Ή πόλωση της συσσώρευσης του κεφαλαίου

του Νίκου Κομνηνού

1. Εισαγωγή

Ή καπιταλιστική ανάπτυξη στη χώρα μας χαρακτηρίζεται από μια εντονότατη γεωγραφική συγκέντρωση όλων των παραμέτρων πού συνδέονται και χαρακτη­ρίζουν αυτή την ανάπτυξη. Πρόκειται για ένα φαινόμενο πού επανειλημμένα έχει καταγγελθεί από την Αριστερά σαν αποτέλεσμα του «μοντέλου ανάπτυξης» πού επέλεξαν οι δεξιές κυβερνήσεις της χώρας, αλλά και σαν αποτέλεσμα της εξάρτησης του ελληνικού καπιταλισμού από τα διεθνή ιμπεριαλιστικά κέντρα.

Εντούτοις ή πόλωση της συσσώρευσης του κεφαλαίου, δηλαδή ή γεωγραφι­κή συγκέντρωση σ' ορισμένα σημεία του χώρου, των διαδικασιών παραγωγής και επανεπένδυσης της υπεραξίας, δεν αποτελεί ένα ελληνικό και μόνο φαινόμε­νο, ή έστω ένα φαινόμενο πού συναρτάται με ένα ορισμένο τύπο καπιταλιστικών κοινωνιών. Αντίθετα, όπως διαπιστώνεται από τα εμπειρικά στοιχεία, ή συσσώ­ρευση του κεφαλαίου πολώνεται πάντα, τόσο σε εθνικό, όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Τα χαρακτηριστικά αυτής της πόλωσης εξαρτώνται βέβαια από τις ιδιαίτερες ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες, δηλαδή τελικά από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πάλης των τάξεων πρώτα απ' όλα στο εσωτερικό του κάθε κοινωνικού σχηματισμού. Εντούτοις, πέρα από τις όποιες εθνικές ή περιφερεια­κές ιδιομορφίες, ή πόλωση της συσσώρευσης μοιάζει να αποτελεί ένα μόνιμο στοιχείο της καπιταλιστικής ανάπτυξης.

Στον εθνικό χώρο των καπιταλιστικών κοινωνικών σχηματισμών, ή πόλωση της συσσώρευσης του κεφαλαίου εκφράζεται με τη δημιουργία των αστικών και μητροπολιτικών περιοχών και την ανάδειξη του δικτύου τους σαν κύριου οικιστικού δικτύου. Στο διεθνή χώρο ή τάση εκφράζεται με την πόλωση της ανά­πτυξης ανάμεσα στους ιμπεριαλιστικούς και τους περιφερειακούς κοινωνικούς σχηματισμούς, πού με ατυχή τρόπο κατανοείται και ερμηνεύεται από τις θεωρίες μητρόπολης-περιφέρειας.1

Θα πρέπει να πούμε ότι ή προβληματική μας σχετικά με την πόλωση της συσσώρευσης δεν εξαντλείται σ' ένα πλαίσιο οικονομικών εννοιών και σχέσεων, παρόλο πού δίνεται ιδιαίτερη έμφαση σ' αυτό. Ή αναφορά στο ρόλο της πολιτι­κής και της ιδεολογίας είναι αναπόφευκτη, εάν θέλουμε να κατανοήσουμε τις κινήσεις του κεφαλαίου όχι σαν κινήσεις πραγμάτων, αλλά σαν κινήσεις κοινω­νικών σχέσεων μ' όλο το οικονομικό, πολιτικό και ιδεολογικό περιεχόμενο τους. Μ' αυτήν την έννοια, πόλωση του κεφαλαίου δεν είναι μόνο ή γεωγραφική συγκέντρωση των παραγωγικών δυνάμεων αλλά και των κοινωνικών σχέσεων πού υποστηρίζουν κάθε καθεστώς συσσώρευσης.

Στην προσπάθεια να διευκρινίσουμε το κατά πόσο ή πόλωση της συσσώρευ­σης του κεφαλαίου αποτελεί μία αναγκαιότητα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, ένα «νόμο» της κίνησης του κεφαλαίου, θα αναφερθούμε στις διαδι­κασίες συσσώρευσης-ρύθμισης, στις μορφές και καθεστώτα της συσσώρευσης και τέλος στους μηχανισμούς και στην αιτιότητα της γεωγραφικής πόλωσης της.2 Προηγούμενα όμως θα άξιζε να αναφερθούμε στα εμπειρικά στοιχεία πού δείχνουν την πόλωση της συσσώρευσης στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό.

2. Ή εμπειρική μαρτυρία: ή πόλωση της συσσώρευσης στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό

Ή πόλωση της συσσώρευσης στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό διαπιστώ­νεται εμπειρικά από την πόλωση (δηλαδή τη συγκέντρωση σε συγκεκριμένα κέντρα) των πιο βασικών προϋποθέσεων της κυκλικής κίνησης και της κυκλο­φορίας, δηλαδή της παραγωγής (Π), της αγοράς μέσων παραγωγής (Μπ), της αγοράς εργατικής δύναμης (Εδ),των επενδύσεων πρόσθετου κεφαλαίου. Σαν δεί­κτες πόλωσης της παραγωγής χρησιμοποιούμε τη γεωγραφική κατανομή της απασχόλησης στη βιομηχανία και της παραγωγής κατοικιών, σαν δείκτες για την πόλωση της αγοράς μέσων παραγωγής χρησιμοποιούμε τη γεωγραφική κατανομή της απασχόλησης στο χονδρεμπόριο και στη βιομηχανία, σαν δείκτη πόλωσης της αγοράς εργατικής δύναμης χρησιμοποιούμε τη γεωγραφική κατα­νομή των μισθωτών. Σαν δείκτη τέλος πόλωσης των επενδύσεων πρόσθετου κεφαλαίου χρησιμοποιούμε τη γεωγραφική κατανομή των επενδύσεων πάγιου κεφαλαίου. Για να ελέγξουμε την πόλωση των παραπάνω προϋποθέσεων της κυκλικής κίνησης και κυκλοφορίας του κεφαλαίου, χρησιμοποιούμε μια ομάδα οικισμών με πληθυσμό μεγαλύτερο των 50.000 κατοίκων. Λόγω έλλειψης ανα­λυτικών στοιχείων σε επίπεδο οικισμών χρησιμοποιούμε τα στοιχεία πού δίνον­ται για το νομό. Υποθέτουμε ότι τα χαρακτηριστικά πού μελετάμε συγκεντρώ­νονται κατ' εξοχήν στο αστικό κέντρο του νομού. Κατά συνέπεια τα συμπερά­σματα πού προκύπτουν από την ανάλυση σε επίπεδο νομών ισχύουν και για τα αστικά τους κέντρα. (Βλ. πίνακες 1-4).

Από τα στοιχεία πού παραθέσαμε προκύπτουν τα ακόλουθα συμπεράσματα:

α. ή μισθωτή σχέση πολώνεται γεωγραφικά. Στην ομάδα των οικισμών πού έξε-

Πίνακας 1

ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΚΑΤΟΙΚΙΩΝ

Πηγή: ΕΣΥΕ, Επετηρίδες 1965, 1981.

Πίνακας 2

ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΣΤΟ ΧΟΝΔΡΕΜΠΟΡΙΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ 1958-1978

απασχόληση στη βιομηχανία παραγωγή κατοικιών

1963 1969 1973 1978 1961-1971

Περιφ. Πρωί. 225870 233779 279824 281821 326498

Νομ. θεσ/νίκης 47238 59281 70539 82886 94268 11

Βόλου 10319 10170 11064 14788 7289 11

Λαρίσης 8136 8626 13161 14731 11745 "

Αχαίας 16289 16425 17439 21119 12049

Καβάλας 7572 6947 6187 8053 5012 11

Ηρακλείου 8729 8988 8572 9124 13145 11

Χανίων 5379 3998 5274 5286 3554

Σύνολο Νομών 329532 348214 412060 437808 473560

Σύνολο Ελλάδας 482294 501522 604042 671496 679953

Αναλογία 68,3% 69,4% 68,2% 65,2% 69,60%

Πηγή: ΕΣΥΕ, Επετηρίδα 1981.

Πίνακας 3

ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΩΝ ΧΟΝΔΡΕΜΠΟΡΙΟΥ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ 1958-1978

απασχόληση απασχόληση στο χονδρεμπόριο στη βιομηχανία

1958 1969 1978 1963 1969 1978

Περι,φ. Πρωτ. 32808 47977 53207 225870 233779 281821

Ν. θεσ/νίκης 7505 10902 12548 47238 59281 82886

Ν. Βόλου 1332 1534 1332 10319 10170 14788

Ν. Λαρίσης 1107 1442 1530 8136 8626 14731

Ν. Αχαίας 2074 1947 1932 * 16289 16425 21119

N. Καβάλας 756 988 1051 7572 6947 8053

Ν. Ηρακλείου 1218 1895 1755 8729 '8988 9124

Ν. Χανίων 624 674 659 5379 3998 5286

Σύν. Νομών 47424 67359 74014 329532 348214 437808

Σύν. Ελλάδας 63342 85215 91341 482294 501522 671496

Αναλογία 74,8% 79,0% 81,0% 68,3% 69,4% 65,2%

Πηγή: ΕΣΥΕ, Επετηρίδα 1981.

Πίνακας 4

ΠΛΗΘΥΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΙΣΘΩΤΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΝ 1951-1981

καταστήματα βιομηχανίας καταστήματα χονδρεμπορίου

1958 1969 1978 1969 1973 1978

Περιφ. Πρωτ. 8337 ' 11424 11758 40956 42907 47332

Ν. θεσ/νίκης 2357 3478 3406 12707 11277 13082 Ν. Βόλου 496 611 513 2664 2511 2476 Ν. Λαρίσης 453 550 535 2785 2904 2880 Ν. Αχαίας 688 748 625 2979 2696 3161 Ν. Καβάλας 305 375 321 183I 1498 1691 Ν. Ηρακλείου 562 608 606 3295 3234 3437 Ν. -Χανίων 287 280 281 1807 1714 1607

Σύν. Νομών 13485 18074 18045 69024 68741 75666 Σύν. Ελλάδας 20600 26760 25266 124651 121357 128988 Αναλογία 65,5% 67,5% 71,4% 55,4% 56,6% 58,7%

Πηγή: Επετηρίδες 1975, 1962, 1972, 1981 * σε επίπεδο νομών

τάζουμε συγκεντρώνεται το 67,3% των μισθωτών της χώρας και το 40% μό­νο του πληθυσμού της. οι δείκτες συγκέντρωσης μισθωτών στον πληθυσμό στους 8 οικισμούς σε σχέση με το σύνολο της χώρας, κυμαίνονται από 1,6 έως 2,4. Δηλαδή οι παραπάνω οικισμοί είναι 1,6 έως 2,4 φορές περισσότερο «εξειδικευμένοι» σε μισθωτή εργασία απ' ότι ο μέσος όρος της χώρας, β. οι παραγωγικές διαδικασίες πολώνονται γεωγραφικά. Στην ομάδα των οικισμών πού εξετάζουμε συγκεντρώνεται το 65-69% της συνολικής βιομηχανι­κής απασχόλησης και το 70% της παραγωγής κατοικιών. γ. ή αγορά μέσων παραγωγής πολώνεται γεωγραφικά. Το 74-81% της συνολι­κής απασχόλησης στο χονδρεμπόριο, το 65-71% των συνολικών καταστημά­των, το 65-69% της συνολικής βιομηχανικής απασχόλησης και το 55-58% των συνολικών βιομηχανικών καταστημάτων, συγκεντρώνονται στη θεω­ρούμενη ομάδα οικισμών, με εμφανή τάση περαιτέρω συγκέντρωσης,

  • δ. ή παραγωγή υπεραξίας και ή ανακύκληση της στην παραγωγή πολώνεται γεωγραφικά. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από τη διαπίστωση της ταυτό­χρονης πόλωσης των βασικών προϋποθέσεων της συσσώρευσης: της μισθω­τής σχέσης, της παραγωγής, της αγοράς μέσων παραγωγής. Εάν δεχθούμε ότι αυτή ή μακροσκοπική εικόνα της πόλωσης της συσσώ­ρευσης (μ' όλες τις παραδοχές πού τη συνοδεύουν) δεν θα ανατραπεί από μία πιο αναλυτική καταγραφή, μπορούμε να προχωρήσουμε σε μια απόπειρα οριο­θέτησης της αιτιότητας της.

    2. Συσσώρευση — ρύθμιση: Μια πρώτη προσέγγιση

    2.1. Έννοιες

    Ή μετατροπή του χρήματος σε κεφάλαιο πραγματοποιείται μέσα από μία ιδιόμορφη κίνηση του χρήματος, στο πλαίσιο ορισμένων παραγωγικών σχέσεων. Συγκεκριμένα εμφανίζεται στην ήδη διαμορφωμένη καπιταλιστική αγορά μια ποσότητα χρήματος Χ, πού αγοράζει σε πρώτη φάση μέσα παραγωγής (Μπ) και εργατική δύναμη (Εδ). Στη συνέχεια, στη διαδικασία της παραγωγής (Π) παρά­γεται ένα νέο εμπόρευμα (Ε'), μέσω της παραγωγικής κατανάλωσης των μέσων παραγωγής και της εργατικής δύναμης, πού ανταλλάσσεται με μία ποσότητα χρήματος (Χ') μεγαλύτερη της αρχικής (Χ). Μέσα λοιπόν από μια τριπλή μετα­μόρφωση, μια ποσότητα χρήματος μετατρέπεται σε κεφάλαιο, δηλαδή σε χρήμα πού χρησιμοποιείται για την εξασφάλιση κέρδους και πού επαυξάνεται με το κέρδος. Ή γενική μορφή της παραπάνω κίνησης και μεταμόρφωσης μπορεί να απεικονισθεί στον τύπο

    Χ-Ε-Χ

    χρήμα-έμπόρευμα-χρήμα ή πιο αναλυτικά

    Χ - Ε - Π - Ε' - Χ' /

    χρήμα-εμπόρευμα...παραγωγή...εμπόρευμα-χρήμα

    πού παρουσιάζει την κίνηση πού διαγράφει το χρήμα για να μετατραπεί σε κεφά­λαιο ή αλλιώς την κυκλική κίνηση (κυκληση) του κεφαλαίου.

    Μέσα στη μαρξιστική θεωρία ή διαδικασία της επαύξησης του κεφαλαίου στο τέλος της κυκλικής κίνησης (πού εμπειρικά είναι αναμφισβήτητη) έρμηνεύεται στο πλαίσιο της θεωρίας της υπεραξίας. Εκεί αναλύεται πώς σε αντίθε­ση με τη φυσική ιδιοποίηση του ύπερπροϊόντος του δουλοπάροικου ή του δού­λου από το φεουδάρχη ή το δουλοκτήτη, ο καπιταλιστής ιδιοποιείται ένα μέρος από το προϊόν της εργασίας του εργάτη μέσα από την αγοραπωλησία ενός ειδι­κού εμπορεύματος, της εργατικής δύναμης. Έτσι επαυξάνει το κεφάλαιο πού αρχικά χρησιμοποίησε για την αγοραπωλησία. Ή επαύξηση συντελείται μέσω της ιδιοποίησης της υπεραξίας, πράξη πού χαρακτηρίζει το κεφάλαιο σαν τέ­τοιο. Αναλύονται επίσης οι τρεις τυπικές μορφές της υπεραξίας, δηλαδή: —ή απόλυτη υπεραξία, πού δημιουργείται με την παράταση της εργάσιμης ημέρας πέρα από τον αναγκαίο εργάσιμο χρόνο και με την εντατικοποίηση της εργασίας,

    —ή σχετική υπεραξία, πού δημιουργείται σαν αποτέλεσμα της μείωσης του αναγκαίου εργάσιμου χρόνου και της αντίστοιχης αύξησης του πρόσθετου εργάσιμου χρόνου, μέσω της αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας, —ή πρόσθετη υπεραξία, πού δημιουργείται σε ορισμένες καπιταλιστικές επι­χειρήσεις, όπου ή παραγωγικότητα της εργασίας είναι μεγαλύτερη από το μέσο επίπεδο παραγωγικότητας του κλάδου τους (Marx, 1969). Ή ανάγνωση της κυκλικής κίνησης του κεφαλαίου μέσα από τη θεωρία της υπεραξίας οδηγεί στην ακόλουθη διατύπωση της κυκλικής κίνησης:


    Ή συνεχής επανάληψη της κυκλικής κίνησης διαμορφώνει την περιστροφή του κεφαλαίου, δηλαδή την κυκλική κίνηση πού δεν προσδιορίζεται σαν μια ξεχωριστή πράξη αλλά σαν μια περιοδική διαδικασία. Ή περιστροφή είναι δυνα­τόν να επαναλαμβάνεται στο ίδιο μέγεθος, όταν όλο το μέρος της επαύξησης του κεφαλαίου σε κάθε κύκληση βγαίνει έξω από την επόμενη κύκληση (απλή αναπαραγωγή του κεφαλαίου). Είναι όμως δυνατό να αυξάνεται σταδιακά το μέ­γεθος του κεφαλαίου πού μπαίνει σε κυκλοφορία μέσω της επανένταξης σ' αυτήν μέρους των επαυξήσεων του. Αυτή ή διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου πού προκύπτει από τη συνεχή αύξηση της μάζας του κεφαλαίου πού ανακυκλώνεται και κυκλοφορεί ονομάζεται συσσώρευση του κεφαλαίου. Στην ουσία πρόκειται για την επανεπένδυση-επανένταξη στην παραγωγή μέρους της παραγωγής υπεραξίας. και αυτός είναι ο πιο απλός ορισμός της συσσώρευσης.

    Ή κίνηση πού περιγράψαμε, οι λειτουργικές δηλαδή μεταμορφώσεις του κεφαλαίου και ή μετατροπή της υπεραξίας σε κεφάλαιο είναι μια πορεία πού ακολουθείται από κάθε ξεχωριστό κεφάλαιο (ξεχωριστό σε όρους ιδιοκτησίας ή αντικείμενου παραγωγής). Έτσι ή κίνηση του συνολικού κεφαλαίου σ' ένα καπι­ταλιστικό κοινωνικό σχηματισμό διαμορφώνεται από το άθροισμα των κινή­σεων των διακεκριμένων κεφαλαίων και μπορεί να απεικονισθεί με το ακόλουθο σχήμα:


    ασύνδετες μεταξύ τους. Ή πραγματοποίηση των λειτουργικών μεταμορφώσεων κάθε ξεχωριστού κεφαλαίου στηρίζεται στις κινήσεις και στις μεταμορφώσεις των άλλων κεφαλαίων. Πολύ γενικά μπορούμε να πούμε ότι οι τομείς πού παρά­γουν μέσα κατανάλωσης, στηρίζονται στους τομείς πού παράγουν μέσα παρα­γωγής και αυτοί πάλι στους τομείς πού παράγουν μέσα παραγωγής των μέσων παραγωγής. Αυτές οι διασυνδέσεις στο επίπεδο της παραγωγής επεκτείνονται και στο επίπεδο των γενικών συνθηκών παραγωγής με τη μορφή της κοινής χρήσης γενικών συνθηκών παραγωγής από ομάδες διακεκριμένων κεφαλαίων. Έτσι, ένα τεράστιο πλέγμα σχέσεων και αλληλεξαρτήσεων αναπτύσσεται ανά­μεσα στα διακεκριμένα κεφάλαια και στις κινήσεις τους, πού αποφασιστικά καθορίζει την υπόσταση της συσσώρευσης του συνολικού κεφαλαίου. Αυτό το πλέγμα των σχέσεων και αλληλεξαρτήσεων πού επιδρά στην ανακύκληση, κυκλοφορία και συσσώρευση κάθε ξεχωριστού κεφαλαίου μπορούμε να το ονο­μάσουμε καθεστώς συσσώρευσης* Στην ανάλυση του Marx πάνω στη διευρυμέ­νη αναπαραγωγή οι έπικαθορισμοί του καθεστώτος της συσσώρευσης παρου­σιάζονται στην αρχή με τη μορφή των υποθέσεων για την οργανική σύνθεση του επενδυόμενου κεφαλαίου, για το μέρος της συνολικής υπεραξίας πού μετα­τρέπεται σε πρόσθετο κεφάλαιο, για την κατανομή του πρόσθετου κεφαλαίου σε σταθερό και σε μεταβλητό και στη συνέχεια με τη μορφή των σχέσεων ανάμεσα στο σταθερό, στο μεταβλητό κεφάλαιο και στην υπεραξία στους τομείς Ι και II της παραγωγής4 (Marx, 1953).


    Ή καθιέρωση ενός καθεστώτος συσσώρευσης προϋποθέτει ένα τρόπο ρύθμισης. Πρόκειται για το σύνολο των κοινωνικών πρακτικών μέσα από τις οποίες εξασφαλίζεται ή δυνατότητα πραγματοποίησης, ιδιοποίησης και επανε­πένδυσης της υπεραξίας πού κεφαλαιοποιείται. Κάθε καθεστώς συσσώρευσης συνοδεύεται πάντοτε από τον τρόπο ρύθμισης του και ένας τρόπος ρύθμισης ξεκινάει από το πεδίο της οικονομίας και φθάνει ως την ιδεολογία και την κουλ­τούρα.

    Στο πεδίο των οικονομικών πρακτικών ή ρύθμιση εξασφαλίζεται με τον μηχανισμό της ελεύθερης αγοράς και τον ανταγωνισμό. Ή αγορά επιτρέπει τη συνεργασία και την άμεση αλληλεξάρτηση των παραγωγών. Το προϊόν μιας παραγωγικής διαδικασίας γίνεται εισροή και ξεκίνημα μιας άλλης. οι παραγόμε­νες ποσότητες προϊόντων εξαρτώνται από τις δυνατότητες κατανάλωσης και ή κατανάλωση πιέζεται να απορροφήσει την παραγωγή. οι κρίσεις υπερπροσφοράς αποτελούν το μηχανισμό καταστροφής προϊόντων και σταθερού κεφαλαίου πού δεν αντιστοιχούν στις σχέσεις του καθεστώτος της συσσώρευσης.

    Στο πεδίο των πολιτικών πρακτικών, ή ρύθμιση εξασφαλίζεται μέσω της κρατικής παρέμβασης και τις ποικίλες μορφές του κρατικού προγραμματισμού. οι διάφορες οικονομικές πολιτικές του κράτους (φορολογική, κοινωνική, ανα­πτυξιακή) έρχονται να ρυθμίσουν τις σχέσεις ανάμεσα στους τομείς της παρα­γωγής, στην παραγωγή και στην κατανάλωση, στη συσσώρευση και στην κατα­νάλωση. Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει εδώ στον πολεοδομικό προγραμμα­τισμό, σαν ρύθμιση των χωρικών προϋποθέσεων της συσσώρευσης, σαν ρύθμι­ση των αντιθέσεων πού εμφανίζονται σχετικά με την εκμετάλλευση της γης, και σαν ρύθμιση των συνθηκών αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης.

    Τέλος, στο πεδίο της ιδεολογίας, ή ρύθμιση, εξασφαλίζεται με την αποδοχή ορισμένων καταναλωτικών συμπεριφορών από τον πληθυσμό, με την αποδοχή της μισθωτής σχέσης σαν «φυσικής» σχέσης, με την πίεση προσαρμογής ακόμη και των καπιταλιστών σε ορισμένες επιχειρηματικές συμπεριφορές. Χαρακτηρι­στικά παραδείγματα ρυθμιστικής δράσης της ιδεολογίας είναι ή αναφορά του Μ. Weber στην προτεσταντική ηθική και ή αποδοχή του προτύπου της μαζικής κατανάλωσης από τον πληθυσμό μετά το 1930 όταν το καθεστώς συσσώρευσης στηριζόταν στο συνδυασμό: εκμηχάνιση - άνοδος της παραγωγικότητας - μεγέ­θυνση της εσωτερικής αγοράς (μέσων παραγωγής και καταναλωτικών προϊόν­των).

    2,2. Κύριες μορφές και καθεστώτα συσσώρευσης

    Σύμφωνα με όσα αναφέραμε ή συσσώρευση στηρίζεται πρώτα απ' όλα στον τρό­πο παραγωγής της υπεραξίας, κατά συνέπεια στη μισθωτή εργασία και στο διπλό χαρακτήρα της καπιταλιστικής παραγωγής: στον ανταγωνισμό και στη συνεργασία. οι βασικές αυτές παραγωγικές σχέσεις συμπυκνώνονται στη διαδι­κασία της εργασίας και παραγωγής, οι εξελίξεις της οποίας μετασχηματίζουν τη συσσώρευση και τα καθεστώτα της.

    οι πρώτες καπιταλιστικές επιχειρήσεις πού ιδρύθηκαν από εμπόρους και βιοτέχνες οργανώνουν τη διαδικασία εργασίας με το σύστημα της κοινοπραξίας, τη σχεδιασμένη δηλαδή και κοινή συμμετοχή μιας ομάδας εργαζομένων στην ίδια παραγωγική εργασία ή σε διαφορετικές αλλά συνδεόμενες μεταξύ τους εργασίες. Στη συνέχεια μια πιο αναπτυγμένη μορφή κοινοπραξίας παρουσιάζε­ται: ή μανουφακτούρα. Με τη μανουφακτούρα εισάγεται για πρώτη φορά ο καταμερισμός και ή εξειδίκευση της εργασίας, πράγμα πού οδηγεί σε αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας και της μάζας της ιδιοποιούμενης υπερα­ξίας.

    Ή συσσώρευση πού αντιστοιχεί στις παραπάνω μορφές οργάνωσης της εργασίας λέγεται επεκτατική, γιατί ή αύξηση της παραγωγής και της μάζας της παραγόμενης υπεραξίας πραγματοποιείται με την αύξηση του αριθμού των εργαζομένων. Χαρακτηριστικό της επεκτατικής συσσώρευσης είναι ή διατήρη­ση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου σχετικά αμετάβλητης. Έτσι ένα μέ­ρος της υπεραξίας, πού μετατρέπεται σε πρόσθετο κεφάλαιο πρέπει πάντα να εμφανίζεται σαν μεταβλητό κεφάλαιο, πράγμα πού οδηγεί κάθε καινούργιο χρό­νο να απασχολούνται στην παραγωγή περισσότεροι εργάτες, απ' ότι τον προη­γούμενο. Μ' αυτή την αύξηση γράφει ο Marx, έρχεται ή στιγμή πού οι ανάγκες της συσσώρευσης αυξάνουν γρηγορότερα από τη συνηθισμένη προσφορά εργα­σίας, στιγμή πού σημειώνεται αύξηση του μεροκάματου. Παράπονα γι' αυτή την αύξηση ακούγονταν στην Αγγλία στη διάρκεια όλου του 15ου και στο πρώτο μισό του- 18ου αιώνα (Marx 1975).

    Με την εισαγωγή των-μηχανών και την εκμηχάνιση της παραγωγής πραγμα­τοποιείται μια καθολική μετατροπή της οργάνωσης της εργασίας και της συσ­σώρευσης. Συντελείται μια πραγματική επανάσταση στις τεχνικές συνθήκες της παραγωγής και αντιστρέφεται απόλυτα ή σχέση εργαζομένων και μέσων εργα­σίας. Ενώ χωρίζεται ή διανοητική εργασία από τη φυσική εργασία, οι εργαζόμε­νοι γίνονται εξαρτήματα των μηχανών. Καθώς μεταφέρονται τα ποιοτικά χαρα­κτηριστικά της εργασίας στις μηχανές, ή εκμηχάνιση περιορίζει την εργασία σ' ένα σύνολο επαναλαμβανόμενων κινήσεων. Χαρακτηριστικές στιγμές της νέας οργάνωσης της ενέργειας είναι ο ταιϋλορισμός, ο φορδισμός και ο νεοφορδισμός.5

    Μαζί με τις νέες μορφές οργάνωσης της εργασίας διαμορφώνεται και ένα νέο καθεστώς συσσώρευσης πού βασίζεται στις θεαματικές ανόδους της παραγωγι­κότητας και στη διεύρυνση της κατανάλωσης των μισθωτών πού δίνει τη δυνα­τότητα να βρίσκει διέξοδο ή μεγάλη μάζα των παραγόμενων προϊόντων. Αυτός ο συνδυασμός: εκμηχάνιση - επιστημονική οργάνωση της εργασίας, αύξηση της παραγωγικότητας, αύξηση του εισοδήματος των νοικοκυριών - μαζική κατανά­λωση, ονομάστηκε από πολλούς μαρξιστές θεωρητικούς καθεστώς εντατικής συσσώρευσης (Lipietz 1982b). To καθεστώς λοιπόν της εντατικής συσσώρευσης αποτελεί μια άρθρωση ανάμεσα στη διαδικασία της παραγωγής και στον τρόπο κατανάλωσης· συγκεκριμένα αναπτύσσεται ή τάση καθολίκευσης της μαζικής παραγωγής ταυτόχρονα με τη μαζική κατανάλωση, όπως καθολικεύεται και ή μισθωτή σχέση (Aglietta 1979).

    5. Σύμφωνα με τον Michel Aglietta (1979) ο ταιϋλορισμός μπορεί να ορισθεί σαν το σύνολο των εσωτερικών στη διαδικασία της εργασίας σχέσεων παραγωγής πού τείνει να ολοκληρώσει τη συμ­πλήρωση του μηχανικού κύκλου των κινήσεων της δουλειάς και να γεμίσει τα κενά της εργάσιμης ημέρας. Στην ίδια κατεύθυνση ο φορδισμός (στο επίπεδο της τ ε χνικής οργάνωσης της εργασίας) ε ίναι ή εφαρμογή της ήμι-αυτόματης γραμμής συναρμολόγησης, ενώ ή νεοφορδική οργάνωση της εργασίας συνίσταται στην εφαρμογή του αυτόματου ελέγχου και στην ανασύνθεση των καθη­κόντων εργασίας πού αυτή επιβάλλει.

    2.3. Παράμετροι και συνθήκες της συσσώρευσης (οι συνθήκες αξιοποίησης του κεφαλαίου)

    Το υλικό υπόβαθρο της συσσώρευσης αποτελούν οι εκάστοτε κοινωνικές παρα­γωγικές δυνάμεις. Ή κινητοποίηση μιας μάζας μέσων παραγωγής και ενός αριθ­μού εργαζόμενων από μια ποσότητα χρήματος - κεφαλαίου αποτελεί την αφετη­ρία της σπειροειδούς διαδικασίας συσσώρευσης. Ό ρυθμός όμως και οι διαστά­σεις της συσσώρευσης προσδιορίζονται, μέσα στο πλαίσιο του εκάστοτε καθε­στώτος συσσώρευσης, σε σχέση με ορισμένες ειδικότερες συνθήκες στις όποιες θα αναφερθούμε συνοπτικά στη συνέχεια.

    Πρώτη συνθήκη-προϋπόθεση της συσσώρευσης είναι ή δυνατότητα πραγμα­τοποίησης από το κεφάλαιο της κυκλικής κίνησης πού καταλήγει στην επαύξη­ση του. Αυτή, στην πιο απλή περίπτωση, προϋποθέτει την ύπαρξη τριών αγο­ρών: της αγοράς των μέσων παραγωγής, της αγοράς εργατικής δύναμης και της αγοράς καταναλωτικών προϊόντων. Από εδώ και πέρα το μέγεθος της υπερα­ξίας πού θα παραχθεί και θα έπανεπενδυθεί εξαρτάται από:

    α. το βαθμό εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης. Το ποσοστό υπεραξίας, γράφει ο Marx, εξαρτάται πριν απ' όλα από το βαθμό εκμετάλλευσης της εργατι­κής δύναμης. Ή πολιτική οικονομία αποδίδει τόσο μεγάλη σημασία στο ρόλο αυτού του παράγοντα, πού συχνά την επιτάχυνση της συσσώρευσης πού οφεί­λεται στην αυξημένη παραγωγική δύναμη της εργασίας την ταυτίζει με την επιτάχυνση της πού οφείλεται στην αυξημένη εκμετάλλευση του εργάτη. Ό μισθός της εργασίας δεν είναι πάντα ίσος με την αξία της εργατικής δύναμης. Το βίαιο κατέβασμα του μισθού κάτω από την αξία αυτή μετατρέπει μέρος από την αναγκαία καταναλωτική δαπάνη του εργάτη σε δαπάνη συσσώρευσης του κεφα­λαίου (Marx 1975). οι συνθήκες επομένως πού προσδιορίζουν το κόστος ανα­παραγωγής της εργατικής δύναμης (υλικές και πολιτικο-ιδεολογικές) διαφορο­ποιούν άμεσα το μέγεθος της υπεραξίας πού παράγει μια δοσμένη μάζα κεφα­λαίου.

    β. την παραγωγικότητα της κοινωνικής εργασίας. Ή αύξηση της παραγωγι­κότητας της εργασίας συνοδεύεται άμεσα από τη μείωση της αξίας της εργατι­κής δύναμης γιατί μειώνεται το κόστος αναπαραγωγής της, ακόμα και στην περίπτωση πού ανεβαίνει ο πραγματικός μισθός. Γιατί σπάνια ο μισθός ανεβαί­νει με τον ίδιο ρυθμό πού αυξάνεται ή παραγωγικότητα της εργασίας. 'Έτσι ή διανομή ανάμεσα σε αναγκαία εργασία και σε ύπερεργασία, σε μισθό και σε υπε­ραξία μεταβάλλεται υπέρ της ύπερεργασίας και της υπεραξίας. Παράλληλα ή κατανομή της υπεραξίας σε εισόδημα κατανάλωσης της αστικής τάξης και σε πρόσθετο κεφάλαιο μπορεί να μεταβληθεί υπέρ του πρόσθετου κεφαλαίου, εάν διατηρηθεί σταθερή ή κατανάλωση των καπιταλιστών. Ό Marx διατυπώνει αυτή τη σχέση με αντίστροφο τρόπο: όταν μένει ή ίδια ή αναλογία πού χωρίζεται το ύπερπροϊόν σε εισόδημα και σε πρόσθετο κεφάλαιο, μπορεί με την αύξηση της παραγωγικότητας να αυξάνεται ή κατανάλωση του κεφαλαιοκράτη χωρίς να μειώνεται το ποσό της συσσώρευσης (Marx 1975). Αλυσιδωτά λοιπόν ή αύξη­ση της παραγωγικότητας της εργασίας οδηγεί σε αύξηση του πρόσθετου κεφα­λαίου και κατά συνέπεια σε έπιταχυνόμενη συσσώρευση ή για να χρησιμοποιή­σουμε τους όρους του Lojkine (1972) «μακριά από το να είναι μια τεχνική αναγ­καιότητα, ή αύξηση της παραγωγικότητας είναι αναγκαία στην ανάπτυξη του καπιταλισμού». Όταν είναι ήδη διαμορφωμένες οι γενικές βάσεις του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, στην πορεία της συσσώρευσης παρουσιάζεται πάντα ένα σημείο, όπου ή ανάπτυξη της παραγωγικότητας της εργασίας γίνεται ο πιο ισχυ­ρός μοχλός της συσσώρευσης.

    γ. τις συνθήκες της κυκλοφορίας. Το μέγεθος της υπεραξίας πού παράγεται με την ολοκλήρωση κάθε περιστροφής δεν προσδιορίζεται μόνο σαν διαφορά ανάμεσα στην παραγωγικότητα της εργασίας και στο κόστος αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης. Το κόστος και ή διάρκεια της κυκλοφορίας έχουν ιδιαίτερη σημασία πάνω στον ετήσιο όγκο και στο ποσοστό υπεραξίας πού παράγεται. Το χρήμα κατ' αρχήν πού διατίθεται για την πραγματοποίηση της κυκλοφορίας και των λειτουργικών μεταμορφώσεων του κεφαλαίου (κόστος εγκαταστάσεων και δραστηριοτήτων διαχείρισης, εμπορίου, αποθήκευσης, ελέγχου κλπ.) περιορίζει - αφαιρείται από το κεφάλαιο πού χρησιμοποιείται παραγωγικά. Αυτή ή μη παραγωγική δαπάνη συνίσταται στη μείωση του κοινωνικού χρόνου και της κοινωνικής εργασίας πού αφιερώνεται για τη μη παραγωγική αλλά αναγκαία λειτουργία της μεταβολής των μορφών του κεφαλαίου. Ό χρόνος τώρα της κυκλοφορίας μεταβάλλει τη μάζα της υπεραξίας πού παράγεται μέσα σε μία δοσμένη χρονική περίοδο. Ένα κεφάλαιο πού κυκλοφορεί δύο φορές ταχύτερα από ένα άλλο είναι και διπλάσια παραγωγικό ceteris paribus. Ή μείωση επομέ­νως του χρόνου κυκλοφορίας, Όπως και του κόστους, έχουν ιδιαίτερα θετικές επιπτώσεις πάνω στο ρυθμό εμφάνισης και στο μέγεθος του πρόσθετου κεφα­λαίου, άρα στο ρυθμό και στις διαστάσεις της συσσώρευσης.

    δ. τη συνάρτηση της επένδυσης, δηλαδή το ποσοστό της υπεραξίας πού θα επανενταχθεί στην παραγωγή και θα σχηματίσει το πρόσθετο κεφάλαιο. Στο σχηματισμό του πρόσθετου κεφαλαίου συμβάλλει επίσης και ή ξένη επένδυση δηλαδή υπεραξία πού παράχθηκε σε άλλους κοινωνικούς σχηματισμούς. Το μέ­γεθος πού πρόσθετου κεφαλαίου συγκεκριμενοποιεί τη διεύρυνση της συσσώ­ρευσης και τη διενέργεια της σε μεγαλύτερη κλίμακα και συμπαρασύρει μαζί του τις μεταβολές στην παραγωγική κατανάλωση, στο προϊόν και στη ζήτηση εργα­σίας, τις υλικές δηλαδή προϋποθέσεις κάθε καθεστώτος συσσώρευσης.

    ε. την οργανική σύνθεση του επενδυόμενου πρόσθετου κεφαλαίου. Καθώς το πρόσθετο κεφάλαιο χωρίζεται σε σταθερό και σε μεταβλητό, σε κάθε φάση επανένταξης του στην παραγωγή δημιουργείται νέα ζήτηση μέσων παραγωγής και εργατικής δύναμης, ανάλογα με την οργανική σύνθεση πού αντιστοιχεί στο συγκεκριμένο κλάδο παραγωγής. Ή νεοεντασσόμενη εργατική δύναμη παράγει με τη σειρά της νέα υπεραξία, άρα εν δυνάμει νέο πρόσθετο κεφάλαιο και ούτω καθ' εξής. Αντίστροφα λοιπόν με τη μεταβολή της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου μεταβάλλεται ή μάζα της παραγόμενης υπεραξίας. Από εδώ προκύ­πτει και ή γνωστή τάση της πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους ή της αποδο­τικότητας του κεφαλαίου με την άνοδο της οργανικής σύνθεσης.

    στ. τις διαδικασίες ρύθμισης, δηλαδή την εξασφάλιση σχέσεων συνεργασίας ανάμεσα στους ανεξάρτητους παραγωγούς και ανάμεσα στην παραγωγή και στην κατανάλωση. Ή λειτουργία των ρυθμιστικών διαδικασιών προσπαθεί να αποτρέψει τις κρίσεις ανισορροπίας ανάμεσα σε τομείς παραγωγής, ανάμεσα σε παραγωγή και σε κατανάλωση, πού γεννιούνται από τον αναρχικό χαρακτήρα της καπιταλιστικής παραγωγής. Ό ρυθμιστικός μηχανισμός της συσσώρευσης

    μέσα από τον περιορισμό των κρίσεων και της συνεπαγόμενης καταστροφής παραγωγικών δυνάμεων λειτουργεί διορθωτικά. Ή θετική παρέμβαση του στη συσσώρευση προκύπτει από τον όμαλοποιητικό του χαρακτήρα.

    Σύμφωνα με τα προηγούμενα, ή συσσώρευση του κεφαλαίου πραγματο­ποιείται στη βάση ορισμένων εσωτερικών σχέσεων πού συνδέουν τους φορείς και τις διαδικασίες πού τη συνιστούν. Παράλληλα όμως οι διαδικασίες παραγω­γής και επανεπένδυσης της υπεραξίας εμφανίζονται γεωγραφικά πολωμένες. Εί­ναι όμως ή πόλωση της συσσώρευσης μια αναγκαιότητα της καπιταλιστικής βιομηχανικής κοινωνίας, ή απλά το γέννημα μιας συγκυρίας παραγόντων και έξωοικονομικών (πολιτικών) καταναγκασμών; Στο ερώτημα αυτό θα προσπαθή­σουμε να απαντήσουμε.

    3. Ή πόλωση της συσσώρευσης

    3.1. Ή αιτιότητα της πόλωσης της συσσώρευσης: στοιχεία μιας προβληματικής

    Ή προσέγγιση στην αιτιότητα της πόλωσης του κεφαλαίου δεν θα ακολουθήσει μια φαινομενολογική διαδρομή αναζήτησης των αίτιων της άμεσα διαπιστούμε­νης εμπειρίας, δηλαδή της πόλωσης των αγορών, της μισθωτής σχέσης κλπ., οπότε θα γινόταν ή μετάθεση της προσέγγισης από το επίπεδο της ανάλυσης των σχέσεων της πόλωσης στο επίπεδο της μελέτης της συμπεριφοράς των άμε­σων φορέων της συσσώρευσης, δηλαδή των μισθωτών, των επιχειρήσεων και του κράτους. Αντί να ρωτήσουμε γιατί πολώνονται οι μισθωτοί, οι επενδύσεις, οι αγορές, θα προσπαθήσουμε να διερευνήσουμε γιατί ή πόλωση είναι θετική συνθήκη στις σχέσεις και παραμέτρους πού προσδιορίζουν το χαρακτήρα, το ρυθμό και τις διαστάσεις της συσσώρευσης (στις συνθήκες δηλαδή αξιοποίησης του κεφαλαίου). Σ' αυτή τη διερεύνηση θα μας βοηθήσει ή ανάλυση της συσσώ­ρευσης πού ήδη προηγήθηκε, της οριοθέτησης δηλαδή των συνθηκών πού την καθοδηγούν (βλ. 2.3.). Στη συνέχεια λοιπόν θα επιχειρήσουμε μια πρώτη προ­σέγγιση των επιπτώσεων της πόλωσης της μισθωτής σχέσης, της παραγωγής, των αγορών κλπ.,

    —στις συνθήκες εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης

    —στην παραγωγικότητα του κεφαλαίου

    —στην κυκλοφορία του κεφαλαίου

    —στις διαδικασίες ρύθμισης,

    στις συνθήκες δηλαδή της αξιοποίησης του κεφαλαίου.

    3.2. Συνθήκες εκμετάλλευσης και πόλωση της μισθωτής σχέσης

    Ή προβληματική μας για τη σημασία της πόλωσης στις συνθήκες εκμετάλλευ­σης συναντάει τη θεωρία της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης και την εργασιακή θεωρία της αξίας. Θυμίζουμε ότι ή ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζόμενων προσδιορίζεται από την κατανομή του χρόνου εργασίας σε αναγ­καίο και πρόσθετο ή σε όρους αξίας από τη σχέση μισθού και υπεραξίας.

    (βαθμός εκμετάλλευσης = πρόσθετη εργασία /.αναγκαία + πρόσθετη εργασία) Πάνω στη σχέση αυτή ή πόλωση της συσσώρευσης έχει μια ιδιαίτερη επίδραση, πού εμφανίζεται όμως διαφοροποιημένη στα διάφορα καθεστώτα της συσσώρευ­σης.

    στις πρώτες φάσεις της καπιταλιστικής συσσώρευσης, ή συγκέντρωση του πληθυσμού και ή αθλιότητα πού τη συνοδεύει έρχεται σαν άμεση συνέπεια της ταχύτητας συσσώρευσης και της ζήτησης εργατικής δύναμης πού αυτή δημιουργεί. Ό Marx (1975) δίνει την ακόλουθη περιγραφή: «στις αρχές του 19ου αιώνα εκτός από το Λονδίνο δεν υπήρχε ούτε μια πόλη στην Αγγλία πού να φθάνει τους 100.000 κατοίκους. Μονάχα πέντε είχαν πάνω από 50.000 κατοί­κους. Σήμερα υπάρχουν 28 πόλεις με πάνω από 50.000 κατοίκους ή καθεμιά. Το αποτέλεσμα αυτής της αλλαγής είναι όχι μόνο μια τεράστια αύξηση του αστικού πληθυσμού, μα και το γεγονός ότι οι παλιές πυκνοκατοικημένες μικρές πόλεις είναι σήμερα κέντρα περίχτιστα απ' όλες τις μεριές χωρίς να παίρνουν αέρα από πουθενά... Έτσι ένας ολόκληρος πληθυσμός στριμώχθηκε σε σπίτια πού δεν ήταν προορισμένα γι' αυτόν και για τον οποίο είναι τελείως ακατάλληλα, μέσα σ' ένα περιβάλλον πού είναι πραγματικά ταπεινωτικό για τους ενήλικους και ολέθριο για τα παιδιά. Όσο πιο γρήγορα συσσωρεύει το κεφάλαιο σε μια βιομη­χανική και εμπορική πόλη, τόσο πιο γρήγορη είναι ή συρροή του εκμεταλλεύσι­μου ανθρώπινου υλικού, τόσο πιο άθλιες οι αυτοσχεδιασμένες κατοικίες των εργατών... Το χτίσιμο καινούργιων σπιτιών προχωρεί πολύ αργά ενώ οι δου­λειές προχωρούν πολύ γρήγορα. Γι' αυτό το λόγο, το 1865 ή πόλη ήταν πιο παραγεμισμένη από κάθε άλλη φορά... Το Μπρίστολ κατέχει την τρίτη θέση ύστερα από το Λονδίνο στο ζήτημα της αθλιότητας της κατοικίας. Εδώ σε μια από τις πλουσιότερες πόλεις της Ευρώπης υπάρχει ή μεγαλύτερη πληθώρα της πιο απροκάλυπτης φτώχιας και αθλιότητας στο ζήτημα της κατοικίας (1 δωμά­τιο για 16, 11, 18, 13 άτομα)». Βέβαια αυτό το στρίμωγμα δεν οδηγεί σ' ένα περιορισμό της δαπάνης για κατοικία «καθώς μεγαλώνει το ρεύμα των ανθρώ­πων πού συρρέουν στη μητρόπολη, στο μέτρο πού ανεβαίνουν τα νοίκια μαζί με την αύξηση της γαιοπροσόδου των πόλεων, τα νοίκια έφθασαν σε τέτοια ύψη πού μόνο λίγοι εργάτες μπορούν να πληρώσουν νοίκι για περισσότερο από ένα δωμάτιο»: Έτσι όμως ένα μικρό μέρος του κοινωνικού κεφαλαίου διοχετεύεται σε αναπαραγωγικές δαπάνες, δηλαδή σε δαπάνες μη αναγκαία αποδοτικές αλλά απαραίτητες για τη συνέχιση των παραγωγικών διαδικασιών στους αποδοτικούς τομείς.

    Αυτή ουσιαστικά είναι ή επίδραση της γεωγραφικής πόλωσης της μισθωτής σχέσης στη συσσώρευση: ή μεταβολή της σχέσης ανάμεσα σε παραγωγικό και αναπαραγωγικό κεφάλαιο. Ό περιορισμός των αναπαραγωγικών δαπανών μπορεί" να πραγματοποιηθεί με τη συνδυασμένη και κοινή χρήση από τους εργαζόμενους των υλικών όρων αναπαραγωγής της εργατικής τους δύναμης. Από αυτήν την κοινή χρήση προκύπτει και ο χαρακτηρισμός τους «μέσα συλλογικής κατανά­λωσης» (κοινωνικός εξοπλισμός, μεταφορές, κατοικία) σε αντιδιαστολή με τις δαπάνες εισοδήματος για εμπορεύματα ατομικής κατανάλωσης των εργαζομένων.6

    Στη φάση της εντατικής συσσώρευσης ο ρόλος της πόλωσης παρουσιάζεται σχετικά ουδετεροποιημένος. Καθώς οι αυξήσεις της παραγωγικότητας πρέπει να συνδυαστούν με παράλληλη αύξηση του άμεσου και εμμέσου μισθού, οι υλικές συνθήκες αναπαραγωγής προσφέρουν μια. σημαντική διέξοδο κατανάλωσης. 'Έτσι το ζήτημα περιορισμού του κόστους τους δεν τίθεται με την ίδια ένταση. Αντίθετα το πρόβλημα μετατοπίζεται στην αντιστοιχία των αναπαραγωγικών δαπανών με το ρυθμό συσσώρευσης και τη μάζα του διατιθέμενου πρόσθετου κεφαλαίου. Ακόμη όμως και σ' αυτό το πλαίσιο, θα πρέπει να διερευνηθεί εάν το κόστος μιας διασπαρμένης μορφής πόλης (και ή αναίρεση της πόλωσης) μπορεί να γίνει ανεκτό από το νέο επίπεδο δαπανών για μαζική κατανάλωση.

    3.3. Παραγωγικότητα και πόλωση της παραγωγής

    Έκτος από τον τεχνικό εκσυγχρονισμό στο επίπεδο της διαδικασίας της εργα­σίας, βασικές κινητήριες δυνάμεις αύξησης της παραγωγικότητας είναι ή διεύ­ρυνση της παραγωγής και ή διενέργεια της όλο και σε μεγαλύτερη κλίμακα, και ή βελτίωση της συνεργασίας των φορέων πού με άμεσο ή έμμεσο τρόπο συμμε­τέχουν στην παραγωγή. Είναι προς τιμή του J. Lojkine (1972) ότι έφερε στην επιφάνεια την προβληματική πού αναπτύσσεται στο Κεφάλαιο σχετικά με το ρό­λο της συνεργασίας στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και στη συσ­σώρευση.

    Ή ανάπτυξη της κοινωνικής παραγωγικής δύναμης της εργασίας γράφει ο Marx (1975) προϋποθέτει τη συνεργασία σε μεγάλη κλίμακα, και μόνο μ' αυτή την προϋπόθεση μπορεί να οργανωθεί ο καταμερισμός και ο συνδυασμός της εργασίας, να γίνει οικονομία σε μέσα παραγωγής με τη μαζική συγκέντρωση μέ­σων εργασίας, να δημιουργηθούν τέτοια μέσα εργασίας πού από την ίδια την υλική σύσταση τους να μπορούν να χρησιμοποιούνται μόνο από κοινού, να μπουν στην υπηρεσία της παραγωγής τεράστιες φυσικές δυνάμεις και να μετα­τραπεί το προτσές παραγωγής σε τεχνολογική εφαρμογή της επιστήμης. Ή συνεργασία όμως σ' αυτή την κλίμακα προϋποθέτει μια διαίρεση εργασίας μέσα στην κοινωνία, παράλληλα με τη διαίρεση της εργασίας μέσα στο εργοστάσιο. «Όπως ή διαίρεση της εργασίας μέσα στο εργοστάσιο προϋποθέτει σαν υλική βάση ένα ορισμένο αριθμό εργατών πού εργάζονται ταυτόχρονα, έτσι, ή διαίρε­ση της εργασίας μέσα στην κοινωνία προϋποθέτει ένα ορισμένο μέγεθος πληθυ­σμού συνοδευόμενου από μία ορισμένη πυκνότητα». και για να προσδιορίσει ότι δεν πρόκειται μόνο για μία δημογραφική πυκνότητα, αλλά για μία αστική συγκέντρωση προσδιορίζει σαν μέτρο της πυκνότητας τα δίκτυα μεταφοράς.

    Ή έμφαση στην έννοια της κοινωνικής συνεργασίας στο πεδίο της πόλης

    6. Δεν πρέπει να συγχέουμε τα μέσα συλλογικής κατανάλωσης με τις γενικές συνθήκες παραγω­γής και την κοινή χρήση των τελευταίων από τους καπιταλιστές (δίκτυα μεταφοράς εμπορευμά­των, βιομηχανικές ζώνες, επικοινωνίες, υποδομή παραγωγική κλπ.). Για τη διάκριση τους βλ. Lojkine, J. (1977), chap. II: moyens de consommation collectifs et conditions generales de la production.

    μας οδηγεί στη διατύπωση της εννοίας, του αστικού παραγωγικού συστήματος, δηλαδή στο σύστημα συνεργασίας των αστικών παραγωγικών δραστηριοτήτων και στις σχέσεις πού αναπτύσσονται ανάμεσα τους (Κομνηνός 1982α). Ό Sargent Florence (1948) σε μία απόπειρα παρουσίασης των σχέσεων αυτών τις κατατάσσει στις ακόλουθες κατηγορίες:

    —τις κάθετες, πού περιλαμβάνουν τις διαδοχικές επεξεργασίες ενός προϊόν­τος, από την πρώτη ύλη ως την παράδοση στους καταναλωτές.

    τις συγκλίνουσες, πού σχετίζονται με την τροφοδότηση μιας γραμμής παραγωγής,

    τις διαγώνιες, πού αφορούν την παροχή υπηρεσιών σε παραγωγικές διαδι­κασίες, και

    —τις έμμεσες ή κοινωνικές, πού σχετίζονται με την παροχή της αναγκαίας για την παραγωγή εργασίας.

    Ή μεταβολή λοιπόν της παραγωγικότητας της εργασίας ανάγεται κατά ένα μέρος στην εσωτερική συνάφεια και δυναμική του αστικού παραγωγικού συστή­ματος, πού με τη σειρά στηρίζει την υπόσταση του στη χωρική πόλωση των παραγωγικών διαδικασιών και των αναγκαίων συντελεστών πού τις συνοδεύουν (υπηρεσίες, εργασία, δίκτυα, κλπ.). Αυτή ή θετική σχέση ανάμεσα σε παραγωγι­κότητα της εργασίας και σε χωρική πόλωση της παραγωγής ωθεί στην πραγμα­τοποίηση της τελευταίας.

    3.4. Ή επίδραση της πόλωσης στην κυκλοφορία του κεφαλαίου

    Πρόκειται για τις επιπτώσεις της χωρικής συγκέντρωσης των διαδικασιών παραγωγής, ανταλλαγής και μεταφοράς (πού σχηματικά μπορεί να γίνει κατα­νοητή σαν γεωγραφική συγκέντρωση της κίνησης Χ—Ε...Π...Ε'-Χ') στα χαρα­κτηριστικά της κυκλοφορίας. Αυτές συγκεκριμενοποιούνται στην ανάδειξη των τοπικών αγορών και στη διαφοροποίηση του χρόνου και των εξόδων κυκλοφο­ρίας (Κομνηνός 1982β).

    Ό ρόλος των τοπικών αγορών είναι ιδιαίτερα σημαντικός στις μεταμορφώ­σεις Ε—Χ. Για ορισμένες παραγωγικές διαδικασίες οι πωλήσεις των εμπορευμά­των συναρτώνται σε μια τοπική αγορά. Ή ύπαρξη τοπικών αγορών οφείλεται σε ψηλά κόστη μεταφοράς, ιδιαίτερα όταν τα προϊόντα έχουν μικρή αξία ανά μονά­δα βάρους ή στις ιδιομορφίες των ίδιων των εμπορευμάτων. Όσο περισσότερο το εμπόρευμα είναι ευάλωτο, τόσο μεγαλύτερη είναι ή ανάγκη να καταναλωθεί λίγο μετά την παραγωγή και τόσο μειώνεται ή ικανότητα του να απομακρυνθεί από τον τόπο της παραγωγής του. Περιορίζεται κατά συνέπεια ή σφαίρα της κυκλοφορίας του και τονίζεται ο τοπικός χαρακτήρας της ροής του. Ειδικά στην ανάπτυξη του τριτογενή τομέα, λόγω της διαφοροποίησης της μορφής της κυκλικής κίνησης, ή τοπική αγορά πού συνοδεύει την αστική συγκέντρωση γί­νεται απαραίτητο στοιχείο. Στον τριτογενή ή κυκλική κίνηση του κεφαλαίου παίρνει την ακόλουθη μορφή Χ—Ε...Π—Χ'. Δηλαδή ανάμεσα στην παραγωγή και στη μετατροπή του προϊόντος της σε χρηματική αξία (Χ') δεν παρεμβάλλε­ται ένα υλικό εμπόρευμα. Δεν παρουσιάζεται έτσι, ένα αντικείμενο χρήσης δια­κεκριμένο από την παραγωγική διαδικασία πού να μπορεί να κυκλοφορεί και να λειτουργεί σαν εμπόρευμα. Αντίθετα παράγεται ένα χρήσιμο αποτέλεσμα του οποίου ή κατανάλωση είναι ταυτόχρονη με τη διαδικασία παραγωγής. Έπιβάλλεται σ' αυτή τη μορφή της κυκλικής κίνησης ή ταυτόχρονη ανάπτυξη και ο άμεσος συσχετισμός της παραγωγής και της κατανάλωσης, συνθήκη πού πραγ­ματοποιείται με την πόλωση των στοιχείων της κυκλοφορίας.

    Ή διάρκεια κυκλοφορίας κάθε διακεκριμένου κεφαλαίου συντίθεται από το άθροισμα των χρόνων των τριών φάσεων Χ-Ε, Π, Ε'-Χ' και από τη χρονική διάρκεια των δύο διακοπών της κίνησης πριν και μετά την παραγωγή. Ή μεν διάρκεια της φάσης της παραγωγής εξαρτάται κύρια από την τεχνολογία της παραγωγής. Ή διάρκεια της κυκλοφορίας συναρτάται πλήρως στις γενικές συν­θήκες παραγωγής, όπως και ή διάρκεια των δύο διακοπών πού παρεμβάλλονται ανάμεσα στις τρεις φάσεις της κυκλικής κίνησης. Εμπειρικά είναι γνωστό ότι ή μεταμόρφωση Ε'-Χ' είναι ή πιο χρονοβόρα, και διαφοροποιεί σταθερά το χρόνο ολοκλήρωσης της ή χρονική απόσταση της παραγωγής από την κατανάλωση καθώς και ή ανάπτυξη του δικτύου διανομής. Αυτή δε είναι και ή αιτία της έλ­ξης πού ασκεί στις παραγωγικές μονάδες ή μεταφορική υποδομή, και της κατα­στροφής και έπαναδόμησης των παλαιών κέντρων σε σχέση με τις μεταφορές. Ή πόλωση τώρα της κυκλοφορίας διαφοροποιεί τη συνολική της διάρκεια. Ιδιαίτερα επιταχύνονται οι μεταμορφώσεις της πρώτης και της τρίτης φάσης, ο δε μηχανισμός της επιτάχυνσης συγκεκριμενοποιείται στη διαφοροποίηση της συνεργασίας των διακεκριμένων στοιχείων πού παρεμβαίνουν σε κάθε φάση της κυκλικής κίνησης: οι νέες μορφές συνεργασίας και τα νέα στοιχεία μέσα στη συνεργασία πού εμφανίζονται με την περαιτέρω εξέλιξη της κοινωνικής διαίρε­σης της εργασίας. Μαζί με τη μείωση της χρονικής απόστασης κάθε φάσης, επι­τρέπουν τη συνολική συρρίκνωση της περιόδου ανακύκλησης του κεφαλαίου.

    οι αλλαγές κατάστασης πού πραγματοποιούνται σε κάθε φάση της κυκλικής κίνησης κοστίζουν χρόνο αλλά και εργατική δύναμη, πού δεν παράγει υπεραξία αλλά βοηθά την πραγματοποίηση των διαδοχικών μεταμορφώσεων της αξίας. Ακριβώς αυτή ή μη παραγωγική δαπάνη εργατικής δύναμης συνιστά τα έξοδα της ροής του κεφαλαίου. Ή πόλωση της κυκλοφορίας καθώς λειτουργεί σαν σύ­στημα βελτίωσης της συνεργασίας των στοιχείων της κυκλικής κίνησης, διαμορφώνει μια εξωτερική οικονομία στο επίπεδο των εξόδων κυκλοφορίας με αποτέλεσμα τον περιορισμό τους. Μ' αυτή τη λειτουργία συμβάλλει όπως και ή πόλωση της μισθωτής εργασίας στη μεταβολή της σχέσης παραγωγικών και μη παραγω­γικών δαπανών.

    3.5. οι επιπτώσεις της πόλωσης στις διαδικασίες ρύθμισης

    οι οικονομικές, πολιτικές και ιδεολογικές ρυθμιστικές δράσεις σ' ένα καθεστώς συσσώρευσης δεν αναδύονται αυτόματα. Προϋπόθεση τους είναι ή σύσταση ανάλογων θεσμών πού να συνθέτουν τις κοινωνικές ρυθμιστικές πρακτικές με τις διαδικασίες παραγωγής και επανεπένδυσης της υπεραξίας. Αποφασιστικοί θεσμοί πού εξασφαλίζουν αυτή τη λειτουργία είναι οι θεσμοί του προγραμματι­σμού, της διακίνησης της πληροφορίας και της αγοράς. Το πρόβλημα όμως της εμφάνισης τους είναι το κόστος λειτουργίας τους ή αλλιώς ή ενεργός ζήτηση πού θα αναλάβει και θα στηρίξει τη λειτουργία τους. Ας δούμε όμως από κοντά μερικά παραδείγματα.

    οι θεσμοί διακίνησης γενικής οικονομικής πληροφορίας συμπληρώνουν την πληροφορία πού διοχετεύεται μέσα από το σύστημα των τιμών. Ουσιαστικό πρόβλημα της πληροφορίας πού κινείται μέσα από τις τιμές είναι ή στενότητα της πληροφορίας πού παραλαμβάνει ο αποδέκτης. Το σύστημα των τιμών μετα­φέρει μόνο την τελική πληροφορία και μόνο σ' αυτούς πού μπορούν να έχουν κάποιο όφελος από τη γνώση της. Έτσι ένας παραγωγός ξύλου, για να χρησιμο­ποιήσουμε το παράδειγμα των Friedman (1980), δεν γνωρίζει εάν ή ζήτηση ξύ­λου αυξήθηκε γιατί περισσότερα παιδάκια ζητούν μολύβια ή γιατί μεταβλήθηκε ή κρατική γραφειοκρατία και δαπανά περισσότερη γραφική ύλη. Δεν ξέρει καν ότι ή ζήτηση μολυβιών μεταβλήθηκε. Αυτό πού ξέρει είναι ότι κάποιοι ζητούν περισσότερο ξύλο και προτίθενται να πληρώσουν περισσότερο για να το απο­κτήσουν. Αυτή όμως ή «συνθετική» πληροφορία πού παραλαμβάνει μέσα από το σύστημα των τιμών δεν επαρκεί για να εκτιμήσει τη μελλοντική ζήτηση και κατά συνέπεια την επανεπένδυση υπεραξίας πού απαιτείται για να ανταποκριθεί σ' αυτήν. Μία αναλυτική πληροφορία πού να δίνει δυνατότητα διαμόρφωσης τεκμηριωμένων προσδοκιών για τις μελλοντικές μεταβολές της ζήτησης δεν περνάει μέσα από το σύστημα των τιμών. Έτσι περιορίζεται ή αποτελεσματικό­τητα του στον προγραμματισμό της μελλοντικής δραστηριότητας και στην επέ­κταση της συσσώρευσης της διακεκριμένης επιχείρησης. Αυτή ή συμπληρωμα­τική όμως πληροφορία μπορεί να διακινηθεί μέσα από διαφορετικούς θεσμούς (ειδικευμένα έντυπα, κέντρα πληροφόρησης κλπ.) πού πολώνονται όμως χωρι­κά, γιατί και ή ζήτηση τους είναι χωρικά πολωμένη. Χαρακτηριστικό παράδειγ­μα είναι οι διεθνείς οικονομικές εφημερίδες (Wall Street, Financial Times), πού διατίθενται μόνο σε δύο μητροπολιτικά κέντρα στην Ελλάδα. Σε άλλες μικρότε­ρες πόλεις δεν διαμορφώνεται ή επαρκής ζήτηση για να στηρίξει μια καθημερινή τους κυκλοφορία.

    Ανάλογος περιορισμός, πού προέρχεται από το κόστος λειτουργίας, αφορά τις κρατικές ρυθμιστικές παρεμβάσεις. Χαρακτηριστικό πάλι παράδειγμα είναι ή διαμόρφωση οργάνων και θεσμών πολεοδομικού προγραμματισμού. Ενώ κανείς δεν αμφισβητεί ότι ο προγραμματισμός είναι μια συνεχής διαδικασία πληροφόρησης- ελέγχου και παρέμβασης και ενώ αναγνωρίζεται ή ανάγκη για προγραμματισμένη ανάπτυξη ενός μεγάλου αριθμού ελληνικών πόλεων, το κρά­τος δεν προχωρά σε ίδρυση τοπικών θεσμών προγραμματισμού. Αντίθετα λει­τουργούν υπηρεσίες πού θα μπορούσαν να αναλάβουν τέτοια καθήκοντα μόνο στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη. Δε θέλω να υποστηρίξω ότι αυτός είναι ο μόνος λόγος έλλειψης τοπικών ρυθμιστικών θεσμών. Δεν είναι δυνατόν όμως και να αγνοηθεί το αυξημένο κόστος μιας μη πολωμένης ρυθμιστικής παρέμβα­σης.

    Εάν επεκτείνουμε στο όριο της αυτή τη συλλογιστική τότε καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ή ύπαρξη της ίδιας της αγοράς προϋποθέτει ένα ορισμένο βαθμό χωρικής πόλωσης της ζήτησης. Ή θεωρία των κεντρικών θέσεων άλλω­στε οικοδομήθηκε πάνω σ' αυτή τη διαπίστωση. Ή παραγωγή επομένως των ρυθμιστικών διαδικασιών, των θεσμών της πληροφόρησης, της πολιτι­ κής παρέμβασης, αυτή ή ίδια ή παραγωγή της αγοράς προϋποθέτει ένα βαθμό χωρικής πόλωσης των παραγωγικών και καταναλωτικών πρακτικών.

    Επίλογος

    Τα σημεία πού θίξαμε σχετικά με τις επιπτώσεις της πόλωσης της συσσώρευσης στις συνθήκες αξιοποίησης του κεφαλαίου οπωσδήποτε δεν αποτελούν παρά μια εισαγωγή στο πρόβλημα. Μια πιο αναλυτική ποσοτική -εμπειρική και θεωρητική τεκμηρίωση είναι αναγκαία. Εκείνο όμως πού γίνεται φανερό, ακόμη και σ' αυτό το επίπεδο προσέγγισης είναι ή μεθοδολογική οπτική καθώς και ή δυνατό­τητα της μαρξιστικής θεωρίας να απαντήσει συνολικά και με τις δικές της θεω­ρητικές έννοιες (θεωρία υπεραξίας, αξιοποίηση του κεφαλαίου, θεωρία αναπαρα­γωγής κλπ.) στα εμπειρικά δεδομένα πού εν μέρει οδήγησαν στη διατύπωση της έννοιας της πόλωσης της συσσώρευσης του κεφαλαίου.

    Μέσα σ' αυτό το πλαίσιο ανάλυσης θα πρέπει να τοποθετηθούν επίσης και τα νέα φαινόμενα πού χαρακτηρίζουν τις μητροπολιτικές συγκεντρώσεις (απο­βιομηχάνιση, κρίση συσσώρευσης, τριτογενοποίηση και εισαγωγή της πληρο­φορικής) πού από πολλούς μελετητές θεωρούνται σαν αντιστροφή των τάσεων της γεωγραφικής συγκέντρωσης των παραμέτρων της συσσώρευσης. Εάν τέλος δεν γίνεται παρά μια πολύ μικρή αναφορά στο ρόλο του κράτους, αυτό δεν πρέ­πει να θεωρηθεί σαν παράλειψη αλλά σαν αποτέλεσμα του δευτερεύοντα ρόλου του στη διαδικασία της πόλωσης της συσσώρευσης.

    Θεσσαλονίκη, Φλεβάρης 1984

    Βιβλιογραφία

    Aglietta, Μ. (1979), A Theory of Capitalist Regulation, London, New Left

    Review Editions.

    ΕΣΥΕ, Επετηρίδες 1957, 1962, 1965, 1972, 1981, Αθήνα, Εθνική Στατιστική

    Υπηρεσία της Ελλάδος.

    Μ. Friedman and R. Friedman, Free to choose, Penguin 1980.

    Κομνηνός, Ν. (1982α), Αστική Ανάλυση, Θεσσαλονίκη, Πολυτεχνική Σχολή

    ΑΠΘ, Τμήμα Αρχιτεκτόνων.

    Κομνηνός, Ν. (1982β), Ανάπτυξη της Πόλης και Προγραμματισμός, Θεσσαλονίκη, έκδ. Τίμαιος.

    Lipietz, A. (1982α), De la Nouvelle Division Internationale du Travail a la Crise

    du Fordisme Peripherique , Paris, CEPREMAP.

    Lipietz, A. (1982b), L'Echec de la Premiere Phase, Paris, CEPREMAP.

    Lojkine, J. (1977), Le Marxisme, l'Etat et la Question Urbaine, Paris, PUF.

    Lojkine, J. (1972), Contribution a une Theorie Marxiste de l'urbanisation Capi taliste, Paris, CNRS.

    Μαρξ, Κ. (1975), Το Προτσές της Συσσώρευσης του Κεφαλαίου, Αθήνα, έκδ. Ειρήνη.

    Marx, Κ. (1969), Le Capital , Livre I, ch. XII, XVI, Paris, ed. Garnier- Flammarion.

    Marx, K. (1953), Le Capital, Livre 2, Tome II, chap. XXI, Paris, ed. Maspero.

    Μηλιός, Γ. (1983), «Ό Ιμπεριαλισμός και οι Θεωρίες Μητρόπολης-

    Περιφέρειας», Θέσεις, No 4, 5, Αθήνα, Ίούλης-Όκτώβρης.

    Sargent-Florence, P. (1948), Investment, Location and Size of Plant, N.I.E.S.R.,

    Economic and Social Studies.

  • πληθυσμός μισθωτοί

    1951 1961 1971. 1981 1971* αναλογία

    Π. Σ. Αθηνών 1378586 1852709 2540241 3027331 646060 25,4

    Π. Σ. θεσ/νίκης 302635 380648 557360 706180 139720 25,0

    Π.Σ. Βόλου 73877 81072 88096 107407 24700 28,0

    Λάρισα 41016. 55391 72336 102048 27080 37,4

    Πάτρα 94192 103985 120847 154596 38020 31,4 Καβάλα 42102 44517 46234 56375 15500 33,6

    Π.Σ. Ηρακλείου 58285 69938 84710 110958 21920 25,8

    Π.Σ. Χανίων 33211 50789 53026 61976 18740 35,3

    Σύν. πόλεων 2023904 2639049 3562850 4326871 931740 26,1

    Σύν. Ελλάδας 7646402 8398050 8831036 9740417 1369844 15,5 Αναλογία 26,5% 31,5% 40,3% 44,4% 67,3%

    1. Μια συνοπτική κριτική παρουσίαση των θεωριών μητρόπολης-περιφέρειας περιέχεται στο άρ­θρο του Γ. Μηλιού (1983). Εδώ μπορο ύ με να σημειώσουμε ότι οι θεωρίες μητρόπολης-περιφέρειας αφ' ενός συγκρούονται με ορισμένα στατιστικά δεδομένα (διεθνές εμπόριο-εξαγωγές κεφαλαίου) και αφ' ετέρου οικοδομούν τις θεωρητικές κατασκευές τους σε αντιπαράθεση με το βασικό πυρήνα της μαρξιστικής θεωρίας της καπιταλιστικής συσσώρευσης, δηλαδή τη θεωρία της υπεραξίας και την εργασιακή θεωρία της αξίας.

    2. Δεν πρέπει να ταυτίζουμε την έννοια της πόλωσης της συσσώρευσης με την άνιση ανάπτυξη κλάδων και περιοχών. Ή πόλωση της συσσώρευσης δεν έχει σαν αναπόφευκτο αποτέλεσμα την άνιση ανάπτυξη παρά μόνο σε συνδυασμό μ' ένα τύπο κοινωνικών σχέσεων.

    3. Χρησιμοποιώντας τους όρους του A. Lipietz μπορούμε να πούμε ότι ένα καθεστώς συσσώρευ­σης είναι ένας συστηματικός τρόπος επανεπένδυσης της υπεραξίας πού εξασφαλίζει μια μακροπρόθεσμη ισορροπία ανάμεσα στις μεταβολές των συνθηκών της παραγωγής και στις μετα­βολές των συνθηκών κατανάλωσης (Lipietz, 1982α).