Κυπριακό: Από την «Ένωση» στη Ζυρίχη
(Σημειώσεις για τους ταξικούς αγώνες στην Κύπρο)
του Θανάση Τσεκούρα
1. Εισαγωγή
Το δήμοψήφισμα πού οργάνωσε ή Έθναρχία το 1950, έφερε τον Κυπριακό λαό, με ένα συντριπτικό αποτέλεσμα (95,7% του ελληνικού πληθυσμού), να αξιώνει την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Στις Προεδρικές εκλογές του 1959, ο Ενωτικός υποψήφιος θα αρκεσθεί στο πενιχρό 32,8%, και στα επόμενα χρόνια ο Έλληνοκυπριακός λαός, όλο και πιο μαζικά, θα στηρίζει και θα ταυτίζεται με την ιδέα του Ανεξάρτητου Κυπριακού Κράτους, διώχνοντας ολοκληρωτικά από τη σκέψη του, κάθε ενωτική διάθεση. Χαρά και αγαλλίαση τη μια φορά, '«νενικήκαμεν» την άλλη. και όλα αυτά χωρίς πολιτικές κρίσεις, έντονες ρήξεις και ογκούμενη «λαϊκή δυσφορία», πού να μας δίνουν τα τεκμήρια να μιλήσουμε για «προδομένο λαό» και «υστερόβουλη ηγεσία». Να το πρώτο ερώτημα πού χρειάζεται απάντηση: είναι υπαρκτός αυτός ο μεταστροφισμός του Κυπριακού λαού, και αν ναι, ποιες είναι οι ρίζες του;
Ό κυπριακός ενωτικός αγώνας, αρχίζει μεταπολεμικά με το ενωτικό Δημοψήφισμα, και κορυφώνεται τα χρόνια 1956-59 με τη δράση της ΕΟΚΑ. Ή δράση της ΕΟΚΑ συγκαταλέγεται από πολλούς στα έθνικοαπελευθερωτικά - αντί-ιμπεριαλιστικά κινήματα των χωρών του Τρίτου Κόσμου, πού συγκλονίζουν τον ιμπεριαλιστικό χάρτη εκείνη την περίοδο. Αν όμως επρόκειτο για αντί-ιμπεριαλιστικό αγώνα, τότε γιατί στην ηγεσία του θα συναντήσουμε τα πιο ακραία φασιστικά και αντικομουνιστικά στοιχεία, πάλι χωρίς καμιά φανερή δυσαρέσκεια από την πλευρά των μαζών; Ή ακόμα, πώς να δικαιολογήσουμε την αδιαφιλονίκητη ηγεμονία μιας ιδεολογίας πού αντλεί τα συμπεράσματα της, συνεχώς και κατ' αποκλειστικότητα, από τις «αστείρευτες» πηγές της πιο σκοταδιστικής θρησκευτικής ιδεολογίας, του αρχαίου ελληνικού μεγαλείου, και την ανωτερότητα της «φυλής», την προσήλωση Στις αρχές του «ελεύθερου κόσμου», τον ρατσισμό —στα λόγια και τις πράξεις— απέναντι στους συνοίκους τούρκο-κύπριους, τον αντικομουνισμό και τη βίαιη αποστροφή στην «αντεθνική» αριστερή ιδεολογία και τους «πράκτορες» πού κρύβονται πίσω από τη σημαία της Αριστεράς; Ή, τέλος τι είδους αντί-ιμπεριαλισμός κρύβεται Στις συνεχείς πιέσεις στο ελληνικό κράτος —πού την ίδια στιγμή «τέλειωνε» με την υπόθεση του«κομμουνιστοσυμμοριτισμού» στο εσωτερικό του— να αναλάβει «υπό τη μητρική άγκάλην» του, τον Κυπριακό Αγώνα; Ή, όταν τα Αγγλικά στρατεύματα χρειάζονται τη διέλευση από την Κύπρο, για να δείξουν στους εξεγερμένους λαούς της Ασίας και της Αφρικής τι σημαίνουν αρχές του «ελεύθερου κόσμου», ποιος περίεργος άντιιμπεριαλισμός σπρώχνει την ΕΟΚΑ να κηρύσσει ανακωχή μαζί τους, βοηθώντας επιπλέον τη διέλευση τους κατ' επανάληψη; Επίσης, ή έλλειψη κάθε μαζικής διαδικασίας στη βάση του «κινήματος», ή ανυπαρξία κάθε στοιχειώδους συζήτησης για τους στόχους, την τακτική και τη στρατηγική του Αγώνα, ο μυστικισμός και οι όρκοι πίστης στον Αρχηγό στα πρότυπα της... Φιλικής Εταιρείας, σαν μόνος συνδετικός - οργανωτικός ιμάντας του «κινήματος», είναι φυσικό να μας δημιουργεί κάποια ερωτήματα για τη φύση και την ποιότητα του Αγώνα.
Δεν θα επεκταθούμε άλλο στα προηγούμενα στοιχεία. Ή πρόθεση μας, ήταν απλά να σημειώσουμε με έμφαση ότι με κανένα τρόπο, ο ενωτικός αγώνας των Κυπρίων δεν μπορεί να συσσωματωθεί σαν τμήμα των έθνικοαπελευθερωτικών -άντιιμπεριαλιστικών κινημάτων των χωρών του Τρίτου Κόσμου πού σημάδεψαν την μεταπολεμική περίοδο. Ή φύση του, ή ιδεολογία του, ή πολιτική του και οι οργανωτικές δομές του δεν μπορούν να παραλληλισθούν με τις αντίστοιχες των άντιιμπεριαλιστικών κινημάτων και γι' αυτό το λόγο κάθε ανάλυση πού υιοθετεί αυτή την εκδοχή, όση διάθεση αριστερής κριτικής και αν έχει, είναι καταδικασμένη να μείνει πολύ μακριά από την γνωστική ιδιοποίηση της πραγματικότητας.
Ή δικιά μας ανάλυση θα προσπαθήσει να περιγράψει, όσο είναι δυνατόν, τους κοινωνικούς όρους πού καθορίζουν τον ενωτικό αγώνα και τους ταξικούς ανταγωνισμούς πού επενδύονται σ' αυτόν, ερμηνεύοντας έτσι την ποιότητα και τη μορφή πού πήρε.
2. οι κοινωνικές σχέσεις στην ύπαιθρο
Είναι γενικά αποδεκτό, ότι ή κύρια δύναμη του ενωτικού αγώνα τη δεκαετία του '60, βρίσκεται στους αγρότες· επίσης ή Κύπρος παραμένει μια αγροτική, κατά κύριο λόγο, κοινωνία, αφού από το 1931 έως το 1956 ο μισός περίπου ενεργός οικονομικά πληθυσμός, απασχολείται στη γεωργία. Μια εξέταση των κοινωνικών σχέσεων της υπαίθρου θα μας διαφωτίζει λοιπόν αρκετά στην εξέταση του προβλήματος. Ας μην ξεχνάμε όμως τα ανυπέρβλητα εμπόδια πού θέτει ή παντελής σχεδόν ανυπαρξία στατιστικών πηγών και σχετικών μελετών, καθορίζοντας έτσι τη σχετικότητα και τις ατέλειες της προσπάθειας μας.
Το σύνολο της καλλιεργήσιμης γης γύρω στο 1940, είναι περίπου 2,2 εκ. κυπριακά στρέμματα. Απ' αυτά, 323000 κ.σ., δηλαδή 15% του συνόλου, ανήκουν στην Εκκλησία, το Έβκάφ και σε γαιοκτήμονες, ενώ 160-200.000 κ.σ. δηλαδή περίπου 9% του συνόλου σε «τοκιστές». Ή υπόλοιπη καλλιεργήσιμη γη, είναι ιδιαίτερα κατατεμαχισμένη σε μικρούς κλήρους, πού ανήκουν σε ιδιοκτήτες χωρικούς.1 οι περισσότεροι απ' αυτούς αδυνατούν να καλύψουν, μέσα από την καλλιέργεια του μικρού κλήρου τους, τα έξοδα αναπαραγωγής αυτών και της οικογένειας τους, και όπως υπολογίζει ο Π. Σέρβας από έρευνες της αποικιακής διοίκησης, μόνο 2.500 αγροτικές οικογένειες είχαν τόση γη, πού καλλιεργώντας την θα μπορούσαν να καλύψουν τις ανάγκες τους· επίσης υπολογίζει ότι περισσότερο από 20% των αγροτών ήταν ακτήμονες, και ότι ένα άλλο 10% κατείχαν γη ανεπαρκή για να καλύψει τις ανάγκες της οικογένειας.2
Έτσι λοιπόν, έχουμε από τη μια πλευρά μια κατατεμαχισμένη μικροϊδιοκτησία, ανεπαρκή να καλύψει τη συντήρηση και την αναπαραγωγή της οικογένειας ν - καλλιεργητή, και από την άλλη την ύπαρξη σημαντικής γαιοκτησίας. Αυτοί οι λόγοι δημιούργησαν, όπως θα παρατηρήσει ένας έξυπνος μελετητής της Κυπριακής αγροτικές οικονομίας, ο Ν. Κ. Λανίνης «ένα ιδιαίτερον τύπον μικροϊδιοκτήτου γεωργού, όστις μαζί με την καλλιέργειαν του ιδικού του κλήρου, εργάζεται ως εκμισθωτής ή εργάτης, επί γης ανηκούσης εις τρίτους, ως επίσης τον τύπο του ενοικιαστού γεωργού».3 Σύμφωνα με δικούς του υπολογισμούς, πού δείχνουν την έκταση του φαινομένου, 7.600 γεωργοί ήταν εξ ολοκλήρου ένοικιασταί γης (11,5% του συνόλου), 9.800 μικροϊδιοκτήτες (14,8%), 48.600 γεωργοί ιδιοκτήτες γης (73,7%), και 4.000 ακτήμονες εργάτες γης (1940). Όπως παρατηρεί ο ίδιος, οι ενοικιαστές γης είναι πολύ περισσότεροι, γιατί σ' αυτή την κατηγορία πρέπει να συμπεριληφθούν και οι περισσότεροι από τους «μικροϊδιοκτήτες», πού ο μικρός και ανεπαρκής κλήρος πού διαθέτουν τους αναγκάζει να ενοικιάζουν γη για να συμπληρώνουν τα οικονομικά τους.
Oι κυριότερες μορφές γαιοκτησίας, αυτή την περίοδο στην Κύπρο, είναι δυο: ή αγροτική επιχείρηση πού μισθώνει εργάτες γης με μισθό ή σε είδος, και στην οποία ή νομή και ή πραγματική ιδιοποίηση ανήκουν ολοκληρωτικά στον ιδιοκτήτη της γης. Στην Κύπρο, σ' αυτή την κατηγορία ανήκουν οι ιδιοκτησίες των εκκλησιαστικών ιδρυμάτων και τα ιδιωτικά τσιφλίκια. Μια παραπλήσια μορφή αγροτικής επιχείρησης, πού συνεχώς φθίνει και εκείνα τα χρόνια απαντάται ιδιαίτερα στη Μεσσαορία, την επαρχία Πάφου και στο Διαμέρισμα Λεμεσού, συγγενεύει στο Metayage (φουμουσιαρκά): Συνάπτεται συμβόλαιο καθορισμένης χρονικής διάρκειας μεταξύ του γαιοκτήμονα και του ενοικιαστή, με το όποιο συνήθως ο πρώτος πληρώνει τους φόρους, παρέχει το χωράφι και το σπόρο, και ο δεύτερος την εργασία (ανθρώπους και ζώα) και τα υπόλοιπα έξοδα, ενώ το προϊόν κατανέμεται βάσει της συμφωνίας. Ή αγροτική επιχείρηση αυτής της μορφής μπορεί να θεωρηθεί σαν μεταβατική, από την τσιφλικική ιδιοκτησία και το σύστημα της επίμορτου αγροληψίας (συμβόλαιο διαρκούς εταιρείας), στην αγροτική επιχείρηση πού μισθώνει εργάτες γης. Ή δεύτερη σημαντικότερη μορφή γαιοκτησίας στην Κύπρο είναι ή εξής: ο γαιοκτήμονας απλώς νοικιάζει τη γη του, κατέχοντας τη νομική ιδιοκτησία και μοιράζοντας με διάφορους τρόπους τη νομή με τον ενοικιαστή. Είναι αυτοί πού ο Λένιν ονόμαζε «εισοδηματίες-καπιταλιστές» της γης, και στην Κύπρο συνηθέστεροι τέτοιοι είναι οι «τοκιστές».
Πραγματικά στην Κύπρο εκείνη την περίοδο ή τοκογλυφία ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη· ο μικροϊδιοκτήτης χωρικός είναι αναγκασμένος από την ίδια τη φύση της παραγωγικής του δραστηριότητας να προσφεύγει συχνά σε δανεισμό, ενώ ταυτόχρονα υπάρχει σπάνις κεφαλαίων και πιστωτικών ιδρυμάτων με νόμιμο επιτόκιο, μέχρι το 1925· αλλά στην ουσία μέχρι το 1938 όπως θα δείξουμε παρακάτω —χρονιά ίδρυσης της Συνεργατικής Κεντρικής Τράπεζας— πράγμα πού τον κάνει έρμαιο των τοκογλύφων. Ό Π. Σέρβας παραθέτει μια καλή περιγραφή αυτής της διαδικασίας: «Όταν ένας χωρικός εξαναγκαζόταν να δανεισθεί, ο τοκογλύφος συνήθως του έδινε χρήματα με τους ακόλουθους όρους: Ό τόκος 24%. οι πληρωμές να γίνονται σε είδος με έκπτωση 15% από τις τρέχουσες τιμές. Ό τόκος οφείλει να πληρωθεί ολόκληρος στην προθεσμία του ακόμη και αν πλησιάζει ή συγκομιδή του προϊόντος. Άλλα και στο ζύγισμα της παραγωγής εφαρμόζεται ταχυδακτυλουργική κλοπή».4 Από μια έκθεση μιας κυβερνητικής επιτροπής για την ίδια περίοδο, διαβάζουμε: «Όταν ο λογαριασμός συμπληρωθεί, ο αγρότης υπογράφει μια παραδοχή ότι οφείλει το άναφερόμερο ποσόν και συχνά προσφέρει μια εγγύηση. Ή ίδια διαδικασία συνεχίζεται χρόνο με το χρόνο, μέχρις ότου ο αγρότης καταστεί απελπιστικά αναξιόχρεος. Τότε ή περιουσία του υποθηκεύεται στον έμπορο κι αν ή γυναίκα του αγρότη έχει δική της περιουσία τότε κι αυτή συμπεριλαμβάνεται στην υποθήκη για να δοθεί παράταση του χρέους... Ή υποθηκευμένη περιουσία μπορεί να πωληθεί, κατά τρόπο περιληπτικό σύμφωνα με το νόμο... Αν ή ιδιοκτησία του αγρότη πωληθεί, γίνεται ένας δούλος-εργάτης, χωρίς να μπορεί να σηκώσει το κεφάλι, γιατί είναι πάντα βαρυμένος με το φορτίο του χρέους, πού χρόνο με το χρόνο αυξάνει, με τόκο 12%».5
Πράγματι ή χρέωση των αγροτών φτάνει σε... δυσθεώρητα ύψη: το 1934 ανέρχεται στα 2 εκ. λίρες. Για το 1939, σε σύνολο αγροτικών χρεών 2.330.000 λίρες, σε τοκογλύφους οφείλονται 1.486*000 λ., δηλαδή 63% του συνόλου των αγροτικών χρεών, από τα όποια τα 1.066.000 λ. είναι ενυπόθηκα. Ας λάβουμε υπ' όψη, ότι την ίδια χρονιά είχε υπάρξει υποβιβασμός των χρεών δια νόμου, πού σημαίνει ότι ή πραγματική δράση των τοκογλύφων είχε μεγαλύτερες διαστάσεις.6
Ή κοινωνική λειτουργία των τοκογλύφων δεν περιορίζεται μόνο στον χρηματικό δανεισμό· δανείζοντας με υποθήκη (συνήθως έκταση γης), έχει ο τοκογλύφος το δικαίωμα όταν ο οφειλέτης δεν μπορέσει να πληρώσει εμπρόθεσμα, έστω και μία δόση του χρέους, να ακυρώσει τη συμφωνία και να οικειοποιηθεί την υποθηκευμένη έκταση γης. Υπολογίζεται, ότι εκείνη την περίοδο, το 10% της καλλιεργήσιμης γης είχε περιέλθει στην ιδιοκτησία τέτοιου είδους τοκογλύφων. Παράλληλα, ή τοκογλυφία εξασκείται από τους εμπόρους, δανείζοντας κατά κύριο λόγο σε είδος με ευνοϊκούς όρους αποπληρωμής, και από τους γαιοκτήμονες πού δάνειζαν, κύρια, τους ενοικιαστές και τους εργάτες της γης τους.
Από τα προηγούμενα, μπορούμε να παρατηρήσουμε μια σύμπλεξη και αλληλοεπικάλυψη δραστηριοτήτων, ένα είδος κοινωνικού δικτύου μεταξύ της γαιοκτησίας, του εμπορικού και του τοκογλυφικού κεφαλαίου, πού μαζί με την αποικιακή φορολογία, αποτελούν τους βασικούς μηχανισμούς ιδιοποίησης της γαιοπροσόδου. Αυτό το κοινωνικό δίκτυο είναι ή «αγροτική αστική τάξη», «ο κύριος του χωριού», αν θέλουμε να ακολουθήσουμε τη σχετική ορολογία πού έχει προτείνει ο Λένιν.7
Ή «αγροτική αστική τάξη» ελέγχει το σύνολο σχεδόν των οίκο νομικών δραστηριοτήτων του νησιού συγκροτώντας ένα συμπαγές κοινωνικό δίκτυο, πού επεκτείνεται στην κατ' αποκλειστικότητα εξασφάλιση της πίστης, στη γαιοκτητική εκμετάλλευση, στη διαχείριση του εσωτερικού και εξωτερικού εμπορίου· αποτελεί τον κυριότερο μηχανισμό ιδιοποίησης της γαιοπροσόδου και της έξαθλιωτικής εκμετάλλευσης των λαϊκών τάξεων της υπαίθρου. Παράλληλα σ' αυτή τη μορφή εκμετάλλευσης, οφείλεται ή συνεχής στασιμότητα της κυπριακής γεωργίας· ή «αγροτική αστική τάξη» πού περιγράψαμε δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για επενδύσεις κεφαλαίων στη γη, καλυτέρευση της τεχνικής των καλλιεργειών, αύξηση της παραγωγικότητας του κεφαλαίου και της εργασίας, αλλά για τη συνεχή και απρόσκοπτη αύξηση του χρηματικού πλούτου και του εισοδήματος πού κατέχει. Έτσι ή εικόνα της γεωργίας είναι απογοητευτική: κατά το 1935 το σύνολο των αρδευόμενων γαιών αντιστοιχεί στο 9% των καλλιεργούμενων γαιών. Στις περισσότερες καλλιέργειες εφαρμόζεται το σύστημα της αγρανάπαυσης και π.χ. το 55% του συνόλου της καλλιεργούμενης με δημητριακά έκτασης παραμένει υπό αγρανάπαυση κάθε δεύτερο έτος. Για τα δημητριακά επίσης ο μέσος όρος απόδοσης κατά στρέμμα έπεσε από 4,75 κιλά την περίοδο 1918-1923, στα 3,78 κιλά την περίοδο 1934-1938. Το 1940, στο σύνολο του νησιού, υπήρχαν μόνο 5 αλωνιστικές μηχανές και 24 τρακτέρ, και αυτά Στις μεγάλες ιδιοκτησίες.8
Αυτή ή μορφή των κοινωνικών σχέσεων της κυπριακής υπαίθρου επιβράδυνε σημαντικά την «αποσύνθεση» της αγροτιάς, τις τάσεις εμπορευματοποίησης και γοργής ανάπτυξης του καπιταλισμού στην Κύπρο. Ας δούμε πώς περιγράφει ο Λένιν μια ανάλογη κατάσταση: «Αν το κεφάλαιο στο χωριό μας ήταν ανίσχυρο να δημιουργήσει κάτι άλλο εκτός από την οικονομική υποδούλωση και την τοκογλυφία, τότε δε θα μπορούσαμε με βάση τα στοιχεία της παραγωγής να διαπιστώσουμε την αποσύνθεση της αγροτιάς, τη δημιουργία της αγροτικής κεφαλαιοκρατίας και του προλεταριάτου του χωριού, τότε όλη ή αγροτιά θα αποτελούσε έναν αρκετά όμοιο τύπο νοικοκυραίων πού τους τσακίζει ή ανέχεια, κι ανάμεσα τους θα ξεχώριζαν μόνο οι τοκογλύφοι, θα ξεχώριζαν αποκλειστικά χάρη Στις διαστάσεις της χρηματικής περιουσίας κι όχι χάρη Στις διαστάσεις και τον τρόπο οργάνωσης της γεωργικής παραγωγής. Τέλος, από τα στοιχεία πού αναλύσαμε πιο πάνω βγαίνει ή σπουδαία θέση, ότι ή ανεξάρτητη ανάπτυξη του εμπορικού και του τοκογλυφικού κεφαλαίου στο χωριό μας, επιβραδύνει την αποσύνθεση της αγροτιάς. Όσο θα προχωρεί ή ανάπτυξη του εμπορίου και θα φέρνει το χωριό κοντά στην πόλη, θα εκτοπίζει τα πρωτόγονα αγροτικά παζάρια και θα υποσκάπτει τη μονοπωλιακή θέση του μαγαζάτορα του χωριού, όσο περισσότερο θα αναπτύσσονται οι ευρωπαϊκές κανονικές μορφές πίστωσης, εκτοπίζοντας τον τοκογλύφο του χωριού, τόσο μακρύτερα και βαθύτερα θα-προχωρεί ή αποσύνθεση της αγροτιάς».9
Βέβαια ή «ομοιογένεια» του χωριού για την οποία μίλαγε προηγούμενα ο Λένιν, δεν υπάρχει πλέον στην κυπριακή ύπαιθρο, όπου οι μορφές εκμετάλλευσης πού περιγράψαμε πιο πάνω, έχουν δημιουργήσει τους ανάλογους ταξικούς διαχωρισμούς· το κοινωνικό δίκτυο όμως πού όρίζε την «αγροτική αστική τάξη» της Κύπρου διατηρεί τα χαρακτηριστικά της «αυτόνομης ύπαρξης του εμπορικού και του τοκογλυφικού κεφαλαίου», σε σημαντικό βαθμό, δημιουργώντας εμπόδια στην αποσύνθεση της αγροτιάς και στη γενική ανάπτυξη του κυπριακού καπιταλισμού. Αξίζει να συγκρατήσουμε αυτό το συμπέρασμα, πριν μιλήσουμε συνοπτικά για τις πολιτικές και ιδεολογικές σχέσεις στην κυπριακή ύπαιθρο, και να αναδείξουμε τη σημασία του, όταν εξετάσουμε την πολιτική της αγγλικής διοίκησης για την αντιμετώπιση του.
Όσοι μαρξιστές ασχολήθηκαν με το αγροτικό ζήτημα, δέχτηκαν ότι οι «αγρότες» δεν ομογενοποιούνται και δεν αποτελούν ενιαία τάξη, με την επιστημονική σημασία του όρου· οι «αγρότες» σχηματίζονται από τάξεις και τμήματα τάξεων πού «φέρουν» την ιστορία της αναπαραγωγής διαφόρων σχέσεων και μορφών παραγωγής μέσα σ' έναν κοινωνικό σχηματισμό. Ταυτόχρονα —και σε διαφορά με τη μικροαστική τάξη— οι φορείς αυτών των σχέσεων και μορφών παραγωγής δεν ενοποιούνται στο ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο, ώστε να αποτελούν τμήματα της ίδιας τάξης. Κατ' αυτό τον τρόπο δεν υπάρχει ούτε ανεξάρτητη «αγροτική ιδεολογία» πού να αντιστοιχεί Στις υλικές συνθήκες ζωής των αγροτών, ούτε ανεξάρτητο «αγροτικό πολιτικό κόμμα», πού να τους ενοποιεί σε ανοικτή και διακηρυγμένη δράση, με όμοιο τρόπο στη συγκυρία. τις περισσότερες φορές, οι τάξεις της υπαίθρου διαχωρίζονται, πολώνονται και αντιπροσωπεύονται από τις κυρίαρχες τάξεις της (καπιταλιστικής) κοινωνίας: την αστική τάξη και το προλεταριάτο. Έτσι ο Μαρξ περιέγραφε τη στήριξη πού πρόσφεραν οι «μικροϊδιοκτήτες χωρικοί» της Γαλλίας στον Βοναπαρτισμό: «Εφόσον στους μικρούς αγρότες υπάρχει μόνο τυπική συνάφεια και ή ταυτότητα των συμφερόντων τους δεν δημιουργεί ανάμεσα τους καμιά ενότητα, κανένα εθνικό δεσμό και καμιά πολιτική οργάνωση, δεν αποτελούν τάξη. Κατά συνέπεια είναι ανίκανοι να επιβάλουν με το όνομα τους τα ταξικά τους συμφέροντα είτε με ένα κοινοβούλιο, είτε με μια συμβατική συνέλευση. Δεν μπορούν να αντιπροσωπεύουν τον εαυτό τους, πρέπει να τους αντιπροσωπεύουν. Ό αντιπρόσωπος τους πρέπει ταυτόχρονα να παρουσιάζεται και σαν κύριος τους, σαν εξουσία πάνω σ' αυτούς, σαν απεριόριστη κυβερνητική δύναμη, πού τους προστατεύει από τις άλλες τάξεις και τους στέλνει απ' τα πάνω τη βροχή και τον ήλιο».10
Ένα επιπλέον ενδιαφέρον στοιχείο σ' αυτή τη σχέση αντιπροσώπευσης, εμφανίζεται στους καπιταλιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς πού αναπαράγουν μια «αγροτική αστική τάξη» στο εσωτερικό τους· ή σχέση αντιπροσώπευσης μεταξύ της αστικής τάξης και των τάξεων της υπαίθρου είναι πιθανόν να διαμεσολαβείται μέσα από την «αγροτική αστική τάξη», διαμορφώνοντας ανάλογα την κυρίαρχη πολιτική και ιδεολογία. Την καλύτερη περιγραφή αυτής της διαμεσολαβημένης σχέσης αντιπροσώπευσης, μας έδωσε ο Γκράμσι Στις μελέτες του για το πρόβλημα του Ιταλικού Νότου: «Είπαμε ότι ο αγρότης του Νότου είναι δεμένος με το μεγάλο γαιοκτήμονα μέσω του διανοούμενου. Αυτός ο τύπος οργάνωσης είναι ο πιο διαδεδομένος σε όλο τον ηπειρωτικό νότο και στη Σικελία. Πραγματοποιεί ένα τρομερό αγροτικό συνασπισμό πού στο σύνολο του λειτουργεί σαν μεσολαβητής και επόπτης του καπιταλισμού του Βορρά και των μεγάλων Τραπεζών... Πάνω από τον αγροτικό συνασπισμό λειτουργεί στο Νότο ένας συνασπισμός ιδεολογικός πού πρακτικά χρησίμευσε ως τώρα στο να εμποδίσει τις ρωγμές του αγροτικού συνασπισμού να γίνουν πολύ επικίνδυνες και να προκαλέσουν κατολίσθηση».11
Θα υποστηρίξουμε ότι ένας ανάλογος «αγροτικός συνασπισμός» έχει δημιουργηθεί στην Κύπρο, την περίοδο πού εξετάζουμε· ή ιδιομορφία του έγκειται, στο εξής: από την μια ο «αγροτικός συνασπισμός» συγκροτείται από μια αρκετά καθαρή —πολιτική και ιδεολογική— σχέση αντιπροσώπευσης μεταξύ της «αγροτικής αστικής τάξης» και των λαϊκών τάξεων της υπαίθρου, από την άλλη δεν διαμεσολαβεί αυτή τη σχέση αντιπροσώπευσης πουθενά. Απεναντίας, προσδίδει στον «αγροτικό συνασπισμό» χαρακτήρα αντιπολιτευτικό, χαρακτήρα αντιπαλότητας προς το καθεστώς της Αποικιοκρατικής Διοίκησης.
Ας δούμε τα πράγματα από πιο κοντά. οι πολιτικές δομές στην Κύπρο μέχρι τη δεκαετία 1920-1930 (πού ιδρύεται το πρώτο πολιτικό κόμμα, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κύπρου) είναι σχεδόν ανύπαρκτες. οι μόνοι πολιτικοί μηχανισμοί βρίσκονται στο εσωτερικό της Εκκλησίας. Ή πολιτική δύναμη της Εκκλησίας είναι τεράστια από την εποχή της 'Οθωμανικής κατάκτησης· είναι και με το νόμο ο ουσιαστικός «επιτηρητής του Σουλτάνου» και ο πραγματικός κυβερνήτης του νησιού. Στην εποχή της αγγλικής αποικιοκρατίας ή δύναμη της αναπροσαρμόζεται, αλλά εξακολουθεί να είναι ή μοναδική νόμιμη «φωνή» απέναντι στη Διοίκηση του νησιού. Δεν υπήρχε άλλος «συζητητής» με τη Διοίκηση, άλλη οδός για να μεταβιβασθούν εκεί τα αγροτικά αιτήματα. Παράλληλα, ή Εκκλησία θα μπορούσε να θεωρηθεί το ελληνικό ιδιότυπο «κοινοβούλιο» του νησιού· ο αρχιεπίσκοπος ήταν ο μοναδικός αιρετός «άρχοντας» του νησιού. Με βάση τον Καταστατικό Χάρτη (1914) εκλεγόταν από ένα σώμα 66 εκλεκτόρων· απ' αυτούς οι 33 κοσμικοί και οι 22 κληρικοί, εκλέγονταν άμεσα, με καθολική ψηφοφορία από τον ανδρικό ενήλικο πληθυσμό. Με μυστική και καθολική ψηφοφορία επίσης, εκλέγονταν και οι ιερείς από το λαό. Ή ανυπαρξία οποιουδήποτε άλλου νόμιμου και λαϊκού πολιτικού μηχανισμού, είχε σαν φυσικό επακόλουθο κάθε κοινωνική διεργασία, κάθε πολιτικό ή ιδεολογικό ρεύμα να βρίσκει σαν μοναδικό τόπο καταγραφής και διακήρυξης το ιδιότυπο «κοινοβούλιο» της Εκκλησίας. Δεν είναι λίγες οι φορές, πού οι πολιτικές αντιθέσεις στο νησί, πήραν τη μορφή συγκρούσεων για την εκλογή αυτού ή του άλλου υποψήφιου Αρχιεπισκόπου ή κληρικού. Έτσι βλέπουμε τις κοινωνικές διαδικασίες να φιλτράρονται μέσα από εκκλησιαστικές διαμάχες, οι διάφορες εκκλησιαστικές πτέρυγες να παίζουν το ρόλο ιδιόμορφων πολιτικών κομμάτων, να άντιπροσωπεύουν και να συμπυκνώνουν κοινωνικές συγκρούσεις, και οι μάζες να είναι αναγκασμένες να αναθέτουν την αντιπροσώπευση τους σ' αυτά τα ιδιόμορφα «πολιτικά κόμματα», γιατί δεν υπάρχει ουσιαστικά καμιά άλλη διέξοδος να ακολουθήσουν. 'Έτσι, οι" λειτουργίες των εκκλησιαστικών είναι πολύπλευρες: μελή της αγροτικής αστικής τάξης, σαν φορείς καθορισμένων γαιοκτητικών σχέσεων παραγωγής, ((παραδοσιακοί αγροτικοί διανοούμενοι» με ιδιαίτερες λειτουργίες, όπως θα δούμε πιο κάτω, και τέλος «αντιπρόσωποι» των λαϊκών τάξεων στο πολι τικό επίπεδο, με έναν ρόλο ανάλογο με το πολιτικό προσωπικό του κράτους και των κομμάτων.
Ένας παράλληλος με την Εκκλησία και συμπληρωματικός μ' αυτήν, αλλά με μικρότερο βάρος, μηχανισμός αντιπροσώπευσης, ήταν το Νομοθετικό Συμβούλιο. Είχε πρόεδρο τον άγγλο Αρμοστή, 6 άγγλους ανωτέρους υπαλλήλους σαν μόνιμα μέλη, και 9 Έλληνες και 3 Τούρκους, σαν αιρετά μέλη. Για να καταλάβουμε την «κατάσταση» αυτού του οργάνου, ας δούμε τι παραθέτει ο Π. Σέρβας γι' αυτό: «Βρήκα στο Νομοθετικό Συμβούλιο οκτώ δικηγόρους, από τους οποίους οι τρεις ήταν τοκιστές χρημάτων, έναν κτηματία πού κι αυτός δάνειζε χρηματικά ποσά με τόκο, έναν επίσκοπο της ελληνικής εκκλησίας, έναν έμπορο κι έναν αγρότη. Έτσι παρ' όλο πού οι αγρότες ήταν το πραγματικό συμφέρον της Αποικίας, οι φορείς των συμφερόντων, όπως αντιπροσωπεύονταν στο Νομοθετικό Συμβούλιο, ανήκαν αποκλειστικά στην ασήμαντη αριθμητική τάξη των παρασίτων πού έβγαζαν το ψωμί τους από το λαό».12 Όλα όσα είπαμε μέχρι τώρα μας πείθουν για τη δημιουργία αυτού του «αγροτικού συνασπισμού» πού έλεγε ο Γκράμσι, συμπαγούς και σταθερού, όσο ή συστηματική του σχέση, ή αντιπροσώπευση πού οι λαϊκές τάξεις της υπαίθρου είχαν αναθέσει στην «αγροτική αστική τάξη» και τους φορείς της παρέμενε σταθερή και αδιατάρακτη.
Μια συνηθισμένη κατάσταση στους καπιταλιστικούς σχηματισμούς είναι σημαντικές μερίδες των λαϊκών τάξεων της υπαίθρου, μέσα από συγκεκριμένες σχέσεις αντιπροσώπευσης, να λειτουργούν σαν τάξεις-στηρίγματα του κράτους και του συνασπισμού εξουσίας. Στην κυπριακή κοινωνία, την περίοδο πού εξετάζουμε, το φαινόμενο αυτό υπάρχει με ιδιόμορφο τρόπο: οι λαϊκές τάξεις της υπαίθρου δεν στηρίζουν το κράτος και τους μηχανισμούς της αποικιοκρατικής Διοίκησης, δεν εναποθέτουν την αντιπροσώπευση και την οργάνωση τους σ' αυτούς. Αυτό το ρόλο τον αναλαμβάνουν οι φορείς και οι πολιτικές μορφές οργάνωσης της «αγροτικής αστικής τάξης», πού λειτουργούν σαν «κράτος εν κρατεί», σαν ιδιότυπα κοινοβούλια και πολιτικά κόμματα (κύρια ή Εκκλησία), σαν αντιπροσωπευτικοί θεσμοί πού «εκφράζουν» το λαό μέσα από την καθολική ψηφοφορία, κάτι πού κανένας άλλος δεν μπορεί να τους το διεκδικήσει. οι «αγρότες» στερούνται «ανεξάρτητης αγροτικής ιδεολογίας», αυτόνομης πολιτικής οργάνωσης· Στις «φυσιολογικές» περιπτώσεις ή πολιτική τους οργάνωση διαμεσολαβείται από το κράτος και τους μηχανισμούς του, αλλά στην κυπριακή κοινωνία ή ανυπαρξία τέτοιων μηχανισμών, λαϊκών, καθολικών και νομιμοποιημένα) να καλλιεργεί το έδαφος για να παίξουν οι εκκλησιαστικοί μηχανισμοί, κύρια αυτό το ρόλο.
Ή διαπίστωση αυτής της πραγματικότητας, μας θέτει μπροστά σε δύο σχετικά ερωτήματα:
α) Υποστηρίζουμε προηγούμενα, ότι ή σχέση αντιπροσώπευσης μεταξύ της «αγροτικής αστικής τάξης» και των λαϊκών τάξεων της υπαίθρου, λειτούργησε σαν μηχανισμός αντιπολίτευσης και αντιπαλότητας προς το καθεστώς της αποικιοκρατικής Διοίκησης. Ποια είναι ή πολιτική της Διοίκησης απέναντι σ' αυτόν τον «αγροτικό συνασπισμό», και ειδικότερα απέναντι στην «αγροτική αστική τάξη»; -Ή, με άλλα λόγια, ποιες αίτιες αναγκάζουν την «αγροτική αστική τάξη» να οργανώσει αυτές τις συμμαχίες της, και τι στόχοι κρύβονται πίσω απ' αυτές. Την απάντηση σ' αυτό το ερώτημα θα την ανιχνεύσουμε στην πολιτική της αποικιοκρατικής Διοίκησης, κατά την ιστορική περίοδο πού εξετάζουμε.
β) Ποιοι είναι οι «μηχανισμοί» πού καθιστούν δυνατή την οργάνωση της συμμαχίας, πού μετατρέπουν τις λαϊκές τάξεις της υπαίθρου σε τάξεις στηρίγματα της «αγροτικής αστικής τάξης»; Μια πρώτη απάντηση σ' αυτό το ερώτημα, δίνεται απ' όσα είπαμε για τις πολιτικές σχέσεις στην ύπαιθρο, και τον ιδιόμορφο πολιτικό ρόλο των εκκλησιαστικών μηχανισμών. Εδώ θα εξετάσουμε τον ιδεολογικό ή πραγματικό χαρακτήρα αυτής της σχέσης αντιπροσώπευσης· δηλαδή βασιζόταν σε μια πολιτική πραγματικών παραχωρήσεων εκ μέρους της «αγροτικής αστικής τάξης» προς τους συμμάχους της, ή όχι, οπότε και έχει άπλα να κάνει με μια διαδικασία ιδεολογικής αναγνώρισης και μόνο, με τον ίδιο τρόπο πού οι μικροϊδιοκτήτες χωρικοί της Γαλλίας στήριζαν τον Βοναπάρτη επειδή ήταν «ανιψιός του θείου του»; Γι' αυτό το ερώτημα, θα εξετάσουμε τη λειτουργία της «εθνικής ιδεολογίας», την Μεγάλη Ιδέα της «Ένωσης».
3. Ή πολιτική της Αγγλικής αποικιοκρατικής Διοίκησης, και ή απάντηση της «Ένωσης»
Ή πολιτική της Διοίκησης ήταν ιδιαίτερα ανταγωνιστική απέναντι στην «αγροτική αστική τάξη» και την οργάνωση των συμμαχιών της. Όπως είπαμε προηγούμενα αυτή ή κοινωνική συγκρότηση είχε οδηγήσει σε μόνιμη στασιμότητα την αγροτική παραγωγή, οι σχέσεις εκμετάλλευσης της υπαίθρου είχαν φτάσει τους χωρικούς σε έξαθλιωτικές συνθήκες ζωής, ή τοκογλυφία και το τοκογλυφικό εμπόριο επιβράδυναν τη «φυσική» ανάπτυξη του καπιταλισμού, ενώ αύξαναν επικίνδυνα το χρηματικό πλούτο και την πολιτική δύναμη της «αγροτικής αστικής τάξης».
Ή πολιτική της Διοίκησης, διαμορφώθηκε όταν οξύνονταν οι προηγούμενες κοινωνικές αντιθέσεις και χρωματιζόταν από τη συγκυρία. Όπως περιγράφει ο Ν. Λανίτης,13 στην Κύπρο την περίοδο 1919-1923 είχε ξεσπάσει μια έντονη «αγροτική κρίση»· την προηγούμενη περίοδο, οι αγροτικές τιμές ήταν σε πολύ υψηλό επίπεδο, οι τοκογλύφοι δάνειζαν ελεύθερα, και κατά συνέπεια τα αγροτικά χρέη είχαν πολλαπλασιασθεί. Το 1919 οι τιμές πέφτουν απότομα, ή αποπληρωμή των χρεών γίνεται δυσχερής, ενώ οι τόκοι συνεχίζουν να συσσωρεύονται.
Ή Διοίκηση αποφασίζει να παρέμβει· το 1925 ιδρύεται ή Γεωργική Τράπεζα με αγγλικά κεφάλαια. Παίρνει υπό τον έλεγχο της, τις ήδη ιδρυμένες «συνεργατικές εταιρείες» του νησιού, ενώ ταυτόχρονα ιδρύει καινούργιες. οι εταιρείες αυτές λειτουργούσαν σαν μικρά πιστωτικά ιδρύματα με νόμιμο τόκο τις περισσότερες φορές (χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ή «Χωρική Τράπεζα Λευκονοίκου», το πρώτο συνεργατικό ίδρυμα της Κύπρου, ιδρυμένο το 1909 με αγγλικά κεφάλαια),14 ενώ μετά την ίδρυση της Γεωργικής Τράπεζας ενσωματώνονται σ' αυτήν σαν «τοπικά υποκαταστήματα». Ό αριθμός των εταιρειών αυξάνει συνεχώς φτάνοντας από 29 το 1925, σε 334 το 1932. τις περισσότερες φορές αποτελούν ομίλους ατόμων, πού στην ουσία διαμεσολαβούσαν Στις πιστώσεις των αγροτών από την Γεωργική Τράπεζα, εξασφαλίζοντας ένα κέρδος από τη διαφορά του επιτοκίου, πού γι' αυτές κυμαινόταν από 8-9%. Από την άλλη, ή Τράπεζα δάνειζε σχεδόν αποκλειστικά τις εταιρείες, και οι πιστώσεις της προς αυτές έφτασαν από 7.000 λ. το 1925, Στις 299.000 λ. το 1932.
Ή πολιτική της Τράπεζας ήταν να εκμεταλλευθεί τις συνεργατικές εταιρείες, τη «λαϊκότητα» τους, και τις προσβάσεις πού είχαν αποκτήσει στα χωριά και να χτυπήσει έτσι πιο εύκολα το τοκογλυφικό δίκτυο. Π αρ' ό λα αυτά ή πολιτική της δεν στέφθηκε με επιτυχία. Οι τοκογλύφοι συνέχιζαν να κυριαρχούν στη δανειστική κίνηση, αφού οι πιστώσεις πού προέρχονταν από την Γεωργική Τράπεζα δεν κατόρθωσαν μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '40» να ξεπεράσουν το 12% του συνόλου.
Ή Γεωργική Τράπεζα συνηθίζει να παρέχει μακροπρόθεσμες, κατά κύριο λόγο, πιστώσεις με εξασφάλιση υποθήκης· το ποσό των βραχυπρόθεσμων δανείων είναι πολύ μικρό (περίπου 1.500 λ. ετησίως), και για το 1939 ανέρχεται Στις 13.000 λ. αποτελούμενο κυρίως από καθυστερήσεις. Σε μεσοπρόθεσμα δάνεια —διάρκεια 2-5 ετών— διατίθενται επίσης έως το 1939, μόνο 13.000 λ.
Ή μακροπρόθεσμη δανειοδότηση, όπως φαίνεται, δεν χρησιμεύει στους μικρούς αγρότες για κάλυψη αναγκών της παραγωγικής και της ατομικής κατανάλωσης τους. Ή μικρή οικογενειακή εκμετάλλευση δεν συνηθίζει να προϋπολογίζει τα έξοδα της, για τόσα μεγάλα χρονικά διαστήματα, ώστε να καθορίζει ανάλογα το αναγκαίο ποσό δανειοδότησης της. Το μακροπρόθεσμο δάνειο τις περισσότερες φορές, θα χρειασθεί για την αποπληρωμή των αυξανόμενων χρεών στον τοκογλύφο, παρά για τις ανάγκες της παραγωγής του μικρονοικοκυριού. Μόνο πού αυτή ή κατάσταση οδηγεί σε φαύλο κύκλο, αφού όταν έρθει ή ώρα αποπληρωμής του τραπεζιτικού δανείου, ή συνηθισμένη χρηματική έλλειψη, θα τον αναγκάσει σε εκ νέου δανεισμό από τον τοκογλύφο, και για να καλύψει το χρέος του προς την Τράπεζα και για τις παραγωγικές και καταναλωτικές ανάγκες πού θα έχουν προκύψει εν τω μεταξύ.
Έτσι στο τέλος ή Τράπεζα θα βρεθεί εκτεθειμένη· οι καθυστερήσεις επισωρεύονται, το 1934 φτάνουν το ποσό των 65.000 λ., σε σύνολο 264.000 λ. δανείων, και το 1939 σε 155.000 λ., σε συνολικό ποσό 230.000 λ. Ή κατάσταση αυτή θα φέρει την Τράπεζα στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, και θα την αναγκάσει το 1938, να κεφαλαιοποιήσει τις καθυστερήσεις, να αναπροσαρμόσει τα δάνεια της έπ' ονόματι των γεωργών, και τέλος να αναστείλει τις χορηγήσεις νέων δανείων, επισφραγίζοντας έτσι τη θεαματική αποτυχία της.
Ή παρέμβαση της Γεωργικής Τράπεζας, ενός πιστωτικού ιδρύματος πού δανείζει με νόμιμο τόκο και δεν προσπαθεί να κερδίσει με τοκογλυφικό τρόπο πού αντιπροσωπεύει το τραπεζικό κεφάλαιο σε αντίθεση με τις κύρια προκαπιταλιστικές μορφές πίστωσης, τις «προκατακλυσμιαίες μορφές» του κεφαλαίου, όπως χαρακτήριζε ο Μαρξ το τοκογλυφικό και το εμπορικό κεφάλαιο πριν από την εμφάνιση και την κυριαρχία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής,15 τελικά δεν μπόρεσε να καταστεί «ένα βήμα προς τα εμπρός εις την μάχη ν κατά της φαγαίδνης της τοκογλυφίας», όπως προσδόκησε ο Έφορος του Συνεργατισμού.
Ή λαθεμένη αρχική επιλογή των σχεδόν αποκλειστικά, μακροπροθέσμων δανείων, είχε σαν αποτέλεσμα, αντί να διαλύει το τοκογλυφικό κεφάλαιο, να του δίνει περιθώρια για νέες και κερδοφόρες «δουλειές», καθώς είδαμε προηγούμενα· τα πραγματικά αίτια της αποτυχίας όμως, πρέπει να αναζητηθούν στη δομή των κοινωνικών σχέσεων στην κυπριακή ύπαιθρο εκείνη την περίοδο, και ειδικότερα στο «κοινωνικό δίκτυο» πού όριζε την «αγροτική αστική τάξη», τη σύμπλεξη και την επικάλυψη δραστηριοτήτων μεταξύ γαιοκτητικού, εμπορικού και τοκογλυφικού κεφαλαίου.
Ή Τράπεζα δεν ανάλαβε άλλες, εκτός από τις πιστωτικές, οικονομικές δραστηριότητες, και αυτό ήταν το δυνατό όπλο των τοκογλύφων. Ό τοκογλύφος πλάτυνε συνεχώς τον ορίζοντα των δραστηριοτήτων του· έλεγχε το εμπόριο του νησιού, και δάνειζε, έκτος από χρήματα, τα εμπορεύματα πού χρειαζόταν ο χωρικός, όπως λιπάσματα, ζώα, ζωοτροφές, καλύπτοντας έτσι τις βραχυπρόθεσμες και πιο πιεστικές ανάγκες του νοικοκυριού. Ήταν πολλές φορές και ο μαγαζάτορας του χωριού, δανείζοντας καταναλωτικά είδη και δεχόταν εύκολα την αποπληρωμή σε είδος, σε τιμές βέβαια πολύ κατώτερες από τις τρέχουσες, αλλά δίνοντας έτσι «λύση» στη μόνιμη έλλειψη ρευστών διαθεσίμων των αγροτών. Αν σκεφτούμε, ότι τις περισσότερες φορές ήταν ο ιδιοκτήτης του χωραφιού πού μίσθωνε ή εργαζόταν ο χωρικός, καταλαβαίνουμε ότι ήταν πολύ δύσκολο για τον τελευταίο να ξεφύγει από τα χέρια του. Έκτος από την ανάγκη πού τον είχε, τον «εμπιστευόταν» ταυτόχρονα, μίλαγε την ίδια φωνή μαζί του, ήταν ο «πρόκριτος» και ο «πατρόνας», πού τον αντιπροσώπευε και τον προστάτευε, ή ο μορφωμένος, ο διανοούμενος πού ήξερε να του λέει ιστορίες για την ανωτερότητα της φυλής του και το αρχαίο μεγαλείο. Για όλα αυτά άξιζε τον κόπο να του δίνει κάτι παραπάνω, στον τόκο, στο εμπόριο, στο νοικίασμα του χωραφιού, να τον ψηφίζει και να τον πιστεύει, να τον «προστατεύει» κι αυτός από τους «ξένους», τις Τράπεζες και τις επιβουλές τους, ενάντια στο «δικό του άνθρωπο».
Ή παρέμβαση της αποικιοκρατικής Διοίκησης, μέσω της Γεωργικής Τράπεζας, στα τέλη της δεκαετίας του '40, είχε φτάσει σε διακηρυγμένη αποτυχία· όμως οι προθέσεις παρέμεναν και «ή μάχη κατά της φαγαίδνης της τοκογλυφίας» έμελλε να συνεχιστεί, με πιο βίαιο και αποφασιστικό τρόπο. Το 1940, θεσπίζεται ο «Νόμος περί ανακουφίσεως των γεωργών χρεωστών». 'Ορίζεται ένα συμβούλιο με έδρα την Λευκωσία, με σκοπό να εξετάσει τα χρέη πού οφείλονται σε «ιδιώτες», έπειτα από αιτήσεις των ενδιαφερομένων. Ή διαδικασία αυτή θα καταφέρει ένα σημαντικό χτύπημα στο τοκογλυφικό κεφάλαιο· τα χρέη ελαττώθηκαν, μέχρι το 1942, σε ποσοστό 33,2% κατά μέσο όρο, και με ευνοϊκούς όρους αποπληρωμής, αφού ο τόκος καθορίστηκε στο 5% και ή περίοδος άποπληρωμής στα 15 έτη.
Ή παρέμβαση, όμως της Διοίκησης παίρνει και άλλες μορφές. Αφού εκτιμώνται τα αίτια της αποτυχίας της Γεωργικής Τράπεζας, στις αρχές του 1938, ιδρύεται ή Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα. Ή νέα τράπεζα συνεχίζει την πολιτική της χρησιμοποίησης των «συνεργατικών εταιρειών», πού φαίνεται ότι μπορούν να πλησιάζουν και να φέρνουν προς το μέρος της τις λαϊκές τάξεις της υπαίθρου, αλλά πλαταίνοντας τη λειτουργία τους. οι συνεργατικές εταιρείες —γίνεται προσπάθεια— εκτός από πιστωτικές πράξεις να αναλάβουν και άλλες δραστηριότητες, εμπορικές, μίσθωσης, πώλησης και εκμετάλλευσης γαιών, κλπ. Στην Έκθεση του Εφόρου του Συνεργατισμού για το 1936, διαβάζουμε: «Εις πολλά χωρία είναι τώρα παραδεκτόν, ότι ή παρασκευή οίνων συνεταιρικώς είναι άμειπτική και ότι ο καλύτερος τρόπος απαλλαγής από την έκμετάλλευσιν του εγχωρίου παντοπώλου-τοκογλύφου είναι ή ίδρυσις συνεταιριστικού παντοπωλείου, ότι ή αποταμίευσης είναι αξία ενθαρρύνσεως και ότι μία πιστωτική εταιρεία ή ένα συνεργατικόν ταμιευτήριον εις ένα χωρίον αποτελεί ίδρυμα, το όποιον πρέπει να άπολαύη υποστηρίξεως με κάθε τρόπον».16
Κατ' αρχάς οι συνεργατικές εταιρείες παρέχουν πλέον, κατά κύριο λόγο βραχυπρόθεσμες πιστώσεις, και ο όγκος τους αυξάνει από 28 χιλ. λ. το 1935, Στις 136,2 χιλ. το 1943, ενώ οι μακροπρόθεσμες πιστώσεις πέφτουν την ίδια περίοδο, από 307 χιλ. λ. Στις 27,6 χιλ. λ. οι πιστωτικές συνεργατικές εταιρείες δανείζονται πλέον από τη Συνεργατική Τράπεζα με τόκο 6%, και οι πιστώσεις τους παρέχονται προς 7 και 8%, συνήθως. Επίσης, οι εταιρείες αρχίζουν να προσελκύουν καταθέσεις, κάτι πού δεν είχαν κατορθώσει την προηγούμενη περίοδο· το σύνολο των καταθέσεων από 22 χιλ. λ. το 1935, αυξάνεται Στις 372,4 χιλ. λ. το 1943, με ευεργετικές επιπτώσεις στο κυκλοφοριακό κεφάλαιο των πιστωτικών εταιρειών. Παράλληλα, αυξάνονται και τα αποθεματικά τους κεφάλαια, και ή αναλογία των αποθεματικών επί του ολικού κυκλοφοριακού κεφαλαίου αυξάνει από 5,8% (1934), σε 24,5%, το 1940. Έτσι λοιπόν, το σύνολο του κυκλοφοριακού κεφαλαίου των πιστωτικών εταιρειών παρουσιάζει συνεχώς θετική εξέλιξη, και θα φτάσει Στις 489 χιλ. λ. το 1943, έναντι 394 χιλ. λ. το 1934.
Σημαντική προσπάθεια γίνεται, για να αναλάβουν οι συνεργατικές εταιρείες και άλλες, μη πιστωτικές δραστηριότητες. Έτσι, μέχρι το 1941 έχουν ιδρυθεί αρκετές, συνεργατικές εταιρείες, πού ασχολούνται με το εμπόριο, τις εξαγωγές κύρια αγροτικών προϊόντων, την εκμίσθωση και την αγορά γαιών, καθώς και βιομηχανικές δραστηριότητες κατεργασίας προϊόντων, με πιο σημαντικές τις οινοποιητικές. Ταυτόχρονα, ή Συνεργατική Τράπεζα, αναλαμβάνει τον κύριο όγκο των εισαγόμενων προϊόντων.
Το σύνολο των οικονομικών δραστηριοτήτων, πού περιγράφουμε, βρίσκεται υπό την προστασία και την «καθοδήγηση» της Συνεργατικής Κεντρικής Τράπεζας. Ό μεγαλύτερος αριθμός των συνεργατικών εταιρειών είναι μέλη της, τους παρέχονται πιστώσεις, εισαγόμενα προϊόντα σε κανονικές τιμές, βοηθούνται προστατευτικά στο εμπόριο των προϊόντων τους, τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό.
Έτσι λοιπόν, ή παρέμβαση της Διοίκησης, αυτή τη δεύτερη περίοδο πού εξετάζουμε φαίνεται να επιτυγχάνει στο στόχο της. Το κοινωνικό δίκτυο και οι σχέσεις πού είχε εγκαθιδρύσει ή «αγροτική αστική τάξη», δέχεται αλλεπάλληλα χτυπήματα, και σιγά-σιγά αρχίζει να αποδιαρθρώνεται. οι «έκτακτες» και τοκογλυφικές μορφές πίστωσης, αντικαθίστανται από σύγχρονες τραπεζιτικές μορφές, πού δουλεύουν και κερδίζουν από νόμιμα και σχετικά χαμηλά επιτόκια. Ό «μαγαζάτορας» του χωριού, απειλείται πλέον από τις συνεργατικές μονάδες πώλησης, τους νέους φορείς του εμπορικού κεφαλαίου. Ή ήττα της «αγροτικής αστικής τάξης» θα συνεχιστεί μέχρι τη δεκαετία του '60. Προχωράει ή «αποσύνθεση», ή εμπορευματοποίηση και ο εκχρηματισμός της γεωργίας. Ό κυπριακός αστικός πληθυσμός από 16% του συνόλου, πού είναι το 1931, θα φτάσει το 37% του συνόλου στη δεκαετία του '60. Ό ενεργός οικονομικά πληθυσμός από 135 χιλ. το 1931, σχεδόν διπλασιάζεται φτάνοντας τις 265 χιλ. το 1956. Παράλληλα, αναπτύσσεται και το βιομηχανικό κεφάλαιο του νησιού· οι απασχολούμενοι στη βιομηχανία-μεταποίηση από 17.327 το 1931, ανέρχονται σε 36.200 το 1956. Αυξάνονται οι επενδύσεις στα ορυχεία-μεταλλεία του νησιού, όπου προσελκύεται κύρια το «ξένο» κεφάλαιο, διπλασιάζοντας την απασχόληση την περίοδο 1931-1956, πού τελικά φτάνει στις 6.300.17
Ό 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος δεν επηρεάζει ιδιαίτερα την Κύπρο· αντίθετα, ή «έκτακτη» πολιτική της Διοίκησης, αυτή την περίοδο, ενισχύει σημαντικά τις προηγούμενες κοινωνικές διεργασίες. Ή ενίσχυση των αγγλικών στρατευμάτων του νησιού αυξάνει τη ζήτηση βιομηχανικών και αγροτικών προϊόντων. Επίσης την ίδια περίοδο ή Διοίκηση αναλαμβάνει να θέσει σε εφαρμογή ένα μεγάλο Πρόγραμμα Δημοσίων Έργων (δρόμοι, κτιριακός εξοπλισμός των στρατιωτικών βάσεων, άλλες στρατιωτικές εγκαταστάσεις), καθώς και έργων υποδομής για τη γεωργία (ύδατοπρομήθεια, υδροηλεκτρικά και αρδευτικά έργα), πού αυξάνουν σημαντικά τις οικοδομικές και κατασκευαστικές δραστηριότητες. Ενδεικτικά, ή απασχόληση στον κατασκευαστικό κλάδο, ανέρχεται από 6.237 το 1931, Στις 20 χιλιάδες το 1956. Επεκτείνονται όλη αυτή την περίοδο οι εργασίες της Τράπεζας Κύπρου, πού ιδρύει την «Κτηματική Τράπεζα Κύπρου» (1946) με δραστηριότητες στην οικοδομή, τις «Γενικές Ασφάλειες Κύπρου» (1951), και θυγατρική εταιρεία στο Λονδίνο (1955). Επίσης, το 1952 ιδρύεται ή «Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου».18
Από τα προηγούμενα στοιχεία, μπορούμε να εξάγουμε κάποια συμπεράσματα: από τα τέλη της δεκαετίας του '40 και μετά, μια σειρά κοινωνικές διεργασίες πού γίνονται με την «πριμοδότηση» της αποικιοκρατικής Διοίκησης κλονίζουν ισχυρά και αδυνατίζουν τη θέση της «αγροτικής αστικής τάξης», μέσα από μια συνεχή πορεία ήττων για την τελευταία. Επίσης, ή ανάπτυξη του νησιού την ίδια περίοδο, φέρνει στο προσκήνιο και δίνει την κυρίαρχη, οικονομικά, θέση σε μια «νέα» και δυναμική μερίδα της αστικής τάξης. Ή τελευταία εξαπλώνει ένα κοινωνικό δίκτυο, πού περιέχει το εμπορικό, το τραπεζιτικό και το βιομηχανικό κεφάλαιο αντιπροσωπεύοντας τις σύγχρονες μορφές του κεφαλαίου, σε αντίθεση με τις «προκατακλυσμιαίες» μορφές του κεφαλαίου της «αγροτικής αστικής τάξης». Ό ανταγωνισμός, πού ξεσπάει στο οικονομικό επίπεδο, ανάμεσα σ' αυτές τις δύο μερίδες της αστικής τάξης, ολοκληρώνεται με σημαντική νίκη της «νέας» μερίδας. Αυτή επίσης, επιλέγει μια πολιτική συνεργασίας με την αποικιοκρατική Διοίκηση, ή πολιτική της οποίας με το Συνεργατισμό, τις Τράπεζες, τα προγράμματα επενδύσεων της κλπ., την έφερε στο προσκήνιο και την ανέδειξε, μετά το 1940, σε οικονομικά κυρίαρχη τάξη του νησιού.
οι ταξικοί ανταγωνισμοί και οι αντιθέσεις πού περιγράψαμε μέχρι τώρα, μας προετοιμάζουν το έδαφος, για να ερευνήσουμε τις πολιτικές και ιδεολογικές μορφές πού προσέλαβαν αυτοί οι αγώνες, και κύρια το μεγάλο θέμα της Ένωσης.
4. Ή «εθνική ιδεολογία», η ή Μεγάλη Ιδέα της Ένωσης
Ή «αγροτική αστική τάξη», μέσα απ' αυτές τις διαδικασίες και την εχθρική πολιτική της αποικιοκρατικής Διοίκησης, είδε την κοινωνική θέση της να κλονίζεται επικίνδυνα. Ήταν φυσικό να προσπαθήσει να οργανώσει τη δική της αντίσταση. οι πολιτικές σχέσεις της υπαίθρου, όπως είδαμε σε προηγούμενη παράγραφο, και οι σχέσεις αντιπροσώπευσης πού παρείχαν οι λαϊκές τάξεις της υπαίθρου, δημιουργούσαν έναν ισχυρό «αγροτικό συνασπισμό», μια χρήσιμη πολιτική συμμαχία στα χέρια της «αγροτικής αστικής τάξης». Ή διατήρηση αυτών των πολιτικών συμμαχιών έγινε ή κύρια πολιτική της επιλογή, απέναντι Στις επιθέσεις πού δεχόταν.
Την «ενωτική ιδεολογία», όπως διαμορφώνεται την περίοδο 1920-1940, θεωρούμε ότι πρέπει να την εντάξουμε σ' αυτό το πλαίσιο, στην οξυμένη αντίθεση της «αγροτικής αστικής τάξης» απέναντι στην πολιτική της αγγλικής Διοίκησης. Προσπάθησε μ' αυτό τον τρόπο να απομονώνει τη Διοίκηση και την πολιτική της από ευρύτερα λαϊκά ερείσματα, να μεταγράψει την ταξική της αντίθεση σ' αυτήν σε αγώνα για τη σωτηρία της «εθνικής ψυχής», τη διατήρηση της θέσης της στην κοινωνική ιεραρχία σε «εθνική αποστολή». και σε πολλές περιπτώσεις τα κατάφερε.
Ή πολιτική της «αγροτικής αστικής τάξης» αυτή την περίοδο ήταν αμυντική, ήθελε να περισώσει ότι μπορούσε, να τρομάξει την αγγλική Διοίκηση και να την αναγκάσει να κάνει πίσω. Δεν σκόπευε να έρθει σε ριζική ρήξη μαζί της, αλλά σε έναν επωφελή συμβιβασμό αμοιβαίων, αλλά όχι καταστροφικών, υποχωρήσεων. Ακόμη και το σύνθημα της Ένωσης δεν το εννοούσε πραγματικά, πίσω απ' αυτό δεν κρυβόταν ο εθνισμός της, αλλά ο συγκυριακός και αμυντικός «αντί-αγγλισμός» της.
Βέβαια, οι ιδεολογίες δεν γεννιούνται στο κενό, αλλά πάντα αρθρώνονται και διαχειρίζονται —με το δικό τους τρόπο— τα ήδη υπάρχοντα ιδεολογικά στοιχεία.
Ή «ενωτική ιδεολογία» κατάφερε να διαχειριστεί και να εκμεταλλευθεί το προϋπάρχον «εθνικό ένστικτο» του Κυπριακού λαού και ιδιαίτερα των αγροτικών μαζών. Ή διαπίστωση της ύπαρξης του «εθνικού ενστίκτου», σαν αυθόρμητης μαζικής ιδεολογίας, από μόνη της δεν αποδεικνύει και πολλά πράγματα. Το σημαντικότερο είναι να εξετάσουμε τις πρακτικές δραστηριότητες τις όποιες υποκινεί, και τα ευρύτερα ιδεολογικά και πολιτικά σύνολα στα όποια ενσωματώνεται.
Το «εθνικό ένστικτο», στην ακατέργαστη μορφή της αυθόρμητης ιδεολογίας, αντανακλούσε τις άθλιες συνθήκες ζωής των αγροτικών μαζών, το όνειρο ότι στην «πατρίδα» ο συνάδελφος τους είναι κύριος της ζωής και του κλήρου του· ότι το κράτος «εκεί», είναι δικό του και προορισμένο να τον προστατεύει. Ενθουσιάζεται με την ιδέα του ισχυρού κράτους, του δυνατού στρατού πού αποβιβάζεται στη Μικρά Ασία, φαντάζεται ότι ο μικρός κλήρος του στην πατρίδα θα είναι καλύτερα προστατευμένος και ή ζωή του λιγότερο σκληρή. «και φανταζόταν ότι εκεί τουλάχιστον, δεν θα υπήρχαν πατριδοκάπηλοι, πού τόσο ελεύθερα συγκεντρώνουν μέσα στα χρηματοκιβώτια τους πραγματικούς πακτωλούς, σε βάρος του λαού. Πίστευαν πάνω απ' όλα οι πτωχοί Κύπριοι, ότι εκεί στην Ελλάδα, δεν διαφέντευε ή ληστρική εκμετάλλευση. Πίστευαν ότι υπήρχε, τουλάχιστον ένα φωτεινό μέλλον».19 Γι' αυτό Στις εξεγέρσεις του, δεν ξεχνάει δίπλα στο σύνθημα «Ζήτω ή ένωσις», να προσθέτει με δύναμη «Κάτω οι φορομπήχτες».
Αυτά τα ασφυκτικά και ακυρωτικά όρια, εξαντλούν τη ριζοσπαστικότητα του «εθνικού ενστίκτου» των αγροτικών μαζών. τι αντιπροσωπεύει ή ιδεολογία πού αναπτύσσεται; «Όχι το, λαό της υπαίθρου πού μαζί με τις πόλεις θέλει να ανατρέψει με τη δράση του το παλιό καθεστώς, μα, αντίθετα, το λαό της υπαίθρου πού γερά δεμένος στο παλιό καθεστώς θέλει να δει τον εαυτό του μαζί με το μικρό του κλήρο να σώζεται και να ευνοείται από το φάντασμα της αυτοκρατορίας. Δεν αντιπροσωπεύει τη διαφώτιση, μα τη δεισιδαιμονία του αγρότη, όχι την κρίση του, μα την πρόληψη του, όχι το μέλλον του, μα το παρελθόν του, όχι τη σύγχρονη Σεβέν του, μα τη σύγχρονη Βανδέα του».20
Το «εθνικό ένστικτο» εξαντλεί γρήγορα την αυτόνομη δυναμική του· δεν δημιουργεί όρους κινήματος, καταναλίσκεται να προσφέρει την υπογραφή του στα συνεχή και «ρουτινιάρικα» ψηφίσματα της Εκκλησίας, προς την αγγλική Διοίκηση. Παθητικοποιεί τους αγρότες να κοιτάζουν «με ελπίδα την Ακρόπολη», ή καλύτερα τη Βουλή των Ελλήνων, και τους σπρώχνει να πείθονται από τους τοκογλύφους, τους κληρικούς και τους γαιοκτήμονες, Όταν διαλαλούν με υποκρισία: «Προτιμούμε τα ράκη της μητρός πατρίδος από τους πακτωλούς της μητρυιάς». και έσπευδαν να... αποποιηθούν τους πακτωλούς.
Τώρα, ίσως γίνεται φανερό τι εννοούμε λέγοντας ότι το «εθνικό ένστικτο», από μόνο του δεν αποδεικνύει τίποτε· οι δυνάμεις πού θα το «εκπαίδευαν» και θα το ανέβαζαν στο επίπεδο της σοσιαλιστικής ιδεολογίας και πολιτικής, θα το γέμιζαν ταξικό χρώμα και κοινωνικό περιεχόμενο, απουσίαζαν από την κυπριακή κοινωνία. Ήταν λοιπόν μοιραίο, να πέσει στα χέρια της «αγροτικής αστικής τάξης» του νησιού, και να γίνει ή βάση στήριξης της «ενωτικής ιδεολογίας» και των ταξικών επιδιώξεων πού κρύβονται πίσω απ' αυτήν.
Έτσι ή, κατ' αυτό τον τρόπο, διαμορφωμένη «ενωτική ιδεολογία» και πολιτική θα κληθεί να υπηρετήσει και να στηρίξει την «αγροτική αστική τάξη» και τους φορείς της, σε αντίθεση με τη Διοίκηση και τις «νέες» μερίδες της αστικής τάξης, πού εν τω μεταξύ, έχουν αναπτυχθεί. Θα συμπληρώσει και θα διευκολύνει τις πολιτικές σχέσεις αντιπροσώπευσης· θα ενισχύσει τον «αγροτικό συνασπισμό», με έναν σύστοιχο «ιδεολογικό συνασπισμό», όπως έλεγε ο Γκράμσι, πού ο ένας θα βοηθά και θα ισχυροποιεί την ύπαρξη του άλλου. Ταυτόχρονα, παρεμβάλλει ισχυρά εμπόδια στην πολιτική της αποικιοκρατικής Διοίκησης και συμβάλλει αποφασιστικά στην αποτυχία της πρώτης προσπάθειας της.
Το αξιοσημείωτο εδώ είναι, ότι αυτός ο «ιδεολογικός συνασπισμός» θα διατηρήσει την εμβέλεια του, ακόμη και όταν, ή «αγροτική αστική τάξη» ηττηθεί στο οικονομικό επίπεδο στα τέλη της δεκαετίας του '40 και ύστερα. Πραγματικά ή ήττα αυτή, δεν θα βρει συνέχεια στο πολιτικό και το ιδεολογικό επίπεδο· τίποτε δεν δείχνει ότι, αυτή την περίοδο, διακόπτονται ή εξασθενούν σημαντικά οι προηγούμενες σχέσεις πολιτικής αντιπροσώπευσης και ιδεολογικής αναγνώρισης. οι εκκλησιαστικοί μηχανισμοί συνεχίζουν να λειτουργούν σαν «κοινοβούλιο», και ή ενωτική ιδεολογία και πολιτική δεν χάνουν την αποτελεσματικότητα τους. Ή κρατική Διοίκηση, δεν εξασφαλίζει άλλους αντιπροσωπευτικούς και νομιμοποιημένους μηχανισμούς, πού να απειλούν το πολιτικό και ιδεολογικό μονοπώλιο των εκκλησιαστικών, κύρια, μηχανισμών· ή Παλμεροκρατία, με τις έκτακτες και δικτατορικές μορφές της, δυσκολεύει περισσότερο τα πράγματα.
Σε ανάλογη αδυναμία βρίσκεται και ή μερίδα της «νέας» αστικής τάξης, Στις πολιτικές και ιδεολογικές σχέσεις δύναμης. Σ' αυτό το επίπεδο, ή «νέα» αστική τάξη, έκανε την πρώτη της εμφάνιση στα τέλη της δεκαετίας του '30. οι πολιτικοί της εκπρόσωποι, πρότειναν ένα μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, χωρίς ενωτικές διακηρύξεις, πού πρότεινε συνεργασία με την αποικιοκρατική Διοίκηση για την «οικονομική ανόρθωση του τόπου», την απαλλοτρίωση της αγροτικής γης και τη διανομή της κατά το πρότυπο της Θεσσαλίας, την ίδρυση Κεντρικής Τράπεζας, πού θα ελέγχει την αγροτική πίστη, και τη διευθέτηση των αγροτικών χρεών. Μια πρόσκαιρη επιτυχία πού συναντούν οι «μεταρρυθμιστές» Στις εκλογές του 1925 για το Νομοθετικό Συμβούλιο, εξανεμίζεται γρήγορα και «ο λαός Στις εκλογές του 1930, ξανάφερε στη Βουλή τους φανατικούς εθνικιστές, ξεχνώντας τους μεταρρυθμιστές και τους άλλους μετριοπαθείς πού είχε υποστηρίξει Στις εκλογές του 1925».21 Ή πολιτική συνεργασίας, πού αυτή ή μερίδα είχε επιλέξει απέναντι στη Διοίκηση, την έθετε συνεχώς στο περιθώριο, με τη ρετσινιά του «φιλοαγγλισμού» και της ενδοτικότητας.
Ανακεφαλαιώνοντας, παρατηρούμε, ότι από τη δεκαετία του '40 και ύστερα, ή «αγροτική αστική τάξη» ηττάται στο οικονομικό επίπεδο, ενώ αναπτύσσεται μια νέα μερίδα της αστικής τάξης πού σιγά-σιγά κυριαρχεί στην οικονομία του νησιού. Αντίθετα, για μια σειρά λόγους, οι πολιτικοί και οι ιδεολογικοί μηχανισμοί της «αγροτικής αστικής τάξης», συνεχίζουν να διατηρούν αμείωτη την εμβέλεια τους.
Αυτή ή αντίθεση θα παίξει σημαντικό ρόλο στη μεταπολεμική περίοδο και θα καθορίσει σημαντικά τη μορφή των κοινωνικών εξελίξεων και του Ενωτικού Αγώνα.
5. Ή μεταπολεμική συγκυρία και ο δρόμος για τη Ζυρίχη
Ό 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος ανατρέπει σημαντικά τη μορφή της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας και τις σχέσεις δύναμης ανάμεσα στους κρίκους της. Οι ευρωπαϊκοί ιμπεριαλισμοί βγαίνουν από τον πόλεμο αρκετά αδυνατισμένοι, ενώ παράλληλα διαμορφώνεται ή ηγεμονία του αμερικανικού ιμπεριαλισμού και μια καινούργια μορφή της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας. Ό βρετανικός ιμπεριαλισμός, κύρια, έχει εισέλθει σε μια περίοδο κάμψης και παρακμής, τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό· αδυνατεί να διατηρήσει τη στρατηγική ζώνη έλεγχου του, βλέποντας τις παλιές αποικίες του να ανεξαρτητοποιούνται ή μία μετά την άλλη, και με διάφορους τρόπους να φεύγουν από τον έλεγχο του. Στις αρχές της δεκαετίας του '60, ή παρουσία του στην περιοχή της Μεσογείου εκμηδενίζεται και ή διαμάχη του Σουέζ (1956) αποτελείτο τελειωτικό χτύπημα γι' αυτόν. Μια σειρά χώρες, ή Αίγυπτος, ή Συρία, το νεοδημιουργημένο Ισραήλ, ή Λιβύη, αργότερα το Ιράκ, φεύγουν από την «επιρροή» του.22
Ή καινούργια διεθνής συγκυρία, μετασχηματίζει ολοκληρωτικά τις αντιθέσεις στην περιοχή και ιδιαίτερα της κυπριακής κοινωνίας, πού βρίσκεται ακόμη κάτω από το καθεστώς της αποικιοκρατικής Διοίκησης. Όπως έχουμε δείξει, ή «νέα» μερίδα της αστικής τάξης, μετά τη δεκαετία του '40, αναπτύσσεται ραγδαία και γίνεται ή οικονομικά κυρίαρχη τάξη του νησιού. Τα υπολείμματα της «αγροτικής αστικής τάξης» σιγά-σιγά φθίνουν, ή προσπαθούν να ενσωματωθούν Στις οικονομικές δραστηριότητες της «νέας» αστικής τάξης (π.χ. οι γαιοκτήμονες και κύρια ή Εκκλησία πού αρχίζουν να επενδύουν τώρα στον τουριστικό τομέα). Αντίθετα όμως στο πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο, διατηρεί την κυρίαρχη παρουσία της, χωρίς σημαντικές αντιστάσεις από τις άλλες δυνάμεις.
Ή διεθνής συγκυρία και ή υποχώρηση του βρετανικού ιμπεριαλισμού, ιδιαίτερα στην περιοχή, θα δημιουργήσει διεκδικητικές διαθέσεις στην κυρίαρχη μερίδα της κυπριακής αστικής τάξης· ή περίοδος της «συνεργασίας» τους, ήταν ωφέλιμη και αποδοτική όπως είδαμε, τώρα όμως ή κυρίαρχη μερίδα του κυπριακού αστισμού θα αντιληφθεί και θα προσπαθήσει να εκμεταλλευθεί την αδυναμία του «συνεργάτη» της, για να καλυτερέψει τη δική της θέση. Ας μην ξεχνάμε, ότι ή πολιτική και ιδεολογική απομόνωση της στον κυπριακό λαό, μπορεί να μην είναι άμεση απειλή για την κυριαρχία της, αλλά μακροπρόθεσμα μπορεί να αποβεί επικίνδυνη.
Υποστηρίζουμε, ότι ή αλλαγή πολιτικής τοποθέτησης της κυρίαρχης μερίδας της αστικής τάξης της Κύπρου, απέναντι στον αγγλικό ιμπεριαλισμό κατά τη μεταπολεμική συγκυρία, καθορίζουν και ερμηνεύουν τον ενωτικό αγώνα, στη δεκαετία του '60. Επίσης, ότι ή στρατηγική της κυπριακής αστικής τάξης ήταν, ευθύς εξ αρχής, το όραμα της ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας.
Τα ερωτήματα πού προκύπτουν όμως είναι πολλά: τι σημαίνει τότε, ή ενωτική «υστερία», από την οποία κανείς δεν φάνηκε να διαχωρίζεται; Ας δούμε τα πράγματα από πιο κοντά.
Ή κυπριακή κυρίαρχη αστική τάξη βίωνε την εξής αντίφαση: οι κοινωνικές διαδικασίες πού την έκαναν κυρίαρχη στο οικονομικό επίπεδο, την απομόνωναν στο πολιτικό και στο ιδεολογικό επίπεδο σαν συνεργάτη των Βρετανών. Εκεί διατηρούσαν την εμβέλεια τους οι θεσμοί και οι ιδεολογίες της «αγροτικής αστικής τάξης», όπως είχαν διαμορφωθεί την περίοδο πού ή τελευταία αντιστεκόταν και πάλευε ενάντια στην εχθρική πολιτική της Διοίκησης. Αυτή την αντίφαση βίωνε και έπρεπε να επιλύσει ή κυρίαρχη αστική τάξη. και αυτό έκανε. Χρησιμοποίησε αυτούς τους «ξένους» και κάποτε ανταγωνιστικούς θεσμούς, για να δώσει ευρύτατη συναίνεση και λαϊκά ερείσματα στη δική της πολιτική στρατηγική. Κατόρθωσε έτσι να σπάσει τον κλοιό απομόνωσης πού είχε μπλοκαρισθεί, και να δώσει «εθνικό» χρώμα στα ταξικά συμφέροντα της.
Βλέπουμε έτσι το παράδοξο, θεσμοί και ιδεολογίες, σαν την Εκκλησία και την ενωτική ιδεολογία, πού στο παρελθόν όριζαν και οργάνωναν την αντιπαλότητα κάποιων κοινωνικών συμμαχιών ενάντια στη «φιλοαγγλική» μερίδα της αστικής τάξης, τώρα να διαμεσολαβούν τη δική της ηγεμονία. "Αν θέλουμε να «διασκεδάσουμε» την αμηχανία μας μπροστά σ' αυτό το παράδοξο φαινόμενο, είναι καλό να θυμηθούμε την περίπτωση της γερμανικής επανάστασης του Βίσμαρκ, όπου οι μηχανισμοί του απολυταρχικού κράτους και οι αντίστοιχες ιδεολογικές μορφές, οργανώνουν και δημιουργούν την ηγεμονία της, οικονομικά κυρίαρχης, αστικής τάξης.23
Κατ' αυτό τον τρόπο, ή πολιτική και ιδεολογική αδυναμία της κυρίαρχης μερίδας της αστικής τάξης, την αναγκάζουν να στηρίξει την ηγεμονία της στους θεσμούς και την ιδεολογία μιας εχθρικής και ηττημένης οικονομικά μερίδας της αστικής τάξης. Μόνο πού ή διαχείριση αυτής της διαδικασίας γίνεται δυσκολότερη, και νέες κοινωνικές αντιθέσεις εμφανίζονται.
Ή ιδεολογία και οι πολιτικοί θεσμοί, είναι σίγουρο ότι διαθέτουν τη δικιά τους υλικότητα, την ιδιομορφία του σχηματισμού τους, σέρνουν μαζί την ιστορία και την παράδοση τους· μ' αυτή την έννοια, δεν είναι «παθητικά όργανα», ικανά και πρόθυμα για κάθε είδους χειρισμούς, κατά περίπτωση και σύμφωνα με τη βούληση του «χειριστή» τους. Δεσμεύονται, αλλά και δεσμεύουν ταυτόχρονα. Έτσι, ή κυρίαρχη αστική τάξη της Κύπρου, έπρεπε να βρει την ικανότητα της διαχείρισης αυτών των αντιθέσεων, ώστε να τις ενσωματώνει ανώδυνα και χωρίς τριγμούς στην πολιτική της, να ελέγχει κάθε στιγμή τα πράγματα.
Κατ' αρχήν, διαμορφώνει την ενωτική ιδεολογία, ώστε να μην οδηγεί σε εξάρσεις και επικίνδυνες περιπέτειες, μετατρέποντας τις σχέσεις κάποιων στοιχείων, πού υπήρχαν σ' αυτήν.
Τα ριζοσπαστικά στοιχεία πού υπήρχαν, υποταγμένα σ' αυτή την ιδεολογία, και σε ακατέργαστη μορφή, τα χρόνια 1930-40 («Κάτω οι φορομπήχτες»), εξαλείφονται ολοκληρωτικά. Ή καταδίκη του κομμουνισμού, γίνεται μόνιμη επωδός, ακόμη και των διακηρύξεων και των μηνυμάτων προς το λαό· στην πρώτη διακήρυξη του ΕΜΑΚ, (Εθνικό Μέτωπο Απελευθερώσεως Κύπρου), διαβάζουμε: «Δεν θα δεχθώμεν κομμουνιστάς είς το ΕΜΑΚ, κυρίως δια λόγους σκοπιμότητας, και εάν οι κομμουνιστές ενδιαφέρονται είλικρινώς δια την Ένωσιν, δεν θα θελήσουν να αναμιχθούν είς τον άπελευθερωτικόν μας άγώναν». Και στις διακηρύξεις του Μακάριου, και κυρίως του Γρίβα, σπάνια θα ξεχνιέται ή «λέπρα του διεθνούς κομμουνισμού» πού περιμένει την κατάλληλη στιγμή να κατασπαράξει την Κύπρο. Ή θρησκευτική ιδεολογία, μαζί με έναν άκρατο σωβινισμό, ανακηρύσσονται σαν κυρίαρχα στοιχεία, της ενωτικής ιδεολογίας.
Και μαζί με όλα αυτά, έρχεται και ή φανερή «δυσπιστία» απέναντι σε κάθε είδους μαζική και πολιτική διαδικασία, πού θεωρείτο ότι παρέκκλινε από τον «εθνικό αγώνα», όπως με τα εργατικά και αγροτικά συνδικάτα, πού ενώ τη δεκαετία '40-50 γνωρίζουν σημαντική άνοδο, ύστερα καλούνται να υποταχθούν Στις προτεραιότητες του «εθνικού αγώνα».
Μέσα από ανάλογες διαδικασίες ή κυπριακή αστική τάξη δημιουργεί εκείνες τις ισορροπίες πού οργανώνουν την αδιαφιλονίκητη ηγεμονία της και ποτέ ή κατάσταση δεν ξεφεύγει από τα χέρια της. Ακόμα και όταν, πολύ γρήγορα, εγκαταλείπει τις ενωτικές διακηρύξεις και διαλαλεί φανερά το όραμα της Ανεξαρτησίας, δεν θα αντιμετωπίσει από πουθενά ισχυρές αντιστάσεις. Μόνο σε κάποιες στιγμές θα υπάρξουν αντιστάσεις προερχόμενες από τα δεξιότερα και πιο εθνικιστικά ρεύματα της κυπριακής κοινωνίας, τη λεγόμενη «γριβική παράταξη». Πραγματικά είναι ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι σ' όλη αυτή την περίοδο αναπαράγεται ένας εσωτερικός διαχωρισμός Στις δυνάμεις του ενωτικού αγώνα· συμπυκνώνεται τις περισσότερες φορές στην πολιτική του Μακάριου από τη μια, και την πολιτική του Γρίβα από την άλλη, τη Μακαριακή και τη Γριβική παράταξη.
τι κρύβεται πίσω απ' αυτόν τον διαχωρισμό; Ό Ν. Κρανιδιώτης θα περιγράψει ως εξής την κατάσταση: «οι Μακαριακοί πίστευαν ότι κάτω από τη φωτισμένη ηγεσία του Αρχιεπισκόπου θα μπορούσαν να οικοδομήσουν ένα νέο δημοκρατικό, προοδευτικό κράτος με φιλελεύθερους κοινωνικούς και πολιτικούς θεσμούς, πού θα μετέβαλε ουσιαστικά τη δομή της Κυπριακής κοινωνίας, θα ανέτρεπε και θα έθεράπευε την κοινωνική αδικία, πού είχε καλλιεργήσει ή αποικιοκρατία, και θα αποτελούσε ένα ειρηνικό μέλος της διεθνούς κοινωνίας... Ή Γριβική παράταξη αντίθετα, κατηγορούσε το Μακάριο σαν επίορκο και ενδοτικό, σαν τον άνθρωπο πού εγκατέλειψε τον κύριο στόχο του αγώνα, την Ένω-σΤ 1> όχι γιατί δεν μπορούσε ο στόχος αυτός να επιτευχθεί, αλλά γιατί ήθελε να. εξυπηρετήσει προσωπικές φιλοδοξίες. Εκείνο πού χαρακτήριζε ιδιαίτερα τη Γριβική παράταξη ήταν ένας ρομαντικός, σοβινιστικός εθνικισμός, πού δεν υπολόγιζε τα εμπόδια, και δεν αναγνώριζε τις δυσχέρειες πού παρεμβάλλονταν από τις διεθνείς συγκυρίες».24
Στην ουσία οι αντιθέσεις ανάμεσα Στις δύο «παρατάξεις» δεν λειτούργησαν ανοικτά ανταγωνιστικά και διασπαστικά, στη διάρκεια του ενωτικού αγώνα· με κάποια έννοια, μάλιστα, διεύρυναν την ηγεμονία και τη δύναμη της κυπριακής αστικής τάξης. Έπαιξαν το ρόλο δύο σχετικά ανεξάρτητων «κέντρων αντιπροσώπευσης», μη ανταγωνιστικών άμεσα, επειδή ήταν εκ των προτέρων καθορισμένες οι σχέσεις δύναμης μεταξύ τους.
Ή Μακαριακή παράταξη, και το πολιτικό της όργανο, το Έθναρχικό Γραφείο, συμπύκνωνε και αντιπροσώπευε, κυρίαρχα, τους φορείς και τα πολιτικά συμφέροντα της κυπριακής αστικής τάξης, τα πολιτικά και ιδεολογικά ρεύματα πού διακηρυγμένα πείθονταν και έφραζαν τη «ρεαλιστικότητα» της γραμμής της Ανεξαρτησίας. Αντίθετα, ή Γριβική παράταξη και ο στρατιωτικός μηχανισμός της ΕΟΚΑ, αντιπροσώπευε κυρίαρχα τους φορείς της αστικής τάξης, πού προέρχονταν από την «αγροτική αστική τάξη» σαν υπολείμματα και υπό διάλυση μορφές της, τις αγροτικές μάζες και γενικά τα πολιτικά και ιδεολογικά ρεύματα στα όποια βάρυνε, σαν παράδοση και παρελθόν, ή γραμμή του «Ένωσις και μόνον Ένωσις». οι σχέσεις δύναμης ήταν μόνιμα υπέρ του πρώτου «κέντρου αντιπροσώπευσης», πού είχε αναλάβει τα περισσότερα πολιτικά καθήκοντα, τη χάραξη της πολιτικής, τις διαπραγματεύσεις με τους Άγγλους, τις κινήσεις στη διεθνή διπλωματία, και πού με εύκολο τις περισσότερες φορές τρόπο πείθει και ενσωματώνει στην πολιτική του, τους «αδιάλλακτους ενωτικούς».
Έτσι, ή κυπριακή αστική τάξη καταφέρνει να εξασφαλίζει την ευρύτερη συναίνεση στον κυπριακό λαό και να προωθεί την «άνεξαρτησιακή» πολιτική της. οι διακηρύξεις και οι εύαγγελισμοί της Ένωσης, γρήγορα συνοδεύονται από τις λεπτές κινήσεις πού επιβάλλει ο «πολιτικός ρεαλισμός» και ή «διεθνής συγκυρία». 'Ήδη από το '55, Στις διαπραγματεύσεις για τις προτάσεις Χάρτιγκ, ο Μακάριος αποδέχεται ένα μεταβατικό στάδιο «αυτοκυβέρνησης», πού θα οδηγούσε, σε ακαθόριστο χρόνο και ανάλογα με τις ανάγκες της βρετανικής πολιτικής, στην Ένωση με την Ελλάδα. και αντί να διαπραγματεύεται την Ένωση, επικεντρώνει την προσοχή του, στην ποιότητα του καθεστώτος «αυτοκυβέρνησης» και στον έλεγχο της κρατικής εξουσίας και των κρατικών μηχανισμών του καθεστώτος.25 Τα κύρια αιτήματα του αφορούν το περιεχόμενο της «ευρείας εκτάσεως αυτοκυβερνήσεως», τον έλεγχο των νομοθετικών, εκτελεστικών και δικαστικών εξουσιών, τις αρμοδιότητας της Βουλής και της κυβέρνησης. Τα ίδια σημεία κέντρωσης μπορούμε να δούμε και στα επόμενα στάδια των διαπραγματεύσεων, πριν ακόμη εξαφανιστεί παντελώς και ο μεταβατικός χαρακτήρας του καθεστώτος της «αυτοκυβέρνησης» και διακηρυχθεί ανοικτά ή πολιτική της Ανεξαρτησίας στα τέλη του '58, όταν ο Μακάριος δηλώνει σε συνέντευξη του: «Είμαι έτοιμος να δηλώσω ότι αποδέχομαι την ίδρυση ανεξάρτητου κυπριακού κράτους, υπό τον όρον ότι δεν θα μεταβληθεί, είτε δια της ενώσεως μετά της Ελλάδας, είτε δια του διαμελισμού, είτε με οιονδήποτε άλλον τρόπον, έκτος εάν, τα Ηνωμένα 'Έθνη εγκρίνουν και εγγυηθούν τοιαύτην μεταβολήν».
Γίνεται λοιπόν προφανές ότι ή κυπριακή αστική τάξη κανέναν αγώνα δεν «πρόδωσε»· αντίθετα χάραξε την πολιτική της, εκμεταλλευόμενη τις πολιτικές και ιδεολογικές συμμαχίες της, και αυτή την πορεία ακολούθησε μέχρι τέλους. Όπως δείξαμε, εκμεταλλεύτηκε την «Ένωση» για να σπάσει τον αποκλεισμό της από τον κυπριακό λαό, αφού τη διαχειρίστηκε και τη διαμόρφωσε κατάλληλα. και ο δρόμος για τη Ζυρίχη είναι ανοικτός. Μόνο πού αυτή ή διαδρομή πέρναγε και από έναν άλλο σταθμό: το ελληνικό κράτος και την πολιτική του, απέναντι στο Κυπριακό ζήτημα.
Είδαμε, ότι ή στρατηγική της κυπριακής αστικής τάξης ήταν το «ανεξάρτητο κράτος», αλλά για συγκεκριμένους λόγους εκμεταλλευόταν την ενωτική ιδεολογία και πολιτική. Αυτή ή πραγματικότητα, ενέπλεκε αντικειμενικά το ελληνικό κράτος στο κυπριακό πρόβλημα, σαν μια βασική και κρίσιμη πλευρά του, πού είναι σκόπιμο να διερευνήσουμε.
Την περίοδο του εμφυλίου πολέμου, αφιερωμένο στην προσπάθεια της σταθεροποίησης της αστικής πολιτικής εξουσίας, αποφεύγει οποιαδήποτε αναφορά και υποστήριξη της Κύπρου. Όταν τελειώνει αυτή ή περίοδος, κυρίως με την κυβέρνηση Παπάγου, αναλαμβάνει μια πολιτική δειλής και διακριτικής στήριξης του ενωτικού αγώνα, πού συνεχίζει μέχρι την υπογραφή των συμφωνιών της Ζυρίχης. Οι λόγοι πού επιβάλλουν μια τέτοια πολιτική, θεωρούμε ότι συνδέονται με την κατάσταση και τη στρατηγική του ελληνικού καπιταλισμού εκείνη την περίοδο: από τις αρχές της δεκαετίας του '60, σαν κύρια πλευρά της στρατηγικής του αναδεικνύεται ή ένταξη στο χώρο των ιμπεριαλιστικών μητροπόλεων και συνεπώς ή δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών για την αξιοποίηση του κεφαλαίου, ή προσέλκυση ξένου κεφαλαίου και ή πολιτική της ένταξης στην ΕΟΚ.26 Το Κυπριακό πρόβλημα ενσωματώνεται και υποτάσσεται σ' αυτή τη στρατηγική, πού καθορίζει και την «ποιότητα» της στήριξης του ενωτικού αγώνα. Όπως έχουμε πει, ή μεταπολεμική διάλυση του «στρατηγικού συστήματος» του βρετανικού ιμπεριαλισμού στην περιοχή δημιουργεί συγκυριακά ένα πολιτικό κενό πού είναι φυσικό να προσπαθούν να εκμεταλλευτούν οι ισχυρότεροι εθνικοί καπιταλισμοί της περιοχής. Βέβαια, όχι για να δημιουργήσουν τη δική τους ηγεμονία, αλλά για να διαμεσολαβήσουν την εμπέδωση της αμερικανικής ηγεμονίας και για να καλυτερέψουν μ' αυτό τον τρόπο τη θέση τους στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Σ' αυτή τη συγκυρία οι προτεραιότητες του ελληνικού καπιταλισμού ήταν σαφείς: άνοδος στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, αλλά μέσω της στρατηγικής της ανάπτυξης, της συσσώρευσης κεφαλαίου, της ένταξης στην ΕΟΚ, κλπ. Ή εκμετάλλευση του πολιτικού κενού ήταν στην οπτική του, μόνο όταν διευκόλυνε και συμπλήρωνε την κύρια στρατηγική του χωρίς προβλήματα.
Σ' αυτά τα όρια διαγράφεται και ή διακριτική υποστήριξη, πού πρόσφερε στον ενωτικό αγώνα. Προσπάθησε κάποια στιγμή, κυρίως επί κυβέρνησης Παπάγου και λίγο αργότερα, να χρησιμοποιήσει την Κύπρο σαν διαπραγματευτικό χαρτί, στη συγκυρία του πολιτικού κενού της περιοχής· έλπιζε, ότι αυτή ή διεκδίκηση θα βοηθούσε στην κατάσταση μιας καλύτερης θέσης στο σύστημα της αμερικανικής ηγεμονίας, πού τότε οργανωνόταν και σταθεροποιούταν στην περιοχή. Μόνο πού ανάλογες «διαθέσεις» εκδήλωνε την ίδια περίοδο και ο τουρκικός καπιταλισμός, και αυτό έστελνε στα αζήτητα την «ελληνοτουρκική φιλία»,
δημιουργώντας δυσάρεστες καταστάσεις. Ή όξυνση αυτών των αντιθέσεων, έθετε σε κίνδυνο την κύρια πλευρά της στρατηγικής του και αυτό προκαλούσε τόσο τη διακριτικότητα της υποστήριξης του, όσο και τη φανερή αγωνία της κυβέρνησης Καραμανλή κυρίως, να βρεθεί οπωσδήποτε κάποιος τρόπος να κλείσει το θέμα, και ο ελληνικός καπιταλισμός να πάρει το «δρόμο» του χωρίς εξωτερικές εντάσεις και επικίνδυνες διεκδικήσεις.
Μέσα από το σύνολο αυτών των αντιφάσεων ανοίγει ο δρόμος της Ζυρίχης. Ένας δρόμος της «ασταθούς ισορροπίας των συμβιβασμών», χωρίς οριστικό και απόλυτο νικητή. Παρ' όλα αυτά πιστεύουμε, ότι ή κυπριακή αστική τάξη εξασφαλίζει μιαν ελαφρά υπεροχή· ξεκίνησε τον αγώνα με δύσκολους όρους και σημαντικές αντιφάσεις, κατάφερε χωρίς σημαντικούς κινδύνους να διασφαλίσει την ηγεμονία της και μέσα από τις συμφωνίες της Ζυρίχης να συγκροτήσει ένα ανεξάρτητο κράτος.
Το συμπέρασμα αυτό μπορεί να στοιχειοθετηθεί καλύτερα, όταν εξετάσουμε το μέλλον αυτού του ανεξάρτητου κράτους, τη γέννηση και την ενηλικίωση της «Κυπριακής Δημοκρατίας», αν και κάποιοι οραματισμοί του Μακάριου, —λίγο πριν από το «Νενικήκαμεν», πού θα αναγγείλει στο λαό της Λευκωσίας— μας προϊδεάζουν: «Πίστευε ότι το ελληνικό στοιχείο του Νησιού, με το δυναμισμό και την πλεονεκτική θέση πού διέθετε, θα μπορούσε τελικά να κατισχύσει, και μέσα σε μια ατμόσφαιρα ειρηνικής συνεργασίας με την τουρκική μειονότητα, να συνεχίσει την εθνική του ζωή και την ιστορική του παράδοση».27 Όλα ωραία λοιπόν και —προ παντός— ειρηνικά.
1. Ν.Κ. Λανίτης, «'Αγροτικά χρέη και γεωργικοί συνεταιρισμοί εν Κύπρω», Λεμ εσός Αύγουστος 1946, σ ελ. 13 κ.έ.
2. Πλούτη Σέρβα, «Κυπριακό-Ευθύνες», σελ. 65, Γραμμή.
3. Ν.Κ. Λανίτης, δ.π., σελ. 7'κ.έ:
4. Ό Π. Σέρβας παραθέτει αποσπάσματα, από σχετική έκθεση ανωτέρου κρατικού υπαλλήλου,
δπ.π., σελ. 65.
5. Π. Σέρβας, ό.π., σελ. 67.
6. Τα στοιχεία πού αναφέρονται στα αγροτικά χρέη, προέρχονται από τη μελέτη του Ν.Κ. Λανίτη,οπ.π.
7. Για την έννοια της «αγροτικής αστικής τάξης», συμβουλευόμασ τε τη μελέ τη του Λένιν «Ή ανάπ τυξη του καπι ταλισμού σ τη Ρωσία», "Άπαν τα, τ. 3, και κυρίως τις σελίδες 169-184.
Επίσης, για μια θεωρη τική ανάλυση των κοινωνικών σχέσεων σ την ύπαιθρο, τη μελέ τη του «Το αγρο τικό πρόγραμμα της σοσιαλδημοκρα τίας σ την πρώ τη ρωσική επανάσ ταση του 1905», τ. 16, σελ. 205, και «Ό καπι ταλισμός σ την αγρο τική οικονομία», τ. 4, σελ. 97, Σύγχρονη Εποχή.
8. Ν.Κ. Λανί της, δπ.π., σελ. 17-18.
9. Β.Ι. Αένιν, «Η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία», δπ.π., σελ. 182. 10. Κ. Μαρξ* «Ή 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βονοπάρτη», σελ. 156, Θ εμέλιο
11. Α. Γκράμσι. «Μερικά θέματα από το πρόβλημα του Νότου», στη συλλογή «Πολιτικά κείμενα», σελ. 155. 'Οδυσσέας.
12. Π. Σέρβας, δπ.π., σελ. 70.
13. Τα επόμενα στοιχεία για την πολιτική της Διοίκησης, αναφέρονται στη μελέτη του Ν.Κ. Λανίτη, εκτός εάν σημειώνεται άλλη πηγή.
14. Χ. Χατχηιωσήφ, «Στοιχεία για την Κυπριακή οικονομία», Πολίτης, τλ. 5.
15. Για μια ανάλυση των εννοιών του εμπορικού και του τοκογλυφικού κεφαλαίου, βλ. Κ. Μαρξ, «Το Κεφάλαιο», τ. 3, σελ. 741-764.
16. Ν.Κ. Λανίτης, δπ.π., σελ. 145.
17. Ν. Ψυρούκης, «Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας», τ. 2, σελ. 326.
18. Έφημ. Το Βήμα, αφιέρωμα στην Κύπρο, 1980. Ή ίδρυση κυπριακής τράπεζας στο Λονδίνο, μας εισάγει στο θέμα της αντίστοιχης κυπριακής παροικίας, πού δεν θα μας απασχολήσει εδώ. 'Απλώς, σημειώνουμε, ότι ένα σημαντικό κομμάτι της κυπριακής αστικής τάξης, δραστηριοποιείται εκεί, κύρια σαν εμπορικό και τραπεζιτικό κεφάλαιο. Είναι από τα πιο δι εθνοποιημένα κομμάτια της κυπριακής αστικής τάξης, αναπτύσσεται αρκετά μεταπολεμικά και συνεργάζεται στενά με την εφοπλιστική μερίδα του ελληνικού κ εφαλαίου. Ή σημασία του γίν εται σημαντικότ ερη μ ετά την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, καθώς τότ ε αρχίζ ει να επαναπατρίζ εται και παίζ ει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του κυπριακού καπιταλισμού.
20. Κ. Μαρξ, «Ή 18η Μπρυμαίρ...», σελ. 157.
19. Π. Σέρβας, δπ.π., σελ. 70.
21. Π. Σέρβας, δπ.π., σελ. 81.
22. οι προηγούμ ενες θέσεις είναι αδύνατο να αναπτυχθούν στα πλαίσια αυτού του άρθρου- άπλα μπορούμε να παραπέμψουμ ε, για τη μ εταπολ εμική φάση του ιμπ εριαλισμού στη μ ελέτη του Ν. Πουλαντζά «οι κοινωνικές τάξεις στο σύγχρονο καπιταλισμό», σελ. 45-108. Για το βρ ετανικό ιμπ εριαλισμό, βλ. Κ. Busch «Ή ευρωπαϊκή κοινότητα σε κρίση», Prokla 17.
23. Κ. Μαρξ - Φ. 'Έγκελς, «Επανάσταση και αντεπανάσταση στη Γερμανία», και Ν. Πουλαντζά «Πολιτική εξουσία και κοινωνικές τάξεις», τ. Α, κυρίως σελ. 219 κ.έ.
24. Ν. Κρανιδιώτη, «Δύσκολα χρόνια», σελ. 464-465.
25. Τα στοιχεία για τις διαπραγματεύσεις Μακαρίου - Χάρτιγκ, παρατίθενται από τον Π. Σέρβα, όπ.π., σελ. 251, κ.έ.
26. Για την ανάλυση των στοιχείων πού διαμορφώνουν τη στρατηγική του ελληνικού καπιταλισμού εκείνη την περίοδο, βλ. Γ. Μηλιού. «Ή σταθεροποίηση του κράτους δικαίου», Θέσεις 1, και Γ. Μαύρη - Θ. Τσεκούρα, «Το ξένο κεφάλαιο και ή ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού», Θέσεις 2.
27. Όπως αναφέρεται από τον Ν. Κρανιδιώτη, δπ.π., σελ. 393.