«Η δεκαετία του '60 μας κληροδότησε μια μεγάλη θεωρητική συζήτηση: το μεγάλο εύρημα, που προ-έρχεται εν μέρει από τον Marcuse, έγκειται στην ακόλουθη ιδέα, ότι δεν είναι από την κρίση του κεφαλαίου αλλά από την επιτυχία του που θα δούμε να αναδεικνύονται δυνάμεις αντίστασης».
(F. Jameson, 1984b)
Οι σύγχρονοι μετασχηματισμοί όλων των μορφών της κοινωνικής ζωής απαιτούν επιτακτικά από τη μεριά μας απαντήσεις. Στους τωρινούς καιρούς, φαινόμενα όπως η απο/ανασύνθεση των παραγωγικών συστημάτων και οι σύστοιχες αναδιαρθρώσεις (που αφορούν το προτσές της εργασίας και το σύνολο των συνθηκών ζωής των εργαζομένων, τους όρους επαγγελματικής εκπαίδευσης και εισόδου στην αγορά εργατικής δύναμης, την εξέλιξη των ατομικών και συλλογικών προτύπων κατανάλωσης, κλπ.), η τροποποίηση της οργανικής σύνθεσης των κοινωνικών τάξεων και των αντιθετικών τους σχέσεων1, η αλλαγή των κρατικών μορφών κοινωνικής ρύθμισης, η τροποποίηση των πλαισίων της χωροχρονικής εμπειρίας, καθώς και οι μετασχηματισμοί των ατομικών και συλλογικών ταυτοτήτων, θέτουν υπό αίρεση το προσήκον των διαθέσιμων θεωρητικοποιήσεων των κεφαλαιοκρατικών δομών και των αποτελεσμάτων τους.
Αντιμέτωποι με τον προηγμένο καπιταλισμό - του οποίου οι δυνατότητες προσαρμογής υποτιμήθηκαν σε μεγάλο βαθμό - οι ορισμοί μας σε σχέση με τα διαδραματιζόμενα, οι εξηγήσεις, οι προβλέψεις και οι στρατηγικές μας επιλογές μοιάζουν διστακτικές και πολύ συχνά αποπροσανατολισμένες.
Εάν το κεφαλαιοκρατικό σύστημα δεν έπαψε ποτέ να προσκομίζει in situ τις αποδείξεις της ικανότητας του να μεταμορφώνεται, η κριτική ανάλυση και η ιστορική εξήγηση της εξέλιξης του δεν στάθηκαν πάντα στο ύψος των καθηκόντων τους, εκτεθειμένες, μ' αυτόν τον τρόπο, στον κίνδυνο μιας δυσάρεστης έντασης (σε ό,τι αφορά τα πολιτικά αποτελέσματα) ανάμεσα στην πραγματική εξέλιξη και στην αναλυτική εκτίμηση του καπιταλισμού.
Οδηγούμαστε λοιπόν για νιοστή φορά στο να ξανακουβαλήσουμε την πέτρα του Σίσσυφου με την προοπτική να αναλύσουμε, να ξαναεκτιμήσουμε και να ξαναεφαρμόσουμε. Βέβαια δεν ξεκινάμε από το μηδέν, αλλά από μια πολύ συγκεκριμένη επιστημονική και πολιτική κληρονομιά, αυτή που συνδέεται με τη θεωρητική κατεύθυνση που χαράχτηκε από τον Karl Marx τον περασμένο αιώνα. Είναι λοιπόν νόμιμο να διερωτηθούμε αν η αναλυτική δύναμη αυτής της θεωρίας μπορεί ακόμα να επαναλαμβάνει τα κριτικά της αποτελέσματα ή αν κατάντησε ασυνεπής απέναντι στις συστημικές ανατροπές, οι οποίες, αλλάζοντας τα δομικά χαρακτηριστικά των σύγχρονων κοινωνιών, θα μπορούσαν να είχαν στερήσει τη θεωρία από το πραγματικό της αντικείμενο. Δεν πρόκειται για ένα απλό ζήτημα θεωρητικής πιστότητας σε μια ιδιαίτερη ιστορική παράδοση. Ούτε για ένα ζήτημα προσκόλλησης (δικαιολογημένης ή μη) στην πολιτικοθεωρητική κουλτούρα του «εργοταξίου-Marx». Πρόκειται για την ίδια την κατηγοριοποίηση του ανεπτυγμένου καπιταλισμού και για την καύσιμη ύλη των «ανατρεπτικών μας ονείρων».
Γενικές ορίζουσες τον κεφαλαίου
Ποια είναι η έκταση, το βάθος και η σημασία των κοινωνικών μετασχηματισμών που δομούν την ύστερη φάση της κεφαλαιοκρατικής νεωτερικότητας; Ο ειδοποιός τρόπος ενοποίησης της κοινωνίας, γεννημένος από το προτσές της αξιοποίησης του κεφαλαίου, εξακολουθεί να βρίσκεται εν δράσει; Ή ακόμα, όπως αναρωτιέται ο J. Habermas: «άραγε, οι δομές του προηγμένου καπιταλισμού επιδέχονται μια εξέλιξη που θα υπερέβαινε την αντίφαση που αντιπροσωπεύει μια κοινωνικοποιημένη παραγωγή διαμέσου μη καθολικεύσιμων σκοπών;»2
Πριν αποφανθούμε στις παραπάνω ερωτήσεις, αρμόζει να υπενθυμίσουμε τις γενικές ορίζουσες του κεφαλαίου, η κατηγοριοποίηση των οποίων απετέλεσε τη λυδία λίθο της μαρξικής αντίληψης του καπιταλισμού.
1. Το κεφάλαιο είναι ένα προτσές και όχι ένα πράγμα. Είναι ένα προτσές (ανα)παραγωγής της κοινωνικής ζωής διαμέσου της γενικευμένης εμπορευματικής παραγωγής με σκοπό την εξαγωγή της υπεραξίας. Η ανάπτυξη αυτού του προτσές συνεπάγεται τη μετατροπή όλων των μορφών της κοινωνικής ζωής σε εμπορεύματα και την υπαγωγή της κοινωνικής παραγωγής στην καταναγκαστική σχέση παραγωγής υπεραξίας. Έτσι, το κεφάλαιο δεν είναι παρά το προτσές που θέτει σε συναγωνισμό τις μορφές κοινωνικής ύπαρξης της αξίας στο εσωτερικό του ομογενούς χώρου ποσοτικής συσσώρευσης της υπεραξίας.
2. Πραγματικά, το κεφάλαιο είναι μια κοινωνική σχέση ιδιοποίησης της εργατικής δύναμης με σκοπό τη συσσώρευση. Αυτή η σχέση ιδιοποίησης εγκλείει την εργατική δύναμη στο κεφάλαιο ως το έμψυχο μέρος του και παρουσιάζεται υπό τη διπλή μορφή της σχέσης παραγωγής και της σχέσης ανταλλαγής (διπλή φύση της μισθωτής σχέσης). Η δεύτερη σχέση οργανώνεται κάτω από την πρωτοκαθεδρία της πρώτης. Πάνω σε αυτή τη βάση αναπτύσσεται ένα καθεστώς διαίρεσης του κοινωνικού χώρου σε κοινωνικές τάξεις (καθεστώς εκμετάλλευσης), που μοιάζει να είναι το φυσικό προϊόν των εμπορευματικών διαπραγματεύσεων που διαμορφώνονται ανάμεσα σε ελεύθερους «παραγωγικούς συντελεστές» που κατασκευάζουν ένα συμβολαιακό χώρο νοημένο υπό τον τύπο της ισότητας (σχέση ανταλλαγής).
Εντούτοις, αυτή η ταξική δομή δεν είναι δυνατή/νοητή παρά ως συνεχής δυναμική εξέλιξη ενός προτσές «κοινωνικά ρυθμισμένης κατανάλωσης» της εργατικής δύναμης κάτω από τον κεφαλαιοκρατικό έλεγχο (σχέση απόσπασης της υπεραξίας). Εάν η στιγμή της συμβολαιακότητας είναι ένα οργανικό συστατικό της κεφαλαιοκρατικής σχέσης, η στιγμή της κινητοποίησης σε εργασία (mise au travail) αποτελεί το αξονικό στοιχείο: πίσω από το συμβόλαιο υπάρχει πάντα ο καταναγκασμός, αποκρυμμένος και ουσιαστικά αδιόρατος στο επίπεδο της κυκλοφορίας, συχνά «σιωπηλός», πλην όμως πραγματικός.
Το προτσές κεφαλαιοκρατικής παραγωγής (ενότητα του προτσές παραγωγής αξιών χρήσης και του προτσές αξιοποίησης) είναι το πεδίο όπου οργανώνεται ένας ιστορικά καθορισμένος τύπος κοινωνικού καταναγκασμού. Πραγματικά, το κεφάλαιο, στα πλαίσια της κερδοφοριακής του ορμής, είναι αναγκασμένο να πραγματοποιήσει την εργατική δύναμη ως άξια χρήσης, δηλαδή να την καταναλώσει παραγωγικά. Η παραγωγική κατανάλωση της εργατικής δύναμης δεν αποτελεί ένα απλό φαινόμενο τεχνικο-οικονομικής διευθέτησης των τρόπων χρήσης αυτής της τελευταίας. Αντίθετα, όντας ιστορικά μορφοποιημένη από την ταξική σύγκρουση, εμπεριέχει εξόχως πολιτικούς καθορισμούς που πρέπει να γίνουν κατανοητοί «στη διατομή του τεχνικού και του πολιτικού στοιχείου, μέσα στην ειδοποιό αντιφατική τους ενότητα»3.
3. Το προτσές της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής - «αιώνιο αίνιγμα» που δεν παύει να εκπλήσσει τον κοινό αστικό νου λόγω των μυστηριωδών «αρετών» της αυτοεκπόρευσης της αξίας - βρίσκεται στην καρδιά της αναπαραγωγής των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής. Είναι, για να το πούμε έτσι, ο χώρος όπου η σχέση αγοράς (η πώληση αυτού του sui generis εμπορεύματος4 που είναι η εργατική δύναμη) γίνεται ενεργή σχέση κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, συνεπώς ταξική σχέση. Η ταξική πάλη στο εσωτερικό της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής δεν είναι μια απλή «απόρροια» της κεφαλαιοκρατικής δομής αλλά συμμετέχει εξ αρχής στο προτσές συγκρότησης των κυρίαρχων σχέσεων παραγωγής, και αποτελεί, κατά συνέπεια, ένα θεμελιακό προσδιορισμό της κεφαλαιοκρατικής ανάπτυξης. Με άλλα λόγια, το προτσές παραγωγής είναι εγγενώς ταξική πάλη, ή, για να καταφύγουμε σε μια προκλητική έκφραση, η καπιταλιστική εκμετάλλευση είναι ένα κατόρθωμα, στο βαθμό που η πραγματική υπαγωγή της εργασίας προϋποθέτει την ηγεμονική ικανότητα του κεφαλαίου.
Πιο συγκεκριμένα, η πάλη δεν θα μπορούσε να είναι το αποτέλεσμα μιας ενεργοποίησης της περιώνυμης «οικονομικής βάσης» (ταυτισμένης με ορισμένες «αντικειμενικές» συνθήκες όπου η «τάξη καθαυτή» θα βύθιζε τις ρίζες της) από την υπερδομή (που εκλαμβάνεται σαν να αντιπροσωπεύει τις «υποκειμενικές πλευρές» όπου η «τάξη δϊ αυτήν» θα έπαιρνε τη μορφή της)5. Αυτό το σχήμα, εκτός από το μη θεμελιωμένο προϋποτιθέμενό του (η ύπαρξη ενός οικονομικού στοιχείου, «επιστημικού» αντικειμένου της πολιτικής οικονομίας) και την εξελικτιστική αντίληψη της ταξικής συνείδησης (πρώτα μια οικονομική συνείδηση, ύστερα μια «ώριμη» πολιτική συνείδηση), πάσχει λόγω της ανικανότητας του να κατανοήσει το προτσές της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής ως μια συνάρθρωση «οικονομικών», «πολιτικών» και «ιδεολογικών» πρακτικών, καταστατικά εγγενών στην επαύξηση του αφηρημένου κοινωνικού πλούτου (παραγωγή της (υπερ)αξίας).
Εάν ο αντικειμενικός στόχος της αξιοποίησης είναι εκείνο που, σύμφωνα με τον Marx, δομεί το χαρακτήρα και την οργάνωση του κεφαλαιοκρατικού προτσές εργασίας, η αντίσταση της εργασίας αναδύεται (με άνισους και συνδυαζόμενους βαθμούς συνείδησης και αποτελεσματικότητας), στους «χώρους» όπου αποκρυσταλλώνεται η εκμετάλλευση και θέτει υπό αίρεση τις «τοποθεσίες» (υλικές και συμβολικές) όπου σφυρηλατείται η κεφάλαιοκρατική ηγεμονία. Έτσι, δομή της αξιοποίησης και απάντηση της εργασίας είναι αξεχώριστες. Η μόνιμη ένταση ανάμεσα στα δύο αυτά στοιχεία, είναι συστατική του προτσές αναπαραγωγής των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων αξιοποίησης. Κατά αυτόν τον τρόπο, οι δομικοί καθορισμοί της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής είναι ασύλληπτοι (inconceptualisables) όταν απουσιάζει αυτός ο ιστορικός παράγοντας που είναι η αγωνιζόμενη εργατική τάξη6.
4. Το κεφάλαιο ως συσσωρευτική διαδικασία ανάπτυξης του προτσές παραγωγής/ιδιοποίησης της υπεραξίας, ευθυγραμμίζεται στο άπειρο. Με το να είναι προσανατολισμένο προς την ανάπτυξη (growth oriented), δεν παύει να εξαπλώνει την επιρροή αυτής της κοινωνικής σχέσης που είναι η αξία, δηλαδή να παγιώνει το χώρο της γενικευμένης εμπορευματικής παραγωγής διαμέσου της απόσπασης και της αέναης κεφαλαιοποίησης της υπεραξίας. Το προτσές της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης πρέπει να νοηθεί όχι σαν μια απλή πρόοδος των οικονομικών μεγεθών, αλλά κυρίως ως αρχή κοινωνικοποίησης (principe de socialisation) που διέπεται από πλούσιες σε δυναμικότητες αντιθέσεις, αρχή που αποτελεί εξάλλου το πραγματικό «πρωτόπλασμα» του κεφαλαιοκρατικού πολιτισμού.
Το προτσές καπιταλιστικής συσσώρευσης νοημένο ως αρχή κοινωνικοποίησης, ακριβέστερα, ως αρχή ένταξης σε κοινωνία (mise en societe), και ιδιαίτερα, ως αρχή εργασιακής ένταξης, δεν είναι «το αιώνιο ξαναγύρισμα του Ίδιου», έστω και σε πιο άφθονη ποσότητα. Δεν θα μπορούσαμε να αναγάγουμε την ετερογένεια των μορφών της κοινωνικής ζωής μέσα στον καπιταλισμό στα αποτελέσματα μιας αμετάβλητης δομής (ουσιοκρατία, όπου το κεφάλαιο θεωρείται ο μορφογενετικός κώδικας του κοινωνικού στοιχείου), θα ήταν προτιμότερο να προβάλλουμε ανάγλυφα τον σχεσιακό χαρακτήρα της συσσώρευσης του κεφαλαίου, για να το πούμε αλλιώς, το γεγονός ότι η ανάπτυξη του κεφαλαίου συνεπάγεται και προϋποθέτει μια ταξική δομή (άρα, μια δομή πολιτικής και κοινωνικής αντίστασης), δομή που είναι εγγενής στην κεφαλαιοκρατική δυναμική.
Τοιουτοτρόπως, η συσσώρευση του κεφαλαίου δεν περιορίζεται στην παραγωγή εμπορευμάτων, στις συνεχείς ανατροπές των τρόπων του παράγειν, ή στις μεταβολές των προτσές εργασίας7: αποκρυσταλλώνεται στον αξεδιάλυτα ετερογενή και ασταθή χώρο των κοινωνικών σχέσεων. Αυτός ο κοινωνικός χώρος που αγκαλιάζει το κοινωνικό σύστημα των παραγωγικών δυνάμεων, τις σχέσεις παραγωγής, τους κοινωνικούς κανόνες κατανάλωσης, την κοινωνικοπολιτική ρύθμιση της λειτουργίας των παραγωγικών συστημάτων, τους ιδεολογικούς σχηματισμούς, κλπ., είναι αυτός του ιστορικογεωγραφικού σχηματισμού8. Στους κόλπους του, οι κοινωνικές σχέσεις παραγωγής εγκαθιδρύουν ένα φάσμα από «υπερδομικές» δυνατότητες, όντας οι ίδιες μορφοποιημένες από το σύνολο των κοινωνικών αντιθέσεων (υπερκαθορισμός). Η κατηγοριοποίηση των σχέσεων παραγωγής στο επίπεδο της θεωρίας του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, ορίζει μια σειρά από αναλυτικές προτεραιότητες.
5. Δεδομένου ότι ο κοινωνικός ιστός είναι στο σύνολο τον το θέατρο του επιδρομικού ξεδιπλώματος της κεφαλαιοκρατικής σχέσης, το κεφάλαιο (κατανοημένο με όρους ταξικής κοινωνικής σχέσης), παρουσιάζεται ως δομικός προσδιορισμός του κοινωνικού πεδίου, δρώντας μέσω μιας διαδικασίας δημιουργικής καταστροφής. Εδώ, η έννοια του κεφαλαίου παραπέμπει στα δομικά στοιχεία που λειτουργούν καθοριστικά στην αναπαραγωγή του κοινωνικού συστήματος. Η αναπαραγωγή είναι η δυναμική και αντιθετική διαδικασία που επιτρέπει την αδιάλειπτη συνέχιση αυτού που υπάρχει, με άλλα λόγια, αποτελεί τον τύπο της μεταμόρφωσης που διασφαλίζει τη συνέχιση της συστημικής συνοχής. Όπως παρατηρεί ο Michel Aglietta, το να τοποθετηθούμε από τη μεριά της αναπαραγωγής, συνεπάγεται «να κατανοήσουμε ότι υπάρχει μια ιεραρχία στις σχέσεις που συγκροτούν το σύστημα, και όχι μόνο μια λειτουργική αλληλεξάρτηση»9. Η οργανωτική αρχή (principe) που καθιστά πρόδηλη αυτή την ιεραρχικοποίηση, καθορίζοντας έτσι, τον αφηρημένο χώρο του «κεφαλαιοκρατικού πολιτισμού», δεν είναι άλλη από την αντιφατική κοινωνική σχέση του κεφαλαίου.
6. Το να αναρωτηθούμε εάν το σύστημα παραμένει πάντα κεφαλαιοκρατικό παραλές τις μεταβολές του, θα ήταν κάτι το λαθεμένο, ακριβώς γιατί πρόκειται για ένα ερώτημα που, από επιστημολογική άποψη, τίθεται σε λάθος βάση. Εξαιτίας του δυναμικού χαρακτήρα του, το κεφάλαιο δεν θα μπορούσε να αναπαραχθεί χωρίς το τίμημα μιας αδιάκοπης μεταμόρφωσης. Η αντιφατική, άνιση και συνδυασμένη κίνηση της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης, αναδεικνύει απαραίτητα το κεφάλαιο ως μια τεχνικοπαραγωγική και οργανωτική δυναμική αστείρευτης κοινωνικής καινοτομίας. Χωρίς αλλαγή, ουδεμία σωτηρία!
Πράγματι, το σύστημα δεν θα μπορούσε να διατηρήσει την ταυτότητα του παρά χάριν σε μεταβολές, επιδεκτικές να του προμηθεύσουν το ελιξήριο μιας αιώνιας νιότης. Κατά συνέπεια, το πραγματικό ζήτημα που τίθεται, θα ήταν να κάνουμε την ανατομία των σύγχρονων μεταβολών που εκτυλίσσονται στους κόλπους του «καπιταλιστικού πολιτισμού» για να ανιχνεύσουμε ενδεχόμενες ρήξεις που θα οδηγούσαν, ίσως, σε ένα νέο τύπο κοινωνίας, δομημένης τασιακά από μιαν άλλη(ες) αρχή(ες) οργάνωσης.
Διάφορα μετα-μοντέρνα θεωρητικά ρεύματα, όπως εκείνο για παράδειγμα που διαβλέπει μέσα στην τεχνική τον κινητήρα που θα (καθ)οδηγούσε τον σύγχρόνο κόσμο, προσδίδοντας του το παραγωγικό έρεισμα ενός «πληροφορικού τρόπου παραγωγής», απαντούν με καταφατικό τρόπο στο προηγούμενο ερώτημα.
Περισσότερο από το να τα εξορκίσουμε σαν απλές εκφράσεις ιδεολογικού φετιχισμού, σύμφυτες στις μεταμορφώσεις της μορφής-αξίας, αρμόζει να τα αντιμετωπίσουμε με τη μεθοδολογική φροντίδα μιας υλιστικής θεωρητικοποίησης των σημερινών μεταβολών. Είναι επείγον να δεχτούμε αυτό το στοίχημα, τουλάχιστον για όσους από μας επιθυμούν ακόμα να κατανοήσουν τον κόσμο για να τον αλλάξουν.
Το κεφάλαιο-προτσές ως «αδιόρατη πανταχού παρουσία»:
προς μια υλιστική θεωρία τον κεφαλαιοκρατικού πολιτισμού
Η κύρια θέση που θα υποστηρίξω είναι ότι οι σύγχρονες κοινωνίες, απέχοντας πολύ από το να βιώνουν την εμπειρία μιας οπισθοδρόμησης της επιρροής του κεφαλαίου, αποτελούν το πεδίο μιας καταπληκτικής κεφαλαιοκρατικής εξάπλωσης που αποδιαρθρώνει τους εναπομείναντες θύλακες μη κεφαλαιοκρατικής οργάνωσης και κατακλύζει τόσο τον «εξωτερικό» όσο και το «βιωμένο κόσμο».
Αυτή η ιστορικο-γεωγραφική εξάπλωση, που αντιπροσωπεύει μια αμιγέστερη μορφή του κεφαλαίου10, έχει την εξής ιδιαιτερότητα: εισάγει μέσα στην κοινωνική βάση της συσσώρευσης - για να το πούμε έτσι, παραφράζοντας τον J. Habermas, - «τη γραμματική του συνόλου των μορφών ζωής». Η λεγόμενη «μη υλική» παραγωγή γίνεται ολοένα και περισσότερο αντικείμενο παραγωγικής εργασίας, τομείς της κοινωνικής ζωής μη εμπορευματοποιημένοι μέχρι τώρα υποκύπτουν στα θέλγητρα της αξιοποίησης, θύλακες που μόλις προ ολίγου γίνονταν ανεκτοί ή αποτελούσαν αντικείμενο εκμετάλλευσης εξαρτημένης μορφής, γίνονταν το πεδίο δράσης των εκσυγχρονιστικών στρατηγικών. Ο ίδιος ο κόσμος του «διανοητικού στοιχείου» είναι ενδογενώς αναμεμειγμένος σε αυτήν την ανάπτυξη του «ολικού κεφαλαίου», εξέλιξη που οδηγεί ορισμένους να μιλούν για «ανθρωπολογική μεταβολή». Μια έμμονη ιδέα να καταβροχθίσει τα πάντα, χαρακτηρίζει στις μέρες μας την κίνηση εξάπλωσης/εντατικοποίησης της συσσώρευσης του κεφαλαίου. Δεν χρειάζεται, νομίζω, να αποδειχτούν τα ανδραγαθήματα ενός «φωτογενή» καπιταλισμού, που φτιασιδώνει την αντιπροσωπευτική του εικόνα στηριζόμενος πάνω σε αισθητικούς μηχανισμούς ευάρμοστους στο μαζικό καταναλωτικό ναρκισσισμό. Αποτελούν ένα αντικειμενικό στήριγμα της πολιτιστικής και μάλιστα της πολιτικής του έλξης. Εν ολίγοις, οι μακροσκοπικές ή οι τριχοειδείς μορφές της καπιταλιστικής σχέσης - οι οποίες διακλαδίζονται και συμπλέκονται, προωθημένες από ένα όλο και περισσότερο εύκαμπτο τρόπο επιχειρησιακής δράσης - επινοούν και πάλι τις πολιτικές, πολιτισμικές και κοινωνικές φιγούρες της νεωτερικότητας σε διαστάσεις χωρίς προηγούμενο.
Το κεφάλαιο γίνεται τασιακά πανταχού παρόν και ήδη βιώνουμε για τα καλά, και ολομέτωπα, το περιεχόμενο αυτής της τάσης.11 Είμαστε όλοι και όλες εμπλεγμένοι στο ξεδίπλωμα της, και οδηγούμαστε, από τη δύναμη των πραγμάτων και σε διαφορετικούς βαθμούς, να συνθέσουμε με αυτό που ορίζω ως κεφαλαιοκρατικό πολιτισμό: το κεφάλαιο που έγινε παντελής παρουσία.
Παράδοξο φαινόμενο: όσο περισσότερο το κεφάλαιο είναι πανταχού παρόν, τόσο πιο πολύ γίνεται αδιαφανές, σχεδόν αδιόρατο και απρόσιτο σαν δεδομένη αμεσότητα. Εξαφανίζεται, διαλυμένο στο υπερχείλιζαν της ίδιας του της παρουσίας, αυτοεξαλείφεται μέσω της απάλειψης των παραδοσιακών γραμμών οριοθέτησης χάρι στις οποίες βρίσκαμε το μέτρο της καταστατικής του διαφοράς. Βασιλεύει επίβουλα, χωρίς να φοράει το στέμμα διότι γίνεται ανεπαίσθητο, όπως ένας ανεξήγητος κοινωνικός κώδικας του οποίου ακόμα και η ύπαρξη είναι προς απόδειξη. Ακολουθώντας την προταθείσα από τον Fredric Jameson ιστορική κατηγοριοποίηση, μπορούμε να ονομάσουμε αυτή τη στιγμή όπου ο καπιταλισμός γίνεται σφαιρικός, στιγμή του «μετα»-μοντέρνον καπιταλισμού, διευκρινίζοντας ωστόσο ότι η ενωτική παύλα υποδηλώνει ότι οι αντινομίες της κεφαλαιοκρατικής νεωτερικότητας δεν επιλύονται αλλά βαθαίνουν και ριζοσπαστικοποιούνται διότι προωθούνται σε διεθνή κλίμακα.
Δεν έχω την πρόθεση, ούτε να εξορκίσω αυτή την εξαιρετική στιγμή σαν αποξενωτική λογική που θα έθετε αντιμέτωπους το «σύστημα» και το «εν δράσει υποκείμενο», ούτε να εικάσω το «αναπόφευκτο τέλος της», αποστολή που το ιστορικό κίνημα θα ανελάμβανε να επιτελέσει, παρά τις διαδοχικές ήττες του ιστορικού εργατικού κινήματος και τις πικρές διαψεύσεις των επαναστατικών κοσμογονιών κάθε είδους.
Πράγματι, μετά από τις τόσες μεταπτώσεις των οποίων ο εικοστός αιώνας υπήρξε ο τραγικός μάρτυρας, είμαστε υποχρεωμένοι να εξάγουμε το συμπέρασμα ότι καμιά αφηρημένη κοινωνική ορθολογικότητα δεν θα μπορούσε να αποτελέσει το θεμέλιο του ιστορικού κινήματος και ότι καμιά μετακοινωνική αρχή ενότητας δεν θα νοηματοδοτούσε την ιστορία. Αν υπάρχει θεμέλιο, οφείλουμε καλύτερα να το ψάξουμε εκεί που όντως βρίσκεται, από τη μεριά της πάλης (και των αβεβαιοτήτων αυτής της πάλης), η οποία εγκαθιστά μια σειρά από αντικειμενικές ιστορικές δυνατότητες, αξιοποιήσιμες ανάλογα με ηγεμονικά σχέδια δράσης.
Αλλά ούτε υπάρχει περίπτωση να περάσουμε από τη στασίαση ενάντια στο κεφάλαιο (νοημένο απλοϊκά, με ανθρωπομορφικό τρόπο, σαν ένας θνητός «θεός», που θα κυβερνούσε προσωρινά το σκάφος της Ιστορίας, αλλά καταδικασμένος μακροπρόθεσμα να αφήσει τη θέση του στη μεσσιανική μορφή του επαναστατημένου προλεταριάτου) στη σαγήνευση, και μάλιστα στην έκ-σταση ντυμένη στα «μετα»-μοντέρνα χρώματα. Αυτό θα σήμαινε ότι εγκαταλείψαμε μια εννοιολογική πραγμοποίηση για να φλερτάρουμε με μια άλλη. Ακόμα χειρότερα, θα σήμαινε ότι λιποτακτούμε από μια παράδοση δράσης και σκέψης χωρίς να θέσουμε με αυστηρά θεωρητικούς όρους το πρόβλημα των λόγων της ιστορικής της εξάντλησης και το προκύπτον στρατηγικό κενό. Και κυρίως, χωρίς να κάνουμε τον ολικό απολογισμό του «αληθινά υπαρκτού καπιταλισμού» (που υπονοείται θετικός, καθότι, σύμφωνα με το απερίσκεπτο (impense) που κυριαρχεί, ό,τι είναι πραγματικό είναι και αναγκαίο). Περίεργη «παράλειψη», που κατέληξε στο να δημιουργήσει σχολή, ιδιαίτερα ανάμεσα σ' αυτούς που έκτισαν το προσωπικό τους μέλλον καίγοντας συνολικά τις πάλαι ποτέ πεποιθήσεις τους. Σωτήρια μεταστροφή στις εξαισιότητες και τους λάγνους πειρασμούς του «high tech» καπιταλισμού!
In fine, εξ ονόματος τίνος μπορούμε ακόμα να αμφισβητούμε τον καπιταλισμό; Η εντατική ανάπτυξη μιας πληροφορικής οικονομίας δεν θα διέφευγε από τους παλιούς εικονοκλαστικούς δαίμονες μιας καταδίκης χωρίς δυνατότητα έφεσης; Δεν θα ήταν προτιμότερο να ερωτοτροπήσουμε με τη στρατηγική χρήση του κεφαλαιοκρατικού εκσυγχρονισμού, θεωρώντας ότι βρισκόμαστε όλοι και όλες στο ίδιο σκάφος, μολονότι ορισμένοι ταξιδεύουν στην πρώτη θέση;
Εάν η πιθανότητα μιας ριζικής μεταμόρφωσης της κοινωνίας παραμένει το «σκοτεινό αντικείμενο» των πόθων μας, «δεν είναι από μεροληψία, ούτε γιατί το υποσχεθήκαμε στους εαυτούς μας, αλλά επειδή ο κόσμος παρουσιάζεται μπροστά στα μάτια μας ακόμα πιο απαράδεκτος απ' ό,τι στην αρχή της διαδρομής και επειδή ταυτόχρονα πιστεύουμε πως διαβλέπουμε - από τις χαραμάδες που διευρύνονται και έχουν την τάση να γίνουν ανοίγματα - τα σημάδια, τις δυνατότητες, τα ψελλίσματα μιας αληθινής εποχής επαναστάσεων»12. Η δύναμη που ζωογονεί το επί(π)μονο «γιατί» των πόθων μας δεν είναι το μεθύσι της νοσταλγίας αλλά ένας διαυγής ρεαλισμός, που πορεύεται αγκαλιαστά με τα σημερινά διακυβεύματα.
Είναι σημαντικό να υπογραμμίσουμε εδώ, πως ο κόσμος του κεφαλαίου, αναμορφωμένος από τη συντηρητική επανάσταση που παρήγαγε και εξακολουθεί να παράγει αποτελέσματα πέραν των προπυργίων του νεοφιλελευθερισμού στην εξουσία, επιλέγει το «laissez-faire» σε μια συγκυρία όπου ο συσχετισμός δυνάμεων του είναι εξαιρετικά ευνοϊκός. Ικανοποιημένος που έχει «κερδίσει» τον αγώνα δρόμου της ιστορικής νομιμοποίησης, διακηρύσσει το «τέλος της ιστορίας» (την «απεργία των γεγονότων», για να χρησιμοποιήσουμε την πρόσφατη έκφραση τον Jean Baudrillard), ανακουφισμένος απέναντι στα ερημωμένα όνειρα της κοινωνικής ουτοπίας. Δεν θα παραμείνει, μας λένε, παρά η ανία της ολικής θεαματικοποίησης του κόσμου, αφού θα λείπει μια υπέρτατη προ(σ)κληση-δέος, ικανή να συνοδεύει την κοινωνία ταρακουνώντας την, θέτοντας την αντιμέτωπη με την έλλειψη νοήματος και την αφροσύνη της. Ανώφελο λοιπόν να επιχειρήσουμε να ελευθερώσουμε την ελπίδα και να απαλλάξουμε τη φαντασία από τις αλυσίδες της. Απερίσκεπτο το να ενατενίσουμε ένα κοινωνικό προσχέδιο, αν δεν είναι εκείνο που ενθρονίζει το ένστικτο ζωής των «κερδοκόπων», στο εξής ηγεμονικός κανόνας αναφοράς!
Ωστόσο, η ιστορία επιφυλάσσει σε μερικούς πολύ δυσάρεστες εκπλήξεις. Η πυροσβεστική του καπιταλιστικού εκσυγχρονισμού είναι ανίκανη να σβήσει, με τον αποξηραμένο πραγματισμό της, τη φλόγα της αντίστασης ενάντια στις εκλεπτισμένες μορφές βαρβαρότητας που δηλητηριάζουν τον κεφαλαιοκρατικό πολιτισμό.
Το καινούριο πρόσωπο του εκσυγχρονισμένου καπιταλισμού, παρόλη την αυτο-επουλωτική ενέργεια που χρησιμοποιήθηκε, φέρει βαθιά τα ταξικά στίγματα: εκμετάλλευση, οξυμένες κοινωνικές ανισότητες, καταστρεπτικός παραγωγικισμός, διασκορπιστική εξατομίκευση, πόλεμοι, «αλλοτριώσεις» κάθε είδους. Τα τραύματα είναι βαθιά και η αιτία που τα προκαλεί είναι αστείρευτη. Έτσι, η ανακαίνιση του κοινωνικού τρόπου ρύθμισης δεν αποτελεί την ύστατη απόδειξη του καλώς κειμένου (bien fonde) του κεφάλαιο κρατικού εξορθολογισμού, αλλά, από πολλές απόψεις επικυρώνει την αποτελεσματικότητα των βλαβερών συνεπειών και των παρεκτροπών της «ορθολογικότητας» του ποσοστού κέρδους. Καλύτερα, επισφραγίζει το γεγονός ότι οι «μοιραίες» στρατηγικές του εκσυγχρονισμού (να είσαι ικανός για κινητικότητα, ή εξαφανίζεσαι) θέτουν στα σκαριά ένα κοινωνικό και πολισμικό πρόγραμμα που αποκρυσταλλώνει μια ιστορική ταξική αντεκδίκηση σε βάρος των πιο αδύνατων (διακοπή του φορντικού «συμβιβασμού»). Κατά αυτό τον τρόπο, τα διαστροφικά αποτελέσματα του κεφαλαιοκρατικού εκσυγχρονισμού δύσκολα συνταιριάζονται με την εικόνα ενός εξιδανικευμένου καπιταλισμού, έστω και αν οι ριπές των εκκαθαρίσεων διαμέσου των οποίων το κεφάλαιο ανασυγκροτεί τις υγιεινές συνθήκες της ίδιας του της αποδοτικότητας ρίχνονται με σιγαστήρα.
Τελικά, τον «μετα»-μοντέρνο καπιταλισμό ενυδρεύουν απρόσμενες συναντήσεις, των οποίων οι συγκεκριμένες μορφές μας διαφεύγουν προς το παρόν. Απεναντίας, το να αναλύσουμε τις απαραίτητες υλικές προϋποθέσεις για την εκκόλαψη των παρεμποδισμένων αυτοδυνάμεων της κοινωνικής απελευθέρωσης είναι κάτι που οφείλει να συντελεστεί hic et nunc.
Εδώ, η συνεισφορά της μαρξιστικής κριτικής του καπιταλισμού - απαλλαγμένη από τη μεσσιανική (για να μην πούμε μεσαιωνική) θαλπωρή του «σμού» και την επιγονική της εργαλειοποίηση από τους φωστήρες της δικτατορίας επί της (προλεταριακής) τάξης - είναι μια αναγκαία θεωρητική παράκαμψη, ακόμα και αν, όπως το βεβαιώνει ο F. Jameson, το να λέγεσαι μαρξιστής έγινε σήμερα ένα είδος γκάφας. Ο Marx παραμένει στα μάτια μου ο δεινός χαράκτης οριζόντων, του οποίου το έργο, διακαής θεωρητική (Das Kapital) και πρακτική (ο ρόλος του στην πρώτη Διεθνή) προσφορά στην εργατική τάξη και το σύνολο των καταπιεζομένων, ζωογονείται από την προοπτική της συγχώνευσης του με την πρακτική κριτική αυτού που υπάρχει. Όπως έλεγε άλλοτε ο Michel Foucault, αναφερόμενος στην εργασία των ιστορικών, «είναι στο εσωτερικό αυτού του ορίζοντα, ορισμένου και κωδικοποιημένου από τον Marx, όπου αρχίζει η συζήτηση»13. Ο Μαρξ μας προμηθεύει τις στρατηγικές διατρητικές κατηγορίες για να αποκαλύψουμε τα μυστικά της κίνησης του κεφαλαίου, και για να διαφωτίσουμε το χωροχρονικό ξεδίπλωμα του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Οι ευρητικές αρετές της μεθόδου του (ο τρόπος με τον οποίο επερωτά τις καπιταλιστικές μορφές), είναι, ούτε λίγο ούτε πολύ, η αναγκαία προπαιδευτική για να μελετήσουμε τους κοινωνικούς μετασχηματισμούς του ανεπτυγμένου καπιταλισμού.
Στη σημερινή πολιτικο-ιδεολογική συγκυρία όπου πολλοί είναι αυτοί που κεφαλαιοποιούν το σπάσιμο του αμφισβητία καθρέπτη τους, χρησιμοποιώντας το παρελθόν τους σαν κόκκινο χαλί (και χάλι!) για να υποδεχτούν με φρόνιμο τρόπο τις γλύκες του εκσυγχρονισμού, ο τύπος της μυημένης από τον Marx προβληματικής διατηρεί ανέπαφη την αναλυτική του φρεσκάδα και την κριτική του δύναμη. Αυτή η προβληματική, πολύτιμη σαν ένα σπανιώτατο εργαστήρι ιδεών, είναι σε θέση να μας βοηθήσει να καταλάβουμε το σύγχρονο κόσμο και να αποτινάξουμε το αποχαυνωτικό αίσθημα των καινούριων μυθοπλασιών. Πάνω απ' όλα, δεν αυτοπαρουσιάζεται σαν μια κριτική που δεν φοβάται τα αποτελέσματα της.
Η απόδοση από τα γαλλικά έγινε από τον ιστορικό Λυκούργο Ορνεράκη που βρίσκει εδώ τις ευχαριστίες του συγγραφέα.
1.. Χαρακτηριστικό φαινόμενο: Η ακάθεκτη άνοδος της χρηματιστικής μερίδας του κεφαλαίου η οποία, ζωογονημένη από ένα καπιταλιστικό «διεθνιστικό ήθος», επαγγέλλεται ένα ορθόδοξο μονεταρισμό προς όλες τις κατευθυνθείς.
2. J. Habermas, 1978, σ. 62.
3. J. Bidet, 1985, σ. 51.
4.. Όπως το εξηγεί ο Jacques Bidet, η αγορά της εργατικής δύναμης είναι μια ξεχωριστή αγορά, ειδικού τύπου, όπου το "εμπόρευμα" είναι επίσης πράττων, όπου η εργατική δύναμη δεν υφίσταται ποτέ μόνο σαν ένα εμπόρευμα προσφερόμενο εν αφθονία ή ανεπαρκώς, αλλά επίσης σαν ένα στοιχείο μιας ομάδας περισσότερο ή λιγότερο συγκροτημένης, όπου η ένταξη της στον ανταγωνισμό έχει ως όριο την ικανότητα της να οργανώνεται σε μια δύναμη σχετικά ενοποιημένη, δηλαδή να συγκροτείται σε τάξη. Συγκρότηση μέσω της οποίας η σχέση αγορά καθίσταται ταξική σχέση». (1985, σ. 93).
5. Βλ. M. Burawoy, 1978, σελ. 251.
6. Βλ. R. Hyman, 1979, σελ. 437.
7.. Τέτοιου είδους αλλαγές δεν θεωρούνται από τους περισσότερους οικονομολόγους παρά μόνο στις τεχνικές/εργονομικές τους όψεις, αποσιωπώντας δηλαδή τις διαδικασίες πολιτικού χαρακτήρα μέσω των οποίων η τεχνολογία αναδιοργανώνει τις συνθήκες αξιοποίησης του κεφαλαίου μεταμορφώνοντας το σύνολο των τρόπων (modalites) εξαγωγής της υπεραξίας.
8.. Το προτσές εξάπλωσης αυτού του κοινωνικού χώρου, υποστηρίζει ο David Harvey, «συγκαλύπτει και φετιχοποιεί, επιτυγχάνει να αναπτύσσεται μέσω της δημιουργικής καταστροφής, αναδεικνύει νέες ανάγκες και επιθυμίες, εκμεταλλεύεται την ικανότητα για ανθρώπινη εργασία και πόθο, μετασχηματίζει τους χώρους, και επιταχύνει το ρυθμό της ζωής». (1989, σελ. 343).
9. Βλ. M. Aglietta, 1976, σελ. 10.
10. Σύμφωνα με τη θέση του F. Jameson, το σημερινό στάδιο του καπιταλισμού, έχοντας σαν επιχειρησιακό θέατρο το νέο συστημικό χώρο του διεθνικού κεφαλαίου (new global systemic space) αντιπροσωπεύει την πιο αμιγή των ήδη αναδυθέντων καπιταλιστικών μορφών.
11. Ας μου επιτραπεί σ' αυτό το σημείο μια παρέκβαση που προσθέτω post festum στην ελληνική μετάφραση. Η Μαρία Δαμανάκη, σε ένα άρθρο αναλυτικών αξιώσεων που δημοσιεύθηκε στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία με ημερομηνία 21 Νοεμβρίου 1993, άρθρο όχι λιγότερο αόριστο από την «αοριστία της μεταβατικής εποχής που ζούμε», θεωρεί ότι η κοινωνία που βιώνουμε δεν είναι μια κοινωνία απλώς καπιταλιστική: «Η αφαίρεση είναι τεράστια για να αποδώσει την πολλαπλότητα, τη συνθετότητα της σημερινής κυριαρχίας, ηγεμόνευσης, επιβολής». Αναγνωρίζοντας ότι κάποιες εμμονές πολιτικής ένταξης λειτούργησαν σαν συναισθηματικές διαστροφές, η Μ. Δ. προτείνει μια νέα σύνθεση, μια «νέα πολιτισμική λογική θεώρηση», μια νέα θεωρητική προσέγγιση ικανή να αποκωδικοποιήσει τα μυστικά της «πολλαπλής ισχύος» σημερινής κοινωνίας. Αμήχανη μπροστά στην κατάρρευση της ολιστικής κοινωνικής ουτοπίας της αριστεράς, αλλά ταυτόχρονα πρόθυμη να απορρίψει τη μονοσήμαντη «γνώση» του «υλισμού» των εγχειριδίων που μετέτρεψε το μαρξισμό σε ινδικό χοιρίδιο και οδήγησε τους αριστερούς σε απόγνωση, η Μ.Δ., παίρνοντας σαν αφετηρία μια σειρά υπαρχών φαινομένων της ύστερης φάσης της κεφαλαιοκρατικής νεωτερικότητας, καταλήγει, παρά τις γλωσσικές επιφυλάξεις, σε έναν ήπιο προσχεδιακό μεταμοντερνισμό που εκκενώνει τις βασικές σταθερές των σημερινών μετασχηματισμών: το ζήτημα του κεφαλαιοκρατικού καταμερισμού εργασίας και των νέων μορφών υπαγωγής της εργατικής δύναμης στο (εύκαμπτο) σύστημα παραγωγής, τις νέες μορφές ατομικότητας μέσα στην κρίση, τις μεταβολές της χωρο-χρονικής μήτρας της νεωτερικότητας σε συνδυασμό με το πρόβλημα της διεθνοποίησης των πεδίων συσσώρευσης, τις νέες ηγεμονικές δομές και πρακτικές πολιτισμικής κυριαρχίας του ανεπτυγμένου καπιταλισμού, κλπ. Αν τώρα αφαιρέσουμε αυτού του είδους τις ορίζουσες από την έννοια του κεφαλαίου, αυτό που απομένει είναι όντως ένας αφηρημένος οικονομισμός που δεν εξηγεί τίποτα άλλα νομιμοποιεί τις οποιεσδήποτε κομματικές επιλογές, οδηγώντας, όπως σήμερα, στη νεύρωση των αδιεξόδων. Αυτός ο ορισμός του καπιταλισμού, δεν είναι πρόσφορος, ούτε πειστικός, σαν επιστημονική αντίληψη του σημερινού συστήματος. Εκείνο όμως που η Μ.Δ. αποσιωπά, αρκούμενη σε μια παρατακτική απαριθμηστική φαινομενολογία των «ριζικών αλλαγών και των καίριων ανατροπών», είναι οι λόγοι για τους οποίους το κεφάλαιο δεν αποτελεί, στο επίπεδο των στρατηγικών κατηγοριοποίησης του, μια έννοια πολλαπλής ισχύος, όπως και το γιατί ο καπιταλισμός δεν είναι, ακριβώς αυτή η συνθετότητα και η πολλαπλότητα της σημερινής «κυριαρχίας, ηγεμόνευσης, επιβολής». Όμως η αδυναμία ορισμού του συστήματος, καθιστά τις προσπάθειες ριζικής αλλαγής δομικά αστήρικτες. Όπως ένας «λειψός» κομμουνισμός ήταν καταδικασμένος να καταλήξει σε λείψανο, κατά τον ίδιο τρόπο η αδυναμία να κατονομαστεί το σύστημα στην ανεπανάληπτη συνθετότητα του οδηγεί στην ευθανασία της ριζοσπαστικής ουτοπίας.
12.. Βλ. Oreste Scalzone, Preface a La diagonale des autonomies, p. VII, Editions Periscope-Archipel Transeditions. Paris. 1990 (συλλογικός τόμος).
13. Βλ. M. Foucault, 1975, σελ. 173.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
AGLIETTA, Μ. - Regulation et Crise du Capitalisme. Calmann-Levy, 1976.
AGLIETTA, M. et BRENDER, A. - Les metamorphoses de la societe salariale. Calmann-Levy, 1984.
ALTHUSSER, L. - Lire le Capital. Petite Collection Maspero, Paris, 1970 (premiere edition 1968).
- Positions. Editions sociales, Paris, 1976.
- Entretien a Rossana Rossanda. In Dialectiques, No 23, Printemps, 1978.
- Pour Marx. Maspero, Paris, 1975 (premiere edition 1965).
BIDET, J. - Que faire du Capital? Editions Klincksieck, Paris, 1985.
BURAWOY, M. - Toward a marxist theory of the Labor Process: Braverman and beyond. In Politics and Society, Vol. 8, No 3-4, 1978, p. 247-312.
- The politics of production. Verso, G.B., 1985.
COHEN, S. - A labour process to nowhere? In New Left Review, No 165, September-October, 1987.
DEBRAY, R. - Critique de la raison politique. Editions Gallimard, Paris, 1981.
DELEUZE, G. - Le devenir revolutionnaire et les creations politiques. Gilles Deleuze, interviewe par Toni Negri. In Futur Anterieur, No 1, Printemps, 1990.
FOUCAULT, M. - Entretien. In Magazine Litteraire, No 101, Juin, 1975.
HABERMAS, J. - La technique et la science comme ideologie. Denoel-Gonthier, Collection Mediations, 1968.
- Problemes de legitimation dans le capitalisme avance. Payot, 1978.
- La colonisation du quotidien. In Esprit, No 12, Decembre, 1979.
- New Social Movements. In Telos, No 49, Fall, 198la.
- La modenite: Un projet inacheve. In Critique, No 413, Octobre, 1981b.
- Le Discours philosophique de la modernite. Gallimard, Paris, 1988.
HARVEY, D. - The condition of postmodemity. Basic Blackwell Ltd., 19#9.
HIRSCH, J. - Kapitalismus ohne Alternative? VSA-Verlag, Hamburg, 1990.
HIRSCH, J. et Roth, R. - Das neue Gesicht des Kapitalismus. VSA-Verlag, Hamburg, 1986.
HYMAN, R. - La theorie des relations industrielles. In Sociologie du Travail, No 4, 1979.
JAMESON, F. - Postmodernism, or the cultural logic of Late Capitalism. In New Left Review, No 146, June-August, 1984a.
- Les derniers marxistes. In L'ane, No 18, Septembre-Octobre, 1984b.
- An conversation with Fredric Jameson. In Postmodernism, Jameson, Critique. Edited by Douglas Kellner, Maisonneuve Press, Washington, 1989.
- Postmodernism, or, The Cultural Logic of Late Capitalism. Duke University Press, USA, 1991.
- Entretien avec E. Couvelakis et M. Vakaloulis. In Futur Anterieur, No 21, 1994.
LABICA, G. - De l'egalite. In Dialectiques, No 12, Fevrier, 1974a, p. 329.
- De l'egalite (II). In Dialectiques, 6, Automne, 1974b, p. 59-77.
- Le paradigme du Grand-Hornu. Essai sur l'ideologie. La Breche, 1987.
- Le Marxisme: Orthodoxie et Heterodoxie. Encyclopedie Philosophique Universelle, L'univers philosophique I, PUF, 1989, p. 311-318.
LYOTARD, J.F. - "Petite mise en perspective de la decadence et des quelques combats a y mener". In Politiques de la philosophie, Editions Grasset, 1976.
- La condition postmodeme. Les Editions de Minuit, 1979.
- Reponse a la question: Qu'est-ce que le postmoderne? In Critique, No 419, Avril, 1982.
- Le postmodeme explique aux enfants. Galilee, 1988.
MAGALINE, A.D. - Lutte de classes et devalorisation du capital. Maspero, Paris. 1975.
MAGRI, L. - The european left between crisis and refoundation. In New Left Review, No 189, September-October, 1991, p. 5-18.
MARX, K. - Contribution a la Critique de l'Economie Politque, Editions Sociales,1977.
- Le Capital. Editions Sociales, Paris, 1978.
MARX, K. et ENGELS, F. - Le manifeste du parti communiste. Messidor/Editions sociales, Paris, 1983.
NAIR, S. - Le socialisme n'est plus ce qu'il etait. In L'evenement europeen, No 1, 1988.
NEGRI, A. - La classe ouvriere contre l'Etat. Galilee, 1978.
- Polizeiwissenschaft. In Futur Anterieur, No l, Printemps, 1990.
PORTOGHESI, P. - Postmodern. L'architettura nella societa post-industriale. Edizione Electa, Milano, 1982.
POULANTZAS, N. - Pouvoir politique et classes sociales. Editions F. Maspero, Paris, 1968.
- Les classes sociales dans le capitalisme aujourd'hui. Editions du Seuil, 1974.
- L'Etat, le Pouvoir, le Socialisme. PUF, Paris, 1978.
- Reperes. Editions F. Maspero, Collection Dialectique-Interventions, Paris, 1980.
PREVE, C. - La passions durevole. Vangelista, Milano, 1989.
- Il convitato di pietra. Vangelista, Milano, 1991.
- Il pianeta rosso. Vangelista, Milano, 1992.
- L'assalto al cielo. Vangelista, Milano, 1992.
- Il tempo delia ricerca. Vangelista, Milano, 1993.
RADICE, H. - The National Economy: a Keynesian myth? In Capital and Class, No 22, Spring, 1984.
ROUSTANG, G. - Le travail autrement. Editions Dumond, Paris. 1982.
RUBY, C. - Le champ de bataille post-moderne/neo-moderne. L'Harmattan, 1990.
RUSTIN. M. - Restructuring the state. In New Left Review, No 158, January-February, 1986.
- The politics of Post-Fordism: or, the Trouble with "New Times". In New Left Review, No 175, May-June 1989.
VAKALOULIS M. - L'ere de l'accumulation flexible. In L'homme et la Societe, No 109, 1993.
VINCENT, J.-M. - Critique du Travail. PUF, Paris, 1987.
- La fin de la pensee cuirassee. In Futur Anterieur, No 1, Printemps, 1990.
VIRNO, P. - Convezione e materialismo. L'unicita senza aura. Edizioni Theoria, Roma-Napoli, 1986.
WAINWRICHT, H. - Independent Left versus Radical Right. In Catalyst, No 6, February - April, 1991.
Συλλογικά έργα
Approaching Postmodernism. Papers presented at a workshop on postmodernism, 21-23 Sept. 1984, University of Utrecht. John Benjamin's Publishing Company, Amsterdam/Philadelphia, 1986.
Dictionnaire Critique du Marxisme. Directeurs de publication Georges Labica et Gerard Bensusssan. PUF, Paris, 1985. Premiere edition 1982.
Dossier sur la modernisation. In Revue Travail, No 11, Avril, 1986.
Je. Sur l'individualite. Messidor/Editions sociales, 1987.
L'apres-Taylorisme. Dirige par Cohendet, P. et Maisch, T. Economica, 1988.
La crise de l'Etat. Sous la direction de N. Poulantzas. PUF, Paris, 1976.
La diagonale des autonomies. Editions Periscope-Archipel Transeditions, Paris, 1990.
La misere du monde. Sous la direction de Pierre Bourdieu. Editions du Seuil, Paris, 1993.
La secularisation de la pensee. Recherches reunies sous la direction de Gianni Vattimo. Editions du Seuil, Paris, 1988.
Le Nouvel Etat du Monde. Bilan de la decennie 1980-1990. La Decouverte, 1990.
Les mutations technologiques. Economica, Paris, 1981.
L'entreprise, une affaire de societe. Sous la direction de Renaud Sainsaulieu. Presses de la Fondation Nationale des Sciences Politiques, 1990.
Les nouvelles ideologies. Sous la direction de Paul Bacot et Claude Journes. Presses Universitaires de Lyon, 1982.
Les salaries dans Γ Amerique de Reagan. Presses Universitaires de Nancy, 1987.
Les syndicats francais et americains face aux mutations technologiques. Editions Anthropos-Ancrage, Paris, 1984.
Masses et postmodernite. Dirige par Jacques Zylberberg. Editions Meridiens Klincksiect, Paris, 1986.
Modernisation ou decadence. Sous la direction de Gazes B. et Mioche P. Publication de l'Univerite de Provence, 1990.
Mouvements sociaux d'aujourd'hui. Acteurs et analystes. Debats diriges par A. Touraine. Les editions Ouvrieres, 1982.
Patterns of Modernity. Vol. 1, The West. Edited by S.N. Eisenstadt. Frances Pinter (Publishers) Limited, London, 1987.
«Prospective 2005» Sept explorations sur l'avenir. Editions Commisariat General du Plan/CNRS, 1985.