1. Για την Ελλάδα, η δεκαετία του '80 στο χώρο των οικονομικών και κοινωνικών εξελίξεων στάθηκε ιδιαίτερα καθοριστική: επιβεβαίωσε την ύφεση και τη στασιμότητα, αλλά και έφερε μ' εντυπωσιακό τρόπο τα θέματα αυτά, που μέχρι τότε υποτιμούνταν συστηματικά, στο κέντρο των σύγχρονων προβληματισμών. Μέχρι το 1980, η σημειούμενη υποχώρηση των μεγεθυντικών ρυθμών αποδιδόταν στη δράση συγκυριακών παραγόντων - όπως τα ενεργειακά σοκ, τα αποθερμαντικά μέτρα, οι αντιπαραγωγικές συνέπειες του εκδημοκρατισμού κ.λπ. Όμως, μ' αυτό τον τρόπο, απεφεύγετο να εξετασθεί τόσο το ουσιώδες ζήτημα των διαρθρωτικών αδυναμιών της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, όσο και το όχι λιγότερο καθοριστικό πρόβλημα των κατευθύνσεων που ελάμβανε το διεθνές και ευρωπαϊκό οικονομικό σύστημα, του οποίου βέβαια η Ελλάδα ήταν εκ των πραγμάτων στοιχείο αναπόσπαστο και σε σημαντικό βαθμό μεθοδολογικά αξεχώριστο.
Η προσήλωση στους συγκυριακούς παράγοντες επέτρεπε να διαιωνίζεται η προτίμηση για υψηλούς αυξητικούς ρυθμούς και να μετατίθεται έτσι γι' αργότερα το πρόβλημα της αναγκαίας αναδιάρθρωσης και εξυγίανσης της ελληνικής οικονομίας. Σύμφωνα με την περιρρέουσα κεϋνσιανή ατμόσφαιρα της εποχής, η ποσοτική ανάπτυξη θα ήταν σε θέση να καλύψει ex post τα αρχικά ελλείμματα και τις ανισορροπίες και να οδηγήσει έτσι, μεταγενέστερα, στην ποιοτική αναμόρφωση του συστήματος. Όμως, στη δεκαετία του '80 οι όροι αυτής της προβληματικής έχουν ριζικά αντιστραφεί: θεωρείται πλέον βέβαιο ότι η ποσοτική αύξηση αναβάλλει επ' άπειρον, αντί να επισπεύδει, την ανάγκη για σοβαρή διαρθρωτική προσαρμογή και εκσυγχρονισμό. Έτσι, δίδεται πλέον προτεραιότητα στην εξυγίανση και στην άμεση αναδιάρθρωση, ενώ η ποσοτική επίδοση υποβαθμίζεται ή και αντιμετωπίζεται με δυσπιστία. Στην Ελλάδα, η μετάβαση από την μια αντίληψη στην άλλη διευκολύνθηκε απ' το ότι οι υψηλοί ρυθμοί φάνηκαν πλέον, από τα τέλη της δεκαετίας του '70, ως οριστικά ανέφικτοι και συνεπώς απ' το ότι, μέσα στις συνθήκες αυτές, η εμμονή της οικονομικής πολιτικής στις ποσοτικές επιδόσεις θεωρήθηκε ως καταδικασμένη να τροφοδοτεί τον πληθωρισμό, αποσταθεροποιώντας έτσι τις γενικότερες συνθήκες λειτουργίας του οικονομικού συστήματος.
Σε μεγάλο βαθμό, αυτή η μεταλλαγή της προβληματικής στην Ελλάδα δεν αποτελεί τίποτε το εξαιρετικό, αλλ' αντανακλά, με τον τρόπο της, τη γενικότερη εξέλιξη της οικονομικής πραγματικότητας και της πολιτικής κατά τη δεκαετία του '80. Όμως βέβαια, παρ' όλη την ενότητα των εξελίξεων σε διεθνή κλίμακα, είναι επίσης γεγονός ότι οι επιπτώσεις της διεθνούς συγκυρίας εξειδικεύονται σε κάθε χώρα με διαφορετικές μορφές, ανάλογα με τις προϋπάρχουσες εθνικές δομές, ανάλογα με τις εκάστοτε εφαρμοζόμενες οικονομικές πολιτικές και με τον ειδικό τρόπο με τον οποίο, σε τελευταία ανάλυση, κάθε κοινωνία προσλαμβάνει και κατανοεί τις διεθνείς μεταλλαγές.
2. Όσον αφορά την ευρωπαϊκή και διεθνή οικονομία της δεκαετίας του '80, θα ήταν χρήσιμο να υπενθυμισθούν τα χαρακτηριστικά της επιβράδυνσης και της αστάθειας στο σχηματισμό παραγωγικού κεφαλαίου, η εμπέδωση της ανεργίας και υποαπασχόλησης, και πάνω απ' όλα η πρωτοφανής διόγκωση της σφαίρας των χρηματιστικών συναλλαγών, η απελευθέρωση και διεθνοποίηση των αγορών χρηματοπιστωτικών μέσων. Οι καινοτομίες αυτές έχουν σαν συνέπεια ότι το χρηματοδοτικό πρόβλημα εγκαθίσταται στο κέντρο κάθε οικονομικής πολιτικής και γι' αυτό αναπόδραστα δίδεται προτεραιότητα στους στόχους της νομισματικής σταθερότητας, της αποδοτικότητας των επιτοκίων και της αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού. Εφ' όσον, με τον τρόπο αυτό, οι μακροοικονομικοί όροι λειτουργίας των παραγωγικών συστημάτων αποβαίνουν επαχθέστεροι, επόμενο είναι να επέρχεται έτσι κάποια εξυγίανση των οικονομικών μονάδων: η διαδικασία αυτή ενισχύει ακόμη περισσότερο τις ήδη αποδοτικές επιχειρήσεις κι επιβάλλει κυρώσεις στις οριακές. Όμως θα πρέπει επίσης να επισημανθεί ότι η επιδιωκόμενη ευελιξία των παραγωγικών σχέσεων στις μέρες μας, στην ουσία καλύπτει αφεύκτως τις συνθήκες της παραγωγικής αποσταθεροποίησης που απορρέουν από την «υπερ-προσαρμογή» και την εντεινόμενη σχετική δυσκαμψία των χρηματοπιστωτικών εργαλείων.
3. Η ύφεση που εκδηλώνεται στην Ελλάδα κατά τη δεκαετία του '80 μπορεί να κατανοηθεί, εκτός των άλλων, και σαν συνέπεια από την αδυναμία προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας σ' ένα διεθνή περίγυρο, που ο ίδιος βρίσκεται σε διαρκή μεταλλαγή και αστάθεια. Άμεση συνέπεια της ευρυνόμενης δυσαρμονίας στις σχέσεις με το εξωτερικό είναι ασφαλώς η διαρκής επιδείνωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της χώρας. Όμως, εάν τα χρηματοπιστωτικά στοιχεία λειτουργούσαν πράγματι σε συνθήκες ευελιξίας προσδιοριζόμενης από τις πληροφορίες της ελεύθερης αγοράς, το πρόβλημα του ισοζυγίου δεν θα ήταν ασφαλώς τόσο δραματικό κι ανυπέρβλητο, εφ' όσον θα ξεπερνιόταν σχετικά ανώδυνα με την αυθόρμητη αυτοπροσαρμογή σ' επίπεδα ισορροπίας τόσο της ισοτιμίας του νομίσματος όσο και των επιτοκίων. Συνεπώς, το εξωτερικό έλλειμμα, ενώ θα μπορούσε να περιορισθεί ως πρόβλημα καθ' εαυτό, λαμβάνει τελικά εκρηκτικές διαστάσεις, στο μέτρο που η ακολουθούμενη πολιτική έχει ήδη πραγματοποιήσει τις επιλογές της, τόσο ως προς τον ευκταίο όσο και ως προς τον απευκταίο τύπο της προσαρμογής. Το διογκούμενο εξωτερικό έλλειμμα, μέσα στις παρούσες συνθήκες, εμποδίζεται να ενεργοποιήσει τους αυτόματους διορθωτικούς μηχανισμούς της αγοράς, τροφοδοτώντας έτσι συνεχείς επιθέσεις ενάντια στο επίπεδο της εγχώριας ζήτησης, ενάντια στα πραγματικά εισοδήματα των μισθωτών και ενάντια στη συνολική ρευστότητα της οικονομίας.
Βέβαια, μια άλλη δυνατότητα για την αντιμετώπιση του ελλείμματος θα ήταν επίσης η αύξηση της παραγωγικότητας, μέσω τεχνολογικών μεταλλαγών, όμως ο δρόμος αυτός, με τη διόγκωση του κόστους του κεφαλαίου μέσα σε συνθήκες στασιμότητας της αγοράς, δεν φαίνεται ν' ακολουθείται στη χώρα μας, τουλάχιστον επί του παρόντος. Επιβεβαιώνεται κι εδώ ότι καθοριστικό ρόλο παίζει πάντα όχι το πραγματικό πρόβλημα, όσο κυρίως ο τρόπος με τον οποίο αυτό κατανοείται κι αντιμετωπίζεται.
4. Δεύτερο χαρακτηριστικό της ελληνικής αρρυθμίας: ο πληθωρισμός. Πιθανόν κάποτε να δειχθεί με πειστικότητα ότι ένα σημαντικό μέσο για την καταπολέμηση του πληθωρισμού είναι η πολιτική μιας ευέλικτης συναλλαγματικής ισοτιμίας, τέτοιας που να διασφαλίζει την εύρυθμη λειτουργία και την επέκταση του οικονομικού συστήματος. Εάν αυτό γίνει δεκτό, τότε πιθανόν να φωτισθεί, σε κάποιο βαθμό, και το «αίνιγμα» του ελληνικού πληθωρισμού: το σύγχρονο αυτό φαινόμενο δεν σχετίζεται ούτε μ' επιτάχυνση της οικονομίας, ούτε με χρηματοπιστωτική ευωχία, ούτε με το διογκούμενο κόστος παραγωγής, αλλ' ούτε και με την υποτιθέμενη διατήρηση υψηλών επιπέδων κατανάλωσης και εισοδημάτων: σε μεγάλο βαθμό συνδέεται με την πραγματική απαξίωση του νομίσματος, σε σχέση με την θεωρητική ισοτιμία του που παραμένει κατ' επίφαση σταθερή.
Σ' αυτή την περίπτωση, όσο περισσότερο υποστηρίζεται ένα νόμισμα που εξασθενίζει de facto λόγω αρνητικού ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, τόσο περισσότερο εκτρέφονται οι πληθωριστικές προσδοκίες σχετικά με την εξέλιξη των τιμών και σχετικά με τα περιθώρια κερδοφορίας των επιχειρήσεων. Έτσι, η στήριξη του νομίσματος, σε συνθήκες αρνητικού ισοζυγίου, αντί να κατευνάζει τις τιμές, αποβαίνει μηχανισμός εκτίναξης τους προς τα επάνω. Στην προκειμένη περίπτωση, τόσο το εξωτερικό έλλειμμα όσο και ο πληθωρισμός τροφοδοτούνται ακριβώς από την πολιτική του σκληρού νομίσματος που υποτίθεται ότι καταπολεμά και τα δύο αυτά νοσηρά φαινόμενα.
5. Τρίτο χαρακτηριστικό της αρρυθμίας: η παρατεινόμενη κάμψη των παραγωγικών επενδύσεων, με συνέπεια την υπολειτουργία των εξοπλισμών, τη συρρίκνωση της βιομηχανίας και την ανεπαρκή αξιοποίηση της εργασίας. Σε μεγάλο βαθμό, αυτονόητη είναι η σχέση ανάμεσα στη σταθεροποιητική πολιτική, που σκοπεύει στον έλεγχο ή στη συρρίκνωση της εγχώριας αγοράς, την οποία θεωρεί πληθωρική, και στην εξασθένιση του σχηματισμού παραγωγικού κεφαλαίου. Οι έλεγχοι των εισοδημάτων και της κατανάλωσης δημιουργούν αφεύκτως προσκόμματα στη συνέχιση της παραγωγικής δραστηριότητας, θίγουν την παραγωγικότητα των συντελεστών και την αποδοτικότητα του κεφαλαίου. Βέβαια, μ' αυτό τον τρόπο, επιδιώκεται να παρακινηθεί η εξαγωγική επίδοση των επιχειρήσεων. Όμως είναι επίσης γεγονός ότι, η εξωτερική ζήτηση δεν είναι συμμετρική με την εσωτερική. Για την ελληνική βιομηχανία, η πρώτη ανέρχεται στο 1/4 ή το 1/3 της δεύτερης. Συνεπώς, για κάθε εκατοστιαία μονάδα απώλειας αγοράς στο εσωτερικό, λόγω των ασκουμένων περιορισμών της ρευστότητας, των εισοδημάτων και της κατανάλωσης, απαιτείται προς αναπλήρωση τριπλάσιος ή τετραπλάσιος αριθμός πρόσθετων μονάδων εξαγωγών. Παρ' όλα αυτά, στόχος της οικονομικής πολιτικής κατά την πρόσφατη δεκαετία παρέμεινε η αύξηση του βαθμού εξωστρέφειας, ενώ, για το σκοπό αυτό, παρά τις διακηρύξεις πίστεως στις αρχές της αγοράς, ασκήθηκαν στην πράξη πολλαπλοί και ασφυκτικοί έλεγχοι επάνω στην εγχώρια ζήτηση. Αυτή η πτυχή επιτρέπει να διευκρινισθεί το ότι η σημειούμενη ύφεση δεν είναι πλέον μια απλή αναγκαιότητα ή κάποιο «ατύχημα» που ενσκήπτει στην οικονομία από εξωγενείς ή τυχαίους παράγοντες, αλλά συνιστά κατ' ουσίαν επιλογή προς την οποία άγεται, τουλάχιστον εκ των πραγμάτων, τόσο το οικονομικό σύστημα όσο και η αντίστοιχη οικονομική πολιτική. Με την πολιτική του ακριβού χρήματος και των ελέγχων πάνω στην εγχώρια ζήτηση, ουσιαστικά αποθαρρύνονται οι επενδύσεις αντικατάστασης κι εξορθολογισμού, δηλ. αυτές που μειώνουν το κόστος παραγωγής χωρίς κατ' ανάγκην ν' αυξάνουν και το προϊόν.
Μ' άλλα λόγια, εάν η οικονομική διαδικασία στην Ελλάδα επιβραδύνεται και αποδυναμώνεται κατά τα τελευταία χρόνια, αυτό οφείλεται, σε κάποιο βαθμό, και στην ακολουθούμενη οικονομική πολιτική, η οποία, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον της στη μικροοικονομική εξυγίανση των επί μέρους επιχειρήσεων, προωθεί στην πράξη έναν ορισμένο τύπο επιχειρηματικής συμπεριφοράς που αναπαράγει και διευρύνει τον υφεσιακό χαρακτήρα των μακροοικονομικών μεγεθών, πράγμα που, με τη σειρά του, επενεργεί δυσμενώς ακόμη και στο επίπεδο της ατομικής εξυγίανσης των παραγωγικών μονάδων.
6. Η δεκαετία του '80 διέψευσε έμπρακτα μια σειρά από αυταπάτες που είχαν εμφανισθεί κατά την αμέσως προηγηθείσα περίοδο. Πολλοί, μεταξύ των οποίων η Διεθνής Τράπεζα και ο ΟΟΣΑ, είχαν σπεύσει να εντάξουν την Ελλάδα στην ανερχόμενη ομάδα των λεγομένων Νέων Βιομηχανικών Χωρών (NICs). Όμως στην πορεία του '80, φάνηκαν ριζικές διαφορές ανάμεσα στην Ελλάδα και στις χώρες του Ειρηνικού ωκεανού, τόσο στη διάρθρωση του οικονομικού και κοινωνικού συστήματος, όσο και στον τρόπο λειτουργίας του.
Η Ελλάδα δεν διαθέτει το βαθμό καθετοποίησης που χαρακτηρίζει τις νέες βιομηχανικές χώρες της άπω ανατολικής Ασίας. Παράλληλα, ενώ οι τελευταίες χαρακτηρίζονται από ένα έντονο εκβιομηχανιστικό κύμα κατά την πρόσφατη 15ετία, η Ελλάδα παρουσιάζει αντίθετα φαινόμενα αποβιομηχάνισης και αποανάπτυξης1, ακολουθώντας στο σημείο αυτό τους χαμηλούς ρυθμούς της ευρωπαϊκής οικονομίας. Η παραλληλία των εξελίξεων ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Ευρώπη ανασκευάζει στην πράξη την ιδέα ότι θα μπορούσε η χώρα μας να επωφεληθεί από τη μετατόπιση ορισμένων βιομηχανικών κλάδων από την Ευρώπη προς περιοχές που διαθέτουν ανταγωνιστικά συγκριτικά πλεονεκτήματα. Όμως τέτοιου είδους μετατόπιση βιομηχανικών κλάδων, προς το παρόν, δεν επισημαίνεται με καμιά μορφή στη χώρα μας κατά την πρόσφατη 15ετία. Κυρίως δεν εκδηλώνεται κάποια ροή κεφαλαίου από το εξωτερικό που να μπορεί να θεωρηθεί ως φορεύς κάποιας διαδικασίας παραγωγικής μετατόπισης. Σημειώνεται ασφαλώς μια εσωτερική ανακατανομή της παραγωγής από κλάδους εντάσεως κεφαλαίου προς κλάδους εντάσεως εργασίας2, πράγμα που υποδηλώνει φυσικά όχι αδράνεια, αλλ' ικανότητα προσαρμογής, έστω και βραδείας. Όμως, η προσαρμογή αυτή πάνω στη βάση του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος της χώρας πολύ απέχει απ' το να λάβει διαστάσεις διεθνούς μετατόπισης κλάδων παραγωγής. Υπ' αυτούς τους όρους, αμφισβητείται στην πράξη και η υπόθεση περί σχηματισμού νέων αστικών δομών και νέας αστικής τάξης είτε κατά τη μεταπολίτευση είτε και κατά την περίοδο της στρατιωτικής δικτατορίας. Η σημειωθείσα εξέλιξη επισφραγίζει ασφαλώς τον κλονισμό της παλαιάς τάξης πραγμάτων, όμως φαίνεται επί του παρόντος ιδιαίτερα πρόωρο να δεχθούμε ότι κάποια νέα τάξη έχει ήδη διαμορφωθεί. Το πιθανότερο είναι ότι η κοινωνική διαδικασία παραμένει ακόμη εξαιρετικά ρευστή κι αδιευκρίνιστη, υποκείμενη σε διαρκείς ανακατατάξεις και μεταπτώσεις. Παράλληλα, θα πρέπει επίσης να επισημανθεί η θετική επίδραση από την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση της χώρας: η επίδραση αυτή, ενώ για μακρύ χρονικό διάστημα είχε παραμείνει στο ιδεολογικό και πολιτικό πεδίο, εκδηλώνεται στις μέρες μας όλο και περισσότερο με οικονομική και κοινωνική βαρύτητα.
7. Αναφέρθηκαν παραπάνω ορισμένα άμεσα εμπειρικά συμπτώματα της παρατεινόμενης κρίσης που χαρακτηρίζει την παρούσα φάση της ελληνικής οικονομίας. Εντοπίσθηκε μάλιστα η ευρυνόμενη δυσαρμονία με το εξωτερικό ως ο κύριος γενεσιουργός λόγος των επί μέρους συμπτωμάτων. Όμως, πώς θα μπορούσε να εξειδικευθεί και να συγκεκριμενοποιηθεί ακόμη περισσότερο αυτή η βασική δυσαρμονία; Οι απαντήσεις που έχουν μέχρι σήμερα παρουσιασθεί απέναντι στο βασικό αυτό ερώτημα δεν έχουν αποφύγει τον ιδεολογικό πειρασμό που συνίσταται στο να εκλαμβάνουν τα συμπτώματα ως αιτίες. Όμως αυτό έχει σαν συνέπεια ότι η πραγματικότητα δεν παύει να επιφυλάσσει όλο και νέες εκπλήξεις τόσο για τα εφησυχαστικά όσο και για τα καταστροφιστικά σχήματα.
Κεντρικός πυρήνας, για πολλές ερμηνευτικές προσπάθειες της ύφεσης στην ελληνική οικονομία, κατά την πρόσφατη περίοδο, είναι η υπόθεση σχετικά με την αιφνίδια άνοδο διάρκειας των αμοιβών της εργασίας και του εργασιακού κόστους γενικότερα3, θεωρείται γενικά ότι η ταχύτερη εξέλιξη της αμοιβής της εργασίας στην Ελλάδα, μετά τη μεταπολίτευση και ιδίως μέσα στη δεκαετία του '80, απ' ό,τι στην Ευρώπη, έθιξε καίρια την ελληνική βιομηχανία: είτε με την συνακόλουθη πτώση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων είτε με τον αντίστοιχο περιορισμό του επιχειρηματικού κέρδους και της αποδοτικότητας του κεφαλαίου. Παράλληλα, διαβεβαιώνεται ότι η άνοδος του πραγματικού μισθού επέφερε χαλάρωση στους ρυθμούς της παραγωγής με αποτέλεσμα και την κάμψη της παραγωγικότητας της εργασίας. Με τον τρόπο αυτό, το εργασιακό κόστος εντοπίζεται ως ο κύριος συντελεστής για την βιομηχανική επιβράδυνση και τη συρρίκνωση, αλλά και ως κύριος αναγκαίος μοχλός για την έξοδο από την παρούσα ύφεση και την ανάκαμψη. Συνεπώς, η αύξηση της ανεργίας, η μείωση του πραγματικού μισθού, η εντατικοποίηση των ρυθμών της εργασίας φαίνονται να οριοθετούν το δρόμο για την εξυγίανση, την ανταγωνιστικότητα και την αναζωογόνηση της ελληνικής βιομηχανίας.
Όμως διαβεβαιώσεις τόσο κατηγορηματικές και τόσο κρίσιμες δεν θα έπρεπε άραγε να επαληθεύονται με σχετική ευκολία και στην πράξη; Το γεγονός ότι η Ελλάδα κυβερνήθηκε κατά το μέγιστο διάστημα της δεκαετίας του '80 από «σοσιαλιστική» κυβέρνηση είναι άραγε αρκετό για να θεωρήσουμε ως δεδομένο που δεν χρήζει επαλήθευσης και το ότι η αμοιβή της εργασίας στη χώρα μας έφθασε σε τόσο μεγάλος ύψος ώστε να κλονίσει την εύρυθμη λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος; Εάν η απάντηση στο ερώτημα αυτό ήταν καταφατική, αυτό θα ισοδυναμούσε ασφαλώς με την απότιση εξαιρετικού φόρου τιμής προς την αξιοπιστία του κυβερνητικού λόγου του ΠΑΣΟΚ. Πλην όμως, όσον αφορά την εξέλιξη της εργασιακής αμοιβής, τα στοιχεία της ευρωπαϊκής Commission και του ΟΟΣΑ παρουσιάζουν μιαν εικόνα τελείως διαφορετική:
Επίσης, σύμφωνα με τα στοιχεία της Commision, το συνολικό εργασιακό κόστος ανά μονάδα βιομηχανικού προϊόντος μειώθηκε, από το 1974, ταχύτερα στην Ελλάδα σε σχέση με τις λοιπές χώρες της ΕΟΚ.
ΣΧΕΤΙΚΟ ΚΟΣΤΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΑΝΑ ΜΟΝΑΔΑ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ.
ΕΞΕΛΙΞΗ ΕΝΑΝΤΙ 19 ΧΩΡΩΝ ΤΟΥ ΟΟΣΑ
Υπολογισμός σε δολάρια ΗΠΑ
Ελλάδα ΕΟΚ.
1974 100 100
1981 98 99
1990 88 90
(Πηγή: Η οικονομική σύγκλιση, ε.α.).
Τα παραπάνω στοιχεία δείχνουν ότι, αντίθετα μ' ό,τι πιστεύεται πάνω στο θέμα αυτό, η πορεία της αμοιβής της εργασίας στην Ελλάδα μετά το 1980 δεν είναι ιδιαίτερα ανοδική, αλλά παραμένει μάλλον ήπια και υποτονική: η μέση ετήσια μεταβολή του πραγματικού μισθού δεν ξεπερνά το 0,9%, τη στιγμή που στην ΕΟΚ τα πραγματικά ωρομίσθια αυξάνονται με ρυθμό 2,3% το χρόνο. Δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι οι «σοσιαλιστικές» κυβερνήσεις στην Ελλάδα, Ισπανία και Γαλλία επέτυχαν, αντίθετα μ' ό,τι πιστεύεται, αισθητή συγκράτηση της αμοιβής της εργασίας, πράγμα που δεν κατόρθωσαν οι φιλελεύθερες κυβερνήσεις στη Βρετανία και στη Γερμανία. Το τρίτο συμπέρασμα επισημαίνει ότι το συνολικό εργασιακό κόστος, σε σταθερούς όρους, ανά μονάδα προϊόντος, συμπεριλαμβάνοντας δηλαδή και την εξέλιξη της παραγωγικότητας, όχι μόνον δεν διογκώνεται στην Ελλάδα, αλλ' αντίθετα μειώνεται συνεχώς και με ρυθμό μάλιστα ταχύτερο απ' ό,τι στις χώρες της ΕΟΚ. Με βάση τα στοιχεία αυτά αμφισβητείται πλέον βάσιμα η ιδέα ότι το εργασιακό κόστος στην Ελλάδα έχει απολέσει την ανταγωνιστικότητα του. Ο μέσος εργατικός μισθός στην Ελλάδα, ενώ ήταν μόλις 55% του αντίστοιχου μέσου μισθού στις 24 χώρες του ΟΟΣΑ το 1979, είχε κατέλθει στο 40% του ΟΟΣΑ το 19904. Αμφισβητείται επίσης βάσιμα η απώλεια ανταγωνιστικότητας του βιομηχανικού προϊόντος από τη σχέση παραγωγικότητας εργασιακού κόστους, εφ' όσον η σημειούμενη απόκλιση στη συμπίεση του εργασιακού κόστους ανά μονάδα προϊόντος είναι ακόμη μεγαλύτερη από εκείνη των πραγματικών αμοιβών. Χαρακτηριστικά σημειώνεται ότι, ενώ η παραγωγικότητα του έλληνα εργάτη είναι 73% εκείνης του ιταλού (1986), εν τούτοις το εργασιακό κόστος ανά μονάδα προϊόντος είναι 60% του αντίστοιχου ιταλικού5. Παράλληλα, η επιβράδυνση του εργασιακού κόστους στην Ελλάδα επιβεβαιώνεται με την εντυπωσιακή άνοδο του εισοδηματικού μεριδίου του κεφαλαίου στην προστιθέμενη αξία στον τομέα των κυρίως επιχειρήσεων: από 19% κατά την περίοδο 197579, έχει περάσει περίπου στο 32% για το 19916.
Τα παραπάνω στοιχεία κλονίζουν την πραγματολογική βάση του θεωρήματος βάσει του οποίου η σημερινή οικονομική δυσπραγία οφείλεται στην υπερβολική άνοδο του εργασιακού κόστους. Εάν έχει όντως θιγεί η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων, πράγμα που πάντως αμφισβητείται επίσης ριζικά με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία (βλ. κατωτέρω σημείο υπ' αριθ. 8), θα είναι οπωσδήποτε δύσκολο αυτό να συνδεθεί με την εξέλιξη της αμοιβής της εργασίας. Ομοίως, είναι δύσκολο να γίνει δεκτό το επιχείρημα περί συρρίκνωσης του κέρδους λόγω ανόδου του εργασιακού κόστους, εφ' όσον διαπιστώνεται άνετα ότι τα περιθώρια κερδοφορίας στο χώρο των επιχειρήσεων έχουν ιδιαίτερα ευρυνθεί κατά τα τελευταία 1012 χρόνια. Η δε παραγωγικότητα της εργασίας διατηρείται αισθητά, όπως αυτό διαπιστώνεται από την αντιστροφή του λόγου του εργασιακού κόστους ανά μονάδα προϊόντος.
8. Γενικό συμπέρασμα από τα παραπάνω στοιχεία είναι ότι ο συντελεστής εργασία στην Ελλάδα παρουσιάζει αξιόλογη κι ενισχυμένη ανταγωνιστικότητα. Αυτή η διαπίστωση μπορεί να εξηγήσει και δυο σημαντικές συνέπειες:
α) Ήδη από το 1974, αλλά και ακόμη περισσότερο από το 1980, πραγματοποιείται στην Ελλάδα μια ανακατανομή των επενδύσεων προς την κατεύθυνση των κλάδων εντάσεως εργασίας7. Παρόλο ότι στην Ελλάδα διαχέεται η εντύπωση του υπέρογκου εργασιακού κόστους, εν τούτοις οι επιχειρήσεις βρίσκουν στον συντελεστή εργασία το ζητούμενο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Σε παλαιότερη μελέτη μου, επισημαίνοντας το φαινόμενο αυτό της επιστροφής των ελαφρών βιομηχανιών, είχα χρησιμοποιήσει την έννοια της αναβίωσης του μεταπρατισμού8. Όμως πέρα από εννοιολογικά προβλήματα, η ουσία του φαινομένου είναι ότι δεν πρόκειται για υπολειμματική κατάσταση, αλλά συνιστά διαδικασία σ' εξέλιξη. Με την ένταξη στην ΕΟΚ από το 1981, η στροφή προς ελαφρές εργασιοβόρες βιομηχανίες σημειώνει καινούργιο άλμα και αποτελεί πλέον την βραδεία de facto ειδίκευση της ελληνικής οικονομίας μέσα στα κοινοτικά πλαίσια.
β) Δεύτερη συνέπεια αυτής της προσαρμογής είναι η όλο και αξιολογότερη εξαγωγική επίδοση της ελληνικής βιομηχανίας με κύρια κατεύθυνση τις ευρωπαϊκές αγορές. Πράγματι, κατά τη δεκαετία 19791988, ενώ η αύξηση του βιομηχανικού προϊόντος είναι περίπου μηδενική, ενώ η εσωτερική ζήτηση κινείται με ρυθμό 1% το χρόνο, οι εξαγωγές σημειώνουν μέση αυξητική επίδοση άνω του 6% το χρόνο, τη στιγμή μάλιστα που για την αντίστοιχη περίοδο οι εξαγωγές των χωρών της ΕΟΚ κινούνται μόλις γύρω στο 3% το χρόνο και ενώ το βιομηχανικό προϊόν τους αυξάνεται με ρυθμούς πολύ πιο υψηλούς απ' ό,τι στην Ελλάδα. Αυτό σημαίνει, κατά πρώτον, ότι ο δείκτης εξωστρέφειας της βιομηχανίας αυξάνει με πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα στην Ελλάδα απ' ό,τι στην ΕΟΚ. Κατά δεύτερον, αυτό υποδηλώνει επίσης ότι η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων διατηρείται, παρά την περί του αντιθέτου καταστροφολογία, και μάλιστα στις διεθνείς αγορές, δηλ. εκεί ακριβώς όπου η καλυμμένη προστασία και στήριξη από το κράτος λειτουργεί εξ ορισμού λιγότερο απ' ό,τι στην εθνική αγορά9.
Μ' αυτό τον τρόπο, οι εξαγωγές, ενώ ανέρχονταν σε 17% του ΑΕΠ το 1979, υπερβαίνουν σήμερα το 26% του ΑΕΠ. Συνεπώς, η 'επιφυλακτικότητα επιβάλλεται όχι μόνον ως προς την πραγματική εξέλιξη του εργασιακού κόστους στην Ελλάδα, αλλ' επίσης και ως προς το επιχείρημα της απώλειας ανταγωνιστικότητας. Δεν φαίνεται ιδιαίτερα πειστικό, σε μια περίοδο μακράς ανάπαυλας των κοινωνικών αγώνων - και ας μη λησμονούμε ότι η περίοδος της ανάπαυλας αυτής είχε είδη εκδηλωθεί από το 1979 στην Ελλάδα - να συνεχίζουμε ν' αποδίδουμε στο εργασιακό κόστος τόσο καθοριστικό ρόλο για τη διαιώνιση της παρούσας ύφεσης.
9. Σε συνδυασμό με την υπόθεση του υπέρογκου ύψους των μισθών και των εισοδημάτων, έχει αναπτυχθεί επίσης η ερμηνεία της σημερινής κρίσης με βάση το θεώρημα του υπερκαταναλωτισμού, της εισαγωγικής διείσδυσης και του διευρυνόμενου ελλείμματος των εξωτερικών εμπορικών ανταλλαγών.
Κατ' αρχήν, αντίθετα μ' ό,τι πιστεύεται, η κατανάλωση στην Ελλάδα αυξάνει με ρυθμό βραδύτερο απ' ό,τι στους εταίρους μας της ΕΟΚ: κατά την περίοδο 19791989, η κατά κεφαλήν ιδιωτική κατανάλωση αυξάνει στη χώρα μας μ' ετήσιο μέσο ρυθμό 1,3% ενώ στην ΕΟΚ κατά 1,9%. Όσον αφορά την κατανάλωση του δημοσίου αυτή κινείται τόσο στην Ελλάδα όσο και στην ΕΟΚ σε παρεμφερή επίπεδα, μεταξύ του 2,1 και του 2,8% το χρόνο. Η συνολική εσωτερική ζήτηση στην χώρα μας, κατά την περίοδο 19791990, κινείται με ρυθμό κατά 40% κατώτερο από τον αντίστοιχο κοινοτικό. Αυτό σημαίνει ότι για την ελληνική βιομηχανία, η ευρωπαϊκή αγορά αναπτύσσεται ταχύτερα από την εγχώρια. Φυσιολογική συνέπεια αυτού είναι ότι οι ελληνικές εξαγωγές αναπτύσσονται προς την ΕΟΚ 3,5 φορές ταχύτερα απ' ό,τι ο κύκλος εργασιών στην εγχώρια αγορά. Ο καταναλωτισμός των ευρωπαίων εταίρων μας παραμένει έτσι υψηλότερος, ενισχύεται όλο και περισσότερο, η δε σημειούμενη εισαγωγική διείσδυση στη χώρα μας10 υπερκαλύπτεται από την ταχύτερη ανάπτυξη των εξαγωγών ελληνικών προϊόντων στις ευρωπαϊκές αγορές: οι εισαγωγές μας αυξάνονται με μέσο ετήσιο ρυθμό 5%, ενώ οι εξαγωγές μας πραγματοποιούν αυξήσεις άνω του 6% το χρόνο. Το ποσοστό κάλυψης των εισαγωγών με εξαγωγές, παραδοσιακά πολύ χαμηλό, ενώ ήταν μόλις 44% το 1978, ξεπέρασε το 50% ήδη από το 1988. Σε γενικές γραμμές, διαπιστώνεται ότι, στη δεκαετία του '80, το εξωτερικό εμπορικό έλλειμμα δεν επιδεινώθηκε, αλλ' αντιθέτως παρουσίασε ελαφρά βελτίωση. Συνεπώς, δεν επαληθεύεται με τα διαθέσιμα στοιχεία η υπόθεση περί κατάρρευσης των εξωτερικών αγορών11. Κλονίζεται δε έτσι σοβαρά και η θεωρία περί του υπερκαταναλωτισμού, όπως βέβαια κι εκείνη περί της μονόπλευρης εισαγωγικής διείσδυσης.
Αντ' αυτής, μπορούμε ίσως να θεωρήσουμε ως πειστικότερη την άποψη που υπογραμμίζει την άνοδο του βαθμού εξωστρέφειας και διεθνοποίησης της ελληνικής οικονομίας. Πιθανόν μάλιστα το σημείο αυτό ν' αποτελεί και τη χαρακτηριστικότερη μεταλλαγή για την ελληνική οικονομία στη διάρκεια της δεκαετίας του '80. Γενικότερα, παρατηρείται ότι η διεθνής κίνηση των εμπορευμάτων και μάλιστα στα πλαίσια της ενιαίας κοινοτικής αγοράς δεν εμφανίζει κάτι το ιδιαίτερο παθολογικό ή ανησυχητικό για την Ελλάδα. Αντίθετα δε, τα στοιχεία δείχνουν μια αργή, αλλ' οπωσδήποτε συνεχή βελτίωση της ελληνικής πλευράς, από την άποψη της ανταγωνιστικότητας, της διείσδυσης στις ευρωπαϊκές αγορές και του ισοζυγίου των εμπορικών ανταλλαγών12.
10. Σύμφωνα με την ολοκληρωμένη ανάλυση του Τάσου Γιαννίτση13, η παρούσα κρίση της ελληνικής οικονομίας σχετίζεται στενά με την ένταξη στην ΕΟΚ και με τη συναφή βαθμιαία κατάργηση του παραδοσιακού συστήματος προστασίας. Όμως, ίσως είναι ανάγκη να διακρίνουμε ανάμεσα στη γενικότερη δυσπραγία της ελληνικής βιομηχανίας και οικονομίας και στις δυσχέρειες που παρουσιάζει η μεταβατική περίοδος της ουσιαστικής ένταξης και προσαρμογής της χώρας μας στην κατανομή της εργασίας μέσα στα κοινοτικά πλαίσια. Διαπιστώνεται ασφαλώς κρίση και αποβιομηχάνιση στους κλάδους εντάσεως κεφαλαίου, αλλ' επιβεβαιώνεται επίσης σχετική αναβάθμιση των κλάδων εντάσεως εργασίας μέσα στα κοινοτικά πλαίσια. Διαπιστώνεται ασφαλώς διόγκωση των εισαγωγών σε σχέση με το ΑΕΠ, όμως η έξαρση των εξαγωγών συνεχίζει να είναι ανώτερη και από εκείνη των εισαγωγών και σε σχέση με το ΑΕΠ. Είναι γεγονός ότι έχουν πράγματι καθηλωθεί οι διαδικασίες εμπλουτισμού και διαφοροποίησης του βιομηχανικού προϊόντος, όπως δικαιολογημένα επισημαίνει ο Γιαννίτσης, όμως, από μια άλλη οπτική, πιθανόν τα φαινόμενα αυτά να ερμηνευθούν ως αναπόφευκτα για κάποια ειδίκευση της οικονομίας μας στους κλάδους εντάσεως εργασίας μέσα στον κοινοτικό χώρο. Διαπιστώνεται ασφαλώς μια αντιβιομηχανιστική προσέγγιση από την ΕΟΚ του θέματος της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, όμως αυτή η προσέγγιση δεν στρέφεται ειδικά εναντίον της χώρας και οπωσδήποτε η κατανομή της βιομηχανικής εργασίας στην κοινότητα δεν καθορίζεται με αποφάσεις της Commision, αλλά με βάση τις ανάγκες και τη δυναμική των ευρωπαϊκών αγορών. Κατά συνέπεια, είναι πιθανόν η βαθμιαία κατάργηση του τυπικού συστήματος προστασίας να προσγειώσει τις ελληνικές επιχειρήσεις πιο κοντά στη διεθνή οικονομική πραγματικότητα, έστω κι αν η προστασία με άτυπες μορφές και μέσω της αγοράς διατηρηθεί. Αναμφισβήτητα, από τη μετάβαση αυτή απορρέει σημαντική κρίση για τις εγκατεστημένες δομές, αλλά δεν είναι βέβαιο ότι αυτή η κρίση είναι η μοναδική, ούτε καν ότι είναι η σπουδαιότερη, ούτε βέβαια, ακόμη λιγότερο, ότι είναι ανυπέρβλητη μέσα στο κοινοτικό πλαίσιο.
11. Σε συνάφεια με τα θεωρήματα περί εργατικού κόστους, περί υπερκαταναλωτισμού και περί απώλειας της ανταγωνιστικότητας, αναπτύσσεται επίσης η αντίληψη σχετικά με τις επιπτώσεις του πληθωρισμού και του ρόλου που ασκεί γενικότερα ο δημόσιος τομέας με τις δαπάνες και τα ελλείμματα του. Κατ' αρχήν, θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι ο πληθωρισμός, στην οικονομική ιστορία και στην οικονομική ανάλυση, έχει πάντοτε συνδυασθεί μ' επιτάχυνση των αυξητικών ρυθμών. Γι αυτό και η αντιπληθωριστική πολιτική χρησιμοποιεί την ύφεση ως μέσο κατευνασμού των τιμών. Όμως στην προκειμένη περίπτωση της Ελλάδας, ο πληθωρισμός συνδυάζεται, από την αρχή της περιόδου, όχι με μεγεθυντικούς ρυθμούς, αλλά με επιταχυνόμενη πορεία προς την ύφεση και τη στασιμότητα. Κατά συνέπεια, το εργαλείο της υφεσιακής πολιτικής για τον κατευνασμό του πληθωρισμού στερείται παντελώς νοήματος, στη συγκεκριμένη περίπτωση, και, κατά πάσα πιθανότητα, επιδεινώνει τους όρους του προβλήματος των τιμών. Η παρατήρηση αυτή ισχύει και για την δημοσιονομική και για την χρηματοπιστωτική πλευρά των παρεμβάσεων του δημοσίου. Το ανησυχητικό σημείο δεν είναι ο πληθωρισμός, αλλ' οι βαθύτερες αιτίες που τροφοδοτούν την εκτίναξη των τιμών, σε συνθήκες προϊούσας αδράνειας του οικονομικού συστήματος. Με την άνοδο των τιμών, οι επιχειρήσεις διατηρούν τα περιθώρια κέρδους, σε συνθήκες που προσδιορίζονται από χαμηλά επίπεδα λειτουργίας. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση μας, ο βαθμός υπολειτουργίας συμβάλλει θετικά στην επιτάχυνση των τιμών. Εάν η λύση του πληθωρισμού απαγορευθεί με ποσοτικούς χειρισμούς της νομισματικής κυκλοφορίας ή με την αυτοτελή στήριξη της συναλλαγματικής ισοτιμίας, τότε τα περιθώρια κερδοφορίας - σε συνθήκες υπολειτουργίας - διατηρούνται με τη συρρίκνωση του εργασιακού κόστους, είτε κατ' απόλυτη έννοια με τη σύντμηση του πραγματικού μισθού είτε κατά σχετική έννοια με την αύξηση της παραγωγικότητας. Συνεπώς, σε συνθήκες υπολειτουργίας, ο πληθωρισμός είναι μορφή επιδότησης του κέρδους και ισοδύναμη μορφή συρρίκνωσης του πραγματικού εργασιακού κόστους. Αυτό σημαίνει ότι το πραγματικό πρόβλημα δεν είναι ο πληθωρισμός, αλλ' η οικονομική αδράνεια η οποία εκτρέφει και τον πληθωρισμό.
Στη συγκεκριμένη ελληνική περάτωση, εφ' όσον ο πληθωρισμός κατανοήθηκε πάντα επιφανειακά, δεν προωθήθηκε για την αντιμετώπιση του παρά μόνον η μέθοδος του ποσοτικού χειρισμού, που εμπνέεται από την ποσοτική θεωρία του χρήματος και από το σύγχρονο μονεταρισμό. Στη δεκαετία που πέρασε, ανεξαρτήτως ιδεολογικών αναφορών, εφαρμόσθηκε σχεδόν αδιάλειπτα μια πολιτική συνεχούς περιστολής της πραγματικής προσφοράς χρήματος: εάν η προσφορά χρήματος (ΜΙ) υπολογισθεί σε σταθερό νόμισμα, στην Ελλάδα μειώθηκε κατά 0,1% το χρόνο, ενώ στη Γερμανία, όπου εφαρμόσθηκε υποδειγματικά σφικτή πολιτική, η προσφορά χρήματος αυξήθηκε με ρυθμό 3,1% το χρόνο. Παράλληλα, οι συνολικές τραπεζικές πιστώσεις προς την οικονομία εξελίχθηκαν εξίσου αρνητικά κατά το αυτό διάστημα: ενώ η μέση ονομαστική αύξηση των πιστώσεων ήταν 18,5% το χρόνο, το μέσο επίπεδο του πληθωρισμού ήταν 20,1% για τη δεκαετία. Συνεπώς, η πραγματική μεταβολή των πιστώσεων παρέμεινε αρνητική για το σύνολο της δεκαετίας. Υπ' αυτές τις συνθήκες, είναι ιδιαίτερα δύσκολο ν' αποδοθεί η συντήρηση του πληθωρισμού 20% ετησίως σε μηχανισμούς κι αίτια ποσοτικά. Αντίθετα, το κόστος του κεφαλαίου, ενόσω διογκώνεται από τις συνθήκες υπολειτουργίας, μεταφέρεται αφ' ενός στις τελικές τιμές και αφ' ετέρου στην περιστολή του εργασιακού κόστους. Στο μέτρο που τα περιοριστικά μέτρα - επιτόκια, νομισματική κυκλοφορία, πιστώσεις - ανεβάζουν το κόστος του χρήματος, το πρόβλημα του κόστους του κεφαλαίου περιπλέκεται ακόμη περισσότερο, πράγμα που ενισχύει κυκλικά την τάση για υποαξιοποίηση και συνεπώς για μεγαλύτερη εξασφάλιση μέσω του πληθωρισμού. Στο βάθος αυτών των φαινομένων βρίσκεται και η ανεπάρκεια παραγωγικής βάσης, αλλά και η σπατάλη παραγωγικού κεφαλαίου, όπως βέβαια και οι αδυναμίες προσαρμογής των επιχειρήσεων σ' επίπεδα παραγωγής που θα επέτρεπαν πλεονεκτήματα λόγω οικονομιών κλίμακος. Οι οργανικές αυτές δυσκαμψίες του επιχειρηματικού πλέγματος ορίζουν ασφαλώς και τη φύση του ενδημικού πληθωρισμού στη χώρα μας.
12. Σχετικά με το δημόσιο τομέα στην Ελλάδα, προβάλλεται φυσικά το γνωστό δόγμα σύμφωνα με το οποίο οι δημόσιες δαπάνες αποθαρρύνουν τις ιδιωτικές. Διαβεβαιώνεται επίσης ότι τα ελλείμματα του δημοσίου αφαιρούν πόρους που διαφορετικά θα χρησιμοποιούντο από τον ιδιωτικό τομέα. Προστίθεται ακόμη ότι η διόγκωση του κρατικού δανεισμού, για την κάλυψη των ελλειμμάτων, επιδεινώνει τις συνθήκες λειτουργίας των πιστωτικών αγορών εις βάρος πάντα του ιδιωτικού τομέα.
Κατ' αρχήν, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι οι δημόσιες δαπάνες δεν είναι ανταγωνιστικές με τις ιδιωτικές παρά μόνον σε μια οριακή περίπτωση: όταν έχουν εξαντληθεί οι διαθέσιμοι πόροι λόγω πλήρους απασχόλησης των παραγωγικών συντελεστών. Σε συνθήκες παρατεινόμενης ύφεσης, όπως οι σημερινές, όπου υπάρχει εξ ορισμού αφθονία ανεκμετάλλευτων πόρων, οι δημόσιες δαπάνες μπορούν να συμπαρασύρουν και τις ιδιωτικές14. Κατά δεύτερον, το έλλειμμα του δημοσίου, ειδικά στην Ελλάδα, έχει αναπτυχθεί σαν οργανική συνθήκη σταθεροποίησης της αποδοτικότητας του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας. Συνεπώς, το μέγεθος του ελλείμματος του δημοσίου συνιστά ένα δείκτη της παθογένειας του ιδιωτικού τομέα. Ο Kalecki έδειξε ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα κανονικά προστίθεται στα κέρδη του ιδιωτικού τομέα15. Στην Βρετανία, κατά την πρόσφατη θατσερική δεκαετία, η εξυγίανση του δημόσιου προϋπολογισμού συνδυάσθηκε με την προϊούσα ελλειμματικότητα του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας16. Συνεπώς, ενώ βέβαια το έλλειμμα καθ' εαυτό συνιστά πάντα ένα νοσηρό φαινόμενο, πολλές φορές το πραγματικό έλλειμμα δεν βρίσκεται εκεί που σημειώνεται το φαινομενικό. Στην Ελλάδα, το δημοσιονομικό έλλειμμα αποτελεί ουσιαστικά μορφή κοινωνικοποίησης του ιδιωτικού ελλείμματος. Εάν το πρώτο εξαλειφθεί, το δεύτερο θα κινδύνευε να έλθει στην επιφάνεια, και μάλιστα υπό δυσμενέστερους όρους για το σύνολο της οικονομίας. Όσον αφορά τα συγκεκριμένα στοιχεία, παρατηρείται ότι η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα στην πέμπτη θέση μεταξύ των 12 χωρών της ΕΟΚ, από την άποψη του ύψους των δημοσίων δαπανών ως προς το ΑΕΠ. Όμως, η ίδια καταλαμβάνει μόλις την ενδέκατη θέση ως προς το ύψος των δημοσίων εισπράξεων έναντι του ΑΕΠ. Χαρακτηριστικά, οι άμεσοι φόροι στην Ελλάδα αποδίδουν περίπου 6% του ΑΕΠ, ενώ στις χώρες της ΕΟΚ γύρω στο 14% και στις σκανδιναβικές χώρες γύρω στο 30%. Η υψηλή ελλειμματικότητα του δημοσίου έχει εκδηλωθεί στην Ελλάδα ιδιαίτερα από το 1981, με τη μορφή της αιφνίδιας αύξησης των δαπανών και της υστέρησης των εισπράξεων. Όμως όταν μια οικονομία βρίσκεται σε ύφεση, είναι λογικό οι δαπάνες του δημοσίου ν' αυξάνονται και κατ' απόλυτη και κατά σχετική έννοια, όπως αυτό διαπιστώνεται για το σύνολο των χωρών της ΕΟΚ, και είναι επίσης αναμενόμενο οι εισπράξεις και η απόδοση των φόρων να υστερούν. Στην Ελλάδα ειδικότερα, η αύξηση των δημοσίων δαπανών δεν τροφοδότησε τόσο ούτε τις κρατικές επενδύσεις, που μάλλον μειώθηκαν, ούτε τις καταναλωτικές ανάγκες του κρατικού μηχανισμού, που διατηρούνται σε επίπεδα συγκρίσιμα με τα ευρωπαϊκά, αλλά, κατά κύριο λόγο, έλαβε τη μορφή του εκσυγχρονισμού της κοινωνικής πολιτικής, η οποία παραδοσιακά είχε ιδιαίτερα καθυστερήσει στη χώρα μας. Όμως όποια και αν υπήρξε η συγκεκριμένη αιτία των δαπανών, από τη στιγμή που επέρχονται σε περίοδο παρατεινόμενης ύφεσης, διασφαλίζουν εκ των πραγμάτων σταθεροποιητικές λειτουργίες για το συνολικό οικονομικό σύστημα, εξηγούνται με την ύφεση και δεν εξηγούν αυτές την ύφεση.
Η διόγκωση του σταθεροποιητικού ελλείμματος του δημοσίου από το 1981 και εντεύθεν οδήγησε αφεύκτως στη διόγκωση του διορθωτικού δανεισμού: οι δανειακές ανάγκες του δημοσίου, από 5% του ΑΕΠ το 1980, αυξήθηκαν σε 21% το 1990. Όμως, και εδώ το ανησυχητικό σημείο δεν είναι ο δανεισμός καθ' εαυτός, αλλ' η επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης που καθιστά αναγκαία την προσφυγή στο δανεισμό. Δεν είναι ο δανεισμός που δημιουργεί προσκόμματα στην οικονομική δραστηριότητα, αλλά μόνον το αντίστροφο: η επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας εντείνει την αποδιάρθρωση, τις ανισομέρειες και τα ελλείμματα, πράγμα που εξωθεί σε μεγαλύτερη διορθωτική παρέμβαση του κράτους, με αποτέλεσμα την ακόμη μεγαλύτερη διόγκωση των δικών του ελλειμμάτων και συνεπώς του δικού του υπερδανεισμού.
13. Παρά το αναμφισβήτητο ενδιαφέρον που παρουσιάζουν τα παραπάνω θεωρήματα για την κατανόηση της σημερινής κρίσης, εντούτοις έχουν ως κοινό παρονομαστή το ότι υποτιμούν τη σημασία της διεθνούς οικονομικής συγκυρίας και γι' αυτό δεν ασχολούνται επαρκώς με το πρόβλημα των νέων μορφών προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας στο διεθνή περίγυρο. Η δεκαετία του '80 χαρακτηρίζεται ασφαλώς κατά κύριο λόγο από τη σύγχρονη χρηματιστική «επανάσταση» και από την παγκοσμιοποίηση των χρηματιστικών αγορών. Οι αγορές του χρήματος προσαρμόζονται πλέον σε λιγότερο από 24 ώρες, ενώ οι αγορές των εμπορευμάτων αργούν να προσαρμοσθούν από 6 έως 12 μήνες. Αυτό εξηγεί γιατί στην εποχή μας, η προτεραιότητα δίδεται στη χρηματιστική εξισορρόπιση και προσαρμογή, μέσω των ισοτιμιών του νομίσματος και των επιτοκίων. Όμως για οικονομίες μικρού μεγέθους, όπως η ελληνική, αυτή η αναπόδραστη αναγκαιότητα συνεπάγεται ασφαλώς ένα μεγάλο συγκλονισμό μ' επίκεντρο το χρηματοπιστωτικό πεδίο. Το κυριότερο πρόβλημα που δεσπόζει στην ελληνική οικονομία, κατά την εξεταζόμενη περίοδο, είναι σε τελευταία ανάλυση το χρηματοδοτικό. Σε συνθήκες έντονα υψηλών μεγεθυντικών ρυθμών, όπως στην περίοδο 1968-73, η ελληνική οικονομία παρουσίαζε μονίμως ένα εμπορικό έλλειμμα της τάξης του 9% περίπου επί του ΑΕΠ. Το κενό αυτό καλυπτόταν πάντα με το σημαντικό πλεόνασμα του ισοζυγίου των άδηλων, συναλλαγών. Όμως οι άδηλοι πόροι, με την τόσο στρατηγική σημασία για τη χρηματιστική εξισορρόπηση της ελληνικής οικονομίας, αποτελούν μια πηγή εσόδων ιδιαίτερα εκτεθειμένη στις διακυμάνσεις της διεθνούς συγκυρίας. Τόσο το τουριστικό συνάλλαγμα, όσο και το μεταναστευτικό ή το ναυτιλιακό, συνδέονται προφανώς με τους υψηλούς αυξητικούς ρυθμούς της διεθνούς οικονομίας. Σε περίπτωση διεθνούς κάμψης, οι συναλλαγματικές αυτές ροές παρουσιάζουν αξιοσημείωτη ευαισθησία, ακολουθώντας με χαρακτηριστικό τρόπο τις εξελίξεις των χρηματιστικών αγορών. Για την Ελλάδα, τόσο η αυτόνομη εισροή αλλοδαπού κεφαλαίου, όσο και το πλεόνασμα των άδηλων συναλλαγών παρουσιάζουν καθοδική πορεία κατά τη διάρκεια του '70, που επιδεινώνεται ακόμη περισσότερο στη δεκαετία του '80, με έτος αιχμής το 1985. Συνεπώς, η κρίση της ελληνικής οικονομίας δεν ξεκινά άμεσα από το εσωτερικό της παραγωγικής διαδικασίας - έστω κι αν αυτή παρουσιάζει σοβαρά χρόνια προβλήματα - εφ' όσον ο χώρος αυτός είχε ήδη σταθεροποιήσει ορισμένες συνθήκες σχετικής αποδοτικότητας που διατηρήθηκαν ακόμη και κατά την περίοδο του '80, όταν η κρίση οξύνθηκε. Αντίθετα, φαίνεται πειστικότερη η υπόθεση της κρίσιμης διαταραχής του χρηματοπιστωτικού συστήματος, σαν αποτέλεσμα από την επιδείνωση των συναλλαγματικών διαθεσίμων της χώρας. Η επιδείνωση αυτή συνδέθηκε με τη μεταστροφή των διεθνών χρηματιστικών ροών, που έλαβε ακόμη πιο δραματικές διαστάσεις από τις αρχές του 1980. Το πλεόνασμα των άδηλων συναλλαγών ακολούθησε την πορεία των κινήσεων του κεφαλαίου και του χρήματος. Οι προηγούμενες κρίσεις της ευρωπαϊκής οικονομίας - είτε στα τέλη του 19ου αιώνα είτε κατά τη δεκαετία του 1930 - είχαν εκθρέψει κεντρόφυγες τάσεις στη διεθνή κίνηση του κεφαλαίου, από τις οποίες είχε επωφεληθεί και η Ελλάδα. Όμως, με τη σημερινή παρατεινόμενη ευρωπαϊκή και διεθνή ύφεση, κατά παράδοξο τρόπο, εκδηλώνονται κεντρομόλες κινήσεις του κεφαλαίου και του χρήματος: η παγκόσμια αποταμίευση αναδιπλώνεται προς το κέντρο του διεθνούς συστήματος, έστω και αν αυτό, λόγω της ύφεσης, παρουσιάζει αδυναμία στο ν' αξιοποιήσει παραγωγικά αυτό το πλεονέκτημα. Έτσι, οι οικονομίες της περιφέρειας, ακόμη και αυτές της ευρωπαϊκής περιφέρειας - ιδίως εκείνες της ανατολικής Ευρώπης και του ευρωπαϊκού νότου - υφίστανται σήμερα σωρευτικά και τις συνέπειες της ευρωπαϊκής ύφεσης και την αποστέρηση από τ' απαραίτητα χρηματοδοτικά μέσα. Αυτό γίνεται δυνατό χάρη στην αυτονόμηση και διεθνοποίηση της χρηματιστικής σφαίρας, η οποία, μ' αυτό τον τρόπο, αφαιρεί χρηματοδοτικά μέσα ακόμη και από τα βιομηχανικά συστήματα της δυτικής Ευρώπης και της βορείου Αμερικής.
14. Η αστάθεια των άδηλων εισπράξεων προσδιόρισε για την Ελλάδα μια πολιτική προσέλκυσης συναλλάγματος, με κεντρικό άξονα την ιδέα της με κάθε τρόπο στήριξης της νομισματικής ισοτιμίας. Για την επίτευξη αυτού του στόχου κινητοποιήθηκαν κυρίως τα επιτόκια, καταγγέλθηκε ο πληθωρισμός και τα ελλείμματα, και ενοχοποιήθηκε ιδιαίτερα η κατανάλωση και το εισόδημα. Όμως δεν έγινε αρκετά αντιληπτό ότι η πολιτική του ακριβού χρήματος θα επέφερε κατ' ανάγκην διόγκωση του κόστους του κεφαλαίου, το οποίο στην Ελλάδα ήταν ήδη δυσανάλογα υψηλό. Η διαρθρωτική υπολειτουργία του κεφαλαίου, λόγω σχετικής στενότητας της ελληνικής αγοράς, αλλά και λόγω αδυναμιών της προσφοράς που προέκυπταν από τη μικρομεσαία κλίμακα της παραγωγής, έτεινε μονίμως να διογκώνει υπερβολικά το κόστος της επένδυσης στην Ελλάδα17. Άλλωστε οι αδυναμίες αυτές της προσφοράς είναι και οι αιτίες που απέτρεψαν τη συγκρότηση επιχειρήσεων φροντιστικού τύπου στην Ελλάδα, ώστε με τις οικονομίες κλίμακος ν' αντισταθμίζεται το υψηλό κόστος του κεφαλαίου. Αντίθετα, το κόστος αυτό αντισταθμίστηκε παραδοσιακά με πολιτικές επιδοτήσεων, πράγμα που κατέληγε πάντα στο να υποθάλπει την κατάτμηση του βιομηχανικού πλέγματος σε μικρομεσαίες δομές, καθιστώντας έτσι αναγκαία και τη σπατάλη κεφαλαίου, χωρίς εκσυγχρονισμό και αποτελεσματικότητα, αλλά και την καθήλωση του εργασιακού κόστους18.
Η κρίση της εξωτερικής χρηματοδότησης επιδείνωσε καίρια τις συνθήκες κόστους και αποδοτικότητας των επιχειρήσεων στην Ελλάδα. Αφ' ενός επιβραδύνθηκε η ανάπτυξη της εγχώριας αγοράς. Αφ' ετέρου, λόγω της ανόδου του χρηματιστικού κόστους τα περιθώρια κερδοφορίας συρρικνώθηκαν κρίσιμα. Η επιδείνωση αυτή ήταν ακόμη μεγαλύτερη στη δεκαετία του '80, λόγω της επιτάχυνσης της πορείας προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, στο μέτρο που ελαχιστοποιούνται οι άμεσες επιδοτήσεις και λοιπές αντισταθμίσεις, κι επιβάλλεται η πορεία προς τη χρηματιστική και επιχειρηματική απελευθέρωση. Όμως αυτή η συνθήκη ώθησε τις επιχειρήσεις προς το άλλο άκρο: προς την εγκατάλειψη των επενδύσεων ικανότητας και νέου κεφαλαίου, προς την αναζήτηση της κερδοφορίας με την εντατικότερη χρησιμοποίηση του υπάρχοντος εξοπλισμού, με τη συμπίεση του εργασιακού κόστους και με την ταχύτερη άνοδο των τιμών. Ο τρέχων πληθωρισμός στην Ελλάδα δεν προέρχεται από την ένταση της παραγωγικής προσπάθειας, αλλ' από τη χαλάρωση της. Παράλληλα, εφ' όσον τα αίτια του πληθωρισμού αυτού είναι οργανικά, η πολιτική του σκληρού νομίσματος όχι μόνον δεν εξαλείφει το φαινόμενο, αλλά πιθανόν να το ενισχύει ακόμη περισσότερο. Υπ' αυτές τις συνθήκες, ο πληθωρισμός στην Ελλάδα αποτελεί αναγκαίο μέσο απόσβεσης του υψηλού κόστους κεφαλαίου. Γι αυτό και όταν οι επιδοτήσεις, που αντισταθμίζουν το κόστος αυτό, είναι υψηλές, η σταθερότητα τιμών είναι εφικτή, ενώ όταν οι επιδοτήσεις αυτές μειώνονται και γίνονται επιλεκτικές, τότε ο πληθωρισμός επανέρχεται ως αναγκαία λύση στο πρόβλημα της σπατάλης κεφαλαίου. Από την άποψη αυτή, ενώ ο σχηματισμός κεφαλαίου στην Ελλάδα έχει εξασθενίσει σημαντικά κατά τα τελευταία χρόνια, εν τούτοις η πορεία της κρίσης στη χώρα μας παρουσιάζει συμπτώματα μιας κρίσης υπερσυσσώρευσης, πράγμα που εξηγεί και τη συντήρηση του πληθωρισμού19.
15. Η αστάθεια της εξωτερικής χρηματοδότησης της οικονομίας επέβαλε σαν μοναδική επιλογή την πολιτική σκληρού νομίσματος. Όμως ακόμη και αν αυτή η επιλογή είναι αναπόδραστη, χρήσιμο θα είναι επίσης να υπενθυμισθεί το εξίσου αναγκαίο κόστος αυτής της πολιτικής. Διαπιστώθηκε ήδη η αρνητική επίδραση του σκληρού νομίσματος πάνω στο ρυθμό των επενδύσεων, στην αποδοτικότητα, στο προϊόν και στον πληθωρισμό, μέσα στα συγκεκριμένα πλαίσια της ελληνικής οικονομίας. Από μια άλλη πλευρά, η ενίσχυση του νομίσματος με αυτοτελείς πολιτικές συνεπάγεται αφεύκτως έμμεση επιδότηση της κατανάλωσης εις βάρος της παραγωγής20, πριμοδότηση των εισαγόμενων προϊόντων στην εγχώρια αγορά και κυρώσειςεις βάρος της ανταγωνιστικότητας των εξαγομένων. Συνεπώς, δεν είναι περίεργο ότι, σε συνθήκες σκληρού νομίσματος, ενώ η κατανάλωση και τα εισοδήματα δεν αυξάνουν καθαυτά, διογκώνεται παρ' όλα αυτά η εθνική ροπή προς κατανάλωση ως ποσοστό επί του ΑΕΠ, στο μέτρο που το τελευταίο βρίσκεται στα όρια της στασιμότητας και που το μερίδιο του σχηματισμού κεφαλαίου υποχωρεί. Το όλο σχήμα του ΑΕΠ λαμβάνει έτσι μορφή όλο και περισσότερο καταναλωτική, με ύφεση της παραγωγής, με διόγκωση της χρηματιστικής σφαίρας και της κερδοσκοπίας. Παράλληλα, η πολιτική σκληρού νομίσματος ανοίγει την εγχώρια αγορά προς την κατεύθυνση της επιδείνωσης του εμπορικού ισοζυγίου, πράγμα που με τη σειρά του έρχεται ν' αποδυναμώσει τη συναλλαγματική ισοτιμία του εθνικού νομίσματος. Η ευρυνόμενη διάσταση ανάμεσα στην επίσημη και στην πραγματική ισοτιμία βρίσκεται στη βάση των πληθωριστικών προσδοκιών. Εφ' όσον η ενίσχυση του νομίσματος αποθαρρύνει την εισροή κεφαλαίου στην παραγωγή, είναι αυτονόητο ότι η ρευστότητα στον τομέα αυτό μειώνεται, όμως δεν εξαλείφεται φυσικά για το σύνολο της οικονομίας, αλλ' απλώς μεταφέρεται στη σφαίρα των χρηματιστικών συναλλαγών. Έτσι, υπό την επίφαση του περιορισμού της ρευστότητας, μια νέα ευωχία χρηματοπιστωτικών μέσων και πρόσθετων καινοτομιών εγκαθίσταται σ' ένα χώρο του οποίου η ζήτηση κεφαλαίου αναπτύσσεται οπωσδήποτε ανταγωνιστικά σε σχέση μ' εκείνη των παραγωγικών συστημάτων.
16. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, οι επιχειρήσεις καλούνται ν' αυξήσουν την πίεση πάνω στο εργασιακό κόστος, προκειμένου ν' αντισταθμίσουν την απώλεια ανταγωνιστικότητας που συνεπάγεται η διατήρηση της υψηλής νομισματικής ισοτιμίας21. Έτσι, σε τελευταία ανάλυση, το σκληρό νόμισμα προσδιορίζει το επίπεδο της απασχόλησης και ανεργίας, το ύψος των μισθών και του εργασιακού κόστους, την αποδοτικότητα του κεφαλαίου και το ρυθμό λειτουργίας και ανάπτυξης του οικονομικού συστήματος22. Η δυσκαμψία του νομίσματος και των τιμών, σε σχέση με τις ευέλικτες ανάγκες της οικονομίας, εξουδετερώνει τους αυθόρμητους μηχανισμούς της αγοράς που θα μπορούσαν κατά τρόπο αυτοματοποιημένο ν' αποκαταστήσουν την ισορροπία και την προσαρμογή. Μ' αυτό τον τρόπο, η προσαρμογή δυσχεραίνεται και, σ' αντιστάθμιση για την καθήλωση των αυθόρμητων μηχανισμών της αγοράς, αναπτύσσεται κατ' ανάγκην όλο και περισσότερο ο θεσμικός ρυθμιστικός ρόλος του κράτους. Οι έλεγχοι του κράτους πάνω στην οικονομία, στα εισοδήματα, στο νόμισμα, στην κατανάλωση αποβαίνουν έτσι όλο και ασφυκτικότεροι, με άμεσο αποτέλεσμα οι παραγωγικοί συντελεστές να εξωθούνται όλο και περισσότερο προς το χώρο της ατυπίας και της υπόγειας οικονομίας. Το φαινόμενο της παραοικονομίας που έχει παρουσιάσει έξαρση στις μέρες μας δεν προέρχεται από τη συρρίκνωση του ρόλου του κράτους, αλλ' αντίθετα από την αντίδραση της κοινωνίας προς ένα κράτος που, παρά τις διακηρύξεις του περί απελευθέρωσης, αποδεικνύεται στην καθημερινή πρακτική όλο και κηδεμονικότερο και ασφυκτικότερο.
Μ' αυτούς τους όρους, είναι αναπόφευκτο οι οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες να οξύνονται προς τα κάτω: από τη μια πλευρά, νέα συσσώρευση πλούτου πραγματοποιείται, με βάση την ταχύτερη προσαρμογή και την αποτελεσματικότητα μέσα - στη ρευστότητα των νέων συνθηκών, ενώ από την άλλη πλευρά, το σχήμα της κατανομής του εισοδήματος μεταβάλλεται ταχύτατα με την εξασθένιση των μεσαίων κατηγοριών και την ακόμη μεγαλύτερη συρρίκνωση και περιθωριοποίηση των κατώτερων.
17. Έχοντας εκτιμήσει το κόστος της πολιτικής ισοτιμιών και επιτοκίων, θα ήταν επίσης νόμιμο να εξετάσουμε κατά πόσον αυτή η πολιτική επιτυγχάνει τους στόχους εν ονόματι των οποίων εκπονείται. Κατά πρώτο λόγο, η πολιτική της σταθερής ισοτιμίας ισοδυναμεί στην πράξη με ανατίμηση του νομίσματος, πράγμα που υπονομεύει ή δυσχεραίνει την επίτευξη όλων των άλλων οικονομικών και νομισματικών στόχων. Κατά δεύτερο λόγο, η απελευθέρωση και διεθνοποίηση των χρηματιστικών αγορών έχει στην ουσία επιδεινώσει τις συνθήκες χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας από το εξωτερικό, εφ' όσον ούτε η αυτόνομη ροή κεφαλαίου ούτε οι άδηλες εισπράξεις της χώρας έχουν αυξηθεί ή έστω σταθεροποιηθεί σε ικανοποιητικά επίπεδα. Αντίθετα, η πρόσφατη διεθνής εμπειρία δείχνει ότι η απελευθέρωση των αγορών σε συνδυασμό με τη δυσκαμψία των ισοτιμιών νομιμοποιούν και διευκολύνουν την εξαγωγή της εγχώριας αποταμίευσης και τις τοποθετήσεις χρηματιστικού τύπου σε 23 ισχυρά νομίσματα ή σε 23 χρηματιστικές αγορές. Σύμφωνα με τον Paul Fabra της γαλλικής εφημερίδας Le Monde, η πολιτική ανατίμησης του νομίσματος λόγω της διεθνοποίησης των χρηματιστικών αγορών αποδεικνύεται στην πράξη ότι είναι «ένα όπλο τρομακτικής αποτελεσματικότητας για την κατάρρευση των εθνικών βιομηχανιών και για τη διοργάνωση της πιο γιγαντιαίας διαρροής κεφαλαίου στη σύγχρονη ιστορία»23.
Η ανισοκατανομή είναι σήμερα ένα οξύτατο πρόβλημα όχι μόνον στον τομέα της παγκόσμιας αποταμίευσης, αλλ' εξίσου και στον τομέα των άμεσων διεθνών επενδύσεων. Οι Ηνωμένες Πολιτείες απορροφούν σήμερα τα 2 3 των ευρωπαϊκών και ιαπωνικών άμεσων επενδύσεων στο εξωτερικό, ενώ πριν από την απελευθέρωση των αγορών προσέλκυαν μόλις 16 με 17%. Παράλληλα, οι τέσσερις μεγάλοι της ΕΟΚ απορροφούν σήμερα 52% των αμερικάνικων επενδύσεων στο εξωτερικό, ενώ πριν από τη χρηματιστική διεθνοποίηση αποσπούσαν μόνον 42%. Μ' άλλα λόγια, τόσο η απελευθέρωση όσο και η διεθνοποίηση εξασφάλισαν στην πράξη την υπερχρηματοδότηση της αμερικανικής οικονομίας κι εκείνης των 4 μεγάλων της ΕΟΚ, επιδεινώνοντας αντίστοιχα τις συνθήκες χρηματοδότησης σ' όλες τις υπόλοιπες χώρες και περιοχές του κόσμου.
Κατά συνέπεια, ενώ για την Ελλάδα κρίσιμο πρόβλημα παραμένει το χρηματοδοτικό, είναι φανερό ότι η σημειούμενη διεθνώς πόλωση στις κινήσεις κεφαλαίου περιπλέκει το πρόβλημα αυτό ακόμη περισσότερο. Όμως βέβαια, η κρίση της χρηματοδότησης θα ήταν πιθανώς πολύ πιο οξεία, εάν η χώρα περιθωριοποιείτο και τυπικά με την άρνηση να προσχωρήσει στο σύστημα της απελευθέρωσης και της διεθνοποίησης.
18. Αντί επίλογου
Περί τα τέλη της δεκαετίας του '80 οι «σοσιαλιστικές» αναφορές της ελληνικής κυβέρνησης παραχώρησαν τη θέση τους στις «φιλελεύθερες». Όμως αυτό το στοιχείο, όπως φάνηκε, δεν ήταν αρκετό για να μεταβάλει ουσιαστικά ούτε τους στόχους της οικονομικής πολιτικής ούτε φυσικά, ακόμη λιγότερο, την πορεία της ελληνικής οικονομίας προς τη στασιμότητα. Οι τάσεις των οικονομικών μεγεθών επιβεβαιώνουν την ενότητα και τη συνέχεια των εξελίξεων.
Οι «σοσιαλιστές» παρά τις εθνικιστικές προσδοκίες τους, παρά τον «αντιιμπεριαλισμό» και τον «τριτοκοσμικό» τους, στην πράξη προώθησαν αποφασιστικά την εξωστρέφεια και διεθνοποίηση της ελληνικής οικονομίας, σταθεροποίησαν την ένταξη της χώρας στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Επωφελούμενοι της εμπιστοσύνης των λαϊκών μαζών, επέτυχαν να συγκρατήσουν το εργασιακό κόστος σε ρυθμό ανταγωνιστικότερο απ' ό,τι στις λοιπές χώρες της ΕΟΚ, κάτι που θα ήταν δύσκολο για «αστικές» κυβερνήσεις. Παράλληλα, παρά την πάγια προτίμηση τους για την τόνωση της εθνικής αγοράς, στην ουσία συγκράτησαν την εγχώρια ζήτηση και κατανάλωση σε ρυθμούς αισθητά χαμηλότερους από εκείνους της ΕΟΚ, ώστε η εξαγωγική επίδοση της χώρας να λάβει διαστάσεις ιδιαίτερα αξιομνημόνευτες: για τη δεκαετία του '80, ο ρυθμός αύξησης των ελληνικών εξαγωγών είναι δεύτερος μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, αμέσως μετά από τον αντίστοιχο ιαπωνικό. Το ισοζύγιο του εξωτερικού εμπορίου βελτιώθηκε έτσι, όχι με μείωση των εισαγωγών - όπως είχε συμβεί κατά την ύφεση του 1930 - αλλά κυρίως με σταθερή αύξηση των εξαγωγών, πράγμα που ανέβασε σημαντικά το δείκτη θετικού «ανοίγματος» της ελληνικής οικονομίας προς το εξωτερικό.
Εξάλλου, η «σοσιαλιστική» πολιτική για την πραγματοποίηση του «φιλελεύθερου» στόχου της ενίσχυσης του νομίσματος και της καταπολέμησης του πληθωρισμού αποδείχθηκε στην πράξη απείρως πιο δραστική απ' ό,τι εκείνη των «φιλελεύθερων» κυβερνήσεων σε άλλες χώρες της Ευρώπης: η πραγματική προσφορά χρήματος και πιστώσεων προς την οικονομία συγκρατήθηκε σε αρνητικά επίπεδα, καθ' όλη περίπου την περίοδο της δεκαετίας, ανεξάρτητα βέβαια από το γεγονός ότι αυτή η θεραπευτική αγωγή πενιχρά μόνον αποτελέσματα απέφερε. Ανεξάρτητα από το εάν η μονεταριστική συνταγή ήταν η ενδεδειγμένη, είναι γεγονός ότι οι «σοσιαλιστές» την εφάρμοσαν σαν «φυσική αναγκαιότητα», πιο άνετα και πιο πιστά απ' ό,τι οι «φιλελεύθερες» κυβερνήσεις στην Ελλάδα, όπως και στην Ευρώπη24.
Όμως, παρ' όλες τις επιτυχίες, η γενική κατάσταση επιδεινώθηκε από μακροοικονομική σκοπιά και η πορεία της ελληνικής οικονομίας προς τη στασιμότητα δεν παρεξέκλινε. Η δυσπιστία των επιχειρηματιών, που ήταν ασφαλώς απ' την αρχή εκφρασμένη, δεν κατανικήθηκε, αλλ' έλαβε διαστάσεις ιδιαίτερα ανησυχητικές, πράγμα που εκδηλώθηκε κατά κύριο λόγο στον τομέα των επενδύσεων και του πληθωρισμού. Το εξωτερικό έλλειμμα διατηρείται αμείωτο, το καθεστώς της χρηματοδότησης αποβαίνει όλο και επαχθέστερο. Για τη διαμόρφωση των εσωτερικών τιμών, το εθνικό νόμισμα υπολογίζεται στην πράξη όλο και περισσότερο υποτιμημένο, με αποτέλεσμα ο πληθωρισμός να συντηρείται. Γενική εντύπωση είναι ότι ενώ τα πραγματικά μεγέθη της οικονομίας παρουσιάζουν κάποια αργή σχετική βελτίωση, τα χρηματοπιστωτικά βρίσκονται σε βαθειά διαταραχή, σε διαρκή αστάθεια και αβεβαιότητα. Η πολιτική υψηλής ισοτιμίας που εγκαινιάσθηκε από τους «σοσιαλιστές», αλλά συνεχίζεται από τους «φιλελεύθερους», βρίσκεται ασφαλώς σ' αρμονία με τις κοινοτικές κατευθύνσεις και πλαίσια, δεν παύει όμως να έχει συνέπειες αποσταθεροποιητικές για το σύνολο των οικονομικών και χρηματοπιστωτικών μηχανισμών. Σε τελευταία ανάλυση, η προσπάθεια της χρηματοπιστωτικής σταθεροποίησης καταλήγει ν' αποσταθεροποιεί ακόμα βαθύτερα το οικονομικό σύστημα. Μ' αυτό τον τρόπο, ενώ κάποια ειδίκευση εκδηλώνεται στους τομείς εντάσεως εργασίας, λόγω της ανταγωνιστικότητας του κόστους αυτού του συντελεστή, εν τούτοις οι εφαρμοζόμενες πολιτικές της συγκράτησης αποδυναμώνουν τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη μιας γενικότερης εσωτερικής δυναμικής προς την κατεύθυνση της κοινωνικής αναδιάρθρωσης και του εκσυγχρονισμού. Ενόσω το χρηματοδοτικό και το επενδυτικό πρόβλημα δεν προωθούνται, η οικονομική στασιμότητα και η κοινωνική καθήλωση θ' αποτελούν τον αναγκαίο ορίζοντα μέχρι το τέλος του αιώνα. Κι όμως, εφ' όσον οι «σοσιαλιστές» χρησιμοποίησαν το κεφάλαιο εμπιστοσύνη των εργαζομένων για ν' αποσπάσουν θυσίες από την πλευρά τους, δεν θα ήταν λογικό να περιμένει κάποιος, με μια «φιλελεύθερη» κυβέρνηση, οι επιχειρήσεις να επιδείξουν περισσότερη ευελιξία, δυναμισμό και προσαρμοστικότητα σε σχέση με τα ισχύοντα στον ευρωπαϊκό χώρο;
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
ΒΕΡΓΟΠΟΥΛΟΣ Κ. (1986), Η αποανάπτυξη σήμερα; Εξάντας''
ΒΕΡΓΟΠΟΥΛΟΣ Κ. (1987), Η τρίτη σταθεροποίηση, Το Βήμα 30 Αυγούστου.
ΓΚΑΡΓΚΑΝΑΣ Ν.ΘΩΜΟΠΟΥΛΟΣ Τ.ΣΙΜΗΤΗΣ Κ.ΣΠΡΑΟΣ Ι. (1989), Η πολιτική της οικονομικής σταθεροποίησης, Γνώση.
ΓΙΑΝΝΙΤΣΗΣ Τ. (1988), Η ένταξη στην ΕΟΚ και οι επιπτώσεις της στη βιομηχανία και το εξωτερικό εμπόριο, Ίδρυμα Μεσογειακών Μελετών.
ΓΙΑΝΝΙΤΣΗΣ Τ. - ΒΑΪΤΣΟΣ Κ. (1987), Τεχνολογικός μετασχηματισμός και οικονομική ανάπτυξη.
ΔΕΛΙΒΑΝΗ Μ. (1990), Οι οικονομία της παραοικονομίας.
ΖΟΛΩΤΑΣ Σ. (1991), Οι προοπτικές της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και η Ελλάδα, Το Βήμα 31 Μαρτίου.
ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑΣ Γ. (1989), Κράτος και κοινωνία μετά τη μεταπολίτευση, Εξάντας.
ΚΑΤΣΙΚΑΣ Η. - ΧΑΤΖΗΠΡΟΚΟΠΙΟΥ Μ. (1990), Η στασιμότητα της ελληνικής οικονομίας, Βήμα Κοινωνικών Επιστημών, No 3.
ΚΙΝΤΗΣ Α (1982), Η ανάπτυξη της ελληνικής βιομηχανίας.
ΚΟΥΤΣΟΥΜΑΡΗΣ Γ. (1976), Χρηματοδότηση και ανάπτυξη της Ελληνικής Βιομηχανίας ΙΟΒΕ.
ΛΙΑΝΟΣ θ. (1991), Για ποια δραχμή μιλάμε, Βήμα 31 Μαρτίου.
ΛΙΑΝΟΣ Θ. - ΝΤΟΓΚΑΣ Δ. κ.ά. (1990), Οι διακυμάνσεις της Ελληνικής οικονομίας, 195585, Ιδρ. Μεσογειακών Μελετών.
ΛΙΝΑΡΔΟΣ-ΡΥΛΜΟΝ Π. (1992), Εργατικές αμοιβές και συσσώρευση κεφαλαίου, Εξάντας.
ΜΗΛΙΟΣ Γ. (1988), Ο Ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός, Εξάντας.
ΜΗΛΙΟΣ Γ. - ΙΩΑΚΕΙΜΟΓΛΟΥ ΗΛ. (1990), Η διεθνοποίηση του ελληνικού καπιταλισμού και το ισοζύγιο πληρωμών, Εξάντας.
ΜΟΥΖΕΛΗΣ Ν. - ΛΙΠΟΒΑΤΣ Θ.- ΣΠΟΥΡΒΑΛΑΚΗΣ Μ. (1989), Λαϊκισμός και πολιτική, Γνώση.
ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ Π. (1986), Εισοδηματικά μερίδια, ΙΟΒΕ.
ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ Π. (1987), Η παραοικονομία στην Ελλάδα ΙΟΒΕ.
ΣΗΜΙΤΗΣ Κ. (1989), Ανάπτυξη και εκσυγχρονισμός της Ελληνικής Κοινωνίας.
ΤΣΟΥΚΑΛΑΣ Κ. (1986), Κράτος, κοινωνία, εργασία Εκδ. θεμέλιο.
ΦΥΛΑΚΤΟΣ Π. (1986), Ο τομέας των εξωτερικών συναλλαγών.
ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ Τ. (1990), Η Ελλάδα στην Ευρώπη των 2 ταχυτήτων. Ελευθεροτυπία, 1 Δεκεμβρίου.
ΧΑΡΑΛΑΜΠΗΣ Δ. (1990), Λαϊκισμός και πελατειακές σχέσεις, Εξάντας. ΧΑΣΣΙΔ (1987), Το προφίλ της βιομηχανίας μας, Οικον. Ταχυδρόμος 23 Ιουλίου. FABRA Ρ. (1989) - Le Monde 28 Μαρτίου.
OCDE/OCDE - Royaume Uni 1989 90.
- Espania 1990-91
- Italie 1990.
- Economie Ontlook, τ. 48, Δεκ. 1990. HALE D. (1989) - Picking Up Reagan's Tab, Foreign Policy.
HEILBRONNER R.THUROW L. (1986), Understanding Macroeconomics, New Jersey.
KALECKI M. (1971) - Selected Essays on the Dynamics of the Capitalist Economy
(1933-1970), Cambidge.
1. ΒΕΡΓΟΠΟΥΛΟΣ (1986).
2. ΓΙΑΝΝΙΤΣΗΣ (1988), σ. 276.
4. OCDE, ESPAGNE, 1990 91, 669
5. OCDE, ITALIE, 1990, σ. 35.
6. OECD, ECONOMIC OUTLOOK, τ. 48, Δεκ. 1990,. σ.142.
7. ΠΑΝΝΙΤΣΗΣ (1988), σ.. 419420
8. ΒΕΡΓΟΠΟΥΛΟΣ (1986),. σ. 197.
9. ΜΗΛΙΟΣ-1ΩΑΚΕΙΜΟΓΛΟΥ (1990).
10. ΓΚΑΡΓΚΑΝΑΣ-ΘΩΜΟΠΟΥΛΟΣ-ΣΗΜΠΉΣ-ΣΠΡΑΟΣ (1989)
11. ΚΑΤΣΙΚΑΣ-ΧΑΤΗΠΡΟΚΟΠΙΟΥ (1990)
12. ΜΗΛΙΟΣ-ΙΩΑΚΕΙΜΟΓΛΟΥ (1990)
13. ΓΙΑΝΝΙΤΣΗΣ (1988) σ. 309..
14. HEILBRONER-THUROW (1986), σ. 265.
15. KALECKI (1971), σ. 95
16. OCDE, ROYAUME UNI 1989 - 1990, σελ. 61 και 63, Διαγράμματα 12 και 13.
17. ΚΟΥΤΣΟΥΜΑΡΗΣ (1976). σ. 119
18. ΛΙΝΑΡΔΟΣ-ΡΥΛΜΟΝ (1990)
19. ΛΙΝΑΡΔΟΣ-ΡΥΛΜΟΝ (1992).
20. HALE (1989).
21. ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ (1990).
22. ΖΟΛΩΤΑΣ (1991)
23. FABRA (1989).
24. Οι Financial Times απένειμαν το πρώτο βραβείο του μονεταρισμού στο γάλλο Πρόεδρο Francois Mitterrand, βλ. το φύλλο της 20ης Απριλίου 1990.