ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Εισαγωγή

1. Βιομηχανική πολιτική, ανταγωνιστικότητα και μισθωτή εργασία

1.1 Βιομηχανική πολιτική: ορισμοί, στόχοι, προτεραιότητες 1.2 Θεωρητική δικαιολόγηση/αμφισβήτηση της βιομηχανικής πολιτικής 1.3 Παγκοσμιοποίηση, ανταγωνιστικότητα και βιομηχανική πολιτική 1.3.1 Ανταγωνιστικότητα: έννοιες, ορισμοί και δείκτες 1.3.2 Συνολική ανταγωνιστικότητα και σύγχρονες θεωρίες διεθνούς εμπορίου 1.3.3 Το κατάλληλο είδος βιομηχανικής πολιτικής. Οριζόντια ή/και κάθετα μέτρα;

1.3.4 Τα όρια και οι προϋποθέσεις επιτυχίας της βιομηχανικής πολιτικής 1.3.5 Παγκοσμιοποίηση και οι νέες προκλήσεις για τη βιομηχανική πολιτική 1.4 Ανταγωνιστικό πλεονέκτημα και βιομηχανική πολιτική 1.4.1 Ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, επίπεδο ανάπτυξης και βιομηχανική πολιτική 1.4.2 Βιομηχανική πολιτική και η διανομή των ωφελειών του διεθνούς εμπορίου 1.5 Ανταγωνιστικότητα και βιομηχανική πολιτική: για ποιούς και γιατί;

1.5.1 Βιομηχανική πολιτική, τεχνολογική αλλαγή και απασχόληση 1.5.2 Ανθρώπινοι πόροι, ανταγωνιστικότητα και ποιότητα των θέσεων εργασίας 1.5.3 Ανταγωνιστικότητα και φιλελευθεροποίηση της παγκόσμιας οικονομίας 1.6 Συμπεράσματα

2. Παραγωγικές επιδόσεις, ανταγωνιστικότητα και διεθνής εξειδίκευση της ελληνικής μεταποίησης

2.1 Προϊόν, επενδύσεις και παραγωγικότητα στην ελληνική μεταποίηση 2.2 Η εξέλιξη της ανταγωνιστικότητας και οι προσδιοριστικοί της παράγοντες 2.3 Οι μεταβολές στη διεθνή εξειδίκευση και η εξέλιξη της ανταγωνιστικότητας κατά κλάδο 2.4 Συμπεράσματα

3. Η βιομηχανική πολιτική στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της κρίσης: η συμβολή της στην αναδιάρθρωση του κεφαλαίου και τον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό της μεταποίησης

3.1 Παρεμβατικό πρότυπο βιομηχανικής πολιτικής και μεταπολεμικό μοντέλο

εκβιομηχάνισης 3.2 Βιομηχανική πολιτική και αναδιάρθρωση κατά τη διάρκεια της κρίσης 3.2.1 Οι αναπτυξιακοί νόμοι: από τα γενικά και έμμεσα, στα επιλεκτικά και άμεσα επενδυτικά κίνητρα 3.2.2 Επενδυτικά κίνητρα και πολιτικές επιλογές: πεδία αντιπαράθεσης/σύγκλισης 3.2.3 Η αναποτελεσματικότητα των κινήτρων ως προς το στόχο της αναδιάρθρωσης προς όφελος κλάδων μεγαλύτερης αναπτυξιακής σημασίας 3.2.4 Η επιχείρηση εξυγίανσης και ανασυγκρότησης των προβληματικών επιχειρήσεων: ένας θλιβερός απολογισμός 3.2. 5 Προστασία της εγχώριας παραγωγής, εξαγωγικές ενισχύσεις και

ανταγωνιστικότητα

3.3 Τεχνολογική πολιτική και αναβάθμιση των εγχώριων τεχνολογικών δυνατοτήτων 3.3.1 Από την πολιτική έρευνας στην πολιτική καινοτομίας: η κυοφορία της τεχνολογικής πολιτικής 3.3.2 Απουσία τεχνολογικής πολιτικής στην Ελλάδα κατά τις τρεις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες 3.3.3 Διαμόρφωση πολιτικής έρευνας και τεχνολογίας στη δεκαετία του 80

3.3.4 Δαπάνες για Ε&Α και τεχνολογικοί δείκτες της ελληνικής οικονομίας 3.3.5 Τεχνολογική πολιτική και τεχνολογικός εκσυγχρονισμός: περιορισμένα αποτελέσματα 3.3.6 Τεχνολογική ένταση και παραγωγικές επιδόσεις στη μεταποίηση 3.4 Οι γενικές συνθήκες λειτουργίας της βιομηχανίας: συσχετισμός δύναμης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας και μακροοικονομική πολιτική 3.5 Συμπεράσματα

4. Ευρωπαϊκή ενοποίηση, νεά βιομηχανική στρατηγική και περιφερειακή διάσταση

της βιομηχανικής πολιτικής

4.1 Ευρωπαϊκή ενοποίηση και ευρωπαϊκή βιομηχανική πολιτική 4.1.1 Η βιομηχανική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ενωσης απέναντι στις προκλήσεις του διεθνούς ανταγωνισμού

4.1.2 Οι διαφορετικές αντιλήψεις περί ευρωπαϊκής βιομηχανικής πολιτικής 4.2 Η αλλαγή της βιομηχανικής πολιτικής στην Ελλάδα στη δεκαετία του 90

4.2.1 Από τις ιδιωτικοποιήσεις και την κατάργηση των κάθετων μέτρων στη διαμόρφωση της νέας συναινετικής βιομηχανικής στρατηγικής 4.2.2 Η πολιτική οικονομία της συναινετικής βιομηχανικής στρατηγικής 4.3 Η περιφερειακή διάσταση της εθνικής βιομηχανικής πολιτικής: από την πολιτική κινήτρων στην ενίσχυση των δικτύων 4.3.1 Ευρωπαϊκή ενοποίηση, ανταγωνισμός των περιφερειών και η περιφερειακή διάσταση της ευρωπαϊκής βιομηχανικής πολιτικής 4.3.2 Η παραδοσιακή πολιτική περιφερειακής ανάπτυξης και η εκβιομηχάνιση της ελληνικής περιφέρειας 4.3.3 Τα φαινόμενα αποβιομηχάνισης/βιομηχανικού δυναμισμού, οι αβέβαιες προοπτικές των ΜΜΕ της μεταποίησης και η αναζήτηση κατάλληλης περιφερειακής και βιομηχανικής πολιτικής 4.3.4 Αποκέντρωση, κοινωνική συμμετοχή και τοπική/περιφερειακή ανάπτυξη 4.4 Βιομηχανική πολιτική, ευρωπαϊκή ενοποίηση και απασχόληση 4.5 Συμπεράσματα

Γενικά Συμπεράσματα

Βιβλιογραφία ΕισαγωγήΗ είσοδος στη νέα χιλιετία βρίσκει την ελληνική μεταποίηση σε πολύ δυσμενέστερη θέση από αυτήν στην οποία βρισκόταν στο ξεκίνημα της οικονομικής κρίσης. Το ύψος των επενδύσεων είναι περίπου 40% χαμηλότερο από αυτό του 1974, το ύψος της παραγωγής είναι μόλις κατά 6% υψηλότερο από εκείνο του 1980, οι ανταγωνιστικές επιδόσεις έχουν επιδεινωθεί δραματικά και η παραγωγικότητα της εργασίας αυξανόταν από το 1980 μέχρι το 1995 με τους χαμηλότερους ρυθμούς στον ΟΟΣΑ.

Οι όποιες θετικές εξελίξεις στην παραγωγή και την παραγωγικότητα σημειώθηκαν την τελευταία εξαετία, πολύ απέχουν από το να είναι εντυπωσιακές και με κανέναν τρόπο δεν συνθέτουν μία μη αντιστρεπτή τάση εξόδου από την κρίση.

Ποιό ρόλο έπαιξε η βιομηχανική πολιτική και πώς επέδρασε η μακροοικονομική πολιτική στην κρίση της μεταποίησης κατά τις διαφορετικές φάσεις της; Γιατί δεν μπόρεσαν να αναχαιτίσουν την επιδείνωση των παραγωγικών και ανταγωνιστικών επιδόσεων; Ποιά είναι η κατάλληλη βιομηχανική πολιτική που θα επιτρέψει την έξοδο από την κρίση; Ποιά είναι η πολιτική οικονομία της κρατικής παρέμβασης στη βιομηχανία; Πώς τα συμφέροντα της μισθωτής εργασίας επηρεάζουν το σχεδιασμό, την υλοποίηση και την επιτυχία της, αλλά και πώς επηρεάζονται από την άσκησή της; Αυτά είναι τα βασικά ερωτήματα-θέματα που πραγματεύεται αυτό το βιβλίο.

Πριν από μία οκταετία, η επεξεργασία των γενικών κατευθύνσεων αναπτυξιακής πολιτικής και η διαμόρφωση των προγραμμάτων του Β' Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης (ΚΠΣ), υπήρξαν η αφορμή για να αναπτυχθεί στη χώρα μας έντονος προβληματισμός σχετικά με το κατάλληλο είδος βιομηχανικής πολιτικής, που θα επέτρεπε στην ελληνική βιομηχανία να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες διαρθρωτικής προσαρμογής της στο μεταβαλλόμενο πλαίσιο του διεθνούς ανταγωνισμού. [1]

Λίγα χρόνια αργότερα, το φθινόπωρο του 1994, η κυβέρνηση υιοθέτησε τη λεγόμενη «νέα βιομηχανική στρατηγική», που συνιστούσε μία νέα αντίληψη για τη βιομηχανική πολιτική, [2] ενώ τα αμέσως επόμενα χρόνια επεδίωξε τη συναίνεση των κοινωνικών «εταίρων» σ'αυτήν τη στρατηγική, μέσω ενός εκτεταμένου και σε βάθος διαλόγου με τους εκπροσώπους της εργοδοσίας και των εργαζομένων για την εξειδίκευσή της, που κατέληξε στην αποδοχή κοινών θέσεων. [3] Τα βασικά σημεία της νέας στρατηγικής, που η κυβέρνηση είχε ήδη ενσωματώσει στις κατευθύνσεις και τους στόχους του Β' ΚΠΣ, υπήρξαν και ο οδηγός για την κατάρτιση του Γ' ΚΠΣ. [4]

Η νέα, συναινετική πλέον, βιομηχανική στρατηγική αποσκοπεί στην ενίσχυση υφιστάμενων και τη δημιουργία νέων ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων. Στόχος της είναι η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων μέσω της επίτευξης αποδοτικού μεγέθους, δικτυώσεων, καινοτομιών και στροφής στο ποιοτικό, επώνυμο και διαφοροποιημένο προϊόν. Οι δράσεις που συμβάλλουν προς αυτήν την κατεύθυνση περιλαμβάνουν την αύξηση της αποτελεσματικότητας του συστήματος εκπαίδευσης-κατάρτισης, την ενθάρρυνση των επενδύσεων σε νέες τεχνολογίες, την ανάπτυξης συνοδευτικών υπηρεσιών και υποδομών προς τη βιομηχανία, τη βελτίωση της οργάνωσης και των συνθηκών εργασίας, τις (δια)κλαδικές δικτυώσεις και τις διασυνδέσεις ανάμεσα σε επιχειρήσεις, πανεπιστήμια ή/και ερευνητικά ιδρύματα, υποστηρικτικούς μηχανισμούς κλπ..

Σημείο εκκίνησης της νέας βιομηχανικής στρατηγικής ήταν η διαπίστωση της επιδείνωσης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής βιομηχανίας που εκφράζεται με απώλεια μεριδίων στην εσωτερική και τις διεθνείς αγορές. Η διαμόρφωσή της έλαβε υπόψη της αφενός τη διεθνή συζήτηση για το ρόλο και το περιεχόμενο της βιομηχανικής πολιτικής στις νέες συνθήκες παγκοσμιοποίησης των αγορών, μεταβολών στα πρότυπα ανταγωνισμού, ριζικών τεχνολογικών αλλαγών και υπερεθνικών ολοκληρώσεων, αφετέρου, τους συγκεκριμένους περιορισμούς ως προς τα διαθέσιμα εργαλεία πολιτικής, που απορρέουν από τη συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ενωση.

Η διεθνής συζήτηση περί βιομηχανικής πολιτικής. Η μείωση του προστατευτισμού και το άνοιγμα των αγορών προϊόντων στο διεθνή ανταγωνισμό, φαινόμενα που επιταχύνθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες υπό την πίεση της διεθνοποίησης του κεφαλαίου, κατέστησαν αναποτελεσματικές τις αμυντικές βιομηχανικές πολιτικές που εφάρμοσαν λίγο-πολύ οι περισσότερες αναπτυγμένες χώρες τη δεκαετία του 70 και στις αρχές της δεκαετίας του 80 και τροφοδότησαν τις νεοφιλελεύθερες απόψεις για διεθνή εξειδίκευση μιας χώρας με βάση το στατικό συγκριτικό πλεονέκτημα. Σύμφωνα με τις τελευταίες, μία επιλεκτική βιομηχανική πολιτική – με εφαρμογή σε επίπεδο κλάδου ή επιχείρησης – αποτελεί σπατάλη πόρων, εφόσον οι δυνάμεις της αγοράς αποτελούν ασφαλέστερο οδηγό εξειδίκευσης και αποτελεσματικής κατανομής πόρων. Η μόνη χρήσιμη κρατική παρέμβαση είναι αυτή που ενισχύει τις υλικές και άυλες υποδομές και το επιχειρηματικό περιβάλλον και δεν παραμορφώνει τον ανταγωνισμό (οριζόντια μέτρα).

Απέναντι στις νεοφιλελεύθερες απόψεις αντιπαρατέθηκαν οι νεοπαρεμβατικές, που θεωρούν αναντικατάστατο το ρόλο της βιομηχανικής πολιτικής στη δημιουργία και διατήρηση δυναμικών συγκριτικών πλεονεκτημάτων. Στόχος της τελευταίας είναι η συνολική ανταγωνιστικότητα, που επιτυγχάνεται με τη συνδυασμένη κρατική παρέμβαση σε όλους τους προσδιοριστικούς παράγοντες της τελευταίας: κόστος και ποιότητα συντελεστών παραγωγής, ικανότητα για τεχνολογική, οργανωτική και διοικητική καινοτομία, ύπαρξη κατάλληλων υποδομών, συνθήκες υγιούς ανταγωνισμού, ανάπτυξη δικτύων και θεσμών προώθησης της εμπορίας προϊόντων, παροχής εξειδικευμένων γνώσεων και υπηρεσιών, παραγωγικής και τεχνολογικής συνεργασίας.

Στο εσωτερικό του νεοπαρεμβατικού ρεύματος διακρίνονται δύο τάσεις. Η μία, περισσότερο φιλελεύθερη, αποδέχεται μόνο τα οριζόντια μέτρα ως κατάλληλα για την ενδυνάμωση του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος και δίνει μεγάλη έμφαση στην άσκηση ενεργητικής τεχνολογικής πολιτικής. Η δεύτερη, περισσότερο παρεμβατική, χωρίς να υποτιμά τη ζωτική σημασία των οριζόντιων μέτρων, υπεραμύνεται της αναγκαιότητας συνδυασμού τους με την επιλεκτική ενίσχυση στρατηγικών κλάδων. Τα κριτήρια επιλογής αυτών των κλάδων μπορεί να είναι οι εξωτερικές οικονομίες τεχνολογικής φύσης, η συνοχή του παραγωγικού συστήματος, οι αδιαιρετότητες παραγωγής και διανομής, η βαρύτητα του κλάδου στις εξαγωγές, η εθνική άμυνα κ.α..

Οι περιορισμοί στα διαθέσιμα εργαλεία βιομηχανικής πολιτικής. Το θεσμικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης έχει αφαιρέσει από τις εθνικές κυβερνήσεις των χωρών-μελών το σύνολο σχεδόν των παραδοσιακών εργαλείων άσκησης άμεσης και έμμεσης βιομηχανικής πολιτικής. Η δασμολογική και μη προστασία της εσωτερικής αγοράς, τα εξαγωγικά κίνητρα, οι επιλεκτικές ενισχύσεις σε συγκεκριμένους κλάδους ή επιχειρήσεις, η προνομιακή στήριξη κρατικών επιχειρήσεων και η χρησιμοποίηση των κρατικών προμηθειών για έμμεση ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής αποτελούν εργαλεία που καταργήθηκαν οριστικά ή είναι υπό κατάργηση, ενώ η απελευθέρωση της κίνησης κεφαλαίων, η υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος και η ανάθεση της νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αφαίρεσαν από τα εθνικά κράτη και τα εργαλεία μακροοικονομικής πολιτικής που χρησιμοποιούντο στο παρελθόν προς όφελος της βιομηχανικής ανάπτυξης και ανταγωνιστικότητας: επιτόκια μακροπρόθεσμού δανεισμού, δεσμεύσεις διαθεσίμων τραπεζών για δάνεια προς τη βιοτεχνία, υποτίμηση του νομίσματος. Η απώλεια βαθμών ελευθερίας για την άσκηση βιομηχανικής πολιτικής σε εθνικό επίπεδο έχει αρνητικές συνέπειες στην ικανότητα διαρθρωτικής προσαρμογής και παραγωγικής αναβάθμισης των λιγότερο αναπτυγμένων χωρών και περιοχών της Ενωσης.

Με βάση τα παραπάνω δεδομένα και τους βαθμούς ελευθερίας, τίθενται τα εξής ερωτήματα: Ποιά είναι η κατάλληλη βιομηχανική πολιτική, με βάση τις διαρθρωτικές αδυναμίες και χαρακτηριστικά της ελληνικής μεταποίησης; Είναι επιθυμητές οι κλαδικές πολιτικές; Αν ναι, ποιοί είναι οι στρατηγικοί κλάδοι, ποιές οι κατάλληλες μορφές στήριξής τους και ποιά η σημασία της κρατικής ιδιοκτησίας/ελέγχου σ'αυτούς; Πώς μπορούν να συνδυαστούν τα οριζόντια μέτρα με κάθετες επιλογές;

Στο βιβλίο αυτό παρουσιάζουμε το θεωρητικό πλαίσιο και το εμπειρικό υπόβαθρο της σημερινής συζήτησης για τη βιομηχανική πολιτική, η γνώση των οποίων αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα εκ μέρους των δρώντων υποκειμένων: κυβέρνηση, εργοδοτικοί φορείς, συνδικαλιστικό κίνημα.

Ωστόσο, η γνώση αυτή αποτελεί μεν αναγκαία, όχι όμως και ικανή συνθήκη, από τη στιγμή που τα τρία μέρη – κράτος, κεφάλαιο, μισθωτή εργασία – μπορεί να έχουν ανταγωνιστικά συμφέροντα και επιδιώξεις. Γι'αυτό διερευνούμε εάν και υπό ποιές προϋποθέσεις οι μισθωτοί εργαζόμενοι έχουν κάποιο συμφέρον από την άσκηση της νέας βιομηχανικής στρατηγικής ή αν, αντίθετα, βλάπτονται από τις γενικές κατευθύνσεις ή ορισμένες πτυχές της. Εξετάζουμε δηλαδή αν υπάρχει αντικειμενικό υπόβαθρο για συναίνεση προς αυτήν τη στρατηγική και ποιά τμήματα του κεφαλαίου και της εργατικής τάξης αφορά. Επίσης αναφερόμαστε διεξοδικά στις θέσεις και διεκδικήσεις του συνδικαλιστικού κινήματος σε θέματα βιομηχανικής πολιτικής από τις αρχές τις δεκαετίας του 80 μέχρι σήμερα και στη λογική που τις υπαγόρευσε.

Τέλος υποβάλλουμε σε κριτική την κυρίαρχη άποψη που επικρατεί σήμερα στους νεοφιλελεύθερους οικονομικούς και πολιτικούς κύκλους, τους διεθνείς οργανισμούς και τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ότι η ανταγωνιστικότητα αποτελεί λύση στο πρόβλημα της ανεργίας τόσο για κάθε μία οικονομία ξεχωριστά όσο και σε επίπεδο υπερεθνικών ολοκληρώσεων και εξετάζουμε τις προϋποθέσεις που πρέπει να ισχύουν, ώστε οι παρόμοιες βιομηχανικές πολιτικές που ασκούνται σε όλες τις χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης στο όνομα της ανταγωνιστικότητας να μην υποσκάπτουν το στόχο της πλήρους απασχόλησης στο σύνολο της Ενωσης.

Στο πρώτο κεφάλαιο περιγράφονται οι αλλαγές που έχουν επέλθει την τελευταία εικοσαετία στις αντιλήψεις για τους στόχους, το περιεχόμενο και τα εργαλεία βιομηχανικής πολιτικής και της σχέσης της με τη δημιουργία ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος. Επίσης σχολιάζεται κριτικά η καταλλήλοτητα για τις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες – αναπτυσσόμενες ή ενδιάμεσης ανάπτυξης – του είδους και του περιεχομένου βιομηχανικής πολιτικής που προτείνεται για τις αναπτυγμένες χώρες και αναλύεται διεξοδικά η σχέση της βιομηχανικής πολιτικής με την απασχόληση και την ποιότητα των θέσεων εργασίας και άρα με τα συμφέροντα των εργαζομένων.

Στο δεύτερο κεφάλαιο εξετάζουμε την εξέλιξη των παραγωγικών επιδόσεων, της ανταγωνιστικότητας και της διεθνούς εξειδίκευσης της ελληνικής μεταποίησης κατά τη διάρκεια της κρίσης, που εκτείνεται από το 1974 μέχρι τις μέρες μας. Η ανάλυση αυτή αποτελεί το υπόβαθρο αξιολόγησης της εφαρμοσμένης βιομηχανικής πολιτικής στα επόμενα κεφάλαια. Το τρίτο κεφάλαιο περιλαμβάνει λεπτομερή ανάλυση της βιομηχανική πολιτικής στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της κρίσης και αποτίμηση της συμβολής της στην αναδιάρθρωση του κεφαλαίου και την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής μεταποίησης. Περιλαμβάνει επίσης διεξοδική παρουσίαση και αξιολόγηση της πρώτης προσπάθειας διαμόρφωσης ενεργητικής πολιτικής έρευνας και τεχνολογίας στην Ελλάδα από τα μέσα της δεκαετίας του 80 και έπειτα και ανάλυση των επιπτώσεων της μακροοικονομικής πολιτικής και του συσχετισμού δύναμης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας στις γενικές συνθήκες λειτουργίας της βιομηχανίας.

Το τελευταίο κεφάλαιο επικεντρώνεται στις αλλαγές που σημειώθηκαν στη εθνική βιομηχανική πολιτική κατά τη δεκαετία του 90 και τις τοποθετεί στο ευρύτερο πλαίσιο της διαδικασίας ευρωπαϊκής ενοποίησης, που θέτει περιορισμούς ως προς το είδος και τα εργαλεία της. Οι αλλαγές αυτές ξεκινούν με τις ιδιωτικοποιήσεις και την κατάργηση των κάθετων μέτρων και καταλήγουν στη διαμόρφωση της νέας συναινετικής βιομηχανικής στρατηγικής. Στη συνέχεια εξετάζουμε την περιφερειακή διάσταση της εθνικής βιομηχανικής πολιτικής σε συνδυασμό με το ευρωπαϊκό πλαίσιο που έχει επηρεάσει τον αναπροσανατολισμό της από τα τέλη της δεκαετίας του 80 και καταθέτουμε τον προβληματισμό μας για την αποτελεσματικότητα των εφαρμοζόμενων πολιτικών για τις ΜΜΕ και τα δίκτυα. Τέλος, συζητούμε τη συμβατότητα των παρόμοιων βιομηχανικών πολιτικών με στόχο την ανταγωνιστικότητα, που έχουν υιοθετηθεί από τις χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, με την επίτευξη του στόχου της πλήρους απασχόλησης.

Εκφράζω τις βαθύτατες ευχαριστίες μου σε όσους συνέβαλαν στην εκπόνηση αυτού του έργου. Αλλά ιδιαίτερα στον Πέτρο Λινάρδο-Ρυλμόν που είχε την αρχική έμπνευση για το θέμα της μελέτης και αντάλλαξε μαζί μου προβληματισμούς στις διάφορες φάσεις σύνταξής της. Στον Ηλία Ιωακείμογλου, που ήταν πάντα πρόθυμος και διαθέσιμος να μου παρέχει όποια βοήθεια χρειαζόμουν από την αρχή ως το τέλος αυτής της προσπάθειας. Στην αναπληρώτρια καθηγήτρια Αντιγόνη Λυμπεράκη για τη βοήθεια της στο ξεκίνημα και στον καθηγητή Βασίλη Δρουκόπουλο, πρώην επιστημονικό διευθυντή του ΚΕΠΕ, για την ενθάρρυνση και τις χρήσιμες υποδείξεις του. Στον καθηγητή Κωστή Χατζημιχάλη και στους φίλους οικονομολόγους Χαράλαμπο Γολέμη και Θεόδωρο Παρασκευόπουλο για τα εξαντλητικά σχόλια και τις κριτικές παρατηρήσεις πάνω στο κείμενο της μελέτης. Στους συνδικαλιστές Αλέκο Καλύβη και Γιάννη Κωνσταντινίδη, που φώτισαν ορισμένες πτυχές αυτού του έργου σχετικές με το συνδικαλιστικό κίνημα. Στα στελέχη της βιβλιοθήκης του ΚΕΠΕ Ελευθερία Χαλβαδάκη, Λιλή Σαρρηδημητρόγλου και Εύα Στασινοπούλου για την εξυπηρετικότητά τους. Τέλος, στο Ινστιτούτο Εργασίας ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, που χρηματοδότησε την αρχική μελέτη, στην οποία στηρίχτηκε αυτό το βιβλίο.


[1] Αναφέρουμε τα σημαντικότερα κείμενα προβληματισμού της εποχής εκείνης:

· T. Papalexopoulos, N. Adamantiades, Y. Kostopoulos et al., Towards a Competitive Economy: A New Approach to Policy for Greek Industry, Report for the EC Commission, Athens1993.

· ΣΒΒΕ, Στρατηγικό Σχέδιο Ανάπτυξης Μακεδονίας-Θράκης: Η Βιομηχανία Κινητήρας της Ανάπτυξης, Θεσσαλονίκη, Ιανουάριος 1994.

· Τ. Γιαννίτσης, Δ. Δενιόζος, Γ. Καλογήρου, Α. Λυμπεράκη, Σ. Τραυλός, Βιομηχανική και Τεχνολογική Πολιτική στην Ελλάδα, Αθήνα 1993.

· Ι. Χασσίδ, Προσαρμογές και ανταγωνιστικότητα στην ελληνική βιομηχανία, ΙΟΒΕ, Αθήνα 1994.

[2] Κ. Σημίτης, «Η νέα βιομηχανική στρατηγική», Καθημερινή, 11-9-1994 και «Βιομηχανική στρατηγική για ανάπτυξη και εκσυγχρονισμό της ελληνικής οικονομίας», ομιλία του Υπουργού Βιομηχανίας, Ενέργειας και Τεχνολογίας στο Ελληνοαμερικανικό Επιμελητήριο, 22-11-1994.

[3] Υπουργείο Ανάπτυξης, Γενική Γραμματεία Βιομηχανίας, Το μέλλον της ελληνικής βιομηχανίας: περιγραφή του έργου και πεπραγμένα, Οκτώβριος 1997.

[4] Αυτό αναφέρεται ρητά στο κείμενο της Διϋπουργικής Ομάδας Σχεδιασμού Αναπτυξιακού Προγράμματος 2000-2006, Συνοπτικό σχέδιο περιφερειακής ανάπτυξης 2000-2006, 1η προσωρινή έκδοση, Αύγουστος 1998.



ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ

Εκδόσεις ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤα Εμμ. Μπενάκη 59, 10681 Αθήνα, τηλ. 3891820 - fax 3836658

Διευθυντής σειράς Γιάννης Μηλιός

Μαρία Καραμεσίνη

ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ, ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΜΙΣΘΩΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Αθήνα, Οκτώβριος 2000