Το ΠΑΣΟΚ και η νέα ιδεολογική συγκυρία

των Τάσου Κυπριανίδη και Θανάση Τσεκούρα

Εισαγωγή

Αν προσπαθούσαμε να ανακαλύψουμε το μόνιμο και κύριο στοιχείο του αντιπολιτευτικού λόγου μετά την άνοδο του ΠΑ.ΣΟ.Κ στην κυβέρνηση, δίχως άλλο, θα παρουσιαζόταν παντού μπροστά μας, ο καταστροφισμός, η κινδυνολογία για τη «δεδομένη» αποτυχία της κυβέρνησης. Μάλιστα αυτό που ξενίζει περισσότερο είναι η πλατύτητα του φάσματος του καταστροφισμού, που αρχίζει από τη δεξιά εκδοχή της Ν.Δ., διαπερνά την κάθε λογής παραδοσιακή Αριστερά, φθάνοντας ακόμη ως τους αριστερούς διανοούμενους που αποδέσμευσε η κρίση της Αριστεράς, δηλ. τους «παλιούς» μας συντρόφους. Και όμως, όπως θα φανεί αργότερα, δεν πρόκειται για κάποια ταχυδακτυλουργικά φτιαγμένη ιδεολογία, για μια εύκολη λύση. Έχει σαν πραγματικό όρο ύπαρξης, μια υλική αντίθεση που συγκροτεί αποφασιστικά το ΠΑ.ΣΟ.Κ. σαν διαχειριστή της πολιτικής εξουσίας, που εγγράφεται σε όλες του τις πράξεις στη μετεκλογική συγκυρία.

Μιλάμε για τη ρευστότητα, αντιθετικότητα και αυτονόμηση των στοιχείων της νέας ιδεολογικής δομής που δίνει λαβή σε όλες τις καταστροφιστικές αντιλήψεις της συγκυρίας και συγκροτεί τον οποιοδήποτε αντιπολιτευτικό λόγο. Ας δείξουμε πιο καθαρά τι εννοούμε.

Εκσυγχρονιστική πολιτική και σταθεροποίηση του κράτους δικαίου

Στη μετεκλογική συγκυρία παρατηρούνται σημαντικές μεταβολές στον τρόπο άσκησης της κρατικής εξουσίας, τόσο στο πολιτικό, όσο και στο ιδεολογικό επίπεδο, που εδώ μας ενδιαφέρει κύρια.

Ο κυρίαρχος ιδεολογικός. λόγος, όπως υλοποιείται μέσα από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους, εμπλουτίζεται με νέα στοιχεία που αντλούνται κυρίως από τα οράματα της παραδοσιακής Αριστεράς. Παράλληλα χαρακτηρίζεται από αντιφατικότητα, ρευστότητα, έλλειψη μιας συμπαγούς ενότητας, αυτονόμηση των στοιχείων του στους επιμέρους ιδεολογικούς μηχανισμούς.

Οι παραδοσιακές έννοιες της κυρίαρχης ιδεολογίας παρουσιάζουν μια ελαστικότητα πρωτοφανή για τη μεταπολιτευτική συγκυρία.

Η έννοια της «δημοκρατίας» κινείται μεταξύ της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας δυτικού τύπου έως την οικονομική, κοινωνική και πολιτική «δημοκρατία του Λάου».

Η «ελευθερία» ορίζεται από το «απαραβίαστο των δικαιωμάτων του ανθρώπου» στο μηχανισμό της δικαιοσύνης, αλλά και από την ριζοσπαστική σημασία που παίρνει στις διακηρύξεις και στα οράματα του Υπουργείου Νέας Γενιάς.

Η «ισότητα» εκλαμβάνεται απ' τη μια σαν απλή ισονομία και Ισοπολιτεία στη δικαιοσύνη, και από την άλλη σαν ανάπτυξη νέων σχέσεων παραγωγής και οργάνωσης της κοινωνίας στις αυτοδιαχειριστικές εκρήξεις πολλών υπουργών.

Συμπερασματικά αντικαθίσταται ο συμπαγής, απόλυτα προσδιορισμένος, συνεκτικός και ενιαίος ιδεολογικός λόγος της Δεξιάς, από την αντιφατικότητα, ρευστότητα και αυτονόμηση του ιδεολογικού λόγου της Αλλαγής.

Η διαπίστωση αυτής της πραγματικότητας όμως δεν αρκεί για την ερμηνεία της. Αντίθετα εύκολα οδηγεί σε μια στρεβλωτική κατανόηση της συγκυρίας που εκφράζεται με χαρακτηριστικές διακηρύξεις του τύπου: το ΠΑ.ΣΟ.Κ. δεν έχει πρόγραμμα να κυβερνήσει, ναρκοθετείται και διαμελίζεται από την πίεση των αντικρουόμενων συμφερόντων που εκπροσωπεί, προβάλλει περίοδος έντονης πολιτικής κρίσης με απρόβλεπτες εξελίξεις (εκλογές, συμμαχική - οικουμενική κυβέρνηση κ.λπ.). Όλες αυτές οι καταστροφιστικές αντιλήψεις δεν κατανοούν ότι ο λόγος του κράτους, εξ ορισμού είναι λόγος ενιαίος συμπυκνωτικός, παρά την επιφανειακή αντιφατικότητα και ρευστότητα που μπορεί να παρουσιάζει. Ακόμα, ότι πολλές φορές αυτή η αντιφατικότητα αποτελεί τον καλύτερο τρόπο άσκησης της κρατικής εξουσίας, συμπύκνωσης των αντιθέσεων του κοινωνικού σχηματισμού.

Η κατανόηση της ιδιαιτερότητας αυτής της μεταβολής, οφείλει λοιπόν να ξεφύγει από κάποιες περιγραφικές αναλύσεις, που αφού διαπιστώσουν αυτό το. φαινόμενο προσπαθούν να το ερμηνεύσουν σαν μια κατάσταση έρπουσας κρίσης μιας πολιτικής εξουσίας, έτοιμης να καταρρεύσει κάτω από το βάρος των αντιφάσεων που την συγκροτούν.

Για μας, η παρατηρούμενη αντιφατικότητα και ρευστότητα του ιδεολογικού λόγου, όσο και της άσκησης της πολιτικής εξουσίας γενικότερα, σημαίνει έναν άλλο τρόπο διαχείρισης της εξουσίας, σταθεροποίησης δηλαδή του «κράτους δικαίου» που αντανακλά την κατάσταση της ταξικής πάλης στη νέα συγκυρία. Η αντιφατικότητα και η ρευστότητα είναι αυτές που επιτρέπουν στο κράτος να συμπυκνώνει τις αντιθέσεις, να συγκροτεί την ενότητα του κοινωνικού σχηματισμού, να οργανώνει την ηγεμονία του συνασπισμού εξουσίας στον κοινωνικό σχηματισμό και της μονοπωλιακής μερίδας της αστικής τάξης στο εσωτερικό του συνασπισμού εξουσίας.

Η κυβέρνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. στην ουσία προτείνει έναν άλλο τρόπο σταθεροποίησης του κράτους δικαίου, προσαρμοσμένο στις κοινωνικές αντιθέσεις όπως αυτές εμφανίζονται κάτω από την επίδραση της εκσυγχρονιστικής πολιτικής της Δεξιάς στη μεταπολιτευτική περίοδο, και της οικονομικής κρίσης του καπιταλισμού μετά το 1978.

Η επιθετική πολιτική του εκσυγχρονισμού, σημάδεψε αποφασιστικά τις κοινωνικές σχέσεις της ελληνικής κοινωνίας, τις θέσεις των κοινωνικών τάξεων και τις μεταξύ τους συμμαχίες. Αναδιοργανώθηκε η θέση της μικροαστικής τάξης συνολικά, με την υποβάθμιση των πελατειακών σχέσεων στο εσωτερικό του κράτους, το κλείσιμο της βαλβίδας κοινωνικής ανόδου με τη μεταρρύθμιση του εκπαιδευτικού μηχανισμού, την αποδυνάμωση της μέσης και κατώτερης κρατικής γραφειοκρατίας.

Παράλληλα, ο αστικός εκσυγχρονισμός για την εργατική τάξη σήμαινε μια διαδοχική πορεία ήττων και ραγδαίας μεταβολής εναντίον της του πολιτικού συσχετισμού δυνάμεων όπως είχε διαμορφωθεί με την εμφάνιση του εργοστασιακού συνδικαλισμού την πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο.

Έτσι λοιπόν, η επιθετική πολιτική του εκσυγχρονισμού συσσώρευσε μια σειρά κοινωνικών αντιθέσεων που είχαν σαν αίτία τις ανακατατάξεις των κοινωνικών τάξεων και συμμαχιών που προκάλεσε η πορεία εδραίωσης του. Βέβαια, οι κοινωνικές αντιθέσεις δεν παρουσιάστηκαν ανοικτά στο πολιτικό προσκήνιο, δεν αμφισβήτησαν συνολικά την πολιτική του αστικού εκσυγχρονισμού, εκφυλίστηκαν σε συντεχνιακού τύπου αντιστάσεις, παρ' όλα αυτά υπήρξαν και συσσωρεύτηκαν.

Μετά το 1978, ο ελληνικός καπιταλισμός εισέρχεται σε μια φάση οξυμένης οικονομικής κρίσης που εξακολουθεί μέχρι σήμερα.

Η διαχείριση της οικονομικής κρίσης απ' τη μεριά της κρατικής εξουσίας κινείται πάνω στο κοινωνικό έδαφος, που είχε κινηθεί μέχρι τώρα, με την εκσυγχρονιστική στρατηγική. Η σκληρή περιοριστική πολιτική, η φορολογική μεταρρύθμιση με τα «κριτήρια», η «εξυγίανση» του εμπορικού κυκλώματος, οι νόμοι για το χρηματιστήριο κ.λπ. δημιούργησαν μια νέα επιδείνωση της θέσης της μικροαστικής και της εργατικής τάξης. Παράλληλα, τραυματίζεται σημαντικά η ιδεολογία της ανάπτυξης με επιπτώσεις που η σημασία τους θα φανεί παρακάτω.

Η συσσώρευση, λοιπόν, αντιθέσεων στη φάση της σταθεροποίησης του αστικού εκσυγχρονισμού, και ο επικαθορισμός των αντιθέσεων εξ αίτιας της οικονομικής κρίσης δημιουργεί κρίση νομιμοποίησης της Ν.Δ., σα διαχειριστή του αστικού εκσυγχρονισμού, ενώ ανοίγει παράλληλα τις πόρτες στην ανάληψη της κυβέρνησης από το ΠΑ.ΣΟ.Κ.

Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι όσα αναφέραμε προηγούμενα, δεν στοιχειοθετούν κατάσταση πολιτικής κρίσης. Η αλλαγή του πολιτικού συσχετισμού δυνάμεων προς όφελος του ΠΑ.ΣΟ.Κ. δεν ανατρέπει ριζικά τη μεταπολιτευτική συγκυρία, διατηρεί τη στρατηγική της σταθεροποίησης του κράτους δικαίου, του αστικού εκσυγχρονισμού, μεταβάλλοντας όμως τον τρόπο διαχείρισης του, αποτελεί «τομή μέσα στη συνέχεια».

Η διαχείριση της οικονομικής κρίσης έχει σαν αναγκαίο όρο την πολιτική και ιδεολογική νομιμοποίηση της κρατικής εξουσίας και των φορέων της. Ο αναγκαίος αυτός όρος δεν είναι βέβαια και ικανός, επειδή καμιά κρατική πολιτική όσο καλή και αν είναι, δεν μπορεί να ανατρέψει τις άτεγκτες δομικές αντιφάσεις του καπιταλισμού.

Η στρατηγική του ΠΑ.ΣΟ.Κ. εξασφαλίζει αυτή την πολιτική και ιδεολογική νομιμοποίηση, λόγω του «νέου» τρόπου άσκησης της πολιτικής εξουσίας που προτείνει. Τα «δείγματα γραφής» αυτού του «νέου» τρόπου έχουν γίνει ήδη ορατά: η «σκληρή» οικονομική πολιτική συνοδεύεται από κάποια παραχώρηση «οικονομικής δημοκρατίας», ο «διάλογος» και η «αμοιβαία προσέγγιση» του κράτους με τον πολίτη γίνεται καθημερινή επίκληση, η χειραγώγηση της εργατικής τάξης από το κράτος γίνεται με τρόπο «δημοκρατικό» και «φιλελεύθερο». Ο «νέος» τρόπος άσκησης της πολιτικής εξουσίας εξασφαλίζει την αναγκαία νομιμοποίηση ακόμη και στα πιο σκληρά και αντιλαϊκά οικονομικά μέτρα. Ας αναλογιστούμε απλά, τις επιπτώσεις και τα προβλήματα που θα είχε η λήψη από την κυβέρνηση της Ν.Δ., της απόφασης για την υποτίμηση της δραχμής.

Ας δούμε τώρα την αναδιάρθρωση της ιδεολογικής δομής που προσδιορίζεται από τους μετασχηματισμούς των πολιτικών σχέσεων εξουσίας, και τις επιπτώσεις στους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους.

Η νέα ιδεολογική συγκυρία

Το βασικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει κανείς στην έρευνά των αναδιαρθρωμένων ιδεολογικών μηχανισμών είναι ο εντοπισμός του στοιχείου που είναι κυρίαρχο μέσα σ' αυτούς. Η κυρίαρχη μορφή της αστικής ιδεολογίας στη σύγχρονη φάση του μονοπωλιακού καπιταλισμού είναι ο τεχνοκρατισμός. Ο τεχνοκρατισμός επικαθορίζει όλες τις μορφές της αστικής ιδεολογίας, την πολιτική, θρησκευτική, οικονομική κ.λπ. ιδεολογία, προσδιορίζοντας το περιεχόμενο των όρων τους, καθορίζοντας εσωτερικές ιεραρχήσεις στη δομή τους. Η δομή κάθε ιδεολογίας δεν είναι απλή παράθεση όρων και εννοιών, ίσα κατανεμημένων, αλλά παίρνει τη μορφή σύνθετης - ιεραρχημένης δομής με εσωτερική Ιεράρχηση και «πειθαρχία», προσδιορισμένη από την εσωτερική κυριαρχία της τεχνοκρατικής ιδεολογίας. Παράλληλα η υλοποίηση της αστικής ιδεολογίας μέσα στους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους, επικαθορίζει και προσαρμόζει εκ νέου τη σύνθετη ιδεολογική δομή στο πλέγμα των κοινωνικών σχέσεων ενός μηχανισμού.

Κατ' αρχήν θα εξετάσουμε το βασικό σχήμα με βάση το όποιο συγκροτούνται οι ιδεολογικοί μηχανισμοί στη μεταπολιτευτική συγκυρία κατά την περίοδο διακυβέρνησης της χώρας από τη Ν. Δ. και στη συνέχεια τη διαδικασία μετασχηματισμού της ιδεολογικής δομής μετά τις εκλογές του '81.

Στην περίοδο της εκσυγχρονιστικής πολιτικής, της επιθετικής πολιτικής της αστικής τάξης μετά το 1974, η κυρίαρχη ιδεολογία αρθρώνεται γύρω από τον τεχνοκρατισμό με τη μορφή του τετράπτυχου: ανάπτυξη - αξιοκρατία - δημοκρατία - ανεξαρτησία. Ο κάθε ένας από τους παραπάνω όρους - στοιχεία του τετράπτυχου έχει συγκεκριμένο και μονοσήμαντο ιδεολογικό περιεχόμενο. Ανάπτυξη σημαίνει, την τάση προσέγγισης και εναρμόνισης του ελληνικού καπιταλισμού με τον καπιταλισμό των ευρωπαϊκών μητροπόλεων. Η αξιοκρατία υποδηλώνει την υπαγωγή κάθε εγγενούς τάσης του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού στην αυστηρά ιεραρχικά δομημένη πυραμίδα του αστικού ορθολογισμού. Η δημοκρατία νοείται πάντοτε στα πλαίσια μιας κλασικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας δυτικού τύπου με δομές αντιπροσώπευσης, που κάθε στιγμή διατρανώνουν την κατ' αρχήν αποδοχή των κανόνων του κοινοβουλευτικού αντιπροσωπευτικού παιχνιδιού. Τέλος η ανεξαρτησία ορίζεται οπωσδήποτε σε σχέση με το δόγμα του «ανήκομε είς την Δύσιν», και διαχωρίζεται τόσο από την υποτέλεια της δικτατορίας, όσο και από τα ουδετερόφιλα αντιαμερικανικά πειράματα, προκρίνει δηλαδή μια στάση ισότιμης, οικειοθελούς και αναγκαίας συμπόρευσις εις τον «ελεύθερο κόσμο».

Όμως η καταγραφή της κυρίαρχης ιδεολογίας θα ήταν στρεβλή και ανεπαρκής αν σταματούσε σ' αυτό το σημείο. Γιατί η πρωταρχικότητα του τεχνοκρατισμού δεν διαμεσολαβειται απλά και μόνο μέσα από τον αντίστοιχο χρωματισμό του κάθε στοιχείου του τετράπτυχου η αντίστοιχα μέσα από τον προσδιορισμό του σημασιολογικού του εύρους, στην κατεύθυνση που πιο πάνω σκιαγραφήσαμε. Εκφράζεται κυρίαρχα με τον αναπτυξιακό προσανατολισμό που αποκτά κάθε ιδεολογική συνιστώσα στη μεταπολιτευτική φάση, με την κυριαρχία της ιδεολογίας της ανάπτυξης πάνω σε κάθε στοιχείο της ιδεολογικής δομής. Το έθνος έχει μια μόνο επιλογή: την (καπιταλιστική) ανάπτυξη, και τούτη μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την αυστηρά ιεραρχική αξιοκρατία, με την πειθαρχημένη κοινοβουλευτική δημοκρατία και με τον τύπο της ανεξαρτησίας που εξυπηρετεί τα εθνικά μας συμφέροντα. Γι αυτό και η παράθεση των όρων του τετράπτυχου που κάναμε είναι ιεραρχική με τη σειρά που εκτέθηκε το κάθε στοιχείο. Και επιπλέον το τετράπτυχο είναι ενιαίο, συμπαγές και άκαμπτο - ανελαστικό γιατί η κυριαρχία του στοιχείου της ανάπτυξης δεν επιδέχεται καμιά αυτονόμηση, διαφοροποίηση της ιεραρχικής σειράς μέσα σε κάθε ιδιαίτερο ιδεολογικό μηχανισμό. Η ανάπτυξη σαν στοιχείο συνοχής και δείκτης αποτελεσματικότητας της κυρίαρχης ιδεολογίας, φαίνεται να είναι ταυτόχρονα το αίτιο της συγκεκριμένης ενιαίας Ιεραρχικής συγκρότησης των ιδεολογικών μηχανισμών και ταυτόχρονα αποτέλεσμα της Ικανοποιητικής λειτουργίας, της λειτουργικότητας τους, στο βαθμό που αυτοί εξασφαλίζουν τη συναίνεση η αποδοχή από τη μεριά των μαζών της εκσυγχρονιστικής πολιτικής της αστικής τάξης.

Και πραγματικά, στην περίοδο μέχρι το 1978, το τετράπτυχο λειτουργεί ικανοποιητικά μια και η ανάπτυξη και πραγματική υπόσταση όχει και εκφράζεται με μια πολιτική παροχών προς τα λαϊκά στρώματα. Η κρίση όμως που οξύνεται μετά το 1978 κλονίζει ακριβώς αυτή την αναπτυξιακή κατεύθυνση καθώς και τη δυνατότητα συγκρότησης της κυρίαρχης ιδεολογίας με πόλο την ανάπτυξη στα πλαίσια της ευημερούσας δημοκρατίας δυτικού τύπου που το τετράπτυχο αποδίδει. Η «περιοριστική» οικονομική πολιτική, η ανάγκη για αναπροσαρμογή της εκσυγχρονιστικής πολιτικής σε συνθήκες διαχείρισης της κρίσης, καθιστούν αναγκαία την αντικατάσταση του στοιχείου της ανάπτυξης από την κυριαρχική θέση του στο τετράπτυχο, με στόχο να εξασφαλισθεί η πρωταρχικότητα του τεχνοκρατισμού στη σύνολη ιδεολογική δομή. Το ρόλο αυτό τώρα καλείται να ενσωματώσει κάποιο από τα άλλα στοιχεία του τετράπτυχου, ένα στοιχείο που θα αναπροσαρμόσει το σημασιολογικό περιεχόμενο των όρων στη νέα συγκυρία και θα επιτρέψει την αποτελεσματική λειτουργία της κυρίαρχης ιδεολογίας σε συνθήκες διαχείρισης της κρίσης.

Οι έννοιες της αξιοκρατίας και της ανεξαρτησίας δεν είναι σε θέση να επωμισθούν από μόνες τους αυτό το ρόλο του κομβικού στοιχείου, γιατί βρίσκονται σε εσωτερική σχέση εξάρτησης από την αναπτυξιακή κατεύθυνση. Το μόνο στοιχείο που μπορεί να παίξει το ρόλο του αντίβαρου στην περιοριστική οικονομική πολιτική και αντίστοιχα να λειτουργήσει σαν μοχλός στην κατεύθυνση μετασχηματισμού της ιδεολογικής δομής, είναι η δημοκρατία.

Αυτή ακριβώς είναι και η λύση που προτείνει το ΠΑ.ΣΟ.Κ. και ανταποκρίνεται στη νέα συγκυρία. Το κύριο χαρακτηριστικό της «λύσης» αυτής, είναι ότι γίνεται χωρίς ολική ανατροπή της αντίφασης. Οι βασικές πολιτικές - ιδεολογικές επιλογές - κατευθύνσεις του αστισμού διατηρούνται. Πιο συγκεκριμένα ο τεχνοκρατισμός, η τεχνοκρατική ιδεολογία, εξακολουθεί να είναι το πρωταρχικό στοιχείο, όμως η λειτουργικότητα του είναι τώρα σημαντικά διαφορετική, πρόκειται δηλαδή για μια «τομή μέσα στη συνέχεια».

Το παλιό τετράπτυχο της μεταπολιτευτικής συγκυρίας δεν αποδίδει πια επιγραμματικά το περιεχόμενο και τις διαμορφωτικές σχέσεις που διέπουν την κυρίαρχη ιδεολογία. Στη θέση της παλιάς συμπαγούς, ενιαίας και ανελαστικής ενότητας διαμορφώνεται ένα νέο ελαστικό πλαίσιο, όπου, τα στοιχεία που πριν καθορίζονταν από την κυριαρχία της ιδεολογίας της ανάπτυξης, αυτονομούνται σχετικά και αποκτούν μια εντελώς νέα λειτουργικότητα που υλοποιείται και με τη μερική αντιθετικότητά τους. Και είναι αυτό το στοιχείο της αυτονόμησης και της μερικής αντιθετικότητας που δίνει, στη νέα συγκυρία, στην κυρίαρχη ιδεολογία μια καταπληκτική εμβέλεια να ενσωματώσει και να αφομοιώσει στοιχεία που μέχρι τώρα ήταν εχθρικά προς τον κυρίαρχο κρατικό λόγο. Συμπερασματικά η κυριαρχία της έννοιας της δημοκρατίας στη νέα ιδεολογική συγκυρία ενθρονίζει στη θέση του παλιού συμπαγούς, ενιαίου και άκαμπτου τετράπτυχου ένα νέο με σχετικά αυτόνομες, αντιθετικές και πολυσήμαντης λειτουργικότητας συνιστώσες, το τετράπτυχο: δημοκρατία - ανεξαρτησία - ανάπτυξη - αξιοκρατία.

Το σημασιολογικό εύρος του κάθε όρου είναι αρκετά μεγάλο και καθορίζεται πια συγκεκριμένα στα πλαίσια κάθε ιδιαίτερου ιδεολογικού μηχανισμού του κράτους. Δημοκρατία σημαίνει τώρα συμμετοχή στη διαχείριση της κρατικής εξουσίας, στη «λήψη των αποφάσεων», σημαίνει και αυτοδιαχείριση στους τόπους ζωής και δουλειάς. Μπορεί να σημαίνει δηλαδή όπως είπαμε από αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία δυτικού τύπου μέχρι και την αριστερή «δημοκρατία του λαού», πάντοτε κάτω από τον επικαθορισμό της πολιτικής του «κράτους δικαίου». Η ανεξαρτησία μπορεί τώρα να συμπεριλάβει και στοιχεία αντιαμερικανισμού και να φθάσει μέχρι και σε ένα ιδιότυπο αντιιμπεριαλισμό στην ακραία της εκδοχή. Εμπεριέχει τόσο την «εθνική υπερηφάνεια» απέναντι στο ΝΑΤΟ και τους Αμερικάνους, όσο και την ιστορική αναφορά στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του ΕΑΜ. Η ανάπτυξη είναι ο ιδεολογικός εκείνος όρος που εκφράζει την τάση του ελληνικού καπιταλισμού να τροποποιήσει τη θέση του στην παγκόσμια ιμπεριαλιστική αλυσίδα, να προσεγγίσει τις ευρωπαϊκές μητροπόλεις και να πετύχει την «αυτοδύναμη», «ελληνικά ελεγχόμενη» ανάπτυξη. Τέλος η αξιοκρατία είναι ο αστικός «περί μεθόδου λόγος» που ενσωματώνει στη λειτουργία του όλα τα συστατικά στοιχεία της αστικής ιδεολογικής δομής, ο συνεκτικός ιστός της πολιτικής του «κράτους δικαίου», μπορεί όμως η σημασία του να διευρύνεται με τρόπο ώστε να συμπεριλάβει και τις αντιλήψεις περί κοινωνικής δικαιοσύνης.

Ο προσδιορισμός του εννοιολογικού - σημασιολογικού περιεχομένου του τετράπτυχου που πιο πάνω παραθέσαμε έγινε χωρίς ιεραρχική τοποθέτηση του κάθε όρου. Η ιεράρχηση αυτή δεν έγινε συγκεκριμένα, γιατί δεν υπάρχει. Ένα θεμελιωτικά νέο δεδομένο της μετεκλογικής ιδεολογικής συγκυρίας είναι ότι καθώς η έννοια «δημοκρατία» αναβαθμίζεται, το τετράπτυχο αυτό χαρακτηρίζεται από τη δυνατότητα αυτονόμησης της κάθε συνιστώσας του και διαφορετική οργανική ένταξη της στο πλέγμα των σχέσεων του κάθε ιδεολογικού μηχανισμού. Το δεδομένο της αυτονόμησης και της ενιαίας λειτουργίας μέσα από τη σχετική αντιθετικότητα, είναι αυτό που διαφέρει ουσιαστικά από την παλιά ιδεολογική συγκυρία και συγκροτεί το νέο λόγο της κρατικής εξουσίας σε μια μορφή αρκετά ευέλικτη και αποτελεσματική. Αυτό το στοιχείο είναι που του παρέχει μια καταπληκτική εμβέλεια στο ρόλο του σαν συνεκτικού ιστού του συνόλου κρατικού μηχανισμού. Είναι όμως και το ζήτημα που απαιτεί να είναι οργανικά συνυφασμένη με την ανάλυση που θα επιχειρήσουμε η έννοια της αντίφασης, και η αντίληψη ότι οι κοινωνικές διαδικασίες είναι ενδογενείς - αναγκαίες διεργασίες, χωρίς εξωτερικά «υποκείμενα» και τελικούς στόχους. Αλλιώς θα καταλήξουμε στις συνηθισμένες ιδεολογικές αναλύσεις της συγκυρίας όπου η αντιθετικότητα στοιχείων και διεργασιών νοείται σαν έλλειψη βούλησης και συγκροτημένης άποψης από μέρους των ιστορικών «υποκειμένων» και τα συμπεράσματα παράγουν περισσότερα (θεωρητικά και πρακτικά) προβλήματα από αυτά που υποτίθεται ότι επιλύουν.

Επειδή το πρόβλημα που αποτελεί τη Λυδία λίθο για τη δοκιμή της κάθε αντίληψης είναι το ζήτημα της κρατικής εξουσίας, γι' αυτό η ανάλυση που κάναμε δεν πρέπει να περιορισθεί σε μια εξήγηση - καταγραφή της νέας ιδεολογικής συγκυρίας αλλά να δειχθεί το δόκιμο και έγκυρο του χαρακτήρα της, στο χώρο όπου η κυρίαρχη ιδεολογία υπάρχει και υλοποιείται, έχει υλική υπόσταση: στους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους, και πριν απ' όλα στον πολιτικό (ιδεολογικό) μηχανισμό, που ανασυντάσσεται πλήρως από την ύπαρξη του ΠΑ.ΣΟ.Κ., σαν «νέου τύπου» κυβερνητικό κόμμα.

ΠΑΣΟΚ: ένα νέου τύπου κυβερνητικό κόμμα

Το σύνολο πολιτικό σύστημα της χώρας, η κεντρική και περιφερειακή διακυβέρνηση, τα κόμματα και οι οργανώσεις συγκροτούν τον πολιτικό (ιδεολογικό) μηχανισμό του κράτους. Εδώ θα δείξουμε τις θεμελιακές αλλαγές που συντελούνται στη δόμηση του, που συντείνουν στη διαμόρφωση των υπόλοιπων ιδεολογικών μηχανισμών. Αυτό δεν σημαίνει σε καμιά περίπτωση ότι οι αλλαγές που πραγματώθηκαν ανάγονται σε κάποια βουλησιαρχία του ΠΑΣΟΚ. Αντίθετα, θα προσπαθήσουμε να αναδείξουμε τα στοιχεία εκείνα της ταξικής πάλης, που επικαθορίζουν τους μετασχηματισμούς και ειδικά συγκροτούν το ΠΑΣΟΚ σαν τον προνομιακό μηχανισμό μέσα από τον οποίο θα διέλθουν οι «πρωτοβουλίες» και θα παραχθούν τα στοιχεία εκείνα γύρω από τα όποια η μετασχηματισμένη κυρίαρχη ιδεολογία αρθρώνεται και στη συνέχεια υλοποιείται στους επιμέρους μηχανισμούς. Το ΠΑΣΟΚ σημαδεύεται από τον καιρό της δημιουργίας του με ιδιομορφίες - ιδιαιτερότητες που είναι αποτέλεσμα του τρόπου που αυτό εγγράφεται στους ταξικούς και πολιτικούς συσχετισμούς μεταπολιτευτικά. Στη νέα αυτή συγκυρία που μετά από την περίοδο σταθεροποίησης χαρακτηρίζεται από την επιθετική πολιτική της αστικής τάξης, τον εκσυγχρονισμό, διαμορφώνονται τάσεις πρωτογενούς αυθόρμητης αντίστασης των λαϊκών μαζών που δεν ενσωματώνονται στον κρατικό κυβερνητικό λόγο, αλλά ούτε αφομοιώνονται από τους σχηματισμούς της παραδοσιακής Αριστεράς που αρθρώνουν έναν ισοπεδωτικό λόγο αντιπαράθεσης Έξω από τη συγκυρία. Η εκσυγχρονιστική πολιτική βρίσκεται λοιπόν σε «αντιπαράθεση» με τα οράματα της Αριστεράς και το ενδιάμεσο διάστημα παραμένει κενό, χωρίς πολιτική λειτουργικότητα. Το ΠΑΣΟΚ αυτόν ακριβώς το χώρο έρχεται να καλύψει σαν χώρος συμβιβασμού και συγχώνευσης σε αντιφατική ενότητα του αστικού εκσυγχρονισμού και των αριστερών οραμάτων. Γι αυτό το σκοπό, υπάρχει η αναγκαιότητα ο νεοσύστατος αυτός χώρος να είναι απαλλαγμένος από τις ιστορικές δεσμεύσεις της Αριστεράς, αλλά και καθαρά διακριτός από το φιλελεύθερο - κεντρώο χώρο με τους ευρωπαϊκούς προσαναταλισμούς. Τα χαρακτηριστικά αυτά αποτελέσματα της ταξικής πάλης έρχεται να ενσωματώσει στη φυσιογνωμία του το ΠΑΣΟΚ. Η κυριαρχία της τεχνοκρατικής ιδεολογίας αποτυπώνεται στο νέο κόμμα διττά: Πρώτα απ' όλα σαν στοιχείο αυτονόμησης του από τους άλλους κομματικούς μηχανισμούς, («αυτοδυναμία», «τρίτος δρόμος», σειρά αρνητικών προσδιορισμών της φυσιογνωμίας του κ.λπ.). Το ΠΑΣΟΚ είναι κάτι το νέο για τα ελληνικά πολιτικά πράγματα. Και υστέρα, σων συνύπαρξη μέσα του αντιθετικών απόψεων οι όποιες και αλληλοσυγκρουόμενες είναι και διαχρονικά αλλάζουν. Αυτά τα δυο στοιχεία: αυτονόμηση και αντιθετικότητα στη συγκρότηση λειτουργία του το διαφορίζουν ουσιαστικά από κάθε άλλο πολιτικό σχηματισμό στο φάσμα της πολιτικής σκηνής και προσδίδουν ιδιαιτερότητα και ιδιόμορφο δυναμισμό στην πορεία εξέλιξης του. Έτσι το ΠΑΣΟΚ μπορεί να είναι αριστερή εκδοχή της Ν.Δ., αλλά και αριστερή - εξτρεμιστική εκδοχή του ΚΚΕ, μπορεί να είναι εθνικά αποδεκτό προβάλλοντας οράματα που μέχρι τότε άνηκαν στο γκέτο της Αριστεράς, να είναι «σοβαρό» αστικό κόμμα και ταυτόχρονα να οργανώνει το «πεζοδρόμιο» και να οικειοποιείται την όποια ετερόκλητη απεργιακή κινητοποίηση. Το ΠΑΣΟΚ σαν χώρος συγχώνευσης αστικού εκσυγχρονισμού και αριστερών οραμάτων για να είναι πολιτικά αποτελεσματικό πρέπει να έχει εγγεγραμμένα στη φυσιογνωμία λειτουργία του τα στοιχεία της αυτονόμησης και της αντιθετικότητας - ρευστότητας. Και αυτά βέβαια όχι σαν τυχαίες επιλογές βουλησιαρχικού τύπου η τεχνάσματα για τον εγκλωβισμό αριστερών και δεξιών ψηφοφόρων, αλλά σαν επικαθορισμούς της ταξικής πάλης, σαν κυρίαρχες όψεις μιας σταθεροποιητικής αντιφατικής κίνησης.

Η τελευταία παρατήρηση βρίσκεται στη βάση των πραγμάτων και αν δεν γίνει σαν τέτοια κατανοητή τότε έρχεται αντιμέτωπος κανείς με κάθε είδους παραδοξολογήματα και ανεξήγητα φαινόμενα που μετά προσπαθεί να καλύψει με ιδεολογικούς όρους χωρίς ερμηνευτική αξία. Μια εκτίμηση μιλάει λοιπόν για το ΠΑΣΟΚ σαν ζώντα οργανισμό που περνάει από τη γέννηση, στην οργισμένη εφηβεία και τέλος στην ωριμότητα, για να εξήγησα την αντιφατικότητα της εξέλιξης του κόμματος αυτού. "Άλλη άποψη άρθρωνα την κριτική της γύρω από το φάσμα του λαϊκισμού και έχει αυτό το ιδεολόγημα σαν ερμηνευτικό γνώμονα των εξελίξεων. Τέλος μια τρίτη, αποδίδει στο ΠΑΣΟΚ έλλειψη προγράμματος, αλλοπρόσαλλη πολιτική και φασιστοειδή «αρχηγική» συγκρότηση, για να εξηγήσει την Ιστορική πορεία του. Και οι τρεις αυτές απόψεις έχουν ίνα κοινό παρονομαστή: Αναζητούν τα αίτια κίνησης της αντίφασης έξω απ' αυτήν, αναζητούν το «υποκείμενο» της είτε σε κάποιο οργανισμικό πρότυπο, είτε στον οπορτουνισμό του κόμματος, είτε στον μεσσιανισμό του «αρχηγού» και προλέγουν το ζοφερό - αναπόφευκτο τέλος. Όμως αν αντικρίσουμε τις διαδικασίες σαν ενδογενείς - αναγκαίες με κινητήρια δύναμη την ταξική πάλη και όχι τη βουλησιαρχία του αρχηγού η του συλλογικού υποκειμένου η των νομοτελειών της ζωής, τότε μπορεί αυτή η αντιφατική διαδικασία να γίνει κατανοητή και εξηγήσιμη.

Το σταθερό λοιπόν χαρακτηριστικό που επικαθορίζει τους μετασχηματισμούς στο ΠΑΣΟΚ είναι η αυτονόμηση (εσωτερική και εξωτερική) και η αντιθετικότητα. Πως αυτό το στοιχείο αρθρώνεται μετεκλογικά στη συγκυρία; Το ΠΑΣΟΚ είναι τώρα πλέον ο διαχειριστής της κρατικής εξουσίας, ο λόγος του δεν είναι ο αποσπασματικός κατακερματισμένος λόγος ενός αντιπολιτευτικού κόμματος, είναι ο ενιαίος - συνεκτικός - συγκροτημένος λόγος της κρατικής εξουσίας. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά του λόγου αυτού; Η ίδια αυτονόμηση - αντιθετικότητα που σημάδεψε το κόμμα αυτό από τη δημιουργία του, σαν αποτέλεσμα των μεταπολιτευτικών ταξικών και πολιτικών συσχετισμών. Άλλα, ας σταθούμε στο σημείο αυτό λίγο περισσότερο.

Ένα βασικό χαρακτηριστικό - αποτέλεσμα της αυτονόμησης αντιθετικότητας του ΠΑΣΟΚ, που εικονογραφεί τη διαφορά του από τα (κυβερνητικά) κόμματα της Δεξιάς, είναι ο τρόπος που αυτό εντάσσεται στον κρατικό μηχανισμό. Τώρα πλέον ο κρατικός μηχανισμός δεν θεωρείται ο προνομιακός χώρος μέσα από τον όποιο με πελατειακές σχέσεις θα διαμεσολαβείτε η λειτουργία του κόμματος σε σχέση με τις μάζες. Σε πολύ λίγες, ασήμαντες, περιπτώσεις χρησιμοποιείται ο κρατικός μηχανισμός με τον παραδοσιακό τρόπο, σαν υποκατάστατο του πολιτικού ιδεολογικού μηχανισμού παρά τη δεξιά και όψιμη αριστερή φιλολογία πάνω στο ζήτημα.

Η ιδιοτυπία του ΠΑΣΟΚ σαν κυβερνητικό κόμμα έχει σημαντικές συνέπειες στη δομή της πολιτικής εξουσίας και στη σχέση των «θεσμών - κέντρων εξουσίας» μέσα από τα Οποία υλοποιείται.

Στη μεταπολιτευτική συγκυρία, τα βασικά «κέντρα εξουσίας» μέσα στο κράτος ήταν η Κυβέρνηση και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Μετεκλογικά προστίθεται ένα τρίτο «κέντρο εξουσίας»: το ΠΑΣΟΚ, σαν κυβερνητικό κόμμα αναδιατάσσοντας και παράλληλα σταθεροποιώντας τη δομή της πολιτικής εξουσίας. Ο μετασχηματισμός αυτός ήταν αδύνατο να πραγματοποιηθεί προεκλογικά εξ αίτιας του χαρακτήρα της Ν.Δ., της συγκρότησης της με βάση τον κρατικό μηχανισμό (και μάλιστα το στενό πυρήνα του κρατ. μηχανισμού, τη Δημόσια Διοίκηση), που είχε σαν αποτέλεσμα την επικάλυψη του κυβερνητικού κόμματος από τα δύο βασικά κέντρα εξουσίας και την έλλειψη αυτονομίας απ' αυτά.

Μάλιστα η σχέση των δυο κέντρων εξουσίας: ΠΑΣΟΚ, κυβέρνηση είναι σαφέστατα Ιεραρχημένη υπέρ της κυβέρνησης, με έντονο προσδιορισμό και καταμερισμό λειτουργιών και «υπευθυνοτήτων». Η δημοσιογραφική αντίληψη ότι η κυβέρνηση διαχειρίζεται το εφικτό, το κόμμα υπενθυμίζει το ευκταίο περιγράφει τον υπερτονισμό της ιδεολογικής λειτουργίας του ΠΑΣΟΚ σε σχέση με την πολιτική λειτουργία, που ανατίθεται κυρίαρχα στην Κυβέρνηση και στο χαρισματικό ηγέτη της.

Τα αποτελέσματα του «τριπολισμού» με ιεράρχηση και καταμερισμό λειτουργιών της δομής της πολιτικής εξουσίας, αφορούν αποφασιστικά την ίδια την αποτελεσματικότητα της πολιτικής εξουσίας. Επιτρέπουν στο Κράτος να συμπυκνώνει, με καλύτερο και πιο φερέγγυο τρόπο, την ενότητα του κοινωνικού σχηματισμού, να απορροφά και να μεταθέτει με πιο ευέλικτο τρόπο τις αντιθέσεις του, σταθεροποιούν περισσότερο σε τελική ανάλυση την πολιτική εξουσία.

Η τριπολικότητα της δομής της πολιτικής εξουσίας, εγγυάται μεγαλύτερη ασφάλεια στη συμπύκνωση των κοινωνικών αντιφάσεων υπό την ηγεμονία του συνασπισμού εξουσίας, αναδιατάσσοντας συνεχώς αν παραστεί ανάγκη την Ιεράρχηση και τη λειτουργικότητα των τριών πια κέντρων εξουσίας ανάλογα με τις κοινωνικές εκπροσωπήσεις και εντάσεις της συγκυρίας, δημιουργώντας χάσματα ανάμεσα στην τυπική και πραγματική εξουσίας που συγκεντρώνουν τα κέντρα, έτσι ώστε να αποφεύγονται καταστάσεις ανοιχτής και οξυμένης πολιτικής κρίσης.

Μάλιστα, είναι δυνατόν οι εκπροσωπήσεις μερίδων του συνασπισμού εξουσίας η των κοινωνικών τάξεων - στηρίγματα να είναι άνισα κατανεμημένες ανάμεσα στα κέντρα εξουσίας (όπως και στο σύνολο των κρατικών μηχανισμών) και η συμπύκνωση των αντιφάσεων να λύνεται μέσα απ' την ιεράρχηση και λειτουργία των τριών κέντρων εξουσίας εξασφαλίζοντας έτσι καλύτερη νομιμοποίηση και συναίνεση, χωρίς επικίνδυνες εντάσεις και ρήγματα εκπροσώπησης.

Το ΠΑΣΟΚ είναι λοιπόν κυβερνητικό κόμμα νέου τύπου για την Ελλάδα σχετικά αυτόνομο από το στενό πυρήνα του κράτους, μη αλληλοκαλυπτόμενο μ' αυτό στις λειτουργίες του σαν κυβερνητικός - κρατικός και κομματικός μηχανισμός, τρίτο κέντρο εξουσίας. Αυτό το δεδομένο της αυτονόμησης και μερικής αντιθετικότητας είναι και η αιχμή που μετασχηματίζει το ενιαία ιεραρχημένο ιδεολογικό τετράπτυχο της δεξιάς εκδοχής του εκσυγχρονισμού στο σήμερα κυρίαρχο σχετικά αυτόνομο - αντιθετικό ιδεολογικό τετράπτυχο. Και κάτι ακόμη. Είναι και το στοιχείο εκείνο που επιτρέπει τη διαφορετική ιεράρχηση των συνιστωσών του τετράπτυχου στους διάφορους ιδεολογικούς μηχανισμούς και ακόμα τη διαφορετική σημασιολογία του κάθε όρου σε κάθε συγκεκριμένο ιδεολογικό μηχανισμό. Αυτή είναι η αντιφατική μορφή που παίρνει η κυριαρχία της τεχνοκρατικής ιδεολογίας στη μετεκλογική συγκυρία και σαν τέτοια πρέπει να αντιμετωπισθεί.

Με την έννοια που μιλήσαμε παραπάνω άλλο νόημα και διάταξη έχουν οι όροι του τετράπτυχου στη δημόσια διοίκηση, άλλο νόημα και διάταξη στο συνδικαλισμό, άλλο στην παιδεία κ.o.κ. Εάν η δημόσια διοίκηση εξαντλεί τη δημοκρατία στο δυτικού τύπου κοινοβουλευτισμό, στην εφαρμογή του συντάγματος και των νόμων, και την εθνική ανεξαρτησία στην αξιοπρεπή παραμονή μας στο NATO με διαφύλαξη της εθνικής μας κυριαρχίας και ακεραιότητας, καθώς και την παραμονή μας στην ΕΟΚ υπό ευνοϊκούς όρους, η ιδεολογική συνάρθρωση στα συνδικάτα είναι ολότελα διαφορετική. Εδώ η δημοκρατία αρχίζει από συμμετοχή στη διαχείριση των επιχειρήσεων και φθάνει ως την αυτοδιαχείριση και το «σοσιαλισμό» και η εθνική ανεξαρτησία μπορεί να είναι αντιΝΑΤΟική η αντιΕΟΚ και μέχρι και αντιιμπεριαλιστική. Και αυτά βέβαια όχι σε απομονωμένους χώρους, γκέτο της Αριστεράς αλλά μέσα στους ίδιους τους κρατικούς ιδεολογικούς μηχανισμούς. Είναι απόλυτα συμβιβαστό όταν η ιδεολογική συγκυρία επικαθορίζεται από το στοιχείο της αυτονόμησης αντιθετικότητας οι διάφοροι κρατικοί ιδεολογικοί μηχανισμοί να μιλάνε διαφορετική «γλώσσα». Είναι επίσης απόλυτα κατανοητό το ίδιο δεδομένο να είναι αδιανόητο σαν κύρια τάση στην επταετία της Ν.Δ., μια και παντού κυριαρχούσε η δυτικού τύπου ευημερία και η νατοευρωπαϊκή ανεξαρτησία κάτω από τον ασφυκτικό κλοιό της ανάπτυξης. Ανάμεσα στις δυο φάσεις μεσολαβεί η περίοδος όπου οι ιδεολογικές - πολιτικές ανακατατάξεις, η ταξική πάλη, αποκαλύπτει το παλιό ιδεολογικό τετράπτυχο αναποτελεσματικό και προκρίνει τα μετασχηματισμό του στο ευέλικτο νέο τετράπτυχο. Ο χώρος που μπορεί να λειτουργήσει σαν μοχλός αυτού του μετασχηματισμού δεν μπορεί να είναι η Ν.Δ., μια και έχει συνυφανθεί με την αποτύπωση της παλιάς ιδεολογικής δομής ενώ το ΠΑΣΟΚ με τα χαρακτηριστικά της αυτονόμησης - αντιθετικότητας που αναδεικνύει, προκρίνεται σαν κύρια αιχμή διαμόρφωσης της νέας ιδεολογικής συγκυρίας. Την αυτονόμηση και τη διαφορετική Ιεράρχηση και σημασιολόγηση, που παίρνουν οι όροι του νέου τετράπτυχου στους ιδεολογικούς μηχανισμούς, θα καταδείξουμε παραδειγματικά στον εκπαιδευτικό και συνδικαλιστικό μηχανισμό.

Στον ιδεολογικό μηχανισμό της παιδείας η αναδιάρθρωση είναι η λιγότερο εντυπωσιακή από τους άλλους μηχανισμούς. Και αυτό δεν είναι τυχαίο. Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση της Ν.Δ. είχε ανασυγκρότησα τις σχέσεις εξουσίας με νέα διάταξη σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, με μόνο στοιχείο αστάθειας την ανώτατη παιδεία όπου ισχυρή αντίσταση εκδηλώθηκε ενάντια σε κάθε προσπάθεια εισβολής ενός τεχνοκρατικού κανονιστικού πλαισίου. ο νέος νόμος - πλαίσιο που επιβάλλεται μετεκλογικά, έρχεται να επισφραγίσει τη μέχρι τότε πορεία που ανέδειξε κυρίαρχα τα στοιχεία της αξιοκρατίας και ανάπτυξης, ταυτόχρονα όμως και να υπογραμμίσει τη δημοκρατία και ανεξαρτησία που στο πλαίσιο του παλιού τετράπτυχου ασφυκτιούσαν κάτω από την επικυριαρχία της ανάπτυξης. Με αυτό τον τρόπο ελέγχεται καλύτερα η αντιφατικότητα της αμφισβήτησης μέσα στα ΑΕΙ, οι αντιθέσεις ενσωματώνονται σε μια αυξημένη δυνατότητα συνδιοίκησης από μεριάς φοιτητών και διδασκόντων. Ταυτόχρονα το νόημα της δημοκρατίας περιορίζεται στο χώρο του διοικητικού πλαισίου, ενώ το ζήτημα περιεχομένου σπουδών, δομής της εκπαιδευτικής διαδικασίας για τους φοιτητές και περιεχομένου ερευνητικής και διδακτικής δραστηριότητας για τους διδάσκοντες, υπάγεται στον ορθολογισμό της αξιοκρατίας και ανάπτυξης. Αυτές είναι ενδείξεις για τον τρόπο με τον οποίο επιδιώκεται να λυθεί η παλιά αντίφαση στα ΑΕΙ, όπου το ασφυκτικό συμπαγές ιδεολογικό πλαίσιο έδινε τη δυνατότητα για πολιτικοποίηση των ζητημάτων και όξυνση των αντιφάσεων. Η αυτονόμηση της δημοκρατίας από την αξιοκρατία - ανάπτυξη δίνει τη δυνατότητα και οι σπουδές να εντατικοποιηθούν οπότε τα φοιτητικά προβλήματα αιχμής εξατομικεύονται και οι διδάσκοντες να βρίσκονται σε οξυμένο ανταγωνισμό οπότε η θέση τους απομονώνεται από όποια στοιχεία συλλογικότητας (ΕΔΠ) η και σύνδεσης με άλλους φορείς (φοιτητικό κίνημα) και η λογική τους εναρμονίζεται με τα ιδεολογικά κριτήρια της μικροαστικής ιδεολογίας της κοινωνικής ανόδου. Είναι κι αυτό ένα παράδειγμα για τη δυνατότητα που έχει ένα ιδεολογικό σύστημα με σχετικά αυτόνομα και εν μέρει αντιθετικά στοιχεία, να λειτουργήσει ενιαία και συνεκτικά σε αντίθεση με ένα συμπαγές και ενιαίο σύστημα που αναπαράγει τις αντιφάσεις σε οξυμένη και ανταγωνιστική μορφή. Η πρωταρχικότητα του τεχνοκρατισμού, υλοποιείται με τη σχετική αυτονόμηση των συνιστωσών του τετράπτυχου σε μια Ιεραρχική δομή όπου η σειρά είναι ως εξής: αξιοκρατία ανάπτυξη δημοκρατία ανεξαρτησία. Είναι ακόμη φανερό ότι η διορθωτική παρέμβαση στον ιδεολογικό μηχανισμό της παιδείας πέρα από την ανάδειξη της δημοκρατίας, συνίσταται και στον τονισμό του ανεξαρτησιακού σκέλους της ανάπτυξης. Αυτό υλοποιείται με την έμφαση στην έρευνα, δημιουργία ερευνητικών κέντρων και του Υπουργείου Έρευνας - Τεχνολογίας. Είναι κι αυτό ένα άλλο δείγμα μιας νέας αντίληψης που εμπεδώνει μέσα από το αριστερό αναπτυξιακό δράμα τις κλονισμένες σχέσεις κυριαρχίας - υποταγής στην ανώτατη εκπαίδευση: η αυτονόμηση μερικών αντιθετικών στοιχείων σταθεροποιεί τη διαδικασία κίνησης της αντίφασης.

Στο συνδικαλιστικό ιδεολογικό μηχανισμό η δημοκρατία είναι το κυρίαρχο στοιχείο. Η φιλεργατική ιδεολογία του «κράτους δικαίου», έχει σαν συνιστώσες τη συμμετοχή της εργατικής τάξης στη διαχείριση του καπιταλιστικού συστήματος και τον περιορισμό των αυθαιρεσιών και της «εκμετάλλευσης» από τη μεριά της εργοδοσίας. Γι αυτό και δημοκρατία, σαν συνυπευθυνότητα του εργάτη στην παραγωγική διαδικασία, συμμετοχή στη «λήψη των αποφάσεων». Μια εκδοχή αριστερή, αλλά ταυτόχρονα περιοριστική με την έννοια ότι αυτή πρέπει να παραμένει στα πλαίσια που η πολιτική του «κράτους δικαίου» θα ορίζει.

Η υλοποίηση αυτής της αναδιαρθρωμένης ισορροπίας ανατίθεται στη δημιουργημένη «συνδικαλιστική γραφειοκρατία» που σαν παρουσία ανατρέπει την παγιωμένη δομή του συνδικαλιστικού μηχανισμού. Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία αυτή, με δεσμούς «αίματος» με την εργατική τάξη και νομιμοποιημένη αρκετά στο σύνολο της Αριστεράς, έχει σαν κατάλληλο αποτέλεσμα αλλά και σαν υλική συνθήκη ύπαρξης το αναδιαρθρωμένο τετράπτυχο της ιδεολογικής δομής, όπως υλοποιείται στον συνδικαλιστικό μηχανισμό.

Τα πλαίσια λειτουργίας του τετράπτυχου, έχουν σαν περίγραμμα την αύξηση της παραγωγικότητας, γι' αυτό και στο μηχανισμό αυτό η ανάπτυξη έρχεται σε Ιεραρχικά δεύτερη θέση αμέσως μετά τη δημοκρατία. Το δικαίωμα στη δουλειά έρχεται πρώτο μαζί με τη συνδιοίκηση (δημοκρατία) και συμπληρώνεται από την «απαγόρευση» των απολύσεων, την ανοιχτή κρατική καταστολή σ' αυτό το ζήτημα απέναντι στην εργοδοσία (ανάπτυξη υπό όρους, δηλ. δημοκρατία). Η ανεξαρτησία είναι επίσης παρούσα στον ιδεολογικό αυτό μηχανισμό στην πλέον αριστερή εκδοχή της και τέλος η αξιοκρατία, σαν αμιγώς τεχνοκρατικό ιδεολογικό στοιχείο, προβάλλει στο βαθμό που η Ιεραρχική συνάρθρωση παρουσιάσει μια δυσλειτουργικότητα. Το τετράπτυχο: δημοκρατία ανάπτυξη ανεξαρτησία αξιοκρατία συγκροτεί το εργατικό κίνημα σαν άρρωγό στο φιλεργατικό φιλολαϊκό «κράτος δικαίου», πράγμα που υλοποιείται και με την άμεση υπαγωγή του εργατικού κινήματος στο κυνήγι για αύξηση της παραγωγικότητας (ειδική αύξηση μισθών στο τέλος του '83 ίση προς το ποσοστό αύξησης της παραγωγικότητας).

Επίλογος

Σε ότι προηγήθηκε προσπαθήσαμε σε μια πρώτη προσέγγιση να δείξουμε τα βασικά στοιχεία της νέας ιδεολογικής συγκυρίας, όπως αυτή διαμορφώθηκε μετεκλογικά. Το κέντρο βάρους έπεσε αναγκαία στη λειτουργία των κρατικών ιδεολογικών μηχανισμών με αιχμή το ΠΑΣΟΚ, που μετασχηματίζεται σε ένα κυβερνητικό κόμμα νέου τύπου για την Ελλάδα. Η ανάλυση αυτή στόχο είχε να καταγράψει τις αντιφάσεις στους ιδεολογικούς μηχανισμούς και ταυτόχρονα να αναδείξει σε πρωτογενή μορφή τα κομβικά σημεία των μετασχηματισμών που η ταξική πάλη μέσα στους ιδεολογικούς μηχανισμούς δημιουργεί. Το θεωρητικό πρόβλημα που η προσέγγιση μας αναδεικνύει μπορεί και πρέπει να γίνει αντικείμενο παραπέρα μελέτης. Εδώ είμαστε βέβαιοι ότι δεν θα μας βοηθήσουν οι δεξιές και «αριστερές» φαντασιώσεις περί πολιτικής αστάθειας, και κατάρρευσης του ΠΑ.ΣΟ.Κ. που ίσως είναι και κάτι άλλο εκτός από θεωρητικός και πολιτικός ερασιτεχνισμός.