Η ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΤΟΥ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΔΙΚΟΜΜΑΤΙΣΜΟΥ ΣΤΗ ΣΥΓΚΥΡΙΑ ΤΩΝ ΒΟΥΛΕΥΤΙΚΩΝ ΕΚΛΟΓΩΝ 2000
του Ανέστη Ταρπάγκου

1. Η σταθερότητα και τα σημερινά χαρακτηριστικά του αστικού πολιτικού δικομματισμού

Οι βουλευτικές εκλογές της Άνοιξης 2000 χαρακτηρίζονται απ' την πασιφανή και πανθομολογούμενη πλέον ταύτιση των πολιτικών προσανατολισμών των δύο κυρίαρχων πόλων του αστικού δικομματισμού, του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, μετά την σταθερή άσκηση της κυβερνητικής πολιτικής των ελλήνων σοσιαλιστών (παράλληλα μ' εκείνων ολόκληρης σχεδόν της ευρωπαϊκής κεντροαριστεράς) στην τροχιά του απροσχημάτιστου νεοφιλελευθερισμού. Μ' αυτή την έννοια έχει κλείσει πλέον τελεσίδικα ο ιστορικός κύκλος του αστικού δικομματισμού ως πολιτικής έκφρασης δύο διαφορετικών στρατηγικών που απέβλεπαν στην ανάπτυξη - εμπέδωση - διεθνοποίηση του ελληνικού καπιταλισμού, από δύο εντελώς διαφοροποιημένους δρόμους σε σχέση με τα συμφέροντα των λαϊκών εργαζομένων τάξεων (σοσιαλδημοκρατικού μεταρρυθμισμού και μετωπικού συντηρητισμού). Εφεξής, από το δεύτερο μισό της 10ετίας του 1990 η διαφοροποίηση των δύο αστικών πολιτικών πόλων εντοπίζεται αποκλειστικά στους τρόπους της αποτελεσματικότερης και πλέον σταθεροποιημένης διαχείρισης της ίδιας κυβερνητικής πολιτικής των δημοσιονομικών περιορισμών, της εισοδηματικής καθήλωσης των εργαζομένων, της οικονομικής επικυριαρχίας του χρηματιστικού κεφαλαίου, των ιδιωτικοποιήσεων κοινωφελών επιχειρήσεων, της δρακόντειας αντιπληθωριστικής πολιτικής, της διατήρησης της ανεργίας σε υψηλά επίπεδα. Πανηγυρική επιβεβαίωση αυτών των διαπιστώσεων οι παράλληλες διακηρύξεις των πολιτικών εκπροσώπων του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ μπροστά στον ελληνικό επιχειρηματικό κόσμο στο Συνέδριο του ΣΕΒ (μέσα Ιανουαρίου 2000). Οι αποχρώσεις δευτερογενών διαφοροποιήσεων που επιχειρούνται να καταγραφούν (πινελιές "κοινωνικής ευαισθησίας" από την πλευρά των σοσιαλιστών, πλήρης απελευθέρωση των ιδιωτικών επιχειρηματικών δυνάμεων της αγοράς από την πλευρά των δεξιών) έχουν τόσο αναιμικά και ασθενή χαρακτηριστικά, που είναι εντελώς ανεπαρκείς να αποκρύψουν και να συσκοτίσουν την κυρίαρχη ταύτιση του αστικού δικομματισμού στις κεντρικές κατευθύνσεις του σύγχρονου νεοφιλελευθερισμού.

Πολύ περισσότερο μάλιστα που και οι κοινωνικές απευθύνσεις τόσο του κυβερνητικού ΠΑΣΟΚ όσο και της αντιπολιτευόμενης ΝΔ δεν κατευθύνονται κυρίαρχα στο λαϊκό εργαζόμενο κόσμο και γενικότερα στις ταξικές δυνάμεις του κυριαρχούμενου λαϊκού συνασπισμού, αλλά πρωτίστως προσανατολίζονται και ερίζουν για την πολιτική αντιπροσώπευση των μικροαστικών τάξεων, παραδοσιακών και νέων, των οποίων τα γενικότερα κοινωνικά συμφέροντα εντάσσονται στην πολιτική προοπτική της ολοκλήρωσης στην ΟΝΕ: Δεν είναι παρά τα μικρομεσαία στρώματα εκείνα που τροφοδοτούν το "λαϊκό καπιταλισμό" του χρηματιστηριακού παιχνιδιού των μεγάλων καπιταλιστικών επιχειρήσεων στο ΧΑΑ, η πορεία του δείκτη του οποίου έχει αναγορευθεί στο βαρόμετρο-κριτήριο αξιοπιστίας της κυβερνητικής οικονομικής πολιτικής.

Παρ' όλη την ταύτιση των πολιτικών προσανατολισμών των δύο αστικών πολιτικών πόλων, στο πεδίο του νεοφιλελευθερισμού, καθώς και την παραγωγή απτών και καταστρεπτικών για τους εργαζόμενους και τη νεολαία κοινωνικών αποτελεσμάτων αυτής της κυβερνητικής πολιτικής, εντούτοις, καθώς καταδεικνύεται, ο αστικός δικομματισμός κατορθώνει και ελέγχει τα 4/5 του εκλογικού σώματος, ξεπερνώντας τις τάσεις εξασθένισης της ισχύος του που είχαν εμφανισθεί παλιότερα. Πώς λοιπόν εξηγείται αυτό το πολιτικο-κοινωνικό φαινόμενο από τη σκοπιά του αριστερού και εργατικού κινήματος, ιδιαίτερα σε σχέση με το ΠΑΣΟΚ που είχε αποτελέσει τον "μεταρρυθμιστικό" πόλο του αστικού δικομματισμού, και είχε εκφράσει την πολιτική αντιπροσώπευση της πλειονότητας της εργατικής τάξης στο επίπεδο της κυβερνητικής πρακτικής, έχοντας αποσπάσει την πολιτική ηγεμονία στο λαϊκό κίνημα επί μια ολόκληρη 20ετία (1974-96); Η κατίσχυση αυτή του νεοφιλελευθερισμού συναρτάται καίρια, σε σχέση αντιστρόφως ανάλογη, με την πολιτική περιθωριοποίηση της Αριστεράς και με τον κοινωνικό παροπλισμό του εργατικού κινήματος, ως των αντίπαλων πόλων του φιλελεύθερου κομματικού διπόλου του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ.

2. Η τροφοδοσία του νεοφιλελεύθερου δικομματισμού

από την αριστερή πολιτική ανεπάρκεια

Ταυτόχρονα με την ανάδειξη του φαινομένου της αναπαραγωγής της ισχύος του νεοφιλελεύθερου δικομματισμού, καταγράφεται το γεγονός της συρρίκνωσης της εκλογικής εμβέλειας και πολιτικής επιρροής των αριστερών πολιτικών σχηματισμών σε σχέση με τα ποσοστά των Ευρωεκλογών του Ιουνίου 1999. Αναδεικνύεται δηλαδή μια μείωση των συνολικών δυνάμεων της Αριστεράς από το αθροιστικό τους ποσοστό του 21% στο προηγούμενο επίπεδο των Βουλευτικών Εκλογών του Οκτωβρίου 1996. Μια πολιτική, μ' άλλες λέξεις, στασιμότητα σ' ολόκληρο το δεύτερο μισό της 10ετίας του 1990, παρ' όλο που κατά τη διάρκειά του:

* Αφ' ενός, πραγματοποιήθηκαν ορισμένοι κοινωνικοί αγώνες σε επιμέρους τομείς (παρ' όλη την καταθλιπτική καθήλωση των εργαζομένων στην καπιταλιστική παραγωγή) όπως στον αγροτικό πληθυσμό, στους εκπαιδευτικούς, στο μαθητικό κίνημα κ.λπ. που έφεραν στην επιφάνεια καίριες πλευρές αντιπαράθεσης των λαϊκών δυνάμεων προς τη νεοφιλελεύθερη κυβερνητική πολιτική.

* Αφ' ετέρου, η νεοφιλελεύθερη μετάλλαξη του ΠΑΣΟΚ υπήρξε ολοσχερής σ' όλα τα επίπεδα, με αποτέλεσμα να εξοβελιστούν και τα τελευταία ίχνη του "φιλελευθερισμού με ανθρώπινο πρόσωπο" και "κοινωνική ευαισθησία" της προηγούμενης κυβερνητικής περιόδου (1993-96) μετά την απομάκρυνση της ΝΔ από την εξουσία.

Συνέτρεξαν δηλαδή και οι δύο παράγοντες που κατ' αρχήν θεωρούνται αναγκαίοι (υποκειμενικά και αντικειμενικά) για την προώθηση μιας ορισμένης "αριστεροποίησης" τουλάχιστον στο επίπεδο των εργαζομένων και της νεολαίας. Προκύπτει συνεπώς το καίριο ερώτημα γιατί οι δυνάμεις της Αριστεράς και οι κοινωνικές οργανώσεις του λαϊκού κινήματος, παρ' όλη τη συνδρομή των αναγκαίων παραγόντων (νεοφιλελεύθερη μετάλλαξη της σοσιαλδημοκρατίας όπως και πραγματοποίηση ορισμένων κοινωνικών κινητοποιήσεων), δεν κατορθώνουν να διατηρήσουν και να προσαυξήσουν την εκλογική επιρροή του καλοκαιριού του 1999, αλλά απεναντίας παρουσιάζουν σαφέστατες τάσεις συρρίκνωσης της πολιτικής τους εμβέλειας;

Τα αίτια αυτής της ανεπάρκειας του ελληνικού αριστερού (πολιτικού και κοινωνικού) κινήματος να επιφέρει τη διάρρηξη του νεοφιλελεύθερου δικομματισμού (που είναι όρος για την αυτοτελή είσοδο της Αριστεράς στο πολιτικό προσκήνιο) ανάγονται πρώτα απ' όλα στην αδυναμία ανάπτυξης από την πλευρά των αντιπολιτευτικών λαϊκών δυνάμεων μιας πειστικής, τεκμηριωμένης, κριτικής και αναλυτικής επιχειρηματολογίας και πρακτικής σ' ολόκληρη τη 10ετία του 1990 απέναντι στα δόγματα του νεοφιλελευθερισμού που να μπορεί να οδηγήσει σε μια εναλλακτική κοινωνική και οικονομική προοπτική. Η Ευρωπαϊκή Νομισματική Ολοκλήρωση, η κυριαρχία του επιχειρηματισμού, η εκπαιδευτική αναδιάρθρωση, η επέκταση της ιδιωτικής φροντιστηριακής εκπαίδευσης, η ιδιωτικοποίηση των κοινωφελών επιχειρήσεων, οι μορφές απορύθμισης των εργασιακών σχέσεων, η αποδοχή του "τζογαδόρικου" κερδοσκοπισμού του χρηματιστηρίου κ.λπ. διαπερνούν τις λαϊκές και εργαζόμενες συνειδήσεις συναντώντας γενικά την παθητική αποδοχή, που δεν είναι βέβαια ενεργός υποστήριξη αλλά ούτε και ριζοσπαστική αμφισβήτηση αυτών των κατευθύνσεων. Η πρακτική δυνατότητα προώθησης των νεοφιλελεύθερων μέτρων έγινε εφικτή χάρις στην σχετική ιδεολογική ηγεμονία των μύθων τους (παρ' όλη την καταφανή κοινωνική τους αντιδραστικότητα) στις λαϊκές και κυρίως στις μικροαστικές συνειδήσεις.

Η Αριστερά λειτούργησε από μια γενική άποψη σε μια κυρίαρχη κατεύθυνση καταγγελίας και επίκρισης των αντιλαϊκών κοινωνικών και οικονομικών συνεπειών της εφαρμογής της νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Έτσι καυτηρίασε την αύξηση της ανεργίας, έκφρασε την αντίθεσή της στις ιδιωτικοποιήσεις, διαμαρτυρήθηκε για την εισοδηματική αποψίλωση των εργαζομένων, εναντιώθηκε στις διαδικασίες απομάκρυνσης ενός σημαντικού μέρους των γόνων των λαϊκών τάξεων από τη μέση εκπαίδευση, ήρθε σε αντιπαράθεση με τη βαλκανική ιμπεριαλιστική εμπλοκή του ελληνικού κράτους κ.λπ.. Μ' άλλες λέξεις, ανέδειξε μια πολιτική στάση διαμαρτυρίας απέναντι στις κύριες πλευρές του κυβερνητικού νεοφιλελευθερισμού ιδιαίτερα στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990, διοχετεύοντας κυρίως κοινοβουλευτικά αυτή της την αντιμετώπιση. Ωστόσο όμως, πέρα απ' αυτό, οι πολιτικοί σχηματισμοί του ελληνικού αριστερού κινήματος δεν λειτούργησαν:

* Ούτε ως πολιτικοί οργανωτές ενός πολύπλευρου κοινωνικού κινήματος (εργατικού, εκπαιδευτικού, νεολαιίστικου, αγροτικού) που να αντιπαρατίθεται κατά τρόπο αποτελεσματικό και γενικευμένο στη νεοφιλελεύθερη κυβερνητική πολιτική, αδυνατώντας να κινητοποιήσουν κοινωνικά ακόμη και τον ίδιο τον αριστερό κόσμο της εκλογικής τους εμβέλειας (κοινοβουλευτική μετατόπιση της πολιτικής τους υπόστασης σε σχέση με τη μαζική λαϊκή τους βαρύτητα).

* Ούτε, από την άλλη πλευρά, ως οργανισμοί ιδεολογικής και πολιτικής αμφισβήτησης των δομικών εκείνων μηχανισμών αναπαραγωγής της καπιταλιστικής εξουσίας, που επέβαλαν τις διαδικασίες αναδιάρθρωσης και τα μέτρα της νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Λ.χ. δεν τέθηκε σε αμφισβήτηση ο επιλεκτικός και κατανεμητικός ρόλος του Λυκείου στην κατεύθυνση αναπαραγωγής του ιεραρχικού καταμερισμού της εργασίας, δεν αμφισβητήθηκε η ίδια η οικονομική διαδικασία της καπιταλιστικής ανάπτυξης ή της χρηματιστικής επικυριαρχίας, που στις δεδομένες ιστορικές συνθήκες και ταξικούς συσχετισμούς επέβαλαν τα νεοφιλελεύθερα μέτρα που προκαλούν την εισοδηματική λιτότητα, την ανεργία, το κλείσιμο των προβληματικών επιχειρήσεων κ.λπ..

Τα χαρακτηριστικά αυτά των αριστερών πολιτικών σχηματισμών στο κοινωνικό και θεωρητικό επίπεδο προέρχονται γενικά από το διάχυτο και έντονο μικροαστισμό του αριστερού κινήματος που ηγεμονεύει στα πλαίσιά του, εκτρέποντας την αναγκαία αντιφιλελεύθερη επιχειρηματολογία και πρακτική (και το στρατηγικό της συμπλήρωμα που είναι η αντικαπιταλιστική κοινωνική εναλλακτική προοπτική) σε διαφοροποιημένες κατευθύνσεις.

* Σχετικά πρώτον με το ΚΚΕ, η ηγεμονία των παραδοσιακών μικροαστικών μερίδων στα εκπροσωπούμενα εργατικά λαϊκά συμφέροντα, εκτρέπει την αντιφιλελεύθερη αντιπαλότητα σε "αντιμονοπωλιακές" και "εθνικές-ανεξαρτησιακές" κατευθύνσεις, οι οποίες ως τέτοιες δεν θίγουν κατά κανέναν τρόπο τα δομικά εκείνα στοιχεία (οικονομικά, εκπαιδευτικά κ.λπ.) η αναπαραγωγή των οποίων επιβάλλει στις σύγχρονες συνθήκες την εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων μέτρων. Μ' αυτή την έννοια, οι δυνάμεις της παραδοσιακής κομμουνιστικής Αριστεράς αντιτίθενται στην εισοδηματική λιτότητα ή στις ιδιωτικοποιήσεις αντιπαραθέτοντας παράλληλα σ' αυτά ένα μοντέλο "κρατικής καπιταλιστικής ανάπτυξης", ή εναντιώνονται στη μεταρρύθμιση της μέσης εκπαίδευσης και υπεραμύνονται του ενιαίου δωδεκάχρονου δημόσιου σχολειού, ενώ ταυτόχρονα αποδέχονται την επιλογή - αξιοκρατία στο πανεπιστήμιο και τον συνακόλουθο αστικό ιεραρχικό καταμερισμό εργασίας.

* Αντίστοιχα στο πεδίο των πολιτικών που εκπορεύτηκαν από τον ΣΥΝ, οι αντιφιλελεύθερες διαθεσιμότητες που αντικειμενικά αναδεικνύονταν εκτρέπονταν σε κατευθύνσεις συμπληρωματικού "προοδευτικού εκσυγχρονισμού" σε σχέση με την ασκούμενη νεοφιλελεύθερη κυβερνητική πολιτική, αποτυπώνοντας την ηγεμονία των επιδιώξεων των νέων ελευθεροεπαγγελματικών μικροαστικών μερίδων επί των αντιπροσωπευομένων μισθωτών νέων μικροαστικών στρωμάτων (εργαζομένων κύρια στις κοινωφελείς επιχειρήσεις, στις δημόσιες υπηρεσίες, στην εκπαίδευση κ.ά.). Έτσι, η αντίθεση στις ιδιωτικοποιήσεις μετατρέπεται σε επιδίωξη ανάδειξης μικτών κοινωφελών επιχειρήσεων (δημόσιων - ιδιωτικών) με ιδιωτικο-οικονομικά κριτήρια λειτουργίας, η θεσμολαγνεία και η αστική νομιμότητα επικυριαρχεί έναντι της δυναμικής των κοινωνικών αντιπαραθέσεων, η εναντίωση στην εκπαιδευτική αναδιάρθρωση του Λυκείου καταλήγει στην επιζήτηση "ανθρωπιστικού εκσυγχρονισμού" του σχολείου κ.λπ..

* Πολύ περισσότερο οι αδυναμίες που επισημάναμε παραπάνω καταγράφονται στον πολιτικό λόγο του ΔΗΚΚΙ, όπου η ηγεμονία αστικών κατευθύνσεων στα εκφραζόμενα λαϊκά στρώματα οδηγεί τις αντιφιλελεύθερες τοποθετήσεις σε διαμαρτυρία έναντι των πιο ακραίων συνεπειών του κυβερνητικού φιλελευθερισμού, χωρίς να θίγονται οι οικονομικές και κοινωνικές αφετηρίες που προκαλούν τα νεοφιλελεύθερα μέτρα (ενσωμάτωση στην ΟΝΕ, εθνικοπατριωτισμός, αστικός εκσυγχρονισμός κ.λπ.).

* Αλλά και στο χώρο του αριστερού ριζοσπαστικού κινήματος, η έντονη παρουσία και ηγεμονία των νέων μισθωτών μικροαστικών στρωμάτων (που αντιμετωπίζουν ωστόσο δυσχέρειες κοινωνικής ολοκλήρωσης και ένταξης) εν απουσία της όποιας λαϊκής εργατικής γείωσης, εκτρέπουν τις οφθαλμοφανώς αναγκαίες αντιφιλελεύθερες δράσεις και πρακτικές (απέναντι στην εισοδηματική λιτότητα, στις ιδιωτικοποιήσεις, στην επιμήκυνση του χρόνου εργασίας, στις εκπαιδευτικές αναδιαρθρώσεις κ.ά.) στη μετατροπή της στρατηγικής σε τακτική, με αποτέλεσμα η επαγγελία της "κομμουνιστικής επανάστασης" να παίρνει κατά τρόπο αντιφατικό τη θέση των αναγκαίων μετωπικών λαϊκών δράσεων στο πεδίο του κοινωνικού ριζοσπαστικού μεταρρυθμισμού με αντικαπιταλιστικό στρατηγικό ορίζοντα.

Προκύπτει κατά συνέπεια και παρά τα πολιτικά επιφαινόμενα της "αριστερής πλειοδοσίας" ότι οι αριστεροί πολιτικοί σχηματισμοί βρίσκονται μακράν του πεδίου άσκησης μιας αποτελεσματικής και μαζικής αντιφιλελεύθερης πολιτικής και κοινωνικής πρακτικής, κι έτσι ενεργώντας υποθάλπουν και ακυρώνουν και κάθε επακόλουθη αντικαπιταλιστική προοπτική, η οποία δεν μπορεί υλικά να προέλθει παρά μέσα από τη ριζοσπαστικοποίηση των συγκεκριμένων αντιφιλελεύθερων δράσεων και αντιπολιτεύσεων. Όσο κι αν αυτή η διαπίστωση φαντάζει πολιτικά "παράδοξη", εντούτοις αποτελεί την απτή και τραγική πραγματικότητα του σημερινού ελληνικού αριστερού κινήματος.

3. Η συνέργεια της αναποτελεσματικότητας του κοινωνικού κινήματος

στην αναπαραγωγή του δικομματισμού

Από την άλλη πλευρά, καθοριστικός παράγοντας της στασιμότητας της Αριστεράς και της σταθερής αναπαραγωγής του φιλελεύθερου δικομματισμού είναι η αναποτελεσματικότητα και οι διαδοχικές ήττες που σημειώθηκαν στο επίπεδο του λαϊκού κοινωνικού κινήματος, καθώς και οι συνέπειες που προέκυψαν ως αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης. Βέβαια οι αριστερές δυνάμεις εμφανίζονται να πιστεύουν ότι στο εκλογικό επίπεδο μεταφράζονται πολιτικά τα αποτελέσματα των κοινωνικών αγώνων, ωστόσο όμως αυτό μπορεί να έχει ισχύ μόνον ουσιαστικά στην περίπτωση που αυτές οι κινητοποιήσεις έχουν σχετικά αποτελέσματα και κατορθώνουν να επιφέρουν τροποποιήσεις του ταξικού συσχετισμού των δυνάμεων. Στην προκειμένη περίπτωση οι λαϊκές κινητοποιήσεις που αναδείχθηκαν στο δεύτερο μισό της 10ετίας του 1990 ως κινηματικές εκφράσεις της αντιπαράθεσης λαϊκών δυνάμεων στις νεοφιλελεύθερες κυβερνητικές ρυθμίσεις δεν κατόρθωσαν να επιφέρουν αποτελέσματα προς όφελος των λαϊκών εργατικών δυνάμεων.

* Οι αγροτικές κινητοποιήσεις των μικρών και μεσαίων αγροτών παραγωγών οδηγήθηκαν, παρ' όλη τη μαζικότητα και επιμονή αλλά και το δυναμικό τους χαρακτήρα, στην υποχώρηση, παρ' όλο που δεν πέτυχαν αξιοσημείωτα αποτελέσματα.

* Η δυναμική παρέμβαση των αδιόριστων - άνεργων εκπαιδευτικών με την αφορμή του διαγωνισμού του ΑΣΕΠ δεν στάθηκε ικανή να ματαιώσει τη διαδικασία επιλογής των καθηγητών της μέσης εκπαίδευσης.

* Το μαζικό νεολαιίστικο κίνημα των μαθητικών καταλήψεων των Λυκείων δεν κατέληξε στην ακύρωση της νεοφιλελεύθερης εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης ούτε στην επίτευξη βασικών τροποποιήσεών της, παρ' όλη την έκταση που πήρε και τον μαχητικό του χαρακτήρα.

* Οι όποιες κινητοποιήσεις των εργαζομένων απέναντι στα σχέδια ιδιωτικοποίησης κρατικών επιχειρήσεων (λ.χ. Ιονικής Τράπεζας, Ολυμπιακής Αεροπορίας κ.λπ.) όπως και στην εκκαθάριση προβληματικών επιχειρήσεων δεν οδήγησαν στη ματαίωση αυτών των πολιτικών.

Έτσι, οι αλλεπάλληλες ήττες του κοινωνικού κινήματος λειτούργησαν τελικά αποτρεπτικά για την κατεύθυνση της ριζοσπαστικής πολιτικοποίησης των κοινωνικών αντιπαραθέσεων των εργαζομένων απέναντι στην κρατική νεοφιλελεύθερη πολιτική. Κι αυτό γιατί ο ηττημένος κοινωνικά λαϊκός κόσμος επιδιώκει την προσαρμογή αναγκαστικά στο πεδίο των συνεπειών του νεοφιλελευθερισμού προκειμένου στοιχειακά να "επιβιώσει" και να αποφύγει την περιθωριοποίηση και τον εκμηδενισμό. Αυτό το γεγονός οδηγεί, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, και στην ίδια τη μεταλλαγή της κοινωνικής του στάσης και άρα τελικά του πολιτικού του προσανατολισμού και κατ' αυτό τον τρόπο της γενικότερης εκλογικής του συμπεριφοράς.

Για να πάρουμε το παράδειγμα της ήττας του μαθητικού κινήματος των καταλήψεων απέναντι στην όξυνση της ταξικής εκπαιδευτικής επιλογής στο Λύκειο, τα κοινωνικά της αποτελέσματα στάθηκαν ολέθρια για το λαϊκό κίνημα κι έτσι για τον όποιον αριστερό πολιτικό προσανατολισμό, που θα μπορούσε να προκύψει δυνητικά απ' αυτή την κινητοποίηση αν είχε θετικά αποτελέσματα: Η συντριπτική πλειονότητα της εφηβικής νεολαίας οδηγήθηκε αναγκαστικά στην προσαρμογή στον εκπαιδευτικό ανταγωνισμό. Το γεγονός αυτό τροφοδότησε τη μαζική στροφή των μαθητών των Λυκείων στα ιδιωτικά φροντιστήρια, καθώς και στη στροφή κατά τρόπο μαζικό στην επαγγελματική κατάρτιση ως συνέπεια της βίαιης απομάκρυνσης από το Λύκειο. Αυτό το κοινωνικό γεγονός επέφερε την πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση των μισθωτών εργαζομένων οικογενειών. Οι οικονομικές αυτές συνέπειες για τα εργατικά νοικοκυριά επέτειναν την επιζήτηση της υπεραπασχόλησης των εργαζομένων γονιών, πράγμα που σηματοδοτεί την παραπέρα αλλοτρίωση της εργατικής τάξης. Η ήττα συνεπώς του λαϊκού κινήματος στις επιμέρους αντιπαραθέσεις, όχι μόνον δεν προκαλεί την αριστερή πολιτικοποίηση, αλλά απεναντίας επιφέρει αντικειμενικά την αλλοίωση της κοινωνικής στάσης και των πρακτικών των ηττημένων, την αναγκαστική προσαρμογή στις συνέπειες των νεοφιλελεύθερων δεδομένων, κι έτσι την απομάκρυνση από τον αριστερό πολιτικό (και εκλογικό) προσανατολισμό.

Κι αντίστοιχα στο επίπεδο της εργατικής τάξης, η σχετική ήττα και ανεπάρκεια του συνδικαλιστικού κινήματος να διεκδικήσει και να επιτύχει την αύξηση των εργατικών αποδοχών στην περίοδο της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης και της προσαύξησης της κερδοφορίας των επιχειρήσεων (1986-2000), οδήγησε στην ανάδειξη εργατικών παραγωγικών πρακτικών που χαρακτηρίζονται από την ηγεμονία των εργοδοτικών λογικών (λ.χ. επιδίωξη της προσαύξησης των εισοδημάτων της μισθωτής εργασίας δια μέσου της επιμήκυνσης του χρόνου απασχόλησης σε ημερήσια και εβδομαδιαία βάση). Εξίσου, η απουσία διεξόδων επαγγελματικής απασχόλησης για τις δεκάδες χιλιάδες των άνεργων (αδιόριστων) εκπαιδευτικών στους θεσμούς της δημόσιας παιδείας έχει οδηγήσει συστηματικά αυτόν τον κόσμο στην απασχόληση στους ιδιωτικούς φροντιστηριακούς μηχανισμούς που αντιπροσωπεύουν το αναγκαίο επακόλουθο και συμπλήρωμα της επικράτησης της συντηρητικής εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης στη μέση παιδεία τα τελευταία χρόνια. Αυτή η κοινωνική διέξοδος των ανέργων καθηγητών που βρίσκονται σταθερά έξω από το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα δρα αντικειμενικά στην κατεύθυνση εμπέδωσης, διάπλωσης και ισχυροποίησης του νεοφιλελευθερισμού στο εκπαιδευτικό σύστημα.

Μ' άλλες λέξεις, στο πεδίο της εξέλιξης ενός κοινωνικού κινήματος (εργατικού, νεολαιίστικου, εκπαιδευτικού κ.ά.) ηγεμονεύει εξ αντικειμένου η αριστερή λογική (στις διαφοροποιημένες εκδοχές της) που έρχεται σε αντιπαράθεση με τα μέτρα των νεοφιλελεύθερων ρυθμίσεων. Στο μέτρο όμως που το λαϊκό αυτό επιμέρους κίνημα δεν επιτυγχάνει συγκεκριμένες νίκες ή προωθήσεις (τροποποιήσεις του συσχετισμού των δυνάμεων) και γνωρίζει την ήττα, και στο βαθμό που οι ηττημένοι κοινωνικά, προκειμένου να "επιβιώσουν" στις καινούριες συνθήκες, προσαρμόζουν τις πρακτικές τους στάσεις στις επικρατούσες νεοφιλελεύθερες ρυθμίσεις, η αριστερή ηγεμονία εκτοπίζεται και τη θέση της παίρνει εκ των πραγμάτων (παρ' όλη τη θεωρητική της βασιμότητα και πέρα από οποιαδήποτε ιδεολογική επιχειρηματολογία) η αστική ηγεμόνευση που σε τελική ανάλυση τροφοδοτεί εκλογικά είτε τον αστικό δικομματισμό είτε τη στροφή προς την αποστασιοποίηση και την παθητικοποίηση. Οι αριστεροί πολιτικοί σχηματισμοί δεν μπορούν να προσδοκούν τον πολιτικό (και εκλογικό) μετασχηματισμό των όποιων λαϊκών κοινωνικών κινητοποιήσεων, αν δεν έχουν καίρια συμβάλει στην αποτελεσματική τους προώθηση όταν πραγματοποιούνται και αν δεν έχουν διαμορφώσει τους ευρύτερους δυνατούς όρους για την προαγωγή και την επιτυχία τους.

Πώς όμως προκύπτει η αναποτελεσματικότητα των κοινωνικών αγώνων στο δεύτερο μισό της 10ετίας του 1990, η οποία με τη σειρά της επιφέρει την αναγκαστική "κοινωνική προσαρμογή" των ηττημένων λαϊκών στρωμάτων στις νεοφιλελεύθερες ρυθμίσεις;

Ένας πρώτος, προφανώς, παράγοντας είναι το αντικειμενικό γεγονός των αποτελεσμάτων της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης στο κοινωνικό επίπεδο, δηλαδή η υπέρμετρη διόγκωση της ανεργίας από το 3% στο 13% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού --ΟΕΠ (εκκαθάριση των "προβληματικών" επιχειρήσεων, αντιπληθωριστική κυβερνητική πολιτική, περιορισμός της δημόσιας κατανάλωσης και επενδύσεων), πράγμα που επιδρά παραλυτικά στον ενεργό εργαζόμενο κόσμο. Και ταυτόχρονα η συνολικότερη υποχώρηση του αριστερού προοδευτικού και εργατικού κινήματος σ' όλες του τις εκδοχές:

- Εγκατάλειψη του σοσιαλδημοκρατικού μεταρρυθμισμού από τα σοσιαλιστικά κόμματα και προσχώρησή τους στη νεοφιλελεύθερη διαχείριση.

- Εκσυγχρονιστική δεξιόστροφη μετάλλαξη των παραδοσιακών κομμουνιστικών σχηματισμών και ένταξή τους στον αστερισμό του κεντροαριστερού κυβερνητισμού.

- Αποδεκατισμός και παραφθορά των εργατικών συνδικαλιστικών συλλογικοτήτων ως αποτέλεσμα της μαζικής ανεργίας, της ήττας της πολιτικής Αριστεράς, της συνεπακόλουθης νεοφιλελεύθερης απορύθμισης των εργασιακών σχέσεων.

Ωστόσο, οι παράγοντες αυτοί, αν και σημαντικοί και με βαρύνουσα σημασία, εντούτοις δεν είναι καθοριστικοί κατά τρόπο απόλυτο από μόνοι τους: Έτσι λ.χ. στην περίπτωση της ήττας του μαθητικού κινήματος των καταλήψεων Λυκείων (1998-99) δεν ετίθετο προφανώς ζήτημα παραλυτικής επίδρασης της ανεργίας, τα δε αιτήματα του νεολαιίστικου κόσμου είχαν μια προφανή λαϊκή αποδοχή και επικρότηση. Αντίστοιχα και στο επίπεδο του αγροτικού κινήματος (1996-98) ο παράγοντας της υπερδιογκωμένης ανεργίας της εργατικής τάξης δεν διαδραμάτιζε κανέναν καθοριστικό ρόλο, ενώ η βασιμότητα των αγροτικών διεκδικήσεων ήταν πέρα από κάθε αμφισβήτηση. Έτσι, προκύπτει ότι οι παράγοντες των διαδοχικών υποχωρήσεων του λαϊκού εργατικού κινήματος πέρα από την επίδραση της ανεργίας και τη χρεοκοπία των αριστερών στρατηγικών (σοσιαλδημοκρατικής και κομμουνιστικής) εντοπίζονται και σε άλλα πεδία του πολιτικού και κοινωνικού κινήματος.

Ένας δεύτερος παράγοντας, που εντοπίζεται στο υποκειμενικό επίπεδο, αφορά την ίδια την πολιτική στάση των αριστερών κομμάτων, κύρια των κοινοβουλευτικών που διαθέτουν και μια ορισμένη μαζική εμβέλεια, έναντι των ίδιων των κοινωνικών κινητοποιήσεων ενάντια στις νεοφιλελεύθερες ρυθμίσεις, των οποίων η έκβαση καθορίζει και την ίδια την τύχη της πολιτικής Αριστεράς. Αυτή κυρίαρχα χαρακτηρίζεται:

- Κατά πρώτο, από το γεγονός ότι αποδίδουν δευτερογενή σημασία στο "κοινωνικό - ταξικό" επίπεδο έναντι του υποκειμενικά πρωτεύοντος "πολιτικού - κομματικού". Η σε τελευταία ανάλυση καθοριστική παράμετρος της δράσης των αριστερών κομμάτων είναι η πριμοδότηση της ενίσχυσης των πολιτικών υποκειμένων και όχι η υπαγωγή και ολοσχερής ενεργοποίησή τους στην οργάνωση, ανάδειξη και αυτοτελή χειραφέτηση του κοινωνικού λαϊκού κινήματος. Αντί ως μείζον στόχος να τίθεται η συμβολή στην πολιτική, ιδεολογική και κοινωνική οργάνωση - παρέμβαση του λαϊκού εργατικού κινήματος με κύριο άμεσο αντικειμενικό σκοπό την ήττα καίριων πλευρών της νεοφιλελεύθερης κυβερνητικής πολιτικής, προτάσσεται σε κάθε περίπτωση η ενίσχυση του υποκειμενικού πολιτικού παράγοντα (στόχος η ανάδειξη του "αντικαπιταλιστικού πόλου", της "ανανεωτικής οικολογικής συσπείρωσης", της ενίσχυσης του ΚΚΕ κ.λπ.), πράγμα που στην κυριολεξία αντιστρέφει το ρόλο της Αριστεράς, η οποία θέτει στο επίκεντρο της δράσης της τον "εαυτό της" κι όχι την πρωταρχική προτεραιότητα της πολιτικής υπηρέτησης του λαϊκού κοινωνικού κινήματος. Πρόκειται για την ηγεμονία της αστικής κοινοβουλευτικής ιδεολογίας μέσα στην Αριστερά.

- Κατά δεύτερο, από το ότι γενικότερα υιοθετούνται στάσεις "αμυντικής επιχειρηματολογίας" σε αντικειμενικά "αμυντικούς αγώνες", πράγμα που τους καθιστά ιδεολογικά ανίσχυρους, γιατί ακριβώς αυτές οι υποχρεωτικά "αμυντικές κινητοποιήσεις", για να γίνουν πειστικές στην κοινωνία, απαιτούν από την Αριστερά την πολιτική τους ριζοσπαστική επένδυση με εναλλακτικές (σοσιαλιστικές) στρατηγικές στοχεύσεις. Και προφανώς η λύση δεν είναι, από την άλλη πλευρά, η φαντασιακή διαφυγή που πραγματοποιούν ορισμένα σχήματα της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς προς την ιδεαλιστική επίκληση της "κομμουνιστικής επανάστασης" χωρίς καμία απολύτως οργανική διασύνδεση με την πραγματική κατάσταση της σημερινής εργατικής τάξης. Όσο άγονη είναι η πολιτική πρακτική της ένταξης του "κοινωνικού αμυντισμού" σε ορίζοντες "κρατικής καπιταλιστικής ανάπτυξης" (ΚΚΕ) ή "προοδευτικού θεσμικού εκσυγχρονισμού" (ΣΥΝ), άλλο τόσο ατελέσφορη είναι η επένδυσή τους με "επαναστατικούς βερμπαλισμούς" που επιδιώκουν να "προσκολλήσουν" την "κομμουνιστική απόληξη" κατά τρόπο τεχνητό στην οποιαδήποτε εκδήλωση του όποιου κοινωνικού αμυντικού διεκδικητισμού.

- Κατά τρίτο, από το λόγο ότι αδυνατούν παντελώς να κινητοποιήσουν τον ευρύτερο αριστερό λαϊκό κόσμο της εκλογικής τους εμβέλειας στην κατεύθυνση ενεργού συμμετοχής και συμπαράταξης στον κάθε φορά επιμέρους κινητοποιούμενο κόσμο και να επιτύχουν τη γενικευμένη "κοινωνικοποίηση" της μερικής ταξικής αντιπαράθεσης. Αυτό το γεγονός έχει κυρίως να κάνει με την καταγραμμένη στη διάρκεια της 10ετίας του 1990 αναντιστοιχία μεταξύ αριστερής κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης και μαζικής κοινωνικής εμβέλειας της Αριστεράς, πράγμα που τείνει να αναδειχθεί σε δομικό χαρακτηριστικό της ανεπάρκειας του σύγχρονου αριστερού κινήματος.

Από την τοποθέτηση και την απάντηση στα ερωτήματα που προκύπτουν από την μέχρι σήμερα πολιτική αναποτελεσματικότητα της Αριστεράς εξαρτάται και η ίδια η πορεία του αριστερού εργατικού κινήματος για την από εδώ και πέρα προώθηση μορφών αντιμετώπισης του νεοφιλελευθερισμού, μετά την ολοκλήρωση της ενσωμάτωσης στην ΟΝΕ στα μέσα του 2000. Η επίκληση των οποιωνδήποτε δικαιολογητικών αναφορών, παρ' όλη τη 15ετή εφαρμογή του μονεταρισμού και την προώθηση της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, το μόνο στο οποίο θα συνέβαλε θα ήταν η παραπέρα συνέχιση της ισχύος του αστικού δικομματισμού που τροφοδοτείται από τη στασιμότητα της αριστερής πολιτικής και κοινωνικής παρέμβασης.