του Ανέστη Ταρπάγκου
1. Εισαγωγή:
Η αναγκαιότητα της συγκρότησης και παρέμβασης του αριστερού, πολιτικού και κοινωνικού, υποκειμένου 1.Α. Οι ευρωεκλογές του Ιουνίου 1984, εμπέδωσαν την πολιτική παρουσία του ΚΚΕεσ., και οδήγησαν τόσο το ίδιο όσο και ευρύτερες αριστερές δυνάμεις στη διαπίστωση της ανάγκης για αναζήτηση των όρων διαμόρφωσης ενός «άλλου πόλου στο χώρο της αριστεράς», μέσα από την σύγκλιση του συνόλου των πολιτικών, ιδεολογικών και κοινωνικών δυνάμεων της ανανεωτικής Αριστεράς. Μέσα σ' αυτή τη λογική η ίδια η ΚΕ του ΚΚΕεσ., θεώρησε αναγκαία, μετά την ανάλυση της σημερινής πολιτικής κατάστασης, την επεξεργασία ενός συνολικού διεκδικητικού αριστερού πλαισίου, μιας σειράς κεντρικών «Εναλλακτικών Προτάσεων» για την υπέρβαση της κρίσης, το βάθαιμα της δημοκρατίας και το άνοιγμα του δρόμου για το σοσιαλισμό. Πιστεύοντας προφανώς ότι αυτό το πλαίσιο θα μπορούσε ν'αποτελέσει την πλατφόρμα αυτής της ευρείας αριστερής συσπείρωσης, κάλεσε τον κόσμο της Αριστεράς «να σχολιάσει και να κρίνει τα θέματα που θίγονται στην απόφαση της ΚΕ που προσδιορίζει αυτές τις Εναλλακτικές Κατευθύνσεις». Παράλληλα αναπτύχθηκε μια ορισμένη αρθρογραφία που εξέταζε αυτές τις προϋποθέσεις της ενοποίησης των αριστερών δυνάμεων, αλλά που όμως δεν προχώρησε στην κριτική ανάλυση των προτάσεων του ΚΚΕεσ. παρ' όλο που οπωσδήποτε σηματοδοτούν τη σημερινή του φυσιογνωμία. Έτσι η συμφωνία ή αντίθεση μ' αυτές θα προσδιορίσει και την τύχη αυτού του «άλλου πόλου της ανανεωτικής αριστεράς». Πολύ περισσότερο μάλιστα που για πρώτη φορά στην ιστορική εξέλιξη του κόμματος της «κομμουνιστικής ανανέωσης» προσδιορίζεται σαν στόχος της δράσης τόσο του ίδιου όσο και όλου του αριστερού ανανεωτικού δυναμικού μια επαναστατική προοπτική, δηλαδή η δημιουργία των όρων για την υλοποίηση της «δημοκρατικής εξουσίας των εργαζομένων», επιδίωξη που όσο κι αν ελαχιστοποιηθεί το περιεχόμενο της δεν παύει να αποτελεί μια σαφή ρήξη με την παλιότερη πολιτική της «εθνικής δημοκρατικής ενότητας» και την πρόσφατη πολιτική της «κριτικής συμπαράταξης» στην κυβερνητική εξουσία του ΠΑΣΟΚ. Η πραγματοποίηση των «Εναλλακτικών Κατευθύνσεων» που προτείνει στο αριστερό κίνημα η ΚΕ του ΚΚΕεσ., στα εργατικά σωματεία και τους εργαζομένους, στους σπουδαστές και την νεολαία, στους αγρότες παραγωγούς, στους διανοούμενους, θεωρεί ότι θα θεμελιώσει μια αποφασιστική και ουσιαστική «εξουσία των εργαζομένων» σ' όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής, πράγμα που αποτελεί προφανώς την προοιμιακή ή ενδιάμεση φάση για την πραγμάτωση της σοσιαλιστικής αλλαγής. 1.Β. Μπορούν οι «Εναλλακτικές αυτές Προτάσεις» του ΚΚΕεσ. να αποτελέσουν την πολιτική βάση σύζευξης των ελληνικών αριστερών δυνάμεων και να διαμορφώσουν, στο βαθμό που επιτυγχάνεται η υλοποίηση τους, στο επίπεδο του μαζικού κινήματος και στο επίπεδο της κυβερνητικής πολιτικής, τους όρους για τη θεμελίωση μιας πραγματικής «εξουσίας των εργαζομένων», από οικονομική και πολιτική, μορφωτική, κοινωνική συνολικά άποψη; Εφ' όσον οι «Εναλλακτικές Κατευθύνσεις» που προβάλλει το ΚΚΕεσ. αγκαλιάζουν λίγο ως πολύ το συνολικό φάσμα της κοινωνικής ζωής (ρόλος του κρατικού μηχανισμού, οικονομική κρίση, εκπαιδευτικοί μηχανισμοί, εργατικό κίνημα κλπ.), προκύπτει η ανάγκη της συνολικής κριτικής τους εξέτασης, στη λογική της συμβολής στη διαμόρφωση μιας κομμουνιστικής εναλλακτικής προοπτικής του εργατικού και λαϊκού κινήματος. Η κριτική αυτή τοποθέτηση απέναντι στην σημερινή πολιτική που έχει επεξεργαστεί ο πολιτικός φορέας της «ανανέωσης», η διερεύνηση των προβλημάτων που αναδεικνύει, είναι στην σημερινή κατάσταση μια επιτακτικά αναγκαία διαδικασία για την ίδια την συγκρότηση και παρέμβαση του κομμουνιστικού υποκειμένου σ' όλα τα επίπεδα της ταξικής πάλης, ιδεολογικό, οικονομικό και πολιτικό.
2. Ανθρωπιστική παιδεία, οικονομικά χρήσιμη ή κατάκτηση της γνώσης απ' την εργατική τάξη και την νεολαία; 2.Α. Εφ' όσον η επιστημονική γνώση έχει αναδειχθεί σε θεμελιώδους σημασίας «παραγωγική δύναμη», και αφού η ελληνική οικονομία εμφανίζει, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΚΚΕεσ., έναν «καθυστερημένο, αδύναμο και εξαρτημένο» χαρακτήρα, υπάρχει η ανάγκη να πραγματοποιηθεί μια «επανάσταση στην ελληνική επιστήμη, στη γνώση και στην οργάνωση», έτσι ώστε να επιτευχθεί ο «τεχνικός εκσυγχρονισμός της ελληνικής οικονομίας», με σκοπό vc προωθηθεί ολόπλευρα η «εθνική αυτοδύναμη οικονομική ανάπτυξη» της χώρας, επιδιώκοντας την ισοδυναμία της με τα αναπτυγμένα μεταβιομηχανικά κράτη της καπιταλιστικής Ευρώπης. Η πληροφορική, η επιστημονική έρευνα, η κυβερνητική, η βιοτεχνολογία θα πρέπει έτσι να μπουν στο επίκεντρο των προσπαθειών για την «αναγέννηση της παιδείας και της κουλτούρας». Απαιτείται, σύμφωνα πάντα με την απόφαση της ΚΕ του ΚΚΕεσ. ένας εκπαιδευτικός κοινωνικός σχεδιασμός ώστε «ο μέσος έλληνας εργαζόμενος να αποκτήσει τις αναγκαίες και χρήσιμες από οικονομική άποψη γνώσεις», αλλά και ταυτόχρονα να «διαμορφώσει πολίτες ελεύθερους, πραγματικά μέλη μιας δημοκρατικής κοινωνίας», με «κύριο στόχο τη δημιουργία των όρων για μια ανθρωπιστική παιδεία». Να συνδεθεί η πανεπιστημιακή εκπαίδευση με τις ανάγκες της εθνικής ανάπτυξης, να κατοχυρωθεί η πολυφωνία στα προγράμματα σπουδών, να παρασχεθεί πληρέστερη υλικοτεχνική υποδομή, κι ακόμη να σταματήσει η «υπέρμετρη μαζικοποίηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης» (!) Άλλωστε,, η αναδιάρθρωση του πανεπιστημίου και οι μορφές δημοκρατικής συμμετοχής που έχουν εισαχθεί με τον Νόμο Πλαίσιο 1268/82 εκτιμούνται ότι «πραγματώνουν τελικά τα αιτήματα του δημοκρατικού κινήματος». Μ' αυτήν την συνολική τοποθέτηση που το φέρνει σε σαφή σύγκλιση θέσεων για την εκπαίδευση τόσο με την κυβερνητική πρακτική του ΠΑΣΟΚ όσο και με τον εκπαιδευτικό λόγο του ΚΚΕ, το ΚΚΕεσ. όχι μόνο γίνεται σημαιοφόρος της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης σαν μοναδικής κοινωνικής προοπτικής του αριστερού κινήματος, όχι μόνο δεν διανοίγει κανέναν εντελώς δρόμο για μια εργατική σοσιαλιστική μορφωτική στρατηγική, αλλά και γίνεται υπέρμαχος της ιδεολογίας του τεχνοκρατικούανθρωπιστικού εκπαιδευτικού δίπτυχου, που βρίσκεται στην καρδιά της αστικής εκπαιδευτικής πολιτικής, ενδυναμώνει τον καπιταλιστικό καταμερισμό της εργασίας και την ιεραρχική κατανομή της γνώσης, σταθεροποιεί την αστική αναδιοργάνωση του εκπαιδευτικού μηχανισμού που ξεκίνησε με την εκσυγχρονιστική πολιτική της Νέας Δημοκρατίας και τείνει να ολοκληρωθεί με την μεταρρυθμιστική πολιτική του ΠΑΣΟΚ. 2.Β. Εφ' όσον το αστικό κράτος, λοιπόν, υποβαθμίζει την επιστήμη, οδηγεί σε μαρασμό την έρευνα, περιορίζει την ελευθερία της πνευματικής δημιουργίας, μπλοκάρει την ανάπτυξη της γνώσης, αφήνει αχρησιμοποίητη την αναπτυγμένη τεχνική, όπως υποστηρίζει το ΚΚΕεσ., χρειάζεται σαν απάντηση σ' αυτή την αστική πολιτική, να αναπτυχθεί ο αγώνας για την ολόπλευρη επέκταση της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης σαν η αριστερή απάντηση στην «καθυστέρηση, εξάρτηση και υπανάπτυξη» των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας. Μια τέτοια θεώρηση του κοινωνικού ρόλου της επιστημονικής γνώσης εκφράζει κατά κύριο λόγο την επικράτηση στο κομμουνιστικό κίνημα ιδεολογικών αντιλήψεων που προωθούν τα κοινωνικά συμφέροντα των μικροαστικών τεχνοκρατικών στρωμάτων (Τεχνικό Επιμελητήριο, επιστήμονες βιομηχανίας, Ιατρικοί Σύλλογοι κλπ.), ενώ ταυτόχρονα παρακάμπτει να εξετάσει τις σχέσεις ανάμεσα στην παραγωγική και κοινωνική δραστηριότητα των εργαζομένων και στην επιστήμη, τόσο στην τεχνική όσο και στην κοινωνική της διάσταση. Πέρα όμως απ' αυτό, η ολόπλευρη ανάπτυξη των επιστημών και τεχνολογικών εφαρμογών, κι αν ακόμη συμβάλει στη σχετική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, λίγη σχέση έχει με την μορφωτική χειραφέτηση της εργατικής τάξης, γιατί εκείνο που έχει σημασία για τους εργαζόμενους είναι η υπαγωγή της επιστημονικής γνώσης και των τεχνικών της εφαρμογών στη λειτουργία των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, η διαπλοκή της κατανομής της γνώσης με τον ιεραρχικό καταμερισμό της εργασίας, τελικά η κοινωνική λειτουργία της επιστήμης και ο ταξικός ρόλος των φορέων της στην κοινωνική παραγωγή και στις διαδικασίες αναπαραγωγής. Δεν είναι η παραπέρα ανάπτυξη της γνώσης που απασχολεί τον αριστερό εργατικό συνδικαλισμό, αλλά ο καταμερισμός της, η σύνδεση της με το διευθυντικό δικαίωμα, η συνύφανσή της με τις οργανωτικές ανάγκες των παραγωγικών σχέσεων. Η παραπέρα ανάπτυξη της ηλεκτρονικής και η γενίκευση του αυτοματισμού, μήπως θα εξασθενήσει το διευθυντικό δικαίωμα και θα θεμελιώσει μια εργατική εξουσία στις επιχειρήσεις αυτές, ή μήπως η παραπέρα ανάπτυξη νέων μεθόδων επεξεργασίας των τροφίμων ή των μετάλλων θα θρυμματίσει τον εκμεταλλευτικό χαρακτήρα των παραγωγικών σχέσεων, θα περιστείλει τον μηχανισμό του κέρδους και θα οδηγήσει στην κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής; Και άλλωστε, δεν είναι σήμερα το ίδιο το βιομηχανικό κεφάλαιο και η αστική εκπαίδευση που προώθησαν στο βαθμό που τους ήταν οικονομικά αναγκαία, και τις πολύπλευρες τεχνολογικές εφαρμογές της επιστημονικής γνώσης και την αναγκαία για την αναπαραγωγή του, επέκταση της τεχνικής και πανεπιστημιακής παιδείας; Όμως μια τέτοια θεώρηση της επιστημονικοτεχνικής εξέλιξης που προβάλλει το κόμμα της «ανανέωσης», κατά τρόπο πανομοιότυπο με το ΚΚΕ, αποκρύπτει την ταξική λειτουργία της επιστήμης, συσκοτίζει τον κοινωνικό της ρόλο στις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις αποσκοπεί στην όλο και περισσότερο ενίσχυση της εξουσιαστικής, πάνω στην εργατική τάξη, κυριαρχίας της επιστημονικής τεχνοκρατίας, και σε κάθε περίπτωση αποτρέπει τον ταξικό αγώνα των εργαζομένων για την ανατροπή του ταξικού κοινωνικού ρόλου της γνώσης και για την καθολικοποίησή της για όλους τους παραγωγικούς εργαζόμενους. 2.Γ. Ο «εκδημοκρατισμός», απ' την άλλη πλευρά, των εκπαιδευτικών δομών, είναι ίσως μια κατ' εξοχήν διαδικασία «δημοκρατικής συμμετοχής» εγκαινιασμένης απ' την κυβερνητική πολιτική του ΠΑΣΟΚ που καταδείχνει την ανεπάρκεια μιας τέτοιας πολιτικής να οδηγήσει σε σοσιαλιστικού χαρακτήρα μορφωτικές αλλαγές, ενώ αντίθετα μπορεί να επιφέρει την σταθερότερη εδραίωση των αστικών εκπαιδευτικών λειτουργιών: Ο νόμος πλαίσιο 1268/82 για την «δημοκρατική αναδιοργάνωση» του ελληνικού πανεπιστημίου δείχνει κατά τον καλύτερο τρόπο ότι η ολόπλευρη ανάπτυξη της «δημοκρατικής συμμετοχής» δεν συνεπιφέρει την διαφοροποίηση της ταξικής λειτουργίας της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, δηλαδή την αποτύπωση της κυρίαρχης ιδεολογίας και κυρίως την αναπαραγωγή των τεχνοκρατικών διευθυντικών φορέων του καπιταλιστικού καταμερισμού της εργασίας. Η κατάργηση της αυταρχικής παγκυριαρχίας της έδρας, η απονομή διευρυμένων δικαιοδοσιών στις συνελεύσεις των τμημάτων, η εισαγωγή του θεσμού της εκλογής των πανεπιστημιακών αρχών από το συνολικό σώμα των φορέων της πανεπιστημιακής κοινότητας, αφορούν στην εσωτερική οργανωτική αναδιάταξη ενός μορφωτικού κοινωνικού μηχανισμού που όμως δεν έχει αναγκαστικές επιπτώσεις στην ταξική του λειτουργία. Έτσι, η πολιτική της «δημοκρατικής αναδιάρθρωσης» της οργανωτικής δομής των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων που εφάρμοσε το ΠΑΣΟΚ συναντά την συναίνεση του ΚΚΕεσ., αλλά και του ΚΚΕ, γιατί ακριβώς η παραδοσιακή κομμουνιστική αριστερά αποδεικνύεται ανεπαρκής να δει ότι το πρόβλημα για το αριστερό, εργατικό και λαϊκό κίνημα δεν είναι η διεύρυνση της πνευματικής ελευθερίας και της αυτονομίας των πανεπιστημιακών, ούτε η άρτια πραγματοποίηση των μεταπτυχιακών σπουδών, ούτε η διαμόρφωση προωθημένων πανεπιστημιακών τομέων, ούτε η προώθηση της σύγχρονης επιστημονικής έρευνας και η σύνδεση της με την επιχειρησιακή εφαρμογή, μ' ένα λόγο ο «δημοκρατικός εκσυγχρονισμός» του πανεπιστήμιου: αντίθετα η κυρίαρχη μορφωτική στρατηγική της εργατικής τάξης και της νεολαίας είναι η ανατροπή της λειτουργίας και της πανεπιστημιακής, καθώς και της ανώτερης εκπαίδευσης, σαν μορφωτικών μηχανισμών που αναπαράγουν την ταξική κοινωνική διαστρωμάτωση, δηλαδή την διευθυντική τεχνοκρατία της παραγωγής, του κράτους, των υπηρεσιών. Πρόκειται λοιπόν για μια στρατηγική παράλληλη μ' εκείνην της κατάργησης του ιεραρχικού καταμερισμού της εργασίας στην παραγωγή και την κοινωνία. 2.Δ. Η κοινωνικοποίηση της επιστήμης, τόσο της τεχνικής θετικής όσο και της κοινωνικής φιλοσοφικής γνώσης, έχει διαμορφωθεί σαν μια από τις θεμελιώδεις διεκδικήσεις του αριστερού εργατικού κινήματος, ξεπηδώντας μέσα απ' το σοσιαλιστικό αίτημα της εργατικής διαχείρισης, σαν απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση της κοινωνικής εξουσίας απ' την εργατική τάξη, παράλληλα με την κατάργηση της ιδιωτικής ή κρατικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, με τον λαϊκό έλεγχο των κρατικών μηχανισμών κτλ. Η οποιαδήποτε κοινωνική αλλαγή που δεν περιλάμβανα την επαναστατική διαδικασία της γενικευμένης καθολικοποίησης της γνώσης, που δεν κάνει άμεσο κτήμα και εργαστήρι των εργαζομένων τάξεων την πανεπιστημιακή εκπαίδευση, είναι προορισμένη να απόληξα στην κοινωνική υποτέλεια της εργατικής τάξης στην τεχνοκρατική γραφειοκρατία κάτοχο της γνώσης που συνυφαίνεται με την αντίστοιχη κοινωνική εξουσία. Ένας τέτοιος επαναστατικός στόχος σημαίνει ανατροπή της ιεραρχικής πυραμίδας κατανομής της γνώσης, σημαίνει καθολική πρόσβαση των εργαζομένων στο πανεπιστήμιο, σημαίνει διαμόρφωση της επιστημονικής γνώσης σ' ένα ενιαίο σύνολο τεχνικό κοινωνικό, σημαίνει διάρθρωση της κοινωνικής εργασίας κατά τέτοιον τρόπο που να περιλαμβάνει και τη διάσταση της πρακτικής παραγωγής, και εκείνην του τεχνικού σχεδιασμού, και τη διάσταση της οικονομικής διαχείρισης. Όμως η πραγμάτωση ενός τέτοιου σοσιαλιστικού εκπαιδευτικού σχεδιασμού προϋποθέτει και την κατάργηση της καπιταλιστικής δομής της οικονομίας και της εργοδοτικής διεύθυνσης στις επιχειρήσεις, και του μορφωτικού κοινωνικού εξουσιασμού που ασκούν τα τεχνοκρατικά στρώματα, και τη ριζική αλλαγή της εκπαιδευτικής λειτουργίας, των βαθμίδων, των κατευθύνσεων και του περιεχομένου της. Αλλά το ΚΚΕεσ., όπως και η «ορθόδοξη» πτέρυγα της ελληνικής Αριστεράς, και όπως παρόμοια και η εφαρμοσμένη εκπαιδευτική πολιτική του ΠΑΣΟΚ, ανοιχτά και διακηρυγμένα ούτε στοχεύουν στη διαμόρφωση μιας τέτοιας μορφωτικής προοπτικής, ούτε αναπτύσσουν μιαν αντίστοιχη κοινωνική δυναμική προς αυτή την κατεύθυνση. Έτσι, αν πάρουμε τα συγκεκριμένα προβλήματα που έχει αναδείξει η συγκυρία στην εκπαίδευση, όπως ο νόμος πλαίσιο για την πανεπιστημιακή παιδεία (1268/82) και ο νόμος για την ανώτερη τεχνολογική εκπαίδευση (1404/83), διαπιστώνουμε ότι απέναντι στην πολιτική «δημοκρατικού εκσυγχρονισμού» της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, που μέσα από διαδικασίες «δημοκρατικής συμμετοχής» και «τεχνολογικής αναβάθμισης», επιδιώκει την σταθεροποίηση των αστικών μορφωτικών μηχανισμών, το ΚΚΕεσ., όπως και εξίσου το ΚΚΕ, είτε συναινούν διαπιστώνοντας την «πραγματοποίηση των αιτημάτων του δημοκρατικού κινήματος» και προβάλοντας εντελώς δευτερεύουσας σημασίας διεκδικήσεις (αρτιώτερη υλικοτεχνική υποδομή, αντιστοίχηση των σπουδών με τις «ανάγκες της οικονομικής ανάπτυξης» κλπ.), είτε ακόμη υιοθετούν εκπαιδευτικές θέσεις που βρίσκονται σε υστέρηση κι απ' αυτόν ακόμη τον «εκσυγχρονιστικό εκδημοκρατισμό» του ΠΑΣΟΚ: έτσι, ενώ το ΚΚΕ εκφράζει τη ριζική αντίθεση του σε κάθε ιδέα ριζοσπαστικής αναβάθμισης των ΚΑΤΕΕ και απορρίπτει κάθε σκέψη αγώνα για την μετατροπή τους σε πανεπιστημιακού επιπέδου ιδρύματα, το ΚΚΕεσ. στην απόφαση της ΚΕ του κρίνει ότι θα πρέπει να αναπτυχθεί ο αγώνας ενάντια στην «υπέρμετρη μαζικοποίηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (ΑΕΙ και ΤΕΙ)», μια απόφαση μάλιστα που διατείνεται ότι κάνει λόγο για την «επανάσταση στη γνώση και την αναγέννηση της παιδείας». Με τέτοιου είδους εναλλακτικές προτάσεις που δεν αμφισβητούν τον κοινωνικό ρόλο της εκπαίδευσης στην διαμόρφωση και εμπέδωση του καπιταλιστικού καταμερισμού της εργασίας, ούτε και ανταποκρίνονται στις μορφωτικές επιδιώξεις του αριστερού εργατικού συνδικαλισμού, το ΚΚΕεσ., αλλά και συνολικότερα η παραδοσιακή κομμουνιστική αριστερά αναδεικνύεται στον συνεπέστερο υπερασπιστή του αστικού εκπαιδευτικού συστήματος.
3. Ολόπλευρη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της ελληνικής οικονομίας ή μετασχηματισμός των αστικών παραγωγικών σχέσεων; 3.Α. Σαν καίριο μέτωπο παρέμβασης για μια ριζικά διαφορετική πορεία της αλλαγής προσδιορίζεται απ' το ΚΚΕεσ. η μεταστροφή της οικονομικής πολιτικής για να καταστεί δυνατή η διέξοδος απ' την κρίση, διέξοδος που προσδιορίζεται αποκλειστικά απ' την σκοπιά της πληρέστερης δυνατής διασφάλισης της απασχόλησης και περιστολής της ανεργίας. Η κεντρική κοινωνική πρόταση του ΚΚΕεσ. συνίσταται στην αντιμετώπιση του «πολύπλοκου οικονομικού προβλήματος της χώρας από την πλευρά της απασχόλησης του εργατικού δυναμικού». Εφ' όσον λοιπόν «βασικό μέλημα σήμερα των εργαζομένων τάξεων είναι η υπεράσπιση του δικαιώματος για δουλειά», απαιτείται όλο το φάσμα των οικονομικών μέτρων να «κατευθύνεται εκεί όπου επεκτείνεται η παραγωγική βάση της οικονομίας». Σε μια τέτοια κατεύθυνση εντάσσεται μια σειρά μέτρων που θα δίνουν προτεραιότητα στην «ενίσχυση των δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων, στην εξυγίανση των προβληματικών στην κατεύθυνση να λειτουργούν με οικονομικά κριτήρια, και προπαντός στην κατοχύρωση της ουσιαστικής συμμετοχής των εργαζομένων στις αποφάσεις». Μ' αυτό τον τρόπο υποστηρίζει η «ανανεωτική» Αριστερά θα ξεπεραστεί η κρίση, η εργατική τάξη θα ωφεληθεί, το ιδιωτικό κεφάλαιο θα επεκταθεί, ο κρατικός μηχανισμός θα έχει εκπληρώσει την κοινωνική του αποστολή, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις και στρώματα θα βγουν από αδιέξοδα, τα μεγέθη της οικονομίας (δημόσιο χρέος, ισοζύγιο πληρωμών, δημοσιονομικά ελλείμματα) θα βελτιωθούν, και συνολικά η «εθνική οικονομία» θα κατακτήσει μια περήφανη και ανεξάρτητη θέση στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Σ' ολόκληρο αυτό το οικονομικό σχεδίασμα του ΚΚΕεσ. μια διαδικασία απουσιάζει ολοκληρωτικά: Ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός των οικονομικών δομών και κοινωνικών σχέσεων, διαδικασία που υποτίθεται ότι θα θεμελίωνε αυτήν την «δημοκρατική (οικονομική, κοινωνική, πολιτική, μορφωτική) εξουσία των εργαζομένων», πράγματα που παραπέμπονται προς πραγματοποίηση στην «μετααναπτυξιακή φάση», εκεί όπου θ' ανοίγει ο «δρόμος για το σοσιαλισμό». 3.Β. Οι αντιφάσεις, τα αδιέξοδα κι η ανεπάρκεια μιας τέτοιας αντίληψης για την οικονομική και πολιτική αντιμετώπιση της καπιταλιστικής κρίσης είναι έκδηλες, κύρια στο επίπεδο της επιζητούμενης σύνθεσης των κοινωνικών δυνάμεων με στόχο την αναπτυξιακή διεύρυνση της παραγωγικής βάσης της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή στην αντίφαση που εκδηλώνεται όταν επιδιώκεται και το ιδιωτικό κεφάλαιο (μεγάλο και μικρομεσαίο) να ενισχυθεί στις επενδυτικές του δραστηριότητες και να υπάρξει μια παράλληλη διεύρυνση των εργατικών εξουσιών στις επιχειρήσεις. Μια τέτοια πολιτική είναι αντιφατική, ανέφικτη και έξω από κάθε αριστερή στρατηγική του εργατικού κινήματος. Μήπως άλλωστε το ίδιο το ΚΚΕεσ. δεν εξωθήθηκε απ' τις ίδιες του τις εργατικές δυνάμεις στην κριτική και αντίθεση στην κυβερνητική πολιτική για τις «υπαναχωρήσεις» της στο βιομηχανικό και εμπορικό κεφάλαιο (πάγωμα των εργατικών αποδοχών, περιστολή του απεργιακού δικαιώματος, εφαρμογή της υποχρεωτικής διαιτητικής επίλυσης των συλλογικών διαφορών κλπ.), και μάλιστα σαν μια βασική αιτία για το «βάλτωμα της αλλαγής»; Τι πιο αποτελεσματική και ουσιαστική οικονομική πολιτική προβάλλει το ΚΚΕεσ. σε σχέση με την μέχρι σήμερα κυβερνητική πολιτική του ΠΑΣΟΚ; (Πέρα βέβαια από το γεγονός ότι οι κεντρικές οικονομικές του προτάσεις έρχονται σε μεγάλο βαθμό σε αντίθεση με τις επιδιώξεις των συνδικαλιστικών του δυνάμεων στους εργατικούς χώρους). Είναι γνωστές οι τοποθετήσεις του ΣΕΒ στα συνέδρια του της τελευταίας τριετίας 1981-84 για περιστολή των εργατικών δικαιωμάτων στις επιχειρήσεις, για «εργασιακή ειρήνη» και ενεργοποίηση της εργατικής τάξης στην οικονομική αναπτυξιακή προσπάθεια, για το αδιανόητο του διαμοιρασμού του διευθυντικού δικαιώματος ανάμεσα στον επιχειρηματία και τους εργαζόμενους, για φορολογικές και τραπεζικές διευκoλύvσεις, σαν αναγκαίες προϋποθέσεις της ανάπτυξης της επενδυτικής δραστηριότητας: Και η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ ανταποκρίθηκε θετικά στις περισσότερες απ' αυτές τις απαιτήσεις της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Κατά συνέπεια, διατείνεται μήπως η «Ανανεωτική» Αριστερά ότι η δική της πολιτική ενίσχυσης της ιδιωτικής πρωτοβουλίας θα είναι πληρέστερη γιατί θα ανταποκρίνεται σ' όλο το εύρος των καπιταλιστικών απαιτήσεων του ΣΕΒ για να είναι πιο αποτελεσματική; Όμως από την άλλη πλευρά το ΚΚΕεσ. διατείνεται ότι παράλληλα με την ενδυνάμωση του ιδιωτικού κεφαλαίου απαιτείται και η εμπέδωση του εργατικού ελέγχου στις επιχειρήσεις και μάλιστα με ενδεχόμενο απώτερο στόχο την εργατική αυτοδιαχείριση. Η ίδια η κοινωνική εμπειρία απαντάει στις προτάσεις αυτές ότι δεν είναι οικονομικά και πολιτικά δυνατή η ενίσχυση της καπιταλιστικής επιχειρηματικής δραστηριότητας και η ταυτόχρονη ουσιαστική παρέμβαση της εργατικής τάξης σ' αυτή την κεφαλαιοκρατική επέκταση. Η εμφύτευση μ' άλλες λέξεις στον μηχανισμό του κέρδους κοινωνικών κριτηρίων, η σύζευξη αστικής ανάπτυξης και εργατικού ελέγχου είναι ένας κοινωνικά ανέφικτος στόχος, μια αντιφατική τακτική, που άλλωστε αποκρούεται τόσο από το ίδιο το βιομηχανικό κεφάλαιο όσο και από την εμπειρία των εργατικών οργανώσεων. 3.Γ. Αλλά κι αυτή ακόμη η μ' έναν οποιονδήποτε τρόπο δημιουργία καινούργιων παραγωγικών μονάδων, ούτε θα απαντούσε στα αίτια που προκαλούν τη διόγκωση της ανεργίας, ούτε θα οδηγούσε στη θεμελίωση νέων παραγωγικών σχέσεων. Κϊ αυτό για το λόγο ότι κι αν ακόμη οι καινούργιες επιχειρήσεις έπαιρναν μια ολότελα διαφορετική μορφή οργάνωσης και διαχείρισης (συμμετοχή του κράτους έλεγχος των εργαζομένων), πράγμα αμφισβητήσιμο με βάση την υπαρκτή πείρα, δεν θα έπαυαν να λειτουργούν μέσα στο οικονομικό πλαίσιο της καπιταλιστικής αγοράς και των νόμων της, και θα ήταν εξαρτημένες από ολόκληρο το πλέγμα των κεφαλαιοκρατικών επιχειρήσεων (στις προμήθειες, στον ανταγωνισμό, στους τρόπους οργάνωσης της παραγωγής κτλ.), πράγμα που θα επέφερε αναπόφευκτα, εφ' όσον θα έπρεπε να λειτουργούν με «οικονομικά κριτήρια», την επιστροφή στο διευθυντικό συγκεντρωτισμό, στην εργατική λιτότητα, στην κούρσα της ανόδου της παραγωγικότητας, στη μείωση του προσωπικού κλπ. Άλλωστε το κλείσιμο επιχειρήσεων και η πρόκληση της ανεργίας απορρέουν από τις ίδιες τις οργανικές ανάγκες ανάπτυξης του κεφαλαίου και ανταποκρίνονται σε μια συγκεκριμένη κοινωνική του στρατηγική (αναδιάρθρωση της παραγωγής, μείωση του κόστους, πάγωμα των αμοιβών και των διεκδικήσεων μέσα από την επίκληση του φόβητρου της ανεργίας). Η κατάσταση αυτή δεν αντιμετωπίζεται από το λαϊκό κίνημα με την «φυγή» προς καινούργιες επενδύσεις σε νέους τομείς, αλλά με την πολιτική αντιμετώπιση αυτής της ίδιας της στρατηγικής του κεφαλαίου. Σ' αυτή την προοπτική η τοποθέτηση δεν θα γινόταν απ' τη σκοπιά της «εθνικής μας οικονομίας» και των αστικών οικονομικών κατηγοριών, αλλά από εκείνην ενός ταξικού προσανατολισμού του εργατικού κινήματος, θα ανοίξει μέτωπο απέναντι στους λειτουργούντες καπιταλιστικούς μηχανισμούς και δεν θα αναζητούσε διέξοδο σε υποθετικές νέες επενδυτικές δραστηριότητες για τις οποίες άλλωστε η ίδια η κρατική εξουσία δεν εμφανίζει ενδιαφέρον. Αλλά κι αν ακόμη υποτεθεί ότι γινόταν δυνατή η αντιμετώπιση της ανεργίας και η σχετική μείωση της με ορισμένες κρατικοϊδιωτικές επενδυτικές πρωτοβουλίες, μια τέτοια πραγματοποίηση, πέρα απ' την αναμφισβήτητη κοινωνική της αξία, θα άφηνε εντελώς άθικτες τις ιδιωτικές βιομηχανίες που λειτουργούν και δεν θα διαφοροποιούσε τις δομές τους. Τελικά ο σκοπός δεν είναι πως θα ανατεθεί στο κράτος η εξεύρεση τρόπων θεραπείας του αποτελέσματος της καπιταλιστικής κρίσης, δηλαδή διεξόδους απασχόλησης για τους άνεργους, αφήνοντας ανέπαφους τους μηχανισμούς παραγωγής αυτών των κοινωνικών αποτελεσμάτων, πράγμα που θα δρούσε ενδεχόμενα σταθεροποιητικά για την αστική εξουσία. Το ζητούμενο είναι πως θα ανατραπούν οι παραγωγικές σχέσεις και οι οικονομικοί μηχανισμοί που η λειτουργία τους εμπεριέχει σαν αναγκαία προϋπόθεση την μαζική καταστροφή ζωντανών εργατικών δυνάμεων. Η τακτική άλλωστε αυτή που προτείνεται από το ΚΚΕεσ. για τη μείωση της ανεργίας μέσα απ' την ενίσχυση νέων κρατικοϊδιωτικών επενδύσεων, σχετίζεται άμεσα με την αντίληψη για την αναγκαιότητα του τεχνολογικού εκσυχρονισμού, της αναδιάρθρωσης της βιομηχανίας, της δημιουργίας μηχανοκατασκευαστικών επιχειρήσεων, μια και όλο το πρόβλημα θεωρείται ότι πηγάζει από το «στρεβλό, εξαρτημένο και καθυστερημένο» χαρακτήρα της ελληνικής οικονομίας και από την «ανεπαρκή» της διαχείριση από την αστική τάξη. Μ' αυτό τον τρόπο φυσικό είναι να παρακάμπτεται η αναγκαιότητα μετασχηματισμού των κοινωνικών σχέσεων εκμετάλλευσης και υποτέλειας της εργατικής τάξης σαν προϋπόθεση για το ξεπέρασμα της κρίσης προς την κατεύθυνση του σοσιαλισμού, και τη θέση της παίρνει «ο εκσυγχρονισμός, η εξυγίανση, η ορθολογικοποίηση» σαν η μοναδική διέξοδος απ' την καπιταλιστική κρίση.
4. Εργατικός συνδικαλισμός βάθρο της δημοκρατίας ή πολιτικό και κοινωνικό υποκείμενο του αντικαπιταλιστικού αγώνα; 4.Α. Η αντίληψη που εκφράζει η απόφαση της ΚΕ του ΚΚΕεσ. για το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα είναι εξαιρετικά ενδεικτική για το πως αντιλαμβάνεται το ρόλο της εργατικής τάξης στη διαδικασία του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. Πρόκειται για ένα μίγμα αστικών, συμμετοχικών, αναπτυξιακών αντιλήψεων που συνθέτουν τη συνδικαλιστική ιδεολογία του κόμματος της «ανανέωσης», που άλλωστε έχει κατ' επανάληψη εκφράσει, δίχως η σημερινή του τοποθέτηση να διαμορφώνει μια καινούργια πρωτότυπη στάση. Σαν βασικοί της άξονες αναδεικνύονται: Η θέληση «να γίνει το συνδικαλιστικό κίνημα πραγματικό βάθρο της δημοκρατίας». Η προσπάθεια του να προσδώσει στο εργατικό κίνημα μια «συμμετοχή στον ευρύτερο αναπτυξιακό σχεδιασμό και στους κοινωνικούς ελέγχους, στον εκδημοκρατισμό και την ανάπτυξη». Η επιζήτηση τέλος της καθιέρωσης «του θεσμού των εργατικών συμβουλίων (Συμβούλια Προσωπικού Επιχείρησης) με αποφασιστικό λόγο στις προσλήψεις απολύσεις, συνθήκες και υγιεινή εργασίας, ασφάλεια από ατύχημα και με δικαίωμα πληροφόρησης πάνω στις οικονομικές επιλογές της επιχείρησης». Μάλιστα δε, στο βαθμό που πραγματώνονται αυτοί και παραπλήσιοι στόχοι, διαμορφώνονται σύμφωνα με την ΚΕ του ΚΚΕεσ. οι όροι για την άσκηση μιας «δημοκρατικής εξουσίας των εργαζομένων», που αποτελεί τον ορατό ορίζοντα της σημερινής φάσης του αγώνα για τη δημοκρατία και το σοσιαλισμό. Εκεί όπου κατά κύριο λόγο επικεντρώνεται η εργατική παρέμβαση της «κομμουνιστικής ανανέωσης» είναι η εισαγωγή «συμμετοχικών θεσμών» που όμως ούτε στο πρόβλημα της αντίφασης ιδιωτικής ιδιοκτησίας εργατικών δυνάμεων δίνουν απάντηση, ούτε και αντιμετωπίζονται σαν πλαίσιο ταξικού αγώνα για την ανατροπή των δομικών στοιχείων που συγκροτούν την καπιταλιστική εξουσία. Έτσι η αντίληψη για την «εργατική συμμετοχή» προσανατολίζεται περισσότερο στη συμβολή σε μια «εύρυθμη, αναπτυξιακή, εθνικού χαρακτήρα» λειτουργία του οικονομικού και κοινωνικού συστήματος, παρά προς την αμφισβήτηση του. Άλλωστε η κοινωνική πολιτική της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ με την εισαγωγή των κλαδικών και περιφερειακών εποπτικών συμβουλίων προηγούμενα των επιχειρησιακών συμβουλίων σήμερα, δεν βρίσκεται μακρυά από μια τέτοια οπτική. 4.Β. «Αναπτυξιακές υπευθυνότητες στον κοινωνικό σχεδιασμό» είναι μια σύγχρονη απαίτηση για τον εργατικό συνδικαλισμό σύμφωνα με την ΚΕ του ΚΚΕεσ. Οπωσδήποτε σκοπός μιας αριστερής τακτικής στο εργατικό κίνημα είναι να αναδείξει τις ταξικές οργανώσεις των εργαζομένων σε υποκείμενα του συνολικού κοινωνικού προγραμματισμού σ' ό,τι αφορά την οργάνωση της παραγωγής, την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών, στο σχεδιασμό της εκπαιδευτικής διαδικασίας κτλ. Όμως ένας τέτοιος απώτερος στόχος προϋποθέτει ότι οι εργατικές και λαϊκές δυνάμεις είναι πολιτικά και κοινωνικά κυρίαρχες, πράγμα που σημαίνει μια ευρεία προώθηση της απαλλοτρίωσης της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και του εργατικού ελέγχου στους κοινωνικούς μηχανισμούς. Αλλά το ΚΚΕεσ. δεν βάζει σαν ορατό στόχο ούτε την κατάργηση του διευθυντικού δικαιώματος σ' ό,τι αφορά τον σχεδιασμό της παραγωγικής ανάπτυξης, ούτε την καθολικοποίηση της τεχνικής και κοινωνικής γνώσης, απαραίτητης προϋπόθεσης για να μπορούν συλλογικά οι εργαζόμενοι να συμμετέχουν κυρίαρχα στον κοινωνικό σχεδιασμό. Είναι φανερό λοιπόν ότι εκείνο που κατά συνέπεια διεκδικεί η «ανανεωτική» πτέρυγα της αριστεράς στις σημερινές συνθήκες είναι η υπαγωγή της εργατικής τάξης στους σχεδιασμούς οικονομικής ανάπτυξης του κεφαλαίου και του αστικού κράτους, κι αυτό μάλιστα με την διαμεσολάβηση τεχνοκρατών ειδημόνων, εφ' όσον ούτε η κυριότητα, νομή και κατοχή των μέσων παραγωγής, ούτε ο ιεραρχικός καταμερισμός της γνώσης και της εξουσίας αμφισβητούνται. Μ' αυτό τον τρόπο όχι μόνο ο συλλογικός δημοκρατικός σχεδιασμός δεν προωθείται, αλλά αντίθετα ωθούνται οι εργαζόμενες δυνάμεις στην στήριξη των αστικών οικονομικών προγραμματισμών. Η κοινωνική εξουσία, όπως πολύ σωστά διακηρύσσει το βιομηχανικό κεφάλαιο, δεν διαμοιράζεται: οποιαδήποτε σοβαρή διαφοροποίηση των συστατικών στοιχείων που απαρτίζουν τις σχέσεις παραγωγής (π.χ. απόσπαση διευθυντικών εξουσιών από την εργοδοσία και άσκηση τους από τους εργαζόμενους), δεν μπορεί παρά να σημαίνει όξυνση της ταξικής αντιπαράθεσης, δεν μπορεί παρά να οδηγεί στο βάθεμα της κοινωνικής κρίσης, και σε καμιά περίπτωση στην αποκατάσταση της «προγραμματισμένης, ορθολογικής και αυτοδύναμης» ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Η αναπόφευκτη κατάληξη είναι η επαναστατική κρίση που με βάση τον συσχετισμό των ταξικών δυνάμεων διανοίγει το δρόμο είτε στη ριζοσπαστική προώθηση των δυνάμεων της εργασίας, είτε στην οπισθοδρόμηση προς την ενδυνάμωση της κυριαρχίας των αστικών δυνάμεων. 4.Γ. Εκεί όμως όπου κατ' εξοχήν διαφαίνεται η απόσταση που χωρίζει την ΚΕ του ΚΚΕεσ. με την κοινωνική πραγματικότητα και την σύγχρονη ταξική πάλη, είναι η χρόνια επιμονή της στην διεκδίκηση της εισαγωγής «συμμετοχικών θεσμών» στις επιχειρήσεις, κατά τα πρότυπα της «εκσυγχρονισμένης και αναπτυγμένης» δομής των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, ιδιαίτερα των γαλλικών και γερμανικών: η εργατική τάξη πρέπει να έχει κι αυτή το «θεσμοθετημένο λόγο» της σ' ορισμένα θέματα του εργοστασίου που την αφορούν. Ο προσανατολισμός που επιδιώκει να προσδώσει το ΚΚΕεσ. στους εργοστασιακούς αγώνες των εργαζομένων και ανεπαρκής είναι για να οδηγήσει στο μετασχηματισμό των παραγωγικών σχέσεων, και σε ριζική αναντιστοιχία βρίσκεται με την οργανωτική κατάσταση του εργοστασιακού συνδικαλισμού. Κι αυτό για το λόγο ότι ο στόχος που βάζει, και που ήδη υλοποιείται απ' την κυβερνητική πρακτική, για την θεσμοθέτηση των Επιχειρησιακών Συμβουλίων με ορισμένες αρμοδιότητες στα εργασιακά θέματα, δεν συνιστά αγωνιστική ταξική παρέμβαση στη δομή των παραγωγικών σχέσεων, γιατί αυτός ο θεσμός παραγνωρίζει την εργοστασιακή συνδικαλιστική πραγματικότητα και ßpigra αντίθετα αυτά τα ίδια τα επιχειρησιακά συνδικάτα. Τα Συμβούλια Προσωπικού, όπως τουλάχιστον έχουν λειτουργήσει στις ευρωπαϊκές καπιταλιστικές επιχειρήσεις, αποτελούν περισσότερο θεσμό λειτουργίας της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, μέσα απ' την άμβλυνση των αντιθέσεων και συγκρούσεων, τη βελτίωση των εργασιακών σχέσεων και την προώθηση της παραγωγικότητας, παρά κοινωνικό πεδίο ταξικής πάλης των εργαζομένων. Το να έχουν αναπτυχθεί μέσα από πολύμορφους εργατικούς αγώνες στις επιχειρήσεις σαν υποκείμενα της κοινωνικής πάλης της εργατικής τάξης τα εργοστασιακά σωματεία, το να έχουν συσπειρωθεί σε δευτεροβάθμιο πανελλαδικό επίπεδο και να επιχειρούν πανελλήνιες βιομηχανικές απεργίες μέσα από την ΟΒΕΣ, το να έχουν αναπτύξει ένα σημαντικό προβληματισμό μέσα απ' την συγκεκριμένη τους σωρευμένη ταξική εμπειρία για τον εργατικό έλεγχο στην παραγωγή, στη γνώση, στην εξουσία και τον επαναστατικό μετασχηματισμό των παραγωγικών σχέσεων, και να έρχεται το ΚΚΕ εσ. παραγνωρίζοντας αυτήν την ίδια την σπονδυλική στήλη του σοσιαλιστικού αγώνα στην σημερινή κοινωνία, και να υπεραμύνεται θεσμών χωρίς οργανική σύνδεση με την ταξική εξέλιξη, χωρίς αγωνιστική υφή και χωρίς σοσιαλιστική προοπτική, συνιστά όχι μόνον υποκειμενισμό, απουσία οργανικής επικοινωνίας πολιτικού υποκειμένου υπαρκτού κοινωνικού κινήματος, αλλά μια προσπάθεια προς την ανάπτυξη της «συμμετοχής» των εργαζομένων στη λειτουργία των επιχειρήσεων στη θέση του εργατικού ελέγχου σε μια αντικαπιταλιστική προοπτική. Μη έχοντας αναπτύξει δεσμούς με τις εκατοντάδες εργοστασιακές οργανώσεις που αναπτύχθηκαν στην προηγούμενη δεκαετία 197484, έχοντας απωθήσει σημαντικά τμήματα του βιομηχανικού προλεταριάτου εξαιτίας της εθνικοενωτικής πολιτικής και ιδεολογίας του, έχοντας απόσχει από το να προβάλει μια αριστερή εναλλακτική κοινωνική προοπτική, εμμένοντας ακόμη και σήμερα στη διάσπαση του βιομηχανικού συνδικαλισμού σε κλαδικές ομοσπονδίες, και παραπέμποντας την αλλαγή των παραγωγικών σχέσεων στη μετά, την σταθεροποίηση της οικονομίας φάση, αδυνατεί σήμερα να διαδραματίσει οποιονδήποτε ρόλο στην ανάπτυξη του αγώνα της ΟΒΕΣ απέναντι στον ΣΕΒ. Απέναντι στην πολιτική «εργασιακής ειρήνης», αύξησης της παραγωγικότητας και χειραγώγησης των εργατικών σωματείων, μπροστά στην ανοιχτή αντίθεση και υπονόμευση του αγώνα του βιομηχανικού συνδικαλισμού απ' τις δυνάμεις του ΚΚΕ και των κλαδικών του συντεχνιών, το ΚΚΕεσ. αναδεικνύεται ανεπαρκές να αναδειχθεί σε πολιτικό εκφραστή του εργοστασιακού εργατικού κινήματος στην πολυμέτωπη σύγκρουση του με το βιομηχανικό κεφάλαιο, την κυβερνητική πολιτική και την συνδικαλιστική πρακτική της «κομμουνιστικής ορθοδοξίας». Κι αυτό γιατί του λείπουν ιστορικά οι οργανωτικές και ιδεολογικές προϋποθέσεις και γιατί δεν αντιλαμβάνεται τους στόχους του εργατικού ελέγχου σαν μιας διαρκούς επαναστατικής διαδικασίας για την ανατροπή της αστικής εξουσίας. 4.Δ. «Ουσιαστικό βάθρο της δημοκρατίας», τέλος, θέλει τον εργατικό συνδικαλισμό το ΚΚΕεσ., υιοθετώντας έτσι μια βασική προγραμματική αντίληψη του ΠΑΣΟΚ, και διεκδικεί την πραγματοποίηση της που έχει αθετηθεί προφανώς απ' την κυβερνητική πρακτική. Μια κομμουνιστική παρέμβαση στο εργατικό κίνημα στοχεύει όμως στην οργανωτική, ιδεολογική και πολιτική του συγκρότηση προς την κατεύθυνση του μετασχηματισμού των κυρίαρχων κοινωνικών σχέσεων, της κατάκτησης της πολιτικής εξουσίας, της ανατροπής των ταξικών λειτουργιών του κρατικού μηχανισμού κλπ. Σ' αυτή την κατεύθυνση η ανάπτυξη των δημοκρατικών εργατικών δικαιωμάτων (απεργιακό δικαίωμα, δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι κ.ά.), αποτελούν αναγκαίους όρους διεξαγωγής της ταξικής πάλης και όχι οπωσδήποτε αυτοσκοπό. Η απόφαση της ΚΕ του ΚΚΕεσ. παραπέμπει προφανώς στη δημοκρατία που σήμερα λειτουργεί, δηλαδή στο αστικό δημοκρατικό πολίτευμα που θεμελιώθηκε με το Σύνταγμα του 1975. Όμως οι κοινωνικοί στόχοι μιας επαναστατικής εργατικής πολιτικής τείνουν αναπόφευκτα να ανατρέψουν τα βάθρα αυτού του πολιτεύματος και καθεστώτος, εφ' όσον συμπεριλάβουν την κοινωνικοποίηση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, τον δημοκρατικό κοινωνικό σχεδιασμό, την καθολικοποίηση της γνώσης, τον σχεδιασμό της οικονομικής δραστηριότητας, την ανάδειξη ενός οριζόντιου πυκνού δικτύου εργατικών και λαϊκών συμβουλίων, την ανατροπή του ρόλου της κρατικής διοίκησης. Κατά συνέπεια, εφ' όσον η «δημοκρατία» στην οποία γίνεται αναφορά δεν είναι παρά το αστικό πολιτικό σύστημα, μέσα από τη λειτουργία του οποίου επιδιώκεται η νομιμοποίηση των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων, που το εργατικό κίνημα επιζητεί την ανατροπή των κοινωνικών του θεμελίων, πως είναι δυνατό ο εργατικός συνδικαλισμός, στην επαναστατική του εκδοχή, να ανάγεται σ' αυτό το «βάθρο της δημοκρατίας»; Δηλαδή πώς είναι δυνατό να στηρίζει το πολιτικό σύστημα που εκφράζει στο επικοδόμημα την κοινωνική του υποτέλεια, την οικονομική του εκμετάλλευση, και τον μορφωτικό του ακρωτηριασμό;
5. Κράτος πιλότος της εθνικής και αυτοδύναμης οικονομικής ανάπτυξης ή κοινωνικός έλεγχος των κρατικών μηχανισμών; 5.Α. Εφ' όσον ο «αυταρχικός, συγκεντρωτικός και γραφειοκρατικός» κρατικός μηχανισμός διαμορφώθηκε στη μεταπολεμική περίοδο σα δημόσιο όργανο ενίσχυσης της καπιταλιστικής ανάπτυξης, δεν είναι σε θέση να «χρησιμοποιηθεί για την προώθηση ευρύτερων κοινωνικών στόχων χωρίς να αλλάξει ριζικά». Γι αυτό το λόγο απαιτείται μια βαθειά τομή «εκσυγχρονισμού, εκδημοκρατισμού και ανόδου της κοινωνικής του αποδοτικότητας» ώστε το δημόσιο να καταστεί «μοχλός της ανάπτυξης, του τεχνολογικού εκσυγχρονισμού και της οικονομικής αναδιάρθρωσης» (αποκέντρωση, διαφάνεια, λειτουργία συνελεύσεων των δημοσίων υπαλλήλων κλπ.). Κι όλα αυτά γιατί το ΚΚΕεσ. υποστηρίζει ότι «η προοπτική του σοσιαλισμού κρίνεται κυρίως από το δημόσιο τομέα». Τόσο ο «δημοκρατικός εκσυγχρονισμός των δημόσιων υπηρεσιών», όσο και ο αναγκαίος «οικονομικός τους δυναμισμός» όμως είναι ανεπαρκείς για να προωθήσουν την αλλαγή των κοινωνικών σχέσεων εκμετάλλευσης και υποτέλειας των εργαζομένων, πράγμα που άλλωστε ούτε το ίδιο το ΚΚΕεσ. ισχυρίζεται, εφ' όσον σαν απώτερη σκοπιμότητα της «δημοκρατίας στη δημόσια διοίκηση» θεωρεί την αποτελεσματικότερη συμβολή της στην «τεχνολογική και οικονομική αναδιάρθρωση». Τα δυο σκέλη της τομής στη δημόσια διοίκηση που υποστηρίζει η ΚΕ του ΚΚΕεσ., ο «εκδημοκρατισμός των δομών» και η «δυναμική οικονομική ενεργοποίηση» συνιστούν ανεπαρκή υποκατάστατα μιας εργατικής ταξικής πολιτικής. Αποτελούν τομή που παρακάμπτει τόσο το πρόβλημα της ταξικής φύσης των κρατικών μηχανισμών (διαχείρισης, καταστολής κλπ.), όσο κι εκείνο των ίδιων των κινητήριων δυνάμεων της σοσιαλιστικής αλλαγής. 5.Β. Είναι χαρακτηριστικό για το ΚΚΕεσ., δίχως η αντίληψη του ΚΚΕ και του ΠΑΣΟΚ να διαφέρουν αισθητά, ότι αντιλαμβάνεται τη διαδικασία της σοσιαλιστικής μετάβασης κύρια σαν μια διαδικασία «δημοκρατικής και αναπτυξιακής» ενεργοποίησης των κρατικών μηχανισμών. Βέβαια δεν πρόκειται γι' αυτή καθ' εαυτή τη σοσιαλιστική αλλαγή, που παραπέμπεται σε μια απόμακρη μεθύστερη φάση, αλλά για το «ενδιάμεσο (πάντοτε) στάδιο» της «δημοκρατικής αναγέννησης» και της «εθνικής οικονομικής ανόρθωσης». Παρ' όλα αυτά όμως είναι ενδεικτική η αντίληψη: η ανατροπή, η αποδιάρθρωση, ο μετασχηματισμός της καπιταλιστικής λειτουργίας των οικονομικών, κοινωνικών και μορφωτικών μηχανισμών δεν θα προκύψει τόσο από την δυναμική δραστηριοποίηση των αριστερών κοινωνικών δυνάμεων όσο από την κατάλληλη διάταξη και κινητοποίηση των κρατικών μηχανισμών. Το ΚΚΕεσ. δεν πιστεύει κατά κύριο λόγο στην ενεργητική παρέμβαση των ταξικών κοινωνικών δυνάμεων (στα εργοστάσια, στην παιδεία, στο στρατό κλπ.), που θα έθεταν όχι το πρόβλημα της «δυσλειτουργίας, της αναχρονιστικότητας και αναποτελεσματικότητας» των κοινωνικών δομών, αλλά της ανατροπής της κεφαλαιοκρατικής τους λειτουργίας στον κοινωνικό σχηματισμό. Αλλά και πέρα απ' αυτό, ο «εκδημοκρατισμός» της δημόσιας διοίκησης δεν είναι κατά κανέναν τρόπο σε θέση να διαφοροποιήσει τη λειτουργία των κοινωνικών μηχανισμών. Μπορούμε να πάρουμε συγκεκριμένα παραδείγματα τομέων του κρατικού διοικητικού μηχανισμού και να διαπιστώσουμε ότι η ανάπτυξη των δημοκρατικών διαδικασιών που θέλει να προωθήσει το ΚΚΕεσ. στο εσωτερικό τους είναι από μόνη της ανεπαρκής να διαφοροποιήσει την αντίστοιχη κοινωνική δομή και λειτουργία των αντίστοιχων χώρων της κοινωνίας που βρίσκονται σε σχέση μ' αυτούς. Ας δούμε έτσι πώς μπαίνει το θέμα του «διοικητικού εκδημοκρατισμού» σε μια απ' τις παραγωγικές κρατικές υπηρεσίες, τον τομέα των δημόσιων έργων και τεχνικών κατασκευών, όπου έχει ήδη εφαρμοστεί μια ορισμένη μεταρρυθμιστική πολιτική από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ εκφρασμένη μέσα από την αναθεώρηση του θεσμικού πλαισίου των δημόσιων έργων με το νόμο 1418/84, που αποτελεί το κύριο κυβερνητικό έργο σ' αυτό τον τομέα. Περιορισμένο νόημα έχει τώρα η πέρα απ' αυτή την «εκσυγχρονιστική τομή», δημοκρατική αναδιοργάνωση των δημόσιων τεχνικών υπηρεσιών (Υπουργείου Δημοσίων Έργων, Γεωργίας κλπ.)· Το να λειτουργήσουν συνελεύσεις των δημόσιων υπαλλήλων σ' αυτό τον τομέα του κρατικού μηχανισμού, το να ασκούν μια αποτελεσματικότερη διαχείριση της κατανομής των πιστώσεων και μια αυστηρότερη εποπτεία στην εκτέλεση των έργων, το να απολαμβάνουν ένα δημοκρατικότερο βαθμολόγιο - μισθολόγιο, όλα αυτά που υποστηρίζει το ΚΚΕεσ. αυτή η τομή «εκδημοκρατισμού» μαζί με την «εκσυγχρονιστική» τομή του ΠΑΣΟΚ, ούτε την ταξική λειτουργία του τμήματος αυτού του κρατικού μηχανισμού διαφοροποιούν, ούτε τις κοινωνικές σχέσεις στις τεχνικές κατασκευές αλλάζουν. Στον κοινωνικό αυτό τομέα λειτουργούν μια σειρά τεχνικών κατασκευαστικών επιχειρήσεων (μια εκατοντάδα μεγάλου μεγέθους του τύπου της ΕΔΟΚ - ΕΤΕΡ και της ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΕΧΝΙΚΗΣ, και εκατοντάδες μικρομεσαίες κατασκευαστικές μονάδες), που με χρηματοδότηση και εποπτική αρχή τις τεχνικές δημόσιες υπηρεσίες, λειτουργούν μέσα σε καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις, έχοντας συσσωρεύσει ένα σημαντικότατο τεχνοοικονομικό κεφάλαιο στις τεχνικές κατασκευές. Οι δημόσιες υπηρεσίες ασκώντας την εποπτεία στη λειτουργία αυτών των τεχνικών εταιριών, προγραμματίζοντας την παραγωγή των τεχνικών έργων, και χρηματοδοτώντας την εκτέλεση τους, και όταν ακόμη λειτουργούν «εκσυγχρονισμένα και ορθολογικά», και όταν ακόμη διέπονται από ένα «δημοκρατικό εσωτερικό καθεστώς», δεν μεταλλάσουν κατά κανέναν τρόπο τις σχέσεις εκμετάλλευσης και υποτέλειας στην παραγωγή τεχνικών έργων, δεν διαφοροποιούν κατά κανένα τρόπο τις σχέσεις εργατικού δυναμικού - τεχνικού κεφαλαίου στον κοινωνικό χώρο που υπάγεται στη διοικητική του ρύθμιση. Μια σοσιαλιστική λαϊκή παρέμβαση σ' αυτό το συνολικό κοινωνικό τομέα (δημόσιες υπηρεσίες - τεχνικό κεφάλαιο - εργαζόμενοι τεχνικών κατασκευών), θα επεδίωκε σαν στρατηγικό στόχο την κοινωνικοποίηση τόσο του τεχνικού κεφαλαίου των κατασκευαστικών επιχειρήσεων, όσο και της διεύθυνσης των κατασκευαστικών μονάδων απ' τις εργατικές και λαϊκές οργανώσεις, την κατάργηση της εκμεταλλευτικής διαδικασίας και της τεχνικής ιεραρχικής δόμησης στις τεχνικές κατασκευές. Σ' αυτήν όμως την προοπτική θα εξέλιπε όχι μόνον η κεφαλαιοκρατική διεύθυνση των τεχνικών εταιριών αλλά μαζί της θα καταργούνταν κι αυτή η ίδια η τεχνοκρατική γραφειοκρατία της δημόσιας διοίκησης, γιατί θα ήταν πλέον οι κυρίαρχες εργατικές και κοινωνικές δυνάμεις που θα ασκούσαν τη δημοκρατική συλλογική διεύθυνση του κυκλώματος παραγωγής των δημόσιων έργων, πράγμα που θα καθιστούσε ανενεργό και ανώφελη την κρατική τεχνική διεύθυνση, θα την οδηγούσε στον μαρασμό και στην κατάργηση της, εφ' όσον άλλωστε η ύπαρξη και λειτουργία της αποτελεί το αναγκαίο κρατικό συμπλήρωμα της κυριαρχίας των ιδιωτικών κατασκευαστικών επιχειρήσεων. 5.Γ. Η κατά κύριο λόγο αν όχι αποκλειστική επικέντρωση της παρέμβασης του ΚΚΕεσ. στους κρατικούς μηχανισμούς αλλά και τις δημόσιες επιχειρήσεις, σαν όργανα του κοινωνικού μετασχηματισμού, προκύπτει και σαν αναγκαία συνέπεια της ουσιαστικής απουσίας παρέμβασης του στο επίπεδο του κοινωνικού κινήματος και της ιδεολογίας, καθώς επίσης και σαν αποτέλεσμα της άρνησης του να διαγράψει τις προοπτικές της σοσιαλιστικής αλλαγής στον «ιδιωτικό» τομέα της οικονομικής δραστηριότητας: Απαιτείται σύμφωνα με το ΚΚΕεσ. «ενίσχυση των ιδιωτικών επενδύσεων, εξυγίανση των προβληματικών στην κατεύθυνση να λειτουργούν με οικονομικά κριτήρια» καθώς επίσης και μια πολιτική που να δίνει «ιδιαίτερη προσοχή στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις». Σαν απώτερη σκοπιμότητα του ΚΚΕεσ. αναδεικνύεται λοιπόν η διεύρυνση της παραγωγικής βάσης της ελληνικής οικονομίας, τόσο με την επέκταση των δημοσίων επιχειρήσεων (ηλεκτρισμού, τηλεπικοινωνιών κλπ.) και την αναπτυξιακή δραστηριοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών, όσο και με την ενίσχυση του ιδιωτικού κεφαλαίου για νέες επενδυτικές δραστηριότητες. Επειδή λοιπόν το κόμμα της «ανανέωσης» υπερασπίζεται στο οικονομικό πεδίο την ενίσχυση του μεγάλου και μικρομεσαίου ιδιωτικού κεφαλαίου, δεν απομένει στο οπτικό του πεδίο κανένας άλλος ορίζοντας προώθησης του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού παρά ο κρατικός τομέας της οικονομίας, που όμως είναι γνωστό ότι συνιστά το αναγκαίο οικονομικό συμπλήρωμα της καπιταλιστικής βιομηχανίας (ενέργεια - μεταφορές - επικοινωνίες), που εξαιτίας της υψηλής οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου που απαιτεί η λειτουργία του, το ίδιο το ιδιωτικό κεφάλαιο ανέθεσε την ανάπτυξη του στο αστικό κράτος. Το ΚΚΕεσ. συμπερασματικά, στρέφεται στην οικονομική ενεργοποίηση του κράτους επειδή ακριβώς δεν μπορεί και δεν επιδιώκει την προώθηση των κοινωνικών αλλαγών στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας.
6. Επίλογος: Ιδεολογική και πολιτική ενότητα των ταξικών κοινωνικών δυνάμεων ή συσπείρωση της ανανεωτικής αριστεράς στο ΚΚΕ εσωτερικού; 6.Α. Πάνω στη βάση λοιπόν αυτών συνολικά και αντίστοιχων, παρόμοιων στη λογική τους, εναλλακτικών προτάσεων, επιδιώκεται από το ΚΚΕεσ. η συσπείρωση των αριστερών πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων για τη διαμόρφωση της προοπτικής της «δημοκρατικής εξουσίας των εργαζομένων» που θα ανασύρουν την «αλλαγή από το βάλτωμα» και θ' ανοίξουν το δρόμο για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Οι εναλλακτικές όμως αυτές κατευθύνσεις, και στο βαθμό ακόμα που ολόπλευρα πραγματοποιούνταν, δεν θεμελιώνουν κανενός είδους «εργατική εξουσία», εφ' όσον: αναπαράγουν τη μορφωτική αλλοτρίωση και υποτέλεια της εργατικής τάξης στην τεχνοκρατική γραφειοκρατία του κράτους, της παραγωγής, των υπηρεσιών· παρακάμπτουν και ελαχιστοποιούν τον αγώνα των βιομηχανικών εργαζομένων για εργατικό έλεγχο στην προοπτική της αποδόμησης των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων και αντίθετα φιλοδοξούν να εγκλωβίσουν το εργατικό κίνημα σε συμμετοχικές διαδικασίες και αναπτυξιακές υπευθυνότητες· στοχεύουν στην ανάπτυξη του ιδιωτικού κεφαλαίου, δίχως να αμφισβητούν το διευθυντικό του δικαίωμα και την κοινωνική του επικυριαρχία και ονειρεύονται ενδιάμεσες κοινωνικές καταστάσεις σύζευξης καπιταλιστικού κέρδους - κοινωνικών αναγκών ακυρώνουν την ανατροπή της ταξικής λειτουργίας των κρατικών μηχανισμών και απεναντίας επιζητούν την ενδυνάμωση του ρόλου της δημόσιας διοίκησης μέσα απ' τον δημοκρατικό και ορθολογικό της εκσυγχρονισμό. Με τη συνειδητοποίηση του αριστερού πολιτικού αδιεξόδου, τη διαπίστωση των ορίων της κυβερνητικής πολιτικής του ΠΑΣΟΚ, του δημοκρατικού εκσυγχρονισμού της αστικής κοινωνίας, την επαναβεβαίωση της ολοκληρωτικής συντηρητικότητας και ανεπάρκειας του ΚΚΕ να διαγράψει οποιαδήποτε προοπτική κομμουνιστικής αντιπολίτευσης, το ΚΚΕεσ. προβάλλει τον εναλλακτικό στόχο της πολύπλευρης «εργατικής εξουσίας», για να προσδώσει αμέσως μετά σ' αυτό το πολιτικό σχέδιο ένα τέτοιο περιεχόμενο, που όντας παράλληλο με τους σχεδιασμούς του ΠΑΣΟΚ και τις επιδιώξεις του ΚΚΕ, ενδυναμώνει τη διαδικασία του δημοκρατικού αστικού εκσυγχρονισμού. Πρόκειται για έναν αυθεντικά αριστερό πολιτικό στόχο που το ΚΚΕεσ. του προσδίδει έναν καθαρά δεξιό προσανατολισμό, εκφράζοντας έτσι την πολιτική, κοινωνική και ιδεολογική του ανεπάρκεια να διαδραματίσει τον αναγκαίο και πρωτοποριακό ρόλο του κομμουνιστικού υποκειμένου. 6.Β. Άλλωστε η ΚΕ του ΚΚΕεσ. παρ' όλο που γνωρίζει ότι μέσα στις 200 χιλιάδες ψηφοφόρους των ευρωεκλογών πραγματοποιήθηκε μια ευρύτερη συσπείρωση των αριστερών δυνάμεων, εντούτοις δεν αποσκοπεί πραγματικά στην πολιτική ενότητα αυτού του ανανεωτικού δυναμικού, ενώ κάνει λόγο για την ενοποίηση της Αριστεράς. Το ΚΚΕεσ. αντί να αναζητήσει την ενοποίηση αυτή μέσα από τον κριτικό διάλογο και την κοινωνική πρακτική με τις υπαρκτές και δραστηριοποιημένες αριστερές δυνάμεις σ' ολόκληρο το ιδεολογικό, κοινωνικό και πολιτικό φάσμα, είτε στρέφεται σε αστικές κεντρώες δυνάμεις, είτε σε κοινωνικά κινήματα χωρίς όμως υπαρκτό στα ελληνικά πλαίσια υπόβαθρο, γιατί ακριβώς η ίδια του η πολιτική και ιδεολογία σαν κόμματος, που επιδιώκει την ενδυνάμωση του αστικού δημοκρατικού εκσυγχρονισμού, αυτού που ονομάστηκε «αλλαγή στην αλλαγή», το οδηγεί σε μια τέτοια κατεύθυνση. Μπορεί κανείς να πάρει τα συγκεκριμένα παραδείγματα της σημερινής πολιτικής πραγματικότητας για να διαπιστώσει κατά πόσον ο κομματικός οργανισμός της «ανανέωσης» έχει την επάρκεια και την πρόθεση για την ενότητα της Αριστεράς, αν επιδιώκει την οργανική σύνθεση των επαναστατικών εκφράσεων που αναδύονται σ' όλα τα επίπεδα της ταξικής πάλης. Έτσι, στο κοινωνικό πεδίο, δεν επιζητείται ούτε με τις εναλλακτικές προτάσεις ούτε και με την κοινωνική πρακτική του ΚΚΕεσ. η οργανική σύνδεση με την οργανωμένη στα εργοστασιακά σωματεία βιομηχανική εργατική τάξη: το ΚΚΕεσ. αν δεν επιζητεί τη διάλυση της ΟΒΕΣ, τουλάχιστον είναι αντίθετο στην ύπαρξη της, απέχει απ' τους προβληματισμούς και τις πρακτικές της, δεν συμμετέχει ενεργητικά στη δράση της. Μ' άλλα λόγια η κατ' εξοχήν κοινωνική δύναμη του εργατικού κινήματος βρίσκεται έξω απ' το οπτικό πεδίο ενότητας των αριστερών δυνάμεων του ΚΚΕεσ. Αν πάρουμε τώρα το ιδεολογικά επίπεδο, θα δούμε ότι έχουν αναπτυχθεί κέντρα ιδεολογικής δουλειάς - παρέμβασης στην ταξική πάλη, συγκροτημένα γύρω από αριστερά περιοδικά, που συμβάλλουν αποφασιστικά στη μαρξιστική ανάλυση της κοινωνικής πραγματικότητας, με ικανοποιητική απήχηση στον κόσμο της Αριστεράς: η ιδεολογική παραγωγή των πολιτικών ομάδων των περιοδικών θέσεις - Σχολιαστής - Κριτική, αποτελεί συνολικά μια συνιστώσα του επαναστατικού υποκειμένου. Παρ' όλα αυτά το ΚΚΕεσ. δεν είναι σε θέση να προωθήσει κανενός είδους διαλεκτική σύνθεση στο ιδεολογικό επίπεδο μ' αυτά τα κέντρα αριστερής ιδεολογικής επεξεργασίας και παρέμβασης. Τέλος, στο πολιτικό επίπεδο, ενώ διαμορφώνονται διαφοροποιήσεις προς τα αριστερά, ομάδων και ρευμάτων στο χώρο του ΠΑΣΟΚ, με ενδεικτικότερη εκείνη που συσπειρώνεται γύρω από το έντυπο Φυλλάδιο (Για το σοσιαλιστικό κίνημα), το ΚΚΕεσ. δεν διαθέτη την πολιτική επάρκεια να συνδεθεί οργανικά μαζί τους. Η ίδια του η πολιτική γραμμή και κοινωνική ιδεολογία δεν δρα καταλυτικά σ' αυτή την αριστερή διαφοροποίηση που θα μπορούσε να αποσπάσει ένα σημαντικό μέρος των λαϊκών δυνάμεων απ' τη στρατηγική και την επιρροή του κυβερνητικού κόμματος. Άλλωστε, η προοπτική της κυβερνητικής συμμαχίας με το ΠΑΣΟΚ, στην οποία καταλήγει η λογική του, ακυρώνει την οποιαδήποτε προσέγγιση μ' αυτό τον πολιτικό χώρο. 6.Γ. Η διαμόρφωση του κομμουνιστικού - σοσιαλιστικού υποκειμένου προκύπτει απ' τη διαλεκτική συνάρθρωση των επαναστατικών εκφράσεων της κοινωνίας, και που στη σημερινή πολιτική συγκυρία έχουν μια συγκεκριμένη ύπαρξη και δράση σ' όλους τους χώρους των κοινωνικών σχέσεων, στα εργοστάσια, στην εκπαίδευση, στα στρατόπεδα, στην πληροφόρηση κλπ., και σ' όλα τα επίπεδα της ταξικής πάλης. Οι «Εναλλακτικές Κατευθύνσεις» της ΚΕ του ΚΚΕεσ., στη σημερινή κατάσταση όπου έχει καταδειχθεί στο λαϊκό κίνημα η εκσυγχρονιστική διαχείριση της εξουσίας του ΠΑΣΟΚ καθώς και η ανεπάρκεια και αντιδραστικότητα του ΚΚΕ, δεν μπορούν να αποτελέσουν τη σπονδυλική στήλη αυτής της πολύπλευρης σύνθεσης του επαναστατικού κοινωνικού κινήματος, να διαμορφώσουν μια κομμουνιστική εναλλακτική προοπτική. Μια τέτοια πολιτική σύνθεση δεν μπορεί να υλοποιηθεί παρά με την οργανική σύνδεση των διαφόρων επαναστατικών κοινωνικών συνιστωσών, σε υπέρβαση με την πολιτική πρόταση του ΚΚΕεσ.: τα εργοστασιακά σωματεία, τα κέντρα ιδεολογικής δουλειάς, οι σπουδαστικές συσπειρώσεις, οι επιτροπές των στρατιωτών, οι αριστερές εργατικές δυνάμεις του ίδιου του ΚΚΕεσ., οι πολιτικές ομάδες που αποσπώνται απ' το ΚΚΕ και διαφοροποιούνται από το ΠΑΣΟΚ σε μια αριστερή λογική, για να αναφέρουμε ορισμένα ενδεικτικά παραδείγματα, θα πρέπει να αποκτήσουν συνείδηση της ανάγκης για μια πολύμορφη σύνδεση τους σε πολιτικό επίπεδο, στην πορεία για τη συγκρότηση και παρέμβαση του επαναστατικού υποκειμένου. Γιατί η «εξουσία των εργαζομένων» είναι κατ' εξοχήν στόχος του κομμουνιστικού κινήματος, μόνο όμως που η υλοποίηση της συμπεριλαμβάνει την εκπαιδευτική χειραφέτηση των εργαζομένων, την κυριαρχία της εργατικής τάξης στους παραγωγικούς μηχανισμούς και τους κοινωνικούς θεσμούς, την ανατροπή του μηχανισμού του κέρδους και του συνακόλουθου εργοδοτικού δεσποτισμού, την κατάργηση της τεχνοκρατικής, ιδεολογικής και κατασταλτικής γραφειοκρατίας των κρατικών μηχανισμών. Σ' αυτό το περιεχόμενο ανταποκρίνεται η φυσιογνωμία και πολιτική του εργατικού σοσιαλιστικού κινήματος κι όχι στο νόημα που προσδίδουν στην «εξουσία των εργαζομένων» οι προτάσεις του ΚΚΕεσ. για δημοκρατική αναβάθμιση του αστικού εκσυγχρονισμού.