1. Οι επενδύσεις τεχνικής υποδομής, πεδίο πραγμάτωσης της διεθνοποιημένης καπιταλιστικής υπεραξίωσης.
2. Η αστική ταξική κυριαρχία στις τεχνικές κατασκευές οικοδομήσεις.
3. Μικροαστική διαστρωμάτωση και πολιτική οπτική στην κατασκευαστική βιομηχανία.
4. Η στρατηγική της επεκτατικής διείσδυσης του σύγχρονου τεχνικού κεφαλαίου.
5. Εργατική τάξη και αντικαπιταλιστική στρατηγική στις τεχνικές κατασκευές.
6. Βιβλιογραφία των τεχνικών κατασκευών.
Μέρος A΄
1. Οι επενδύσεις τεχνικής υποδομής, πεδίο πραγμάτωσης της διεθνοποιημένης καπιταλιστικής υπεραξίωσης
Οι δημόσιες τεχνικές κατασκευές συντίθενται από ένα πολύμορφο φάσμα έργων που αφορά τα κτιριακά έργα κοινωφελούς χρησιμότητας (νοσοκομειακές μονάδες κλπ.), υδροδότησης-αποχέτευσης των οικισμών, τη συγκοινωνιακή υποδομή και τις μεταφορές (οδοποιία κ.ά.), αυτά που σχετίζονται με τις έγγειες βελτιώσεις (κυρίως αρδευτικά δίκτυα), όπως και τα έργα βιομηχανικής και ενεργειακής υποδομής (ΒΙΠΕ - ΒΙΠΑ, σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής κλπ.). Σ' ολόκληρη τη μεταπολεμική ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού, και ιδιαίτερα στην 20ετία 1965-85, η προτεραιότητα και κατεύθυνση τον κρατικών επενδύσεων στα έργα υποδομής επιπροσδιορίστηκε από τις κυρίαρχες αναγκαιότητες διαμόρφωσης των γενικών όρων της εσωτερικής κεφαλαιακής συσσώρευσης. Αυτή η επικυριαρχία συναρτήθηκε με τις ανάγκες ταχύρρυθμης ανάπτυξης του ελληνικού κεφαλαίου (μακριά απ' τις μυθολογίες της «στρεβλότητας-εξάρτησης» που καθιστούσαν τον παραδοσιακό αριστερό μικροαστισμό σημαιοφόρο της «εθνοκεντρικής-ορθολογικής» του μετάπλασης), στο πεδίο της ελληνικής κοινωνίας, στα πλαίσια της προετοιμασίας του, μέσα από μια μακρά μεταβατική περίοδο σύνδεσης, για την ενσωμάτωση στην ευρωπαϊκή ιμπεριαλιστική ολοκλήρωση.
Έτσι, σ' αυτή την περίοδο δόθηκε προτεραιότητα:
• Σε έργα δημιουργίας των βασικών αρτηριών μεταφορών (για την εμπορευματική διακίνηση των προϊόντων).
• Σε βασικά αρδευτικά δίκτυα (για την εντατικοποίηση της αγροτικής παραγωγής ως θεμελιώδους προϋπόθεσης για τη συγκράτηση των αγροτικών τιμών, την διοχέτευση βιομηχανικού εξοπλισμού όπως ελκυστήρες, λιπάσματα κλπ. και την πρόσδεση της αγροτικής οικονομίας στην καπιταλιστική υπεραξίωση).
• Σε βασικά σχολικά κτηριακά έργα (αναγκαιότητα της δημοτικής και μέσης παιδείας για την τροφοδότηση της γοργά εξελισσόμενης παραγωγής).
• Σε στοιχειώδη έργα ύδρευσης-αποχέτευσης και βασικής νοσοκομειακής περίθαλψης (προϋποθέσεις για την οικιστική μετεγκατάσταση του αγροτικού εργασιακού δυναμικού στα αστικά βιομηχανικά κέντρα).
Κατά συνέπεια, ο προσδιοριστικός παράγοντας της κατασκευής των δημόσιων έργων υποδομής, δεν είναι άλλος από τη διασφάλιση των γενικών προϋποθέσεων αναπαραγωγής των ευρυνόμενων καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Γι αυτό και δεν μπορούν αξιόπιστα να διαχωρισθούν σε έργα «κοινωνικής χρησιμότητας - λαϊκών αναγκών» (λ.χ. ένα σχολικό κτηριακό συγκρότημα) και σε κατασκευές που εξυπηρετούν μονοδιάστατα την ιδιωτική επιχειρηματική δραστηριότητα (π.χ. τεχνική υποδομή μιας βιομηχανικής ζώνης). Η κατασκευή ενός ΤΕΙ δεν έχει λιγότερο καπιταλιστικά χαρακτηριστικά από όσο κοινωνικά χαρακτηριστικά έχει η κατασκευή ενός οδικού εμπορικού μεταφορικού άξονα. Δηλαδή το σύνολο των τεχνικών έργων υποδομής εμπερικλείει την κοινωνική του διάσταση και χρησιμότητα ενταγμένη και επιπροσδιοριζόμενη από τις πολιτικές και οικονομικές αναγκαιότητες της εκάστοτε φάσης εξέλιξης των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων και των κυρίαρχων προτεραιοτήτων, στα πλαίσια της συνολικής κοινωνικής τους αναπαραγωγής.
Έτσι, η παραδοσιακή λογική του αριστερού μικροαστισμού και του συνδικαλιστικού οικονομισμού που επικεντρώνεται στην αναγκαιότητα προώθησης «κοινωνικών» έργων υποδομής, στον «ορθολογικό» τεχνικό τους προγραμματισμό, στον «αναπτυξιακό εθνικό» τους χαρακτήρα, δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να επαναλαμβάνει με λαϊκοφανή τρόπο τους όρους του τεχνικού κατασκευαστικού προγραμματισμού της αστικής εξουσίας. Τα ίδια τα αστικά κρατικά και υπερεθνικά κέντρα (όπως σήμερα η Επιτροπή της Ε.Ε.) σε καμία περίπτωση δεν έχουν τη διαθεσιμότητα και τα περιθώρια να προωθήσουν «έργα βιτρίνας» (λογική που ανήκει στους προκαπιταλιστικούς τρόπους παραγωγής και δεν προσιδιάζει στο σημερινό καπιταλισμό: μας χωρίζουν ήδη τρεις χιλιετίες από *ην εποχή των αιγυπτιακών πυραμίδων...). Απεναντίας προγραμματίζουν και χρηματοδοτούν κατασκευές υποδομής με κοινωνικό παραγωγικό χαρακτήρα, όπως όμως αυτός επικαθορίζεται από τις κυρίαρχες συνθήκες εθνικής ή διεθνοποιημένης υπεραξίωσης του κεφαλαίου.
Στη σημερινή φάση εξέλιξης του ελληνικού καπιταλισμού (διεθνοποίηση-επέκταση), όπου τείνει να ολοκληρωθεί η εσωτερική του εδραίωση και η εκκαθάριση των μη-κερδοφόρων του κεφαλαίων, προσδιοριστικοί παράγοντες των δημόσιων (ελληνικών και κοινοτικών) επενδύσεων στις κατασκευές έργων υποδομής αναδεικνύονται:
• Κατά πρώτο, η παραγωγική-εμπορική ολοκλήρωση στο πεδίο της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Αγοράς, και άρα η διαμόρφωση έργων υποδομής που διευκολύνουν αυτή την κατεύθυνση, ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών κεφαλαίων και έτσι ενδυναμώνουν την κερδοφορία του.
• Κατά δεύτερο, η ιμπεριαλιστική του προώθηση, από την άποψη εξαγωγής εμπορευμάτων όσο και επενδυτικών κεφαλαίων στις καινούργιες αγορές της Ανατολικής Ευρώπης, κύρια στις βαλκανικές οικονομίες (μαζική ύπαρξη εξειδικευμένου τεχνικο-επιστημονικού δυναμικού με χαρακτηριστικά υποτακτικότητας).
• Κατά τρίτο, στο μέτρο της ενσωμάτωσης του ελληνικού οικονομικο-χωροταξικού πλαισίου στον κοινοτικό χώρο, και στο βαθμό της οικονομικής επέκτασης του τελευταίου προς την Ανατολή, η τεχνική εξυπηρέτηση της διείσδυσης του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού τόσο προς την κατεύθυνση των ανατολικών οικονομιών, όσο και προς την κατεύθυνση της Μέσης Ανατολής.
Στα πλαίσια αυτά, και με δεδομένο το γεωπολιτικό γεγονός ότι η αναδιάταξη της κεντρικής πρώην Γιουγκοσλαβίας φαίνεται να οδεύει προς μια παρατεταμένη περίοδο αστάθειας, ο ελληνικός χώρος προσλαμβάνει το χαρακτήρα του αναγκαίου πλέον «διαμετακομιστικού κέντρου» μεταξύ ΕΟΚ - Νοτιοανατολικής Ευρώπης - Μέσης Ανατολής, ένας ρόλος που διεκδικήθηκε και επιδιώχθηκε από τον ελληνικό καπιταλισμό ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Πλαίσιο εξυπηρέτησης τόσο της δυτικοευρωπαϊκής όσο και της ελληνικής καπιταλιστικής εμπορικής και κεφαλαιοεπενδυτικής διείσδυσης στο σλαυϊκό και μουσουλμανικό οικονομικό χώρο: ζωτικότατη αναγκαιότητα για την αναπαραγωγή του ευρωπαϊκού κεφαλαίου ως ιμπεριαλιστικού «μηχανισμού».
Μ' αυτή την έννοια και κάτω απ' αυτούς τους οικονομικούς παράγοντες που επικαθορίζουν τον προγραμματισμό - εκτέλεση των δημόσιων έργων από σήμερα μέχρι το 2.000, γίνεται η επιλογή της κατεξοχήν χρηματοδότησης των έργων εκείνων υποδομής στα πλαίσια του Β' Πακέτου Ντελόρ (κυβερνητική πρόταση στο Ταμείο Συνοχής για την επταετία 1993-99), που διαμορφώνουν τους υλικούς, δηλαδή διαμετακομιστικούς (μεταφορικούς) όρους αυτών των οικονομικών ιμπεριαλιστικών επιδιώξεων.
Η επιλογή αυτή της κατεξοχήν χρηματοδότησης των μεταφορικών έργων (κυρίως οδικών αξόνων και παράλληλα σιδηροδρομικών-λιμενικών έργων) στο σύνολο των κατασκευών της τεχνικής υποδομής, έχει πραγματικά «αναπτυξιακό – εκσυγχρονιστικό - ορθολογικό» χαρακτήρα, από την οπτική της οικονομικής ανάπτυξης στα πλαίσια των διεθνοποιημένων καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, γιατί αληθινά συμβάλλει στην εξυπηρέτηση των διαμετακομιστικών-ανταλλακτικών αναγκών της «εθνικής» και της «ευρωπαϊκής οικονομίας». Γι αυτό και τα 3,5 τρισεκατομμύρια δρχ. από το σύνολο των 7,5 τρισεκατομμυρίων δρχ. του Β' Πακέτου Ντελόρ που αφορούν έργα υποδομής προγραμματίζεται να κατευθυνθούν κύρια σ' αυτές τις οδικές αρτηρίες και σιδηροδρομικούς άξονες, ενώ οι υπόλοιπες κατασκευές τοποθετούνται σε δεύτερο επίπεδο και στο περιθώριο των δημόσιων επενδύσεων, γιατί η προώθηση τους δεν προάγει τις άμεσες προτεραιότητες της ενοποιούμενης ευρωπαϊκής ιμπεριαλιστικής οικονομίας.
• Ο αυτοκινητόδρομος της Εγνατίας (Ηγουμενίτσα-Τουρκία), ο οδικός διάδρομος Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Εύζωνοι, η οδική αρτηρία Αθήνα-Κόρινθος-Πάτρα, καθώς και οι οδικοί άξονες Θεσσαλονίκη-Προμαχώνας, Βόρειας Κρήτης και Πελοποννήσου (Αθήνα-Κόρινθος-Τρίπολη-Καλαμάτα), προωθούνται ακριβώς για τη διασφάλιση της ανταγωνιστικής εμπορικής διαμετακόμισης από την ΕΟΚ προς τις Ανατολικές Χώρες του νότου και προς τη Μέση Ανατολή, και ταυτόχρονα από την Ελλάδα προς την ΕΟΚ και τις βαλκανικές χώρες. Αποτελούν δηλαδή το τεχνικο-υλικό υπόστρωμα του διαμετακομιστικού πλαισίου της εμπορευματικής ιμπεριαλιστικής επέκτασης.
• Αυτό το οδικό δίκτυο με σαφή «διευρωπαϊκά» χαρακτηριστικά συνοδεύεται από τον εκσυγχρονισμό - προώθηση του παράλληλου σιδηροδρομικού δικτύου μεταφοράς εμπορευμάτων στ.ις καινούργιες σιδηροδρομικές γραμμές υψηλής ταχύτητας (ΣΓΥΤ), όπως Θεσσαλονίκης-Φλώρινας (προς Αλβανία), Αθήνας-Ειδομένης (προς Σερβία), Θεσσαλονίκης προς Βουλγαρία-Ρουμανία, Πειραιά-Πάτρας (προς ΕΟΚ).
• Τέλος, το όλο αυτό διαμετακομιστικό εμπορευματικό πλαίσιο συμπληρώνεται με την προώθηση των αντίστοιχων λιμενικών εγκαταστάσεων, τόσο σε σχέση με τις αμφίδρομες ανταλλαγές δυτικής κατεύθυνσης (Ηγουμενίτσας-Πάτρας), όσο και σε σχέση με τις βόρειες λιμενικές πύλες (Θεσσαλονίκης-Αλεξανδρούπολης).
Συνολικά, με βάση το 2ο ΚΠΣ που καταρτίσθηκε από τα ελληνικά κυβερνητικά κέντρα, προβλέπεται να διατεθούν 6.564 δισεκατ. δρχ. για τις επενδύσεις σ' όλο το φάσμα των κοινωνικοοικονομικών τομέων. Από αυτές τις εκταμιεύσεις ένα ποσοστό 30% (1.944 δισεκ. δρχ.) προορίζονται για τη διαμόρφωση - ανάπτυξη των διευρωπαϊκών μεταφορικών δικτύων (οδικών - σιδηροδρομικών αεροπορικών - λιμενικών), ενώ ένα εξίσου σημαντικό ποσοστό, ωστόσο μικρότερο του προηγούμενου, περί το 14% πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για περιβαλλοντικά τεχνικά έργα (920 δισεκ. δρχ.), ενώ ποσοστό 15% προορίζεται να κατευθυνθεί στα έργα γεωργικής υποδομής (985 δισεκ. δρχ.). Δηλαδή αθροιστικά, στα τεχνικά έργα υποδομής πρόκειται να διατεθούν 3.849 δισεκ. δρχ. (59% των συνολικών εισροών από τα ταμεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης).
Μετά απ' αυτόν τον κατασκευαστικό τομέα, ο μόνος χώρος που προορίζεται να απορροφήσει ουσιαστικές επενδύσεις στα πλαίσια του 2ου ΚΠΣ είναι εκείνος που αφορά τους ανθρώπινους πόρους (κυρίως τεχνικο-επαγγελματικής παραγωγικής κατάρτισης και εξειδίκευσης, αναγκαίων όρων της σύγχρονης βιομηχανικής τεχνολογικής αναδιάρθρωσης), δηλαδή ένα ποσοστό της τάξης του 24% (1.560 δισεκατ. δρχ., βλ. και το άρθρο του Γ. Μηλιού σ' αυτό το τεύχος). Απεναντίας, τομείς όπως η υγεία και πρόνοια (ποσοστό 3% με 210 δισεκ. δρχ.) ή η έρευνα και τεχνολογία (ποσοστό 2% με 120 δισεκ. δρχ.), συνιστούν καθαρά περιθωριακούς τομείς των επενδυτικών ελληνικών και κοινοτικών παρεμβάσεων.
Ειδικότερα στις κατασκευές μεταφορικής υποδομής (όπου πέραν των μεγάλων αυτοκινητοδρόμων, του εκσυγχρονισμού του σιδηροδρομικού δικτύου και των λιμενικών πυλών, περιλαμβάνονται προφανώς οι ζεύξεις Ρίου-Αντιρίου και Άκτιου-Πρέβεζας, το αεροδρόμιο των Σπάτων και τα Μετρό Αθήνας και Θεσσαλονίκης, των οποίων ωστόσο το υπέρογκο κόστος προβλέπεται να καλυφθεί και με την προσφυγή στις διαδικασίες αυτοχρηματοδότησης-εκμετάλλευσης), διοχετεύονται ήδη από το Προσωρινό Μέσο Συνοχής 1993-94 άμεσα τουλάχιστον 242,003 χιλ. ECU, από τα οποία 135,593 χιλ. ECU αφορούν τις οδοποιίες των μεγάλων αυτοκινητοδρόμων, 54,700 χιλ. ECU καλύπτουν το σιδηροδρομικό μεταφορικό δίκτυο, 33,682 χιλ. ECU τις λιμενικές κατασκευές, ενώ 18,028 χιλ. ECU αφορούν τις αερομεταφορές.
Από το ίδιο Προσωρινό Μέσο Συνοχής 1993-94 διοχετεύονται αντίστοιχα άμεσα για τεχνικές κατασκευές περιβαλλοντικής προστασίας 239,698 χιλ. ECU, ανάμεσα στις οποίες πρωτεύουσα θέση κατέχουν οι ολοκληρώσεις των βιολογικών καθαρισμών Αθήνας και Θεσσαλονίκης, όπως και των μεγαλύτερων επαρχιακών πόλεων (Πάτρας, Βόλου κλπ.), καθώς και τα υδραυλικά έργα (π.χ. έργο Ευήνου 117,056 χιλ. ECU σχεδόν δηλαδή το μισό των περιβαλλοντικών τεχνικών επενδύσεων). Αντίστοιχα τέλος, το μέγιστο μέρος από τις προγραμματιζόμενες επενδύσεις του 2ου ΚΠΣ για το γεωργικό τομέα πρόκειται να κατευθυνθεί στα εγγειοβελτιωτικά έργα (με αιχμή τα ΥΗΕ του Αχελώου και τα συνεπακόλουθα αρδευτικά δίκτυα της εκτροπής). Συνολικά σ' αυτό το επίπεδο έχουν κατασκευασθεί στην τελευταία δεκαετία, στα πλαίσια της «ανταγωνιστικής ορθολογικοποίησης» της γεωργικής παραγωγής, άνω των 1.500 μικρών και μεγάλων αρδευτικών έργων, με αποτέλεσμα την άρδευση 986 χιλ. στρ., συνολικού κόστους (σε τρέχουσες τιμές) 120 δισεκατ. δρχ.
Εφόσον τα τεχνικά αυτά έργα έχουν «αναπτυξιακό» χαρακτήρα από την άποψη της διεθνοποίησης και οικονομικής διείσδυσης του ελληνικού και ευρωπαϊκού κεφαλαίου, καμιά αντιπολιτευτική κριτική που εδράζεται στο έδαφος του «εκσυγχρονισμού-ορθολογισμού» της ανάπτυξης δεν μπορεί να αρθρωθεί απέναντι σ' αυτή την κυρίαρχη κατεύθυνση των δημόσιων επενδύσεων (εθνικών και κοινοτικών), και γι' αυτό άλλωστε αδυνατεί να στοιχειοθετηθεί στην τρέχουσα συγκυρία. Προκύπτει έτσι ότι η αντιπολιτευτική λαϊκή κριτική στον προγραμματισμό, τις προτεραιότητες και τη χρηματοδότηση των επενδύσεων στα έργα τεχνικής υποδομής δεν μπορεί να υπάρξει παρά ως αντικαπιταλιστική εκδοχή, που αμφισβητεί δηλαδή τους κυρίαρχους οικονομικούς παράγοντες οι οποίοι και επιπροσδιορίζουν τις δημόσιες τεχνικές επενδύσεις: Τις λειτουργίες τους σε συνάρτηση με τις άμεσες ανάγκες και τους γενικούς όρους υπεραξίωσης του διεθνοποιημένου κεφαλαίου. Μόνο στο μέτρο που τίθεται σε αμφισβήτηση αυτή η οργανική συνάρτηση τεχνικών έργων - όρων αναπαραγωγής του κεφαλαίου (σήμερα σε διεθνοποιημένη κλίμακα), είναι δυνατή η εργατική ριζοσπαστική τους κριτική, και η διαμόρφωση μιας αντίληψης κοινωνικής ανάπτυξης (γενικευμένης χειραφέτησης των εργατικών αναγκών) στο πεδίο της ανατροπής αυτής της στενής σχέσης υπεραξίωσης του κεφαλαίου - επενδύσεων σε τεχνικά έργα υποδομής.
Σαν κυρίαρχο επιχείρημα της καπιταλιστικής συγκρότησης του κυκλώματος κατασκευής των τεχνικών έργων (όπως και των υπόλοιπων τομέων της κεφαλαιοκρατικής οικονομίας), προβάλλεται το γεγονός ότι ο ελεύθερος ανταγωνισμός των εργοληπτικών επιχειρήσεων επιφέρει τη σημαντική μείωση του κατασκευαστικού κόστους των έργων υποδομής, την τεχνική τους αρτιότητα και γενικότερα την αποτελεσματική διεκπεραίωση της κατασκευής. Άλλωστε, σαν ακαταμάχητο τεκμήριο της ορθότητας αυτής της επιχειρηματολογίας προωθείται η διαδικασία των δημόσιων μειοδοτικών διαγωνισμών και των υπερμεγεθών εκπτώσεων που χορηγούν οι τεχνικές εταιρίες προκειμένου να αναλάβουν την εκτέλεση μεγάλων τεχνικών έργων: από 40-50% για τα οικοδομικά-υδραυλικά έργα, και μέχρι 75-80% για έργα οδοποιίας, σιδηροδρομικά κλπ. Ωστόσο, η ίδια η οικονομική πραγματικότητα που επικρατεί στις τεχνικές κατασκευές διαψεύδει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο αυτούς τους αστικούς τεχνοκρατικούς ισχυρισμούς, αναδεικνύοντας τον αντικοινωνικό χαρακτήρα της καπιταλιστικής (ανταγωνιστικής-ιδιοκτησιακής-ιεραρχικής) δόμησης των τεχνικών επιχειρήσεων και των αντίστοιχων κρατικών τεχνικών υπηρεσιών.
Συγκεκριμένα, ο εξοντωτικός ανταγωνισμός των τεχνικών κεφαλαίων στις δημοπρατήσεις των εκτελούμενων, καθώς και των προγραμματιζόμενων έργων υποδομής, αποτελεί το κυρίαρχο χαρακτηριστικό που επιπροσδιορίζει την μετά την εγκατάσταση της εργοληπτικής επιχείρησης κατασκευαστική διαδικασία σ' όλα τα επίπεδα: τεχνικό, οικονομικό και εργασιακό. Αντικειμενικά, με τις χορηγούμενες υπέρμετρες εκπτώσεις (απόρροια του καπιταλιστικού ανταγωνισμού) είναι τεχνικά ανέφικτη η άρτια κατασκευή του οποιουδήποτε τεχνικού έργου.
Κατά συνέπεια το τεχνικό κεφάλαιο είναι αναγκασμένο από την ίδια του τη φύση (γιατί οι εργοληπτικές εταιρίες δεν είναι βέβαια κοινωφελείς επιχειρήσεις) να απεργασθεί μηχανισμούς αντιστροφής αυτής της δυσμενούς γι' αυτό καταρχήν οικονομικής συμφωνίας που προκύπτει από τις υπερμεγέθεις εκπτώσεις. Μια επιφανειακή και πρόχειρη απάντηση θα ήταν η προσφυγή στη συστηματική κακοτεχνία που είναι συνηθισμένη για το μικρομεσαίο κατασκευαστικό κεφάλαιο: ωστόσο μια τέτοια λύση είναι οικονομικά αναποτελεσματική στην κλίμακα των μεγάλων έργων υποδομής και δεν συνταιριάζει με την πραγματικά πολύμορφη συσσωρευμένη τεχνογνωσία και μηχανολογικό εξοπλισμό που διαθέτουν οι τεχνικές εταιρίες Ζ' Τάξης, όπως και το εργαζόμενο τεχνικο-εργατικό κατασκευαστικό δυναμικό. Το ίδιο το οικονομικο-τεχνικό επίπεδο των μεγάλων τεχνικών συγκροτημάτων (από την ΜΗΧΑΝΙΚΗ μέχρι την ΑΚΤΩΡ κι από την ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ μέχρι την ΑΤΤΙ-ΚΑΤ), ο υπαρκτός διευρωπαϊκός τους ανταγωνισμός και οι αντίστοιχες επεκτατικές τους επιδιώξεις στο βαλκανικό οικονομικό χώρο, επιβάλλουν τη διατήρηση ενός επαρκούς τεχνικού επιπέδου στην κατασκευή των μεγάλων δημόσιων έργων. Η πολιτική εικόνα των εργοληπτικών επιχειρήσεων σαν «ευκαιριακών πλιατσικολόγων», ανταποκρίνεται τόσο λίγο στην πραγματικότητα του δυναμικού ελληνικού τεχνικού κεφαλαίου, όσο η λογική της «υπανάπτυκτης - εξαρτημένης - αποβιομηχανοποιημένης» ελληνικής οικονομίας, η οποία απεναντίας εμφανίζει έναν επαρκή καπιταλιστικό δυναμισμό και μια ουσιαστική ιμπεριαλιστική επεκτατικότητα.
Η κυρίαρχη μορφή απάντησης στο επίπεδο των μεγάλων τεχνικών έργων έγκειται στην ενεργοποίηση μιας σειράς τεχνικών, οικονομικών και κοινωνικών διαδικασιών, που εγγράφονται στο λειτουργούν θεσμικό πλαίσιο της αστικής νομοθεσίας δημοσίων έργων (Ν. 1418/84 και σχετικά Π.Δ.) και ρύθμισης των εργασιακών σχέσεων.
Οι διαδικασίες αυτές που ενεργοποιεί το τεχνικό κεφάλαιο είναι μεταξύ των άλλων:
α) Υπερδιόγκωση των ποσοτήτων εργασιών - Μέσα από εγκρινόμενες τροποποιήσεις των αρχικών μελετών, επιτυγχάνεται η πιστοποίηση (μέσω συγκριτικών πινάκων), ποσοτήτων εργασιών πολλαπλάσιων των αρχικά προϋπολογισμένων.
β) Εμφάνιση νέου είδους εργασιών - Η «πλασματική» παρουσίαση κατά τη διάρκεια της κατασκευής, με νέες τιμές μονάδος (δηλαδή χωρίς την αρχική υπερμεγέθη έκπτωση), νέου είδους εργασιών που δεν προβλέπονταν στο αρχικό τιμολόγιο.
γ) Αναθεώρησες τιμών μονάδος - Η επίτευξη των διαδοχικών αναθεωρήσεων των τιμών των έργων προσαυξάνει το εργολαβικό όφελος περιορίζοντας ακόμη πιο πολύ προς τα κάτω την αρχική έκπτωση δημοπράτησης.
δ) Μπόνους ταχείας εκτέλεσης - Η συστηματική καθιέρωση και είσπραξη από τις τεχνικές εταιρίες της «ρήτρας πρόσθετης καταβολής» (πριμ), συνήθως στο 5% του αρχικού (πριν την δημοπράτηση) προϋπολογισμού του έργου. Μάλιστα, το πριμ αυτό εισπράττεται από τις εργοληπτικές επιχειρήσεις όχι για την έγκαιρη ολοκλήρωση των κατασκευών, αλλά για την σε καθορισμένη ημερομηνία οικονομική κάλυψη του συμβατικού αντικειμένου.
ε) Διακοπή των κατασκευαστικών εργασιών - Η κατά 100% κάλυψη του αρχικού προϋπολογισμού μέσα από «πλασματικές» διαδικασίες, για ένα μόνον μέρος, συνήθως, του αντίστοιχου τεχνικού έργου και όχι για τη συνολική του ολοκλήρωση, επιτρέπει στις τεχνικές επιχειρήσεις να διακόπτουν νομότυπα τις κατασκευαστικές εργασίες. Έτσι διαμορφώνουν καταστάσεις πίεσης για τη συνέχιση των εργασιών με νέες πλέον, κατά συμφωνία, τιμές, επιτυγχάνοντας τιμές μεγαλύτερες κι απ' αυτές του αρχικού τιμολογίου της μελέτης κλπ.
Οι διαδικασίες αυτές εμπέδωσης της τεχνικής καπιταλιστικής κερδοφορίας συμπληρώνονται με την απροσμέτρητη αύξηση της κοινωνικής υποτέλειας του τεχνικο-εργατικού δυναμικού των εργοληπτικών επιχειρήσεων. Πρόσφατη έκφραση της η προώθηση, στο χώρο των τεχνικών εταιριών Ζ' Τάξης, ενός προτύπου συμβάσεων εργασίας, που υποχρεώνονται να αποδεχθούν οι εργαζόμενοι στις τεχνικές κατασκευές, και το οποίο εμπερικλείει όρους όπως:
α) Καθιερώνει το χαρακτήρα της σύμβασης ορισμένου χρόνου για τους μισθωτούς, καταργώντας έτσι στην εργασιακή πρακτική την αποζημίωση απόλυσης των εργαζομένων.
β) Χαρακτηρίζει κάθε μισθολογική αύξηση πάνω από τα κατώτατα όρια των πάλαι ποτέ ΣΣΕ (χειριστών, τεχνικών, οδηγών κ.ά.) σαν οικειοθελή παροχή της εργοδοσίας, διακοπτόμενη κατά την κρίση της επιχείρησης.
γ) Παρέχει τη διακριτική ευχέρεια στον εργοδότη να μεταθέτει τον εργαζόμενο σε οποιοδήποτε εργοτάξιο της επιχείρησης, σε οποιαδήποτε περιφέρεια της χώρας χωρίς καμιά απολύτως πρόσθετη αμοιβή-αποζημίωση.
δ) Απαιτεί τη ρητή παραίτηση του μισθωτού από κάθε δικαίωμα του από την προσβολή της αρχής της ίσης μεταχείρισης από τον εργοδότη, νομιμοποιώντας έτσι τις ανισοτιμίες των μισθών με βάση την παραγωγικότητα - υποτακτικότητα των εργαζομένων.
ε) Δίνει τη δυνατότητα στην επιχείρηση να διακόπτει τμηματικά την εργασία και την αντίστοιχη μισθοδοσία, επικαλούμενη βλάβες των μηχανημάτων ή άλλα εμπόδια.
στ) Καθιστά τον εργαζόμενο υπεύθυνο για οποιεσδήποτε βλάβες των μηχανημάτων, δίνοντας στην επιχείρηση το δικαίωμα να συμψηφίζει κάθε απαίτηση απ' αυτόν στον οφειλόμενο μισθό του.
Μέσα απ' αυτές τις διαδικασίες επιτυγχάνεται συνολικά η εξουδετέρωση των εκπτώσεων, προκύπτει η προσαύξηση του κόστους των τεχνικών έργων στα επίπεδα των προϋπολογισμών προσφοράς κι ακόμη περισσότερο, και μ' αυτό τον τρόπο διασφαλίζεται η απρόσκοπτη κερδοφορία του τεχνικού κεφαλαίου (πέραν προφανώς του θεσμοθετημένου εργολαβικού οφέλους του 18%). Συμπερασματικά δηλαδή ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός των τεχνικών κεφαλαίων, σε σύμπραξη με τους διοικητικούς και τεχνικούς μηχανισμούς του αστικού κράτους, όχι μόνον δεν απολήγει στην επίτευξη του χαμηλότερου κατασκευαστικού κόστους, αλλά απεναντίας καταλήγει στην προσαύξηση του, διασφαλίζοντας την υψηλή καπιταλιστική κερδοφορία. Η διαδικασία έτσι των μειοδοτικών διαγωνισμών των τεχνικών εταιριών αποτελεί καθαρή φενάκη, που δεν εξασφαλίζει ούτε μειωμένο κόστος ούτε παράλληλα αποτελεσματική διεκπεραίωση των κατασκευών.
Εξίσου, προφανώς, η οποιαδήποτε αντίληψη κρατικοποιημένης δόμησης του κατασκευαστικού κυκλώματος (κατά τα τεχνοκρατικά - μικροαστικά παλαιοαριστερά πρότυπα), προβάλλει αναποτελεσματική, κοινωνικά ζημιογόνα και ατελέσφορη, τη στιγμή που ο υπαρκτός ρόλος του αστικού κράτους (διοικητικοί και τεχνικοί του μηχανισμοί) είναι διαμορφωμένος σε οργανική διαπλοκή με τα συμφέροντα κερδοφορίας του τεχνικού κεφαλαίου. (Εποπτικός και όχι παραγωγικός ρόλος των δημόσιων τεχνικών υπηρεσιών, συστηματική συναλλαγή επιβλέψεων - εταιριών, τεχνική ανεπάρκεια των κρατικών υπηρεσιών εξαιτίας της μη-παραγωγικής τους ένταξης στην κατασκευαστική δραστηριότητα κλπ.). Αλλωστε, η πρόσφατη θεσμοθέτηση της πρόσθετης αμοιβής του 6%c για τις τεχνικές επιβλέψεις του δημοσίου επί των λογαριασμών πληρωμών των εργοληπτών (πέρα από τον συντεχνιακό χαρακτήρα της), δεν αποτελεί τίποτα άλλο παρά κίνητρο για την ταχεία υπογραφή των πιστοποιήσεων των τεχνικών εταιριών από την κρατική γραφειοκρατία (Φορολογικό Νομοσχέδιο του Αυγούστου).
Τα φαινόμενα αυτά δεν είναι θεραπεύσιμα με τον «εκσυγχρονισμό» του θεσμικού πλαισίου των τεχνικών κατασκευών, γιατί ακριβώς η ισχύουσα τεχνική νομοθεσία συνιστά μια εκσυγχρονιστική αστική αναδιάταξη του κατασκευαστικού καπιταλισμού, προϊόν του σοσιαλδημοκρατικού εγχειρήματος του ΠΑΣΟΚ των μέσων της δεκαετίας του 1980, με τη σύμπραξη της παραδοσιακής αριστεράς. Ούτε παράλληλα είναι αντιμετωπίσιμα με διαδικασίες «εξυγίανσης» των δημόσιων τεχνικών φορέων, γιατί η ίδια η φύση της κρατικής γραφειοκρατίας και ο αυτονομημένος (από οποιονδήποτε εργατικό-λαϊκό έλεγχο) ρόλος της, αναπαράγει διαρκώς αναγκαστικά τα φαινόμενα συναλλαγής κρατικών υπηρεσιών - τεχνικού κεφαλαίου κατά τρόπο αδιατάρακτο.
Γι αυτό και μόνον η ανάδειξη και κυριαρχία της εργατικής τεχνικής παραγωγικής συλλογικότητας, του κόσμου της μισθωτής εργασίας των κατασκευών, σ' ολόκληρο το φάσμα της παραγωγής τεχνικών έργων, δηλαδή ο επαναστατικός σοσιαλιστικός μετασχηματισμός, είναι σε θέση να εγγυηθεί την εκρίζωση αυτών των παρασιτικών διαδικασιών, την απαλλαγή από την πρόσθετη κοινωνική επιβάρυνση της κερδοφορίας του τεχνικού κεφαλαίου, την κοινωνικοποίηση της τεχνογνωσίας - τεχνικής παιδείας για το συνολικό εργαζόμενο δυναμικό, τον οριζόντιο καταμερισμό της εργασίας και εξουσίας, τον προγραμματισμό των τεχνικών κατασκευών στη βάση των λαϊκών αναγκών.
2. Η αστική ταξική κυριαρχία στις τεχνικές κατασκευές οικοδομήσεις
Στο τεχνικο-κατασκευαστικό κύκλωμα η αστική τάξη εμφανίζει, από μια γενική άποψη, ποιοτικά, ολότελα ανεπτυγμένα καπιταλιστικά χαρακτηριστικά, εφόσον στο επίπεδο των τεχνικών εργοληπτικών εταιριών απαρτίζεται από εταιρικές συγκροτήσεις ομάδων μηχανικών-εργοληπτών που είναι ταυτόχρονα κάτοχοι:
α) Των μέσων παραγωγής των τεχνικών επιχειρήσεων,
β) Της επιστημονικο-τεχνικής γνώσης και εμπειρίας.
γ) Του εργοληπτικού κατασκευαστικού δικαιώματος,
δ) Της διευθυντικής-διαχειριστικής τεχνικο-οικονομικής εξουσίας.
Σε διαφοροποίηση από άλλους παραγωγικούς τομείς (όπου η ιδιωτική ιδιοκτησία των παραγωγικών μέσων είναι επαρκής όρος για τον αστικό ταξικό προσδιορισμό, π.χ. βιομηχανικές επιχειρήσεις), στην περίπτωση των τεχνικών εταιριών (εγγεγραμμένων στο ΜΕΕΠ), η μονομερής ιδιοκτησία του παραγωγικού εξοπλισμού είναι αναγκαίος αλλά όχι επαρκής όρος του αστικού ταξικού προσδιορισμού: απαιτεί, για την καπιταλιστική της ολοκλήρωση, τη συναίρεση με την τεχνικο-επιστημονική γνώση και το συνεπακόλουθο εργοληπτικό δικαίωμα. Χωρίς βέβαια αυτό το χαρακτηριστικό να είναι απόλυτο για όλο το εύρος του καπιταλιστικού κατασκευαστικού κυκλώματος, ωστόσο είναι κυρίαρχος προσδιοριστικός του παράγοντας.
Ο κύριος κορμός της αστικής τάξης στις κατασκευές συγκεντρώνεται στις 200 περίπου τεχνικές εταιρίες κυρίως Ζ' Τάξης (μέλη της εργοδοτικής οργάνωσης του ΣΑΤΕ - Συνδέσμου Ανωνύμων Τεχνικών Εταιριών), οι οποίες συγκροτούνται στο επίπεδο της ιδιοκτησίας - τεχνικής ικανότητας, από ομάδες 5-7 κατά μέσον όρο μηχανικών - εργοληπτών, είτε γενικής δραστηριότητας σ' όλο το φάσμα των τεχνικών έργων, είτε ειδικότερης, επιμέρους εξειδικευμένης παραγωγικής δραστηριότητας. Πρόκειται για το «σκληρό πυρήνα» (τεχνοκρατικό - καπιταλιστικό) της αστικής τάξης των κατασκευών, με εσωτερική προφανώς διαβάθμιση από άποψη δυναμικότητας (κεφαλαίου - ενεργητικού - προσωπικού - έργων κλπ.), που ξεκινάει απ' τις κορυφαίες τεχνικές επιχειρήσεις (ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ, ΜΗΧΑΝΙΚΗ, ΤΕΒ κ.ά.) για να φτάσει στις νεοσύστατες εργοληπτικές εταιρίες Ζ' Τάξης (ΑΞΩΝ, ΤΕΜΑΚ κλπ.).
Η πυραμίδα του κατασκευαστικού καπιταλισμού εμπερικλείει κατά σειρά τις ακόλουθες κοινωνικές δυνάμεις της αστικής ταξικής κυριαρχίας:
Καταρχήν, τον ηγεμονικό πυρήνα των 30 περίπου ολιγοπωλιακών υπερμεγεθών τεχνικών εταιριών, οι οποίες και συμμετέχουν κατεξοχήν, μεμονωμένα ή κοινοπρακτικά (με ελληνικές ή ευρωπαϊκές εργοληπτικές επιχειρήσεις), στην κατασκευή των έργων υποδομής άνω των 500 εκατ. δρχ. που χρηματοδοτούνται από τις εκταμιεύσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα ίδια κεφάλαια τους φτάνουν και ξεπερνούν για κάθε μια το 1,0 όισεκ. δρχ., το συνολικό ενεργητικό τους ανέρχεται σε 2-4 δισεκ. δρχ., και τα καθαρά κέρδη της κάθε εταιρίας βρίσκονται σε ετήσια επίπεδα άνω των 500 εκατ. δρχ.
Κατόπιν, στην περιφέρεια αυτού του πυρήνα των μεγάλων τεχνικών συγκροτημάτων, ανήκουν οι υπόλοιπες τεχνικές επιχειρήσεις Ε' έως Ζ' Τάξης, που ανήκουν στον ΣΑΤΕ και οι οποίες δραστηριοποιούνται εξίσου στο πεδίο των μεγάλων έργων. Ο αριθμός τους φτάνει τις 180 εργοληπτικές επιχειρήσεις, βρίσκονται σε οξύ ανταγωνισμό τόσο μεταξύ τους όσο και με τις τεχνικές εταιρίες του ηγεμονικού αστικού πυρήνα, ωστόσο υπολείπονται απ' αυτές σε κεφαλαιουχικό εξοπλισμό και σε ετήσιο κύκλο εργασιών.
Αμέσως μετά τοποθετείται το επιχειρηματικό στρώμα των υπολοίπων 350 τεχνικών εργοληπτικών μονάδων που κινούνται στα επίπεδα μεσαίων έργων υποδομής (Γ έως Δ' Τάξης), καθώς επίσης και η κατηγορία των επιχειρήσεων κατασκευής ιδιωτικών οικοδομικών έργων (κυρίως κατοικιών) που αντιπροσωπεύουν μια αρκετά ευρεία αστική κοινωνική κατηγορία, χωρίς όμως την τεχνολογική-μηχανολογική κεφαλαιουχική επάνδρωση που διαθέτουν οι 210 τεχνικές εταιρίες Ε1 έως Ζ' Τάξης του ΣΑΤΕ.
Στη συνέχεια, στον κοινωνικό κύκλο της αστικής ταξικής συγκρότησης των τεχνικών κατασκευών ανήκουν οι επιχειρήσεις παραγωγής ετοίμου σκυροδέματος (που ουσιαστικά ελέγχουν τις ιδιωτικές οικοδομήσεις και έλκουν το οικονομικό ενδιαφέρον των τσιμεντοβιομηχανιών όπως ο TITAN και ο ΗΡΑΚΛΗΣ, αλλά και άλλων ευρωπαϊκών τσιμεντοβιομηχανιών). Εξίσου εντάσσονται σ' αυτή την κατηγορία οι εταιρίες παραγωγής αδρανών υλικών και ασφαλτικών (παρέμβαση και νομή τόσο στα δημόσια έργα όσο και στις ιδιωτικές οικοδομήσεις). Εξαιτίας της φύσης του παραγωγικού τους αντικειμένου βρίσκονται ισομοιρασμένες σ' ολόκληρο τον εθνικό παραγωγικό χώρο, με ουσιαστική κεφαλαιουχική επάνδρωση του επιπέδου των τεχνικών εταιριών Ζ' Τάξης, ενώ ο συνολικός τους αριθμός υπερβαίνει τις 200 σε πανελλαδικό επίπεδο.
Τέλος, στον ίδιο αστικό κοινωνικό κύκλο τοποθετείται και το φάσμα των μεγάλων συγκροτημάτων τεχνικών μελετητών όλων των ειδών και των μεγεθών. Διαθέτουν μισθωτό τεχνικο-επιστημονικό και διοικητικό προσωπικό, ηλεκτρονικό κεφαλαιακό εξοπλισμό σ' όλα τα επίπεδα, διεκπεραιώνουν τεχνικές μελέτες έργων υποδομής και ο αριθμός τους φτάνει τις 285 μελετητικές τεχνικές επιχειρήσεις. Είναι οργανωμένες στο Σύνδεσμο Ελληνικών Γραφείων Μελετών και έχουν επιχειρηματική δόμηση αναπτυγμένων καπιταλιστικών μελετητικών εταιριών. (Ενδεικτικά παραδείγματα μελετητικών επιχειρήσεων οι Α-Δ-Κ, DELCO, ΕΥΑΛΙΝΟΣ, ΦΡΑΝΚ και ΜΠΕΪΖΙΛ κλπ.).
Το σύνολο αυτών των επιχειρηματικών δυνάμεων συγκροτεί την αστική τάξη των τεχνικών κατασκευών και οικοδομήσεων, διαρθρώνεται το ίδιο πυραμιδικά και ανταγωνιστικά, και συνιστά τον κύριο κοινωνικό κορμό του αστικού συνασπισμού ταξικής κυριαρχίας στις κατασκευές - οικοδομήσεις, σε συμμαχία με τα αντίστοιχα μικρομεσαία τεχνικά κατασκευαστικά στρώματα.
α) Κεντρικός κορμός και κατ' εξοχήν κοινωνικός εκφραστής του τεχνικού κεφαλαίου, κύρια των δημόσιων τεχνικών έργων, είναι ο ΣΑΤΕ (Πανελλήνιος Σύνδεσμος Ανωνύμων Τεχνικών Εταιριών), που έχοντας ιδρυθεί στα 1985, έχει εμφανίσει μια γρήγορη ανάπτυξη, συσπειρώνοντας σήμερα σχεδόν το σύνολο των κατασκευαστικών επιχειρήσεων Ε' έως Ζ' (κυρίως) τάξης, που ανέρχονται σήμερα σε 206 μεγάλες τεχνικές εταιρίες.
Ο ΣΑΤΕ συνιστά την κατ' εξοχήν κοινωνική έκφραση του τεχνικού κεφαλαίου, εργοδοτική οργάνωση του τόσο απέναντι στην εργατική τάξη και το κράτος, όσο και στο επίπεδο ανάπτυξης της καπιταλιστικής τεχνικής δραστηριότητας στην ελληνική οικονομία, όσο και τέλος σε σχέση με την επεκτατική του δραστηριότητα στη Μ. Ανατολή, Α. Ευρώπη και στα πλαίσια της ΕΟΚ.
β) Σ' ένα δεύτερο επίπεδο εργοδοτικής - εργοληπτικής κοινωνικής συγκρότησης, τοποθετούνται οι αστικές ταξικές οργανώσεις της ΠΕΔΜΕΔΕ και ΠΕΔΜΗΕΔΕ, που συσπειρώνουν περιφερειακά και κεντρικά τις κατασκευαστικές επιχειρήσεις και μεμονωμένους εργολήπτες Α' έως Ε' Τάξης, τόσο σε επίπεδο δημόσιων κατασκευών, όσο και στο πεδίο των ιδιωτικών οικοδομικών έργων. Πρόκειται για μια μαζικότερη και οικονομικά κατώτερου επιπέδου εργοδοτική κοινωνική οργάνωση, καπιταλιστικού ταξικού χαρακτήρα, με ταυτόχρονα στοιχεία αστικής ένταξης και μικροαστικών τεχνοκρατικών στρωμάτων. Οι δύο αυτές αστικές κοινωνικές οργανώσεις ουσιαστικά συσπειρώνουν κάθε μορφή εργοδοτικής - εργοληπτικής επιχείρησης (ανώνυμης, ΕΠΕ ή προσωπικής) που βρίσκεται έξω από τη σφαίρα των 200 μεγάλων τεχνικών εταιριών, (μελών του ΣΑΤΕ), και βρίσκεται στο ίδιο αστικό ταξικό στρατόπεδο με αυτές, γιατί βέβαια δεν είναι το μέγεθος της τεχνικής εταιρίας που προσδιορίζει τον καπιταλιστικό της χαρακτήρα, αλλά η ίδια η καπιταλιστική φύση των παραγωγικών σχέσεων στη βάση των οποίων αναπτύσσουν την οικονομική τους δραστηριότητα.
Στα πλαίσια του πεδίου των χρηματοδοτήσεων των σύγχρονων τεχνικών κατασκευών του 2ου ΚΠΣ αναδεικνύεται στην κορυφή της πυραμίδας του κατασκευαστικού καπιταλισμού και σταθεροποιείται στην τρέχουσα περίοδο ένας σημαντικός ηγεμονικός πυρήνας του τεχνικού κεφαλαίου που απαρτίζεται από 30 περίπου μεγάλου μεγέθους εργοληπτικές επιχειρήσεις. Τα συνολικά μεγέθη που χαρακτηρίζουν την παραγωγική τους δραστηριότητα εμφανίζουν μια σταθερά ανοδική πορεία σ' ολόκληρη την τελευταία πενταετία 1988-92 (λειτουργία του Ιου ΚΠΣ). Τα ίδια κεφάλαια τους αυξάνονται από 24,605 δισεκ. δρχ. το 1988 σε 56,130 δισεκ. δρχ., δηλαδή υπερδιπλασιάζονται εμφανίζοντας μέση ετήσια αύξηση της τάξης του 23%. Αντίστοιχα, το συνολικό τους ενεργητικό σχεδόν τριπλασιάζεται και από 37,104 δισεκ. δρχ. το 1988 φτάνει στα 85,111 δισεκ. δρχ. το 1992, αυξανόμενο επίσης με μέσο ετήσιο ρυθμό 23%, ενώ μάλιστα στη φάση 1990-91 εμφάνισε το μέγιστο ρυθμό αύξησης 33%. Επίσης, η κερδοφορία του ηγεμονικού πυρήνα των 30 μεγαλύτερων τεχνικών εταιριών σχεδόν τετραπλασιάστηκε, από 3,992 δισεκ. δρχ. το 1988 σε 14,509 δισεκ. δρχ. το 1992, παρουσιάζοντας έναν πολύ σημαντικό βαθμό μέσης ετήσιας αύξησης, του επιπέδου του 41%.
Παράλληλα μ' αυτούς τους δείκτες της καπιταλιστικής ανάπτυξης του μεγάλου κατασκευαστικού δυναμικού, η αποδοτικότητα των χρησιμοποιούμενων ιδίων τους κεφαλαίων παρουσίασε μια αντίστοιχη ανοδική πορεία: Έτι σι, από 16% που ήταν το 1988, πέρασε στο 18% το 1989, έφτασε στο 26% και 29% για το 1990 και 1991 αντίστοιχα, και σταθεροποιήθηκε στο 26% για το 1992. Τα οικονομικά αυτά μεγέθη καταδεικνύουν περίτρανα το δυναμικό χαρακτήρα της καπιταλιστικής παραγωγικής δραστηριοποίησης των τεχνικών εταιριών που καταλαμβάνουν την κορυφή της κατασκευαστικής πυραμίδας, πράγμα που οφείλεται στις σημαντικές χρηματοδοτήσεις των έργων υποδομής του Ιου ΚΠΣ, στον πολυσήμαντο δομικό τεχνολογικό τους εκσυγχρονισμό και την εξειδίκευση - τεχνογνωσία, αλλά κυρίως στην ολοσχερή καθυπόταξη και την παραγωγική εντατικοποίηση του εργατικο-τεχνικού μισθωτού κατασκευαστικού τους δυναμικού.
Το μεγαλύτερο μέρος απ' αυτές τις 30 επιχειρήσεις του ηγεμονικού πυρήνα του τεχνικού κεφαλαίου, και πάντως μέχρι σήμερα τουλάχιστον 15 απ' αυτές, προχώρησαν στην τρέχουσα περίοδο (τελευταίο δίμηνο του 1993 - πρώτο τρίμηνο του 1994) στην είσοδο τους στη χρηματιστηριακή αγορά, για άντληση κεφαλαίων, πράγμα που οδήγησε σε πολλαπλάσιες υπερκαλύψεις των μετοχών αύξησης του κεφαλαίου που είχαν αρχικά ζητήσει. Η στρατηγική αυτή κίνηση των σημερινών υπερμεγεθών εργοληπτικών εταιριών (οι εταιρίες ΜΗΧΑΝΙΚΗ, ΒΙΟΚΑΤ και ΒΙΟΤΕΡ είχαν εισαχθεί στο ΧΑΑ από προηγούμενα), υπαγορεύθηκε από τις αναγκαιότητες:
ο) Της χρηματοπιστωτικής τους ανταπόκρισης στις αυξημένες απαιτήσεις σε κεφάλαια (μηχανολογικό εξοπλισμό και κινήσεως) των προϋπολογισμών των έργων του 2ου ΚΠΣ.
β) Από την επιδίωξη της ισχυροποίησης της θέσης τους και αναδιάταξης του συσχετισμού των δυνάμεων στο εσωτερικό της πυραμίδας του τεχνικού κεφαλαίου.
γ) Από το μεσοπρόθεσμο σχεδιασμό τους για την κατασκευαστική επεκτατική διείσδυση στη διεθνή αγορά (κύρια βαλκανική και δευτερογενώς μεσανατολική).
δ) Εξαιτίας των αναγκών χρηματοδότησης τμημάτων ή ολόκληρων των κατασκευών ορισμένων από τα σύγχρονα έργα τεχνικής υποδομής (εφαρμογή του συστήματος BOOT: μελέτη - αυτοχρηματοδότηση - κατασκευή - εκμετάλλευση), όπως σε τμήματα του μεταφορικού δικτύου, στην κατασκευή κτιρίων-πάρκιυγκ, στην εκμετάλλευση κέντρων αποκομιδής και επεξεργασίας των απορριμάτων κλπ.
Έτσι, οι 15 μεγαλύτερες τεχνικές επιχειρήσεις, ενώ το 1992 διέθεταν ίδια κεφάλαια 27,8 δισεκ. δρχ., με την είσοδο τους στη χρηματιστηριακή αγορά (καθώς και τις αντίστοιχες αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου των ήδη εισηγμένων στο ΧΑΑ), έφτασαν να αντλήσουν μέχρι σήμερα περί τα 42,04 δισεκ. δρχ., πραγματοποιώντας μια κεφαλαιακή αύξηση μεγαλύτερη κατά 51% από τα διαθέσιμα ίδια κεφάλαια τους.
Παράλληλα, στο επίπεδο της αποδοτικότητας των ιδίων τους κεφαλαίων, εμφανίζουν προβλέψεις για την τρέχουσα διετία 1993-94, με βάση τις ήδη υπογραμμένες συμβάσεις έργων, που ξεπερνούν κατά πολύ τους μέσους όρους, είτε συνολικά του κατασκευαστικού τομέα, είτε και επιμέρους βιομηχανικών κλάδων. Για το 1992 οι 15 ηγεμονικές τεχνικές επιχειρήσεις εμφάνιζαν 27,792 δισεκ. δρχ. ίδια κεφάλαια και 10,434 δισεκ. δρχ. καθαρά κέρδη, δηλαδή αποδοτικότητα 37%. Ανάλογα για το 1994, με διαθέσιμα πλέον κεφάλαια (μετά την είσοδο στη χρηματιστηριακή αγορά) 69,8 δισεκ. δρχ., προβλέπεται καθαρή κερδοφορία της τάξης των 26,5 δισεκ. δρχ., δηλαδή διατήρηση της αποδοτικότητας των ιδίων τους κεφαλαίων στο 38%. Αντίστοιχα το συνολικό τους ενεργητικό και ο σχετικός κύκλος εργασιών τους παρουσιάζουν έναν τριπλασιασμό στην τρέχουσα τριετία: από 44,8 δισεκ. δρχ. το 1992 φτάνει στα 117,6 δισεκ. δρχ. το 1993 (αύξηση κατά 162%), ενώ για το 1994 προβλέπεται να ανέλθει στα 153,0 δισεκ. δρχ. (αύξηση κατά 30% σε σχέση με το 1993). Τέλος η καθαρή τους κερδοφορία εμφανίζει μια υπερμεγέθη αύξηση μεταξύ 1992-93 της τάξης του 88% (από 10,4 δισεκ. δρχ. το 1992 σε 19,6 δισεκ. δρχ. το 1993), και μεταξύ 1993-94 αντίστοιχη μεγέθυνση κατά 35% (από 19,6 δισεκ. δρχ. σε 26,5 δισεκ. δρχ. αντίστοιχα).
Παράλληλα, το ηγεμονικό τεχνικό κεφάλαιο αναπτύσσει μια ορισμένη παράπλευρη επιχειρηματική δραστηριοποίηση η οποία όμως δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί σαν πολυκλαδική (κι ούτε πολύ περισσότερο πολυεθνική) επέκταση σε καθεαυτό βιομηχανικές ή και εμπορικές δραστηριότητες. Σ' έναν ορισμένο βέβαια βαθμό καταγράφεται και η διακλαδική του διείσδυση, όπως στις επιχειρήσεις των μέσων μαζικής επικοινωνίας (έντυπης και ηλεκτρονικής), σε εφοπλιστικές δραστηριότητες ή ακόμη και σε αμιγώς βιομηχανικούς τομείς. Κυρίως όμως συγκροτεί συμπληρωματικές δορυφορικές-θυγατρικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε τομείς παραπλήσιους με τις τεχνικές κατασκευές: Επιχειρήσεις εξειδικευμένων τεχνικών μελετών (π.χ. εδαφομηχανικής - θεμελιώσεων), οικοδομικές και τουριστικές εκμεταλλεύσεις (λ.χ. ξενοδοχειακές μονάδες), εταιρίες μεταλλικών τεχνικών κατασκευών (προκειμένου να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό αντίστοιχων εταιριών όπως η ΜΕΤΚΑ η οποία αντίστοιχα εξαγοράζει την κατασκευαστική εταιρία ΓΝΩΜΩΝ), μονάδες αστικών αναπτύξεων κλπ. Συνολικά, αυτή η τάση της διάπλωσης του ηγεμονικού πυρήνα του τεχνικού κεφαλαίου τείνει να ενταθεί κυρίως με τις διαδικασίες αυτοχρηματοδότησης μεγάλων τεχνικών κατασκευών και της συνεπακόλουθης έτσι εκμετάλλευσης αυτών των κοινωφελών έργων υποδομής, πράγμα που πρόκειται να αποκτήσει αναγκαστικά μονιμότερα και ευρύτερα χαρακτηριστικά στην επόμενη περίοδο.
Βέβαια, αν αυτοί οι δείκτες καταδεικνύουν πραγματικά την ηγεμονική θέση αυτού του πυρήνα των κατασκευαστικών επιχειρήσεων στις σημερινές τεχνικές κατασκευές, (στο επίπεδο των σύγχρονων μεγάλων εργοληψιών των έργων του συγκοινωνιακού δικτύου, των μεγάλων βιολογικών καθαρισμών, όσο και στο επίπεδο εξίσου της διείσδυσης στη διεθνή κατασκευαστική αγορά, όσο και τέλος σ' εκείνο των δυνατοτήτων αυτοχρηματοδότησης τεχνικών έργων), ωστόσο, η ανταγωνιστική πίεση τόσο μέσα στον ίδιο τον ηγεμονικό πυρήνα του τεχνικού κεφαλαίου, όσο και ανάμεσα σ' αυτόν και στην ευρύτερη καπιταλιστική περιφέρεια των άλλων μεγάλων τεχνικών επιχειρήσεων Ζ1 Τάξης είναι οξύτατη. Έτσι, στην άμεση περιφέρεια των 30 τεχνικών επιχειρήσεων του ηγεμονικού πυρήνα δραστηριοποιείται ένας κύκλος άλλων 30 τουλάχιστον σχετικά σημαντικών εργοληπτικών εταιριών, οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις ανταγωνίζονται αποτελεσματικά το τεχνικό κεφάλαιο της κορυφής της κατασκευαστικής πυραμίδας. Συνολικά αυτές οι 30 εταιρίες της περιφέρειας του ηγεμονικού πυρήνα εμφανίζουν αθροιστικά ίδια κεφάλαια της τάξης των 15,055 δισεκ. δρχ., καλύπτουν έναν κύκλο εργασιών 31,911 δισεκ. δρχ. και εμφανίζουν μια καθαρή κερδοφορία που φτάνει τα 5,322 δισεκ. δρχ. Έτσι, η αποδοτικότητα των ιδίων τους κεφαλαίων είναι του επιπέδου του 35%, που είναι εξίσου μεγάλη όπως των υπερμεγεθών τεχνικών εταιριών.
Στον κατασκευαστικό καπιταλισμό με την ευρύτερη έννοια και ιδιαίτερα σ' ό,τι αφορά τις ιδιωτικές οικοδομικές κατασκευές, εντάσσεται οργανικά το κύκλωμα της τσιμεντοβιομηχανίας όσο και εξίσου οι επιχειρήσεις παραγωγής έτοιμου σκυροδέματος που συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους, στο μέτρο που το σκυρόδεμα καταβροχθίζει τη «μερίδα του λέοντος» του κατασκευαστικού κόστους, και στο βαθμό που το 80% της κατανάλωσης τσιμέντου κατευθύνεται στην ιδιωτική οικοδόμηση ενώ το 20% αφορά τα δημόσια έργα (σχέση που τείνει να διαφοροποιηθεί στην τρέχουσα δεκαετία σε βάρος των ιδιωτικών οικοδομικών και προς όφελος των δημόσιων τεχνικών κατασκευών). Και σ' αυτό το επίπεδο της τσιμεντοβιομηχανίας ο ελληνικός καπιταλισμός εμφανίζει μια δυναμικότητα παγκόσμιας εμβέλειας και μεγέθους (τηρουμένων προφανώς των οικονομικών αναλογιών), εφόσον αποτελεί τη δεύτερη διεθνή εξαγωγική δύναμη (5,84 εκατομ. τόννοι τσιμέντου ετήσια) μετά την Ιαπωνία (5,91 εκατομ. τόννοι), τη στιγμή μάλιστα που πριν μια πενταετία κατείχε την πρώτη παγκόσμια θέση στο εξαγωγικό εμπόριο τσιμέντου (6,25 εκατ. τόννοι ετήσια σε σχέση με τους 4,95 εκατ. τόννους του ιαπωνικού κεφαλαίου το 1988). Συνολικά το 40% της παραγωγής τσιμέντου εξάγεται ενώ το 60% διατίθεται στην ελληνική αγορά: για το 1991 η παραγωγή τσιμέντου ανήλθε σε 13,58 εκατομ. τόννους, από τα οποία τα 7,79 εκατομ. τόννοι διακινήθηκαν στο εσωτερικό, ενώ τα 5,79 εκατομ. τόννοι διοχετεύθηκαν στη διεθνή αγορά (και ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, Αγγλία, Ιταλία, δηλαδή σε αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες). Κυρίαρχος γενεσιουργός παράγοντας αυτής της εξαγωγικής επίδοσης της ελληνικής τσιμεντοβιομηχανίας είναι προφανώς η ύπαρξη πρώτων υλών (ασβεστολιθικών - αργιλικών), αλλά κυρίως το εξαιρετικά υψηλό επίπεδο του τεχνολογικού της εξοπλισμού, κι ακόμη περισσότερο η υψηλότατη παραγωγικότητα του κεφαλαίου και της εργασίας: η παραγωγή τσιμέντου ανά εργαζόμενο στην ελληνική τσιμεντοβιομηχανία είναι 2.480 τόννοι ετήσια, ενώ ο μέσος όρος της παραγωγικότητας των εργαζομένων στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανέρχεται στους 2.400 τόννους το χρόνο. Εξ ου και η αλματώδης κερδοφορία των δύο γιγαντιαίων ελληνικών τσιμεντοβιομηχανιών, του ΤΙΤΑΝΑ και της ΑΓΕΤ-ΗΡΑΚΛΗΣ, που κατέχουν κορυφαία θέση στην πυραμίδα του ελληνικού βιομηχανικού κεφαλαίου.
Ωστόσο όμως, τόσο οι ανακατατάξεις στα πλαίσια του διεθνούς εμπορικού ανταγωνισμού όσο και οι τάσεις μείωσης της ιδιωτικής οικοδομικής δραστηριότητας στην εγχώρια αγορά, οδηγούν σε αναπροσανατολισμό των κατευθύνσεων του κεφαλαίου της ελληνικής τσιμεντοβιομηχανίας: Αφενός, εντείνεται η δραστηριότητα για την εδραίωση της διεθνούς διείσδυσης της τσιμεντοβιομηχανίας διαμέσου της δημιουργίας «σταθμών διανομής» (σε Ισπανία, Αγγλία κλπ.) όσο και της πραγματοποίησης άμεσων παραγωγικών επενδύσεων του ελληνικού κεφαλαίου στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες (σχεδιασμός κατασκευής εργοστασίου τσιμέντου από τον ΤΙΤΑΝΑ στη Ν. Καρολίνα των ΗΠΑ). Αφετέρου, σταθεροποιώντας τη θέση της στην ελληνική κατασκευαστική αγορά απέναντι στον ανταγωνισμό των ιταλικών (ITALCIMENTI) και γαλλικών (LAFARGE) κεφαλαίων. Ο στόχος αυτός επιδιώκεται με δεδομένη τη συρρίκνωση των ιδιωτικών οικοδομήσεων, με τη στροφή στις δημόσιες τεχνικές κατασκευές του 2ου ΚΠΣ, όσο και εξίσου με τη δημιουργία «competitive markets», δηλαδή με την επένδυση στις παραγωγικές μονάδες έτοιμου σκυροδέματος. Και ακριβώς σ' αυτό το πεδίο υπεισέρχεται ο τομέας των τεχνικών κατασκευών που αντιπροσωπεύεται από τις επιχειρήσεις παραγωγής έτοιμου σκυροδέματος, στο μέτρο που εξαγοράζονται πλέον μαζικά τόσο από το ελληνικό κεφάλαιο της τσιμεντοβιομηχανίας όσο και από το αντίστοιχο ευρωπαϊκό.
Έτσι, ο καπιταλιστικός τομέας της παραγωγής σκυροδέματος που αριθμεί περί τις 230 παραγωγικές μονάδες, διασπαρμένες σ' ολόκληρη τη χώρα, απασχολώντας περί τους 4.000 εργατοϋπαλλήλους (ωστόσο μόνον 37 επιχειρήσεις απασχολούν άνω των 20-30 εργαζομένων, 17 μονάδες απασχολούν 30-50 εργαζόμενους, και 3 συγκροτήματα 50-200 εργαζόμενους), συνδετικός κρίκος μεταξύ τσιμεντοβιομηχανίας και κατασκευών, αποτελεί το σύγχρονο πεδίο του καπιταλιστικού ανταγωνισμού. Η διεύρυνση του κύκλου εργασιών των συγκροτημάτων έτοιμου σκυροδέματος (διπλασιασμός σχεδόν μέσα σε μια πενταετία από 8,4 εκατομ. κ.μ. σκυροδέματος σε 14,5 εκατομ.) οφείλεται προφανώς στο σταδιακό εκτοπισμό της εργοταξιακής του παραγωγής, κι όχι στη διεύρυνση της ιδιωτικής οικοδομικής δραστηριότητας που ήταν φθίνουσα. Οι δείκτες κεφαλαιακής αποδοτικότητας και κερδοφορίας των επιχειρήσεων αυτών στάθηκαν γενικά σε μεσαία επίπεδα: Το περιθώριο μικτού κέρδους βρίσκεται για την πλειονότητα μεταξύ 10-20%, ορισμένες επιχειρήσεις εμφανίζουν αρνητικά αποτελέσματα, ενώ το περιθώριο καθαρού κέρδους κυμαίνεται σε χαμηλό επίπεδο, περί το 8%. Γι αυτό η μαζική τους εξαγορά από τις τσιμεντοβιομηχανίες δεν έχει ως κίνητρο την αυτοτελή τους κερδοφορία αλλά τη στρατηγική τους θέση: ο ανταγωνισμός των κεφαλαίων της παραγωγής τσιμέντου μεταφέρεται στις τιμές του έτοιμου σκυροδέματος της εσωτερικής αγοράς.