Διαπραγματεύσιμα «σκάνδαλα»
Το έργο έχει παιχθεί και στερείται πλέον κάθε στοιχείου έντασης. Πολύπρακτο, διαρκείας, επαναληπτικό και με μεταπτώσεις είχε κρατήσει γι' αυτόν ακριβώς το λόγο αδιάπτωτο το ενδιαφέρον μας, επειδή πάντοτε υπήρχε μια φήμη, κάποιος ψίθυρος, μια λανθάνουσα είδηση ότι επίκειται μια σημαντική καμπή, μια νέα τροπή των εξελίξεων. Παρά ταύτα, η εξέλιξη όδευε μέσα από τεθλασμένη πορεία στον προδιαγραμμένο στόχο της: την απόδοση της σφραγίδας της ποινής εκεί όπου οι συσχετισμοί το επέτρεπαν. Αθώωση του Α. Παπανδρέου, καταδίκη του Δ. Τσοβόλα και του Γ. Πέτσου. Ή ακριβέστερα: καταδίκη μόνο του Δ. Τσοβόλα, διότι κατ' ουσίαν το δικαστήριο έκρινε εαυτό αναρμόδιο να υπεισέλθει σε επισφαλείς περιοχές κινούμενης άμμου, όπως θα ήταν η καταδίκη του πρώην πρωθυπουργού. Ομαλή εξέλιξη, θα συγκατένευε ο καθένας από μας. Και όμως, ισχυριζόμαστε ότι η διαδικασία που επελέγη είναι εξαιρετικά πρωτότυπη. Για πολλούς λόγους.
Πρώτον, είναι χωρίς προηγούμενο η δίωξη πρωθυπουργού εν καιρώ ειρήνης. Ακόμη και ο βρικόλακας Ι. Μεταξάς, «πολιτικός» δικτάτωρ, απέκτησε κατασκευασμένη υστεροφημία. Η καταδίκη Γούναρη για την αποτυχία της Μικρασιατικής εισβολής εντάσσεται στο πλαίσιο απόδοσης ευθυνών για «εθνικές τραγωδίες». Κατά τα άλλα οι φορείς των πολιτικών ιδεολογικών μηχανισμών σε περιόδους ομαλότητας χαίρουν ασυλίας για τους όποιους επιλήψιμους χειρισμούς τους. Οι λόγοι που οδήγησαν στην παραβίαση αυτού του «χρυσού κανόνα» έχουν διερευνηθεί σε προηγούμενα εισαγωγικά σημειώματα των θέσεων. Εκείνο που ενδιαφέρει εδώ είναι το γιατί το εγχείρημα αυτό οδηγήθηκε με το συγκεκριμένο τρόπο στην προδιαγραμμένη «κάθαρση». Ή αλλιώς, γιατί κρίθηκε αναγκαίο, αυτό το ύπουλο παιχνίδι των συμβιβασμών, διευθετήσεων, ισορροπιών και αντιπαραθέσεων μεταξύ διαφόρων ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους να γίνει υπό το άπλετο φως της ημέρας, και όχι στα παρασκήνια.
Είναι φανερό ότι η επιλεγείσα στρατηγική είναι αναπόφευκτη συνέπεια του αρχικού ολισθήματος. Οι κανόνες του παιχνιδιού παραβιάστηκαν ανοιχτά από τη συγκυβέρνηση του '89, άρα η ορθοθέτηση όφειλε να γίνει μέσα από ανοιχτή αναψηλάφηση των ισορροπιών. Ότι η επανόρθωση θα έπρεπε να επαναφέρει το status quo («ένας πρώην πρωθυπουργός δεν πάει στη φυλακή») ήταν σαφές. Όμως ήταν ανάγκη η διαδικασία να είναι «ακροαματική» και θεαματική. Σε επίπεδο συμβόλων ήταν αναγκαίο να μην φανεί αυτό σαν εσωτερική υπόθεση των μηχανισμών, σκοτεινές ρυθμίσεις στα άδυτα της εξουσίας. Η καλύτερη συγκάλυψη είναι η ανοιχτή επίδειξη. Η συνέπεια ήταν η δημόσια δίκη, και μάλιστα τηλεοπτική. Το παραπέτασμα της δημοσιότητας διασφαλίζει τη μέγιστη δυνατή συγκάλυψη του προφανούς. Όλοι ασχολούνται με το είδωλο της πραγματικότητας, ενώ αυτή η τελευταία γλιστράει μέσα από τα χέρια τους. Αποδεικνύεται λοιπόν για μια ακόμα φορά ότι οι γεωδαιτικές γραμμές της πολιτικής, οι γραμμές ελάχιστου μήκους που συνδέουν δύο σημεία, δεν είναι ευθείες. Ενίοτε είναι κλειστοί κύκλοι, όταν συμπίπτουν αφετηρία και τέρμα της διαδρομής. Το κέρδος της παρακαμπτηρίου δεν είναι όμως μηδενικό: αποκαθίσταται η χαμένη τιμή των κρατικών μηχανισμών υπό καθεστώς πλήρους «διαφάνειας», για να χρησιμοποιήσουμε μια «επίκαιρη» ορολογία, που είναι ήδη διεθνώς παρωχημένη.
Συνήθως συμβαίνει κάτι ολότελα διαφορετικό. Η διευθέτηση των ηχηρότατων «σκανδάλων» γίνεται υπό το φως του λύχνου των παρασκηνίων, το δε αποτέλεσμα ουδέποτε ανακοινώνεται δημόσια. Παράδειγμα: οι εφημερίδες αναγγέλλουν κάθε τόσο την ύπαρξη «τρομακτικών σκανδάλων»: παράνομοι διορισμοί στο δημόσιο, κύκλωμα δικαστών που αποφυλακίζουν εμπόρους ναρκωτικών, γιατροί που παίρνουν φακελάκια κ.λπ. Όλα δημοσιοποιούνται κατά τον πλέον ηχηρό τρόπο, παρεμβαίνουν υπουργοί, ενεργοποιούνται εισαγγελείς, κατατίθενται μηνύσεις και στη συνέχεια γίνονται διορθωτικές δηλώσεις αρμοδίων, ο υπουργός δηλώνει ότι παρερμηνεύθηκε, οι εφημερίδες υποβιβάζουν το γεγονός και επέρχεται λήθη. Τι συμβαίνει σ' αυτή την περίπτωση; Απλούστατα, η καταγγελία είναι η προειδοποίηση ότι υπάρχουν υπερβάσεις στις σχέσεις μεταξύ κρατικών μηχανισμών και ότι απαιτούνται αναδιατάξεις. Η δημοσιότητα είναι η απειλή ότι η διευθέτηση πρέπει να γίνει άμεσα και αποτελεσματικά. Στο εξής, κινητοποιούνται οι μηχανισμοί, οι ισορροπίες μετατοπίζονται ελαφρά ώστε να σιγήσουν τα πάθη, ενώ ο «νόμος» παρεμβαίνει οριακά για να οριοθετήσει τις διορθωτικές πρακτικές. Όλη η διαδικασία γίνεται εν κρύπτω, ενώ η παρέμβαση της δημοσιότητας είναι μόνο επικουρική για να θέσει σε κίνηση τη διαδικασία. Τα μέσα διαφέρουν εδώ, διότι άλλο είναι το ειδικό βάρος της περίπτωσης.
Και στις δύο περιπτώσεις, όμως, υπάρχει ένα κοινό στοιχείο: τα «σκάνδαλα» είναι διαπραγματεύσιμα, είναι ευκαιρίες που διαθέτουν οι μηχανισμοί προκειμένου να αναδιατάξουν τις μεταξύ τους ισορροπίες. Τα καθημερινά «σκάνδαλα» είναι η δουλειά ρουτίνας που εκτελεί κάθε κρατικός μηχανισμός προκειμένου να απαλύνει και να ρυθμίσει τα παρεπόμενα των τριβών. Χρησιμεύουν για να υπερνικηθούν οι αδράνειες του συστήματος. Το σκάνδαλο είναι η ατυχής περίπτωση βιασμού των πολιτικών ιδεολογικών μηχανισμών. Γι αυτό και ήταν εντελώς πρωτότυπη η διαδικασία υπέρβασης της κρίσης: δίκη, πόλωση, ένταση, λύτρωση. Και στις δύο περιπτώσεις ενυπήρχε όμως το στοιχείο της διαπραγμάτευσης των νέων ισορροπιών. Γι αυτό δικαιούμαστε, λοιπόν, να διατυπώσουμε την επιγραμματική θέση μας: κάθε σκάνδαλο είναι διαπραγματεύσιμο, σε ανοιχτή «ακροαματική διαδικασία» ή «κεκλεισμένων των θυρών». Η εικόνα που έχουμε από την πρώτη περίπτωση βοηθά να συμπεράνουμε τα όσα γίνονται στη δεύτερη.
Σοσιαλιστικές αμηχανίες
Ο περί σκανδάλων λόγος μας μεταφέρει ομαλά στη μετά τη Δίκη συγκυρία. Αν η δίκη του Α. Παπανδρέου φάνταζε στο ΠΑΣΟΚ σαν ένα κακό όνειρο, αυτά που ακολούθησαν μοιάζουν με αληθινό εφιάλτη. Οι διαφωνίες, οι αντεγκλήσεις, οι διαμάχες και οι συγκρούσεις που είδαν το φως της δημοσιότητας μετά το αθωωτικό αποτέλεσμα της δίκης ερμηνεύτηκαν από όλους σχεδόν ως αμφισβήτηση του Ανδρέα Παπανδρέου, κλείσιμο του ιστορικού κύκλου της ηγεσίας του, εμφάνιση της εκσυγχρονιστικής τάσης μέσα στο κίνημα, ή τέλος, αποτέλεσμα της ανοιχτής σύγκρουσης των προσωπικών φιλοδοξιών των κάθε λογής ηγετικών φυσιογνωμιών ή ηγετίσκων του χώρου με επίδικο αντικείμενο τη διαδοχή. Καμιά απ' αυτές τις ερμηνείες δεν μπήκε στον κόπο να διατυπώσει τη δική της εκδοχή για τα αίτια αυτών των επιφαινομένων. Όλες έκαναν σιωπηρά δεκτό ότι η Δίκη που έθετε από τα έξω εν αμφιβάλω την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ εμπόδιζε να τεθεί εκ των έσω παρόμοιο ζήτημα· εξού, λοιπόν, και η θεωρία των «ασκών του Αιόλου». Μη αποδεχόμενοι την ερμηνεία του ζητούμενου δια του αγνώστου οφείλουμε να αναζητήσουμε τα πραγματικά αίτια.
Κατά πρώτον, το ΠΑΣΟΚ υπέστη τρεις διαδοχικές εκλογικές ήττες με αισθητή συνολικά μείωση της δύναμης του, έστω και αν διέψευσε τα καταστροφικά σενάρια που διέδιδαν διάφοροι αιθεροβάμονες. Σε κάθε κόμμα, το γεγονός αυτό θα προκαλούσε κλυδωνισμούς στην ηγεσία του· πλην όμως η πολιτική δίωξη που ακολούθησε ανέστειλε κατ' ουσίαν την εκδήλωση αυτών των φαινομένων. Ένα μέρος, λοιπόν, της αμφισβήτησης είναι αποτέλεσμα της καθυστερημένης εξόφλησης πολιτικών γραμματίων της εποχής '89'90. Το μεγαλύτερο μέρος της διαμάχης ανάγεται όμως στη ριζική ανατροπή παραμέτρων της συγκυρίας. Αν στη μέχρι το '90 περίοδο υπήρχε η δυνατότητα να εμφανίζεται η περιοριστική πολιτική ως αναπόφευκτο οδυνηρό παρεπόμενο του διδύμου σταθεροποίηση + ανάπτυξη υπό καθεστώς κρατικού παρεμβατισμού και ρύθμισης, η πολιτική της ΝΔ μετά το '90 έχει αναγάγει την ανοιχτή και βίαιη εκκαθάριση ως κέντρο αξόνων των κοινωνικών συστημάτων αναφοράς. Δεν πρόκειται δηλαδή για άλλη όψη της ίδιας πολιτικής, αλλά για συνολική μετατόπιση του πολιτικού φάσματος που συμπαρασύρει όλες τις πολιτικές δυνάμεις σε νέα πολιτικά κέντρα βάρους. Το αποτέλεσμα στο ΠΑΣΟΚ είναι ότι οι θιασώτες της «σταθεροποιητικής» πολιτικής (Σημίτης and Co.) αισθάνονται εαυτούς πλέον ως το «κοινωνικό» αντίπαλο δέος της νεοφιλελεύθερης εκκαθάρισης ενώ εμφανίζουν ως «ανθρώπους των σπηλαίων» όσους δεν ταυτίζονται με τη λιτότητα και τον «εκσυγχρονισμό». Ο Α. Παπανδρέου είναι για λόγους ιστορικούς, πολιτικούς και στρατηγικούς (εξαιτίας του πολιτικού αισθητηρίου του που τείνει να ενσωματώσει στο λόγο του τις κοινωνικές αντιστάσεις αλλά και να οξύνει τις αντιφάσεις της κρατικής πολιτικής σε επιμέρους θέματα) φραγμός στην ολοκληρωτική διολίσθηση του ΠΑΣΟΚ προς ακραίες συντηρητικές θέσεις. Σήμερα που εκλείπει πλέον το ζήτημα της πολιτικής του δίωξης από τη ΝΔ, επιχειρείται η δίωξη του (τυπικά και ουσιαστικά) από την πολιτική του ΠΑΣΟΚ, προκειμένου οι θιασώτες του «εκσυγχρονισμού» να αποκτήσουν την πλήρη ελευθερία να ολοκληρώσουν τον πολιτικό τυχοδιωκτισμό της λιτότητας '85'87. Το πλεονέκτημα που διαθέτουν σ' αυτή τη συγκυρία είναι διττό: εμφανίζουν την πολιτική διαμάχη ως διαδικαστική αντιπαράθεση «εκσυγχρονιστών» - «σκοταδιστών», και κατορθώνουν - μέχρι στιγμής - να παρασύρουν τον Α. Παπανδρέου σε μια άγονη και αρνητική γι' αυτόν σύγκρουση επί του διαδικαστικού. Η μάχη δεν έχει κριθεί τελειωτικά, όμως οι συσχετισμοί που έχουν διαμορφωθεί στο κόμμα, και κυρίως στην κοινή γνώμη από τα μ.μ.ε., μάλλον προδικάζουν το χείριστον.
Είναι χαρακτηριστική σ' αυτό το σημείο η εικόνα που διαμεσολαβείται στην κοινή γνώμη για όσες απόψεις διαφοροποιούνται από την «εκσυγχρονιστική» κενολογία και θέτουν, έστω και από παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατική οπτική, ζήτημα πολιτικού προσανατολισμού που αποκλίνει από την ευρωπαϊκή πανάκεια: χαρακτηρίζονται «οπισθοδρομική κομπανία» · (Βήμα, 13.3.92). Σε μια εκπληκτικού κιτρινισμού, πολιτικά «πορνό» δημοσιογραφία εμφανίζονται οι αντιρρήσεις του Γ. Αρσένη και συνδικαλιστών που είχαν εναντιωθεί στη λιτότητα του '85 (Κοκκινοβασίλης, Πιπεργιάς) ως όμορη του «εργατοπατερισμού» των Μ. Κωστόπουλου και Γ. Ραυτόπουλου, «δήθεν "αριστερή" πλατφόρμα (που) ολισθαίνει σε αντιευρωπαϊκές θέσεις - τύπου "ΕΟΚ των μονοπωλίων" - καθώς και σε άλλες αρλουμπολογίες του απώτερου παρελθόντος για "ρεφορμιστικές πολιτικές", "ταξικές συνεργασίες" κ.λπ.» (στο ίδιο). Μάλιστα οι πολιτικές διαφωνίες των ανωτέρω στελεχών συνδέονται άμεσα από τον αρθρογράφο με την «ομάδα των διωχθέντων» (τύπου Ν. Αθανασόπουλου) και τμήματα του συγκροτήματος του Ταύρου. Ξεχνά βέβαια ο πολυπράγμων αρθρογράφος ότι ο εργοδότης του τη βραδιά της απόφασης του Ειδικού Δικαστηρίου έστειλε, για κάθε ενδεχόμενο, τους διευθυντές των εντύπων του Λ. Καραπαναγιώτη και Δ. Ψυχάρη σ' αυτό το συγκρότημα του Ταύρου, για να καταστήσει σαφές - στην περίπτωση που γινόταν κάποιο «λάθος» στη Δίκη - το πού ανήκει, σε τελική ανάλυση. Πάντως οι καμπάνιες αυτές, οι οποίες θυμίζουν έντονα τις «κατά του Κομφούκιου» εκστρατείες της Λ.Δ. της Κίνας που όλοι με αποτροπιασμό στηλίτευαν, θα μπορούσαν να συμπληρωθούν και με μια «ψυχοθεραπεία» των όσων έχουν τέτοιες εκτός εποχής νευρώσεις, μιας και τώρα που έκλεισαν(;) τα ψυχιατρεία στην πρώην ΕΣΣΔ υπάρχει πλεονάζον επιστημονικό προσωπικό που ευχαρίστως θα παρείχε τις υπηρεσίες του σε νέους εργοδότες. Αρκεί να υπάρξει η πολιτική βούληση των κρατούντων και των άμισθων φερέφωνων τους...
Κατά τα άλλα το ΠΑΣΟΚ λαμβάνει θέσεις στην πολιτική συγκυρία που καλύπτουν ευρύτατο φάσμα πολιτικών στάσεων. Ο Α. Παπανδρέου στηλιτεύει την εισοδηματική πολιτική μηδενικών αυξήσεων χαρακτηρίζοντας την «τρομερά ταξική τοποθέτηση» (Νέα, 11.3.92), ταυτόχρονα όμως συνοδεύει την πρόβλεψη για εκλογές εντός εξαμήνου με τα ακόλουθα: «Με αυτό που θα κληρονομήσει η νέα κυβέρνηση - και ελπίζουμε να είμαστε εμείς... ελπίζω ότι θα μας δοθεί η δυνατότητα να κινητοποιήσουμε τις δυνάμεις του έθνους - γιατί σήμερα η κοινωνική συνοχή έχει κλονιστεί - έτσι ώστε πραγματικά να μπορέσουμε, τον ανηφορικό δρόμο, αλλά με δίκαιη κατανομή βαρών, να τον πάρουμε και να μπορέσουμε να βρεθούμε δίπλα και ισότιμα στις άλλες χώρες της κοινότητας» (Νέα, 10.3.92). Το μίγμα είναι εκπληκτικό: καμμένη γη => blood, sweat and tears => αλλά και δίκαιη λιτότητα => ανόρθωση => ΕΟΚ => ευημερία. Αν ξεχάσαμε τίποτα, συγχωρέστε μας.
Από τα παραπάνω γίνεται προφανές ότι η οικονομία, το έδαφος των οικονομικών πολιτικών, δεν αποτελεί προνομιακό πεδίο αντιπαράθεσης του ΠΑΣΟΚ με τη νεοφιλελεύθερη εκκαθάριση της ΝΔ. Ο ολίγος κοινωνικός μαϊντανός δεν μπορεί να καλύψει τη συντηρητική διολίσθηση της σοσιαλδημοκρατικής προοπτικής. Έτσι λοιπόν, το ΠΑΣΟΚ αναζητά προνομιακά ζητήματα αιχμής στα οποία θα μπορέσει να αντιπαρατεθεί αποτελεσματικά, γεγονός που φαίνεται να δίνεται από την πολιτική των «αποκρατικοποιήσεων», με αιχμή την ΑΓΕΤ «Ηρακλής», αλλά και την προοπτική πώλησης(;) των ναυπηγείων στην Ελευσίνα, στο Νεώριο Σύρου κ.λπ. Και εδώ πάλι βλέπουμε ότι η διαμάχη, ενώ αγγίζει θέματα ουσίας (τις απολύσεις, την ταμιακή πολιτική συλλογής χρημάτων, το ζήτημα του «οικονομικού ρόλου» του κράτους), εντούτοις περιστρέφεται κυρίως γύρω από το εντυπωσιακό, θεαματικό στοιχείο του τρόπου εκχώρησης, των «μυστικών συμφωνιών» Εθνικής - Καλτσεστρούτζι, των ποινικών ευθυνών, των κυκλωμάτων της μίζας κ.λπ. (βλ. συζήτηση στη Βουλή 20.3.92, Μα 21.3.92). Εδώ συγκλίνουν οι βαρείς χαρακτηρισμοί του Α. Παπανδρέου («πλιάτσικο», Νέα 13.3.92), οι απειλές επανεξέτασης της συμφωνίας και οι αποκαλύψεις για το ρόλο πρωθυπουργικού συμβούλου στη διαδικασία πώλησης της ΑΓΕΤ (Νέα, 20.3.92). Σε πρώτο πλάνο βρίσκεται η «στρατηγική» σημασία της βιομηχανίας, ενώ σε δεύτερη μοίρα περνάει η τύχη των εργαζομένων από την πολιτική «εξυγίανσης» που έχει υιοθετηθεί τα τελευταία χρόνια και θα επιταχυνθεί στο άμεσο μέλλον.
Το πεδίο αντιπαράθεσης μεταφέρεται, λοιπόν, κατά τεκμήριο στο προνομιακό, καθότι κοινωνικά «ουδέτερο», πεδίο των «εθνικών» κινδύνων. Επιλέγεται για μια ακόμη φορά η εύκολη λύση της σύγκρουσης στο ζήτημα της «εθνικής μειοδοσίας» της ΝΔ, με μια πολιτική που συναρθρώνει μάλλον αθροιστικά όλες τις αντιφάσεις που η συγκυρία αναδεικνύει ως απόρροια της αστάθειας στη Βαλκανική: εθνικιστικές υστερίες, απειλές από «ανύπαρκτα» έθνη, διεκδικήσεις από καταρρέοντα κράτη, επίκληση της ανάγκης διατήρησης κρατών φαντασμάτων κ.λπ. Ενδεικτικό είναι το κομβικό σύνθημα της προεκλογικής καμπάνιας του ΠΑΣΟΚ: η Ελλάδα είναι αδιαπραγμάτευτη, με απειλητικά τόξα - που παραδόξως αφήνουν ανοιχτό μέρος των συνόρων, και εθνικές θωρακίσεις που «αντιστέκονται». Για το εσωτερικό αυτού του «αδιαπραγμάτευτου» χώρου υπονοείται κάτι το διαμετρικά αντίθετο: εδώ, προφανώς, όλα είναι διαπραγματεύσιμα. Και μ' αυτό το επιθετικό οπλοστάσιο το ΠΑΣΟΚ «πάει στον πόλεμο»: τις εκλογές φάντασμα της Β' Αθηνών. Χωρίς να προδικάζουμε το αποτέλεσμα αυτής της αναμέτρησης χωρίς αντίπαλο, μπορούμε να διατυπώσουμε με κάθε επιφύλαξη την ακόλουθη σκέψη: οι εκλογές είναι μια κατ' εξοχήν πολωτική διαδικασία, μια έστω απονευρωμένη, αλλά συμβολικά ισχυρή, διαμεσολαβημένη εικόνα - «είδωλο» της ταξικής πάλης. Το ΠΑΣΟΚ διέγνωσε σωστά ότι η κοινωνική πόλωση που τροφοδοτείται από την κυβερνητική πολιτική και την «άγρια» επίθεση του κεφαλαίου ενάντια στις δυνάμεις της εργασίας (σε συνδυασμό με την κατάρρευση της «στρατηγικής των σκανδάλων», που έθεσαν σε κίνηση οι εταίροι της «συγκυβέρνησης» το καλοκαίρι του 1989), δημιουργεί τους όρους για μια σημαντική πολιτική μεταστροφή. Το ζήτημα είναι αν θα μπορέσει να εκμεταλλευθεί την καταρχήν σωστή πρωτοβουλία του για επαναληπτικές εκλογές στη Β' Αθήνας, με δεδομένο τον προσανατολισμό του σε μια καμπάνια χωρίς κοινωνικές αιχμές, προσκολλημένη σε διακηρυκτικά περιεχόμενα που αφορούν το «εθνικό ακροατήριο». Τίποτα δεν αποκλείεται με δεδομένο ότι τα υπόγεια κοινωνικά ρεύματα ξεπερνούν συχνά τη διορατικότητα των κομματικών επιτελείων.
Τα συντρίμμια της Αριστεράς
Αν το ΠΑΣΟΚ εμφανίζεται να ταλαντεύεται μπροστά στα μηνύματα που εκκωφαντικά αναδύει η σημερινή συγκυρία αποκαθήλωσης των κοινωνικών κατακτήσεων των εργαζομένων, η πάλαι ποτέ Αριστερά δίνει την εικόνα συντριβής. Και επειδή πολλοί θα σπεύσουν να αποδώσουν τα αίτια της διάλυσης σε εξωγενείς παράγοντες («παγκόσμια κατάρρευση»), ας θυμίσουμε ότι ο εσωτερικός παράγων υπήρξε εδώ εξόχως καθοριστικός: «υπέρβαση ιστορικών σχισμάτων» με τον Συνασπισμό, συγκυβέρνηση του '89, διάσπαση επί «διαδικαστικών» θεμάτων, πολιτικός φυγοκεντρισμός στη συνεχεία, με τον κεντρώο ΣΥΝ και το φονταμενταλιστικό ΚΚΕ, αγώνας δρόμου πάνω σε κυλιόμενη ταινία κ.λπ. Και όλα αυτά στο φόντο της συνολικής κατάρρευσης της Αριστεράς στο εσωτερικό κάθε χώρας, ως συμπληρωματικής δύναμης που διεκδικούσε κάποιο μεγαλύτερο κομμάτι από την πίτα της «ανάπτυξης». Ας αφήσουμε τους ίδιους τους πρωταγωνιστές να παίξουν τους ρόλους τους, διότι τα λόγια τους είναι πολύ πιο γλαφυρά από την όποια δική μας ανάλυση.
Νέες Ιδέες: «...η επανάσταση στη σφαίρα της επιστήμης και της τεχνικής που ζούμε στις μέρες μας, η καλπάζουσα διεθνοποίηση της κοινωνικής ζωής, η άνοδος στο επίπεδο πληροφόρησης και άλλοι παράγοντες ανατρέπουν πολλά από τα ως τώρα δεδομένα σε σχέση με την έννοια, το περιεχόμενο και τις διαδικασίες της ανάπτυξης. Για παράδειγμα, αν σήμερα στις συζητήσεις περί ανάπτυξης κυριαρχούν θέματα όπως η ευελιξία, η τοπικότητα, το μικρό μέγεθος, η οικολογία κ.ά. άγνωστα ή υποτιμημένα στο παρελθόν,... αυτό συμβαίνει διότι αρχίζουμε να συνειδητοποιούμε τα νέα ιστορικά πλαίσια της αναπτυξιακής διαδικασίας...» (Γ. Δραγασάκης, Εποχή, 15.3.92). Να που οι θιασώτες της «Επιστημονοτεχνικής Επανάστασης» και του «σοσιαλιστικού σχεδιασμού», γίνονται οπαδοί της «ευελιξίας» και του small is beautiful! To παιδί αυτό έχει μέλλον...
Νέοι Ορίζοντες: «Η Αριστερά δεν μπορεί να προσδιορίζεται πια με βάση το διπολισμό, αλλά με βάση μια ενιαία γήινη κοινωνία, έναν ενιαίο γήινο πολιτισμό... οι ελληνικές πολιτικές δυνάμεις πρέπει να δουν με διορατικότητα και φαντασία την κατάσταση, και να φύγουμε από μια κομπλεξική και αμυντική αντιμετώπιση των ζητημάτων. Πρέπει να συλλάβουμε τους μεγάλους στόχους και τις μεγάλες ιδέες, που θα δώσουν στην Ελλάδα τη δυνατότητα να λύσει προβλήματα που χρονίζουν, να διαμορφώσει δεσμούς φιλίας με διάφορες χώρες, να αναβαθμίσει το ρόλο της στην περιοχή και να δημιουργήσει ένα απόθεμα κατακτήσεων στην εξωτερική πολιτική, που θα τη βοηθήσει για δεκαετίες» (Α. Αλαβάνος, Κυριακάτικη, 12.1.92). Ασπίδα ενάντια στη θεοκρατία, νέα Μεγάλη Ιδέα αυτού του νέου που μαθαίνει γρήγορα, είναι το απόλυτο κενό που, για λόγους απορίας, αποκτά αναφορές στην επεκτατική περίοδο του νεοελληνικού κράτους. Βραβείο Νόμπελ Αλχημείας!
Δίκες: «Με τις υποχρεωτικές επιλογές του 1989 έγινε δυνατό να γίνει αυτή η δίκη, η οποία θα μπορούσε να αποφευχθεί με τα δεδομένα που είχαν εμφανιστεί εκείνη των περίοδο... Δεν είχαμε άλλη επιλογή εκτός απ' αυτή, εκείνη την περίοδο. Από κει και πέρα για ό,τι έγινε η ευθύνη δεν βρίσκεται σε μας... Αν δεν γινόταν η δίκη στο δικαστήριο η συγκάλυψη του προβλήματος θα ήταν 100%» (Α. Παπαρήγα, Νέα, 27'.1..92). Για μερικά ποσοστά ζούμε, άλλωστε.
Καλό ή κακό πραξικόπημα (ΕΣΣΔ): «Αυτό το ερώτημα έχει ξεπεραστεί. Αποδείχθηκε ότι στην ΕΣΣΔ υπήρχε διαπάλη ανάμεσα στις δυνάμεις που ήθελαν το σοσιαλισμό και σε κείνες που ήθελαν να πάνε πίσω προς τον καπιταλισμό... Είμαστε περήφανοι που δεν βρεθήκαμε στην ίδια πλευρά με τους χειροκροτητές της Δύσης! Όλοι κατά των Κ.Κ. Δεν επιτρέπεται να αθωώνεται ο καπιταλισμός. Να ενοχοποιείται ο σοσιαλισμός και να παραγράφεται η ιστορική του προσφορά στον 20ο αιώνα». (Α. Παπαρήγα, Νέα, 27.1.92). Κόλαφος κατά των παραχαρακτών της ιστορίας.
Εθνική στρατηγική: «Η κυβέρνηση της Ελλάδας, τα κόμματα, ο επιχειρηματικός της κόσμος και η ορθόδοξη της εκκλησία πρέπει να αναπτύξουν ουσιαστικούς δεσμούς και να αναζητήσουν νέα ερείσματα στην άσκηση της εθνικής μας εξωτερικής πολιτικής ατά κράτη της Κοινοπολιτείας, ειδικά στη Ρωσία, Ουκρανία, αλλά και στις τουρκόφωνες δημοκρατίες, που δεν πρέπει να τις αντιλαμβανόμαστε προκαταβολικά με σύνδρομα ανασφάλειας» (Μ. Ανδρουλάκης, Κυριακάτικη, 9.2.92). Οι νέοι σταυροφόροι!
Κόμμα: «Από τη μια πλευρά στην εποχή της ειδίκευσης, η πολιτική και τα κόμματα αλλά και η κοινωνική εξέλιξη έχουν ανάγκη περισσότερο παρά ποτέ την επιστήμη και την τεκμηρίωση, την έγκαιρη και έγκυρη πληροφορία και την τεχνολογία. Από την άλλη όμως είναι εξίσου αναμφισβήτητο πως δεν είναι δυνατό να υπάρξει βιώσιμος πολιτικός σχηματισμός που θα επηρεάζει και θα συμβάλλει στην κοινωνική εξέλιξη, που δεν θα εκφράζει, δεν θα κινητοποιεί και δεν θα στηρίζεται στις ανάγκες, τις διαθέσεις και τα οράματα του απλού πολίτη». (Μ. Δαμανάκη, Κυριακάτικη, 1.3.92). Υπέρβαση του πανάρχαιου διλήμματος: κόμμα μαζών ή κόμμα στελεχών;
Δικαιοσύνη: «Αδιόρατοι ή ορατοί, οι μηχανισμοί παρέμβασης στο χώρο της Δικαιοσύνης είναι πάντα πολιτικής εμπνεύσεως επιλογές, που διαμορφώνουν το νοσηρό υπέδαφος για την εκκόλαψη και άλλων αρνητικών φαινομένων...» (Ν. Κωνσταντόπουλος, Καθημερινή, 23.2.92). Ο κ. κατήγορος προφανώς γνωρίζει εκ πείρας για όσα ομιλεί.
Αν κουράσαμε τον αναγνώστη με αυτό το ευρύ φάσμα θεμάτων της «νέας πορείας» της Αριστεράς στην Ελλάδα, τούτο οφείλεται σε ένα λόγο: θελήσαμε να συγκρατήσουμε στο χαρτί, κάπως σαν σε φωτογραφία, μια στιγμή από τον ατέλειωτο χείμαρρο ανοησίας, αγραμματοσύνης, κενολογιών και αφερεγγυότητας που αναδύει η όποια εκδοχή της Αριστεράς. Πρόκειται πάντοτε για μηρυκασμούς καρικατούρας ιδεολογιών σε τέτοιο βαθμό που πραγματικά αρχίζει να πιστεύει κανείς ότι έχουν βάση οι θεωρίες που αποδίδουν πρωταρχικότητα στην ευθύνη των ατόμων. Αν φυσικά «ξεχάσει» ότι η ήττα και συντριβή ενός στρατοπέδου αναδεικνύει στην επιφάνεια όλους εκείνους τους επιπλέοντες φελλούς και τα περιφερόμενα zombies που σε καλές μέρες κρύβονταν στα ορμητήρια τους ή περιφέρονταν μασκαρεμένοι, κάπως σαν τους έκπτωτους μονάρχες που διακωμωδούν παρωχημένα μεγαλεία με την απλή ύπαρξη και τους τίτλους τους.
Περιρρέουσες ιδεολογίες
Όταν η κοινωνική ατμόσφαιρα μυρίζει μπαρούτι, έστω και αν το τελευταίο είναι προς το παρόν υγρό από τη δράση των κοινωνικών πυροσβεστών, όταν η κυβέρνηση οργιάζει στην απροκάλυπτη επίθεση της ενάντια στους εργαζόμενους με στόχο την αποικοδόμηση των κοινωνικών κατακτήσεων, θα περιμέναμε να ακούγαμε στεντόρεια τη φωνή διαμαρτυρίας όσων έχουν ακόμη κάποια κοινωνική ευαισθησία για την κατάσταση στην οποία εξωθούνται οι εργαζόμενες μάζες. Όμως οι διανοούμενοι έχουν σήμερα μια πρωτοφανή κοινωνική αναισθησία: είναι πανευτυχείς με το νέο καταμερισμό εργασίας που κατακαθίζει στο κοινωνικό σώμα, στον οποίο η ανάδειξη της ατομικότητας μέσα στις κοινωνικές ιεραρχίες εμπεδώνει το δικό τους διακριτό ρόλο, χωρίς προσμείξεις και στρεβλώσεις από την αναρρίχηση των πληβείων. Ανενόχλητοι οι ίδιοι από την κοινωνική αμφισβήτηση των ρόλων τους σε παλιότερες εποχές, μετρατράπηκαν σε θεσμολάγνους γιατί έτσι μπορούν να διασφαλίσουν το status quo που άπτεται και της δικής τους ιδιαίτερης θέσης και προσφοράς στους κρατικούς μηχανισμούς. Πληθαίνουν λοιπόν οι κραυγές αυτοϊκανοποίησης που συγκαλύπτονται πίσω από ηχηρά αποφθέγματα του τύπου: «οι διανοούμενοι έχουν πεθάνει» (άρα η κριτική που τους απευθύνεται κυνηγά φαντάσματα). Και εφόσον έχουν πεθάνει δεν μπορεί να είναι υποχείριοι κανενός· υπάρχουν για τον εαυτό τους, την «αξιοπρέπεια τους» την ευαισθησία τους, τη δημιουργία τους, μακριά από κάθε μολυσματικό «εμείς».
Στο Βήμα της 15.3.92 θίγεται ακριβώς αυτό το θέμα. Μετά από ένα κατατοπιστικό εισαγωγικό σημείωμα του διανοουμενίζοντος παρασκηνιογράφου και πανειδήμονος Ι. Κ. Πρετεντέρη που αποκαλύπτει ότι «οι Ερυθροί Χμερ τους είχαν αντιμετωπίσει πιο αποτελεσματικά: εξολόθρευσαν όσους ήξεραν γραφή και ανάγνωση...» (σημ.: και ο Χίτλερ, φίλτατε, και οι Τσάροι, και η Εκκλησία, και η Απολυταρχία, και οι απανταχού χούντες...), διαβάζουμε βαθυστόχαστες απαντήσεις που εικονογραφούν τη νέα αντίληψη, του μακράν της χύδην πραγματικότητας σκεπτόμενου είδους. Αν δεν κοιτάξει κανείς το ημερολόγιο, μπορεί κάλλιστα να νομίσει ότι ζει στην εποχή του Διαφωτισμού.
Υπάρχουν όμως και οι πρακτικοί διανοούμενοι, αυτοί που άμεσα εμπλέκονται σε κρατικές λειτουργίες. Πρόκειται, παραδειγματικά, για την περίπτωση του γνωστού συνταγματολόγου Α. Μάνεση που οι γνωματεύσεις του είχαν το τελευταίο διάστημα μόνιμη απόκλιση προς την κυβερνητική βούληση. Τελευταίο κρούσμα, η περί χάριτος στον Δ. Τσοβόλα γνωμάτευσή του που θεωρούσε ότι η Βουλή δεν έχει το δικαίωμα να κινήσει τη διαδικασία. Ο κ. συνταγματολόγος οχλήθηκε από την κριτική στη στάση του: «η πολιτική ηγεσία... οφείλει να προασπίσει [το Επιστημονικό Συμβούλιο της Βουλής] από επεμβάσεις και από διαβολείς και να του παράσχει θεσμική θωράκιση» (Βήμα, 2.2.92). Οι θεσμοί υπάρχουν λοιπόν για να μας προστατεύουν από τους ενοχλητικούς... Νομική αυταρέσκεια ή θεσμική λαγνεία;
Για να υπάρξουν όμως οι διανοούμενοι οφείλει βέβαια να υπάρξει και το αρνητικό είδωλο τους: η πλέμπα. Ως φυσική, αισθητική, πολιτισμική οντότητα που συγκροτεί το «άλλο» και θεμελιώνει καταστατικά τη διάκριση από τους πρώτους. Αυτοί δε, οφείλουν να υποβοηθήσουν αυτή τη διαρκή αόρατη χάραξη ανάμεσα στους «εντός» και τους «εκτός» με όπλο την ιδεολογία του κοινωνικού ρατσισμού. Δίνουμε δύο δείγματα της, ένα λόγιο και ένα λούμπεν. «Ο πολιτισμός του ΠΑΣΟΚ δεν είναι εκείνος του Σικελιανού, του Δημήτρη Μητρόπουλου και του Ελύτη. Είναι ο πολιτισμός του Καναλιού 29 και της "Αυριανής"» (Ν. Βαγενάς, Νέα, 20.3.92). «Κοιτάξτε, ότι το ΠΑΣΟΚ πήρε το ποσοστό που πήρε και κυβέρνησε οκτώ χρόνια, δεν ήταν, νομίζω, κατόρθωμα της ηγεσίας του. Ήταν θέμα εποχής, ήταν επιταγή της βάσης, όλου αυτού του Ντάτσουν που αναπτύχθηκε και ήθελε ένα κόμμα να εκφραστεί. Βρήκε ο γύφτος τη γενιά του κι αναγάλλιασε η καρδιά του. Κι εμφανίζοντας ένα πρόσωπο τόσο εκχυδαϊσμένο, απελευθέρωσε ό,τι χαμηλότερο είχε σαν αίσθημα ο ελληνικός λαός. Δεν έχετε παρά να κοιτάξετε τον Τσοβόλα. Πρώτη φορά αθώος άνθρωπος να διαλαλεί την αθωότητα ίου - και είμαι πεπεισμένος ότι ο Τσοβόλας είναι αθώος - δεν δημιούργησε μέσα μου αίσθημα τρυφερότητας, αλλά μια απερίγραπτη σιχαμάρα. Πάρτε τον, να μην το βλέπω μπροστά μου το σίχαμα, φώναξα. Αυτή η συναισθηματική λίγδα, αυτή η πυτιρήθρα του αισθήματος ήταν αποκρουστικότατη, δεν έπρεπε να τον σύρουν στα δικαστήρια και να το δούμε αυτό το πράγμα, δεν έπρεπε να μας το κάνουν αυτό». (Σ. Φασουλής, Κυριακάτικη, 5. 1. 92).
Ουδείς θα τολμούσε να κηρύσσει τόσο ανοιχτά τον κοινωνικό ρατσισμό του αν δεν πίστευε, συνειδητά ή ασυνείδητα, ότι η σημερινή ιδεολογική συγκυρία έχει αποτυπώσει τη σφραγίδα της ανωτερότητας στο δικό του «φυλετικό» σύνολο. Αυτά τα «έπεα πτερόεντα» τούτο υποδηλώνουν. Αν και η αγορά βρίθει από γνήσιους ρατσιστές, οπαδούς της αυθεντικότητας του ελληνοχριστιανισμού ανά τους αιώνες, για τους οποίους θα μιλήσουμε πιο κάτω, και αυτή η μορφή ρατσισμού δεν είναι αμελητέα. Υιοθετώντας ένα σχόλιο του Θ. Παπανικολάου (Έθνος, 22.2.92) θα πούμε: «Κάποιοι επίσης διανοούμενοι, υμνητές του κοινωνικού ρατσισμού, ξερνούν ανεξάντλητα αποθέματα άγνοιας και αγριότητας για τη σωτηρία της φυλής και την αναστήλωση της ρατσιστικής θρησκείας της αυθεντικότητας».
Η πολιτική οικονομία της εκκαθάρισης
Μέσα σ' αυτή την περιρρέουσα ιδεολογική ατμόσφαιρα αλλά και μπροστά στην αντιπολιτευτική αμηχανία ή τη συντριβή της Αριστεράς, η κυβέρνηση της ΝΔ είναι ανενόχλητη στη χάραξη της πολιτικής της που ως επίκεντρο έχει την απαξίωση της εργασίας. Για πολλοστή χρονιά τονίζεται μονότονα ότι στόχος της κυβέρνησης οφείλει να είναι «η προώθηση της απελευθέρωσης της αγοράς εργασίας, η οποία θεωρείται βασικό στοιχείο για την προσέλκυση επενδύσεων... [πρέπει] να αρθούν οι στρεβλώσεις στην αγορά εργασίας» (Α. Καρακούσης, Καθημερινή, 15.3.92). Προς αυτή την κατεύθυνση εργάζεται αόκνως. Ψηφίζει ασφαλιστικούς και φορολογικούς νόμους, καθορίζει εισοδηματικές πολιτικές, ιδιωτικοποιεί, ξεπουλά, απολύει εργαζομένους. Γενικώς: ουδέποτε το κράτος υπήρξε τόσο παρεμβατικό στην «οικονομία», ή ακριβέστερα σε ό,τι αφορά τους όρους αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης.
Η κυβέρνηση ακολουθεί με συνέπεια πολιτική ύφεσης. Έκφανση αυτής της πολιτικής είναι η περιστολή της ζήτησης, που αποτυπώνεται στην πολιτική της λιτότητας. Λιτότητα σημαίνει περιστολή του εισοδήματος της εργασίας και μεταφορά πόρων στο κεφάλαιο, γεγονός που εκφράζεται με τις κάτω του πληθωρισμού αυξήσεις του εισοδήματος των εργαζομένων για τρίτη συνεχή χρονιά. (Κρίνετε τώρα μόνοι σας τι σημαίνει η λανθάνουσα ή ρητή απαίτηση για «πολύπλευρη» λιτότητα). Στα στοιχεία, αυτό αποτυπώνεται με καθοδική τάση της αύξησης του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος: 19,2% το 1990, 14,7% το 1991, 12% (πρόβλεψη) το 1992 (Βήμα, 15.3.92). Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα στην ΕΟΚ με αρνητική πραγματική ποσοστιαία μεταβολή των αμοιβών της εργασίας: τα αντίστοιχα ποσοστά είναι - 2,3% (1991) και - 1,7% (1992) όταν στην υπόλοιπη Ευρώπη το μικρότερο ποσοστό είναι της τάξης του 1% (1992) στη Γαλλία και το μεγαλύτερο είναι 6,6% (1992) για την Πορτογαλία (Νέα, 18.2.92). Και παρ' όλα αυτά ο πληθωρισμός παραμένει υψηλός (18%) χωρίς εμφανή τάση υποχώρησης, τροφοδοτούμενος εν μέρει και από τις διαρκείς αυξήσεις των παρεχόμενων υπηρεσιών από τις ΔΕΚΟ. Πρόκειται εδώ για μια ενορχηστρωμένη καμπάνια απαξίωσης των κρατικών υπηρεσιών που είναι προάγγελος της επικείμενης ιδιωτικοποίησης τους.
Αυτή η πολιτική ύφεσης που έχει τινάξει την ανεργία πολύ πάνω από το 10% (επίσημα στοιχεία για τις αρχές του 1992: 9,2%) έχει ήδη θετικές επιπτώσεις σε μακροοικονομικά μεγέθη: η μείωση των συναλλαγών συγκρατεί το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών: και μάλιστα η θετική πορεία οφείλεται εν μέρει στη συγκράτηση του εμπορικού ισοζυγίου - πτώση εισαγωγών κατά 10%. Έτσι η ύφεση θα «εξυγιάνει» το ισοζύγιο περιορίζοντας το σε 1,2 δις δολ. έναντι 1,5 δις δολ. το 1991. Να πώς μπορούν να ευημερούν οι αριθμοί μέσα στη γενίκευση της δυστυχίας...
Και ενώ η φορολογική συμβολή των μισθωτών έχει αναλυθεί από κάθε σχολιογράφο της αγοράς, ιδιαίτερα σε σύγκριση με την αντίστοιχη συνεισφορά άλλων κατηγοριών (μέσο εισόδημα μισθωτών: 1,7 εκατ. δρχ., εμπόρων και βιομηχάνων: 1,06 εκατ. δρχ., ελευθέρων επαγγελματιών: 0,960 εκατ. δρχ.), [Νέα, 12.3.92] η κυβέρνηση εφαρμόζει «φορολογική μεταρρύθμιση», όπως άλλωστε έχει πράξει κάθε σοβαρό πολιτικό σχήμα που έχει κυβερνήσει την Ελλάδα ή οποιαδήποτε άλλη χώρα. Το σχήμα της φορομεταρρυθμιστικής ιδεοληψίας είναι αντιγραφή της πολιτικής Ρέηγκαν: μειώνω τους φορολογικούς συντελεστές, άρα αυξάνω το διαθέσιμο εισόδημα και κεφάλαιο, άρα αυξάνω την παραγωγή και έτσι το φορολογητέο όγκο που εξισορροπώντας τη μείωση των συντελεστούν μου δίνει περισσότερους φόρους. Αυτή η μαγική σκέψη «αποδείχθηκε» εμπράκτως στην Αμερική: τα ελλείμματα του κρατικού προϋπολογισμού εκτοξεύθηκαν στα ύψη. Οι εδώ αλχημιστές της οικονομίας πρόσθεσαν και τη δική τους πινελιά: «πατάσσω την φοροδιαφυγήν» και έχω ακόμη περισσότερους φόρους (με πρωτότυπο τρόπο: το κράτος λαδώνει τον εφοριακό, οπότε - σκέφτεται ο αδαής - θα καταδώσει τον φοροφυγάδα. Και αν ο τελευταίος υπερκεράσει το πρίμ;). Αυτό που σήμερα διδάσκεται στα εγχειρίδια Οικονομικής του Δημόσιου Τομέα σε πρωτοετείς, ότι δηλαδή είναι εμπειρικά αποδεδειγμένη η αποτυχία αυτής της ηλίθιας συλλογιστικής, οι κρατικοί διαχειριστές το αγνοούν επιδεικτικά. Επειδή το κράτος εξ ορισμού δεν έχει το δικαίωμα στη βλακεία, θα πρέπει να υπάρχει λόγος για κάτι τέτοιο.
Πράγματι, ο πρώτος λόγος είναι προφανής. Με τη μείωση των συντελεστών επωφελούνται κυρίως τα μεσαία και μεγάλα εισοδήματα. Συνεπώς, γίνεται αναδιανομή εισοδήματος εις βάρος της εργασίας. Δεύτερον, η όποια αύξηση εισοδήματος επέλθει με τη μείωση του φόρου συνδέεται αυτομάτως με μείωση κρατικών πόρων («λιγότερο κράτος»), άρα με μείωση του όποιου κοινωνικού ρόλου αναλαμβάνει. Τρίτον, και πιθανώς σπουδαιότερο, η υστέρηση εσόδων είναι ο καλύτερος τρόπος για να συντηρήσει κανείς το ύψος των ελλειμμάτων που θα πρέπει να καλυφθούν στη συνέχεια με τους γνωστούς «πρωτότυπους» τρόπους: ιδιωτικοποιήσεις, εκκαθαρίσεις προβληματικών, απολύσεις εργαζομένων, εκποίηση γης σε ιδιώτες, έκδοση κρατικών χρεογράφων με υψηλό επιτόκιο κ.λπ. Δηλαδή με ακόμη σκληρότερη αναδιανομή εις βάρος των εργαζομένων υπό το πρόσχημα των δημοσίων ελλειμμάτων (Καθημερινή, 8.3.92). Ή αλλιώς, με απόδοση όλο και περισσότερων τομέων κρατικής ευθύνης στην κερδοφορία του ατομικού κεφαλαιοκράτη. Αντίθετα με τα λεγόμενα, το κράτος είναι ιδιαίτερα αποδοτικό ως dealer, ως γραφείο εντοπισμού αποδοτικών τρόπων επένδυσης ιδιωτικών κεφαλαίων.
Και για να μην θεωρηθούμε υπερβολικοί παραθέτουμε μερικές από τις επινοητικές κρατικές παρεμβάσεις σ' αυτή την κατεύθυνση: Με νομοσχέδιο του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων εισάγεται το ιδιωτικό κεφάλαιο στον τομέα της πρόνοιας, με τη μετατροπή ΥΠΔΔ σε Ιδιωτικού Δικαίου Οργανισμούς επιχορηγούμενους από το κράτος (Βήμα, 15.3.92), οπότε ρόδινο διαγράφεται το μέλλον της ασφάλισης. Ακόμη περισσότερα τέτοια παραδείγματα θα βρει κανείς αν ψάξει τροπολογίες σε άσχετα νομοσχέδια που εισάγονται την τελευταία στιγμή στη Βουλή. Έτσι ευελπιστούμε ότι τα ελλείμματα και η σχετική κινδυνολογία θα μας συνοδεύουν επί πολλά έτη ακόμη.
Αλλά μη θεωρήσουμε ότι η κινδυνολογία οφείλει να είναι πάντοτε στέρεα θεμελιωμένη σε στοιχεία. Ο Στ. Μάνος, νέος ζογκλέρ της οικονομίας, παραποιεί τα στοιχεία εκεί όπου δεν του ταιριάζουν. Βγάζει έλλειμμα με χατ-τρικ: ο προϋπολογισμός έχει έσοδα 4.700 δις. ενώ δίνει 2.100 δις. για μισθούς και 2.700 για τόκους. Τα σωστά νούμερα είναι 1.872 δις. για μισθούς και 1.343 δις. για τόκους. Αλλά τι είναι η παραποίηση 1.575 δις. μπροστά στην τρομοκρατία των φουσκωμένων λογαριασμών (Βήμα, 15.3.92). Στο κάτω κάτω ο νεοφώτιστος υπουργός έχει κατά τεκμήριο το εύσημο της ειλικρίνειας, μιας και δήλωσε ότι παρέλαβε καμένη γη από τον ομοϊδεάτη προκάτοχο του. Προφανώς για να κινδυνολογήσει ακόμη περισσότερο. Για να μη μιλήσουμε βέβαια για τη στρατιά «άχρηστων» δημοσίων υπαλλήλων «που είναι απαράδεκτα πολλοί», και που από τα στατιστικά στοιχεία προκύπτει ότι είναι οι συγκριτικά αλλά και απολύτως λιγότεροι σε όλη την ΕΟΚ (Βήμα, 9.2.92, Επιλογή Δεκ. '91). Αυτό είναι το «έντιμο» κυβερνητικό επιτελείο, που «λέει την αλήθεια στο λαό», και που κατά τον Ν. Νικολάου «θα προχωρήσει με αδιαλλαξία στη γραμμή της περιοριστικής πολιτικής, αγνοώντας τα θύματα που θα υπάρξουν». (Νέα, 14.3.92).
Έτσι λοιπόν, ενώ επισημαίνεται η κίβδηλη κινδυνολογία των υπουργών και της ΝΔ γενικότερα, εντούτοις επί της ουσίας - δηλαδή της πολιτικής - αποδίδεται δίκιο στην κυβέρνηση και ασκείται κριτική για την ατολμία της. Βαρόμετρο γι' αυτή τη στάση είναι ο Ν. Νικολάου: Η κυβερνητική αξιοπιστία έχει χαθεί γιατί δεν επιτυγχάνει τους στόχους που υποσχέθηκε στην ΕΟΚ (Βήμα, 16.2.92), η ένταξη της δραχμής στο Ευς κινδυνεύει από τα ψηλά επιτόκια (Βήμα, 29.12.91). Μήπως πρέπει να περάσουμε σε μόνιμο καθεστώς λιτότητας προκειμένου να μην έχουμε προβλήματα στο ισοζύγιο πληρωμών; (Βήμα, 19.1.92). Η διαρκής αλλαγή οικονομικής πολιτικής και η άδικη φορολογική πολιτική οξύνουν τις αναθέσεις (Βήμα, 26.1.92). Μονίμως λοιπόν ασκεί κριτική ο εν λόγω δημοσιογράφος, μόνο που η προέκταση της στάσης του απαιτεί κατ' ουσίαν την πλέον ανάλγητη και αδίστακτη εφαρμογή περιοριστικής πολιτικής εκκαθάρισης. Η μόνιμη αυτή στάση διανθίζεται πάντοτε από επικλήσεις κοινωνικής ευαισθησίας και κοινωνικής ειρήνης που είναι τόσο πιο πειστικές, όσο πατάνε περισσότερο πάνω στο τραυματισμένο σώμα των δυνάμεων της εργασίας.
Η συζήτηση για το σημερινό ρόλο του κράτους και τις ιδιωτικοποιήσεις εμφανίζεται και με άλλο πρόσωπο: την «αποβιομηχάνιση». Δεν θα σταθούμε εδώ στο στρεβλό τρόπο διεξαγωγής της συζήτησης, που συνδέει την σχετική υποχώρηση της βιομηχανίας συγκριτικά με τον τριτογενή τομέα με φαινόμενα νεοελληνικής καθυστέρησης, αγνοώντας ότι τα ίδια φαινόμενα εμφανίζονται σε όλες τις προηγμένες χώρες. Ούτε θα αναφερθούμε στις πολιτικές προεκτάσεις της, δηλαδή τη συγκρότηση μετώπου των παραγωγικώς σκεπτόμενων Ελλήνων, θα επισημάνουμε μόνο ένα σημείο: στο υπαρκτό πρόβλημα του κλεισίματος επιχειρήσεων, της ανεργίας, της απαξίωσης της εργασίας ως αποτέλεσμα της ύφεσης και της λιτότητας, αντιπαρατίθεται η ιδεοληψία της «υποβάθμισης της παραγωγικής βιομηχανικής δομής της χώρας» που πρέπει να σωθεί. Ζούμε, λοιπόν, στην εποχή του απόλυτου μύθου (βλ. και Τ. Κυπριανίδης, Εποχή, 23.2.92).
Έχοντας λοιπόν προ οφθαλμών το φάσμα της οικονομικής πολιτικής της Ν.Δ. είναι ενδιαφέρον να σταχυολογήσουμε τις σχετικές εκτιμήσεις από κρατικούς παράγοντες που διατύπωσαν κάποιες επικρίσεις. Η Β. Παπανδρέου θα πει: «Το συνδικαλιστικό κίνημα θα 'πρεπε να επικεντρώνει πολύ περισσότερο τις προσπάθειες του στην κατάρτιση και τον μετασχηματισμό των θέσεων εργασίας, παρά στη διατήρηση απαξιωμένων θέσεων εργασίας χωρίς μέλλον» (Νέα, 18.2.92). Ο Μ. Έβερτ που κατά καιρούς εμφανίζεται να αποστασιοποιείται από την κυβερνητική πολιτική, στην οποία όμως αποδίδει νόθευση των αρχών του κόμματος, θα πει το εξής πρωτότυπο: «Ο περιορισμός και η εξυγίανση του δημόσιου τομέα θα ευνοήσει οπωσδήποτε μακροπρόθεσμα τον ιδιωτικό τομέα και συνεπώς το σύνολο της οικονομίας, διότι θα αποδεσμεύσει παραγωγικούς πόρους» (Βήμα, 16.2.92). Και ο Στ. Αργυρός θα πει για την ανεργία: «Να προετοιμάσουμε την επανένταξη των ανέργων σε νέες θέσεις, όχι σ' αυτές που χάθηκαν γιατί πολλές απ' αυτές χάθηκαν ανεπιστρεπτί», ενώ θα σημειώσει για τους στόχους της οικονομικής πολιτικής: «Οι δημόσιες δαπάνες πρέπει να μειωθούν, αλλά κυρίως να αλλάξει ριζικά η διάρθρωση τους με τη μεταφορά πόρων από την κατανάλωση στις επενδύσεις και ιδιαίτερα στις επενδύσεις υποδομής». (Νέα, 4.2.92). Και ο θ. Κανελλόπουλος θα χαρακτηρίσει την πολιτική της κυβέρνησης άδικη και χωρίς φαντασία, διαφωνώντας σε ζητήματα εισοδηματικής και φορολογικής πολιτικής (Βήμα, 9.2.92).
Είναι προφανές λοιπόν ότι η οικονομική πολιτική της ΝΔ κρίνεται και επικρίνεται, όχι για λόγους αρχής όπως συχνά υποδηλώνουν οι επικριτές, αλλά διότι είναι αναποτελεσματική, οξύνει τις κοινωνικές εντάσεις και βυθίζει την παραγωγική διαδικασία στην ύφεση. Η αποτυχία δημιουργεί φυγόκεντρες τάσεις. Όμως η θεραπεία που προτείνεται δεν είναι όπως πολλοί πιστεύουν η στρατηγική άμβλυνσης των αντιθέσεων, μέσω κοινωνικού συμβολαίου και «παραγωγικής συμμαχίας». Αν κρίνουμε από την πολιτεία του Μ. Έβερτ στα υπουργεία που έχει περάσει, η πολιτική της πυγμής ήταν η μόνιμη απόπειρα να καλυφθεί το έλλειμμα συναίνεσης. Ο μόνιμος ρόγχος για αναποτελεσματικότητα των μέτρων συχνά υποδεικνύει την δια ροπάλου αποδοτικότητα της κοινωνικής πειθάρχησης. Γι αυτό και κατά κανόνα η κριτική που εστιάζεται στην αξιοπιστία και αποδοτικότητα των μέτρων, είναι κριτική που απαιτεί ακόμη μεγαλύτερη καταστολή της εργασίας, «για τη σωτηρία του έθνους», πάντοτε.
Και το συνδικαλιστικό κίνημα; Εδώ θα πρέπει να αμφισβητήσουμε αυτόν καθεαυτόν τον όρο, ο οποίος υποδηλώνει ομοιομορφία που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Από τη μια πλευρά έχουμε τις «άγριες απεργίες» που εκδηλώνονται στους τομείς εκείνους που πλήττονται άμεσα από την κυβερνητική πολιτική· τις προβληματικές, τα ναυπηγεία, τις απολύσεις και μετατάξεις στο δημόσιο, τους κλάδους και κοινωνικές κατηγορίες εργαζομένων που απειλούνται με εξαφάνιση. Και από την άλλη υπάρχει η συνδικαλιστική ηγεσία, η οποία διαπραγματεύεται, διαφωνεί συναινώντας, στέκει άπραγη μπροστά στη διόγκωση της ανεργίας, οργανώνει «καθολικές» απεργίες για την τιμή των όπλων, με πρόφαση την κρίση του συνδικαλιστικού κινήματος. «Είμαστε εγκλωβισμένοι σε λογικές που στηρίζονται μόνο στο σύνθημα, στην ταμπέλα, στην εξαγγελία των κενών ουσιαστικού περιεχομένου κινητόποιήσεων, στην εξάρτηση του συνδικάτου από το κόμμα...» θα πει ο Χρ. Πρωτοπαπάς της ΟΤΟΕ (Νέα, Π.2.92). Πρόκειται για φράσεις «κενές ουσιαστικού περιεχομένου»: διότι παραπέμπουν σε προφάνειες που δεν εξηγούν, αλλά μάλλον συγκαλύπτουν την πραγματικότητα: τα συνδικάτα (= οι ηγεσίες) είναι δέσμια του γενικού πολιτικού κλίματος και όχι κάποιου κόμματος. «Αν πραγματικά θέλουμε να δώσουμε ένα ενοποιημένο παρών στην αντιμετώπιση όλων των κοινωνικών δυνάμεων, στην αντιμετώπιση των προβλημάτων που ήδη υπάρχουν στην ελληνική οικονομία και που οι όροι οι οποίοι έχουν προδιαγραφές είναι πάρα πολύ κρίσιμοι, επιβάλλεται να επικρατήσει ο κοινωνικός διάλογος, επιβάλλεται να διαμορφωθούν ισχυρές κοινωνικές συμφωνίες, οι οποίες να διασφαλίζουν και την αλληλεγγύη στην παραγωγή αλλά και μια κοινωνική συνοχή που την έχει ανάγκη ο τόπος». (Λ. Κανελλόπουλος Βήμα, 26.1.92). Με την αποδοχή όλων των μύθων της σύγχρονης οικονομικής καταστροφολογίας το μόνο που μένει είναι να γίνει κανείς μέλος στη «λέσχη της απάτης».
Η επιστήμη στην υπηρεσία της εξωτερικής πολιτικής
Αν υπάρχει ένας τομέας στον οποίο η πολιτική διαμορφώνεται με επιστημονικό τρόπο, τούτος είναι αναμφίβολα η εξωτερική πολιτική. Ουδέποτε στην ιστορία τόσοι πολλοί επιστήμονες, έστω και εμπειρικοί, έθεσαν στην υπηρεσία του έθνους τις επιστημονικές υπηρεσίες τους, σε μια ιεραρχική πυραμίδα που ξεκινά από τον επιστημονίζοντα πρωθυπουργό έως τον επιστημονικά πολιτευόμενο δημοσιογραφίσκο ραδιοσχολιαστή. Και στον διάμεσο χώρο, ιστορικοί, αρχαιολόγοι, φιλόσοφοι, ιερείς που όλοι λειτουργούν ως άτομα με βαθιά χαραγμένη τη σφραγίδα της επιστημονικότητας.
Οι αφορισμοί μας αφορούν το Μακεδονικό, αλλά έχουν την αφετηρία τους στις επιστημονικές έννοιες του «ανάδελφου έθνους», του διωκόμενου και τελούντος υπό διαρκή επιβουλή από τους πάντες, του περιστοιχιζόμενου από αδιαλλάκτους και προκλητικώς δρώντες γείτονες. Η θεωρία αυτή έχει δοκιμαστεί στο ζήτημα της Κύπρου και της τουρκικής πολιτικής στο Αιγαίο. Τώρα διευρύνεται με το «μουσουλμανικό τόξο» και τις «σκοπιανές διεκδικήσεις». Παρά ταύτα υπάρχουν και στιγμές όπου αυτή η επιστημονική αντιμετώπιση υποχωρεί μπροστά στις χύδην ανάγκες της καθημερινής πολιτικής, επισύροντας βεβαίως την μήνιν της επιστημοσύνης των εθνικώς σκεπτόμενων. Ο Κ. Μητσοτάκης αφήνει για λίγο τις επιστημονικές περγαμηνές για να συνομιλήσει με την Τουρκία στο Νταβός, γεγονός που επισύρει κατηγορίες μειοδοσίας εναντίον του: πράγματι, εδώ υπάρχει ρήγμα στη συνέχεια της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, μιας και επισημοποιείται η εγκατάλειψη της διαπραγματευτικής στάσης της Ελλάδας για λύση «πακέτο» Κύπρου Αιγαίου, και δηλώνεται επισήμως ότι τα δύο ζητήματα αποσυνδέονται. (Νέα, 2.2.92). Η παρέκκλιση αυτή διορθώνεται τάχιστα από την κυβέρνηση, διότι φαίνεται ότι η διευθέτηση του Κυπριακού αργεί ακόμη, οπότε και επανέρχονται οι γνωστές θέσεις περί «τουρκικής αδιαλλαξίας». Η εθνική επιστημονική στρατηγική επισημοποιείται στο παραλλαγμένο «Συμβούλιο του Στέμματος», γεγονός που προκαλεί ρίγη εθνικής συγκίνησης ανά το Πανελλήνιον (Μα, 19.2.92). Ο θεσμός αυτός τείνει να γίνει διαρκής λόγω της «προκλητικότητας και αδιαλλαξίας των Σκοπίων», γεγονός που αποδεικνύει εμπράκτως την ορθότητα της πρότασης του ΣΥΝ για διαρκές συμβούλιο εξωτερικής πολιτικής.
Και έτσι καταλήγουμε στο Μακεδονικό, το πεδίο όπου δραστηριοποιούνται οι πολέμαρχοι επιστήμονες του σύγχρονου ελληνισμού, θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθούμε στις επιστημονικές αποχρώσεις που χωρίζουν τον Κ. Μητσοτάκη από τον Α. Σαμαρά, που ο μεν πρώτος αποκλίνει προς τον επιστημονικό ρεαλισμό ενώ ο δεύτερος προκρίνει την επιστημονική ορθοδοξία. Το φαινόμενο αυτό ωχριά όμως μπροστά στην εθνική ανάταση όλων των άλλων επιστημόνων, με επικεφαλής τον στρατηλάτη πολέμαρχο Στυλιανό Παπαθεμελή, επικεφαλής της Αγίας Τριάδας που συναποτελούν ο πρώην χουντικός Μέρτζος και ο «αριστερός» Νέστωρ. Η θέση του Ναπολέοντος του εθνικισμού συνοψίζεται στην ακόλουθη φράση: «Επειδή όμως στον κόσμο η διπλωματία μόνη ουδέποτε έλυσε ένα σοβαρό πρόβλημα και τα Σκόπια μας περιγελούν - δεν είναι υπερβολή αυτό - υπάρχει ανάγκη άμεσων, επιδέξιων, δυναμικών χειρισμών στρατιωτικής πίεσης προς τα Σκόπια. Τώρα, όχι αύριο». (Βήμα, 2.2.92). Προφανώς, ο στρατηλάτης εζήλωσε τη νίκη στον Περσικό που έχει μετατρέψει την περιοχή σε παζλ, του οποίου η λύση μάλλον ισοδυναμεί με βραβείο Νόμπελ. Αλλά υπάρχει και ο υπασπιστής του στρατηλάτη, Χ. Λαζαρίδης, ο οποίος με την παρησία και επιμονή που είναι γνωστή σε όσους τον γνωρίζουν από παλιά, υπεραμύνεται της «επιθετικής» εθνικής στρατηγικής: «... μήπως είναι προτιμότερο από άποψη Ασφάλειας της περιοχής, αν ο διαμελισμός των Σκοπίων καταστεί αναπόφευκτος - εν πολλοίς λόγω της εσωτερικής τους αποσύνθεσης - αντί να γίνει σύγκρουση Σερβίας Βουλγαρίας, να γίνει με τριπλή συνεννόηση Ελλάδας, Σερβίας και Βουλγαρίας.... Μια ακόμη διευκρίνιση: Διαμελισμός των Σκοπίων μετά από τριπλή συνεννόηση, εφόσον δεν έχουν αναγνωριστεί ακόμα τα Σκόπια διεθνώς ΔΕΝ αποτελεί από τυπική άποψη κήρυξη πολέμου! Πόλεμο μπορούν να κηρύξουν υποκείμενα του διεθνούς Δικαίου - αναγνωρισμένα κράτη - σε άλλα υποκείμενα του διεθνούς Δικαίου - σε αναγνωρισμένα κράτη!» (Οικονομικός, 13.2.92). Και ο «διεθνολόγος» προτείνει ως «αληθινά ανθρωπιστική λύση» για να αποφύγουμε κύμα εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων και «πραγματικές μειονότητες εκεί που δεν έχουμε», είτε «να στείλουμε στρατό να τους εμποδίσει με τα όπλα να περάσουν τα σύνορα», είτε «να μπούμε προσωρινά στις περιοχές τους» για να τους δώσουμε την ασφάλεια να αποφασίσουν ελεύθερα για το μέλλον τους(!). Ιδού λοιπόν, η απειλή των «προκλητικών» Σκοπίων! Παράλληλα μ' αυτό το αμιγώς στρατιωτικό σκέλος της αντισκοπιανής θωράκισης του έθνους, λειτουργεί και ιδεολογικό κέντρο συντονισμού της εθνικιστικής υστερίας, που εκφράζεται με την έκδοση δεκάδων βιβλίων μακεδονομαχικού περιεχομένου, αφιερωμάτων εφημερίδων, διαλέξεων της Αγίας Τριάδας, συλλαλητηρίων, διαφώτισης των μαθητών, με αποκορύφωμα εκείνο το μνημειώδες παμμακεδονικό συλλατήριο της Θεσσαλονίκης, που έδωσε την εικόνα του μεσαιωνικού εθνικιστικού παραληρήματος στο οποίο ζει σήμερα η Ελλάδα. Σημαντικός είναι επίσης ο ρόλος της Εκκλησίας που αναδεικνύεται σε έναν από τους πόλους της «εθνικής στρατηγικής», επικαιροποιώντας δόγματα τύπου «Όνομα του Ρόδου» αλλά και εκπροσωπώντας θέσεις που δεν μπορούν να υιοθετηθούν άμεσα από το επίσημο κράτος: έτσι ακούμε να ξεθάβεται η διαμάχη με τους Ουνίτες, αλλά βλέπουμε και χάρτες της Ελλάδας με τη Β. Ήπειρο να ξεχωρίζει από την Αλβανία, ή θαυμάζουμε τη δημοσιότητα που δίνεται στη συγκέντρωση των ορθόδοξων πατριαρχών στο Φανάρι. Η Ελλάδα εμφανίζει, λοιπόν, την παγκόσμια πρωτοτυπία να έχει ενσωματώσει την Εκκλησία στο κέντρο του πολιτικού φάσματος, αντί της ακροδεξιάς θέσης που κατέχει στις άλλες προηγμένες χώρες. Σημαντικός είναι εδώ ο ρόλος που διαδραμάτισε το νεορθόδοξο ρεύμα, το οποίο έμπασε τα αντιδραστικά παραληρήματα της Ορθοδοξίας στα σαλόνια της Αριστεράς προλειαίνοντας το έδαφος για τη σημερινή πολιτική αποκατάσταση της. Κατά τα άλλα, οι ίδιοι νεροκουβαλητές του θεοκρατικού αντιδραστικού λόγου της κατακεραύνωναν πρόσφατα, και συνεχίζουν να το κάνουν σήμερα, την αντιδραστικότητα του ισλαμισμού. Γι αυτό και οι δημοσιογράφοι απορούν π.χ. για την κοσμική μορφή του ισλάμ της Βοσνίας Ερζεγοβίνης (Νέα, 16.3.92).
Η ελληνική κυβέρνηση προσπαθεί να συγκεράσει αυτές τις αντιδραστικές τάσεις υστερικού εθνικισμού με μια κόσμια εξωτερική πολιτική που στηρίζεται σε πραγματικότητες των διεθνών ισορροπιών και συσχετισμών. Εκθέτης αυτής της αντίφασης είναι η διαμάχη Μητσοτάκη (ο ρεαλιστής) και Σαμαρά (ο εθνικιστής). Συμπύκνωσή της είναι η πολιτική της αναβολής της αναγνώρισης της Μακεδονίας των Σκοπίων που βραχυκυκλώνει τη στρατηγική της ΕΟΚ και ανοίγει το δρόμο για επιδιαιτησία των ΗΠΑ στις υπό εξέλιξη διαμάχες στη Βαλκανική (Βήμα, 15.3.92). Η πολιτική αυτή που αγκυλώνεται από τις εθνικιστικές εκρήξεις συναντά αντιστάσεις από το συντηρητικό χώρο (βλ. αντίθεση Μ. Έβερτ, Καθημερινή 1.3.92) αλλά και από συντηρητικούς εκθέτες της πολιτικής των άλλων κομμάτων. «Οι μεταβολές γίνονται αντιληπτές όχι ως πρόκληση αλλά ως "εξωτερική απειλή". .. Τα κανόνια παίζουν περιορισμένο ρόλο σε σύγκριση με εξαγωγές, κεφάλαια, σταθερότητα του νομίσματος και τεχνογνωσία... Την εξωτερική πολιτική της χώρας προσδιορίζει σήμερα μια υπεραντιδραστική και αμυντική νοοτροπία. Οι θέσεις μας προκύπτουν από αντιδράσεις στις τουρκικές προκλήσεις, στις δηλώσεις αμερικανών αξιωματούχων, στις εξελίξεις στις γειτονικές χώρες και όχι από δικές μας πρωτοβουλίες. Χαρακτηριστικό τους είναι ο φόβος και η καχυποψία». (Κ. Σημίτης, Κυριακάτικη, 2.2.92). Παρόμοιες απόψεις εκφράζουν και άλλοι συντηρητικοί παράγοντες της Αριστεράς, όπως ο Μ. Παπαγιαννάκης. Βεβαίως, την αντίθεση του στην εθνικιστική υστερία διατράνωσε και το ΚΚΕ, το οποίο γεύθηκε προπηλακισμούς και λοιδωρίες από τους εθνοσωτήρες που επιχείρησαν να δημιουργήσουν εθνικόφρον μέτωπο εναντίον του.
Υπάρχει λόγος γι' αυτό το «παράδοξο»: οι «προοδευτικοί» να γίνονται εθνικιστές και κάποιοι «συντηρητικοί» να μάχονται τον εθνικισμό. Οι πρώτοι στηρίζονται αφενός στην παράδοση της «εθνικής» λειτουργίας της Αριστεράς από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, έστω και αν το σημείο αυτό κατέληξε να είναι ο μοχλός της άτυπης μεταπολιτευτικής συναίνεσης. Αλλά οι λόγοι δεν περιορίζονται στους ιστορικούς. Σε μια εποχή όπου η διαφοροποίηση επί των ζητημάτων διαχείρισης της εργασιακής δύναμης στην περίοδο της νεοφιλελεύθερης εκκαθάρισης είναι όλο και περισσότερο δυσχερής, οι αντιπολιτευόμενες δυνάμεις βρίσκουν την εύκολη λύση: εκμεταλλεύονται αδιακρίτως όποιες αντιφάσεις τους προσφέρονται. Μια απ' αυτές - όχι ασήμαντη - είναι εκείνη που δίνει βάση στην ανάπτυξη του εθνικισμού. Έτσι διευρύνεται η απήχηση του εθνικιστικού λόγου πέρα από τα όρια των παραδοσιακών εξ επαγγέλματος διακόνων του. Οι «εκσυγχρονιστές» λίγο ενδιαφέρονται για αντιπολίτευση, άρα αφίστανται των εν λόγω προσπαθειών. Οπότε έχουν ελευθερία κινήσεων και παίρνουν τις αποστάσεις τους από τον εθνικιστικό πυρετό. Κάπου στη μέση πλοηγεί με επιδεξιότητα ισορροπιστή ο Γ. Αρσένης: «Πρέπει να κατανοήσουμε ότι η προστασία των εθνικών μας δικαιωμάτων και η τουρκική εξωτερική πολιτική, στην παραδοσιακή και τη σημερινή τους μορφή, δεν μπορούν να συνυπάρξουν... Η κατάρρευση των καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης... έχει οδηγήσει σε αποδιοργάνωση των κοινωνιών και έξαρση των εθνικιστικών και θρησκευτικών συσπειρώσεων... Αν και κάπως αργά, υπάρχουν θετικές προοπτικές για μας και μπορούμε να αξιοποιήσουμε την ιδιότητα μας ως μόνης βαλκανικής χώρας που είναι μέλος της ΕΟΚ, την αναβαθμισμένη γεωπολιτική θέση στο νέο Ευρωπαϊκό σταυροδρόμι Βορράς Νότος, Ανατολή Δύση, και το γεγονός ότι είμαστε η βαλκανική χώρα με την πιο αναπτυγμένη οικονομία και ομοιογενή πληθυσμό. Αυτά τα στοιχεία μας δίνουν μια αξιόλογη βάση για ν' αναπτύξουμε τις συμμαχίες που χρειαζόμαστε και να παίξουμε έναν καθοριστικό ρόλο στην προώθηση της πολιτικής σταθερότητας, της οικονομικής συνεργασίας και της ειρήνης στην περιοχή». (Κυριακάτικη, 16.2.92).
Είναι προφανές ότι ο νεοελληνικός εθνικισμός, με τις «επιστημονικές» τεκμηριώσεις της πολυχιλιετούς πορείας του - όπου πραγματοποίησε τον εθνολογικό άθλο της ρατσιστικής καθαρότητας - είναι ένας θαυμάσιος τρόπος να κάνεις «πολιτική» στο χώρο του φαντασιακού. Και να αφήνεις την πολιτική στα χέρια εκείνων που διαφεντεύουν τους κρατικούς μηχανισμούς και πίσω από το σοβαροφανές προσωπείο τους γελούν με τους αυτόκλητους και εγκληθέντες κομπάρσους σ' αυτό το καταπληκτικό θέατρο σκιών χωρίς σκηνοθέτη, αλλά με κινητήρια δύναμη την πιο άγρια μορφή της ταξικής πάλης: τις φασιστικές ιδεολογίες του εθνικισμού, του ρατσισμού και του σοβινισμού.
Παιχνίδια στη διεθνή σκακιέρα
Η κατάρρευση των καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης και η αυτοκαταστροφή της ΕΣΣΔ ανέδειξε νέα φαινόμενα στην Ευρωπαϊκή ήπειρο και ανέτρεψε άρδην τους διεθνείς συσχετισμούς στο γεωπολιτικό παιχνίδι. Οι χωριστικές και αυτονομιστικές τάσεις που αναπτύσσονται σε όλη την ανατολική και νοτιοανατολική Ευρώπη παραπέμπουν σε φαινόμενα που θυμίζουν μάλλον το τέλος της αποικιοκρατίας μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο παρά τη Βαλκανική του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Οι χώρες αυτές μοιάζουν μάλλον με καζάνι που έβραζε κάτω από το καλά κλεισμένο καπάκι του παρά με
δοχείο που το ανακατεύουν οι «Μεγάλες Δυνάμεις». Αλλά και η ανάδυση των εθνικισμών και των νέων κρατών, οι αλλαγές των συνόρων και η απόρριψη των μέχρι σήμερα τεχνητών κρατικών οντοτήτων θυμίζει πάλι τις αποικιοκρατούμενες χώρες που τα σύνορα τους ορίζονταν από τις διαχειριστικές γραμμές που προέκυπταν από τους συσχετισμούς δύναμης μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών.
Όμως, η σημερινή κατάσταση εμφανίζει κάποιες πρωτοτυπίες. Υπάρχουν περιπτώσεις εθνοτήτων που υφίσταντο σαν τέτοιες στο παρελθόν, είτε υπό μορφή κρατικής υπόστασης, είτε ενταγμένες σε ευρύτερες κρατικές οντότητες απολαμβάνοντας τα εθνικά δικαιώματα τους. Αυτές οι περιπτώσεις φυσιολογικά αναμένει κανείς ότι στη δίνη των ανακατατάξεων θα διεκδικήσουν την εθνική αναγνώριση μέσω της αυτόνομης κρατικής συγκρότησης. Υπάρχουν όμως και άλλες περιπτώσεις - ίσως η πλειοψηφία - που η εμφάνιση τους υποδηλώνεται αποκλειστικά και μόνο από τη σημερινή απόφαση τους να συγκροτήσουν «ανεξάρτητα» κράτη. Και ακόμη, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η κρατική οντότητα από την οποία αποσπώνται έχει μια αρκετά μακρά ιστορία (πλέον των 70 ετών στην ΕΣΣΔ, περί τα 50 έτη στη Γιουγκοσλαβία) η οποία δεν είναι δυνατόν να μην έχει δημιουργήσει ένα ενιαίο κοινωνικό ιστό, ή έστω διακριτά, υπερβαίνοντα τις εθνότητες ίχνη. Πώς γίνεται λοιπόν, τόσο η ιστορία όσο και η πραγματικότητα των μέχρι σήμερα παγιωμένων κοινωνικών σχηματισμών να καταρρέει σαν χάρτινος πύργος από «υπαρκτές» ή έως σήμερα «ανύπαρκτες» εθνότητες; Ή αλλιώς, ποιοί είναι οι συγκεκριμένοι μηχανισμοί μέσω των οποίων η ταξική πάλη στις χώρες αυτές ενδύεται την μορφή των «άγριων» εθνικιστικών ιδεολογιών που αντιπαλεύουν η μια την άλλη στο μέχρι χθες ειδυλλιακό «σοσιαλιστικό» τοπίο;
Θα πρέπει κατ' αρχήν να διατυπώσουμε τη θέση ότι έθνη με τη μορφή διακριτών και συγκροτημένων οντοτήτων υφίστανται μόνο στο πλαίσιο της κρατικής υπόστασης. Το κράτος είναι εκείνη η μορφή η οποία λειτουργεί καταστατικά για την έννοια του έθνους, και την πρακτική άρθρωση του με την "ιστορία του", την ιστορία των ειδικών παραδόσεων και αναφορών του. Συνεπώς, τόσο τα έθνη που δεν συγκρότησαν ποτέ κράτος, όσο και εκείνα που είχαν βραχύβια εμφάνιση στην ιστορία για να καταβροχθισθούν στη συνέχεια σε ευρύτερους κοινωνικούς σχηματισμούς δεν μπορεί να είναι υποκείμενα ή κινητήριες δυνάμεις των σημερινών εθνικιστικών διεκδικήσεων και συγκρούσεων. Τα αίτια του νέου αυτού εθνικισμού θα πρέπει να αναζητηθούν αλλού: οι κοινωνίες του κρατικού καπιταλισμού με την πολιτική δικτατορία που είχαν συγκροτήσει ως μορφή κρατικής διαχείρισης και κοινωνικής ρύθμισης, εστερούντο κρατικών ιδεολογικών μηχανισμών που θα συμπύκνωναν τις κοινωνικές αντιφάσεις (και εκείνες μεταξύ εθνοτήτων, ομάδων και κατηγοριών των περιφερειών) οργανώνοντας τη συναίνεση μέσα από ένα πλέγμα «δημόσιων» και «ιδιωτικών» χειρισμών και διασφαλίζοντας την ομαλή μετεξέλιξη των ανταγωνισμών. Πέραν της καταστολής, η μόνη μορφή κοινωνικής ρύθμισης που γνώρισαν οι κοινωνίες αυτές ήταν ο «σοσιαλιστικός σχεδιασμός», δηλαδή η καλυμμένη μορφή ανταγωνισμού μέσα από το πλάνο. Η απαξίωση αυτού του τύπου ρύθμισης με την κατάρρευση και η απουσία εναλλακτικών, συμπληρωματικών μορφών οργάνωσης του ανταγωνισμού, δημιούργησε ένα κενό που έπρεπε να καλυφθεί εκ των ενόντων, μέχρις ότου οργανωθούν οι μηχανισμοί της «ελεύθερης αγοράς». Το μόνο μέσο που διέθεταν οι υποβαθμισμένες και δομικά υποδεέστερες περιοχές για να διασφαλίσουν στοιχειώδεις ισορροπίες στην υπό εκκόλαψη αγορά, ήταν η δημιουργία αυτού που θα ονομάζαμε «τοπικό συνολικό κεφάλαιο», που στον ανταγωνισμό με τους «εκτός», αλλά «εντός» της παλιάς επικράτειας, θα έχαιρε όλων των προστατευτικών μέτρων (νόμισμα, δασμοί, πολιτική κ.λπ.) που έχει το εθνικό κεφάλαιο σε μια χώρα. Τούτο επιτυγχάνεται μόνο με τη δημιουργία κράτους, και το κράτος δημιουργεί «έθνη» για τη νομιμοποίηση του. Η διαδικασία αυτή καλύπτεται από τις εθνικιστικές ιδεολογίες: είναι απόρροια του ανταγωνισμού για επιβίωση σε ένα πλοίο που βουλιάζει, και οι μορφές που προσλαμβάνει αυτός ο ανταγωνισμός είναι άγριες και πρωτόγονες, διότι σε συνθήκες ήττας δεν υπάρχουν εκείνοι οι μηχανισμοί που θα επέτρεπαν τον έλεγχο, την άμβλυνση και την απονεύρωση των αντιθέσεων αλλά και λόγω της προϊστορίας των κοινωνικών σχηματισμών. Οι άνθρωποι που πεθαίνουν στο δρόμο με το όπλο στο χέρι για μια ιδέα που μέχρι πριν ένα χρόνο τους ήταν άγνωστη, μαρτυρούν την υλικότητα της ιδεολογίας (εν προκειμένω της εθνικιστικής ιδεολογίας) και την αγριότητα της συγκεκριμένης μορφής που προσλαμβάνει η πάλη των τάξεων.
Το σκηνικό είναι ρευστό και οι διέξοδοι πολλές. Η αποσταθεροποίηση των γεωπολιτικών ισορροπιών τρομάζει, όσο βαθιά και αν προσπαθήσει να διεισδύσει κανείς στα επιφαινόμενα. Δεν είναι μόνο ότι γίνονται οιωνεί πραγματικά κάποια σενάρια που μέχρι πρότινος μόνο σε κατασκοπικά σινερομάντζα έβλεπε κανείς: η πιθανότητα χρήσης πυρηνικών βομβών για λόγους εκβιασμού οποιουδήποτε τύπου, είναι σήμερα απόλυτα υπαρκτή (Economist, 14.3.92). Το πυρηνικό οπλοστάσιο της ΕΣΣΔ αποσυντίθεται προς άγνωστη κατεύθυνση, οι πυρηνικοί εγκέφαλοι της διατίθενται πλέον στην ελεύθερη αγορά. Οι ΗΠΑ παραπαίουν στις στρατηγικές επιλογές τους στην Ανατολική Ευρώπη λειτουργώντας μάλλον σαν γραφείο στοιχημάτων παρά σαν ηγέτιδα δύναμη. Αρχικά υποστηρίζουν την ενιαία ΕΣΣΔ, μετά την Κοινοπολιτεία, ύστερα τον Γιέλτσιν, μετά προσπαθούν να εξισορροπήσουν με τους Ουκρανούς, στη συνέχεια αναβαθμίζουν όλες τις πλέον απίθανες «Δημοκρατίες» της πρώην ΕΣΣΔ ενώ διατηρούν για τον εαυτό τους την πολυτέλεια να υποθάλπουν εστίες αναταραχής στα Βαλκάνια προκειμένου να εξασφαλίσουν το δικαίωμα της επιδιαιτησίας. Και πέρα από τα τεκταινόμενα στην Ανατολική Ευρώπη, αφήνουν να ναυαγήσει ο «γύρος της Ουρουγουάης» του GATT, επιμένοντας στην επιλεκτική απελευθέρωση του διεθνούς εμπορίου και ντε φάκτο ακυρώνοντας τις πολιτικές του ΔΝΤ και της Διεθνούς Τράπεζας στις χώρες της Λατινικής Αμερικής και του Τρίτου Κόσμου γενικότερα, οι οποίες νοιώθουν να εξωθούνται σε ακόμη μεγαλύτερες ανισορροπίες χωρίς προοπτική.
Από την άλλη πλευρά, η Ευρώπη εμφανίζεται αντιμέτωπη με πολλαπλά προβλήματα. Η Γαλλία κυριαρχείται από πολιτική αστάθεια με τα αποτελέσματα των εκλογών 22.3.92 που έδειξαν σημαντική πτώση των Σοσιαλιστών, πτώση επίσης της παραδοσιακής Δεξιάς και άνοδο των νεοφασιστών του Λεπέν και των οικολόγων. Η Γερμανία αντιμετωπίζει προβλήματα με την ενοποίηση και τις τεράστιες δυσχέρειες ένταξης της πρώην Αν. Γερμανίας στον οικονομικό και κοινωνικό ιστό της Δυτικής: καλπάζουσα ανεργία, απαξίωση παραγωγικών εγκαταστάσεων, ρεύμα ξενοφοβίας και ρατσισμού. Ο ανταγωνισμός με την Αγγλία μέσα στην ΕΟΚ είναι εντονότατος, όπως οξύτατες παραμένουν οι αντιθέσεις για ζητήματα οικονομικής, κοινωνικής, εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής.
Και από την πλευρά των σχέσεων Αμερικής Ιαπωνίας τα πράγματα φαίνεται να μεταβάλλονται. Υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι οι ΗΠΑ ξεπερνούν αργά, αλλά σταθερά την 20μηνη σημαντική ύφεση που γνώρισαν, το δολάριο ισχυροποιείται και τα ισοζύγια βελτιώνονται ενώ η Ιαπωνία εισέρχεται στην πρώτη μετά το 1974 ύφεση, με διαρκή και σημαντική πτώση των τιμών του χρηματιστηρίου, της γης και ζημίες για τις επιχειρήσεις.
Ο κόσμος είναι σήμερα ρευστότερος παρά ποτέ. Οι αντιφάσεις και η εξέλιξη τους λίγο ελέγχονται. Οι εθνικισμοί γίνονται ανεξέλεγκτοι. Αν κάποιοι κατηγορούσαν τον κομμουνισμό και την «εφαρμογή» του στις Αν. Χώρες σαν μια μεσαιωνική θρησκευτική ιδεολογία, με πυρές και καθαρτήρια, τι θα έχουν να πουν για τη σύγχρονη υστερική εθνικιστική θεοκρατία; Μήπως ότι «τελείωσε η ιστορία», όπως ο τύπος διαφήμισε ανά τον κόσμο επαναλαμβάνοντας την υπερφίαλη άποψη του Φ. Φουκουγιάμα; Νομίζουμε ότι η άποψη αυτή έχει βάση· όπως έχει βάση η άποψη ότι αν κλείσουμε το φως του δωματίου, το δωμάτιο παύει να υπάρχει. Είναι ενδιαφέρον ότι στο τέλος του αιώνα ανακαλύπτονται και πάλι οι πρωτότυπες ιδέες του επισκόπου Berkeley. Κατά τα άλλα, και ενώ «η ιστορία τελείωσε», εκατομμύρια σύγχρονοι «άθλιοι» - άνεργοι και κοινωνικά εξαθλιωμένοι - μάχονται στους δρόμους πόλεων, σκοτώνονται για «το θεό και την πατρίδα», με ένα όπλο στο χέρι και την εθνικιστική θεοκρατία στο κεφάλι τους. Κάποτε οι άνθρωποι συνέρρεαν στην Ισπανία απ' όλα τα μέρη της Ευρώπης για να υπερασπιστούν τη Δημοκρατία από το φασισμό. Σήμερα πεθαίνουν για τον εθνικιστικό φασισμό του κάθε δικτατορίσκου, υπερασπιζόμενοι ένα έθνος που μέχρι χθες δεν το γνώριζαν, το οποίο όμως σήμερα τους εγκαλεί στην υπεράσπιση του. Αυτή είναι η άγρια δύναμη της ταξικής πάλης. Οι καιροί είναι δύσκολοι, αλλά δεν πρέπει να χάνουμε την εμπιστοσύνη μας στην τελική νίκη. Ας ευχαριστούμε το θεό που μας έκανε αριστερούς. Αλλάχ Ακμπάρ! Ο θεός είναι μεγάλος!
«Θ» 28.3.92