μονότονη συγχορδία ακολούθησε πεισματικά τους πειραματισμούς της.
«Τα εργοστασιακά σωματεία δεν μπορούν να περιλάβουν τους μισθωτούς των μικρών παραγωγικών μονάδων... διατρέχουν σοβαρό κίνδυνο να μετατραπούν εύκολα μέσα στις σημερινές συνθήκες, σε σωματεία των εργοδοτών, γιατί είναι κατά κάποιο τρόπο αποκομμένα από την υπόλοιπη εργατική τάξη... αντικειμενικά θα περιόριζαν τη
δράση τους κύρια ενάντια στο δικό τους εργοδότη καπιταλιστή και όχι ενάντια στους καπιταλιστές στο σύνολο τους, στη πολιτική τους εκπροσώπηση»; (Φωνή των εργαζομένων της ΕΣΑΚΣ 96 1976).
Η στάση της ΕΣΑΚ εναντίον των εργοστασιακών σωματείων δεν έμεινε χωρίς συμπαράσταση. «Η Εκτελεστική Επιτροπή της ΓΣΕΕ καταδικάζει τη συγκρότηση συντονιστικών επιτροπών, επιτροπών αγώνα κ.λπ. (Φωνή της ΓΣΕΕ 15 10 77). Για τη πλειοψηφία της διοίκησης της ΓΣΕΕ η οργάνωση αυτή (δηλ. τα εργοστασιακά σωματεία) παρουσιάζει τάσεις ανεξαρτητοποίησης... έχει δημιουργήσει προβλήματα, κυρίως στη βιομηχανία και στα Ορυχεία, που προκαλούν την αμηχανία της ΓΣΕΕ... εκδηλώνονται απεργίες και προβάλλονται αιτήματα χωρίς τη γνώση της ΓΣΕΕ» (Ρ. Φακιόλας: Ο εργατικός συνδικαλισμός στην Ελλάδα, έκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1978).
"Η ΕΣΑΚ και το ΚΚΕ πολέμησαν άγρια τα εργοστασιακά σωματεία την περίοδο 7476 και πρόβαλαν σα μορφή οργάνωσης τα αμοιβεπαγγελματικά σωματεία σε μερικά από τα όποια είχαν προσβάσεις. Η ιδιαίτερη όμως προτίμηση των εργαζομένων στα εργοστασιακά σωματεία ανάγκασε το ΚΚΕ να πραγματοποιεί σταδιακές υποχωρήσεις που εκφράστηκαν συγκεκριμένα στο 10ο Συνέδριο (1978) μέσα από τις απόψεις για τα κλαδικά σωματεία. Με βάση τις νέες του απόψεις το ΚΚΕ αποδέχεται την αναγκαιότητα να δημιουργηθούν μορφές εργοστασιακής οργάνωσης τις όποιες όμως αντιλαμβάνεται σαν κλάδο της ομοσπονδίας στον εργασιακό χώρο. Έτσι, ιδρύει τις εργοστασιακές επιτροπές, που διαφέρουν βέβαια από τα εργοστασιακά σωματεία γιατί οι επιτροπές παίζουν το ρόλο του ιμάντα μεταβίβασης των αποφάσεων, οι Οποίες λαμβάνονται στις ομοσπονδίες, γεγονός που έχει σαν αποτέλεσμα να βρίσκονται οι εργαζόμενοι στη θέση του εκτελεστή αποφάσεων.
Η αντίδραση του ΚΚΕ και της ΕΣΑΚ απέναντι στην περαιτέρω Οργάνωση των εργοστασιακών σωματείων ήταν έντονη και συστηματική. Όχι μόνο αγνόησε τις προσπάθειες των εργοστασιακών σωματείων αλλά αντίθετα, προχωρούσε σε ανοιχτή πολεμική εναντίον τους. Ειδικότερα, στην περίπτωση όπου τα σωματεία ΠΙΤΣΟΣ; ΙΖΟΛΑ, ΙΤΤ κ.ο.κ. προσπαθούσαν να ιδρύσουν μια δευτεροβάθμια συνδικαλιστική μορφή, προχώρησε σε ανοιχτά διασπαστική στάση, δημιουργώντας σωματείο - φάντασμα στις ηλεκτρικές συσκευές, (την ίδια στιγμή που οι αιχμές του ΚΚΕ ενάντια στα εργοστασιακά σωματεία αφορούσαν την αδυναμία τους να συγκροτηθούν σε δευτεροβάθμιο επίπεδο).
Η πολεμική που άσκησε το ΚΚΕ Οφείλεται στην αδυναμία του να θέσει υπό έλεγχο τα εργοστασιακά σωματεία που αναπτύχθηκαν σε περίοδο άνθησης του κινήματος. Γιατί, μόνο όταν τα σωματεία είχαν δεχτεί την επίθεση της εργοδοσίας και ως εκ τούτου αποδυναμώθηκαν, έχασαν την προηγούμενη δυναμικότητα του κινήματος, το ΚΚΕ κατόρθωσε να ελέγξει μερικά από αυτά Οργανωτικά. "Όταν όμως το κίνημα είχε αναπτυχθεί το ΚΚΕ ήταν απομονωμένο.
Από την άλλη πλευρά, η στάση του ΑΕΜ (ΚΚΕ έσωτ.) και της ΠΑΣΚΕ (ΠΑΣΟΚ) αν και αντιμετώπιζε θετικά τη προσπάθεια των εργοστασιακών σωματείων, δεν προχώρησε σε ουσιαστική συμμετοχή στις διαδικασίες που ανοίχτηκαν και η υποστήριξη τους παρέμεινε περισσότερο σε επίπεδο διακηρύξεων καθόσον και οι δύο αυτές παρατάξεις έριχναν το κύριο βάρος τους στις παραδοσιακές μορφές συνδικαλιστικής Οργάνωσης, ενώ η πολιτική τους γραμμή τις έκανε να καταφεύγουν όλο και περισσότερο σε κοινοβουλευτικού τύπου παρεμβάσεις και συμμαχίες.
Η Αριστερά παρουσιάστηκε πολιτικά ανίκανη να υιοθετήσει και να αναδείξει τους πειραματισμούς της εργατικής τάξης μέσα από τα εργοστασιακά σωματεία.
"Αν αφήσει κάποιος στην άκρη τις αφειδείς δηλώσεις και τις εκρηκτικές ιαχές και πλησιάσει τη ν πραγματικότητα θα διαπιστώσει ότι την ίδια εποχή που η εργατική τάξη έδινε τις μάχες της με το κεφάλαιο και το κράτος, την ίδια εποχή που προσπαθούσε να οικοδομήσει Οργανωτικές και θεσμικές μορφές για την ταξική της αυτονομία αντιμετώπιζε:
α) την οξεία αντίδραση του ΚΚΕ που πίσω από τα εργοστασιακά σωματεία ανακάλυπτε «το φάντασμα της εργοδοσίας»
β) την ανευθυνότητα του ΚΚΕ έσωτ. που ανακαλύπτοντας το δίδυμο αδελφό της ΕΑΔΕ, τον ΑΣΔΗΣ, κατέβαινε στο ίδιο ψηφοδέλτιο με δεξιούς συνδικαλιστές της Ηγετικής 'Ομάδας της ΓΣΕΕ για να απομονώσει (!) τα χουντικά στοιχεία.
Ανήκει λοιπόν σε μεγάλο βαθμό στην παραδοσιακή Αριστερά η ευθύνη για την ήττα του εργατικού κινήματος. Γιατί ενώ δεν υστερούσε σε λεκτικούς υπερθεματισμούς στη πράξη πάθαινε αλλεργία απέναντι στην πολιτική πρακτική της εργατικής τάξης. Γιατί στην πράξη δεν αφουγκράστηκε το σφυγμό του εργατικού κινήματος, δεν εμπλούτισε τον προβληματισμό και τα πειράματα του, αλλά αντίθετα η προσπάθησε να το χειραγωγήσει (ΚΚΕ) η αγνόησε τη δυναμική του (ΚΚΕ έσωτ.).
5. Η συμμετοχή στη διοίκηση των επιχειρήσεων
Το ζήτημα της συμμετοχής στη διοίκηση των επιχειρήσεων αποτελεί ένα στοιχείο που ενσωματώθηκε σταδιακά στην αντίληψη των κομμάτων της Αριστεράς. Πρόκειται για μια μετατόπιση του πεδίου των διεκδικητικών αγώνων σε επίπεδο συνδιαχείρισης της διαδικασίας παραγωγής, για την αίτηση νομιμοποίησης της συμμετοχής της μισθωτής εργασίας στη λήψη των αποφάσεων της επιχείρησης. Με τον τρόπο αυτό οι διεκδικήσεις των εργαζομένων δεν ασκούνται μόνο στο χώρο της διανομής της κοινωνικής υπεραξίας αλλά προσπαθούν να αποκτήσουν προσβάσεις στο χώρο όπου Οργανώνονται και αναπαράγονται μερικοί όροι για την παραγωγή της υπεραξίας. Πρόκειται λοιπόν για ένα ανώτερο επίπεδο της διεκδικητικής αιτηματολογίας που προβάλλουν οι εργαζόμενοι; Πρόκειται μήπως για μια σταδιακή κατάληψη, από τους εργαζόμενους, των κέντρων όπου λαμβάνονται οι αποφάσεις;
Η μήπως πρόκειται για διαδικασία σταδιακής ενσωμάτωσης της μισθωτής εργασίας στη λογική αναπαραγωγής του κεφαλαίου;
Η άποψή μας είναι ότι η προβληματική της συνδιοίκησης τοποθετεί στο περιθώριο το θέμα της διάλυσης των σχέσεων παραγωγής που δομούν τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Το νεφέλωμα της συμμετοχής καλύπτει την εξαγωγή υπεραξίας από τους άμεσους παραγωγούς, καθώς επιδιώκει να τους καταστήσει συνυπεύθυνους, στην πορεία ανάπτυξης του καπιταλισμού, στην παραγωγική εκείνη διαδικασία η Οποία θεμελιώνεται με βάση την εκμετάλλευση τους. Πιο συγκεκριμένα: «η συμμετοχή των εργαζομένων στις αποφάσεις που τους αφορούν, η δημιουργία νέων θεσμών και φορέων, θα δώσει διάσταση στο συνδικαλιστικό κίνημα που αγωνίζεται, διεκδικεί και κατακτά αλλά και συμμετέχει στην αναπτυξιακή προσπάθεια». (Διακήρυξη κυβερνητικής πολιτικής ΠΑ.ΣΟ.Κ. 1981) και «η εργατική τάξη, βασική δύναμη στη παραγωγική διαδικασία και στην κοινωνική εξέλιξη, αξιώνει ουσιαστική συμμετοχή πραγματικά αιρετών εκπροσώπων της, στα κέντρα λήψης αποφάσεων που ρυθμίζουν τη γενικότερη οικονομική πολιτική...» (5η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη της ΕΣΑΚΣ πρόγραμμα διεκδικήσεων Ιούλης 1982). Στα πλαίσια της παραπάνω λογικής υπήρξε και η κατάθεση από το ΚΚΕ έσωτ. σχεδίου νόμου στη Βουλή με θέμα «για τη δημιουργία συμβουλίου προσωπικού επιχειρήσεων κατά τα πρότυπα των χωρών της Δυτικής Ευρώπης» (εργατική Ενότητα 18 1 77) καθώς και οι αντίστοιχες δηλώσεις του προέδρου της ΓΣΕΕ.
Ο Όρ. Χατζή βασιλείου θα μας ανακοινώσει λοιπόν: «Η συμμετοχή των εργαζομένων στις επιχειρήσεις μεταφέρει και στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων στην επιχείρηση και στην εκμετάλλευση την οικονομική αρχή της συνεργασίας των συντελεστών της παραγωγής: κεφαλαίου και εργασίας. Επειδή και οι δύο παράγοντες συμμετέχουν στην πραγματοποίηση του οικονομικού αποτελέσματος πρέπει και οι δύο να παίρνουν μέρος στη λήψη σημαντικών αποφάσεων». (Ο.Τ. 17 6 82) και για να ενισχύσει τη λογική του
Θα μας πει: «Η συμμετοχή είναι μια ευκαιρία για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας μας, που δεν πρέπει να αγνοηθεί επειδή αποτελεί και ένα πρώτο βήμα για να αρχίσει ο Έλληνας να καρπούται την υπεραξία της εργασίας του», (δ.π.).
«Ο θεσμός της συμμετοχής δεν πρόκειται να αφαιρέσει από τον επιχειρηματία την πρωτοβουλία διάθεσης και χρησιμοποίησης των μέσων παραγωγής. Γι αυτό το λόγο δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ποτέ το επιχείρημα ότι ο θεσμός είναι αντισυνταγματικός από τη στιγμή που δεν παρεμβάλλεται στη λειτουργία της ελεύθερης οικονομίας». (ΟΤ. 8 7 82). Το αίτημα λοιπόν για τη συμμετοχή των εργαζομένων στη διοίκηση των επιχειρήσεων 1) αποκρύπτει την ταξική δομή της καπιταλιστικής παραγωγικής διαδικασίας, 2) εισάγει τον κατακερματισμό και την αποσπασματικοποίηση της συλλογικότητας των εργαζομένων 3) οδηγεί στη θεσμοποίηση ενός στρώματος εργαζομένων με γραφειοκρατική δόμηση, αποξενωμένου από τη βάση της εργατικής τάξης το όποιο καταλήγει αναγκαστικά μέσα από τη συνεργασία με την εργοδοσία σε όργανο συμφιλίωσης με το κεφάλαιο 4) προωθεί το συντεχνιακό πνεύμα, καθώς συμμετέχοντας οι εργαζόμενοι στη λογική του κεφαλαίου ταυτίζονται με τις λειτουργίες που επιβάλλει ο συναγωνισμός των επιμέρους κεφαλαίων για την αποδοτικότερη αξιοποίηση τους.
Σε ποιους συνδικαλιστικούς χώρους είχε μετά τη μεταπολίτευση προσβάσεις η Αριστερά
Κύριο χαρακτηριστικό της πολιτικής προπαγάνδας που ακολουθεί το ΚΚΕ (γιατί το ΚΚΕ εσωτ. δεν έχει αυτή την πολυτέλεια) είναι οι περίφημοι δεσμοί του με την εργατική τάξη. Το ΚΚΕ διατείνεται ότι εκφράζει την εργατική τάξη και τα συμφέροντα της, με τρόπο ώστε να θεωρεί ότι είναι το μοναδικό κόμμα που έχει δικαιώματα να συζητάει για την υπόθεση της εργατικής τάξης.
"Αν ρίξουμε όμως μια ματιά στη πραγματικότητα θα διαπιστώσουμε ότι η κατάσταση είναι τελείως διαφορετική από εκείνη που μας περιγράφει το ΚΚΕ.
Χαρακτηριστικό για τις συνολικές δυνάμεις του ΚΚΕ του ΠΑΣΟΚ και του ΚΚΕ έσωτ. είναι ότι στην οργάνωση των ΣΑΔΕΟ (Συνεργαζόμενες Αγωνιστικές Δημοκρατικές 'Εργατοϋπαλληλικές 'Οργανώσεις), αυτοί που υπέγραψαν τη διακήρυξη της 6 9 79 ήταν 10 'Ομοσπονδίες (από τις όποιες οι 8 ήταν υπαλληλικές ομοσπονδίες) η Ένωση Ιατρών και 3 μόνο σωματεία.
Στη σύνθεση των ΣΑΔΕΟ υπήρξε σαφής η απουσία της εργατικής τάξης και η συντριπτική συμμετοχή της μικροαστικής τάξης. Γιατί προφανώς δεν εκφράζουν το σύνολο της εργατικής τάξης οι 'Ομοσπονδίες Οικοδόμων και Μεταλλευτών, τα 2 εργοστασιακά σωματεία και το σωματείο του Ε Α Σ.
Ειδικότερα για το ΚΚΕ οι προσβάσεις του είναι:
'Ομοσπονδία Οικοδόμων και Συναφών Επαγγελμάτων
'Ομοσπονδία θεάματος - Ακροάματος
'Ομοσπονδία Συλλόγων Νοσηλευτικών Ιδρυμάτων
"Ομοσπονδία Συνταξιούχων
'Ομοσπονδία Λογιστών
'Ομοσπονδία Μεταλλευτών Ελλάδος
"Ομοσπονδία Υπαλλήλων Προσωπικού Αυτοκινήτων
Οι κύριες λοιπόν βάσεις του ΚΚΕ αφορούν τα μικροαστικά στρώματα. Ακόμη και στους χώρους των οικοδόμων, το μεγαλύτερο ποσοστό των εργαζομένων μένει εκτός συνδικάτων κάτι που αντανακλά και ένα γενικότερο φαινόμενο, ότι στην Ελλάδα το ποσοστό των συνδικαλισμένων της εργατικής τάξης δεν ξεπερνάει το 25%.
Από την άλλη πλευρά, το ΑΕΜ διατήρησε τη περίοδο '74 81 μια σχετική επιρροή σε σωματεία στις δημόσιες μεταφορές και στη βιομηχανία υφασμάτων. Μέχρι το 1978 (οπότε πέρασε στα χέρια δεξιών συνδικαλιστών) ελεγχόταν από το ΑΕΜ η Πανελλήνια 'Ομοσπονδία εργατοϋπαλλήλων Ιματισμού. Επιρροές ασκεί το ΑΕΜ (και το ΚΚΕ εσωτερικού) στην 'Ομοσπονδία Ιδιωτικών Εκπαιδευτικών Λειτουργών Ελλάδος (ΟΙΕΛΕ).
"Οσον άφορα την ΠΑΣΚΕ ασκούσε (τη περίοδο '74 '81) μεγάλη επιρροή στις περισσότερες από τις ισχυρές οργανώσεις, του χώρου των Τραπεζών, και της Κοινής Ωφέλειας (ΟΤΕ-ΔΕΗ). Πιο συγκεκριμένα η ΠΑΣΚΕ ασκούσε έλεγχο στη ΓΕΝΟΠ - ΔΕΗ στην 'Ομοσπονδία Σωματείων Πολιτικής Αεροπορίας, και στην 'Ομοσπονδία Ασφαλιστικών Συλλόγων Ελλάδας. Στο συνέδριο της ΟΤΟΕ τη Μάρτη του 1980 η ΠΑΣΚΕ είχε αποκτήσει τη πλειοψηφία της διοίκησης. (Σημαντική επιρροή στην ΟΤΟΕ ασκούσε και η ΕΣΑΚΣ).
Η ΠΑΣΚΕ ασκούσε έλεγχο στην Πανελλήνια Ένωση Τεχνικών ΟΤΕ και επιρροή στην 'Ομοσπονδία Σωματείων Ξένων Αεροπορικών 'Εταιρειών και στην 'Ομοσπονδία Υπαλλήλων Προσωπικού Αυτοκινήτων Ελλάδος (ΟΥΠΑΕ) (στην οποία σημαντική δύναμη είχε και η ΕΣΑΚ). Τέλος η ΠΑΣΚΕ ασκούσε έλεγχο στη ΔΟΕ (Διδασκαλική 'Ομοσπονδία Ελλάδας) και στην ΟΛΜΕ ('Ομοσπονδία Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης). Επίσης, πρέπει να σημειώσουμε ότι μετά το 1978 η ΠΑΣΚΕ άρχισε να ασκεί επιρροή και σε χώρους βιομηχανικών και μεταλλευτικών επιχειρήσεων. Συνολικά όμως η συντριπτική πλειοψηφία των Οργανωμένων συνδικαλιστικών φορέων της ΠΑΣΚΕ κατά τη διάρκεια της περιόδου ('74'81) αφορούσε τα μικροαστικά (νέα και παραδοσιακά) στρώματα της ελληνικής κοινωνίας.