Ή επιστροφή των αριστερών
(στο παραβάν του εκλογικού τμήματος)
του Τάκη Μαστραντώνη
1. Σε κλίμα αναμέτρησης
Όλοι σήμερα συμφωνούν στη διαπίστωση ότι πολλά θα κριθούν στις προσεχείς εκλογές για το ευρωκοινοβούλιο. Κανείς πλέον δεν εκτιμά ότι στις εκλογές αυτές το εκλογικό σώμα θα κληθεί για να κρίνει την «ευρωπαϊκή» πολιτική των κομμάτων, τον τρόπο δηλαδή με τον όποιο τα κόμματα αυτά αντιλαμβάνονται και χειρίζονται τα προβλήματα της ένταξης της χώρας στην ΕΟΚ. Αντίθετα, διαμορφώνεται από όλους ένα κλίμα συνολικής πολιτικής αναμέτρησης ανάμεσα στη Δεξιά και το ΠΑΣΟΚ, αναμέτρησης χωρίς προηγούμενο στην περίοδο πού εγκαινιάστηκε μετά τις εκλογές του '81.
Αυτή ή αναμέτρηση φαίνεται σήμερα υποχρεωτική για όλους. και πρώτα-πρώτα για τη Ν.Δ., πού κάθε απόπειρα από μεριάς της να περιορίσει τη σημασία των εκλογών θα φαινόταν σαν φυγομαχία και ένδειξη ηττοπάθειας. Αντίθετα, μπορούμε εκ των προτέρων να θεωρήσουμε δεδομένη μία κλιμάκωση των συνθημάτων της Ν.Δ., πού στηριγμένη σε ορισμένα αποτελέσματα εκλογών σε συνδικάτα —αλλά και σε ένα γενικότερο κλίμα πού θέλει τη Ν.Δ. ανερχόμενη— δηλώνει αποφασισμένη να επιτύχει μία πολιτική νίκη και να κλονίσει την κυβέρνηση.
Κάτω από την πίεση της Ν.Δ., ή αναμέτρηση γίνεται εξίσου υποχρεωτική για το ΠΑΣΟΚ. Το τελευταίο θα πρέπει να αποδείξει ότι 2V2 χρόνια μετά την εκλογική του νίκη δεν έχει χάσει σοβαρές μερίδες ψηφοφόρων του. Με δεδομένη την άνοδο της Δεξιάς, το ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί να έχει άλλους στόχους παρά την ελαχιστοποίηση των δικών του απωλειών και τη διατήρηση του σαν πρώτο κόμμα στις προτιμήσεις των εκλογέων. Υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι ένα τέτοιου τύπου εκλογικό αποτέλεσμα, με άνοδο της Ν.Δ. και διατήρηση της δύναμης του ΠΑΣΟΚ είναι και το πιθανότερο. Τουλάχιστον οι τελευταίες φοιτητικές εκλογές, πού πραγματικά μεταβλήθηκαν σε αναμέτρηση των κομμάτων εν όψει των εκλογών, δείχνουν ότι κάτι τέτοιο δεν είναι απίθανο: παρά την άνοδο της ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ κατόρθωσε όχι μόνο να διατηρήσει τη δύναμη του, αλλά να παρουσιάσει και κάποια εκλογικά κέρδη.
Μια τέτοια εξέλιξη, κατά την οποία το ΠΑΣΟΚ και ή ΝΔ θα μοιράζονταν ουσιαστικά μεταξύ τους τις ψήφους, θα αποβεί μοιραία για τα κόμματα πού έχουν αποκλειστικά «ευρωπαϊκή» παρουσία και εκπροσώπηση, το ΚΟΔΗΣΟ και το ΚΚΕέσ. Ή πόλωση πού αναμένεται να κυριαρχήσει, το δίλημμα «ΠΑΣΟΚ ή ΝΔ», δύσκολα θα χαρίσουν στους ψηφοφόρους την πολυτέλεια να εκφράσουν τις «συμπάθειες» τους προς τα κόμματα αυτά.
Το ΚΟΔΗΣΟ και το ΚΚΕέσ. αντιμετωπίζουν το φάσμα της ήττας με πολύ μικρές πιθανότητες να την αποφύγουν. Στο κλίμα της αναμέτρησης της «Αλλαγής» με τη Δεξιά, ή πολύ μικρή (για το ΚΚΕέσ.) και ανύπαρκτη (για το ΚΟΔΗΣΟ) πρόσβαση στις κοινωνικές αντιθέσεις, αφαιρούν από τα κόμματα αυτά, λίγο ως πολύ, τη δυνατότητα να παρεμβληθούν ανάμεσα στο ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ, να εισπράξουν τελικά ένα τμήμα από τη δυσαρέσκεια ή και την αμηχανία των ψηφοφόρων —όπως στις ευρωεκλογές του '81.
Σε μια φάση όπου λίγο θα ενδιαφέρει το τι έκαναν στο Στρασβούργο ο Λεωνίδας Κύρκος ή ο Πάγκος Πεσματζόγλου, ή απήχηση των «ευρωπαϊστών» κινδυνεύει να περιοριστεί δραματικά. Έτσι, τόσο το ΚΟΔΗΣΟ όσο και το ΚΚΕέσ. υποχρεώνονται να υπερασπίσουν τα ποσοστά πού είχαν πάρει στις ευρωεκλογές ξεκινώντας από την αφετηρία των —κατά πολύ μικρότερων— ποσοστών πού είχαν πάρει στις βουλευτικές εκλογές του '81.
Αυτή ή ενδεχόμενη συρρίκνωση της εκλογικής δύναμης του ΚΚΕέσ. είναι μάλλον και το μόνο όφελος από τις ευρωεκλογές, στο όποιο μπορεί να προσβλέπει το ΚΚΕ. Το ενδεχόμενο να αυξηθεί ή εκλογική δύναμη του ΚΚΕ πρέπει να θεωρείται ελάχιστα πιθανό. Αν και με το σύνθημα «Όχι στην ΕΟΚ — Ναι στην Αλλαγή» προσπαθεί να προσελκύσει οπαδούς του ΠΑΣΟΚ, δυσαρεστημένους από την εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης, στο κλίμα πού θα πραγματοποιηθούν οι εκλογές, κάτι τέτοιο είναι δύσκολο να πραγματοποιηθεί..
Το ΚΚΕ έχει απομείνει το μόνο πολιτικό κόμμα πού εξακολουθεί να εγγράφει στους στόχους του την αποχώρηση της χώρας μας από την ΕΟΚ. Αυτό το σύνθημα όμως δεν είναι αρκετό για να οριστεί ή «αριστερή πολιτική πρόταση» στην προεκλογική συγκυρία. Το ίδιο το ΚΚΕ φαίνεται ότι το γνωρίζει και φροντίζει να συντηρεί τους κοινωνικούς αγώνες σε χώρους όπου παραδοσιακά έχει ισχυρές προσβάσεις (π.χ. οικοδόμοι). Προχωρά έτσι προς τις εκλογές έχοντας σαν όπλο όχι μόνο την άντι-ΕΟΚ συνθηματολογία του, αλλά και μία σειρά από απεργιακές κινητοποιήσεις. Μπορεί έτσι να διατηρεί τους δεσμούς του με κάποιους κοινωνικούς χώρους και να διασφαλίζει από το ενδεχόμενο της διαρροής ψηφοφόρων προς το ΠΑΣΟΚ. Έτσι, ή σταθεροποίηση του ΚΚΕ στα επίπεδα του '81 φαίνεται το πιθανό αποτέλεσμα των εκλογών.
Κάτω από το βάρος του γεγονότος ότι ή Δεξιά ανεβαίνει, το ΚΚΕ προσπαθεί να διατηρήσει τις δυνάμεις του χωρίς υπερβολές στα συνθήματα του (του τύπου 17%), αναβαθμίζει την κριτική του απέναντι στο ΠΑΣΟΚ με προσεκτικά βήματα: για παράδειγμα φροντίζει οι απεργίες στις όποιες ενέχεται να μην πάρουν τη μορφή «απεργιακού κύματος» πού θα αμφισβητούσε συνολικά την κυβερνητική πολιτική. Το ΚΚΕ μοιάζει να είναι το κόμμα πού αγωνιά λιγότερο από όλα τα άλλα ως προς την έκβαση των εκλογών. Αυτή ή νηφαλιότητα όμως δεν μπορεί να συγκαλύψει την αμηχανία του ΚΚΕ απέναντι στις πολιτικές εξελίξεις.
2. Ή αμηχανία της παραδοσιακής Αριστεράς
Το ΚΚΕ δεν έχει σχεδόν τίποτα να πει για την άνοδο της Δεξιάς εις βάρος των «δυνάμεων της Αλλαγής» (όπως στο δικηγορικό σύλλογο της Αθήνας) ή και εις βάρος του αποκλειστικά (όπως στις φοιτητικές εκλογές). Υποχρεώνεται σε μία «αναδίπλωση» θέσεων, σε «επιστροφή» στις αποφάσεις συνεδρίων και ολομελειών της Κεντρικής Επιτροπής του για το τι και το πώς της «πραγματικής Αλλαγής». Ουσιαστικά όμως υιοθετεί μία στάση σιωπής. Σήμερα, πού περισσότερο από ποτέ θα μπορούσε να ακουστεί ή κριτική του ΚΚΕ απέναντι στο ΠΑ-ΣΟΚ, το ΚΚΕ βρίσκεται στο περιθώριο της αναμέτρησης του ΠΑΣΟΚ με τη ΝΔ, μιας αναμέτρησης στην όποια δεν μπορεί ουσιαστικά να παρέμβει, τις συνέπειες όμως της οποίας υφίσταται με συχνά δραματικό τρόπο σε διάφορους συνδικαλιστικούς χώρους.
Έτσι, στο σύνολο της ή κομμουνιστική Αριστερά, φαίνεται ότι αδυνατεί να άρει τους όρους της μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΝΔ αναμέτρησης στις προσεχείς εκλογές και υφίσταται (με άνισο βέβαια τρόπο) τα πολιτικά αποτελέσματα αυτής της συγκυρίας. Όπως θα δούμε και στη συνέχεια, πολύ παρόμοια μοίρα περιμένει και τους «ανένταχτους» πού θα προβάλλουν στο πολιτικό προσκήνιο των εκλογών —και αν κανείς αναλογισθεί την ανυπαρξία των οποιωνδήποτε κοινωνικών αναφορών αυτού του χώρου, το μέλλον των πολιτικών πρωτοβουλιών πού προέρχονται από αυτόν προδικάζεται σκοτεινό.
Με όσα εντοπίσαμε ως εδώ, σε καμία περίπτωση δεν προσπαθήσαμε να προβλέψουμε ένα «σενάριο» εξελίξεων. Άπλα προσπαθήσαμε να σκιαγραφήσουμε το γενικό πλαίσιο και τις βασικές τάσεις πού αναπτύσσονται στην προεκλογική περίοδο. Αν και ή ημερομηνία των εκλογών δεν απέχει πολύ, είναι νωρίς ακόμη να γίνει συζήτηση για τον τρόπο, τη συνθηματολογία και τα θέματα τα όποια κάθε αντίπαλος θα διαλέξει σαν πεδίο αντιπαράθεσης. Το ΠΑΣΟΚ τουλάχιστον έχει δύο ευκαιρίες στις όποιες θα μπορεί να αναπροσαρμόσει θεαματικά τη στάση του: το Συνέδριό του και τη Σύνοδο κορυφής των ηγετών των χωρών-μελών της ΕΟΚ στο Στρασβούργο. και στις δύο περιπτώσεις το ΠΑΣΟΚ θα έχει την ευκαιρία να διαχειριστεί κάποια λαϊκή δυσφορία είτε με τη μέθοδο της αυτοκριτικής (στο Συνέδριο) είτε με τη μέθοδο της καταγγελίας (μετά το Στρασβούργο) του «Διευθυντηρίου» των εταίρων του ευρωπαϊκού «Βορρά». Με αντίστοιχο τρόπο και τα υπόλοιπα κόμματα θα μπορούν να κινηθούν με μεγάλα περιθώρια ελιγμών στην προεκλογική αναμέτρηση. Είναι λοιπόν πολύ νωρίς για πολιτικά «σενάρια» αν και ήδη οι δημοσιογράφοι σπεσιαλίστες του είδους έχουν κατακλύσει εφημερίδες και περιοδικά προβλέποντας πολλές και διάφορες εξελίξεις. Άλλα στο ζήτημα αυτό θα επανέλθουμε.
Το συμπέρασμα πού μέχρις εδώ προκύπτει είναι ότι ή «Αλλαγή» και τα οράματα της, αν και θα δοκιμαστούν σκληρά στις προσεχείς εκλογές, κατά κανένα τρόπο δεν έχασαν την εμβέλεια τους στο ευρύτερο φάσμα της Αριστεράς. Το ΚΚΕ, ή ΕΔΑ, το ΚΚΕέσ. εξακολουθούν να κινούνται στο «εσωτερικό» του μπλοκ της Αλλαγής. Από τη ΕΔΑ ως το ΚΚΕ διατάσσονται σαν (στενοί ή μακρινοί) συγγενείς του ΠΑΣΟΚ και των ιδεών του. Ό καθένας από τη σκοπιά του προσπαθεί να εξηγήσει ότι αποτελεί το συνεπέστερο εκφραστή του οράματος της Αλλαγής. Ασκούν στο ΠΑΣΟΚ κριτική διότι θεωρούν ότι το τελευταίο είναι ασυνεπές απέναντι στον εαυτό του, ασυνέπεια πού με μεγάλη προθυμία τα κόμματα της παραδοσιακής Αριστεράς επιζητούν να διορθώσουν. Όσο τα κόμματα αυτά συγκεντρώνουν την κριτική τους στις «ασυνέπειες» (ή και στην «έλλειψη προγράμματος») του ΠΑΣΟΚ, το τελευταίο διατηρεί όλη την άνεση να διαχειρίζεται τις κοινωνικές συγκρούσεις, να ασκεί την αστική ταξική κυριαρχία.
Οι «συγγενείς της Αλλαγής», όχι μόνο δεν κατόρθωσαν στα 21 /2 χρόνια της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ να συγκροτήσουν έναν πολιτικό πόλο σε αντιπαλότητα με την αστική εξουσία, αλλά τώρα πια φαίνεται πώς είναι αργά για να προχωρήσουν σε μία ριζική κριτική του ΠΑΣΟΚ. Πράγματι, σε μία κατάσταση όπου ή ανερχόμενη Δεξιά απειλεί την Αριστερά στο σύνολο της, ή όποια απόπειρα σύγκρουσης με το ΠΑΣΟΚ κινδυνεύει να γίνει αντιληπτή σαν «προδοσία» της Αριστεράς απέναντι στην «οικογένεια της Αλλαγής». Ας μην ξεχνάμε ότι ή σύγκρουση του ΚΚΕ με το ΠΑΣΟΚ αποσοβήθηκε σε περιπτώσεις όπως το άρθρο 4 ή η υπογραφή της συμφωνίας για τις βάσεις, όπου θα ήταν για το ΚΚΕ πολύ πιο εύκολο να κλιμακώσει την αντικυβερνητική του στάση. Φυσικό λοιπόν είναι να αποκλείεται κάτι τέτοιο σήμερα για το ΚΚΕ, αλλά και για τις υπόλοιπες δυνάμεις της παραδοσιακής Αριστεράς — πού στην αντίθετη περίπτωση δύσκολα θα μπορούσαν να ανασκευάσουν την κατηγορία τού καιροσκοπισμού.
Μπορούμε λοιπόν να θεωρούμε αδύνατη την καταγραφή μιας αριστερής προς το ΠΑΣΟΚ κριτικής στο αποτέλεσμα των εκλογών του Ιουνίου. Θα ήταν λάθος όμως να θεωρήσουμε ότι αυτό οφείλεται στην άνοδο της ΝΔ και τον τρόμο πού ή άνοδος αυτή σπείρει στις γραμμές της Αριστεράς. Μάλλον πρέπει να αντιληφθούμε το φαινόμενο με τρόπο αντίστροφο. Ή αδυναμία δηλαδή της Αριστεράς να αντιπολιτευθεί το ΠΑΣΟΚ, επέτρεψε στη ΝΔ να αναγορευτεί και πάλι στο αντίπαλο δέος της Αλλαγής και να προσελκύει κάποιες μερίδες δυσαρεστημένων.
3. Ή άνοδος της επιρροής της Δεξιάς.
Πολλοί έχουν βιαστεί να απαντήσουν στο πρόβλημα της ανόδου της ΝΔ. λέγοντας ότι το ΠΑΣΟΚ πληρώνει τώρα την έλλειψη προγράμματος κλπ., υποστηρίζοντας με δυο λόγια ότι το ΠΑΣΟΚ δεν διαχειρίστηκε με τον καλύτερο τρόπο τα προβλήματα πού του τέθηκαν. Θα έπρεπε όμως πριν μελετηθούν οι απαντήσεις πού δίνει το ΠΑΣΟΚ, να εξετασθούν ποια είναι αυτά τα προβλήματα πού τέθηκαν, ποιο τελικά ήταν το «πλαίσιο» της Αλλαγής. Γιατί, αν υπ' αριθμόν ένα στόχος της Αλλαγής θεωρείται ή οικονομική ανάπτυξη, ο «εκσυγχρονισμός» των μεθόδων παραγωγής, ή «νέα τεχνολογική επανάσταση» κλπ. —στόχος πού τίθεται όχι μόνο από το ΠΑΣΟΚ αλλά και από το σύνολο της Αριστεράς— και αν το κράτος και ή κρατική οικονομική πολιτική θεωρούνται ο «βασικός μοχλός» για την προώθηση της «ανάπτυξης», είναι δύσκολο να αντιληφθούμε γιατί οι απαντήσεις πού μπορεί να δώσει ή Δεξιά στα προβλήματα της καπιταλιστικής διαχείρισης θα είναι πάντοτε υποδεέστερες εκείνων πού δίνει το ΠΑΣΟΚ. Πολύ περισσότερο, μας είναι δύσκολο να αντιληφθούμε γιατί οι κομμουνιστές (της ανανέωσης ή της παράδοσης) μπορούν να έχουν απαντήσεις πειστικότερες από εκείνες πού μπορούν να δώσουν οι σημερινοί ή οι χθεσινοί διαχειριστές της αστικής εξουσίας.
οι εκλογές λοιπόν, δεν πρόκειται παρά να επισφραγίσουν μία πορεία περιθωριοποίησης της παραδοσιακής Αριστεράς, πού έχει φθάσει στο σημερινό σημείο μέσα από μία διαδικασία πολιτικών ήττων (άρθρο 4, αμερικανικές βάσεις, NATO, ΕΟΚ) και υπαγωγής των αριστερών οραμάτων στις επιταγές της κρατικής πολιτικής. Μέσα από την ήττα, είτε μέσα από την υπαγωγή, ο πολιτικός λόγος της Αριστεράς είναι σήμερα λιγότερο αποφασιστικός και επιθετικός παρά ποτέ — ή παραδοσιακή Αριστερά συνέχεται όλο και πιο πολύ στην ευθύνη για την άνοδο της ΝΔ.
Αν και όπως ήδη είπαμε ή Αριστερά στέκεται αμήχανη απέναντι στο φαινόμενο της ανόδου της Δεξιάς και ουσιαστικά σιωπά, δηλαδή δεν προτείνει κάποια αριστερή πολιτική πρόταση, αυτό δε σημαίνει ότι ή Αριστερά στη φάση αυτή προσπαθεί να συγκαλύψει το γεγονός. Τελείως αντίστροφα, έχει καταστήσει το ζήτημα κύριο σημείο αναφοράς, αφετηρία των όποιων συζητήσεων. Σαν να αποδέχεται κάποια αναπόδραστη μοίρα, έχει αναλάβει από πολύ πιο πριν να ερμηνεύσει το εκλογικό αποτέλεσμα πριν καν το αποτέλεσμα αυτό υπάρξει.
Μεγάλη προσπάθεια καταβάλλεται για να προετοιμαστεί ή «υποδοχή» του αποτελέσματος από την Αριστερά. Αν δεχτούμε ότι οι εκλογές μπορούν να αποτελέσουν αφετηρία εξελίξεων, το εγχείρημα έχει νόημα: στην περίπτωση αυτή, βαρύνουσα σημασία θα έχει όχι μόνο το αποτέλεσμα «καθεαυτό», αλλά και ή ερμηνεία πού θα ηγεμονεύσει σημαδεύοντας την κατεύθυνση των εξελίξεων. Ακόμη, ή προσφυγή στην ερμηνεία του εκλογικού αποτελέσματος δίνει στην Αριστερά τη δυνατότητα να προχωρήσει σε κάποιους μετασχηματισμούς των θέσεων της χωρίς να υποστεί και τη διαδικασία κάποιας εξαντλητικής αυτοκριτικής.
Αυτό πού φαίνεται να είναι επείγον για την Αριστερά είναι να ερμηνευθεί ή άνοδος της Δεξιάς. Αυτό όμως πού πραγματικά γίνεται είναι τώρα το άλμα στο «τότε» του εκλογικού αποτελέσματος και στις ανάγκες πού αυτό το εκλογικό αποτέλεσμα υποτίθεται επιβάλλει. Είναι ή νομιμοποίηση της όποιας ασυνέχειας στις θέσεις των κομμάτων της Αριστεράς, το ανέξοδο ξεφόρτωμα των γεγονότων των 21 /2 τελευταίων χρόνων εν όψει του γεγονότος του οποίου υποστηρίζεται ότι θα γίνουμε μάρτυρες: της ανόδου της Δεξιάς. Για το λόγο αυτό, ή όλη συζήτηση αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον: γιατί στα σχήματα πού προτείνονται για να ερμηνευθεί ή άνοδος της Δεξιάς, διατυπώνονται ουσιαστικά οι θέσεις πού θα υιοθετηθούν από την Αριστερά μετά τις εκλογές. Συζητώντας πάνω στο ερώτημα: «γιατί ανεβαίνει ή Δεξιά», ή Αριστερά έρχεται ουσιαστικά να απαντήσει στο: «τι πρέπει να γίνει» από μεριάς της μετά τις εκλογές.
4. Οι ερμηνείες του φαινομένου από το χώρο των «ανένταχτων»
Στο χώρο πού καλύπτεται από την επωνυμία του «ανένταχτου», οι αποκλίνουσες ερμηνείες πού συγκροτούνται για την άνοδο της Δεξιάς καταγράφονται με τον πιο ρητό και σαφή τρόπο. Αυτό είναι κάτι το λογικό, αν σκεφτούμε ότι ο χώρος αυτός δεν έχει ούτε τις δεσμεύσεις ούτε τη δυσκαμψία πού διακρίνει τους κομματικούς μηχανισμούς. οι εκπρόσωποι αυτού του χώρου μπορούν να διατυπώνουν τις θέσεις τους πιο «ελευθέρα», ανακλώντας σ' αυτές —και μάλιστα συχνά με τρόπο άμεσο— τις τάσεις πού διαμορφώνονται στο σύνολο της Αριστεράς.
Σχηματικά μπορούμε να δούμε ότι συγκροτούνται στο χώρο αυτό δύο τάσεις: μία τάση πού προσωρινά θα την ονομάσουμε τάση των «συνεπών σοσιαλιστών» και μία δεύτερη, πού θα την ονομάσουμε τάση των «εκσυγχρονιστών της ανάπτυξης». Οι δύο αυτές τάσεις αν και διαφέρουν ως προς τις ιδεολογικές αφετηρίες και αποκλίνουν ως προς τις πολιτικές τους καταλήξεις, μπορούν όχι μόνο να μην συγκρούονται αλλά και συχνά να συνυπάρχουν. Αποτελούν ως ένα βαθμό απευθείας αποτελέσματα της πόλωσης ανάμεσα στη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ. Τόσο ή δημιουργία αυτών των τάσεων, όσο και ο τρόπος με τον οποίο καταγράφονται και αναπαράγονται, καθορίζονται από την κατάσταση κοινωνικής απομόνωσης του χώρου των ανένταχτων, κατάσταση πού μόνιμα συνοδεύει το χώρο αυτό τα τελευταία χρόνια.
Ή πρώτη τάση, των «συνεπών σοσιαλιστών», έρχεται να τοποθετηθεί στη συνέχεια των «συγγενών της Αλλαγής», πού όπως είδαμε ορίζεται κυρίαρχα από τα κόμματα της παραδοσιακής Αριστεράς. Μόνο πού πρόκειται για συγγενείς οργισμένους: στελέχη προερχόμενα απ' ευθείας από το ΠΑΣΟΚ, όχι μόνο πριν τις εκλογές του '81, αλλά και μετά από αυτές. Από το περίοικο «Φυλλάδιο» μέχρι τον Παναγούλη και τον Καργόπουλο, μία σειρά στελεχών ανέλαβαν να καταγγείλουν την πολιτική του ΠΑΣΟΚ, σαν ασυνεπή προς τις εξαγγελίες της, προσπάθησαν να ξαναφέρουν στην επικαιρότητα τους στόχους της Διακήρυξης της «3ης Σεπτέμβρη», να στηρίξουν τελικά μία σοσιαλιστική κριτική της κυβέρνησης. Ή απομάκρυνση του ΠΑΣΟΚ από τις πρώτες του εξαγγελίες αποτελεί την πηγή κάθε κακοδαιμονίας μηδέ, σύμφωνα με τους προβληματισμούς τους, της ανόδου της Δεξιάς εξαιρουμένης.
Σε μία φάση όπου ή σταθεροποίηση του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση και ή ηγεμονία του στο σύνολο της Αριστεράς όριζε τα οράματα της Αλλαγής σαν τον κοινό τόπο κάθε σχεδόν προβληματικής, οι προερχόμενοι από το ΠΑΣΟΚ «ανένταχτοι» έτυχαν κάποιας ευμενούς υποδοχής. Όχι μόνο γιατί με ακραίο τρόπο έθεσαν το πρόβλημα της ασυνέπειας του ΠΑΣΟΚ, αλλά και γιατί θεαματικά κατέγραψαν σε κάποια φάση τον χαρακτήρα πού πήρε ή κρίση της Αριστεράς απέναντι στο κράτος, αποσταθεροποίησε τις οργανωτικές δομές των κομμάτων της. Μια διαδικασία φθοράς τους εγκαινιάστηκε, από την ουσιαστική διάλυση κλαδικών οργανώσεων των κομμουνιστικών κομμάτων μέχρι την δημογραφική έκρηξη πού γνώρισαν οι οργανώσεις του ΠΑΣΟΚ. οι αποχωρήσεις στελεχών από το ΚΚΕ (πού κατήγγειλαν την υπολειτουργία των κλαδικών οργανώσεων και τις μαζικές αποσπάσεις μελών και στελεχών στις συνοικίες) αλλά και ή διαγραφή του Καργόπουλου (πού κατήγγειλε την μαζική προσχώρηση καιροσκόπων στις οργανώσεις του ΠΑΣΟΚ) κατέγραψαν το πρόβλημα.
Έτσι, παρότι σε σχέση με τις κοινωνικές αντιθέσεις τα στελέχη αυτά (όπως και όλος σχεδόν ο χώρος των ανένταχτων) φαίνονται σαν να μην έρχονται από πουθενά και να μην οδηγούνται πουθενά, παρότι, ακόμη, συχνά τα στελέχη αυτά είχαν επί σειράν ετών αποτελέσει τους κέρβερους της κομματικής μονολιθικότητας, για τους λόγους πού πιο πάνω περιγράψαμε, κατόρθωσαν να καταγραφούν σαν αριστερές πολιτικές τάσεις. Ορισμένοι μάλιστα διακινδύνευσαν την εξαγγελία πολιτικών σχημάτων και την βούληση για κάθοδο στις ευρωεκλογές.
Παρά όμως τις αρχικές τους επιτυχίες, το μέλλον τους δεν διαγράφεται ευοίωνο. Κάτω από την πίεση της ανόδου της Δεξιάς, οι κινήσεις αυτές δύσκολα θα επιβιώσουν ενάντια στην τάση για συσπείρωση όλων των σοσιαλιστικών δυνάμεων γύρω από το ΠΑΣΟΚ. Έτσι είναι πολύ πιθανό ότι το επικείμενο συνέδριο θα δώσει στο ΠΑΣΟΚ την ευκαιρία να διαχειριστεί τις αντιπολιτεύσεις αυτές. Χωρίς αμφιβολία, ή άποψη πού θεωρεί την άνοδο της Δεξιάς αποτέλεσμα της παρέκκλισης του ΠΑΣΟΚ από τις αρχικές του θέσεις, είναι άποψη άμεσα αφομοιώσιμη από το τελευταίο, πού μπορεί κάλλιστα να αποτελέσει έναν από τους άξονες «αυτοκριτικής» του ΠΑΣΟΚ στο Συνέδριό του.
Αν οι «συνεπείς σοσιαλιστές» χάνουν έδαφος, οι «εκσυγχρονιστές της ανάπτυξης» επιχειρούν σήμερα να παράγουν πολιτικές προτάσεις. Ή ρητορική τους επαναφέρει κάποια σχήματα πού και στο παρελθόν είχαν τύχει μιας ανάλογης χρήσης και θεαματικής πολιτικής αποτυχίας: το ΠΑΣΟΚ δεν είναι παρά ένα αρχηγικό και λαϊκίστικο κόμμα χωρίς καμία σχέση με την Αριστερά, χωρίς Πρόγραμμα, ένα κόμμα του Κέντρου πού κέρδισε τις εκλογές του '81 χάρη στην υποστήριξη των μεσοστρωμάτων. Οι θέσεις αυτές διατυπώνονται κυρίως στον Πολίτη και τον Δεκαπενθήμερο Πολίτη, αλλά όχι μόνον εκεί. Είναι ιδιαίτερα συγγενείς με τις θέσεις πού επεξεργάζονται κάποιοι διανοούμενοι του αστισμού, στην Καθημερινή ή στον Οικονομικό Ταχυδρόμο για παράδειγμα.
Οι «εκσυγχρονιστές της ανάπτυξης» μοιάζουν επίκαιροι άπλα γιατί ή αίσθηση της ανόδου της Δεξιάς καθιστά έγκυρη και επίκαιρη την κριτική τους, αφού ή κριτική αυτή εντάσσεται στον ορίζοντα της προβληματικής της Δεξιάς: το ΠΑΣΟΚ καταρρέει γιατί είναι κόμμα αντιδημοκρατικό και αλλοπρόσαλλο, υπονομεύει την οικονομία, καταστρατηγεί την αξιοκρατία, δυναμιτίζει τις ελευθερίες και τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς κλπ.
Στο παρελθόν έχουμε επανειλημμένα επανέλθει -στην κριτική των απόψεων αυτών. Αυτό πού ενδιαφέρει εδώ δεν είναι να ανανεώσουμε την κριτική αυτή όσο να εντοπίσουμε την νέα άνθηση πού γνωρίζει ή προβληματική αυτή στις μέρες μας. Ή άνοδος της Δεξιάς έχει δώσει στον κύκλο αυτό τη δυνατότητα να επαναφέρει τα ίδια ζητήματα, να υποστηρίζει ότι το ΠΑΣΟΚ χάνει τώρα γιατί δεν έχει Πρόγραμμα, ότι μία κεντροδεξιά παράταξη (απέναντι στην οποία με σεβασμό κλίνει το γόνυ1) θα επικρατούσε άνετα κλπ.
στις περιπτώσεις πού στα πλαίσια της προβληματικής αυτής επιχειρείται ή διατύπωση πολιτικών προτάσεων, το αποτέλεσμα είναι να υιοθετηθούν θέσεις πού παραδοσιακά ανήκουν στη Δεξιά παράταξη (από το πώς πρέπει να οργανωθεί καλύτερα ή ΚΥΠ μέχρι το γιατί πρέπει να παραμείνουμε στο NATO και να διατηρήσουμε τις αμερικανικές βάσεις στη χώρα μας2) . Δεν λείπουν βέβαια και έσεις που είναι μεν δεξιάς κατεύθυνσης, αλλά πού καμία παράταξη δεν τις υιοθετεί λόγω της προφανούς ηλιθιότητας τους3.
Τα προηγούμενα δεν σημαίνουν ότι ή άποψη τους δεν είναι αφομοιώσιμη από το ΠΑΣΟΚ —εξέχοντες άλλωστε εκπρόσωποι αυτής της προβληματικής στελεχώνουν σήμερα κρατικές θέσεις. Το ΠΑΣΟΚ μπορεί να τους προσεγγίζει όχι σαν κόμμα αλλά σαν κυβέρνηση, στον κοινό μεταξύ τους τόπο της όρθολογικοποίησης και του εκσυγχρονισμού του κράτους. Εξ άλλου το ίδιο το ΠΑΣΟΚ διατυπώνει αλλά και προωθεί τέτοιες ρυθμίσεις (π.χ. ή συζήτηση για τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης κλπ.)
Σήμερα όμως, πού ή αναμενόμενη εκλογική άνοδος της ΝΔ φέρνει στο προσκήνιο τον πολιτικό της λόγο, ή τάση αυτή πού αναλαμβάνει να διαμεσολαβήσει την λογική του εκσυγχρονισμού και της ανάπτυξης στο εσωτερικό της Αριστεράς, ανανεώνει τον άντι-ΠΑΣΟΚ χαρακτήρα της. Ή σημασία πού ή τάση αυτή έχει δεν έγκειται στην βαρύτητα των αναλύσεων της, ούτε στην εμβέλεια πού αποκτούν μέσα στην Αριστερά. Έγκειται στο γεγονός ότι ή παρουσία της μας επισημαίνει πώς ή αποτυχία των οραμάτων της Αλλαγής δεν οδηγεί αυτόματα σε μία αριστερή — αντικαπιταλιστική κριτική των οραμάτων αυτών, αλλ' ότι αντίθετα, πράγμα πού φαίνεται σήμερα όλο και πιο πιθανό, μπορεί να οδηγήσει σε μία κριτική (και αυτοκριτική της Αριστεράς ενδεχόμενα) πού θα εμπεδώνει κατά τρόπο περισσότερο μονοσήμαντο την λογική της (καπιταλιστικής) ανάπτυξης. Πρόκειται για μία κατεύθυνση (ορατή σήμερα ήδη στον συμπολιτευόμενο τύπο) πού απροκάλυπτα υποστηρίζει την απρόσκοπτη «έξοδο από την κρίση», δηλαδή την αναπαραγωγή "των ταξικών σχέσεων εξουσίας και εκμετάλλευσης.
5. Επίλογος
Στο προηγούμενο σημείο έχουν την αφετηρία τους οι πιο δυσοίωνες για την Αριστερά εξελίξεις, πού κυοφορούνται στη σημερινή φάση. Αν πρέπει να θεωρείται δεδομένη ή άνοδος της ΝΔ, δεν υπάρχουν καθόλου οι ενδείξεις μιας αντίστοιχης κατάρρευσης του ΠΑΣΟΚ, οι ενδείξεις δηλαδή πού θα οδηγούσαν στο συμπέρασμα, ότι στις προσεχείς εκλογές ή ΝΔ θα υποσκελίσει το ΠΑΣΟΚ και θα αναδειχθεί πρώτο κόμμα. Το αντίθετο φαίνεται κατά πολύ πιο. πιθανό. Δεν έχουμε όμως απλά μια μετατόπιση ψηφοφόρων: ή ΝΔ φαίνεται να ισχυροποιείται όχι μόνο από το μέγεθος της ανόδου πού εξασφαλίζει, αλλά και από το γεγονός ότι (στην απουσία ενός αριστερού αντίπαλου δέους απέναντι στο ΠΑΣΟΚ) ή Δεξιά μπορεί να επιβάλλει σε μερίδες της Αριστεράς την δική της ερμηνεία για τα «αδιέξοδα του ΠΑΣΟΚ». Μια τέτοια εξέλιξη πού θα πριμοδοτούσε την άνευ ορών υιοθέτηση από την Αριστερά της προβληματικής της Δεξιάς, μοιάζει σήμερα εξίσου σκοτεινή για την Αριστερά όσο και οι όποιες εκλογικές της απώλειες...
Σημειώσεις
1. Ό Χρύσανθος Λαζαρίδης με δυσκολία κρύβει το θαυμασμό του απέναντι και στην ΟΝΝΕΔ ακόμα, γράφοντας: «Ή ΟΝΝΕΔ και ιδεολογικά συμπαγής είναι σήμερα — ολότελα διαφορετική από την αναιμική ΟΝΝΕΔ των πρώτων μεταδικτατορικών χρόνων — και αξιόλογη μαζική παρουσία διαθέτει και καλά οργανωμένη είναι. Κι όσοι από μας έχουνε πείρα οργανωμένης πολιτικής δράσης γνωρίζουν πολύ καλά την τεράστια προσφορά μιας μαζικής, καλά οργανωμένης και ιδεολογικά φορτισμένης Νεολαίας στην προεκλογική δουλειά ενός Κόμματος. Έ λοιπόν, αυτή τη Νεολαία ή ΝΔ δεν την είχε το 1981, αλλά τη διαθέτει σήμερα!» (Σχολιαστής τεύχος 13) Το γεγονός ότι ο Χ.Λ. θεωρεί μεγέθη συγκρίσιμα τις οργανώσεις νεολαίας των κομμάτων της 'Αριστεράς με την φασιστικής «ιδεολογικής φόρτισης» ΟΝΝΕΔ ας μείνει ασχολίαστο...
2. Τελείως ενδεικτικά παραπέμπουμε στο άρθρο του Δαμιανού Παπαδημητρόπουλου «Συμφωνία της σιωπής» στον Πολίτη τ. 62, όπου διαβάζουμε: «Στο παρελθόν είχα εκφραστεί υπέρ της παραμονής των βάσεων στην Ελλάδα, έστω κι αν τότε επρόκειτο για την επανένταξη στο NATO — στην ουσία είναι το ίδιο πράγμα. Χονδρικά είχα επικαλεσθεί δύο λόγους, οι όποιοι, πιστεύω, εξακολουθούν να ισχύουν: την ανάγκη αντιμετώπισης του τουρκικού κινδύνου από καλύτερες θέσεις, και αφ' ετέρου το γεγονός ότι στη διεθνή πολιτική είμαστ ε εκ των πραγμάτων αναγκασμένοι να επιλέξουμε.ανάμεσα σ' ένα από τα δύο σκέλη της κυρίαρχης αντίθεσης. Είπα, λοιπόν, Οτι, μη δυνάμενος να κάνω την πάπια, διαλέγω το δυτικό μπλοκ, γιατί, φυσικά, δεν τίθεται ζήτημα έγκλεισμού στο μπλοκ των κοινωνιών σοβιετικού τύπου, όπως θα ήθελε το ΚΚΕ.»
Για το πρόβλημα της ΚΥΠ διαβάζουμε στον Δεκαπενθήμερο Πολίτη, τ. 7, σε σχόλιο της σύνταξης: «ή Ελλάδα έχει επείγουσα ανάγκη από μια υπηρεσία αντικατασκοπίας, ιδιαίτερα στην περίοδο αυτή πού είναι τόσο οξυμένες οι σχέσεις της με την Τουρκία. Φαίνεται όμως πώς το ζήτημα της μεταλλαγής της ΚΥΠ τέθηκε δευτερευόντως πλάι στο κυρίαρχο ζήτημα της μεταφοράς της. 'Αλλιώς δεν εξηγείται ή απόφαση να υπάγεται ή ΚΥΠ στον πρωθυπουργό, απόφαση πού αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο να ασχολείται ή ΚΥΠ και με εσωτερικά θέματα. Γιατί αν το κύριο σκεπτικό ήταν ή μετατροπή της ΚΥΠ σε υπηρεσία αντικατασκοπίας, τότε θα έπρεπε να υπάγεται στο υπουργείο Εθνικής 'Αμύνης. Μόνο έτσι θα μπορούσε να λειτουργεί αποτελεσματικά, όσο κι ο ν αυτό συνηθίσαμε να μας φαίνεται παράδοξο».
3. Στον Δεκαπενθήμερο Πολίτη, τ. 11 διαβάζουμε: «"Αν ή ΕΟΚ δεν «συμφέρει» τη βρετανική κυβέρνηση, ιδού μια λαμπρή ευκαιρία για αποχώρηση της. "Αν πάλι κρίνει διαφορετικά, θα πρέπει να μείνει σ' αυτήν όπως την επιθυμούσε ο στρατηγός Ντε Γκώλ όταν, με το μίγμα σοβαρότητας και περιπαικτικής διάθεσης πού τον διέκρινε, δήλωνε: «την 'Αγγλία την θέλω στην ΕΟΚ ολόγυμνη», χωρίς δηλαδή το «δάνειον ένδυμα» (πού έλεγε κι ο Σαίξπηρ............) της αστερόεσσας (όπου επιμένει να παριστάνει το 51ο αστέρι) και χωρίς τα ξεφτισμένα μπιχλιμπίδια των αυτοκρατορικών (έστω και. .κοινοπολιτειακών) αναμνήσεων.
Κι αν το δίλημμα της βάζει αξεπέραστα προβλήματα απόφασης, υπάρχει πάντοτ ε και ή δυνατότητα της... διαγραφής.»
Το πολιτικό θάρρος του συντάκτη είναι όντως μνημειώδες, αλλά ή γκωλικής έμπνευσης πρόταση δύσκολα θα βρει απήχηση...