Το συνταγματικό δίκαιο είναι μια μορφή πολιτικής που επιχειρεί να συγκαλυφθεί και να νομιμοποιηθεί ως δίκαιο, δηλαδή ως όριο της πολιτικής.

Οι μελέτες του παρόντος τόμου θεμελιώνουν αυτή τη θέση με αφορμή συγκεκριμένα ζητήματα ελληνικού και συγκριτικού συνταγματικού δικαίου: μέθοδοι και σκοποί ερμηνείας του συνταγματικού δικαίου, πολίτης και πολιτικά δικαιώματα, έθνη, μειονότητες και κοσμοπολιτισμός, θρησκευτική ελευθερία και ισότητα, διαμόρφωση του συνταγματισμού μετά την ελληνική επανάσταση του 1821 και τη ρωσική του 1917.

Μεθοδολογική αφετηρία αποτελεί ο διαχωρισμός της νομικής ερμηνείας από την κριτική μέθοδο ανάλυσης του νομικού συστήματος. Αν η κάθε μέθοδος εφαρμοσθεί με συνέπεια στο πεδίο της, μπορούμε να κατανοήσουμε καλύτερα τις πολιτικές προϋποθέσεις και συνέπειες του δικαίου, δηλαδή να δείξουμε με ποιους τρόπους το συνταγματικό δίκαιο λειτουργεί ως δίκαιο της πολιτικής.

Περιεχόμενα

Συντομογραφίες Πρόλογος

Α. Επιστημονικότητα, πολιτικότητα και ερμηνεία του δικαίου

I. Οι νομικές θεωρητικές πρακτικές. Πολιτικός χαρακτήρας και φιλοσοφικά στοιχεία μιας ψευδοεπιστήμης II. Ο νομικός-πολιτικός πραγματισμός ως μέθοδος συνταγματικής ερμηνείας III. Rigor iuris. Διαστάσεις και συνέπειες του νομικού-πολιτικού πραγματισμού

Β. Θεμελιώδη δικαιώματα και συνταγματικές τάξεις

IV. Ιδιότητα του πολίτη και πολιτικά δικαιώματα. Λειτουργία και υπέρβαση μιας διαφοροποιητικής κατασκευής V. Εθνική συγκρότηση, δημοκρατία και πολιτικά δικαιώματα. Νομικοπολιτικά εμπόδια στον κοσμοπολιτισμό VI. Η νομική προστασία των εθνικών μειονοτήτων ως φιλοσοφικοπολιτικό ζήτημα VII. «Κοινωνία της διακινδύνευσης», συνταγματικά δικαιώματα και πολιτική VIII. Η «Χριστιανική Εκκλησία των Μαρτύρων του Ιεχωβά Κρήτης». Πολιτικά δικαστήρια και συνταγματική παιδεία IX. Ιδεολογία και ισότητα στο πεδίο της θρησκευτικής ελευθερίας. Με αφορμή την «υπόθεση των τσαντόρ»

Γ. Στιγμές συνταγματικής ιστορίας

X. Λαός, έθνος και πολίτες στην ελληνική συνταγματική ιστορία του 19ου αιώνα XI. Τα Σοβιετικά Συντάγματα του 1918 και του 1936: νομική και κοινωνική πραγματικότητα

Πρόλογος

Οι μελέτες του τόμου συντάχθηκαν στη δεκαετία 1988-1997. Η συγκέντρωσή τους δικαιολογείται από την ενότητα της σύλληψης και των ερευνητικών σκοπών. η ενότητα αυτή δεν προέκυψε άμεσα. Είναι αποτέλεσμα μιας διαδικασίας εξίσου αντιφατικής με το αντικείμενο έρευνας: τις μορφές εμφάνισης του κρατικού δικαίου, τις σχέσεις του με την πολιτική, τις κατευθύνσεις ερμηνείας του και τις κοινωνικές του λειτουργίες.

Ενότητα πάνω απ' όλα προβληματική. Από έναν νομικό αναμένεται η ερμηνεία του δικαίου, ενώ από προσεγγίσεις κοινωνιολογίας ή πολιτικής επιστήμης προσδοκάται η ανάλυση κοινωνικών διαδικασιών πέρα από το νομικό επίπεδο και τους παραμορφωτικούς φακούς του. Η βιβλιογραφία των τελευταίων δεκαετιών εμφανίζει ωστόσο μια ισχυρή τάση σύγκλισης -επαναφέροντας παλαιότερες επιδιώξεις για δημιουργία μιας ενοποιημένης επιστήμης του κράτους και του δικαίου (gesamte Staatswissenschaft).

Παραδοσιακά οι πολιτικοί φιλόσοφοι επιχειρούσαν να δείξουν στους νομικούς την «αλήθεια» του δικαίου και οι κοινωνικοί επιστήμονες, στο πλαίσιο εξελικτικιστικών αντιλήψεων της κοινωνικής μηχανικής, διατύπωναν προτάσεις για αποτελεσματικότερες νομικές ρυθμίσεις -και έτσι ελάχιστα ενδιαφέρονταν για τα τεχνικά ζητήματα ερμηνείας του δικαίου. Στην παρούσα συγκυρία, αντιθέτως, το νομικό επίπεδο με τις ρυθμίσεις και έννοιές του τίθεται στο κέντρο του προβληματισμού φιλόσοφων και κοινωνικών επιστημόνων, λόγω της καθολικής πολιτικής σημασίας που έχουν λάβει ως (διεθνο)πολιτικές διεκδικήσεις τα ανθρώπινα δικαιώματα και η αντιπροσωπευτική δημοκρατία.

Την ίδια στιγμή οι νομικοί δεν φαίνεται να ικανοποιούνται από την ανέλπιστη θεωρητική εμβέλεια που απέκτησε η προβληματική τους. Επηρεάζονται όλο και εντονότερα από κοινωνικοφιλοσοφικές προβληματικές, θεωρούν την ερμηνεία του δικαίου ως διαδικασία εξαρτώμενη από εξωνομικές αναλύσεις και αναζητούν φιλοσοφικές και επιστημολογικές θεμελιώσεις για την «οριστική» εγκατάλειψη της παραδοσιακής νομικής ερμηνείας. Αυτές οι τάσεις «ουσιαστικοποίησης» εκδηλώνονται στις προσεγγίσεις που ερμηνεύουν το δίκαιο συνυπολογίζοντας την κοινωνική πραγματικότητα, τις ηθικές επιταγές ή τα πολιτικά επιχειρήματα σκοπιμότητας.

Διαπιστώνεται έτσι μια κατάσταση σύμφυσης και εν μέρει σύγχυσης των προβληματικών, η οποία αποτελεί, κατά τη γνώμη μας, ένδειξη μιας οξείας κρίσης της πολιτικής και νομικής σκέψης. Στις μελέτες του τόμου επιχειρείται να δειχθεί ότι αυτές οι τάσεις συνιστούν μια εξέλιξη ατυχή για αμφότερες τις πλευρές: στον χώρο του δικαίου επέρχεται η διάλυση των παραδοσιακών μεθόδων ερμηνείας και των -έστω και περιορισμένων- εγγυήσεων ελεγξιμότητας που αυτές παρείχαν. Στο χώρο των κοινωνικών επιστημών η προϊούσα νομικοποίηση περιορίζει την εμβέλεια των αναλύσεων στην «εξήγηση» του νομικού επιπέδου και δημιουργεί τον κίνδυνο σύγχυσης του κανονιστικού επιπέδου με τις πραγματικές κοινωνικές διαδικασίες.

Οι προκείμενες μελέτες λαμβάνουν ως αφετηρία αυτή τη διαπίστωση. Δεν κινούνται ωστόσο στο πλαίσιο της παραδοσιακής νομικής δογματικής. Αυτή η δογματική διεκδικεί με ζήλο την ιδιομορφία των νομικών τεχνικών και είτε αδιαφορεί για την κοινωνική πραγματικότητα είτε (συνηθέστερα) παρεισάγει κοινωνικές και πολιτικές σκοπιμότητες στη νομική ερμηνεία υπό το πρόσχημα της πιστής ερμηνείας των κειμένων. Αποτελεί έτσι εμπόδιο κατανόησης και κριτικής του δικαίου.

Εδώ επιχειρείται αντιθέτως να εξετασθεί η κοινωνική λειτουργία του νομικού συστήματος με βάση την υλιστική θεώρηση του κράτους: επιδιώκεται να δειχθούν τα όρια του δικαίου και η ανάγκη κοινωνικής υπέρβασής τους, δηλαδή υπέρβασης του ίδιου του δικαίου. Αυτό το αίτημα -που πολλοί θα θεωρήσουν «ξεπερασμένο»-

επιχειρείται να θεμελιωθεί με συγκεκριμένα παραδείγματα ανάλυσης της λειτουργίας νομικών θεσμών και κατασκευών. Καμιά αισιοδοξία δεν δικαιολογείται ως προς την πολιτική δύναμη πειθούς τέτοιων αναλύσεων. Ας μας επιτραπεί ωστόσο η παρατήρηση ότι οι συγκυριακοί λόγοι που καθιστούν σήμερα το νομικό σύστημα ανυπέρβλητο ορίζοντα της πολιτικής σκέψης δεν μπορούν να αποκλείσουν μια ριζική μεταβολή, η οποία θα εκφράσει -για πολλοστή φορά- την ισχύ των κοινωνικών δυνάμεων που κινούν την ιστορία.

Στις παρούσες μελέτες επιχειρείται ο σαφής διαχωρισμός της νομικής μεθόδου από τη θεωρία της κοινωνίας. Σε αντίθεση με τη σύγκλιση-σύγχυση που περιγράψαμε, η θέση περί αυτονομίας του δικαίου ισχύει μόνο στο εσωτερικό του νομικού συστήματος, δηλαδή ως προς τον τρόπο πρόσληψης των ρυθμίσεών του από τους πολίτες και τους θεσμικούς ερμηνευτές. Σε κάθε νομικό πρόβλημα επιχειρείται να δοθεί η ερμηνεία που θεωρούμε ως την πλέον πειστική από εσωτερική-ενδονομική προοπτική. Αντιστικτικά προς αυτές τις αναλύσεις, οι παρατηρήσεις για τη θέση των νομικών θεσμών δείχνουν ότι η ενδονομική ανάλυση όχι μόνον δεν μας διαφωτίζει για την κοινωνική λειτουργία του δικαίου αλλά και τείνει να δημιουργήσει μια ιδεολογική εικόνα παντοδυναμίας και αυτάρκειας του δικαίου. Η απόδοση στο δίκαιο όσων «του ανήκουν» επ' ουδενί λόγω σημαίνει την παραίτηση της κριτικής σκέψης από τη μετανομική θεώρηση.

Από φιλοσοφική άποψη το κοινό σημείο των προκείμενων μελετών εντοπίζεται στην κριτική θεώρηση της κατασκευής περί αυτονομίας των νομικών υποκειμένων.

Πρόκειται για μια -εξωτερική προς τη νομική ερμηνεία- κριτική στην αυτονομία των (ελεύθερων και ίσων) υποκειμένων δικαίου και στην αυτονομία/κυριαρχία του κράτους και του δικαίου, δηλαδή στο φαινόμενο που αποκαλούμε «διττή κυριαρχία» στα σύγχρονα νομικά συστήματα. Ακολουθώντας μια φιλοσοφική γραμμή που έχει ως αφετηρίες τα έργα των Σπινόζα και Μαρξ, οι παρούσες μελέτες διατρέχονται από την επιδίωξη κριτικής ανάδειξης των μορφών και συνεπειών της υποστασιοποίησης στο πεδίο του δικαίου. Το νομικό πλαίσιο των αναλύσεων και η ετερογένεια των μελετώμενων αντικειμένων δεν επιτρέπει τη συστηματική ανάδειξη αυτής της κριτικής θεώρησης. Δεν παύει ωστόσο να συνιστά τη βάση διεξαγωγής των επιμέρους αναλύσεων, το κλειδί της υιοθετούμενης κριτικής θεώρησης.

Οι μελέτες του τόμου εκφράζουν μια κριτική στάση που τις διαφοροποιεί από τις τεχνοκρατικές-χρησιμοθηρικές προσεγγίσεις της «κρατούσας» κατεύθυνσης της νομικής θεωρίας. Ως προς την επιδίωξη κριτικής του δικαίου βεβαίως δεν πρωτοτυπούμε. Η κριτική που εκκινεί από ένα μετανομικό επίπεδο και καταλήγει σε σχεδιάσματα νέων μορφών κοινωνικής αυτορρύθμισης αποτελεί δραστηριότητα σύμφυτη με την εμφάνιση του δικαίου των αστικών κοινωνιών. Οι δύο αιώνες παραγωγής και εφαρμογής του δικαίου αυτού συνοδεύθηκαν από την αδιάκοπη κριτική του. Διατυπώθηκαν κριτικές συντηρητικές (με αφετηρία την αμφισβήτηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου), κριτικές επαναστατικές (κατάργηση του δικαίου στην κατεύθυνση ουσιαστικής ελευθερίας και ισότητας) αλλά και κριτικές μεταρρυθμιστικές (αναζήτηση ενός «καλύτερου» δικαίου στα πλαίσια της κυρίαρχης τάξης πραγμάτων). Οι διαρκείς κρίσεις αποτελεσματικότητας του δικαίου και οι πλείστες αναγγελίες της απαρχαίωσης ή και του τέλους του συνδέονται άμεσα με τις κριτικές αυτές, οι οποίες συνιστούν ένα είδος τύπτουσας συνείδησης του δικαίου και μια διαρκή ένδειξη πως ό,τι εμφανίζεται ως ορθό και οριστικό ούτε είναι ούτε προσλαμβάνεται ως τέτοιο.

Αναγκαία είναι μια διευκρίνιση για τον τίτλο της συλλογής. Ο όρος «δίκαιο της πολιτικής» δεν χρησιμοποιείται ως συνώνυμος του όρου «πολιτικό δίκαιο». Ως «droit politique» δηλώνεται συνήθως το δημόσιο δίκαιο (και το συνταγματικό δίκαιο ως «πυρήνας» της πολιτικότητας) με βάση την αντιδιαστολή προς τομείς του δικαίου που θεωρούνται «μη πολιτικοί». Αφετηριακή παραδοχή είναι εδώ ότι το δίκαιο έχει συνολικά πολιτικό χαρακτήρα, δηλαδή προέρχεται από την πολιτική αντιπαράθεση τόσο τυπικά όσο και ουσιαστικά. Τυπικά μεν διότι η θέσπισή του είναι προϊόν πολιτικών αποφάσεων, ουσιαστικά δε διότι με τις νομικές ρυθμίσεις και την εν γένει λειτουργία του νομικού συστήματος επιχειρούνται πολιτικές παρεμβάσεις σε δεδομένες συγκυρίες και αντανακλάται (σε διαφόρους βαθμούς πιστότητας) η πολιτική αντιπαράθεση.

Από στατική άποψη το δίκαιο αποτελεί κανονιστικό περίβλημα που παγιώνει σε ορθολογικούς κανόνες την πολιτική λειτουργία του κράτους καθιστώντας την εν μέρει αδιαφανή. Αυτή η διαδικασία παράγει μια μερική απώθηση-επικάλυψη του πολιτικού χαρακτήρα της κρατικής δράσης. Συνιστά δε μια πολιτική πράξη συγκάλυψης-νομιμοποίησης της κυρίαρχης πολιτικής μέσω εννοιών όπως «γενικό συμφέρον», «δημόσια υπηρεσία», «δικαστική ανεξαρτησία», «τεχνική» δράση της δημόσιας διοίκησης.

Στις προκείμενες μελέτες αναλύονται, με συγκεκριμένες αφορμές, οι πολιτικές προϋποθέσεις και συνέπειες του δικαίου. Έτσι ο ορισμός του αντικειμένου των μελετών ως «δικαίου της πολιτικής» αφενός προσδιορίζει πού «ανήκει» το δίκαιο και αφετέρου δηλώνει την ενοφθάλμιση της ανάλυσης σε ένα συγκεκριμένο πεδίο της πολιτικής διαδικασίας: στην παραγωγή και λειτουργία του νομικού συστήματος, το οποίο επιχειρεί να ελέγξει την πολιτική, καίτοι συνιστά προϊόν της.

Η πρώτη και η τρίτη μελέτη είναι αδημοσίευτες, ενώ η δέκατη μεταφράζεται για πρώτη φορά από το γερμανικό πρωτότυπο. Οι λοιπές οκτώ μελέτες έχουν δημοσιευθεί σε περιοδικά και συλλογικούς τόμους. Για την παρούσα έκδοση βελτιώθηκαν από τεχνική και εκφραστική άποψη, απαλείφθηκαν οι επικαλύψεις, επιχειρήθηκε η βιβλιογραφική ενημέρωση και πραγματοποιήθηκαν διευκρινίσεις και προσθήκες. Δεν επιδιώχθηκε ωστόσο να αλλοιωθεί ο «χρονολογημένος» χαρακτήρας των μελετών ως παρεμβάσεων σε νομικά προβλήματα που δημιούργησαν συγκεκριμένες συγκυρίες. Όλες οι μελέτες συνιστούν ίχνη μιας δραστηριότητας συγγραφής που είχε ως υλικές έδρες πόλεις της Δυτικής Ευρώπης. Πνευματική πηγή ήταν οι συζητήσεις με φίλους και οι βιβλιοθήκες που διαφυλάσσουν αυτό που πρέπει να αποκαλέσουμε συνταγματικό δίκαιο σε παγκόσμια προοπτική.

Ιούλιος 1999, Δ. Δ.



ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ

Εκδόσεις ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤα Εμμ. Μπενάκη 59, 10681 Αθήνα, τηλ. 3891820 - fax 3836658

Διευθυντής σειράς Γιάννης Μηλιός

Δημήτρης Δημούλης

Το δίκαιο της πολιτικής. Μελέτες συνταγματικής θεωρίας και ερμηνείας