Ή διαχείριση της ανεργίας, μία αναπτυσσόμενη τεχνική

του Ηλία Ίωακείμογλου

1. Οι ανησυχίες του ΟΟΣΑ

Σε μια έκθεση του για τις προοπτικές της απασχόλησης, το Σεπτέμβριο του 1983, ο ΟΟΣΑ1 αναφέρεται για πρώτη φορά σε δύο καινούργια χαρακτηριστικά της ανεργίας. Σ' αυτό το άρθρο δεν θα σταθούμε στα άλλα σημεία της έκθεσης, ούτε καν στην τρομοκρατική πρόβλεψη ότι οι άνεργοι θα φτάσουν το 1984 τα 35 περίπου εκατομμύρια (απ' τα όποια 20 περίπου στην Ευρώπη). Θα σταθούμε μόνο σ' αυτά τα δύο σημεία πού φαίνεται ότι είναι και τα πιο «ενδιαφέροντα» —και όχι μόνο για μας:

Ένας άνεργος χρειάζεται όλο και περισσότερο χρόνο για να βρει δουλειά. Ό ΟΟΣΑ δίνει τα παρακάτω στοιχεία:

Ό πίνακας διαβάζεται ως εξής: 16,2% των ανέργων στη Δ. Γερμανία χρειάζον­ταν το 1981 πάνω από ένα χρόνο για να βρει δουλειά.

Ή παρατεταμένη απομάκρυνση από την εργασία έχει σαν συνέπεια, διαπι­στώνει με ανησυχία ο ΟΟΣΑ, να γίνεται πιο δύσκολη ή επαγγελματική επανέν­ταξη στον κόσμο της δουλειάς, και να απογοητεύονται οι άνεργοι. Πολλοί από αυτούς θα ψάξουν και θα βρουν μικροδουλειές.

Ή ανεργία χτυπάει όλο και περισσότερο τους νέους.

Ποσοστό άνεργων πάνω από ένα χρόνο στο σύνολο των ανέργων

1981 1982

% %

Δυτική Γερμανία 16,2 21,2

Βέλγιο 52,4 59,5

Μεγάλη Βρετανία 21,6 33,3

ΗΠΑ 6,7 7,7

Γαλλία 32,5 39,8

Στις μεγάλες βιομηχανικές χώρες (ΗΠΑ, Ιαπωνία, Δυτ. Γερμανία, Γαλλία, Αγγλία, Ιταλία, Καναδάς) υπάρχουν 9.750.000 άνεργοι κάτω των 25 ετών.

Ή κατάσταση αυτή έχει σαν συνέπεια, δυσάρεστη λέει ο ΟΟΣΑ, τη δυσαρέ­σκεια των νέων και την αύξουσα απάθεια τους.

2. Ή διπλή αγορά εργασίας

Ή εργατική δύναμη (ε.δ.), όπως όλα τα εμπορεύματα, έχει ανταλλακτική αξία και χρησιμότητα. Ή χρησιμότητα της, αν σταθούμε από τη μεριά της αξιοποίη­σης του κεφαλαίου, είναι ή ιδιότητα της (της ε.δ.) να παράγει καινούργια αξία και να διατηρεί την ήδη υπάρχουσα. Ακόμη καλύτερα, ή χρησιμότητα της είναι ή ιδιότητα της να παράγει περισσότερη αξία από αυτή πού απαιτείται για την αναπαραγωγή της (της ε.δ.) όταν καταναλωθεί παραγωγικά από τον κεφαλαιοκράτη. Ή χρησιμότητα της, αν σταθούμε από τη μεριά της διαδικασίας της εργασίας, είναι το σύνολο των σωματικών και διανοητικών ικανοτήτων του εργάτη πού απαιτούνται για να τεθούν σε κίνηση τα μέσα παραγωγής και να παράγουν άλλες χρησιμότητες.2

Όμως, ή χρησιμότητα της ε.δ. ως προς την αξιοποίηση του κεφαλαίου, δηλαδή ή ιδιότητα της να παράγει υπεραξία δεν είναι δυνατό να υπάρχει όταν ή ε.δ. δεν είναι προσαρμοσμένη στην ιδιαίτερη χρησιμότητα των μέσων παραγω­γής, όταν δηλαδή δεν μπορεί να μετασχηματίσει την αρχική υλική μορφή των μέσων παραγωγής σε προϊόν. Δηλαδή, για να υπάρχει παραγωγή υπεραξίας απαιτείται μία εργατική τάξη πού να έχει εκείνες τις γνώσεις και δεξιότητες πού είναι απαραίτητες για να τεθούν σε κίνηση τα μέσα παραγωγής: κίνηση πού μετατρέπει την αρχική τους χρησιμότητα (υλική ιδιοποίηση των μέσων παραγωγής).2

Για να υπάρχει λοιπόν παραγωγή υπεραξίας πρέπει το κεφάλαιο να μπορεί να προμηθεύεται το κατάλληλο εμπόρευμα - εργατική δύναμη από μια αγορά: την αγορά εργασίας. Ή συνεχής τροφοδοσία της αγοράς εργασίας μπορεί να πραγματοποιηθεί:

περίπτωση (α), με συνεχή καταστροφή της υπάρχουσας εργατικής δύναμης και εισαγωγή «ήδη ετοίμων εργατών» από άλλους κοινωνικούς σχηματισμούς (μετανάστευση) ή από προκαπιταλιστικές μορφές παραγωγής πού συνεχίζουν να υπάρχουν μέσα στον ίδιο κοινωνικό σχηματισμό (αγρότες, γυναίκες).3 Χαρα­κτηριστική περίπτωση αυτού του τύπου αναπαραγωγής είναι οι ΗΠΑ: οι πρώ­τοι άποικοι, μετά την εξόντωση των Ινδιάνων, μετατράπηκαν σε ελεύθερους εργαζόμενους, ενώ ταυτόχρονα ή απελευθέρωση των άφροαμερικανών σκλάβων τροφοδότησε την αγορά εργασίας με άφθονη εργατική δύναμη. Στις αρχές του αιώνα, και ιδιαίτερα γύρω στα 1920, ή αγορά εργασίας προσέφερε άφθονο φρέ­σκο εμπόρευμα πού έφτανε σε μεγάλες ποσότητες από την Ευρώπη. Σήμερα εισάγεται από το Μεξικό, το Πουέρτο Ρίκο και άλλες χώρες της Αμερικής. Άλλα αυτή ή μετατόπιση της εργατικής δύναμης παρατηρήθηκε και στην Ευρώπη μετά τον Β' παγκόσμιο πόλεμο —και όχι μόνο με τη γνωστή μετανά­στευση εργατών από τις αραβικές χώρες και τη Νότια Ευρώπη προς τις βιομη­χανικές χώρες. Για παράδειγμα το 1978 δούλευαν στη Σουηδία 106 χιλιάδες Φιλανδοί μετανάστες δηλαδή το 2,2% του φινλανδικού πληθυσμού. Την ίδια εποχή οι 188 χιλιάδες έλληνες μετανάστες σ' όλη τη Δυτ. Ευρώπη αντιπροσώ­πευαν λιγότερο από 2,0% του ελληνικού πληθυσμού. Ακόμα, μεγάλες μάζες αγροτών μετακινήθηκαν προς τα αστικά κέντρα και οι γυναίκες εγκαταλείπουν όλο και πιο πολύ το νοικοκυριό για να εργαστούν και στην καπιταλιστική παρα­γωγή. Επίσης, «ή επιστροφή χιλιάδων Γιαπωνέζων στη χώρα τους μετά την ήτ­τα, και μία αγροτική έξοδος άνευ προηγουμένου (ο αγροτικός πληθυσμός πού αντιπροσώπευε το 70% του πληθυσμού μετά τον πόλεμο, αντιπροσωπεύει στα 1970 το 19% του πληθυσμού) είναι οι ουσιαστικοί παράγοντες εξήγησης του δυναμισμού της γιαπωνέζικης οικονομίας».

περίπτωση (β), με την-αναπαραγωγή της ήδη υπάρχουσας εργατικής δύνα­μης, δηλαδή μιας αυτόχθονης εργατικής τάξης πού επανέρχεται καθημερινά στην αγορά εργασίας για να πουλήσει το εμπόρευμα της, πού πολλαπλασιάζεται και ανατρέφει μια καινούργια γενιά εργατών, και πού μορφώνεται, διατηρεί την υγεία της, στο εσωτερικό του κοινωνικού σχηματισμού, καταναλώνοντας εμπορεύματα και υπηρεσίες πού προσφέρει το αστικό κράτος. Αυτή είναι και ή περίπτωση των εργατικών τάξεων της Δ. Ευρώπης.

Στην πραγματικότητα, δεν παρατηρούμε σε καθαρή μορφή ούτε την πρώτη, ούτε τη δεύτερη από τις παραπάνω μορφές συνεχούς τροφοδοσίας της αγοράς εργασίας με εργατική δύναμη. Σε κάθε κοινωνικό σχηματισμό οι δύο μορφές συνυπάρχουν, αλλά μία επικρατεί. Έχουμε λοιπόν σε όλες τις βιομηχανικά ανα­πτυγμένες χώρες μια διπλή αγορά εργασίας: μία αγορά στην όποια παρουσιάζον­ται οι μετανάστες, οι γυναίκες, οι αγρότες πού μόλις εγκατέλειψαν το ύπαιθρο, (περίπτωση α) και μια αγορά στην οποία παρουσιάζονται οι εργάτες της «σταθε­ροποιημένης» εργατικής τάξης πού είδαμε στην περίπτωση (β).4 Κάθε τμήμα της διπλής αγοράς εργασίας απαιτεί μία διαφορετική διαχείριση. Σ' αυτό εδώ το άρ­θρο μας ενδιαφέρει το δεύτερο, το «σταθεροποιημένο» τμήμα της αγοράς εργα­σίας: σ' αυτό αναφέρονται οι ανησυχίες του ΟΟΣΑ πού είδαμε στην αρχή.

Ή κατάσταση της αγοράς εργασίας καθώς και οι μορφές διαχείρισης της εργατικής δύναμης είναι αντικείμενα ταξικής πάλης, και μόνο ή συγκεκριμένη ανάλυση των συγκεκριμένων συνθηκών κάθε κοινωνικού σχηματισμού, μπορεί να μας δώσει μία εξήγηση γιατί υπάρχει αυτή ή εκείνη ή κατάσταση αγοράς εργασίας, γιατί παρουσιάζεται αυτή ή εκείνη ή μορφή διαχείρισης της εργατικής δύναμης σε μια χώρα. Σε όσα λοιπόν ακολουθούν, το κράτος δεν πρέπει να γίνει αντιληπτό σαν υποκείμενο αλλά σαν συμπύκνωση του ταξικού συσχετισμού δυνάμεων και των ταξικών σχέσεων εξουσίας.

3. Δύο μορφές διαχείρισης της εργατικής δύναμης

Απέναντι στη διαίρεση της αγοράς εργασίας, από τις αρχές της οικονομικής κρίσης, το αστικό κράτος διατηρεί δύο τύπους διαχείρισης:

α) Απέναντι στους μετανάστες, κρατάει μία στάση αναμονής και αφήνει να αναπτυχθούν τα ακροδεξιά ρατσιστικά κινήματα πού έχουν σήμερα σημαντική απήχηση στη Δ. Γερμανία, την Αγγλία, τη Γαλλία. Στις λαϊκές μάζες διαχέεται ή ξενοφοβία και ή πεποίθηση ότι οι ξένοι εργάτες φταίνε για την ανεργία. Ό στόχος των μεγάλων καπιταλιστικών κρατών πού εκμεταλλεύτηκαν —τις περισ­σότερες φορές μέσα σε συνθήκες παρόμοιες μ' αυτές του 19ου αιώνα— την εργα­τική δύναμη των μεταναστών, είναι ή απομάκρυνση τους, ή επιστροφή τους στη «χώρα τους».

Ή διαχείριση λοιπόν αυτού του τμήματος της αγοράς είναι περισσότερο μία πολιτική απομάκρυνσης των μεταναστών χωρίς το κράτος να χάσει το ανθρώπινο πρόσωπο του Κράτους-Πρόνοιας, (γι' αυτό και αφήνει τις «βρώμικες» δουλειές στα ακροδεξιά κινήματα), και λιγότερο μια οικονομική ή θεσμική διαχείριση.

Το αστικό κράτος ασκεί εξάλλου μία ρυθμιστική πολιτική της γυναικείας εργασίας: το ποσοστό των γυναικών πού εργάζεται πρέπει να μπορεί να ρυθμι­στεί β ραχυπρό θ εσμα. (Μακροπρόθεσμα το κράτος αδυνατεί να παρέμβει). Απέ­ναντι Στις γυναίκες ή στάση του ίδιου του κράτους είναι αντιφατική και εμφανί­ζεται σαν το αποτέλεσμα αλληλοσυγκρουόμενων στρατηγικών. Ή έξοδος των γυναικών ασκεί πίεση στους μισθούς των ανδρών, οι γυναίκες καταλαμβάνουν πολλές θέσεις πού κατείχαν άλλοτε άνδρες, δέχονται να πληρωθούν λιγότερο, υποτάσσονται εύκολα, κλπ. αλλά έτσι απειλείται ή οικογένεια, ή συνοχή του νοικοκυριού, με δύο λόγια ή απρόσκοπτη αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Επιπλέον, ή υπαγωγή των γυναικών στην καπιταλιστική εκμετάλλευση δεν πρέπει να οδηγήσει σε μεγάλη αύξηση της ανεργίας επειδή απειλείται μ" αυτόν τον τρόπο καταστροφή ενός μέρους της εργατικής δύναμης και βίαιη αντίδραση της εργατικής τάξης. Προσπαθεί λοιπόν το αστικό κράτος να διατηρήσει την ευελιξία αυτής της εργατικής δύναμης πού μπορεί να μην ξαναπαρουσιαστεί στην αγορά εργασίας χάρη στην επιστροφή στο νοικοκυριό, όπως μπορεί και να το εγκαταλείψει (για ένα 8ωρο) έτσι ώστε στην αγορά να υπάρχει άφθονο —και φτηνό— εμπόρευμα (αρκεί να το χρειάζεται ή παραγωγή). Απέναντι σ' αυτήν την πολιτική του, το αστικό κράτος συναντάει το φεμινιστικό κίνημα, πού διεκδικεί πρώτα απ' όλα το δικαίωμα των γυναικών να τις εκμεταλλεύονται οι καπιταλιστές με τους ίδιους όρους πού εκμεταλλεύονται και τους άνδρες. και ωθεί συνεχώς τις γυναίκες σε νέες πρακτικές πού τις απελευθερώνουν από τις σχέσεις προσωπικής εξάρτησης πού συναντάμε στην οικογένεια και το νοικοκυριό. Το φεμινιστικό κίνημα αγωνίζεται σταθερά για τη μετατροπή των γυναικών σε ελεύθερους εργαζόμενους, όχι ευκαιριακά αλλά μόνιμα. Μια τέτοια άναντίστρεπτη διαδικασία διάλυσης των σχέσεων εργασίας και των σχέσεων εξουσίας του νοικοκυριού-οικογένεια, έρχεται σε αντίθεση με τη διαχείριση της γυναικείας εργατικής δύναμης από το αστικό κράτος κατά τη διάρκεια των δέκα τελευταίων ετών, δηλαδή όσο διαρκεί ή σύγχρονη κρίση του καπιταλισμού.

β) Απέναντι στους εργάτες του δεύτερου τμήματος της αγοράς εργασίας (ειδικευμένοι, λευκοί, συνδικαλισμένοι) ή διαχείριση της εργατικής δύναμης καθορίζεται από τρία στοιχεία:

—πειθαρχία στη δουλειά

—ανασφάλεια απασχόλησης

—διαρκής τροφοδοσία της αγοράς εργασίας με εργατική δύναμη της οποίας ή αξία πρέπει να είναι όσο το δυνατό μικρότερη.

Ή Suzanne de Βrunhoff έδειξε5 ότι μόνο «το αστικό κράτος μπορεί να διαχει­ριστεί άμεσα, ή να επιβάλει ένα πλαίσιο διαχείρισης, έτσι ώστε να επιβληθούν Στις δύο ανταγωνιστικές τάξεις τα συνολικά συμφέροντα της αναπαραγωγής του κεφαλαίου».'

Το αστικό κράτος είναι πρώτα απ' όλα άμεση οργάνωση της αστικής τάξης. Όμως ή ιστορία του εικοστού αιώνα τονίζει και μία δεύτερη όψη του: το αστικό κράτος είναι επίσης οργάνωση ολόκληρης της κοινωνίας σε συνάρτηση με τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της αστικής τάξης. 'Οργανώνει ολόκληρη την κοι­νωνία έτσι ώστε να εξασφαλίζεται ή αναπαραγωγή της κεφαλαιοκρατικής εκμετάλλευσης.6 Σαν τέτοιο κράτος μπορεί κάτω από την πίεση της εργατικής τάξης να εγγυηθεί ορισμένα βραχυπρόθεσμα συμφέροντα της. Όταν ή εργατική δύναμη κινδυνεύει να καταστραφεί, και όταν ταυτόχρονα δεν φαίνεται να υπάρ­χει δυνατότητα άμεσης αντικατάστασης της, (π.χ. με εισαγωγή καινούργιας ε.δ. από άλλο κοινωνικό σχηματισμό), τότε το αστικό κράτος παρεμβαίνει και προ­στατεύει την εργατική δύναμη με σκοπό να εξασφαλιστεί ή αναπαραγωγή της. Αναπαραγωγή χωρίς την οποία δεν είναι δυνατό να υπάρξει αναπαραγωγή της εκμετάλλευσης.

Όταν λέμε ότι ή εργατική δύναμη κινδυνεύει να καταστραφεί εννοούμε είτε ότι οι ίδιοι οι κάτοχοι της απειλούνται με αφανισμό, είτε με οριστικό αποκλει­σμό τους από την αγορά εργασίας είτε ότι ή εργατική δύναμη χάνει τη χρησιμό­τητα της. και όπως είδαμε, για να είναι χρήσιμη στο κεφάλαιο (στην αξιοποίηση του), για να μπορεί να παράγει υπεραξία, πρέπει ή κατανάλωση της από τον κεφαλαιοκράτη (δηλαδή ή ίδια ή εργασία) να θέτει σε κίνηση τα μέσα παραγω­γής έτσι ώστε να μετατρέπεται ή αρχική τους χρησιμότητα σε κάποια άλλη (τη χρησιμότητα του προϊόντος).

Επομένως ή διαχείριση της εργατικής δύναμης από το αστικό κράτος, περι­ λαμβάνει την πρόνοια για τη διατήρηση της χρησιμότητας της εργατικής δύναμης, Δηλαδή την πρόνοια για τη διατήρηση της ικανότητας της εργατικής τάξης να θέ­τει σε κίνηση τα μέσα παραγωγής καινά τα μετατρέπει σε καινούργιες χρησιμότη­ τες (υλική ιδιοποίηση). Προσθέτουμε: Ιδιαίτερα σήμερα με την αυτοματοποίηση της παραγωγής.

4. Ή αύξηση της ανεργίας και ή αυτοματοποίηση της παραγω­γής

Μέχρι σήμερα, ή διαχείριση της ανεργίας αφορούσε κύρια το συνολικό αριθμό των άνεργων. Ή ρύθμιση του όγκου της ανεργίας σε ορισμένα επίπεδα δημιουρ­γεί απ' τη μια την απαραίτητη ανασφάλεια πού συμπιέζει τους μισθούς και εξα­σφαλίζει την πειθαρχία στη δουλειά, και προστατεύει απ' την άλλη την εργατική δύναμη από μερική καταστροφή. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του '70 ο όγκος της ανεργίας, το ποσοστό των ανέργων στον ενεργό πληθυσμό, σαν αποτέλεσμα των εργατικών αγώνων και της ρύθμισης πού επιχειρεί το αστικό κράτος, διατη­ρήθηκε σε ορισμένα επίπεδα προστατευτικά για τη χρησιμότητα της εργατικής δύναμης.

Από τις αρχές της δεκαετίας του '80 όμως, οι βιομηχανικές χώρες μπαίνουν σε μία περίοδο ανασυγκρότησης του παραγωγικού τους συστήματος με μαζική εισαγωγή νέων γνώσεων και τεχνικών στην παραγωγή. Ή αυτοματοποίηση της παραγωγής έχει δύο βασικά αποτελέσματα (σε σχέση με την ανεργία) όταν πραγματοποιείται κάτω από και μέσα σε καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής:

α) Αντικαθιστά ζωντανή εργασία με λειτουργίες του συστήματος των μηχα­νών. Αυτή ή αντικατάσταση προκαλεί ανεργία όταν το κεφάλαιο διατηρεί τον όγκο παραγωγής στα ίδια επίπεδα. (Π.χ. ή Chrysler, χάρη στην αυτοματοποίη­ση, παράγοντας τον ίδιο αριθμό αυτοκινήτων χρησιμοποιεί λιγότερους εργάτες και κερδίζει, ενώ με την παλιότερη τεχνολογία ζημίωνε). οι θέσεις εργασίας πού δημιουργούνται με την αυτοματοποίηση της παραγωγής, μέσα στις σημερινές συνθήκες, είναι λιγότερες από αυτές πού καταργούνται. Αυτός ο «τύπος» ανερ­γίας θεωρείται σήμερα —ακόμη και από σοσιαλιστικές κυβερνήσεις— σαν αναγ­καίο τίμημα του εκσυγχρονισμού του παραγωγικού συστήματος.

β)Ή αυτοματοποίηση της καπιταλιστικής παραγωγής έχει σαν όρο της τη συγκρότηση ενός συλλογικού εργάτη ικανού να αντιδρά γρήγορα στα τυχαία γεγονότα πού απορυθμίζουν το αυτοματοποιημένο σύστημα των μηχανών και να αποκαθιστά τη λειτουργία του. Το κεφάλαιο έχει λοιπόν μέσα στις σημερινές συνθήκες ιδιαίτερους λόγους να θέλει να «προστατεύσει» την εργατική δύναμη από μία έστω μερική καταστροφή. Ή ικανότητα της εργατικής τάξης να θέτει σε κίνηση τα μέσα παραγωγής και να τα μετατρέπει σε καινούργιες χρησιμότητες (η ικανότητα της να τα ιδιοποιείται) είναι σήμερα όσο ποτέ άλλοτε αναγκαία για την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας.7

Τα δύο παραπάνω αποτελέσματα της αυτοματοποίησης της παραγωγής συνιστούν μία αντίφαση πού σπρώχνει το κράτος να αναπτύξει νέες τεχνικές διαχείρισης της ανεργίας. Εξηγούμαι:

Ή αντικατάσταση ζωντανής εργασίας από λειτουργίες του συστήματος των μηχανών μέσα σε καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής οδηγεί —σήμερα ακόμη μια φορά— σε αύξηση του αριθμού των ανέργων. Αυτό έχει σαν συνέπεια την αύξηση του μέσου χρόνου παραμονής στην ανεργία: όσο περισσότεροι είναι οι άνεργοι τόσο αργεί ο καθένας τους να βρει δουλειά. Όμως ή παρατεταμένη ανεργία καταστρέφει τη χρησιμότητα της εργατικής δύναμης, και επιπλέον μειώνει τη δυνατότητα ένταξης του ατομικού εργάτη στο συλλογικό εργάτη. Δηλαδή, με την παρατεταμένη ανεργία όχι μόνο ο ατομικός εργάτης χάνει τις γνώσεις και τις δεξιότητες πού είχε αποκτήσει μέσα στο εκπαιδευτικό σύστημα και την παραγωγή, αλλά καταστρέφονται και εκείνοι οι ιδεολογικοί όροι πού εί­ναι απαραίτητοι για την ένταξη του στο συλλογικό εργάτη (φαινόμενο γνωστό σαν «απογοήτευση» και «απάθεια»). Ό κίνδυνος να χάσει το κεφάλαιο οριστικά τη δυνατότητα να εκμεταλλευτεί αυτή την αχρησιμοποίητη εργατική δύναμη εί­ναι ιδιαίτερα έντονος για τους νέους επειδή δεν έχουν, οι περισσότεροι, ένα δικό τους νοικοκυριό (με γυναίκα και παιδιά) πράγμα πού τους επιτρέπει να συμπιέ­σουν το ιστορικό στοιχείο των αναγκών τους, επειδή δέχονται ευκολότερα τις λεγόμενες μικροδουλειές (ενώ για τους μεγαλύτερους μπαίνει ζήτημα γοήτρου), επειδή ή πατρική τους οικογένεια τους βοηθάει ακόμα.

Αυτήν όμως την εργατική δύναμη πού ή γενίκευση της αυτοματοποίησης της καπιταλιστικής παραγωγής τείνει να καταστρέψει, την χρειάζεται το κεφά­λαιο όσο ποτέ άλλοτε για να συνεχιστεί ή αξιοποίηση του μέσω του αυτοματο­ποιημένου συστήματος των μηχανών. Ή ίδια ή αυτοματοποίηση της καπιταλι­στικής παραγωγής καταστρέφει το βασικό όρο της γενίκευσης της, προκαλεί μια καταστροφή πού υπονομεύει το μέλλον της. Το κεφάλαιο έχει, όσο ποτέ άλλοτε, ανάγκη από τη συσσωρευμένη πείρα της εργατικής τάξης. Έτσι καταλαβαίνου­με και το νόημα των ανησυχιών του ΌΟΣΑ πού είδαμε στην αρχή.

5. Προς νέες τεχνικές διαχείρισης της ανεργίας

Ή παραπάνω αντίφαση καλεί το αστικό κράτος να αναπτύξει «μία δράση πού να είναι ταυτόχρονα συστατικό στοιχείο της βασικής σχέσης καπιταλιστικής εκμε­τάλλευσης και στοιχείο πού δεν ανάγεται σ' αυτή τη σχέση». (S. Le Brunhoff).

Το αστικό κράτος καλείται να αμβλύνει την αντίφαση πού υπάρχει, πού ανα­πτύσσεται, ανάμεσα στην ανάγκη διατήρησης και την τάση καταστροφής της εργατικής δύναμης από τη μεριά του κεφαλαίου. Ή έκθεση του ΟΟΣΑ είναι μια έκκληση προς τις κυβερνήσεις να αναπτύξουν καινούργιες τεχνικές διαχείρισης της ανεργίας ώστε να αμβλυνθεί ή παραπάνω αντίφαση. Τώρα πια απαιτείται ή διαχείριση όχι μόνο του όγκου της ανεργίας αλλά και του χρόνου παραμονής στην ανεργία. Επειδή ο μέσος χρόνος παραμονής στην ανεργία θα αυξηθεί έτσι κι αλλιώς με την αύξηση του αριθμού των άνεργων, το αστικό κράτος είναι αναγκασμένο να διαχειριστεί τη διασπορά, τις αποκλίσεις από αυτόν το μέσο χρόνο. Θα επιδιώξει να στήσει ένα σύστημα ισότητας στην ανεργία: ένα μεγάλο ποσοστό άνεργων χρειάζεται για να βρει δουλειά έναν χρόνο μεγαλύτερο από το μέσο όρο, και ένα άλλο ποσοστό ανέργων χρειάζεται ένα χρόνο μικρότερο από το μέσο όρο, (μερικοί μάλιστα βρίσκουν δουλειά αμέσως χρησιμοποιώντας τις προσωπικές τους γνωριμίες). Το πρόβλημα όμως είναι αυτοί πού μένουν άνερ­γοι πάνω από ένα χρόνο. Αντίθετα οι άλλοι πού βρίσκουν δουλειά γρηγορότε­ρα, θα μπορούσαν να διατηρήσουν το εμπόρευμα τους σε καλή κατάσταση για μερικούς μήνες ακόμα.

Ισότητα στην ανεργία: αυτή θα είναι ή αρχή πού θα καθοδηγήσει την ανά­πτυξη των νέων τεχνικών διαχείρισης της ανεργίας. Αρχή ήδη γνωστή πού εμφανίζεται ευκαιριακά στο ιδεολογικό προσκήνιο για να δούμε το σοσιαλιστικό πρόσωπο της κυβέρνησης και να πεισθούμε για τον ουδέτερο χαρακτήρα του κράτους. Μπορούμε ήδη να φανταστούμε μερικούς τρόπους με τους οποίους θα εκφραστεί συγκεκριμένα αυτή ή αρχή μια και μας είναι γνωστοί από το παρελ­θόν είτε σαν στόχοι είτε σαν περιθωριακά φαινόμενα:

Τα «κοινωνικά» κριτήρια θα μπουν πραγματικά σε ισχύ έτσι ώστε Στις προ­σλήψεις να προτιμούνται όσοι δεν μπορούν πια να διατηρήσουν το εμπόρευμα τους (εργατική δύναμη), θα αναπτυχθεί το σύστημα της συνεχούς εκπαίδευσης (σε μια βάση ισότητας), θα αναπτυχθεί ή εποχική πρόσκαιρη απασχόληση (τετράμηνες, εξαμηνιαίες, ετήσιες συμβάσεις εργασίας) πού αναζωογονεί τις ικα­νότητες του ανέργου και τον βγάζει από την απάθεια και την απογοήτευση. Ήδη ή ανεργία των ναυτικών στη χώρα μας αντιμετωπίζεται με τον καθορισμό ενός μέγιστου ετήσιου χρόνου εργασίας για κάθε ναυτικό, με την εναλλαγή δηλαδή των εργαζομένων Στις ίδιες θέσεις εργασίας.

Ή αυτοματοποίηση της παραγωγής με την αντίφαση πού ενεργοποιεί καλεί το αστικό κράτος να ασκήσει μία διαχείριση της ανεργίας πού μέχρι σήμερα συνηθίσαμε να αποκαλούμε αριστερή διαχείριση, και πού οπωσδήποτε είναι ευνοϊκότερη για την εργατική τάξη από μια διαχείριση καταστροφής της εργατι­κής δύναμης. Ή αριστερά σ' αυτή τη συγκυρία φαίνεται να εγκλωβίζεται μέσα στο πρόβλημα: πώς πρέπει να διαχειριστεί την ανεργία; Ποιος πρέπει να πληρώ­νει τους ανέργους; πόσα «μόρια» για τους άνεργους Στις προσλήψεις; κλπ.

6. Τι σημαίνει να είσαι ενάντια στην ανεργία

Δεν διαφεύγει σήμερα από κανέναν το ότι στη διάρκεια της κρίσης αναπτύχθη­καν μία αριστερή και μία δεξιά διαχείριση της ανεργίας, καθώς επίσης και το ότι ή δεξιά διαχείριση οπωσδήποτε δημιουργεί για την εργατική δύναμη έναν δυσμενή συσχετισμό δυνάμεων σε αντίθεση με την «κοινωνική» διαχείριση πού άσκησαν μέχρι σήμερα οι αριστερές κυβερνήσεις.

Ή κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ παρουσιάζει με πολλή περηφάνια την αριστερή διαχείριση της σαν ένα δείγμα —ή μάλλον, μία απόδειξη— του σοσιαλιστικού προσανατολισμού της. Ή διαχείριση αυτή υποτίθεται ότι βασίζεται στην ταξική αλληλεγγύη, αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για μια καλυμμένη μορφή φιλανθρωπίας:

«Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι ο δημόσιος υπάλληλος, ο τραπεζοϋπάλλη­λος, έχουν αδέρφια, συγγενείς, φίλους, συμπολίτες πού πιθανόν να είναι άνερ­γοι. Όσοι δεν κινδυνεύουν από τη μεγάλη μάστιγα της εποχής, ίσως περισσότε­ρο από οποιονδήποτε άλλο, θα έπρεπε να συμβάλλουν στην αντιμετώπιση της ανεργίας καταβάλλοντας ένα αντίτιμο πού θα εξαργυρώνει τη σιγουριά της μονιμότητας... να συμβάλλουν όλοι οι εργαζόμενοι και κυρίως οι λεγόμενοι προνομιούχοι κλάδοι πού απασχολούνται στο δημόσιο...»8

Για το ΠΑΣΟΚ και την κυβέρνηση του, το να είσαι ενάντια στην ανεργία σημαίνει κύρια ρύθμιση του όγκου της ανεργίας και συμβολή με ένα αντίτιμο όλων των εργαζομένων στα έξοδα συντήρησης των ανέργων.

Την ίδια ώρα αρχίζει να εξαπλώνεται στην Ευρώπη το αίτημα της εργατικής τάξης για 35 ώρες εργασίας χωρίς μείωση του πραγματικού μισθού. Ή εργατική τάξη δεν θέλει ούτε την αριστερή ούτε τη δεξιά φιλανθρωπία, αλλά τη δραστική μείωση του εργάσιμου χρόνου (χωρίς μείωση του πραγματικού μισθού) και την εξάλειψη της ανεργίας μέσω αυτής της μείωσης του εργάσιμου χρόνου.9

Ή Αριστερά έχει εγκλωβιστεί στο δίλημμα «αριστερή ή δεξιά διαχείριση της ανεργίας». Ή εργατική τάξη διεκδικεί την εξάλειψη της ανεργίας.

Σημειώσεις

1. Le Monde-Bilan economique et social 1983.

2. «Συλλογικός εργάτης ή εργάτης μάζα» Θέσεις No 3.

3. Για όλα τα παραπάνω βλέπε την ανάλυση του C. Meillassoux «Femmes, greniers et capitaux»
Maspero 1975.

4. Ό.π. σελ. 179-185, -

5. S. de Brunhoff «Κράτος και Κεφάλαιο» Θ ε μέλιο 1983.

6. Ε. Balibar «Για τη δικτατορία του προλεταριάτου» Εκδόσεις 'Οδυσσέας.

7. «Αυτοματοποίηση της παραγωγής και συλλογικός εργάτης» Θέσεις No 4. 34

8. Κατσανέβας, Το Βήμα 4.3,84.

9. Για τη διεκδίκηση των γερμανικών συνδικάτων βλέπε The Economist 12.2.84.

Ποσοστό άνεργων νέων στον ενεργό πληθυσμό κάτω των 25 ετών

%K

Δυτική Γερμανία 13,5

Μεγάλη Βρετανία 23,5

ΗΠΑ 17,8

Γαλλία 24,0

Ιταλία 32,8

Ιαπωνία 5,5