«Αντιαυταρχική» Αριστερά — Παραδοσιακή Αριστερά:

Τα δύο πρόσωπα της κρίσης

του Χρήστου Θεοχαρά

1. Εισαγωγή

"Αν έπρεπε να ορίσουμε τα βασικά χαρακτηριστικά των, όχι και λίγων, εκδηλώ­σεων με τις όποιες γιορτάστηκε πέρυσι το έτος Μαρξ, τουλάχιστον στην Ελλά­δα, θα στεκόμασταν ιδιαίτερα σε τρία σημεία. Το πρώτο είναι ή καθολικότητα του γιορτασμού, πού ξεπέρασε κατά πολύ τα όρια των κομματικών εκδηλώ­σεων. Αξίζει μόνο να θυμηθούμε εδώ την ομιλία του Π. Κανελλόπουλου στην Ακαδημία Αθηνών. Το δεύτερο είναι ο πλουραλισμός των απόψεων και εκτιμή­σεων πού ακούστηκαν, ακόμη και στο εξωτερικό της Αριστεράς, πλουραλισμός πού παρουσιάζει αρκετά εύγλωττα την αδυναμία του «επίσημου» μαρξιστικού λόγου να ασκήσει την μέχρι χθες απόλυτη κυριαρχία του όχι μόνο πάνω στην ευρύτερη Αριστερά αλλά και σ' εκείνη των οργανωμένων δυνάμεων του ΚΚΕ.1 Τέλος, το τρίτο χαρακτηριστικό είναι ίσως ή αναδίπλωση του διαλόγου στα «αρχέγονα» ερωτήματα του τι είναι μαρξισμός, ποιος ο μαρξισμός του Μαρξ, ποιος ο του Λένιν κτλ., στα ερωτήματα δηλαδή πού ή σημερινή κρίση του μαρ­ξισμού επαναφέρει στην επιφάνεια.

Ιδιαίτερα σημαντική ήταν ή συμβολή στον πλουραλισμό ενός ιδεολογικού ρεύματος πού χωρίς να ξεφύγει από τα πλαίσια της αναδίπλωσης πού αναφέρα­με κινήθηκε έξω από τις διάφορες, έπετειακές ή όχι, εκδηλώσεις για το έτος Μαρξ. Το ρεύμα αυτό πού ορίζεται στον ευρύτερο χώρο της μη κομμουνιστικής Αριστεράς, ιδιαίτερα ρευστό όσον αφορά τη συγκρότηση του και περιθωριακό όσον αφορά την εμβέλεια του, εκφράστηκε κύρια μέσα από τις στήλες του περιοδικού "Αντιθέσεις. Απόψεις όμως πού εντάσσονται ή συγκλίνουν με το ρεύμα αυτό εκφράστηκαν και από άλλους πολιτικούς χώρους και κυρίως το ΠΑΣΟΚ (πού από την ίδρυση του έλκεται από τέτοιου είδους «νέες» αριστερές προβληματικές) χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα παραπάνω αποτελούν μια ελλη­νική ιδιαιτερότητα.2 Τα στοιχεία εκείνα πού συγκροτούν τις διάφορες απόψεις σε ρεύμα —τουλάχιστον αυτές πού εκφράζονται μέσα από τις Αντιθέσεις— είναι κατ' αρχήν ή συγκλίνουσα κριτική αποτίμηση της «προσφοράς» της μαρξιστι­κής θεωρίας και ή με επιθετικό τρόπο πολιτική και ιδεολογική οριοθέτηση από την παραδοσιακή Αριστερά, ιδιαίτερα την κομμουνιστική, πού καταδικάζεται σαν «φύσει» ολοκληρωτική. Ή εμμονή αυτών των προβληματικών στην καταγγελία του ολοκληρωτικού-αυταρχικού χαρακτήρα της ιστορικής Αριστε­ράς και του κομμουνιστικού κινήματος νομιμοποιεί νομίζω τον χαρακτηρισμό «Αντιαυταρχική Αριστερά» πού προτείνουμε. Ή πολιτική και θεωρητική οριοθέ­τηση από την παραδοσιακή Αριστερά περικλείεται σε δύο κεντρικές θέσεις πού θα προσπαθήσουμε τώρα να παρουσιάσουμε.

2. Δύο βασικές θέσεις του «αντιαυταρχικού» ρεύματος]

α) Για την κομμουνιστική Αριστερά

Παραδοσιακά ή σοσιαλιστική Αριστερά όριζε τις διαφορές της με την κομμου­νιστική κατ' αρχήν σε σχέση με τα «οργανωτικά» ζητήματα (δημοκρατικός συγ­κεντρωτισμός) και σε σχέση με τη «δικτατορία του προλεταριάτου». Εν πάσει περιπτώσει ποτέ δεν αμφισβητούταν το ότι ή κομμουνιστική Αριστερά ανήκει στο «στρατόπεδο των προοδευτικών δυνάμεων». Αντίθετα, τις περισσότερες φορές ή κομμουνιστική Αριστερά αντιμετωπιζόταν σαν φυσικός όσο και απα­ραίτητος σύμμαχος.3

Ή πρώτη θέση του νέου ρεύματος καταγράφει την πλήρη και οριστική ρήξη όχι μόνο με τα «Κομμουνιστικά Καθεστώτα»4 αλλά και με την Κομμουνιστική Αριστερά.5 Ή τελευταία αυτή είναι «αντιδραστική» και «διαβρωμένη από στρατοκρατικές αντιλήψεις». Ή κομμουνιστική αντίληψη για την επαναστατική δράση στηρίζεται στα απαρχαιωμένα ταμπού για την «πρωτοπόρα εργατική τάξη»,6 για τις μάζες7 κλπ. "Ας σημειωθεί εδώ πώς κάποιες τολμηρότερες πένες δεν θα διστάζουν να προωθήσουν την κριτική τους μετατρέποντας τη ρήξη με την κομμουνιστική Αριστερά σε ρήξη με την Αριστερά.8 Το εγχείρημα δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολο και ούτε ή διαχωριστική γραμμή ιδιαίτερα σαφής. Άπλα, τα όσα οι άλλοι χρεώ­νουν στην Κομμουνιστική Αριστερά, αυτοί τα κατακυρώνουν σ' όλη την Αρι­στερά, εξαιρουμένου ίσως του ΠΑΣΟΚ.

β) Για τον «μαρξισμό-λενινισμό»

και στο σημείο αυτό οι «αντιαυταρχικοί αριστεροί» εγκαινιάζουν μια ριζική τομή. Σε αντίθεση με μια ολόκληρη σοσιαλιστική παράδοση πού ιδιαίτερα δια­κριτικά έπαιρνε τις αποστάσεις της από τη θεωρητική συμβολή του Λένιν, το ρεύμα «δεν χαρίζεται» στον μαρξισμό-λενινισμό.9 Ό σταλινισμός (εδώ ο αρθρο­γράφος επικαλείται τη μαρτυρία του Μπεττελέμ) «δεν είναι παραχάραξη αλλά συνέχεια του μαρξισμού-λενινισμού πού κωδικοποίησε το μπολσεβίκικο κόμμα με πρωτεργάτες τους Λένιν, Τρότσκι και Μπουχάριν».10 Φαίνεται όμως πώς ού­τε και ο μαρξισμός-λενινισμός αποτελεί παραχάραξη του μαρξισμού.11

Το εγχείρημα του Αλτουσέρ για παράδειγμα* δεν είναι παρά μια αναβίωση του σταλινισμού, ένας «νεοσταλινισμός»12 αφού «προσπάθησε να αμβλύνει τη γενική αποστροφή για το πρόσωπο του Στάλιν, εξύμνησε την «έπιστημονικότητα» της σκληρής όψης του μαρξισμού και χλεύασε την ίδεοπληξία της "μαλακιάς"».13

Φυσικά υπάρχει πάντα και ή τολμηρότερη εκδοχή πού βλέπει τη χρεοκοπία του μαρξισμού να σχετίζεται με τη «μικρόνοη αντίληψη περί βάσης και εποικο­δομήματος» ή με την αντίληψη της «πρωτοκαθεδρίας του παραγωγικού τομέα στους παράγοντες της κοινωνικής εξέλιξης».14

Ή οριοθέτηση απέναντι στο μαρξισμό-λενινισμό, το μαρξισμό και το «νεο-σταλινισμό» εμπεριέχει μια θέση πού αναφέρεται στη θεωρία, και ή οποία θα μπορούσε να διατυπωθεί ως εξής: Ή χρεοκοπία του μαρξισμού-λενινισμού εί­ναι ταυτόχρονα και χρεοκοπία κάθε απόπειρας συγκρότησης «τέλειας θεωρίας», ενός -ισμού, ενός κλειστού δηλαδή συστήματος εννοιών πού καταπνίγει τον ορθό λόγο,15 πολύ περισσότερο μια πού «ή Ιστορία χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη ασυνέχειας και μη αιτιότητας».16

Ή διπλή αυτή οριοθέτηση συγκροτεί όπως είπαμε ένα πλαίσιο μέσα στο όποιο παράγονται κάποια ιδεολογικά αποτελέσματα και ορισμένες πολιτικές θέ­σεις.

Ή προβληματική πού υποβαστάζει τις πιο πάνω οριοθετήσεις καταλήγει σε κάποιες εκτιμήσεις σαν κι αυτές: «το ΠΑΣΟΚ είναι περισσότερο Αριστερά από κάθε άλλη Αριστερά».17 Γι' αυτό και απέναντι στο ΠΑΣΟΚ προκρίνεται μια «αποδεδειγμένη καλόπιστη κριτική και όχι μια κριτική, της προκατάληψης και του αφορισμού».18

"Ας δούμε όμως και τα ιδεολογικά αποτελέσματα. Ή προβληματική του «αντιαυταρχικού» ρεύματος συμβάλλει με άμεσο τρόπο στη δημιουργία του σημερινού ιδεολογικού χάρτη, πού χαρακτηρίζεται από τη σκίαση των διαχωρι­στικών γραμμών μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς. Άλλωστε δεν το αρνείται. Ή σκίαση για την οποία γίνεται λόγος έχει όμως πολύ μεγαλύτερη έκταση και δεν προέρχεται μόνο από κάποια προβληματική πού διαμορφώνεται στα πλαίσια της Αριστεράς. Ή ομάδα των διανοούμενων πού εκφράζεται μέσα από το περιοδικό Εποπτεία συμβάλλει από την αντίθετη κατεύθυνση στο ίδιο ακριβώς σημείο.19 Βέβαια αυτή ή σκίαση των διαχωριστικών γραμμών Δεξιάς-Αριστεράς δεν είναι —κάθε άλλο μάλιστα— ελληνική ιδιαιτερότητα.20

3. Οι φιλοσοφικές συντεταγμένες

Αν τα παραπάνω ήταν αρκετά για να σκιαγραφήσουν τη βασική προβληματική του «αντιαυταρχικού» ρεύματος, μπορούμε τώρα να επισημάνουμε τις φιλοσοφι­κές του συντεταγμένες.

α. "Η άρνηση της «μηχανιστικής αντίληψης»

Κατ' αρχήν πρέπει να σημειώσουμε ότι ή προβληματική αυτή απομακρύνεται ρητά από το μηχανιστικό χαρακτήρα του μαρξισμού της III Διεθνούς, από κάθε δηλαδή απόπειρα διατύπωσης γενικών νόμων και νομοτελειών για τα στάδια της κοινωνικής εξέλιξης και κάθε ντετερμινιστική - μηχανιστική αντίληψη σε σχέση με την «οικονομική βάση». Αυτός ο μηχανιστικός - θετικιστικός χαρα­κτήρας του μαρξισμού της III Διεθνούς συγκεντρώνει εξάλλου τα ομαδικά πυρά των αρθρογράφων των Αντιθέσεων.

Αυτή όμως ή απομάκρυνση γίνεται εν ονόματι μιας αντίληψης πού διατείνε­ται πώς οι κοινωνικές μεταβολές ξεφεύγουν από τους ντετερμινιστικούς προσδιορισμούς γιατί δεν μπορούν να επικυρωθούν παρά μόνο από τη «θέληση των ανθρώπων να διαμορφώσουν τις συνθήκες κάτω από τις όποιες ζουν».Αυτή η θέληση είναι η πηγή της απροσδιοριστίας. Το άτομο «πολύ περισσότερο από το όν της παραγωγής και της κατανάλωσης είναι ο σημασιοδότης της πραγματι­κότητας», είναι με δυο λόγια άνθρωπος.

β. Ό πραγματισμός

Στην προβληματική των «αντιαυταρχικών» ή πραγματικότητα είναι άμεσα ανα­γνώσιμη και ή επίκληση της επέχει αποδεικτικό ρόλο. Για να στηρίξουν τις θέ­σεις τους («οι κομμουνιστές είναι στρατοκράτες») οι αρθρογράφοι επικαλούνται το αναμφισβήτητο γεγονός: «τις επεμβάσεις των σοβιετικών στρατοκρατών στην Τσεχοσλοβακία, Αφγανιστάν, τις ασφυκτικές πιέσεις των ίδιων σ' όλα τα Κομμουνιστικά Κόμματα, τον εκφυλισμό των επαναστάσεων της Κίνας, του Βιετνάμ, της Κούβας». Καμία θεωρία, κανένας -ισμός δεν μπορεί να αντικρούσει τα συμπεράσματα στα όποια αβίαστα οδηγεί ή «θαρραλέα» παρατήρηση της «εγκληματικής πραγματικότητας της υπαρκτής στρατοκρατίας». οι όρκοι πί­στης-στον «ορθό λόγο» δεν εκφράζουν εδώ παρά την καχυποψία απέναντι στην απαίτηση του θεωρητικού λόγου να παίρνει τις αποστάσεις του από το άμεσο επιφαινόμενο της εμπειρίας, να μην ξεκινά από το συγκεκριμένο αλλά να κατα­λήγει σ' αυτό μετά από επίμονη ανάλυση, να ερμηνεύει τα φαινόμενα κι όχι απλά να τα αναγνωρίζει.

Θα αναφέρουμε ένα παράδειγμα: Όταν γράφει ο Δ. Κωνσταντινίδης, «ή εργατική τάξη πίνει ουίσκι στα σκυλάδικα» μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι ή έννοια εργατική τάξη αποτελεί ένα εμπειρικό δεδομένο όπως ακριβώς το ουίσκι και τα σκυλάδικα. «Ωστόσο, οι αναλύσεις της σύγχρονης επιστημολογίας δεί­χνουν ότι δεν είναι ποτέ δυνατό απλώς να αντιπαραθέσουμε "συγκεκριμένα γεγονότα" (παράδειγμα: ή εργατική τάξη πίνει ουίσκι στα σκυλάδικα, Χ.Θ.) σε έννοιες (εργατική τάξη - κοινωνική πρωτοπορία με τον ιστορικό ρόλο του πρω­ταγωνιστή της κοινωνικής επανάστασης) αλλά ότι αυτές πρέπει να χτυπηθούν με άλλες παράλληλες έννοιες ενταγμένες σε μια διαφορετική προβληματική. Γιατί μόνο μέσα απ' αυτές τις καινούργιες έννοιες μπορούμε να φέρουμε τις παλιές ιδέες σε αντιπαράθεση με τη "συγκεκριμένη πραγματικότητα"».21

Πριν αφήσουν την πραγματικότητα να συνθλίψει με όλο το βάρος της τα ταμπού περί του ιστορικού ρόλου της εργατικής τάξης, θα μπορούσαν οι αρθρο­γράφοι των Αντιθέσεων να υποβάλουν σε κριτική αυτή την ίδια την ιδέα για τον ιστορικό ρόλο της εργατικής τάξης όπως «χρωματίζεται» μέσα στον ιδεολογικό λόγο των Κομμουνιστικών Κομμάτων της Γ' Διεθνούς. Μια τέτοια κριτική θα επέτρεπε ίσως να δειχτεί πώς αν κάτι χρεοκοπεί αυτό δεν είναι γενικά ένα ταμ­πού - θεμέλιο του μαρξισμού-λενινισμού, αλλά μια ορισμένη αντίληψη για την εργατική τάξη —μοναδικό Υποκείμενο της ιστορικής διαδικασίας (άρα μια ορι­σμένη αντίληψη για τις κοινωνικές τάξεις) και μια τελεολογική αντίληψη για την Ιστορία. Μια τέτοια κριτική προϋποθέτει βέβαια την ύπαρξη μιας διαφορε­τικής οπτικής, ενός διαφορετικού θεωρητικού εξοπλισμού. Αυτός ο τελευταίος για την «αντιαυταρχική Αριστερά» είναι άχρηστος, για ορισμένους μάλιστα επικίνδυνος. Μ' αυτό όμως τον τρόπο και εκεί ίσως πού δεν το υποψιάζονται, οι υπέρμαχοι της «αυτοδιαχείρισης» και της «ελευθερίας» προσεγγίζουν τις θεωρητικο-πολιτικές συντεταγμένες του «μαρξισμού-λενινισμού» από τον όποιο θέλουν να απομακρυνθούν το γρηγορότερο. Ό εμπειρισμός του «αντιαυταρχικού» ρεύματος δεν είναι διαφορετικός από αυτόν του σταλινικού μαρξι­σμού.

Ό τίτλος του άρθρου αυτού υπαινίσσεται ότι το ρεύμα της «αντιαυταρχικής» Αριστεράς αποτελεί την άλλη όψη της κρίσης του Κομμουνιστικού Κινήματος. Εννοούμε μ' αυτό ότι τροφοδοτείται από την κρίση και την αντανακλά μ' ένα ιδιαίτερο τρόπο. Παράλληλα, δεν χαράζει (όχι λεκτικά άλλα πρακτικά) κάποια προοπτική υπέρβασης της κρίσης, αλλά μάλλον λειτουργεί σταθεροποιητικά για την επίσημη εκδοχή του μαρξισμού και την παραδοσιακή Αριστερά (το άλλοθι της περιθωριοποίησης - παραίτησης των «αιρετικών»).

Στο δεύτερο μέρος αυτού του άρθρου θα δούμε ορισμένα χαρακτηριστικά της κρίσης του Κομμουνιστικού Κινήματος, πού στη σημερινή συγκυρία επι­τρέπουν την εμφάνιση του «αντιαυταρχικού» ρεύματος στην περιφέρεια της παραδοσιακής Αριστεράς, ενώ παράλληλα διευκολύνουν τη δεκτικότητα όλο και περισσότερων αριστερών διανοουμένων σε ιδεολογίες πού απερίφραστα τονίζουν την αντιπαλότητα τους με τον «μαρξισμό», τον «λενινισμό» ή κάποιο «νεο-σταλινισμό». Ασφαλώς δεν πρόκειται να αρνηθούμε ότι ή πραγματικότητα του «υπαρκτού σοσιαλισμού» με την πολλαπλή κρίση πού την διατρέχει, οι σχέ­σεις εξάρτησης των ΚΚ από την ΕΣΣΔ, ή πολιτική μυωπία και ο κοινωνικός τους συντηρητισμός, ή αντιδημοκρατική τους λειτουργία, οι αντιλήψεις πού εφαρμόζουν για το μαζικό κίνημα, τα εκφυλιστικά φαινόμενα νεποτισμού, (ΚΚ Κορέας), ή τροπή των ταξικών αγώνων στην Κίνα και όλα όσα επικαλούνται οι αρθρογράφοι πού προηγούμενα αναφέραμε, συνδέονται άμεσα με τη σημερινή κρίση του κομμουνιστικού κινήματος. Εδώ όμως προτείνω να δούμε ορισμένα θεωρητικό-πολιτικά χαρακτηριστικά του μαρξισμού και της θεωρητικής πρακτικής των Κομμουνιστικών Κομμάτων πού (όχι τυχαία) ξεφεύγουν από το θεωρητικό ορίζοντα των «αντιαυταρχικών».

4. Σημειώσεις για τον ιστορικό μαρξισμό

και τη θεωρητική πρακτική των Κομμουνιστικών Κομμάτων

Στον Σ. Μπεττελέμ οφείλουμε ορισμένες σημαντικές παρατηρήσεις πού μας επι­τρέπουν να διακρίνουμε ανάμεσα στον «επαναστατικό μαρξισμό» και στον «ιστορικά διαμορφωμένο σε κάθε εποχή μαρξισμό». Ό πρώτος αποτελεί τις «επαναστατικές αρχές και αντιλήψεις, καρπούς επιστημονικών αναλύσεων πού αναπτύχθηκαν με βάση τις ταξικές θέσεις του προλεταριάτου και θεμελιώθηκαν σ' ένα ευρύ απολογισμό των αγώνων του». Ό δεύτερος «αντιπροσωπεύει ένα συστηματοποιημένο σύνολο εννοιών, παραστάσεων και πρακτικών πού επιτρέ­πουν στο επαναστατικό κίνημα της εργατικής τάξης να αντιμετωπίζει —Στις συγκεκριμένες συνθήκες όπου βρίσκεται— τα προβλήματα πού ορθώνονται μπροστά της. Κάτω από την επίδραση των δυσκολιών της ταξικής πάλης ο ιστορικά διαμορφωμένος σε κάθε εποχή μαρξισμός όχι μόνο πλουτίζεται θεωρητικά, (σε συνάρτηση με την ανάπτυξη επιστημονικών γνώσεων, πού με τη σειρά τους εξαρτιόνται από την κοινωνική πρακτική), αλλά και φτωχαίνει με τη λίγο πολύ πλέρια απάλειψη, απόκρυψη, επικάλυψη ορισμένων από τις αρχές ή τις ιδέες του επαναστατικού μαρξισμού».22

Πώς διαμορφώνεται λοιπόν ή θεωρητική πρακτική της επαναστατικής οργά­νωσης της εργατικής τάξης; Με δεδομένη τη θεωρητική και ιδεολογικοπολιτική κυριαρχία του κεφαλαίου καταλαβαίνουμε εύκολα ότι ή θεωρητική πρακτική ενός επαναστατικού φορέα δεν μπορεί να νοηθεί σαν παραγωγή κάποιων αντι­κειμενικών γνώσεων εν κενω, αλλά μάλλον και κυρίως σαν μόνιμη κριτική των κυριάρχων αντιλήψεων στη σφαίρα της θεωρίας είτε στη σφαίρα της κοινωνικής πρακτικής. Για τον μαρξισμό και τους φορείς του, ή θεωρητική πρακτική έχει το χαρακτήρα μιας διπλής παρέμβασης: Πολιτική23 παρέμβαση μέσα στη θεωρία (και τις οργανωμένες μέσα στην ταξική πάλη ιδεολογίες), θεωρητική παρέμβαση μέσα στην πολιτική24 (και τις άλλες κοινωνικές πρακτικές). Όμως οι πολιτικοί και ταξικοί συσχετισμοί είναι δυνατόν να συνεπάγονται υπό κάποιους όρους την κυριαρχία των αστικών αντιλήψεων πάνω στο μαρξισμό, την αναπαραγωγή ή και την κυριαρχία της αστικής ιδεολογίας μέσα στους φορείς της Αριστεράς.

α. Ιστορικός μαρξισμός: Κυριαρχία του οικονομισμού και εξελικτισμού

Ό οικονομισμός αποτελεί την κυρίαρχη θεωρητική απόκλιση του «ιστορικού μαρξισμού» από τον «επαναστατικό μαρξισμό» (δηλαδή τον ιστορικό και διαλε­κτικό υλισμό) ήδη από την εποχή της Β' Διεθνούς. Σήμερα, στο φως των σύγ­χρονων θεωρητικών αναζητήσεων, είναι σαφές ότι, παρά την πολιτική χρεοκοπία της Β' Διεθνούς, ο οικονομισμός της αναβίωσε με νέες μορφές μέσα στη Γ' Διεθνή και εξακολουθεί να παραμένει και σήμερα κυρίαρχος μέσα στο παγκό­σμιο Κομμουνιστικό Κίνημα.25 Με την κυριαρχία του οικονομισμού, της αστι­κής δηλαδή οπτικής γωνίας μέσα στο μαρξισμό, υποσκάπτονται σοβαρά οι δυνατότητες για ριζική κριτική των καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας και για επιστημονικές γνώσεις της κίνησης των αντιφάσεων του καπιταλισμού.

Στο σημείο αυτό θα διακινδυνεύσουμε μια πρόταση. Θα πούμε λοιπόν (σε αντιστοιχία με μια υπόθεση πού ανέπτυξε ο Μπαλιμπάρ σχετικά με τη μαρξιστι­κή διαλεκτική)26 ότι στο εσωτερικό της οίκονομιστικής απόκλισης μπορούμε να διακρίνουμε δυο διαβαθμίσεις. Στην πρωτεύουσα διαβάθμιση του οικονομισμού, στοιχεία της αστικής θεώρησης συνυπάρχουν με την ίστορικοϋλιστική, απειλούν την κυριαρχία της τελευταίας όχι όμως και την ενεργό παρουσία της. Ή αντίθε­ση ανάμεσα στην πολιτική οικονομία και την επαναστατική κριτική της διατη­ρείται φανερά. Ή μορφή αύτη είναι σχετικά ασταθής. Άπ' αυτήν είναι δυνατόν να προκύψει μια δεύτερη μορφή, στην οποία οι έννοιες και ή προβληματική της πολιτικής οικονομίας εισβάλλουν οργανωμένα στο εσωτερικό του ιστορικού υλισμού, τον «αναδιοργανώνουν» και τείνουν τελικά να καταργήσουν τον επα­ναστατικό του χαρακτήρα. Βέβαια, οι υποδιαιρέσεις αυτές υποδηλώνουν μόνο τάσεις και θα ήταν λάθος να επιχειρήσουμε να περιοδολογήσουμε την ιστορία των Κομμουνιστικών Κομμάτων με βάση το διαχωρισμό πρωτεύουσα δευτε­ρεύουσα μορφή. Υποστηρίζουμε όμως ότι στην ιστορική περίοδο από την ίδρυ­ση της Γ' Διεθνούς μέχρι σήμερα ότι ή τάση του ιστορικού μαρξισμού να μετα­τοπίζεται από την πρώτη διαβάθμιση προς τη δεύτερη είναι σαφής και αναντίρρητη.27

Μια τελευταία παρατήρηση: οι παρεκκλίσεις του επαναστατικού μαρξισμού συνδέονται κάποτε με κάποιες ανάλογες «κινήσεις» στα πλαίσια της μαρξιστικής φιλοσοφίας. Έτσι λοιπόν, ο οικονομισμός (αναγωγή του ιστορικού υλισμού σε μια θεωρία της «κοινωνικής εξέλιξης») νομιμοποιείται στα πλαίσια μιας φιλοσοφικής αντίληψης (αντικειμενισμός, εξελικτισμός) πού απαιτεί από τον ιστορικό υλισμό να απεικονίζει (στα όρια της «κοινωνίας») τους γενικούς «νόμους» μετασχηματισμού της ποσότητας σε ποιότητα.

Στις δυο διαβαθμίσεις του οικονομισμού πού αναφέραμε προηγούμενα αντι­στοιχούν δυο τύποι θεωρητικής πρακτικής των Κομμουνιστικών Κομμάτων πού με την καθαρή τους μορφή τους συναντάμε στο μπολσεβίκικο και το Γερ­μανικό Κόμμα της δεκαετίας 1920-1930 (τον πρώτο) και τα Δυτικοευρωπαϊκά Κόμματα μετά το 1968 (το δεύτερο). Γενικότερα όμως μπορούμε να συνδέσουμε τον πρώτο τύπο με την περίοδο του Κομμουνισμού πριν την επικράτηση του σταλινισμού, διευκρινίζοντας ότι ορισμένα χαρακτηριστικά του τα συναντάμε στη διάρκεια ολόκληρης της περιόδου πού φτάνει μέχρι την «άποσταλινοποίη-ση» του 1956. Ό δεύτερος τύπος θεωρητικής πρακτικής παρ' όλο πού διαχέεται μέχρι την επαύριον του Β' Παγκόσμιου Πολέμου χαρακτηρίζει πρώτιστα τη σημερινή φάση του Δυτικοευρωπαϊκού Κομμουνιστικού Κινήματος. Στους δυο αυτούς τύπους πρακτικής θα αναφερθούμε στη συνέχεια, επιμένοντας κυρίως στη μεταξύ τους διάκριση.

β. Φάση πρώτη:. Ό μαρξισμός «ένα κομμάτι ατσάλι»

Ή πρώτη περίοδος του ιστορικά διαμορφωμένου μαρξισμού χαρακτηρίζεται από μια επαναστατική θεώρηση πού προσανατολίζει τη θεωρητική πρακτική σε πρακτικά αποτελέσματα και αντιλήψεις: Ή ανάλυση και κριτική των θέσεων της αστικής οικονομικής θεωρίας με βάση τις έννοιες του Κεφαλαίου, ή κριτική των μορφών της αστικής ιδεολογίας (εθνικισμός) αναγνωρίζονται σαν πρώτου βαθ­μού πολιτικά καθήκοντα. Το Κεφάλαιο και οι αναλύσεις του Λένιν διατηρούν όλη την αξία τους σαν έγκυρες αναλύσεις του καπιταλιστικού κόσμου, με βάση τις όποιες (υποτίθεται ότι) κατευθύνεται ή πολιτική δράση των κομμουνιστών. Οι θεωρητικές-φιλοσοφικές παρεμβάσεις προέρχονται κατά κανόνα από τους ίδιους τους πολιτικούς ηγέτες (Γκράμσι, Μάο, στην Ελλάδα: Πουλιόπουλος, Μάξιμος, Ζεύγος)28. Αντίστοιχα, οι επιφανέστεροι αριστεροί διανοούμενοι βρί­σκουν συχνά τη θέση τους στην πολιτική καθοδήγηση (στην Ελλάδα: Κορδά­τος - Γληνός). Το γεγονός αυτό σηματοδοτεί μια ορισμένη οργανική σύνδεση μεταξύ θεωρητικής και πολιτικής πρακτικής.

Είπαμε ότι χαρακτηριστικό της πρώτης φάσης είναι ότι ή εγκυρότητα του θεωρητικού εργαλείου δεν αμφισβητείται από κανένα. οι "αντιπολιτευόμενες απόψεις τοποθετούνται στο έδαφος της ίδιας προβληματικής με τις επίσημες θέ­σεις. Ή ικανότητα του μαρξισμού να ερμηνεύει και να αλλάζει τον κόσμο θεω­ρείται δεδομένη. Ή αντίληψη «ο μαρξισμός είναι ένα κομμάτι ατσάλι» (Λένιν) παραμένει κυρίαρχη σ' όλη αυτή την περίοδο.

Ας δούμε όμως ορισμένες συνέπειες των αντιλήψεων αυτών. Ή εμμονή στην πάση θυσία ερμηνεία της πραγματικότητα με βάση δεδομένα θεωρητικά εργαλεία οδηγεί κάποτε σε απροσδόκητα αποτελέσματα. Έτσι λοιπόν έχουμε κατ' αρχήν την τύφλωση του ΚΚ Γερμανίας μπροστά στην άνοδο του ναζισμού επειδή ή φασιστικοποίηση της Γερμανίας «αποκλειόταν» από τον υψηλό βαθμό εκβιομηχάνισης της χώρας. Μετά την επικράτηση του ναζισμού και στα πλαίσια της ίδιας προβληματικής, του εξελικτικού οικονομισμού, ή εκτίμηση αντιστρέ­φεται: ο εθνικοσοσιαλισμός θα ερχόταν στην πιο αναπτυγμένη βιομηχανική ευρωπαϊκή χώρα ακριβώς εξαιτίας του οικονομικού προβαδίσματος.29

Από την άλλη μεριά ο κριτικός-επαναστατικός χαρακτήρας του επίσημου μαρξιστικού λόγου προσελκύει στο κομμουνιστικό ιδεώδες τα πιο σημαντικά κοινωνικά κινήματα πού φιλοδοξούν να έρθουν σε ρήξη με τις κυρίαρχες Αστι­κές πρακτικές. Το κίνημα του σου ρ ρεαλισμού είναι το πιο γνωστό και το πιο τυπικό παράδειγμα.

Τα χαρακτηριστικά αυτά, σε συνδυασμό με την εμβρυακή ακόμα ανάπτυξη κοινωνικών κινημάτων πού ξεφεύγουν από το μοντέλο των οικονομικών διεκδι­κήσεων, καθιστούν τον επίσημο μαρξιστικό λόγο και τους φορείς του, τα Κομ­μουνιστικά Κόμματα, κυρίαρχα στο χώρο των δυνάμει αντικαπιταλιστικών ιδεολογικών και πολιτικών ρευμάτων. Το πλήρες αδιέξοδο των ομάδων και των διανοουμένων εκείνων πού θέλουν να δηλώνουν μαρξιστές και συγχρόνως αντί­θετοι με την πολιτική πρακτική των ΚΚ και της ΕΣΣΔ, αποδίδει ένα άρθρο του Ζ.Π. Σαρτρ, του 1952. Για τον Γάλλο φιλόσοφο «...είτε ο σοβιετικός σοσιαλι­σμός μας αρέσει, είτε όχι, είτε τα Κομμουνιστικά Κόμματα μας αρέσουν είτε όχι. αποτελούν το μοναδικό σύγχρονο ανταγωνιστικό στοιχείο μέσα σ' ένα κόσμο πού, χωρίς αυτούς, θα ήταν αποκλειστικά αστικός».30

γ. Ή σημερινή φάση: Περιθωριοποίηση - υποβάθμιση της θεωρίας

Οι αλλαγές στο καθεστώς και τη θέση της θεωρητικής πρακτικής του Κομμουνι­στικού Κινήματος πού συντελούνται προοδευτικά από την περίοδο της «άπο-σταλινοποίησης» μέχρι σήμερα και κατά ένα μέρος πριν άπ' αυτήν, αποτελούν βέβαια μια μόνο όψη βαθύτερων μετασχηματισμών της φυσιογνωμίας και της ιδεολογίας των Κομμουνιστικών Κομμάτων, (μιλάμε πάντοτε για τα Κομμουνι­στικά Κόμματα της Δ. Ευρώπης), της θέσης τους στη δομή των πολιτικών σχέ­σεων εξουσίας, άλλα και των ίδιων των κοινωνικών δομών των Δυτικοευρωπαϊκών χωρών. Ας δούμε συνοπτικά το πλαίσιο αυτών των μετασχηματισμών. Καθοριστικό παράγοντα αποτέλεσε ή μεταπολεμική σταθεροποίηση του καπιταλισμού σ.' όλη τη Δ. Ευρώπη πού συνδυάζεται με μια συνεχώς έπιταχυνόμενη οικονομική ανάπτυξη: Εισροή αμερικανικών κεφαλαίων και προηγμένης τεχνολογίας, εντατικοποίηση της παραγωγής. Σταθεροποιείται (με κάποιες εξαι­ρέσεις) ο κοινοβουλευτισμός, στον οποίο προοδευτικά ενσωματώνονται τα Κομμουνιστικά Κόμματα προσαρμόζοντας τη στρατηγική τους σύμφωνα με τους κανόνες του. Τα Κομμουνιστικά Κόμματα αναδεικνύονται ακόμα σε σταθε­ροποιητικό παράγοντα του ίδιου του κοινοβουλευτισμού, στο μέτρο πού μπο­ρούν έγκυρα να διαχειρίζονται τη λαϊκή κινητικότητα «παροχετεύοντας» την σε μεταρρυθμίσεις (πού κατά κανόνα αργότερα ακυρώνονται, «βραχυκυκλώνονται» κλπ.). Τροποποιείται συνολικά ή πολιτική πρακτική των Κομμουνιστικών Κομμά­των και ή σχέση τους με τους μηχανισμούς του αστικού κράτους. Τα Κ.Κ. τεί­νουν όλο και περισσότερο να κατευθύνουν την πολιτική τους σε σχέση με μια καλά οργανωμένη παρουσία στην «πολιτική σκηνή». Στο λόγο των Κ.Κ. κυριαρχούν οι μορφές της αστικής δημοκρατίας πού τείνουν να υποκαταστή­σουν το εργατικό και λαϊκό κίνημα με την «κοινή γνώμη» (ή τη «δημοκρατική κοινή γνώμη») και την ιδεολογικοπολιτική παρέμβαση με τη διαφήμιση.31 Ό πολιτικός αγώνας καταλήγει στην τέχνη του εφικτού (εκ των προτέρων δεδομέ­νου), ή του συνυπολογισμού πραγματικότητας και στρατηγικών στόχων. Μια πολιτική πρακτική πού ξεκινάει από τον εμπειρισμό και φτάνει στον πιο φτωχι­κό ρεαλισμό.

Στο πλαίσιο αυτό όλο το βάρος δίνεται στην πρακτική δουλειά, πού θα «προβάλλει τις θέσεις του Κόμματος», ενώ ή θεωρητική δουλειά αποκτά ένα ρό­λο υποβαθμισμένο και περιθωριοποιημένο: Ή υποβάθμιση-περιθωριοποίηση αυτή δεν αφορά την «ποσότητα» των παραγόμενων θέσεων ή αναλύσεων, ή την ευρύτητα των διαδικασιών (εκδοτικά, κέντρα μαρξιστικών μελετών και ερευνών, φόρουμ, συνέδρια κ.ά.)32 πού σχετίζονται με την παραγωγή των θέσεων και ανα­λύσεων, αλλά τη θέση της θεωρίας στο εσωτερικό της συνολικής πρακτικής των Κομμουνιστικών Κομμάτων.

Ή θεωρία κατ' αρχήν στεγανοποιείται με μια αμοιβαία «εκχώρηση»: Ή πολιτική καθοδήγηση εκχωρεί το καθήκον των θεωρητικών παρεμβάσεων σε ειδικές ομάδες μελετών. Αντίστοιχα οι διανοούμενοι πού επιφορτίζονται με τη θεωρητική δουλειά απαλλοτριώνουν υπέρ της καθοδήγησης το δικαίωμα τους να διατυπώνουν απόψεις «επί του πολιτικού». οι κομματικοί διανοούμενοι συχνά αποφεύγουν να μιλούν ανοιχτά για τα πολιτικά συμπεράσματα στα όποια οδηγεί ή ίδια ή θεωρητική τους δουλειά. Από την πλευρά της ή κομματική καθοδήγηση ελέγχει στενά τη σύνθεση και επιβάλλει τις «γενικές κατευθύνσεις» εργασίας των ομάδων μελετών. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι τελευταίες αυτές αναλαμβάνουν να δώσουν θεωρητική κάλυψη Στις ήδη διαμορφωμένες πολιτι­κές επιλογές. Στις περιπτώσεις βέβαια αυτές ή έκφραση «θεωρητική δουλειά» δεν είναι παρά ένα σχήμα λόγου. Στις άλλες περιπτώσεις ή καθοδήγηση αναλαμ­βάνει να προβάλει σαν αυθεντικά μαρξιστικές τις αναλύσεις εκείνες πού φαίνον­ται να συμβιβάζονται με τις πολιτικές της επιλογές.33 και βέβαια κομματικές ευλογίες υπέρ της μιας άποψης σημαίνουν ταυτόχρονα καταδίκη σε αφάνεια των αντιπάλων προς αυτήν. Ή γόνιμη αντιπαράθεση ακόμα και πάνω σε ζητή­ματα των οποίων ή σχέση με την πολιτική γραμμή είναι αδιόρατη σε πρώτη προσέγγιση, αποκλείεται έτσι συστηματικά.34

Ό διαχωρισμός θεωρητικής εργασίας και πολιτικής δημιουργεί κάποιες επι­πτώσεις πάνω στο καθεστώς της ίδιας της θεωρητικής πρακτικής: Από το εμπει­ρικό υλικό πού τροφοδοτεί τις αναλύσεις απορρίπτεται ως «πολιτική» ή πείρα των εργατικών αγώνων, ή πείρα των συγκεκριμένων κοινωνικών αντα­γωνισμών35 και αντίστοιχα προκρίνεται ή χρησιμοποίηση των «δεδομένων της έπιστημονικοτεχνικής επανάστασης» ή των στατιστικών στοιχείων των κρατι­κών υπηρεσιών.

Ό εξαναγκασμός της θεωρίας να επικυρώνει συνεχώς άνανεούμενες πολιτι­κές επιλογές περιπλέκει τα Κομμουνιστικά Κόμματα σε κάποιες αντιφάσεις. Για να ξεπεραστούν αυτά δηλώνεται ότι ο μαρξισμός είναι θεωρία πού αναπτύσσεται με τα νέα δεδομένα της επιστήμης και της «κοινωνικής εξέλιξης». Βλέπει έτσι το φως μια ολόκληρη πολεμική φιλολογία για το πώς αντιλαμβανόμαστε τον μαρ­ξισμό («οδηγός στη σκέψη και τη δράση», «μέθοδος», «διδασκαλία» κλπ.) την ίδια στιγμή πού οι έννοιες της μαρξιστικής θεωρίας απογυμνώνονται από το θεωρητικό τους περιεχόμενο και μεταφέρονται στα κείμενα και τις αναλύσεις των Κομμουνιστικών Κομμάτων για να υποδηλώσουν άπλα την προσήλωση στη μαρξιστική παράδοση. Σε όσες περιπτώσεις ή παράδοση κρίνεται ανεπιθύ­μητη, ή λεκτική αναφορά Στις έννοιες της θεωρίας (δικτατορία του προλεταριά­του, κ.ά.) ξεπερνιέται χωρίς σοβαρά ερωτηματικά για τις θεωρητικές δομές πού προσδιορίζουν το περιεχόμενο των εννοιών.

Ή εμφάνιση νέων κοινωνικών αντιφάσεων και ταξικών αγώνων πέρα από τους διεκδικητικούς - εργατικούς, πού αποδόθηκαν με τον όρο «αγώνες για ποιότητα ζωής», και πού ή ανάλυση τους είχε και έχει σημαντικά καθυστερήσει από το μαρξισμό, και από την άλλη ή στείρωση της επαναστατικής - κριτικής σκέψης με την υποκατάσταση του μαρξισμού από τον οικονομισμό, έχει σαν συνέπεια τη σχετική υποχώρηση του μαρξισμού στο χώρο των θεωρητικών ρευ­μάτων πού αναπτύσσουν μια κριτική της καπιταλιστικής εξουσίας. Ή «κρίση του μαρξισμού» αποτελεί μια πανθομολογούμενη κοινή διαπίστωση. Δημιουρ­γείται έτσι, μετά το 1956 και περισσότερο μετά το 1968, ή δυνατότητα εμφάνι­σης μαρξιστικών ρευμάτων πού αναπτύσσονται σε αντιπαράθεση με την επίση­μη εκδοχή.

δ. Στις παρυφές της παραδοσιακής Αριστεράς

Στις συνθήκες αυτές ευνοείται ή εμφάνιση στην Αριστερά απόψεων ή και —λιγότερο ή περισσότερο— ιδεολογικών ρευμάτων πού στέκονται κριτικά απέ­ναντι στη φετιχοποίηση του μαρξισμού και πού δεν διστάζουν να καταγγείλουν την προσποιητή έπιστημονικότητα και τη θεωρητική ένδεια του πολιτικού λό­γου της Αριστεράς.

Σε αντίθεση με τον επίσημο αριστερό λόγο όπου μυστικοποιούνται ή «απο­στολή της εργατικής τάξης», ο «λαός», οι «μάζες», κλπ., αναπτύσσεται ένας λό­γος απελευθερωμένος από «λέξεις-ταμπού», από κάθε είδους «-ισμούς» και «αφη­ρημένες θεωρητικές κατασκευές».

Έτσι λοιπόν εκεί πού ο λαϊκισμός του πολιτικού λόγου της Αριστεράς αντι­λαμβάνεται σαν κοινωνικά προοδευτική κάθε λαϊκή κινητοποίηση ή θεωρεί σαν δεδομένη τη σύγκλιση στην προοπτική του σοσιαλισμού των διεκδικήσεων των διαφόρων κοινωνικών κατηγοριών, ο «απελευθερωμένος από προκαταλήψεις» αριστερός λόγος απομυθοποιεί τα «κατακτημένα δικαιώματα» των εργαζομένων στο Δημόσιο, αμφισβητεί το δικαίωμα της απεργίας για εκείνους πού «συνδυά­ζουν την επιστημονική τους αμάθεια με την κτηνώδη αδιαφορία τους για τον ανθρώπινο πόνο» και καταλήγει: «κάθε λαός είναι άξιος της μοίρας του».

Εκεί πού ο πολιτικός λόγος της Αριστεράς χρησιμοποιεί την έννοια μάζες με την απόχρωση του αδύναμου να αύτοκαθοριστεί, πού δεν μπορεί παρά να αναζητήσει την καθοδήγηση της πρωτοπορίας, ο «απελευθερωμένος» λόγος αρνείται να βλέπει μάζες αφού δεν υπάρχουν παρά άνθρωποι διακριτοί μεταξύ τους, με συγκεκριμένη προσωπικότητα, διαπνεόμενοι από περισσότερο ή λιγό­τερο ήθος, ευθύνη, συλλογικότητα, ατομισμό, θράσος κλπ.

Σε προηγούμενη παράγραφο εξηγήσαμε ότι ή ρήξη του «αντιαυταρχικού» ρεύματος με την παραδοσιακή Αριστερά είναι μικρότερη απ' ό,τι οι ιδεολόγοι του θα ήθελαν, λόγω ακριβώς του εμπειρισμού πού χαρακτηρίζει τόσο τη μαρξι­στική παράδοση όσο και τους αρνητές της. οι αντιρρήσεις πού προβάλλονται σχετικά με την καταλληλότητα της έννοιας μάζες επιβεβαιώνουν τον παραπάνω ισχυρισμό. Γιατί πράγματι: μικρή διαφορά έχει το αν πρόκειται για τις «εργαζό­μενες μάζες» ή τους «ανθρώπους της Ελλάδας» όταν και Στις δυο περιπτώσεις ξεχνιέται ότι αν πρέπει να αναζητήσουμε ένα «υποκείμενο» στο κίνημα των μαζών, αυτό δεν μπορεί να είναι άλλο από τις σχέσεις παραγωγής έξω από τις οποίες δεν υπάρχουν ούτε μάζες, ούτε εκμεταλλευτές.

"Ωστόσο, από πολιτική άποψη ή διαφορά είναι σημαντική: Το «αντιαυταρχικό» ρεύμα ξεκόβει από ολόκληρη την αριστερή παράδοση, παραιτείται από το να εντοπίσει τις αντιφάσεις πού ορίζουν την κρίση του Κομμουνιστικού Κινή­ματος, τις αντιφάσεις πού απεγκλωβίζουν και έπανεγκλωβίζουν αριστερές δυνά­μεις στον παραδοσιακό κομματικό λόγο και βέβαια παραιτείται από το να χαρά­ξει μια προοπτική παρέμβασης στην κρίση.

Έξαλλου ή παθητικοποίηση και ή αποστράτευση πού καλλιεργεί το «αντιαυταρχικό» ρεύμα λειτουργούν σαν άλλοθι για την παραδοσιακή Αριστερά πού ισχυρίζεται πώς κάθε απόπειρα κριτικής του πολιτικοϊδεολογικού της λόγου, όταν γίνεται έξω από τους οργανωμένους φορείς της, καταλήγει στην πολιτική αποστράτευση. Εμπεδώνεται έτσι ο εκβιασμός πάνω Στις δυνάμεις εκείνες πού ασφυκτιούν στα κομματικά στεγανά και σταθεροποιείται ο ίδιος ο παραδοσιακός αριστερός λόγος. Το «αντιαυταρχικό» ρεύμα δεν μπορεί να είναι το πρόπλασμα για το ξεπέρασμα της κρίσης. Είναι απλά το άλλο της πρόσωπο.

Τελευταίες παρατηρήσεις

Ή συγκυρία μέσα στην οποία εκδηλώθηκε το νέο «αντιαυταρχικό» ρεύμα έχει βέβαια εκτός από τις θεωρητικές, για τις όποιες έγινε λόγος στην αρχή του άρ­θρου, και τις πολιτικές της πλευρές. Το νέο ρεύμα εκδηλώθηκε στο εσωτερικό του χώρου πού μέχρι το 1977 σηματοδοτούσε ο όρος Ανανεωτική Αριστερά. Μετά τις εκλογές του 1981 πού αποτέλεσαν την απαρχή μιας συνεχώς εντεινό­μενης διάχυσης των «ανανεωτικών» δυνάμεων προς το ΠΑΣΟΚ, και διέψευσαν τις όποιες ελπίδες, για συγκρότηση των δυνάμεων αυτών σε ιδιαίτερο πολιτικό πόλο, οι δυνάμεις της άλλοτε Ανανεωτικής Αριστεράς βρίσκονται διασκορπι­σμένες καμιά φορά και σε αντίπαλες παρατάξεις όχι μόνο όσον άφορα Στις πολιτικές εκτιμήσεις (για το ΠΑΣΟΚ και την επιχειρούμενη Αλλαγή) αλλά και όσον αφορά Στις ιδεολογικές διαμάχες (για τον μαρξισμό και την πάλη των τά­ξεων στη θεωρία).

Το «αντιαυταρχικό» ρεύμα από τη σημερινή του θέση Στις παρυφές της Αρι­στεράς και με τις δεδομένες καταβολές του, πού ανάγονται Στις κοινές απόπει­ρες συγκρότησης της επαναστατικής εκδοχής για την Αριστερά, μας απευθύνει μια πρόκληση πού θα ήταν λάθος να μην της δώσουμε την προσοχή πού αξίζει: Να αποδώσουμε Στις φετιχοποιημένες έννοιες του μαρξισμού το επαναστατικό τους περιεχόμενο, να αντικαταστήσουμε το μαρξίζον λεξιλόγιο με την επιστη­μονική γνώση και την επαναστατική κριτική.

Σημειώσεις

1. Βλ. π.χ. την προσπάθεια «ανάπλασης» του διαλεκτικού υλισμού με βάση τις κατηγορίες του «Είναι» και του «Καθόλου», του «Σώματος», της «Σταύρωσης» και της «Ανάστασης» πού επιχειρούνοι Ζουράρις - Μοσκώφ. Όσο κραυγαλέα και αν φαντάζει ή «αίρεση» σε σχέση με την «ορθοδοξία»το εγχείρημα κατοχυρώνεται σαν νόμιμο και τοποθετείται στο εσωτερικό κάποιου μαρξιστικού διαλόγου.

2. Βλ. π.χ. την προβληματική πού ανέπτυξε ή «ανανεωτική» τάση του Ισπανικού ΚΚ στο τελευ­ταίο του Συνέδριο. Ή έκταση της πολιτικής κρίσης πού ακολούθησε (διαγραφές, αποχωρήσεις κλπ.) δείχνει ότι ή προβληματική των «άνανεωτών» κάθε άλλο παρά περιορίστηκε στους ηγετι­κούς κόλπους του ΚΚΙ.

3. Αξίζει Ίσως να αναφερθεί εδώ ότι ή Σοσιαλιστική Πορεία από τους κόλπους της οποίας αναδείχτηκαν οι Αντιθέσεις, επί σειρά ετών από την ίδρυση της, το 1976, επέμενε στην ιδέα ενός «ενιαίου φορέα της Μαρξιστικής Αριστεράς». Ή ενότητα με το ΚΚΕ θεωρούνταν ευκταία και δυνατή.

4. «Σιγά-σιγά αλλά σταθερά και δυστυχώς για πολλούς ανεπαισθήτως, φτιάχτηκε στα ανατολικά κράτη μια "οικοδομή", δηλαδή ένα κοινωνικό σύστημα πού δεν είναι τίποτα λιγότερο από μια μεγάλη οργανωμένη στρατιωτική φυλακή». (Δ. Κωνσταντινίδης, Αντιθέσεις, τ. 14).

«οι κομμουνιστές όχι μόνο έχουν βαθιές στρατοκρατικές αντιλήψεις αλλά είναι και θρασύτατα οπορτουνιστές» και παρακάτω: «Το Κομμουνιστικό κίνημα σήμερα φτιάχνει άτομα πού έχουν σαν υπέρτατη αξία την υπακοή και την υποταγή στους δυνατούς, στους μ ε γάλους: Στην Μ ε γάλη Σοβιετική Ένωση, στον Μεγάλο Λένιν, στη Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια» (Δ. Κωνσταντινίδης, δπ. παρ.).

5. «Όλοι περιμένουμε την άγια εργατική τάξη να ηγηθεί στον αγώνα για το σοσιαλισμό, ενώ εκείνη (στην Ελλάδα τουλάχιστον και στη μεγάλη πλειοψηφία της) πίνει ουίσκι στα σκυλάδικα των πάλαι ποτέ φτωχογειτονιών αφήνοντας τους πλουτοκράτες να οικοδομούν ξέφρενα και ανεμπόδι­στα, μια υπερσύγχρονη ζούγκλα». (Δ. Κωνσταντινίδης, δπ. παρ.) «"Αν αγωνίζεται κανείς με την εργατική τάξη, πιστεύοντας ότι ο ιστορικός της ρόλος είναι εγγεγραμμένος στον κοινωνικό γενε­τικό της κώδικα, είναι και αφελής και ανήθικος» (Δ. Ιωάννου, Αντιθέσεις τ. 13).

6. «Ή Αριστερά, εκείνη πού χαρακτηρίζει τους ανθρώπους μάζες, το κάνει ακριβώς επειδή τους κατηγορεί· τους κατηγορεί επειδή δεν στέκονται στο ύψος της ιστορικής αποστολής πού τους έτα­ξε» και παρακάτω: «Κανένας συνεργάτης των Αντιθέσεων δεν χρησιμοποιεί την έννοια "μάζες"» (Θ. Καλόμαλος, Αντιθέσεις τ. 14).

7. «Ή Αριστερά είναι ο ολοκληρωτισμός και ή κακοήθεια σ' ένα σπάνιο μίγμα. "Αν ποτέ αυτή ή Αριστερά έρθει στην εξουσία, θα εγκαθιδρύσει το βασίλειο της φρίκης». (Δ. Ιωάννου, Αντιθέσεις τ. 13).

8. «Ή φυλακή αυτή, το στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας, (είναι) ή οικοδομημένη έκφραση του μαρξισμού-λενινισμού». (Δ. Κωνσταντινίδης, δπ. παρ.).

9. Δ. Κωνσταντινίδης: δπ. παρ.

10. «Ή μπάλα δεν παίρνει μόνο τον μαρξισμό-λενινισμό αλλά και τον ίδιο τον μαρξισμό, αδιαφο­ρώντας για το ότι υπάρχουν πολλοί μαρξισμοί». (Δ. Κωνσταντινίδης, δπ. παρ.).

11. «Στην Κριτική του προγράμματος της Γκότα όχι μόνο βρίσκεται πιστά αποτυπωμένη ή λογι­κή πού κατέληξε στο Γκουλάγκ αλλά και λεπτομερώς προδιαγεγραμμένη όλη ή πορεία πού ακο­λουθήθηκε». Ακόμα: «Ό λεννινισμός, και κατ' επέκταση ο σταλινισμός είναι ο μόνος υπαρκτός —αλλά και ο πιο γνήσιος— μαρξισμός». (Δ. Ιωάννου, Αντιθέσεις τ. 15).

12. Δ. Λιάρος, Αντιθέσεις τ. 14.

13. Δ. Λιάρος, Αντιθέσεις τ. 15.

14. Δ. Ιωάννου, Αντιθέσεις τ. 15 και παρακάτω: «Τα σημαντικά γεγονότα του 20ου αιώνα είναι μη έρμηνεύσιμα με βάση τον μαρξισμό ανταγωνισμό. Ούτε για τη Ρώσικη επανάσταση, ούτε για την κινέζικη επανάσταση, ούτε για τον χιτλερισμό, ούτε για τον περονισμό, ούτε για τον χομεϊνισμό, ούτε για το νασερισμό και την κατάληξη τους ο μαρξισμός του Μαρξ έχει να πει τίποτα».

15. «Στην πορεία μας προς το άδηλο μέλλον δεν θα ανταλλάξουμε την πυξίδα μας του ορθού λό­γου —ορθού, όσο μπορούμε συλλογικά— με κανένα -ισμό, ούτε και με τον μαρξισμό». (Δ. Λιάρος, Αντιθέσεις τ. 15). Μήπως και ο ίδιος ο Μαρξ δεν είχε δηλώσει «Εγώ πάντως δεν είμαι μαρξιστής»;

Δ. Ιωάννου, Αντιθέσεις τ. 15.

16. Κ. Καλόμαλος, Αντιθέσεις τ. 14.

17. Α. Παππάς, Αντιθέσεις τ. 13. και ο Δ. Ιωάννου (Αντιθέσεις, τ. 13) θα γράψει: «Ή σοσιαλι­στική κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ είναι λίγη και ανεπαρκής ακόμα και για να διαχειριστεί τον καπιταλισμό. Παρ' όλα αυτά όμως πρέπει να την υπερασπίσουμε χωρίς να περιμένουμε τίποτα καλύτε­ρο άπ' αυτήν, γιατί δίπλα της παραμονεύουν οι Ούννοι της Ν.Δ. και τα στίφη της ΚΟΒ. Στο κάτω-κάτω, το ελάχιστο ήθος του ΠΑΣΟΚ είναι το μόνο πού υπάρχει».

18. Ακόμα, ή απελευθέρωση από τα ταμπού περί «πρωτοπόρας εργατικής τάξης» οδηγεί σε εκτι­μήσεις όπως «Ό κύριος υπεύθυνος για τη χυδαιότητα, την εξαχρείωση και το αδιέξοδο της κοινω­νικής ζωής στη σύγχρονη Ελλάδα, είναι οι άνθρωποι της γιατί δεν μπορούν, δεν θέλουν, δεν είναι άξιοι για κάτι καλύτερο». (Δ. Ιωάννου, Αντιθέσεις τ. 13).

19. Ή Σύνταξη του περιοδικού απαντώντας σε επιστολές αναγνωστών διευκρινίζει: «Είναι καιρός να εγκαταλείψουμε τις ρετσέτες και να σταθούμε στην ουσία. Είναι καιρός, παραμερίζοντας τις ετικέτες (ενν. τις ετικέτες του «δεξιού» και «αριστερού») να ρωτήσουμε ποιος έχει πράγματι να προσφέρει στην Παιδεία μας, ποιος εργάζεται έντιμα...» (Εποπτεία, τ. 34). Λίγο παραπάνω διαβά­ζουμε: «Άλλα δυστυχώς κατεστημένο είναι στον τόπο μας ο σαλταδορισμός, ή ανευθυνότητα, ή ένταξη, ή λατρεία οφίκιων, το βόλεμα, ο προσεταιρισμός και ο σκέτος1 εταιρισμός». Ό αναγνώ­στης μπορεί να κάνει μόνος του τη σύγκριση μεταξύ της άποψης αυτής και της άποψης του Λ. Ιωάννου της προηγούμενης υποσημείωσης.

20. Ή απήχηση πού μπόρεσαν να βρουν οι θεωρίες του Κ. Καστοριάδη ή αυτές του C. Lefort ή ακόμα ή προσέγγιση μεταξύ του ιρασιοναλιστικού Esprit και της Liberation στη Γαλλία, μαρτυ­ρούν ίσως γι' αυτήν την πραγματικότητα.

21. Ν. Πουλαντζάς, Προβλήματα του σύγχρονου κράτους και του φασιστικού φαινόμενου, Θεμέ­λιο. 22. «...Αυτό προϋποθέτει, πώς παραμερίζει κανείς αποφασιστικά τη δημαγωγία του "σπαρταρι­στού γεγονότος", της "κοινής λογικής" και των "ψευδαισθήσεων του προφανούς"». Στο ίδιο.

23. Σ. Μπεττελέμ:. οι ταξικοί αγώνες στην ΕΣΣΔ τόμος II, Μέρος 4ο κεφάλαιο 3ο.

24. Ολόκληρο το έργο1 του 'Αλτουσσέρ (βλ. ιδιαίτερα την «Απάντηση στον Τζών Λιούις») δείχνει
ότι οι παρεμβάσεις μέσα στη θεωρία (είτε πρόκειται για τον επιστημονικό χώρο πού ορίζεται γύρω
από το αντικείμενο του «κοινωνικού», είτε πρόκειται για τη φιλοσοφία) έχουν πάντα πολιτικό
χαρακτήρα γιατί οι έννοιες και οι κατηγορίες πού οι παρεμβάσεις αυτές προτάσσουν συνδέονται
πάντοτε με τη λήψη μιας πολιτικής θέσης.

Αν πράγματι ή πολιτική πρακτική είναι αυτή του μετασχηματισμού των κοινωνικών σχέσεων
εξουσίας, μιας πραγματικότητας δηλαδή την οποία μόνο μέσω θεωρητικής αφαίρεσης μπορούμε
να προσεγγίσουμε, τότε είναι προφανής ή ανάγκη της θεωρητικής παρέμβασης μέσα στην πολιτι­κή. Για τους φορείς του μαρξισμού ή θεωρητική και ή πολιτική πρακτική διακρίνονται μόνο σε
αναλυτικό επίπεδο.

25. Ή ομοιότητα των μορφών πού παίρνει ο οικονομισμός (εξελικτισμός, θεωρία κρατικομονοπωλικού καπιταλισμού) στα περισσότερα Κομμουνιστικά Κόμματα (ακόμα και τα «Εύρωκομμουνιστικά») μας οδηγεί στην υπόθεση της ύπαρξης ακόμα και σήμερα ενός Ιδεολογικού κέντρου, ενός
τύπου Διεθνούς της οποίας κανείς δεν κατέχει τη σφραγίδα αλλά και πού κανείς δεν διανοείται τη
ρήξη μαζί της. Ειδικότερα για τη Δυτ. Ευρώπη πρέπει να αναφέρουμε ότι ή παράλληλη ιστορία
των περισσότερων χωρών της από τη Β' Διεθνή μέχρι σήμερα συνέβαλε επίσης στη σημερινή
ομοιομορφία πού χαρακτηρίζει την ιδεολογική ταυτότητα των Κομμουνιστικών Κομμάτων της.

26. Ε. Balibar, και πάλι για την αντίθεση, στο Διαλεκτική, προβλήματα και διερευνήσεις, έκδ Gutenberg.

27. Χαρακτηριστικό είναι ότι την πορεία αυτή δεν κατόρθωσαν να αντιστρέψουν ή να άνασχέσουν εμπειρίες όπως π.χ. ή εξέγερση της δυτικής νεολαίας το 1968, ο γαλλικός Μάης, πού ωστόσο σηματοδοτούν τη γένεση στο περιθώριο της «επίσημης» εκδοχής, των διαφόρων «κριτικών» μαρ­ξισμών.

28. Είναι ίσως ελάχιστα γνωστό ότι, και ο «σταλινικός» Ζαχαριάδης διαισθανότανε τον πολιτικό χαρακτήρα της παρέμβασης σε χώρους άλλους από αυτούς των καθαυτό πολιτικών συγκρούσεων και ότι είχε το θεωρητικό ανάστημα να γράψει τον «Αληθινό Παλαμά» από τις φυλακές της Κέρ­κυρας.

29. Το ζήτημα αυτό αναλύεται από το Ν. Πουλαντζά στο Φασισμός και δικτατορία, κεφ. Ι.

30. J. P. Sartr: «les communistes et la paix» Ι, στο Les Temps Modernes, Ιούλιος 1952. Το ότι ο Σάρτρ μιλούσε για το «υπαρκτό» Κομμουνιστικό Κίνημα τελείως διαφορετικά μετά το 1968 δεν είναι καθόλου προσωπικής φύσης ζήτημα.

31. Τη συγκεντρωτική - ιεραρχημένη δομή των Κομμουνιστικών Κομμάτων της καθαυτό σταλινι­κής περιόδου τείνει έτσι να αντικαταστήσει μια χαλαρή - φιλελεύθερη μορφή πού δμως δεν είναι και περισσότερο δημοκρατική.

32. Ή παρατηρούμενη τα τελευταία χρόνια «άνθιση» τέτοιων διαδικασιών έρχεται να καλύψει μια
άλλου τύπου ανάγκη: τη διαμεσολάβηση της πολιτικής γραμμής του Κόμματος στους διανοούμενους, τη δραστηριοποίηση και συσπείρωση τους γύρω από τους πολιτικούς στόχους του Κόμ­ματος.

33. Ή διατύπωση της θεωρίας του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού δεν έγινε βέβαια κατ'
επιταγή της πολιτικής καθοδήγησης των Κομμουνιστικών Κομμάτων. Ούτε όμως και ο Πλούτος
των Εθνών γράφτηκε κατ' επιταγή των καπιταλιστών. Είναι προφανές ότι οι πολιτικοί προσανα­τολισμοί των Κομμουνιστικών Κομμάτων στη δεκαετία 1956-65 αποτέλεσαν τον καθοριστικό
παράγοντα πού ευνόησε την τελική διατύπωση της θεωρίας του ΚΜΚ. (Βλ. εδώ και την υπόδειξη του 'Αλτουσέρ: οι «θεωρητικές ιδεολογίες» αποτελούν σε τελική ανάλυση αποσπάσματα των πρα­κτικών ιδεολογιών στη θεωρία). Ενδεικτικό τέλος είναι το γεγονός ότι μετά το 1960 τα Κομμουνι­στικά Κόμματα εγκολπώνονται τη θεωρία του ΚΜΚ Θεωρώντας την εγκυρότητα της σαν κάτι το αυταπόδεικτο, και καταδικάζοντας στη σιωπή κάθε θεωρητική απόπειρα αμφισβήτησης του ΚΜΚ.

34. Βλ. εδώ τις σημαντικές παρατηρήσεις του Μπαλιμπάρ στο άρθρο: sur la "lutte ideologique" et la travail πού περιέχεται στο συλλογικό: Ouverture d' une discussion, Maspero 1979.

35. Για τον αποκλεισμό της πείρας των ταξικών αγώνων από τις θεωρητικές αναλύσεις των Κομ­μουνιστικών Κομμάτων υπάρχουν δυο διακριτοί λόγοι: Ή αδυναμία θεωρητικοποίησής τους στα πλαίσια του φορμαλισμού και ή αμηχανία μπροστά στο ενδεχόμενο να αποδειχθεί ή πείρα αυτή ασυμβίβαστη προς τα αποδεικτέα.