ΤΑ ΑΜΕΣΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΤΗΣ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ. Μέρος A'
του Ηλία Ιωακείμογλου

Το άρθρο που δημοσίευσαν οι Θέσεις, στο τεύχος του Οκτωβρίου, σχετικά με «Τα άμεσα καθήκοντα της ριζοσπαστικής Αριστεράς», προκάλεσε πολλές κριτικές παρατηρήσεις και πολεμικές, όλων των ειδών και των προθέσεων, οι οποίες επιβάλλουν την διευκρίνιση μιας σειράς ζητημάτων. Εάν αφήσουμε κατά μέρος, ως ανάξιες λόγου, τις πολεμικές εκείνες που ακολουθώντας τις χειρότερες παραδόσεις της Αριστεράς ανέπτυξαν επιχειρήματα ιερατείου περί ορθής πίστης στον μαρξισμό ή περί αιρετικής ως προς αυτόν συμπεριφοράς[1], οι κυριότερες κριτικές παρατηρήσεις που απευθύνθηκαν στο άρθρο του Οκτωβρίου είναι οι εξής τρεις:

1. Το άρθρο του Οκτωβρίου υποστήριζε ότι ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι μια «μορφή διαχείρισης», ένα «συμπλήρωμα» του καπιταλισμού, αλλά ότι είναι η μορφή της αστικής ηγεμονίας στην διάρκεια της φάσης όξυνσης της καπιταλιστικής κρίσης, στην φάση της «εκκαθάρισης» και του εξορθολογισμού του συστήματος, της φάσης επίθεσης του κεφαλαίου ενάντια στις δυνάμεις της εργασίας με σκοπό την ριζική μετατροπή του ταξικού συσχετισμού δυνάμεων. Λένε, όμως, ορισμένοι φίλοι της άκρας Αριστεράς, τα εξής: εάν ίσχυε ότι ο νεοφιλελευθερισμός είναι η μορφή της αστικής ηγεμονίας (ότι είναι, δηλαδή, η αστική ηγεμονία αυτοπροσώπως), τότε όλοι όσοι αμφισβητούν, έστω σε κάποιο βαθμό, το μονόδρομο της νεοφιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής, θα έπρεπε να θεωρούνται επαναστατικές, ανατρεπτικές, αντικαπιταλιστικές δυνάμεις. Θα έπρεπε, τότε, να θεωρούμε ως αντικαπιταλιστικές δυνάμεις το ΔΗΚΚΙ, τον ΣΥΝ (τουλάχιστον το Αριστερό Ρεύμα), ακόμη και την εσωκομματική αντιπολίτευση του ΠΑΣΟΚ. Αυτό όμως καταφανώς δεν ισχύει. Άρα, καταλήγουν, δεν μπορεί να ισχύει η εξίσωση νεοφιλελευθερισμός = μορφή της αστικής ηγεμονίας. Το πρώτο μέρος του άρθρου αυτού παρέχει τις απαραίτητες διευκρινίσεις επί αυτού του ζητήματος.

2. Η ιδέα ότι ο καπιταλισμός μπορεί να πλησιάζει στο τέλος της κρίσης του, αντιμετωπίζεται με ιδιαίτερη δυσπιστία από πολλούς φίλους στην Αριστερά. Επίσης, ορισμένοι αναγνώστες νόμισαν πως το άρθρο του Οκτωβρίου παρουσίαζε την κρίση του καπιταλισμού ως κρίση υποκατανάλωσης και απηύθυναν τις σχετικές κριτικές. Γι' αυτούς τους δύο λόγους, το δεύτερο μέρος του άρθρου αυτού, παρέχει περισσότερες διευκρινίσεις σχετικά με την πορεία της κρίσης υπερσυσσώρευσης. Διαιρείται σε δύο τμήματα, εκ των οποίων το πρώτο επιχειρεί μια περιοδολόγηση της κρίσης υπερσυσσώρευσης και εξηγεί την διαδικασία που οδηγεί στην έξοδο από την εν λόγω κρίση, ενώ το δεύτερο αναφέρεται στον ρόλο που αναλαμβάνει η ζήτηση σε αυτήν την διαδικασία.

3. Μια τρίτη, πιο σοβαρή, κριτική που απευθύνεται στις θέσεις του άρθρου του Οκτωβρίου περί εξόδου του καπιταλισμού από την κρίση, αναφέρεται στο «παράδοξο της παραγωγικότητας». Πώς είναι δυνατό να βγει ο καπιταλισμός από την κρίση του με δεδομένο ότι η παραγωγικότητα δεν επιταχύνεται σημαντικά; Σε αυτό το ερώτημα αναφέρεται το τρίτο μέρος του άρθρου, το οποίο είναι αναγκασμένο να επανέλθει στην έννοια του «καπιταλισμού της σχετικής υπεραξίας» και την δυνατότητά του να αλλάζει μορφές.

1. Νεοφιλελευθερισμός και αριστερισμός Θεμέλιο της δραστηριότητας στο οποίο «πρέπει να στηρίζεται κάθε Κομμουνιστικό Κόμμα", έλεγε ο Στάλιν, "πρέπει να είναι τα γενικά χαρακτηριστικά του καπιταλισμού, που είναι ίδια για όλες τις χώρες, και όχι τα ειδικά χαρακτηριστικά του καπιταλισμού σε κάθε δοσμένη χώρα"[2]. Το ουσιαστικό στα λόγια του Μεγάλου Γραφειοκράτη, η βάση του συλλογισμού του, είναι η διάκριση γενικά / ειδικά χαρακτηριστικά του καπιταλισμού. Με βάση αυτήν την διάκριση, η πραγματικότητα κάθε κοινωνικού σχηματισμού αναλύεται σε δύο επιμέρους διακριτάσύνολα: τις ιδιαίτερες συνθήκες της χώρας και τα γενικά χαρακτηριστικά του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Εάν αφαιρέσουμε τα ειδικά χαρακτηριστικά, μένουν τα γενικά χαρακτηριστικά. Με δεδομένη αυτήν ακριβώς την διάκριση ειδικών / γενικών χαρακτηριστικών του καπιταλισμού ο Στάλιν μπορεί να θέσει το ερώτημα: τι αποτελεί "θεμέλιο της δραστηριότητας" μας; Τα ειδικά ή τα γενικά χαρακτηριστικά; Αυτό που νομιμοποιεί την ερώτηση είναι ότι τα μεν (τα ειδικά χαρακτηριστικά) μπορούν να διαχωριστούν από τα δε (τα γενικά χαρακτηριστικά). Εάν αποτελούσαν ένα σώμα, ήταν αδιαχώριστα, δεν θα υπήρχε καν το δίλημμα.

Αυτός ο σταλινικός χαρακτηρισμός της εθνικής ιδιομορφίας ως "συμπλήρωμα" των "γενικών χαρακτηριστικών του καπιταλισμού" επεκτείνεται και στην έννοια της συγκυρίας: οι ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούν σε μια ορισμένη εποχή, εκλαμβάνονται ως ένα "συμπλήρωμα" των "γενικών χαρακτηριστικών" του καπιταλισμού. Άρα, κατά την σταλινική αντίληψη, σε κάθε συγκυρία τίθεται το ερώτημα εάν θα χαράξουμε πορεία με βάση τα γενικά χαρακτηριστικά του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής ή με βάση τις ιδιαίτερες συνθήκες της εποχής.

Αυτή η σταλινική κληρονομιά χάρισε ζωή σε πολλές αριστερίστικες οργανώσεις: διότι, αν μπορούμε να διαχωρίσουμε τα γενικά από τα ειδικά χαρακτηριστικά του καπιταλισμού, τότε, είναι σχεδόν προφανές ότι ως επαναστάτες θα επιλέξουμε τα γενικά χαρακτηριστικά, που είναι ο «σκληρός πυρήνας» του συστήματος. Τα άλλα, τα ειδικά χαρακτηριστικά μιας χώρας, οι ιδιόμορφες συνθήκες μιας εποχής, χωρίς βεβαίως να τα αγνοούμε (όπως εξάλλου συστήνει και ο Στάλιν στο ίδιο κείμενό του), είναι το προνομιακό πεδίο των λιγότερο επαναστατών, όπως των σοσιαλιστών, των σοσιαλδημοκρατών, της "καθεστωτικής Αριστεράς" και των πάσης φύσεως μεταρρυθμιστών. Ο αριστερισμός χρησιμοποιεί συστηματικά αυτήν την σταλινική παράδοση: αφοσιώνεται στον αγώνα με βάση "τα γενικά χαρακτηριστικά", τον σκληρό πυρήνα του καπιταλισμού, άρα αναφέρεται σε μια αντι-καπιταλιστική λογική και παραχωρεί την πραγματική ζωή, αυτήν που παρουσιάζεται ως «ειδικές συνθήκες» και «ιδιομορφίες της εποχής», στους άλλους αριστερούς που παρουσιάζουν έλλειμμα επαναστατικότητας –υποτίθεται.

Ο αριστερισμός μερικές φορές, και το ΚΚΕ συστηματικά, δεν περιφρονούν τους κοινωνικούς αγώνες. Αλλά τους αντιλαμβάνονται ξεχωριστά από την θεωρητική ανάλυση, η οποία ασχολείται με τα «γενικά χαρακτηριστικά» του καπιταλισμού. Από αυτό απορρέει το γεγονός ότι ούτε οι μεν (οι αριστεριστές), ούτε το δε (το ΚΚΕ) δεν μπορούν να αναφερθούν στην πραγματική ζωή και τις τρέχουσες κοινωνικές συγκρούσεις παρά μόνον με την γνωστή, ξύλινη και απωθητική γλώσσα.

Αν πάρουμε στα σοβαρά αυτήν την παλιά πλάνη του αριστερισμού που προέρχεται από την σταλινική παράδοση, θα πιστέψουμε ότι ο καπιταλισμός είναι μια πραγματικότητα που υπάρχει δύο φορές. Μια φορά ως γενική και αφηρημένη πραγματικότητα (ως γενικά χαρακτηριστικά) και μια φορά ως συγκεκριμένη (ως άθροισμα των γενικών χαρακτηριστικών και των ειδικών συνθηκών μιας χώρας ή των ιδιόμορφων περιστάσεων μιας εποχής). Ωστόσο, ο καπιταλισμός, όπως και ο κόσμος υπάρχει μόνον μια φορά, ως συγκεκριμένη πραγματικότητα: ο κόσμος είναι αυτό που συμβαίνει[3]. Αυτή η πραγματικότητα αποτελεί μορφή εμφάνισης των οικονομικών νόμων του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής (που αναλύει ο Karl Marx στο Κεφάλαιο) και των σταθερών σχέσεων που χαρακτηρίζουν την λειτουργία του αστικού κράτους (που τις περιγράφουν οι μαρξιστικές θέσεις για την πολιτική εξουσία και τις κοινωνικές τάξεις). Οι εν λόγω νόμοι και οι εν λόγω σταθερές σχέσεις, που οι μαρξιστές διατυπώνουν ως αφηρημένες έννοιες --και ορθά πράττουν, υπάρχουν στην πραγματικότητα μόνο μέσα στις συγκεκριμένες μορφές της εμφάνισής τους. Γι' αυτόν τον λόγο δεν μπορούμε να αναλύσουμε την πραγματικότητα ενός κοινωνικού σχηματισμού σε μια συγκεκριμένη εποχή σε "γενικά" και "ειδικά" χαρακτηριστικά. Διότι δεν είναι ανεξάρτητα: τα μεν υπάρχουν μέσα στα δε. Η αξία ενός εμπορεύματος, για παράδειγμα, στον κόσμο των φαινομένων, της συγκεκριμένης πραγματικότητας, υπάρχει ως τιμή, που είναι η μορφή της εμφάνισής της (της αξίας). Ο μισθός είναι η χρηματική μορφή της αξίας της εργασιακής δύναμης: με αυτήν την μορφή εμφανίζεται στην συγκεκριμένη πραγματικότητα. Στην πραγματικότητα, δηλαδή, δεν εμφανίζονται η αξία της εργασιακής δύναμης και δίπλα της ο μισθός. Αυτός είναι η μορφή με την οποία εμφανίζεται εκείνη (η αξία) στον κόσμο που ζούμε. Το ίδιο ισχύει και για την αστική ηγεμονία: υπάρχει μέσα στις συγκεκριμένες μορφές της, που μπορεί να είναι ανάλογα με την εποχή και την χώρα, ο εθνικισμός και ο πατριωτισμός, ο κοσμοπολιτισμός του κεφαλαίου ή ο επαρχιωτισμός, ο κεϋνσιανισμός ή ο νεοφιλελευθερισμός... Η αστική ηγεμονία υπάρχει μέσα στις μορφές της εμφάνισής της. Στην καθαρή, αφηρημένη της μορφή, υπάρχει μόνο μέσα στα βιβλία –εκεί την έχουμε βάλει για να καταλαβαίνουμε τις μορφές με τις οποίες εμφανίζεται στην πραγματική ζωή.

Εν κατακλείδι, ο νεοφιλελευθερισμός δεν είναι ένα «συμπλήρωμα» του καπιταλισμού, «μια μορφή διαχείρισης του συστήματος» που αφορά μόνον τους σοσιαλδημοκράτες, τους ρεφορμιστές και όσους δεν είναι επαρκώς αντί-καπιταλιστές. Είναι η μορφή της αστικής ηγεμονίας στην διάρκεια της φάσης όξυνσης της κρίσης υπερσυσσώρευσης, στην φάση της «εκκαθάρισης» και του εξορθολογισμού του συστήματος, της φάσης επίθεσης του κεφαλαίου ενάντια στις δυνάμεις της εργασίας με σκοπό την ριζική μετατροπή του ταξικού συσχετισμού δυνάμεων –και αυτό το εξηγεί καλά το άρθρο του Οκτωβρίου για «Τα καθήκοντα της ριζοσπαστικής Αριστεράς».

Όποιος αγνοεί τον νεοφιλελευθερισμό, ως υπόθεση του μεταρρυθμισμού, θεωρεί τον καπιταλισμό ως οντότητα που υπάρχει έξω από τον κοινωνικό σχηματισμό και την ταξική πάλη, μακριά από τις εργαζόμενες τάξεις και τις ανάγκες τους, την καθημερινή τους ζωή και εργασία. Με δύο λόγια: μακριά από την πολιτική.

Στο σημείο αυτό πολλοί θέτουν το ερώτημα: Εάν ο νεοφιλελευθερισμός είναι η μορφή της αστικής ηγεμονίας στα χρόνια της όξυνσης της κρίσης του καπιταλισμού και της αναδιάρθρωσής του, όσοι αντιτίθενται, άραγε, σ' αυτόν, αντιμάχονται τον ίδιο τον καπιταλισμό;

Η ερώτηση αυτή αποτελεί λογικό λάθος. Όπως μάθαμε στο σχολείο, όταν ισχύει μια πρόταση δεν ισχύει αναγκαστικά και η αντίστροφή της: Όποιος, δηλαδή, λεει ότι η αντικαπιταλιστική πολιτική δεν μπορεί παρά να είναι δράση που εναντιώνεται στον νεοφιλελευθερισμό, δεν ισχυρίζεται οπωσδήποτε και το αντίστροφο, δηλαδή ότι κάθε δράση ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό έχει αντικαπιταλιστικό χαρακτήρα. Αλλά επειδή η Αριστερά δεν τα πάει καλά με την "τυπική λογική", ας στραφούμε προς την μαρξιστική θεωρία.

Οι επεξεργασίες του Νίκου Πουλαντζά[4]σχετικά με το κράτος, έδειξαν ότι τα πολιτικά κόμματα διατυπώνουν εναλλακτικά σχέδια πολιτικής ηγεμονίας της αστικής τάξης. Κάθε ηγεμονικό σχέδιο επιχειρεί να αντιπροσωπεύσει (στην πραγματικότητα ή κατά φαντασία) ορισμένα άμεσα συμφέροντα των υποτελών τάξεων στο εσωτερικό του γενικού αστικού συμφέροντος. Τα συμφέροντα των επιμέρους μερίδων της αστικής τάξης οφείλουν, για να μπορούν να καταστούν ηγεμονικά, να εμφανίζονται ως διαφοροποιημένες εκδοχές οργάνωσης της αστικής εξουσίας, εκ των οποίων κάθε μία διατείνεται ότι εξασφαλίζει το γενικό συμφέρον, άρα και ορισμένα άμεσα συμφέροντα των υποτελών τάξεων. Διότι, εάν δεν διατείνεται κάτι τέτοιο, δεν μπορεί να έχει συμμετοχή στο παιχνίδι της πολιτικής ηγεμονίας, της οποίας η βασική ιδιότητα είναι η παράσταση του μερικού, ιδιοτελούς συμφέροντος μια τάξης ή μερίδας τάξης ως γενικού συμφέροντος. Τα πολιτικά κόμματα συγκροτούνται, λοιπόν, στην βάση αυτών των διαφορετικών εκδοχών οργάνωσης της αστικής εξουσίας, στην βάση των διαφορετικών ηγεμονικών σχεδίων εκ των οποίων μόνον ένα καθίσταται κυρίαρχο κάθε φορά. Έτσι, η μορφή της αστικής ηγεμονίας στα χρόνια της μεταπολεμικής ανόδου στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ ήταν ο κεϋνσιανισμός (στην μορφή της «νέο-κλασικής σύνθεσης», δηλαδή ενός συμβιβασμού μεταξύ της ορθόδοξης νέο-κλασικής θεωρίας και της «Γενικής Θεωρίας» του ιδίου του Κέυνς, όπου το ισχυρό μέρος του συμβιβασμού ήταν το έργο του μεγάλου Βρετανού οικονομολόγου). Στις ΗΠΑ και την Βρετανία, στις αρχές της δεκαετίας του '80, την αστική ηγεμονία εκφράζει πλέον ο νεοφιλελευθερισμός (δηλαδή η σύζευξη των νεοφιλελεύθερων θεωριών σχετικά με την ελευθερία των αγορών και του μονεταρισμού). Η αλλαγή αυτή στην μορφή της αστικής ηγεμονίας δεν πραγματοποιήθηκε ταυτοχρόνως σε όλες τις χώρες: στην Γαλλία η αλλαγή επήλθε το 1983, στην Ελλάδα τον Οκτώβριο του 1985 κλπ.

Εάν, λοιπόν, ο νεοφιλελευθερισμός είναι η μορφή που έχει λάβει η αστική ηγεμονία (η οργάνωση της αστικής εξουσίας) στα χρόνια της αναδιάρθρωσης του καπιταλισμού, καθόλου αυτό δεν σημαίνει ότι όσοι αντιτίθενται στον νεοφιλελευθερισμό αντιμάχονται τον καπιταλισμό, ότι ακολουθούν μιαν αντί-καπιταλιστική πολιτική, ακριβώς όπως όσοι αντιτίθονταν στον κεϋνσιανισμό της μεταπολεμικής περιόδου από νεοφιλελεύθερες θέσεις δεν αντιμάχονταν τον καπιταλισμό –κάθε άλλο. Σήμερα είναι πολλοί αυτοί που μπορούν να αντιτίθενται στον νεοφιλελευθερισμό από την άποψη ενός εναλλακτικού σχεδίου οργάνωσης της αστικής εξουσίας, από την άποψη μιας άλλης, δυνητικής μορφής της αστικής ηγεμονίας. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα, μπορούμε να θεωρήσουμε την περίπτωση του ΔΗΚΚΙ, το οποίο ασκεί κριτική στον νεοφιλελευθερισμό από την άποψη μιας μορφής ηγεμονίας του συνολικού αστικού συμφέροντος που κυριάρχησε στην Ελλάδα κατά την πρώτη τετραετία διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ.

Αυτό που προσδίδει, επομένως, στην πολιτική δραστηριότητα την ταυτότητά της, δεν είναι μόνον σε τι αντιτίθεται, αλλά και με ποιο στόχο. Εάν υπάρχουν δυνάμεις που αντιτίθενται στον νεοφιλελευθερισμό με σκοπό την αυτόνομη οργάνωση των συμφερόντων των εργαζόμενων τάξεων, είναι προφανές ότι η δράση τους, όπως και η ταυτότητά τους είναι διαφορετικά από την δράση και την ταυτότητα άλλων κομμάτων ή οργανώσεων που αντιμάχονται τον νεοφιλελευθερισμό με σκοπό την ανάδειξη μιας διαφορετικής εκδοχής της οργάνωσης της αστικής εξουσίας (π.χ. κατά το πρότυπο της πρώτης τετραετίας του ΠΑΣΟΚ, όταν ίσχυε στην Ελλάδα το σοσιαλδημοκρατικό συμβόλαιο[5]). Κάνουν λάθος, λοιπόν, οι φίλοι της άκρας Αριστεράς όταν νομίζουν ότι "ο νεοφιλελευθερισμός είναι δουλειά του Ζοσπέν και του Τσοβόλα": είναι και δική τους δουλειά, την οποία παραμελούν. Διότι, ούτε το ΔΗΚΚΙ, ούτε ο ΣΥΝ αναπτύσσουν την δράση τους ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό με σκοπό την αυτόνομη οργάνωση των συμφερόντων των εργαζόμενων τάξεων. Αυτό είναι δουλειά της εξωκοινοβουλευτικής, της άκρας, της ριζοσπαστικής --ή όπως αλλιώς θέλετε να την ονομάσετε-- Αριστεράς. Γι' αυτούς τους λόγους, η "εκτός των τειχών" Αριστερά πρέπει να συγκροτήσει τον δικό της πόλο, να βαδίσει χωριστά από τα μεγάλα κόμματα της Αριστεράς, όχι όμως επειδή θα γυρίζει την πλάτη στον νεοφιλελευθερισμό και την πραγματικότητα και θα ασχολείται με τα "γενικά χαρακτηριστικά" του καπιταλισμού, αλλά επειδή θα θέλει η δική της αντί-νεοφιλελεύθερη δράση να εντάσσεται στην προοπτική της αυτόνομης οργάνωσης των συμφερόντων των εργαζόμενων τάξεων. Αυτό πάλι, καθόλου δεν σημαίνει ότι η "εκτός των τειχών" Αριστερά δεν πρέπει να αναλαμβάνει δράση μαζί με όλους όσους είναι αντί-νεοφιλελεύθεροι. Διότι, άλλα είναι τα κριτήρια με τα οποία συγκροτείς έναν πολιτικό πόλο, και άλλα είναι τα κριτήρια με τα οποία αποφασίζεις με ποιους κάνεις μέτωπα: "Βαδίζουμε χωριστά, χτυπάμε μαζί". Αυτή είναι η μοναδική γραμμή που θα επιτρέψει στην ριζοσπαστική Αριστερά, την άκρα Αριστερά, να μην κατασπαταλάει το πολύτιμο ανθρώπινο δυναμικό της στην πολιτική αφασία του Αριστερισμού, αλλά και να μην αποτελεί αριστερή εφεδρεία του μεταρρυθμισμού του Λεωνίδα Κύρκου και του ΣΥΝ.

2. Σε ποια φάση βρίσκεται η κρίση του καπιταλισμού;

2.1 Η σύγχρονη κρίση υπερσυσσώρευσης(1974-1999)

Από τις αρχές της δεκαετίας του '80, ανοίγει μια νέα φάση[6]για τον ευρωπαϊκό καπιταλισμό: είναι η φάση εκείνη της κρίσης υπερσυσσώρευσης κατά την οποία ένα μέρος των μέσων παραγωγής, εξ' αιτίας της μειωμένης του ικανότητας να παράγει κέρδη, αδυνατεί να λειτουργήσει ως κεφάλαιο, και ως εκ τούτου οδηγείται σε εκκαθάριση. Ένα μέρος του κεφαλαίου γίνεται ανίκανο να εκμεταλλεύεται την εργασία στον βαθμό εκείνο της εκμετάλλευσης που απαιτεί η «υγιής", η «ομαλή» ανάπτυξη της κεφαλαιοκρατικής διαδικασίας παραγωγής και για τον λόγο αυτό διακόπτεται η λειτουργία του ως μέσα παραγωγής. Η απομάκρυνση από την αγορά των λιγότερο κερδοφόρων κεφαλαίων και η συνακόλουθη μείωση της παραγωγής θέτει σε διαθεσιμότητα ένα μέρος του εργατικού δυναμικού και υποχρεώνει ένα άλλο μέρος, που διατηρεί την απασχόλησή του, να δεχθεί μειώσεις του πραγματικού μισθού κάτω από εκείνα τα επίπεδα που αντιστοιχούν στα καταναλωτικά πρότυπα της εποχής μας (στο "ιστορικό στοιχείο των αναγκών" της εποχής μας) ή μεταβολές στην αγορά εργασίας --δηλαδή μεταβολές στους όρους πώλησης και κατανάλωσης της εργασιακής δύναμης.

Η πρώτη, λοιπόν, αυθόρμητη λειτουργία της κρίσης υπερσυσσώρευσης είναι η εκκαθάριση των πιο αδύναμων κεφαλαίων και η συνακόλουθη κάμψη της ισχύος των εργατικών ενώσεων. Ακολουθεί αμέσως μετά η μετατροπή των όρων πώλησης και κατανάλωσης της εργασιακής δύναμης, δηλαδή οι αλλαγές που έγιναν γνωστές ως "ευελιξίες" της αγοράς εργασίας.

Πέραν αυτών, όμως, η κρίση, με τις εκκαθαριστικές της λειτουργίες δημιουργεί το έδαφος, τις δυνατότητες, για την αναδιάρθρωση της παραγωγής, δηλαδή μια σειρά από ριζικές αλλαγές είτε στα μέσα παραγωγής, είτε στην ορ­γάνωση της εργασίας, που συντομεύουν τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο για την παραγωγή μιας μονάδας προϊόντος, ή ακόμη, οδηγούν σε βελτίωση της ποιότητας, ή στην παραγωγή νέων προϊόντων. Η ένταση του ανταγωνισμού που χαρα­κτη­ρίζει την περίοδο των εκκαθα­ρι­στι­κών λειτουργιών της κρίσης, ωθεί μια μερίδατων επιχειρήσεων να χρησιμοποιήσουν τις νέες τεχνικές δυνατότητες και τις οργανωτικές καινοτομίες που τις συνοδεύουν. Αυτό έχει επιπτώσεις, καταρχήν, στην κερδοφορία: Από το γεγονός ότι ο πραγματικός μισθός σταθεροποιείται ή μειώνεται (γεγονός που σχετίζεται όχι μόνον με την κατάσταση στην αγορά εργασίας, αλλά και με τον συνολικό κοινωνικό συσχετισμό δυνάμεων), ενώ αντιθέτως η παραγωγικότητα της εργασίας που προέρχεται από τις τεχνολογικές και οργανωτικές καινοτομίες στο υπό εκσυγχρονισμό τμήμα του παραγωγικού συστήματος παρουσιάζει αξιοσημείωτη αύξηση, προκύπτει μια μείωση του μεριδίου εργασίας στο προϊόν και του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, γεγονός που συμβάλλει στην ανόρθωση της κερδοφορίας. Ακόμη, ο τεχνολογικός και οργανωτικός εκσυγχρονισμός επιτρέπει και προτρέπει σε εξοικονόμηση παγίου κεφαλαίου μέσω της επιμήκυνσης του χρόνου λειτουργίας των εγκαταστάσεων (ευελιξίες στην χρήση του κεφαλαίου και του εργατικού δυναμικού, από όπου εν μέρει απορρέει και η απαίτηση της εργοδοτικής πλευράς για ευελιξίες των ωραρίων), της καλύτερης χρήσης της συσσωρευμένης πείρας του συλλογικού εργάτη (οφέλη που προκύπτουν από τον επανακαθορισμό της οργάνωσης της εργασίας σε σχήματα «συμμετοχικά», σχήματα παρακίνησης και ανάθεσης ευθυνών των εργαζομένων, σχήματα που ευνοούν την ανάπτυξη πρωτοβουλίας κ.λπ.), της εκμετάλλευσης της προόδου στον τομέα των φυσικών επιστημών και της εφαρμογής της, της προσαρμογής του εργατικού δυναμικού στις γνωστικές απαιτήσεις των σύγχρονων μεθόδων παραγωγής μέσω της κατάρτισης... Οι οικονομίες στην χρήση του σταθερού κεφαλαίουπου προκύπτουν έτσι, ευνοούν την άνοδο της κερδοφορίας.

Εν κατακλείδι,μπορούμε να διακρίνουμε δύο διαδικασίες που συμβάλουν στην έξοδο του καπιταλισμού από την κρίση του: μία διαδικασία αναδιανομής του εισοδήματος σε βάρος της εργασίας(αύξηση του ποσοστού υπεραξίας) και μια διαδικασία τεχνικής και οργανωτικής ανασυγκρότησης της παραγωγικής διαδικασίας(μείωση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, οικονομίες στην χρησιμοποίηση του σταθερού κεφαλαίου).

Οι μαρξιστικές ερμηνείες της καπιταλιστικής κρίσης εμπνέονται συνήθως είτε από τον νόμο της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους[7], είτε από την έννοια της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου[8]. Μια τρίτη ερμηνεία που προσπαθεί να συνεχίσει μιαν ορισμένη υπό-καταναλωτική μαρξιστική παράδοση είτε βρίσκεται σήμερα υποταγμένη στον κεϋνσιανισμό (ο οποίος εκπροσωπεί την εν λόγω αντίληψη με σαφώς καλύτερο τρόπο από τον μαρξισμό), είτε επιβιώνει ως περιθωριακή ιδεολογία στους κόλπους της Αριστεράς.

Όσοι αποδέχονται τις μαρξιστικές θεωρητικές κατασκευές που στηρίζονται στην πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους ή στην θεωρία της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου δεν θα δυσκολευτούν να συμφωνήσουν ότι οι όροι για την έξοδο του καπιταλισμού από την κρίση του είναι (τουλάχιστον) οι εξής:

1. Η εκκαθάριση των ανεπαρκώς αξιοποιουμένων κεφαλαίων, δηλαδή η καταστροφή ενός μέρους του κεφαλαίου που έγινε ανίκανο να εκμεταλλεύεται την εργασία στον βαθμό εκείνο που απαιτεί η "υγιής" και "ομαλή" διαδικασία συσσώρευσης του κεφαλαίου. Από αυτό προκύπτει η άνοδος του μέσου ποσοστού κέρδους, διότι εκκαθαρίζονται τα ατομικά κεφάλαια των οποίων η κερδοφορία βρίσκεται κάτω από τον μέσο όρο, 2. η μαζική εκκαθάριση μη επαρκώς αξιοποιημένου κεφαλαίου με την παύση λειτουργίας (μικρών ή μεγάλων) μονάδων παραγωγής ή τμημάτων παραγωγής που οδηγεί σε άνοδο της ανεργίας,

3. η άνοδος της χρόνιας και μαζικής ανεργίας έτσι ώστε να διαβρωθεί η ισχύς των εργατικών ενώσεων, να μειωθεί η αγοραστική δύναμη των μισθών και να αναδιανεμηθεί το προϊόν σε βάρος της εργασίας, να εξασθενήσει η ταξική συνείδηση και να μειωθεί η αγωνιστικότητα των εργαζόμενων τάξεων, να αυξηθεί η εντατικότητα της εργασίας και να ενισχυθεί η εργασιακή πειθαρχία, 4. η ανασύνθεση της εταιρικής διάρθρωσης του κεφαλαίου, η συγκέντρωση και η συγκεντροποίηση ώστε να επιτευχθούν οικονομίες στην χρήση του κεφαλαίου και να επιταχυνθεί η περιστροφή του,

5. η μετατροπή των όρων πώλησης και κατανάλωσης της εργασιακής δύναμης (συμβάσεις ορισμένου χρόνου, μερική απασχόληση, ελαστικά ωράρια, ενοικίαση εργαζομένων και πάσης φύσεως "ευελιξίες της αγοράς εργασίας"), η επιβολή θεσμικών αλλαγών που σχετίζονται με την πώληση και την κατανάλωση της εργασιακής δύναμης: αποδυνάμωση των εργατικών ενώσεων, "απορύθμιση" των εργασιακών σχέσεων, μετατροπή της νομοθεσίας,

6. η ανάπτυξη του καπιταλισμού της απόλυτης υπεραξίας με την εκμετάλλευση της "δεύτερης" αγοράς εργασίας (γυναίκες, μετανάστες, νέοι) και την καταστρατήγηση στην πράξη της εργασιακής νομοθεσίας[9], 7. η μείωση του κόστους των μηχανικών συστημάτων παραγωγής, των πρώτων υλών και της ενέργειας (μείωση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου),

8. η μαζική εισαγωγή καινοτομικών τεχνολογιών που αυξάνουν την παραγωγικότητα της εργασίας ταχύτερα από όσο αυξάνουν την ένταση του κεφαλαίου (την τεχνική σύνθεση του κεφαλαίου) ή οδηγούν στην παραγωγή νέων εμπορευμάτων τα οποία είτε αποτελούν την βάση για την εγκατάσταση νέων κλάδων παραγωγής, είτε επιτρέπουν την διεύρυνση της κλίμακας των προϊόντων σε υπάρχοντες κλάδους,

9. η εγκατάσταση ριζικών αλλαγών στην οργάνωση της εργασίας έτσι ώστε οι καινοτομικές τεχνολογίες να πραγματοποιούνται με οικονομίες στην χρήση του παγίου κεφαλαίου, 10. η επιτάχυνση της περιστροφής του κεφαλαίου.

Οι συνθήκες 1 έως 6 συνθέτουν την διαδικασία εκκαθάρισης και "εξορθολογισμού" του συστήματος μέσω της καταστροφής ενός μέρους του κεφαλαίου, της ανεργίας, της αποδυνάμωσης των συνδικάτων, των αναδιαρθρώσεων του παραγωγικού συστήματος, της ανάπτυξης της απόλυτης υπεραξίας και της επιβολής νέων ρυθμίσεων στην αγορά εργασίας. Αυτές οι αλλαγές οδηγούν στην πτώση του μεριδίου της εργασίας στο προϊόν (πτώση που ισοδυναμεί με άνοδο του βαθμού εκμετάλλευσης) και εξασφαλίζουν μια κάποια άνοδο του λόγου προϊόντος / κεφαλαίου μέσω της εκκαθάρισης των λιγότερο κερδοφόρων κεφαλαίων.

Οι συνθήκες 7 έως 10 αποτελούν μια διαδικασία αλλαγής της τεχνολογικής βάσης του παραγωγικού συστήματος που επιδρά στις οικονομίες στην χρήση σταθερού κεφαλαίου, στην σχέση προϊόντος / κεφαλαίου, επομένως στην οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, χάρη στην εισαγωγή νέων τεχνολογιών στην παραγωγή και στην εγκατάσταση νέων μορφών οργάνωσης της εργασίας. Πρόκειται για μια τεχνολογική "αναστάτωση" της παραγωγής ικανή να επηρεάσει το σύνολο του παραγωγικού συστήματος.

Με βάση αυτές τις δύο διαδικασίες, είναι δυνατό να ορίσουμε δύο περιόδους στο εσωτερικό της μακράς ύφεσης: Την περίοδο A που αντιστοιχεί στις λειτουργίες της εκκαθάρισης και του "εξορθολογισμού" (συνθήκες 1 έως 6) και η οποία προηγείται της περιόδου B η οποία αντιστοιχεί στην διαδικασία της αλλαγής τεχνολογικής βάσης του παραγωγικού συστήματος (συνθήκες 7 έως 10). Η τομή μεταξύ των δύο περιόδων δεν είναι ούτε σαφής ούτε απόλυτη:Η εισαγωγή τεχνολογιών στην παραγωγή και η εγκατάσταση νέων μορφών οργάνωσης της εργασίας εκκινούν ήδη στην διάρκεια της περιόδου A. Ωστόσο, γίνονται πολύ πιο έντονες στην διάρκεια της περιόδου Β. Αντιστρόφως, η ταξική πάλη του κεφαλαίου για την εκκαθάριση του συστήματος και τον εξορθολογισμό του, για την αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων σε βάρος της εργασίας, συνεχίζεται στην περίοδο B, αν και είναι οξύτερη στην διάρκεια της φάσης Α.

Αυτή η διαίρεση της μακράς ύφεσης --της κρίσης υπερσυσσώρευσης-- σε δύο περιόδους οφείλεται σε δύο παράγοντες:

Πρώτον, η μαζική εισαγωγή νέων τεχνολογιών στην παραγωγή και η εγκατάσταση νέων μορφών οργάνωσης της εργασίας δεν αποσκοπούν σε μικρές βελτιώσεις των μηχανικών συστημάτων. Αποσκοπούν στην "τεχνολογική αναστάτωση" που είναι ικανή να επηρεάσει το σύνολο του παραγωγικού συστήματος. Μια τέτοια διαδικασία απαιτεί "νέες μηχανές, οι οποίες πρέπει πρώτα να επινοηθούν, να δοκιμασθούν και να παραχθούν σε μεγάλη κλίμακα (...) Αυτό απαιτεί, τέλος, ορισμένα ποιοτικά άλματα στην οργάνωση της εργασίας"[10]. Η "αναστάτωση" της τεχνολογικής βάσης χάρη στις νέες τεχνολογίες είναι μια "ιστορία με μικρή κλίση"[11], που εκτυλίσσεται αργόσυρτα. Από αυτό απορρέει μια καθυστέρηση της αλλαγής των τεχνολογικών βάσεων του παραγωγικού συστήματος έναντι του ρυθμού της εκκαθάρισης και του "εξορθολογισμού" του συστήματος, που είναι μια "ιστορία με μεγάλη κλίση", που εκτυλίσσεται ταχύτερα, που ακολουθεί τους ρυθμούς της ταξικής πάλης στην πολιτική σκηνή, στην αγορά εργασίας, στους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους...

Δεύτερον, και το κυριότερο, η μαζική εισαγωγή των νέων τεχνολογιών στην παραγωγή έχει ως προαπαιτούμενο την επιτάχυνση της συσσώρευσης παγίου κεφαλαίου, καθώς η μεταφορά των εν λόγω τεχνολογιών μέσα στις εργασιακές διαδικασίες πραγματοποιείται μέσω της μαζικής εισαγωγής και χρήσης νέων μηχανών. Όμως, για να γίνει δυνατή μια τέτοια επιτάχυνση της συσσώρευσης, πρέπει να επιτευχθεί καταρχήν μια άνοδος του ποσοστού κέρδους[12]. Αυτή η άνοδος της κερδοφορίας εξασφαλίζεται καταρχήν μέσω της εκκαθάρισης και του "εξορθολογισμού" του συστήματος, με άλλα λόγια κατά την διάρκεια της περιόδου Α της κρίσης, κατά την οποία καταστρέφεται ένα μέρος του κεφαλαίου ως μην επαρκώς αποδοτικό, αλλάζει ο ταξικός συσχετισμός δυνάμεων, μειώνεται η συμμετοχή των μισθών στο προϊόν, αυξάνεται δηλαδή το ποσοστό υπεραξίας "ως αποτέλεσμα μιας ιστορικής ήττας και μιας εξατομίκευσης της εργατικής τάξης"[13]. Η εκκαθάριση και ο "εξορθολογισμός" του παραγωγικού συστήματος εμφανίζεται ως προϋπόθεση για την αλλαγή της τεχνολογικής βάσης της καπιταλιστικής παραγωγής.

Γι' αυτούς τους λόγους μπορούμε να διακρίνουμε δύο περιόδους της κρίσης υπερσυσσώρευσης, της μακράς ύφεσης.

Οι δύο διαδικασίες που συμβάλουν στην έξοδο του καπιταλισμού από την κρίση του, εκτυλίσσονται με άνισους ρυθμούς: η πρώτη, αυτή που απολήγει στην αναδιανομή του εισοδήματος σε βάρος της εργασίας εκτυλίσσεται ταχύτερα από την δεύτερη, αυτήν που απολήγει στην τεχνική και οργανωτική αναδιάρθρωση της εργασιακής διαδικασίας.

Χωρίς οι δύο διαδικασίες να διακρίνονται απόλυτα (με την έννοια ότι δεν ολοκληρώνεται η πρώτη για να εκκινήσει η δεύτερη), μπορούμε να θεωρήσουμε ότι ορίζουν δύο φάσεις της κρίσης υπερσυσσώρευσης: στην διάρκεια της πρώτης φάσης εκτυλίσσονται κυρίως οι διαδικασίες μετατροπής του ταξικού συσχετισμού δυνάμεων και αναδιανομής του προϊόντος έτσι ώστε να ανακάμψει η κερδοφορία και να επιβληθεί εργασιακή πειθαρχία, ενώ στην δεύτερη κυριαρχεί η τεχνική και οργανωτική ανασύνταξη της παραγωγικής διαδικασίας.

Δύο παρατηρήσεις επιβάλλονται: α) Η διαίρεση της μακράς ύφεσης σε δύο περιόδους δεν αποτελεί εξελικτικό σχήμα, με την έννοια ότι η περίοδος Α δεν "φέρει στα σπλάχνα της" την περίοδο Β. Για την μετάβαση από την μία περίοδο στην επόμενη, τα πάντα εξαρτώνται από τους ιστορικούς παράγοντες, που είναι εξωτερικοί ως προς τους οικονομικούς νόμους[14]. β) Εάν αυτό το θεωρητικό σχήμα μοιάζει να ταιριάζει στην τελευταία μακρά ύφεση (την κρίση υπερσυσσώρευσης) που διανύουμε, δεν είναι προφανές ότι εφαρμόζεται στις παρελθούσες κρίσεις. Σ' αυτό, μόνον μια συγκεκριμένη ανάλυση οικονομικής ιστορίας θα μπορούσε να δώσει απάντηση.

2.2 Η κρίση υπερσυσσώρευσης και η σημασία της ζήτησηςΈνα βασικό ζήτημα που προκύπτει από την παραπάνω ανάλυση είναι αυτό της ενεργού ζήτησης:

Μια κατάσταση υπερπαραγωγής κεφαλαίου (υπερσυσσώρευσης) εμφανίζεται και ως μια κατάσταση ελλείπουσας ζήτησης, είτε με την μορφή απούλητων αποθεμάτων εμπορευμάτων, είτε με την μορφή αχρησιμοποίητου παραγωγικού δυναμικού. Σύμφωνα με την θεωρητική παράδοση που ξεκινάει από τον Malthus και φτάνει στον John Maynard Keynes, τον Sweezy και αρκετούς σύγχρονους «κεϋνσιανο-μαρξιστές», το βασικό πρόβλημα της κρίσης είναι η ελλείπουσα ζήτηση.

Σύμφωνα με το θεωρητικό σχήμα των κρίσεων υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου, η ελλείπουσα ζήτηση δεν δημιουργεί την υπερσυσσώρευση αλλά προκύπτει από αυτήν. Η υπερσυσσώρευση καθαυτή είναι η "αιτία": Δηλαδή ο ταξικός συσχετισμός των δυνάμεων μέσα και έξω από την παραγωγή (όπως εμφαίνεται στο μερίδιο των μισθών στην προστιθέμενη αξία, στις οικονομίες στη χρήση σταθερού κεφαλαίου, στην τεχνολογική καινοτομία, στη συμπεριφορά και δεξιότητα του συλλογικού εργάτη, κ.λπ.) οδηγεί στην παραγωγή εμπορευμάτων σε τέτοιες τιμές και ποσότητες ώστε είτε να προκύπτει μια πτώση του ποσοστού κέρδους και έντονα φαινόμενα καταστροφής (κρίση), είτε τέτοιες συνθήκες αξιοποίησης του κεφαλαίου ώστε να παρατείνεται η αργή διευρυμένη αναπαραγωγή, η διατήρηση αργούντος παραγωγικού δυναμικού και ανεργίας.

Η υπερσυσσώρευση, λοιπόν, είναι η αιτία και η ελλείπουσα ζήτηση το αποτέλεσμα. Ωστόσο, η ελλείπουσα ζήτηση, αφού προκύψει από την υπερσυσσώρευση, καθίσταται ενεργητικός παράγοντας με επαμφοτερίζουσα δράση: στην πρώτη φάση της κρίσης, η ελλείπουσα ζήτηση αναλαμβάνει ενεργητικό ρόλο στην δημιουργία συνθηκών ευνοϊκών για την έξοδο από την κρίση υπερσυσσώρευσης. Ως παράγοντας ύφεσης συμβάλλει στην εκκαθάριση των πιο αδύναμων κεφαλαίων, στην άνοδο της ανεργίας και την συνακόλουθη κάμψη της ισχύος των εργατικών ενώσεων, στην μείωση του πραγματικού μισθού και γενικώς στην μετατροπή του συσχετισμού δυνάμεων. Η ελλείπουσα ζήτηση είναι, επομένως, όρος για την ανασυγκρότηση του καπιταλισμού στην πρώτη φάση της κρίσης υπερσυσσώρευσης. Στην πρώτη φάση η ελλείπουσα ζήτηση δεν είναι εμπόδιο στις διαδικασίες κεφαλαιοκρατικής αναδιάρθρωσης, αντιθέτως συμβάλλει αποφασιστικά σε αυτές. Σε μια δεύτερη φάση, της οποίας τα χαρακτηριστικά περιγράφονται αναλυτικότερα παρακάτω, η ελλείπουσα ζήτηση μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να γίνεται εμπόδιο στην διαδικασία εξόδου του καπιταλισμού από την κρίση του. Όταν έχουν πλέον ολοκληρωθεί --ή σχεδόν ολοκληρωθεί-- οι εκκαθαριστικές λειτουργίες της κρίσης και τα κέρδη έχουν επανέλθει σε υψηλά επίπεδα, η αύξηση της ζήτησης εμφανίζεται ως αναγκαία συνθήκη για την αύξηση των επενδύσεων[15]. Όπως προκύπτει από τα στατιστικά στοιχεία, οι επενδύσεις εξαρτώνται αποκλειστικάαπό το ποσοστό κέρδους μόνονστην πολύ μακροχρόνια διάρκεια, πράγμα που γίνεται εμφανές σε πολύ μεγάλες χρονολογικές σειρές 100 και 150 ετών σαν και αυτές που αναλύουν οι Dumenil και Levy για τις ΗΠΑ[16]. Στην μεσοπρόθεσμη διάρκεια, δηλαδή, στην διάρκεια ενός οικονομικού κύκλου Juglar 7-10 ετών, η ζήτηση εμφανίζεται μαζί με το ύψος της κερδοφορίας ως παράγοντας καθοριστικός του ύψους της επένδυσης, επομένως και της επιτάχυνσης της συσσώρευσης. Εάν τώρα υποθέσουμε ότι οι άλλοι όροι εξόδου από την κρίση πληρούνται, τότε η ελλείπουσα ζήτηση εμφανίζεται ως εμπόδιο διότι δεν επιτρέπει στις τεχνολογικές καινοτομίες να περάσουν μαζικά στην παραγωγή με όχημα τις επενδύσεις παγίου κεφαλαίου. Στην δεύτερη φάση της κρίσης υπερσυσσώρευσης, επομένως, ο ρόλος της ελλείπουσας ζήτησης είναι διαφορετικός (αντίθετος) από ότι στην πρώτη φάση, δηλαδή αρνητικός.

Επομένως, η ζήτηση δεν είναι αιτία της κρίσης, αλλά δευτερογενώς έχει ενεργητικό ρόλο, πρώτον, στην διαμόρφωση συνθηκών ύφεσης και εκκαθάρισης στην πρώτη φάση της κρίσης όντας ελλείπουσα, δεύτερον, στην διαμόρφωση συνθηκών ανάκαμψης της συσσώρευσης μέσα σε νέες συνθήκες αυξημένης κερδοφορίας, στην δεύτερη φάση της κρίσης, ως ρυθμιζόμενη μεταβλητή κατά το γνωστό σχήμα stop and go: "αύξηση της ζήτησης για ανάκαμψη, περιστολή της ζήτησης για αποφυγή της υπερθέρμανσης" στην διάρκεια του οικονομικού κύκλου.

Έτσι, η υποκατανάλωση δεν εμφανίζεται στο θεωρητικό σχήμα της κρίσης υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου ως μια αιτία της κρίσης, αλλά ως ένα αποτέλεσμά της, το οποίο όμως αναδρά και παράγει δευτερογενή αποτελέσματα, άλλοτε ευνοϊκά (πρώτη περίοδος της κεφαλαιοκρατικής αναδιάρθρωσης), άλλοτε δυσμενή (δεύτερη περίοδος της διαδικασίας αναδιάρθρωσης).

Στο σημείο αυτό επιβάλλονται ορισμένες διευκρινίσεις σχετικά με μια διαδομένη πλάνη στον κόσμο της Αριστεράς:

Η αύξηση της ζήτησης εκλαμβάνεται συχνά ως αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης και αυτή με την σειρά της ως αύξηση των πραγματικών μισθών. Εντούτοις, αυτό δεν ισχύει αναγκαστικά.

Πράγματι, οι αυξήσεις των πραγματικών μισθών μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να αντανακλώνται στις αυξήσεις της ιδιωτικής κατανάλωσης, η οποία αποτελεί τα ? της συνολικής ζήτησης. Εντούτοις, υπάρχουν και πολλοί άλλοι τρόποι να αυξηθεί η ζήτηση. Καταρχήν, είναι δυνατό να μεταβληθεί η ισοτιμία του εθνικού νομίσματος ή του νομίσματος ζώνης (ευρώ) έτσι ώστε να αυξηθεί η ζήτηση που απευθύνεται στα κεφάλαια του εσωτερικού (καθιστώντας πιο ακριβές τις εισαγωγές και πιο φθηνές τις εξαγωγές). Η δημοσιονομική πολιτική μπορεί να αυξήσει τις δημόσιες επενδύσεις. Αυτό, μάλιστα, μπορεί να συμβεί, σε κάποιο βαθμό, ακόμη και στα πλαίσια ενός περιοριστικού θεσμού όπως το Σύμφωνο Σταθερότητας, διότι το δημόσιο έλλειμμα θα μπορεί να μεταβάλλεται στην ζώνη +3% έως ?3% του ΑΕΠ. Η μείωση των επιτοκίων μπορεί να αυξήσει την ζήτηση στον τομέα των κατασκευών, ιδιαίτερα της οικοδομής (εάν δε ο κλάδος αυτός διαθέτει έντονες διακλαδικές σχέσεις, όπως συνήθως ισχύει, η επίπτωση στην συνολική ζήτηση, χωρίς να είναι θεαματική δεν είναι αμελητέα). Ακόμη, η ιδιωτική κατανάλωση μπορεί να αυξηθεί μέσω της αύξησης των μέσων αποδοχώντων μισθωτών, όχι επειδή αυξήθηκαν οι μισθοί, αλλά επειδή υπήρξε επέκταση της εργάσιμης ημέρας (αύξηση του πραγματικού μέσου ετήσιου χρόνου εργασίας, υπερωρίες). Αλλά και η επέκταση της καταναλωτικής πίστης (που σχετίζεται εν μέρει με το ύψος των επιτοκίων), καθώς και η μείωση της αποταμίευσης ως ποσοστό του ΑΕΠ μπορούν να ενισχύσουν την ζήτηση (μεταξύ της πώλησης της εργασιακής δύναμης και της αγοράς των καταναλωτικών αγαθών και υπηρεσιών με βάση τα οποία αναπαράγεται η εργασιακή δύναμη παρεμβάλλεται το χρήμα). Αυτές δεν είναι απλώς θεωρητικές εκδοχές: είναι φαινόμενα που μπορεί κάποιος να παρατηρήσει στις οικονομικές εξελίξεις των τελευταίων ετών στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην Ελλάδα (μέση ετήσια αύξηση της συνολικής ζήτησης 3% και 4% αντίστοιχα).

Εν κατακλείδι, η αύξηση της ζήτησης είναι δυνατό να επιτευχθεί χωρίς να αυξηθούν σημαντικά οι πραγματικοί μισθοί και τα δύο φαινόμενα δεν θα πρέπει να τα θεωρούμε ως ταυτόσημα. Βεβαίως, στην διάρκεια του οικονομικού κύκλου, αφού θα έχει εκκινήσει η ανάκαμψη της παραγωγής και θα έχει μειωθεί η ανεργία, θα δημιουργηθούν νέα εισοδήματα μέσω της αύξησης του αριθμού των μισθωτών. Ταυτοχρόνως, ο συσχετισμός δυνάμεων στην αγορά εργασίας θα ευνοήσει και την άνοδο του μέσου πραγματικού μισθού, τονώνοντας έτσι περαιτέρω την ιδιωτική κατανάλωση και μέσω αυτής την συνολική ζήτηση. Στην ίδια φάση του οικονομικού κύκλου, η άνοδος της ενεργού ζήτησης συμπαρασύρει και τις ιδιωτικές επενδύσεις παγίου κεφαλαίου, εφόσον βεβαίως πληρούται και η προϋπόθεση της υψηλής προσδοκώμενης κερδοφορίας.

Ως παράδειγμα των παραπάνω μπορούμε να θεωρήσουμε τις εξελίξεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση από το 1994 έως το 1999. Όπως φαίνεται στο παρακάτω διάγραμμα, η συνολική εγχώρια ζήτηση επηρεάζεται εξαιρετικά από την ιδιωτική κατανάλωση (οι δύο καμπύλες που παριστούν τις ετήσιες εκατοστιαίες μεταβολές των δύο μεγεθών μεταβάλλονται προς την ίδια κατεύθυνση και το μέγεθος της μεταβολής τους είναι περίπου το αυτό). Περισσότερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η συσχέτιση των πραγματικών μισθών με την ιδιωτική κατανάλωση:

Κατά την τριετία 1994-1996, η ανάκαμψη της παραγωγής βασίστηκε στην μεγέθυνση της εγχώριας ζήτησης[17] και αυτή με την σειρά της στην μεγέθυνση της ιδιωτικής κατανάλωσης. Εντούτοις, κατά την ίδια περίοδο οι πραγματικοί μισθοί παρουσίασαν μεταβολές μικρότερες του 0,5% ετησίως, αθροιστικά δε, ανήλθαν σε +0.3% έναντι +5,2% της ιδιωτικής κατανάλωσης. Εν ολίγοις, η αύξηση της ζήτησης στην αρχή του οικονομικού κύκλου βασίστηκε στην αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, όχι όμως στις αυξήσεις των πραγματικών μισθών. Μόνον από το 1997, όταν μειώνεται το ποσοστό ανεργίας αρχίζει η δειλή ανάκαμψη των μισθών[18] και φαίνεται να έχει μια κάποια, δυσδιάκριτη επίπτωση στην πορεία της ιδιωτικής κατανάλωσης και της εγχώριας ζήτησης.



Ποιες είναι οι δυνατότητες που έχει σήμερα ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός να αναπτύξει μια πολιτική που θα διαχειρίζεται την ζήτηση, έτσι ώστε να πυροδοτεί την έναρξη του βιομηχανικού κύκλου; Πρώτον, την συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ, δεύτερον, την μείωση των επιτοκίων, τρίτον, την αύξηση του δημόσιων επενδύσεων έως το όριο που υποδεικνύει το Σύμφωνο Σταθερότητας ως υποχρέωση των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (μέγιστο δημόσιο έλλειμμα –3% του ΑΕΠ). Πόσο μεγάλη θα μπορεί να είναι η συνολική αύξηση της ζήτησης που θα προέρχεται από αυτούς τους τρεις παράγοντες (επιτόκια, δημόσιες επενδύσεις και συναλλαγματική ισοτιμία); Μια πρακτική απάντηση παρέχει η παρούσα ανάκαμψη του ευρωπαϊκού καπιταλισμού: η αύξηση της ζήτησης που πυροδότησε τον βιομηχανικό κύκλο στα μέσα της δεκαετίας ήταν της τάξης του 2% και σταδιακά ανέβηκε στο 3% με την δημοσιονομική πολιτική ουδέτερη[19]. Περαιτέρω αύξηση της ζήτησης που αποτελεί το έναυσμα για την έναρξη του οικονομικού κύκλου, μπορεί να επιτευχθεί με την ενεργοποίηση της δημοσιονομικής πολιτικής (με «οροφή» ένα έλλειμμα –3% του ΑΕΠ). Στην συνέχεια, όταν θα έχει πυροδοτηθεί η διαδικασία της οικονομικής μεγέθυνσης, η ζήτηση θα μπορεί να αυξάνεται χάρη στην αύξηση της απασχόλησης, των επενδύσεων[20] και των πραγματικών μισθών (που αυξάνονται επειδή κατά την πρόοδο του οικονομικού κύκλου μειώνεται η ανεργία).

Δεν χρειάζεται, λοιπόν, «να μοιράσουν οι καπιταλιστές ένα μέρος από τα κέρδη τους στους εργαζόμενους» για να αυξηθεί η ζήτηση: υπάρχουν και άλλοι τρόποι.

O καπιταλισμός οδεύει προς την έξοδο της κρίσης του με διαδοχικές προσεγγίσεις, ψηλαφώντας τις διάφορες δυνατότητες που ανοίγει κάθε φορά η συγκυρία, με αυτοσχεδιασμούς, με την αρχή του "οργανωτικού τυχαίου"[21]χάρη στο οποίο οι τυχαίες κινήσεις, οι "τυγχάνοντες" (contingent) παράγοντες που μπορεί να υπάρχουν ή να μην υπάρχουν σε μια χώρα ή σε μια εποχή, οι πρωτοβουλίες τοπικού ή πρόσκαιρου χαρακτήρα, δίνουν γέννηση σε μορφές σταθερής τάξης πάνω στο υπόβαθρο της αναγκαιότητας που ορίζουν οι οικονομικοί νόμοι του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Έτσι, το ίδιο το μονοπάτι που οδηγεί στην έξοδο από τη κρίση του καπιταλισμού δεν είναι ευθύγραμμο. Δεν υπήρξε ποτέ ένα συνολικό, μακροπρόθεσμο, συνειδητό σχέδιο των αστικών τάξεων και της εξουσίας τους το οποίο να αφορά στην φύση, το περιεχόμενο, την σημασία των αλλαγών που θα έπρεπε να επιτευχθούν για να βγει ο καπιταλισμός από την κρίση του: το Κεφάλαιο είναι μια τυφλή δύναμη που δρα με βάση τα ένστικτά του --δηλαδή τους οικονομικούς νόμους που διέπουν τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής. Έτσι, η ίδια η νέα μορφή καπιταλισμού που σχηματίζεται τώρα, εξαρτάται από τον δρόμο που οδηγεί στην έξοδο από την κρίση. Έχουμε καλούς λόγους να πιστεύουμε ότι στην σημερινή συγκυρία, η επιτάχυνση της ζήτησης θα μπορούσε να αναλάβει τον ρόλο του καταλύτη σε αυτή τη διαδικασία, στον σχηματισμό αυτού του δρόμου, τόσο χάρη στα άμεσα αποτελέσματά της, όσο και στα έμμεσα: επιτάχυνση της οικονομικής μεγέθυνσης, μαζική μεταφορά των νέων τεχνολογιών στην παραγωγή, μερική άρση της μη αντιστοιχίας μεταξύ σύνθεσης της ζήτησης και της προσφοράς, μείωση της ανεργίας, συνακόλουθη νέα αύξηση της ενεργού ζήτησης... Από αυτά απορρέει η ενεργοποίηση μιας σειράς χρηστών κύκλων που μπορούν να ωθήσουν προς το τέλος της την διαδικασία σχηματισμού μιας νέας μορφής καπιταλισμού.

Για να γίνει αυτό δεν χρειάζεται οι καπιταλιστές να μοιράσουν ένα μέρος των κερδών τους στους εργαζόμενους. Ο Jean Paul Fitoussi ως προεξέχων νέος κεϋνσιανός (new keynesian) και πολιτικώς σκεπτόμενος οικονομολόγος έγραψε τον Ιούνιο, δύο άρθρα στην LeMonde[22] με τα οποία συνηγορεί υπέρ μιας πολιτικής τόνωσης της οικονομικής δραστηριότητας και της απασχόλησης. Διαπιστώνει ότι «ο πληθωρισμός νικήθηκε για πολύ καιρό. Η κερδοφορία των επιχειρήσεων δεν ήταν ποτέ τόσο υψηλή (...) Ποτέ άλλοτε οι επιχειρήσεις δεν είχαν τόσους βαθμούς ελευθερίας για να επενδύσουν». Και ο συσχετισμός δυνάμεων μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας; Οι μισθωτοί, «ευάλωτοι εξαιτίας της ανεργίας» δεν θα μπορούσαν να τρέξουν στον «αγώνα δρόμου τιμών-μισθών» –εννοεί με αυτό ο J.P. Fitoussi, τον αγώνα των εργαζομένων να μειώσουν τον βαθμό εκμετάλλευσης. Συνεπάγεται ότι το μόνο εμπόδιο στις επενδύσεις είναι η μακροοικονομική πολιτική (νομισματική και δημοσιονομική) που είναι «αφύσικα περιοριστική». Έτσι, ο Fitoussi φθάνει στην πρόταση προς τις κυβερνήσεις να μην χάσουν το ιστορικό rendez-vous με την νέα εποχή της ευρωπαϊκής ανάπτυξης. Ο J.P. Fitoussi κατάλαβε ορθά ότι η ιστορική στιγμή καλεί τους νέους κεϋνσιανούς στην διαχείριση της καπιταλιστικής οικονομίας στην Ευρώπη. Ο εν λόγω θεωρητικός του νέου κεϋνσιανισμού συμβουλεύει τον Ζοσπέν και αν παρατηρήσουμε τα όσα συμβαίνουν στην Γαλλία κατά το τελευταίο έτος θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι οι συμβουλές του έχουν σοβαρή απήχηση.

Αυτή η νέα κεϋνσιανή διαχείριση της ζήτησης ασκείται ήδη, όχι μόνον στην Γαλλία, αλλά και στην Ελλάδα --αν και με σιωπηλό τρόπο[23] , και την ύπαρξή της ήθελε να επισημάνει το άρθρο του Οκτωβρίου –επισύροντας έτσι τις κατηγορίες όσων δεν παρακολουθούν τα γεγονότα, διότι παραμένουν απορροφημένοι στην ανάλυση των «γενικών χαρακτηριστικών» του καπιταλισμού.

3. Η μορφή του καπιταλισμού που έρχεται O καπιταλισμός που είναι για εμάς "ζωντανή ιστορία", ζώσα μνήμη και βίωμα, και για τον οποίο έχουμε προφορικές μαρτυρίες, δεν είναι ο καπιταλισμός γενικά και αφηρημένα, αλλά η συγκεκριμένη μορφή που είχε από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και μετά: μια μορφή που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «καπιταλισμό της σχετικής υπεραξίας». Είναι χρήσιμο και βολικό να προσδιορίσουμε το σχήμα των πραγμάτων που έρχονται σε σχέση με τα χαρακτηριστικά του καπιταλισμού που γνωρίσαμε αυτοπροσώπως, δηλαδή του καπιταλισμού της σχετικής υπεραξίας.

3.1 Ο καπιταλισμός της σχετικής υπεραξίας (άνοδος 1948-1973 και κρίση 1974-1999;)

Η παραγωγή απόλυτης υπεραξίας αποτελούσε την κυριότερη μορφή εκμετάλλευσης κατά το πρώτο ήμισυ του 19ου αιώνα, ενώ αντιθέτως, στην περίοδο 1945-1980 επικράτησε η σχετική υπεραξία. Στην ενδιάμεση περίοδο 1850-1945, η εκμετάλλευση της εργασιακής δύναμης βασιζόταν στον "ισότιμο", ούτως ειπείν, συνδυασμό απόλυτης και σχετικής υπεραξίας[24].

Η μετάβαση στον καπιταλισμό της σχετικής υπεραξίας πραγματοποιήθηκε στο πρώτο ήμισυ του 20ου αιώνα. Έτσι, το σύστημα της σχετικής υπεραξίας είχε ολοκληρωθεί στο τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου και αφού διήλθε από την "ένδοξη τριακονταετία" άνθησης (les trente glorieuses, κατά την γαλλική έκφραση) 1948-1973[25], περιέπεσε σε κατάσταση κρίσης υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου της οποίας τα τελευταία επεισόδια ζούμε ακόμη σήμερα. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά του καπιταλισμού της σχετικής υπεραξίας;

Κατά τον Karl Marx, η αξία ενός εμπορεύματος καθορίζεται από την αφηρημένη εργασία την οποία περιέχει, το δε μέτρο της αξίας είναι ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος για την παραγωγή του εμπορεύματος. Ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος είναι αυτός που απαιτείται για την παραγωγή ενός εμπορεύματος όταν ισχύουν οι μέσες τεχνικές συνθήκες παραγωγής και οι μέσες ικανότητες των εργαζομένων.

Απλοποιώντας τα πράγματα στο έπακρο, η έννοια της υπεραξίας που κατασκευάζει ο Karl Marx μπορεί να περιγραφεί ως εξής:

Έστω Τ ο συμβατικός ετήσιος χρόνος εργασίας του συνόλου των εργαζομένων, Υ ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος για την παραγωγή του προϊόντος (ο οποίος καθορίζει το ύψος της αξίας των παραγομένων εμπορευμάτων) και L ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος για την αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης (ο οποίος καθορίζει το ύψος της αξίας της εργασιακής δύναμης). Η διαφορά μεταξύ του συμβατικού και του κοινωνικά αναγκαίου χρόνου ισούται με τους "νεκρούς" χρόνους της παραγωγής, ενώ η διαφορά μεταξύ του κοινωνικά αναγκαίου χρόνου και του χρόνου που χρειάζεται για να αναπαραχθεί η εργασιακή δύναμη (δηλαδή μεταξύ της αξίας του προϊόντος και της αξίας της εργασιακής δύναμης) ισούται με την υπεραξία.

Το κεφάλαιο προσπαθεί να μεγιστοποιήσει την υπεραξία (της οποίας η χρηματική μορφή είναι το κέρδος) με τρεις τρόπους:

· με την επέκταση του συμβατικού χρόνου εργασίας (εργάσιμη ημέρα) διατηρώντας σταθερούς τους νεκρούς χρόνους[26] (αυτό ισοδυναμεί με μετατόπιση του σημείου Δ προς τα δεξιά), · με την εντατικοποίηση της εργασίας που έχει ως αποτέλεσμα την μείωση των νεκρών χρόνων (έτσι ώστε να συμπυκνώνεται περισσότερη εργασία μέσα στην ίδια χρονική διάρκεια: αυτό ισοδυναμεί με μετατόπιση του σημείου Γ προς τα δεξιά), · με την μείωση της αξίας της εργασιακής δύναμης (μετατόπιση του σημείου Β προς τα αριστερά).

Στις δύο πρώτες περιπτώσεις αναφερόμαστε στην εξαγωγή απόλυτης υπεραξίας, ενώ στην τρίτη περίπτωση στην εξαγωγή σχετικής υπεραξίας.

Ο λόγος της υπεραξίας προς την αξία της εργασιακής δύναμης (Υ?L)/L ονομάζεται ποσοστό υπεραξίαςή βαθμός εκμετάλλευσηςτης εργασιακής δύναμης. Το κέρδος είναι η χρηματική έκφραση της υπεραξίας. Όμως, επειδή οι καπιταλιστές (όπως εξάλλου και οι εργαζόμενοι) ζουν μέσα στην πλάνη ότι τα κέρδη δεν προέρχονται από την εργασία, αλλά από το συνολικό κεφάλαιο C που χρησιμοποιούν για να παραχθεί το προϊόν, το κριτήριό τους για την κερδοφορία δεν είναι το ποσοστό υπεραξίας, αλλά το ποσοστό κέρδους το οποίο σε μια απλοποιημένη μορφή του ισούται προς:

R = (Y-L)/(K+L), όπου R το ποσοστό κέρδους, Y-L η υπεραξία, Κ η αξία του σταθερού κεφαλαίου, L η αξία της εργασιακής δύναμης και C=K+L.

Η διάρκεια της εργάσιμης ημέρας, όπως και η εντατικότητα της εργασίας δεν υπόκεινται στον καθορισμό κάποιου οικονομικού νόμου: οι μεταβολές τους είναι άμεσο είτε έμμεσο αποτέλεσμα της ταξικής πάλης. Έτσι, η συντριπτική υπεροχή της αστικής τάξης έναντι της εργατικής τάξης έχει ως αποτέλεσμα την εντατικοποίηση της εργασίας και την επέκταση του εργάσιμου χρόνου. Επιπλέον, όταν η συνδικαλιστική και πολιτική οργάνωση των εργαζομένων τάξεων υποχωρεί, η μάζα των χρηματικών μισθών πέφτει συχνά κάτω από την χρηματική αξία των μέσων συντήρησης και αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης.

Αντιθέτως, η άνοδος της ισχύος των εργατικών τάξεων, μακροχρόνια, έχει ως αποτέλεσμα την μείωση του χρόνου εργασίας, επομένως και την προϊούσα αποδυνάμωση της παραγωγής απόλυτης υπεραξίας (στον βαθμό που αυτή εξαρτάται από το μήκος του συμβατικού εργάσιμου χρόνου). Μέσα σε τέτοιες συνθήκες, μετατροπής του συσχετισμού δυνάμεων σε βάρος του κεφαλαίου, οι μισθοί γίνονται πιο ανελαστικοί, η αγοραστική τους δύναμη αυξάνεται, ενώ ο εργάσιμος χρόνος και τα κέρδη μειώνονται. Ένας τρόπος να αποκατασταθούν τα κέρδη θα ήταν να μειωθεί ο πραγματικός μισθός κάτω από τον αναγκαίο πραγματικό μισθό (αυτόν που είναι αναγκαίος για την συντήρηση και την αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης). Τα κέρδη θα αυξανόταν τότε χάρη στον σφετερισμό εκ μέρους του κεφαλαίου ενός τμήματος του αναγκαίου χρόνου εργασίας, δηλαδή της αξίας της εργασιακής δύναμης. Αλλά και αυτός ο τρόπος αύξησης του βαθμού εκμετάλλευσης περιορίζεται από την ισχύ των εργαζόμενων τάξεων: στις περιόδους εκείνες κατά τις οποίες οι συνδικαλιστικές και πολιτικές οργανώσεις των εργαζομένων είναι σε θέση να μειώσουν τον εργάσιμο χρόνο, είναι σε θέση να επιτύχουν και σχετικά υψηλούς πραγματικούς μισθούς.

Εάν, όμως, η εργάσιμη ημέρα δεν μπορεί να παραταθεί, η εργασία να εντατικοποιηθεί ή ο μισθός να μειωθεί κάτω από τον αναγκαίο μισθό, απομένει ένας μόνον τρόπος για να αυξηθεί η υπεραξία: πρέπει να μειωθεί η αξία της εργασιακής δύναμης. Πρέπει, δηλαδή, να αναπτυχθεί η "μέθοδος" της σχετικής υπεραξίας.

Η συντόμευση του αναγκαίου χρόνου εργασίας για την συντήρηση και την αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης, δηλαδή η μείωση της αξίας της, μπορεί να επιτευχθεί με περισσότερους τρόπους. Σε κάθε κοινωνικό σχηματισμό, ανάλογα με τις συγκεκριμένες συνθήκες που τον χαρακτηρίζουν, μπορούμε να διακρίνουμε έναν μεγάλο αριθμό εξωτερικών καθορισμών που επιδρούν στο μέγεθος του αναγκαίου χρόνου εργασίας, άρα και της αξίας της εργασιακής δύναμης[27] . Αλλά αυτοί οι καθορισμοί μπορούν να υπάρχουν ή να μην υπάρχουν, ανάλογα με την χώρα και την ιστορική στιγμή. Αντίθετα, η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας είναι ένας παράγοντας διαρκώς παρών, ανεξάρτητα από τον κοινωνικό σχηματισμό.

Ο όρος "παραγωγικότητα της εργασίας", με την τρέχουσα, στατιστική, έννοια του αντιστοιχεί στον λόγο του καθαρού προϊόντος ανά ώρα εργασίας. Στην εκδοχή του αυτή, ο όρος συγχέει την εντατικότητα με την παραγωγικότητα της εργασίας, επειδή μετράει το συνδυασμένο αποτέλεσμά τους: η αύξησή του, δηλαδή, μπορεί να προέρχεται είτε από την εντατικοποίηση, είτε από την αύξηση της παραγωγικής δύναμης της εργασίας.

Με την μαρξική έννοια του όρου "παραγωγικότητα της εργασίας" εννοούμε κάτι διαφορετικό: μιαν αλλαγή στην διαδικασία της εργασίας "...που συντομεύει τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο εργασίας για την παραγωγή ενός εμπορεύματος έτσι που μια μικρότερη ποσότητα εργασίας αποκτά την δύναμη να παράγει μια μεγαλύτερη ποσότητα αξίας χρήσης"[28]. Σε όσα ακολουθούν στον παρόν κεφάλαιο, θα αποκαλούμε "απόδοση της εργασίας" τον λόγο του καθαρού προϊόντος ανά ώρα εργασίας και θα διατηρήσουμε τον όρο της "παραγωγικότητας της εργασίας" για την αυστηρή έννοια του όρου.

Οι πρωταρχικοί όροι για την ανάπτυξη του καπιταλισμού της σχετικής υπεραξίας είναι οι εξής:

1. τα μέσα συντήρησης και αναπαραγωγής των εργαζόμενων τάξεων πρέπει να είναι εμπορεύματα που παράγονται από καπιταλιστικούς κλάδους παραγωγής,

2. η παραγωγικότητα της εργασίας στους κλάδους αυτούς και στους κλάδους που τους προμηθεύουν με μέσα παραγωγής πρέπει να αυξάνεται με ρυθμούς που υπερβαίνουν τους αντίστοιχους ρυθμούς αύξησης των πραγματικών μισθών (έτσι ώστε να απαξιώνεται η εργασιακή δύναμη).

Αλλά αν πληρούται ο πρώτος όρος, δηλαδή τα μέσα συντήρησης και αναπαραγωγής είναι εμπορεύματα των καπιταλιστικών κλάδων παραγωγής, πρέπει επιπλέον οι εργαζόμενοι να είναι σε θέση να αγοράσουν τα εν λόγω εμπορεύματα, να διαθέτουν δηλαδή το αντίστοιχο εισόδημα. Στην περίοδο της σχετικής υπεραξίας, με την μορφή που την γνωρίσαμε στον μεταπολεμικό κόσμο, το εργατικό εισόδημα αυξανόταν χάρη στην αύξηση της συνδικαλιστικής και πολιτικής ισχύος των εργατικών τάξεων και στην συνακόλουθη αύξηση των μισθών[29] (καθώς και στην αύξουσα ανελαστικότητά τους).

Σε ότι αφορά τον δεύτερο όρο, η αλματώδης αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας απαιτεί "μιαν αλλαγή στα μέσα εργασίαςή στην μέθοδο εργασίαςή και στα δύο μαζί. Γι' αυτό πρέπει να πραγματοποιηθεί μια επανάσταση (...) στον τρόπο παραγωγής, επομένως στο ίδιο το προτσές εργασίας"[30] . Για την αλλαγή στα μέσα εργασίαςείναι αναγκαία η ανάπτυξη με ταχείς ρυθμούς ενός τομέα μέσων παραγωγής (τομέας Ι) που έχει αυξημένη ικανότητα να διαχέει στο παραγωγικό σύστημα μηχανικά συστήματα των οποίων η χρήση εξασφαλίζει συνεχείς και μεγάλες αυξήσεις της παραγωγικότητας της εργασίας. Ο εν λόγω τομέας οφείλει, προκειμένου να αναλάβει αυτόν τον ρόλο, να δρα ως διαμεσολαβητής μεταξύ της διαδικασίας παραγωγής επιστημονικών γνώσεων και της άμεσης διαδικασίας παραγωγής εμπορευμάτων. Η παραγωγή επιστημονικών γνώσεων έχει καταστεί, ήδη από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, διαδικασία σχετικά αυτόνομη ως προς την άμεση διαδικασία παραγωγής και πραγματοποιείται κυρίως από το πανεπιστήμιο και τα ερευνητικά εργαστήρια: αυτός ο τρόπος παραγωγής επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων είναι ο ειδικά καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής γνώσεων[31].

Για την αλλαγή στην μέθοδο εργασίαςείναι αναγκαία η ουσιαστική υποταγή της εργασίας στο κεφάλαιο[32], δηλαδή ένας κοινωνικός συνδυασμός ατομικών εργασιών σε μια εργασιακή διαδικασία που έχει γίνει ειδικά καπιταλιστική, όπου οι γνώσεις και οι δεξιότητες του εργαζόμενου μεταβιβάζονται στο κεφάλαιο μέσα από την διαίρεση της εργασίας σε διανοητική και χειρωνακτική, σε εργασία διεύθυνσης και εκτέλεσης. Πρόκειται για υποταγή που βασίζεται στην μετατροπή της επιστήμης σε σχετικά αυτόνομη παραγωγική δύναμη της οποίας η "ενσάρκωση" είναι το σύστημα των μηχανών και η συγκρότηση ενός συλλογικού εργάτη που συσσωρεύει καινούργιες πρακτικές γνώσεις, καινούργια πείρα, γνώσεις και δεξιότητες (οι οποίες εν καιρώ μεταβιβάζονται στο κεφάλαιο)[33]. Κατά την μετάβαση από ένα σύστημα μηχανών σε ένα άλλο, το οποίο φέρει μαζί του τεχνολογικές καινοτομίες, τα νέα μέσα παραγωγής ενσωματώνουν τον τύπο του καταμερισμού εργασίας που διαμορφώνεται από τον ταξικό συσχετισμό δυνάμεων (κατά την προηγούμενη περίοδο) με την μορφή των τεχνικών προδιαγραφών.

Αυτές οι αλλαγές στα μέσα παραγωγής και στην οργάνωση της εργασίας συνιστούν μιαν επανάσταση στον τρόπο παραγωγής. Αυτή, με την σειρά της απαιτεί μια σειρά πρόσθετων διευθετήσεων έξω από την άμεση διαδικασία παραγωγής. Ο καπιταλισμός της σχετικής υπεραξίας, στην μορφή που τον γνωρίσαμε, καταργεί οριστικά και πλήρως το μονοπώλιο της τεχνικής γνώσης από τους εργαζόμενους και μειώνει την σημασία της μετάδοσής της μέσω της μαθητείας, καθιστά αναγκαία την εκπαίδευση των εργαζόμενων τάξεων έξω από την διαδικασία παραγωγής και υπαγορεύει στο εκπαιδευτικό σύστημα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Η συγκρότηση του εκπαιδευτικού συστήματος σε τρεις βαθμίδες σχετίζεται άμεσα με τον ειδικά καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής[34]. Ο σχολικός μηχανισμός είναι συστατικό στοιχείο του συστήματος της σχετικής υπεραξίας επειδή από την αποτελεσματικότητά του (του σχολικού μηχανισμού) εξαρτάται η δυνατότητα συγκρότησης ενός συλλογικού εργάτη ικανού να θέτει σε λειτουργία το μεταβαλλόμενο σύστημα των μηχανών έτσι ώστε να αυξάνεταιη παραγωγικότητα της εργασίας.

3.2 Ο μετασχηματισμός του καπιταλισμού της σχετικής υπεραξίας

Oι αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν στην διάρκεια της κρίσης του καπιταλισμού της σχετικής υπεραξίας 1974-(1998;) στοιχειοθετούν την φυσιογνωμία ενός νέου "μακρού κύματος καπιταλιστικής ανάπτυξης". Πρόκειται, άραγε, για το τέλος του καπιταλισμού της σχετικής υπεραξίας, για μια ανακαινισμένη μορφή του ή για τον μετασχηματισμό του; Το ερώτημα αυτό μας αναγκάζει να ξαναγυρίσουμε στο περιεχόμενο της έννοιας της σχετικής υπεραξίας.

Ως εξαγωγή σχετικής υπεραξίας, αναφέρεται συνήθως η δια της αυξήσεως της παραγωγικότητας της εργασίας μείωση της αξίας της εργασιακής δύναμης και η συνακόλουθη αύξηση της υπεραξίας. Για να πούμε το ίδιο πράγμα απλούστερα, η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας καθιστά φθηνότερα τα μέσα συντήρησης και αναπαραγωγής των εργαζόμενων τάξεων, καθιστά μικρότερο το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος και αυξάνει έτσι τα κέρδη.

Ωστόσο, υπάρχει και ένας δεύτερος "παραγνωρισμένος" τρόπος παραγωγής σχετικής υπεραξίας. Για την κατανόησή του είναι αναγκαία η αναφορά στον τρόπο με τον οποίο σχηματίζεται η αξία της εργασιακής δύναμης.

H αξία της εργασιακής δύναμης είναι ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος για την παραγωγή των μέσων συντήρησης και αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης. Ο ονομαστικός αναγκαίοςμισθός σχετίζεται, καταρχήν, με την αξία της εργασιακής δύναμης ακριβώς όπως εν γένει σχετίζονται οι τιμές με τις αξίες: είναι «το νομισματικό όνομα της εργασίας που περιέχεται στο εμπόρευμα», είναι η αξία εκπεφρασμένη σε χρήμα. Ο ονομαστικός αναγκαίος μισθός είναι, λοιπόν, η αξία της εργασιακής δύναμης εκπεφρασμένη σε χρηματικούς όρους.

Πιο συγκεκριμένα, εάν θεωρήσουμε ως πραγματικό αναγκαίομισθό το «καλάθι» των εμπορευμάτων που είναι αναγκαίο για την συντήρηση και αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης, η αξία της εργασιακής δύναμης είναι το άθροισμα των ποσοτήτων κατά τις οποίες εισέρχεται κάθε εμπόρευμα στο «καλάθι» πολλαπλασιασμένες με τους αντίστοιχους κοινωνικά αναγκαίους χρόνους παραγωγής ενός εκάστου εμπορεύματος. Αντίστοιχα, ο ονομαστικός αναγκαίοςμισθός είναι το άθροισμα των ποσοτήτων κατά τις οποίες εισέρχεται κάθε εμπόρευμα στο «καλάθι» πολλαπλασιασμένες με τις αντίστοιχες τιμές παραγωγής ενός εκάστου εμπορεύματος[35].

Ο ονομαστικός αναγκαίοςμισθός (ο οποίος στο εξής θα αναφέρεται απλώς ως αναγκαίος μισθός) αναφέρεται στην αποκαλούμενη ως φυσικήή αναγκαίατιμή της κλασικής πολιτικής οικονομίας: Η τιμή, στον βαθμό που είναι η χρηματική έκφραση της αξίας, ονομάσθηκε από τον Adam Smith, φυσική τιμή, και από τους γάλλους φυσιοκράτες, αναγκαία τιμή. Ο Marx ονομάζει τον αναγκαίο μισθό και «μέσο μισθό που αντιστοιχεί στην αξία της εργασίας», ή ακόμη, «κανονικό μισθό»[36].

Σε αντιδιαστολή με τον αναγκαίο μισθό, ο ονομαστικός μισθός (ο οποίος στο εξής θα αναφέρεται απλώς ως μισθός) είναι ένας μισθός αγοράς, για τον οποίο ισχύει ό,τι ισχύει για τις τιμές αγοράς γενικώς: μπορούν να αποκλίνουν των τιμών παραγωγής, είτε επειδή υπάρχει ανισορροπία προσφοράς και ζήτησης, είτε επειδή ο πολιτικός, συνδικαλιστικός ή ιδεολογικός συσχετισμός δυνάμεων κεφαλαίου-εργασίας έχει μετατραπεί σε βάρος της τελευταίας. Ο ονομαστικός μισθός αγοράς, ή απλώς μισθός είναι «η πληρωμή της εργασίας στην αξία της ή σε τιμές που αποκλίνουν από την αξία της»[37].

Μεταξύ μισθού και αναγκαίου μισθού υπάρχει η δυνατότητα απόκλισης ακριβώς όπως υπάρχει και για τις τιμές αγοράς ως προς τις τιμές παραγωγής εν γένει: «η δυνατότητα μιας ποσοτικής απόκλισης μεταξύ της τιμής και του ύψους της αξίας, δηλαδή μεταξύ του τελευταίου και της χρηματικής του έκφρασης»[38]. Στο λεξιλόγιο του Karl Marx, συχνά ο αναγκαίος μισθός αναφέρεται καταχρηστικά ως «αξία της εργασιακής δύναμης». Καταχρηστικά, διότι οι αξίες και οι τιμές δεν αποτελούν σύμμετρα (δυνάμενα να συγκριθούν) μεγέθη. Η ορθή σύγκριση είναι μεταξύ "αναγκαίου ονομαστικού μισθού" και τρέχοντος ονομαστικού μισθού αγοράς. Βεβαίως, σε ορισμένες διατυπώσεις του, ο Karl Marx, είναι απολύτως ακριβής: «Η τιμή της εργασιακής δύναμης, όπως και κάθε άλλου εμπορεύματος, μπορεί να αποκλίνει προς τα άνω ή προς τα κάτω ως προς την αξία της, με άλλα λόγια, να αποκλίνει κατά την μία ή την άλλη έννοια ως προς την τιμή που αποτελεί την νομισματική έκφραση της αξίας»[39]. «Οι τρέχουσες τιμές βρίσκονται υψηλότερα ή χαμηλότερα από την τιμή που αντιστοιχεί στην αξία τους...»[40].

Πρόκειται, δηλαδή, για την απόκλιση του μισθού (του ονομαστικού μισθού αγοράς) από τον αναγκαίο μισθό (από τον ονομαστικό μισθό που αποτελεί την χρηματική έκφραση της τιμής παραγωγής του καλαθιού εμπορευμάτων που είναι αναγκαία για την συντήρηση και αναπαραγωγή του εργατικού νοικοκυριού).

Η απόκλιση του μισθού από τον αναγκαίο μισθό, στην περίπτωση του David Ricardo μπορεί να προέλθει από μεταβολές είτε στην πορεία της συσσώρευσης κεφαλαίου, είτε στις μεταβολές του πληθυσμού (οι οποίες διατηρούν με την εν λόγω απόκλιση αμφίδρομη σχέση αιτιότητας). Σε κάθε περίπτωση, οι μεταβολές αυτές καταλήγουν σε ανισορροπία της προσφοράς και της ζήτησης που δημιουργεί την απόκλιση του μισθού από τον αναγκαίο μισθό. Ο Marx δέχεται καταρχήν την επίδραση της σχέσης προσφοράς και ζήτησης για την εν λόγω απόκλιση (για να την μετατρέψει αργότερα ριζικά όταν δείχνει ότι το κεφάλαιο επιδρά και στις δύο πλευρές, δηλαδή και στην ζήτηση και στην προσφορά εργασίας)[41].

Ο Marx αρνείται, ωστόσο, την γενική τοποθέτηση, ότι ο μισθός μακροπρόθεσμα θα εξισωθεί αναγκαστικάμε τον αναγκαίο μισθό –τον μισθό που αντιστοιχεί στην αξία της εργασιακής δύναμης. Δεν αναφέρεται σε μια εξίσωση του μισθού με τον αναγκαίο μισθό, αλλά σε μια τάση εξίσωσης:

«Εντούτοις, αυτός ο νόμος, σύμφωνα με τον οποίο η τιμή της εργασιακής δύναμης ανάγεται πάντοτε στην αξία της, μπορεί να συναντήσει εμπόδια που δεν του επιτρέπουν να πραγματοποιηθεί παρά μόνον εντός ορισμένων ορίων (...) Ο βαθμός της μείωσης [...του μισθού] εξαρτάται από το σχετικό βάρος που η πίεση του κεφαλαίου αφενός, η αντίσταση του εργάτη αφετέρου, βάζουν πάνω στην ζυγαριά» [του συσχετισμού δυνάμεων][42].

«Το ζήτημα ανάγεται στον συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ των μαχόμενων πλευρών»[43].

Σε αντίθεση με την αντίληψη των Smith και DavidRicardo ?για τους οποίους η «φυσική τιμή της εργασίας» αποτελεί «σημείο βαρυτικής έλξης», κατά την αντίληψη του Marx, παρά το γεγονός ότι ο αναγκαίος μισθός όντως αποτελεί έναν «ελκυστή» για τον μισθό, η μακροχρόνια απόκλιση του μισθού από τον αναγκαίο μισθό καθίσταται δυνατή διότι παρεμβαίνει η ένταση με την οποία «η πίεση του κεφαλαίου και η αντίσταση του εργάτη» μετατρέπουν τον συσχετισμό δυνάμεων.

Έτσι, στην μαρξιστική θεωρητική παράδοση, η απόκλιση του μισθού από τον αναγκαίο μισθό εξαρτάται από τον ταξικό συσχετισμό δυνάμεων,

· πρώτον, στην αγορά εργασίας (de Brunhoff, Magaline, Meillassoux), · δεύτερον, μέσα στην εργασιακή διαδικασία: καταστροφή της αξίας χρήσης της εργασιακής δύναμης χάρη στον μετασχηματισμό της εργασιακής διαδικασίας, εκμηχάνιση και συνακόλουθη εισαγωγή της εργασίας των γυναικών και των παιδιών (Braverman, Coriat, Linhart),

· τρίτον, στους ιδεολογικούς Μηχανισμούς του Κράτους (Althusser). Η κρατική εξουσία αποτελεί βασικό πεδίο ταξικού ανταγωνισμού στο οποίο συμπυκνώνονται όλες οι μορφές του ταξικού συσχετισμού δυνάμεων. Ο τελευταίος καθορίζει την "οικονομική πολιτική"(de Brunhoff) της οποίας η επίπτωση στους μισθούς είναι σημαντική.

Στην περίπτωση του David Ricardo, η απόκλιση του μισθού από τον αναγκαίο μισθό περιγράφεται ως ένα σύστημα δυναμικής ισορροπίας, ενώ στην περίπτωση του Marx πρόκειται για το ίδιο σύστημα, στο οποίο όμως έχει ενσωματωθεί η δυνατότητα εκτροπής προς μια νέα ισορροπία.

O Karl Marx δέχεται πως όταν ισορροπούν αμοιβαία η προσφορά και η ζήτηση, τότε, η τιμή αγοράς συμπίπτει με την βασική τιμή γύρω από την οποία η τιμή αγοράς πραγματοποιεί κινήσεις ταλάντωσης[44] . Αναφέρει ότι κατά τον Smith «η φυσική τιμή είναι η κεντρική τιμή από την οποία οι τιμές ασταμάτητα έλκονται (...) η τιμή αυτή είναι το κέντρο βαρύτητας των τιμών αγοράς...»[45]. Η αντίληψη του DavidRicardo, επίσης, ταυτίζεται με αυτό το σχήμα δυναμικής ισορροπίας, στο οποίο, το τελικό σημείο ηρεμίας (ο αναγκαίος μισθός) παραμένει το ίδιο ανεξάρτητα από ποια θέση εκκίνησε η τιμή αγοράς. Υπάρχει δηλαδή ένας σημείο βαρυτικής έλξης που συμπαρασύρει ασταμάτητα τον μισθό προς το σημείο ισορροπίας, δηλαδή τον αναγκαίο μισθό.

Στη περιγραφή του Karl Marx, όμως, όταν ο μισθός εμποδίζεται επί μακρόν να φθάσει στο σημείο ισορροπίας, δηλαδή στον αναγκαίο μισθό, τότε, ενδέχεται να προκύψει ένα «σημείο κρίσης» ή ένα «σημείο διακλάδωσης» στο οποίο ο μισθός θα αποκτήσει κατεύθυνση προς ένα άλλο σημείο ισορροπίας. Πιο συγκεκριμένα, θα αλλάξει το «αναγκαίο καλάθι» εμπορευμάτων, ο πραγματικός αναγκαίος μισθός και μαζί με αυτόν η αξία της εργασιακής δύναμης και ο ονομαστικός αναγκαίος μισθός που αποτελούν το σημείο ισορροπίας. Η δυνατότητα αυτή εγγράφεται στο μαρξικό σχήμα χάρη στην εισαγωγή της έννοιας του «ιστορικού στοιχείου των αναγκών» και της σχέσης που αυτό διατηρεί με τον ταξικό συσχετισμό δυνάμεων.

Με άλλα λόγια, εκτός από την απόκλιση του μισθού από τον αναγκαίο μισθό, ο ταξικός συσχετισμός δυνάμεων επιδρά και στον ίδιο τον καθορισμό της αξίας της εργασιακής δύναμης.

Ο ταξικός συσχετισμός δυνάμεων επιδρά καταρχήν στην απόκλιση του μισθού από τον αναγκαίο μισθό. Εάν αυτή η απόκλιση διατηρηθεί πέραν ενός κρίσιμου ορίου, μεταβάλλεται το «ιστορικό στοιχείο των αναγκών», επομένως και η αξία της εργασιακής δύναμης, επομένως η χρηματική της έκφραση, δηλαδή ο αναγκαίος μισθός.

H αξία της εργασιακής δύναμης διακρίνεται από τις αξίες όλων των άλλων εμπορευμάτων κατά το ότι περιέχει ένα «ιστορικό και κοινωνικό στοιχείο», το οποίο είναι επίδικο αντικείμενο της βασικής ταξικής αντίθεσης, και ως εκ τούτου καθορίζεται από τον συσχετισμό δυνάμεων των αντιτιθέμενων μερών. Ακόμη και οι βιολογικές ανάγκες, διευκρινίζει ο Marx, περιέχουν έναν ιστορικό προσδιορισμό.

«Αυτό το ιστορικό ή κοινωνικό στοιχείο (...) μπορεί να αυξάνεται ή να συρρικνώνεται, ή ακόμη και να εξαφανιστεί ολότελα (...) Η αξία της εργασίας καθεαυτή δεν είναι ένα καθορισμένο, σταθερό μέγεθος, αλλά μεταβάλλεται ακόμη και αν υποθέσουμε ότι οι αξίες όλων των άλλων εμπορευμάτων παρέμειναν σταθερές»[46].

Όπως διευκρινίζει ο Marx στο παραπάνω απόσπασμα, η αξία της εργασιακής δύναμης είναι μεταβλητό μέγεθος, ακόμη και αν οι αξίες των άλλων εμπορευμάτων παραμείνουν σταθερές, διότι μπορεί να μεταβληθούν τα εμπορεύματα ή οι ποσότητες ή οι αναλογίες κατά τις οποίες συμμετέχουν τα εν λόγω εμπορεύματα στο «αναγκαίο καλάθι»[47].

Έτσι, η εξαγωγή υπεραξίας μεγιστοποιείται όταν ελαχιστοποιείται η αξία της εργασιακής δύναμης (με δεδομένη την διάρκεια της εργάσιμης ημέρας), δηλαδή όταν εκμηδενίζεται το ιστορικό στοιχείο των αναγκών. Πέραν της αξίας, αντίστοιχη μείωση υφίσταται και ο αναγκαίος μισθός[48].

«Με δεδομένα τα όρια της εργάσιμης ημέρας, το μέγιστο κέρδος αντιστοιχεί στο βιολογικό όριο, το πιο χαμηλό όριο, και με δεδομένους τους μισθούς, το μέγιστο κέρδος αντιστοιχεί στην παράταση της εργάσιμης ημέρας που εξακολουθεί να είναι συμβατή με τις βιολογικές δυνάμεις του εργάτη (...). ..ανάμεσα σε αυτά τα δύο όρια (...) υπάρχει χώρος για μια τεράστια κλίμακα δυνατών μεταβολών. Το μέγεθός τους δεν εξαρτάται παρά από τον αδιάλειπτο αγώνα μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας»[49].

Το μέγιστο ποσοστό εκμετάλλευσης αντιστοιχεί στο ελάχιστο φυσιολογικό όριο αναπαραγωγής της συνολικής εργασιακής δύναμης και στο μεγαλύτερο δυνατό αριθμό ωρών απασχόλησης ή στον μεγαλύτερο αριθμό απασχολουμένων εάν θεωρήσουμε την διάρκεια του ατομικού χρόνου εργασίας ως σταθερή. Ο συσχετισμός δυνάμεων αφορά, επομένως, σε δύο επίδικα αντικείμενα: πρώτον, στον πραγματικό μισθό (και μέσω αυτού στην αξία της εργασιακής δύναμης), και δεύτερον, στην διάρκεια της εργάσιμης ημέρας, δηλαδή στην διάρκεια κατά την οποία ο καπιταλιστής καταναλώνει παραγωγικά την εργασιακή δύναμη, αλλά και στο μέγεθος των «νεκρών χρόνων της παραγωγής» (εντατικότητα της εργασίας).

Πέρα από τα παραπάνω, τα οποία ο Karl Marx συμπυκνώνει στην διατύπωση ότι "το ζήτημα ανάγεται στον συσχετισμό δυνάμεων", σε ορισμένα σημεία του έργου του αναφέρει ένα είδος «γενικού ιστορικού νόμου», τον οποίο δεν θεμελιώνει ειδικά ως νόμο του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής:

«Στις απαρχές του πολιτισμού, η παραγωγικότητα της εργασίας ήταν μικρή, όπως εξάλλου και οι ανάγκες, οι οποίες αναπτύσσονται παράλληλα με τα μέσα να ικανοποιηθούν και εξαιτίας αυτών των μέσων»[50].

Αυτός ο «γενικός ιστορικός νόμος» σημαίνει ότι ο πραγματικός μισθός τείνει να αυξηθεί στον βαθμό που αυξάνεται η παραγωγικότητα της εργασίας. Ο Karl Marx δεν εξετάζει με ποιο τρόπο αυτό μπορεί να συμβαίνει διότι αυτό προφανώς εμπίπτει στην ανάλυση των αναγκών και της αξίας χρήσης --ανήκει δηλαδή σε ένα πεδίο ανάλυσης το οποίο δεν ορίζεται από τον επιστημονικό αντικείμενο της κριτικής της πολιτικής οικονομίας.

Με αυτά τα δεδομένα, η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας έχει ένα διπλό, αντιφατικό αποτέλεσμα επί των πραγματικών μισθών: αφενός μεν αυξάνει την αξία της εργασιακής δύναμης επειδή επιπλέον εμπορεύματα προστίθενται στο «ιστορικό στοιχείο» των αναγκών, αφετέρου δε μειώνει την ίδια αξία αφού μειώνει την αξία ενός εκάστου των εμπορευμάτων που συναπαρτίζουν το «καλάθι» με το αναγκαία μέσα συντήρησης και αναπαραγωγής των εργαζόμενων τάξεων.

Όπως σημειώσαμε παραπάνω, κατά τον Karl Marx, ο αναγκαίος μισθός εξαρτάται από τον τρέχοντα μισθό, την αγοραία τιμή της εργασιακής δύναμης: η διατήρησή της σε ένα ορισμένο σταθερό σημείο για μια παρατεταμένη χρονική περίοδο μετατρέπει το αντίστοιχο "επίπεδο ζωής" σε "αναγκαίο" επίπεδο ζωής. Έχουμε σε αυτήν την περίπτωση, μεταβολή του πραγματικού μισθού, δηλαδή του "καλαθιού των αναγκαίων αγαθών και υπηρεσιών". Εάν ο τρέχων ονομαστικός μισθός διατηρηθεί επί μακρόν σε επίπεδα χαμηλότερα από τον αναγκαίο ονομαστικό μισθό, το ιστορικό στοιχείο των αναγκών θα συρρικνωθεί και ενώ αρχικά θα υπάρξει μια υποτίμησητης εργασιακής δύναμης, αυτή τελικά θα μετατραπεί σε απαξίωση[51] της εργασιακής δύναμης. Με τον όρο της υποτίμησηςεννοούμε την πτώση του τρέχοντος ονομαστικού μισθού κάτω από τον αναγκαίο ονομαστικό μισθό, και με τον όρο της απαξίωσηςτην μείωση της αξίας της εργασιακής δύναμης.

Ο συσχετισμός δυνάμεων μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, με βάση τα παραπάνω, αποτελεί καθοριστικό παράγοντα τόσο της υποτίμησης της εργασιακής δύναμης, όσο και της απαξίωσής της. Εντούτοις, ενώ στην περίπτωση της υποτίμησης ο καθορισμός είναι άμεσος, στην περίπτωση της απαξίωσης είναι έμμεσος. Στην περίπτωση της απαξίωσης της εργασιακής δύναμης, ο συσχετισμός δυνάμεων δεν επιδρά άμεσα στην αξία της εργασιακής δύναμης, αλλά έμμεσα μέσω του καθορισμού του ύψους του πραγματικού μισθού κατά το παρελθόν. Στον καθορισμό του αναγκαίου πραγματικού μισθού συμπυκνώνεται ο συσχετισμός δυνάμεων ενός λιγότερο ή περισσότερο μακρινού παρελθόντος. Έτσι, εάν για κάποιους λόγους που επιδρούν στον συσχετισμό δυνάμεων και δεν εξαρτώνται από τους οικονομικούς νόμους του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, αλλά από συνθήκες ιστορικές, που ανήκουν στην συγκεκριμένη πραγματικότητα του κοινωνικού σχηματισμού (που ενδέχεται να υπάρχουν ή να μην υπάρχουνσε μια χώρα ή σε μια εποχή), συμβεί να μεταβληθεί το ιστορικό στοιχείο των αναγκών, δηλαδή ο αναγκαίος πραγματικός μισθός, αυτό θα επηρεάσει την μελλοντική πορεία του πραγματικού μισθού αγοράς, και το κυριότερο, θα επηρεάσει το "σημείο βαρυτικής έλξης", το σημείο ισορροπίας προς το οποίο τείνει ο πραγματικός μισθός.

Εν κατακλείδι, η αξία της εργασιακής δύναμης μπορεί να αυξάνεται ή να μειώνεται ως αποτέλεσμα της ταξικής πάλης: είτε το κεφάλαιο κατορθώνει να συρρικνώσει το «καλάθι» των εμπορευμάτων (υλικών αγαθών και υπηρεσιών) που είναι αναγκαία για την συντήρηση και αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης (οπότε έχουμε απαξίωση της εργασιακής δύναμης, ακόμη και αν η παραγωγικότητα της εργασίας παραμείνει αμετάβλητη), είτε αντιθέτως οι εργαζόμενοι κατορθώνουν να ενσωματώσουν νέες ανάγκες στο «ιστορικό στοιχείο» των αναγκών, άρα και στο «αναγκαίο καλάθι» (νέες ανάγκες προστίθενται στο σύνολο των υλικών αγαθών και υπηρεσιών που θεωρούνται αναγκαία για μια «κανονική» και αξιοπρεπή διαβίωση στην συγκεκριμένη χώρα και στην συγκεκριμένη εποχή).

Γι' αυτόν τον λόγο, η εξαγωγή σχετικής υπεραξίας δεν πραγματοποιείται μόνον με την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας (που μειώνει την αξία ενός εκάστου των εμπορευμάτων που συνθέτουν το «αναγκαίο» για την συντήρηση και αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης καλάθι), αλλά και με την συρρίκνωση του «ιστορικού στοιχείου των αναγκών».

Έτσι, είναι δυνατή η ύπαρξη ενός καπιταλισμού της σχετικής υπεραξίας τον οποίο θα χαρακτήριζαν οι μικρές αυξήσεις της παραγωγικότητας της εργασίας. Αρκούν γι' αυτό δύο συνθήκες: α) οι πραγματικοί μισθοί να αυξάνονται λιγότερο από ότι η παραγωγικότητα της εργασίας –πράγμα που θα επιτρέψει στον βαθμό εκμετάλλευσης να αυξάνεται και β) το «παράδοξο της παραγωγικότητας» να λυθεί στον τομέα Ι παραγωγής μέσων παραγωγής –πράγμα το οποίο θα επιτρέψει στην οργανική σύνθεση του κεφαλαίου να αυξάνεται με βραδύτητα, ή ακόμη και να μειώνεται. Εάν ισχύσει ένα τέτοιο σενάριο –που θυμίζει έντονα αυτά που ήδη συμβαίνουν στις ΗΠΑ– είναι δυνατό να έχουμε ένα μακρό κύμα καπιταλιστικής άνθισης βασισμένο στην κατ' έκταση συσσώρευση του κεφαλαίου στον τομέα των υπηρεσιών, ωθούμενο από τις αυξήσεις της παραγωγικότητας της εργασίας στον τομέα Ι παραγωγής μέσων παραγωγής, με μια αγορά εργασίας που θα ανταποκρίνεται στις νεοφιλελεύθερες απαιτήσεις, μια πρόοδο των πραγματικών μισθών που θα υπολείπεται των αυξήσεων της παραγωγικότητας, με τους workingpoorνα εργάζονται στον τομέα των υπηρεσιών. Με άλλα λόγια, ένα νέο μακρό κύμα καπιταλιστικής άνθισης μπορεί να συνοδεύεται από κοινωνική οπισθοχώρηση για ένα σημαντικό τμήμα των εργαζόμενων τάξεων.

Έτσι, ο καπιταλισμός της σχετικής υπεραξίας που γνωρίσαμε στο δεύτερο ήμισυ του 20ου αιώνα, μετασχηματίζεται σε μια πιο σκληρή για τον κόσμο της εργασίας εκδοχή του, σε συνδυασμό με μια σημαντική επέκταση της απόλυτης υπεραξίας μέσω της μετατροπής των όρων πώλησης και κατανάλωσης της εργασιακής δύναμης (μετατροπή που παίρνει την μορφή των «ευελιξιών» της αγοράς εργασίας και της ελαστικότητας του χρόνου εργασίας).

Μπορούμε να παρατηρήσουμε ιστορικά ότι οι ανάγκες της συσσώρευσης αναφορικά με την εργασιακή δύναμη, προσδίδουν ενίοτε –και μάλλον συχνά- στην αγορά εργασίας τον χαρακτήρα μιας πολλαπλής αγοράς: η αγορά εργασίας κατακερματίζεται σε τμήματα με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που ικανοποιούν καθορισμένες ανάγκες της κεφαλαιοκρατικής οργάνωσης της παραγωγής. Έτσι, η μεταπολεμική αγορά εργασίας στην Ευρώπη, και ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, διαιρέθηκε, σχηματικά, σε δύο βασικά τμήματα: ένα τμήμα ειδικευμένης και ένα τμήμα ανειδίκευτης εργασιακής δύναμης. Στο πρώτο τμήμα υπήρχαν υψηλότερες αμοιβές, μεγαλύτερη σταθερότητα στην απασχόληση, συνδικαλιστική εκπροσώπηση, πλειοψηφία των ανδρών, πρόσβαση στα μικροαστικά καταναλωτικά πρότυπα, σαφώς καθορισμένο θεσμικό πλαίσιο ρύθμισης των εργασιακών σχέσεων, συνεχής επαγγελματική κατάρτιση... Στο δεύτερο τμήμα, της ανειδίκευτης εργασίας, υπήρχαν μικρότεροι μισθοί, μεγαλύτερη ανασφάλεια, γυναίκες, μετανάστες, προερχόμενοι από τον αγροτικό τομέα, χαλαρό θεσμικό πλαίσιο... Το πρώτο τμήμα της αγοράς εργασίας εξυπηρετούσε κυρίως τις ανάγκες της σύγχρονης μεγάλης βιομηχανίας, του δημόσιου τομέα και τα ανώτερα στρώματα του τομέα των υπηρεσιών. Το δεύτερο τμήμα εξυπηρετούσε εν μέρει την βιομηχανία στον βαθμό που αυτή στηριζόταν στο ταιηλορικό μοντέλο επαναληπτικής, μονότονης και ανειδίκευτης εργασίας, εν μέρει των υπηρεσιών.

Η μορφή του καπιταλισμού που έρχεται, με την σταθεροποίηση των κατακτήσεων του νεοφιλελευθερισμού, δεν αλλάζει την παλιά αυτή μορφή της διαίρεσης της αγοράς εργασίας. Μετατρέπει, ωστόσο, την ποσοστιαία τους αναλογία, με διεύρυνση του δευτέρου τμήματος της «απορυθμισμένης» αγοράς εργασίας έναντι του πρώτου, «ανώτερου» τμήματος το οποίο συρρικνώνεται καθώς φθίνουν (σε ποσοστιαία αναλογία) τα μέρη εκείνα του παραγωγικού συστήματος τα οποία εξυπηρετούσε.


[1]Μεταξύ άλλων, η συντακτική επιτροπή των Θέσεωνενέκρινε και δημοσίευσε στο τεύχος 70 του Ιανουαρίου 2000, πολεμική του Γ. Οικονομάκη, η οποία κατόρθωσε να δώσει νέες αποχρώσεις και περίτεχνες μορφές στην πεπατημένη σταλινική μεθοδολογία.

[2]Αναφέρεται από τον Τρότσκυ στην Διαρκή Επανάσταση, Εκδόσεις Αλλαγή, Αθήνα 1982, σ.29

[3]Le monde est tout ce qui arrive, κατά τον Louis Althusser, Theworld is what the case is κατά τον Russel, Die Welt ist alles was das Fall ist, κατά τον Wittgenstein. "Ο κόσμος είναι φτιαγμένος αποκλειστικά από μοναδικά πράγματα, εκ των οποίων έκαστο κατέχει ιδιαίτερες ιδιότητες" (Louis Althusser, Sur la philosophie, Gallimard, 1994, σ.47).

[4]Nicos Poulantzas, Pouvoirpolitique et classes sociales, Maspero, 1975

[5]Η. Ιωακείμογλου και Γ. Μηλιός (1986), "Η ανάκληση του σοσιαλδημοκρατικού συμβολαίου", ΘέσειςΝο 14

[6]Οι απαρχές της κρίσης στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ τοποθετούνται στα μέσα της δεκαετίας του '70. Θεωρούμε, ωστόσο, ότι η περίοδος 1974-1979 αποτελεί την φάση προετοιμασίας των εκκαθαριστικών λειτουργιών της κρίσης: πρώτη μετατροπή του συσχετισμού δυνάμεων, υποχώρηση του κεϋνσιανισμού ως κυρίαρχη οικονομική θεωρία, ανάδυση του νεοφιλελευθερισμού ως νέα μορφή της αστικής ηγεμονίας.

[7]E. Mandel, Long Waves of Capitalist Development, Verso, δεύτερη, αναθεωρημένη έκδοση του 1995, σσ. 82-96.

[8] Π.χ. Dumenil G. (1978), Leconcept de loi ιconomique dans "Le Capital", Maspero, σελίδεs 201-203, E. Ioakimoglou & J. Milios (1992), "Capital Accumulation and Profitability Crisis in Greece (1960-1989)", Reviewof Radical Political Economy, April.

[9] Μια μεγάλη μερίδα επιχειρήσεων καταφεύγει στην παραγωγή απόλυτης υπεραξίας: χαμηλοί μισθοί, επιμήκυνση της εργάσιμης ημέρας, παραβίαση του θεσμικού πλαισίου των εργασιακών σχέσεων κλπ. Το τοπίο συμπληρώνεται με την επισφαλή εργασία, τους εργαζόμενους φτωχούς, την γενική επιδείνωση των όρων εργασίας και ζωής των υποτελών κοινωνικών τάξεων.

[10] Ernest Mandel, Letroisiθme βge du capitalisme,Les Editions de la Passion, σ. 94.

[11] Κατά την έκφραση του Μichel Foucault (1969), L'archιologiedu savoir, Gallimard, σελίδα 10: "Derriere l'histoire bousculιe des gouvernements, des guerres et des famines, se dessinent des histoires presque immobiles sous le regard --des histoires ΰ pente faible".

[12] Όπως έγραφε ο Mandel στο Long Waves"...a new expansionist wave that would significantly increase the rate of economic growth above the average levels of the 1970s and the 1980s would require an explosive increase in the rate of accumulation and therefore in the average rate of profit... ". LongWaves..., σελίδεs 106-107.

[13] Letroisiθme βge du capitalisme,όπως πριν, σ. 96.

[14] G. Dumιnil, Leconcept de loi ιconomique dans le Capital,ό.π.

[15] (α) "The profitability of fixed capital and its relation with investment", European Economy No 50, Commission of the EC, (β) P.A. Muet, Veganzones M.A. (1992), "Investissement, Profitabilite et Croissance dans les annees ‘80", Observations et Diagnostics Economiques No 41, 1992.

[16] Dumenil G. et Levy D. (1993), The Economicsof the Profit Rate, Edward Elgar Publishing.

[17] Σε αντίθεση με όσα διατείνονται οι θιασώτες της παγκοσμιοποίησης, το εξωτερικό πλεόνασμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρόλο που είχε θετική συμβολή στην επιτάχυνση του ΑΕΠ, δεν απετέλεσε τον κινητήρα της οικονομικής ανάκαμψης.

[18] Οι πραγματικοί μισθοί είναι συνάρτηση της κατάστασης στην αγορά εργασίας. Είναι συνηθισμένο για τους οικονομολόγους να περιγράφουν το φαινόμενο αυτό με μια μαθηματική σχέση στην οποία η εξαρτημένη μεταβλητή είναι ο πραγματικός μισθός και η ανεξάρτητη μεταβλητή το ποσοστό ανεργίας (καμπύλη Phillips επαυξήμενη ώστε να λαμβάνει υπόψη της τις προσδοκίες σχετικά με τον πληθωρισμό).

[19] Ουδέτερη με την έννοια ότι η συμβολή της επί του ρυθμού μεταβολής του ΑΕΠ ήταν ασήμαντη (οι χώρες μέλη της ΕΕ έχουν ήδη μικρά ελλείμματα και προσπαθούν να τα μειώσουν στην περιοχή του μηδενός).

[20] Αμφότερα τα μεγέθη αυξάνονται όταν επιταχύνεται η παραγωγή.

[21]Prigogine Il. & Stengers Ι. (1984), Orderout of Chaos, Flamingo/Fontana Paperbacks και Prigogine Il. (1998), De l'etre au devenir, Alice Editions, Bruxelles.

[22] J.P. Fitoussi, "Le nouvel βge de la croissance europιenne", Le Monde10 Juin 1999 και "Le rendez-vous historique des gouvernements europeens", Le Monde11 Juin 1999.

[23] M. Durant (1999), "Keynes, la croissance, la gauche", CritiqueCommuniste, Printemps, σελίδεs 47-53.

[24] Palloix C. (1977), Proces de production et crise du capitalisme, Presses Universitaires de Grenoble, Maspero.

[25] Η έκφραση "ένδοξη τριακονταετία" είναι βεβαίως άστοχη αφού αναφέρεται σε μια περίοδο εικοσιπέντε ετών: 1948-1973.

[26] Στην πιο γενική περίπτωση αρκεί η ποσοστιαία αύξηση του συμβατικού χρόνου εργασίας να υπερβαίνει την αντίστοιχη αύξηση των νεκρών χρόνων.

[27] Dumιnil G. (1978), Leconcept de loi ιconomique dans "Le Capital", Maspero.

[28] Karl Marx, Το Κεφάλαιο, Τόμος Ι, σ. 30.

[29] Οι διαδικασίες ενίσχυσης των εργατικών ενώσεων και των πολιτικών κομμάτων των εργαζόμενων τάξεων σχετίζονταν στενά με την κατάσταση στην αγορά εργασίας, η οποία με την σειρά της επηρεαζόταν έντονα από την ταχεία συσσώρευση κεφαλαίου.

[30] Το Κεφάλαιο, τόμος Ι, σελ. 329.

[31] Karl Marx, Results of the Immediate Process of Production, ενότητα J., "Mystification of capital".

[32] Στο ίδιο, βλ. την ενότητα G. σχετικά με την τυπική και ουσιαστική υποταγή της εργασίας στο κεφάλαιο.

[33] (α) Balibar E. (1965), "Sur les concepts fondamentaux du materialisme historique", περιέχεται στο Lire le Capital(Louis Althusser ed.), (β) Coriat Β. (1976), Science, Technique et Capital, Seuil, (γ) Coriat B. (1985), Ο εργάτης και το χρονόμετρο, Εκδόσεις Κομμούνα/Θεωρία.

[34] Baudelot Ch. & Establet R. (1971), L'ecole capitaliste en France, Maspero.

[35] Ισχύει, δηλαδή, (W*/P)=(a1, a2, a3,..., an), h*=h1a1+h2a2+h3a3+... +hnan,
W*=p1a1+p2 a2+p3 a3+... +pn an όπου (a1, a2, a3,..., an) οι ποσότητες κατά τις οποίες εισέρχεται κάθε εμπόρευμα στο "καλάθι", (h1, h2, h3,. .. hn) οι κοινωνικά αναγκαίοι χρόνοι παραγωγής ενός εκάστου εμπορεύματος, (p1, p2, p3,. .. pn) οι αντίστοιχες τιμές παραγωγής, W* ο ονομαστικός αναγκαίος μισθός, h* η αξία της εργασιακής δύναμης και (W*/P) ο πραγματικός αναγκαίος μισθός.

[36] "This price which always finally predominates over the accidental market-prices of labour and regulates them, this ‘necessary price' (Physiocrats) or ‘natural price' of labour (Adam Smith) can (...) be nothing else than its value expressed in money".

[37] "Le salaire est le payement du travail ΰ sa valeur ou ΰ des prix qui en divergent" [Livre I / Tome 2 / σ.209 / Editions Sociales]. Η φράση υπάρχει μόνον στο γαλλικό κείμενο, στην μετάφραση του Roy.

[38] "...la possibilitι d'une divergence quantitative entre le prix et la grandeur de valeur, c'est ΰ dire entre cette derniθre et sa propre expression monnaie..." [L1/T2/σ.209].

[39] "Le prix de la force de travail -comme celui de n'importe quelle autre marchandise- peut monter audessusou descendre audessousde sa valeur, autrement dit s'ιcarter, dans l'un ou l'autre sens, du prix qui est l'expression monιtaire de la valeur". [υπογράμμιση Η.Ι.] [Un chapitre inedit du Capital, ed. 10/18, σ.277-278].

[40] "Les prix actuels se situent au-dessus ou au-dessous du prix correspondant a leur valeur..." [ό.π. σ.284].

[41] "Dθs que l'offre et la demande se font ιquilibre, les variations de prix qu'elles avaient provoquιes cessent, mail la cesse aussi tout l'effet de l'offre et la demande. Dans leur ιtat d'ιquilibre, le prix du travail ne dιpend plus de leur action et doit donc κtre dιterminι comme si elles n'existaient pas" (L1/T2/page 208).

[42] Η διατύπωση υπάρχει μόνον στην γαλλική έκδοση σε μετάφραση Roy, επιμελημένη από τον ίδιο τον Karl Marx: "Neanmoins, cette loi, d'aprθs laquelle le prix de la force de travail est toujours rιduit α sa valeur, peut rencontrer des obstacles qui ne lui permettent de se rιaliser que jusqu'α certaines limites (...) Le degrι de la baisse [...du salaire...] dιpend du poids relatif que la pression du capital, d'une part, la rιsistance de l'ouvrier, de l'autre, jettent dans la balance" (Editions Sociales, Livre 1/Tome 2/pages 194-195).

[43] "La chose se reduit a la question du rapport de forces des combattants" [Salaires, prix et profit, σ. 70]. "The matter resolves itself into a question of the respective powers of the combattants".

[44] "...le prix fondamental autour duquel oscilleson prix sur le marchι" [υπογράμμιση Η.Ι], [Salaires, Prix et Profit, σ. 29]

[45] "Le prix naturel est le prix central autour duquel les prix ne cessent de graviter". "Ce prix lα, ce centre de gravitation des prix du marchι..." [Salaire, prix et profit, σ.41-42, Editions Sociales].

[46] Μετάφραση στα ελληνικά δική μου. "Cet element historique ou social (...) peut augmenter ou diminuer, disparaξtre complθtement (...) La valeur du travail elle mκme n'est pas une grandeur fixe, mκme si les valeurs des autres marchandises (...) restent constantes" (Salaire, prix et profit, σ. 69). "This historical or social element (...) may be expanded, or contracted, or altogether extinguished (...) The value of labour itself is not a fixed but a variable magnitude, even supposing the values of all other commodities to remain constant".

[47] Η αξία της εργασιακής δύναμης είναι h*=h1 a1+h2 a2+h3 a3+... +hn an. Επομένως, ακόμη και εάν παραμείνουν αμετάβλητες οι αξίες των άλλων εμπορευμάτων, δηλαδή οι κοινωνικά αναγκαίοι χρόνοι παραγωγής (h1, h2, h3,. .. hn) ενός εκάστου εμπορεύματος που συμμετέχει στο "καλάθι", μια μεταβολή στο διάνυσμα του πραγματικού μισθού (a1, a2, a3,..., an) που αφορά στις ποσότητες ή τις αναλογίες των εν λόγω εμπορευμάτων, θα μεταβάλλει και την αξία h*. Ο ταξικός συσχετισμός δυνάμεων, μεταβάλλοντας το ιστορικό στοιχείο των αναγκών, μεταβάλλει και το διάνυσμα (a1, a2, a3, ..., an), άρα και την αξία της εργασιακής δύναμης.

[48] Ο αναγκαίος μισθός είναι W*=p1 a1+p2 a2+p3 a3+... +pn an. Μολονότι οι τιμές παραγωγής των εμπορευμάτων (p1, p2, p3,..., pn), παραμένουν σταθερές, μεταβάλλεται το διάνυσμα (a1, a2, a3,..., an).

[49] Μετάφραση στα ελληνικά δική μου. "...les limites de la journιe de travail ιtant donnιes, le maximum des profits correspond α la limitephysiologiquela plus basse des salaires, et ιtant donnιs les salaires, le maximum des profits correspond α la prolongation de la journιe de travail encore compatible avec les forces physiques de l'ouvrier (...). ..entreces deux limites (...) il y a place pour une ιchelle immense de variations possibles. Son degrι n'est dιterminι que par la lutte incessante entre le capital et le travail". ([Salaire, prix et profit, σ. 69-70, υπογράμμιση Η.Ι.]).

[50] Μετάφραση στα ελληνικά δική μου. "A l'origine de la vie sociale, les forces de travail acqises sont assurιment minimes, mais les besoins le sont aussi, qui ne se dιveloppent qu'avec les moyens de les satisfaire". (L1/T2/σ.185). "At the dawn of civilisation the productiveness acquired by labour is small, but so too are the wants whichdevelop with and bythe means of satisfying them".

[51] Magaline A.D. (1975), Luttede classes et devalorisationdu capital, p. 76-84