του Ηλία Ιωακείμογλου
1. Εισαγωγή
Το χειμώνα του 1917, ο Λένιν έγραφε από την Ελβετία στους συντρόφους του μια σειρά από γράμματα πάνω στην επανάσταση. Στο τρίτο του γράμμα έλεγε: είναι αδύνατο να εξασφαλίσουμε την αληθινή ελευθερία, είναι αδύνατο να χτίσουμε τη δημοκρατία, και ακόμη περισσότερο το σοσιαλισμό, χωρίς τη συμμετοχή των γυναικών στις δημόσιες υποθέσεις, στην πολιτοφυλακή, στην πολιτική ζωή, χωρίς να τις βγάλουμε από την αποβλακωτική ατμόσφαιρα του νοικοκυριού και της κουζίνας. (Lenine 1917). Μερικά χρόνια αργότερα, και για πολλές δεκαετίες, δηλαδή μέχρι σήμερα, η παραπάνω θέση του Λένιν, που ερχόταν σ' αυτόν κατευθείαν από τον Ένγκελς1 χάθηκε μέσα στη σιωπή της κρατικής αστικής τάξης των ανατολικών χωρών και των εξαρτημένων κομμουνιστικών κομμάτων που εμφανίστηκαν σαν οι νόμιμοι κληρονόμοι της επαναστατικής λενινιστικής παράδοσης. Η γυναικεία απελευθέρωση ταυτίζεται σήμερα στις ανατολικές χώρες με το δικαίωμα των γυναικών να εργάζονται έξω από το νοικοκυριό, και μάλιστα σε επαγγέλματα που παραδοσιακά θεωρούνται ανδρικά. Η οικονομική ανεξαρτησία των γυναικών που προκύπτει από αυτή την κατάσταση έχει βέβαια μεγάλη σημασία για την απελευθέρωση των γυναικών, αλλά από μόνη της δεν είναι αρκετή. Οι γυναίκες στη Σοβιετική Ένωση δουλεύουν ένα οκτάωρο έξω από το σπίτι και ένα οκτάωρο μέσα στο σπίτι (Μπαράσκαγια 1978) ακριβώς όπως και πολλές γυναίκες στις βιομηχανικές χώρες της Δύσης. Ανάλογα φαινόμενα παρατηρούνται και στην Κίνα, όπου εξάλλου, από το 1980, εμφανίστηκε πια και επίσημα στις συνοικίες των αστών του Πεκίνου το επάγγελμα της υπηρέτριας (Le Monde 15.1.84). Αριστερά και δεξιά η θέση της γυναίκας στο νοικοκυριό και στην κουζίνα θεωρείται ακόμη σήμερα από πολλούς σαν μια θέση που της ανήκει από τη Φύση. Όμως από το Β' Παγκόσμιο πόλεμο και μετά, εντείνεται στις βιομηχανικές χώρες της Δύσης η Επέκταση της μισθωτής εργασίας και στις γυναίκες. Ήδη στη δεκαετία του '70 η διπλή εργασία των γυναικών μέσα και έξω από το σπίτι συνιστά ένα στοιχείο της σημερινής κρίσης αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης. Πάνω σ' αυτή την υλική βάση αναπτύσσεται το σύγχρονο φεμινιστικό κίνημα που ξαναφέρνει στο ιδεολογικό προσκήνιο το ζήτημα της οικιακής εργασίας. Η θέση που επικρατεί ανάμεσα στις γυναίκες, αλλά και στα κόμματα και τις οργανώσεις, είναι το μοίρασμα της οικιακής εργασίας με τον άνδρα - σύζυγο. Η κλασική και ξεχασμένη θέση του μαρξισμού για την απαλλαγή των γυναικών από την αποβλακωτική ατμόσφαιρα του νοικοκυριού και της κουζίνας δεν έχει σήμερα μεγάλη απήχηση. Απ' όσο ξέρω την υιοθέτησαν οι γυναικείες οργανώσεις της Ισπανίας (Hurtado 1978) η Anja Meulenbelt (1983) η Angela Davis (1984) και κάποιες κομμουνίστριες του ΚΚ Γαλλίας. Σκοπός αυτού του άρθρου είναι να υποστηρίξει ότι: α) το αίτημα για μοίρασμα της δουλειάς μέσα στο σπίτι είναι ένα μεταρρυθμιστικό σχέδιο, αποδεκτό από την αστική τάξη με την προϋπόθεση της σταδιακής υλοποίησης του έτσι ώστε να εξασφαλιστεί εντωμεταξύ η συναίνεση των ανδρών (μιλώντας για άνδρες δεν πρέπει να εννοούμε εδώ τους αστούς: αυτούς δεν τους αφορά το ζήτημα της οικιακής εργασίας σαν άνδρες αλλά σαν κοινωνική τάξη. Το ίδιο ισχύει και για τις αστές [Alzon 1977]). β) Το ζήτημα της οικιακής εργασίας είναι ζήτημα πολιτικό. Η λύση του είναι επίδικο αντικείμενο της πάλης των τάξεων. Συνδέεται άμεσα με την πολιτική της λιτότητας, την ανεργία, την εντατικοποίηση της δουλειάς στο εργοστάσιο, τη μείωση των κοινωνικών παροχών κ.ά. γ) Η ισότιμη κατανομή της οικιακής εργασίας ανάμεσα στα μέλη του νοικοκυριού, και ιδιαίτερα ανάμεσα στον άνδρα και τη γυναίκα, μπορεί να καλυτερέψει τη θέση της γυναίκας μόνο πρόσκαιρα. δ) Η εξωτερίκευση της οικιακής εργασίας, η κοινωνικοποίηση της, δηλαδή η πραγματοποίηση της από την κοινότητα και η ανάπτυξη συλλογικών μορφών κατανάλωσης - παραγωγής - διαχείρισης των προϊόντων αυτής της εργασίας, είναι η μόνη αντικαπιταλιστική λύση του ζητήματος της οικιακής εργασίας. Οι θέσεις αυτού του άρθρου στηρίζονται στις θεμελιώδεις προτάσεις του Μαρξ για το νόμο της αξίας, και έτσι η ανάλυση πραγματοποιείται σε μια σχετικά περιορισμένη περιοχή του θεωρητικού πεδίου που συγκροτούν οι μαρξιστικές έννοιες στο σύνολο τους. Η διεύρυνση αυτής της περιοχής με την εισαγωγή και άλλων μαρξιστικών εννοιών στην ανάλυση θα μπορούσε να επιχειρηθεί αφού πρώτα οι θέσεις που παρουσιάζονται εδώ υποστούν τη δοκιμασία της κριτικής. Επίσης, το άρθρο αυτό δεν εξαντλεί ολόκληρη την υπάρχουσα βιβλιογραφία: δεν έχει σα στόχο να κλείσει αλλά να ανοίξει μια συζήτηση.
2. Η σκοτεινή πλευρά της εργασίας
Μέσα στους τοίχους του νοικοκυριού η γυναικεία εργασία πραγματοποιείται έτσι ώστε να συμβάλει στην αναπαραγωγή του εμπορεύματος εργατική δύναμη: η αναπαραγωγή αυτή δεν πραγματοποιείται μόνο με την κατανάλωση εμπορευμάτων αλλά και με την κατανάλωση χρήσιμων αντικειμένων (αξιών χρήσης) που παράγει η οικιακή διαδικασία της εργασίας δηλαδή η γυναικεία εργασία2 στο σπίτι. Η εργατική δύναμη φθείρεται καθημερινά, και καθημερινά απαιτείται για την ανασύσταση της ο ίδιος κύκλος οικιακών εργασιών. Έτσι η νοικοκυρά παλεύει καθημερινά ενάντια στη φθορά του ίδιου πράγματος: αυτό που παράγει αναλώνεται αμέσως και απαιτεί να ξαναπαραχθεί. Το σύνολο των επιμέρους εργασιών της συγκροτεί έναν ατέρμονα κύκλο που συνιστά γι' αυτήν έναν κλειστό και ακίνητο κόσμο. Μέσα σ' αυτό το αντισύμπαν (Bachelard) η έγκλειστη νοικοκυρά έχει την εντύπωση ότι απλώς διαιωνίζει το παρόν. Τέτοιο είναι το περιεχόμενο της δουλειάς της (Beauvoir 1949). Τα ιδεολογικά αποτελέσματα του εφιαλτικού κύκλου εργασιών της δε θα μας απασχολήσουν εδώ (Greer 1971). Από την άποψη που μας απασχολεί, σημασία έχει κυρίως η ποσότητα της οικιακής εργασίας των γυναικών. Χωρίς να ανατρέξουμε σε αριθμούς και στατιστικές ξέρουμε όλοι μας ότι οι γυναίκες αντιμετωπίζουν την εργασία τους έξω από το σπίτι σαν μια ξεκούραση μετά την εξαντλητική φυσική προσπάθεια και τη νευρική ένταση που απαιτεί το νοικοκυριό. Παρ' όλ' αυτά ο χρόνος εργασίας της νοικοκυράς δεν υπολογίζεται από καμία επίσημη κρατική στατιστική: είναι λογιστικά ανύπαρκτος. Μία εκτίμηση του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας δίνει τα παρακάτω αποτελέσματα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Meulenbelt (1983) η μέση εβδομαδιαία εργασία των νοικοκυρών σπάνια είναι λιγότερη από 50 ώρες, ενώ η εβδομαδιαία εργασία των Αγγλίδων νοικοκυρών με ένα τουλάχιστο παιδί είναι κατά μέσο όρο 77 ώρες. Μία άλλη έρευνα που πραγματοποιήθηκε στην Αγγλία (Wilmott and Young 1973) βρήκε ότι οι γυναίκες που απασχολούνται με πλήρες ωράριο έξω από το σπίτι διαθέτουν 23 ώρες για το νοικοκυριό ενώ ο αντίστοιχος χρόνος για τις νοικοκυρές ήταν 45 ώρες την εβδομάδα. Ο μέσος εβδομαδιαίος χρόνος εργασίας της νοικοκυράς στη Γαλλία (Alzon 1977) είναι μεταξύ 54 και 87 ωρών ανάλογα με τον αριθμό των παιδιών. Υπάρχει λοιπόν ένας τεράστιος όγκος από την πιο σκοτεινή, την πιο βαριά, την πιο αποβλακωτική εργασία, που πραγματοποιείται μέσα στα νοικοκυριά αλλά δεν καταγράφεται από τις επίσημες στατιστικές. Αυτό το γεγονός, της μη καταγραφής, βρίσκει την εξήγηση του στο νόμο της αξίας.
3. Πραγματικός και κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας
Η εργατική δύναμη (ε.δ.) είναι το εμπόρευμα που ο εργάτης έχει στην κατοχή του: είναι ιδιοκτήτης της ικανότητας του για εργασία. Η αξία της εργατικής δύναμης καθορίζεται, όπως η αξία όλων των εμπορευμάτων, από το χρόνο εργασίας που είναι κοινωνικά αναγκαίος για την παραγωγή της. Στην περίπτωση της εργατικής δύναμης (Μαρξ, Το Κεφάλαιο) ο χρόνος αυτός αναλύεται στο χρόνο εργασίας που είναι κοινωνικά αναγκαίος για την παραγωγή των μέσων συντήρησης της εργατικής δύναμης: μέσα καθημερινής ανασύστασης της ε.δ., μέσα συντήρησης των αντικαταστατών δηλ. των παιδιών των εργατών, έξοδα εκπαίδευσης που είναι απαραίτητα για να αποκτήσει ο νέος εργάτης τις γνώσεις και τις δεξιότητες που απαιτούνται από τον καπιταλιστικό τρόπο οργάνωσης της παραγωγής. Για τα ξεχωριστά εμπορεύματα, που έχουν παραχθεί από τους ξεχωριστούς παραγωγούς, έχει δαπανηθεί ένας πραγματικός χρόνος εργασίας (ο χρόνος που μετράμε με τα ρολόγια μας). Οι ιδιωτικές εργασίες που παράγουν αυτά τα ξεχωριστά εμπορεύματα επικυρώνονται σαν κοινωνικά αναγκαίες στην αγορά, όπου μέσα από την ανταλλαγή αναγνωρίζεται ότι κοινωνικά αναγκαίος χρόνος έχει δαπανηθεί για την παραγωγή αυτών των εμπορευμάτων. Ο χρόνος αυτός είναι ένας κοινωνικά μέσος χρόνος: είναι η αξία του εμπορεύματος. Όποιος παράγει κάτι το χρήσιμο (αξία χρήσης) δαπανά κάποιο πραγματικό χρόνο εργασίας, αλλά δεν παράγει αναγκαστικά αξία. Οι ιδιωτικές εργασίες που δεν κάνουν το «επικίνδυνο άλμα του εμπορεύματος» (Μαρξ) που δεν παρουσιάζουν τα προϊόντα τους στην αγορά με σκοπό την ανταλλαγή παραμένουν πάντα ιδιωτικές: δεν αναγνωρίζεται ο κοινωνικός τους χαρακτήρας, δεν επικυρώνονται σαν κοινωνικά αναγκαίες εργασίες. Τα προϊόντα τους δεν είναι αξίες αλλά απλώς χρήσιμα αντικείμενα (αξίες χρήσης). Η παραγωγή του εμπορεύματος ε.δ. δεν πραγματοποιείται μόνο με την κατανάλωση εμπορευμάτων (που είναι αξίες και αξίες χρήσης) αλλά και με την κατανάλωση αξιών χρήσης που παράγει η οικιακή διαδικασία εργασίας, (ουσιαστικά η γυναικεία εργασία στο νοικοκυριό). Αυτές οι αξίες χρήσης δεν έχουν αξία, δεν είναι εμπορεύματα, δεν ανταλλάσσονται στην αγορά με άλλα εμπορεύματα ώστε ο πραγματικός χρόνος παραγωγής τους να αναγνωριστεί σαν κοινωνικά αναγκαίος. Ο χρόνος που διαθέτουν οι γυναίκες στο σπίτι για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης δεν αναγνωρίζεται σαν κοινωνικά αναγκαίος και δεν εισέρχεται στον προσδιορισμό της αξίας της. Η εργασία της νοικοκυράς είναι μια ιδιωτική εργασία που δεν επικυρώνεται κοινωνικά. Έτσι καταλαβαίνουμε γιατί οι επίσημες στατιστικές δεν καταγράφουν αυτόν τον πραγματικό χρόνο εργασίας: επειδή δεν επικυρώνεται σαν κοινωνικά αναγκαίος. Η επικύρωση αυτή πραγματοποιείται μόνο στο χώρο του φανταστικού, δηλαδή στα λόγια: στους ωραίους λόγους των Προέδρων της Δημοκρατίας, στην τηλεόραση και τις εφημερίδες, όλοι αναγνωρίζουν το πόσο χρήσιμη και κοινωνικά αναγκαία είναι η - εργασία της νοικοκυράς και ιδιαίτερα της νοικοκυράς μητέρας. Αυτή είναι μια φαντασιακή κοινωνική επικύρωση με σαφείς πρακτικούς στόχους.3 Στην πραγματικότητα όμως, δηλαδή στην αγορά, εκεί που κυβερνάει ο νόμος της αξίας, η εργασία της νοικοκυράς δεν επικυρώνεται κοινωνικά. Ο καπιταλιστής (ατομικός ή συλλογικός) αγοράζει την εργατική δύναμη στην αξία της. Αλλά για την παραγωγή αυτού του εμπορεύματος δαπανήθηκε πραγματικός χρόνος γυναικείας εργασίας που δεν αναγνωρίζεται σαν κοινωνικά αναγκαίος, που δεν υπεισέρχεται στον προσδιορισμό της αξίας της ε.δ. Έτσι το κεφάλαιο, εκτός από την υπερεργασία που ιδιοποιείται μέσα στην παραγωγή (καπιταλιστική εκμετάλλευση), επωφελείται από τις ιδιωτικές εργασίες εκατομμυρίων νοικοκυρών. Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής επωφελείται από τον τεράστιο όγκο οικιακής δουλειάς των γυναικών. Ωστόσο δεν είναι τυχαίο που τις οικιακές εργασίες τις εκτελούν ουσιαστικά οι γυναίκες. Όσο κι αν ψάξει κανείς από τη μεριά των δομικών χαρακτηριστικών του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής δεν θα βρει κάποια εξήγηση στο φαινόμενο. Η υποδεέστερη θέση των γυναικών θα πρέπει να ερμηνευτεί από τον τρόπο με τον οποίο ο καπιταλισμός ενσωμάτωσε τις πατριαρχικές δομές. Είναι αλήθεια ότι οι άνδρες έχουν απαλλαχτεί ουσιαστικά από τις δουλειές του σπιτιού και ότι όλο το βάρος το σηκώνουν οι γυναίκες. Αλλά όπως είδαμε παραπάνω δεν είναι αυτοί που επωφελούνται, αλλά το κεφάλαιο. Ο άνδρας λειτουργεί μέσα στην οικιακή διαδικασία της εργασίας σαν εκπρόσωπος του κεφαλαίου: διευθύνει, ελέγχει, τιμωρεί, αναλαμβάνει τις όποιες διανοητικές προσπάθειες απαιτεί η διαδικασία αυτή. Ακριβώς όπως δεν μας περνάει από το μυαλό να πούμε ότι ο επιστάτης στο εργοστάσιο εκμεταλλεύεται τον εργάτη, έτσι και με τους άνδρες: εκπρόσωποι του κεφαλαίου, επιβάλλουν την πειθαρχία του στο σπίτι, πράγμα που τους φέρνει πολλά ηθικά πλεονεκτήματα, έτσι ώστε να καρπωθεί (το κεφάλαιο) τις ιδιωτικές εργασίες των νοικοκυρών. Με βάση τα παραπάνω μπορούμε να κάνουμε μερικές διαπιστώσεις: α) όταν το κεφάλαιο κατορθώνει να επιβάλλει μία πολιτική υποτίμησης της εργατικής δύναμης (π.χ. πολιτική λιτότητας) έστω μεσοπρόθεσμα, όταν δηλαδή ο μισθός πέφτει κάτω από την αξία της εργατικής δύναμης παρασύροντας την τελικά προς τα κάτω, εντατικοποιείται η οικιακή εργασία των γυναικών έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Όπως το περιγράφει και η Meulenbelt (1983): «Οι νοικοκυρές δουλεύουν συνήθως σκληρότερα ώστε η οικογένεια να διατηρήσει το ίδιο βιοτικό επίπεδο όπως παλιότερα. Αγοράζουν λιγότερα έτοιμα προϊόντα. Στην Αγγλία η πώληση ετοίμων προϊόντων μειώθηκε σημαντικά στη διάρκεια της κρίσης. Η νοικοκυρά μπαλώνει τα ρούχα αντί να αγοράζει καινούργια, δεν αντικαθιστά τόσο γρήγορα τις παλιές συσκευές και κάνει περισσότερα πράγματα στο χέρι. Κάνει πιο μεγάλες διαδρομές για να ψωνίσει σε φτηνότερα μαγαζιά. Μ' αυτόν τον τρόπο οι νοικοκυρές εκτονώνουν τα πρώτα κτυπήματα της οικονομικής κρίσης. Φροντίζουν ώστε οι εργάτες να μη δυσαρεστούνται τόσο γρήγορα όταν κερδίζουν λιγότερα, φορτώνονται με παραπάνω δουλειά, συγκαλύπτοντας το γεγονός ότι οι συνθήκες της ζωής έχουν γίνει χειρότερες». Η πολιτική λιτότητας συνοδεύεται από περισσότερη ή / και εντατικότερη οικιακή εργασία των γυναικών. Αυτός είναι ένας βασικός λόγος για τον οποίο οι κυβερνήσεις που ακολουθούν μία πολιτική μείωσης της κατανάλωσης των μισθωτών νοιώθουν την υποχρέωση να ενισχύσουν θεσμικά ή ιδεολογικά την οικογενειακή εστία. β) μερικοί υποστηρικτές της οικογένειας και του νοικοκυριού ισχυρίζονται ότι η εργασία της νοικοκυράς παράγει χρησιμότητες που ανυψώνουν το «βιοτικό επίπεδο» της οικογένειας πάνω από ότι είναι αναγκαίο για την αναπαραγωγή της. Η θέση αυτή έχει οπαδούς ακόμη και ανάμεσα στους μαρξόφωνους μελετητές της οικογένειας (Humphries 1977). Αλλά όπως είδαμε, ό,τι παράγει μόνη της η οικιακή εργασία των γυναικών, μειώνει την αξία της εργατικής δύναμης. Η εργασία της νοικοκυράς παράγει χρήσιμα αντικείμενα που μαζί με τα εμπορεύματα που προμηθεύεται το νοικοκυριό (μέσα κατανάλωσης) αναπαράγουν την εργατική δύναμη. γ) η οικιακή εργασία των γυναικών, μειώνει τα έξοδα συντήρησης των ανέργων. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί η Ελλάδα όπου οι κρατικές παροχές στους ανέργους είναι πολύ μικρότερες απ' ότι στις άλλες χώρες της δυτικής Ευρώπης: οι ισχυροί δεσμοί της ελληνικής οικογένειας και η υποδεέστερη θέση των ελληνίδων συμβάλλουν σε σοβαρό βαθμό στη συντήρηση των ανέργων με τον πραγματικό χρόνο εργασίας των γυναικών στο σπίτι. Έτσι καταλαβαίνουμε εξάλλου τα πικρά δάκρυα του προέδρου Μιττεράν για τη γαλλική οικογένεια που χαρακτηρίζεται από χαλαρούς δεσμούς. δ) η εντατικοποίηση της εργασίας στο εργοστάσιο ή το γραφείο, η χειροτέρευση των συνθηκών εργασίας, η δουλειά σε 3 βάρδιες (σύστημα 3x8), επιφέρουν μια μεγαλύτερη μυϊκή ή νευρική κόπωση. Ο εργαζόμενος εγκαταλείπει σ' αυτές τις περιπτώσεις τις λίγες οικιακές εργασίες που ενδεχόμενα είχε αναλάβει και τις αναθέτει στη σύζυγο - νοικοκυρά. Επιπλέον, καθώς είναι περισσότερο εξαντλημένος, απαιτεί περισσότερη περιποίηση. Όσο χειροτερεύουν οι όροι της εργασίας του μισθωτού τόσο εντατικοποιείται η νοικοκυρά. ε) οι γυναίκες, παραδοσιακά, φροντίζουν τα παιδιά και τους αρρώστους. Ο αφοπλισμός του Κράτους Πρόνοια, δηλαδή οι λιγότερες κοινωνικές εξυπηρετήσεις (πολεοδομία, νοσοκομεία, εκπαίδευση...) αναγκάζει τις νοικοκυρές να εργάζονται περισσότερο για την ανατροφή των παιδιών και τη συντήρηση των αρρώστων. στ) μερικές φεμινίστριες νομίζουν ότι «οι μαρξίστριες θεωρούν πως η νοικοκυρά είναι εργάτρια».4 Από όσα προηγήθηκαν ελπίζω να φαίνεται ότι αφού η νοικοκυρά παράγει αξίες χρήσης μέσα σε σχέσεις προσωπικής εξάρτησης, αφού η δουλειά της δεν επικυρώνεται κοινωνικά, είναι αδύνατο να σκεφτούμε τους όρους ύπαρξης της με τις έννοιες της κριτικής της πολιτικής οικονομίας. Το μόνο που μπορούμε να σκεφτούμε με αυτές τις κατηγορίες είναι η άρθρωση του νοικοκυριού με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Από το 1960 περίπου αυξάνεται συνέχεια στις βιομηχανικές χώρες της Δύσης το ποσοστό των γυναικών που εργάζεται έξω από το σπίτι (σήμερα ξεπερνάει το 50%). Το ποσοστό των γυναικών στο σύνολο των απασχολουμένων φτάνει στις χώρες αυτές το 40% περίπου.5 Στην Ελλάδα το 1981 δούλευε έξω από το νοικοκυριό το 37% των γυναικών ενώ το αντίστοιχο ποσοστό το 1971 ήταν 31%. Πρόκειται για 1.100.000 περίπου γυναίκες δηλαδή το 30% του συνολικού αριθμού απασχολουμένων.6 Η έξοδος των γυναικών στον κόσμο της κοινωνικά επικυρωμένης εργασίας ασκεί πίεση στους μισθούς των ανδρών. Οι γυναίκες καταλαμβάνουν πολλές θέσεις που κατείχαν άλλοτε άνδρες, δέχονται να πληρωθούν λιγότερο, υποτάσσονται εύκολα στην πειθαρχία του κεφαλαίου, αναλαμβάνουν εργασίες που επιδέχονται τροποποίηση του ωραρίου, μερική απασχόληση, ψηλό ποσοστό απουσιών, απασχόληση στο σπίτι κλπ. Σε μια εποχή όπου ο ένας μισθός δύσκολα φτάνει για την αναπαραγωγή του νοικοκυριού7 η προσφορά γυναικείας εργατικής δύναμης αυξάνεται, και οι εργοδότες δεν έχουν λόγους να μην τη χρησιμοποιήσουν (τουλάχιστο στον τομέα των υπηρεσιών και σε εκείνους τους κλάδους της βιομηχανίας όπου είναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί απλή εργασία, δηλ. ανειδίκευτοι εργάτες). Έτσι, οι γυναίκες γίνονται μία πηγή διπλού οφέλους για το κεφάλαιο: σαν εκμεταλλευόμενες (εργατική τάξη και ημιπρολεταριάτο) και σαν νοικοκυρές που με τις ιδιωτικές μη κοινωνικά επικυρωμένες εργασίες τους παράγουν αξίες χρήσης για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Το κεφάλαιο ιδιοποιείται μέσα στην σφαίρα της παραγωγής και της κυκλοφορίας ένα μέρος από την κοινωνικά επικυρωμένη εργασία των γυναικών ενώ ταυτόχρονα επωφελείται από τη μη κοινωνικά επικυρωμένη εργασία τους στο νοικοκυριό. Οι παντρεμένες γυναίκες που δουλεύουν σαν μισθωτοί δουλεύουν διπλό οκτάωρο. Όλο και πιο πολύ ακούγονται φωνές διαμαρτυρίας για τις συνθήκες μέσα στις οποίες ζουν οι γυναίκες που εργάζονται μέσα και έξω από το σπίτι. Απειλείται η συνοχή της οικογένειας - νοικοκυριού: η γυναίκα δυσκολεύεται να παράγει τις αξίες χρήσης που παρήγε όταν δεν εργαζόταν έξω, η σύζυγος δυσκολεύεται να περιποιηθεί τον σύζυγο «καθώς πρέπει», παρέχει στον εαυτό της ελευθερίες που πρώτα δεν μπορούσε να διανοηθεί. Η εργάτρια και η ημιπρολετάρια είναι οι γυναίκες που συμμετέχουν περισσότερο στις αποφάσεις του νοικοκυριού, και που εγκαταλείπουν πιο εύκολα το σύζυγο επειδή ο χωρισμός δεν έχει τόσο σοβαρές οικονομικές συνέπειες όπως στην περίπτωση της νοικοκυράς (Michel 1970). Είναι πολύ δύσκολο να διατηρηθεί μία κατάσταση όπου ένα άτομο το μεταχειρίζονται ένα οκτάωρο σαν ελεύθερο εργαζόμενο (ελεύθερο να πουλήσει την εργατική του δύναμη όπου θέλει, ελεύθερο να εργαστεί μέσα σε καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής) και ένα οκτάωρο σαν ένα είδος δουλοπάροικου (κάποιου που ζει και εργάζεται μέσα σε σχέσεις προσωπικής εξάρτησης). Οι δύο κόσμοι ανάμεσα στους οποίους πηγαινοέρχεται η μισθωτή, ο κόσμος της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής και το αντισύμπαν της νοικοκυράς, απέχουν μεταξύ τους μερικούς αιώνες. Το ζευγάρι των μισθωτών ζει μέσα στην ιδεολογική σχιζοφρένεια. Ειδικά οι γυναίκες ζουν, νομίζω, την κατάσταση αυτή σαν μια «κρίση ταυτότητας». Το κεφάλαιο προσπαθώντας να ωφεληθεί με δύο τρόπους από τη γυναικεία εργασία κινδυνεύει να αποσταθεροποιήσει το νοικοκυριό και μαζί του την οικογένεια, θα επιχείρηση λοιπόν να λύσει την αντίφαση παραγωγής - αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης που είδαμε παραπάνω, με τη Μεγάλη Μεταρρύθμιση.
4. Η Ισότιμη Κατανομή της Οικιακής Αθλιότητας
Σε περιοδικά γυναικεία όπως «η Γυναίκα» και το «Κοσμοπόλιταν», σε εκπομπές ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές, αλλά και στα αναγνωστικά του δημοτικού σχολείου, κερδίζει συνεχώς έδαφος η θέση για το μοίρασμα της οικιακής εργασίας ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας και ιδιαίτερα ανάμεσα στον άντρα και τη γυναίκα. «Όχι, όχι θησαυρέ μου! Φτάνει πια το μονοπώλιο της τριπλής βάρδιας, δίχως πριμ και υπερωρίες! θα μοιραζόμαστε τις δουλειές! θ' απλοποιήσουμε τη ζωή μας! Όλοι μαζί. Εσύ έδειξες με το παραπάνω τι αξίζεις και τι σημαίνεις! Τώρα, εμείς, θα σε προασπίσουμε απ' την εκμετάλλευση που σε απειλεί από εμάς τους ίδιους θα σε προασπίσουμε απ' το να γίνεται συνήθεια και αυτονόητη η κάθε προσφορά σου, μικρή ή μεγάλη8.. .». Η προπαγάνδα αυτή στηρίζεται πάνω στο στέρεο έδαφος της αστικής ιδεολογίας της ισότητας. Το νοικοκυριό και η οικογένεια δεν μπαίνουν σε αμφισβήτηση, οι οικιακές εργασίες θεωρούνται φυσικές και αναγκαίες. Ο άντρας - σύζυγος καλείται να μοιραστεί τις δουλειές του σπιτιού με τη νοικοκυρά, και μαζί μ' αυτές, την κούραση της, και όλα γενικά τα μειονεκτήματα που συναντήσαμε παραπάνω. Τα τεράστια ιδεολογικά και πολιτικά ωφέλη που έχει το κεφάλαιο από τη λύση που προωθεί, δεν είναι αντικείμενο αυτού του άρθρου. Μένοντας στα περιορισμένα πλαίσια ανάλυσης που ορίζει ο νόμος της αξίας, μπορεί κανείς να κάνει τις παρακάτω (τουλάχιστο) διαπιστώσεις: α) Ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας για την αναπαραγωγή του εμπορεύματος εργατική δύναμη, παραμένει ο ίδιος όπως πριν. Δηλαδή, η αξία της παραμένει η ίδια: Το μοίρασμα της οικιακής εργασίας στα μέλη της οικογένειας δεν μετατρέπει τις ιδιωτικές εργασίες του νοικοκυριού, σε κοινωνικά επικυρωμένες εργασίες. β) Το κεφάλαιο εξακολουθεί σ' αυτήν την περίπτωση, εκτός από την υπερεργασία που ιδιοποιείται μέσα στην καπιταλιστική παραγωγή (εκμετάλλευση), να επωφελείται από τις ιδιωτικές εργασίες και των γυναικών και των ανδρών που δουλεύουν στο σπίτι. γ) Η αναμενόμενη καλυτέρευση της θέσης των γυναικών μέσα στο νοικοκυριό προέρχεται λοιπόν από τη χειροτέρευση της θέσης των ανδρών. Το κεφάλαιο εξακολουθεί να επωφελείται όπως πρώτα, όσο και πρώτα, ενώ μειώνεται ο χρόνος οικιακής εργασίας των νοικοκυρών. Η λύση της ισότιμης κατανομής της οικιακής εργασίας είναι δυνατό να υποστηριχτεί, κατά συνέπεια, από μία «συμμαχία» κεφαλαίου - γυναικών (βλέπε «γυναικεία» περιοδικά). δ) Κλονίζονται τα ηθικά πλεονεκτήματα, το γόητρο και η εξουσία του άνδρα μέσα στο νοικοκυριό. Η συναίνεση των ανδρών δεν είναι δυνατό να εξασφαλιστεί αμέσως. Με δραστηριοποίηση των Ιδεολογικών Μηχανισμών του Κράτους θα απαιτηθούν αρκετά χρόνια μέχρις ότου οι άνδρες δεχτούν την υποβάθμιση του ρόλου τους στο νοικοκυριό. Εξάλλου οι αντιστάσεις δεν είναι μόνο από τη μεριά των ανδρών: πολλές γυναίκες θεωρούν τις δουλειές του νοικοκυριού ταπεινωτικές για τους άνδρες (Alzon 1977). ε) Η πολιτική υποτίμησης της εργατικής δύναμης, π.χ. η πολιτική της λιτότητας, μπορεί να οδηγήσει σε εντατικοποίηση της οικιακής εργασίας χωρίς να θέτει σε κίνδυνο την ισορροπία της οικογένειας - νοικοκυριό: η ένταση που δημιουργείται μέσα στο σπίτι όταν η μισθωτή πρέπει να προσφέρει π.χ. 6 ώρες οικιακής εργασίας αντί για 5 ώρες, είναι πολύ μεγαλύτερη από την ένταση που θα δημιουργηθεί όταν ο άντρας και η γυναίκα χρειαστεί γα δουλέψουν 3 ώρες ο καθένας αντί για 2,5. Όχι μόνο κάθε αύξηση του χρόνου οικιακής εργασίας μοιράζεται στα δύο αλλά και η κούραση για μια επιπλέον ώρα είναι μεγαλύτερη όταν η ώρα αυτή είναι η έκτη ώρα και όχι η τρίτη ώρα. στ) Αφού και ο άντρας θα έχει δεχτεί να μοιράζεται την οικιακή εργασία με τη γυναίκα, οι δυνατότητες της οικογένειας να συντηρούν τους ανέργους θα έχουν αυξηθεί. Οι δυνατότητες του νοικοκυριού να κάνει οικονομίες, δηλαδή να μην αγοράζει έτοιμα προϊόντα θα έχουν αυξηθεί αφού θα υπάρχουν πια δύο άτομα που θα είναι διατεθειμένα να αντικαταστήσουν τις αξίες χρήσης εμπορεύματα με αξίες χρήσης προϊόντα της ιδιωτικής (μη κοινωνικά επικυρωμένης) εργασίας του νοικοκυριού. ζ) Με την ισότιμη συμμετοχή των ανδρών στην οικιακή δουλειά αυξάνεται η ευελιξία του νοικοκυριού σε ότι αφορά την καθημερινή οργάνωση των εργασιών του. Τα δύο άτομα συνδυάζοντας τα ωράρια τους οργανώνουν καλύτερα τις καθημερινές προσπάθειες. Γίνεται έτσι πιο εύκολη η επιβολή των ευέλικτων ωραρίων εργασίας στο εργοστάσιο και του συστήματος 3x8 (δουλειά σε τρεις βάρδιες). η) Για τους ίδιους λόγους όπως πιο πάνω, γίνεται πιο εύκολος ο αφοπλισμός του Κράτους - Πρόνοια. Οι μισθωτές δουλεύουν σήμερα στο σπίτι έναν ορισμένο αριθμό ωρών. Η προπαγάνδα για το μοίρασμα της οικιακής εργασίας αφήνει να εννοηθεί ότι αυτός ο αριθμός των ωρών θα μειωθεί στο μισό. Και πραγματικά, αυτό θα είναι αλήθεια στην αρχή. Με όσα εκτέθηκαν παραπάνω ελπίζω ότι έγινε φανερό πως: τον ελεύθερο χρόνο που θα έχει δημιουργηθεί για τη γυναίκα με το μοίρασμα της οικιακής εργασίας, καθώς και τον ελεύθερο χρόνο που θα έχει εναπομείνει στον άντρα, θα προσπαθήσει να τον επωφεληθεί το κεφάλαιο. Η ισότιμη κατανομή της οικιακής αθλιότητας όχι μόνο δεν θίγει σε τίποτα τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, όχι μόνο αμβλύνει την αντίφαση παραγωγής - αναπαραγωγής που προήλθε από τον τρόπο με τον οποίο ο καπιταλισμός ενσωμάτωσε τις πατριαρχικές δομές, αλλά δίνει επιπλέον τη δυνατότητα στο κεφάλαιο να εντείνει την πολιτική της λιτότητας και της ανεργίας, τον αφοπλισμό του ΚράτουςΠρόνοια, "την αναδιάρθρωση των ωραρίων εργασίας, με αύξηση του χρόνου της οικιακής εργασίας, αφού τώρα πια θα συμμετέχουν στην οικιακή διαδικασία της εργασίας δύο άτομα και όχι ένα όπως πρώτα. Ακριβώς όπως σήμερα απαιτούνται δύο μισθοί για να συντηρηθεί η οικογένεια ενώ πρώτα αρκούσε ο μισθός του άντρα, έτσι αύριο ενδέχεται να απαιτείται η πλήρης απασχόληση δύο ατόμων μέσα στο νοικοκυριό: το διπλό ωράριο και για τον άντρα και για τη γυναίκα. Και αυτό μπορεί να συμβεί και πάλι μέσω μιας αποτελεσματικής πολιτικής του κεφαλαίου για την υποτίμηση της εργατικής δύναμης. (Magaline 1975). Η πολιτική αυτή ήδη οδήγησε στο ότι απαιτούνται σήμερα δύο μισθοί ανά οικογένεια για να αναπαραχθεί η εργατική δύναμη. Βέβαια μπορεί κανείς να φέρει την αντίρρηση ότι οι γυναίκες και οι άνδρες θα αντισταθούν στην εντατικοποίηση και την αύξηση τ.ου χρόνου της οικιακής εργασίας. Αλλά αυτό θα γίνει μόνο όταν ο όγκος της οικιακής εργασίας θα έχει ξεπεράσει κάποιο όριο πέρα από το οποίο η οικογένεια - νοικοκυριό υποβάλλεται σε αποσταθεροποιητικές τάσεις, που τα μέλη της βιώνουν σαν «προσωπικά προβλήματα». Δηλαδή πολύ αργά. Στην αρχή δεν θα υπάρχουν αντιστάσεις επειδή η αντίφαση θα έχει αμβλυνθεί. Τέτοια είναι η λύση που προτείνεται στις γυναίκες από το κεφάλαιο. Αλλά, τι της προτείνουν οι άλλοι;
5. Μισθός της οικογένειας, μισθός της νοικοκυράς, συνεργασία των νοικοκυρών
Μερικοί μαρξόφωνοι θεωρητικοί της οικογένειας (Humphries 1977) προτείνουν στις γυναίκες και στους εργαζόμενους να αγωνιστούν για τον μισθό της οικογένειας.9 Ο άνδρας θα αμειβόταν σ' αυτήν την περίπτωση με ένα μισθό που θα περιελάμβανε τα έξοδα συντήρησης ολόκληρης της οικογένειας. Η γυναίκα θα έμενε στο σπίτι σαν νοικοκυρά και με την εργασία της θα ανέβαζε το «βιοτικό επίπεδο» της οικογένειας πάνω από το αναγκαίο για την αναπαραγωγή βιοτικό επίπεδο. Όπως είδαμε στην παράγραφο 3 (σημείο β) αυτό είναι αδύνατο. Οι Michelle Barrett και Mary Mclntosh (1980) υπέβαλαν σε μια διεξοδική κριτική την παραπάνω θέση και έδειξαν ότι: α) Ο οικογενειακός μισθός δυναμώνει την εξάρτηση και την καταπίεση όλων των γυναικών και οδηγεί τις ανύπαντρες γυναίκες, ιδιαίτερα τις ανύπαντρες μητέρες, στη φτώχεια. β) Ο οικογενειακός μισθός ιστορικά συνέτεινε στη μείωση του βιοτικού επιπέδου, στη διαίρεση και στην εξασθένιση της εργατικής τάξης. Άλλη πρόταση που γίνεται στις γυναίκες είναι η διεκδίκηση του μισθού της νοικοκυράς. Ένας τέτοιος μισθός θα είναι η κοινωνική επικύρωση της οικιακής εργασίας (Φεντέρικι 1974). Μια τέτοια πρόταση αν και παίρνει υπ' όψη της το βασικό γεγονός της μη επικύρωσης της ιδιωτικής εργασίας της νοικοκυράς παραβλέπει το ότι έξω από την αγορά δεν μπορεί να υπάρξει μέτρο της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας (στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής). Η αμοιβή της νοικοκυράς σ' αυτή την περίπτωση θα γινόταν με βάση τον πραγματικό χρόνο εργασίας της και όχι τον κοινωνικά αναγκαίο χρόνο. Επομένως η ύπαρξη ενός τέτοιου μισθού προϋποθέτει έναν άμεσο έλεγχο της οικιακής εργασίας προφανώς από το Κράτος. Κανένας κοινωνικός σχηματισμός δεν είναι σε θέση να δεχτεί την επικύρωση μιας τέτοιας σπατάλης εργασίας (εργασία των νοικοκυρών συν εργασία ελέγχου, καταγραφής, ποινής κλπ. από το Κράτος). Εκτός αν ο σύζυγος γινόταν επίσημα πλέον ο ελεγκτής του Κράτους. Έπειτα, όπως λέει η Meulenbelt, «δεν μας ενδιαφέρει μόνο η πληρωμή, που θα μας δώσει λίγη περισσότερη ελευθερία, μας ενδιαφέρει προπάντων να εξαφανιστεί η απομόνωση, ο κατακερματισμός, η μονοτονία της οικιακής εργασίας. Ο μισθός της νοικοκυράς δεν θ' αλλάξει τίποτε σ' αυτά, αντίθετα, η ζωή της νοικοκυράς θα θεσμοποιηθεί ακόμη περισσότερο». Αυτή η έγνοια να εξαφανιστεί η απομόνωση οδήγησε κάποιες άλλες φεμινίστριες στην πρόταση της συνεργασίας των νοικοκυρών μιας κοινότητας π.χ. ενός μεγάλου κτιρίου στο οποίο ζουν δεκάδες οικογένειες. (Greer 1971). Έτσι όμως δεν έχουμε κοινωνική επικύρωση και οι άνδρες εξακολουθούν να διατηρούν τα προνόμια τους. Εξάλλου είναι αμφίβολο αν η νοικοκυρά θα χρησιμοποιούσε τον ελεύθερο χρόνο που θα προέκυπτε από τη συνεργασία, για τον εαυτό της, ή για να κάνει περισσότερες δουλειές στο σπίτι (για τις οποίες λένε ότι ποτέ η νοικοκυρά δεν προλαβαίνει να τις κάνει όλες). Το χρόνο που θα κέρδιζε θα τον αφιέρωνε σε άλλη εργασία που πρώτα δεν έκανε, ή έκανε πρόχειρα κλπ.
6. Ο μοναχικός και τα εμπορεύματα
Στη διάρκεια της δεκαετίας του '70 εντείνεται η έξοδος των γυναικών στο χώρο της κοινωνικά επικυρωμένης εργασίας. Η αντίφαση παραγωγής - αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης που είδαμε παραπάνω (παράγραφο 3) συγκλονίζει την οικογένεια - νοικοκυριό. Στις βιομηχανικές χώρες της Δύσης αυξάνεται ο αριθμός των διαζυγίων, μειώνεται η γεννητικότητα, και αυξάνει ο αριθμός των ατόμων που ζουν μόνα τους. Το ποσοστό των νοικοκυριών που αποτελούνται από ένα άτομο φτάνει το 30% στη Νέα Υόρκη.10 Το φαινόμενο είναι ιδιαίτερα έντονο στις μεγαλουπόλεις. Οι μοναχικοί είναι διαζευγμένοι, νέοι και ηλικιωμένοι. Το ποσοστό των εργένηδων στο Παρίσι σήμερα είναι 47,5% ενώ το 1954 ήταν 32%.Π Ο μοναχικός, εντατικοποιημένος μέσα στον ξέφρενο ανταγωνισμό των δεκαετιών 1970 και 1980, δεν εργάζεται στο σπίτι. Αναπαράγει την εργατική του δύναμη με εμπορεύματα. Δημιουργείται μία νέα αγορά «προσαρμοσμένη στα γούστα της μοναχικότητας και του ατομικισμού... Τα φαστ φουντ του εργένη. Έτοιμα φαγητά σε ατομικές ποσότητες συσκευασμένα σε σελοφάν έκαναν την εμφάνιση τους πρόσφατα στα σούπερ - μάρκετ... Οι διαστάσεις της κονσέρβας περιορίζονται στο ένα τέταρτο... κλπ.».12 Ενώ δηλαδή το σχέδιο για την ισότιμη κατανομή της οικιακής εργασίας προχωράει αργά προς την υλοποίηση του, η οικονομική κρίση του καπιταλισμού ασκεί διαλυτικές επιδράσεις πάνω στην οικογένεια και σπρώχνει στη μοναχική κατανάλωση εμπορευμάτων. Η κατάργηση της οικιακής εργασίας, δηλαδή η αντικατάσταση της από κοινωνικά επικυρωμένη εργασία πραγματοποιείται σήμερα με τη μετατροπή της σε δραστηριότητα κεφαλαιοκρατικών κλάδων παραγωγής. Η αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης σ' αυτή την περίπτωση πραγματοποιείται με τη μοναχική κατανάλωση εμπορευμάτων αμφίβολης ποιότητας. Καθώς ο μοναχικός ελαχιστοποιεί τον χρόνο οικιακής εργασίας, έχει ανάγκη από περισσότερα έτοιμα προϊόντα, δηλαδή εμπορεύματα, και από περισσότερες κοινωνικές εξυπηρετήσεις - παροχές. Αυτό σημαίνει ανατίμηση της ατομικής του εργατικής δύναμης. Ο μισθός του όμως (τιμή της εργατικής δύναμης) δεν αυξάνει ανάλογα, μένει κάτω από την αξία της εργατικής δύναμης για λόγους συγκυρίας (από το 79 και μετά με την ανατροπή του ταξικού συσχετισμού δυνάμεων υπέρ του κεφαλαίου). Έτσι ο μοναχικός θα στραφεί σε φτηνότερα προϊόντα, αναγκαστικά χαμηλότερης ποιότητας, και θα συμπιέσει τις ανάγκες που έχουν σχέση με τις κοινωνικές παροχές: βασική απόφαση του μοναχικού είναι να μην κάνει παιδιά. Στην Ελλάδα βέβαια το φαινόμενο αυτό δεν είναι έντονο, αλλά θα είχε ενδιαφέρον να μαθαίναμε με τι ρυθμούς αυξάνεται ο αριθμός των μοναχικών.
7. Κοινωνικοποίηση της οικιακής εργασίας. Νέες μορφές συλλογικότητας
Για τον ένα ή τον άλλο λόγο καμία από τις παραπάνω προτάσεις (είτε υπάρχουν μόνο «στις ιδέες» είτε υπάρχουν «μέσα στα πράγματα») δεν μπορεί να ικανοποιεί όσους ελπίζουν σήμερα σε μια αντικαπιταλιστική λύση του προβλήματος. Και αυτό επειδή καμία δεν συγκεντρώνει μερικά βασικά στοιχεία που απορρέουν, ελπίζω, από την παραπάνω ανάλυση: α) Κοινωνική επικύρωση του πραγματικού χρόνου εργασίας που απαιτείται για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. β) Κατάργηση των προνομίων, του γοήτρου και της εξουσίας που αντλεί ο άνδρας από τη θέση του διευθυντή / επιστάτη που κατέχει μέσα στην οικιακή διαδικασία της εργασίας. γ) Καταστροφή του ατέρμονα κύκλου οικιακών εργασιών που απομονώνουν τη νοικοκυρά στο κλειστό και ακίνητο κόσμο της. δ) Αντικατάσταση της παλιάς συλλογικότητας του νοικοκυριού, όχι από μοναχικές μορφές κατανάλωσης και ατομικιστική ιδεολογία ικανοποίησης των αναγκών, αλλά από νέες μορφές συλλογικότητας. ε) Διατήρηση και βελτίωση της ποιότητας των μέσων κατανάλωσης, ατομικών ή συλλογικών. στ) Διατήρηση και διεύρυνση των ατομικών ελευθεριών. Αντίθετα, η παλιά πρόταση των κομμουνιστών για την κοινωνικοποίηση της οικιακής εργασίας συγκεντρώνει τις παραπάνω βασικές απαιτήσεις: Συλλογική φροντίδα και εκπαίδευση των παιδιών, (παιδικοί σταθμοί, χώροι όπου τα παιδιά μπορούν να παίζουν συλλογικά και χωρίς επιτήρηση, εκπαίδευση στην αυτοδιαχείριση, ιδεολογική δουλειά) κοινοτικά πλυντήρια και ραφεία, κοινοτικά εστιατόρια, συνεταιρισμοί τροφίμων, πολεοδομία που να σπάει την απομόνωση 100 της ατομικής κατοικίας, κοινόχρηστοι χώροι που να επιτρέπουν τη συλλογική κατανάλωση και την ανάπτυξη συλλογικών μορφών ζωής, συλλογική φροντίδα των αρρώστων και των ηλικιωμένων, ανάπτυξη μορφών διαχείρισης που να βασίζονται στην άμεση δημοκρατία, συμμετοχή όλων στις δημόσιες υποθέσεις, αμοιβή όσων εργάζονται στις κοινοτικές εγκαταστάσεις (εστιατόρια, πλυντήρια, καταστήματα, ιατρεία, παιδικοί σταθμοί, κλπ.) με αποκλεισμό κάθε δυνατότητας εκμετάλλευσης της εργασίας... Και δυο παρατηρήσεις για τη βιωσιμότητα μιας τέτοιας λύσης: α) Οι ανάλογοι πειραματισμοί που έγιναν στην ΕΣΣΔ μέχρι το 1930 απέτυχαν επειδή η κατάσταση της χώρας ήταν τέτοια που έλειπαν τα υλικά μέσα. (Meulenbelt 1983, Alzon 1977). Τα υλικά μέσα και οι τεχνολογικές δυνατότητες που υπάρχουν σήμερα σε όλες τις χώρες της δυτικής Ευρώπης είναι ασύγκριτα περισσότερες. β) Η μεγάλη καπιταλιστική βιομηχανία εφαρμόζει συστηματικά την παραγωγή σε μεγάλη κλίμακα. Οι νοικοκυρές αντίθετα, εργάζονται χωριστά η μία από την άλλη με αποτέλεσμα μία τεράστια σπατάλη ανθρώπινης εργασίας. Η συλλογική παραγωγή θα μειώσει κατά πολύ τον χρόνο παραγωγής των μέσων αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης. Με άλλα λόγια, ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος για την παραγωγή των μέσων κατανάλωσης θα είναι κατά πολύ μικρότερος από τον πραγματικό μη κοινωνικά επικυρωμένο χρόνο εργασίας των νοικοκυρών που δουλεύουν ξεχωριστά η μία από την άλλη. Κατά συνέπεια, η κοινωνικοποίηση της εργασίας που απαιτείται για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης θα προκαλέσει βέβαια μία ανατίμηση της (αφού θα αντικαταστήσει ιδιωτικές εργασίες με κοινωνικά επικυρωμένες εργασίες) αλλά ταυτόχρονα, με την παραγωγή σε μεγάλη κλίμακα και με την εντατική εφαρμογή των επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων στη διαδικασία παραγωγής, η ανατίμηση αυτή θα είναι πολύ μικρότερη από όση θα μπορούσε να φανταστεί ένας «οπαδός του εφικτού».
8. Μία υποκρισία και μία τακτική
Πολλοί αριστεροί χρησιμοποιούν την πρόταση για κοινωνικοποίηση της οικιακής εργασίας έτσι ώστε να διατηρούν την προνομιακή θέση που κατέχουν μέσα στο νοικοκυριό. Όμως, μια τέτοια στάση είναι η μεγαλύτερη δυσφήμιση για το σχέδιο της κοινωνικοποίησης της οικιακής εργασίας. Μόνο μια «συμμαχία» ανάμεσα στις γυναίκες και τους άντρες μπορεί να πραγματοποιήσει το σχέδιο της κοινωνικοποίησης. Οι άντρες που θέλουν πραγματικά να υλοποιηθεί αυτό το σχέδιο, ξέρουν ότι πρέπει να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των γυναικών, και κατά συνέπεια ότι πρέπει να αποδείξουν στην πράξη (δηλαδή στην κουζίνα) ότι ξεχωρίζουν τη θέση τους από εκείνους τους αριστερούς που υποστηρίζουν το σχέδιο της κοινωνικοποίησης μόνο στα λόγια, σαν άλλοθι για τη διατήρηση των προνομίων του επιστάτη της οικιακής διαδικασίας της εργασίας. Ξέρουν επίσης ότι η συμμετοχή στο αντισύμπαν του νοικοκυριού δεν είναι η λύση του προβλήματος αλλά μία απαραίτητη τακτική για να σταθεί στα πόδια της η «συμμαχία» ανδρών και γυναικών ενάντια στο κεφάλαιο.
Βιβλιογραφία