O Σπινόζα αποτελεί ιδιόμορφη περίπτωση στην ιστορία των πολιτικών ιδεών: είναι περίπου σύγχρονος των μεγάλων στοχαστών που εγκαινίασαν τη νεότερη πολιτική σκέψη. εν πολλοίς χρησιμοποιεί τις ίδιες θεωρητικές έννοιες με αυτούς και, από πρακτική άποψη, σαφώς συμμερίζεται τα πλέον προωθημένα από τα πρακτικά αιτήματα στα οποία απολήγουν οι θεωρίες τους (π.χ. οι θεωρίες των Χομπς, Λοκ, Ρουσώ και Καντ, παρά τις μεγάλες επιμέρους διαφορές μεταξύ τους). Ενδεικτικά, συνηγορεί ρητά υπέρ της δημοκρατικής διακυβέρνησης, του περιορισμού του ρόλου της εκκλησίας στα πολιτικά πράγματα, της ελευθερίας της γνώμης και, με ορισμένες επιφυλάξεις, υπέρ της ελευθερίας οικονομικής δραστηριότητας.
Παρά τις συμπτώσεις αυτές, στην παρούσα εργασία υποστηρίζεται ότι ο Σπινόζα πρέπει να τοποθετηθεί εκτός του κύριου ρεύματος της κλασικής πολιτικής σκέψης, καθότι τα κλασικά αυτά αιτήματα του πολιτικού φιλελευθερισμού τα θεμελιώνει θεωρητικά όχι στην ελευθερία της βούλησης και, γενικά, στο νομικό υπόδειγμα σκέψης, αλλά:
α) σε μια αυστηρά μονιστική και αιτιοκρατική οντολογία, βασισμένη στην πρόσφατη τότε κατάκτηση της νέας, επιστημονικής (φυσικής - μη κανονιστικής) έννοιας του νόμου. και
β) σε μια ευδαιμονιστική ηθική, η οποία δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει την παρεξηγήσιμη διατύπωση ότι "το δίκαιο ταυτίζεται με τη δύναμη".
Αν δηλαδή επί του πρακτέου συχνά τοποθετείται από την ίδια πλευρά με τους θεωρητικούς του κοινωνικού συμβολαίου, ωστόσο η θεωρητική διαδρομή μέσω της οποίας οδηγείται να τοποθετηθεί εκεί είναι συνήθως η ακριβώς αντίθετη από τη διαδρομή εκείνων.
Κατ' αυτή την έννοια, ο Σπινόζα εμφανίζεται ως ο μόνος ίσως στοχαστής της κλασικής εποχής που είναι δημοκράτης, αλλά μη φιλελεύθερος στη θεωρία.
Το στοιχείο αυτό ίσως να του προσδίδει κάποια επικαιρότητα, σε μια εποχή κατά την οποία ο φιλελευθερισμός - ειδικότερα μάλιστα η οικονομική ελευθερία - τείνει να θεωρείται ως συνώνυμο, ως ο μόνος τρόπος ύπαρξης της δημοκρατίας. Ίσως, με άλλα λόγια, να δείχνει το ενδιαφέρον του για όσους δεν αποδέχονται ως μοιραία και αυτονόητη αυτή την ταύτιση - και τη χρησιμότητά του για όσους θέλουν να κατανοήσουν κριτικά τις λογικές της προϋποθέσεις. Δεν πρέπει εξάλλου να είναι άσχετο με την "ανακάλυψή" του από τους κύκλους της ριζοσπαστικής ιδίως κοινωνικής σκέψης της Δυτικής Ευρώπης από τη δεκαετία του 60 και μετά και με το γεγονός ότι, σε αυτά τα 40 περίπου χρόνια, έχουν γραφεί για τον πολιτικό Σπινόζα σχεδόν όσα έργα δεν είχαν γραφεί κατά τους τρεις προηγούμενους αιώνες που μεσολάβησαν από το θάνατό του.
To βιβλίο βασίζεται στο διδακτορικό του συγγραφέα στη φιλοσοφία του δικαίου, με θέμα "Η έννοια του φυσικού δικαίου στη φιλοσοφία του Σπινόζα" (η φράση αυτή έχει διατηρηθεί ως υπότιτλος).
Στην προσπάθειά του να αναδείξει τις πολιτικές συνεπαγωγές της σπινοζικής φιλοσοφίας, ο Γαβριηλίδης στηρίζεται σε όλες αυτές τις αναλύσεις του παρελθόντος, ιδίως εκείνες από τη δεκαετία του 1960 και μετά· πάνω απ' όλα, όμως, δείχνει να εμπνέεται από μια ιταλική συμβολή: την τολμηρή προσέγγιση του Αντόνιο Νέγκρι. Ο τότε αυτοεξόριστος, και νυν κρατούμενος στις ιταλικές φυλακές, φιλόσοφος και πολιτικός αγωνιστής, έκανε και αυτός το 1981 μια θυελλώδη παρέμβαση στο ζήτημα της ερμηνείας του Σπινόζα, στον οποίο αφιέρωσε ένα από τα πιο παθιασμένα και πρωτότυπα έργα του, την Άγρια Ανωμαλία. Στο έργο αυτό ο Νέγκρι υποστηρίζει ότι πρέπει να δούμε το Σπινόζα ενταγμένο σε μια γραμμή κριτική και ανταγωνιστική προς την καπιταλιστική νεωτερικότητα, η οποία ξεκινά από το Μακιαβέλι και οδηγεί στον Μαρξ.
Η Δημοκρατία κατά του φιλελευθερισμού συμμερίζεται αυτή την ερμηνευτική επιλογή, αλλά δοκιμάζει την ισχύ της σε νέα πεδία, ιδίως αυτό της νομικοπολιτικής φιλοσοφίας. Αναδεικνύει την απόλυτα αιτιοκρατική σπινοζική σύλληψη του νόμου, όπως αυτή αποτυπώνεται στην παρεξηγήσιμη πρόταση "το δίκαιο του καθενός ταυτίζεται με τη δύναμή του"· ισχυρίζεται όμως, με μια διατύπωση που παραπέμπει στον Φουκώ και τον Πουλαντζά, ότι η πρόταση αυτή δεν απολήγει στο «δίκαιο του ισχυροτέρου», αλλά σε μία σχεσιακή θεωρία της εξουσίας.
Εκτός από τη συσχέτιση αυτή, ο συγγραφέας προσπαθεί να αναδείξει ορισμένες ακόμη αναλογίες της σπινοζικής σκέψης με νεότερες προσεγγίσεις, όπως είναι ιδίως η ψυχαναλυτική θεωρία, η φιλοσοφία του Νίτσε και, προς το τέλος, κάποιες όψεις της θεωρίας της αφήγησης σχετικά με τη λογοτεχνική ερμηνεία και τις σχέσεις ή τις διαφορές της με την ερμηνεία του νόμου.
Εκεί όμως που αναμφίβολα η ανάλυσή του μας φαίνεται εξαιρετικά οικεία είναι το δεύτερο κεφάλαιο, όπου εξετάζονται κάποιοι παράγοντες που διαδραματίζουν θεμελιώδη ρόλο για τη συγκρότηση του κράτους, όπως: οι ένοπλες δυνάμεις, η κατανομή του κοινωνικού πλούτου, η θρησκευτική πίστη και ο ρόλος της εκκλησίας, το ζήτημα της εθνικής ένταξης και της μετανάστευσης...
Το βιβλίο χρησιμοποιεί ως αφετηρία τη σκέψη του Σπινόζα για να προσεγγίσει κριτικά τα σύγχρονα πολιτικά προβλήματα. Διαπιστώνουμε έτσι ότι ο Σπινόζα είναι πολύ κοντά και, ταυτόχρονα, πολύ μακριά μας: τα προβλήματα που αναδεικνύει απασχολούν και σήμερα τον πολιτικό λόγο· ωστόσο, οι λύσεις που έχουν επιλεγεί κατά την μέχρι τώρα εξέλιξη των ευρωπαϊκών εθνικών-αστικών κρατών είναι συνήθως οι αντίθετες από αυτές που εισηγήθηκε εκείνος, στην Ολλανδία του 17ου αιώνα. ..
ΕΙΣΑΓΩΓη Πραγματολογικό πλαίσιο................................................................... 11
Προδιάθεση...................................................................................... 13
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ - Ο ΣΠΙΝΟΖΙΚΟΣ ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΦΥΣΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ. ........... 29
1. Οι έννοιες του νόμου.................................................................. 29
2. Ο επιστημονικός νόμος και οι φιλοσοφικές χρήσεις του. ............ 33
3. Το δικαίωμα ως δύναμη. ............................................................ 40
3α. Η «γενική ιδέα του ανθρώπου» και η ουσία του .................... 44
3β. Το φυσικό δικαίωμα του ανθρώπου....................................... 48
4. Ο νόμος της επιθυμίας............................................................... 53
5α. Το παράδειγμα του παιδιού. ...................................................... 61
5β. Η «εκ γενετής ελευθερία». ......................................................... 69
6. Ο Θεός και ο δικαστής................................................................ 76
7. Το συμφέρον και το ωφέλιμο...................................................... 86
8. Εντεύθεν του καλού και του κακού.............................................. 96
9. Η θεολογία ως ασθένεια και ως φάρμακο.................................. 100
10. Η «κοινωνήσιμη ατομικότητα»................................................... 109
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ-ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ.............................................. 125
1. Το «κοινωνικό σύμφωνο» (και οι φυσικοί περιορισμοί του). ...... 133
2. Το δίκαιο ως δύναμη. ................................................................ 145
3. Το ζήτημα των εγγυήσεων. ...................................................... 155
3. Το ζήτημα της επανάστασης..................................................... 166
4. Η αρχιτεκτονική του πολέμου. .................................................. 173
5α. Πόλεμος και πολιτική.......................................................... 181
6. Η δημοκρατία ως παραγωγή.................................................... 190
7. Το χρήμα και οι ανάγκες... ....................................................... 206
7α. Η πολιτική σημασία του πλούτου....................................... 211
7β. Από τα πάθη προς το συμφέρον;...................................... 216
8. Το πρόβλημα της ιδεολογίας... .................................................. 219
8α. Η «αληθής θρησκεία» ........................................................ 222
8β. Οντολογία της δύναμης και ανεκτικότητα ........................ 230
8γ. Ελευθερία του λόγου: μια νέα πολιτική της φιλοσοφίας..... 237
9α. Ο «θρησκευτικός πατριωτισμός». ........................................... 243
9β. Έθνη, τάξεις, άτομα................................................................. 250
9γ. Από τη διασπορά στην αφομοίωση.................................................. 257
9δ. Μετανάστευση και δημοκρατία................................................ 263
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ - Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΕΙΑΚΟΥ ΝΟΜΟΥ. .................................. 269
1α. Περί κολασμού - προκαταρκτικές παρατηρήσεις.................... 272
1β. Η ποινή και η αγανάκτηση....................................................... 276
2. Ο στόχος της βελτίωσης του ανθρώπου. ................................. 284
3. Pietas: μια πολιτική θεμελίωση της ποινής... ........................... 293
3α. Το έγκλημα τελείται αναγκαία............................................ 296
3β. ...και τιμωρείται αναγκαία ................................................. 302
3γ. Κάποιες μη νομικές «εγγυήσεις» ....................................... 308
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ - ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ: ΤΟ ΔΙΚΑΙο ΚΑΙ ΟΙ ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ................................................................................................. 315
1. Ο Νόμος και οι ιστορίες (του). .................................................. 318
2. Σημεία και τέρατα: οι κίνδυνοι της ανάγνωσης... ..................... 324
3. Οι ιστορίες και οι νόμοι τους...................................................... 328
4. Η σύγχυση των φιλοσόφων...................................................... 339
5. Το πολιτειακό δίκαιο και η ερμηνεία του στον Σπινόζα. ............... 343
5α. «Θετικισμός»;....................................................................... 349
5β. Λόγος, βούληση, νόμος ......................................................... 359
6. Η εργασία των νομικών. ............................................................. 367
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ - ΕΞΟΥΣΙΑ, ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ: ΣΥΜ Π Ε ΡΑΣ Μ ΑΤΑ. ... 373
1α. Τα παιδιά και οι φιλόσοφοι........................................................ 375
1β. Η προοπτική της ενηλικίωσης... ................................................ 382
2. Οι «δύο γραμμές άμυνας»: σχέση ηθικής και πολιτικής................. 388
3. Ο πολιτειακός νόμος και η ελευθερία........................................... 394
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ............................................................................. 405
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
- Βιογραφικά. Ο Baruch d' Espinosa ή, εκλατινισμένα, Benedictus de Spinoza γεννήθηκε στο Άμστερνταμ το 1632 από γονείς σεφαραδίτες, οι οποίοι είχαν εγκαταλείψει την καθολική Πορτογαλία για να εγκατασταθούν στην ανεκτικότερη Ολλανδία - στις Ηνωμένες Επαρχίες των Κάτω Χωρών, όπως ήταν τότε το επίσημο όνομα του κράτους. Μικρός διδάχθηκε την ταλμουδική παράδοση, αλλά από αρκετά νωρίς διαμόρφωσε ίδιες απόψεις αντίθετες προς την ορθοδοξία των ραββίνων, οι οποίοι, μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια συνδιαλλαγής, τον απέπεμψαν από την εβραϊκή κοινότητα το 1656. Στη συνέχεια, παρακολούθησε μαθήματα λατινικών και φυσικών επιστημών στη σχολή του Ιησουίτη Franciscus van den Enden. Ο van den Enden αργότερα έμελλε να εκτελεστεί στη Γαλλία για "ανατρεπτική δραστηριότητα".
Το 1660, μετά και από μία δολοφονική απόπειρα που φέρεται ότι έγινε εναντίον του από φανατικό Εβραίο, μετακινείται προς το Rijnsburg (σήμερα προάστιο του Λέιντεν) και, έχοντας παραιτηθεί από τα κληρονομικά του δικαιώματα στην εμπορική επιχείρηση του πατέρα του, κερδίζει τα προς το ζην επισκευάζοντας φακούς - πράγμα που τον κάνει έναν από τους λίγους χειρώνακτες φιλοσόφους στην ιστορία.
Το 1670, ο Σπινόζα μετακομίζει ακόμη μια φορά στο Voorburg της Χάγης. στο σπίτι αυτό, το οποίο, όπως και το προηγούμενο, σώζεται ακόμη σήμερα, θα τον επισκεφθεί ο Λάιμπνιτς. Τρία χρόνια αργότερα, ο εκλέκτορας του Παλατινάτου τού προτείνει έδρα φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, την οποία όμως αρνείται. Το 1677 πεθαίνει από φθίση, αφήνοντας ημιτελή την Πολιτική Πραγματεία του.
Ο Σπινόζα, μολονότι ζούσε στην πιο προωθημένη από την άποψη της ελευθεροτυπίας χώρα της Ευρώπης, δεν κατάφερε εν ζωή να εκδώσει με το δικό του όνομα κανένα από τα κυρίως φιλοσοφικά έργα του (πέρα από τις Αρχές της φιλοσοφίας του Ντεκάρτ, αποδειγμένες με γεωμετρική τάξη). Η Θεολογικο -πολιτική Πραγματεία εκδόθηκε ανώνυμα, την Ηθική την απέσυρε ο ίδιος από το τυπογραφείο για προληπτικούς λόγους, ενώ η Πολιτική Πραγματεία περιλήφθηκε μετά το θάνατό του στα Opera Posthuma, τα οποία εξάλλου καταδικάστηκαν αμέσως ως αιρετικά και αθεϊστικά από τις αρχές των Κάτω Χωρών.
- Ιστορικά. Ο 17ος αιώνας στην Ολλανδία υπήρξε μια εποχή τρομερά πυκνή σε ιστορικά γεγονότα: εποχή εντυπωσιακής οικονομικής ανάπτυξης και έντονων πολιτικών αγώνων. Μετά την κατάκτηση της ανεξαρτησίας τους από το ισπανικό στέμμα (το 1648), οι Κάτω Χώρες καθίστανται παγκόσμια δύναμη και βάση ανάπτυξης της ισχυρότερης εμπορικής, αλλά και πρώιμα βιομηχανικής αστικής τάξης της Ευρώπης. "Η μεγαλύτερη τράπεζα της Ευρώπης βρίσκεται στο Άμστερνταμ. Στο Λέιντεν, το Χάρλεμ και την Ουτρέχτη αναπτύσσεται η υφαντουργία, στο Ντελφτ ανοίγει μια χειροτεχνία πορσελάνης. στο ίδιο το Άμστερνταμ κόβεται το διαμάντι και μετασχηματίζονται τα αποικιακά προϊόντα"[1] .
Οι κοινωνικοοικονομικές ανακατατάξεις είχαν τον αντίκτυπό τους στις πολιτικές μορφές που υιοθετεί το νεότευκτο κράτος, καθότι γέννησαν και έφεραν στο προσκήνιο κάποιες νέες δυνάμεις, φιλελεύθερων-αντιμοναρχικών τάσεων. Οι πρώτες δεκαετίες της ζωής των Ηνωμένων Επαρχιών σημαδεύονται από τον θανάσιμο ανταγωνισμό μεταξύ των δυνάμεων αυτών και της δυναστείας της Οράγγης. Το 1650, οι πρώτες φάνηκε προσωρινά να επικρατούν, αναδεικνύοντας ως πρωθυπουργό (pensionaris) τον Jan de Witt - για τον οποίο αναφέρεται ότι υπήρξε προσωπικός φίλος του Σπινόζα. Τέσσερα χρόνια αργότερα, καταργήθηκε και το ανώτατο αξίωμα του stadhouder - κατά λέξη, "τοποτηρητή" - το οποίο υφίστατο ήδη από την περίοδο της ισπανικής επικυριαρχίας και δινόταν κατά παράδοση σε εκπρόσωπο της οικογένειας της Οράγγης. (Σημειωτέον πάντως ότι, ήδη πριν την κατάργησή του, το αξίωμα αυτό δεν ήταν από τυπική άποψη κληρονομικό, οπότε το πολίτευμα δεν χαρακτηριζόταν επισήμως μοναρχικό).
Μετά από αρκετές αποτυχημένες απόπειρες επανόδου, οι μοναρχικοί το 1672 εκμεταλλεύονται την εισβολή του Λουδοβίκου του 14ου της Γαλλίας και τις καταστροφές που επακολούθησαν, πείθοντας τους Ολλανδούς ότι γι' αυτές ευθύνονται οι επιλογές των αδελφών de Witt. Οι τελευταίοι σφαγιάζονται από το οργισμένο πλήθος και η δυναστεία της Οράγγης παλινορθώνεται στην εξουσία. Stadhouder αναδεικνύεται ο Γουλιέλμος ο Γ΄, ο οποίος δεκαέξι χρόνια αργότερα επρόκειτο να κληθεί στον αγγλικό θρόνο μετά την "ένδοξη επανάσταση"[2] .
Για να αποκτήσει κανείς μια πρώτη ιδέα του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβάνεται ο Σπινόζα το φυσικό δίκαιο και της θέσης που του επιφυλάσσει στην πολιτική του θεωρία, μπορεί να λάβει κατ' αρχάς ως βάση δύο χαρακτηριστικά "μεταγλωσσικά" χωρία, στα οποία μιλά για τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται ο ίδιος το έργο του.
Το πρώτο είναι η 4η παράγραφος του εισαγωγικού πρώτου κεφαλαίου της Πολιτικής Πραγματείας, στην οποία προειδοποιεί τον αναγνώστη: "Όταν λοιπόν καταπιάνομαι να στοχαστώ την πολιτική, δεν επιδιώκω να πω τίποτε που να είναι νέο ή πρωτάκουστο, αλλά να αποδείξω με σαφείς και αναντίρρητους συλλογισμούς και να συναγάγω από την ίδια τη συνθήκη της ανθρώπινης φύσης αυτά τα οποία συνάδουν καλύτερα με την πρακτική".
Το δεύτερο είναι ένα απόσπασμα από την επιστολή 50 προς τον Jarig Jelles, στην οποία (όπως εξάλλου γίνεται αμέσως σαφές από το κείμενο) ο Σπινόζα αυτο-σχολιάζεται μετά από σχετική παράκληση του αλληλογράφου του, λέγοντας τα εξής:
"Με ερωτάς ποια διαφορά υπάρχει μεταξύ του Hobbes και εμού ως προς την πολιτική: η διαφορά αυτή είναι ότι εγώ διατηρώ πάντοτε σε ισχύ το φυσικό δίκαιο και ότι, σε μια πολιτεία, δεν αναγνωρίζω στην υπέρτατη εξουσία δικαίωμα επί των υπηκόων, παρά μόνο στο μέτρο που η ισχύς της υπερβαίνει την ισχύ εκείνων. πρόκειται για μια συνέχιση της φυσικής κατάστασης".
Οι δύο αυτές φαινομενικά αντιθετικές περιγραφές οριοθετούν συμπληρωματικά το πεδίο της σπινοζικής παρέμβασης και τη θέση της στην ιστορία των θεωριών φυσικού δικαίου, αποδίδοντάς της ταυτόχρονα μια ιδιαιτερότητα και μια έλλειψη πρωτοτυπίας. Και οι δύο, με μια ιδιαίτερη έννοια, είναι αληθείς. Από εννοιολογική άποψη, ο Σπινόζα δεν κομίζει κάποια συγκλονιστική καινοτομία. Χρησιμοποιεί το λίγο-πολύ παγιωμένο, στην εποχή του, οπλοστάσιο εννοιών κάθε πολιτικής θεωρίας "που σεβόταν τον εαυτό της", δηλαδή το γνωστό θεωρητικό πλαίσιο των θεωριών φυσικού δικαίου: διάκριση φυσικής/πολιτειακής κατάστασης, μεταβίβαση δικαιωμάτων, υπέρτατη εξουσία κ.ο.κ.
Από την άλλη πλευρά, όμως, από τις έννοιες αυτές άλλες χρησιμοποιούνται με σημασία διαφορετική από τη συνηθισμένη (πράγμα για το οποίο ο ίδιος είχε σαφή συνείδηση, όπως μόλις παραπάνω είδαμε) και άλλες εντάσσονται σε μια τελείως νέα προοπτική, με αποτέλεσμα η σπινοζική θεωρία, παρά τη σύμπτωση στην ορολογία, κατ' ουσίαν να διαφέρει σε πολλά σημεία από το σύνολο των υπόλοιπων θεωριών φυσικού δικαίου. Θα μπορούσαμε λοιπόν γι' αυτή να επαναλάβουμε ότι, "όπως γίνεται συχνά σε μεταβατικές εποχές, όταν ανανεωτικές και συντηρητικές αντιλήψεις και προθέσεις διασταυρώνονται πολλαπλά και κάποτε παράδοξα, έτσι κι εδώ μια έννοια παραδοσιακή φορτίζεται με περιεχόμενο όχι μόνο καινούριο, αλλά και αντίθετο προς το προηγούμενό της, ενώ παράλληλα η ριζοσπαστικότητα της αλλαγής καλύπτεται από τη γλωσσική χρήση"[3] .
Σε αυτό ακριβώς, στο γεγονός δηλαδή ότι η σπινοζική γραφή συνιστά κατά κάποιον τρόπο "οίνο νέο σε ασκούς παλαιούς", έγκειται ο κίνδυνος και, ταυτόχρονα, η γοητεία της ανάγνωσής της. Ο εντοπισμός της σχέσης αυτών των παραδοσιακών εννοιών με το καινούριο περιεχόμενό τους, δηλαδή η ανάδειξη αυτής της ριζοσπαστικότητας της αλλαγής, θα αποτελέσει το αντικείμενο της παρούσας εργασίας. Σημείο εκκίνησής της, κατά τα ανωτέρω, συνιστά η υπόθεση ότι ο Σπινόζα χαρακτηρίζεται από μια βασική ιδιαιτερότητα σε σχέση με τους υπόλοιπους στοχαστές της περιόδου, κατά την οποία εγκαινιάζεται η νεότερη πολιτική θεωρία, και ιδιαίτερα σε σχέση με τους υπόλοιπους στοχαστές που αναφέρθηκαν στην έννοια του φυσικού δικαίου. Aπό τώρα ας σημειώσουμε ότι η ιδιαιτερότητα αυτή θα μπορούσε να διατυπωθεί ως εξής:
Κάνοντας αφαίρεση των επιμέρους διαφορών, μπορούμε σχηματικά να ισχυριστούμε ότι το έργο των περισσότερων από τους προαναφερθέντες στοχαστές απολήγει στη διατύπωση ορισμένων αιτημάτων σχετικών με την οργάνωση της πολιτείας, τα οποία επικράτησε να κωδικοποιούνται υπό το γενικό όνομα του πολιτικού φιλελευθερισμού. Η σπινοζική σκέψη σαφώς συμμερίζεται, και μάλιστα σε ένα αρκετά πρώιμο στάδιο, ορισμένα τουλάχιστον από τα πρακτικά αυτά αιτήματα: ενδεικτικά, συνηγορεί ρητά υπέρ της δημοκρατικής διακυβέρνησης, υπέρ του περιορισμού του ρόλου της εκκλησίας και του διαχωρισμού της από το κράτος και υπέρ του δικαιώματος δημόσιας έκφρασης της γνώμης. Επίσης, για την ελευθερία οικονομικής δραστηριότητας, μολονότι τα πράγματα είναι πιο πολύπλοκα, μπορούμε σίγουρα να πούμε ότι, πάντως, δεν αντιτίθεται σε αυτή. Αν όμως επί του πρακτέου συχνά τοποθετείται από την ίδια πλευρά με τους λοιπούς θεωρητικούς του φυσικού δικαίου, ωστόσο η θεωρητική διαδρομή μέσω της οποίας οδηγείται να τοποθετηθεί εκεί είναι συνήθως η ακριβώς αντίθετη από τη διαδρομή εκείνων.
Για να το εκφράσουμε επιγραμματικά, στο Σπινόζα βρίσκουμε μια δημοκρατική πολιτική θεωρία, θεμελιωμένη σε μία φιλοσοφία της οποίας κεντρική έννοια, από άποψη οντολογική, ηθική, ακόμα και δικαιική[4] , είναι η δύναμη (potentia).
Για κάποιον που προσπαθεί στο παρόν να στοχαστεί πάνω στα αντίστοιχα προβλήματα των σύγχρονων κοινωνιών, πιστεύω ότι δεν στερείται ενδιαφέροντος να μελετήσει ένα έργο, στο οποίο ανευρίσκονται τα ίδια (εν μέρει) πρακτικά προτάγματα, με άλλη όμως θεωρητική θεμελίωση. Τόσο μάλλον που, για τα ανωτέρω προβλήματα, καλό είναι να υπενθυμίσουμε - αν δεν καταντά υπερβολικά κοινότοπο - ότι, κατά το συνήθως λεγόμενο, "διατηρούν και σήμερα την επικαιρότητά τους" και ότι η λύση τους κάθε άλλο παρά δεδομένη ή αυτονόητη πρέπει να θεωρείται, τόσο από θεωρητική όσο και, κυρίως, από πρακτική άποψη, στο πλαίσιο της κυρίαρχης δυτικής σκέψης. Σε περιόδους κατά τις οποίες υποστηρίζεται γενικώς ότι αυτός ο τρόπος σκέψης αντιμετωπίζει "αδιέξοδα" και "κρίσεις" (έστω και αν λίγες περιόδους μπορούμε να σκεφτούμε κατά τις οποίες κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε - ή ίσως κατά μείζονα λόγο γι' αυτό), διαφορετικές θεωρητικές προτάσεις καθίστανται ίσως περισσότερο άξιες της προσοχής και της μελέτης μας.
Αυτό ακριβώς, κατά συνέπεια, αποτέλεσε το βασικό έναυσμα για τη θεωρητική ενασχόληση με μια σκέψη, η οποία κατά τα λοιπά, δηλ. τόσο ως προς τη λογική της συγκρότηση όσο και ως προς το περιεχόμενό της, δείχνει εκ πρώτης όψεως αρκετά απομακρυσμένη από τις τρέχουσες έγνοιες του νομικοπολιτικού στοχασμού. Μέσα από αυτήν έκρινα ότι μπορεί να αποκτηθεί μια καλύτερη κατανόηση για την απαρχή της πορείας, η οποία οδήγησε στη διαμόρφωση του θεωρητικού πεδίου όπως έχει σήμερα.
Θεωρώ λοιπόν ότι η γνωριμία με τη σκέψη αυτή είναι σκόπιμη και χρήσιμη για το παρόν. Όχι κατ' ανάγκην με την έννοια ότι καλούμαστε να την υιοθετήσουμε αυτούσια. ο Σπινόζα, όπως είπαμε, προσεγγίζει την πολιτική και το δίκαιο από ένα πρίσμα που μοιάζει αρκετά ξένο για την ύστερη νεωτερικότητά μας. Ωστόσο, η προσέγγιση αυτή εκβάλλει ενίοτε σε σημεία που μας φαίνονται εξαιρετικά οικεία και σύγχρονα, και από το πρίσμα αυτό μπορούμε να δούμε κριτικά και να κατανοήσουμε ίσως καλύτερα ορισμένες πτυχές σημερινών πολιτικών και φιλοσοφικών αντιπαραθέσεων.
- Περιεχόμενο και διάρθρωση της εργασίας. Η διαφορετική θεωρητική θεμελίωση, η οποία αναφέρθηκε επιγραμματικά προηγουμένως, έχει ήδη τις ρίζες της, σε τελευταία ανάλυση, στον τρόπο με τον οποίο ο Σπινόζα ορίζει το φυσικό δίκαιο και, κατά μία έννοια, μπορεί να λεχθεί ότι αποτελεί απόρροια του ορισμού αυτού. Αυτό αποτελεί το αντικείμενο του πρώτου κεφαλαίου. Εκεί επισημαίνεται ότι ο ορισμός που δίδει ο ίδιος ο Σπινόζα για το φυσικό δίκαιο αφενός τελεί σε σχέση με τις πρόσφατες τότε επιστημονικές ανακαλύψεις και, αφετέρου, ότι μπορεί να γίνει κατανοητός μόνο μέσα στο πλαίσιο της συνολικής οντολογίας του Σπινόζα, της οποίας αποτελεί βασική έννοια, στενά συνδεδεμένη με άλλες έννοιες, όπως είναι ιδίως η δύναμη, η επιθυμία, η ελευθερία και το αγαθό (=ωφέλιμο). Η σημασία των εννοιών αυτών και η σχέση τους με τη σπινοζική έννοια του φυσικού δικαίου αναλύεται αντίστοιχα στις ενότητες 3, 4, 5-6 και 7-8. Επισημαίνονται επίσης οι θεωρητικές συνέπειες που έχει ο ορισμός αυτός, ιδίως δε οι ομοιότητες και οι διαφορές που παρουσιάζει σε σχέση με αντίστοιχους ορισμούς της προηγούμενης φιλοσοφικής παράδοσης, αφενός, και των νεωτερικών τάσεων αφετέρου. Συγκεκριμένα, θα δειχθεί ότι, με τον ορισμό του για το φυσικό δίκαιο, ο Σπινόζα έρχεται σε ρήξη με τη σχολαστική οντολογία, κατά τρόπο όμως διαφορετικό απ' ό,τι το πράττουν οι περισσότεροι σύγχρονοι ή λίγο μεταγενέστεροι απ' αυτόν στοχαστές.
Η προαναφερθείσα διαφορά έχει σημαντικότατες συνέπειες για τον τρόπο με τον οποίο νοείται η συγκρότηση της κοινωνίας και του κράτους. Μια πρώτη αναφορά στις συνέπειες αυτές γίνεται στην 9η ενότητα, ενώ η ανάπτυξή τους αποτελεί το κυρίως αντικείμενο του δεύτερου κεφαλαίου. Εκεί εξετάζεται η σπινοζική εκδοχή για την περίφημη έννοια της πολιτειακής κατάστασης, η οποία αποτέλεσε εκ των ων ουκ άνευ στοιχείο για όλες τις θεωρίες σύστασης του πολιτικού το 17o και το 18o αιώνα. Στη συνέχεια αναλύεται η σημασία που αποκτούν, με βάση τη εκδοχή αυτή, για τη λειτουργία του κράτους ορισμένοι παράγοντες που, κατά τους Νέους Χρόνους, θεωρούνται βασικές ορίζουσες για το ζήτημα της εξουσίας. Τέτοιοι παράγοντες, για να τους προσδιορίσουμε με σημερινή βεβαίως και όχι σπινοζική ορολογία, είναι οι κατασταλτικοί μηχανισμοί (ενότητα 5), το πολιτικό επίπεδο ή επίπεδο της αντιπροσώπευσης (ενότητα 6), η οικονομία (ενότητα 7) και, τέλος, η ιδεολογία και οι μηχανισμοί της (ιδίως ενότητες 8 και 9).
Στο κεφάλαιο αυτό αναπτύσσεται η κατά τη γνώμη μου εξαιρετικά ενδιαφέρουσα αντίληψη περί δημοκρατίας που μπορούμε να βρούμε - εν σπέρματι - στο Σπινόζα, και επιχειρείται μια συγκριτική ανάγνωσή της με την αντίστοιχη του Ζαν-Ζακ Ρουσώ. Η ανάλυση αυτή οδηγεί στην επιγραμματική φράση που χρησίμευσε και ως τίτλος της εργασίας υπό την παρούσα μορφή της.
Αφού λοιπόν προηγηθεί, σε ένα γενικότερο φιλοσοφικό επίπεδο, η έκθεση των θέσεων του Σπινόζα για το φυσικό δίκαιο και την πολιτειακή κατάσταση, στο τρίτο κεφάλαιο θα εξετάσουμε, συνδυάζοντας τις γενικές αυτές θέσεις με ειδικότερες και πιο περιορισμένου εύρους αναφορές των έργων - καθώς και της αλληλογραφίας - του Σπινόζα, ποια αντίληψη μπορεί να αποδοθεί σ' αυτόν σχετικά με τη λειτουργία του δικαιικού μηχανισμού μέσα στην πολιτεία. Ως τέτοιος, βέβαια, στις σχετικές αναφορές νοείται κατ' εξοχήν ο κολαστικός μηχανισμός, γι' αυτό και οι αναπτύξεις του συγκεκριμένου κεφαλαίου επιχειρούν κάποιες συσχετίσεις με νεότερες θεωρίες που έχουν εκφραστεί στο πλαίσιο ιδίως του ποινικού δικαίου - στο βαθμό τουλάχιστον που είναι δυνατό να συγκρίνουμε έννοιες και όρους που χρησιμοποιούνται σε διαφορετικά συμφραζόμενα. Προς τούτο, περισσότερο απ' ό,τι στα προηγούμενα, θα χρειαστεί να επιχειρηματολογήσουμε με βάση την αναλογία ή την αντιδιαστολή ή, απλώς, να προεκτείνουμε λογικά σκέψεις διατυπωμένες ελλειπτικά ή παρεμπιπτόντως, προκειμένου να συναγάγουμε τη θέση του Σπινόζα για θέματα, για τα οποία αυτός δεν έχει εκφρασθεί.
Το ίδιο ισχύει και για το τέταρτο κεφάλαιο, στο οποίο, παραμένοντας στο ιδιαίτερο επίπεδο του δικαίου, θα προσπαθήσουμε να δούμε ποια αντίληψη προκύπτει από το σπινοζικό έργο για ένα κεντρικό ζήτημα της σύγχρονης φιλοσοφίας του δικαίου "εν στενή εννοία", το ζήτημα της ερμηνείας του νόμου, εκκινώντας ιδίως από τις θέσεις που ρητά διατυπώνει ο Σπινόζα σχετικά με την ερμηνεία της Αγίας Γραφής στο περίφημο 7ο κεφάλαιο της Θεολογικο-πολιτικής Πραγματείας. Η σημασία των θέσεων αυτών για το προαναφερθέν ζήτημα θα εξαρτηθεί, προφανώς, από το κατά πόσο ο πρώτος τύπος ερμηνείας μπορεί, με βάση τις σπινοζικές προκείμενες, να θεωρηθεί ανάλογος με τον δεύτερο. Αναλύεται λοιπόν εδώ η σπινοζική προσέγγιση για τη σχέση μεταξύ των διαφόρων τύπων ερμηνειών, καθώς και - στην τελευταία ενότητα - για το ρόλο των ερμηνευτών.
Στο πέμπτο και τελευταίο κεφάλαιο, αναλύεται η σχετική ένταση που φαίνεται να δημιουργείται, στο εσωτερικό τής κατά τα λοιπά απολύτως μονιστικής φιλοσοφίας του Σπινόζα, μεταξύ πολιτικού και ηθικού πράττειν - ένα φαινόμενο χαρακτηριστικό μιας τυπικά νεωτερικής θεωρητικής τάσης. Τέλος, επανερχόμαστε στο ζήτημα που τέθηκε στην αρχή της μελέτης, δηλ. το ζήτημα του ιδιαίτερου στίγματος της σπινοζικής φιλοσοφίας σε σύγκριση με τις υπόλοιπες νομικοπολιτικές θεωρίες των νεότερων χρόνων, ώστε, υπό το φως όσων θα έχουν αναπτυχθεί στα τέσσερα προηγούμενα, να επιχειρήσουμε να δώσουμε μια πληρέστερη διατύπωση των στοιχείων της διαφοράς, την οποία απλώς επισημάναμε εδώ με τρόπο κάπως αξιωματικό. Εκεί θα υποστηριχθεί ότι η διαφορά αυτή εκδηλώνεται, μεταξύ άλλων, στην εκατέρωθεν σύλληψη της έννοιας της ελευθερίας: η ελευθερία, ενώ στις ανωτέρω θεωρίες εξετάζεται ως επί το πλείστον ως πρόβλημα νομικοπολιτικό, για το Σπινόζα αντίθετα αποτελεί κατά βάση έννοια ηθική-οντολογική. Αυτό εξάλλου τελεί σε άμεση λογική σχέση με το γεγονός ότι η έννοια που αποτελεί αφετηρία της παρούσας εργασίας, δηλ. η έννοια του φυσικού δικαίου, εντάσσεται απολύτως στο πλέγμα των εννοιών, με βάση τις οποίες συγκροτείται η οντολογία του, όπως αναφέραμε στα σχετικά με το πρώτο κεφάλαιο.
Σημειωτέον ότι ανάλογα ισχύουν και για την έτερη εκ των δύο βασικών εννοιών, υπό τις οποίες κυρίως νοείται το ζήτημα της πολιτικής στις νεότερες κοινωνίες, δηλ. την έννοια της ισότητας. Η διαφορά βέβαια είναι ότι, ενώ η ελευθερία καθίσταται ρητά αντικείμενο αναλύσεων, και μάλιστα εκτεταμένων, εκ μέρους του Σπινόζα (πρβλ. π.χ. το 5ο κεφάλαιο της Ηθικής), η ισότητα σχεδόν δεν αναφέρεται καν ως όρος. Και εδώ, όμως, από οντολογική-ηθική άποψη ο Σπινόζα σαφώς δέχεται ότι η φύση των ανθρώπων είναι κοινή, και η παραδοχή αυτή παίζει σημαντικό ρόλο στην εκ μέρους του αποδοχή της δημοκρατίας ως βέλτιστου πολιτεύματος, όπως θα δειχθεί στην ενότητα Β.6.
***
- Από μεθοδολογική άποψη, είναι σκόπιμο να σημειωθούν προκαταρκτικά τα εξής:
Ο βασικότερος λόγος για τον οποίο το έργο του Σπινόζα αξίζει να μελετηθεί σήμερα είναι, όπως διατυπώθηκε σχηματικά προηγουμένως, η αντιφατική σχέση που διατηρεί με το κύριο ρεύμα σκέψης του πρώιμου φιλελευθερισμού, το γεγονός δηλαδή ότι χαρακτηρίζεται από θεωρητική απόκλιση και εν μέρει, ταυτόχρονα, από πρακτική σύγκλιση με το ρεύμα αυτό. Βασικό επομένως μέλημα της παρούσας εργασίας αποτελεί η ανάλυση της εν λόγω αντιφατικής σχέσης, η λεπτομερής εξέταση του εν λόγω έργου, ώστε να δειχθεί πού και πώς εκδηλώνεται συγκεκριμένα αυτή η απόκλιση και αυτή η σύγκλιση.
Κατά την εξέταση αυτή, κρίσιμη σημασία αποδίδω στη συγκεκριμένη διατύπωση την οποία χρησιμοποιεί εκάστοτε ο Σπινόζα. Εάν λοιπόν η εργασία δείχνει μια προσήλωση στα κείμενα, είναι διότι θεωρεί σημαντική και τη γλωσσική μορφή. Χωρίς να χρειάζεται εδώ να επικαλεστώ τη "συμπτωματική" ανάγνωση της ψυχανάλυσης, υπενθυμίζω ότι, αν μη τι άλλο, ο ίδιος ο Σπινόζα εισηγήθηκε τη φιλολογική ερμηνεία προκειμένου για την Αγία Γραφή. Αυτό μας οδηγεί να σκεφθούμε ότι και ο ίδιος θα πρέπει να επέλεγε προσεκτικά τις λέξεις όταν διατύπωνε τη δική του θεωρία και ότι, αν κρίνει προτιμότερο να χρησιμοποιήσει αυτόν και όχι κάποιον άλλο όρο, αυτό πρέπει να δηλώνει κάτι για το ίδιο περιεχόμενο της θέσης του. Κατ' ανάλογο τρόπο, θεωρώ ιδιαίτερα δηλωτικό για μια φιλοσοφία το στοιχείο των εικόνων και των μεταφορών που αυτή χρησιμοποιεί για να εικονογραφήσει τις θέσεις της. Αυτό, όπως είναι φυσικό, επιβάλλει ενίοτε την αυτούσια παράθεση των οικείων χωρίων, ώστε να αναδειχθούν τα δύο προαναφερθέντα στοιχεία.
Γενικότερα, κατά την έκθεση των θέσεων του Σπινόζα επιδίωξα, τρόπον τινά ως ένα στοίχημα, να ακολουθήσω μια μέθοδο που να είναι η ίδια σπινοζική ή, τουλάχιστο, να εμπνέεται από μια βασική ιδέα της σπινοζικής φιλοσοφίας: την ιδέα ότι η ουσία ενός πράγματος είναι η δύναμή του [5] .
Με όσα λοιπόν ακολουθούν επιδιώκεται να εκτεθεί, στη θετικότητά της, η σπινοζική αντίληψη για τα πολιτικά και τα νομικά φαινόμενα και να συγκριθεί με άλλες σύγχρονές της. Επισημαίνονται επίσης, συνήθως υπό μορφή νύξεων ή μέσω υποσημειώσεων, τυχόν συσχετισμοί με νεότερες προβληματικές ή δυνατότητες αξιοποίησης κάποιων επιχειρημάτων στο πλαίσιο τρεχουσών θεωρητικών συζητήσεων.
Ενίοτε, επιχειρείται η συναγωγή τής (καθ' υπόθεσιν) σπινοζικής θέσης για ένα σημερινό πρόβλημα. Επιχειρείται δηλαδή να δειχθεί τί θα συνέβαινε, εάν κανείς αποδεχόταν τις προκείμενες του Σπινόζα και τις εφάρμοζε, κατά λογική προέκταση, σε θεωρητικά προβλήματα για τα οποία ο Σπινόζα δεν ήταν δυνατόν (ή δεν ενδιαφέρθηκε ή δεν πρόλαβε) να εκφράσει ρητή άποψη. Στα πλαίσια των στόχων της εργασίας, όπως αυτοί εκτέθηκαν ανωτέρω, η συναγωγή αυτή στόχο έχει να φωτίσει πληρέστερα το χαρακτήρα της σπινοζικής φιλοσοφίας και τη θέση της μέσα στο γενικότερο φιλοσοφικό τοπίο - και όχι βεβαίως να συμβάλει στην "επίλυση" του αντίστοιχου σύγχρονου προβλήματος.
Πράγματι, ο έλεγχος της σπινοζικής θεωρίας με βάση το αν οι επιμέρους θέσεις της μπορούν σήμερα να παράσχουν λύσεις σε τρέχοντα προβλήματα της φιλοσοφίας ή της επιστήμης του δικαίου, δεν εμπίπτει στα ζητούμενα της εργασίας. Π.χ. στο τρίτο και το τέταρτο κεφάλαιο, όπως αναφέρθηκε, αναπτύσσονται ιδέες σχετικά με το δίκαιο και την ερμηνεία του, οι οποίες δεν ανευρίσκονται αυτούσιες στα σπινοζικά κείμενα. Εάν λέγαμε ότι τα όσα προκύπτουν από τις αναπτύξεις αυτές δεν μπορούν να ερμηνεύσουν τη λειτουργία των σύγχρονων δικαιικών συστημάτων, θα ήταν σαν να παραβιάζαμε θύρες ανοικτές - εφόσον ο σκοπός τους δεν ήταν ποτέ αυτός[6] .
Ανάλογα θα ίσχυαν και για τις σπινοζικές θέσεις που τυχόν εμφανίζονται να συμπίπτουν με τις αντίστοιχες τωρινές μας αντιλήψεις ή, κατά το συνήθως λεγόμενο, να τις "προαναγγέλλουν". Όταν λοιπόν αναφέρομαι π.χ. στον αντιθεολογικό αγώνα του Σπινόζα ή στην πεποίθησή του ότι καλύτερο πολίτευμα είναι το δημοκρατικό, θεωρώ ότι εξίσου παρέλκει η έκφραση "επαίνου" προς αυτόν για τις ανωτέρω θέσεις του. Αντ' αυτού, πολύ χρησιμότερο θα ήταν να μελετήσουμε πώς αυτές οι θεμελιώδεις πολιτικές τοποθετήσεις, οι οποίες στη γενικότητά τους μπορούν να αποδοθούν σε πλήθος άλλων εκπροσώπων της πολιτικής σκέψης (αλλά και πρακτικής), μεταφράζονται στην ιδιαίτερη γλώσσα της σπινοζικής φιλοσοφίας, πώς καθορίζουν την ειδική διάρθρωση που αυτή προσλαμβάνει ως θεωρητικό μόρφωμα.
Η τήρηση λοιπόν της προαναφερθείσας αφηρημένης αρχής έχει ως συνέπεια την αποχή από την άσκηση κριτικής, με την αυστηρή έννοια του όρου, στις απόψεις του Σπινόζα. Όχι βέβαια διότι η εργασία "συμφωνεί" ως προς όλα με το Σπινόζα, αλλά διότι φρονεί πως, αν διατυπώσουμε μια κριτική, δηλαδή τελικά μια επίκριση, αποδίδουμε στο αντικείμενο μια έλλειψη. βάσει όμως της ανωτέρω αρχής, η έλλειψη δεν είναι τίποτε, δεν μας παρέχει καμία γνωστική πρόσβαση επί του εν λόγω αντικειμένου. Ο "ορισμός" ενός πράγματος, για να παραμείνουμε πιστοί στη σπινοζική ορολογία - η θεωρητική του πραγμάτευση, θα λέγαμε σήμερα -, οφείλει να συλλαμβάνει και να αποδίδει αυτή την ουσία (=δύναμη) του οριζομένου. Μια πρόταση όμως του τύπου "η Χ φιλοσοφία δεν μπορεί να επιλύσει το Α ή το Β πρόβλημα" είναι πρόταση αρνητική και, ως τέτοια, ακατάλληλη για να ορίσει την περί ης πρόκειται φιλοσοφία, καθότι δεν μας μαθαίνει κάτι θετικό για αυτή, δεν αποδίδει πρωτογενώς αυτό που είναι παρόν στο εσωτερικό της και τη χαρακτηρίζει[7] .
Καλό είναι λοιπόν να διευκρινιστεί ότι, όποτε στα ακόλουθα απαντώνται τυχόν χαρακτηρισμοί "αξιολογικής" φύσεως, αυτοί βασικά απορρέουν από μια αξιολόγηση εσωτερική και όχι εξωτερική του συστήματος: εκφέρονται από την άποψη της συνοχής τής σπινοζικής θεωρίας και όχι από την άποψη της υπεροχής της έναντι άλλων εναλλακτικών. Κατά τα λοιπά, για το πνεύμα της εργασίας αυτής θα μπορούσαμε, τηρουμένων των αναλογιών, να επαναλάβουμε τη φράση, με την οποία ο ίδιος ο Σπινόζα περιέγραψε την προσέγγισή του για τα ανθρώπινα πάθη: δεν θέλει να επικρίνει, να οικτίρει ή να περιγελάσει, αλλά να κατανοήσει - και, προσθέτω εγώ, να βοηθήσει και άλλους να κατανοήσουν. Αν αυτό επιτευχθεί σε ικανοποιητικό βαθμό, δηλ. αν η εδώ επιχειρούμενη ανάλυση της σπινοζικής σύλληψης περί φυσικού δικαίου είναι κατά το δυνατόν ακριβής, τότε η τυχόν έκφραση της δικής μας έγκρισης ή αποδοκιμασίας δεν πρόκειται να προσθέσει οτιδήποτε στην ακρίβειά της. Διότι η αξιολόγηση δεν εξηγεί τον τρόπο με τον οποίο είναι συγκροτημένο το αντικείμενό της, αλλά μάλλον τον τρόπο με τον οποίο είναι συγκροτημένη η φαντασία του υποκειμένου της[8] .
Για λόγους λοιπόν μεθοδολογικούς, και όχι από συμπάθεια ή "επιείκεια" προς το Σπινόζα, ούτε από αξιολογική ουδετερότητα, κρίνεται ότι, για την εδώ ακολουθούμενη προσέγγιση, αυτό που θα ήταν σήμερα γονιμότερο είναι να προσπαθήσουμε να αντιληφθούμε ποια είναι τα βασικά στοιχεία αυτής της σύλληψης του φυσικού δικαίου και, κυρίως, οι "αρμοί" που εγκαθιδρύονται μεταξύ των στοιχείων αυτών και τα συγκροτούν σε ένα θεωρητικό οικοδόμημα.
Το πεδίο που καλύπτει το οικοδόμημα αυτό είναι βέβαια σαφώς διαφορετικό από εκείνο που επιβλήθηκε αργότερα και μέχρι την εποχή μας στη νομικοπολιτική σκέψη. Τη διαφορά αυτή δεν παραλείπω να την επισημαίνω. Το ενδιαφέρον όμως που μπορεί κατά τη γνώμη μου να παρουσιάζει για μας η σπινοζική φιλοσοφία δεν έγκειται στο κυριολεκτικό περιεχόμενο των συγκεκριμένων θέσεών της. Ούτως ή άλλως, από τις επιμέρους αυτές θέσεις αρκετές έχουν χάσει σήμερα το νόημά τους, ή, ακόμη χειρότερα, έχουν αποκτήσει ένα άλλο[9]. Το ενδιαφέρον αυτό εντοπίζεται μάλλον στη συνολική φιλοσοφική στρατηγική που προκύπτει από το συνδυασμό των εν λόγω θέσεων. Είναι πάντοτε διδακτικό να δούμε ποιες ιδέες ή μεθόδους επιστράτευσε μια φιλοσοφία για να υπερνικήσει κάποια θεωρητικά προβλήματα, κάνοντας προσωρινά αφαίρεση των κατ' ιδίαν τοποθετήσεων στις οποίες επενδύθηκαν κατά περίπτωση αυτές οι ιδέες και οι μέθοδοι. Αυτό θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε πώς θεματοποιούνται τα προβλήματα αυτά μέσα στην αρχιτεκτονική του σπινοζικού συστήματος, ποια πρακτική της φιλοσοφίας βρίσκεται επί το έργον μέσα στο σύστημα αυτό και παράγει τις συγκεκριμένες απαντήσεις. Αν το επιτύχουμε αυτό, ίσως τελικά να διαπιστώσουμε ότι αυτή η πρακτική, ακόμη και αυτές οι συγκεκριμένες απαντήσεις, εμφανίζουν μια παράδοξη επικαιρότητα και συνάφεια με απολύτως σύγχρονες προβληματικές.
Μια τελευταία διευκρίνιση: μια που, στα προηγούμενα, έγινε επίκληση της διαφοράς του ιστορικού χρόνου, θα πρέπει να σημειωθεί ότι αυτή λαμβάνεται σαφώς υπόψη ως μια αναγκαία διάσταση του φιλοσοφικού λόγου, όχι όμως κατά τρόπο ιστοριστικό/εξελικτιστικό. Καλό είναι, δηλαδή, να μη χάνουμε από τα μάτια μας αυτή την "διαφορετική ιστορική και φιλοσοφική συγκυρία", για την οποία έγινε λόγος προηγουμένως. αυτό όμως νοείται απλώς με την έννοια ότι πρέπει να είμαστε εξαιρετικά προσεκτικοί όταν μεταφέρουμε στη συγκυρία εκείνη σχήματα σκέψης που αρμόζουν αποκλειστικά στη δική μας. Δεν σημαίνει ωστόσο ότι θα πρέπει να αντιμετωπίζουμε κάθε προγενέστερη φιλοσοφία ως ένα, ανολοκλήρωτο ακόμη, σχεδίασμα αυτού που μόνο η εποχή μας έχει το προνόμιο να γνωρίζει. Η διαφορά του ιστορικού χρόνου δεν νοείται εδώ ως διαφορά σταδίων ανάπτυξης, ως διαφορά του ατελέστερου από το τελειότερο, διότι, για να προσφύγουμε ακόμη μια φορά στη σπινοζική διατύπωση, κάθε πράγμα - άρα και κάθε φιλοσοφία - είναι πάντοτε τόσο τέλειο όσο θα μπορούσε να είναι. Ή, με μία άλλη πάλι διατύπωση, διότι η φιλοσοφία κατά μία έννοια δεν έχει ιστορία - τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που έχουν ιστορία οι επιστήμες, στις οποίες π.χ. πραγματοποιούνται ανακαλύψεις, προηγούμενες αντιλήψεις αποδεικνύονται ψευδείς κ.ο.κ. - και διότι στη φιλοσοφία "δεν υπάρχει σφάλμα"[10] .
***
- Βιβλιογραφικά. Για τον τρόπο, με τον οποίο γίνονται οι παραπομπές στα έργα του Σπινόζα, διευκρινίζονται τα εξής:
Χρησιμοποιήθηκε η έκδοση των van Vloten και Land (Benedicti de Spinoza, Opera quotquot reperta sunt, Μ. Νijhoff, Hagae Comitum MDCCCVC [Χάγη 1895]). Τα τρία βασικά έργα του Σπινόζα αναφέρονται με τις εξής συντομογραφίες: Η (Ηθική), Θ.-π. Π. (Θεολογικο-πολιτική Πραγματεία), Π. Π. (Πολιτική Πραγματεία). Στις παραπομπές που αφορούν τη Θεολογικο -πολιτική Πραγματεία, αναφέρεται ο τόμος (καθότι το έργο αυτό είναι μοιρασμένο μεταξύ του Α και του Β τόμου) και ο αριθμός της σελίδας, στην οποία απαντάται το παρατιθέμενο χωρίο στην προαναφερθείσα έκδοση. Στα άλλα δύο έργα, αντιθέτως, δεν κρίθηκε σκόπιμο να δίδεται αριθμός σελίδας, διότι σε αυτά, λόγω της "γεωμετρικής μεθόδου" που ακολουθεί ο Σπινόζα ακόμη και στον τρόπο έκθεσής τους, είναι πάντοτε εύκολο να εντοπίσει κανείς το αντίστοιχο χωρίο με βάση μόνο τις συντεταγμένες της εσωτερικής διάρθρωσης του κειμένου. Έτσι, η παραπομπή π.χ. "Η Α΄ Θ. 28 Σχ." σημαίνει "Ηθική, Μέρος Πρώτο, σχόλιο του θεωρήματος 28". Ομοίως, η μνεία του κεφαλαίου και της παραγράφου της Πολιτικής Πραγματείας αποτελεί επαρκή προσδιορισμό της θέσης ενός αποσπάσματος, ασχέτως της σελίδας στην οποία βρίσκεται σε κάθε συγκεκριμένη έκδοση. Προκειμένου τέλος για τις παραπομπές στην αλληλογραφία του Σπινόζα, αναφέρεται ο αριθμός της επιστολής καθώς και η σελίδα των Opera (και, ειδικότερα, του 2ου πάντοτε τόμου) στην οποία αυτή απαντάται.
Ειδικά ως προς την Ηθική, λήφθηκε υπόψη - χωρίς όμως να ακολουθείται σχεδόν ποτέ ως έχει - και η ελληνική μετάφραση της Μίνας Ζωγράφου (εκδ. Πέλλα, Αθήνα χ.χρ.). Στα υπόλοιπα έργα, πρόκειται για δική μου απόδοση.
***
Καλό είναι να αναφερθεί ότι η εργασία αυτή πιθανότατα δεν θα είχε καν αναληφθεί χωρίς την άμεση ή έμμεση συμβολή τριών ανθρώπων, οι οποίοι μάλιστα κατά ευτυχή σύμπτωση - ή ίσως και να μην είναι τόσο σύμπτωση - αποτέλεσαν ακριβώς και την τριμελή εποπτική της επιτροπή. Ο καθηγητής Ιωάννης Μανωλεδάκης είναι "υπεύθυνος" για το ότι μου ξύπνησε, από πολύ νωρίς, τη θεωρητική περιέργεια και το ενδιαφέρον για μια βαθύτερη, μη τυποκρατική προσέγγιση του δικαίου. Η συνάντησή μου με τον Γεράσιμο Βώκο ήταν αυτή που μου μετέδωσε το μικρόβιο του πάθους για τη φιλοσοφία, γενικά, και για τη σπινοζική φιλοσοφία ειδικότερα. Για τη μορφοποίηση όλων των ανωτέρω σε μια διδακτορική διατριβή στη φιλοσοφία του δικαίου, αλλά και για το συγκεκριμένο περιεχόμενό της, καθοριστική ήταν η αρχική παρακίνηση, η διδασκαλία, ακόμη και - αν όχι ιδίως - οι κριτικές παρατηρήσεις του καθηγητή μου στο μεταπτυχιακό και, στη συνέχεια, επιβλέποντος Κώστα Σταμάτη. Ιδιαίτερες ευχαριστίες οφείλω επίσης στα μέλη της επταμελούς επιτροπής, τους καθηγητές Παύλο Σούρλα, Δημήτρη Κοτρόγιαννο, Γιώργο Πάσχο και Ζήση Παπαδημητρίου για τις χρήσιμες παρατηρήσεις τους, καθώς και στον Δημήτρη Δημούλη για το χρόνο που είχε την καλοσύνη να αφιερώσει στην ανάγνωση της εργασίας. η παρέμβασή του απάλλαξε την εργασία από αρκετές ατέλειες, ιδίως όσον αφορά το τρίτο κεφάλαιο. Όσες παρέμειναν πρέπει να αποδοθούν αποκλειστικά σε μένα, διότι κατά τα λοιπά είναι ευνόητο ότι η ευθύνη για όσα εκτίθενται στη συνέχεια δεν βαρύνει κανέναν από τους προαναφερθέντες, παρά μόνο αυτόν που την υπογράφει.
[2] Τα στοιχεία αυτά προέρχονται κατά βάση από το έργο της προηγούμενης σημείωσης, καθώς και από το ‹tienne Balibar, Spinoza et la politique, PUF, Paris 1985 (σ. 122-123). Για περισσότερες λεπτομέρειες, ο Έλληνας αναγνώστης μπορεί ήδη να αναφερθεί στην κατατοπιστική εισαγωγή του Γ. Βώκου στην ελληνική έκδοση της Πολιτικής Πραγματείας (εκδ. Πατάκη, Αθήνα 1996, σ. 10 κ.ε.).
[3] Π. Κονδύλη, Η κριτική της μεταφυσικής στη νεότερη σκέψη, Γνώση, Αθήνα 1983, σ. 285.
[4] Πρβλ. την παρεξηγήσιμη, με βάση τις κρατούσες σημασίες των όρων, διατύπωση tantum juris quantum potentiae, η οποία επαναλαμβάνεται συχνά στο σπινοζικό έργο και στην οποία θα αναφερθούμε στη συνέχεια της εργασίας (κεφ. 1 ενότητα 3).
[5] Εκτενέστερη αναφορά και στην ιδέα αυτή αμέσως κατωτέρω, στο πρώτο κεφάλαιο της εργασίας.
[6] Εννοείται λοιπόν ότι ο γράφων αναλαμβάνει την ευθύνη της απόδοσης ή, αντίστοιχα, της λογικής παραγωγής των ανωτέρω θέσεων, επίσης του (θεωρητικού) χαρακτηρισμού τους, αλλά όχι φυσικά και του περιεχομένου των θέσεων αυτών.
[7] Για τον ίδιο δηλαδή λόγο, για τον οποίο δεν είναι ορθό να πούμε ότι τυφλός είναι κάποιος που στερείται την όραση (και να θεωρούμε ότι έτσι δίδουμε έναν επαρκή ορισμό του τυφλού). Η σχεδόν προκλητική αυτή διατύπωση των συνεπειών της προαναφερθείσας αρχής ανευρίσκεται στην επιστολή 31 του Σπινόζα προς τον Blyenbergh, στην οποία επίσης θα έχουμε την ευκαιρία να αναφερθούμε στη συνέχεια της εργασίας.
[8] Αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο προκειμένου για μια φιλοσοφία τόσο συστηματική όσο αυτή του Σπινόζα, στην οποία είναι φανερό ότι η κάθε μεμονωμένη θέση είναι έτσι επειδή όλες οι άλλες είναι έτσι. Αν λοιπόν ισχυριστούμε ότι μια σπινοζική θέση δεν κρίνεται ικανοποιητική και ότι θα επιθυμούσαμε να είναι αλλιώς, αυτό θα μας οδηγούσε, μακροπρόθεσμα αλλά αναγκαία, να απορρίψουμε την ίδια τη φιλοσοφία ως σύνολο. Και σε αυτή την περίπτωση, όμως, δεν θα πρόκειται, κυρίως ειπείν, για "κριτική", με την έννοια της επισήμανσης ενός ελαττώματος, αλλά απλώς για διαφορετική επιλογή κατεύθυνσης μέσα στη φιλοσοφία. Και μια επιλογή, από ένα σημείο και πέρα, δεν μπορεί καθεαυτή να χαρακτηρισθεί λιγότερο ή περισσότερο τέλεια από οποιαδήποτε άλλη. Μία φιλοσοφία δεν μπορεί να αποδοθεί σε "λάθη" ή "αδυναμίες".
[9] Όπως π.χ. η ήδη αναφερθείσα θέση ότι το δικαίωμα του καθενός είναι η δύναμή του.
[10] Louis Althusser, Philosophie et philosophie spontan ? e des savants, F. Maspero, Paris 1974, σ. 18.
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ
Εκδόσεις ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ Εμμ. Μπενάκη 59, 10681 Αθήνα, τηλ. 3891820 - fax 3836658
Διευθυντής σειράς Γιάννης Μηλιός
Άκης Γαβριηλίδης
Η δημοκρατία ως παραγωγή. Η έννοια του φυσικού δικαίου στη φιλοσοφία του Σπινόζα